Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ - Περὶ τῆς εἰρήνης (5) (1-3)

[1] Ὁρῶ μέν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὰ παρόντα πράγματα πολλὴν δυσκολίαν ἔχοντα καὶ ταραχὴν οὐ μόνον τῷ πολλὰ προεῖσθαι καὶ μηδὲν εἶναι προὔργου περὶ αὐτῶν εὖ λέγειν, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν ὑπολοίπων κατὰ ταὐτὰ μηδὲ καθ᾽ ἓν τὸ συμφέρον πάντας ἡγεῖσθαι, ἀλλὰ τοῖς μὲν ὡδί, τοῖς δ᾽ ἑτέρως δοκεῖν.

[2] δυσκόλου δ᾽ ὄντος φύσει καὶ χαλεποῦ τοῦ βουλεύεσθαι, ἔτι πολλῷ χαλεπώτερον ὑμεῖς αὐτὸ πεποιήκατ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι· οἱ μὲν γὰρ ἄλλοι πάντες ἄνθρωποι πρὸ τῶν πραγμάτων εἰώθασι χρῆσθαι τῷ βουλεύεσθαι, ὑμεῖς δὲ μετὰ τὰ πράγματα. ἐκ δὲ τούτου συμβαίνει παρὰ πάντα τὸν χρόνον ὃν οἶδ᾽ ἐγώ, τὸν μὲν οἷς ἂν ἁμάρτητ᾽ ἐπιτιμῶντα εὐδοκιμεῖν καὶ δοκεῖν εὖ λέγειν, τὰ δὲ πράγματα καὶ περὶ ὧν βουλεύεσθ᾽ ἐκφεύγειν ὑμᾶς.

[3] οὐ μὴν ἀλλὰ καίπερ τούτων οὕτως ἐχόντων οἴομαι καὶ πεπεικὼς ἐμαυτὸν ἀνέστηκα, ἂν ἐθελήσητε τοῦ θορυβεῖν καὶ φιλονικεῖν ἀποστάντες ἀκούειν, ὡς ὑπὲρ πόλεως βουλευομένοις καὶ τηλικούτων πραγμάτων προσήκει, ἕξειν καὶ λέγειν καὶ συμβουλεύειν δι᾽ ὧν καὶ τὰ παρόντ᾽ ἔσται βελτίω καὶ τὰ προειμένα σωθήσεται.

***
ΠΡΟΟΙΜΙΟ (§§ 1-3)
[1] Αθηναίοι, βλέπω ότι η σημερινή κατάσταση προκαλεί μεγάλη ανησυχία (προβληματισμό) και αμηχανία, όχι μόνο επειδή θυσιάσαμε πολλά και δεν ωφελεί καθόλου να εκφωνεί κανείς ωραίους λόγους γι᾽ αυτά αλλά και επειδή, και για όσα μας έχουν απομείνει, ούτε και σε ένα σημείο δεν συμφωνούν όλοι όσον αφορά τo συμφέρον μας, με το να σκέφτονται οι μεν έτσι, οι άλλοι αλλιώς.

[2] Μολονότι όμως είναι προβληματική και δύσκολη δουλειά από τη φύση της η λήψη μιας απόφασης, εσείς, Αθηναίοι, την έχετε κάνει ακόμη δυσκολότερη. Γιατί όλοι οι άλλοι άνθρωποι συνηθίζουν να παίρνουν αποφάσεις πριν από τα γεγονότα, ενώ εσείς μετά από αυτά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πάντοτε, όσο εγώ γνωρίζω, να επιδοκιμάζεται αυτός που σας επικρίνει για τα τυχόν σφάλματά σας και να θεωρείται ικανός ρήτορας, αλλά τα γεγονότα και το αντικείμενο των διαβουλεύσεων να έχουν ξεφύγει στο μεταξύ από τον έλεγχό σας.

[3] Ωστόσο, μόλο που έτσι έχουν τα πράγματα, νομίζω και έχω σηκωθεί να μιλήσω με την πεποίθηση ότι, αν θελήσετε να με ακούσετε χωρίς αποδοκιμασίες και εριστική διάθεση, όπως αρμόζει σε ανθρώπους που συνεδριάζουν για να αποφασίσουν για την πόλη και για τόσο σπουδαία ζητήματα, θα μπορέσω και να μιλήσω και να σας δώσω τις συμβουλές εκείνες με τις οποίες και η σημερινή κατάσταση θα βελτιωθεί και θα καταστεί δυνατό να ανακτηθούν όσα έχετε αφήσει στην τύχη τους.

Ο Επιτάφιος

Αποτέλεσμα εικόνας για ο επιτάφιος του περικλέουςΣήμερα, θα σας γράψω για τον Επιτάφιο. Δύο λόγια πρώτα, για να οριοθετήσουμε το ζήτημα. Ο Θουκυδίδης αποτελεί προφανέστατα τεράστιο θέμα, όχι μόνο λόγω των γεγονότων τα οποία περιγράφει, αλλά ασφαλώς και λόγω των δημηγοριών τις οποίες παραθέτει. Δεν χρειάζεται να τονίσουμε τη σπουδαιότητα αυτών των δημηγοριών για όποιον, πέρα από τα ίδια τα γεγονότα, ενδιαφέρεται και για το πώς τα αντιλαμβάνονται οι συμμετέχοντες σε αυτά, καθώς και για τη φιλοσοφία του Θουκυδίδη και τις απόψεις του εν γένει. Δεν πρόκειται να εγκύψουμε πραγματικά στο έργο του - κάτι τέτοιο θα απαιτούσε πολλά χρόνια. Θα προσπαθήσουμε απλώς να αναδείξουμε μερικά σημεία που έχουν καίρια σημασία για το θέμα μας, δηλαδή τη δημιουργία της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας - στην προκειμένη περίπτωση δε, ιδίως τη δημιουργία της δημοκρατίας. Επιμένω λοιπόν ιδιαίτερα στο γεγονός ότι αυτό το οποίο θα μας απασχολήσει, κυρίως στις δημηγορίες, ενίοτε και στις αφηγήσεις, είναι η απάντηση στο ερώτημα: σε ποιο βαθμό η θέσπιση της δημοκρατίας, με την ιστορική ρήξη και τη θεμελιακή ανανέωση τις οποίες συνεπαγόταν, συνιστούσε συνειδητή δημιουργία; Σε ποιο βαθμό υπήρχε στους Αθηναίους, για να χρησιμοποιήσουμε έναν σύγχρονο όρο, ο αναστοχασμός, δηλαδή η σκέψη πάνω στον ίδιο τον εαυτό τους, που είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να δημιουργήσουν - όλοι οι λαοί δημιουργούν τους θεσμούς τους -, αλλά να έχουν επίσης, μέχρις ενός βαθμού, συνείδηση αυτού που πράττουν; Και πάλι, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν πρέπει επ’ ουδενί να αναζητηθεί στους μεγάλους φιλοσόφους, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, όπως έκαναν, δυστυχώς, οι νεότεροι λόγιοι εδώ και δύο αιώνες. Ο πρώτος, όπως σας έχω πει, είναι αδυσώπητος εχθρός της δημοκρατίας, σε βαθμό να παραχαράσσει τα γεγονότα και να επιδεικνύει απίστευτη έλλειψη αυτεπίγνωσης όσον αφορά τις συνθήκες της ίδιας του της ύπαρξης. Δεν θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω: ο Πλάτων, ο οποίος εγκωμιάζει διαρκώς τη Σπάρτη και κατηγορεί την Αθήνα, δεν διερωτάται ποτέ αν ο ίδιος θα μπορούσε να έχει γεννηθεί και μορφωθεί στη Σπάρτη και αν θα μπορούσε να έχει δημιουργήσει εκεί μια σχολή, όπου θα κατήγγελλε δημόσια το σπαρτιατικό καθεστώς. Όσο για τον Αριστοτέλη, με έχετε ακούσει συχνά να λέω ότι, αν και υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα και πέθανε το 323/322, είναι από πολλές απόψεις φιλόσοφος του 5ου και όχι του 4ου αιώνα. Συμβαίνει να βρίσκεται απείρως κοντύτερα στην αθηναϊκή δημοκρατία - κι εδώ ακόμη οι ερμηνείες έχουν διαστρεβλωθεί από τις προκαταλήψεις των νεότερων λογίων-, κατά κάποιον τρόπο όμως μιλάει γι’ αυτήν εκ των έξω. Δεν είναι, επομένως, δυνατόν να καταλάβουμε τι υπήρξε η αθηναϊκή δημοκρατία μέσα από το έργο τους, παρά μόνο πολύ έμμεσα, κατά μία έννοια, μέσω της κριτικής των όσων λένε. Ευτυχώς όμως διαθέτουμε ένα κείμενο, όπου στην πραγματικότητα η αθη­ναϊκή δημοκρατία μιλά για τον εαυτό της. Πρόκειται, βεβαίως, για τον επιτάφιο λόγο που εκφώνησε ο Περικλής.

Θα συζητήσουμε, λοιπόν, για τη θέσμιση των Αθηναίων ξεκινώντας από αυτή την κορυφαία στιγμή (βιβλίο Β', κεφάλαια 34-46). Η ιδιαιτερότητά της όμως εμφανίζεται με εξίσου εντυπωσιακό τρόπο από τη δημηγορία των Κορινθίων (Α΄, 68-71) και από την απάντηση των Αθηναίων (Α', 73-78) ενώ­πιον της συνέλευσης των συμμάχων στη Σπάρτη, κατά την οποία πρόκειται να ληφθεί η απόφαση για τον πόλεμο. Είναι αλήθεια ότι σε αυτές τις δύο δημηγορίες υπεισέρχονται επίσης και άλλες θεωρήσεις —γι’ αυτό ακριβώς θα αρχίσουμε από τον Επιτάφιο - για τη θεωρία του πολέμου, η οποία θα αποτελέσει το δεύτερο θέμα μας. Επ’ αυτού θα βρείτε στοιχεία τόσο στον πρώτο (Α', 140-144) όσο και τον τρίτο και τελευταίο λόγο του Περικλή (Β', 60-64), ή στην κρίση του Θουκυδίδη (Β', 65-67) για τον Περικλή, την Αθήνα και τον πόλεμο. Στη δημηγορία των Αθηναίων του πρώτου βιβλίου δεν γίνεται μόνο αναφορά στην Αθήνα, αλλά επίσης στο ζήτημα του δικαίου και της ισχύος, και θα δούμε εδώ, για ακόμα μία φορά, πόσο παράλογες είναι οι απόψεις που οι Νεότεροι, και μάλιστα οι πολυμαθέστεροι εξ αυτών, μπορούν να αποδώσουν στους Αρχαίους. Όσον αφορά το συγκεκριμένο θέμα, θα πρέπει βεβαίως να επανεξετάσουμε όλον το διάλογο μεταξύ Αθηναίων και Μηλιών, ο οποίος προηγείται του φρικτού σφαγιασμού των δεύτερων από τους πρώτους στο βιβλίο Ε' (84-96), τη δημηγορία του Ερμοκράτη προς τους Σικελούς (Δ', 59-65), και τις δημηγορίες του Κλέωνα και του Διοδότου (Γ', 37-50) στην Αθήνα για τη μοίρα των εξεγερμένων Μυτιληναίων. Σε αυτές τις δημηγορίες —καθώς, φυσικά, και σε άλλα αποσπάσματα τα οποία θα αναφέρω - , θα βρούμε ταυτοχρόνως την αντίληψη του Θουκυδίδη περί πολέμου, την αρχαία αντίληψη περί δικαίου και ισχύος, καθώς και τη γενική θεώρηση της ιστορίας, για την οποία σας είπα δυο λόγια την προηγούμενη φορά. Βρίσκουμε επίσης μια θεωρία για τις συνέπειες του πολέμου στη συναρπαστική περιγραφή των επιπτώσεων του εμφύλιου πολέμου στην Κέρκυρα, του βιβλίου Γ' (69-85), όπου γίνεται λόγος για την κατάσταση στο νησί, κυρίως όμως για τον πόλεμο εν γένει' δηλαδή, όχι μόνο για τις ανθρώπινες και τις υλικές απώλειες, αλλά γι’ αυτό που πρέπει σαφώς να αποκαλέσουμε καταστροφή όλων των αξιών, μέχρι και της ίδιας της γλώσσας - οι λέξεις, όπως στον κόσμο του σήμερα, κατέληξαν να χρησιμοποιούνται για να πουν το αντίθετο από αυτό που σημαίνουν συνήθως.
 
Ας έρθουμε τώρα στον Επιτάφιο. Δεν είναι ίσως άσκοπο να αρχίσω δείχνοντάς σας αυτό το ντοκουμέντο. Θα αναγνωρίσετε αμέσως τον αετό και το ναζιστικό έμβλημα. Πρό­κειται για το Der Schulunsgbrief. Das zentrale Monatsblatt der NSDAP, ένα μηνιαίο ενημερωτικό δελτίο του γερμανικού εθνικοσοσιαλιστικού εργατικού κόμματος. Πρόκειται για το τρίτο τεύχος του 1939. Εδώ, λοιπόν, θα βρείτε το Rede des Perikles, το λόγο του Περικλή για τους αθηναίους νεκρούς το πρώτο έτος του πολέμου, ο οποίος προτείνεται στα μέλη του κόμματος σαν ένα unverganglich Dokument, ένα αθάνατο ντοκουμέντο του nordlicher Staatsgesinnung, του - πώς να τον πούμε;— πολιτικού προσανατολισμού του βορειοευρωπαϊκού πνεύματος. Σαν να λέμε, ένας Περικλής ο οποίος γεννήθηκε στο Σπίτσμπεργκ και πέθανε στο Τρόντχαϊμ. Τέλος πάντων. Πρόκειται, βεβαίως, για τεράστια απάτη. Θυμόσα­στε όμως τι σας έχω πει για τα μυστήρια της γλώσσας, για τις λέξεις και την αμφισημία τους. Αν διαβάσετε το λόγο, θα δείτε ότι πράγματι η απάτη συνίσταται σε ελάχιστα πράγματα. Πού στηρίζεται αυτή η επιχείρηση εξαπάτησης;^ Κατ’ αρχάς στο γεγονός ότι ενώ ο Περικλής μιλά για τη «ζωή στην πόλιν». η γερμανική μετάφραση λέει - και κατά μία έννοια δεν μπορεί παρά να πει - im staatlichen Leben, στη «ζωή του κράτους». Και εκεί όπου γίνεται λόγος για δη­μοκρατία, ο Γερμανός, μεταφράζοντας εντελώς κατά γράμμα και απολύτως σωστά, θα πει: Volksherrschaft. Volk σημαίνει «λαός», μια πολύ ωραία λέξη - ποιος μπορεί να έχει αντίρρηση; Έλα όμως που οι ναζί την είχαν αναγάγει σε ένα από τα κεντρικά τους σημαίνοντα, οπότε, αν βρίσκεστε στη Γερμανία του 1939, Volksherrschaft σημαίνει απλώς: Heil Hitler! Εξυπακούεται ότι στη θεωρία του Hitler, την οποία συμμερίζεται επίσης ο Lenin, ο Volk, και μόνο επειδή υπάρχουν εβδομήντα εκατομμύρια Γερμανοί, δεν μπορεί να κυβερνά ο ίδιος, και χρειάζεται επομένως ένα κόμμα το οποίο θα εκφράζει τη θέληση του λαού. Μέσα σε αυτό το κόμμα υπάρχουν μικροί και μεσαίοι Fuhrers σε διαφορετικά επίπεδα, και πάνω απ’ όλους Ο Fiihrer κ.λπ. Δεν θα επαναλάβω εδώ τη ναζιστική μεταφυσική-πολιτική, αλλά αυτήν ακριβώς βρίσκουμε πίσω από την «κατά λέξη» μετάφραση του όρου δημοκρατία με το Volksherrschaft, ή στο γεγονός ότι το σημείο όπου ο Περικλής λέει: υπακούμε στους άρχοντες, θα μεταφραστεί, πράγμα που επίσης δεν είναι «λάθος»: υπακούμε στην Obrigkeit, στην εξουσία. Ιδού λοιπόν τι μπορεί να κάνει κάποιος σε ένα ιστορικό κείμενο. Είναι αλήθεια ότι το Κράτος και επανάσταση του Lenin, παραδείγματος χάριν, εξακολουθεί, υποθέτω, να είναι υποχρεωτικό ανάγνωσμα στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση στη Ρωσία. Ο Lenin είναι ο Lenin, όποια άποψη κι αν έχει κανείς γι’ αυτόν — κι εσείς γνωρίζετε τη δική μου. Έλα όμως που στο Κράτος καί επανάσταση είναι γραμμένο ολοκάθαρα ότι η επανάσταση είναι ασύμβατη με το κράτος και ότι το κράτος αρχίζει να φθίνει από την πρώτη κιόλας μέρα της επανάστασης. Ωστόσο, πάνε τώρα περίπου εβδομήντα χρόνια που το ρωσικό κράτος ενισχύεται μέρα με την ημέρα. Μη με ρωτήσετε πώς διευθετούν αυτό το ζήτημα οι καθηγητές. Νομίζω ότι το διευθετούν διότι οι μαθητές γνωρίζουν ότι είναι εντελώς ανόητο να κάνουν πολύ ενοχλητικές ερωτήσεις. Το μάθημα δεν περιορίζεται στην αίθουσα διδασκαλίας.
 
Και τώρα ο Επιτάφιος. Παρατηρήθηκε πριν από καιρό (και η Jacqueline de Romilly επανέρχεται σε αυτό το σημείο, παρουσιάζοντας τον τόμο των εκδόσεων «Bude», όπου βρίσκουμε το λόγο) ότι «μοιάζει» - παραθέτω το κείμενό της - «ξένος σε σχέση με την σφιχτοδεμένη υφή της αφήγησης». Στον Θουκυδίδη υπάρχει αφήγηση και ανάλυση των γεγονότων - όπως υπάρχουν και δημηγορίες. Ήδη πέρυσι είπα τι σκέφτομαι για την πιστότητα αυτών των δημηγοριών, ή μάλλον για την αντιστοιχία ανάμεσα σε αυτό που μεταφέρεται και σε αυτό που ελέχθη - τεράστιο ζήτημα. Στον Θουκυδίδη όμως, αυτές οι δημηγορίες, εκτός, φαινομενικά, του λόγου του Περικλή, έχουν πάντα μια λειτουργία μέσα στην αφήγηση. Δεν μπορούμε, δυστυχώς, να πραγματευτούμε τώρα αυτή την πλευρά όπως αρμόζει, διότι δεν ασχολούμαστε εδώ με την αρχαία φιλολογία· πρόκειται όμως για ακόμα ένα σημείο εξαιρετικής προσέγγισης της δομής του έργου του Θουκυδίδη με τη δομή μιας τραγωδίας· μιας τραγωδίας που εκείνος δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει αν και γνώριζε, ασφαλώς, το τέλος της. Ήρωας της τραγωδίας, που έχει παρασυρθεί από την ύβριν του, είναι προφανώς ο αθηναϊκός λαός. Ο Περικλής είναι ο χορός που υμνεί τη δόξα του, αλλά και απευθύνει, ανώφελα όπως σε κάθε καλή τραγωδία, προειδοποιήσεις στον ήρωα, οι οποίες του υποδεικνύουν τα όρια που δεν πρέπει να υπερβεί. Επ' αυτού όμως θα επανέλθω. Ο ρόλος των λόγων σε μια τέτοια δομή τραγωδίας, όπως εξάλλου και σε κάθε καλοστημένη τραγωδία, δεν είναι να εκθέσουν τις ιδέες του συγγραφέα. Ή μάλλον, ακόμα κι αν αυτές οι ιδέες ανήκουν στο συγγραφέα, πρέπει να υποστηρίζονται από τη δράση. Στον Θουκυδίδη, οι δημηγορίες και τα επιχειρήματά τους -για τον πόλεμο, την πολιτική φιλοσοφία κ.λπ. -βασίζονται πάντοτε στη δράση και παρεμβάλλονται σε πολύ ιδιαίτερες στιγμές. Οι Σπαρτιάτες, οι Κερκυραίοι, οι Αθηναίοι ή οι Συρακούσιοι συσκέπτονται. Μια φωνή παρουσιάζει τα επιχειρήματα υπέρ της μιας άποψης, μια άλλη παρουσιάζει την αντίθετη επιλογή - τελικά θα επιλεγεί μία από τις δύο. Οι δημηγορίες φωτίζουν επίσης εξαιρετικά ένα στοιχείο το οποίο δεν αποτελεί μόνο μέρος του πολέμου, αλλά της συνολικής θέσμισης των πόλεων στην αρχαία Ελλάδα, ρίχνοντας άπλετο φως στη διαδικασία διαβούλευσης και λήψης αποφάσεων στην πόλη. Οι δημηγορίες εκτυλίσσονται με τη μορφή διαλόγου και αντιπαράθεσης. Εκτός, βεβαίως, από τον Επιτάφιο.
 
Ας προσθέσουμε, παρά ταύτα, λίγα λόγια για την αληθοφάνεια αυτών των δημηγοριών. Ορισμένες ενστάσεις ισοδυναμούν περίπου με το να λέγαμε ότι ο Θουκυδίδης δεν διέθετε μαγνητόφωνο. Πιθανότατα όμως είχε ακούσει κάποιες δημηγορίες. Αυτό είναι σίγουρο στην περίπτωση του λόγου του Περικλή, καθώς βρισκόταν τότε στην Αθήνα, και μπορούμε μάλιστα να υποθέσουμε ότι κράτησε και σημειώσεις. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, εξάλλου, ότι η μνήμη στην αρχαιότητα δεν ήταν ό, τι ακριβώς εννοούμε σήμερα με αυτή τη λέξη. Στον Πλάτωνα, κάποιο πρόσωπο φαίνεται να έχει συγκροτήσει νοερά ένα διάλογο που διαρκεί τρεις ώρες και περιέχει πληθώρα διαλεκτικών επιχειρημάτων, πράγμα που προφανώς θεωρείται αυτονόητο για τον αναγνώστη εκείνης της εποχής. Εννοείται ότι δεν πρέπει κανείς να τα πάρει όλα αυτά κατά γράμμα, διότι εμπεριέχουν αναμφιβόλως ένα βαθμό συμβατικότητας, ας πούμε όμως ότι υπάρχουν βαθμοί αληθοφάνειας - δεν είναι σαν να ισχυρίζεται ο Πλάτων ότι είδε ανθρώπους να περπατούν στη Σελήνη. Εξάλλου, στο διάλογο, ο αφηγητής ενίοτε διευκρινίζει: συμβαίνει να έχω κρατήσει σημειώσεις ή να έχω απομνημονεύσει όλα αυτά ή να έχω αντιπαραβάλει μαρτυρίες, και ιδού γιατί μπορώ να σας διηγηθώ ό, τι ελέχθη εκείνη τη μέρα. Ο Θουκυδίδης λοιπόν έχει ασφαλώς ακούσει αυτόν το λόγο. Όσο για την πλειονότητα των άλλων, του μεταφέρθηκαν και προσπάθησε να τους ανασυνθέσει, ενώ, όπως δηλώνει σαφώς ο ίδιος, δεν επιδίωξε να τους αποδώσει κατά γράμμα. Εξάλλου, είναι προφανές ότι όσο κι αν δεν έχουν όλοι το ίδιο ύφος, υπάρχει το ύφος του Θουκυδίδη που προβάλλει ξεκάθαρα και στους πλέον διαφορετικούς λόγους.
 
Εντούτοις, όταν διαβάζει κανείς τους τρεις λόγους του Περικλή, αντιλαμβάνεται αμέσως ότι το «ύψος», όπως θα έλεγαν οι θεωρητικοί της αρχαίας ρητορικής, δεν είναι το ίδιο. Ακόμα μία φορά όμως, ο Επιτάφιος διακρίνεται από τους άλλους λόγους από την άποψη ότι δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο στη διαβούλευση και τη δράση, παρά μόνο κατά μια εντελώς δευτερεύουσα έννοια. Παίζει σίγουρα ένα ρόλο, στο βαθμό που ο Περικλής λέει επίσης: ιδού γιατί πέθαναν αυτοί οι άνδρες, και ιδού γιατί καθένας από εμάς θα ήταν έτοιμος να πεθάνει για μια τέτοια πόλη. Το ουσιώδες όμως δεν βρίσκεται εδώ. Επιτάφιοι λόγοι εκφωνούνταν στην Αθήνα κάθε χρόνο και καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Ωστόσο, ο Θουκυδίδης παραθέτει αυτό τον συγκεκριμένο και όχι κάποιον άλλο. Μήπως το κάνει για να προσδώσει, όπως υποστηρίζει η κυρία de Romilly, περισσότερη αίγλη στο πρόσωπο του Περικλή και σε κάποιες ιδέες τις οποίες απέδιδε σ’ εκείνον; Εάν επρόκειτο περί αυτού, ο λόγος θα αναφερόταν στο παρόν και στην πρόσφατη ιστορία των Αθηνών με διαφορετικό τρόπο, προβάλλοντας στα μάτια μας ένα σύνολο ενεργειών που έγιναν υπό την καθοδήγηση του Περικλή. Θα μπορούσε να υπάρχει ένας επιτάφιος λόγος προς δόξαν των Αθηνών -θα επανέλθουμε, εξάλλου, επ’ αυτού διότι ο λόγος αναφέρεται και σε τούτο το ζήτημα—, όπου θα μνημονευόταν μόνον η σπουδαιότητα αυτής της πόλης, η οποία κατόρθωσε το ένα ή το άλλο, κατέλαβε την Εύβοια, νίκησε τους Σαμίους κ.λπ. Και αυτό θα ήταν πράγματι προς δόξαν του Περικλή επίσης, δεδομένου ότι, όπως το υπενθυμίζει ο Θουκυδίδης, αυτός είχε εκλεγεί περισσότερες φορές στρατηγός την εποχή εκείνη. Ωστόσο, ο έπαινος που εκφωνεί όντως ο Περικλής μάς μιλά ακριβώς για πράγματα που δεν θα μπορούσαμε να αποδώσουμε στον ίδιο. Μιλά για τη θέσμιση της αθηναϊκής κοινωνίας, όχι κατά τα τυπικά χαρακτηριστικά της, όπως φερ’ ειπείν οι νόμοι της, κάποιοι από τους οποίους εισήχθησαν πράγματι κατά τα χρόνια που προηγούνται αυτής της ιστορίας και όπου ο Περικλής διαδραμάτισε έναν πολιτικό ρόλο, αλλά για τα πιο βαθιά χαρακτηριστικά της - τις ανθρωπολογικές στάσεις που επιτρέπουν την ύπαρξη της δημοκρατίας και οι οποίες, με τη σειρά τους, καθορίζονται από αυτή. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε κατά κανέναν τρόπο να το επικαλεστεί κανείς «προς δόξαν του Περικλή». Θυμηθείτε τον Rousseau: αν θέλετε να αναμειχθείτε στη νομοθεσία ενός λαού, πρέπει πρώτα να αλλάξετε τα ήθη του, τα οποία είναι απείρως πιο σημαντικά από τους νόμους. Και ακριβώς στον Επιτάφιο γίνεται λόγος κυρίως για τα ήθη, ενώ δεν υπάρχει άτομο το οποίο θα μπορούσε να τα αλλάξει σε βάθος' το περισσότερο που θα μπορούσε να κάνει θα ήταν να τα μεταβάλει ελαφρώς και να συμβάλει στον εκφυλισμό τους.
 
Ο λόγος λοιπόν δεν βρίσκεται εδώ για να προσδώσει μεγαλύτερη αίγλη στο πρόσωπο του Περικλή. Ο ρόλος του είναι να καταδείξει τι είναι η Αθήνα. Και δεν μπορούμε παρά να μείνουμε έκθαμβοι εμπρός στο μεγαλείο και στην καλλιτεχνική τελειότητα του Θουκυδίδη, που ανταποκρίνεται στα ίδια τα γεγονότα, μιας και πρέπει σαφώς να παραδεχτούμε ότι υπάρχουν στιγμές στην ιστορία της ανθρωπότητας, οι οποίες, ακόμα κι αν είναι τραγικές, παραμένουν ωραιότερες ή τουλάχιστον πιο εντυπωσιακές από άλλες. Για το τι είναι η Αθήνα είχε ήδη μιλήσει, με τον τρόπο της, η δημηγορία των Κορινθίων στο βιβλίο Α', όπου έγινε η σύγκριση Αθηναίων και Σπαρτιατών - θα επανέλθω επ’ αυτού-, ενώ γνωρίζουμε ότι εκφωνήθηκε στη συνέλευση των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους. Παραδόξως όμως, ενώ πρόκειται για κατηγορητήριο εναντίον των Αθηνών - οι Αθηναίοι διέπραξαν αδικίες, παραβίασαν συνθήκες κ.λπ. (πράγμα που είναι λάθος, αλλά δεν έχει σημασία), και οι Κορίνθιοι υποστηρίζουν τη θέση τους και τους επιτίθενται με κάθε τρόπο -, αυτή η δημηγορία αποτελεί εξαίσιο ύμνο της αθηναϊκής δημιουργίας, σε αντίθεση με τη σπαρτιατική αποτελμάτωση, ύμνο της εφευρετικότητας και του στοιχείου που πρέπει να ονομάσουμε, ακόμα κι αν η λέξη έχει σήμερα φθαρεί, νεωτερικότητα των Αθηναίων, καθώς και μια περιγραφή της διαφορετικής ιστορικής χρονικότητας που δημιούργησαν. Εδώ επίσης, και παρόλο που οι Κορίνθιοι δεν τονίζουν αυτή την πλευρά, μπορούμε να διακρίνουμε το θέμα μιας διαφορετικής στάσης των ατόμων, των πολιτών απέναντι στα κοινά. Έχουμε εδώ ένα είδος μουσικού πρελούδιου που προαναγγέλλει τον Επιτάφιο, ο οποίος είναι αφιερωμένος στην περιγραφή της θέσμισης των Αθηναίων, καθώς και στην κατάδειξη του πώς και του γιατί η Αθήνα απέκτησε τη δύναμη που τη χαρακτηρίζει. Η μεγάλη εξωτερική διάρθρωση αυτού του λόγου είναι πολύ απλή, η εσωτερική δομή του όμως είναι, αντιθέτως, τρομερά πολύπλοκη. Ας δούμε πρώτα την προφανή δομή: ένα προοίμιο ή πρόλογος (κεφάλαιο 35)' περιγραφή της πόλης των Αθηναίων και της θέσμισής της (36-41.4)' έπαινος των νεκρών και λόγια παρηγοριάς για τους συγγενείς (41.5-45)' τέλος, ένας επίλογος στο κεφάλαιο 46. Δύο είναι λοιπόν τα μεγάλα τμήματα, αν δεν λάβουμε υπόψη τον πρόλογο και τον σύντο­μο επίλογο.
 
Μερικές παρατηρήσεις σχετικά με το προοίμιο. Ο Περικλής λέει ότι το εγχείρημα τού φαίνεται πολύ δύσκολο, και αυτό το είδος διαβεβαίωσης έγινε, βεβαίως, κοινός τόπος· αλ­λά ένας τόπος, ένα μέρος απ’ όπου οφείλει να περάσει ο λόγος, δεν ήταν πάντοτε την εποχή εκείνη αναγκαστικά συνώνυμο της κοινοτοπίας. Καλό θα ήταν λοιπόν να το προσέξουμε λίγο περισσότερο. Εξάλλου, σαν μικρή συνηγορία pro domo, θα με ακούσετε κι εμένα συχνά να αρχίζω υπογραμμίζοντας τη δυσκολία του εγχειρήματος - για παράδειγμα, όταν πρόκειται να μιλήσω για τον Θουκυδίδη. Το ίδιο κάνει και ο Περικλής· σε αντίθεση με ό, τι νομίζουν όσοι συμφωνούν με την εκφώνηση λόγων στις επικήδειες τελετές, εκείνος λέει ότι ο εγκωμιασμός είναι πολύ δύσκολος όταν η αλήθεια δεν είναι εξασφαλισμένη. Προσθέτει μάλιστα δύο ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, δεδομένης της εικόνας την οποία έχουν μερικοί για την κλασική αρχαιότητα. Η πρώτη εισάγει απλούστατα αυτό που στη συνέχεια θα ονομαστεί το a priori της κρίσεως. Ο ακροατής του λόγου, λέει ο Περικλής, ο οποίος γνωρίζει περί τίνος πρόκειται, θα σκεφτεί ότι ο έπαινος είναι κατώτερος της πραγματικότητας. Στην αντίθετη περίπτωση, μπορεί να θεωρήσει ότι ο ρήτορας υπερβάλλει, και τότε μπορεί μάλιστα να παρεισφρήσει ο φθόνος. Η δυσπιστία προέρχεται από το γεγονός ότι επαινούνται άθλοι που φαίνεται να ξεπερνούν τις ικανότητες του ακροατή, ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του μέτρο όσων είναι δυνατόν να επιτευχθούν. Να μια ενδιαφέρουσα για εμάς σύγκριση ανάμεσα σε δύο υποκειμενικότητες διότι, εδώ και δεκαετίες, η κρατούσα άποψη όσων μιλούν για τους αρχαίους Έλληνες είναι ότι εκείνοι δεν αναγνωρίζουν πλήρως το υποκείμενο και ότι, ως εκ τούτου, δεν γνωρίζουν τι είναι τα συναισθήματα κ.ο.κ.
 
Ας έρθουμε όμως στην περιγραφή της θέσμισης της πόλης των Αθηναίων, ξεκινώντας από το κεφάλαιο 36. Θα ακολουθήσω τώρα το κείμενο κεφάλαιο προς κεφάλαιο, περνώντας συχνά από την κατά λέξη μετάφραση στην παράφραση και στο σχόλιο, με τρόπο που ελπίζω να μη σας φανεί πολύ απότομος. Δεν αποτελεί έκπληξη το ότι το κεφάλαιο ξεκινά με τον έπαινο των προγόνων. Ο Περικλής μνημονεύει εν παρόδω την πανάρχαια παρουσία των Αθηναίων στο ίδιο έδαφος, για την οποία ήταν εξαιρετικά περήφανοι, την - εντελώς θρυλική - αυτοχθονία τους, κυρίως όμως εγκωμιάζει τους προγόνους επειδή μπόρεσαν χάρη στην αρετήν τους να παραδώσουν σε αυτούς που ζουν εκεί τούτη την ελεύθερη γη και την ελεύθερη πόλη. Η λέξη άρετή, virtus στα λατινικά, vertu στα γαλλικά, προέρχε­ται, όπως σας είπα ήδη, από το ρήμα άραρίσκω, που έχει την ίδια ρίζα με την αρμονία. Είναι το Tugend [αρετή] στα γερμανικά· αλλά θα ήταν ίσως προτιμότερο το Tuchtigkeit [αξιοσύ­νη], που έχει την ίδια ρίζα με το ελληνικό τεύχω, φτιάχνω, προσαρμόζω καλά κάτι. Ένα άτομο, παραδείγματος χάριν, έχει αρετήν αν είναι καλά προσαρμοσμένο ως προς αυτό που έχει αναλάβει να κάνει ή κατέχει την αρετήν απολύτως εάν βρίσκεται σε αρμονία με τον εαυτό του. Ωστόσο, ακόμα πιο άξιοι εγκωμιασμού, λέει ο Περικλής, είναι «οι ίδιοι μας οι πατέ­ρες», στους οποίους οι Αθηναίοι χρωστούν την κυριαρχία τους. Ακολουθεί η εκπληκτική παράγραφος 36.3, όπου δηλώνει χωρίς περιστροφές: εμείς όμως, οι οποίοι βρισκόμαστε σήμερα στην καθεστηκυία ηλικία, στην ώριμη ηλικία, είμαστε που καταστήσαμε την πόλη αὐταρκεστάτην, να μην εξαρτάται από κανέναν άλλο — στα αγγλικά θα έκαναν λόγο για self- reliance. Είμαστε εμείς, λέει, που την καταστήσαμε αυτάρκη τόσο για τον πόλεμο, όσο και για την ειρήνη. Θα επανέλθω στην αντίληψη του Περικλή για την αυτάρκεια, η οποία δεν έχει καμία σχέση με την αυτάρκεια των φιλοσόφων, ούτε εξάλλου με αυτό που μας έρχεται στο νου όταν ακούμε τη λέξη.
 
Η παράγραφος 36.4 είναι εκπληκτική, διότι βρίσκουμε σε αυτήν κάτι που εκ πρώτης όψεως μοιάζει με αντίφαση. Ο Περικλής λέει: όσον αφορά τα έργα του πολέμου, που μας επέτρεψαν να αποκτήσουμε αυτή τη δύναμη, και τον δικό μας τρόπο άμυνας απέναντι στον εχθρό, Έλληνα ή βάρβαρο, δεν θα μακρηγορεῖν ἐν εἰδόσιν, δεν θα επεκταθώ σε πράγματα που γνωρίζετε. Θα μιλήσω αντιθέτως για την ἐπιτηδευσιν, την πολιτείαν και τους τρόπους. Θα πω με βάση ποιες συνήθειες (επιτήδευσις), ποιους θεσμούς και ποιες μεθόδους διακυβέρνησης (πολιτεία), και με ποια ήθη (τρόποι) καταφέραμε να γίνουμε αυτό που είμαστε. Αυτό που μπορεί να φανεί παράλογο, και κατά μία έννοια είναι όντως, συνίσταται στο ότι: τα ήθη, τους θεσμούς και τις συνήθειες, οι παριστάμενοι Αθηναίοι τα γνωρίζουν εξίσου καλά ή και καλύτερα από ό, τι τους πολέμους τους, ενώ ανάμεσά τους δεν πρέπει να βρίσκονται πλέον πολλοί από εκείνους οι οποίοι πολέμησαν στη Σαλαμίνα ή στο Μαραθώνα. Πού θέλει να καταλήξει ο Περικλής; Γιατί υπενθυμίζει γνωστά πράγματα; Διότι αυτό είναι ξύμφορον, προς το συμφέρον δηλαδή όλων των παρισταμένων, και αστών και ξένων. Ιδού, λοιπόν, το κλειδί αυτού του φαινομενικού παραλογισμού. Ο Περικλής δράττεται της ευκαιρίας για να διαδώσει τις αθηναϊκές πολιτικές ιδέες ή, αν προτιμάτε, για να κάνει προπαγάνδα. Διότι πράγματι είναι παρόντες ξένοι, και όχι μόνο μέτοικοι, αλλά ασφαλώς και διάφοροι ταξιδιώτες - οι Αθηναίοι, ακόμα και σε καιρό πολέμου, δεν εφάρμοζαν αυτό που οι Σπαρτιάτες εφάρμοζαν σε καιρό ειρήνης, δηλαδή τον περιορισμό του χρόνου παραμονής ενός ξένου στην πόλη. Ο Περικλής μιλά επομένως έτσι διότι αυτό είναι ξύμφορον. Επίσης διότι, όπως θα πει στη συνέχεια (43.1), οι νεκροί οι οποίοι πρόκειται να τιμηθούν έγιναν αυτό που είναι χάρη στην πόλη. Αυτοί οι πολίτες που σκοτώθηκαν, διότι δεν ήθελαν να στερηθούν μια τέτοια πόλη, ήταν -όπως κι αυτοί που μένουν, όπως κι ο ίδιος ο Περικλής - ερασταί, ερωτευμένοι με την πόλη, είχαν μέσα τους αυτό το είδος απόλυτης πόλωσης του συναισθήματος που είναι ο έρως. Εξάλλου, αυτή την ιδέα ότι η πόλις - όχι ως έδαφος ούτε ως σύνολο κτιρίων, αλλά ως ανθρώπινη κοινότητα η οποία υπήρξε, θα υπάρχει και δεν είναι φτιαγμένη μόνο από τους παρόντες - αποτελεί για τους Αθηναίους αντικείμενο συναισθηματικής επένδυσης, τη συναντήσαμε ήδη στη δημηγορία των Κορινθίων.
 
Σε αυτά που λέει ο Περικλής υπάρχει ωστόσο και κάτι άλλο, το οποίο υπερβαίνει την απλή απάντηση στο ζήτημα της αυτεπίγνωσης και του αναστοχασμού που έθεσα προηγουμένως. Λέει πράγματι: αν είμαστε ισχυροί, αν έχουμε μια «ηγεμονία» - όχι και τόσο ικανοποιητική μετάφραση του αρχή, που σημαίνει εξουσία, επομένως και εξουσία επάνω στους άλλους -, αυτό δεν οφείλεται σε κάποια τεχνική, στρατιωτική ή άλλη καινοτομία, ή στον αριθμό μας' το οφείλουμε στις επιτηδεύσεις, στην πολιτείαν και στους τρόπους - στις συνήθειες, στους θεσμούς και τους τρόπους διακυβέρνησης και στα ήθη μας. Πρέπει να εκτιμήσουμε σωστά τον εξαιρετικό νεωτερισμό αυτής της αντίληψης ως προς το τι δημιουργεί την ισχύ μιας ανθρώπινης ομάδας. Απ’ όσο γνωρίζω, εμφανίζεται για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, εντέλει, οι απόψεις αυτές δεν απουσιάζουν τελείως από τον Ηρόδοτο, όταν επιχειρεί να εκθέσει τα αίτια της νίκης των Ελλήνων επί των Περσών. Στον Όμηρο, παραδείγματος χάριν, βρισκόμαστε σε ένα διαφορετικό σύμπαν: κάποιος θα κατακτήσει ή δεν θα κατακτήσει την αρχήν και τη νίκη επειδή είναι ή δεν είναι γενναίος, επειδή είναι ή δεν είναι αγαπητός στους θεούς. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με πράγματα όπως η πολιτεία, η οποία συνιστά προφανώς ανθρώπινο έργο και όχι αποτέλεσμα θείας παρέμβασης ή έμφυτη ιδιότητα, όπως στον Αχιλλέα η γενναιότητα, η ευελιξία ή η δύναμη. Πρόκειται λοιπόν για ανθρώπινο έργο, έργο των Αθηναίων, που εμφανίζεται ως αιτία τόσο της δύναμης της πόλης, όσο και των προτερημάτων των πολιτών οι οποίοι έπεσαν στη μάχη κατά τον πρώτο χρόνο του πολέμου. Υπάρχει βεβαίως κι ένα πλαίσιο, και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, σύμφωνα με ιπποκρατικά κείμενα της ίδιας περιόδου, η επιβολή της θέσμισης φαίνεται να δημιουργεί πράγματι μια σχεδόν φυσική ανάγκη, ότι η διάκριση ανάμεσα στους όρους φύσις και νόμος εμφανίζεται την ίδια εποχή, καθώς και το γεγονός ότι, όπως ελέχθη, ο νόμος καθίσταται φύσις για τους ανθρώπους οι οποίοι υποτάσσονται σε αυτόν - πράγμα που ο Rousseau, όπως θυμάστε, θα διατυπώσει μερικούς αιώνες αργότερα ως εξής: όποιος έχει γεννηθεί στη σκλαβιά θα γίνει σκλάβος. Ο Περικλής, ή ο Θουκυδίδης, συνδέει επομένως την ισχύ των Αθηνών με αυτό που είναι οι Αθηναίοι.
 
Όταν έλεγα ότι το ζήτημα εδώ είναι η αυτεπίγνωση, η θέσμιση των Αθηνών που μιλά για τον εαυτό της και έχει συνείδηση του εαυτού της, σκεφτόμουν κυρίως την πρώτη φράση του κεφαλαίου 37: Χρώμεθα γάρ πολιτεία οὐ ζηλούση τούς των πέλας νόμους, παράδειγμα δέ μᾶλλον αὐτοί ὄντες τισίν ἤ μιμούμενοι ἑτέρους. Έχουμε ένα πολιτικό καθεστώς που δεν φθονεί τους νόμους των άλλων και αντί να μιμείται τους άλλους, αποτελεί μάλλον υπόδειγμα γι’ αυτούς. Στη συνέχεια εξηγεί σε τι συνίσταται αυτή η πολιτεία. Ο Περικλής θυμίζει κατά πρώτον το όνομα του καθεστώτος: δημοκρατία —εδώ η μετάφραση είναι πολύ πιο δύσκολη απ’ ό, τι φαίνεται— διότι ο τρόπος που κυβερνάται ή διοικείται (οἰκεῖν) «δεν αποβλέπει στους λίγους αλλά στους πολλούς». Οἰκεῖν σημαίνει, κυριο­λεκτικά, τρόπος του κατοικείν. (Και ο νους μας πηγαίνει αμέσως στον Holderlin και τον Heidegger, αυτό όμως θα μας παρέσυρε πολύ μακριά.) Έχουμε έναν τρόπο τού κατοικείν, έναν τρόπο να τοποθετούμαστε μέσα στο χώρο, να συμβιώνουμε οι μεν με τους δε και επομένως να διευθετούμε τις υποθέσεις μας, να κυβερνιόμαστε και να διοικούμαστε, ο οποίος είναι ές πλείονας, και όχι ές ολίγους, μέσω και υπέρ του μεγάλου αριθμού και όχι του μικρού. Η οργάνωση του κεφαλαίου 37 είναι πολύ παράξενη. Είχαμε πει ότι η δομή του λόγου αυτή καθαυτή είναι φαινομενικά πολύ απλή, αλλά ότι η εσωτερική λογική είναι ιδιαίτερα περίπλοκη, και αυτό ακριβώς θα δούμε τώρα. Ο Περικλής λέει ότι σε αυτήν τη δημοκρατία αποδίδεται στον καθένα, σύμφωνα με τους νόμους, το ίδιο πράγμα όσον αφορά τα ιδιωτικά συμφέροντα. Γεγονός που δεν σημαίνει ότι όλος ο κόσμος απολαμβάνει μια μαθηματική ισότητα, αλλά σε όσον αφορά τα ίδια, τα ιδιωτικά ή τα ιδιαίτερα συμφέροντα, οι πολίτες αντιμετωπίζονται κατά ίσο τρόπο από τους νόμους. Το κατά μέν τούς νόμους, σύμφωνα με τους ρητούς, τυπικούς νόμους αντιτίθεται επομένως στο κατά δε την άξίωσιν, σύμφωνα με την αξιοσύνη. Αν σύμφωνα με τους νόμους ο καθένας αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο όσον αφορά τα ιδιαίτερα συμφέροντά του, όσον αφορά τη δημόσια αξιοσύνη ο καθένας αντιμετωπίζεται ὡς ἕκαστος ἐν τῶ εὐδο­κιμεῖ, σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο επιτυγχάνει σε αυτό που κάνει. Ιδού προφανώς η εκ των προτέρων ανασκευή όλων των παραλογισμών που έχουν διατυπωθεί από τον Ben­jamin Constant μέχρι και τον Fustel de Coulanges περί απορρόφησης του ατόμου από την κοινότητα στην Ελλάδα. Όταν πρόκειται για ιδιωτικά συμφέροντα, ο νόμος αντιμετωπίζει τους πάντες ισότιμα, αλλά όταν πρόκειται για την ἀξίωσιν, για την υπόληψη, για την εκτίμηση των πολιτών στην πόλη, λαμβάνεται υπόψη το εὐδοκιμεῖν, το επιτελεσθέν από τον καθένα έργο, όποιος κι αν είναι αυτός και όποια κι αν είναι η πορεία του. Η δόμηση της φράσης δημιουργεί πρόβλημα' πιστεύω ότι υπάρχει εδώ μια ανακολουθία, μια διακοπή μετά το «όσον αφορά την εκτίμηση, αυτή αποδίδεται στον καθένα σύμφωνα με τα αποτελέσματα της δραστηριότητάς του» - πράγμα που, βεβαίως, δεν είναι η μόνη φορά που συμβαίνει στον Θουκυδίδη, συμπεριλαμβανομένου και του Επιταφίου. Στη συνέχεια λέει ότι, όσον αφορά τα κοινά (ἐς τά κοινά), δηλαδή τα αξιώματα και τον πολιτικό ρόλο, δεν δείχνουμε προτίμηση σε κάποιον λόγω της καταγωγής του (από μέρους) - επειδή έχει ευγενική καταγωγή ή είναι πλούσιος - αλλά απ’ αρετής, με βάση την αρετή του. Και προσθέτει: ούτε κάποιος ο οποίος είναι φτωχός, αλλά θα μπορούσε να κάνει κάτι για την πάλιν, θα εμποδιστεί λόγω της κοινωνικής αφάνειας στην οποία βρίσκεται.
 
Στην παράγραφο που ακολουθεί (37.2), θα γίνει λόγος για τα ήθη με την πιο στενή έννοια. Ἐλευθέρως δέ τά τε πρός τό κοινόν πολιτεύομεν, όσον αφορά τον δημόσιο βίο διεκπεραιώνουμε τις υποθέσεις, πολιτευόμαστε ελεύθερα, αλλά έχουμε επίσης ελεύθερη ή φιλελεύθερη συμπεριφορά όσον αφορά την αμοιβαία καχυποψία στην καθημερινή ζωή. Πράγμα που σημαίνει: δεν θα κατασκοπεύσουμε το γείτονά μας για να δούμε τι αγοράζει ή αν μπήκε στο σπίτι του μια γυναίκα κ.ο.κ. Δεν ασχολούμαστε με αυτά, γιατί πρόκειται για το χώ­ρο της ιδιωτικής ζωής – καθ’ ἡμέραν ἐπιτηδεύματα. «Δεν θυμώνουμε με τον γείτονά μας (τόν πέλας) αν κάνει κάτι για τη δική του ευχαρίστηση, και δεν καταφεύγουμε σε παρενοχλήσεις, οι οποίες χωρίς να είναι σοβαρές μπορούν παρά ταύτα να πληγώσουν» και να είναι δυσβάσταχτες. Εν ολίγοις, αφήνουμε τους ανθρώπους να διασκεδάζουν όπως το εννοούν. Και ο Περικλής συνεχίζει: ἀνεπαχθῶς δέ τά ἴδια προσομιλοῦντες, ενώ επιδεικνύουμε ανοχή στις ιδιωτικές μας σχέσεις, όσον αφορά τα δημόσια πράγματα δεν παραβαίνουμε το νόμο διότι μας εμποδίζει το δέος. (Το δέος είναι ένας μη σωμα­τικός φόβος, ο οποίος όμως εμπεριέχει το στοιχείο της αιδούς, σεμνότητας, και της αισχύνης, ντροπής, καθώς και μια σχεδόν θρησκευτική χροιά.) Με αυτό τον τρόπο δείχνουμε προσοχή τόσο σε αυτούς που κατέχουν εκ περιτροπής τα αξιώματα (τῶν ἀεἰ ἐν ἀρχῆ ὄντων - πρόκειται για το Obrigkeit της ναζιστικής μετάφρασης), όσο και στους νόμους· κυρίως στους νόμους που είναι υπέρ εκείνων οι οποίοι υφίστανται την αδικία, καθώς και τους νόμους που, αν και άγραφοι, επιφέρουν ως ποινή το δημόσιο όνειδος.
 
Μια άλλη άποψη, η οποία δεν είναι πολιτική με τη στενή έννοια του όρου, αναφέρεται στο κεφάλαιο 38: έχουμε εφοδιαστεί με πλήθος θεραπείες ή αντισταθμίσεις για τους μόχθους και τα έργα μας, τόσο μέσω των αγώνων και των θρησκευτικών μας τελετών, όσο επίσης - εξαιρετικά εκπληκτική διευκρίνιση - με τις ιδιωτικές (ίδίαις) κατασκευές ή εγκαταστάσεις που είναι εὐπρεπέσιν. - η Jacqueline de Romilly μεταφράζει: «πολυτελείς»· ας πούμε μάλλον «ωραίες», «μεγαλοπρεπείς» -, ενώ η ευχαρίστηση την οποία προσφέρουν καθημερινά διώχνει τις έγνοιες και τις αντιξοότητες. Εκπληκτική, πράγματι, διευκρίνιση, διότι δεν συμπίπτει διόλου με την ευρέως διαδεδομένη άποψη σύμφωνα με την οποία στην αρχαία Ελλάδα η λαμπρότητα των δημόσιων κτιρίων ερχόταν σε αντίθεση με τη μετριότητα των ιδιωτικών κατοικιών. Αυτό το ζήτημα θα πρέπει να εξεταστεί λεπτομερέστερα, αλλά μου φαίνεται ότι τούτη η φράση, γραμμένη από τον Θουκυδίδη για άτομα που εξ ορισμού γνώριζαν περί τίνος επρόκειτο, δεν θα μπορούσε να είναι καθαρή επινόηση. Ο Περικλής και ο Θουκυδίδης φαίνεται να θεωρούν ότι οι συνθήκες στέγασης των Αθηναίων υπερέβαιναν τις καθαρά λειτουργικές απαιτήσεις και συνέβαλαν και αυτές —και όχι μόνο οι δημόσιες τελετές, οι αγώνες ή οι θρησκευτικές θυσίες— στην άμβλυνση των προβλημάτων της ζωής. Σκεφτείτε ότι, από αυτή την άποψη, τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά στις μέρες μας· μια αλλαγή στέγης ή περιβάλλοντος στον καθημερινό μας βίο μπορεί να αλλάξει τη ζωή μας.
 
Η επόμενη φράση της ίδιας παραγράφου (38.2) είναι αξιοπρόσεκτη από μια άλλη, εξίσου σημαντική άποψη: «Λόγω της σπουδαιότητας της πόλης μας, έρχονται σε αυτήν - εισάγουμε - όλα τα προϊόντα ολάκερης της γης. Και τα αγαθά που εμείς παράγουμε δεν μας είναι περισσότερο οικεία από τα αγαθά που παράγουν οι άλλοι άνθρωποι». Αυτές οι λίγες αράδες θα πρόσφεραν εξαιρετική αφετηρία σε όσους θα ήθελαν να γράψουν μια διατριβή για το σύγχρονο φολκλόρ σχετικά με την αυτάρκεια στην Ελλάδα - το οποίο βασίζεται στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Διότι αυτό που λέει, υπερηφανευόμενος, ο Περικλής είναι ότι η Αθήνα δεν είναι αυτάρκης από αυτή την άποψη - η Αθήνα είναι ισχυρή και η παραγωγή της είναι επαρκής, ώστε να μπορεί να εξάγει και να εισάγει με τη σειρά της. Ο Αριστοφάνης παραθέτει στην Ειρήνη, ολόκληρη λίστα προϊόντων που οι Αθηναίοι εισή- γαγαν πριν από τον πόλεμο, από τα Μέγαρα και τη Βοιωτία, άλλες πηγές όμως εκθειάζουν την αφθονία αγαθών τα οποία έρχονταν από παντού και μπορούσε να τα βρει κανείς στον Πειραιά το 450 ή το 430, ακόμα τον 4ο αιώνα: σιτάρι από τη μελλοντική Ρωσία, η οποία, καθώς δεν είχε ακόμα σοβιετοποιηθεί, παρήγαγε αρκετό για να μπορεί να εξάγει, χαλκό, λινάρι, πορφύρα της Φοινίκης... Αλλά ο Περικλής πηγαίνει πιο πέρα: η ευχαρίστηση που μας προκαλούν τα προϊόντα των άλλων μας είναι εξίσου οικεία με αυτή που αντλούμε από τα δικά μας προϊόντα. Θα γνωρίζετε ίσως την ιστορία του κινέζου αυτοκράτορα ο οποίος γράφει τον 18ο αιώνα στο βασιλιά της Αγγλίας, οι πρέσβεις του οποίου τον είχαν προτείνει να υπογράψει μια εμπορική συνθήκη: καταλαβαίνω καλά γιατί οι βάρβαροι θα ήθελαν τα προϊόντα μας, δεν βλέπω όμως τι θα μπορούσαμε να αποκομίσουμε εμείς ως αντάλλαγμα. Τον 18ο αιώνα, εξάλλου, η ερώτησή του δεν τελείως παράλογη. Αυτό όμως που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η στάση του: είναι αδιανόητο για την «Κεντρική Αυτοκρατορία» το γεγονός ότι οι βάρβαροι μπορούσαν να παράγουν κάτι που να αξίζει. Στον Περικλή βρίσκουμε διατυπωμένη με απολύτως ρητό τρόπο μια αντίληψη η οποία βρίσκεται στον αντίποδα της αντίληψης του αυτοκράτορα.
 
Στο κεφάλαιο 39, το οποίο πραγματεύεται το ζήτημα της στρατιωτικής εκπαίδευσης και προετοιμασίας, ο Περικλής καταδικάζει αμετάκλητα την ιδέα σύμφωνα με την οποία η δημοκρατία θα ήταν εξ ορισμού ανίκανη να υπερασπιστεί τον εαυτό της ή να διεξαγάγει πόλεμο. Σας θυμίζω τις θρηνολογίες του μεγάλου δημαγωγού Κλέωνα γύρω από αυτό το θέμα στο λόγο του για την υπόθεση της Μυτιλήνης στην αρχή του βιβλίου Γ΄. Οι Μυτιληναίοι είναι σύμμαχοι, με άλλα λόγια υπήκοοι των Αθηναίων, και αποφασίζουν κάποια στιγμή να τεθούν στο πλευρό της Σπάρτης. Οι Σπαρτιάτες προσπαθούν να τους βοηθήσουν, αλλά οι Αθηναίοι, οι οποίοι έχουν εκείνη την εποχή συντριπτική θαλάσσια υπεροχή, αποβιβάζονται στη Μυτιλήνη και - με τη βοήθεια του τοπικού δήμου, διότι, ας μην το ξεχνάμε, ο Πελοποννησιακός πόλεμος υπήρξε επίσης συχνά εμφύλιος πόλεμος - επαναφέρουν την κατάσταση υπέρ αυτών. Ο νικητής στρατηγός ζητά οδηγίες από τη Αθήνα: Τι να τους κάνουμε τους Μυτιληναίους; Η άποψη του Κλέωνα επικρατεί στην εκκλησίαν του δήμου: να σφαγιαστούν όλοι. Να περάσουν από λεπίδι, διότι αυτή είναι η θεία βούληση, όπως θα έλεγε η Παλαιό Διαθήκη. Στην Ελλάδα, όμως, αν συμβεί να περάσουν από λεπίδι ολόκληρους πληθυσμούς, θα πουν μάλλον ότι αυτό οφείλεται στην ισχύ ή την ανθρώπινη φύση. Οι Έλληνες μπορούν να αποδώσουν ειδεχθείς πράξεις στους θεούς τους, αλλά δεν θεωρούν πως είναι υποχρεωμένοι να ισχυριστούν ότι «είναι θεού θέλημα» κάθε φορά που διαπράττουν μια σφαγή. Φεύγει λοιπόν ένα πλοίο κομίζοντας αυτές τις εντολές. Μερικοί όμως στην Αθήνα τάσσονται υπέρ των Μυτιληναίων, τους υπερασπίζονται στους πρυτάνεις της βουλής και συγκαλείται νέα συνεδρίαση της εκκλησίας για την επομένη, όπου ακυρώνεται η προηγούμενη απόφαση. Το δεύτερο πλοίο φτάνει εγκαίρως —ίσως το πρώτο δεν βιαζόταν ιδιαίτερα να μεταφέρει τέτοιες διαταγές- και οι Μυτιληναίοι δεν θα σφαγιαστούν. Στη δεύτερη συνέλευση, ο Κλέων, ο οποίος ήταν υπέρμαχος της σφαγής, εξεμάνη: αυτή η συνέλευση, Αθηναίοι, αποδεικνύει το γεγονός ότι, όπως λέγεται αρκετά συχνά, η δημοκρατία δεν μπο- ρεί να διεξαγάγει πόλεμο. Είχατε μια άποψη, και τώρα ετοιμάζεστε να την αλλάξετε. Στη συνέχεια, μια εξαιρετική ομιλία του Διοδότου, ο οποίος είχε ήδη αντιταχθεί στον Κλέωνα την προηγουμένη, κρίνει την απόφαση. Η θέση του Περικλή είναι, επομένως, διαμετρικά αντίθετη από τη θέση του Κλέωνα, καθώς προσπαθεί να καταδείξει πώς η δημοκρατία καθιστά την πόλη όχι λιγότερο αλλά περισσότερο ικανή να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Και αρχίζει λέγοντας: παρέχουμε την πόλη μας ανοιχτή σε όλο τον κόσμο, όπου μπορεί κανείς να μπαίνει και να βγαίνει όπως επιθυμεί. Δεν υπάρχει στην Αθήνα αυτή η ξενοφοβία που βασιλεύει στη Σπάρτη, όπου ο αλλοδαπός δεν μπορεί να μείνει παρά μόνο μερικές μέρες, εκτός αν είναι ξένος, δηλαδή επίσημος φιλοξενούμενος κάποιου, αν είναι πρέσβης ή αν οι έφοροι έχουν λάβει σχετική απόφαση. Δεν απαγορεύουμε σε κανέναν ξένο να μάθει ή να δει οτιδήποτε από το οποίο θα μπορούσε, αν είναι εχθρός, να αποσπάσει κάποιο στρατιωτικό όφελος - βλέπουμε ότι η εξαγωγή της τεχνολογίας, κ.λπ., δεν κάνει τους Αθηναίους να χάσουν τον ύπνο τους, σε αντίθεση με κάποιους συγχρόνους -, διότι δεν πιστεύουμε στην εξαπάτηση και στις μακροχρόνιες στρατιωτικές προετοιμασίες, αλλά στο εὔψυχον. «Ανδρεία», το μεταφράζει η Jacqueline de Romilly. Το εὔψυχον είναι μάλλον η «καλή ψυχή», η ικανότητα δηλαδή της ψυχής αυτού που είναι έτοιμος, αν του το ζητήσει η πόλη, να αγωνιστεί και να πεθάνει γι’ αυτήν. Όταν ο Περικλής λέει: τω ἀφ’ ἡμῶν αὐτῶν ἐς τά ἐργα εὐψύχω, δεν πρόκειται απλώς για θάρρος, αλλά για μια ψυχή που είναι καλή ές τά ἐργα. Ωστόσο, άπαξ και ξεκινήσουν οι εχθροπραξίες, καλός στις πολεμικές επιχειρήσεις δεν σημαίνει να είναι κανείς απλώς ικανός να αντιμετωπίσει το θάνατο, χωρίς να υποχωρήσει -αυτό οι Σπαρτιάτες το κάνουν εξαιρετικά -, αλλά να έχει την ικανότητα να συνεννοείται με αυτούς που μάχονται στο πλευρό του, να καταλαβαίνει καλά τι θέλει ο στρατηγός, να αποφασίζει ο ίδιος, αν χρειαστεί, για έναν ελιγμό κ.λπ. Το εὐψυχον ές τά ἐργα είναι όλα αυτά, η διάθεση της ικανής ψυχής όσον αφορά τα έργα, τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Μετά από αυτό, ο Περικλής αντιπαραθέτει τη σπαρτιατική στρατιωτική εκπαίδευση στην αθηναϊκή: οι Λακεδαίμονες είναι ισχυροί στρατιωτικά επειδή δεν κάνουν τίποτε άλλο στη ζωή τους. Εμείς, αντιθέτως, ζούμε πλήρως, και ταυτοχρόνως ξέρουμε να αντιμετωπίζουμε τους κινδύνους εξίσου καλά με αυτούς.
 
Το κεφάλαιο 40, που αρχίζει με την περίφημη φράση: Φιλοκαλούμεν τε γάρ μετ' ευτελείας, είναι το πραγματικό διαμάντι σε όλη αυτή την υπόθεση. Περιγράφει τους στόχους της θέσμισης μιας ιδιαίτερης πόλεως, της πόλης των Αθηνών, και ταυτοχρόνως απαντά στην ερώτηση: γιατί, για ποιο σκοπό υπάρχει αυτή η ανθρώπινη κοινότητα που συνιστά την πάλιν; Στην πρώτη ερώτηση ο Περικλής απαντά με την πρώτη φράση της παραγράφου. Στη συνέχεια λέει ποιες είναι οι αναγκαίες σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, καθώς και με την πόλη, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της πολιτικής θέσμισης. Έχω ήδη σχολιάσει διά μακρών αυτό το κεφάλαιο και θα επανέλθω διότι είναι ουσιώδες, αλλά δεν θα επιμείνουμε επ’ αυτού σήμερα. Ας περάσουμε λοιπόν στο κεφάλαιο 41, το οποίο παραπέμπει, για ακόμα μία φορά στο στοιχείο που αποκάλεσα ζήτημα αυτεπίγνωσης. Ο Περικλής λέει: Ξυνελών τε λέγω, λέω συγκεφαλαιώνοντας -και όχι όπως μεταφράζει η κυρία de Romilly, «τολμώ να πω», διότι δεν υπάρχει εδώ απολύτως καμία ρητορική επιφύλαξη - τήν τε πάσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι, ότι η πόλις στο σύνολό της είναι παιδαγωγός - σχολείο, μάθημα - της Ελλάδας. Στη συνέχεια, πάντα στο 41.1, ο Περικλής κάνει μια παρατήρηση, για την οποία θα μιλήσουμε αργότερα, και που θα περιμέναμε να συναντήσουμε στο κεφάλαιο 40, δεδομένου ότι αφορά τους Αθηναίους ως άτομα, δηλαδή το χαρακτήρα τους. Επαναλαμβάνω όμως: η εσωτερική δομή του λόγου είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και γεμάτη στριφογυρίσματα και παλινδρομήσεις. Δεν θα είναι ασφαλώς η πρώτη φορά που με ακούτε να λέω ότι αν οι σπουδαίοι κλασικοί έλληνες συγγραφείς έπρεπε να παρουσιαστούν όχι στην υποστήριξη της διατριβής τους, αλλά σε μια πανεπιστημιακή εξέταση ή ακόμα και στις απολυτήριες εξετάσεις του γυμνασίου, θα είχαν απορριφθεί. Κι αυτό για πολλούς λόγους: πρώτον, διότι δεν υφίσταται γι’ αυτούς ό, τι οι Νεότεροι αποκαλούν λογική οργάνωση ενός λόγου. Δεν είναι: 1, 2, 3 κ.λπ. Η λογική είναι διαφορετική, είναι εσωτερική και ως εκ τούτου πιο ισχυρή. Κάθε φορά που μια ιδέα φαίνεται σημαντική, εκτίθεται αμέσως, εξού και οι αναρίθμητες παρεκβάσεις. Η πραγματική σκέψη, η επαφή με τα πιο βαθιά στρώματα της σκέψης, δεν είναι ποτέ σκέψη ενός μόνο πράγματος. Οι σκέψεις διαδέχονται η μία την άλλη ακολουθώντας μια μυστηριώδη διεργασία επιλογής, η οποία επιτρέπει τις εύστοχες περιπλανήσεις, οι οποίες για τον καθηγητή της ρητορικής συνιστούν απλώς αδικαιολόγητες παρεκβάσεις. Είναι αλήθεια ότι όταν δίνει κανείς τις επίσημες προφορικές εξετάσεις για να γίνει καθηγητής, το μόνο που τον απασχολεί είναι να περάσει, κι έτσι έχει κατά νου ότι το ακροατήριο πρέπει να μπορεί να τον παρακολουθεί. Αν πάρετε ένα κείμενο του Πλάτωνα, εννέα φορές στις δέκα θα αναγκαζόσασταν να σημειώσετε στο περιθώριο: εκτός θέματος. Στον Αριστοτέλη θα σημειώνατε: έλλειψη ειρμού των ιδεών, αυτό έπρεπε να μπει στο τέλος του βιβλίου Β΄ και όχι στο τέλος του Κ' στο Μετά τα φυσικά, ή: εδώ επαναλαμβάνεται λιγότερο καλά αυτό που έχει ήδη ειπωθεί. Θα είμαστε κάπως επιεικέστεροι με τον Πλάτωνα διότι τα κείμενά του είναι πολύ ωραία από λογοτεχνική άποψη, όπως λένε. Το ίδιο ίσχυε στη Γαλλία τον 18ο αιώνα και ισχύει συχνά ακόμα και σήμερα. Είναι αλήθεια ότι αρκεί σε τούτη τη χώρα να πει κανείς για ένα βιβλίο: «Τι καλογραμμένο που είναι!», και το περιεχόμενο δεν θα έχει πλέον καμία σημασία. Από αυτή την άποψη, ο καθηγητής μας της ρητορικής θα έλεγε ότι ο Επιτάφιος είναι κακογραμμένος: βρίσκουμε θαυμάσιες φράσεις, αλλά είναι σαν να τις έχεις ρίξει δεξιά κι αριστερά, χωρίς προφανή σύνδεση. Ας κλείσουμε όμως την παρένθεσή μας.
 
Μετά την παρατήρηση που αφορά το χαρακτήρα των Αθηναίων, για την οποία θα μιλήσουμε σε λίγο, ο Περικλής επισημαίνει (41.3) όχι αυτές ακριβώς οι ιδιομορφίες του χαρακτήρα συνέβαλαν στη δύναμη της πόλης, μιας πόλης που είναι και η μόνη για την οποία μπορεί να πει κανείς: ἀκοῆς κρείσσων ἐς πείραν ἔρχεται, ότι όταν τη γνωρίσει κάποιος, αποδεικνύεται ανώτερη της φήμης της. Πράγματι, ύστερα από ένα χρόνο πολέμου, οι Αθηναίοι απέδειξαν ότι ήταν πιο δυνατοί απ’ ό, τι θα περίμενε κανείς. Ακολουθεί το 41.4: «Δώσαμε σπουδαία δείγματα της δύναμής μας, χάρη στην οποία μας θαυμάζουν οι σύγχρονοί μας και οι μεταγενέστεροι», οὐδέν προσδεόμενοι οὔτε Ὁμηρον, «και δεν έχουμε ανάγκη από έναν Όμηρο» να μας υμνήσει· στη συνέχεια έρχονται αυτά τα θαυμάσια λόγια, που ενώ φαίνονται σαφή. είναι τόσο δύσκολο να αποδοθούν: ασφαλώς ένας Όμηρος θα γοήτευε προσωρινά με τα λόγια του, αλλά την αλήθεια όσων αφηγείται θα τη σκίαζε πάντοτε η αμφιβολία. Διότι μπορούμε να αναρωτηθούμε, βεβαίως, ποιοι ήταν πράγματι οι άθλοι του Αχιλλέα ή του Έκτορα. Εμείς όμως, συνεχίζει ο Περικλής, «αφού υποχρεώσαμε όλη τη θάλασσα κι όλη τη γη να ανοίξουν το διάβα στην τόλμη μας, ἐσβατόν τῆ ἡμετέρα τόλμη καταναγκάσαντες, στήσαμε παντού αιώνια μνημεία του καλού και του κακού», πράγμα που σημαίνει ότι διατηρούνται στη μνήμη εξίσου τα ειρηνικά έργα μας και το κακό που κάναμε στους εχθρούς μας.
 
Ας γυρίσουμε λίγο πίσω, στη φράση (41.1) που ακολουθεί αμέσως μετά το «παιδαγωγός όλης της Ελλάδας»: «[...] αλλά επίσης καθ' έκαστον, όσον αφορά κάθε πολίτη, σε εμάς ο ίδιος άνθρωπος είναι ικανός να υπηρετήσει με το σώμα και την προσωπικότητά του, χωρίς να χρειάζεται κάτι άλλο (τό σῶμα αὔταρκες παρέχεσθαι), πολλά είδη, ασχολίες ή ενέρ­γειες, και μετά χαρίτων εὐτραπέλως, με χάρη και με τη μεγαλύτερη άνεση». Το άτομο στην Αθήνα είναι ικανό να κάνει όχι ένα αλλά περισσότερα πράγματα, να παίξει πολλούς «ρόλους» — αυτό τον όρο χρησιμοποιεί η κυρία de Romilly. Πράγματι: μπορεί ταυτοχρόνως να συμμετάσχει στο κουμάντο μιας τριήρους, να αποτελέσει μέλος μιας επιτροπής που θα κρίνει την ποιότητα μιας τραγωδίας, να παρέμβει και να ψηφίσει στην εκκλησία του δήμου, να συμμετάσχει σε ένα δικαστήριο - κάθε Αθηναίος θα συμμετάσχει σε δικαστήριο περισσότερες φορές στη διάρκεια της ζωής του -, να συζητήσει, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε στους διαλόγους του Πλάτωνα κ.λπ. Το ίδιο λοιπόν άτομο μπορεί να επιδοθεί σε μια σειρά ασχολίες και μάλιστα εὐτραπέλως, με ευκολία, με άνεση, και μετά χαρίτων, με χάρη. Ας σταθούμε σε αυτές τις λέξεις, διότι η ιδέα είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Είναι αδύνατον, και εδώ επίσης, να μην εκπλαγεί κανείς από την άβυσσο που χωρίζει αυτή τη θέση από εκείνη του Πλάτωνα. Ο ορισμός του δίκαιου άνδρα και του καλού πολίτη τον οποίο δίνει ο Πλάτων στην Πολιτεία είναι τά ἑαυτοῦ πράττειν καί μή πολυπραγμονεῖν, να ασχολείται δηλαδή κανείς με τις δικές του υποθέσεις και να μην κάνει πολλά πράγματα. Ο δίκαιος άνδρας κάνει αυτό που έχει να κάνει και δεν διαχέεται, δεν ασχολείται με πράγματα για τα οποία κανένας δεν του ζήτησε τη γνώμη του κ.λπ. Πρόκειται προφανώς για τον ιδανικό πολίτη ενός αυταρχικού καθεστώτος. Είστε τσαγκάρης, μείνετε στη γωνιά σας, ασχοληθείτε με τα παπούτσια σας και όχι με την εξωτερική πολιτική ή το ύψος της φορολογίας. Στη δημοκρατία όμως, ο καθένας έχει πράγματι τον ιδιωτικό του χώρο, αλλά ως άτομο το οποίο μετέχει στα δημόσια πράγματα δεν περιορίζεται σε κάποια γωνιά, πηγαίνει παντού, τον συνεπαίρνουν τα πάντα και έχει άποψη για τα πάντα. Και δεν μπορεί, βεβαίως, να έχει έγκυρη άποψη, παρά μόνο στο βαθμό που του δίνεται η δυνατότητα να βγει από τη γωνιά του, να εκφράσει τη γνώμη του, έστω κι αν είναι λανθασμένη, και να μάθει από τα λάθη του. Αυτό μπορεί να γίνει μάλιστα μετά χαρίτων, με χάρη, πράγμα που είναι τελικά αδύνατον να οριστεί και δεν μπορεί να εκτιμηθεί παρά μόνο σε συνάρτηση με ένα άλλο στοιχείο, του οποίου αποτελεί πραγμάτωση και το οποίο, παρά τις προσπάθειες του Kant στους νεότερους χρόνους, είναι και αυτό επίσης αδύνατον να οριστεί - ή το έχει ή δεν το έχει κανείς - και ονομάζεται καλαισθησία.

Το χιούμορ είναι ένα δώρο

Αποτέλεσμα εικόνας για πινοκιοΟ Άγιος Πέτρος ετοιμάστηκε για τη δεκαπενθήμερη καθιερωμένη τον άδεια και ο Ιησούς προσφέρθηκε να τον αντικαταστήσει στην πύλη του Παραδείσου, για όσον καιρό εκείνος θα έλειπε.

“Είναι στ’ αλήθεια πολύ εύκολη δουλειά”, είπε ο Πέτρος. “Κάθεσαι στη ρεσεψιόν και μόλις φτάσει κάποιος, τον ρωτάς για τη ζωή του.

Χαμογέλα, κάνε τον να νιώσει άνετα και ύστερα στείλ’ τον στην αποθήκη να παραλάβει τις φτερούγες του”.

Την τρίτη μέρα, νωρίς το πρωί, ο Ιησούς είδε ένα σαστισμένο γεροντάκι να προχωράει προς τη ρεσεψιόν.

“Είμαι ένας απλός ξυλουργός”, είπε το γεροντάκι, “και κάποτε είχα ένα γιο. Γεννήθηκε μ’ έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο και δεν υπήρξε κανένας άλλος όμοιος του σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Πέρασε μια μεγάλη μεταμόρφωση παρ’ όλες τις τρύπες που είχε στα χέρια και στα πόδια του. Τον πήραν από κοντά μου για ένα μεγάλο διάστημα, αλλά το πνεύμα του ζει για πάντα. Σε όλο τον κόσμο οι άνθρωποι διηγούνται την ιστορία του”. Ο γέροντας σταμάτησε να μιλάει και ένα δάκρυ κύλησε στα μάγουλά του.

Ο Ιησούς σηκώθηκε με τα χέρια απλωμένα. Είχε κι Εκείνος δακρύσει από τη συγκίνηση, και τον έσφιξε στην αγκαλιά του.

“Πατέρα”, φώναξε. “Πέρασε τόσος καιρός!”
Το γεροντάκι έριξε μια ματιά πάνω από τα χοντρά του γυαλιά, τον κοίταξε εξεταστικά και απορημένα, και ύστερα είπε: “Πινόκιο;”

Το χιούμορ είναι ένα δώρο. Όταν μπορούμε να γελάμε με τον εαυτό μας χωρίς να θυσιάζουμε την αυτοεκτίμησή μας, όταν μπορούμε να βλέπουμε την ειρωνεία στα καθημερινά γεγονότα και να γελάμε με τα παράλογα της ζωής, όταν μαθαίνουμε να μην παίρνουμε τους εαυτούς μας πολύ στα σοβαρά, τότε τιμούμε αληθινά το δώρο του χιούμορ. Έτσι, όταν μαζεύονται τα μαύρα σύννεφα στον ουρανό μας, όταν η βροχή χαλάει το γλέντι μας, χρειάζεται να αλαφρώνουμε την καρδιά μας, να παίζουμε και να χρησιμοποιούμε το χαμόγελο σαν ομπρέλα. Η ζωή δεν είναι τραγωδία, αν και μερικές φορές μπορεί να μοιάζει έτσι. Ό,τι κι αν μας συμβαίνει, υπάρχουν αμέτρητοι τρόποι για να ευθυμήσουμε. Έχει ο Θεός αίσθηση του χιούμορ;

Η χαρά, όταν τη βιώνεις, μπορεί να μην είναι ουράνια έκσταση, έχει όμως τη δυναμική να σε οδηγήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Με τη χαρά, προσθέτουμε βάρος στο δίσκο της συναισθηματικής μας ζυγαριάς, διατηρώντας έτσι μια ισορροπία ανάμεσα στο κέφι και στην ακεφιά, στα πάνω και στα κάτω που συναντάμε όλοι στο ταξίδι μας. Είχα ακούσει τον Νόρμαν Κάζινς να λέει στην τελευταία του συνέντευξη: Πολλοί άνθρωποι παρεξηγούν το μήνυμά μου για το χιούμορ. Δεν ήταν το χιούμορ που με θεράπευσε. Ήταν η αγάπη. Το χιούμορ είναι απλώς μια μεταφορά για την αγάπη”.

Η ΤΣΑΡΙΚΗ ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Η ΤΣΑΡΙΚΗ ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Εισαγωγή 

Οι καλές Ελληνο-Ρωσικές σχέσεις στηρίζονται σ’ ένα θετικό υπόβαθρο ιστορικών δεσμών, πολιτισμικών σχέσεων και παραδοσιακής φιλίας, το οποίο προσφέρει μεγάλες δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης των σχέσεων αυτών στον πολιτικό, τον οικονομικό, τον κοινωνικό και στον επιστημονικό τομέα. Ειδικότερα το θρησκευτικό συναίσθημα, στη διάσταση του Χριστιανικού ομόδοξου, αποτελούσε πάντοτε σταθερό κρίκο στις σχέσεις των χωρών Ελλάδας-Ρωσίας.

Μάλιστα, η θρησκευτική διάσταση δημιουργούσε κάποτε την αίσθηση μιας «Ορθόδοξης Κοινοπολιτείας».

Η εκτίμησή μας είναι ότι στις καλές σχέσεις που έχουν σήμερα οι δύο χώρες, αλλά και στις καλύτερες προοπτικές τους, σημαντικό ρόλο έπαιξε η ιστορία, η μάλλον οι στιγμές της κοινής των ιστορίας...

Ο Ακαδημαϊκός, βυζαντινολόγος καθηγητής Ιγκόρ Μεντβέντεβ αναφέρει εύστοχα σε σημείωμά του σε πρόσφατη έκδοση στην Ελλάδα:

«…Οι Έλληνες που παρέμεναν φλογεροί πατριώτες…ήλπιζαν ότι ο ηγεμόνας της Μόσχας θα προσπαθούσε, μετά το γάμο του με την κληρονόμο των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να αποκαταστήσει το βυζαντινό θρόνο…»
και εννοεί εδώ ο καθηγητής Μεντβέντεβ το γάμο της Σοφίας Παλαιολογίνας (1472) με τον Ιβάν τον Γ’ (1440-1505).

Η κοινή ιστορία λοιπόν των Ελλήνων και των Ρώσων ίσως αρχίζει συγκεκριμένα βήματα, από τότε που οι Ρώσοι ηγεμόνες προσπαθούσαν να ενώσουν τη Ρωσία υπό την κυριαρχία της Μόσχας, τον 15ο δηλαδή αιώνα!

Αλλά και στη συνέχεια , το 16ο αιώνα , φαίνεται ότι η ελπίδα να απελευθερωθούν οι χριστιανικοί λαοί των Βαλκανίων είναι διάχυτη στην περιοχή, γεγονός που μαρτυρά αναφορά (1579 ) του πρέσβη της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη, Ιάκωβου Σοράντζο, όπου ο διπλωμάτης γράφει ότι:

«…Ο Μέγας Δούξ των Μοσχοβιτών είναι σφόδρα επίφοβος εις τον Σουλτάνο, επειδή είναι ορθόδοξος, όπως οι κατοικούντες την Βουλγαρίαν, την Βοσνίαν, την Σερβίαν, την Ελλάδα και την Πελοπόννησον. Οι πληθυσμοί αυτών των μερών του είναι πολύ αφοσιωμένοι, επειδή ανήκουν εις την ιδίαν με αυτόν θρησκείαν. Οι λαοί αυτοί θα ήσαν πρόθυμοι εις κάθε ευκαιρίαν να λάβουν τα όπλα, διά να απαλλαγούν από την Τουρκικήν δεσποτείαν….».

Το χριστιανικό ομόδοξο, το οποίο διδάχθηκαν οι Ρώσοι από τους Έλληνες, αλλά και η γενικότερη συμπάθεια των Ρώσων προς τους Έλληνες δημιούργησαν στα Ρωσικά λαϊκά στρώματα την παροιμία:

«…Ο Έλληνας είναι το δεξί χέρι του Θεού…»

Το 1714 ο Μεγάλος Πέτρος σε ομιλία του στη Ρίγα επισημαίνει ότι «…η επιστήμη διαδόθηκε παντού από την Ελλάδα…» κι ότι πρέπει να καταληφθεί η Κωνσταντινούπολη και όλη η Ρωμυλία, για να απελευθερωθεί ο Ελληνικός Λαός. Με εντολή του ίδιου έχει εκδοθεί το 1709 στη Μόσχα το βιβλίο Ιστορία της Ελλάδας, όπου περιγράφεται η καταστροφή της Τροίας. Το 1710 φιλοτεχνήθηκε στο Άμστερνταμ χαλκογραφία του μεγάλου Πέτρου με τίτλο «Πέτρος Αυτοκράτωρ Ρωσογραικών».


Η αποκατάσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, το λεγόμενο «Ελληνικό Σχέδιο», υπήρξε το όνειρο των Ρώσων ηγεμόνων, του Πέτρου του Μεγάλου (1672-1725) και της Μεγάλης Αικατερίνης (1729-1796). Η Αικατερίνη ΙΙ, η Μεγάλη, επεδίωξε να το θέσει σε εφαρμογή, σε συνεργασία με τους Ορλώφ αρχικά - Α’ Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1770-1774) - και τον πρίγκιπα Ποτέμκιν τον Ταυρικό - Β’ Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1787-1792) – αργότερα, χωρίς όμως τελικά να κατορθώσει να το πραγματοποιήσει.

Μια άλλη διαπίστωση είναι ότι στην ιστορικό-πολιτική παράδοση η Ρωσία είναι η χώρα εκείνη, που σε περιόδους ασφυκτικής πίεσης από τη δύση διαδραματίζει το ρόλο του « από μηχανής θεού» και ενεργεί ακόμα και σήμερα ως αποσυμπιεστής για τα συμφέροντα της Ελλάδας. Είναι επίσης διαπιστωμένο ότι οι πιέσεις αυτές τις περισσότερες φορές έχουν σχέση με την Τουρκία, άλλοτε ως Οθωμανική Αυτοκρατορία και άλλοτε ως σύγχρονη Τουρκική κρατική υπόσταση.

Σε ό, τι έχει σχέση με τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας, ο δεσμός των δύο χωρών επηρεαζόταν και συνεχίζει να επηρεάζεται μέχρι σήμερα όχι μόνον από την ιστορική υποδομή των Ελληνο-Ρωσικών σχέσεων, αλλά και από τη γεωπολιτική σημασία των Στενών του Βοσπόρου. Και τούτο διότι η Μεσόγειος, και ειδικότερα η Ανατολική Μεσόγειος, αποτελεί θάλασσα με τεράστια επίσης γεωπολιτική σημασία, και ως τέτοια αποτελούσε ισχυρό προσδιοριστικό παράγοντα στις Ελληνο-Ρωσικές σχέσεις από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα μέχρι και μετά τη δημιουργία του Ελληνικού κράτους, όταν πρώτος κυβερνήτης του υπήρξε ο πρώην υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας Ιωάννης Καποδιστρίας.

Επομένως, δεν θα ήταν υπερβολή να διατυπώσει κανείς την άποψη ότι ο καλύτερος σύμμαχος των κατοίκων της περιοχής της Ελλάδας κατά το 18ο αιώνα και μέχρι της δημιουργίας του νεοσύστατου κράτους, υπήρξε ο διαρκής πόθος και προσπάθεια της Ρωσίας να απεγκλωβιστεί από τα Στενά του Βοσπόρου. Αυτός ήταν ίσως και ο σοβαρότερος παράγοντας της φιλικής στάσης της Ρωσίας έναντι της Ελλάδος, πέρα από το ομόδοξο, και όσο η συγκυρία των περιστάσεων κάθε φορά το επέβαλε.


Το εμπόριο στη Μαύρη Θάλασσα έπαιζε πάντοτε σοβαρό ρόλο στη Ρωσική οικονομία. Οι βασικές υδάτινες αρτηρίες της Ευρωπαϊκής Ρωσίας, ο Δνείπερος, ο Ντον και ο Βόλγας αποτελούσαν φυσικά κανάλια για τη μεταφορά εμπορευμάτων στη Μαύρη Θάλασσα. Ακόμα και από την Κασπία τα περισσότερα εμπορεύματα έφταναν στη Μαύρη Θάλασσα. Από εκεί έπρεπε να μεταφερθούν στη Μεσόγειο μέσα από τα Στενά του Βοσπόρου.

Από τον Μεγάλο Πέτρο στα Ορλωφικά (1769 - 1774) 

Σταδιακά από τον 18ο αιώνα στις ελληνικές περιοχές οι προκηρύξεις του αυτοκράτορα Πέτρου Ι, του Μεγάλου, καλούσαν τους Έλληνες σε εξέγερση διαλαλώντας σε Ελληνική γλώσσα:

«…Στο όνομα του Θεού, ας ενωθούμε και ας ζώσομε το σπαθί και ας πολεμήσομε….για τη λύτρωσή σας, μπαίνω στα βάσανα και θέλω να με βοηθήσετε…να αναζωογονήσω τις εκκλησίες σας, να στήσομε τους σταυρούς σας…».

Η πρόσκληση αυτή του Μεγάλου Πέτρου είναι που θα δημιουργήσει στις καρδιές των Ελλήνων τα αισθήματα συγγένειας με το «ξανθό γένος».

Από τον Μεγάλο Πέτρο αρχίζουν οι Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι και ο προσανατολισμός των Ελλήνων από τη Δύση αρχίζει να μετατοπίζεται προς το Βορρά, τη Ρωσία. Ο ιστορικός Γ. Γερβίνους το διατυπώνει σε σύγγραμμά του το 1868 υποστηρίζοντας ότι:

«…Τώρα τα βλέμματα των υποδούλων στρέφονται προς το Rωσικό κράτος, στο Βορρά, που από τον 9ο αιώνα διατηρούσε στενές σχέσεις με τους Έλληνες…».

Οι Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι όμως, που ξεκίνησε ο Τσάρος Πέτρος Ι, ο Μέγας, και συνέχισε η Αικατερίνη ΙΙ, η Μεγάλη, είναι που θα συντελέσουν αναμφίβολα στην εξασθένιση σταδιακά των Οθωμανών και θα δημιουργήσουν ευνοϊκές προϋποθέσεις και για την απελευθέρωση των λαών των Βαλκανίων.


Η Αυτοκράτειρα Αικατερίνη ΙΙ, συνεχίζοντας την πολιτική του Πέτρου Ι, και επιθυμώντας να αποδώσουν οι διαχρονικές προσπάθειες της Ρωσίας για έξοδο στη Μεσόγειο Θάλασσα, δέχθηκε τις εισηγήσεις των συμβούλων της (Η Αικατερίνη ΙΙ σχημάτισε (1768) ένα συμβούλιο που το ονόμασε «Το Συμβούλιο» της Ελισάβετ, με μέλη τους Γρηγόριο Ορλώφ, τους δύο Πανίν, Βλαζέμσκι, Τσερνίτσεφ, Βολκόνσκι, τους δύο Γκολίτσιν και τον Ραζουμόφσκι, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις βλέψεις των Τούρκων και των Πολωνών την περίοδο αυτή.), ειδικότερα των αδελφών Ορλώφ και προσπάθησε να πραγματοποιήσει αυτή την πολιτική.

Για το σκοπό αυτό, με τη σειρά της κάλεσε με διακήρυξή της το Ελληνικό Έθνος:
«…εις επανάστασιν κατά της Τουρκίας προς απελευθέρωσίν του από του ζυγού, προς ανασύστασιν της χριστιανικής αυτοκρατορίας εις την Ανατολήν».

Η Αικατερίνη ΙΙ ακολούθως έστειλε για πρώτη φορά στην ιστορία της Ρωσίας Στόλο πολεμικών πλοίων στη Μεσόγειο, όπου η Ναυτική της Δύναμη έδρασε για μακρά περίοδο αποδεικνύοντας έτσι την εφαρμογή πολιτικής Μεγάλης Δυνάμεως. (Από τα 1700 μέχρι τα 1774 οι Ρωσικές κυβερνήσεις είχαν ως στόχους 1) Να καλυτερεύσει η θέση της Ρωσίας ως προς τους Τατάρους της Κριμαίας 2) Να επεκτείνουν την Ρωσική ισχύ μέχρι τις παράκτιες περιοχές της Μαύρης Θάλασσας και 3) Να επεκτείνουν την επιρροή τους στους ορθόδοξους χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στα 1770-1774 οι στόχοι έχουν εκπληρωθεί σε μεγάλο βαθμό και ολοκληρώνονται με την συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζί.)

Για την επιτυχία των στόχων της πολιτικής της η Αικατερίνη ΙΙ ενήργησε έτσι, ώστε να διεγείρει το Ελληνικό στοιχείο εναντίον της Υψηλής Πύλης με την υπόσχεση της ανεξαρτησίας, κυρίως του Μοριά.

Στον πόλεμο αυτόν ανδρώθηκαν ναυτικά και έμαθαν την πολεμική τέχνη πολλοί Έλληνες, που αργότερα, σε άλλη περίοδο μεγαλούργησαν πολεμώντας για την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Οι Έλληνες πιστεύοντας στον θρύλο του ‘ξανθού γένους που θα έλθει από το Βορρά για να τους ελευθερώσει (Αυτός ήταν ο θρύλος που με κατάλληλα μέσα οι Ρώσοι είχαν καλλιεργήσει για πολλά χρόνια στους Έλληνες.)’ υποστήριξαν με θέρμη την κίνηση των Αλέξιου και Θεόδωρου Ορλώφ και του Ρωσικού Στόλου.


Κύρια συμμετοχή στην κίνηση ‘Ανεξαρτησίας’ των Ελληνικών εδαφικών τμημάτων είχαν Έλληνες, που έσπευσαν να καταταγούν στις τάξεις των Ρωσικών Δυνάμεων. Έγιναν Αξιωματικοί, Υπαξιωματικοί και ναύτες-στρατιώτες της Ρωσικής Δύναμης. (O Αντώνιος Ψαρρός πρότεινε και έγινε αποδεκτό να προσκληθούν Έλληνες ναυτικοί από το Τανγκαρόγκ και να χρησιμοποιηθούν στα Ρωσικά πλοία ως οδηγοί στο Αρχιπέλαγος, που γνώριζαν καλά.) Πολέμησαν μέσα στους Ρωσικούς σχηματισμούς και διακρίθηκαν για τη γενναιότητα και την πίστη στο σκοπό. Πολεμούσαν για τη Ρωσία και την ανεξαρτησία της πατρίδας τους.

Παράδειγμα χαρακτηριστικό της περιόδου ο Λάμπρος Κατσώνης.

Ο Λάμπρος Κατσώνης παρακινούμενος από τις περιστάσεις, που διαμόρφωσε τότε η συγκυρία της πολιτικής της Αικατερίνης ΙΙ, ξεκίνησε μια στρατιωτική, κυρίως ναυτική, σταδιοδρομία 35 ετών στις Τσαρικές ένοπλες δυνάμεις.

Έτσι αρχίζει να γράφεται η κοινή ναυτική ιστορία των δύο χωρών.

Όταν όμως η Αικατερίνη ΙΙ διαπίστωσε ότι δεν την συνέφερε να συνεχίσει τον πόλεμο αυτό εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τον σταμάτησε παίρνοντας με τη συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζί (Kuchuk Kainarji, σημερινή Kaynardzha, στη NA Βουλγαρία, στη Dobruja, κοντά στο Δούναβη.) (1774) ό,τι καλύτερο μπορούσε. («….Έφερε την ποθητή ειρήνη στους αντιπάλους…έδινε στους Ρώσους το δικαίωμα να αναλάβουν την προστασία της χριστιανικής θρησκείας και των εκκλησιών σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία, πράγμα που σήμαινε να επεμβαίνουν στα εσωτερικά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας…οι Ρώσοι πέτυχαν να αμνηστευθούν όσοι πήραν μέρος στον πόλεμο (ΠΣ – Ορλωφικά) , να καταλάβουν χωριά, τόπους, οχυρά, να πλέουν με τη σημαία τους ελεύθερα σε όλες τις Τουρκικές θάλασσες, ν’ αποκτήσουν εμπορικά προνόμια, να γίνουν ανεξάρτητοι οι Τάταροι της Κριμαίας,…να εγκαταστήσουν προξένους στην οθωμανική επικράτεια…».)


Η συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζί δίνει το δικαίωμα στη Ρωσική σημαία να περνάει τα πλοία της από τα Στενά του Βοσπόρου. Ένα άλλο δικαίωμα που αποχτά η Ρωσία είναι η προστασία που της αναγνωρίζεται, την οποία μπορεί να προσφέρει στους ομόδοξους χριστιανικούς λαούς της Βαλκανικής χερσονήσου. Ο συνδυασμός των όρων αυτών της Συνθήκης δημιουργεί τη βάση για την ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας, δεδομένου ότι οι Έλληνες χριστιανοί καραβοκύρηδες ύψωναν τη Ρωσική σημαία.

Η απελευθέρωση της Ελλάδας δεν στάθηκε δυνατή στον πόλεμο αυτόν, αλλά οι Έλληνες ναυτικοί πλέοντας πλέον με τη Ρωσική σημαία στη Μαύρη Θάλασσα, επικοινωνούν, συναλλάσσονται και συνεργάζονται εμπορικά, κοινωνικά και πολιτικά εντονότερα πλέον με τη Ρωσία και τους Έλληνες που έχουν εγκατασταθεί μετά το τέλος του πολέμου στην επικράτειά της.

Ανθούν οι Ελληνικές κοινότητες στη Ρωσία, ακολουθώντας το παράδειγμα των συμπατριωτών τους στην υπόλοιπη Ευρώπη, από όπου οι Έλληνες έμποροι και λόγιοι μεταφέρουν στην Ελλάδα τα μηνύματα του Διαφωτισμού.

Β’ Ρωσοτουρκικός Πόλεμος 

Μετά την περίοδο των Ορλωφικών και την προσάρτηση της Κριμαίας (1786) η Αυτοκράτειρα Αικατερίνη ΙΙ έχει εδραιώσει τη Ρωσία ως μεγάλη Δύναμη στην Ευρώπη και σύντομα θα δημιουργήσει την αφορμή να συγκρουσθεί και πάλι με την Υψηλή Πύλη.

Η βάση της πολιτικής σκέψης της Αικατερίνης για τον νέο πόλεμο είναι το «Ελληνικό Σχέδιο». Εάν δεν θα ήταν δυνατόν να διαλύσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα προσαρτούσαν τη Μολδοβλαχία, τη Βλαχία και τη Βεσσαραβία με τη δημιουργία ενός πριγκιπάτου, καλουμένου της Δακίας, όπου πρίγκιπας θα ήταν ο Ποτέμκιν. Εάν όμως κατόρθωναν να εκδιώξουν τους Τούρκους από την Ευρώπη, θα ανασυγκροτούσαν στα Βαλκάνια την παλιά Ελληνική Αυτοκρατορία με αυτοκράτορα τον Μεγάλο Δούκα Κωνσταντίνο Παύλοβιτς, εγγονό της Αικατερίνης ΙΙ.

 
Για την υλοποίηση του ‘Ελληνικού Σχεδίου’, κατά τον ανάλογο τρόπο με την περίοδο των Ορλωφικών, οι Ρώσοι έχουν προετοιμάσει για άλλη μια φορά το έδαφος και έχουν ξεσηκώσει τους Έλληνες για Αγώνα Ανεξαρτησίας. Έχει αποσταλεί ο Ταγματάρχης Λάμπρος Κατσώνης (1787) στο Αρχιπέλαγος για να ετοιμάσει το Ελληνικό Έθνος να υποδεχθεί τον ‘ελευθερωτή Ρώσο’. Αφοσιωμένος στην Αικατερίνη ΙΙ, η οποία όπως ο ίδιος πιστεύει, θέλει να ελευθερώσει το Ελληνικό Έθνος, ο Λάμπρος Κατσώνης μάχεται για τη Ρωσία και για την Ελλάδα. Στον Ατομικό του Φάκελο, που βρήκαμε στο Ναυτικό Μητρώο των Ρωσικών αρχείων αναγράφεται:

« Έτος 1787. Προβιβάζεται στο βαθμό του Ταγματάρχου με πρόταση του πρίγκιπα Ποτέμκιν- Ταυρικού και αποστέλλεται από τον ίδιο στο Αρχιπέλαγος για τη σύσταση Στολίσκου και τη δραστηριοποίησή του εναντίον των Ναυτικών Δυνάμεων του εχθρού. Η δράση του αυτή ήταν υπό τη Ρωσική πολεμική σημαία».

Ο Εκλαμπρότατος Όταν η Πύλη το 1787, πιεζόμενη από τις εξελίξεις προσαρτήσεως στη Ρωσία της Κριμαίας, κηρύσσει πόλεμο στη Ρωσία, που έχει στο πλευρό της την Αγγλία και την Πρωσία, ο Καπουδάν πασάς έχει στη διάθεση του μεγάλη Ναυτική Δύναμη:
 
3 πλοία Γραμμής και 
5 Φρεγάτες στο Οτσακόβ, Δυτικά του Οτσακόβ 
Εφεδρείες από 6 πλοία Γραμμής και 
4 Φρεγάτες, στο Βόσπορο 2 πλοία Γραμμής, στη Σινώπη 
2 πλοία Γραμμής, στις εκβολές του Δνείπερου 
2 πλοία Γραμμής και στη Μεσόγειο 
7 πλοία Γραμμής και 
4 σε εφεδρεία.
 
Δηλαδή τη μεγαλύτερη Ναυτική Δύναμή του διατηρεί στη Μεσόγειο. Αυτή τη Ναυτική Δύναμη καλείται να αντιμετωπίσει ο Λ. Κατσώνης.

Παράλληλα με τις Ρωσικές ενέργειες στο Οτσακόβ και ενώ ετοιμάζονται οι Ρωσικές Ναυτικές Δυνάμεις να κατέβουν στη Μεσόγειο (1788), ο Γουσταύος ΙΙΙ της Σουηδίας, πιεζόμενος από την Αγγλία, κηρύσσει τον πόλεμο στη Ρωσία και έτσι δεν μπορεί να μετακινηθεί προς Νότο ο Ρωσικός Στόλος της Βαλτικής. Η Κύρια Προσπάθεια του Ρωσικού Ναυτικού τότε επικεντρώνεται στη Μαύρη Θάλασσα.

 
Την περίοδο αυτή ο Λάμπρος Κατσώνης με Στολίσκο 10 πλοίων, που ο ίδιος δημιουργεί πολεμώντας ως Καταδρομέας των Ρώσων, πιστός στις εντολές του Ποτέμκιν και της Αικατερίνης ΙΙ, αναλαμβάνει και διεξάγει Πολεμικές Επιχειρήσεις για τέσσερα χρόνια (1781-1791) στη Μεσόγειο. Απασχολεί πολεμώντας σημαντικές Τουρκικές Ναυτικές Μονάδες, που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την Κύρια Τουρκική Δύναμη, που ναυμαχεί με τη Ρωσία στη Μαύρη Θάλασσα. Πολεμά τους Τούρκους με Eλληνικά πληρώματα, από τα Δαρδανέλια μέχρι έξω από τις κυπριακές ακτές και μέχρι τη Συρία.

Γράφουν οι Έλληνες ναυμάχοι, κάτω από τη Ρωσική πολεμική σημαία, τις σελίδες της κοινής ναυτικής ιστορίας, της πατρίδας τους της Ελλάδας και της Δύναμης που τους φιλοξενεί, της Ρωσίας.

Οι Ρώσοι Ανώτεροι Διοικητές του Κατσώνη, μέσα στα 4 χρόνια του πολέμου, αλλάζουν περιοδικά καθήκοντα στη Μεσόγειο αποδεικνυόμενοι κατώτεροι των περιστάσεων, αλλά ο Συνταγματάρχης πλέον και Ιππότης Λ. Κατσώνης και στη συνέχεια Πλοίαρχος Α’ Τάξεως, στα 1791 έχει αναλάβει Διοικητής του Ρωσικού Στόλου στη Μεσόγειο. (Περίοδος ανασυγκροτήσεως του Στόλου στο νησί Κάλαμος υπό τον Διοικητή τω Ρωσικών Δυνάμεων της Μεσογείου Στρατηγού Β. Ταμάρα.) Τώρα διοικεί και τον Κρατικό Ρωσικό Στολίσκο, που επίσης πολεμούσε για μεγάλο διάστημα στη Μεσόγειο.
 
Στη φάση αυτή του πολέμου η Αικατερίνη ΙΙ υπογράφει τη συνθήκη του Ιασίου (1792), ο Κατσώνης και οι Έλληνες συμμαχητές του διατάσσονται να παύσουν τις πολεμικές επιχειρήσεις και ουσιαστικά να «καταθέσουν τα όπλα». Ο στη συνέχεια μοναχικός αγώνας των Ελλήνων μαχητών τελειώνει στο Πόρτο Κάγιο (Ιούλιος 1792) με ήττα τους από τις Γαλλο-Τουρκικές Δυνάμεις και προκαλεί μεγάλη απογοήτευση. Η συγκυρία και οι πολιτικοί στόχοι της Αικατερίνης ΙΙ της υπαγόρευσαν να τελειώσει αυτόν το πόλεμο με όποια οφέλη μπόρεσε να αποκομίσει, αλλά με την Ελλάδα ακόμα σκλαβωμένη.
 
Ειδικά όμως για το ρόλο του Λάμπρου Κατσώνη στην κοινή ναυτική ιστορία της Ελλάδας και Ρωσίας ο Ρώσος ιστορικός Γκριγκόρι Άρς έγραψε ότι:

«…Το 1792 ο Κατσώνης επιχείρησε την πρώτη στην ιστορία προσπάθεια των Ελλήνων να απελευθερωθούν από τον Οθωμανικό ζυγό. Οι επιχειρήσεις του στις ελληνικές θάλασσες (1788-1792) υπήρξαν στην ουσία ένας πρόλογος του ελληνικού απελευθερωτικού πολέμου των 1821-1829, αλλά και ο Στολίσκος του μπορεί να θεωρηθεί σαν έμβρυο του συγχρόνου Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού…»

 
Και επισημαίνοντας την συμμετοχή του στην ιστορία της Ρωσίας προσθέτει ότι:
 
«…Σημαντικός είναι και ο ρόλος του στην ιστορία της Ρωσίας… Οι ενέργειες του ατρόμητου αυτού πολεμιστή επρόκειτο να δημιουργήσουν βάση για την καινούρια εκστρατεία του Ρωσικού Στόλου στη Μεσόγειο…Όμως όλο το βάρος του αγώνα με τον Τουρκικό Στόλο έπεσε στις πλάτες του Κατσώνη…Αυτός ο γενναίος πολεμιστής κατάφερε να απασχολήσει σημαντικές Τουρκικές Δυνάμεις και να συμβάλει έτσι στις επιτυχείς Επιχειρήσεις του Ρωσικού Στόλου στη Μαύρη Θάλασσα…».

Εξάλλου, ένας άλλος σύγχρονος Ρώσος ιστορικός ο καθηγητής Γιούρι Πριάχιν επισημαίνει ότι:
 
«…Οι πολεμικές δραστηριότητες του Ελαφρού Ρωσικού Στολίσκου του Κατσώνη στη Μεσόγειο, αποτέλεσαν λαμπρή σελίδα στην ιστορία του Ρωσικού Πολεμικού Στόλου του 18ου αιώνα…Η αφοσίωση στη Ρωσία, η ενεργός υπηρεσία στο Πολεμικό Ναυτικό της και η απελευθέρωση της Ελλάδας…ήσαν ενέργειες στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους….στη ζωή και στη συνείδηση του Λάμπρου Κατσώνη…».

Εθνική Συνείδηση και Ρωσία

Η έννοια ‘έθνος’, στη γενική της και λιγότερο στην ολοκληρωμένη έννοια , την περίοδο αυτή παρουσιάζεται στους προηγμένους λαούς, ειδικότερα δε αρχίζει να διαμορφώνεται από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα.
 
Στην Ελλάδα, μπορούμε να πούμε ότι έχει αναπτυχθεί μια ανάμικτη κοινωνική τάξη, σε οικονομικό ανταγωνισμό με τους ξένους, που γίνεται μαζί με τα λαϊκότερα στρώματα το κύριο κοινωνικό βάθρο της εθνικής ιδέας. Με το προοδευτικό αδυνάτισμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όμως, η ανάμεικτη αυτή κοινωνική τάξη γίνεται η βάση, η υποδομή, της συνειδητοποίησης από τον Ελληνισμό της ιδέας ενός ενιαίου Εθνικού Ελληνικού κράτους.
 
Η Ορθόδοξη Εκκλησία βρίσκεται σιγά-σιγά επικεφαλής των δυνάμεων που ηγούνται της άμυνας του Ελληνισμού, και διατηρεί αυτές τις δυνάμεις κάτω από τις δύσκολες συνθήκες του Οθωμανικού ζυγού.


Η Ελλάδα προβάλλεται πλέον ως αρχαία πατρίδα των κατακτημένων, αλλά είναι και συγχρόνως πατρίδα «πάντων των από Χριστού καλουμένων», επομένως με την έννοια αυτή και της Ορθόδοξης Ρωσίας. Ασφαλώς, τον αποφασιστικό λόγο για τον οποίο πήρε προεξέχουσα θέση η Ορθοδοξία στη συνείδηση των Ελλήνων, έπαιξε το πολιτικό προνόμιο που παραχώρησε ο Σουλτάνος στην Εκκλησία, να ασκεί ουσιαστικά το εσωτερικό δίκαιο μεταξύ των Ελλήνων.
 
Όμως όπως αναφέρθηκε, η Ορθοδοξία παράμενε διαχρονικά, ίσως, ο πιο βασικός κρίκος διασύνδεσης της Ρωσίας με την Ελληνική υπόθεση, την Απελευθέρωσή της. Στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης του ελληνικού λαού, ασφαλώς επέδρασαν και τα γεγονότα των Ρωσοτουρκικών πολέμων, που άναψαν φλόγες εξεγερτικές στις καρδιές των Ελλήνων. Ειδικά ο Κοραής γράφει για την επίδραση του Α’ Ρωσοτουρκικού πολέμου στους Έλληνες:
 
«…αγκάλιασαν σαν δικό τους τον αγώνα της Ρωσικής αυλής και ο θρίαμβος των όπλων της στάθηκε το αντικείμενο των ευχών όλου του έθνους…Άλλοι μεν επεδίωκαν να εκδικηθούν την αδικία των τυράννων….γι’ άλλους, ο πόλεμος της Ρωσίας ήταν πόλεμος της ίδιας της θρησκείας, ώστε αντικρίζοντας τους Ρώσους, τους θεωρούσαν αναστηλωτές των γκρεμισμένων και αλλαγμένων σε τζαμιά εκκλησιών τους….».

Όταν μετά το Β’ Ρωσοτουρκικό πόλεμο η Ρωσία εξασφάλισε την έξοδό της στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο, μη έχοντας δικό της στόλο άρχισε να χρησιμοποιεί τη μεσιτεία και τα πλοία των Ελλήνων. Οι Έλληνες εφοπλιστές μετέφεραν τις μεγαλύτερες ποσότητες του θαλάσσιου ρωσικού εμπορίου από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας στα λιμάνια της Μεσογείου. Ελληνικά εμπορικά πρακτορεία ιδρύονται στα λιμάνια της Νότιας Ρωσίας, στη Χερσώνα, στο Ταγκανρόγκ, στο Νικολάγιεφ και την Οδησσό.

 
Οι Ρώσοι έμποροι παραχωρούσαν στους Έλληνες ειδικά προνόμια για το μεταπρατικό ρωσικό εμπόριο. Από την εποχή αυτή αρχίζουν οι άμεσες οικονομικές σχέσεις της Ρωσίας με την Ελλάδα. Οι σχέσεις αυτές ήσαν ένα από τα μεγαλύτερα κίνητρα που ώθησαν τη Ρωσία να παρέχει σταθερή βοήθεια στους Έλληνες, κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας τους.

Φιλική Εταιρία και Πούσκιν

Λίγο μετά την Ελληνική Επανάσταση, στα 1853, σημειώνεται πολύ εύστοχα από επιφανή Έλληνα ιστορικό ότι για να δημιουργηθεί και επιτύχει στο σκοπό της η Φιλική Εταιρία:

«…συνέτρεξαν πολλά…. η επικρατούσα παλαιόθεν γενική ιδέα, ότι η Ρωσία έμελλε να απελευθερώσει μίαν ημέραν την Ελλάδα, η σύστασις της Εταιρίας εντός της Ρωσίας, ο συνεταιρισμός των κατά την Ελλάδα προξένων Ρώσων, η εν Ρωσία υψηλή πολιτική θέσις του Ι. Καποδίστρια, θεωρουμένου ως συνδέσμου ταύτης και της Ελλάδος και η επί των επαναστατικών κινημάτων αρχηγία στρατηγού και υπασπιστού του Αυτοκράτορος Αλεξάνδρου….». 

Έχει γίνει όμως πολύ συζήτηση και στην διεθνή ιστοριογραφία για το αν πραγματικά η Ρωσική πολιτική βοήθησε την προετοιμασία και στη συνέχεια την Ελληνική Επανάσταση κατά την εξέλιξή της. Στη ρωσική ιστοριογραφία, στα νεότερα χρόνια, υπάρχουν πληροφορίες και στοιχεία, ευρήματα των νεότερων ερευνών ρωσικών αρχείων, από τα οποία καταδεικνύεται ότι κατά την περίοδο που ιδρύεται η Φιλική Εταιρία (Φ.Ε.) και ακόμα λίγο πιο πριν η θέση του Τσάρου Αλέξανδρου Α’(1777-1825) δεν είναι τελείως αρνητική, για την ενίσχυση των Ελλήνων, παρά τη στάση του στο Συνέδριο της Βιέννης. 

Η μέχρι σήμερα γνωστή στάση του όμως, δεν πρέπει να ερμηνευτεί μόνον από τις άμεσες ενδείξεις του τρόπου που πολιτευόταν. Το ζεύγος Τσάρος Αλέξανδρος Α’ και Ι. Καποδίστριας, χάρις στη διπλωματική δεινότητα του δεύτερου, φαίνεται ότι σε χαρακτηριστικές περιπτώσεις, με έμμεσο τρόπο βοήθησαν την Ελληνική υπόθεση.


Ο Ρώσος ιστορικός Γκριγκόρι Άρς στο υπό έκδοση βιβλίο του στην Ελλάδα για τη Φ.Ε. παρουσιάζει λεπτομέρειες, με τις οποίες υποστηρίζεται η πιο πάνω άποψή μας.

«Τον Σεπτέμβριο του 1813 συστήθηκε στην Αθήνα η «Φιλόμουσος Εταιρεία», η οποία έθετε ως καθήκον της την εξάπλωση του διαφωτισμού στην Ελλάδα, την έκδοση έργων Ελλήνων κλασσικών, την παροχή βοήθειας σε άπορους σπουδαστές, την ανακάλυψη κάθε είδους αρχαιοτήτων. Εμπνευστές της ίδρυσης της Εταιρείας ήταν οι Άγγλοι. Πρόεδρός της εκλέχτηκε ο γνωστός Άγγλος φιλόλογος Φρειδερίκος Νορτ.

Ο Καποδίστριας έμαθε για την ίδρυση της Αθηναϊκής εταιρείας το Φθινόπωρο του 1814 στην Βιέννη, όπου συμμετείχε ως πληρεξούσιος της Ρωσίας στις εργασίες του Συνεδρίου της Βιέννης. Εκείνος πρότεινε αμέσως στον Τσάρο να πάρει από τους Άγγλους την πρωτοβουλία στο θέμα της διάδοσης του διαφωτισμού στην Ελλάδα και γι’ αυτό τον σκοπό να συστήσουν τη δική τους «Φιλόμουσο Εταιρεα». Ο Τσάρος συμφώνησε με αυτή την πρόταση και ενέκρινε το καταστατικό της νέας Εταιρείας, συντεταγμένο από τον ίδιο τον Καποδίστρια».
 
Η κίνηση αυτή, πέρα από ένα ευφυέστατο χειρισμό του Καποδίστρια, κάθε άλλο παρά αρνητική θέση του Τσάρου έναντι των Ελλήνων αποτελεί. Η «Φιλόμουσος Εταιρεία» της Βιέννης ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 1815. Ο Καποδίστριας οργάνωσε τη συγκέντρωση πόρων για την εταιρεία στους κύκλους της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας που βρίσκονταν στη Βιέννη λόγω του συνεδρίου. Ο πιο σημαντικός συνδρομητής ήταν ο Αλέξανδρος Α΄. Υποσχέθηκε να προσφέρει στο ταμείο της Εταιρείας 200 ολλανδικά δουκάτα ετησίως.

Η Αυτοκράτειρα Ελισάβετ Αλεξέγιεβνα υποσχέθηκε 100 δουκάτα. Οι υπόλοιποι αξιωματούχοι έσπευσαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του ρωσικού αυτοκρατορικού ζεύγους. Συνδρομητές έγιναν επίσης και εύποροι Έλληνες έμποροι που διέμεναν στην Αυστριακή Αυτοκρατορία. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ο αριθμός των μελών-συνδρομητών της εταιρείας έφτασε τα 200 άτομα. Τμήματά της άνοιξαν σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις.
 
«…Το βιβλίο των συνδρομητών που άνοιξε το 1815 ήταν μια από τις τυχαίες αιτίες του σχηματισμού του μυστικού συνδέσμου που ονομάζεται Εταιρία…» θα σημειώσει αργότερα ο Καποδίστριας.

 
Σήμερα υπάρχουν τεκμηριωμένα στοιχεία που αποδεικνύουν την ευθεία διασύνδεση της «Φιλόμουσης Εταιρείας» της Βιέννης με τη Φ.Ε. Το ερώτημα που γεννάται όμως είναι, αν τα ποσά της τσαρικής οικογένειας, που συγκεντρώθηκαν στο Συνέδριο της Βιέννης από τον Υπουργό των Εξωτερικών της Ρωσίας Ι. Καποδίστρια, βρέθηκαν στα χέρια των Φιλικών, τούτο μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο γεγονός, όπως το αποκαλεί, πιστεύομε ‘διπλωματικά’, ο Καποδίστριας, στην αναφορά του προς τον Τσάρο Νικόλαο Α’.

Είναι αξιοπρόσεκτο αυτό που η σοβιετική ιστορικός Σπάρο ισχυρίζεται, δηλαδή ότι:

«…Από τις υπάρχουσες πηγές, συγκεκριμένα από το εκτενές ‘Σημείωμα υπηρεσιακής δράσης’ του Καποδίστρια, που υπέβαλε στον Νικόλαο Α’ στα 1826, μπορούμε να συμπεράνουμε πως ο δημόσιος αυτός άνδρας γνώριζε την ύπαρξη της Εταιρίας από τις πρώτες σχεδόν μέρες της ίδρυσής της και έδινε συνεχώς στους Έλληνες επαναστάτες υλική βοήθεια τόσο από την ατομική του περιουσία όσο και εξ ονόματος της ρωσικής κυβέρνησης…».
 
Θα προσθέσομε σ’ αυτά που ισχυρίζεται η Σπάρο, ότι είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός, ότι σε μικρό χρόνο αργότερα ο Καποδίστριας γίνεται δεκτός ως ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας, επομένως, αν πράγματι οι Έλληνες δεν ήσαν βέβαιοι για τη συνδρομή του στην Απελευθέρωση, θα τον αποδέχονταν.

 
Σήμερα, παράλληλα με τους Δυτικούς, ανασκοπώντας τις απόψεις Ρώσων ιστορικών, εντυπωσιάζεται κανείς από τον πλούτο των πληροφοριών που έρχονται από τα γραπτά τους στη διεθνή επιστημονική κοινότητα και διαφωτίζουν τη Ρωσική πολιτική και τις ενέργειες και θέσεις της σε σχέση με την Ελληνική Επανάσταση, αλλά και την περίοδο προετοιμασίας της.
 
Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί ο ελληνιστής καθηγητής Γκριγκόρι Άρς, ο οποίος γράφει ότι:
 
«…Η γέννηση του Ελληνικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την πολιτική της Ρωσίας στα Βαλκάνια και ιδιαίτερα με τους Ρωσοτουρκικούς πολέμους. Η ίδια δε η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε στην Οδησσό από προερχόμενους από την Ελλάδα μετανάστες, οι οποίοι συγκρότησαν στο μεγάλο ρωσικό λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας μια πολυάριθμη και ανθηρή κοινότητα…».
 
Έχει γραφτεί επίσης και αποδειχθεί ότι η Φιλική Εταιρεία αντλούσε ανθρώπινο δυναμικό και οικονομικούς πόρους από τις ελληνικές κοινότητες της Ρωσίας. Επικεφαλής της Εταιρείας κατά το κρισιμότερο στάδιό της ετέθη ο Έλληνας πατριώτης και νεαρός στρατηγός του Ρωσικού στρατού Αλέξανδρος Υψηλάντης.
 
«..Υπό την ηγεσία του ετοιμάστηκε και πραγματοποιήθηκε σε Ρωσική επικράτεια το απελευθερωτικό ξεκίνημα στη Μολδαβία, που έδωσε το έναυσμα της εξέγερσης άμεσα και στην ίδια την Ελλάδα. Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός, ότι το ελληνικό επαναστατικό κίνημα των φιλικών αναπτύχθηκε ως κίνημα αλληλένδετο και σε αλληλεπίδραση με το ρωσικό επαναστατικό κίνημα των Δεκεμβριστών…» προσθέτει ο Άρς.


Όπως είναι γνωστό το κίνημα των Δεκεμβριστών στη Ρωσία αποτελούσε το ρεύμα των Ρώσων φιλελευθέρων, που ως τέτοιος φορέας υποστήριζε την Απελευθέρωση της Ελλάδας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Χάρκοβο το 1926 εκδόθηκε μια συλλογή άρθρων και εγγράφων, αφιερωμένη στην επέτειο των 100 χρόνων από το κίνημα των Δεκεμβριστών στην Ουκρανία. Στη συλλογή αυτή στο άρθρο του Α. Ριαμπίνιν-Σκλιαρέφσκι: 

«Οι μυστικές οργανώσεις στο νότο κατά την περίοδο των Δεκεμβριστών», ένα από τα κεφάλαια του φέρει την ονομασία «Geteria - Εταιρία (Ο Άρς στο έργο του Το Κίνημα της Φιλικής Εταιρίας στη Ρωσία...., όπως πιο πάνω «…Ο όρος αυτός δεν είναι ακριβής τόσο από ιστορικής απόψεως, όσο και από φιλολογικής. Η λέξη Εταιρεία στα νέα ελληνικά σημαίνει: «οργάνωση», «αδελφότητα», «κομπανία». Η Φιλική Εταιρεία, όπως βλέπουμε, είναι μια από τις μυστικές ελληνικές εταιρίες που δρούσαν κατά την παραμονή της επανάστασης του 1821. Στη ρωσική βιβλιογραφία προφέρεται «Geteria» αντί για «Εταιρεία» και αποτελεί μηχανική μεταφορά στα νέα ελληνικά κανόνων της φωνητικής της αρχαιοελληνικής που δεν προσιδιάζουν στη νέα ελληνική (στη ρωσική βιβλιογραφία του 18ου -19ου αιώνα χρησιμοποιείτο ο αρχαίος τρόπος γραφής: «Gellada» αντί για «Ellada», «Gellini» αντί για «Ellini»). 
 
H «Eteria» δεν μετατράπηκε αμέσως σε «Geteria», αλλά μάλλον κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, υπό την έντονη επίδραση στο ρωσικό πολιτισμό των αρχαίων ελληνικών παραδόσεων και κατά τη γνώμη μου, όχι χωρίς την επίδραση της γαλλικής γλώσσας (η Εταιρεία στα γαλλικά είναι Hetairie). Ως απόδειξη μπορούμε να αναφέρουμε ένα πολύ ενδιαφέρον γεγονός. Ο Α. Σ. Πούσκιν, όντας στο Κισινιόφ αυτόπτης μάρτυρας της εξέγερσης του Αλέξανδρου Υψηλάντη και έχοντας άμεση επαφή με τους Έλληνες επαναστάτες, γράφει στα έργα του: «Eteria» και όχι «Geteria», «Eteristi» και όχι «Geteristi» )» και είναι αφιερωμένο στη δραστηριότητα των Φιλικών στην Οδησσό. 

Οι Δεκεμβριστές αρχίζουν να δραστηριοποιούνται στα 1816, λίγο μετά την ίδρυση της Φιλικής Εταιρίας (1814), όταν έξη αξιωματικοί ίδρυσαν την «Ένωση Σωτηρίας», μια μυστική οργάνωση που αποσκοπούσε στην εγκαθίδρυση συνταγματικής μοναρχίας, την κατάργηση της δουλοπαροικίας και την συγκρότηση εθνικού κοινοβουλίου. Στα 1818 η οργάνωση μετονομάσθηκε σε «Ένωση Ευημερίας» και τα μέλη της ανέπτυξαν ένα δίκτυο στην Πετρούπολη, τη Μόσχα, το Κίεβο, το Κισινιόφ και σε άλλες περιοχές της Νότιας Ρωσίας.


Το Κίνημα των Δεκεμβριστών ξέσπασε τελικά στις 14 Δεκεμβρίου 1825 συγκεντρώνοντας στην Πετρούπολη μόλις 3.000 στασιαστές στρατιώτες, από τους 20.000 που είχαν υπολογίσει, και απέτυχε να οδηγήσει τον μεγάλο όγκο του στρατεύματος σε εξέγερση. Οι ηγέτες των Δεκεμβριστών φυλακίσθηκαν στο φρούριο Πέτρου και Παύλου και στη συνέχεια οι περισσότεροι εκτελέστηκαν και ορισμένοι εκτοπίσθηκαν στη Σιβηρία.

Εξάλλου, δεν πρέπει να θεωρείται ότι είναι τυχαίο το γεγονός, ότι σήμερα στη Ρωσία αναφορές στην Εταιρεία, την Φ.Ε., απαντώνται σχεδόν σε όλα τα εγχειρίδια και στον κύκλο παραδόσεων ρωσικής ιστορίας, σε ειδικές έρευνες για την εξωτερική πολιτική και τα κοινωνικά κινήματα του 19ου αιώνα, αλλά και στην εκτεταμένη βιβλιογραφία που αφορά τη μελέτη των έργων του Πούσκιν.

Είναι γνωστό ότι, κατά την περίοδο που ιδρύεται η Φιλική Εταιρίας η Ρωσία μόλις έχει βγει νικήτρια από τον Πατριωτικό πόλεμο, που έχει σημάνει το τέλος της κυριαρχίας του Ναπολέοντα στην Ευρώπη (1815). Από τη σύγκρουση με τον Ναπολέοντα η Ρωσία βγήκε ως η μεγαλύτερη χερσαία δύναμη και η Αγγλία ως η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη. Η Ρωσική ηγετική θέση οδηγεί τον Τσάρο Αλέξανδρο Α’ να εκδώσει ένα μανιφέστο, με το οποίο θεωρεί την υπάρχουσα κατάσταση ιερή. 

Στις θέσεις του μανιφέστου προσχωρεί η Αυστρία με τον Μέττερνιχ και η Πρωσία. Η Συμμαχία τους αποκαλείται «Ιερή» και με τις αποφάσεις του Συνεδρίου της Βιέννης (18.9.1814-9.6.1815), που υπογράφονται την 14.9.1815, αποσκοπούν στην καταστολή των εξεγέρσεων και επαναστάσεων και στην αποτροπή διαταράξεως της υπάρχουσας τάξης. Ουσιαστικά στρέφονταν κατά των εξεγέρσεων στην Ισπανία και Ιταλία, που έχουν ξεσπάσει την περίοδο αυτή.

Τι έπρεπε να γίνει όμως με την Ελληνική Επανάσταση, που μόλις άρχισε να εξυφαίνεται από την ίδρυση της Φιλικής Εταιρίας και την στη συνέχεια έναρξή της το 1821; Πόσο ισχυρή είναι η «Ιερά Συμμαχία»; Ποια θα ήταν η στάση της Ρωσίας, είτε ως προστάτιδας των χριστιανών εναντίον των μουσουλμάνων, είτε αν έπρεπε να στραφεί εναντίον των Ελλήνων που ξεσηκώθηκαν εναντίον της ‘νόμιμης’ εξουσίας.


Μετά και την ίδρυση της Φιλικής Εταιρίας, όπως και στην Ευρώπη, στη Ρωσία έχει δημιουργηθεί πλέον ένα φιλελληνικό ρεύμα. Ο Κόμης Γρ. Στρογκανώφ, πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, ο Ιωάννης Καποδίστριας και το «πολεμικό κόμμα» της Αγίας Πετρούπολης τάχθηκαν, άμεσα ή έμμεσα, στην πλευρά των χριστιανών, των ομοδόξων Ελλήνων. Ρώσοι φιλελεύθεροι, διανοούμενοι και το νεογέννητο κίνημα των Δεκεμβριστών υποστήριξαν την Ελληνική κίνηση για την Απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό. Τα φιλελληνικά αισθήματα εκφράσθηκαν με χαρακτηριστικό τρόπο από την πένα πολλών Ρώσων ποιητών και συγγραφέων.

Τα γραπτά του Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν, του μεγαλύτερου ποιητή της Ρωσίας, εμπνέονται από τον Αγώνα των Ελλήνων και γίνονται ύμνοι γενικής εξέγερσης στα Βαλκάνια. Οι πνευματικές δημιουργίες του νεαρού Αλέξανδρου Πούσκιν, τα ανατρεπτικά πολιτικά του ποιήματα και η συμπεριφορά του αναγκάζουν τον Τσάρο Αλέξανδρο Α’ να τον εξορίσει στη Νότια Ρωσία, στη Βεσσαραβία τον Απρίλιο του 1820, στο Κισινιόφ. Από το Κισινιόφ παρακολουθεί τα γεγονότα που αναπτύσσονται στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες και το εγχείρημα του Αλ. Υψηλάντη.

Στη δεκαετία του 1820 η Ελληνική κοινότητα στο Κισινιόφ ανθούσε. Το Κισινιόφ αποτελούσε το κέντρο Επαναστατικής δράσης της Φ. Ε. Εκεί ο Πούσκιν γνωρίστηκε με εξέχοντες Έλληνες, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι μέλη της Φ.Ε. Στο σπίτι του πρίγκιπα Γεωργίου Κατακουζινού, παντρεμένου με την αδελφή του φίλου του ποιητή Ε.Μ. Γκορτσακώφ, ο Πούσκιν συναντάει τον Πρίγκιπα Α.Μ. Κατακουζινό, αδελφό του Γεώργιου, τον Μιχαήλ Σούτσο, πρώην Οσποδάρο –ηγεμόνα- της Μολδαβίας και αργότερα τους αδελφούς Αλέξανδρο, Γεώργιο και Νικόλαο Υψηλάντη. Επίσης εκεί γνώρισε τους Β. Καβαδία, Κων. Πεντεδέκα, Κων. Δούκα και άλλους Έλληνες στο σύνολό τους Φιλικούς.
 
Ο Πούσκιν συνεπαρμένος από αυτά που μαθαίνει για τη Φ.Ε και τις κινήσεις για την Απελευθέρωση των Ελλήνων γίνεται ένθερμος υποστηρικτής. Από το Κισινιόφ ξεκινά ο Υψηλάντης και οι Φιλικοί με ένα πρώτο μικρό στρατό, που οργάνωσαν στο Κισινιόφ, σχημάτισαν στη συνέχεια σώμα από 500 εθελοντές, που ονόμασαν Ιερό Λόχο. Στο σώμα προσέτρεξαν πολλοί Έλληνες από όλη τη Ρωσία και κυρίως από την Οδησσό. Ο Πούσκιν γράφει τότε στον Ευγένιο Ονέγκιν για την εξέγερση του Υψηλάντη:
 
«Σείονταν όλο απειλή τα Πυρηναία, 
Το ηφαίστειο της Νάπολης στις φλόγες, 
Κι ο Μονόχειρας Πρίγκιπας να γνέφει 
Από το Κισινιόφ στους Μωραΐτες φίλους του…»


Ο Πούσκιν γράφει για τις εξελίξεις στο φίλο του Β.Α. Νταβιντόβ:

«…αναφέρουν ότι ο Φοίνικας της Ελλάδας θα αναγεννηθεί από τις στάχτες του, ότι η ώρα της πτώσης των Τούρκων έχει φθάσει και ότι μια μεγάλη δύναμη (η Ρωσία) εγκρίνει τη μεγαλόψυχη πράξη…» 
 
και συνεχίζει ο Πούσκιν στο γράμμα του αναφερόμενος στους Έλληνες που γνωρίζει:
 
«…τα μυαλά των ανθρώπων βρίσκονται σε έξαρση…όλες τους οι σκέψεις στρέφονται γύρω από ένα μόνο θέμα : Την ανεξαρτησία της αρχαίας πατρίδας. Στην Οδησσό πλήθη Ελλήνων συγκεντρώνονται. Πουλάνε τα υπάρχοντά τους για ένα κομμάτι ψωμί κι αγοράζουν σπάθες, τουφέκια, πιστόλια. Όλοι μιλάνε για το Λεωνίδα, το Θεμιστοκλή….».

Ο Ρώσος εθνικός ποιητής θα γράψει τότε για τον Μονόχειρα Πρίγκιπα και πάλι, θεωρώντας τον και δικό του, τον αποκαλεί «Πρίγκιπά μας»:

«Όταν παντού η νέα άνοιξη, χαμογελώντας, 
Το χιόνι λάσπη είχε κάνει, 
Πάνω στα όρη και στου Δούναβη την όχθη 
Ο μονόχειρας Πρίγκιπάς μας σήκωσε επανάσταση.….». 
 
Ο Πούσκιν δεν έλαβε μέρος στην Ελληνική Επανάσταση, όπως ο λόρδος Βύρων και άλλοι φιλέλληνες, αλλά τα γραπτά του αποτελούν την καλύτερη διέξοδο των φιλελληνικών αισθημάτων του. Απαθανάτισε με την πένα του σημαντικές φάσεις της έναρξης του Αγώνα των Ελλήνων στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.
 
Χαρακτηριστικό είναι το ποίημά του, όπου παρηγοράει μια Ελληνίδα που έχασε τον άντρα της στον πόλεμο εκείνο της πρώτης εξέγερσης:
 
«Πιστή Γραικιά, μην τον θρηνείς! 
Έχει σαν ήρωας πέσει 
Βόλι πικρό του χώρισε τα στήθια 
Μεσ’ τη μέση…μην τον θρηνείς….». 
 
 
Αργότερα, η αναγνώριση της Eλληνικής Ανεξαρτησίας θα εμπνεύσει τον Πούσκιν να γράψει, πάνω στον τόνο και το ύφος του παιάνα του Ρήγα ‘Δεύτε παίδες Ελλήνων’, το ποίημά του Εμπρός Ελλάδα, σήκω! 

Εμπρός Ελλάδα, σήκω, εμπρός. 
Δεν τρέφεις άδικα ελπίδες 
Και τα πανάρχαια βουνά 
Όλυμπος, Πίνδος, οι Θερμοπύλες, 
Σειούνε κι εκείνα τις ασπίδες. 
Στη δοξασμένη τους σκιά 
Ξύπνησε τώρα η λευτεριά σου 

Αθήνα μάρμαρα ιερά, 
Του Περικλή και του Θησέα τάφοι και κόκαλα σεπτά. 
Χώρα ηρώων και θεών 
Σπάσε τα βάρβαρα δεσμά σου 
Με τα τραγούδια των πιστών 
Τυρταίου, Βύρωνα και Ρήγα, 
Φλόγα και φως ολόγυρά σου. 

Η Επανάσταση

Το πρώτο ξέσπασμα στα Βαλκάνια μετά το Συνέδριο της Βιέννης και τις αποφάσεις της Ιερής Συμμαχίας ήταν η Ελληνική Επανάσταση του 1821
 
Γνωρίζοντας τις θέσεις της δυτικής ιστορικής σκέψης απέναντι στη Ελληνική Επανάσταση, αλλά και τη θέση της για τη στάση της Ρωσίας, ιστορική σκέψη που μπορεί να κατηγορηθεί πολλές φορές ως ‘Αγγλόφιλη’, ‘Γαλλόφιλη’ κ.λ.π., ανάλογα με την προέλευση ή προσέγγιση του ιστορικού που την εκφράζει, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε εδώ τη θέση των Ρώσων ιστορικών στο ίδιο ζήτημα.


Στον 12ο τόμο ειδικής έκδοσης με έγγραφα του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας για την περίοδο 1821-1822 υπάρχουν έγγραφα που αναφέρονται στην Ελληνική Επανάσταση. Στον πρόλογο του τόμου αναφέρεται ότι:

«Τα διπλωματικά έγγραφα διαψεύδουν καθ’ ολοκληρίαν τις επινοήσεις ότι η Ρωσική κυβέρνηση του 1821-1822 δεν έλαβε ενεργό ρόλο υπέρ των Ελλήνων…». 

Το ίδιο επιχείρημα προβάλει ο Ρώσος ακαδημαϊκός Naroshniskij A. L. σε άρθρο του, λίγο πριν από την πιο πάνω έκδοση. Σημειώνεται ότι το ίδιο πνεύμα διαπνέει τις μελέτες των σοβιετικών ιστορικών που γράφουν και στους προηγούμενους τόμους της σειράς.

Η θέση όμως μερικών Ρώσων ιστορικών είναι αντικρουόμενη ως προς το εάν η Ρωσία υποστήριξε την Ελληνική Επανάσταση. Ανασκοπώντας τις διάφορες απόψεις καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι ο μεν Τσάρος Αλέξανδρος Α’ επίσημα ήταν εναντίον των επαναστατικών εξεγέρσεων στην Ευρώπη, λόγω των δεσμεύσεων της Ιεράς Συμμαχίας, και ίσως γνωρίζοντας τις κινήσεις προετοιμασίας της Ελληνικής δεν συναίνεσε στην αρχή μεν , αλλά δεν έλαβε και αυστηρά μέτρα δε εναντίον των ηγετών της Ελληνικής εξέγερσης, πλην ίσως της θέσεως του Α. Υψηλάντη εκτός ρωσικού στρατεύματος. 

Σε αντίθεση με την επίσημη πολιτική, ο Ρωσικός λαός, υψηλόβαθμες προσωπικότητες και ακόμα τοπικές ρωσικές αρχές ήσαν στο πλευρό του Ελληνικού Αγώνα και βοήθησαν, κάτω από κάποιο είδος ανοχής της επίσημης ρωσικής ηγεσίας. Αυτό φαίνεται και στα επίσημα έγγραφα που μνημονεύθηκαν πιο πάνω, τα οποία αναφέρονται στις επεμβάσεις της Ρωσίας υπέρ των καταπιεζομένων Ελλήνων. Από τα έγγραφα αυτά π.χ. προκύπτει ότι ο Αλέξανδρος Α’ ζήτησε από τον Μέττερνιχ να μην παραδοθούν οι αδελφοί Υψηλάντη στους Τούρκους.
 
Βέβαια, πρέπει να μην διαφύγει της προσοχής μας το γεγονός ότι ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’, γνωρίζοντας τις κινήσεις των Δεκεμβριστών, ήθελε να αποτρέψει κάθε επαναστατικό ενδεχόμενο στο εσωτερικό της Ρωσίας, κατ’ απομίμηση των Ελληνικών κινήσεων.


Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αντίφασης μεταξύ επίσημης και ανεπίσημης ρωσικής πολιτικής είναι η περίπτωση του Κυβερνήτη του Νοβοροσίσκ και της Οδησσού Αλέξανδρου Λανζερόν, ο οποίος μη όντας ενήμερος της αρνητικής στάσης του Τσάρου απέναντι στην κίνηση των Φιλικών, εξακολουθούσε την πολιτική προστασίας προς τους ομόθρησκους Έλληνες. Ο ιστορικός Γ. Πρόκετ-Όστεν έγραψε σχετικά:
 
«…Δυσφορία διακατείχε τη Βιέννη για το γεγονός ότι η οικία του Διοικητού της Οδησσού Α. Λανζερόν ήταν ανοιχτή στους Έλληνες…». 

Η στάση του Α. Λανζερόν άλλαξε αργότερα και στις 28 Μαρτίου 1821 έγραφε προς τον Διοικητή του Β’ Σώματος Στρατού ότι: 

«…Οι Έλληνες διατάραξαν την ηρεμία, είναι εγκληματίες επειδή εξεγέρθηκαν εναντίον της νομίμου κυβερνήσεως. Γι’ αυτό επιθυμούμε η Τουρκική κυβέρνηση να λάβει μέτρα καταστολής της εξεγέρσεως…».
 
Είναι επίσης πρωταρχικής σημασίας να επισημανθεί το γεγονός ότι ο Ι. Καποδίστριας, Σύμβουλος και Υπουργός των Εξωτερικών του Αλέξανδρου του Α’, γνωρίζοντας την αντίθεση του Τσάρου στα επαναστατικά κινήματα, ασκούσε πολιτική εναρμονισμένη σε εκείνη του προϊσταμένου του, χωρίς όμως αυτή η στάση του να βλάψει ουσιαστικά τις κινήσεις των Φιλικών και την εξέλιξη των γεγονότων.
 
Ο καθηγητής Άρς υποστηρίζει ότι ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’ δεν γνώριζε ότι ο Α. Υψηλάντης θα πραγματοποιούσε επαναστατικές ενέργειες στις Παραδουνάβιες χώρες, ενώ ο Ρουμάνος ακαδημαϊκός Otsetea A. Ισχυρίζεται ότι ο Α. Υψηλάντης είχε τη σιωπηρή συγκατάθεση του Αλέξανδρου Α’ και ότι αυτό το γνώριζαν ακόμα οι Καποδίστριας και Στρογκανώφ και ακόμα ισχυρίσθηκε ότι η Ρωσία παρότρυνε τους Έλληνες για Επανάσταση. Μάλιστα ο Ρουμάνος ακαδημαϊκός αναφέρει ότι, την επόμενη μέρα της αφίξεως του στο Ιάσιο ο Α. Υψηλάντης έστειλε ένα δέμα με επιστολές στον πρόξενο της Ρωσίας στο Βουκουρέστι, παρακαλώντας τον να το μεταβιβάσει στον πρέσβη Στρογκανώφ στην Κωνσταντινούπολη. 

«…Το δέμα περιείχε το μανιφέστο του Α. Υψηλάντη και επιστολές που απευθύνονταν στους Εφόρους της Κωνσταντινούπολης και Πατρών, στον Π. Σέκερη, στο Χριστόφ. Περαιβό, στον γραμματέα του Οικουμενικού πατριαρχείου και στο Γρηγόριο Δικαίο…».

 
Την ίδια άποψη υποστηρίζει και ο Μολδαβός ερευνητής I.F. Iovva. Συμφωνώντας με τον Ρουμάνο ακαδημαϊκό ισχυρίζεται ότι ο Τσάρος έδωσε τη συγκατάθεσή του για την επανάσταση στη Μολδοβλαχία μέσω Καποδίστρια. Σχετικά με τον Καποδίστρια μεγάλη μερίδα της ρωσικής ιστορικής σκέψης παραδέχεται ότι: 

«ήταν φλογερός φίλος της Ρωσίας και πίστευε πως η Ελλάδα θα μπορέσει να αποκτήσει την ανεξαρτησία της μόνον με τη βοήθεια του μεγάλου κράτους του βορρά…».
 
Πάντως, κατά την Σπάρο οι Έλληνες επαναστάτες στήριζαν μεγάλες ελπίδες στη ρωσική βοήθεια, όταν ξεκινούσαν τις κινήσεις εξεγέρσεως στις Παραδουνάβιες περιοχές. Οι ηγέτες της εξέγερσης ήσαν βέβαιοι για τη βοήθεια της Ρωσίας και την υπόσχονταν στο λαό. Γράφει η Σπάρο συγκεκριμένα ότι: 

«…Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, στις εκκλήσεις του προς τους κατοίκους της Μολδαβίας, και της Βλαχίας, ο Παπαφλέσσας και ο Τσακάλωφ στις τολμηρές τους ομιλίες προς τους κατοίκους της Πελοποννήσου, δήλωναν πως μόλις αυτοί υψώσουν τη σημαία της Επανάστασης, τα ρωσικά συντάγματα θ’ αρχίσουν να τσακίζουν τα στρατεύματα των κατακτητών τους…».
 
Με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, τα μέλη της Ιεράς Συμμαχίας και τα Ευρωπαϊκά κράτη λησμόνησαν τις «αρχές νομιμότητας» και το κάθε κράτος πήρε θέση, κατά το συμφέρον του. («…το καθένα είχε γνώμονα κυρίως τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, χωρίς να δίνει καμιά σημασία σ’ αυτά που λέγονταν στα συνέδρια της Ιερής Συμμαχίας και γράφονταν στις διακηρύξεις της…».)

Κατά την ιστορικό Όλγα Σπάρο, η Ρωσία ήταν η πρώτη που εγκατέλειψε τις αρχές της Ιερής Συμμαχίας. Η ίδια ιστορικός υποστηρίζει ότι: 

«…στη διάρκεια του πολέμου του ελληνικού λαού για την ανεξαρτησία η Ρωσία ήταν η μοναδική χώρα που υπερασπιζόταν την εξέγερση με συνέπεια μέχρι το τέλος, την υποστήριξε διπλωματικά συνεχώς, και όταν φάνηκε καθαρά πως αυτό δεν ήταν αρκετό, την υποστήριξε και ένοπλα, στην αρχή στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου και αργότερα στον πόλεμο με την Τουρκία στα 1828-1829…».


Είναι αρκετά ρεαλιστική επίσης η εξήγηση της Σπάρο για τους πραγματικούς λόγους που ώθησαν την επίσημη ρωσική πολιτική να μεταλλαχθεί υπέρ της Ελληνικής επανάστασης. Γράφει σχετικά η σοβιετική ιστορικός: 

«…Η τσαρική κυβέρνηση και η αυλή της επεδίωκαν να κυριεύσουν μιά σειρά σημεία στηρίγματος στο Δούναβη , στα βόρεια και στα ανατολικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας, και ακόμα να εξαπλώσουν την επιρροή τους στα ανασυγκροτημένα Βαλκάνια κράτη και στην Ελλάδα….», αλλά σπεύδει να προσθέσει ότι: 

«…οι πόλεμοι εναντίον της Τουρκίας δεν μεταβάλλουν αντικειμενικά το γεγονός ότι αυτή η ρωσική πολιτική, στο βαλκανικό ζήτημα γενικά, και στο ελληνικό ειδικά, έπαιζαν πολύ προοδευτικό ρόλο στην απελευθέρωση των υπόδουλων λαών και στην ίδρυση ανεξάρτητων κρατών στην περιοχή αυτή…».
 
Αυτή η ρωσική άποψη έχει μεγάλη σημασία, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ένα άλλο μέλος της Ιερής Συμμαχίας, η Αυστρία του Μέττερνιχ, αντιδρούσε συνεχώς σε κάθε πολιτική που θα βοηθούσε την απελευθέρωση των βαλκανικών λαών και των Ελλήνων. Άλλωστε, τις ελπίδες των Ελλήνων για βοήθεια από τη Ρωσία συντηρούσαν και εξέτρεφαν και οι Ρώσοι πρόξενοι και διερμηνείς που υπήρχαν στις εμπορικές πόλεις και τα λιμάνια, μέσα και έξω από την Ελληνική περιοχή. Οι περισσότεροι από αυτούς ήσαν Έλληνες ή ελληνικής καταγωγής, πολλοί από εκείνους που είχαν σταδιοδρομήσει στο ρωσικό στράτευμα μετά το Β’ Ρωσοτουρκικό πόλεμο ή είχαν μετοικίσει στη Ρωσία αποφεύγοντας τους διωγμούς των Τούρκων. 

Αρκετοί από τους επίσημους αυτούς απεσταλμένους εκπροσώπους της Ρωσίας έγιναν Φιλικοί. Επίσης βοήθησαν τον αγώνα στην ελληνική περιοχή, με την ασυλία που είχαν και το δικαίωμα προστασίας των ομοδόξων, κρύβοντας επαναστάτες, μεταφέροντας όπλα και παρέχοντας υποστήριξη με παραστάσεις στη σουλτανική κυβέρνηση για τις αδικίες και αυθαιρεσίες των υπαλλήλων της εις βάρος των Ελλήνων.


Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Ρώσου προξένου στην Πάτρα, Ι. Βλασσόπουλου, από την Ιθάκη, ο οποίος έκρυβε στο Ρωσικό προξενείο τον στρατηγό Μακρυγιάννη το Μάρτιο του 1821!

Επ’ αυτού, ο Φίνλεϊ επιβεβαιώνοντας γράφει ότι: 

«…μεταξύ των κέντρων της Φ.Ε. στην Πελοπόννησο, στην Κωνσταντινούπολη και στη Ρωσία διεξαγόταν έντονη αλληλογραφία μέσω του Ρώσου προξένου στην Πάτρα…».
 
Μετά την έναρξη της επανάστασης το 1821, πολλοί Έλληνες από την Ευρώπη έσπευδαν να φθάσουν στην Ελλάδα, να ενισχύσουν τον αγώνα. Πολλοί που αναχωρούσαν από τη Ρωσία έκαναν στάση στο Μιλάνο, όπου ο Ρώσος υπήκοος Έλληνας Μουστοξύδης και ο Ρώσος πρόξενος, Ελληνικής καταγωγής, Μοτσενίγο βεβαίωναν τους Έλληνες ότι ο Ρωσικός λαός θα αναγκάσει τον Αυτοκράτορα να κηρύξει τον πόλεμο στην Πύλη για θρησκευτικούς λόγους.

Από την άλλη πλευρά, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας διοργάνωσε εράνους το Νοέμβριο του 1822 για τα θύματα των τουρκικών διωγμών στη Χίο και στη Χαλκιδική. Το 1821, όταν γίνονταν θηριωδίες και σφαγές των Ελλήνων της Πόλης, της Σμύρνης και άλλων πόλεων με ελληνικούς πληθυσμούς, ο Ρώσος πρέσβης Γ. Στρογκανώφ, μετά από πληροφορίες του Γενικού προξένου της Ρωσίας στην Πάτρα Βλασσόπουλου, στις 7/19 Μαΐου 1821 επιδίδει επίσημη γραπτή διαμαρτυρία στην Πύλη, στην οποία αναφερόταν ότι αν δεν σταματήσουν οι σφαγές, η Ρωσία έχει το δικαίωμα να επέμβει για την προάσπιση της χριστιανικής θρησκείας. 

Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, έχει αλλάξει στάση έναντι του Ελληνικού Αγώνα για ανεξαρτησία, αλλά η αλλαγή αυτή διπλωματικά φαίνεται να παρουσιάζεται ως θρησκευτική υποστήριξη των ομοδόξων Ελλήνων και εκδηλώνεται αντιμετωπίζοντας το ελληνικό πρόβλημα ως θρησκευτικό. Έτσι μετά τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’, ο Ρώσος πρέσβης πρότεινε στους πρέσβεις της Αγγλίας, Γαλλίας και Αυστρίας στην Πόλη να επιδώσουν κοινό διάβημα στο σουλτάνο για τις μαζικές σφαγές των Ελλήνων. 

Ο Άγγλος πρέσβης, λόρδος Στρένγκφορντ αρνήθηκε την πρωτοβουλία του Ρώσου συναδέλφου του. Σταδιακά αρχίζει να διαφαίνεται η νέα επίσημη ρωσική πολιτική, με τη διπλωματική παρέμβαση στη ελληνοτουρκική διένεξη. Η Ρωσία παρέχει διαβατήρια στους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, ώστε να σωθούν από τους διωγμούς.


Η Ρωσική διπλωματική παρέμβαση εκδηλώνεται επίσης έντονα κατά την έναρξη της επανάστασης με διάφορα διαβήματα του Ρώσου πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Όταν η Πύλη αξιώνει από το Ρώσο πρέσβη να απελαθούν όλοι οι Έλληνες που έχουν καταφύγει στη Ρωσία, γιατί είναι εγκληματίες, ο Στρογκανώφ απέρριψε το αίτημα, με το επιχείρημα ότι παρέχεται άσυλο στους Έλληνες στο όνομα της χριστιανοσύνης και του ανθρωπισμού. Είναι η εποχή που ένα κύμα φιλελεύθερων κύκλων στη Ρωσία συγκεντρώνει 300.000 ρούβλια για την εξαγορά από την Τουρκία Ελλήνων αιχμαλώτων. 

Τα χρήματα τελικά κατασχέθηκαν από τον Τσάρο. Δόθηκε έτσι στον Αλέξανδρο Α’ η ευκαιρία να δικαιολογηθεί ότι υπερασπίζει τους Έλληνες ως χριστιανούς, αλλά τους επικρίνει ως επαναστάτες. Οι Άγγλοι και οι Αυστριακοί την περίοδο αυτή προστατεύουν τα συμφέροντα τους απέναντι στο ενδεχόμενο εμπλοκής της Ρωσίας υπέρ των Ελλήνων και την ενίσχυση των ρωσικών θέσεων στη Μεσόγειο. Στην αγγλική εφημερίδα The Times στα τέλη Ιουνίου 1821 δημοσιεύεται άρθρο στο οποίο αναφέρεται ότι: 

«…καμιά κυβέρνηση της Ευρώπης, εκτός της Ρωσικής, δεν ενδιαφέρεται για το κίνημα των λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας…».

Η Αγγλία, η Γαλλία και η Αυστρία θεωρούσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως γέφυρα μεταξύ Μεσογείου και Ασίας και επιθυμούσαν τη διατήρησή της, που έτσι θα υποστήριζε τα κατεστημένα εμπορικά τους συμφέροντα, ενώ η ρωσική πολιτική επεδίωκε την εξασθένιση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη δημιουργία στα Βαλκάνια ανεξαρτήτων κρατών. Ήλπιζε η Ρωσία ότι έτσι ενισχύει τη θέση της στην περιοχή και κρατούσε ανοικτή την ναυτιλιακή γραμμή επικοινωνίας της Μαύρης Θάλασσας με τη Μεσόγειο.
 
Στα πλαίσια της Ελληνικής Επανάστασης που βρισκόταν σε εξέλιξη, η Τουρκία κατηγορώντας τη Ρωσία ότι υποδαυλίζει την επανάσταση, άρχισε να λαμβάνει μέτρα με σκοπό να άρει τα δικαιώματα που είχαν αποκτήσει οι Ρώσοι από τις Συνθήκες σε σχέση με τα Στενά. Κατέλαβε τις Παραδουνάβιες χώρες και δυσκόλεψε το Ρωσικό εμπόριο στη Μαύρη Θάλασσα. Το καλοκαίρι του 1821 κατακρατήθηκαν Ρωσικά εμπορεύματα, όταν πλοία με Ρωσική σημαία περνούσαν το Βόσπορο. 

Τον Απρίλιο του 1823 ο Σουλτάνος καθιέρωσε ειδικά προνόμια για την Οθωμανική ναυτιλία, περιορίζοντας με μονοπωλιακού χαρακτήρα αποφάσεις τα πλοία που έβγαιναν ή ζητούσαν άδεια να μπουν στη Μαύρη Θάλασσα. Τα μέτρα αυτά έβλαπταν κυρίως τα ρωσικά συμφέροντα στην περιοχή, αλλά κατ’ ακολουθία και την Ελληνική ναυτιλία.


Όμως ο ελληνικής καταγωγής διερμηνέας της Ρωσικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη Μ. Μιντσάκης, με εντολή του Ρώσου πρέσβη Γ. Στρoγκανώφ, είχε ενημερώσει από τον Οκτώβριο του 1819 τους Έλληνες καπετάνιους ότι οι Τούρκοι πρόκειται να τους καλέσουν να αλλάξουν σε Τουρκική την Ρωσική σημαία. Οι Έλληνες προφασιζόμενοι ότι τα πλοία είναι ρωσικής ιδιοκτησίας και επομένως δεν μπορούν να αλλάξουν σημαία, έσωσαν ένα μεγάλο τμήμα του στόλου της ελληνικής ναυτιλίας.

Με τα μέτρα της Πύλης έναντι των πλοίων Rωσικής σημαίας και τις σφαγές των Ελλήνων χριστιανών οι Ρωσοτουρκικές σχέσεις οξύνονται και στις 18 Ιουλίου του 1821 η Ρωσία ανακαλεί τον πρεσβευτή της Γ. Στρογκανώφ από την Κωνσταντινούπολη. Στα τέλη του 1823 με αρχές 1824 η ρωσική θέση μεταβάλλεται ριζικά απέναντι στο Ελληνικό πρόβλημα και το ανατολικό ζήτημα γενικότερα. Η Ρωσία υποστηρίζει ότι και τα συμφέροντα των δυνάμεων της Δύσεως ταυτίζονται με τα Ελληνικά, στο κοινό σημείο ότι πρέπει να καταπολεμηθεί η Τουρκία.. 

Το Νοέμβριο του 1823 ο Αλέξανδρος Α’ ζητά από τις δυτικές χώρες να συγκληθεί διάσκεψη στην Πετρούπολη με σκοπό τη «συλλογική συναίνεση» και επίλυση του Ελληνικού ζητήματος. Η Αγγλία δεν απαντά και η διάσκεψη ναυαγεί. Ο πρέσβης της Αγγλίας στην Πετρούπολη θα δηλώσει ότι: 

«…Αυτή θα αποτελούσε μάλλον εμπορική παρά πολιτική πράξη…». 

Παρατηρείται προσέγγιση Ρωσίας, Πρωσίας, Γαλλίας και Αυστρίας, ενώ η Πύλη ισχυρίζεται ότι η ένοπλη σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων είναι σύγκρουση μεταξύ πολιτών της ίδιας χώρας και επομένως δεν επιδέχεται ξένη ειρηνευτική μεσολάβηση. Το 1824 η Ρωσία διακόπτει τις συνομιλίες της με την Αγγλία για το Ελληνικό ζήτημα και φαίνεται ότι αποφασίζει να το επιλύσει μόνη της.
 
Στις αρχές του 1824 η Ρωσία συνέθεσε σχέδιο απελευθέρωσης της Ελλάδας, ανάλογο με το μοντέλο Μολδαβίας και Βλαχίας, με τη διαφορά ότι οι ηγεμόνες δεν θα διορίζονταν από την Πύλη, αλλά από τους κατοίκους των ελληνικών περιοχών. Οι περιοχές αυτές θα ήσαν αυτοδιοικούμενες με δικαίωμα της Πύλης να επεμβαίνει στα εσωτερικά τους. Το σχέδιο δεν ικανοποιούσε τον Ελληνικό λαό84, παρ’ όλο που περιλάμβανε τις ευρύτερες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Κρήτης και των νησιών του Αιγαίου. Στην Ελλάδα οι πολιτικοί είχαν την προτίμησή του σχεδίου που προωθούσαν οι Άγγλοι και Γάλλοι, το οποίο ας σημειωθεί πρόβλεπε μικρότερη έκταση για τους Έλληνες, με σκοπό ίσως η Ελλάδα να περιέλθει υπό την κηδεμονία τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Αλέξανδρος ο Α’ να διακόψει τις συνομιλίες με τις δυτικές χώρες για το Ελληνικό πρόβλημα.


Το 1825 ανέρχεται στο θρόνο ο Τσάρος Νικόλαος Α’ (1796 – 1855), η Rωσική πολιτική διαφοροποιείται προς τη θετική κατεύθυνση για την Eλληνική υπόθεση, και την ίδια περίοδο εισέρχεται στον πόλεμο η Αίγυπτος με τον Ιμπραήμ. Η Γαλλία επιθυμεί να αποσπάσει την Αίγυπτο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο σουλτάνος έχει υποσχεθεί στον Ιμπραήμ την Πελοπόννησο και τα νησιά του Αρχιπελάγους. Οι εξελίξεις αυτές φέρνουν πιο κοντά την Αγγλία με τη Ρωσία ως προς την επίλυση του ελληνικού προβλήματος.
 
Στο μεταξύ ο πρώην πρέσβης της Ρωσίας στην Πύλη Γ. Στρογκανώφ στις 30 Ιανουαρίου 1826 απευθύνει επιστολή προς το Νικόλαο Α’ και εισηγείται την κήρυξη πολέμου στην Τουρκία για τη σωτηρία των χριστιανών Ελλήνων από τις σφαγές. Στην ίδια επιστολή ο Στρογκανώφ βεβαιώνει ότι η αποστολή σωτηρίας του Ελληνικού λαού θα έχει την υποστήριξη όλου του ρωσικού λαού.
Οι περιστάσεις πλέον έχουν οδηγήσει τη Ρωσία να μη μπορεί να διατηρήσει σχέσεις καλής γειτονίας με την Τουρκία. 

Η παραβίαση από την Τουρκία της συνθήκης του Βουκουρεστίου (1812) για την μη εισβολή στις Παραδουνάβιες χώρες, τα προβλήματα που εγείρει η Τουρκία στο καθεστώς των Στενών και η παράταση της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, αναφέρονται ως βασικοί λόγοι για τη διατάραξη των Ρωσοτουρκικών σχέσεων, σε εγκύκλιο της Ρωσίας με ημερομηνία 16 Απριλίου του 1825 προς τον επιτετραμμένο της στην Κωνσταντινούπολη Μ. Μιντσάκη.


Η θέση της Ρωσίας υπέρ της Ελλάδας πλέον είναι πιο καθαρή. 

Στις 4 Απριλίου 1826 έχει υπογραφεί το Ρωσο-Αγγλικό Πρωτόκολλο της Πετρούπολης για την δημιουργία Ελληνικού Κράτους και είναι η πρώτη φορά που γίνεται επίσημα μνεία για Ελληνικό Κράτος. Η διάλυση της Ιερής Συμμαχίας έχει συντελεσθεί. Το Πρωτόκολλο θεωρείται νίκη της Ρωσίας , διότι δεν της απαγορεύει να κηρύξει τον πόλεμο στην Τουρκία, ενώ η Αγγλία δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο να μην εναντιωθεί.

Η Οθωμανική Πύλη όμως κωφεύει στις ειρηνευτικές προσπάθειες. Στο μεταξύ, η Γαλλία, που μέχρι τότε έπαιζε δευτερεύοντα ρόλο στο Aγγλο-Rωσικό παιχνίδι, παρόλη τη φιλοτουρκική πολιτική της, κατέβαλλε μεγάλες διπλωματικές προσπάθειες για να κερδίσει ισότιμη θέση στο σχέδιο για την επίλυση του Ελληνικού ζητήματος και να αυξήσει την επιρροή της στην ανατολική Μεσόγειο.
Έτσι, οι τρεις "προστάτιδες" δυνάμεις υπέγραψαν στο Λονδίνο τη συνθήκη της 6ης Ιουλίου 1827, την επονομαζόμενη ‘Συνθήκη ειρηνεύσεως της Ελλάδος’, η οποία είναι συνέχεια του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης, και με την οποία ιδρυόταν Ελληνικό Κράτος, φόρου υποτελές στον Σουλτάνο.

Η Συνθήκη του Λονδίνου προβλέπει μέσα εξαναγκασμού, αν η Τουρκία δεν αποδεχθεί τους όρους της Συνθήκης. Η Τουρκία δεν αποδέχεται και ακολουθεί η Ναυμαχία του Ναβαρίνου (20 Οκτωβρίου 1827). Ο Ρωσικός Στόλος έχει αποπλεύσει στα μέσα του 1826 για το Αιγαίο και έφθασε μαζί με τις άλλες δύο προστάτιδες δυνάμεις - Αγγλία και Γαλλία - στο Ναβαρίνο στις 13 Οκτωβρίου 1827, όπου πήρε θέσεις μάχης.


Η Ναυμαχία του Ναβαρίνου ήταν η κορυφαία στιγμή των εξελίξεων και πυροδότησε πολεμικές προετοιμασίες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Ρωσία, εναντίον της οποίας στράφηκε η οργή των Οθωμανών. Παρά τις προσπάθειες ιδίως της Αγγλίας να εκτονώσει την ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών, ο νέος Ρωσοτουρκικός πόλεμος κηρύχτηκε τον Απρίλιο του 1828. Η Ρωσία ήταν ο νικητής αυτού του πολέμου και πέτυχε έτσι να αναγνωρίσει η Τουρκία με τη Συνθήκη της Ανδριανουπόλεως (Σεπτέμβριος 1829) τη συνθήκη του Λονδίνου και τη συνοριακή γραμμή Αμβρακικού-Άρτας του Ελληνικού Κράτους.
 
Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος 1828-1829, ουσιαστικά έκλεισε μια μεγάλη περίοδο, κατά την οποία η Ρωσία βρέθηκε με διαφορετικές εκφάνσεις στο πλευρό των ελληνικών συμφερόντων και συνέδραμε τελικά στην ανακήρυξη του Ελληνικού Κράτους τον Ιανουάριο του1830.

Αντί Επιλόγου


Η όλη στάση της Ρωσίας στην Ελληνική υπόθεση οδήγησε τη γραφίδα του ιστορικού της Φιλικής Εταιρίας. Φιλήμονα να γράψει:

«…Ο Έλλην όχι μόνον δεν έχαιρε καμμίαν τιμήν πολιτικήν πλησίον του άλλου Κόσμου, αλλά εμισείτο, καταφρονούμενος και μη κρινόμενος ουδέ άξιος ταφής εις τον θάνατόν του. Οι άνθρωποι του Βορέως τον μεταχειρίσθηκαν εξ εναντίας ως ένα αδελφόν. Πλησίον τούτων εύρεν ούτος καταφύγιον εις τας αμηχανίας του, περίθαλψιν εις τας δυστυχίας του, ευκολίας εμπορικάς, τιμάς στρατιωτικάς, και ελπίδας σοβαράς περί της μελλούσης τύχης του…».

ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ - ΣΧΟΛΗ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ
Επέτειος 25ης Μαρτίου
 
Ομιλία Πλοιάρχου (Μ) ε.α. Π. Στάμου ΠΝ 
Θέμα: ''Οι Ρώσοι και η Ελληνική Επανάσταση του 1821'' 
Πειραιάς, 23 Μαρτίου 2009

Φωτογραφικό Υλικό

 
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)