I. Ο μάγος
Ο Εμπεδοκλής γεννήθηκε στον Ακράγαντα, μια από τις ωραιότερες πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας, το 490 π.Χ. Θα πρέπει να ήρθε σε επαφή τόσο με τους Πυθαγόρειους όσο και με τον ηρακλειτισμό, ρεύματα με ζωηρή απήχηση στη Σικελία· θα πρέπει επίσης να συνάντησε τον Παρμενίδη και τον Αισχύλο. Παράλληλα όμως με αυτά τα φιλοσοφικά ρεύματα που γνώρισε ο Εμπεδοκλής, οφείλουμε ιδιαίτερη μνεία στα μυστικιστικά ρεύματα και ιδιαίτερα στη λατρεία του Διόνυσου. Τη λατρεία αυτή καλλιεργούσαν κυρίως ορισμένοι πλάνητες μυστικιστές, που εξόρκιζαν αρρώστους, μιλούσαν με χρησμούς και συνέτασσαν Καθαρμούς. Οι παραδόσεις αυτές παρείχαν ενδεχομένως στον Εμπεδοκλή τα στοιχεία για τη διάπλαση του προσώπου με το οποίο μας εμφανίζεται μέσα στα έργα του: προφήτης και θαυματουργός. Μάγος, αυτός, μεταξύ θνητών, απευθύνεται στους συμπολίτες του, στην αρχή των δικών του Καθαρμών, με τον εξής τρόπο:
...Αθάνατος εγώ κι όμοιος θεός πλανιέμαι,
κι όχι θνητός, ανάμεσα σε σας και τιμημένος
περιζωσμένος με ταινίες κι ολάνθιστα στεφάνια.
Ο μάγος αυτός, διακατεχόμενος από το θείο, μεταδίδει στους ανθρώπους το μήνυμα που αυτό του έχει εμφυσήσει· έχει τη δύναμη να θεραπεύει όσους υποφέρουν και να διδάσκει το δρόμο του πλούτου. Το ποίημά του Περί φύσεως ξεκινά με μια επίκληση που μας φέρνει βέβαια αμέσως στο νου την εισαγωγή του ποιήματος του Παρμενίδη:
Αλλά την τρέλα τους, θεοί, απ' τη γλώσσα μου αποδιώχτε
κι από άγια στόματα πηγή καθάρια αναβρύστε.
Και σένα, Μούσα ασπρόχερη και δοξαστή Παρθένα
παρακαλώ σε, όσο βολεί οι εφήμεροι ν’ ακούνε
απ’ της ευσέβειας τη γη καλόδηγο άρμα στείλε (απ. 3).
Ο μάγος αποκαλύπτει, λοιπόν, μιαν αλήθεια, προερχόμενη από τη θεότητα, της οποίας ο ίδιος δεν είναι παρά το υποχείριο (βλ. απ. 23). Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να λησμονούμε πως αυτό είναι ένα από τα δυσκολότερα καθήκοντα, γιατί «το θεό να φτάσεις δε μπορείς με τα δικά μας μάτια κι ούτε να πιάσεις με τα χέρια σου, που ο πιο μεγάλος δρόμος της πειθούς τυχαίνει στα φρένα των ανθρώπων». Ο ίδιος άλλωστε ο Εμπεδοκλής παρουσιάζεται φυγάς θεόθεν και αλήτης (απ. 115), ανήκει λοιπόν κι αυτός στους καταδικασμένους να περιπλανώνται χρόνια ατέλειωτα. Αυτή ωστόσο η εξορία του φιλοσόφου συνίσταται σε συνεχείς διαδοχικές μετενσαρκώσεις: χάρη σ’ αυτές τις ποικίλες μεταναστεύσεις από ύπαρξη σε ύπαρξη καταφέρνει και γνωρίζει ολόκληρο τον κύκλο των όντων. Γιατί ο Εμπεδοκλής μας λέει ότι θυμάται τις προηγούμενες ζωές του: «Γιατί ήμουν εγώ κάποτες αγόρι και κορίτσι, πουλί και θάμνος και βουβό μέσα στο κύμα ψάρι»(απ. 117). Βυθίστηκε, με άλλα λόγια, βαθιά μέσα στο μείγμα απ’ όπου τα πάντα, κι ο άνθρωπος ακόμα, γεννιούνται (απ. 9). Περνώντας από τη μια ζωή στην άλλη, ο Εμπεδοκλής κατόρθωσε να αφομοιώσει το μυστικό της πολλαπλότητας των δυνάμεων που συγκροτούν ή αποδιαρθρώνουν τα στοιχεία.
Γι’ αυτό κι ο Εμπεδοκλής διακήρυσσε πως κατέχει μια δύναμη υπεράνθρωπη, σε σημείο που να μπορεί να προστάζει και το θάνατο ακόμα- ο ίδιος, άλλωστε, δεν λέει άραγε ότι:
Φάρμακα όσα έχουν βρεθεί για τα κακά θα μάθεις
και για τα γηρατειά, τι όλα θα πω σε σένα μόνο
και των ακούραστων ανέμων την ορμή θα πάψεις,
που πα στη γη φυσώντας τα χωράφια τα ρημάζουν
και πάλι σα θελήσεις τους ανέμους ξαναφέρνεις
κι από θολή βροχή καλοκαιρίσια φτιάχνεις ξέρα
για τους ανθρώπους κι από ξέρα δεντροθρόφες πάλι
πνοές θα πλάσεις, που αναβλύζουν από τον αιθέρα.
Και τη ζωή θα φέρεις απ' τον Άδη πεθαμένου (απ. 111);
Πολλά και θαυμαστά έργα αποδίδονται στη σοφία και τις ικανότητες του Εμπεδοκλή. Είχε ανακαλύψει πως μια επιδημία πανούκλας, που είχε ερημώσει τον Σελινούντα, οφειλόταν στις μολυσματικές αναθυμιάσεις κάποιων στάσιμων υδάτων, τα οποία βρίσκονταν δίπλα στην πόλη· ο Εμπεδοκλής χρηματοδότησε, με την ίδια του την περιουσία, τα αναγκαία έργα για την εκτροπή του ρου ενός γειτονικού ποταμού, ώστε τα τρεχούμενα νερά του να απολυμάνουν την περιοχή και να απομακρύνουν τις εστίες μόλυνσης. Γεμάτοι ευγνωμοσύνη οι κάτοικοι του Σελινούντα του επεφύλαξαν τιμές θεού. Λέγεται μάλιστα πως είχε μεταβάλει το κλίμα του Ακράγαντα, συμβουλεύοντας να φράξουν με γαϊδουροτόμαρα ένα στενό της περιοχής όπου εγκλωβίζονταν τα μελτέμια, που αποτελούσαν, λόγω της βιαιότητάς τους, μόνιμη απειλή για τις σοδειές.
Τα πιο εκπληκτικά όμως επιτεύγματα του Εμπεδοκλή σημειώθηκαν στην ιατρική. Αναφέρεται πως είχε καταφέρει να αναστήσει μια γυναίκα, που είχε ήδη τριάντα μέρες πάψει ν’ αναπνέει. Αυτή θα πρέπει να ήταν υστερική που είχε περιπέσει σ’ ένα είδος βαθύτατου λήθαργου. Ο Εμπεδοκλής, όμως, ανακάλυψε κάποιο σημείο θερμότητας στην επιφάνεια του σώματός της και κατάφερε να την επαναφέρει στη ζωή.
Λέγεται ακόμα πως χάρη στην παντοδυναμία της μουσικής ήταν σε θέση να κατευνάζει τα πάθη, πράγμα που απέδειξε όταν κάποτε, φιλοξενούμενος, ήρθε αντιμέτωπος μ’ έναν νεαρό που είχε ορμήξει μαινόμενος στο σπίτι του οικοδεσπότη του, κατηγορώντας τον τελευταίο επειδή είχε καταδικάσει τον πατέρα του σε θάνατο. Του χάρισε τη χαμένη του γαλήνη τραγουδώντας τους στίχους εκείνους της Οδύσσειας όπου γίνεται λόγος για το νηπενθές, το ναρκωτικό που ηρεμεί τον πόνο και την οργή και θεραπεύει όλες τις δυστυχίες.
Ο Εμπεδοκλής συμμετείχε ενεργότατα στην πολιτική ζωή της πόλης του. Ο πατέρας του, μάλιστα, είχε πρωτοστατήσει στην εγκαθίδρυση ενός δημοκρατικού πολιτεύματος· με το θάνατό του, όμως, η αριστοκρατική μερίδα ανέλαβε τις δυνάμεις της κι ο Εμπεδοκλής, συντασσόμενος με το λαό, αγωνίστηκε για τη διατήρηση της δημοκρατίας. Του προτάθηκε κά- ποια στιγμή ο τίτλος του βασιλιά αλλά αυτός τον αρνήθηκε. Πολλά ανέκδοτα μας τον παρουσιάζουν να κατακεραυνώνει όσους επιζητούσαν την απόκτηση κοινωνικών προνομίων. Μια παράδοση, μάλιστα, αναφέρει πως εξανάγκασε σε διάλυση τη Βουλή των Χιλίων, που συνεκροτείτο από πολίτες προερχόμενους μόνο από τις πλουσιότερες οικογένειες, βάσει ενός αυστηρότατου τιμοκρατικού συστήματος επιλογής. Ο Εμπεδοκλής προίκισε πολλές κοπέλες της πόλης και από νωρίς ήδη απέκτησε, χάρη στα έργα του, ιδιαίτερα μεγάλη δημοτικότητα, γεγονός που προκάλεσε, όπως είναι φυσικό, ζήλιες κι έχθρες.
Ο Εμπεδοκλής εγκατέλειψε την πατρίδα του για να ταξιδέψει, πηγαίνοντας αρχικά στους Θούριους και κατόπιν στην Ελλάδα. Λέγεται πως, όταν βρισκόταν στην Ολυμπία, έδωσε τους Καθαρμούς του στον ραψωδό Κλεομένη για να τους τραγουδήσει. Είναι πιθανόν, αν και όχι απόλυτα βέβαιο, πως επισκέφθηκε και την Αθήνα. Γύρω στο 440 π.Χ. αποφάσισε να επιστρέφει στον Ακράγαντα, εν τω μεταξύ όμως, κατά τη διάρκεια της δεκαετούς απουσίας του, οι αντίπαλοί του είχαν επανακτήσει την επιρροή τους, με αποτέλεσμα να του απαγορευτεί η είσοδος στη πόλη. Έτσι, πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του εξόριστος, με μόνη συνοδεία τον μαθητή του Παυσανία, συνθέτοντας ένα έργο περί φύσεως.
Πώς να επήλθε, άραγε, ο θάνατος ενός όντος με τέτοια εκπληκτική φύση; Δεν διαθέτουμε καμιά ασφαλή ιστορική μαρτυρία, τις ελλείψεις όμως της ιστορίας ήρθε να αναπληρώσει ο μύθος, σε σημείο πουν’ αποτελεί πια αναπόσπαστο στοιχείο της όλης ατμόσφαιρας που περιβάλλει το πρόσωπο του Εμπεδοκλή. Ορισμένοι ισχυρίζονται πως πνίγηκε κολυμπώντας, ενώ άλλοι πως πέθανε από τις επιπλοκές που προκάλεσε ο τραυματισμός του λόγω της πτώσης του από ένα άρμα. Περισσότερο, όμως, μεγαλείο του χαρίζει ο θρύλος που τον θέλει να εξαφανίζεται μέσα στο ηφαίστειο της Αίτνας. Τα κυριότερα στοιχεία του μύθου, αφήνοντας κατά μέρος τις πολυάριθμες παραλλαγές, είναι τα εξής: Ο Εμπεδοκλής είχε ετοιμάσει μια θυσία κι είχε προσκαλέσει τους φίλους τους στο γιορτινό γεύμα που θα ακολουθούσε. Μόλις τέλειωσε το γλέντι, οι καλεσμένοι πήγαν να ξαπλώσουν κάτω από κάποια κοντινά δέντρα ενώ ο Εμπεδοκλής παρέμεινε στη θέση όπου καθόταν σε όλη τη διάρκεια της συνεστίασης. Όταν πια, το χάραμα, σηκώθηκαν, ο Εμπεδοκλής είχε εξαφανιστεί. Κάποιος υπηρέτης τους διηγήθηκε πως άκουσε, μέσα στη νύχτα, μια δυνατή φωνή να φωνάζει τον Εμπεδοκλή, ενώ, την ίδια στιγμή, φάνηκε κάποιο φως μέσα στον ουρανό. Τότε ο Παυσανίας συνέστησε στην ομήγυρη πως θα ’ταν μάταιη κάθε αναζήτηση, αφού ο Εμπεδοκλής ήταν πια θεός κι είχε εγκαταλείψει τη γη για ν’ αναληφθεί στα ουράνια. Πάνω σ’ αυτόν το μύθο χαράχτηκε ένας δεύτερος, που δεν έχει πάψει ακόμα να γεμίζει δέος τους ρομαντικούς. Λέγεται, έτσι, ότι ο Εμπεδοκλής ρίχτηκε μέσα στον κρατήρα της Αίτνας για να τον αποκαθάρει η φωτιά, να βυθιστεί στους κόλπους της Γαίας και να επανέλθει στον αέναο κύκλο των όντων, την αρχή, δηλαδή, της μετεμψύχωσης. Λέγεται, ακόμα, πως αργότερα το ηφαίστειο, σε μια έκρηξή του, ξέβρασε ένα χάλκινο πέδιλο του φιλοσόφου.
Έτσι, η ζωή του θαυματουργού-φιλοσόφου τελειώνει μέσα στο μυστήριο και τον θρύλο, μ’ έναν θάνατο εκπληκτικό, που θα εξάψει τη φαντασία του Χέλντερλιν και
του Νίτσε.
Διαθέτουμε, τέλος, τους τίτλους δύο έργων του Εμπεδοκλή, τίτλους που ενδεχομένως οφείλουμε σε μεταγενέστερους του φιλοσόφου σχολιαστές: Περί Φύσεως και Καθαρμοί. Από αυτά τα δύο έμμετρα κείμενα δεν μας απομένουν σήμερα παρά μόνον κάποια αποσπάσματα.
II. Ο Σφαίρος
Το Είναι για τον Παρμενίδη σημαίνει, όπως είδαμε, διάρκεια κι ο δρόμος της αλήθειας είναι μόνον αυτός που μας οδηγεί σ’ ένα Είναι που δεν γνωρίζει το γίγνεσθαι. Στο ποίημά του ο Παρμενίδης παρομοίαζε το Είναι με μια τέλεια σφαίρα, ακίνητη μέσα στα δεσμά της ανάγκης, συνεχή κι απόλυτα συνεκτική καθεαυτή. Θα μπορούσε να πει κανείς πως, με τον Ηράκλειτο, ο παρμενίδειος Σφαίρος μπαίνει σε κίνηση, κίνηση, όμως, που δεν απολήγει στην αυτοϋπέρβαση, καθώς στην καρδιά της ίδιας της κίνησης κατοικεί ο Λόγος, που, εδώ κι αμέτρητα χρόνια, μας χαρίζει το, συχνά ακατάληπτο για μας, νόημα των πραγμάτων και των όντων. Ο πόλεμος των αντιθέτων βρυχάται μέσα στην καρδιά του Είναι, που παραμένει, ωστόσο, αρμονικό, στα όρια που του θέτουν ακατάλυτοι δεσμοί, σαν τον Ήλιο που ποτέ δεν θα ξεπεράσει τα όριά του. Με τον Ηράκλειτο ο παρμενίδειος Σφαίρος προικίστηκε με τη δύναμη να κινείται γύρω από τον εαυτό του, δίχως όμως να μπορεί ποτέ να ξεφύγει απ’ αυτόν, εφόσον το γίγνεσθαι για το οποίο μας μιλά ο Ηράκλειτος δεν είναι ένα γίγνεσθαι του Είναι αλλά ένα γίγνεσθαι εντός του Είναι.
Ο Εμπεδοκλής αναγορεύει τον Σφαίρο σε αυτή την αρχέγονη οντολογική σφαίρα. Πνεύμα ιερό και άρρηκτο, όπου τίποτα ακόμα δεν έχει διαφοροποιηθεί. Όντας άσπιλο φως, αγνοεί τις σκιές, που το Μίσος κάνει να ξεπηδήσουν μέσα από τις διαιρέσεις που επιβάλλει:
Έτσι ακουμπά μέσ’ στον πυκνό της αρμονίας τον κόρφο
κυκλόμορφος, καμαρωτός, στη μοναξιά του ο Σφαίρος.
Γιατί δυο απ’ τη ράχη του φτερά δεν ξεπετιούνται
ούτε και πόδια, γόνατα γοργά και γενετήσια μέλη
μα Σφαίρος ήταν και παντούθ’ ίσιος με τον εαυτό του (απ. 27-29).
Τίποτα δεν του είναι εξωτερικό- είναι η απόλυτη θεότητα, απροσπέλαστη από τους ανθρώπους. Ο Σφαίρος υπάρχει πριν από κάθε Μίσος, κάθε διαίρεση, κάθε ρήξη· δεν δρα ούτε πάσχει- αγνοεί τη σύγκρουση και την πολλαπλότητα: υπάρχει.
Αναφερόμενος ακριβώς σ’ αυτόν τον πρωταρχικό Σφαίρο, κάνει λόγο ο Εμπεδοκλής και για τον χαμένο παράδεισο, τον πρωτόγονο χρυσό αιώνα, όπου βασίλευε η αθωότητα. Από κει οι άνθρωποι ξέπεσαν στη γη, όπου έγιναν έρμαιο της πάλης των αντιθέτων: μόνοι οι ευσεβείς θα επιστρέφουν κάποτε δίπλα στους θεούς για να γευτούν και πάλι την γαλήνη και την αρμονία· έτσι, λοιπόν, θα γνωρίσουν ξανά την εποχή εκείνη που «υπάκουα όλα κι ήμερα τα ζώα προς τους ανθρώπους ήταν, αγρίμια και πουλιά, κι έλαμπε η καλοσύνη (φιλοφροσύνη)» (απ. 130).
Έτσι, ο θεϊκός Σφαίρος αποτελεί το πρωταρχικό θεμέλιο κάθε απαρχής· δεν είναι μια ενότητα μεταξύ άλλων ούτε μια ενότητα του πολλαπλού, αλλά είναι Εν, όπως η σφαίρα, της οποίας η περιφέρεια αποτελείται από σημεία ίσης απόστασης από ένα σταθερό κέντρο, περί του οποίου διατάσσεται τείνουσα προς αυτό μια μάζα, η οποία ποτέ δεν εξέρχεται εαυτής, αλλά παραμένει καθεαυτή οριστικά περατωμένη.
III. Η Αγάπη και το Μίσος
Ο Εμπεδοκλής έμεινε κυρίως γνωστός ως ο φιλόσοφος που αντιλαμβανόταν τη ζωή του κόσμου σαν μια συμπαντική τραγωδία που εξελίσσεται μέσω της ανηλεούς σύγκρουσης των δύο εκείνων μεγάλων δυνάμεων που διέπουν κάθε φαινόμενο και κάθε συμβάν του κόσμου: της Αγάπης (Φιλότης) και του Μίσους (Νεῖκος).
Επιμείναμε προηγουμένως στην ιδέα των Πυθαγορείων να ορίζουν τον αριθμό ως τη συνέπεια του τεμαχισμού της πρωταρχικής κι αρχέγονης Ενότητας - Όλου και όχι ως παράθεση στοιχειωδών ενοτήτων. Οι Πυθαγόρειοι, ωστόσο, παρέμεναν σιωπηλοί σχετικά με το ζήτημα του λόγου ή της δύναμης που οδήγησε τελικά το Ένα να διαμελιστεί σαν τον Διόνυσο - Ζαγρέα, όπως άλλωστε δεν έλεγαν τίποτε και για το τι επέβαλε την συγκρότηση των αριθμών - παραστάσεων. Οι ορφικές παραδόσεις, όμως, σχετικά με τις οποίες ακόμα αγνοούμε αν είναι αυτές που επηρέασαν τους Πυθαγόρειους ή αντίθετα οι Πυθαγόρειοι τις παραδόσεις αυτές, διέθεταν ολόκληρη εσχατολογία, ενισχυόμενη από θεωρίες της μετεμψύχωσης και της μετενσωμάτωσης μέσα στην καρδιά της συμπαντικής αυτής τραγωδίας.
Ο Εμπεδοκλής οφείλει πολλά σ’ αυτήν την ορφικοπυθαγόρεια παράδοση, που θέλει τον τροχό των υπάρξεων και των αναγεννήσεων κινητήρια δύναμη της κοσμικής Δίκης. Επιμένει, πράγματι, ιδιαίτερα στην ιδέα πως ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένας περιπλανώμενος φυγάς πάνω στη Γη αυτή, ο οποίος εξιλεώνεται για τα σφάλματα που διέπραξε στις πρότερες ζωές του- ο ίδιος άλλωστε ο Εμπεδοκλής μας παρουσιάζεται ένας απ’ αυτούς τους καταδικασμένους που τον διώκει το Νείκος:
Ένας κι εγώ μέσα σ’ αυτούς κι απ’ το θεό διωγμένος πλανιέμαι μένοντας πιστός στο μανιασμένο μίσος (απ. 115).
Απελπισία τον καταλαμβάνει όταν, αναγκασμένος να ενδύεται σαν όλους τους ανθρώπους έναν «σάρκινο μανδύα», ξένο πάνω του (απ. 126), συλλογιέται το μέρος όπου του μέλλει να ζήσει:
Κι έκλαψα εγώ κι εθρήνησα τον τόπο αυτό σαν είδα, ασυνήθιστο κι άχαρο (απ. 118).
Οι δυνάμεις που οδηγούν τις ψυχές στον κόσμο των ανθρώπων απευθύνονται στις τελευταίες μ’ αυτόν τον τρόπο:
Κάτω από τούτο φτάσαμε το στεγασμένο σπήλιο (απ. 120)... εκεί ’ναι ο Φόνος κι η Έχθρητα και Συφορών σμάρια άλλα. Σήψες κι Αρρώστιες άνομβρες και τα τρεχούμενα έργα στης Βλάβης το λιβάδι (ἄτης λειμών) μες στο σκότος τριγυρνούνε (απ. 121).
Ωστόσο, όμως, ορισμένα προνομιούχα όντα, όπως ο Πυθαγόρας κι ο ίδιος ο Εμπεδοκλής, έχουν την ικανότητα να θυμούνται τις προηγούμενες υπάρξεις τους και να αντλούν απ’ αυτές τις αναμνήσεις μια θαυμαστή γνώση. Θα πρέπει λοιπόν να επισημάνουμε πως η γνώση δεν πηγάζει από τις αισθήσεις ούτε ακριβώς από τη νόηση καθεαυτή, αλλά από την ανάμνησιν των διαφόρων μεταπτώσεων που γνώρισαν τα στοιχεία κατά την ανάμειξη (μίξις*) και τις διαιρέσεις (διάλλαξις) τους. Η γνώση, με άλλα λόγια, αποτελεί κατ’ εξοχήν μια μύηση, μια έκσταση, ένα μυστικό και έναν καθαρμό που εγγίζει τα βάθη ενός χρόνου ριζωμένου πέραν διαιρέσεων και πολλαπλότητας.
Έτσι, λοιπόν, έλξη και διαίρεση συναντώνται στην καρδιά του δράματος που διέπει τον κόσμο: στοιχεία, όντα και πράγματα μια ενώνονται από την Φιλότητα και μια χωρίζονται από το Νείκος· εξού και το κομβικό, για το έργο του Εμπεδοκλή, χωρίο αυτό:
Η Αγάπη και το Μίσος, όπως παλιότερα ήτανε, έτσι για πάντα
θα’ ν’ θαρρώ, ο πάντας χρόνος από το ζεύγος δε θα αδειάσει αυτό.
Διπλά θα πω: τη μια μεγάλωσε για να ’ναι το ένα μόνον
απ’ τα πολλά, την άλλη τα πολλά χωρίσαν από το ένα
κι η γέννα των θνητών διπλή, διπλή κι αφάνισή τους
Τι όλους η σύσμειξη τη μια γεννάει την άλλη καταστρέφει
κι η άλλη καθώς χωρίζουνε σαν αυξηθεί πάει φεύγει.
Κι αυτά ποτέ δεν σταματούν ν’ αλλάζουν μεταξύ τους
κι είτε συγκλίνουν όλα τους με την Αγάπη σ’ ένα
είτε με Μίσος δίχα τους τραβιούνται το καθένα.
Κι όπως απ’ τα περσσότερα φυτρώνει μόνο το ένα
και πάλι περισσότερ’ απ’ το ένα ξεπηδούνε.
Έτσι όλα ετούτα γίνονται κι η ζωή τους δεν στεριώνει.
Κι όσο ποτέ δεν σταματούν ν’ αλλάζουν μεταξύ τους
κι έτσι είναι πάντα ακίνητα σε κύκλο, που γυρίζει (απ. 16-17).
Το γίγνεσθαι, άρα κι η ροή του κόσμου, εκφράζουν ακριβώς την αέναη διαίρεση και επανασυμφιλίωση του Ενός ενώ τα άτομα δεν είναι παρά το παίγνιο του συμπαντικού αυτού δράματος.
Παρ’ ότι το σύνολο αυτής της κοσμοθεωρίας φαίνεται αρκετά σαφές, όταν εισέλθουμε στις λεπτομέρειές της ανακύπτουν πολλές δυσκολίες. Από πού προέρχεται το Νείκος; Δεν γεννάται, πάντως, ως συνέπεια κάποιου γεγονότος, εφόσον η ιδέα της δημιουργίας δεν βρίσκει έδαφος μέσα στη φιλοσοφία του Εμπεδοκλή· από την άλλη πλευρά πάλι, το Νείκος, όπως κι η Φιλότης, είναι και θα είναι στον πάντα χρόνο, εφόσον ο τελευταίος ποτέ δεν θα μείνει κενός του ζεύγους αυτού (απ. 16). Φαίνεται, ωστόσο, δυνατόν να κάνουμε σχετικά με αυτή την κοσμική κίνηση τις ακόλουθες ειδικότερες παρατηρήσεις.
Μέσα στην κυκλική κίνηση του Σφαίρου, το Νείκος βρίσκεται αρχικά στα άκρα όρια του πρώτου, καθώς το τελευταίο είναι από την φύση του κεντρόφυγο:
Κι ενόσω όλα μαζεύονταν, το Μίσος είχε διωχτεί στα έσχατα όρια (απ. 36).
Η Αγάπη βρίσκεται, αντίθετα, στο κέντρο της δίνης και τα πάντα συγκλίνουν προς αυτήν ώστε να συγκροτηθεί το Εν:
Και μες στης συστροφής τη μέσην έφτασε η Αγάπη
όπου όλα εδώ μαζεύονται, για να ’ναι μόνον ένα
όχι με μιας, μα με τη θέλησή τους άλλα αλλούθε (απ. 35).
Η ισορροπία όμως αυτή, που τοποθετεί τη Φιλότητα στο κέντρο και το Νείκος στα έσχατα εξωτερικά όρια, δεν είναι παρά προσωρινή· με το πλήρωμα του χρόνου φθάνει κι η σειρά του Νείκους:
Κι αφού μέσα στα μέλη του μεγάλωσεν η Αμάχη
κι αψήλωσε μες σε τιμές με του καιρού το διάβα,
που μ’ όρκο δένεται πλατύ αντάμ’ απ’ τα δυο τους... (απ. 30)
...Τότ’ όλα τους με τη σειρά σειούνταν του θεού τα μέλη (απ. 31).
Ο Εμπεδοκλής δεν μας δίνει καμιά εξήγηση για ποιο λόγο ξεσπά το Νείκος, φαίνεται μάλιστα να αρκείται στην επίκληση αυτού του πλατέος όρκου που διέπει τη δομή των πραγμάτων και το γίγνεσθαι των όντων.
Αυτή η πάλη Φιλότητος και Νείκους, που αποτελεί την ουσία της συμπαντικής ζωής, συναντάται και μέσα στον άνθρωπο, τον ζωντανό αυτό μικρόκοσμο που είναι τόσο στενά συνδεδεμένος με ό, τι τον περιβάλλει. Η σύγκρουση των δύο δυνάμεων φαίνεται ξεκάθαρα στο σύνολο των μελών των θνητών:
Κι άλλοτε , απ’ την Αγάπη, του σώματος τα μέλη
όλα ενώνονται σε Ένα, στη κορυφή του βίου που ακμάζει.
Αλλ’ όμως άλλοτε απ’ την κακιά Διχόνοια (Έρις) σκόρπια,
γυρνάν χαμένα μόνα τους, ως τις έσχατες της ζωής τις όχθες,
κι αυτό συμβαίνει στα φυτά, στα νεροθρόφα ψάρια
και στ’ αγρίμια των βουνών κι ακόμα στα πουλιά
που γλιστράνε πάνω στα φτερά τους (απ. 20).
Αλλά και μέσα στην ίδια την καρδιά των θνητών βρίσκουμε τη Φιλότητα, καθώς διακατέχονται απ’ αυτήν κι επιδιώκουν να ενώνονται:
Τούτη με νου κοίτα, κι όχι με μάτια θαμπωμένα,
που και στα μέλη των θνητών λογιέται φυτρωμένη
και που φιλία μ’ αυτήνε νιώθουν κι έργα ομόγνωμα τελούνε
με τ’ όνομα Ηδονή καλώντας κι Αφροδίτη·
κι αυτήν ανάμεσά τους, πώς τυλίγεται δεν είδε θνητός κανένας (απ. 17).
Έτσι, λοιπόν, εφόσον βασιλεύουν οι συνδυασμοί κι οι αποσυνδέσεις των στοιχείων, δεν υπάρχει στον κόσμο έδαφος για δημιουργία· ό, τι τυχόν αντιλαμβανόμαστε ως τέτοια δεν είναι παρά απλή αλλαγή μορφής:
Μα άλλα θα πω σε σένα: γέννηση απ’ τα θνητά κανένα
δεν έχει ούτε τ’ ολέθριου θανάτου κάποιο τέλος
μα μόνο σμίξιμο (μίξις) κι ανταλλαγή (διάλλαξις) των όσων σμίξαν
είναι· γέννηση (φύσις) όμως να τη λεν οι ανθρώποι συνηθίζουν (απ. 8).
Γέννηση και θάνατος λοιπόν δεν είναι παρά μεταμορφώσεις στο εσωτερικό του κύκλου των υπάρξεων:
Κι αυτά σα σμίξουν άνθρωπο στο φως μεσ’ στους αιθέρες φέρνουν,
ή των θεριών των άγριων το γένος ή των θάμνων ή των πουλιών
και λένε τότε πως γεννιούνται, και σαν χωρίσουν θάνατο κακότυχο
πως βρήκαν, μα το σωστό δε λεν, κι εγώ μιλώ κατά που συνηθίζουν (απ.9).
Καθώς ελίσσεται ο κύκλος, κυριαρχεί κάθε φορά κι ένα απ’ τα τέσσερα στοιχεία - νερό, αέρας, γη και φωτιά - και φυσικά, πάντα, η Φιλότης και το Νείκος:
Γιατί υπάρχουν μόνο αυτά, τρέχοντας όμως το ένα μέσα στ’ άλλο
γίνονται οι άνθρωποι και τα είδη των άλλων ζώων:
Άλλοτε ενωμένα απ’ τη δύναμη της Αγάπης σ’ ένα όλο συνταγμένο
κι άλλοτε καθένα χωριστά από του Μίσους την εχθρική δύναμη (απ. 26).
IV. Οι τέσσερις ρίζες (ριζώματα πάντων)
Ο Εμπεδοκλής χαρακτηρίζει ως «ρίζες» των πραγμάτων (απ. 6) τα τέσσερα θεμελιώδη στοιχεία, των οποίων η διάκριση, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (31 A 37), για πρώτη φορά επιχειρείται κατά τον τρόπο αυτό: ο όρος ρίζωμα, μάλιστα, είναι δανεισμένος από την ορολογία των Πυθαγορείων. Οι προηγούμενοι στοχαστές αναζητούσαν το πρωταρχικό στοιχείο από το οποίο προέρχονταν, καθώς πίστευαν, όλα τα υπόλοιπα. Ο Θαλής είχε προτιμήσει το νερό, ο Αναξιμένης τον αέρα ενώ ο Ηράκλειτος τη φωτιά. Ο Εμπεδοκλής, αντίθετα, δεν δίνει την πρωτοκαθεδρία σε κανένα από τα τρία αυτά στοιχεία και προσθέτει, μάλιστα, σ’ αυτά κι ένα τέταρτο, τη γη, όπου γεννώνται τα ζώντα κι όπου επιστρέφουν με το θάνατό τους (31 A 72). Τα στοιχεία αυτά είναι σταθερά, ομοιογενή και αναλλοίωτα, παρά το πλήθος και την ποικιλία των συνδυασμών όπου συμμετέχουν. Κάθε σώμα διαθέτει αναγκαστικά ορισμένα απ’ αυτά και σε ορισμένες μάλιστα αναλογίες. Το ανθρώπινο σώμα συντίθεται κι από τα τέσσερα στοιχεία:
Οι σάρκες γεννώνται από την, σε ίση αναλογία, μείξη και των τεσσάρων στοιχείων, τα νεύρα από φωτιά και γη αναμεμειγμένα με διπλάσιά τους ποσότητα νερού, ενώ τα νύχια δεν είναι παρά απολήξεις νεύρων που έχουν ψυχθεί στην επαφή τους με τον αέρα. Τα οστά σχηματίζονται από την ανάμειξη δύο μερών νερού και γης και τεσσάρων φωτιάς, μέρη που στο σύνολό τους περιέχονται στο εσωτερικό της γης. Ο ιδρώτας πάλι και τα δάκρυα προέρχονται από υγρό αίμα, που έχει γίνει πολύ πιο ρευστό επειδή τα συστατικά του έχουν εξαιρετικά εκλεπτυνθεί (31 A 78).
Η θεωρία αυτή γνώρισε μεγάλη επιτυχία καθώς την συναντούμε στον Τίμαιο του Πλάτωνα, συνδυαζόμενη μάλιστα με τις, περί πολυέδρων, θεωρίες των Πυθαγορείων επανεμφανίζεται στον Αριστοτέλη συμπληρωμένη με τις αντιθέσεις ξηρού και υγρού, θερμού και ψυχρού· ξαναβρίσκεται - κυρίως - στην καρδιά της διδασκαλίας των ιατρικών σχολών που διείδαν σε αυτήν ένα θεμέλιο των θεωριών τους περί διαθέσεων και χαρακτήρων, πολύ πιο ικανοποιητικό από οτιδήποτε θα μπορούσαν να αντλήσουν από τη φιλοσοφία των Ιώνων ή των Ατομικών.
Ό, τι βρίσκεται επί γης προέρχεται από τη γη και τη μείξη των πρωταρχικών στοιχείων. «Πριν ακόμα ο ήλιος ξεδιπλωθεί κι ακόμα πριν μέρα και νύχτα γίνουν κάτι διαφορετικό το ένα από το άλλο», γεννήθηκαν τα δέντρα:
Αναπτύσσονται χάρη στη θερμότητα της γης σαν να ’ναι κομμάτι
της, όπως ακριβώς το έμβρυο είναι τμήμα του μητρικού σώματος.
Οι καρποί είναι οι εκκρίσεις του νερού και της φωτιάς των φυτών·
τα δέντρα που κλείνουν μέσα τους λιγότερη υγρασία χάνουν τα φύλλα
τους με τη θερμότητα του καλοκαιριού, ενώ όσα έχουν περισσότε-
ρη υγρασία τα διατηρούν, όπως η δάφνη, η ελιά κι ο φοίνικας. Οι
διαφορές στους χυμούς τους οφείλονται στο ότι η γη που τρέφει τα
φυτά τους προσδίδει διαφορετικές ομοιομέρειες· στην περίπτωση
του αμπελιού δεν είναι η διαφορά στο φυτό αλλά η διαφορά στο έδα-
φος που κάνει το καλό κρασί (31 A 70).
Έτσι λοιπόν, ζωή και ύπαρξη δεν είναι παρά ένας πελώριος κύκλος που στο γύρισμά του τα στοιχεία και τα όντα γεννούν νέες ατομικότητες.
V. Η κοσμογονία
Η Φιλότης και το Νείκος διαδραματίζουν σοβαρότατο ρόλο μέσα στην κοσμογονία του Εμπεδοκλή. Αυτή η τελευταία, μάλιστα, θα μπορούσε να διαιρεθεί σε τέσσερις φάσεις:
1) Όταν το σύμπαν βρίσκεται σε κατάσταση τελειότητας, τα τέσσερα στοιχεία είναι συγκεντρωμένα, σε ίση ποσότητα το καθένα, σχηματίζοντας ένα αδιαχώριστο μείγμα απ’ το οποίο η Φιλότης έχει εκδιώξει το Νείκος· τα πάντα είναι αρμονικά συγκεντρωμένα στο εσωτερικό του Σφαίρου:
Εκεί, ούτε του ήλιου τα γοργά τα μέλη ξεχωρίζουν
ούτε ο γιαλός ούτε η ορμή της γης η δασωμένη.
Έτσι ακουμπά μες στον πυκνό της Αρμονίας τον κόρφο
κυκλόμορφος καμαρωτός στη μοναξιά του ο Σφαίρος (απ. 27).
2) Σε δεύτερη φάση το Νείκος διεισδύει σιγά σιγά στον Σφαίρο ενώ τα μέλη του τελευταίου αρχίζουν να σειόνται (απ. 31). Από τον διαχωρισμό του μείγματος γεννιούνται ο Ήλιος, οι αστέρες, οι πλανήτες, η Γη και όλα τα όντα του κόσμου. Η Γη καταλαμβάνει το κέντρο του σύμπαντος και γεννά τα ζώντα όντα, που καταλαμβάνουν σιγά σιγά την επιφάνειά της. Οι οργανισμοί, όμως, δεν γεννήθηκαν με τη μορφή που τους γνωρίζουμε σήμερα: είναι αλήθεια πως σε ορισμένες του σελίδες, όπου μερικοί, μάλιστα, θέλουν να βλέπουν το προμήνυμα του εξελικτισμού, ο Εμπεδοκλής μας λέει πως αρχικά εμφανίστηκαν μεμονωμένα όργανα, που έμοιαζαν να ψάχνουν κάποιο σώμα, στο οποίο θα μπορούσαν να συγκολληθούν. Έτσι, μας εκθέτει ολόκληρη γενετική τερατολογία, κατά την οποία πάνω στη Γη «γεννήθηκαν κεφάλια πολλά χωρίς λαιμό και χέρια γυρνούσαν εδώ κι εκεί, χωρισμένα από το σώμα, δίχως ώμους, και μάτια τριγυρνούσαν χωρίς να ’χουνε μέτωπο» (απ. 57). Έτσι, σιγά σιγά εμφανίστηκαν τα τέρατα:
Και διπλοπρόσωπα πολλά και διπλομέτωπα φυτρώναν
αντρόμορφα βοϊδογέννητα, κι από την άλλη ξεπηδούσαν
ανθρωπογόνα βοϊδοκέφαλα, σμικτά πότε μ’ αντρώνε
πότε με γυναικών σκιερά και γενετήσια μέλη (απ. 60-61).
Τα τέρατα, που δεν μπορούν ν’ αντέξουν τις δυσκολίες της ζωής, εξαφανίζονται αφήνοντας έτσι ελεύθερο το πεδίο σε όσα μπορούν να επιβιώσουν κατά τον τρόπο αυτό τα τελευταία, χάρη σ’ ένα είδος φυσικής επιλογής, κατορθώνουν και πολλαπλασιάζονται.
3) Όταν πια το Νείκος έχει θριαμβεύσει επί της Φιλότητας, καθένα από τα στοιχεία βρίσκεται συγκεντρωμένο ξέχωρα, καθώς τα όμοια πήγαν να συναντήσουν τα όμοιά τους. Έτσι, λοιπόν, δεν έχουμε πλέον μία αλλά τέσσερις ομόκεντρες σφαίρες: στο κέντρο βρίσκεται αυτή της Γης, στην συνέχεια αυτή του νερού, κατόπιν αυτή του αέρα και τέλος αυτή της φωτιάς.
4) Η Φιλότης αναλαμβάνει το ρόλο της, αναμειγνύει τις τέσσερις σφαίρες, εκδιώκει το Νείκος στις εσχατιές του κόσμου και επανεγκαθιδρύει το ομοιογενές μείγμα, τον Σφαίρο.
Τότε πια ο κύκλος μπορεί να ξαναρχίσει και πάλι από την αρχή. Η ύπαρξη σύνθετων όντων δεν είναι νοητή παρά κατά την δεύτερη και την τέταρτη φάση, εφόσον δεν υφίσταται έδαφος για διαχωρισμό κατά την πρώτη και για ένωση κατά την τρίτη. Τίποτα άρα απ’ όσα εμφανίζονται στον κόσμο δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας διατάσσουσας τελικότητας· αντίθετα, είναι απόρροια μιας γιγαντιαίας, αιώνιας και δίχως ανάπαυλα σύγκρουσης. Η εμπεδόκλεια κοσμοθεωρία, λοιπόν, δεν αποφεύγει την απαισιοδοξία, μια απαισιοδοξία που μπορεί να ξαναβρεί κανείς στον Λουκρήτιο, παρά τις επικούρειες καταβολές του.
VI. Φυσιολογία
Η φυσιολογία του Εμπεδοκλή αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό τμήμα του δόγματός του, καθώς βρίσκουμε σ’ αυτήν όχι μόνο μια απόπειρα περιγραφής της φυσιολογίας των οργανισμών, και ιδιαίτερα των αισθητήριων οργάνων, αλλά - και κυρίως - τα πρώτα στοιχεία μιας γνωσιοθεωρίας και την κορύφωση του δραματικού αυτού οράματος του κόσμου, όπου κυριαρχεί η πάλη Φιλότητος και Νείκους.
Δίχως να έχουμε την πρόθεση να εισέλθουμε εδώ σε λεπτομέρειες, αρκούμαστε να σημειώσουμε πως ο Εμπεδοκλής απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στο φαινόμενο της αναπνοής, το οποίο και περιγράφει με σχολαστικότητα. Βλέπει στη δερματική αναπνοή το αποτέλεσμα ενός μερικού κενού, προκαλούμενου από τις κινήσεις του αίματος που, καθώς αποσύρεται προς τα εσωτερικά όργανα, δημιουργεί ανάγκη αέρα. Αυτή ακριβώς η εναλλαγή στις μετακινήσεις του αίματος προκαλεί και την εναλλαγή εισπνοών και εκπνοών, είτε από την τραχεία είτε από τους πόρους του δέρματος. Η αναπνοή, άρα, αποτελεί τη στοιχειωδέστερη βιολογική λειτουργία που, με τη ρυθμικότητά της, διατηρεί τον οργανισμό στη ζωή, επιτρέπει την αλληλοδιείσδυση του εντός και του εκτός και, άρα, τη σύνδεση αυτού που είμαστε με αυτό που μας περιβάλλει. Ξαναβρίσκουμε, λοιπόν, κι εδώ τη θεματική της μείξης και της πάλης, ιδιαίτερα στην παράσταση του αίματος και του αέρα να εκδιώκουν το ένα το άλλο.
Η περιγραφή της λειτουργίας των αισθητήριων οργάνων συνδέεται με μια κομβική αρχή της εμπεδόκλειας κοσμοθεωρίας: τό γάρ ὅμοιον του ὁμοίου ἐφίεσθαι. Είδαμε, προηγουμένως, πως κατά τον Ηράκλειτο η φύση αγαπά τα αντίθετα και τα συναρθρώνει μέσα σε αντίρροπες τάσεις, σαν αυτές που είναι εγγενείς στο τόξο ή στη λύρα· κατ’ αυτόν, άρα, η φύση αδιαφορεί για τα όμοια (απ. 10). Αντίθετα όμως, στον Εμπεδοκλή, βρίσκουμε μια, κληροδοτημένη πιθανότατα από τους Ελεάτες, θεωρία της συμπάθειας, σύμφωνα με την οποία το όμοιο επιζητεί το όμοιό του γιατί έλκεται από αυτό. Η απόφανση αυτή, όμως, δεν θα πρέπει να συγχέεται με τη θεωρία κατά την οποία η Φιλότης συνενώνει όλα τα πράγματα: αυτό που κάνει ακριβώς η Φιλότης είναι να ενώνει ανόμοιο με ανόμοιο, γι’ αυτό και μας λέγεται πως «σμίγει» (απ. 19). Πώς συμβιβάζεται λοιπόν η ιδέα ότι «το όμοιο επιζητεί το όμοιο» μ’ αυτήν, σύμφωνα με την οποία η Φιλότης σμίγει τα αντίθετα;
Είδαμε πως ενώ, μέσα στον πρωταρχικό Σφαίρο, η συνοχή των τεσσάρων στοιχείων διατηρείται χάρη στη Φιλότητα, από τη στιγμή που κυριαρχεί το Νείκος διαιρεί κι εμποδίζει την έλξη των ανομοίων. Όλες όμως οι ατομικότητες συντίθενται από τα τέσσερα στοιχειακά ριζώματα και διαφέρουν μόνον κατά τον αριθμό ή την αναλογία των ριζωμάτων που κυριαρχούν στη σύστασή τους. Αν οι ατομικότητες ρέπουν η μια στην άλλη και αλληλοεπιθυμούνται, αυτό οφείλεται στην ομοιότητα των συστατικών τους ριζωμάτων. Η επιθυμία του ομοίου είναι, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε, ένα κατάλοιπο ενότητας που καθιστά δυνατή μια στοιχειώδη αντίσταση κατά του Νείκους, που τείνει να αποχωρίζει τα πάντα. Γιατί, πράγματι, μέσα ακριβώς στην καρδιά των ατομικών διαφορών γεννιέται αυτή η επιθυμία που ωθεί τα όντα να επιζητούν το ένα το άλλο, παρά τις οιεσδήποτε διαφορές, οι οποίες τείνουν να τα κρατούν για πάντα χωρισμένα. Η έλξη του ομοίου είναι ο δεσμός που υπερνικά τα παντοειδή ρήγματα.
Μπορούμε, ωστόσο, να κάνουμε λόγο για κάποια πονηρία του Νείκους, που, τελικά, χρησιμοποιεί αυτή την έλξη μεταξύ ομοίων. Πράγματι, στην τρίτη φάση της κοσμογονίας, στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, καταφέρνει, χρησιμοποιώντας την έλξη του ομοίου για το όμοιο, να διασπάσει την ίδια την ατομικότητα και να μεταμορφώσει τον κόσμο σε τέσσερις στοιχειώδεις σφαίρες, ξένες μεταξύ τους. Επιτυγχάνοντας, όμως, αυτό, δεν βρίσκει τίποτα πλέον να διασπάσει κι έτσι, θα ’λεγε κανείς, ηττάται από την ίδια του τη νίκη. Καθίσταται έτσι αναγκαία μια εκ νέου μεσολάβηση της Φιλότητος, ώστε να ξαναρχίσει η μείξη των ριζωμάτων.
Η ιδέα της έλξης μεταξύ ομοίων διέπει ολόκληρη την εμπεδόκλεια θεωρία της αντίληψης. Κατά τον Εμπεδοκλή, «η αντίληψη προκύπτει από ιδιαίτερες για τους πόρους κάθε αίσθησης εκπομπές» (31 A 86). Οι εκπομπές των σωμάτων έχουν τη μορφή ελάχιστων σωματιδίων, που αποσπώνται από αυτά και διεισδύουν στα αισθητήρια όργανα μέσω των πόρων, των οποίων μάλιστα η διάμετρος ποικίλλει ανάλογα με το όργανο στο οποίο ανήκουν, ώστε να είναι αδύνατον κάποιο όργανο να αντιλαμβάνεται μια εκπομπή που προορίζεται για κάποιο άλλο. Η αίσθηση είναι, με άλλα λόγια, σαν μια αναπνοή όπου λαμβάνει χώρα μια αλληλοδιείσδυση προσλαμβάνοντος και προσλαμβανομένου· η λειτουργία αυτή επιτρέπει κατ’ αυτό τον τρόπο στον άνθρωπο να επικοινωνεί ή μάλλον να κοινωνεί του περιβάλλοντος του:
Το γλυκό αγγίζει το γλυκό και το πικρό
στο πικρό πάνω ορμάει,
το ξινό στο ξινό ανεβαίνει και το ζεστό
ζεστό καβαλικεύει (απ. 90).
Ο άνθρωπος λαμβάνει μηνύματα από το σύμπαν γιατί, ακριβώς, κι ο ίδιος είναι ένας μικρόκοσμος συντεθειμένος από τα τέσσερα ριζώματα:
Τι με τη γη τη γης και το νερό με το νερό θωρούμε
με τον αιθέρα τον θεϊκό αιθέρα και με τη φωτιά φωτιά αφανίστρα
και τη στοργή με τη στοργή, το μίσος με τ’ άθλιο μίσος (απ. 109).
Ο άνθρωπος βλέπει, όταν η φωτιά που φέρει μέσα του ενώνεται με αυτή του σύμπαντος· ακούει, όταν χάρη σ’ ένα φαινόμενο, παραπλήσιο της ηχούς,ο δονούμενος λόγω της φωνής αέρας αντηχεί στο εσωτερικό του αυτιού. Αντιλαμβάνεται, όταν ακριβώς τα σωματίδια, που φέρουν αυτές οι απόρροιες των σωμάτων, συναντούν όμοιά τους σωματίδια στο εσωτερικό του σώματος. Έτσι λοιπόν, χάρη στην αντίληψη που επιτρέπει στο όμοιο να συναντά το όμοιο, ο άνθρωπος σχετίζεται με το σύμπαν.
Και η νόηση όμως, όπως θα δούμε αμέσως, εμφανίζεται ιδιαίτερα συναφής με την αντίληψη. Το αίμα, συνιστώμενο από νερό, αέρα, γη και φωτιά, είναι το όργανο της νόησης. Όχι μόνο αισθανόμαστε αλλά και σκαφτόμαστε τα στοιχεία του κόσμου που μας περιβάλλει χάρη σ’ ένα στοιχείο που ρέει στο σώμα μας: χάρη στο αίμα, που γεννά τη σκέψη, ο άνθρωπος, αληθινά ομοούσιος του κόσμου, συμμετέχει στο σύμπαν. Όπως μας διδάσκει κι ο Θεόφραστος, μεταφέροντάς μας σχετικά τις ιδέες του Εμπεδοκλή: «Η σκέψη γεννιέται από το όμοιο, η άγνοια από το ανόμοιο, ώστε η σκέψη να είναι το ίδιο, ή σχεδόν το ίδιο, με την αίσθηση. Αφού μας απαριθμήσει τους τρόπους με τους οποίους γνωρίζουμε κάθε πράγμα χάρη στον εαυτό του, μας λέει:
Γιατί όλα τους αρμονικά πλαστήκαν από τούτα (τα στοιχεία)
και μ’ αυτά σκέφτονται και χαίρονται μα και λυπούνται (απ. 107).
Γι’ αυτό και σκεφτόμαστε κυρίως με το αίμα μας, γιατί μέσα σ’ αυτό είναι περισσότερο αναμεμειγμένα τα συστατικά στοιχεία των μερών του σώματός μας» (31 A 86).
VII. Θεολογία και σοφία
Μετά τα όσα προηγήθηκαν, δεν φαίνεται πλέον παράδοξο το γεγονός πως ο Εμπεδοκλής απέδιδε μεγάλη σημασία στη μετεμψύχωση. Το εσχατολογικό αυτό όραμα ανέτρεχε πίσω στην ορφικοπυθαγόρεια παράδοση, αλλά και αυτές οι ίδιες οι εμπεδόκλειες θεωρίες της μείξης και του κύκλου των όντων αποτέλεσαν, από μόνες τους, πρόσφορο έδαφος για την εδραίωση τέτοιων απόψεων. Ορισμένοι σχολιαστές επιχείρησαν να υποστηρίξουν πως στο σύστημα του Εμπεδοκλή δεν υπάρχει χώρος για μια ψυχή ή για κάποιους θεούς που δεν θα ήταν και οι ίδιοι το αποτέλεσμα σύνθεσης των στοιχειωδών ριζωμάτων, σύνθεσης που κι αυτή, όπως και καθετί που υπάρχει θα έτεινε προς την αποσύνθεση και την εξαφάνιση. Ο ίδιος, ωστόσο, ο Εμπεδοκλής κάνει λόγο, με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, για ψυχές που κατοικούν στο ανθρώπινο σώμα και είναι ακριβώς έκπτωτες θεότητες, που κατέπεσαν στον κόσμο των σωμάτων και οφείλουν, αν θέλουν να ελπίζουν σε κάποια απολύτρωση, να μετοικούν από τη μια μορφή ζωής στην άλλη (βλ. απ. 115). Το να χυθεί αίμα αποτελεί το μέγιστο αμάρτημα, διότι έτσι κινδυνεύει να διακοπεί ο κύκλος των μετενσαρκώσεων. Γι’ αυτό οι θυσίες κρίνονται απαράδεκτες και απαγορεύεται να τρώει κανείς κρέας (βλ. απ. 137).
Άρα ο κύκλος των στοιχείων και των κοσμολογικών ριζωμάτων εγγράφεται κι ο ίδιος σ’ έναν άλλο κύκλο, αυτόν του Πλατέος Όρκου, όπου ξετυλίγεται σιγά σιγά το δράμα μιας ύπαρξης που θυμάται και ποθεί αυτό πού ’χασε και που αν είχε θα λυτρωνόταν.
VIII. Το πεπρωμένο του Εμπεδοκλή
Η εκπληκτική προσωπικότητα του Εμπεδοκλή, στις μυθικές της διαστάσεις, στοίχειωσε τη φαντασία τόσο του Χέλντερλιν όσο και του Νίτσε, που θέλησαν να τη χρησιμοποιήσουν σαν κεντρικό θέμα τραγωδιών, τις οποίες δεν κατάφεραν ωστόσο ποτέ να ολοκληρώσουν. Για τον Χέλντερλιν, ο Εμπεδοκλής είναι ο ρομαντικός ήρωας που σπαράσσεται από τον πόθο του απείρου, ενώ για τον Νίτσε είναι ο «άνθρωπος της ύστατης αγωνίας», που αποτελεί, ο ίδιος, το μεταίχμιο του αιώνα του μύθου και του διονυσιασμού, από τη μια, και του ορθολογισμού από την άλλη. Ο Σοπενχάουερ, με τη σειρά του, μας ομολογεί τις οφειλές του στον Εμπεδοκλή. Αυτός, όμως, που επιβάλλεται οπωσδήποτε να αναφέρουμε είναι ο Φρόυντ, ο οποίος θέλει να βλέπει στο πρόσωπο του Έλληνα φιλοσόφου τον πρόδρομο, κατά κάποιο τρόπο, των δικών του θεωριών, σύμφωνα με τις οποίες ο κόσμος είναι το θέατρο της αντιπαράθεσης ’Έρωτος και Θανάτου, των ενστίκτων της ζωής και των ενστίκτων του θανάτου.
Το τραγικό, όμως, όραμα που μας κληροδότησε ο Εμπεδοκλής θα έπρεπε να μας εγγίζει και για άλλους λόγους. Κύριοι όντας και κάτοχοι της φύσης, μπορούμε άραγε να καυχηθούμε σήμερα πως κατορθώσαμε να μετατρέψουμε τον κόσμο μας σε κάτι άλλο από το θέατρο όπου Αγάπη και Μίσος συγκρούονται με λύσσα; Αυτές οι ίδιες οι συγκρούσεις εγγράφονται ή όχι τελικά εντός κάποιου Πλατέος Όρκου; Είναι άραγε τα πάντα μια απλή συνδυαστική θεμελιωδών στοιχείων ή μήπως θα πρέπει να καταφύγουμε σε μια ερμηνευτική, ώστε οι ερευνώμενοι συνδυασμοί να προσλαμβάνουν πραγματικά κάποιο νόημα που δεν προέρχεται από αυτούς;