Πέμπτη 25 Μαΐου 2023

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας: 13. ΕΥΘΥΣ ΚΑΙ ΠΛΑΓΙΟΣ ΛΟΓΟΣ

ΠΛΑΓΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΚΡΙΣΕΩΣ


§13.1. Οι κύριες προτάσεις κρίσεως στον πλάγιο λόγο τρέπονται σε ειδική πρόταση, ειδικό απαρέμφατο ή κατηγορηματική μετοχή, ανάλογα με το ρήμα εξάρτησης.

Ειδικότερα, σχηματοποιώντας τα πράγματα, μπορούμε να πούμε ότι ισχύει η παρακάτω κατανομή:

Οι κύριες προτάσεις κρίσεως στον πλάγιο λόγο

Ρήματα εξάρτησης, τροπή σε
Λεκτικά ειδική πρόταση: λέγει ὅτι Σωκράτης κατέβη εἰς Πειραιᾶ
Δοξαστικά ειδικό απαρέμφατο: νομίζει Σωκράτη καταβῆναι εἰς Πειραιᾶ
Γνωστικά, αισθητικά, δηλωτικά, δεικτικά, αγγελτικά 
Κατηγορηματική μετοχή: πυνθάνεται Σωκράτη καταβάντα εἰς Πειραιᾶ

§13.2. Ειδικότερες παρατηρήσεις:

• Τα λεκτικά ρήματα συντάσσονται κανονικά με ειδική πρόταση, εκτός από το ρήμα φημί, το οποίο, επειδή έχει και δοξαστική χροιά, συντάσσεται συνήθως με ειδικό απαρέμφατο, και μόνο πολύ σπάνια με ειδική πρόταση.

ΞΕΝ ΚΑναβ 1.4.14 ἐγὼ οὖν φημι ὑμᾶς χρῆναι διαβῆναι τὸν Εὐφράτην ποταμόν || εγώ λοιπόν έχω τη γνώμη πώς πρέπει να περάσετε τον ποταμό Ευφράτη.

ΔΗΜ 34.23 Φορμίων δέ φησιν ἀποδοῦναι Λάμπιδι ἐν Βοσπόρῳ ἑκατὸν καὶ εἴκοσι στατῆρας Κυζικηνούς || ο Φορμίωνας ισχυρίζεται ότι στον Βόσπορο παρέδωσε στον Λάμπη εκατόν είκοσι στατήρες κυζικηνούς.

ΞΕΝ ΚΑναβ 7.1.5 καὶ ἔφη αὐτῷ ταῦτα συμπροθυμηθέντι ὅτι οὐ μεταμελήσει || και του είπε πως, αν τον βοηθήσει σε αυτά, δεν θα το μετανιώσει.

ΔΗΜ 4.48 ἡμῶν δ’ οἱ μὲν περιιόντες μετὰ Λακεδαιμονίων φασὶ Φίλιππον πράττειν τὴν Θηβαίων κατάλυσιν καὶ τὰς πολιτείας διασπᾶν͵ οἱ δ’ ὡς πρέσβεις πέπομφεν ὡς βασιλέα || άλλοι όμως από μας περιφέρονται και διαδίδουν ότι ο Φίλιππος με τη σύμπραξη των Λακεδαιμονίων προετοιμάζει την καταστροφή των Θηβών και προσπαθεί να διασπάσει τη βοιωτική ομοσπονδία, κι άλλοι ότι έστειλε πρέσβεις στο βασιλιά των Περσών.

• Τα δοξαστικά ρήματα συντάσσονται κανονικά με ειδικό απαρέμφατο, σπανιότερα όμως μπορούν να έχουν ως αντικείμενο και ειδική πρόταση.

ΘΟΥΚ 3.88.3 νομίζουσι δὲ οἱ ἐκείνῃ ἄνθρωποι ἐν τῇ Ἱερᾷ ὡς ὁ ῞Ηφαιστος χαλκεύει || οι εκεί κάτοικοι πιστεύουν ότι ο Ήφαιστος έχει το εργαστήριό του στην Ιερά νήσο.

ΛΥΣ 14.21 ὑμᾶς δὲ χρὴ ὑπολαμβάνειν πρῶτον μὲν ὅτι͵ εἰ πάντες Ἀλκιβιάδῃ ὅμοιοι ἐγένοντο͵ οὐδὲν ἂν ἔδει αὐτοὺς στρατηγεῖν (οὐδὲ γὰρ ἂν εἶχον ὅτου ἡγοῦντο) || εσείς όμως πρέπει να έχετε καταρχάς τη γνώμη ότι, αν όλοι ήταν όμοιοι με τον Αλκιβιάδη, τότε δεν θα χρειάζονταν οι στρατηγοί (γιατί δεν θα είχαν ούτε έναν υπό τις διαταγές τους).

ΙΣΟΚΡ 4.7 εἶχεν ἄν τις ὑπολαβεῖν ὡς περίεργόν ἐστι τὸν αὐτὸν τρόπον ἐκείνοις λέγοντα πάλιν ἐνοχλεῖν τοῖς ἀκούουσιν || θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει ότι είναι περιττό να ενοχλώ πάλι τους ακροατές μιλώντας με τον ίδιο τρόπο που μίλησαν οι προηγούμενοι ρήτορες.

• Τα γνωστικά, αισθητικά, δηλωτικά, δεικτικά και αγγελτικά ρήματα, εκτός από τη συνήθη σύνταξή τους με κατηγορηματική μετοχή, συντάσσονται αρκετά συχνά και με ειδική πρόταση ή ειδικό απαρέμφατο.

ΞΕΝ ΚΠαιδ 6.4.5 οἶμαί σε γιγνώσκειν ὅτι καὶ ἐγὼ μία τούτων εἰμι || φαντάζομαι πως γνωρίζεις ότι κι εγώ είμαι μία από αυτές.

ΠΛ Ιων 534d ἵνα ἡμεῖς οἱ ἀκούοντες εἰδῶμεν ὅτι οὐχ οὗτοί εἰσιν οἱ ταῦτα λέγοντες οὕτω πολλοῦ ἄξια͵ οἷς νοῦς μὴ πάρεστιν͵ ἀλλ’ ὁ θεὸς αὐτός ἐστιν ὁ λέγων || για να καταλάβουμε εμείς οι ακροατές ότι δεν είναι αυτοί (οι ποιητές και οι μάντεις) που λένε αυτά τα πολύ σπουδαία λόγια, αφού αυτοί δεν έχουν συνείδηση του εαυτού τους, αλλά ότι αυτός που μιλάει είναι ο ίδιος ο θεός.

ΞΕΝ Ελλ 3.4.4 πυθόμενοι οἱ βοιώταρχοι ὅτι θύοι͵ πέμψαντες ἱππέας τοῦ τε λοιποῦ εἶπαν μὴ θύειν || μόλις έμαθαν οι Βοιώταρχοι ότι (ο Αγησίλαος) έκανε θυσία (στην Αυλίδα), έστειλαν ιππείς και του απαγόρευσαν στο εξής να θυσιάζει εκεί.

ΑΝΔΟΚ 1.39 ἰδὼν δὲ ταῦτ’ ἔφη ἐπὶ Λαύρειον ἰέναι͵ καὶ τῇ ὑστεραίᾳ ἀκούειν ὅτι οἱ Ἑρμαῖ εἶεν περικεκομμένοι· γνῶναι οὖν εὐθὺς ὅτι τούτων εἴη τῶν ἀνδρῶν τὸ ἔργον || αφού είδε αυτά, λέει ότι πήγε στο Λαύριο και την επομένη πληροφορήθηκε ότι οι ερμαϊκές στήλες είχαν ακρωτηριαστεί• οπότε κατάλαβε αμέσως ότι τη δουλειά την έκαναν αυτοί οι άνθρωποι.

ΠΛ Φαιδ 84e ἐπειδὰν αἴσθωνται ὅτι δεῖ αὐτοὺς ἀποθανεῖν || όταν συναισθανθούν ότι πλησιάζει το τέλος τους.

ΘΟΥΚ 3.104.5 ὅτι δὲ καὶ μουσικῆς ἀγὼν ἦν καὶ ἀγωνιούμενοι ἐφοίτων ἐν τοῖσδε αὖ δηλοῖ || ότι γίνονταν κι αγώνες μουσικής και ότι σ' αυτούς συγκεντρώνονταν από πολλά μέρη όσοι επρόκειτο ν' αγωνιστούν, το δείχνει και στους ακόλουθους στίχους.

ΛΥΣ 12.38 ἐνίοτε ἐξαπατῶσιν͵ ὑμῖν ἀποδεικνύντες ὡς στρατιῶται ἀγαθοί εἰσιν͵ ἢ ὡς πολλὰς τῶν πολεμίων ναῦς ἔλαβον τριηραρχήσαντες || μερικές φορές σας εξαπατούν, αποδείχνοντάς σας τάχα ότι είναι γενναίοι στρατιώτες ή ότι κάποτε, όταν υπηρετούσαν ως τριήραρχοι, έπιασαν πολλά εχθρικά πλοία

ΛΥΣ 12.62 πυνθάνομαι γὰρ ταῦτα ἀπολογήσεσθαι αὐτόν || πληροφορούμαι ότι ο κατηγορούμενος θα χρησιμοποιήσει στην απολογία του το εξής επιχείρημα.

ΘΟΥΚ 5.4.6 οὐκέτι ἐπὶ τοὺς ἄλλους ἔρχεται͵ αἰσθόμενος οὐκ ἂν πείθειν αὐτούς || (ο Αθηναίος πρέσβης) δεν επισκέφτηκε πλέον άλλες (Σικελικές) πόλεις, γιατί αντιλήφθηκε ότι δεν θα τις έπειθε.

ΘΟΥΚ 4.38.1 παρῆκαν τὰς ἀσπίδας οἱ πλεῖστοι καὶ τὰς χεῖρας ἀνέσεισαν, δηλοῦντες προσίεσθαι τὰ κεκηρυγμένα || οι περισσότεροι (Λακεδαιμόνιοι στρατιώτες) άφησαν κάτω τις ασπίδες και σήκωσαν ψηλά τα χέρια τους κουνώντας τα, δείχνοντας έτσι ότι αποδέχονται τις προτάσεις (των Αθηναίων).

ΞΕΝ Απομν 4.4.18 τὸ αὐτὸ ἀποδείκνυμαι νόμιμόν τε καὶ δίκαιον εἶναι || αποδεικνύω ότι το νόμιμο και το δίκαιο είναι το ίδιο πράγμα.

§13.3. Κατά την τροπή από ευθύ σε πλάγιο λόγο, η ειδική πρόταση, όταν εξαρτάται από αρκτικό χρόνο, διατηρεί την έγκλιση που υπήρχε και στην αντίστοιχη κύρια πρόταση του ευθέος λόγου, όταν όμως εξαρτάται από ιστορικό χρόνο, τότε η οριστική μπορεί να αντικατασταθεί από ευκτική του πλαγίου λόγου (ποτέ η δυνητική οριστική ή η δυνητική ευκτική). Το ειδικό απαρέμφατο και η κατηγορηματική μετοχή συνοδεύονται, στον πλάγιο λόγο, από το δυνητικό μόριο ἄν, στις περιπτώσεις που στον ευθύ λόγο υπήρχε δυνητική έγκλιση. Ο παρακάτω πίνακας δείχνει όλες τις πιθανές τροπές των προτάσεων κρίσεως:
 ΕΥΘΥΣ ΛΟΓΟΣ ΠΛΑΓΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Ειδική πρότασηΕιδικό απαρέμφατοΚατηγορηματική μετοχή
 ΟΡΙΣΤΙΚΗ Φίλιππος 
ἀδικεῖ 
τὴν πόλιν
λέγει ὅτι Φίλιππος ἀδικεῖ τὴν πόλιννομίζει Φίλιππον ἀδικεῖν 
τὴν πόλιν
γιγνώσκει Φίλιππον ἀδικοῦντα 
τὴν πόλιν
ἔλεγεν ὅτι Φίλιππος ἀδικοίη τὴν πόλινἐνόμιζε Φίλιππον ἀδικεῖν 
τὴν πόλιν
ἐγίγνωσκε Φίλιππον ἀδικοῦντα τὴν πόλιν
 ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΟΡΙΣΤΙΚΗ Φίλιππος ἠδίκει ἂν τὴν πόλιν (εἰ ἐδύνατο)λέγει ὅτι Φίλιππος ἠδίκει ἂν τὴν πόλιν (εἰ ἐδύνατο)νομίζει Φίλιππον ἀδικεῖν ἂν τὴν πόλιν (εἰ ἐδύνατο)γιγνώσκει Φίλιππον ἀδικοῦντα ἂν τὴν πόλιν (εἰ ἐδύνατο)
ἔλεγεν ὅτι Φίλιππος ἠδίκει ἂν τὴν πόλιν (εἰ ἐδύνατο)ἐνόμιζε Φίλιππον ἀδικεῖν ἂν τὴν πόλιν (εἰ ἐδύνατο)ἐγίγνωσκε Φίλιππον ἀδικοῦντα ἂν τὴν πόλιν (εἰ ἐδύνατο)
 ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΕΥΚΤΙΚΗ Φίλιππος 
ἀδικοίη ἂν τὴν πόλιν (εἰ δύναιτο)
λέγει ὅτι Φίλιππος ἀδικοίη ἂν τὴν πόλιν (εἰ δύναιτο)νομίζει Φίλιππον ἀδικεῖν ἂν τὴν πόλιν (εἰ δύναιτο)γιγνώσκει Φίλιππον ἀδικοῦντα ἂν τὴν πόλιν (εἰ δύναιτο)
ἔλεγεν ὅτι Φίλιππος ἀδικοίη ἂν τὴν πόλιν (εἰ δύναιτο)ἐνόμιζε Φίλιππον ἀδικεῖν ἂν τὴν πόλιν (εἰ δύναιτο)ἐγίγνωσκε Φίλιππον ἀδικοῦντα ἂν τὴν πόλιν (εἰ δύναιτο)
§13.4. Πλάγιος λόγος κρίσεως με ειδική πρόταση:

• Εξάρτηση από αρκτικό χρόνο:

ΞΕΝ ΚΑναβ 1.7.5 καὶ μήν͵ ὦ Κῦρε͵ λέγουσί τινες ὅτι πολλὰ ὑπισχνῇ νῦν διὰ τὸ ἐν τοιούτῳ εἶναι τοῦ κινδύνου προσιόντος || αλλ' όμως, Κύρε, μερικοί λένε ότι τώρα υπόσχεσαι πολλά, επειδή βρίσκεσαι σε τέτοια δύσκολη θέση, καθώς πλησιάζει ο κίνδυνος. [ευθύς λόγος: Κῦρος πολλὰ ὑπόσχεται νῦν διὰ τὸ ἐν τοιούτῳ εἶναι τοῦ κινδύνου προσιόντος.]

ΠΛ Πολ 393d ἵνα δὲ μὴ εἴπῃς ὅτι οὐκ αὖ μανθάνεις͵ ὅπως ἂν τοῦτο γένοιτο ἐγὼ φράσω || και για να μην πεις ότι πάλι δεν καταλαβαίνεις, εγώ θα σου εξηγήσω με ποιον τρόπο θα γινόταν αυτό. [ευθύς λόγος: οὐκ αὖ μανθάνω.]

ΠΛ Λαχ 179d καὶ τοῖσδε τοῖς νεανίσκοις αὐτὰ ταῦτα ἐνδεικνύμεθα͵ λέγοντες ὅτι εἰ μὲν ἀμελήσουσιν ἑαυτῶν καὶ μὴ πείσονται ἡμῖν͵ ἀκλεεῖς γενήσονται͵ εἰ δ’ ἐπιμελήσονται͵ τάχ΄ ἂν τῶν ὀνομάτων ἄξιοι γένοιντο ἃ ἔχουσιν || αυτές ακριβώς τις σκέψεις παρουσιάζουμε σε τούτους εδώ τους νεαρούς και τους λέμε ότι, αν δεν φροντίσουν για τον εαυτό τους και δεν μας ακούσουν, θα γίνουν άσημοι, ενώ αν φροντίσουν, θα μπορέσουν να γίνουν αντάξιοι του ονόματός τους. [ευθύς λόγος: εἰ μὲν ἀμελήσετε ὑμῶν αὐτῶν καὶ μὴ πείσεσθε ἡμῖν͵ ἀκλεεῖς γενήσεσθε͵ εἰ δ΄ ἐπιμελήσεσθε͵ τάχ’ ἂν τῶν ὀνομάτων ἄξιοι γένοισθε ἃ ἔχετε.]

ΞΕΝ Πορ 5.13 ἀλλὰ μᾶλλον λέγω ὅτι πολὺ θᾶττον ἂν τιμωροίμεθα αὐτούς͵ εἰ μηδένα ὑπάρχοιμεν ἀδικοῦντες || αλλά μάλλον υποστηρίζω ότι πολύ πιο γρήγορα θα μπορούσαμε να εκδικηθούμε αυτούς (= όσους αδικούν την πόλη), εάν εμείς πρώτοι δεν αδικούσαμε κανέναν. [ευθύς λόγος: πολὺ θᾶττον ἂν τιμωροίμεθα αὐτούς͵ εἰ μηδένα ὑπάρχοιμεν ἀδικοῦντες.]

ΠΛ ΙππΕ 373a προλέγω σοι ὅτι οὐκ ἄν με ἰάσαιο || σου λέω προκαταβολικά ότι δεν θα καταφέρεις να με γιατρέψεις. [ευθύς λόγος: οὐκ ἄν με ἰάσαιο.]

ΠΛ Πολ 489a πρῶτον μὲν τοίνυν ἐκεῖνον τὸν θαυμάζοντα ὅτι οἱ φιλόσοφοι οὐ τιμῶνται ἐν ταῖς πόλεσι δίδασκέ τε τὴν εἰκόνα καὶ πειρῶ πείθειν ὅτι πολὺ ἂν θαυμαστότερον ἦν εἰ ἐτιμῶντο || εξήγησε, τότε, την παραβολή, πρώτα–πρώτα σε εκείνον ο οποίος απορεί που οι φιλόσοφοι δεν έχουν εκτίμηση στις πόλεις, και προσπάθησε να τον πείσεις ότι θα ήταν πολύ μεγαλύτερης απορίας άξιο αν θα είχαν εκτίμηση. [ευθύς λόγος: πολὺ ἂν θαυμαστότερον ἦν εἰ ἐτιμῶντο.]

• Εξάρτηση από ιστορικό χρόνο:

ΛΥΣ 12.74 Θηραμένης δέ͵ ὦ ἄνδρες δικασταί͵ […] εἶπεν ὅτι οὐδὲν αὐτῷ μέλοι τοῦ ὑμετέρου θορύβου || Ο Θηραμένης, όμως, δικαστές, δήλωσε ότι δεν δίνει καμιά σημασία στις αποδοκιμασίες σας. [ευθύς λόγος: οὐδὲν ἐμοὶ μέλει τοῦ ὑμετέρου θορύβου.]

ΞΕΝ Ελλ 7.1.39 οἱ δὲ ἀπὸ τῶν πόλεων ἀπεκρίναντο ὅτι οὐκ ὀμούμενοι ἀλλ’ ἀκουσόμενοι πεμφθείησαν || οι αντιπρόσωποι των πόλεων αποκρίθηκαν, ωστόσο, ότι (οι πόλεις τους) δεν τους είχαν στείλει μ' εντολή να ορκιστούν, αλλά ν' ακούσουν (τους όρους του Πέρση βασιλιά). [ευθύς λόγος: οὐκ ὀμούμενοι ἀλλ΄ ἀκουσόμενοι ἐπέμφθημεν.]

ΘΟΥΚ 1.67.1 (Κορίνθιοι) παρεκάλουν τε εὐθὺς ἐς τὴν Λακεδαίμονα τοὺς ξυμμάχους καὶ κατεβόων ἐλθόντες τῶν Ἀθηναίων ὅτι σπονδάς τε λελυκότες εἶεν καὶ ἀδικοῖεν τὴν Πελοπόννησον || και γρήγορα οι Κορίνθιοι προσκάλεσαν τους συμμάχους σε συνέλευση στη Σπάρτη, κι αφού πήγαν εκεί κι οι ίδιοι κατηγορούσαν έντονα τους Αθηναίους, πως έχουν καταλύσει τη συνθήκη και αδικούν την Πελοπόννησο. [ευθύς λόγος: Ἀθηναῖοι σπονδάς τε λελυκότες εἰσὶν καὶ ἀδικοῦσι τὴν Πελοπόννησον.]

ΘΟΥΚ 7.83.1 οἱ δὲ Συρακόσιοι τῇ ὑστεραίᾳ καταλαβόντες αὐτὸν ἔλεγον ὅτι οἱ μετὰ Δημοσθένους παραδεδώκοιεν σφᾶς αὐτούς || την επομένη οι Συρακούσιοι τον πρόλαβαν (τον Νικία) και του είπαν ότι ο Δημοσθένης και οι στρατιώτες του είχαν παραδοθεί. [ευθύς λόγος: οἱ μετὰ Δημοσθένους παραδεδώκασι σφᾶς αὐτούς.]

ΘΟΥΚ 8.50.2 (Φρύνιχος) πέμπει ὡς τὸν Ἀστύοχον τὸν Λακεδαιμονίων ναύαρχον […] κρύφα ἐπιστείλας ὅτι Ἀλκιβιάδης αὐτῶν τὰ πράγματα φθείρει Τισσαφέρνην Ἀθηναίοις φίλον ποιῶν || ο Φρύνιχος στέλνει κρυφά με αγγελιαφόρο επιστολή στον Αστύοχο, τον ναύαρχο των Σπαρτιατών, πληροφορώντας τον ότι ο Αλκιβιάδης υπονομεύει τα συμφέροντά τους κάνοντας τον Τισσαφέρνη φίλο με τους Αθηναίους. [ευθύς λόγος: Ἀλκιβιάδης ὑμῶν τὰ πράγματα φθείρει Τισσαφέρνην Ἀθηναίοις φίλον ποιῶν.]

ΛΥΣ 12.74 μετ’ ἐκεῖνον δὲ Λύσανδρος ἀναστὰς ἄλλα τε πολλὰ εἶπε καὶ ὅτι παρασπόνδους ὑμᾶς ἔχοι͵ καὶ ὅτι οὐ περὶ πολιτείας ὑμῖν ἔσται ἀλλὰ περὶ σωτηρίας͵ εἰ μὴ ποιήσεθ’ ἃ Θηραμένης κελεύει || μετά από εκείνον σηκώθηκε ο Λύσανδρος, που είπε πολλά και διάφορα κι ακόμα ότι σας είχε απέναντί του ένοχους για παράβαση των συνθηκών, και ότι, επομένως, τώρα δεν πρόκειται να αποφασίσετε για το πολίτευμα, αλλά για τη σωτηρία σας, αν δε συμμορφωθείτε με τις προτάσεις του Θηραμένη. [ευθύς λόγος: παρασπόνδους ὑμᾶς ἔχω καὶ οὐ περὶ πολιτείας ὑμῖν ἔσται ἀλλὰ περὶ σωτηρίας͵ εἰ μὴ ποιήσεθ’ ἃ Θηραμένης κελεύει.]

ΞΕΝ Ελλ 7.1.34 εἶχε γὰρ λέγειν (Πελοπίδας) καὶ ὅτι μόνοι τῶν Ἑλλήνων βασιλεῖ συνεμάχοντο ἐν Πλαταιαῖς͵ καὶ ὅτι ὕστερον οὐδεπώποτε στρατεύσαιντο ἐπὶ βασιλέα || γιατί μπορούσε να λέει ο Πελοπίδας ότι μόνοι οι Θηβαίοι από τους Έλληνες πολέμησαν στο πλευρό του Πέρση βασιλιά στις Πλαταιές και ότι και αργότερα ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν εκστρατεύσει εναντίον του βασιλιά. [ευθύς λόγος: μόνοι τῶν Ἑλλήνων βασιλεῖ συνεμαχόμεθα ἐν Πλαταιαῖς͵ καὶ ὕστερον οὐδεπώποτε ἐστρατεύσαμεν ἐπὶ βασιλέα.]

ΞΕΝ Ελλ 3.4.26 ἀποκριναμένου δὲ τοῦ Ἀγησιλάου ὅτι οὐκ ἂν ποιήσειε ταῦτα ἄνευ τῶν οἴκοι τελῶν͵ […] ἔφη (Τιθραύστης) || όταν ο Αγησίλαος αποκρίθηκε πως δεν μπορούσε να δεχτεί αυτές τις προτάσεις χωρίς τη συγκατάθεση των αρχών της πατρίδας του, ο Τιθραύστης του είπε. [ευθύς λόγος: οὐκ ἂν ποιήσαιμι ταῦτα ἄνευ τῶν οἴκοι τελῶν.]

ΞΕΝ ΚΑναβ 2.1.10 ἔνθα δὴ ἀπεκρίνατο Κλεάνωρ ὁ Ἀρκάς͵ πρεσβύτατος ὤν͵ ὅτι πρόσθεν ἂν ἀποθάνοιεν ἢ τὰ ὅπλα παραδοίησαν || τότε λοιπόν απάντησε ο Κλεάνωρας από την Αρκαδία, που ήταν πολύ ηλικιωμένος, πως πρώτα θα πέθαιναν και μετά θα παρέδιναν τα όπλα τους. [ευθύς λόγος: πρόσθεν ἂν ἀποθάνοιμεν ἢ τὰ ὅπλα παραδοίημεν.]

ΞΕΝ ΚΑναβ 1.9.10 καὶ ἔλεγεν ὅτι οὐκ ἄν ποτε προοῖτο͵ ἐπεὶ ἅπαξ φίλος αὐτοῖς ἐγένετο || κι έλεγε ότι δεν θα τους άφηνε ποτέ στην τύχη τους, εφόσον είχε γίνει φίλος τους. [ευθύς λόγος: οὐκ ἄν ποτε προοίμην, ἐπεὶ ἅπαξ ὑμῖν φίλος ἐγενόμην.]

§13.5. Πλάγιος λόγος κρίσεως με ειδικό απαρέμφατο:

ΛΥΣ 24.2 φησὶ γὰρ ὁ κατήγορος οὐ δικαίως με λαμβάνειν τὸ παρὰ τῆς πόλεως ἀργύριον || ισχυρίζεται, δηλαδή, ο κατήγορος ότι δεν δικαιούμαι να παίρνω το επίδομα που δίνει η πόλη (στους ανάπηρους). [ευθύς λόγος: οὐ δικαίως οὗτος λαμβάνει τὸ παρὰ τῆς πόλεως ἀργύριον.]

ΘΟΥΚ 1.20.2 Ἀθηναίων γοῦν τὸ πλῆθος Ἵππαρχον οἴονται ὑφ’ Ἁρμοδίου καὶ Ἀριστογείτονος τύραννον ὄντα ἀποθανεῖν || οι περισσότεροι Αθηναίοι, για παράδειγμα, νομίζουν πως ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων σκότωσαν τον Ίππαρχο, ενώ ήταν τύραννος. [ευθύς λόγος: Ἵππαρχος ὑφ’ Ἁρμοδίου καὶ Ἀριστογείτονος τύραννος ὢν ἀπέθανε.]

ΞΕΝ ΚΑναβ 7.3.4 Σεύθης δέ φησιν͵ ἂν πρὸς ἐκεῖνον ἴητε͵ εὖ ποιήσειν ὑμᾶς || ο Σεύθης, πάλι, λέει ότι, αν πάτε σε εκείνον, θα σας ευεργετήσει. [ευθύς λόγος: ἂν πρὸς ἐμὲ ἴητε͵ εὖ ποιήσω ὑμᾶς.]

ΞΕΝ Ελλ 7.5.26 οὐδεὶς ἦν ὅστις οὐκ ᾤετο͵ εἰ μάχη ἔσοιτο͵ τοὺς μὲν κρατήσαντας ἄρξειν͵ τοὺς δὲ κρατηθέντας ὑπηκόους ἔσεσθαι || κανείς δεν αμφέβαλλε πως, αν γινόταν μάχη, οι νικητές θα γίνονταν κυρίαρχοι, κι οι νικημένοι υπήκοοί τους. [ευθύς λόγος: εἰ μάχη ἔσται, οἱ μὲν κρατήσαντες ἄρξουσιν, οἱ δὲ κρατηθέντες ὑπήκοοοι ἔσονται.]

ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.2.7 οἴονται γὰρ τοὺς ἀχαρίστους καὶ περὶ θεοὺς ἂν μάλιστα ἀμελῶς ἔχειν καὶ περὶ γονέας καὶ πατρίδα καὶ φίλους || γιατί πιστεύουν πως οι αχάριστοι και τους θεούς και τους γονείς και την πατρίδα και τους φίλους τους θα παραμελούσαν εντελώς. [ευθύς λόγος: οἱ ἀχάριστοι καὶ θεοὺς ἂν μάλιστα ἀμελῶς ἔχοιεν καὶ περὶ γονέας καὶ πατρίδα καὶ φίλους.]

ΠΛ Πρωτ 318a ὅ τι οὖν αὐτῷ ἀποβήσεται͵ ἐάν σοι συνῇ͵ ἡδέως ἄν φησι (Ἱπποκράτης) πυθέσθαι || λέει, λοιπόν, ο Ιπποκράτης ότι θα χαιρόταν να μάθει ποιο κέρδος θα έχει, αν παρακολουθήσει τα μαθήματά σου. [ευθύς λόγος: ὅ τι οὖν μοι ἀποβήσεται, ἐάν σοι συνῶ, ἡδέως ἂν πυθοίμην.]

ΘΟΥΚ 6.25.1 καὶ τέλος παρελθών τις τῶν Ἀθηναίων καὶ παρακαλέσας τὸν Νικίαν οὐκ ἔφη χρῆναι προφασίζεσθαι οὐδὲ διαμέλλειν͵ ἀλλ’ ἐναντίον ἁπάντων ἤδη λέγειν ἥντινα αὐτῷ παρασκευὴν Ἀθηναῖοι ψηφίσωνται || και τέλος κάποιος Αθηναίος ανέβηκε στο βήμα, και απευθύνοντας τον λόγο στον Νικία, του είπε πως δεν πρέπει πια να βρίσκει προφάσεις, ούτε να καθυστερεί, αλλά να πει καθαρά μπροστά σε όλους τι εξοπλισμούς ήθελε να του δώσουν με την ψήφο τους οι Αθηναίοι. [ευθύς λόγος: οὐ χρὴ προφασίζεσθαι οὐδὲ διαμέλλειν͵ ἀλλ’ ἐναντίον ἁπάντων ἤδη λέγειν ἥντινά σοι παρασκευὴν Ἀθηναῖοι ψηφίσωνται.]

§13.6. Πλάγιος λόγος κρίσεως με κατηγορηματική μετοχή:

ΛΥΣ 16.8 ὁρῶ δὲ καὶ ὑμᾶς ταύτῃ τῇ γνώμῃ χρωμένους, καὶ πολλοὺς μὲν τῶν τότε ἱππευσάντων βουλεύοντας, πολλοὺς δ’ αὐτῶν στρατηγοὺς καὶ ἱππάρχους κεχειροτονημένους || βλέπω όμως ότι κι εσείς έχετε αυτή τη γνώμη και ότι πολλοί από εκείνους που υπηρέτησαν τότε (την εποχή των Τριάκοντα) στο ιππικό είναι τώρα βουλευτές, ενώ πολλοί απ' αυτούς έχουν εκλεγεί στρατηγοί και ίππαρχοι. [ευθύς λόγος: καὶ ὑμεῖς ταύτῃ τῇ γνώμῃ χρῆσθε, καὶ πολλοὶ μὲν τῶν τότε ἱππευσάντων βουλεύουσι, πολλοὶ δ’ αὐτῶν στρατηγοὶ καὶ ἵππαρχοι κεχηροτόνηνται.]

ΞΕΝ Ελλ 4.2.1 οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ἐπεὶ σαφῶς ᾔσθοντο τά τε χρήματα ἐληλυθότα εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ τὰς μεγίστας πόλεις συνεστηκυίας ἐπὶ πολέμῳ πρὸς ἑαυτούς || όταν όμως οι Λακεδαιμόνιοι πληροφορήθηκαν ότι είχαν φτάσει στην Ελλάδα τα χρήματα και ότι οι μεγαλύτερες πόλεις είχαν συνασπισθεί για πόλεμο εναντίον τους. [ευθύς λόγος: τά τε χρήματα εἰς τὴν Ἑλλάδα ἐληλύθασι καὶ αἱ μέγισται πόλεις ἐπὶ πολέμῳ πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς συνεστήκασι.]

ΘΟΥΚ 7.81.1 οἱ Συρακόσιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι͵ ὡς ἥ τε ἡμέρα ἐγένετο καὶ ἔγνωσαν τοὺς Ἀθηναίους ἀπεληλυθότας … || οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί τους, όταν ξημέρωσε και κατάλαβαν ότι οι Αθηναίοι είχαν φύγει … [ευθύς λόγος: οἱ Ἀθηναῖοι ἀπεληλύθασι.]

ΘΟΥΚ 1.25.1 γνόντες δὲ οἱ Ἐπιδάμνιοι οὐδεμίαν σφίσιν ἀπὸ Κερκύρας τιμωρίαν οὖσαν ἐν ἀπόρῳ εἴχοντο θέσθαι τὸ παρόν || οι Επιδάμνιοι, όταν κατάλαβαν ότι δεν θα λάβουν βοήθεια από την Κέρκυρα, δεν ήξεραν πώς να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. [ευθύς λόγος: οὐδεμία ἡμῖν ἀπὸ Κερκύρας τιμωρία ἐστί.]

ΔΗΜ 15.19 ἴσασι γὰρ οὐδένας ἄλλους πάλιν εἰς ἐλευθερίαν ἂν τὰ πράγματ’ ἐξάγοντας || γιατί γνωρίζουν πως κανείς άλλος (εκτός από σας) δεν θα μπορούσε να αποκαταστήσει την ελευθερία. [ευθύς λόγος: οὐδεὶς γὰρ ἄλλος πάλιν εἰς ἐλευθερίαν ἂν τὰ πράγματ’ ἐξάγοι.]

§13.7. Στις περιπτώσεις που στον πλάγιο λόγο κρίσεως το δυνητικό απαρέμφατο ή η δυνητική κατηγορηματική μετοχή είναι απόδοση υποθετικού λόγου, το είδος του συγκεκριμένου υποθετικού λόγου μπορεί να διαγνωστεί μόνο από την υπόθεση και τα συμφραζόμενα.

νομίζω Φίλιππον ἀδικεῖν ἂν τὴν πόλιν, εἰ ἐδύνατο (αντίθετο του πραγματικού)
ευθύς λόγος: ἠδίκει ἄν, εἰ ἐδύνατο
νομίζω Φίλιππον ἀδικεῖν ἂν τὴν πόλιν, εἰ δύναιτο (απλή σκέψη)
ευθύς λόγος: ἀδικοίη ἄν, εἰ δύναιτο

γιγνώσκω Φίλιππον ἀδικοῦντα ἂν τὴν πόλιν, εἰ ἐδύνατο (αντίθετο του πραγματικού)
ευθύς λόγος: ἠδίκει ἄν, εἰ ἐδύνατο
γιγνώσκω Φίλιππον ἀδικοῦντα ἂν τὴν πόλιν, εἰ δύναιτο (απλή σκέψη)
ευθύς λόγος: ἀδικοίη ἄν, εἰ δύναιτο

ΔΗΜ 13.13 ἐγὼ δ’ εἰ μὲν ὑμᾶς δυναίμην ὧν λέγω τι πεῖσαι͵ τηλικαῦτ’ ἂν οἶμαι τὴν πόλιν πρᾶξαι ἀγαθὰ ὥστ’͵ εἰ νῦν εἰπεῖν ἐπιχειρήσαιμι͵ πολλοὺς ἂν ἀπιστῆσαι ὡς μείζοσιν ἢ δυνατοῖς || εγώ όμως νομίζω πως, αν μπορούσα να σας πείσω να δεχθείτε κάποια από τις προτάσεις μου, θα πρόσφερα τόσο μεγάλες υπηρεσίες στην πόλη, ώστε, αν επιχειρούσα τώρα να τις περιγράψω, πολλοί από σας δεν θα τις πίστευαν, έχοντας τη γνώμη ότι υπερβαίνουν το πλαίσιο του δυνατού. [ευθύς λόγος: εἰ ὑμᾶς δυναίμην ὧν λέγω τι πεῖσαι, τηλικαῦτ’ ἂν τὴν πόλιν πράξαιμ’ ἀγαθὰ ὥστ’, … (απλή σκέψη).]

ΔΗΜ 20.15 νομίζω τοίνυν ὑμᾶς͵ ὦ ἄνδρες δικασταί͵ ἄμεινον ἂν περὶ τοῦ παρόντος βουλεύσασθαι͵ εἰ κἀκεῖνο μάθοιτε || πιστεύω, λοιπόν, δικαστές, ότι θα αποφασίζατε καλύτερα στην παρούσα υπόθεση, αν μάθετε κι εκείνο. [ευθύς λόγος: ὑμεῖς τοίνυν, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἄμεινον ἂν περὶ τοῦ παρόντος βουλεύσαισθ’, εἰ κἀκεῖνο μάθοιτε (απλή σκέψη).]

Απολλώνιος Τυανεύς: Η “ουσία” μας είναι κάτι πέρα από τον χώρο και τον χρόνο

Τα παρακάτω λόγια ανήκουν στον Απολλώνιο Τυανέα.

Πρόκειται για μια επιστολή που έστειλε σε έναν από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες όταν ο τελευταίος έχασε τον γιο του. Στην επιστολή του ο Απολλώνιος αναπτύσσει τόσο τη δική του θεώρηση για τον θάνατο, όσο και τη θεώρηση των περισσότερων αρχαίων φιλοσόφων. Η πρόσληψη του θανάτου από τον Απολλώνιο ταυτίζεται όχι μόνο με τις θέσεις που ανάπτυξαν για τον θάνατο όλοι οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι και οι Γερμανοί ιδεαλιστές (Φίχτε, Σέλινγκ, Χέγκελ) αλλά και με τις θέσεις της σύγχρονης κβαντικής φυσικής. Ο κόσμος που μας περιβάλλει και, γενικότερα, όλο το ορατό και το αόρατο σύμπαν με τις δυνάμεις και τους νόμους που το διέπουν δεν δημιουργήθηκε ποτέ. Μας το λέει και ο Ηράκλειτος, άλλωστε. Όλα τα όντα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντοτε πότε γινόμενα έμμορφη φύση και πότε γινόμενα Ιδέες, ουσία.

Ο φιλόσοφος Σέλινγκ αναλύοντας την πλατωνική-νεοπλατωνική παράδοση μέσα στο δικό του σύστημα ισχυρίζεται ότι σοβεί μια αιώνια κίνηση από τη μία κατάσταση στην άλλη, ακριβώς όπως μας την περιγράφει παρακάτω ο Απολλώνιος. Δηλαδή μας λέει ότι η Φύση είναι ένα ορατό πνεύμα και το Πνεύμα είναι μια αόρατη φύση. Ακόμα και η κλασική φυσική το ίδιο μας λέει ως προς τη ροή της ενέργειας. Κανένα είδος ενέργειας δε χάνεται, αλλά μετασχηματίζεται σε ένα άλλο είδος ενέργειας. Τα ίδια περίπου ισχυρίζεται και ο Χέγκελ. Ότι το ίδιο το πνεύμα “εξέρχεται” από το “Είναι” του αναπτυσσόμενο μέσω της πορείας του ως Ουσία για να φανερωθεί ολόκληρος ο φαινομενικός κόσμος, ο αντι-κειμενικός κόσμος. Η φανέρωση του κόσμου δεν είναι άλλο από την ίδια τη λογική του υλομορφική του συγκρότηση, μια διαλεκτική εκτύλιξη του υποκειμενικού στοιχείου με το αντικειμενικό. Με το πέρας αυτής της υλομορφικής εκτύλιξης διαγράφεται ολόκληρη η νοητική κίνηση των λογικών προσδιορισμών του Εαυτού ως πνεύματος που διαπέρασε ή διαπερνά όλα τα συγκροτησιακά επίπεδα του φυσικού και εμπειρικού κόσμου. Η αληθινή “ουσία” μας τότε αναδύεται ως αόρατο (στο αισθητό και εμπειρικό μάτι) πνεύμα.

Στην απολλώνια φιλοσοφία, η “ουσία” δεν είναι τίποτα άλλο παρά η πλατωνική Ιδέα, τα αληθινά όντα που δε βρίσκονται σε κάποιον άλλο μεταφυσικό κόσμο όπως ορίζουν οι θρησκείες, αλλά παρευρίσκονται εδώ, τώρα, μέσα μας, είναι ο ανυποψίαστος απόλυτος εαυτός μας (Φίχτε), το απόλυτο πνεύμα μας (Χέγκελ), ο δαίμονάς μας (Πρόκλος), ο οποίος δε συλλαμβάνεται από την συνείδηση που βρίσκεται στον “σπηλαιώδη” εγκέφαλο, παρά από αυτήν που εξέρχεται από τον εγκεφαλικό νου (πλωτινική έκ-στασις). Και αυτό συμβαίνει μόνο όταν “αδιαφορούμε” για το εμπειρικό και διανοητικό/διασκεπτικό περιεχόμενο των αποβλέψεων που επιχειρεί ο λογικός νους μας και παρατηρούμε μόνο τον κενό χώρο ανάμεσα στα περιεχόμενα αυτά ή αλλιώς παρατηρώντας πλήρως αμέτοχοι. Τότε επιτυγχάνουμε να μην ταυτιζόμαστε με το περιεχόμενο και την ουσιακή δομή κάποιας σκέψης, αλλά είμαστε “θεωροί”, παρατηρητές όλων των αποβλέψεων τις οποίες έχει αποπειραθεί ο νους μας. Δεν εισερχόμαστε στη λογική να κατανοήσουμε τα περιεχόμενα των σκέψεών μας, αλλά να “αντικρίσουμε” ως περιεχόμενα πλέον την αιτιακή δομή συσχέτισης των αποβλέψεων τις οποίες υιοθέτησε ο νους για να κατασκευάσει τις μορφές των σκέψεων που παρήγαγαν τα αντίστοιχα περιεχόμενά τους.

Αυτή η “ουσία” μας είναι κάτι πέρα από τον χώρο και τον χρόνο και, το κυριότερο, δεν πρόκειται για ατομικότητα με την κοινή έννοια, εφόσον πρόκειται για κάτι που “βιώνεται” ως το Τίποτα, δηλαδή τα Πάντα. Αυτός ο άσαρκος απόλυτος εαυτός, η “ουσία” που μας αναφέρει ο Απολλώνιος βρίσκεται μέσα στα πάντα, είναι ένα με τα πάντα και για να είναι κάτι ένα με τα πάντα πρέπει να είναι ένα τίποτα, ένα Μηδέν, όπως το εγελιανό, το οποίο είναι “άδειο”. Και επειδή αυτό το “άδειο Μηδέν” μπορεί να χωρέσει τα πάντα, είναι το μόνο που μπορεί να νοήσει τα πάντα. Αυτή η δυνατότητά του να χωρέσει τα πάντα είναι η εν δυνάμει ατομικότητά του ή αλλιώς η ενεργή καθολικότητά του ως το αληθινό ΕΙΝΑΙ, όπως ακριβώς μας το προσδιορίζει και ο Χάιντεγκερ, ή αν θέλετε, ακόμα και ο Κρισναμούρτι. Ο Θάνατος δεν είναι, λοιπόν, παρά μια ψευδαίσθηση, ένα φαινομενικό όριο ανάμεσα σε αυτό που βλέπουν τα μάτια του σώματος και σε αυτό που ορά ο απόλυτος εαυτός μας, δηλαδή την ίδια την “ουσία” του.

Γράφει, λοιπόν, ο Απολλώνιος:

«Θάνατος δεν υπάρχει για κανέναν, παρά μόνο φαινομενικά, ούτε γέννηση υπάρχει για κανέναν, παρά μόνο φαινομενικά. Όταν η ουσία μετατρέπεται σε φύση, αυτό θεωρείται γέννηση, κι όταν η φύση μετατρέπεται σε ουσία, ανάλογα, αυτό είναι θάνατος. Στην πραγματικότητα τίποτε δεν γεννιέται και τίποτα δεν φθείρεται ποτέ, μόνο τη μια στιγμή φαίνεται και μετά γίνεται αόρατο. Φαίνεται εξαιτίας της πυκνότητας της ύλης και γίνεται αόρατο εξαιτίας της αραιότητας της ουσίας, που είναι πάντα η ίδια και απλώς αλλάζει κίνηση και κατάσταση. Αυτό είναι αναγκαστικά το ίδιον της μεταβολής, που δεν οφείλεται σε εξωτερικούς παράγοντες, αλλά το σύνολο μεταβάλλεται σε μέρη και τα μέρη μετατρέπονται σε σύνολο χάριν της ενότητας του σύμπαντος. Αν ρωτήσει κάποιος τι είναι αυτό που άλλοτε είναι ορατό, άλλοτε αόρατο και υπάρχει άλλοτε με την ίδια μορφή και άλλοτε με την άλλη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι το χαρακτηριστικό των διαφόρων γενών του κόσμου να είναι ορατά όταν είναι πλήρη, εξαιτίας της πρόσπτωσης της πυκνότητάς τους στις αισθήσεις μας, και να είναι αόρατα, όταν είναι άδεια εξαιτίας της αραιότητας της ύλης, η οποία με βίαιο τρόπο χύνεται γύρω και ρέει έξω από το αιώνιο μέτρο που την περιβάλλει και που είναι αγέννητο και άφθαρτο.

Γιατί λοιπόν επικρατεί τέτοια ανεξέλεγκτη πλάνη; Επειδή μερικοί νομίζουν πως ό,τι τους συμβαίνει αυτοί το προκαλούν και δεν ξέρουν πως όποιος γεννιέται έρχεται στον κόσμο μέσω των γονιών του και όχι από τους γονείς του, όπως τα φυτά φυτρώνουν μέσω της γης και όχι από τη γη. Κανένα από τα φαινομενικά παθήματα δεν αναφέρεται σε μεμονωμένο αντικείμενο, αλλά μάλλον τα παθήματα του μεμονωμένου αντικειμένου αναφέρονται σε ένα και μόνο φαινόμενο.

Με ποιο άλλο τρόπο θα μπορούσε να το ονομάσει κανείς σωστά εκτός από το να το ονομάσει πρωταρχική ουσία του, γιατί αυτή είναι η μόνη που και ενεργεί και πάσχει και γίνεται τα πάντα για όλα και μέσα από όλα, ο αιώνιος θεός, και χάνει τον χαρακτήρα της μέσω ονομάτων και προσώπων και κακοποιείται. Αυτό είναι το λιγότερο. Το πιο σημαντικό είναι ότι κλαίμε κάποιον όταν από άνθρωπος γίνεται θεός αλλάζοντας τόπο και όχι φύση. Αφού αυτή είναι η αλήθεια δεν πρέπει να πενθείς για τον θάνατο, αλλά να τον τιμάς και να τον σέβεσαι. Η καλύτερη και πιο ταιριαστή τιμή είναι να αφήνεις στον θεό όποιον πήγε σ' αυτόν και ν' ασχολείσαι όπως και προηγουμένως με τους ανθρώπους που σου έχουν εμπιστευτεί να κυβερνάς. Είναι ντροπή, αν γίνεσαι καλύτερος με την πάροδο του χρόνου και όχι με τη σκέψη σου, αφού ο χρόνος διώχνει τη λύπη και από τους κακούς. Η σωστή άσκηση της εξουσίας είναι το σπουδαιότερο, και ο καλύτερος άρχοντας των πιο σπουδαίων πραγμάτων είναι αυτός που κυβερνά πρώτα πρώτα τον εαυτό του.

Δεν είναι ανόσιο να προσεύχεσαι για την αποφυγή αυτού που συμβαίνει εξαιτίας της θείας βούλησης; Αν υπάρχει κάποια τάξη πραγμάτων – που πράγματι υπάρχει – και την επιβλέπει ο θεός, ο δίκαιος δεν θα αρνηθεί τα αγαθά, γιατί κάτι τέτοιο είναι δείγμα πλεονεξίας και θα ανέτρεπε την τάξη, αλλά θα σκεφτεί πως ό,τι γίνεται είναι για καλό. Προχώρα λοιπόν και κάνε το καλό, μοίρασε δικαιοσύνη, παρηγόρησε τους δυστυχισμένους. ‘Έτσι θα διώξεις τα δάκρυα. Μη βάζεις πιο ψηλά το προσωπικό από το κοινό καλό, αλλά το κοινό από το προσωπικό. ‘Έτσι θα παρηγορηθείς. Πένθησες τον γιο σου μαζί με όλο το λαό. Αντάμειψε αυτούς που μοιράστηκαν τη θλίψη σου, και θα τους ανταμείψεις γρηγορότερα αν πάψεις να πενθείς παρά αν κλειστείς στο σπίτι σου. Δεν έχεις φίλους; ΄Έχεις γιο. Αυτόν που έχει πεθάνει; Ναι, αυτόν, θα σου έλεγε ο κάθε λογικός. ‘Ο,τι υπάρχει δεν χάνεται, γιατί θα υπάρχει για πάντα. Αυτό που δεν υπάρχει, γίνεται. Πώς θα γινόταν, αν δεν χανόταν το υπάρχον; Μπορεί κάποιος άλλος να πει πως είσαι ασεβής και άδικος, ασεβής προς τον θεό και άδικος προς τον γιο σου, ή μάλλον ασεβής προς τον γιο σου όσο και προς τον θεό.

Θέλεις να μάθεις τι είναι ο θάνατος; Στείλε και σκότωσέ με μετά απ' αυτά τα λόγια, που, αν δεν με περιβάλλεις πάλι με σάρκα, αμέσως με έχεις κάνει ανώτερο από τον εαυτό σου.»

Το παρελθόν, είναι η διαδρομή σου, το πέρασμά σου, δεν είναι το τώρα σου

Μια απάτη είναι η μνήμη μάτια μου και το τελειότερο έργο της, είναι το παρελθόν που θυμάσαι. Όχι αυτό που έζησες, αυτό που θυμάσαι.
 
Κι αυτό που θυμάσαι, είναι αυτό που δημιουργεί το μυαλό με τον καιρό, για να επιβιώσει.
 
Η μεγαλύτερη απάτη είναι η μνήμη, γιατί από την στιγμή που θα δημιουργηθεί, μοιάζει με πλαστελίνη που έρχεται το μυαλό και τη σμιλεύει κατά το δοκούν και όπως το συμφέρει.
 
Κι εσύ, αιχμάλωτος στις μνήμες σου, τις αφήνεις να κυριεύουν τα θέλω και να ορίζουν τα πρέπει σου.
Γιατί στις μνήμες σου, σεναριογράφος και σκηνοθέτης είσαι εσύ, κι οι πρωταγωνιστές, θα κάνουν ό,τι θες. Ό,τι ορίσεις, ό,τι ζητήσεις.
 
Κι ακόμα κι αν ήταν επίπονες οι μνήμες, ακόμα κι αν ήταν σκούρο το φόντο σ’ ό,τι έζησες, βρίσκεις τον τρόπο να λειάνεις τις γωνίες για να πάψουν να πονούν.
 
Κι όταν σκουραίνει το σήμερα, εκεί πας να αναζητήσεις φως.
 
Μόνο που το φως αυτό, δεν είναι πάντα αληθινό. Κάποτε είναι η ανάγκη σου, το χθες να είναι καλύτερο από το σήμερα. Κάποτε είναι η ανάγκη σου να κρυφτείς εκεί.

Πρόσεχε μόνο μάτια μου, μην ξεχαστείς εκεί.
 
Μην βρεις ζεστασιά εκεί και νομίσεις πως δεν σε περιμένει τίποτα στο σήμερα.
 
Η ζωή, είναι στο σήμερα και οι μνήμες, είναι μόνο για να ξεκουραζόμαστε!
 
Το παρελθόν το έζησες κι όπως κι αν ήταν, δεν είναι το σήμερά σου. Δεν είναι η ζωή σου. Είναι η διαδρομή σου, είναι το πέρασμά σου, δεν είναι το τώρα σου.
 
Κι η ζωή, είναι στο εδώ, στο σήμερα και στο τώρα.
 
Και οι μνήμες χτίζονται από τα υλικά που σήμερα θα διαλέξεις, από τους πρωταγωνιστές που εσύ θα επιλέξεις.
 
Γι’ αυτό ζήσε ένα σήμερα, που θα αξίζει να το θυμάσαι, και δεν θα χρειαστεί να το λειάνεις, να το περικόψεις, να το επεξεργαστείς, για να πεις “άξιζε”.

Η Αλήθεια πρέπει να ανακαλύπτεται κάθε λεπτό

Παρόλο που ο νους ίσως να θέλει να έχει μόνιμη ησυχία, μό­νιμη γαλήνη, μόνιμη μακαριότητα ή ό,τι άλλο σας αρέσει, υπάρχει μια τέτοια μόνιμη κατάσταση;

Αν υπάρχει, τότε θα πρέπει να υπάρχει κι ένα μονοπάτι προς αυτήν, οπότε κά­ποιες πρακτικές, κάποια «πειθαρχία», είναι πράγματα απαραίτητα για να πετύχουμε αυτή την κατάσταση.

Αν, όμως, το κοιτάξουμε αυτό λίγο πιο προ­σεκτικά και βαθιά, θα ανακαλύψουμε ότι δεν υπάρχει τίπο­τα μόνιμο.

Ο νους, όμως, απορρίπτει αυτό που είναι γεγο­νός, επειδή αναζητά κάποια μορφή ψυχολογικής ασφάλειας και μέσα από την ίδια του την επιθυμία προβάλλει την ιδέα της Αλήθειας σαν να είναι κάτι μόνιμο, απόλυτο, κι έπειτα προχωράει κι εφευρίσκει μονοπάτια για να τον οδηγήσουν εκεί.

Αυτή η σκόπιμη επινόηση έχει πολύ μικρή σημασία για τον άνθρωπο που θέλει πραγματικά ν’ ανακαλύψει τι είναι αληθινό και τι όχι.

Δεν υπάρχει, λοιπόν, μονοπάτι προς την Αλήθεια, γιατί η Αλήθεια πρέπει να ανακαλύπτεται κάθε λεπτό.

Δεν είναι το τελικό αποτέλεσμα συσσωρευμένων εμπειριών.

Αντίθε­τα, πρέπει πρώτα να πεθάνουν μέσα σου όλες οι εμπειρίες σου, γιατί εκείνο που τις συσσωρεύει, που τις αποθηκεύει, είναι ο εαυτός, το «εγώ»· το «εγώ» που ακατάπαυστα ανα­ζητά τη δική του ασφάλεια, τη δική του μονιμότητα και α­τέλειωτη συνέχιση.

Οποιοσδήποτε νους που η σκέψη του πηγάζει απ’ αυτή την επιθυμία της αυτοδιαιώνισης, από την επιθυμία να αποκτήσει κάτι, να πετύχει κάτι, είτε σ’ αυτό τον κόσμο είτε στον άλλο, είναι καταδικασμένος να εγκλω­βιστεί σε ψευδαισθήσεις κι επομένως θα υποφέρει.

Ενώ αν ο νους αρχίσει να κατανοεί τον εαυτό του, έχοντας επίγνω­ση της δικής του δραστηριότητας, παρατηρώντας τις δικές του κινήσεις, τις δίκες του αντιδράσεις, αν είναι ικανός να αφήσει να πεθάνει μέσα του η επιθυμία να είναι ψυχολογι­κά ασφαλής, κι έτσι να είναι ελεύθερος από το παρελθόν, α­πό το παρελθόν που είναι η συσσώρευση των δικών του επι­θυμιών και εμπειριών, από το παρελθόν που είναι η διαιώ­νιση του «εγώ», του εαυτού, του «είμαι», τότε βλέπεις ότι δεν υπάρχουν καθόλου μονοπάτια για την Αλήθεια, αλλά μόνο αδιάκοπη ανακάλυψη κάθε λεπτό.

Σε τελευταία ανάλυση εκείνο που συσσωρεύει, εκείνο που αποθησαυρίζει, που έχει συνέχεια, είναι το «εγώ», ο εαυτός, που είναι το αποτέλεσμα του χρόνου.

Είναι αυτή η εγωκε­ντρική μνήμη του «εγώ» και του «δικού μου» -η περιουσία μου, η αρετή μου, τα προσόντα μου, τα πιστεύω μου- που α­ναζητάει ψυχολογική ασφάλεια και επιθυμεί να έχει συνέ­χεια.

Ένας τέτοιος νους επινοεί ολα εκείνα τα μονοπάτια που δεν έχουν κανένα αντίκρισμα στην πραγματικότητα.

Δυστυχώς, άνθρωποι που έχουν δύναμη, εξουσία, σε αυτοεπονομαζόμενες φιλοσοφικές ή πνευματικές οργανώσεις εκμεταλλεύονται άλλους ανθρώπους λέγοντας ότι υπάρχουν διαφορετικά μονοπάτια, τα απόκρυφα, τα μυστικιστικά και ούτω καθεξής.

Από τη στιγμή που κάποιος τα καταλάβει όλα αυτά ανακαλύπτει από μόνος του ότι δεν υπάρχουν μονοπάτια για την Αλήθεια.

Μόνο όταν ο νους μπορέσει να αφήσει να πεθάνουν ψυχολογικά γι’ αυτόν όλα όσα έχει συσσωρεύσει για τη δική του ασφάλεια, μόνο τότε αρχίζει να υπάρχει γι' αυτόν η Πραγματικότητα.

Η Συναισθηματική Πολυπλοκότητα Βοηθά στον Έλεγχο των Συναισθημάτων

Πολλοί πολιτισμοί βλέπουν τα μεικτά συναισθήματα ως αντανάκλαση της αναποφασιστικότητας. Τα μεικτά συναισθήματα όμως, όπως διαπιστώνει μία νέα μελέτη, είναι ένα σημάδι της συναισθηματικής πολυπλοκότητας και δεν είναι απαραιτήτως ένα σημάδι της αναποφασιστικότητας.

Οι άνθρωποι που βιώνουν υψηλότερη συναισθηματική πολυπλοκότητα, σύμφωνα με άλλες μελέτες, είναι επίσης σε καλύτερη θέση να ελέγχουν τα συναισθήματά τους και να έχουν χαμηλότερη συχνότητα εμφάνισης της κατάθλιψης.

Τα νέα συμπεράσματα προέρχονται από ερευνητές οι οποίοι εξέτασαν 16 διαφορετικές κουλτούρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, του Καναδά και του Ηνωμένου Βασιλείου.

Ο καθηγητής Ίγκορ Γκρόσμαν, ο οποίος ηγήθηκε της μελέτης, δήλωσε:

«Οι άνθρωποι σε πολλές δυτικές χώρες αντιλαμβάνονται τα μεικτά συναισθήματα ως ανεπιθύμητα, δηλαδή ότι κάποιος που βιώνει μεικτά συναισθήματα δείχνει να είναι υπερβολικά ευαίσθητος. Στην πραγματικότητα, βρήκαμε ότι τα άτομα του δυτικού πολιτισμού που δείχνουν ανάμεικτα συναισθήματα, βρίσκονται σε καλύτερη θέση να διαφοροποιούν τα συναισθήματά τους και να βιώσουν τη ζωή τους με ένα συναισθηματικά πλούσιο και ισορροπημένο τρόπο».

Οι άνθρωποι που ζουν σε πολιτισμούς που είναι αυτοπροσανατολισμένοι - όπως είναι οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και το Ηνωμένο Βασίλειο - παρουσίασαν λιγότερη συναισθηματική πολυπλοκότητα, κατά μέσο όρο.

Το εύρημα αυτό συγκρίνεται με άτομα των διαφορετικά προσανατολισμένων πολιτισμών όπου υπάρχει μεγαλύτερη έμφαση στους οικογενειακούς δεσμούς και στο καθήκον. Πολιτισμοί διαφορετικού προσανατολισμού βρίσκονται ενδεικτικά στην Ασία και τη Ρωσία.

Ο καθηγητής Γκρόσμαν συνέχισε:

«Οι άνθρωποι στους πολιτισμούς διαφορετικού προσανατολισμού, είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν συναισθηματική πολυπλοκότητα, επειδή είναι σε θέση να δουν διαφορετικές οπτικές γωνίες. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να βιώσουν απογοητευτικά μια απώλεια θέσεων εργασίας, αλλά και ως μια συναρπαστική ευκαιρία να περνούν περισσότερο χρόνο με την οικογένεια τους ή να δοκιμάσουν κάτι καινούριο. Ένα άτομο από έναν πολιτισμό που είναι προσανατολισμένος προς τα προσωπικά επιτεύγματα, είναι πιο πιθανό να το βιώσει εξ ολοκλήρου ως αρνητικό».

Τα αποτελέσματα της έρευνας προέρχονται από την ανάλυση των κειμένων και από την εξέταση της προσωπικής καταγραφής της συναισθηματικής εμπειρίας από αυτούς τους ανθρώπους.

Ο καθηγητής Γκρόσμαν συμπλήρωσε:

«Κατά τη διάρκεια του έργου, ο βαθμός στον οποίο ένας πολιτισμός προωθεί την εστίαση στους άλλους ανθρώπους παρά στον εαυτό, συμπεριλαμβανομένης της μεγαλύτερης ευαισθητοποίησης των άλλων, συσχετιζόταν θετικά με όλους τους δείκτες της συναισθηματικής πολυπλοκότητας. Επιπρόσθετα, όταν εξετάσαμε τα άτομα που επικεντρώνονται στους άλλους μέσα σε κάθε πολιτισμό, βρήκαμε ότι έδειξαν επίσης μεγαλύτερη συναισθηματική πολυπλοκότητα σε προσωπικό επίπεδο»

Σοπενχάουερ: Να μην καταστρέψουμε τη ζωή επιδιώκοντας εσαεί ανύπαρκτες χαρές

Ερχόμαστε στη ζωή γεμάτοι απαιτήσεις για ευτυχία και ευδαιμονία, και έχουμε την παράλογη ελπίδα να τις πραγματοποιήσουμε έως ότου η μοίρα βρεθεί άκομψα στον δρόμο μας για να μας δείξει πως τίποτα δεν εξαρτάται από εμάς και πως, αντίθετα, όλα εκείνη τα καθορίζει• εκείνη έχει αδιαμφισβήτητο δικαίωμα όχι μόνο πάνω σε ό,τι κατέχουμε και έχουμε πετύχει, αλλά και πάνω στα ίδια μας τα χέρια και τα πόδια, τα μάτια και τα αυτιά μας, ακόμα και πάνω στη μύτη μας, που βρίσκεται στο κέντρο του προσώπου μας.

Έτσι έρχεται η εμπειρία να μας διδάξει πως η ευτυχία και η ευδαιμονία είναι απλά μακρινές χίμαιρες, κάτι που μας υποδεικνύει μια αυταπάτη• και πως, αντίθετα, τα βάσανα και ο πόνος είναι η πραγματικότητα, είναι αυτά που γνωρίζουμε άμεσα, δίχως αυταπάτες και καθυστερήσεις.

Τι αποκομίζουμε από το δίδαγμά τους;

Να σταματήσουμε να αναζητάμε την ευτυχία και τη χαρά, και να προσπαθούμε αποκλειστικά να αποφύγουμε –όσο αυτό είναι εφικτό– τα βάσανα και τον πόνο. Έτι ο φρόνιμος το άλυπον διώκει, ου το ηδύ. («Ο φρόνιμος δεν αναζητά την απόλαυση, αλλά την απουσία πόνου», Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια).

Αντιλαμβανόμαστε πως το καλύτερο που μπορούμε να περιμένουμε επί γης είναι μια ζωή δίχως βάσανα, μια ζωή που να μπορούμε να υποφέρουμε αγόγγυστα: μια τέτοια ζωή μας έτυχε και αυτή ξέρουμε να εκτιμάμε• πρέπει να φροντίσουμε να μην την καταστρέψουμε επιδιώκοντας εσαεί ανύπαρκτες χαρές και αγωνιώντας για ένα μέλλον που πάντα θα είναι αβέβαιο – άλλωστε, όσο και αν προσπαθούμε να της αντισταθούμε, το μέλλον είναι εξ ολοκλήρου στα χέρια της μοίρας.

Άρθουρ Σοπενχάουερ, Η τέχνη του να είσαι ευτυχισμένος

Αν δεν κάνεις τον άλλο να γελά έχεις αποτύχει

Βασανίζουμε τον εαυτό μας προσπαθώντας ν’ ανακαλύψουμε το μυστικό των ευτυχισμένων σχέσεων, όπως κι εκείνων που διαρκούν στο χρόνο. Κι είναι τόσο εύκολο, τόσο δίπλα μας εκείνη η συνταγή, που μπορεί να μας κάνει ευτυχισμένους και να μας δέσει περισσότερο με τον σύντροφό μας.

Αρκετοί πιστεύουν ότι η επικοινωνία είναι το κλειδί για τις μακροχρόνιες σχέσεις. Δεν έχουν βέβαια άδικο.

Υπάρχει, όμως, ένα είδος επικοινωνίας αφτιασίδωτης, ανεπιτήδευτης και πηγαίας που δένει περισσότερο τα ζευγάρια απ’ τις λέξεις και τ’ αγγίγματα. Κι αυτό δεν είναι άλλο απ’ το γέλιο. Να κάνεις τον άνθρωπό σου να γελά, να ξεκαρδίζεται, να κλαίει με τα αστεία σου και να ξέρεις ότι εσύ είσαι υπεύθυνος για το χαμόγελό του. Υπάρχει πιο όμορφο πράγμα απ’ αυτό;

Οι άνθρωποι αγαπιούνται όταν ο ένας βλέπει στα μάτια του άλλου την ευθύνη. Θα μου πείτε πού κολλάει η ευθύνη με την αγάπη. Μα εκεί είναι όλο το νόημα των σχέσεων. Να βλέπεις κάποιον και να σου δημιουργεί την ανάγκη, γιατί περί ανάγκης πρόκειται όταν η επιθυμία σου γίνεται εξάρτηση, να είσαι εσύ υπεύθυνος για την ευτυχία του. Τότε αντιλαμβάνεσαι ότι είσαι έτοιμος να μπεις σε μια σχέση, όταν θέλεις εσύ, και μόνον εσύ, να κάνεις χαρούμενο τον άνθρωπο που αγαπάς.

Το γέλιο πάντα μας δημιουργεί ευφορία, μας κάνει πιο χαλαρούς και πιο ευχάριστους ως προσωπικότητες. Σπάει τον πάγο, προετοιμάζει το έδαφος για μια συζήτηση που θ’ ακολουθήσει ή περιπαικτικά μπορούν να διατυπωθούν μέσω αστείων τα πιο σοβαρά παράπονα του ενός προς τον άλλο. Πολλές φορές δεν έχει σημασία τι λες, αλλά πώς το λες. Μπορεί να πεις κάτι άκομψο με χιουμοριστικό τρόπο και ο άλλος να μην ενοχληθεί καθόλου, κι απ’ την άλλη να πεις κάτι λιγότερο ενοχλητικό, αλλά με ωμότητα, με αποτέλεσμα ο άλλος να προσβληθεί.

Τα αστεία δένουν το ζευγάρι. Δημιουργείται ένας κώδικας μεταξύ των δύο, που μόνο εκείνοι τον καταλαβαίνουν. Απολαμβάνουν τις χαρούμενες στιγμές τους και ξέρουν πώς να χρησιμοποιούν το γέλιο για να παροπλίζουν το σύντροφό τους όταν έχει νευράκια. Άλλωστε, ο θύμος είναι ένα αρνητικό συναίσθημα που στη σφαίρα της αγάπης δεν έχει θέση.

Τα ζευγάρια που γελάνε πολύ και συχνά έχουν μια πιο αισιόδοξη στάση ζωής, δίνουν έμφαση στην αισιοδοξία και στη θετικότητα του έρωτα και της κοινής ζωής. Να εστιάζεις στα θετικά και ν’ αντιμετωπίζεις τα αρνητικά με χαμόγελο δεν είναι εύκολο, με το γέλιο όμως δεν καθίσταται ακατόρθωτο. Πόσο πιο χαλαροί αισθανόμαστε μετά από λίγα δεύτερα γέλιου και πόσο πιο εκτονωμένοι! Ναι, αυτό ακριβώς! Το γέλιο είναι εκτόνωση που γεμίζει με θετική ενέργεια όλο το χώρο και κυρίως την ψυχή μας.

Το γέλιο απ’ την ψυχή μας είναι όπως ένας αξέχαστος οργασμός. Ακριβώς την ίδια επίπτωση έχουν στον οργανισμό μας, αλλά και στην ανθρώπινη αύρα μας. Καλώς ή κακώς, δεν μπορείς να είσαι μ’ έναν άνθρωπο όσο καλό σeξ κι αν κάνετε, αν δεν μπορείς ν’ αστειευτείς μαζί του, αν δεν είναι δεκτικός στα πειράγματα σου, κι αν δεν έχετε κοινή αίσθηση του χιούμορ.

Το γέλιο είναι ζωή, όπως λέμε, αλλά δίνει ζωή και στις ανθρώπινες σχέσεις. Χαρίζει χαρά, αισιοδοξία και θετικότητα. Να κάνεις τον άνθρωπό σου πάντα να γελά, να τον χαίρεσαι, να τον πειράζεις, να περνάτε τόσο καλά μαζί που κάθε μέρα να είναι γιορτή.

Να είσαι σίγουρος πως αν εσύ βαλθείς να προσπαθείς καθημερινά να είσαι ο λόγος που θα γελάει ο άνθρωπος σου, τότε κι εκείνος θα είναι ευγνώμων που είσαι κομμάτι του. Αν δεν μπορείς να γελάσεις και να κάνεις το σύντροφο σου να περάσει όμορφα μαζί σου, τότε έχεις αποτύχει ως σύντροφος. Το γέλιο είναι ο πιο ερωτικός κώδικας μεταξύ δυο ανθρώπων και σίγουρα χαρίζει μαζί με τους οργασμούς τις πιο δυνατές στιγμές σ’ ένα ζευγάρι.

Κάνε τον άνθρωπο σου να γελά, λοιπόν, ακατάπαυστα. Τι περιμένεις

Ο έρωτας ως απάντηση στην κατάθλιψη και το θάνατο

Ο Επίκουρος έλεγε: “Όταν εμείς είμαστε εδώ και ζούμε, ο θάνατος είναι μακρυά, όχι με την έννοια του να ξορκίσουμε το θάνατο ή να κάνουμε πως δεν υπάρχει, μιας και ο θάνατος είναι το μόνο σίγουρο και τετελεσμένο της ύπαρξης, αλλά συνειδητοποιώντας τη θνητότητά μας, να μπορέσουμε να απολαύσουμε και να ζήσουμε ευχάριστα και αγαπητικά τη ζωή μας. Η ζωή, όπως έλεγε και ο αείμνηστος Λιαντίνης, είναι ένας στίβος πιθανοτήτων, μια ανοιχτή δυνατότητα ότι τα πάντα μπορούν να συμβούν.

Συναντώ κάθε μέρα ανθρώπους που αποφεύγουν το θάνατο μέσω της αποφυγής δυσάρεστων καταστάσεων χωρίς επεξεργασία, της υπερκατανάλωσης αγαθών, όπου κανείς δεν χορταίνει εντελώς, μέσω της επίσκεψης στους πλαστικούς χειρουργούς και πολλών άλλων, μήπως και πείσουν τους εαυτούς τους ότι ο θάνατος δε θα τους αγγίξει. Αυτό που δε συνειδητοποιούν όμως είναι ότι αποφεύγοντας το θάνατο, αποφεύγουν και τη ζωή, γιατί πεθαίνουν λίγο λίγο κάθε μέρα. Χάνουν τη χαρά της έκπληξης, του απρόβλεπτου, τη χαρά ότι είναι υγιείς και γερνούν και μπορούν να απολαύσουν τις ρυτίδες τους ως κληρονομιά εμπειριών ζωής. Χάνουν τη δυνατότητα να μπορούν να χαίρονται τον εαυτό τους, όπως είναι, με τα καλά και τα δυσάρεστα της κάθε ηλικιακής φάσης, κατορθώνοντας έτσι ακόμα και από τα δυσάρεστα βιώματα να αποκομίσουν κάτι κάλο και γόνιμο για τους ίδιους.

Έτσι, με μαθηματική ακρίβεια, οδηγούνται στην κατάθλιψη και στη μοιραία παράδοση στο πεπρωμένο, μην παίρνοντας τα ηνία της ζωής τους.

Επομένως, η απάντηση στο θάνατο δεν είναι η μάταιη απάρνησή του. Η απάντηση που αντιστοιχεί στην κατάθλιψη και το θάνατο είναι ο έρωτας. Ο θάνατος είναι το μηδέν και ο έpωτας το είναι. Ο έρωτας με την έννοια του εγωτισμού, της ενωτικής στάσης απέναντι στη ζωή. Βάζω εγωτισμό στη σε ότι κάνω, στη δουλειά μου, στη σχέση μου με το παιδί μου, το σύντροφό μου, με το συνάδελφο, με το φίλο. Εγωτισμό βάζει η καλή μαγείρισσα στο φαγητό της, γιατί κανένα φαγητό δεν μπορεί να βγει νόστιμο, αν δεν υπάρξουν συστατικά όπως το μεράκι και το νοιάξιμο. Ζωή χωρίς ερωτισμό είναι πικρή, άγευστη, βαρετή. Ο θάνατος είναι αναμεμειγμένος με τη ζωή. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς θάνατο και θάνατος χωρίς ζωή. Όπως δεν υπάρχει πόνος χωρίς χαρά και το αντίστροφο. Ακόμα και στη φύση βλέπουμε αυτή την εναλλαγή, με τις σκοτεινές νύχτες και τα υπέρλαμπρα πρωινά. Άλλωστε, μέχρι να συναντήσουμε τον οριστικό, τον απόλυτο θάνατο, συναντάμε μικρούς θανάτους κατά την πορεία της ζωής μας. Όχι μόνο με την έννοια της απώλειας, άλλα με την ταχεία εναλλαγή κύκλων που κλείνουν και άλλων που ανοίγουν. Το παιδί που αφήνει την πατρική εστία για να πάει να σπουδάσει ή να ανοίξει το δικό του σπιτικό είναι μια απώλεια για το γονιό, το κλείσιμο ενός κύκλου ζωής. Είναι όμως και ένα μεγάλο ΝΑΙ στη ζωή, μια δέσμευση, μια εξέλιξη, ένα προχώρημα, ένα προσωπικό στοίχημα του νεαρού ενήλικα για να σταθεί μόνος στη ζωή και να τον καμαρώσουν και απολαύσουν οι γονείς του.

Το εφήμερο της ζωής είναι που προσκαλεί για βίωμα με αυθεντικά ερωτικό τρόπο. Οι θεοί του Ολύμπου προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ίντριγκες και παρουσιάζονται από τη μυθολογία ότι ζούσαν μια ζωή ανιαρή, διότι γνώριζαν πως είναι αθάνατοι. Αυτό το τέλος λοιπόν είναι που προστάζει να ζήσουμε τη ζωή μας με τέλος , δηλαδή με σκοπό. Μιας και το τέλος έχει διττή σημασία, σημαίνει το τέρμα, άλλα και το σκοπό.

Η απάντηση στην κατάθλιψη και το θάνατο είναι η επένδυση σε καλές και υγιείς σχέσεις, να φροντίζουμε τις σχέσεις μας, όπως φροντίζουμε τα λουλούδια στην αυλή μας για να μη μαραθούν, να μην πεθάνουν. Να βάζουμε ερωτισμό και αγάπη σε ό, τι κάνουμε, να αφουγκραζόμαστε ακόμα και τα δυσάρεστα συναισθήματά μας και να τα επεξεργαζόμαστε, γιατί είναι αυτά που υποδηλώνουν την ανθρώπινη μας διάσταση και τη θνητότητά μας και συνηγορούν στην ανάπτυξη και την ολοκλήρωση, να βρούμε ένα προσωπικό νόημα ζωής και να το υπηρετήσουμε. Όπως στα μεγάλα ναι και τα μεγάλα όχι του Καβάφη, ας πούμε ένα μεγάλο «ΝΑΙ» στη ζωή.

Ο άνθρωπος και η τύχη

Η ζωή μάς συνεπαίρνει, μας ενθουσιάζει, μας μεθάει και μας κυριαρχεί μ’ όλο που ξέρουμε την ματαιότητα που γεννάει η φθορά. Πολλές φορές ξεγελιόμαστε με παραμύθια, με σοφιστείες με θρησκευτικούς δογματισμούς, με παρερμηνείες, με πλάνες. Και βλέπουμε με άλλο πρίσμα τη ζωή και από άλλη οπτική γωνία την μοίρα. Γιατί πολύ συχνά η μοίρα φοράει μια μάσκα όταν μας πληγώνει.

Το σκεπτικό της τύχης, ανοίγει μπροστά μας ορίζοντες στοχασμού, χρήσιμου για την ατομική μας συγκρότηση και για την κοινωνική μας συμπεριφορά. Ας επεξεργαστούμε μερικούς τέτοιους στοχασμούς.

Τον παράγοντα τύχη (δηλ. την σύμπτωση των γεγονότων) θα ’πρεπε να τον υπολογίζουμε πρώτα στον εαυτό μας κι ύστερα στους άλλους για να μειώσουμε την αξία τους… όπως τόσο συχνά το συνηθίζουμε. Εξάλλου, οι αλλεπάλληλες ατυχίες μπορούν να οδηγήσουν και τον πιο δραστήριο άνθρωπο στην αδράνεια. Και το πιο κοφτερό μαχαίρι όταν αστοχεί, στομώνει.

Η γέννηση και η αξιοποίηση των ικανοτήτων μας, μοιάζει με τη γέννηση και την ευδοκίμηση ενός πρίγκιπα. Η τύχη δίνει την πρώτη κίνηση ύστερα όλα το άλλα είναι ζήτημα εξυπνάδας και εργατικότητας. Πρέπει όμως να προσέξουμε κάτι. Την μεγάλη φήμη της η τύχη τη χρωστάει στην προπαγάνδα που της κάνουν οι άτυχοι. Έτσι, οι λιγοστοί τυχεροί, γρήγορα μεταφράζουν την τύχη τους σε προσωπική ικανότητα για να διαφημίσουν τον εαυτό τους. Και κάτι ακόμα: Ό,τι πετυχαίνουμε στην τύχη χωρίς να υπάρχουν προϋποθέσεις που να το δικαιώσουν, δεν ικανοποιεί βαθύτερα την συνείδηση μας. Κι ας δείχνουμε το αντίθετο.

Στη ζωή, η τύχη, που μας βρίσκει, μοιάζει με τον άνεμο που ξαφνικά φυσάει όταν εμείς στεκόμαστε ανύποπτοι. Μα η τύχη που εμείς βρίσκουμε (με την προετοιμασία μας, με την εργατικότητά και την δημιουργικότητα μας) μοιάζει με τον άνεμο που με την κίνησή μας δημιουργούμε, κι ας έχει άπνοια. Ο τεμπέλης, πάντα θεωρεί τον εαυτό του άτυχο. Μα κι ένα άλλο αξιοπρόσεχτο: Το να διορθώνεις με τη λογική τις δυσμένειες της τύχης είναι ο κανόνας αλλά το να διορθώνει η τύχη τις αβλεψίες της λογικής είναι η εξαίρεση. Γι’ αυτό με λίγη τύχη, ο άνθρωπος δημιουργεί μόνος του την τύχη του… Οι περισσότεροι νομίζουμε πως είμαστε άτυχοι. Μα αν σκαλίσουμε την μνήμη θα βρούμε πως σε κάποια τύχη χρωστάμε και την ζωή μας ακόμα. Μια τύχη μέσα στη δυστυχία μεγεθύνεται. Μια ατυχία μέσα στην ευτυχία συστέλλεται. Και ότι τελικά περισώζουμε από τις ατυχίες μας, τ’ ονομάζουμε τύχη.
Σε μια βαθύτερη ανάλυση της επίδρασης της τύχης στα ανθρώπινα, βλέπουμε πως αληθινός κύριος της τύχης είναι όχι αυτός που την συγκρατεί με κάθε θυσία, αλλά εκείνος που έχει την δύναμη να την αφήσει να φύγει.

Όταν μιλάμε για τύχη, το μυαλό μας δεν πρέπει να πηγαίνει κυρίως στις δυσμένειες της αλλά και στις εύνοιες της. O Montaigne στα «Δοκίμια» του αναφέρει -ανάμεσα στ’ άλλα- ένα χαρακτηριστικό γεγονός εύνοιας της τύχης. Ο ζωγράφος Πρωτογενής είχε αποτελειώσει τον πίνακα ενός σκύλου κατακουρασμένου και καταπονημένου, και ήταν πολύ ικανοποιημένος απ’ τις λεπτομέρειες της εργασίας του, έκτος από μία, την οποία θεωρούσε ιδιαίτερα σημαντική: δεν κατάφερνε να παραστήσει όπως ήθελε τον αφρό και το σάλιο στο στόμα του σκύλου. Βαρύθυμος και νευριασμένος εναντίον του έργου του, πήρε το σφουγγάρι του κι όπως ήταν ποτισμένο με διάφορες μπογιές το πέταξε πάνω στον πίνακα για να τον σβήσει τελείως. Μα η τύχη οδήγησε απόλυτα επιτυχημένα το σφουγγάρι να πέσει ακριβώς στο σημείο του στόματος του σκύλου, και να αποτελειώσει εκείνο που η τέχνη δεν είχε μπορέσει να πετύχει.

Για τη σχέση τύχης και ανθρώπου μεγάλο ρόλο παίζει ο χαρακτήρας, το ήθος, η ποιότητα της ψυχής και της συμπεριφοράς του ανθρώπου. «Το ήθος είναι στον άνθρωπο η τύχη του, το ριζικό του» θα μας πει ο Ηράκλειτος. Ο Μένανδρος συνδέει την καλή και σωστή φρόνηση με την καλή τύχη. Αλλά το ήθος που καθορίζει την τύχη είναι αποτέλεσμα αγωγής και παιδείας. Γι’ αυτό οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν στη μοίρα κατά διαφορετικό τρόπο απ’ τους Ανατολίτες που υποτάσσονταν στο «κισμέτ». Το έμβλημα τους ήταν «ΣΥΝ ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΧΕΙΡΑ ΚΙΝΕΙ». Οι ατυχίες τους, κινητοποιούσαν τις προσπάθειες τους.

«ΕΝ ΤΟΙΣ ΠΟΝΟΙΣΙΝ ΑΥΞΕΤΑΙ Ο ΕΛΛΗΝ» λέει ο Ευριπίδης (Ικετ. 323). Η δράση και ο αγώνας είναι σύμφυτος με τον χαρακτήρα του Έλληνα. «ΠΑΤΡΙΟΝ ΗΜΙΝ ΕΚ ΤΩΝ ΠΟΝΩΝ <ΤΗΣ ΑΤΥΧΙΑΣ> ΤΑΣ ΑΡΕΤΑΣ ΚΤΑΣΘΑΙ» θα μας πει ο Θουκυδίδης.

Το καλύτερο φάρμακο για την ατυχία είναι να την υπομένεις, να προσαρμόζεσαι στο καθεστώς της και αν είναι δυνατό να συνεργάζεσαι μαζί της, ελπίζοντας πάντοτε στο «κύλισμα του τροχού» της, με τη συμβολή σου. «Έργο του γενναίου καραβοκύρη είναι να προσαρμόζεται στις μεταβολές των ανέμων και του σοφού ανθρώπου, στις αλλαγές της τύχης» λέει ο Αριστώνυμος (Ανθ. Στοβ. Γ., 40). Η ζωή ολόκληρη απαιτεί προσαρμογή σε κάθε εναντιότητα και κάτι περισσότερο: συνεχή αναπροσαρμογή. Γιατί τίποτε δεν είναι και δε μένει στατικό. Η τύχη μεταβάλλεται, κι αυτός που καυχιέται για την ευτυχία του ή εξουθενώνεται απ’ την ατυχία του, δεν ελέγχει το μέτρο των συναισθημάτων και των σκέψεων του. Εξάλλου ο Βίας είπε: «Άτυχος είναι αυτός που δεν μπορεί να υποφέρει την ατυχία. Αυτός που την υπομένει είναι τυχερός».

Είναι άλλωστε από όλους γνωστό, πως άλλο ατυχία κι άλλο δυστυχία, άλλο τύχη κι άλλο ευτυχία. Και ακόμα, βλέπουμε στη ζωή, άλλους με την ατυχία τους να προχωρούν (γιατί επιστρατεύουν ένα πλήθος από δυνάμεις εσωτερικές και ενεργοποιούν ένα σωρό δυνατότητες του χαρακτήρα τους), και βλέπουμε άλλους με την τύχη τους να μένουν πίσω (γιατί επαναπαύτηκαν στην παροδική ευτυχία τους και αδράνησαν).Ωστόσο, το πιο δραστικό φάρμακο για την ατυχία παραμένει η παιδεία που μας κάνει να φιλοσοφούμε τις αντιξοότητες στη ζωή και να μην απογοητευόμαστε. Και παραμένει πάντα σοφός και ζωντανός ο λόγος του Λουκιανού: «ΚΑΙ ΤΥΧΗΣ ΔΕΙΣΘΑΙ ΛΑΜΠΡΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΟΥ ΜΙΚΡΑΣ».

Ο Τιβέριος Γράκχος προσπάθησε με νομοθετικές μεταρρυθμίσεις να μεταφέρει πλούτο από τους πλούσιους στους φτωχούς

Ο Τιβέριος Σεμπρόνιος Γράκχος (περίπου 163 π.Χ. – 133 π.Χ.) ήταν πραίτορας και ύπατος της Αρχαίας Ρώμης. Ήταν αδελφός του Γάιου Σεμπρόνιου Γράκχου.

Προέβη σε μεταρρυθμίσεις της αγροτικής νομοθεσίας, με τις οποίες μεταφερόταν ο πλούτος από τους πλούσιους, τους πατρίκιους και άλλους, στους φτωχούς, προκαλώντας πολιτικές αναταραχές στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές απειλούσαν τους πλούσιους γαιοκτήμονες στην Ιταλία. Δολοφονήθηκε, μαζί με πολλούς από τους υποστηρικτές του, από τα μέλη της Ρωμαϊκής Συγκλήτου και τους υποστηρικτές της συντηρητικής παράταξης Optimate.

Ο Τιβέριος Σεμπρώνιος Γράκχος (~163-133 π.Χ) ήταν Ρωμαίος πολιτικός ο οποίος εκτέλεσε χρέη δημάρχου το 133 π.Χ . Γεννήθηκε περίπου το 163 π.Χ και ήταν γιος του Τιβέριου Σεμπρώνιου Γράκχου και της Κορνηλίας, κόρης του Σκιπίωνα του Αφρικανού, νικητή του Αννίβα . Αδελφός του ήταν ο Γαίος Σεμπρώνιος Γράκχος.

Ο Τιβέριος ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας αλλά από γενιά πληβείων. Έλαβε ελληνική παιδεία και μεγάλη επιρροή άσκησαν πάνω του οι διδάσκαλοί του Διοφάνης ο Μυτιληναίος και Βλόσσιος ο Κυμαίος που η διδασκαλία τους εμπνεόταν από τις στωικές αντιλήψεις για την κοινωνική ισότητα.

Θεωρήθηκε ήρωας πολέμου στην Καρχηδόνα, όπου είχε σκαρφαλώσει πρώτος το εχθρικό τείχος ενώ λέγεται ότι διακρίθηκε αργότερα και στην πολιορκία της Νουμαντίας. Υπήρξε εκφραστής μιας φιλολαϊκής πολιτικής με σκοπό να εισαγάγει νομοθετική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία θα καθοριζόταν η έκταση γης που δικαιούταν να κατέχει ένας Ρωμαίος πολίτης και τη διανομή γαιών στους ακτήμονες αντί μικρού χρηματικού ποσού προς το ρωμαϊκό κράτος, το οποίο πλέον δεν είχε καμία αξίωση στους κλήρους αυτούς. Σκοπός της ρύθμισης αυτής ήταν ο περιορισμός των εκτάσεων που διέθεταν οι πλούσιοι γαιοκτήμονες και κατά συνέπεια να πληγούν και οι ίδιοι.

Το πρόβλημα κατοχής της έγγειας ιδιοκτησίας τον 4ο -2ο αιώνα π.Χ

Ο Τιβέριος καθώς περνούσε από την Ετρουρία προκειμένου να πάει στις λεγεώνες της Ισπανίας, σοκαρίστηκε από την κατάσταση που αντίκρισε στην ύπαιθρο.

Οι ντόπιοι μικροϊδιοκτήτες καλλιεργητές που αποτελούσαν και την παραδοσιακή ραχοκοκαλιά της ιταλικής γεωργίας είχαν πλέον εξαφανιστεί και στη θέση τους εργάζονταν ξένοι δούλοι. Σύμφωνα με ένα φυλλάδιο που έγραψε αργότερα ο μικρός του αδερφός, Γαίος Γράκχος και παρατίθεται σε μεταγενέστερη βιογραφία, εκείνη ήταν η στιγμή η οποία αποτέλεσε και αφορμή για να ταχθεί ο Τιβέριος υπέρ της αγροτικής μεταρρύθμισης.

Όπως έλεγε αργότερα ο ίδιος στον ρωμαϊκό λαό, πολλοί από τους άντρες που πολέμησαν στους πολέμους της Ρώμης «αποκαλούνται αφέντες του κόσμου αλλά δεν έχουν ένα κομμάτι γης που να το λεν δικό τους». Μια αγροτική επανάσταση φαινόταν λογική συνέπεια των επεκτατικών πολέμων της Ρώμης, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει μια νέα κοινωνική ανισότητα.

Συγκεκριμένα, στη διάρκεια του πολέμου του Αννίβα στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ οι αντίπαλοι στρατοί είχαν διασχίσει ολόκληρη την ιταλική χερσόνησο και αυτό είχε αρνητικές συνέπειες για τις καλλιεργήσιμες γαίες. Οι ανάγκες στρατολόγησης του ρωμαϊκού στρατού για εκστρατείες έξω από την Ιταλία ήταν τέτοιες που αφαιρούσαν εργατικά χέρια από το αγροτικό δυναμικό. Έτσι λοιπόν, οι μικροκαλλιεργητές ήταν εκτεθειμένοι στην αποτυχία, τη χρεοκοπία ή τις εξαγορές από τους πλουσίους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τα πλούτη τα οποία είχαν αποκτήσει από τις υπερπόντιες κατακτήσεις με σκοπό να φτιάξουν μεγάλες ιδιοκτησίες. Οι εργαζόμενοι σε αυτές ήταν δούλοι.

Εξάλλου, το να έχει ένας Ρωμαίος πολίτης έγγεια ιδιοκτησία ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για τη συμμετοχή του στη δημόσια ζωή και την κοινωνική του θέση. Με βάση την έγγεια ιδιοκτησία γινόταν και η τίμηση (λατινικά: census), δηλαδή η διάκριση και κατάταξη σε κοινωνικές τάξεις. Αυτός ήταν και ο λόγος που από πολύ νωρίς έγιναν αγώνες για τη διανομή της γης οι οποίοι είχαν ως αποτέλεσμα την ψήφιση μιας σειράς από αγροτικούς νόμους. Μάλιστα, το 367 π.Χ ψηφίστηκαν οι Λικίνιοι-Σέξτιοι νόμοι σύμφωνα με τους οποίους θα περιοριζόταν η κατοχή δημόσιας γης. Πολλοί όμως από τους νόμους αυτούς παραβιάστηκαν ενώ η έκταση της δημόσιας γης ολοένα και αυξανόταν είτε λόγω της δήμευσης της γης των πόλεων που βοήθησαν τον Αννίβα είτε από τις κατακτήσεις που έγιναν στο κομμάτι της Γαλατίας που βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή των Άλπεων.

Η δημαρχία και οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του Τιβέριου

Το 133 π.Χ ο Τιβέριος εκλέχθηκε δήμαρχος του λαού και αποφάσισε να λύσει το ζήτημα της έξωσης των φτωχών από τις καλλιεργήσιμες γαίες τους.

Εισήγαγε μια πρόταση στην Πληβειακή Εκκλησία, τον Αγροτικό Νόμο. Μέσω αυτού επεδίωκε να έρθουν και πάλι σε ισχύ οι Λικίνιοι-Σέξτιοι νόμοι, οι οποίοι μέχρι τότε είχαν πέσει σε αχρηστία. Αναλυτικότερα, θα μοιράζονταν στους φτωχούς εκτάσεις της ρωμαϊκής δημόσιας γης η οποία ήταν μέρος των εδαφών που είχαν ιδιοποιηθεί οι Ρωμαίοι κατακτώντας την Ιταλία. Αυτό αφορούσε κυρίως τους πλούσιους Ρωμαίους και Ιταλούς οι οποίοι είχανε αρπάξει μεγάλος μέρος της δημόσιας γης και την είχανε μετατρέψει σε ατομική τους ιδιοκτησία.

Πρότεινε επίσης να περιοριστούν τα κτήματα τους σε 1200 στρέμματα (500 iugera) το καθένα, το οποίο ισχυριζόταν ότι ήταν το παλιό νόμιμο όριο ενώ παράλληλα πρότεινε να κατατμηθούν τα υπόλοιπα σε μικρές μονάδες που θα μοιράζονταν στους άκληρους.

Ο νόμος ψηφίστηκε από τη συνέλευση αλλά συγχρόνως ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Ένας από τους συνδημάρχους του Τιβέριου, ο Μάρκος Οκτάβιος προσπάθησε επανειλημμένα να ασκήσει βέτο, αλλά ο Τιβέριος αγνόησε την ένστασή του και κατάφερε ο λαός να ψηφίσει την απομάκρυνση του Οκτάβιου από το αξίωμα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την υπερψήφιση του νόμου και τη δημιουργία μια επιτροπής η οποία αποτελούνταν από τον ίδιο, τον αδερφό του Γάιο Γράκχο και τον πεθερό του και αποσκοπούσε στην εκ νέου απόδοση των γαιών.

Η Σύγκλητος που τα συμφέροντά της δεν εξυπηρετούνταν ιδιαίτερα μέσω αυτού του νόμου, αρκέστηκε σε μια ασήμαντη χρηματική χορηγία για την υλοποίηση του σχεδίου. Τότε ο Τιβέριος στράφηκε για ακόμα μια φορά στο λαό και τον έπεισε να ψηφίσει ένα νέο σχέδιο με σκοπό τη χρηματοδότηση της επιτροπής. Το 133 π.Χ ο Άτταλος Γ΄, βασιλιάς της Περγάμου, πέθανε και κληροδότησε όλη του την περιουσία και το βασίλειό του στο ρωμαϊκό κράτος. Ο Τιβέριος λοιπόν πρότεινε οι θησαυροί αυτοί να δοθούν στην επιτροπή για να μπορέσει να πραγματοποιήσει το σχέδιο της μέτρησης, κατόπτευσης και επιλογής των νέων νομέων καθώς και τον εφοδιασμό αυτών με τα σύνεργα του γεωργού.

Άρχισε όμως να δέχεται απειλές και επιθέσεις αλλά και κατηγορίες ότι φιλοδοξούσε να γίνει βασιλιάς. Τότε αποφάσισε να ξανακατέβει στις εκλογές του επόμενου χρόνου, δηλαδή αυτές που θα γίνονταν το 132 π.Χ . Έτσι, έθεσε υποψηφιότητα για τις εκλογές του 132 π.Χ καθώς επιθυμούσε να κατοχυρώσει τη λειτουργία της επιτροπής που είχε συστήσει ο ίδιος, γεγονός που απαιτούσε να ξαναγίνει δήμαρχος και να μπορέσει να συνεργαστεί με τους υπόλοιπους δημάρχους.

Το πρόγραμμά του ήταν ιδιαίτερα ριζοσπαστικό καθώς πρότεινε μεταξύ άλλων τη μείωση της στρατιωτικής θητείας, τη μεταβολή της σύνθεσης των ορκωτών δικαστηρίων και την παραχώρηση του δικαιώματος του Ρωμαίου πολίτη στους συμμάχους. Πολλοί συγκλητικοί τον κατηγόρησαν ότι προσπαθεί να εγκαθιδρύσει τυραννίδα ενώ οι αριστοκράτες είδαν τα συμφέροντά τους να απειλούνται.

Δολοφονία

Οι ρωμαϊκές εκλογές έπαιρναν χρόνο και στην Πληβειακή Εκκλησία, που επέλεγε τους δημάρχους, το εκλογικό σώμα συγκεντρωνόταν όλο σε ένα μέρος και οι φυλετικές ομάδες ψήφιζαν κατά σειρά με τον κάθε άντρα να ρίχνει την ψήφο του ατομικά ο ένας μετά τον άλλον. Πολλές φορές χρειαζόταν παραπάνω από μια μέρα για να ολοκληρωθεί η διαδικασία. Το 133 π.Χ οι ψήφοι για τους δημάρχους της επόμενης χρονιάς ρίχνονταν στον Καπιτωλίνο Λόφο όταν ξαφνικά εισέβαλε απόσπασμα και αφού ακολούθησε ένοπλη σύγκρουση, ο Τιβέριος και υποστηρικτές του δολοφονήθηκαν και λέγεται ότι τα πτώματά τους πετάχτηκαν στον ποταμό Τίβερη. Ο άνθρωπος πίσω από όλα αυτά ήταν ο ξάδερφος του Τιβέριου, Πόπλιος Κορνήλιος Σκιπίωνας Νασικάς Σεραπίωνας, πρώην ύπατος και επικεφαλής μιας από τις κύριες ομάδες Ρωμαίων ιερέων, των ποντιφίκων. Η δολοφονία του υπήρξε σαφέστατα μια παράνομη πράξη η οποία όμως δικαιολογήθηκε από τη Σύγκλητο με το πρόσχημα της καταστολής μιας επερχόμενης επανάστασης της οποίας ο Τιβέριος θα ηγούνταν.

Αποτίμηση και συνέχιση του έργου του

Η μεταρρυθμιστική προσπάθεια του Τιβέριου ήταν γενναία και τα μέτρα του τολμηρά. Ωστόσο, με την καθαίρεση του συνδημάρχου του Μάρκου Οκτάβιου έγινε για πρώτη φορά προσβολή της αρχής του απαραβίαστου της δημαρχικής εξουσίας. Υπήρξε όμως και μια άλλη παραβίαση, την οποία και εκμεταλλεύτηκε η Σύγκλητος. Με την απόπειρα επανεκλογής του παραβίασε έναν αυστηρό νόμο , ο οποίος απαγόρευε την επανεκλογή του ίδιου άρχοντα την αμέσως επόμενη χρονιά. Θαρραλέα ήταν και η πρόθεση του Τιβέριου να διαθέσει τους θησαυρούς του Αττάλου Γ΄ για την υλοποίηση του σχεδίου που είχε ως στόχο την παροχή εργαλείων στους ακτήμονες.

Ο θάνατος του Τιβέριου δεν σταμάτησε το έργο του αναδασμού της γης. Η προσπάθειά του συνεχίστηκε και μετά τη δολοφονία του έως το 129 π.Χ όμως το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα πραγματοποιήθηκε μόνο ως έναν βαθμό. Βρέθηκε αντικαταστάτης του στην επιτροπή. Βέβαια υπήρξαν και άλλα θύματα όπως οι υποστηρικτές του Τιβέριου οι οποίοι προσάχθηκαν σε δίκη από ειδικό δικαστήριο το οποίο είχε συγκαλέσει η Σύγκλητος και τουλάχιστον ένας από αυτούς θανατώθηκε.

Ο Σκιπίωνας Νασικάς πέθανε ένα χρόνο αργότερα στην Πέργαμο. Παρ’όλα αυτά, η μορφή του Τιβέριου έγινε έμβλημα για τους οπαδούς του οι οποίοι δεν εγκατέλειψαν την ιδέα της αγροτικής μεταρρύθμισης. Άμεσος συνεχιστής του έργου του ήταν ο αδερφός του, Γαίος Σεμπρώνιος Γράκχος.

Ο Αριστοτέλης και η ευτυχία ως εκούσια πράξη

Με δεδομένο ότι η βούληση καθορίζει το τέλος, ενώ η σκέψη, η διαβούλευση και η προαίρεση σχετίζονται με τα μέσα που θα εκπληρώσουν αυτό το τέλος, είναι φανερό ότι οι πράξεις του καθενός έχουν να κάνουν με την εκούσια συμβολή του προς επίτευξη αυτού που θεωρεί αγαθό: «Από τη στιγμή λοιπόν που αντικείμενο της βούλησης είναι το τέλος και αντικείμενο της σκέψης-διαβούλευσης και της προαίρεσης είναι τα μέσα που οδηγούν στο τέλος, οι πράξεις που σχετίζονται με αυτά τα μέσα δεν μπορεί, λέω, παρά να είναι σύμφωνες με την προαίρεση και εκούσιες». (1113b 5, 4-6).

Οι εκούσιες πράξεις-ενέργειες δεν είναι παρά τα μέσα για την επίτευξη του τέλους, που προκύπτουν μετά από τη σκέψη-διαβούλευση και την προαίρεση: «Οι ενέργειες έχουν σχέση με αυτά τα μέσα. Άρα και η αρετή είναι στη δύναμή μας, το ίδιο και η κακία. Γιατί όπου είναι στη δύναμή μας το να κάνουμε κάτι, στη δύναμή μας είναι και το να μην το κάνουμε – και αντίθετα: όπου είναι στη δύναμή μας το όχι, είναι και το ναι». (1113b 5, 7-9).

Το συμπέρασμα βγαίνει αβίαστα: «Επομένως, αν είναι στη δύναμή μας το να κάνουμε κάτι το ωραίο, τότε στη δύναμή μας είναι και το να μην κάνουμε κάτι το άσχημο· και: αν το να μην κάνουμε κάτι το ωραίο, είναι στη δύναμή μας, τότε στη δύναμή μας είναι και το να κάνουμε κάτι το άσχημο. Αν όμως είναι στη δύναμή μας το να κάνουμε ωραίες ή άσχημες πράξεις, το ίδιο και το να μην τις κάνουμε, και αν αυτό λέγαμε ότι είναι το “είμαστε καλοί” και το “είμαστε κακοί”, τότε στη δική μας δύναμη είναι το να είμαστε ανώτερης ή κατώτερης ποιότητας άνθρωποι». (1113b 5, 10-16).

Η κοινή αντίληψη ότι κανείς δεν είναι με τη θέλησή του κακός και άθελά του ευτυχισμένος κρίνεται κατά το ήμισυ εσφαλμένη: «Ο λόγος όμως ότι “κανείς δεν είναι θεληματικά κακός ούτε αθέλητά του ευτυχισμένος” μοιάζει να είναι στο ένα του μέρος λάθος, στο άλλο του όμως αληθινός· κανένας, πράγματι, δεν είναι ευτυχισμένος παρά τη θέλησή του, την κακία όμως την επιλέγει κανείς με τη θέλησή του». (1113b 5, 16-19).

Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος των πράξεών του, αφού δρα εκουσίως μετά από επιλογές που κάνει ο ίδιος. Οι αρχές που διέπουν τις ενέργειές του βρίσκονται μέσα του: «Αν όμως αυτά είναι φανερά πράγματα και δεν μπορούμε να αποδώσουμε τις πράξεις μας σε άλλες αρχές παρά μόνο σ’ αυτές που είναι μέσα μας, τότε οι πράξεις που οι αρχές τους βρίσκονται μέσα μας πρέπει να βρίσκονται κι αυτές στη δύναμή μας και να γίνονται με τη θέλησή μας». (1113b 5, 22-24).

Εξάλλου, αυτή είναι και η συλλογιστική του νομοθέτη που ορίζει τις ποινές: «Μαρτυρίες γι’ αυτό προσφέρουν τόσο τα επιμέρους άτομα με τη συμπεριφορά τους στον προσωπικό τους χώρο όσο και οι νομοθέτες. Τιμωρούν, πράγματι, και επιβάλλουν ποινές σ’ αυτούς που κάνουν κακές πράξεις (εκτός και αν τις έχουν κάνει με την επιβολή βίας ή από άγνοια για την οποία δεν είναι υπεύθυνοι οι ίδιοι), και τιμούν αυτούς που κάνουν καλές πράξεις, προφανώς για να προτρέψουν τους δεύτερους και να αποτρέψουν τους πρώτους. Κανένας όμως δεν ενθαρρύνεται να κάνει πράγματα που δεν είναι στη δύναμή μας και δεν είναι εκούσια, με τη βεβαιότητα ότι δεν ωφελεί σε τίποτε να επιδιωχθεί να πεισθεί κανείς να μη θερμαίνεται, να μην πονάει, να μην πεινάει και τα παρόμοια, αφού έτσι κι αλλιώς θα τα δοκιμάσει όλα αυτά». (11133b 5, 24-33).

Η τιμωρία αφορά αποκλειστικά την εκούσια πράξη, αφού το εκούσιο είναι που επιφέρει και την ευθύνη. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ούτε η περίπτωση της άγνοιας μπορεί να λειτουργήσει αθωωτικά, αν προκύψει ότι ο άνθρωπος φέρει την ευθύνη της άγνοιάς του: «Πραγματικά, τιμωρία προβλέπεται ακόμη και στην περίπτωση της άγνοιας, αν το άτομο θεωρηθεί υπεύθυνο για την άγνοιά του· για τους μεθυσμένους π.χ. διπλασιάζεται η ποινή· γιατί η αρχή αυτής της πράξης βρίσκεται μέσα στο ίδιο το άτομο, αφού ήταν στο χέρι του να μη μεθύσει – και το μεθύσι του έγινε ύστερα η αιτία της άγνοιάς του. Τιμωρούνται επίσης και αυτοί που αγνοούν προβλέψεις των νόμων που όφειλαν να τις γνωρίζουν και που δεν ήταν δύσκολο να τις γνωρίζουν· το ίδιο και σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις που θεωρείται ότι η άγνοια οφείλεται σε αμέλεια των ατόμων αυτών: εξαρτιόταν από αυτούς να μην τα αγνοούν, αφού ήταν στο χέρι τους να δείξουν την απαιτούμενη προσοχή». (1113b 5, 34-38 και 1114a 5, 1-4).

Ο Αριστοτέλης θα προχωρήσει και σε παραδείγματα σωματικών αδυναμιών που φέρει την ευθύνη ο άνθρωπος επισημαίνοντας ότι και πάλι είναι άξιος να κατηγορηθεί, αφού δρα εκουσίως: «Δεν είναι όμως μόνο οι κακίες της ψυχής εκούσιες· σε μερικούς ανθρώπους εκούσιες είναι και οι ελλείψεις του σώματος· αυτός είναι ο λόγος που τους επιτιμούμε και τους ψέγουμε: τους ανθρώπους που είναι άσχημοι από τη φύση τους κανείς δεν τους επιτιμά ούτε τους ψέγει, επιτιμούμε όμως και ψέγουμε αυτούς που η ασχήμια τους οφείλεται στην αγυμνασία και στην αφροντισιά και αδιαφορία τους. Το ίδιο και στην περίπτωση της σωματικής αδυναμίας και αναπηρίας: κανείς δε θα ψέξει έναν άνθρωπο που είναι τυφλός εκ γενετής ή εξαιτίας κάποιας αρρώστιας ή ύστερα από κάποιο χτύπημα· ίσα ίσα θα τον λυπηθεί· αυτόν όμως που το έπαθε μέσα στο μεθύσι του ή από κάποια άλλη ασωτία, θα τον επιτιμήσουν και θα τον ψέξουν οι πάντες». (1114a 5, 26-33).

Σε κάθε περίπτωση οι τιμωρίες και οι επικρίσεις σχετίζονται με το κατά πόσο έχει την ευθύνη κάποιος σε ό,τι συμβαίνει ή όχι. Κι αυτό γιατί η ευθύνη καταδεικνύει το εκούσιο των ενεργειών του: «Αυτό θα πει ότι τα σωματικά ελαττώματα που ήταν στη δύναμή μας να τα αποφύγουμε επιτιμώνται και ψέγονται, αυτά όμως που δεν ήταν στη δύναμή μας, όχι. Αν αυτό είναι έτσι, τότε το ίδιο θα ισχύει και στις υπόλοιπες περιπτώσεις: ελαττώματα που επιτιμώνται και ψέγονται θα πει πως είναι εξαρτημένα από τη δική μας δύναμη». (1114a 5, 33-36).

Ο Αριστοτέλης θέτει το ζήτημα της αδικίας με τρόπο απόλυτο: «έχουν την ευθύνη δική τους και όλοι οι άδικοι ή ακόλαστοι άνθρωποι: οι πρώτοι με το να κάνουν πάντοτε το κακό, οι δεύτεροι με το να περνούν τη ζωή τους στα μεθοκοπήματα και στα παρόμοια· γιατί οι επαναλαμβανόμενες επιμέρους ενέργειες είναι που τους κάνουν τέτοιας ή τέτοιας λογής ανθρώπους». (1114a 5, 6-9).

Φτάνουμε και πάλι στη σημασία του εθισμού (έξης) που θα καθορίσει την ποιότητα του ανθρώπου: «Όποιος λοιπόν αγνοεί ότι σε όλους τους τομείς οι έξεις προκύπτουν από την επανάληψη συγκεκριμένων ενεργειών, είναι απλώς ένας άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει τίποτε». (1114a 5, 11-13).

Η αδικία, λοιπόν, είναι μια συνειδητή-εκούσια πράξη κι αυτός που τη διαπράττει είναι ο άδικος, που φέρει όλη την ευθύνη γι’ αυτό: «Είναι, εξάλλου, παράλογο να δεχτούμε ότι ο άνθρωπος που ενεργεί άδικα δε θέλει να είναι άδικος, ή ότι ο άνθρωπος που ενεργεί ακόλαστα δε θέλει να είναι ακόλαστος. Αν όμως ένας άνθρωπος πράττει, δίχως να το αγνοεί, πράγματα που θα τον κάνουν άδικο, αυτός θα είναι, λέω, άδικος με τη θέλησή του». (1114a 5, 13-16).

Με δεδομένο ότι η αδικία προκύπτει ως εθισμός από την επανάληψη τέτοιου είδους ενεργειών, καθίσταται σαφές ότι η ευθύνη του άδικου δεν είναι τίποτε άλλο από την ευθύνη των έξεων που επέλεξε από την αρχή της διαμόρφωσης του χαρακτήρα του. Και το πράγμα γίνεται ακόμη πιο σοβαρό αν αναλογιστεί κανείς ότι οι συνήθειες-έξεις, που γίνονται μόνιμα χαρακτηριστικά του ανθρώπου που τις υιοθετεί, τείνουν στο αμετάκλητο: «Αυτό δε θα πει ότι φτάνει να το θελήσει κανείς και αμέσως θα πάψει να είναι άδικος και θα γίνει δίκαιος. Ούτε και ο άρρωστος γίνεται υγιής με αυτόν τον τρόπο». (1114a 5, 16-18).

Η αδικία παρουσιάζεται σαν ασθένεια της ψυχής, που οφείλεται στον κακό εθισμό της. Κι ο εθισμός που παγιώνεται μέσα από συμπεριφορές χρόνων δεν είναι εύκολο να αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη, όπως καμία ασθένεια δε γιατρεύεται αυτοστιγμεί.

Όμως, η απόδοση της αδικίας ως αρρώστια σε καμία περίπτωση δε λειτουργεί αθωωτικά για τον άδικο: «Υπάρχει η περίπτωση να είναι κανείς άρρωστος με τη θέλησή του: είναι όταν το άτομο ζει αχαλίνωτη ζωή και δεν ακούει στους γιατρούς· κάποτε λοιπόν ήταν στο χέρι του να μην αρρωστήσει, τώρα όμως όχι πια, από τη στιγμή που έχασε αυτή του τη δυνατότητα – έτσι δε γίνεται και στην περίπτωση που κάποιος πετάει μια πέτρα και ύστερα πια του είναι αδύνατο να την πάρει πίσω; Και όμως εξαρτιόταν από τον ίδιο το να την πάρει και να την πετάξει, αφού η αρχή της κίνησης βρισκόταν μέσα του». (1114a 5, 18-22).

Όπως ο ασθενής που χάλασε τη σωματική του υγεία με τις καταχρήσεις και τον κακό τρόπο ζωής που ο ίδιος επέλεξε, έτσι κι ο άδικος έχει χαλάσει την ψυχική του υγεία με τις κακές έξεις που υιοθέτησε και για τις οποίες είναι ο μόνος υπεύθυνος. Ο άδικος είναι ο άνθρωπος που έχει ρίξει την πέτρα και τώρα είναι αδύνατο να την πάρει πίσω: «Έτσι και στον άδικο και στον ακόλαστο: στην αρχή ήταν στο χέρι τους να μη γίνουν τέτοιας λογής άνθρωποι, και επομένως με τη θέλησή τους είναι ό,τι είναι τώρα· από τη στιγμή όμως που έγιναν αυτό που είναι τώρα, δεν έχουν πια καμιά δυνατότητα να μην είναι αυτό που είναι». (1114a 5, 23-25).

Κι αυτή την άποψη ο Αριστοτέλης είναι πρόθυμος να την επαναλάβει, όταν κάνει το λεπτό διαχωρισμό ανάμεσα στο εκούσιο των πράξεων και το εκούσιο των έξεων: «Οι πράξεις, πάντως, και οι έξεις δεν είναι εκούσιες με τον ίδιο τρόπο: των πράξεών μας είμαστε κύριοι από την αρχή ως το τέλος τους, καθώς έχουμε συνείδηση όλων των επιμέρους σταδίων, στην περίπτωση όμως των έξεων είμαστε κύριοι μόνο της αρχής τους και η βαθμιαία πρόοδος δε γίνεται αντιληπτή – ακριβώς όπως συμβαίνει στις αρρώστιες· επειδή, εν πάση περιπτώσει, ήταν στη δύναμή μας να χρησιμοποιήσουμε έτσι ή όχι έτσι την αρχή, οι έξεις είναι εκούσιες». (1114b 5, 34-36 και 1115a 1-4).

Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που κάποιος εθιστεί στην αδικία, ενώ έχει επίγνωση του άδικου των πράξεών του, τις εκλαμβάνει σαν κάτι φυσιολογικό. Θεωρεί ότι έτσι πρέπει να κάνει. Ενδεχομένως και να απορεί με όσους, ενώ μπορούν, δεν καρπώνονται άδικα οφέλη. Η αδικία γίνεται τρόπος σκέψης, θα έλεγε κανείς τρόπος ζωής, σαν κάτι δίκαιο, καθώς ο κυνισμός μπορεί να γεννήσει και ιδεολογία.

Είναι δίκαιο να συμπεριφέρεται κανείς άδικα, καθώς είναι δίκαιο ο ισχυρός να εκμεταλλεύεται τον ανίσχυρο ακριβώς επειδή είναι ισχυρός, δηλαδή καλύτερος. Η αδικία μετατρέπεται σε δίκαιο κεκτημένο της ανωτερότητας. Εξάλλου, αν αυτός που τώρα είναι στη θέση του ανίσχυρου βρεθεί αργότερα σε θέση ισχύος, θα κάνει τα ίδια και χειρότερα.

Ο άδικος, όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία του εθισμού του, θεωρεί ότι είναι σωστός. Η αδικία παίρνει διαστάσεις ψυχικής νόσου που είναι πολύ δύσκολο να γιατρευτεί κανείς (για τον Αριστοτέλη σχεδόν αδύνατο). Πρέπει να μετασχηματιστεί ολοκληρωτικά υιοθετώντας τις αντίθετες έξεις και κάτι τέτοιο, αν δεν υπάρχει και η αντίστοιχη βούληση για να επιτευχθεί, είναι πράγματι αδύνατο. Θα έλεγε κανείς ότι ο άδικος πρέπει να φτάσει στην αρχή της ζωής του, ώστε να συνειδητοποιήσει το εσφαλμένο του αρχικού του εθισμού και να το αντικαταστήσει. Όπως ο άνθρωπος με ψυχικές διαταραχές γιατρεύεται με την ψυχανάλυση.

Όμως, όσο κι αν είναι δύσκολο να αλλάξει κάποιος κι από άδικος να γίνει δίκαιος, δεν πρέπει να τίθεται ως κάτι αμετάκλητο. Υπάρχουν παραδείγματα ανθρώπων που τελικά καταλαβαίνουν το εσφαλμένο των πράξεών τους. Έστω και αργά. Η ίδια η ζωή είναι σε θέση να φέρει ανατροπές και κάθε ανατροπή μπορεί να γεννήσει καινούργια διδάγματα. Τίποτε δεν πρέπει να τίθεται απόλυτα.

Εξάλλου, μια τέτοια αντίληψη ματαιώνει από θέση αρχής κάθε απόπειρα σωφρονισμού όλων αυτών που έχουν παραβεί το νόμο. Η αντίληψη ότι η παραβατικότητα-εγκληματικότητα είναι κάτι αγιάτρευτο δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε απόλυτες λογικές αφανισμού του παραβάτη, που καταλύουν κάθε έννοια ανθρωπισμού. Από αυτή την άποψη, ο Αριστοτέλης κρίνεται υπερβολικός.

Όμως, πέρα από αυτό, ένα άλλο ζήτημα που ανακύπτει είναι η ευθύνη του ανθρώπου στις πρώτες του πράξεις που θα καθορίσουν τελικά την ποιότητα του εθισμού του. Για τον Αριστοτέλη δεν υπάρχουν αμφιβολίες: «ο καθένας είναι κατά κάποιο τρόπο αίτιος της έξης του». Η μετριοπαθής προσθήκη «κατά κάποιο τρόπο» (πως στο πρωτότυπο) δεν αλλάζει την ουσία της τοποθέτησης που ρίχνει όλη την ευθύνη στον άνθρωπο θεωρώντας ότι αυτός (και μόνο αυτός) είναι υπεύθυνος των επιλογών του.

Η επίγνωση όμως ότι οι έξεις σχηματίζονται από πολύ μικρή ηλικία περιπλέκει τα πράγματα. Τι ευθύνη μπορεί να έχει ένα παιδί, όταν μεγαλώνει σε συνθήκες εξαθλίωσης και ο πατέρας του τού μαθαίνει να κλέβει πορτοφόλια; Το ότι πολλά παιδιά, ακόμη και προσχολικής ηλικίας, εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα σε εγκληματικές πράξεις εθιζόμενα να ζουν σ’ ένα τέτοιο τρόπο ζωής, χωρίς να πηγαίνουν σχολείο και με οικογενειακά πρότυπα που μπαινοβγαίνουν στις φυλακές δεν τα απαλλάσσει από την ευθύνη του εθισμού τους;

Το ότι ο Αριστοτέλης μπορεί να μην έχει υπόψη του τέτοιες εικόνες, που αφορούν κυρίως τη σύγχρονη πραγματικότητα, δεν αναιρεί το γεγονός ότι παραβλέποντας τις ευθύνες της οικογένειας, του σχολείου, αλλά και της κοινωνίας ευρύτερα, ρίχνει όλες τις ευθύνες στο άτομο, σαν να είναι ο μοναδικός διαμορφωτής του εαυτού του. Δε λαμβάνει υπόψη ούτε τις κοινωνικές ούτε τις ιστορικές συνθήκες (άλλο να μεγαλώνει κανείς μέσα σε πόλεμο κι άλλο σε περίοδο ειρήνης) ούτε οτιδήποτε άλλο μπορεί να διαπλάσσει την προσωπικότητα ενός παιδιού.

Το ότι η διαμόρφωση του χαρακτήρα έχει άμεση σχέση με τον κοινωνικό περίγυρο – θα έλεγε κανείς ότι τον αντανακλά – δεν είναι τίποτε άλλο από την κατάδειξη του ενιαίου ανάμεσα στην ηθική και την πολιτική φιλοσοφία. Η διαμόρφωση της πόλης και τα πρότυπα της ηθικής που προτάσσονται από την κοινωνία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ποιότητα των πολιτών που θα δημιουργηθούν. Μια κοινωνία που θεοποιεί το χρήμα δε δικαιούται να απορεί γιατί οι πολίτες της κάνουν τα πάντα για να το αποκτήσουν.

Από την άλλη, οι πολίτες είναι εκείνοι που θα διαμορφώσουν τις αξίες της πόλης. Το ότι η ηθική φιλοσοφία, ως διερεύνηση της ατομικής ηθικής, ολοκληρώνεται με την πολιτική φιλοσοφία που ερευνά την ηθική στο συλλογικό επίπεδο της πόλης, ο Αριστοτέλης το γνωρίζει καλά. Αυτός είναι και ο λόγος που τα «Ηθικά Νικομάχεια» (ηθική φιλοσοφία) τα συμπληρώνουν τα «Πολιτικά» (πολιτική φιλοσοφία).

Ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος από τη φύση του να ζει σε πόλη, αφού είναι ον πολιτικό. Όμως, για να επιτευχθεί αυτό πρέπει πρώτα να είναι έτοιμος σε ατομικό επίπεδο καλλιεργώντας τις αξίες της ηθικής αρετής. Ίσως γι’ αυτό να μην κάνει λόγο εδώ ο Αριστοτέλης για τις κοινωνικές επιδράσεις πάνω στο άτομο. (Αυτά τα εξηγεί στο έργο του «Πολιτικά» αναλύοντας το ρόλο της παιδείας και της αγωγής κι εξηγώντας τους λόγους που η παιδεία είναι υπόθεση της πόλης και γιατί πρέπει να τη ρυθμίσει ο νομοθέτης, ώστε να είναι κοινή για όλους).

Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι αδύνατο να μη λαμβάνεται (κι εδώ) υπόψη η αλληλεπίδραση ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία. Και η διαμόρφωση των έξεων που γίνεται σε μικρή ηλικία αφορά ακριβώς αυτή την αλληλεπίδραση. Ο άνθρωπος ασφαλώς έχει ευθύνες για τις έξεις που αποκτά, αφού όπως και να ‘χει συνδέονται με τις πράξεις και είναι κάτι εκούσιο, αλλά είναι άδικο να τα ρίχνουμε όλα επάνω του απαλλάσσοντας πλήρως την κοινωνία από τις δικές της ευθύνες.

Από κει και πέρα, αυτό που πρέπει να διερευνηθεί είναι η φύση του τέλος, δηλαδή του ύψιστου αγαθού για χάρη του οποίου οι άνθρωποι ξοδεύουν όλες τους τις δυνάμεις. Η έννοια του τέλους, ως απώτατου προορισμού όλων των πράξεων δεν μπορεί παρά να ταυτίζεται με το νόημα της ύπαρξης. Κι αυτό δεν είναι άλλο από την ευτυχία.

Με δεδομένο ότι και οι πράξεις και η βούληση και η σκέψη και η διαβούλευση και η προαίρεση, και οι έξεις και η επιλογή της μεσότητας είναι πράγματα εκούσια, είναι φανερό ότι και η ευτυχία είναι υπόθεση που αφορά τη θέληση του ανθρώπου. Είναι δηλαδή αγαθό που ο άνθρωπος μπορεί να κατακτήσει, αρκεί να κάνει τις σωστές επιλογές.

Η συνείδηση αυτού πρέπει να λειτουργήσει ως βάση, ώστε να τεθούν οι ορθές προτεραιότητες. Ο άνθρωπος αναγνωρίζοντας ότι από τη φύση του είναι αδύνατο να ζήσει αποκομμένος, οφείλει να καταλάβει ότι ευτυχία χωρίς τους άλλους είναι αδύνατο να επιτευχθεί. Κι όταν γίνεται λόγος για τους άλλους, εννοούνται οι βαθιές ανθρώπινες σχέσεις που θα δημιουργηθούν.

Η φιλία, ο έρωτας, η εμπιστοσύνη, η αγάπη, η ειλικρινής χαρά για τον άλλο, η αγωνία, με δυο λόγια όλα τα δυνατά συναισθήματα που πλουτίζουν την ύπαρξη είναι αδύνατο να εκπληρωθούν χωρίς το δέσιμο με τους άλλους ανθρώπους. Και το δέσιμο δεν έχει καμία σχέση ούτε με την επιφάνεια ούτε με την τυπικότητα, αλλά με το δόσιμο, δηλαδή το διαρκές και ανυστερόβουλο πλησίασμα του άλλου.

Κανένας πλούτος δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη χαρά της συνύπαρξης. Κανένα γλέντι δε μπορεί να συγκριθεί με εκείνο των ανθρώπων που κοιτιούνται στα μάτια. Αυτή ακριβώς είναι η πληρότητα με την έννοια της ψυχικής και συναισθηματικής ολοκλήρωσης, δηλαδή η ανθρώπινη ευτυχία.

Γι’ αυτό η ηθική αρετή είναι η προϋπόθεση της ευτυχίας. Γιατί τίθεται στην υπηρεσία της συνύπαρξης. Η ηθική αρετή με την έννοια του σεβασμού και της αναγνώρισης του άλλου είναι ο δρόμος που μπορεί να φέρει κοντά τους ανθρώπους. Εξάλλου, χωρίς αυτή είναι αδύνατο να υπάρξουν πόλεις. Ο άδικος είναι αδύνατο να φτάσει στην αληθινή συντροφικότητα, αφού η μοναδική του προτεραιότητα είναι η ανάδειξη του εαυτού.

Όπως είναι φυσικό, οι ενάρετοι άνθρωποι τον αποφεύγουν, καθώς είναι αδύνατο να τον ανεχτούν ή να του δείξουν εμπιστοσύνη. Αυτοί που του απομένουν δεν μπορούν παρά να κινούνται από ιδιοτέλεια. Πρόκειται για ανθρώπους που θα τον συναναστραφούν ή από ανάγκη ή από συμφέρον. Συνήθως είναι όμοιοί του.

Ο άδικος είναι καταδικασμένος να συναναστρέφεται με ανθρώπους που δεν εκτιμά και που γνωρίζει ότι δεν τον εκτιμούν. Οι σχέσεις του είναι πρωτίστως σχέσεις συμφέροντος. Κι αυτή ακριβώς είναι η κενότητα της ύπαρξής του που προσπαθεί να καλυφθεί με τα πλούτη και τις εξαγορασμένες ηδονές.

Υπό αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να γνωρίσει την αληθινή ευτυχία. Σε τελική ανάλυση, ο άδικος (όπως κάθε χαρακτήρας αντίθετος με την ηθική αρετή) είναι το πρώτο θύμα του εαυτού του. Το έμφυτο της κοινωνικότητας ωθεί τον άνθρωπο να θέλει να νιώθει αποδεκτός. Να αισθάνεται ότι οι άλλοι επιθυμούν τη συντροφιά του. Ο άδικος είναι αδύνατο να το εισπράξει αυτό. Αυτό που του μένει είναι η επίδειξη της κοινωνικής του ισχύος ή του χρήματος – αν τα έχει. Κι όταν αυτού του είδους οι άνθρωποι γίνονται κοινωνικά πρότυπα, δεν μπορεί κανείς να περιμένει πολλά…

Από κει και πέρα, η διερεύνηση του κατά πόσο αυτό το τέλος (ευτυχία) που επιδιώκουν οι άνθρωποι είναι δοσμένο από τη φύση ή όχι κρίνεται χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Όπως και να ‘χει, ο άνθρωπος δρα εκούσια και φέρει την ευθύνη των πράξεών του: «Είτε λοιπόν το τέλος δε φανερώνεται από τη φύση στο κάθε άτομο τέτοιο ή τέτοιο, αλλά συμβάλλει εν μέρει και το ίδιο το άτομο στο να καθοριστεί το τέλος ως τέτοιο ή τέτοιο, είτε το τέλος είναι μεν δοσμένο από τη φύση, από τη στιγμή όμως που ο ενάρετος άνθρωπος κάνει όλα τα υπόλοιπα με τη θέλησή του η αρετή είναι κάτι το εκούσιο, θα είναι, λέω, εκούσια σε όχι μικρότερο βαθμό και η κακία». (1114b 5, 18-22).

Με άλλα λόγια, ακόμη κι αν η φύση προκαθορίζει το τέλος για τον άνθρωπο, δηλαδή την επιδίωξη της ευτυχίας, τα μέσα που θα διαλέξει κανείς για να το πραγματώσει είναι αποκλειστικά δική του επιλογή. Κι αυτή ακριβώς είναι η αιώνια ανθρώπινη ευθύνη: «Γιατί και για τους δυο, για τον καλό και για τον κακό, το τέλος φανερώνεται και καθορίζεται με τον ίδιο τρόπο από τη φύση ή με όποιον άλλο τρόπο, και στη συνέχεια οι άνθρωποι κάνουν ό,τι κάνουν ενσχέσει με αυτό ο καθένας με τον τρόπο του». (1114b 5, 15-18).

Και ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει: «Αν λοιπόν, όπως λέμε, οι αρετές είναι εκούσιες (δεδομένου ότι είμαστε, κατά κάποιον τρόπο, συναίτιοι οι ίδιοι για τις έξεις μας, και με το να είμαστε άνθρωποι με αυτές ή εκείνες τις ιδιότητες ορίζουμε στον εαυτό μας τέτοιο ή τέτοιο τέλος), και οι κακίες είναι, λέω, εκούσιες, αφού και γι’ αυτές ισχύει το ίδιο». (1114b 5, 24-28).

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ

ΞΕΝ Ελλ 6.1.2–6.1.8

Ο Πολυδάμαντας ενώπιον της σπαρτιατικής συνέλευσης

Ο Ιάσονας, τύραννος των Φερών, είχε τη φιλοδοξία να αναγνωριστεί ως ταγός ολόκληρης της Θεσσαλίας και στη συνέχεια να καταστήσει την πόλη του ηγέτιδα δύναμη στον ελλαδικό χώρο. Θεώρησε, λοιπόν, σκόπιμο να προσεγγίσει τον Πολυδάμαντα, ηγέτη της Φαρσάλου, που όμως δεν επιθυμούσε να εγκαταλείψει τη συμμαχία του με τους Λακεδαιμονίους. Έτσι, ο Ιάσονας του υπέδειξε να μεταβεί στη Σπάρτη, για να ζητήσει βοήθεια, υπολογίζοντας –δικαιολογημένα, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια– ότι οι Σπαρτιάτες θα την αρνηθούν και έτσι ο Πολυδάμαντας θα αναγκαστεί να ανταποκριθεί στις αξιώσεις του.


[6.1.2] Σχεδὸν δὲ περὶ τοῦτον τὸν χρόνον καὶ ἐκ Θετταλίας
ἀφικνεῖται πρὸς τὸ κοινὸν τῶν Λακεδαιμονίων Πολυδάμας
Φαρσάλιος. οὗτος δὲ καὶ ἐν τῇ ἄλλῃ Θετταλίᾳ μάλα
ηὐδοκίμει, καὶ ἐν αὐτῇ τῇ πόλει οὕτως ἐδόκει καλός τε
κἀγαθὸς εἶναι ὥστε καὶ στασιάσαντες οἱ Φαρσάλιοι παρα-
κατέθεντο αὐτῷ τὴν ἀκρόπολιν, καὶ τὰς προσόδους ἐπέτρεψαν
λαμβάνοντι, ὅσα ἐγέγραπτο ἐν τοῖς νόμοις, εἴς τε τὰ ἱερὰ
ἀναλίσκειν καὶ εἰς τὴν ἄλλην διοίκησιν. [6.1.3] κἀκεῖνος μέντοι
ἀπὸ τούτων τῶν χρημάτων τήν τε ἄκραν φυλάττων διέσῳζεν
αὐτοῖς καὶ τἆλλα διοικῶν ἀπελογίζετο κατ’ ἐνιαυτόν. καὶ
ὁπότε μὲν ἐνδεήσειε, παρ’ ἑαυτοῦ προσετίθει, ὁπότε δὲ περι-
γένοιτο τῆς προσόδου, ἀπελάμβανεν. ἦν δὲ καὶ ἄλλως
φιλόξενός τε καὶ μεγαλοπρεπὴς τὸν Θετταλικὸν τρόπον.
οὗτος οὖν ἐπεὶ ἀφίκετο εἰς τὴν Λακεδαίμονα, εἶπε τοιάδε.

[6.1.4] Ἐγώ, ὦ ἄνδρες Λακεδαιμόνιοι, πρόξενος ὑμῶν ὢν καὶ
εὐεργέτης ἐκ πάντων ὧν μεμνήμεθα προγόνων, ἀξιῶ, ἐάν τέ
τι ἀπορῶ, πρὸς ὑμᾶς ἰέναι, ἐάν τέ τι χαλεπὸν ὑμῖν ἐν τῇ
Θετταλίᾳ συνιστῆται, σημαίνειν. ἀκούετε μὲν οὖν εὖ οἶδ’
ὅτι καὶ ὑμεῖς Ἰάσονος ὄνομα· ὁ γὰρ ἀνὴρ καὶ δύναμιν ἔχει
μεγάλην καὶ ὀνομαστός ἐστιν. οὗτος δὲ σπονδὰς ποιησά-
μενος συνεγένετό μοι, καὶ εἶπε τάδε· [6.1.5] Ὅτι μέν, ὦ Πολυδάμα,
καὶ ἄκουσαν τὴν ὑμετέραν πόλιν [Φάρσαλον] δυναίμην ἂν
παραστήσασθαι ἔξεστί σοι ἐκ τῶνδε λογίζεσθαι. ἐγὼ γάρ,
ἔφη, ἔχω μὲν Θετταλίας τὰς πλείστας καὶ μεγίστας πόλεις
συμμάχους· κατεστρεψάμην δ’ αὐτὰς ὑμῶν σὺν αὐταῖς τὰ
ἐναντία ἐμοὶ στρατευομένων. καὶ μὴν οἶσθά γε ὅτι ξένους
ἔχω μισθοφόρους εἰς ἑξακισχιλίους, οἷς, ὡς ἐγὼ οἶμαι, οὐ-
δεμία πόλις δύναιτ’ ἂν ῥᾳδίως μάχεσθαι. ἀριθμὸς μὲν γάρ,
ἔφη, καὶ ἄλλοθεν οὐκ ἂν ἐλάττων ἐξέλθοι· ἀλλὰ τὰ μὲν ἐκ
τῶν πόλεων στρατεύματα τοὺς μὲν προεληλυθότας ἤδη ταῖς
ἡλικίαις ἔχει, τοὺς δ’ οὔπω ἀκμάζοντας· σωμασκοῦσί γε μὴν
μάλα ὀλίγοι τινὲς ἐν ἑκάστῃ πόλει· παρ’ ἐμοὶ δὲ οὐδεὶς
μισθοφορεῖ, ὅστις μὴ ἱκανός ἐστιν ἐμοὶ ἴσα πονεῖν. [6.1.6] αὐτὸς
δ’ ἐστί, λέγειν γὰρ χρὴ πρὸς ὑμᾶς τἀληθῆ, καὶ τὸ σῶμα
μάλα εὔρωστος καὶ ἄλλως φιλόπονος. καὶ τοίνυν τῶν παρ’
αὐτῷ πεῖραν λαμβάνει καθ’ ἑκάστην ἡμέραν· ἡγεῖται γὰρ σὺν
τοῖς ὅπλοις καὶ ἐν τοῖς γυμνασίοις καὶ ὅταν πῃ στρατεύηται.
καὶ οὓς μὲν ἂν μαλακοὺς τῶν ξένων αἰσθάνηται, ἐκβάλλει,
οὓς δ’ ἂν ὁρᾷ φιλοπόνως καὶ φιλοκινδύνως ἔχοντας πρὸς
τοὺς πολέμους, τιμᾷ τοὺς μὲν διμοιρίαις, τοὺς δὲ τριμοιρίαις,
τοὺς δὲ καὶ τετραμοιρίαις, καὶ ἄλλοις δώροις, καὶ νόσων γε
θεραπείαις καὶ περὶ ταφὰς κόσμῳ· ὥστε πάντες ἴσασιν οἱ
παρ’ ἐκείνῳ ξένοι ὅτι ἡ πολεμικὴ αὐτοῖς ἀρετὴ ἐντιμότατόν
τε βίον καὶ ἀφθονώτατον παρέχεται. [6.1.7] ἐπεδείκνυε δέ μοι
εἰδότι ὅτι καὶ ὑπήκοοι ἤδη αὐτῷ εἶεν Μαρακοὶ καὶ Δόλοπες καὶ
Ἀλκέτας ὁ ἐν τῇ Ἠπείρῳ ὕπαρχος· ὥστε, ἔφη, τί ἂν ἐγὼ
φοβούμενος οὐ ῥᾳδίως ἂν ὑμᾶς οἰοίμην καταστρέψασθαι;
τάχα οὖν ὑπολάβοι ἄν τις ἐμοῦ ἄπειρος· Τί οὖν μέλλεις
καὶ οὐκ ἤδη στρατεύεις ἐπὶ τοὺς Φαρσαλίους; ὅτι νὴ Δία
τῷ παντὶ κρεῖττόν μοι δοκεῖ εἶναι ἑκόντας ὑμᾶς μᾶλλον ἢ
ἄκοντας προσαγαγέσθαι. βιασθέντες μὲν γὰρ ὑμεῖς τ’ ἂν
βουλεύοισθε ὅ τι δύναισθε κακὸν ἐμοί, ἐγώ τ’ ἂν ὑμᾶς ὡς
ἀσθενεστάτους βουλοίμην εἶναι· εἰ δὲ πεισθέντες μετ’ ἐμοῦ
γένοισθε, δῆλον ὅτι αὔξοιμεν ἂν ὅ τι δυναίμεθα ἀλλήλους.
[6.1.8] γιγνώσκω μὲν οὖν, ὦ Πολυδάμα, ὅτι ἡ σὴ πατρὶς εἰς σὲ
ἀποβλέπει· ἐὰν δέ μοι φιλικῶς αὐτὴν ἔχειν παρασκευάσῃς,
ὑπισχνοῦμαί σοι, ἔφη, ἐγὼ μέγιστόν σε τῶν ἐν τῇ Ἑλλάδι
μετ’ ἐμὲ καταστήσειν. οἵων δὲ πραγμάτων τὰ δεύτερά σοι
δίδωμι ἄκουε, καὶ μηδὲν πίστευέ μοι ὅ τι ἂν μὴ λογιζομένῳ
σοι ἀληθὲς φαίνηται. οὐκοῦν τοῦτο μὲν εὔδηλον ἡμῖν, ὅτι
Φαρσάλου προσγενομένης καὶ τῶν ἐξ ὑμῶν ἠρτημένων πόλεων
εὐπετῶς ἂν ἐγὼ ταγὸς Θετταλῶν ἁπάντων κατασταίην· ὥς
γε μήν, ὅταν ταγεύηται Θετταλία, εἰς ἑξακισχιλίους μὲν οἱ
ἱππεύοντες γίγνονται, ὁπλῖται δὲ πλείους ἢ μύριοι καθίστανται.

***
Την ίδια εποχή ήρθε από τη Θεσσαλία και παρουσιάστηκε στη Συνέλευση των Λακεδαιμονίων ο Πολυδάμας από τα Φάρσαλα. Τούτος είχε πολύ καλό όνομα σ' ολόκληρη τη Θεσσαλία, αλλά και την ίδια του την πόλη τού είχαν τέτοια εκτίμηση, ώστε ακόμη και σε καιρό εμφύλιας διαμάχης οι Φαρσάλιοι του εμπιστεύτηκαν την ακρόπολη, εξουσιοδοτώντας τον να εισπράττει τα δημόσια έσοδα σύμφωνα με τους νόμους και να τα ξοδεύει για τις λατρευτικές ανάγκες και γενικότερα για τη διοίκηση. Και πραγματικά, μ' αυτά τα χρήματα και την ακρόπολη φύλαγε ανέπαφη για λογαριασμό των συμπολιτών του, και για την υπόλοιπη διοίκηση φρόντιζε, παρουσιάζοντας απολογισμό κάθε χρόνο. Όταν μάλιστα υπήρχε έλλειμμα, το συμπλήρωνε από τη δική του περιουσία, κι όποτε πάλι περίσσευαν τα έσοδα έπαιρνε πίσω τις προκαταβολές που είχε δώσει. Χώρια από τούτα ήταν φιλόξενος και γενναιόδωρος με τον τρόπο των Θεσσαλών. Φτάνοντας λοιπόν στη Λακεδαίμονα μίλησε με τον ακόλουθο τρόπο πάνω κάτω:

«Εγώ, Λακεδαιμόνιοι, είμαι πρόξενος κι ευεργέτης σας όπως στάθηκαν κι όλοι οι πρόγονοί μου, από αμνημονεύτων χρόνων· γι' αυτό βρίσκω σωστό να προσφεύγω σε σας όταν έχω κάποια δυσκολία, αλλά και να σας ειδοποιώ όταν ετοιμάζεται κάτι κακό για σας στη Θεσσαλία.

»Ξέρω ότι και σε σας είναι γνωστό τ' όνομα του Ιάσονος ― γιατί ο άνθρωπος και μεγάλη δύναμη έχει και ξακουστός είναι. Αυτός λοιπόν ζήτησε εκεχειρία για να με συναντήσει και μου είπε τα εξής: "Στο χέρι μου θα 'ταν, Πολυδάμα, να πάρω με το μέρος μου την πόλη σας και δίχως τη θέλησή της, καθώς μπορείς να συμπεράνεις απ' όσα θα σου πω. Γιατί εγώ", είπε, "έχω συμμάχους τις πιο πολλές και τις πιο μεγάλες πόλεις της Θεσσαλίας, και τις υπόταξα μ' όλο που πολεμούσατε και σεις στο πλευρό τους εναντίον μου. Το ξέρεις, άλλωστε, ότι έχω κάπου έξι χιλιάδες ξένους μισθοφόρους, που καμιά πόλη ―νομίζω― δεν θα μπορούσε εύκολα ν' αντιμετωπίσει. Θα ήταν βέβαια δυνατό", συνέχισε, "να συγκροτηθεί κι από αλλού ισάριθμος στρατός, όμως στα στρατεύματα που αποτελούνται από πολίτες υπηρετούν και άνδρες προχωρημένοι στην ηλικία, καθώς και υπερβολικά νέοι ― κι έπειτα πολύ λίγοι σε κάθε πόλη γυμνάζουν το κορμί τους, ενώ σε μένα δεν υπηρετεί μισθοφόρος που να μην αντέχει στην κακουχία όσο κι εγώ". Κι ο ίδιος ―γιατί πρέπει να σας πω την αλήθεια― είναι πολύ γερός κι αγαπάει τη σκληραγωγία. Εξάλλου δοκιμάζει τους δικούς του καθημερινά, πηγαίνοντας επικεφαλής τους πάνοπλος και στα γυμνάσια και στις εκστρατείες του· και τους μισθοφόρους που θα βρει μαλθακούς τους διώχνει, ενώ όσους βλέπει να επιδιώκουν τη σκληραγωγία και τον πολεμικό κίνδυνο τους αμείβει με διπλό, τριπλό ή και τετραπλό μισθό, καθώς και μ' άλλα δώρα και με ιατρική περίθαλψη και ταφή με ιδιαίτερες τιμές· μ' αυτόν τον τρόπο, όλοι οι μισθοφόροι του ξέρουν ότι η πολεμική αρετή είναι που θα τους εξασφαλίσει την πιο πλούσια και τιμημένη ζωή.

»Εκτός απ' αυτά μου τόνισε ―πράγμα που ήδη γνώριζα― ότι είναι υπήκοοί του και οι Μαρακοί και οι Δόλοπες και ο Αλκέτας, ο κυβερνήτης της Ηπείρου. "Λοιπόν", είπε, "τι έχω να φοβηθώ, και γιατί να μην πιστεύω ότι εύκολα θα σας υπότασσα; Θ' αποκρινόταν ίσως ένας που δεν θα με ήξερε καλά: 'Τότε τι περιμένεις και δεν κινάς αμέσως να χτυπήσεις τους Φαρσαλίους;' Επειδή, μα τον Δία, το βρίσκω από κάθε άποψη προτιμότερο να σας πάρω με το μέρος μου με το καλό παρά με τη βία· γιατί αν έρθετε με τη βία, κι εσείς θα κοιτάζετε να με βλάψετε με κάθε τρόπο κι εγώ πάλι θα θέλω να 'στε όσο γίνεται πιο αδύναμοι· ενώ αν προσχωρήσετε με το καλό, είναι φανερό ότι θα αλληλοϋποστηριζόμαστε όσο μπορούμε. Ξέρω, Πολυδάμα, ότι η πατρίδα σου σε σένα έχει τα μάτια καρφωμένα: αν μου εξασφαλίσεις τη φιλία της, σου υπόσχομαι", είπε, "να σε κάνω πρώτο ανάμεσα στους Έλληνες, ύστερα από μένα. Άκουσε τώρα τι σημαίνει αυτή η δεύτερη θέση που σου δίνω ― και μην πιστέψεις παρά μόνο όσα θα σου φανούν ότι αντέχουν στον λογικό έλεγχο. Λοιπόν, τούτο είναι πάντως φανερό: ότι αν προσχωρήσουν τα Φάρσαλα κι οι πόλεις που εξαρτώνται από σας, εύκολα θα γίνω ηγεμόνας όλων των Θεσσαλών· καθώς κι ότι, όταν η Θεσσαλία έχει ηγεμόνα, οι ιππείς της ανέρχονται σε έξι χιλιάδες περίπου και οι οπλίτες σε περισσότερους από δέκα χιλιάδες.»