Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ - Δύσκολος (320-357)

320 ΣΩ. καὶ χρήσιμός γ᾽ εἶ, νὴ Δί᾽, εἰς τὰ λοιπά μοι.
(ΓΟ.) τί χρήσιμος; (ΣΩ.) γεννικὸν ὁρῶ σε τῷ τρόπῳ.
(ΓΟ.) οὐ πρόφασιν εἰπὼν βούλομ᾽ ἀποπέμψαι κενήν,
τὰ δ᾽ ὄντα πράγματ᾽ ἐμφανίσαι. ταύτῃ πατήρ
ἐσθ᾽ οἷος οὐδεὶς γέγονεν οὔτε τῶν πάλαι
325 ἄνθρωπος οὔτε τῶν καθ᾽ ἡμᾶς. (ΣΩ.) ὁ χαλεπός·
σχεδὸν οἶδα. (ΓΟ.) ὑπερβολή τις ἐστὶν τοῦ κακοῦ.
τούτῳ ταλάντων ἔστ᾽ ἴσως τουτὶ δυεῖν
τὸ κτῆμα. τοῦτ᾽ αὐτὸς γεωργῶν διατελεῖ
μόνος, συνεργὸν δ᾽ οὐδέν᾽ ἀνθρώπων ἔχων,
330 οὐκ οἰκέτην οἰκεῖον, οὐκ ἐκ τοῦ τόπου
μισθωτόν, οὐχὶ γείτον᾽, ἀλλ᾽ αὐτὸς μόνος.
ἥδιστόν ἐστ᾽ αὐτῷ γὰρ ἀνθρώπων ὁρᾶν
οὐδένα. μεθ᾽ αὑτοῦ τὴν κόρην ἐργάζεται
ἔχων τὰ πολλά· προσλαλεῖ ταύτῃ μόνῃ,
335 ἑτέρῳ δὲ τοῦτ᾽ οὐκ ἂν ποήσαι ῥᾳδίως.
τότε φησὶν ἐκδώσειν ἐκείνην, ἡνίκ᾽ ἂν
ὁμότροπον αὑτῷ νυμφίον λάβῃ. (ΣΩ.) λέγεις
οὐδέποτε. (ΓΟ.) μὴ δὴ πράγματ᾽, ὦ βέλτιστ᾽, ἔχε·
μάτην γὰρ ἕξεις. τοὺς δ᾽ ἀναγκαίους ἔα
340 ἡμᾶς φέρειν ταῦθ᾽, οἷς δίδωσιν ἡ τύχη.
(ΣΩ.) πρὸς τῶν θεῶν οὐπώποτ᾽ ἠράσθης τινός,
μειράκιον; (ΓΟ.) οὐδ᾽ ἔξεστί μοι, βέλτιστε. (ΣΩ.) πῶς;
τίς ἔσθ᾽ ὁ κωλύων; (ΓΟ.) ὁ τῶν ὄντων κακῶν
λογισμός, ἀνάπαυσιν διδοὺς οὐδ᾽ ἡντινοῦν.
345 (ΣΩ.) οὔ μοι δοκεῖς· ἀπειρότερον γοῦν διαλέγει
περὶ ταῦτ᾽· ἀποστῆναι κελεύεις μ᾽. οὐκέτι
τοῦτ᾽ ἐσ]τὶν ἐπ᾽ ἐμοί, τῷ θεῷ δέ. (ΓΟ.) τοιγαροῦν
οὐδὲ]ν ἀδικεῖς ἡμᾶς, μάτην δὲ κακοπαθεῖς.
(ΣΩ.) οὐκ, εἰ λά]βοιμι τὴν κόρην. (ΓΟ.) οὐκ ἂν λάβοις.
350 [ . . .]υνα† συν‹α›κολουθήσας ἐμοὶ
[ . . .]παρατης†· πλησίον γὰρ τὴν νάπην
ἐργάζε]θ᾽ ἡμῶν. (ΣΩ.) πῶς; (ΓΟ.) λόγον τιν᾽ ἐμβαλῶ
περὶ τοῦ] γάμου ‹τοῦ› τῆς κόρης· τὸ τοιοῦτο γὰρ
ἴδοιμι κἂ]ν αὐτὸς γενόμενον ἄσμενος.
355 εὐθὺς μαχεῖται πᾶσι, λοιδορούμενος
εἰς τοὺς βίους οὓς ζῶσι· σὲ δ᾽ [ἄγοντ᾽ ἂν] ἴδῃ
σχολὴν τρυφῶντά τ᾽, οὐδ᾽ ὁρῶν γ᾽ ἀνέξεται.

***
320 ΣΩΣ. Μα και βοηθός μου εσύ για τα πιο πέρα.
ΓΟΡ. Σαν τί βοηθός; ΣΩΣ. Ευγενικό σε βλέπω…
ΓΟΡ. Δε θέλω να σου πω λόγια του αέρα,
τα πράγματα όπως είναι θα σου εκθέσω.
Του κοριτσιού ο πατέρας, ξέρε το, είναι
άνθρωπος που τον όμοιό του δεν είδε
ούτε άλλοτε ούτε τώρα ο κόσμος όλος.
ΣΩΣ. Για το γρινιάρη λες; Σχεδόν τον ξέρω.
ΓΟΡ. Μια συμφορά που ξεπερνά κάθε όριο.
Έχει ένα χτήμα που η αξία του θα ᾽ναι
δυο τάλαντα περίπου, κι ολημέρα
το καλλιεργεί ολομόναχος· δεν έχει
330 άνθρωπο για βοηθό του, ούτ᾽ ένα δούλο
ή μεροκαματιάρη εργάτη και ούτε
συχέριο από ᾽να γείτονα· αυτός, μόνος.
Η πιο μεγάλη του ευχαρίστηση είναι
να μη βλέπει ψυχή· μα, σα δουλεύει,
την κόρη του έχει πλάι του σχεδόν πάντα·
μόνο σ᾽ αυτή μιλάει και σε κανέναν
άλλον, εξόν μεγάλη αν τύχει ανάγκη.
Και τότε μόνο λέει θα την παντρέψει,
αν βρει γαμπρό που να ᾽ναι σαν τον ίδιο.
ΣΩΣ. Μ᾽ άλλα λόγια, ποτέ. ΓΟΡ. Λοιπόν, καλέ μου,
μη σπαζοκεφαλάς· του κάκου θα είναι·
κι άφησε τον μπελά σ᾽ εμάς τους άλλους,
340 τους συγγενείς, μια και ήταν τυχερό μας.
ΣΩΣ. Για τ᾽ όνομα των θεών! Νεαρέ μου φίλε,
ποτέ δεν ερωτεύτηκες ως τώρα;
ΓΟΡ. Αυτό δεν μου επιτρέπεται, καλέ μου.
ΣΩΣ. Γιατί; Ποιός είν᾽ αυτός που σ᾽ εμποδίζει;
ΓΟΡ. Ποιός; Η έγνοια των βασάνων που με ζώνουν
κι ούτε στιγμή για ανάπαυση δε δίνει.
ΣΩΣ. Ώστε σου λείπει η πείρα; Απίθανο. Έστω…
Μου λες να τραβηχτώ· μα αυτό δεν είναι
στο χέρι μου, στο χέρι του θεού ᾽ναι.
ΓΟΡ. Τότε, σ᾽ εμάς βέβαια κακό δεν κάνεις,
μόνο που βασανίζεσαι του κάκου.
ΣΩΣ. Τί; Αδύνατο να πάρω το κορίτσι;
ΓΟΡ. Αδύνατο είναι· θα το νιώσεις κι ο ίδιος,
350 στο χτήμα αν έρθεις, όπου πάω να σκάψω.
Σκάβει κι αυτός κοντά μας στο φαράγγι.
ΣΩΣ. Τί θες να πεις; ΓΟΡ. Για το γάμο της κοπέλας
θα του μιλήσω· αυτό σ᾽ εμένα αρέσει·
μα σαν τ᾽ ακούσει αυτός, θα ξεσπαθώσει
και θα βαλθεί να βρίζει όλο τον κόσμο
για τη ζωή που κάνει· αν δει κι εσένα
να στέκεις έτσι αργός κι ωραία ντυμένος,
ούτε που θ᾽ ανεχτεί να σε κοιτάξει.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Η συνάντηση της αρχαίας Ελληνικής με άλλες γλώσσες

9.7.5 Έλληνες και Πέρσες


Οι επαφές της ελληνικής γλώσσας με τις ιρανικές γλώσσες ξεκινούν από νωρίς. 

Οι λέξεις ῥόδον και τόξον, είναι πιθανότατα ιρανικής, δηλαδή περσικής, προέλευσης και εμφανίζονται ήδη στα μυκηναϊκά κείμενα. 

Η επαφή όμως γίνεται πιο εντατική στο διάστημα μεταξύ 6ου και 5ου αιώνα π.Χ., όταν οι Πέρσες καταλαμβάνουν ελληνόφωνες περιοχές (Μικρά Ασία) και εκστρατεύουν στην Ελλάδα. 

Λέξεις όπως παράδεισος (που σήμαινε 'κήπος'), μάγος, σατράπης μπαίνουν στην Ελληνική ως δάνεια από τα περσικά. Πολλά περσικά ονόματα, π.χ. Ξέρξης, Δαρεῖος, εμφανίζονται στις εξιστορήσεις της σύγκρουσης Ελλήνων και Περσών. 

Οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου εγκαθιστούν την ελληνική γλώσσα στην καρδιά της Περσικής Αυτοκρατορίας. Λέξεις Ελληνικές, όπως π.χ. dirham (δραχμή), μπαίνουν στην περσική γλώσσα.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: ΙII. ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 6. Η έλευση των Ρωμαίων

6.3. Μέσα σε πενήντα τρία χρόνια

Για τα πολιτικά γεγονότα της εποχής, καθώς και για αυτά που ακολούθησαν, τις συστηματικότερες πληροφορίες τις δίνει ο ιστορικός Πολύβιος από τη Μεγαλόπολη. Τα παλαιότερα τα γνώριζε από αυτόπτες μάρτυρες, ενώ τα υστερότερα τα είχε ζήσει ο ίδιος, σε πολλές περιπτώσεις από κοντά. (Είχε γεννηθεί στην αρχή του 2ου αιώνα και πέθανε το 120.) Καθώς μάλιστα παρέμεινε για μεγάλο μέρος της ζωής του στη Ρώμη, στην αρχή ως όμηρος και στη συνέχεια ως προστατευόμενος επιφανών Ρωμαίων, είχε άφθονο χρόνο να διαβάσει τα σημαντικότερα ιστορικά συγγράμματα και να επισκεφθεί πολλούς τόπους όπου είχαν διεξαχθεί μεγάλες μάχες. Όπως ισχυρίστηκε ο ίδιος, με το εκτενέστατο σύγγραμμά του ανέλαβε να συνεχίσει την αφήγηση του Τίμαιου. Το κυριότερο ωστόσο χαρακτηριστικό του, αυτό που τον ξεχώρισε από όλους τους προγενέστερους ιστορικούς, ήταν ο συσχετισμός γεγονότων που εξελίσσονταν παράλληλα σε ολόκληρη σχεδόν τη Μεσόγειο. Για τον λόγο αυτό χαρακτήρισε την ιστορία του κοινήν, δηλαδή οικουμενική. Ως πρόδρομο στην οικουμενική θεώρηση του κόσμου αναγνώριζε μόνο τον Έφορο.

Εφαρμόζοντας τη μέθοδό του, ο Πολύβιος διαπίστωσε ότι τρεις μεγάλοι πόλεμοι, στην Ελλάδα, την Ασία και την Ιταλία, που είχαν ξεκινήσει ξεχωριστά και ανεξάρτητα, συσχετίστηκαν στην πορεία μεταξύ τους σε τέτοιο βαθμό, ώστε μαζί οδήγησαν την ιστορία σε ένα ενιαίο αποτέλεσμα, ένα τέλος, όπως το χαρακτήρισε: μέσα σε 53 χρόνια από την έναρξη των πολέμων αυτών η Ρώμη επέβαλε την παγκόσμια κυριαρχία της, εξουσίαζε δηλαδή ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου. Στον πρώτο πόλεμο, που ονομάστηκε Συμμαχικός, αναμετρήθηκαν οι Μακεδόνες και οι Αχαιοί με τους Αιτωλούς, στον δεύτερο, που ονομάστηκε Δ' Συριακός, αναμετρήθηκαν ο Αντίοχος Γ' με τον Πτολεμαίο Δ', και στον τρίτο, που ονομάστηκε Αννιβαϊκός ή Β' Καρχηδονιακός, αναμετρήθηκαν οι Ρωμαίοι με τους Καρχηδόνιους. Ο Πολύβιος έκρινε ότι από ένα σημείο και πέρα η εξιστόρηση όλων των πολέμων έπρεπε να γίνεται συνδυασμένα.

Στον Συμμαχικό Πόλεμο που ξέσπασε το 220, ο νεαρός βασιλιάς των Μακεδόνων Φίλιππος Ε', επικεφαλής της ελληνικής συμμαχίας, στράφηκε με αποφασιστικότητα εναντίον των Αιτωλών, που κατηγορούνταν για συνεχείς προκλήσεις στην Πελοπόννησο. Η αναμέτρηση σύντομα γενικεύτηκε στον ελληνικό χώρο. Οι Σπαρτιάτες, όσο καιρό ο Κλεομένης ζούσε ακόμη εξόριστος στην Αίγυπτο, είχαν αφήσει τη θέση του κενή. Όταν όμως πληροφορήθηκαν τον θάνατό του, μέσα σε συνθήκες αναταραχής και εσωτερικής σύγκρουσης, επέλεξαν δύο νέους βασιλείς και αποφάσισαν, με τις δυνάμεις που τους είχαν απομείνει, να συνεργαστούν με τους Αιτωλούς εναντίον των Μακεδόνων και των Αχαιών. Με τους Αιτωλούς συντάχθηκαν οι Ηλείοι και οι Κνώσιοι, που ήλπιζαν στη συνδρομή τους για να κυριαρχήσουν σε ολόκληρη την Κρήτη.

Ο πόλεμος αυτός είχε πολλές εναλλαγές και πολλά μέτωπα. Οι Αιτωλοί εισέβαλαν στη Μακεδονία και κυρίευσαν την ιερή της πόλη, το Δίον. Κατέσκαψαν τα τείχη, τα σπίτια και το γυμναστήριο, έκαψαν τις στοές γύρω από τον ναό, κατέστρεψαν τα ιερά αναθήματα και ανέτρεψαν όλα τα αγάλματα των βασιλέων. Αργότερα εισέβαλαν στην Ήπειρο και φέρθηκαν με τον ίδιο ιερόσυλο τρόπο στο ιερό της Δωδώνης. Σε αντεκδίκηση, οι Μακεδόνες κατέλαβαν το θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο τους, το Θέρμο, και το λεηλάτησαν, άρπαξαν τα πολυτιμότερα σκεύη, κατακαίγοντας όσα δεν μπορούσαν να μεταφέρουν. Με την ίδια βαναυσότητα κατέστρεψαν τα ιερά αφιερώματα, ισοπέδωσαν τις στοές του ναού και γκρέμισαν πάνω από 2.000 αγάλματα. Ο Φίλιππος ταπείνωσε για μια ακόμη φορά τη Σπάρτη, χωρίς ωστόσο να εισβάλει στους κεντρικούς οικισμούς της. Στη συνέχεια κατάλαβε τη Θήβα, πούλησε όλους τους κατοίκους της και εγκατέστησε στη θέση τους Μακεδόνες.

Η σκληρή αναμέτρηση έληξε το 217 με συνθήκη που συμφωνήθηκε στη Ναύπακτο. Οι Αιτωλοί δεν έβλεπαν καμία προοπτική νίκης, και ο Φίλιππος, έχοντας δείξει τη δύναμη και την αποφασιστικότητά του, επειγόταν να αποδεσμεύσει τις δυνάμεις του από τα μέτωπα της Ελλάδας. Κάθε πλευρά έπρεπε να αρκεστεί σε αυτά που κατείχε. Στις διαπραγματεύσεις σημαντικό ρόλο έπαιξε από την πλευρά των Αιτωλών ο Ναυπάκτιος Αγέλαος. Ανάμεσα σε πολλά άλλα που βάζει στο στόμα του ο Πολύβιος, ισχυρίστηκε ότι οι Έλληνες δεν έπρεπε να πολεμούν μεταξύ τους. Αν όμως αυτό ήταν αδύνατο, ειδικά σε εκείνη την περίπτωση έπρεπε να συμφωνήσουν και να φυλάγονται, στρέφοντας την προσοχή τους στους ισχυρούς στρατούς και τον μεγάλο πόλεμο που διεξαγόταν στη Δύση. Διότι ήταν φανερό ότι είτε νικούσαν οι Καρχηδόνιοι (όπως έδειχναν οι πληροφορίες που κατέφθαναν) είτε οι Ρωμαίοι, δεν επρόκειτο να περιοριστούν στην κυριαρχία της Ιταλίας και της Σικελίας. Οι νικητές θα προσπαθούσαν να επεκτείνουν την εξουσία τους πέρα από το κανονικό: να αναμειχθούν δηλαδή στις υποθέσεις των Ελλήνων. Ο Αγέλαος συμβούλευε μάλιστα τον Φίλιππο, εάν ορεγόταν κατορθώματα, να περιμένει την έκβαση του πολέμου στη Δύση και να διεκδικήσει παγκόσμια κυριαρχία. Ο Φίλιππος, καθώς φαίνεται, είχε πράγματι αρχίσει να παρακολουθεί προσεκτικά όσα συντελούνταν στη Δόση.

Ο Φίλιππος αντιλήφθηκε ότι η μεγαλύτερη απειλή για το βασίλειό του προερχόταν από τους Ρωμαίους, που από καιρό είχαν κάνει αισθητή την παρουσία τους στην Ιλλυρία. Ήδη οι Κερκυραίοι τούς είχαν δεχτεί ως απελευθερωτές, οι Αιτωλοί, οι Αχαιοί και οι Αθηναίοι συνομιλούσαν κατά καιρούς φιλικά μαζί τους, ενώ από το 228 οι Κορίνθιοι τους είχαν επιτρέψει να συμμετέχουν στα Ίσθμια. Εκτιμώντας την κατάσταση, ο Φίλιππος επέλεξε να προχωρήσει σε συμμαχία με τους Καρχηδόνιους. Αλλά οι συνθήκες δεν επέτρεψαν στους συμμάχους να υλοποιήσουν κανένα κοινό σχέδιο. Απεναντίας, παρά τα σοβαρότατα προβλήματα τους με τους Καρχηδόνιους, οι Ρωμαίοι ξεκίνησαν το 215 στρατιωτικές αναμετρήσεις με τους Μακεδόνες που κράτησαν 10 χρόνια και έμειναν γνωστές ως Α' Μακεδονικός Πόλεμος. Στο μεταξύ το 213 ο Φίλιππος έχασε τις υπηρεσίες του Άρατου, που ήταν ένας από τους ικανότερους συμβούλους του.

Το ενδιαφέρον των Ρωμαίων για τις ελληνικές υποθέσεις το εκμεταλλεύτηκαν και οι Αιτωλοί, οι οποίοι έσπευσαν να συμμαχήσουν μαζί τους. Στη συμμαχία προστέθηκε, μεταξύ άλλων, ο Άτταλος Α', βασιλιάς του Πέργαμου. Σε αντιστάθμισμα ο Φίλιππος εξασφάλισε τη συμμαχία του βασιλιά της Βιθυνίας. Παρά τα πολλά μέτωπα στα οποία ήταν υποχρεωμένος να μάχεται, ο Φίλιππος κατέβαλε για μία ακόμη φορά τους Αιτωλούς. Οι Ρωμαίοι πάλι, που αντιμετώπιζαν εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις στην Ιταλία, συνθηκολόγησαν το 205 με τη λεγόμενη Ειρήνη της Φοινίκης. Δεν είχαν πετύχει καμιά σπουδαία νίκη, αλλά τουλάχιστον εμπόδισαν τον Φίλιππο να ενισχύσει τους Καρχηδόνιους.

Ο Αντίοχος Γ' (223-187) είχε αναλάβει το βασίλειο των Σελευκιδών σε ηλικία 18 ετών κάτω από δύσκολες συνθήκες. Οι επαρχίες στην Ανατολή δεν ελέγχονταν, ενώ ένας σφετεριστής διεκδικούσε τη Μικρά Ασία. Παρ᾽ όλα αυτά, επέλεξε να ξεκινήσει το 219 μια νέα προσπάθεια για την ανάκτηση της Κοίλης Συρίας. Στην αρχή σημείωσε αξιόλογες επιτυχίες, αλλά δεν υπολόγισε ότι ο αντίπαλός του, ο Πτολεμαίος Δ', θα εκπαίδευε και θα αξιοποιούσε για πρώτη φορά πολυάριθμους Αιγύπτιους στρατιώτες. Έτσι, το 217, στην κρίσιμη μάχη της Ραφίας που έκρινε τον Δ' Συριακό Πόλεμο, ηττήθηκε χωρίς να πετύχει τον στόχο του. Ήταν τουλάχιστο ελεύθερος να ασχοληθεί με άλλες σοβαρές υποθέσεις του βασιλείου του. Εξόντωσε τον σφετεριστή στη Μικρά Ασία και σύντομα άρχισε μια ἀνάβασιν στις ανατολικές επαρχίες που είχαν, σε μεγάλο βαθμό, αυτονομηθεί. Για τις επιτυχίες του αυτές αποκλήθηκε Μέγας.

Μετά από την πρώτη μακροχρόνια αναμέτρησή τους με τους Ρωμαίους, οι Καρχηδόνιοι απώλεσαν τόσο τη Σικελία όσο και τη Σαρδηνία. Για να εξασφαλίσουν εφοδιασμό σε ανθρώπινο δυναμικό και αποθέματα στράφηκαν συστηματικά προς την Ισπανία, όπου ίδρυσαν ως βάση τους τη Νέα Καρχηδόνα. Εκεί το 221 τη διοίκηση των στρατευμάτων τους ανέλαβε ο Αννίβας. Όταν το 218 οι Ρωμαίοι έστειλαν στρατό ταυτοχρόνως στην Ισπανία και τη Σικελία, για να περάσει από εκεί στην Καρχηδόνα, ο Αννίβας συγκέντρωσε 50.000 πεζούς, 9.000 ιππείς (όλοι μισθοφόροι που μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες) και 37 ελέφαντες για να ξεκινήσει τον Β' Καρχηδονιακό Πόλεμο εναντίον της Ρώμης από την ξηρά. Διέσχισε αργά τη Γαλατία και ύστερα, μέσα σε δύο εβδομάδες, πέρασε τις χιονισμένες Άλπεις, πολεμώντας με τα στοιχεία της φύσης και τους τοπικούς πληθυσμούς. Στη διάβαση, που θεωρήθηκε μέγιστο επίτευγμα, έχασε περίπου τον μισό του στρατό, αλλά ενισχύθηκε αρκετά από Γαλάτες, με τους οποίους βρισκόταν ήδη σε συνεννόηση.

Οι Ρωμαίοι αιφνιδιάστηκαν και εντυπωσιάστηκαν. Εναντίον του εχθρού έστελναν και έχαναν τον έναν στρατό μετά τον άλλο, αφήνοντας στα πεδία των μαχών δεκάδες χιλιάδες νεκρούς. Στη μεγαλύτερη σύγκρουση, που έγινε το 216 στις Κάννες, ο στρατός του Αννίβα εξολόθρευσε τους αντιπάλους του, παρά τη μεγάλη τους αριθμητική υπεροχή, σκοτώνοντας περισσότερους από 50.000 άνδρες, ίσως και 70.000, τον Ρωμαίο στρατηγό και τους μισούς αξιωματικούς καθώς και δεκάδες συγκλητικούς. Επρόκειτο για μια από τις φονικότερες μάχες όλων των εποχών. Υπερέχοντας πολύ στη δύναμη του ιππικού, ο στρατός του Αννίβα έφτασε κάποια στιγμή έξω από τις πύλες της Ρώμης, προκαλώντας φοβερή ταραχή. Οι άνδρες έτρεχαν στα τείχη, ενώ οι γυναίκες ικέτευαν τους θεούς και έπλεναν το δάπεδο των ναών με τα μαλλιά τους. Οι Ρωμαίοι ωστόσο αντέταξαν τους νεοστρατολογημένους άνδρες και το ακαταμάχητο πείσμα τους. Με τους λιγοστούς ελέφαντες που του είχαν απομείνει, χωρίς πολιορκητικές μηχανές και χωρίς ανεφοδιασμό, ο Αννίβας δεν είχε ελπίδα να καταλάβει τη Ρώμη με έφοδο. Το σχέδιό του ήταν να προσεταιριστεί τους συμμάχους των Ρωμαίων.

Οι Ρωμαίοι υπέστησαν και άλλες ήττες, χάνοντας στις μάχες πολλούς άνδρες και ικανούς στρατηγούς. Σε αντίθεση με τους Καρχηδόνιους, ωστόσο, διέθεταν μεγάλες εφεδρείες. Επιπλέον, ακόμη και στις δυσκολότερες στιγμές δεν έχασαν την υποστήριξη των περισσότερων συμμάχων τους. Η συνοχή αυτή αποδείχθηκε η μεγαλύτερή τους δύναμη. Σοβαρό πρόβλημα αντιμετώπισαν μόνο με τις Συρακούσες. Όσο ζούσε ο Ιέρων Β' οι Συρακούσιοι τίμησαν τη συμμαχία μαζί τους. Αλλά με τον θάνατό του το 215 μεταστράφηκαν και συμμάχησαν με τους Καρχηδόνιους. Οι Ρωμαίοι κινδύνευαν έτσι να χάσουν τον έλεγχο της Σικελίας. Έπρεπε να κατακτήσουν τη μεγάλη και ισχυρή αυτή ελληνική πόλη καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια.

Οι Συρακούσιοι βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση, διότι οι νέοι τους σύμμαχοι δεν μπορούσαν να τους ενισχύσουν. Η άμυνα της πόλης στηρίχτηκε στις μηχανές του Αρχιμήδη, ενός από τους μεγαλύτερους μαθηματικούς της αρχαιότητας, που είχε σπουδάσει στην Αλεξάνδρεια. Αξιολογώντας τη συμβολή του, ο Πολύβιος σημειώνει ότι σε κάποιες εποχές μια ψυχή είναι αποτελεσματικότερη από όλο το πλήθος των ανδρών. Ο Αρχιμήδης, που έγινε θρύλος για την επινοητικότητά του, υπολόγιζε με μαθηματικούς τύπους την εμβέλεια των εκτοξευτήρων και κατέστρεφε τα πλοία των Ρωμαίων. Μάλιστα, όσα από αυτά πλησίαζαν στα τείχη, τα άρπαζε με γάντζους και τα ανύψωνε με τις περίφημες τροχαλίες του, προκαλώντας το δέος και τον τρόμο. Επινοώντας πλήθος αμυντικές τεχνικές, κατάφερε έτσι να κρατήσει τους πολιορκητές μακριά για δύο χρόνια. Όταν τελικά η πόλη έπεσε, έχασε και αυτός τη ζωή του, επιλύοντας έως την τελευταία στιγμή μαθηματικά προβλήματα. Κατά τη γνώμη του, που απηχούσε τη στάση των περισσότερων μαθηματικών της αρχαιότητας, η θεωρητική γνώση και η αφαιρετική κατανόηση είχαν πολύ μεγαλύτερη αξία για έναν ελεύθερο άνθρωπο από τις πρακτικές εφαρμογές, οι οποίες απλώς διευκολύνουν τη ζωή ή βρίσκονται στην υπηρεσία της ανάγκης. Λέγεται ωστόσο ότι, όταν συνειδητοποίησε τις απεριόριστες δυνατότητες εφαρμογών που η θεωρητική γνώση της μηχανικής μπορούσε να παράσχει, αναφώνησε ενθουσιασμένος: «Δώσε μου σημείο να σταθώ και τη γη την ίδια θα μετακινήσω.» Τέτοιο σημείο φυσικά δεν βρέθηκε, και ο μεγάλος πλούτος των Συρακουσών λεηλατήθηκε από τους Ρωμαίους.

Οι Ρωμαίοι πέτυχαν και άλλες νίκες στον μεγάλο πόλεμο εναντίον των Καρχηδονίων, αλλά οι ήττες τους εξακολουθούσαν να είναι καταστροφικές. Αποφασιστική τροπή στην αναμέτρηση έδωσε ο νεαρός στρατηγός τους Πόπλιος Κορνήλιος Σκιπίων, ο οποίος κατέλαβε τη Νέα Καρχηδόνα, γεγονός που έκρινε τον πόλεμο στην Ισπανία. Πολεμούσε εναντίον του Αννίβα από 17 ετών και διέθετε τεράστια πείρα. Μετά τη μεγάλη αυτή νίκη οι Ρωμαίοι εξουδετέρωσαν και τις μοναδικές ουσιαστικές ενισχύσεις που ο Αννίβας ανέμενε στην Ιταλία. Τέλος, ο Σκιπίων αποβιβάστηκε στην Αφρική και κατέστρεψε τις δυνάμεις των Καρχηδονίων, υποχρεώνοντάς τους να ανακαλέσουν τον Αννίβα.

Ο Αννίβας επέστρεψε στην Καρχηδόνα το 202 σε ηλικία 45 ετών. Είχε φύγει με τον πατέρα του για την Ισπανία όταν ήταν μόλις εννέα ετών, είχε αναλάβει στρατηγός στα 26 του και είχε περάσει 16 χρόνια στην Ιταλία πολεμώντας με τους Ρωμαίους. Πίσω στην πατρίδα του έδωσε την αποφασιστική μάχη της ζωής του στη Ζάμα και έχασε. Αποτιμώντας τη στρατηγική του ιδιοφυΐα, ο Πολύβιος θυμήθηκε τον ομηρικό στίχο: «Ήταν καλός μα βρήκε τον καλύτερό του.» Οι Καρχηδόνιοι υπέστησαν ολοκληρωτική ήττα. Παραδόθηκαν για δεύτερη φορά με όρους ταπεινωτικότερους από την πρώτη. Διατήρησαν τις πόλεις που κατείχαν πριν από τον πόλεμο στην Αφρική, τα ήθη και τους νόμους τους. Απέδωσαν ωστόσο όλους τους αιχμαλώτους και παρέδωσαν όλα σχεδόν τα μεγάλα πλοία τους και όλους τους ελέφαντες. Κατέβαλαν υπέρογκες αποζημιώσεις και δεσμεύτηκαν να μη διεξάγουν στο εξής πολέμους χωρίς την άδεια της Ρώμης. Ο ιστορικός της Ρώμης Τίτος Λίβιος ισχυρίστηκε ότι 500 πλοία παραδόθηκαν στις φλόγες. Ήταν σαν να καίγεται η ίδια η Καρχηδόνα. Για τον θρίαμβό του ο Σκιπίων ξεπέρασε σε δόξα κάθε Ρωμαίο στρατηγό πριν από αυτόν και επονομάστηκε Αφρικανός. Χάρη στις νίκες του η Ρώμη κυριαρχούσε πλέον σε ολόκληρη τη δυτική Μεσόγειο.

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ: Έξω από τον κόσμο των ανθρώπων

Όταν, πριν από ένα αιώνα, ο Ρίτσαρντ Μπακ (Dr. Richard Maurice Bucke, 1877-1902, Καναδός Ψυχίατρος, Αγγλικής Καταγωγής) μιλούσε για την Κοσμική Συνείδηση (απόψεις που κατέγραψε στο βιβλίο του «Cosmic Consciousness – A Study in the Evolution of the Human Mind»), αναφερόταν σε Μια Κατάσταση Ύπαρξης Απεριόριστη, πέρα από το εγώ, όχι απλά σαν μια Κατάσταση που είχαν βιώσει κάποιοι εξαιρετικοί άνθρωποι, όπως ο Βούδας (ή κι ο Ίδιος σε κάποια στιγμή της ζωής του) και προς την οποία εξελίσσεται το ανθρώπινο είδος, αλλά κυρίως σαν Μια Κατάσταση Ύπαρξης που όσο περνούν τα χρόνια θα βιώνουν όλο και περισσότεροι άνθρωποι.

Οι Μεγάλοι Σοφοί όλες τις εποχές με την Ελεύθερη Παρατήρηση όχι μόνο Γνώρισαν την Ανθρώπινη Φύση (τον Άνθρωπο) αλλά Βίωσαν ως το Απεριόριστο Βάθος την Αλήθεια της Ύπαρξής τους, την Ολότητα

Και τις παλιές εποχές που ελάχιστοι άνθρωποι επιχειρούσαν αυτό το Εσωτερικό Ταξίδι και Βίωναν Άμεσα την Πραγματικότητα – την Ενότητα Όλων, Εδώ, Τώρα – η Γνώση ήταν περιορισμένη και μεταδίδονταν από Διδάσκαλο σε μαθητή. Έτσι δημιουργήθηκαν τα θρησκευτικά κινήματα στην Ιστορία που εξελίχθηκαν όμως σε ανθρώπινες θρησκείες, απογυμνωμένες από το Μυστικό Βίωμα, σκέτες θεωρίες, λόγια χωρίς ουσία… μέχρι τη σημερινή διαφθορά.

Σήμερα όμως όλο και περισσότεροι άνθρωποι Γνωρίζουν την Ανθρώπινη Φύση και Βιώνουν την Ύστατη Πραγματικότητα της Ύπαρξής τους, την Ελεύθερη Ανοιχτή Συνείδηση που Αγκαλιάζει τα Πάντα και δεν έχει εμπόδια. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι Ζουν όντως στην Πραγματικότητα, στο Ιερό Βασίλειο της Κατανόησης, στην Χωρίς Όρια Χώρα της Αλήθειας, Όπου Όλα Είναι Ένα.

Αυτή ακριβώς η Κατάσταση Ύπαρξης είναι η Ιερή Κοινότητα, Μια Άμεση Εμπειρία της Πραγματικότητας που Βιώνουν Όλοι Όσοι έχουν υπερβεί τον κόσμο της διττότητας (της σκέψης, του εγώ), Μια Κοινή Συνείδηση που «Μοιράζονται» Όλοι, Όσοι Εισέρχονται σε Αυτή την Κατάσταση.

Σε αυτόν τον Κόσμο Ζούμε και σε αυτόν τον Κόσμο μπορεί να Ζει ο καθένας, όποιος το επιθυμεί… πάνω από τον κόσμο των ανθρώπων, πέρα από τον ανθρώπινο πολιτισμό που μόνο δυστυχία προκαλεί στους ανθρώπους.

Είτε το θέλει είτε όχι, όποιος Βιώνει την Απόλυτη Πραγματικότητα είναι έξω από την κοινωνία των ανθρώπων, έξω από τον τρόπο σκέψης τους, έξω από τις δραστηριότητές τους. Ζει στο Φως, στην Ησυχία, στην Ηρεμία και Βιώνει την Ενότητα των Πάντων. Είναι Ένα με το Σύμπαν, τον Ουρανό, τη θάλασσα, το πουλί που πετάει, το χώμα, την πέτρα, το κάθε τι.

Αυτός ο Άνθρωπος Ζει Μια Κατάσταση Ειρήνης. Γιατί Όλα Είναι Ένα και δεν υπάρχει παρά μόνον Αυτό, η Αντίληψη, η Παρατήρηση. Δεν υπάρχει παρατηρητής, δεν υπάρχει διαχωρισμός παρατηρητή-παρατηρούμενου, υποκειμένου-αντικειμένου, εγώ-κόσμου… Όλα Είναι Ένα.

Σε Αυτή την Κατάσταση Ζουν πάντα όλοι οι σοφοί του κόσμου κι όσοι ακολουθούν την Σοφία της Ζωής, την Ανθρώπινη Φύση τους, την Ειρήνη, την Αγάπη.

Αυτό είναι το «Μυθικό» Βασίλειο της Αιωνιότητας. Είναι Μια Πνευματική Κατάσταση που Αγκαλιάζει τα Πάντα κι όχι ένας φυσικός τόπος κάπου στη γη.

Αυτό είναι το Βασίλειο της Αλήθειας (του Αδημιούργητου) που Ζούσε ο Βούδας.

Και σε αυτό το Βασίλειο της Αλήθειας, όπου Όλοι οι Άνθρωποι μπορούν να Μπουν (γιατί από την Φύση τους έχουν αυτή την Δυνατότητα) Ζουν και σήμερα πολλοί άνθρωποι. Άνθρωποι που Ζουν την Ενότητα της Ύπαρξης κι έχουν εγκαταλείψει εγώ, νοοτροπίες, συμφέροντα, περιουσίες… όλα τα εμπόδια. Όταν θέλεις να ανέβεις το βουνό πρέπει να το κάνεις μόνος σου χωρίς βάρη. Θα ήταν ανόητο να φορτωθείς ένα τσουβάλι πέτρες, άχρηστες, ασήκωτες και να θες να ανέβεις στην κορυφή… δεν θα φτάσεις ούτε στις πλαγιές.

Για να Εισέλθεις στον Ιερό Χώρο του Βασιλείου της Αλήθειας πρέπει να είσαι Μόνος και Απόλυτα Ειλικρινής. Δεν μπορείς να φέρεις εδώ το «εγώ», το «θέλω», το «δικό» μου. Θα φανεί αμέσως ότι είσαι κάλπικος. Πρέπει να τα εγκαταλείψεις όλα πίσω σου αν θέλεις να Μπεις στο Βασίλειο του Αδημιούργητου. Μόνο τότε θα Είσαι Θεός, όταν δεν θα έχεις πιά τίποτα «ανθρώπινο». Είναι ο δύσκολος δρόμος που Οδηγεί όμως στη Χαρά.

Ο άλλος δρόμος είναι ο εύκολος δρόμος των ανθρώπων (του εγώ, του θέλω, του δικού μου…) που οδηγεί όμως στην απώλεια…

Υπάρχει ένα και μόνο μυστικό κριτήριο που ξεχωρίζει τον Αληθινά Φωτισμένο από τον «δήθεν». Το Γνωρίζουν οι Φωτισμένοι κι έτσι μπορούν να αναγνωρίζονται μεταξύ τους.

Ο Πήγασος, ο Ποσειδώνας, η Μέδουσα, αλληγορίες και συμβολισμοί.

Ο Πήγασος σύμφωνα με την αρχαία Ελληνική μυθολογία γεννήθηκε από την συνεύρεση της Μέδουσας και του Θεού της θάλασσας Ποσειδώνα.

Η σχέση του Θεού Ποσειδώνα με το άλογο αναφέρεται σε πολλούς μύθους. Σύμφωνα με τον θεσσαλικό μύθο, ο Θεός άφησε να προβάλλει ο πρώτος ίππος στον κόσμο κτυπώντας με την τρίαινα του το βράχο, γι’ αυτό και προσφωνείται και Πετραίος.

Κατά τον μύθο της ένωσης του με την Θεά Δήμητρα (Γη-μήτηρ) εκείνη, προσπαθώντας να τον αποφύγει, μεταμορφώθηκε σε φοράδα και εκείνος σε άτι και από την ένωσή τους γεννήθηκε ο ίππος Αρ(ε)ίων.

Ο Πήγασος ήταν ένα άλογο με φτερά. Η ετυμολογία του ονόματος ίσως προέρχεται είτε από την λέξη πηγή συν παραγωγικό επίθημα -ασος, είτε από την λέξη πηγός που σημαίνει ισχυρός συν το παραγωγικό επίθημα- άσος.

Ο Πήγασος ως άλογο, ίσως αλληγορεί και υποκρύπτει την πηγή του παρ άλογου τμήματος του ανθρώπινου νου, το όποιο παρασύρει με ισχύ, τον άνθρωπο προς ενστικτώδεις και παρορμητικές δράσεις και αντιδράσεις του κατώτερου εαυτού. Ο άνθρωπος όμως προορίζεται για ανώτερες σκέψεις, λόγους και δράσεις , όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Πλάτων στον Κρατύλο(399 c):

«το όνομα άνθρωπος σημαίνει ότι τα άλλα θηρία απ’ όσα βλέπουν τίποτε δεν ερευνούν ούτε συλλογίζονται ούτε παρατηρούν με προσοχή (ἀναθρεῖv), ό άνθρωπος όμως συγχρόνως βλέπει -και αυτό είναι το ὄπωπε- και παρατηρεί με προσοχή (ἀναθρεῖ) και συλλογίζεται εκείνο που έχει (δηλ. ὄπωπε). Απ’ αυτό λοιπόν βγαίνει ότι από τα θηρία μόνο ο άνθρωπος σωστά ονομάστηκε άνθρωπος , «ο εξετάζων όσα έχει δει» (ἀναθρῶν ἃ ὄπωπε)…»

Οι πρόγονοι του Πήγασου, ίσως μας υποδείξουν περισσότερα για την υποκρύπτουσα φύση του Πήγασου. Ο Ποσειδώνας ως εξουσιαστής των υδάτων, των σεισμών, συμβολίζει την αέναη κίνηση και τη ρευστότητα, ιδιότητες του υγρού στοιχείου που αντιστοιχούν σε ανθρώπινο επίπεδο, στον κόσμο των συναισθημάτων. Και αυτό διότι τα συναισθήματά μας μεταβάλλονται ανάλογα με τις συνθήκες και το περιβάλλον.

Σύμφωνα με τον Πλάτωνα ( Κρατύλος) το όνομα «Ποσειδών», προέρχεται από την λέξη «ποσίδεσμος», λόγω του ότι Θεός είναι «ικανός να δένει τα πόδια». Ο ποσίδεσμος Ποσειδών δένει τα πόδια στον καθηλωμένο από τις συναισθηματικές εξαρτήσεις άνθρωπο.

Η Μέδουσα ως μητέρα του Πήγασου, συμβολίζει την σκοτεινή πλευρά του υποσυνείδητου, τις ανθρώπινες φοβίες, τα ένστικτα και τα πάθη που καθηλώνουν τον άνθρωπο, τον καθηλώνουν, τον παγιδεύουν σε ένα χαοτικό φαύλο κύκλο αδράνειας, για αυτό και η Μέδουσα «πετρώνει» όποιον την κοιτά.

Δεν είναι τυχαίο πως η θεάς τη σοφίας Αθήνα, συνδέεται με το φόνο της Μέδουσας από τον ήρωα Περσέα. Η θεά Αθηνά δίνει στον Περσέα, την ασπίδα και ο Ερμής τα φτερωτά σανδάλια, ώστε αυτός να φονεύσει την Μέδουσα. Το λογικό και το παράλογο οι δύο αυτές αντίρροπες δυνάμεις δώρα των θεών και τα δύο, αντιμάχονται η μία την άλλη στον πρωτόγονο άνθρωπο.

Ο Περσέας ο εξιδανικευμένος άνθρωπος πρέπει να ιππεύσει τον γόνο του Ποσειδώνα και της Μέδουσας, να τιθασεύσει το παράλογο, τους αρχέγονους φόβους, τις δεισιδαιμονίες, τα ζωώδη ένστικτα, ο ήρωας είναι ο φορέας του συνειδητού, της εκλογίκευσης, του πολιτισμού. Ο Πήγασος χάνει τα φτερά του, υποτάσσεται στην υπηρεσία του έλλογου ανθρώπου.

Η νίκη του ανθρώπου στις αρχέγονες Φοβίες που παριστάνονται ως τερατόμορφες αφύσικες υπάρξεις, απεικονίζονται για αυτό τον λόγο ως η νίκη του έλλογου ανθρώπου στο άλογο στις μετόπες του ναού της Σοφίας του Παρθενώνα, καθώς ω γνωστόν,δεν υπάρχει πιο άγριο θηρίο από τον άνθρωπο, όταν κατέχει δύναμη ίση με τα πάθη του.

Μπροστά, σε αυτό τον κόσμο του χάους και του παραλόγου, η θέα Αθηνά αντιπροσωπεύει τον κόσμο της νόησης, τον Νου. Είναι αυτή που διατηρεί την τάξη, τα όρια της σύμβασης που συνθέτουν την ανθρώπινη διάσταση. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι η Θεά της Σοφίας προστατεύει και υποστηρίζει ήρωες που θεμελιώνουν την ύπαρξη τους στην διανόηση, όπως για παράδειγμα ο Οδυσσέας, ή ο Περσέας.

Η Αθηνά μετά την εξόντωση της Μέδουσας την τοποθέτησε στο στήθος της, αφομοιώνοντας την δύναμη της. Αντί να επιθυμεί απλώς ένα σύμβολο της αρχέγονης δύναμης της Μέδουσας, η Αθηνά θέλει να «αφομοιώσει» την δύναμη της αναφέρει χαρακτηριστικά ο Παυσανίας. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πως ακόμα και εάν τιθασεύσεις κάτι που ούτως ή άλλως υπάρχει στα γονίδια και στην ψυχοσύνθεση σου, δεν μπορείς να το εξαφανίσεις οριστικά, απλά το αδρανοποιείς.

Μπορείς να το απωθήσεις στο βάθος του υποσυνείδητου σου, αλλά και να βρίσκεσαι σε μία διαρκή εγρήγορση για την διαχείριση του. Οι φόβοι μας δεν εξαφανίζονται έτσι απλά, οφείλουμε να βρούμε τρόπους να τους διαχειριστούμε.

Σε ένα τέτοιο ψυχολογικό πλαίσιο, η εξόντωση της Μέδουσας από την Αθηνά αλληγορεί, πως σκοτώνοντας την Μέδουσα δεν σκότωσε τα ένστικτα, τα πάθη και τους συμβολισμούς που φέρει η Μέδουσα, αλλά τα «ενσωμάτωσε» μέσα της. Και επειδή τα «ενσωμάτωσε» μέσα της, μπορεί και το διαχειρίζεται.

Οφείλεται ιδιαίτερα στην φύση της Αθηνάς, η διατήρηση των δύο καταστάσεων της τάξης του Νου και της σοφίας και του χάους της Μέδουσας, του συνειδητού και του ασυνείδητου, σε αρμονική συνύπαρξη. Δικό της δώρο είναι το ότι βλέπουμε να κατανοήσουμε ολιστικά τον εσωτερικό αλλά και εξωτερικό κόσμο. Μόλις χαθεί αυτή η σχέση, έχουμε μόνο αδρανή ύλη και διάνοια που έχει χάσει το στόχο της. Κάτ' αυτόν τον τρόπο, ο υλικός κόσμος γίνεται εχθρικός και απόμακρος.

Για τον ίδιο λόγω όπως προαναφέρθηκε οι αρχαίοι Έλληνες, απεικόνισαν καλλιτεχνικά στις μετόπες του ναού της σοφίας, του Παρθενώνα την Τιτανομαχία και την Κενταυρομαχία, συμβολίζοντας την καταλυτική υπεροχή της ηθικής και της λογικής, απέναντι στο παράλογο και ανεξέλεγκτο συναίσθημα.

Στο εξωτερικό τμήμα του ναού, αναδεικνύεται ο ασταμάτητος πόλεμος πνεύματος και ύλης, λογικής και παραλόγου. Όπως ακριβώς η Παρθένα Αθηνά γεννήθηκε δίχως, μητέρα μέσα από το κεφάλι του Δία, έτσι και ο άνθρωπος που γνωρίζει ποια είναι η πραγματική του υπόσταση, έχει κατακτήσει συνεπώς το « γνώθι σαυτόν», εντός του ναού αποτίει τιμή στην πραγματική του φύση, η οποία είναι ομοούσια προς τους θεούς. Στο εσωτερικό του ναού κατοικεί η θέα της νόησης και της σοφίας, όπως και στο εσωτερικού του ανθρώπου βρίσκεται ο θεϊκός σπινθήρας του ανθρώπου.

Στο μεγάλο ταξίδι του βίου κάθε άνθρωπος αντικρίζει το προσωπείο της Μέδουσας. Η δημιουργία και η σύνθεση, όπως και η υπέρβαση της υλικής μας υπόστασης, συνιστούν τα αναγκαία βάθρα της πραγματικής ζωής. Η ζωή είναι μια κίνηση, μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με το άγνωστο, το τυχαίο και το ανέλπιστο. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Νίκος Καζαντζάκης στην Ασκητική:

«Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο∙ καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο∙ το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή….Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή∙ κάθε στιγμή γεννιόμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία…Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει∙ σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές∙ μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου».

Κάθε ένας από μάς καλείται ως ένας άλλος Περσέας να αφυπνιστεί, να εξυψώσει τις δράσεις του ώστε να μπορέσει να φτάσει μέσω αυτών στην αθανασία, στην παρουσία δηλαδή κάποιων στοιχείων του ανθρώπου και μετά το θάνατό του.

ΟΙ «ΙΟΥΔΑΙΟΙ» ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ

Το 218 μ.Χ. ένας περιτετμημένος ιερέας του σημιτικού θεού Βάαλ, σημιτικής καταγωγής, θερμός υποστηρικτής του ιουδαϊσμού, ο Ηλιογάβαλος, έγινε αυτοκράτορας της Ρώμης. Πρώτο μέλημα του Ηλιογάβαλου, άμα τη αναλήψει της εξουσίας, ήταν να επιβάλει δια της βίας την λατρεία του σημιτικού θεού Βάαλ σε όλη την αυτοκρατορία. Είναι γνωστό ότι είχε κάνει την ιουδαϊκή περιτομή και είχε μεταφέρει τα εμβλήματα μιας σκοτεινής ιουδαϊκής σέχτας - λατρείας, της οποίας ήταν ιερέας, σε αυτήν την ίδια την Ρώμη.

Μάρκος Αυρήλιος Αντωνίνος

Ο τελευταίος μεγάλος Αυτοκράτωρ της Ρώμης υπήρξε ο φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος. Ο Μάρκος Αυρήλιος Αντωνίνος Αύγουστος (Imperator Caesar Marcus Aurelius Antoninus Augustus), (26 Απριλίου 121 - 17 Μαρτίου 180 μ.Χ.), ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 161 έως το 180 μ.Χ. Κυβέρνησε ως συναυτοκράτορας με τον Λεύκιο Βέρο από το 161 έως το θάνατο του Βέρου το 169. Ήταν ο τελευταίος από τους "Πέντε Καλούς Αυτοκράτορες" και θεωρείται επίσης ως ένας από τους σημαντικότερους στωικούς φιλοσόφους.

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία νίκησε την αναγεννημένη Παρθική Αυτοκρατορία στην Ανατολή. Επίσης πολέμησε εναντίον των γερμανικών φυλών στη Γαλατία και τον Δούναβη, ενώ σημειώθηκε και μία στάση εναντίον του, στην Ανατολή, από τον Αβίδιο Κάσσιο, η οποία απέτυχε.

Ο Μάρκος Αυρήλιος έγραψε το περίφημο έργο "Έις εαυτόν", στα ελληνικά, κατά τη διάρκεια των εκστρατειών του. Ακόμη και σήμερα θεωρείται ως έργο μνημείο για μια διακυβέρνηση με γνώμονα το καθήκον και την εξυπηρέτηση του συνόλου. Ο Μάρκος Αυρήλιος διδάχθηκε από μερικούς από τους καλύτερους διανοούμενους της εποχής του. Ο Ευφορίων τον δίδαξε λογοτεχνία, ο Γεμίνος το δράμα, ο Άνδρων τη Γεωμετρία, ο Κάνινος Κέλερ καί ο Ηρώδης ο Αττικός την ελληνική ρητορική. Ο Αλέξανδρος ο Κοτυεύς τον δίδαξε την Ελληνική γλώσσα καί ο Μάρκος Κορνήλος Φρόντων τη Λατινική γλώσσα.

Ο θάνατος του Μάρκου Αυρήλιου θεωρείται από πολλούς ως το τέλος της περίφημης Ρωμαϊκής Ειρήνης (Pax Romana).

Ο διάδοχος του Μάρκου Αυρηλίου υπήρξε ο Κόμμοδος, που τα εγκλήματά του και η αναξιότητά του τον οδήγησαν σε ένα φρικτό τέλος. Ο Κόμμοδος υπήρξε ένας κακός αυτοκράτορας και στρατηγός, ένας εγωιστής με ψυχονευρωτικά προβλήματα.

Αμέσως μετά την δολοφονία του Κομμόδου αρχίζει μία περίοδος αναρχίας για την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Μετά τον Κόμμοδο, την Ρώμη κυβερνήσανε για περισσότερα από σαράντα χρόνια Αυτοκράτορες σημιτικής καταγωγής, οι οποίοι διέλυσαν κυριολεκτικά τις δομές του κράτους, τα ήθη και τα έθιμα της Ρώμης και κατέστρεψαν μεθοδικά όλο τον πανάρχαιο Ελληνορωμαϊκό μεσογειακό κόσμο. Προετοίμασαν έτσι την πνευματική και φυσική εισβολή των ανατολικών θρησκειών σε όλα τα πέρατα του Ελληνομεσογειακού κόσμου.

ΕΝΑΣ «ΙΟΥΔΑΙΟΣ» ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΡΩΜΗ, Ο ΛΕΥΚΙΟΣ ΣΕΠΤΙΜΙΟΣ ΣΕΒΗΡΟΣ ΓΕΤΑΣ.

Ο Λεύκιος Σεπτίμιος Σεβήρος Αύγουστος (Lucius Septimius Severus Augustus), 11 Απριλίου 146 - 4 Φεβρουαρίου 211 μ.Χ.), γνωστός και ως Σεβήρος, ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 193 έως το 211 μ.Χ.

Ένα κενό εξουσίας υπήρξε μετά το τέλος του Κομμόδου και ξαφνικά από το πουθενά Αυτοκράτωρ της Ρώμης έγινε ο διοικητής των Λεγεώνων της Παννονίας Λεύκιος Σεπτίμιος Σεβήρος Γέτας. Έγινε Αυτοκράτορας δια της δωροδοκίας, αφού υποσχέθηκε σε κάθε στρατιώτη που είχε υπό τας διαταγάς του 12.000 δραχμές (ποσό τεράστιο για εκείνη την εποχή) εάν τον βοηθήσουν να ανέλθει στον θρόνο.
Ο Σεπτίμιος είχε γεννηθεί στην Αφρική το 146 μ.Χ. και ήταν σημιτικής καταγωγής.

Μιλούσε δε με βαριά σημιτική προφορά τα λατινικά και είχε σπουδάσει στην Αθήνα. 

Κατά την διάρκεια μάλιστα των σπουδών του στην Αθήνα είχε νιώσει προσβολή από την περιφρόνηση των Αθηναίων για την βάρβαρη συμπεριφορά του και ένα από τα πρώτα μέτρα που πήρε σαν Αυτοκράτορας ήταν να περιορίσει τα δικαιώματα μίας κατ' ουσίαν ελευθέρας πόλεως, που ήταν η Αθήνα για πολλούς αιώνες, δικαιώματα που της είχαν τιμητικά παραχωρήσει πολλοί από τους Αυτοκράτορες της Ρώμης.

Όπως γράφουν οι ιστορικοί της εποχής του, χωρίς κανέναν δισταγμό έλεγε ψέματα και αγαπούσε τα χρήματα περισσότερο από την τιμή και την αρετή. 

Το πρώτο που έκανε παίρνοντας την εξουσία ήταν να καταδικάσει σε θάνατο μεγάλο αριθμό συγκλητικών και να ξεκληρίσει κυριολεκτικά την Αριστοκρατία της Ρώμης, δημεύοντας ακόμη και τις περιουσίες τους. Καθώς λέγουν είχε καταστήσει προσωπική του ιδιοκτησία την μισή σχεδόν Ιταλική χερσόνησο. Αφαίρεσε επίσης τα προνόμια από όλες τις αυτόνομες πόλεις της Ιταλίας και της Ελλάδος. Ο Σεπτίμιος σαν γνήσιος σημίτης ήταν βαθιά δεισιδαίμων και είχε δίπλα του μια στρατιά μάγων και ιερέων σκοτεινών θρησκειών της Ανατολής για να του ερμηνεύουν τους οιωνούς και τα όνειρά του.

Ο «ΙΟΥΔΑΙΟΣ» ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΕΣΦΑΞΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΔΡΕΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ.

Σκληρός υπήρξε επίσης ο Σεπτίμιος Σεpήρος και απέναντι στην ένδοξη πόλη του Βυζαντίου, την οποία πολιόρκησε και κατέστρεψε. Στην συνέχεια έσφαξε σχεδόν όλους τους άνδρες της πόλεως και κατήργησε την ελευθερία και την αυτονομία της. Γκρέμισε επίσης και τα τείχη του Βυζαντίου, για να είναι εύκολη βορά στις εισβολές των βαρβάρων, που ήλθαν μερικά χρόνια αργότερα.

Ο «ΙΟΥΔΑΙΟΣ» ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΣΦΡΑΓΙΣΕ ΚΑΙ ΕΞΑΦΑΝΙΣΕ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ 

Κατά ένα παράξενο τρόπο ο Σεπτίμιος συνδέεται και με το μυστήριο γύρω από τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αφού είναι αυτός που διέταξε να σφραγισθεί ο τάφος του Μεγάλου Μακεδόνα, ώστε να μη μπορεί ο λαός να πηγαίνει και να προσκυνά το Νεκρικό μνημείο του Έλληνα Στρατηλάτη.
Μετά την ενέργεια αυτή σταματούν οι αναφορές στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Έξι χρόνια μετά την άνοδό του στον θρόνο ο Σεπτίμιος παντρεύτηκε μία πλούσια γυναίκα από την Συρία, που ήταν κόρη ιερέως του θεού Ηλιογάβαλου (Ελαγάβαλου ), που αποτελούσε μια σκοτεινή οργιαστική θεότητα των Σημιτών.

Ο «ΙΟΥΔΑΙΟΣ» ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΚΑΡΑΚΑΛΛΑΣ

Το 211 μ.Χ. ο Σεπτίμιος πέθανε κατά την διάρκεια εκστρατείας του στην Βρετανία και τον διαδέχθηκε ο γιος του Καρακάλλας.

Ο Καρακάλλας (Marcus Aurelius Severus Antoninus Pius Augustus, 4 Απριλίου 188 - 8 Απριλίου 217 μ.Χ.), επίσημα γνωστός ως Αντωνίνος, ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 198 έως το 217. Μέλος της δυναστείας των Σεβήρων, ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Σεπτίμιου Σεβήρου και της Ιουλίας Δόμνας. Ο Καρακάλλας βασίλεψε από κοινού με τον πατέρα του από το 198 μέχρι τον θάνατο του Σεβήρου το 211. Στη συνέχεια ο Καρακάλλας κυβέρνησε από κοινού με τον μικρότερο αδελφό του Γέτα, με τον οποίο είχε μία έντονη σχέση, μέχρι τη δολοφονία του Γέτα αργότερα το ίδιο έτος. 

Η βασιλεία του Καρακάλλα χαρακτηρίστηκε από εγχώρια αστάθεια. Ένα χρόνο μετά την άνοδό του στην εξουσία, ο Καρακάλλας σκότωσε την γυναίκα του και τον αδερφό του Γέτα μπροστά στα μάτια της μητέρας τους και επιδόθηκε σε έναν πρωτοφανή διωγμό όσων θεωρούσε ότι μπορεί να ήσαν οπαδοί του αδελφού του.

Είκοσι χιλιάδες πολίτες καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ διατάχθηκε και η εκτέλεση τεσσάρων Εστιάδων, που ήταν Ιέρειες της πιο παλαιάς και ιερής λατρείας της Αρχαίας Ρώμης. 

Ο Καρακάλλας είναι αυτός που έδωσε το δικαίωμα του ελεύθερου πολίτη σε όλους τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας, θέλοντας να δημιουργήσει μία πολυεθνική πανσπερμία, θέλοντας να δημιουργήσει την «παγκοσμιοποίηση» της εποχής του πάνω στην οποία θα μπορούσε χωρίς αντίδραση να κυβερνά.

Ο ΜΟΝΙΜΟΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΚΑΛΛΑ ΗΤΑΝ Ο ΑΚΜΑΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ.

Ο «ΙΟΥΔΑΙΟΣ» ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΚΑΡΑΚΑΛΛΑΣ ΕΣΦΑΞΕ ΜΕΘΟΔΙΚΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΕΝΗΛΙΚΕΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ. 

Ο μεγάλος φόβος του Καρακάλλα ήταν ο Ακμαίος Ελληνισμός της Αλεξανδρείας, της μόνης πόλεως, που από πολλές πλευρές μπορούσε να ανταγωνισθεί την Ρώμη. 

Χωρίς να έχει ξεσπάσει καμία επανάσταση, αλλά βασιζόμενος σε υποψίες, ο Καρακάλλας εξεστράτευσε κατά της Αλεξανδρείας και επέβλεψε προσωπικά, σύμφωνα με τους ιστορικούς της εποχής, την σφαγή όλων των ικανών να φέρουν όπλα Ελλήνων της Αλεξανδρείας.

Όταν οι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας άκουσαν τους ισχυρισμούς του Καρακάλλα ότι σκότωσε τον Γέτα σε αυτοάμυνα, σατίρισαν τον ισχυρισμό του, όπως και άλλες ιδιαιτερότητές του. Η απάντηση του Καρακάλλα σε αυτή την προσβολή ήταν άγρια. Το 215 μ.Χ. κατέσφαξε την αντιπροσωπεία των Ελλήνων της πόλης που συγκεντρώθηκε ανυποψίαστη μπροστά στην πόλη να τον προϋπαντήσει. Κατόπιν προχώρησε σε λεηλασία της Αλεξάνδρειας και σύμφωνα με τον ιστορικό Δίωνα Κάσσιο, σφαγιάστηκαν πάνω από 20.000 Έλληνες.

Μετά την λεηλασία της πόλεως το 215 μ.Χ. επισκέφθηκε τον σφραγισμένο, σύμφωνα με εντολή του πατέρα του, τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ταξιδεύοντας από την Έδεσσα προς την Παρθία, δολοφονήθηκε από τον Ιούλιο Μαρτιάλη, έναν από τους ακολούθους του σε έναν δρόμο κοντά στη Χαρράν (την αρχαία Ελληνόπολη), την ώρα που ουρούσε, στις 8 Απριλίου του 217. Ο Μαρτιάλης σκοτώθηκε επί τόπου από έναν τοξότη της φρουράς. Τον Καρακάλλα διαδέχθηκε στην εξουσία ο επικεφαλής της φρουράς των πραιτωριανών Μακρίνος (Macrinus).

O ΠΕΡΙΤΕΤΜΗΜΕΝΟΣ ΒΑΡΙΟΣ ΑΒΙΤΟΣ- ΗΛΙΟΓΑΒΑΛΟΣ

Τον Καρακάλλα διαδέχθηκε ένας μακρινός συγγενής του, ο Βάριος Άβιτος, που ήταν ιερέας του σημιτικού θεού Βάαλ. Του εβραϊκού θεού του βορείου βασιλείου του Ισραήλ, που ήταν κερασφόρος, εδέχετο ανθρωποθυσίες και που το σύμβολό του ομοιάζει καταπληκτικά με το σύμβολο που φέρει σήμερα η σημαία του Ισραήλ. Έγινε δηλαδή αυτοκράτορας της Ρώμης ένας σημίτης ιερέας ενός σκοτεινού θεού. Σαν αυτοκράτορας πήρε το όνομα Ηλιογάβαλος (αυτοκράτορας από το 218 έως το 222 μ.Χ.). Έγινε περίφημος για την ομορφιά του και την εκκεντρική συμπεριφορά του. Κυβέρνησε, τρόπος του λέγειν, σε μια περίοδο απόλυτης παρακμής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Το πραγματικό του όνομα ήταν Βάριος Άβιτος Βασσιανός, ενώ το Ηλιογάβαλος (από ορισμένους Έλληνες συγγραφείς αναφέρεται και ως Ελαγάβαλος) προήλθε από το ιερατικό του λειτούργημα. Έμεινε στην ιστορία για την εκκεντρική και προκλητική συμπεριφορά του καθώς και για την επιβολή στον ρωμαϊκό κόσμο της λατρείας του Θεού Βάαλ.

Ο Βάριος Άβιτος Βασσιανός, γεννήθηκε στην πόλη Έμεσα της Συρίας (σημερινή Χομς) το 204. Παιδί ακόμα έγινε αρχιερέας του θεού του ηλίου Βάαλ, που λατρευόταν στην περιοχή του με την ονομασία Ελά Γκαμπάλ, εξού και το προσωνύμιό του Ηλιογάβαλος (Heliogabalus ή Elagabalus).

Μετά τη δολοφονία του αυτοκράτορα Καρακάλα (217), την ανάληψη της εξουσίας ανέλαβε προσωρινά ο αρχηγός των πραιτωριανών Μακρίνος. Η μητέρα του Ηλιογάβαλου, Ιουλία Σωαιμιάς, και η γιαγιά του, Ιουλία Μαίσα, (συγγενής του ιδρυτή της δυναστείας των Σεβήρων, Σεπτίμιου Σεβήρου), τον παρουσίασαν ως νόθο γιο του Καρακάλα, κερδίζοντας την εύνοια του στρατού και της Συγκλήτου. 

Στην αποφασιστική μάχη της Αντιόχειας (8 Ιουνίου του 218), οι λεγεώνες του Ηλιογάβαλου επικράτησαν του στρατού του Μακρίνου και το νεαρό παιδί αναγορεύτηκε αυτοκράτορας της Ρώμης, σε ηλικία μόλις 14 ετών, με το όνομα Μάρκος Αυρήλιος Αντωνίνος Αύγουστος.

Πρώτο μέλημα του Ηλιογάβαλου άμα τη αναλήψει της εξουσίας ήταν να επιβάλει δια της βίας την λατρεία του Βάαλ σε όλη την αυτοκρατορία. Δεν δίστασε να θανατώσει πολλούς έμπειρους στρατιωτικούς και ανώτερους αξιωματούχους, που αντιτάχθηκαν στην απόφασή του αυτή. Τον νέο κύκλο του αυτοκράτορα αποτελούσαν τώρα άνδρες που ξεχώριζαν για την ομορφιά τους και την ταπεινή και ξενική καταγωγή τους. 

Οι ιστορικοί της εποχής αναφέρουν ότι ξόδευε αμύθητα ποσά για συμπόσια και όργια. Όταν χρειαζότανε να ταξιδέψει 600 άμαξες μετέφεραν τις αποσκευές του και τις ερωμένες του.
Είναι γνωστό ότι είχε κάνει περιτομή και είχε μεταφέρει τα εμβλήματα της σκοτεινής σημιτικής λατρείας, της οποίας ήταν ιερέας σε αυτήν την ίδια την Ρώμη.

Ήταν θερμός υποστηρικτής του ιουδαϊσμού τον οποίον ενίσχυε με κάθε τρόπο.

Η εν γένει εκκεντρική συμπεριφορά του και πολύ περισσότερο τα ομοφυλοφιλικά όργια στα οποία συμμετείχε προκάλεσαν τη συντηρητική κοινωνία της Ρώμης.

Η Ρώμη βούιζε για την ακόλαστη ζωή του νεαρού αυτοκράτορα, που δεν κρατούσε ούτε τα προσχήματα. Λεγόταν ότι συνήθιζε να φορά γυναικεία ρούχα, να μακιγιάρεται και να επιδίδεται σε γυναικείες εργασίες, ενώ διασκέδαζε αφάνταστα εμφανιζόμενος ως πόρνη στα καπηλειά της Ρώμης. Νυμφεύτηκε πέντε φορές, αλλά ο μόνιμος δεσμός του ήταν αυτός με τον ευσταλή αρματοδρόμο Ιεροκλή, τον οποίο αποκαλούσε «ο άντρας μου». Δεν ενδιαφερόταν καθόλου για το αξίωμά του και τη διοίκηση του κράτους την είχε αφήσει στα χέρια της μητέρας, της γιαγιάς και της θείας του. 

Τα νέα ήθη που κόμιζε ο Ηλιογάβαλος προσέβαλαν τη ρωμαϊκή κοινωνία και σε συνδυασμό με τη διοικητική του ανικανότητα γρήγορα τον κατέστησαν μισητό στους Ρωμαίους πολίτες. Η γιαγιά του, Ιουλία Μαίσα, το αντιλήφθηκε έγκαιρα και τοποθέτησε δίπλα του ως Καίσαρα τον 14χρονο εξάδελφό του Αλέξανδρο Σεβήρο. Ο Ηλιογάβαλος κατάλαβε ότι θα παραμεριζόταν και προσπάθησε να βγάλει από τη μέση τον Αλέξανδρο. Τότε ανέλαβαν δράση οι πραιτοριανοί. Στις 11 Μαρτίου του 222 σκότωσαν τον Ηλιογάβαλο και την μητέρα του, πέταξαν το πτώμα του στον Τίβερη και ανακήρυξαν αυτοκράτορα τον Αλέξανδρο Σεβήρο.

Ο «ΑΡΧΙΣΥΝΑΓΩΓΟΣ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ» AYTOΚΡΑΤΟΡΑΣ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ ΣΕΒΗΡΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ 

Ο Αλέξανδρος Σεβήρος (Marcus Aurelius Severus Alexander), 1 Οκτωβρίου 208 – 19 Μαρτίου 235 μ.Χ.) ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 222 έως το 235.

Μετά την δολοφονία του Ηλιογάβαλου από τους Πραιτωριανούς, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας ένας άλλος σημίτης, μακρινός συγγενής του, που ονομάσθηκε Σεβήρος Αλέξανδρος.

Ο νέος αυτοκράτορας της Ρώμης δίπλα από την κατοικία του είχε έναν ναό στον οποίο ευρίσκοντο οι εικόνες του Διός, του Ορφέως, του Αβραάμ και του Χριστού. 

Η «πανθρησκεία» της τότε "παγκοσμιοποίησης" είχε αρχίσει να λαβαίνει σάρκα και οστά .
Καθόλου τυχαία οι Έλληνες ρήτορες της Αντιοχείας και της Αλεξανδρείας τον αποκαλούσαν «Ιουδαίο αρχισυνάγωγο».

Το 235 μ.Χ. ο Σεβήρος Αλέξανδρος βρισκόταν σε εκστρατεία στην Ανατολική Γαλατία. Σύμφωνα με συμβουλή των σημιτών ιερέων που τον περιέβαλαν, είχε αποφασίσει να προσφέρει στον εχθρό ένα τεράστιο, ποσό για να εξασφαλίσει την ειρήνη, Οι λεγεώνες αρνούμενες να υποστούν τέτοιο εξευτελισμό εστασίασαν. Ανακήρυξαν αυτοκράτορα έναν γίγαντα από την Θράκη, τον Μαξιμίνο, που ήταν ο διοικητής των λεγεώνων της Παννονίας και δολοφόνησαν τον σημίτη αυτοκράτορα και την ακολουθία του.

Τα επόμενα 35 χρόνια ήταν τα χρόνια της στρατιωτικής αναρχίας, που διέλυσαν κυριολεκτικά την Ρώμη. 

Μέσα σε 35 χρόνια ανέβηκαν στον θρόνο της Ρώμης 37 Αυτοκράτορες! 

Η Ρώμη και ο Ελληνομεσογειακός πολιτισμός είχαν γονατίσει και η αρχή του τέλους είχε γίνει από τον Σημίτη Σεπτίμιο και είχε τελειώσει με τον «Αργισυνάγωγο» Αλέξανδρο Σεβήρο. 

Τον επόμενο αιώνα επικράτησε στην Μεσόγειο ο Χριστιανισμός και σε τριακόσια χρόνια μετά ήρθε από την έρημο σε όλη την Βόρεια Αφρική και στην Δυτική Ασία και επικράτησε βουτηγμένος στο αίμα ο Ισλαμισμός.

Οι σημίτες αυτοκράτορες της Ρώμης είχαν κάνει καλά το έργο τους.

Ο Απολλώνιος πολιτισμός αφανίστηκε. Δέκα χιλιάδες πολυάνθρωπες λαμπρές Ελληνικές πόλεις της Μεσογείου, της Νότιας Ευρώπης, της Βόρειας Αφρικής, της Ασίας, μέχρι την Κίνα και τις Ινδίες, ερειπώθηκαν. Τα Γυμναστήρια, τα Μουσεία, τα Θέατρα, οι Βιβλιοθήκες, τα Ασκληπιεία γκρεμίστηκαν και σκεπάστηκαν με χώμα. Οι μάγοι της Χαλδαίας νίκησαν τον Ελληνικό πολιτισμό και τον Ελληνικό λαό, τον λαό των ποιητών, των φιλοσόφων, των επιστημόνων και των αθλητών.

Ο έρωτας; Κάποιος είπε πως είναι μια εφεύρεση που ο καθένας τη νομίζει δική του

Δε συνέβη καμιά μεταβολή στη ζωή μου.

Δεν ξέρω που ν' αποδώσω τη διάθεση που νιώθω απόψε να δω τις σκέψεις μου αραδιασμένες πάνω στο χαρτί.

Δεν έχω καμιά κλίση για τη φιλολογία - ούτε είμαι βέβαια ερωτευμένος.

Ο έρωτας;

Κάποιος είπε πως είναι μια εφεύρεση που ο καθένας τη νομίζει δική του.

Εγώ δεν είμαι εφευρέτης.

Είμαι αρχιτέκτονας.

Ένα μυαλό θετικό.

Το αποδίνω περισσότερο στην επήρεια του μέρους όπου βρίσκομαι.

Νιώθω να με κυριεύει το αρχαίο πνεύμα της σαφήνειας που αγαπά τις ευθείες γραμμές δίχως ν' αφήνει τίποτα συγκεχυμένο.

Θέλω κι εγώ να πιάσω τις ιδέες μου, που πότε τις βρίσκω πότε τις χάνω, να τις ταχτοποιήσω, να τις διαβάσω καθαρές και με σαφήνεια.

Δεν αποκλείεται σαν τις ξαναδιαβάσω κάποτε να μου φανούνε ξένες.

Ωστόσο, κι αν τις απαρνηθώ ακόμα, δεν παύουνε να 'ναι δικές μου.

Πολλές φορές, οι άλλοι αναγνωρίζουν ευκολότερα από μας τους ίδιους αυτό που είναι δικό μας.

Σοπενχάουερ: Η τέχνη να επιβιώνεις

Κάθε προικισμένος άνθρωπος, κάθε άνθρωπος που δεν ανήκει στα θλιβερά 5/6 της ανθρωπότητας που είναι εκ φύσεως μειονεκτικά, όταν περάσει τα σαράντα είναι δύσκολο να μη δείξει κάποια στοιχεία μισανθρωπισμού. Γιατί κρίνοντας απ’ τον εαυτό του, έχει καταλήξει στα συμπεράσματά του σχετικά με τους άλλους κι έχει ανα­καλύψει πως σε ό,τι αφορά το κεφάλι αλλά και την καρ­διά, πολλές φορές μάλιστα και τα δύο, έχει φτάσει σ’ ένα επίπεδο που οι άλλοι αδυνατούν να φτάσουν, γι’ αυτό και αποφεύγει την οποιαδήποτε σχέση μαζί τους. Για τον ίδιο λόγο, ο καθένας αγαπάει ή μισεί τη μοναξιά του, με άλλα λόγια την παρέα με τον εαυτό του, ανάλογα με το πόσο αξίζει ο ίδιος.

Όταν είμαστε νέοι, ό,τι και να μας λένε οι άλλοι, θεωρούμε πως η ζωή είναι ατέλειωτη και χρησιμοποιούμε τον χρόνο μας απερίσκεπτα -όσο μεγαλώνουμε όμως, αρχίζουμε να κάνουμε οικονομία. Γιατί προς τα τέλη της ζωής μας, κάθε μέρα που ζούμε μας προκαλεί μια αίσθηση που μοιάζει μ’ αυτήν που έχει σε κάθε του βήμα ο εγκληματίας, όταν τον πάνε στο ικρίωμα.

Όσο περισσότερο ζούμε, τόσο λιγότερα γεγονότα μάς φαίνονται σημαντικά, ή αρκετά σπουδαία, για να θέλουμε να τα θυμόμαστε αργότερα, να τα κρατήσουμε δηλαδή σταθερά στη μνήμη μας: γι’ αυτό και μόλις περάσουν, τα ξεχνάμε. Περνάει λοιπόν ο χρόνος έτσι, χωρίς ν’ αφήνει ίχνη.

Όσο μεγαλώνουμε, ζούμε με όλο και λιγότερη συνείδηση. Τα πράγματα έρχονται και παρέρχονται χωρίς να μας κάνουν εντύπωση· σαν ένα έργο τέχνης που το έχουμε δει χιλιάδες φορές: κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε και μετά δεν ξέρουμε αν το έχουμε κάνει ή όχι. Και καθώς η ζωή γίνεται όλο και πιο ασυναίσθητη, επιταχύνεται και η γενικότερη ασυνειδησία, οπότε η ζωή περνάει όλο και πιο γρήγορα.

Γενικά μπορεί κανείς να πει ότι τα πρώτα σαράντα χρό­νια της ζωής μάς δίνουν το κείμενο, τα επόμενα τριάντα τα σχόλια πάνω στο κείμενο, τα οποία μας επιτρέπουν να καταλάβουμε για πρώτη φορά σωστά το νόημα, τις ανα­φορές, τα ηθικά διδάγματα και τις λεπτές έννοιες του κει­μένου.


Προς τα τέλη της ζωής, συμβαίνει κάτι ανάλογο μ’ αυτό που γίνεται στο τέλος ενός χορού μεταμφιεσμένων: πέφτουν οι μάσκες. Τότε βλέπεις καθαρά ποιους ακρι­βώς είχες συναναστραφεί στη διάρκεια της ζωής σου. Γιατί τότε βγαίνουν οι χαρακτήρες των ανθρώπων πραγ­ματικά στο φως, οι πράξεις έχουν επιτέλους καρποφορή­σει, τα επιτεύγματα έχουν σωστά εκτιμηθεί και καθετί το ψεύτικο έχει γκρεμιστεί.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι γενικά, και ανεξάρτητα από τις επιμέρους συνθήκες και τις ιδιαιτερότητες, η νιότη χαρακτηρίζεται από μια κάποια μελαγχολία και θλίψη, ενώ τα γηρατειά αντίθετα χαρακτηρίζονται από μια σχε­τική ευθυμία: και ο λόγος γι’ αυτό δεν είναι άλλος απ’ το γεγονός ότι ο νέος υπηρετεί δουλικά τον δαίμονα εκείνο, που δεν τον αφήνει ούτε στιγμή ήσυχο.

Στο ίδιο αίτιο μπορεί να αποδοθεί σχεδόν κάθε δυστυχία που καταδυνα­στεύει ή απειλεί τον άνθρωπο. Ο ηλικιωμένος όμως είναι χαρούμενος και γαλήνιος, μοιάζει με κάποιον που μετά από πολλά χρόνια έχει απαλλαγεί από τα δεσμά του και κινείται πια ελεύθερα. Από την άλλη μεριά ωστόσο πρέ­πει να ειπωθεί ότι, όταν σβήνει το σεξουαλικό ένστικτο, χάνεται ο πραγματικός πυρήνας της ζωής, και το μόνο που μένει είναι το κέλυφος· η ζωή δηλαδή μοιάζει με μια κωμωδία, που ξεκινάει με κανονικούς ηθοποιούς και μετά συνεχίζει να παίζεται μέχρι το τέλος από κούκλες που έχουν φορέσει τα ρούχα των ανθρώπων.

Άρθουρ Σοπενχάουερ, Η τέχνη να επιβιώνεις

ΠΟΙΗΣΙΣ ΚΑΙ ΠΡΑΞΙΣ ΣΤΑ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ: ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Μί­α νέ­α προ­σέγ­γι­ση τοῦ δι­α­χω­ρι­σμοῦ τῶν μορ­φῶν τῆς φι­λί­ας στά Ἠ­θι­κά Νι­κο­μά­χει­α (ΗΝ), ὑ­πο­στη­ρί­ζον­τας ὅτι ἡ δι­ά­κρι­ση ἀ­νά­με­σα στήν τέ­λει­α φι­λί­αν καί στίς φι­λί­ες κα­τά τό ἡ­δύ καί τό χρή­σι­μο­ν[2] θε­με­λι­ώ­νε­ται στήν πα­ρα­τή­ρη­ση ὅτι οἱ δεύ­τε­ρες με­τα­τρέ­πουν τή φι­λί­αν σέ ἕνα εἶ­δος ποι­ή­σε­ως/τέ­χνης, κα­ταρ­γών­τας ἔτσι τό ἠ­θι­κό της πε­ρι­ε­χό­με­νο.

I

Ἡ­δη ἀ­πό τίς πρῶ­τες γραμ­μές τῶν ΗΝ εἰ­σά­γε­ται μι­ά κα­θο­ρι­στι­κή δι­ά­κρι­ση ἀ­νά­με­σα στήν ἐ­νέρ­γει­αν καί σέ ἐ­κεῖ­νες τίς ἀν­θρώ­πι­νες δρα­στη­ρι­ό­τη­τες πού ἔ­χουν τό τέ­λος τους, δη­λα­δή τόν σκο­πό τους, ἔξω ἀ­πό τήν ἴδια τήν πρᾶ­ξιν, πα­ρά τάς πρά­ξεις (1094a 4-5). Αὐτή ἡ ἀν­τί­θε­ση κο­ρυ­φώ­νε­ται στόν ἀν­τι­θετι­κό ὁ­ρι­σμό τῆς τέ­χνης καί τῆς φρο­νή­σε­ως. Ἡ πρώ­τη συ­νί­στα­ται σέ δρα­στη­ρι­ό­τη­τες τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῶν ὁ­ποίων φα­νε­ρώ­νε­ται ὅταν ἡ ἴ­δια ἡ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ἔ­χει ὁ­λο­κλη­ρω­θεῖ. Τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρο ἀ­ρι­στο­τε­λι­κό πα­ρά­δειγ­μα εἶ­ναι αὐτό τῆς οἰ­κο­δο­μι­κῆς τέ­χνης: τό οἰ­κο­δο­μεῖν ἔ­χει ὡς στό­χο του τό ἴδιο τό σπί­τι τό ὁποῖο, ἅ­παξ ἐμ­φα­νι­στεῖ, ση­μα­το­δο­τεῖ τήν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τῆς ὁλης δρα­στη­ρι­ό­τη­τας (Φυ­σι­κά, 201b 10-11). Τό πα­ρά δέν ἔ­χει ὡ­στό­σο μό­νον χρο­νι­κή δι­ά­στα­ση. Ἡ ἑ­τε­ρό­τη­τα (ἕ­τε­ρον, 1140b 5) ἀ­νά­με­σα στό ποι­εῖν καί τό ποι­η­τόν εἶ­ναι καί ὀν­το­λο­γι­κή: τό πρῶ­το ἀν­τι­στοι­χεῖ στό ὑ­πο­κεί­με­νο ἐ­νῶ τό δεύ­τε­ρο, ἐφ’ ὅ­σον πα­ρα­χθεῖ, οὔ­τε βρί­σκε­ται πλέ­ον μέ­σα στόν πράττον­τα (ὅπως ἦ­ταν ἡ ἀρ­χή τῆς ποι­ή­σε­ως ὡς ἰ­δέ­α, 1140a 13-15) οὔτε καί ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό αὐτόν. Ἀν­τί­θε­τα, στήν πε­ρι­ο­χή τῆς ἠ­θι­κῆς πρά­ξε­ως, τό τέ­λος βρί­σκε­ται ἐν­τός της ἴδιας τῆς πρά­ξε­ως καί χρο­νι­κά καί ὀν­το­λο­γι­κά, ἀφοῦ τό τέ­λος δέν εἶ­ναι πα­ρά ἡ πρᾶ­ξις ὡς εὐ­πρα­ξί­α (1140b 6). To συμ­πέ­ρα­σμα αὐ­τῆς τῆς σύν­το­μης ἀ­νά­λυ­σης τῶν ΗΝ δι­α­τυ­πώ­νε­ται μέ τρό­πο ἀ­πό­λυ­το: πρᾶ­ξις καί ποί­η­σις ἀ­νή­κουν σέ δι­α­φο­ρε­τι­κά γέ­νη: οὔτε γάρ ἡ πρᾶ­ξις ποί­η­σις οὔτε ἡ ποί­η­σις πρᾶ­ξις ἔ­στιν (1140a 7-8). Αὐ­τή ἡ ἀ­μοι­βαί­α ἐ­ξαί­ρε­ση δεί­χνει ὅτι ἐ­δῶ ἀ­πει­κο­νί­ζε­ται μί­α ὀν­το­λο­γι­κή δι­α­φο­ρά ἡ ὁ­ποί­α δέν ἐ­πι­δέ­χε­ται δι­α­βαθ­μί­σεις καί ἐ­πι­κα­λύ­ψεις. Ἄλ­λω­στε δι­α­πλέ­κε­ται μέ μι­ά σει­ρά ἀν­τι­θε­τι­κῶν ζευ­γῶν πού παί­ζουν πρω­ταρ­χι­κό ρό­λο στήν ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή ὀν­το­λο­γί­α. Πρό­κει­ται γιά τά ζεύ­γη κί­νη­σις - ἐ­νέρ­γει­α, δύνα­μις - ἐ­νέρ­γει­α, αἱ­ρε­τό καθ’ ἑ­αυ­τό - αἱ­ρε­τό ἄλ­λου ἕνεκα. Τό πῶς τά τε­λευ­ταῖ­α πλου­τί­ζουν κά­θε φορά τό νό­η­μα τῆς δι­ά­κρι­σης ἀ­νά­με­σα στήν τέ­χνην καί τή φρό­νη­σιν θά τό δοῦ­με στή συ­νέ­χει­α.

Τό πρό­βλη­μα συ­νί­στα­ται στό ὅτι ἀ­πό τήν ἀ­συμ­βα­τό­τη­τα τῆς τέ­χνης μέ τή φρό­νη­σιν ἐκ­κι­νεῖ μι­ά σει­ρά ἑρ­μη­νευ­τι­κῶν ἀ­πο­ρι­ῶν πού θέ­τουν σέ κίν­δυ­νο τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή συ­νέ­πει­α τῆς ἀ­ρι­στο­τε­λι­κῆς ἠ­θι­κῆς. Καί τοῦ­το στό μέ­τρο πού ἡ φρό­νη­σις ἐμ­φα­νί­ζε­ται νά εἶ­ναι ἐ­νί­ο­τε οὐ­σι­α­στι­κά ὑ­πό­λο­γη στό πρό­τυ­πο τῆς τέ­χνης. Σέ αὐτό τό πλαί­σι­ο ἀ­να­πτύσ­σον­ται μι­ά σει­ρά ἀ­πό ἑρ­μη­νεῖ­ες πού προ­σπα­θοῦν νά δι­α­σφα­λί­σουν τήν αὐ­το­τέ­λει­α τῆς φρο­νή­σε­ως, δι­ευ­κρι­νί­ζον­τας ὅτι ἡ τε­λευ­ταί­α α) οὔ­τε πα­ρα­μέ­νει στό ἐ­πί­πε­δο τῶν μέ­σων, β) οὔτε νο­εῖ τό μέ­σον μέ τόν τρό­πο πού τό κά­νει ἡ τέ­χνη, οὔτε μπο­ρεῖ νά μεί­νει ἀ­μέ­το­χη στόν κα­θο­ρι­σμό τῶν στό­χων τοῦ εὖ ζῆν ὁ­λως.[3]

Ἐγ­γρά­φου­με τή δι­κή μας προ­σέγ­γι­ση στήν πα­ρα­πά­νω ἑρ­μη­νευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση.[4] Ὡ­στό­σο, ἡ ἀ­συ­νέ­πει­α πού χα­ρα­κτη­ρί­ζει τήν ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή χρή­ση τῆς ἐν λό­γω δι­ά­κρι­ση­ς[5] μᾶς κά­νει νά ἐ­πι­ζη­τοῦ­με μι­ά νέ­α προ­σέγ­γι­ση τοῦ ζη­τή­μα­τος πού θά ἄ­ρει τήν κα­τη­γο­ρί­α τῆς ἀ­συ­νέ­πει­ας, του­λά­χι­στον σέ ὁ­ρι­σμέ­να ση­μεῖ­α. Ἐκ­κι­νοῦ­με ἀ­πό τήν ἁ­πλή δι­α­πί­στω­ση ὅτι κά­θε φορά πού ἡ δι­ά­κρι­ση ἀ­νά­με­σα στήν τέ­χνην καί τή φρό­νη­σιν νο­εῖ­ται ὡς δι­ά­κρι­ση ὀν­το­λο­γι­κή, ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἐ­πι­κά­λυ­ψή τους γί­νε­ται ἀ­δύ­να­τη καί, ὅταν ὑ­πο­δή­λω­νεταί, ὁ­δη­γεῖ ἀ­ναγ­κα­στι­κά σέ ἀν­τί­φα­ση. Δέν μπο­ρεῖ ἡ πρᾶ­ξις νά ἀλ­λά­ζει, ὀν­το­λο­γι­κό τρό­πο. Δέν μπο­ρεῖ νά γί­νει τέ­χνη ὅπως δέν μπο­ρεῖ νά γί­νει ἐ­πι­στή­μη. Τό νά νο­ῶ τό πρα­κτόν ὡς ποι­η­τόν θά ἦ­ταν ἐξ ἴ­σου πα­ρά­λο­γο μέ τήν ὑ­πό­θε­ση ὅτι τό πρα­κτόν μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­κτᾶ ἐ­νί­ο­τε τόν τρό­πο τῶν αἰ­ώ­νι­ων ὄν­των.

Ποιά εἶ­ναι ὅμως ἡ θέ­ση μιᾶς ὀν­το­λο­γι­κῆς δι­ά­κρι­σης στό ἐ­σω­τε­ρι­κό της ἀ­ρι­στο­τε­λι­κῆς ἠθικῆς; Εἶ­ναι βέ­βαι­α ἐμ­φα­νές ὅτι αὐ­τή ἡ ἠθική εἶ­ναι ἀν­θρω­πο­λο­γι­κή, δη­λα­δή ἐ­πι­ζη­τεῖ τήν κα­τα­νό­η­ση τοῦ ὑ­πο­κει­μέ­νου ὡς ἠ­θι­κοῦ πράττον­τος. Εἶ­ναι ὅμως ἐξ ἴ­σου γνω­στό ὅτι, σύμ­φω­να μέ τήν ἠθική με­θο­δο­λο­γί­α, σκο­πός τῆς ἠθικῆς καί σκο­πός τῆς φρο­νή­σε­ως δέν μπο­ρεῖ νά εἶναι ἡ γνώ­ση κα­θε­αυ­τή ἀλ­λά μό­νον ἡ ὀρ­θή πρᾶ­ξις, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἡ πρα­κτι­κή στο­χο­θεσί­α νά ἀ­να­στέλ­λει τήν ἴ­δια τή θε­ω­ρη­τι­κή ἀ­να­ζή­τη­ση καί νά ἀρ­κεῖ­ται σέ ὁ,­τι ἔ­χει πρα­κτι­κό (ἠθικό) πε­ρι­ε­χό­με­νο: ἐ­πεί οὖν ἡ πα­ροῦ­σα πραγ­μα­τεί­α οὐ θε­ω­ρί­ας ἕνε­κά ἐσ­τιν ὥ­σπερ αἱ ἀλ­λαι... ἀ­ναγ­καῖ­ον ἐ­πι­σκέ­ψα­σθαι τά πε­ρί τάς πρά­ξεις, πῶς πρα­κτέ­ον αὐ­τάς (1103b 26-32). Κά­θε φορά λοι­πόν πού ὁ Ἀριστοτέλης προ­βαί­νει σέ ἕνα θε­ω­ρη­τι­κό ἀ­πο­κλει­σμό ὅσων δέν συγ­κα­τα­λέ­γον­ται στά πρα­κτά, ὑ­πο­νο­εῖ ταυ­τό­χρο­να, ἔ­χον­τας μά­λι­στα αὐ­τό ὡς πρω­ταρ­χι­κό του στό­χο, ὅτι θά πρέ­πει ἡ πρᾶ­ξις αὐτή κα­θε­αυ­τή νά λαμ­βά­νει ὑ­πό­ψη της τούς πα­ρα­πά­νω προσ­δι­ο­ρι­σμούς. Γιά πα­ρά­δειγ­μα, ἡ ἐ­ξέ­τα­ση τῆς σο­φί­ας δέν δεί­χνει ἁ­πλῶς ὅτι ἡ φρό­νη­σις δέν ἕνα­σχο­λεῖ­ται μέ τό ἀ­εί ὄν ἀλ­λά ὅτι δέν πρέ­πει νά ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με τά ἠθικά ζη­τή­μα­τα σάν νά ἐ­πι­δέ­χον­ταν κα­θο­λι­κούς κα­νό­νες ἤ σάν νά δι­α­κρί­νον­ταν ἀ­πό τόν αἰ­ώ­νι­ο χαρακτήρα τῶν ἀ­εί ὄν­των. Ἡ ἐ­πι­μο­νή στό ἐ­πί μέ­ρους δέν κι­νεῖ­ται μό­νον ἀ­πό τήν ἀ­νάγ­κη μιᾶς ὀν­το­λο­γι­κῆς δι­ά­κρι­σης ἀ­πέ­ναν­τι στή σο­φί­αν ἀλ­λά ἀ­πό τήν ἀνάγκη νά προσδι­ο­ρι­σθεῖ ἡ ἴδια ἡ ἀρετή, ὁ τύ­πος τοῦ φρο­νί­μου.

Μπο­ρεῖ ἡ τέ­χνη νά ἔ­χει, ἀ­νά­λο­γα, ἠθικό πε­ρι­ε­χό­με­νο; Ὡς πρός τήν ὀν­το­λο­γι­κή της σύ­στα­ση αὐτό εἶναι ἀ­δύ­να­το. Ἡ τέ­χνη δέν μπο­ρεῖ νά κρι­θεῖ μέ κρι­τή­ρι­α ἠθικά. Ὑ­πάρ­χει ὡ­στό­σο μι­ά ἄλ­λη ἑρ­μη­νευ­τι­κή ὁ­δός πού φω­τί­ζει μέ νέ­ο φῶς τήν ἐ­πι­κά­λυ­ψη τέ­χνης καί ποι­ή­σε­ως. Τό νά κρί­νω τήν πρᾶ­ξιν σύμ­φω­να μέ τό μον­τέ­λο τῆς τέ­χνης θά μπο­ροῦ­σε νά ση­μαί­νει ὄ­χι ἕνα γνω­στι­κό ὀ­λί­σθη­μα, ἕνα κα­τη­γο­ρι­κό λά­θος, ἀλ­λά μι­ά κρί­ση μέ ἠθικό βά­ρος. Μπο­ρῶ νά πράτ­τω συ­νει­δη­το­ποι­ών­τας τήν ἴ­δια μου τήν πρᾶ­ξιν ὄ­χι ὡς τέ­τοια, ὄ­χι σάν μι­ά ἐ­νέρ­γει­αν πού φέ­ρει μέ­σα τῆς τόν ἴ­διο της τόν στό­χο, ἀλλά σάν μι­ά μορ­φή τέ­χνης, ποι­ή­σε­ως, καί τό ἀ­πο­τέ­λε­σμά της σάν κά­τι ἀ­νε­ξάρ­τη­το, σάν ἕνα ποι­η­τι­κό ἔρ­γο. Τό νά συλ­λαμ­βά­νω, ὅμως, τήν πρᾶ­ξιν μου ὡς ποί­η­σιν, προσ­δι­ο­ρί­ζει τήν ἴ­δια τήν ποι­ό­τη­τά μου ὡς ἠ­θι­κοῦ πράτ­τον­τος, γιά τόν ἁ­πλού­στα­το λό­γο ὅτι ἡ ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή ἀρετή προϋ­πο­θέ­τει τή φρό­νη­σιν, δη­λα­δή τήν κα­τα­νό­η­ση τῶν ἀρχῶν πού δι­έ­πουν τά πρα­κτά, τήν κα­τα­νό­η­ση τῆς ἰ­δι­αί­τε­ρης φύ­σης τῶν ἠθικῶν προ­βλη­μά­των. Μέ τό νά ἀν­τι­με­τω­πί­ζω τό πρα­κτόν ὡς ποι­η­τόν προ­δί­δω τε­λεί­α ἀ­που­σί­α φρο­νή­σε­ως, δη­λα­δή ἠθικῆς αἴ­σθη­σης τῶν πραγ­μά­των καί τε­λι­κά ἀ­φαι­ρῶ τρό­πον τι­νά, ἐξ ἀρ­χῆς, ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε χαρακτήρα ἠ­θι­κό­τη­τας ἀ­πό τήν πρᾶ­ξιν ἤ ἀλ­λοι­ώ­νω ἀ­νε­πα­νόρ­θω­τα τόν προ­σα­να­το­λι­σμό της.[6] Ἀ­πό ἄλ­λη ὀ­πτι­κή γω­νί­α, ἡ ἀ­δυ­να­τό­τη­τα δι­ά­κρι­σης ἀ­νάμε­σα στήν πρᾶ­ξιν καί τήν ποί­η­σιν θά μπο­ροῦ­σε νά ση­μαί­νει ἀ­δυ­να­τό­τη­τα κα­τα­νό­η­σης τῶν πρά­ξε­ών μου στήν προ­ο­πτι­κή τοῦ εὖ ζῆν ὅλως, τή μό­νη πού μπο­ρεῖ νά τούς προσ­δώ­σει ἠθικό πε­ρι­ε­χό­με­νο.[7] Ὁ­ταν λοι­πόν ἡ πρᾶξις γί­νε­ται τέ­χνη δέν προ­κύ­πτει (ὀν­το­λο­γι­κή) ἀν­τί­φα­ση ἀλλά κα­κή πρᾶξις. Αὐτό θά σή­μαι­νε τε­λι­κά ὅτι ἡ δι­ά­κρι­ση ἀ­νά­με­σα στήν πρᾶ­ξιν καί τήν ποί­η­σιν παύ­ει νά εἶ­ναι μό­νον ὀν­το­λο­γι­κή καί ἀ­πο­κτᾶ, στό πλαί­σι­ο τῆς ἠθικῆς, καί ἀ­ξι­ο­λο­γι­κή (ἠθική) δι­ά­στα­ση.

Τό νό­η­μα αὐτῆς τῆς ὑ­πό­θε­σης ἐρ­γα­σί­ας πα­ρα­μέ­νει ἀ­κό­μη ἀ­σα­φές. Θά ἐκ­πυ­χθεῖ ἐ­παρ­κῶς στή συ­νέ­χει­α μέ­σα ἀ­πό τό ἴδιο τό πα­ρά­δειγ­μα τῆς φι­λί­ας καί τήν κα­τά­δει­ξη τῆς ὑ­φέρ­που­σας ἀρ­χῆς πού θέ­λει κά­θε 'κα­κή’ μορ­φή φι­λί­ας νά ἀ­νά­γε­ται σέ μι­ά φι­λί­αν πού κα­τα­νο­εῖ τόν ἑ­αυ­τό της ὡς ἕνα εἶ­δος ποι­ή­σε­ως/τέ­χνης καί ὄ­χι ὡς πρᾶ­ξιν, πό­σο μᾶλ­λον ὡς εὐ­πρα­ξί­α.

II

Ἄς θυ­μή­σου­με ἐ­δῶ ὅτι ἡ ἀρετή της φι­λί­ας ἔ­χει τήν πρω­το­κα­θε­δρί­α σέ ὅ,τι ἀ­φο­ρᾶ στή σχέ­ση μας μέ τόν ἄλ­λον, ἀ­κό­μα καί ἔ­ναν­τι τῆς ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κῆς ἀρετῆς τῆς δι­και­ο­σύ­νης. Ἀ­παν­τών­τας δέ στήν ἀρ­χι­κή ἀ­μη­χα­νί­α[8] πού προκα­λεῖ­ται ἀ­πό τήν αἰφ­νί­δι­α ἀ­να­φο­ρά μας στή φι­λί­αν, ἄς ὑ­πο­γραμ­μί­σου­με τρί­α στοι­χεῖ­α πού ἀ­πο­δει­κνύ­ουν για­τί ἡ φι­λί­α εἶ­ναι ὁ κατ’ ἐ­ξο­χήν πρό­σφο­ρος τό­πος γιά τή δι­ε­ρεύ­νη­ση τῆς θέ­σης τοῦ πα­ρά στόν χῶ­ρο τῆς ἠθικῆς πρά­ξε­ως.[9]

α) Ἡ φι­λί­α συγ­κα­τα­λέ­γε­ται σέ αὐτό πού ὁ Ἀριστοτέλης ὀ­νο­μά­ζει ἐ­ξω­τε­ρι­κά ἀγαθά καί ὡς τέ­τοια ὑ­πό­κει­ται σέ ἕναν ὁ­ρι­α­κό κίν­δυ­νο. Μπο­ρεῖ ἐξ ὁ­ρι­σμοῦ νά ἰ­δω­θεῖ ὡς ἕνα ἁπλό μέ­σο γιά τήν ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­ση κά­ποιου σκο­ποῦ. Θυ­μί­ζου­με λοιπ­δν πώς τά ἐ­ξω­τε­ρι­κά ἀγαθά χω­ρί­ζον­ται σέ ἀ­ναγ­καῖ­α γιά τήν ἀν­θρώ­πι­νη εὐ­δαι­μο­νί­α καί σέ ἄλλα πού δέν ἀ­πο­τε­λοῦν πα­ρά χρή­σι­μα σύ­νερ­γα, ὄρ­γα­να (1099b 27-28). Οἱ φί­λοι συγ­κα­τα­λέ­γον­ται καί στίς δύ­ο πα­ρα­πά­νω κα­τη­γο­ρί­ες, ἄν καί θά πρέ­πει μᾶλ­λον νά ἐν­νο­ή­σου­με ὅτι μό­νο κα­τα­χρη­στι­κά μπο­ροῦ­με νά μι­λή­σου­με γιά φι­λί­αν στή δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση. Τό βι­βλί­ο I τῶν ΗΝ ἐ­ξι­σώ­νει μέν ρη­τά τούς φί­λους μέ ἕνα εἶ­δος ὀρ­γά­νου (1099b 1), τό βι­βλί­ο IX, ὡ­στό­σο, δι­ευ­κρι­νί­ζει ὅτι ἡ φι­λί­α εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη γιά τήν εὐ­δαι­μο­νί­α, ἀ­κό­μα καί στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ αὐ­ταρ­κέ­στε­ρου στά ἀν­θρώ­πι­να μέ­τρα ἀ­γα­θοῦ. Εἶ­ναι δέ γνω­στό ὅτι τά δύ­ο βι­βλί­α πού ἐ­ξε­τά­ζουν τή φι­λί­αν, ἐν­το­πί­ζον­τας τήν κυ­ρι­ο­λε­κτι­κή της ἔννοι­α, δέν ἐ­πι­τρέ­πουν σέ καμμι­ά πε­ρί­πτω­ση τήν ταύ­τι­σή της μέ μέ­σον. Εἶ­ναι ἀ­κό­μα ση­μαν­τι­κό­τε­ρο ὅτι καί ἡ ἐ­ξέ­τα­ση τῶν κα­τώ­τε­ρων μορ­φῶν φι­λί­ας (φι­λί­α κα­τά τό ἡ­δύ καί κα­τά τό χρή­σι­μον) δέν ἐ­ξαν­τλεῖ­ται στήν ταύ­τι­σή τους μέ ἕνα ἁπλό σύ­νερ­γο. Σέ μι­ά τέ­τοια πε­ρί­πτω­ση δέν θά μπο­ροῦ­σε νά γί­νει κἄν λό­γος γιά φι­λί­αν, ὅπως δι­α­φαί­νε­ται ἀ­πό τή σχέ­ση τῆς φι­λί­ας μέ τήν τυ­ραν­νί­α: ἐν οἶς γάρ μη­δέν κοι­νόν ἐ­στι τῷ ἀρ­χόν­τι καί ἀρ­χο­μέ­νῳ, οὐ­δέ φι­λί­α (1161a 33-34). Καί κα­τα­λή­γει τό κεί­με­νο: τό δέ ὄργα­νον ἄ­ψυ­χος δοῦ­λος. ᾞ μέν οὖν δοῦ­λος, οὐκ ἔ­στι φι­λί­α πρός αὐ­τόν (1161b 5-6).

β) Ἡ φι­λί­α προ­σφέ­ρε­ται γιά τήν ἀ­νά­λυ­ση τοῦ πα­ρά στό μέ­τρο ἀ­κριβῶς πού εἶ­ναι πρός ἕ­τε­ρον. Ἡ δι­πο­λι­κό­τη­τα τοῦ φι­λεῖν καί τοῦ φι­λεῖ­σθαι καί ἡ ἐμ­φά­νι­ση μιᾶς πρά­ξε­ως πού ὑ­περ­βαί­νει τόν κύ­κλο τοῦ ἐ­γώ κα­θι­στοῦν ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα τήν ἐ­φαρ­μο­γή τοῦ κρι­τη­ρί­ου τοῦ πα­ρά, δη­λα­δή τῆς δι­ά­κρι­σης ποι­ή­σε­ως/πρά­ξε­ως. Ἄρ­κεῖ νά συλ­λο­γι­σθοῦ­με ὅτι ἡ πρᾶ­ξις μπορεῖ νά ὁ­ρι­σθεῖ ὡς «ἐμ­μέ­νου­σα ἐ­νέρ­γει­α» (βλ. τή γαλ­λι­κή ἀ­πό­δο­ση 'activite immanente’), γιά νά κα­τα­νο­ή­σου­με τήν ἀ­πο­ρί­α πού δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἐ­νώ­πι­ον μιᾶς πρά­ξε­ως πού εἶναι ἐξ ὁ­ρι­σμοῦ μή ἐμ­με­νής, κα­θώς γί­νε­ται ἕνεκα τοῦ ἄλ­λου ἀνθρώπου, προ­σα­να­το­λί­ζε­ται πρός τόν ἄλ­λον. Δέν πρό­κει­ται ἐ­δῶ γιά τή θύ­ρα­θεν εἰ­σα­γω­γή μιᾶς σύγ­χρο­νης προ­βλη­μα­τι­κῆς. Ὁ ἴδιος ὁ ὁ­ρι­σμός τῆς φι­λί­ας προ­βλέ­πει αὐτή τήν ἀ­να­φο­ρά: τῷ δέ φί­λῳ φα­σί δεῖν βού­λε­σθαι τἀ­γα­θά ἐ­κεί­νου ἕνεκα [(1155b 31-32), βλ. ἐ­πί­σης 1157b 33,1159a 10, 1380b 36- 1381a 3].[10] Ἰ­δού τό δι­κό μας ἐ­ρώ­τη­μα: δέν θά πρέ­πει νά ἐ­ξε­τά­σου­με τό ἐνδε­χό­με­νο ἡ ἀρετή τῆς φι­λί­ας ὡς πρά­ξε­ως ἕνεκα τοῦ φί­λου νά δι­α­σπᾶ τήν ἐμ­μέ­νει­α τῆς ἴδιας τῆς πρά­ξε­ως ὡς ἐ­νερ­γεί­ας; Ἤ, του­λά­χι­στον, δέν πα­ρέ­χει ἡ φι­λί­α τό ἰ­δα­νι­κό­τε­ρο πλαί­σι­ο ἐ­ξέ­τα­σης τῆς ὑ­πα­γω­γῆς τῆς ἠθικῆς πρά­ξε­ως στό κρι­τή­ρι­ο τοῦ πα­ρά;

γ) Ὑ­πο­στη­ρί­ζον­τας ὅτι ἡ τέ­λει­α φι­λί­α εἶ­ναι τέ­τοια στό μέ­τρο πού ὁ­ρί­ζε­ται ὡς πρᾶ­ξις, δη­λα­δή ὡς ἐ­νέρ­γει­α, δέν θέ­λου­με νά ἀ­γνο­ή­σου­με τό ὅτι ὁ­ρί­ζε­ται ταυ­τό­χρο­να ὡς ἀρετή ἤ τέ­λος πάν­των ὡς κά­τι πού ἔ­χει νά κά­νει μέ τήν ἀρετή (ἀ­ρε­τή τις ἤ μέτ’ ἀ­ρε­τῆς, 1155a 4) καί συ­νε­πῶς ὅτι σχε­τί­ζε­ται οὐ­σι­ω­δῶς μέ τήν ἕξιν. Καί μά­λι­στα, ὁ ἴδι­ος ὁ Ἀριστοτέλης δι­α­κρί­νει ρη­τά τή φι­λί­α ὡς ἕξιν καί ὡς ἐ­νέρ­γει­αν: ὥ­σπερ δ’ ἐ­πί τῶν ἀ­ρε­τῶν οἱ μέν καθ’ ἕξιν οἱ δέ κατ’ ἐ­νέρ­γει­αν ἀ­γα­θοί λέ­γον­ται, οὕ­τω καί ἐ­πί τῆς φι­λί­ας (1157b 6-8). Ὡ­στό­σο, εἶ­ναι προ­φα­νές ὅτι τά βι­βλί­α τῶν ΗΝ πού ἀ­να­λύ­ουν τό πρό­βλη­μα τῆς φι­λί­ας το­νί­ζουν τήν ἐκ­δή­λω­σή της ὡς ἐνέργειας. Πρός ἀ­πο­φυ­γή κά­θε πα­ρερ­μη­νεί­ας, ἄς στα­θοῦ­με στίς πα­ρα­κά­τω κοι­νῶς ἀ­πο­δεκτές θέ­σεις: α) ὁ Ἀριστοτέλης ἀ­να­λύ­ει τή φι­λί­αν κυ­ρί­ως ὡς μι­ά μορ­φή τοῦ φι­λεῖν, δη­λα­δή ἐνεργείας. Γιά αὐτό καί ἡ ἀ­ναί­ρε­ση τοῦ στοι­χεί­ου τῆς ἐ­νεργεί­ας, χω­ρίς νά κα­τα­λύ­ει αὐ­τό­μα­τα καί τή φι­λί­αν, τήν ναρ­κο­θε­τεῖ καί τήν κα­τα­δι­κά­ζει σι­γά-σι­γά στή λή­θη (1157b 10-12). Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἐ­άν ἡ φι­λί­α ὡς ἐ­νέρ­γει­α, δη­λα­δή γιά πα­ρά­δειγ­μα ὡς συζῆν τῶν δύ­ο φί­λων, παύ­σει νά ὑ­φί­στα­ται, δέν ὑπάρχει πλέ­ον ἀ­λη­θι­νή φι­λί­α, β) ἡ τέ­λει­α φι­λί­α με­γι­στο­ποι­εῖ αὐτό τό συ­στα­τι­κό του φι­λεῖν (βλ. πα­ρα­κά­τω). Συ­νε­πῶς ἡ πε­ρι­πέ­τει­α τῆς φι­λί­ας ὡς ἐνεργείας εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να καί ἡ μοίρα τῆς φι­λί­ας κα­θε­αυ­τῆς.

ΙΙΙ

Ὑπεν­θυ­μί­ζου­με τό ζη­τού­με­νο: τό στοι­χεῖ­ο τοῦ πα­ρά ἔ­χει ἠθικό πε­ρι­ε­χό­με­νο, μπο­ρεῖ δη­λα­δή νά πε­ρι­γρά­φει τήν ἠ­θι­κή ποι­ό­τη­τα μιᾶς πρά­ξε­ως. Στό ἐ­πί­πε­δο τῆς φι­λί­ας, ἡ δο­μή τοῦ πα­ρά ἀ­πο­τε­λεῖ τό τε­λι­κό κρι­τή­ρι­ο δι­ά­κρι­σης τῆς φι­λί­ας κάτ’ ἀ­ρε­τήν ἀ­πό αὐ­τές κα­τά συμβεβηκός (τίς κα­τά τό ἡδύ καί τό χρή­σι­μον). Θά δει­χθεῖ ὅτι οἱ δύ­ο τε­λευ­ταῖ­ες φι­λί­ες ὡς ἠ­θι­κές συμ­πε­ρι­φο­ρές ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται ἀ­πό τήν ἀρετή καί τήν εὐ­πρα­ξί­αν, στό μέ­τρο πού αὐ­τοσ­υνει­δη­το­ποι­οῦ­νται ὡς ἕνα εἶ­δος ποι­ή­σε­ως.

1. α) [αἱ φι­λί­αι κα­τά τό ἡ­δύ καί τό χρή­σι­μον] κα­τά συμ­βε­βη­κός εἰ­σιν. Οὐ γάρ ᾖ ἐ­στίν οἷ­ό­σπερ ἐ­στιν ὁ φι­λού­με­νος, ταύ­τῃ φι­λεῖ­ται, ἀλλ’ ᾖ πο­ρί­ζου­σιν οἱ μέν ἀ­γα­θόν τι οἱ δ’ ἡ­δο­νήν (1156a 20)·

β) ἐ­πί το­σοῦ­τον γάρ εἰ­σιν ἡ­δεῖς ἐφ’ ὅσον ἐλ­πί­δας ἔ­χου­σιν ἀ­γα­θοῦ (1156a 30-31)·

γ) ἐ­κεί­νων γάρ ἦσαν φί­λοι. Ὧν ἀ­πο­λι­πόν­των εὔ­λο­γον τό μή φι­λεῖν (1156b 4-5)·

δ) δι­ά ταῦτα γάρ τῆς φι­λί­ας οὔ­σης δι­ά­λυ­σις γί­νε­ται, ἐ­πει­δάν μή γί­νηται ὧν ἕνεκα ἐ­φί­λουν (1164a 9-11)·

ε) οἱ χρή­σι­μοι δέ καί οἱ ἡ­δεῖς ἐ­πί πλει­ον δι­α­μέ­νου­σιν. Ἕ­ως γάρ ἄν πορί­ζον­σιν ἡ­δο­νάς ἤ ὠ­φέ­λει­ας ἀλ­λή­λοις (1159b 12).

Ἡ βα­σι­κή ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή ἰ­δέ­α εἶ­ναι ὅτι αὐ­τές οἱ φι­λί­ες δέν ἔ­χουν « χαρακτήρα, δέν ἔχουν τή μο­νι­μό­τη­τα ἐ­κεί­νη πού ἀ­πο­τε­λεῖ στα­θε­ρό στοι­χεῖ­ο τῆς εὐ­δαι­μο­νί­ας. Ὁ­λες οἱ πα­ρα­πά­νω πα­ρα­πομ­πές φέρ­νουν, ὅμως, εἰ­δι­κό­τε­ρα στήν ἐ­πι­φά­νει­α τόν τρό­πο παύ­σης μιᾶς φι­λί­ας κα­τά τό ἡ­δύ ἤ τό χρή­σι­μον. Πρό­κει­ται γιά τήν ἁ­πλή πα­ρα­τή­ρη­ση ὅτι αὐ­τες οἱ φι­λί­ες ἔ­χουν ἕνα χρο­νι­κό τέ­λος πού κα­θο­ρί­ζε­ται ἀ­πό τή λή­ξη τοῦ κοι­νοῦ συμ­φέ­ρον­τος, στή βά­ση τοῦ ὁ­ποί­ου καί εἶ­χαν δη­μι­ουρ­γη­θεῖ. Συ­νή­θως αὐτές οἱ προ­τά­σεις νο­οῦν­ται ἀρ­νη­τι­κά, μέ τήν ἔν­νοι­α ὅτι τό στοι­χεῖ­ο τοῦ συμ­φέ­ρον­τος ἔ­χει ἀ­πο­λε­σθεῖ καί ὅτι συ­νε­πῶς ἡ φι­λί­α κα­τα­στρέ­φε­ται ἐξ αἰ­τί­ας τῆς ἔλ­λει­ψης ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε ὀ­φέ­λους.

Ἡ θε­τι­κή τους, ὡ­στό­σο, ἀ­νά­γνω­ση (ὅπως τήν ὑ­πο­νο­οῦν ὅλα καί τήν ἐ­πε­ξη­γοῦν τά δύ­ο τε­λευ­ταί­α ἀ­πο­σπά­σμα­τα) θά ἦ­ταν πι­ό γό­νι­μη. Οἱ φι­λί­ες αὐτές παύ­ουν ἅ­παξ τό ἔρ­γο τους ὁ­λο­κλη­ρω­θεῖ, δη­λα­δή ὅταν τό συγ­κε­κρι­μέ­νο ὄ­φε­λος πού ἀ­να­με­νό­ταν, ὁ λό­γος πού τίς συν­τη­ροῦ­σε, γί­νει πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Μό­λις ἐ­πι­τευ­χθεῖ ὁ στό­χος, δη­λα­δή τό συμ­φέ­ρον, ἡ ἴ­δια ἡ πρᾶ­ξις (φι­λί­α) πε­ρα­τώ­νε­ται. Ὑ­πό αὐτήν τήν ἔν­νοι­α τό εὐ­με­τά­βο­λο δέν προ­κύ­πτει κατ’ ἀ­νάγ­κη ἀ­πό τή δι­ά­λυ­ση ἀ­πο­τυ­χη­μέ­νων φι­λι­κῶν σχέ­σε­ων ἀλλά δη­λώ­νει ὅτι αὐτή ἡ φι­λί­α δέν ἔ­χει μέ­σα της τό τέ­λος τῆς κι­νή­σε­ώς της, στο­χεύ­ον­τας κά­θε φορά σέ ἕνα ἐ­ξω­τε­ρι­κό τέ­λος, στούς κα­νό­νες τοῦ ὁ­ποί­ου καί ὑ­πό­κει­ται. Κα­θώς αὐτό τό τέ­λος, τό χρή­σι­μον, εἶ­ναι ἀ­πό τή φύ­ση του ἀ­στα­θές καί σχε­τι­κό (1156a 22), ἀ­στα­θής εἶ­ναι καί ἡ φι­λί­α.

Μπο­ροῦ­με νά πε­ρι­γρά­φου­με τό ἴδιο πράγμα μέ ἕναν ἄλ­λον τρό­πο. Τό τέ­λος τῆς φι­λί­ας κα­τά τό χρή­σι­μον δέν εἶ­ναι μό­νον ἕνα χρο­νι­κό τέ­λος ἀλλά συ­νι­στᾶ στήν οὐ­σί­α καί τή στιγ­μή τῆς ὁ­λο­κλή­ρω­σής της. Δη­λα­δή, πρίν τήν ἐ­πί­τευ­ξη τοῦ κοι­νοῦ συμ­φέ­ρον­τος δέν ἔ­χει ὁ­λο­κλη­ρω­θεῖ ἡ ἐν λό­γω φι­λί­α, δέν ἔ­χει ἀ­πο­δει­χθεῖ. Ἐ­άν κά­ποιος ἀ­πό τους φί­λους δέν ἀ­πο­κτή­σει αὐτό πού περί­με­νε ἀ­πό τή φι­λι­κή σχέ­ση, τό­τε μπο­ρεῖ νά ἰ­σχυ­ρι­σθεῖ ὅτι ἡ τε­λευ­ταί­α δέν ὑ­πῆρ­ξε πο­τέ. Μέ ἀλλά λό­γι­α, ἡ φι­λί­α προ­σμε­τρᾶ­ται μέ βά­ση τήν ἴ­δια τήν πα­ρα­γω­γή τοῦ στό­χου καί δέν ὑπάρχει πα­ρά μό­νο ἐ­άν αὐτός ὑ­λο­ποι­η­θεῖ. Αὐτό δη­λώ­νε­ται ἤδη στίς δι­α­τυ­πώ­σεις πού πε­ρι­γρά­φουν τίς κα­τώ­τε­ρες μορ­φές φι­λί­ας: αὐτές οἱ φι­λί­ες ὑ­φί­σταν­ται ᾖ πο­ρί­ζου­σιν οἱ μέν ἀ­γα­θόν τι οἱ δ’ ἡ­δο­νήν (1156a 11-20). Τό τέ­λος πού πε­ρα­τώ­νει τή φι­λί­α αὐτή εἶ­ναι καί ἐ­κεῖ­νο πού γιά πρώ­τη φο­ρά τήν ὁ­λο­κλη­ρώ­νει, πού ἀ­πο­τε­λεῖ τό μέ­τρο τῆς ἐμ­φἀ­νι­σής της.[11]

Ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα θά κά­νει σα­φέ­στε­ρη αὐ­τή τήν κα­τώ­τε­ρη μορ­φή φι­λί­ας. Ἄς ὑ­πο­θέ­σου­με ὅτι ἀ­να­πτύσ­σε­ται μί­α φι­λί­α ἀ­νά­με­σα σέ ἕναν δά­σκα­λο καί τόν μα­θη­τή του βα­σι­σμέ­νη στό χρή­σι­μον, δη­λα­δή στήν ἀρ­χή ὅτι ἡ χρη­σι­μό­τη­τα καί τό ἀ­γα­θόν εἶ­ναι ταυ­τό­ση­μα. Ἄς ὑ­πο­θέ­σου­με ἐ­πί­σης ὅτι αὐτή ἡ φι­λί­α εἶ­ναι εἰ­λι­κρι­νής, ὑ­πό τήν ἔν­νοι­α ὅτι καί οἱ δύ­ο φί­λοι δέν εἶ­ναι φει­δω­λοί ὡς πρός τό φι­λεῖν καί ὅτι δέν ὑ­πό­σχον­ται νά προ­σφέ­ρουν κά­τι πού εἶ­ναι ἀ­νί­κα­νοι νά πα­ρά­σχουν. Στό ἀρ­χαι­ο-ἑλ­λη­νι­κό πλαί­σι­ο, ὁ δά­σκα­λος προ­σφέ­ρει στόν μα­θη­τή γνώ­ση καί ὁ μα­θη­τής, ὁ ὁποῖος κα­τα­νο­εῖ τή γνώ­ση ὡς κά­τι χρή­σι­μο, ἀν­τι­προ­σφέ­ρει στόν δά­σκα­λο ἡ­δο­νή. Αὐτό τό κλασ­σι­κό πα­ρά­δειγ­μα ὡ­στό­σο πε­ρι­γρά­φει, μέ ἀ­ρι­στο­τε­λι­κούς ὅρους, μί­α κα­τώ­τε­ρη μορ­φή φι­λί­ας. Ἀ­πό τήν ὀ­πτι­κή του τέ­λους της, τοῦ­το ση­μαί­νει: α) ὅταν ὁ μα­θη­τής ἐ­κτι­μή­σει ὅτι ὁ δά­σκα­λός του δέν ἔ­χει τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο νά τοῦ δι­δά­ξει, θά εἶ­ναι ‘ἠ­θι­κά’ ἐ­λεύ­θε­ρος νά δι­α­κό­ψει τή φι­λί­α τους, β) αὐτή ἡ ἀ­πό­φα­ση (τό τέ­λος) δι­και­ο­λο­γεῖ­ται πα­ρά τό γε­γο­νός ὅτι ὁ ἴδιος ὁ δά­σκα­λος δέν ἄλλα­ξε καί πα­ρά τό ὅτι συ­νε­χί­ζει νά προ­σφέ­ρει ὅ,τι ὑ­πο­σχέ­θη­κε, γ) τό χρο­νι­κό ση­μεῖ­ο τῆς παύ­σης τῆς φι­λί­ας ἀ­πο­τε­λεῖ καί τήν πρώ­τη στιγ­μή πού ὁ μα­θη­τής εἶ­ναι σέ θέ­ση νά συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει ἀ­να­δρο­μι­κά τήν ποι­ό­τη­τα καί τό βά­θος τῆς φι­λί­ας, δη­λα­δή τήν ἔ­κτα­ση τῆς χρη­σι­μό­τη­τας καί τῆς ὑ­λο­ποί­η­σής της.

Μά αὐτός ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι ὁ ὁ­ρι­σμός τῆς κι­νή­σε­ως στό βι­βλί­ο X τῶν ΗΝ: ἐν χρόνῳ γάρ πᾶ­σα κί­νη­σις καί τέ­λους τι­νός, οἷ­ον ἡ οἰ­κο­δο­μι­κή, καί τε­λεί­α ὅταν ποι­ή­σῃ οὗ ἐ­φί­ε­ται (1174a 19-21). Ὁ ὁ­ρι­σμός αὐτός ἔχει ὡς στό­χο του τόν κα­θο­ρι­σμό τῆς εὐ­δαι­μο­νί­ας ὡς ἐνεργείας. Ἡ δι­ά­κρι­ση ἀ­νά­με­σα στήν κίνη­σιν/τέ­χνην καί τήν ἐ­νέρ­γει­αν/πρᾶ­ξιν ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει τήν ἀ­νά­λυ­ση τῶν Με­τά τά Φυ­σι­κά (1048b). Κά­θε πρᾶ­ξις εἶ­ναι ἐ­νέρ­γει­α καί ἡ εὐ­δαι­μο­νί­α, ὡς τέ­λος τῆς πρά­ξε­ως, ὑ­φί­στα­ται καί αὐτή ὡς ἐ­νέρ­γει­α. Οἱ κα­τώ­τε­ρες λοι­πόν φι­λί­ες ἔχουν τή δο­μή πού ἔ­χει ἡ κί­νη­σις καί ὄ­χι αὐ­τή τῆς ἐνεργείας, δέν μπο­ροῦν ὡς ἐκ τού­του νά ἀ­ξι­ώ­σουν ὅτι ἀ­πο­τε­λοῦν ἠθική πρᾶ­ξιν, δη­λα­δή ἐ­νέρ­γει­αν, στή γνή­σι­α μορ­φή της.

Ὑ­πό αὐτήν τήν ὀ­πτι­κή, τό γε­γο­νός ὅτι ἡ πρᾶ­ξις τε­λει­ώ­νει μό­λις ἐ­πι­τευ­χθεῖ ὁ στό­χος της (τέ­λος) δεί­χνει ὅτι βρι­σκό­μα­στε στό ἐ­πί­πε­δό της ποι­ήσε­ως, ὅπου ἡ πρᾶ­ξις παύ­ει νά ὑ­φί­στα­ται ἀ­πό τή στιγ­μή (ἅ­μα) πού τό ἔργο πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ (Φυ­σι­κά, 201b 11). Ἡ φι­λί­α νο­εῖ­ται δη­λα­δή ἐ­δῶ ὡς μί­α τέ­χνη πού «οἰ­κο­δο­μεῖ» τό κοι­νό συμ­φέ­ρον καί ἔ­χει ὡς τέ­λος της τό ἴδιο τό οἰ­κο­δό­μη­μα ἐ­νερ­γείᾳ. Νο­εῖ­ται καί ὡς κί­νη­σις ἄν ἰ­δω­θεῖ ὡς πρός τόν χρό­νο τῆς τε­λει­ο­ποί­η­σής της.

Ἡ ἀπόδειξη, συ­νε­πῶς, τῆς κα­τω­τε­ρό­τη­τας αὐτῶν τῶν φι­λι­ῶν μπο­ρεῖ νά θε­με­λι­ω­θεῖ στή βά­ση δύ­ο ξε­χω­ρι­στῶν προ­κει­μέ­νων, ἀ­πό τή μί­α πλευ­ρά στήν πα­ρα­τή­ρη­ση τῶν φαι­νο­μέ­νων καί ἐν­δό­ξων σχε­τι­κά μέ τή συμ­πε­ρι­φο­ρά ὅσων προ­σμέ­νουν ἀ­πό τή φι­λί­α ἕνα συγ­κε­κρι­μέ­νο κέρ­δος, καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη, στή θε­με­λι­ώ­δη δι­ά­κρι­ση ἀ­νά­με­σα στά ζεύ­γη: ποί­η­σις/κί­νη­σις καί πρᾶ­ξις/ἐ­νέρ­γει­α. Στό μέ­τρο πού οἱ πα­ρα­πά­νω φι­λί­ες δεί­χθη­καν νά ἀ­νή­κουν μορ­φι­κά στήν κα­τη­γο­ρί­α τῆς ποι­ή­σε­ως, ἡ ἴδια ἡ ἠθική τους ποι­ό­τη­τα ἔ­χει ἤδη ἀ­πο­φα­σι­σθεῖ.

Τε­λεί­ως δι­α­φο­ρε­τι­κή εἶ­ναι ἡ πε­ρί­πτω­ση παύ­σης τῆς φι­λί­ας κατ’ ἀ­ρε­τή. Ὁ Ἀριστοτέλης δέν ὑ­πο­πί­πτει στό ὀ­λί­σθη­μα νά θε­ω­ρή­σει ἀ­δύ­να­τη μι­ά τέ­τοια παύ­ση, ὅπως ἴσως προ­δι­α­θέ­τει ἡ ἐ­πι­μο­νή στή μο­νι­μό­τη­τα τῆς φι­λί­ας αὐτῆς. Τό βι­βλί­ο IX, iii, πού ἀ­να­πτύσ­σει τήν ἀ­πο­ρί­α πε­ρί τῆς δυ­να­τό­τη­τας δι­ά­λυ­σης μιᾶς τέ­λει­ας φι­λί­ας, δεί­χνει κα­θα­ρά ὅτι ἡ δι­ά­λυ­ση σέ αὐτήν τήν πε­ρί­πτω­ση δέν ση­μαί­νει ταυ­τό­χρο­να καί τήν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τῆς ἐν λό­γω φι­λί­ας. Στήν πραγ­μα­τι­κή φι­λί­αν ἰ­σχύ­ει λοι­πόν ὅ,τι καί γιά κά­θε ἐ­νέρ­γει­αν: ζεῖ κα­νείς τή φι­λί­αν ἐ­νερ­γείᾳ καί τήν ἔ­χει ἤδη ζή­σει (βλ. 1048b). Ἡ δι­ά­λυ­ση δέν ὀ­φεί­λε­ται στήν ἐ­πί­τευ­ξη ἐνος στό­χου ἔ­ξω ἀ­πό τήν ἴ­δια τήν πρᾶ­ξιν ἀλλά στήν ἀλ­λοί­ω­ση τῆς ποι­ό­τη­τας τῆς ἴ­διας της πρά­ξε­ως, τῆς φι­λι­κῆς σχέ­σης. Ὅ­ταν, γιά πα­ρά­δειγ­μα, ὁ φί­λος κα­ταν­τᾶ, μο­χθη­ρός σέ τέ­τοιο βαθ­μό πού εἶναι ἀ­δύ­να­τη ἡ ἴ­α­σή του, τό­τε δι­και­ού­μα­στε νά ἀ­πο­μα­κρυν­θοῦ­με ἀ­πό αὐτόν: οὐ γάρ τᾦ τοι­ού­τῳ φί­λος ἦν. Ἀλ­λοι­ω­θέν­τα οὖν ἀ­δυ­να­τῶν ἀ­να­σῶ­σαι ἀ­φί­σταται (1165b 22-23). Τό ρῆ­μα ἀ­φί­στα­ται δεί­χνει ὅτι ἡ δι­α­κο­πή εἶ­ναι τρό­πον τι­νά βί­αι­η, ὅπως συμ­βαί­νει καί μέ τήν ἴ­δια τήν εὐ­δαι­μο­νί­α ὅταν δι­α­κό­πτε­ται συγ­κρου­ό­με­νη μέ τήν τύ­χη, ἐ­ναρ­γές πα­ρά­δειγ­μα τῆς ὁ­ποί­ας εἶ­ναι ἡ ἀ­πώλει­α τῶν φί­λων (1099b). Τό ἄ­δο­ξο αὐτό τέ­λος δέν κα­τα­στρέ­φει, ἄλ­λω­στε, τήν ἀ­ξία τῆς φι­λί­ας πού ὑ­πῆρ­ξε, ὡς ἐ­άν ἡ τε­λευ­ταί­α νά ἔ­μει­νε ἀ­νο­λο­κλήρω­τη, ἐν­δεήης. Γιά αὐτό καί δέν πρέ­πει, συ­νε­χί­ζει ὁ Ἀριστοτέλης, νά συμπε­ρι­φε­ρό­μα­στε στούς πρώ­ην φί­λους σάν νά μήν ὑ­πῆρ­ξαν πο­τέ φί­λοι μας (1665b 30-35).

2. α) [ἡ φι­λί­α καθ’ ἑ­αυ­τήν] δο­κεῖ δ’ ἐν τᾦ φι­λεῖν μᾶλ­λον ἤ ἐν τᾦ φι­λεῖ­σθαι εἶναι (1159a 27)·

β) φι­λη­τι­κός δέ ὁ ἐν τῷ φι­λεῖν χαί­ρων μᾶλ­λον ἤ τῷ φι­λεῖ­σθαι, ἐ­κεῖ­νος δέ φι­λού­με­νος μᾶλ­λον, [γιά τόν φι­λη­τι­κό ἰ­σχύ­ει ὅτι] ἔ­νε­στι γάρ ἀ­νάγ­κη ἐ­νερ­γοῦν­τι. Τό μέν γάρ φι­λεῖ­σθαι συμ­βε­βη­κός (1239a 28-32)·

γ) οἱ πολ­λοί δέ δο­κοῦ­σι δι­ά φι­λο­τι­μί­αν βού­λε­σθ­αι φι­λεῖ­σθαι μᾶλ­λον ἤ φι­λεῖν, δι­ό φι­λο­κό­λα­κες οἱ πολ­λοί (1159a 12-15).

Ἀρ­χι­κά ὁ Ἀριστοτέλης φαί­νε­ται νά ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ κά­θε εἶ­δος φι­λί­ας καί νά ἐ­πι­ση­μαί­νει ὅτι ἡ φι­λί­α ὡς τέ­τοια συ­νί­στα­ται στήν ἐ­νέρ­γει­αν τοῦ φι­λεῖν. Καί πράγ­μα­τι μί­α τέ­τοια το­πο­θέ­τη­ση θά συν­ταί­ρι­α­ζε μέ τή βα­σι­κή ἀρ­χή πού θέ­λει τή φι­λί­αν νά ὑ­πάρ­χει τοῦ φί­λου ἕνεκα. Στήν ἴδια συ­νά­φει­α ἀ­νή­κει καί ἡ προϋ­πό­θε­ση τοῦ συ­ζῆν, τῆς ἄ­με­σης ἐ­πα­φῆς τῶν φί­λων, ἀφοῦ καί αὐτή ἐ­ξα­σφα­λί­ζει στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τό φι­λεῖν ὡς ἐ­νέρ­γει­αν καί ὄ­χι ὡς ἁ­πλή δι­ά­θε­ση. Γιά αὐτό καί ἡ ἀ­προ­ση­γο­ρί­α κα­τα­στρέ­φει τή φι­λί­αν, ἀφοῦ τήν ἀ­δρανο­ποι­εῖ ὡς ἐ­νέρ­γει­αν (1157b 10-15). Πα­ράλ­λη­λα, οἱ κα­τώ­τε­ρες φι­λί­ες προ­σκολ­λῶν­ται στό φι­λεῖ­σθαι καί κα­τη­γο­ρι­ο­ποι­οῦν­ται ὡς συμ­βε­βη­κός. Ἐξ ἄλ­λου πα­ρα­πέμ­πουν στήν κο­λα­κεί­α, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­χε, ἤδη στό δεύ­τε­ρο βι­βλί­ο τῶν ΗΝ, ὁ­ρι­σθεῖ ὡς τό κα­τώ­τε­ρο ἄ­κρο, ὡς ἔλ­λει­ψη τῆς φι­λί­ας. Τοῦ­το ση­μαί­νει ὅτι κά­θε φορά πού ἡ φι­λί­α βα­σί­ζε­ται στό φι­λεῖν ὑ­πο­βι­βά­ζε­ται ὡς φι­λί­α καί τε­λι­κά ὡς ἠθική πρᾶ­ξις. Κα­τα­δι­κά­ζε­ται ἐκ τῶν προ­τέ­ρων ὡς κα­κί­α.

Εἶ­ναι, βέ­βαι­α, προ­φα­νές ὅτι ἡ ταύ­τι­ση τῆς φι­λί­ας μέ τήν ἐ­νέρ­γει­αν τοῦ φι­λεῖν κυ­ρι­ο­λε­κτεῖ μό­νον στήν τέ­λει­α φι­λί­αν. Ἐ­δῶ, μά­λι­στα, δέν πρέ­πει νά γί­νε­ται λό­γος γιά φι­λεῖν καί φι­λεῖ­σθαι. Αὐτή ἡ δι­χο­τό­μη­ση ἀ­νά­με­σα σέ μι­ά ἐ­νέρ­γει­αν καί σέ ἕνα πά­σχειν θά ἦ­ταν ἤδη ὕ­πο­πτη. Στή φι­λί­αν κατ’ ἀ­ρε­τή ἰ­δι­ά­ζει μό­νον τό ζεῦ­γος φί­λη­σις-ἀν­τι­φί­λη­σις, πού ἐ­ξα­σφα­λί­ζει τό ὅτι ἡ φι­λι­κή σχέ­ση ἀ­να­πτύσ­σε­ται σέ ὅλο της τό φά­σμα στό ἐ­πί­πε­δό της ἐνεργείας.

Εἶ­ναι ἄλ­λο­ο­στε πρό­δη­λο, πα­ρά τήν ἔλ­λει­ψη μιᾶς σα­φοῦς δι­α­τύ­πω­σης τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, ὅτι οἱ κα­τώ­τε­ρες φι­λί­ες δί­δουν προ­τε­ραι­ό­τη­τα στό φι­λεῖ­σθαι, κα­θώς ἐ­πι­κεν­τρώ­νουν τήν προ­σο­χή τους στό ὄ­φε­λος πού θά προ­κύ­ψει. Εἴ­δα­με μά­λι­στα ὅτι, ὅταν τό ἀ­να­με­νό­με­νο ὄ­φε­λος δέν ἀ­πο­κτη­θεῖ ἤ ἀν­τι­θέ­τως ὁ­λο­κλη­ρω­θεῖ, αὐτές οἱ φι­λί­ες δι­α­λύ­ον­ται. Καί ἡ γνω­στή δι­α­τύ­πω­ση πού συ­νο­δεύ­ει σέ ὅλα τά ΗΝ αὐτές τίς φι­λί­ες ([ὁ φί­λος] ᾖ ἡδ­ύς ἤ χρή­σι­μος) τό ἴ­διο πράγμα ἐν­νο­οῦ­σε. Αὐτές οἱ ποι­ό­τη­τες ἀ­φο­ροῦν τό φι­λεῖ­σθαι ὡς ὄφε­λος πού λαμ­βά­νε­ται (1156a 10). Στήν οὐσία, αὐτή ἡ προ­σέγ­γι­ση ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει τήν προ­η­γού­με­νη πα­ρα­τή­ρη­ση σχε­τι­κά μέ τή φι­λί­α ὡς ποί­η­σιν. Τό ὅτι ἡ φι­λί­α αὐτή πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μό­νον ἐ­άν ὑ­λο­ποι­η­θεῖ τό κοι­νό συμ­φέ­ρον ση­μαί­νει ὅτι πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μό­νον ὅταν ἱ­κα­νο­ποι­η­θεῖ τό φι­λεῖ­σθαι, τό πο­ρί­ζε­σθαι κά­τι ὠ­φέ­λι­μο. Τό πρό­σθε­το στοι­χεῖ­ο εἶ­ναι ὅτι αὐτό τό ἔρ­γο, ἡ ὑ­λο­ποί­η­ση κά­τι χρή­σι­μου, με­τα­θέ­τει τό νό­η­μα τῆς φι­λί­ας στό φι­λεῖ­σθαι, στό εὖ πά­σχειν.

2.2. ἡ φι­λί­α ἡ πρώ­τη... τό ἔρ­γον αὐ­τῆς ἐ­νέρ­γει­α, αὕ­τη δ’ οὐκ ἔ­ξω ἀλλ’ ἐν αὐ­τῷ τῷ φι­λοῦ­ντι. Δυ­νά­με­ως δέ πά­σης ἔ­ξω, ἤ γάρ ἐν ἑ­τέρῳ ἤ ᾗ ἕ­τε­ρον... τό μέν γάρ φι­λεῖ­σθαι οὐ τόν φι­λη­τόν ἐ­νέρ­γει­α (Ἠ­θι­κά Ἐν­δή­μει­α [HE], 1237a 35-38).

Ἡ τέ­λει­α φι­λί­α ταυ­τί­ζε­ται μέ ἐ­νέρ­γει­αν καί ἀν­τι­τί­θε­ται στήν ἔν­νοι­α τῆς δυνά­με­ως. Ταυ­τό­χρο­να, ἡ ἐ­νέρ­γει­α ταυ­τί­ζε­ται μέ τό φι­λεῖν, καί τό φι­λεῖ­σθαι ὁ­ρί­ζε­ται ὡς τό ἐ­νάν­τιο τῆς ἐνεργείας καί συ­νε­πῶς φαί­νε­ται νά ταυ­τί­ζε­ται μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς δυνά­με­ως. Ἡ σα­φῶς ἀ­πο­κλει­στι­κή ἀ­να­φο­ρά στήν πρώ­τη φι­λί­αν κα­θώς καί ὁ συλ­λο­γι­σμός πού ἀ­να­πτύ­ξα­με προ­η­γου­μέ­νως μᾶς ὁ­δη­γοῦν στίς ἑ­νό­τη­τες: πρώ­τη φι­λί­α/φι­λεῖν/ἐ­νέρ­γει­α, κα­τώ­τε­ραι φι­λί­αι / φι­λεῖ­σθαι/δύ­να­μις. Ὅ­μως, μι­ά τέ­τοια θέ­ση μᾶς ἐ­πα­να­φέ­ρει στήν ὁ­δό τῆς ἀρ­χι­κῆς μας ὑ­πό­θε­σης. Τό ἐμ­πει­ρι­κό δε­δο­μέ­νο (φαι­νό­με­νο) (σύμ­φω­να μέ τό ὁποῖο ὁ φί­λος κατ’ ἀρετή ἑ­στι­ά­ζει τή συμ­πε­ρι­φο­ρά του στό φι­λεῖν ἐ­νῶ οἱ ὑ­πό­λοιπες φι­λί­ες στό τί θά καρ­πω­θοῦν) λαμ­βά­νει ἕνα ξε­χω­ρι­στό ἠ­θι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο, κα­θώς δεί­χνει ὅτι ἡ προ­τε­ραι­ό­τη­τα τοῦ φι­λεῖ­σθαι, ὅταν παρ’ ἐλ­πί­δα πα­ρα­τη­ρεῖ­ται, ὑ­πο­νο­μεύ­ει τήν ἴδια τήν ἠθική ποι­ό­τη­τα τῆς φι­λί­ας ὡς ἐνεργείας. Ὑ­πό μί­α ἔν­νοι­α, αὐτή ἡ προ­τε­ραι­ό­τη­τα τοῦ φι­λεῖν κα­τα­δι­κά­ζει ἐκ προ­οι­μί­ου καί κά­θε φι­λί­α πού πε­ρι­λαμ­βά­νει τό στοι­χεῖ­ο τῆς ὑ­πε­ρο­χῆς κά­ποιου ἐκ τῶν δύ­ο φί­λων (καθ’ ὑ­πε­ρο­χήν). Τό ὅτι ἐ­δῶ δέν πρό­κει­ται γιά μι­ά πραγ­μα­τι­κή φι­λί­αν, δη­λα­δή τό ὅτι τό κρι­τή­ρι­ο δέν εἶ­ναι ἡ ἴδια ἡ ἠθική ἀ­ξί­α τῶν φί­λων, φαί­νε­ται καί ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅτι ἡ βα­ρύ­τη­τα δέν δί­νε­ται πλέ­ον στό φι­λεῖν, ὅπως ται­ριά­ζει σέ κά­θε τέ­λει­α φι­λί­αν, ἀλλά στό φι­λεῖ­σθαι,, κα­θώς ὁ ὑ­πε­ρέ­χων δι­και­οῦ­ται νά ἀ­ξι­ώ­νει πε­ρισ­σό­τε­ρη φι­λί­αν ἀ­πό ὅ,­τι προ­σφέ­ρει (11581) 25-26).

Τί θά σή­μαι­νε, ὅμως, τό νά ὁ­ρί­σει κά­ποιος τή φι­λί­αν ὡς δύ­να­μιν;

Πρίν ἀ­παν­τή­σου­με στό ἐ­ρώ­τη­μα, ἄς ὑ­πεν­θυ­μί­σου­με ὅτι ἡ ὅλη κλι­μά­κω­ση τῆς φι­λί­ας πρός τήν τέ­λει­α ἀρετή πα­ρα­κο­λου­θεῖ τήν ταύ­τι­σή της μέ τήν ἐ­νέρ­γει­αν. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, στήν ἀ­πο­ρί­α γιά τό ἐ­άν ὁ αὐ­τάρ­κης ἄν­θρω­πος χρει­ά­ζε­ται φί­λους, ἡ τε­λι­κή ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή ἀ­πάν­τη­ση στη­ρι­ζό­ταν στό ἐ­πι­χεί­ρη­μα ὅτι ἡ φι­λί­α ὡς τέ­τοια ἐ­ξα­σφα­λί­ζει τό ἐ­νερ­γείᾳ τῆς εὐ­δαι­μο­νί­ας. Ὅ­ταν κά­ποιος δι­ά­γει τόν βί­ο του δί­πλα σέ φί­λους, ἡ ὅποι­α του πρᾶ­ξις γί­νε­ται εὐ­κο­λό­τε­ρη κα­θώς οὐ γάρ ῥᾴ­δι­ον καθ’ αὐ­τόν ἐ­νερ­γεῖν συ­νε­χῶς (1170a 7). Ἡ ἐμ­μέ­νειαά τῆς πρά­ξε­ως, πού θά κο­ρυ­φω­θεῖ στήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α της (: αἰσθα­νό­με­νον ὅτι ἐ­στι, 1170a 31), δέν θί­γε­ται ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅτι ἡ φι­λί­α ὡς τέ­τοια ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ κά­ποιον ἄλ­λον καί δέν νο­εῖ­ται δί­χως τήν ἀν­τι­φί­λη­σιν. Ἀ­κό­μα καί ὡς πρός τόν ἄλ­λον, ἡ φι­λι­κή σχέ­ση εἶ­ναι μι­ά ἐ­νέρ­γει­α. Ὁ ἄλ­λος δέν προ­σφέ­ρει τήν ἀν­τι­φί­λη­σιν ὡς ἕνα εἶ­δος ἀν­ταλ­λάγ­μα­τος, οὔ­τε ἔ­χει νό­η­μα νά μι­λᾶ­με ἐ­δῶ γιά τό φι­λεῖ­σθαι ὡς κάρ­πω­ση κά­ποιας ὠ­φέ­λει­ας, ἀφοῦ εἴ­μα­στε στό ἐ­πί­πε­δό της αὐ­τάρ­κει­ας. Ἐ­άν ὁ φί­λος συ­νι­στᾶ μι­ά 'πη­γή εὐ­δαι­μο­νί­ας’,[12] εἶ­ναι στό μέ­τρο πού μᾶς προ­σφέ­ρει τό θέ­α­μα τῆς ἴδιας τῆς ἐνεργείας (θε­ω­ρεῖν δέ μᾶλ­λον τούς πέ­λας δυνά­με­θα ἤ ἑ­αυ­τούς, 1169b 34-35), στό μέ­τρο πού προ­σαυ­ξά­νει τή δι­κή μας αἴ­σθη­ση τῆς ἐνεργείας (συναι­σθά­νε­σθαι ἄ­ρα δ­εῖ καί τοῦ φί­λου ὅτι ἔστιν, 1170b 11). Ἡ φι­λί­α εἶναι ἡ ὑ­πέρ­βα­ση τῆς ἐμ­μενεί­ας τοῦ ὑ­πο­κει­μέ­νου καί ὁ Ἀριστοτέλης γνω­ρί­ζει ὅτι αὐτή ἡ προϋ­πό­θε­ση εἶναι ὑ­πο­χρε­ω­τι­κή καί δέν ἀ­ναι­ρεῖ τήν ἐμ­μέ­νει­α τῆς ἐνεργείας κα­θε­αυ­τήν.

Τώ­ρα γί­νε­ται σα­φές τό προ­η­γού­με­νο ἐ­ρώ­τη­μα. Ἡ φι­λί­α ὡς δύ­να­μις κα­ταρ­γεῖ τήν ἴδια τή φι­λί­αν ὡς ἠθική πρᾶ­ξιν, δη­λα­δή ὡς ἐ­νέρ­γει­αν, στό μέ­τρο πού τήν ἐν­δι­α­φέ­ρει τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς φι­λί­ας, ἔ­τσι ὅπως αὐτό συγ­κε­κρι­με­νο­ποι­εῖ­ται στό φι­λεῖ­σθαι. Τήν ἐν­δι­α­φέ­ρει ποιά με­τα­βο­λή θά πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ στόν ἄλ­λον, ὡς πρός τή χρη­σι­μό­τη­τα καί τό κέρ­δος, ἤ στόν ἴδιον χά­ρη στόν ἄλ­λον. Αὐτό πού ἐ­ξο­ρί­ζε­ται δέν εἶναι βέ­βαι­α ἡ ἴδια ἡ χρη­σι­μό­τη­τα, ἀφοῦ καί ἡ τέ­λει­α φι­λί­α εἶναι καί ἡ­δεί­α καί χρή­σι­μη. Ἐ­ξο­ρί­ζε­ται ἡ χρη­σι­μό­τη­τα ὡς δύ­να­μις, ὡς κά­τι πού θά ὑ­λο­ποι­η­θεῖ μέ­σα σέ κά­τι ἄλ­λο, ὡς κά­τι πού δι­α­χω­ρί­ζει τή φι­λι­κή σχέ­ση σέ ποί­η­σιν καί ἐ­ξω­τε­ρι­κό ἀ­πο­τέ­λε­σμα (1046b 3-5). Γιά αὐτό καί ὁ Ἀριστοτέλης το­νί­ζει ὅτι στίς κα­τώ­τε­ρες φι­λί­ες οἱ φί­λοι δί­δουν καί λαμ­βά­νουν ἡ­δο­νές δι­α­φο­ρε­τι­κῆς ποι­ό­τη­τας (1157a). Γιά αὐτό καί ἐ­πι­μέ­νει ὅτι ἡ χρη­σι­μό­τη­τα καί ἡ ἡ­δο­νή δέν προϋ­πο­θέ­τουν τό συ­ζῆν, δη­λα­δή καί πά­λι τό συναι­σθά­νε­σθαι. Γιά αὐτό καί ὁ,­τι πο­ρί­ζει ὁ φί­λος δέν ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­ναγ­κα­στι­κά καί πη­γή εὐ­χα­ρί­στη­σης, δη­λα­δή ἐνεργείας, γιά τόν ἴδιον (1157b). Παν­τοῦ ἀ­να­δύ­ε­ται τό στοι­χεῖ­ο τῆς ἀ­συ­νέ­χει­ας, στοι­χεῖ­ο δι­α­με­τρι­κά ἀν­τί­θε­το πρός τήν ὀν­το­λο­γι­κή σύ­στα­ση τῆς ἐνεργείας.

Ἀ­νά­γον­τας λοι­πόν τή φι­λί­α κα­τά τό χρή­σι­μον στό φι­λεῖ­σθαι, ὁ Ἀριστοτέλης ἔ­χει δεί­ξει πῶς αὐτό τό 'φαι­νό­με­νο’ τῆς ἀ­φαι­ρεῖ κά­θε ἠθική ση­μα­σί­α στό μέ­τρο πού τήν ταυ­τί­ζει μέ δύ­να­μιν, δη­λα­δή μέ μι­ά ποι­η­τι­κή ἄρ­χη με­τα­βο­λῆς.

2.3. ἀμ­φι­σβή­τη­σιν δ’ ἔ­χει πό­τε­ρα δεῖ τῇ τοῦ π­α­θόν­τος ὠ­φέ­λει­α με­τρεῖν καί πρός ταύ­την ποι­εῖ­σθαι τήν ἀν­τα­πό­δο­σιν, ἤ τῇ τοῦ δρά­σαν­τος εὐ­ερ­γε­σίᾳα ἆρ’ οὖν δι­ά μέν τό χρή­σι­μόν τῆς φι­λί­ας οὔ­σης ἡ τοῦ πα­θόν­τος ὠ­φέ­λει­α μέ­τρον ἐ­στίν... ἐν δέ ταῖς κατ’ ἀ­ρε­τήν ἐγ­κλή­μα­τα μέν οὐκ ἔ­στιν, μέ­τρῳ δ’ ἔ­οι­κεν ἡ τοῦ δρά­σαν­τος προ­αί­ρε­σις (1163a 10-23).

Τό χω­ρί­ο ἀ­να­λύ­ει τήν πε­ρί­πτω­ση τῶν ἄ­νι­σων φι­λι­ῶν καί τή δυ­να­τό­τη­τα νά ἐ­πέλ­θει ἡ ἐ­πι­δι­ω­κό­με­νη ἰ­σό­τη­τα (ἰ­σά­ζειν). Τό κρι­τή­ρι­ο αὐτό εἶναι δι­α­φο­ρε­τι­κό γιά τήν τέ­λει­α φι­λί­αν καί τή φι­λί­αν μέ βά­ση τή χρη­σι­μό­τη­τα. Στήν πρώ­τη, κρι­τή­ρι­ο εἶναι ἡ προ­αί­ρε­ση καί κατ’ ἀ­κο­λου­θί­α ἡ ἴδια ἡ πρᾶ­ξις, δη­λα­δή ἡ ἐ­νέρ­γει­α. Στή δεύ­τε­ρη, κρι­τή­ρι­ο εἶναι ὁ ἴδιος ὁ πα­θών. Τοῦ­το ση­μαί­νει, ὡ­στό­σο, ὅτι ἡ δεύ­τε­ρη νο­εῖ­ται ἀ­ναγ­κα­στι­κά ὡς κί­νη­σις: ἡ φι­λί­α, δη­λα­δή ἡ σχέ­ση φι­λεῖν-φι­λεῖ­σθ­αι, ἑρ­μη­νεύ­ε­ται ὡς πά­σχειν, καί δέν ἀν­τι­με­τωπί­ζε­ται πλέ­ον ὡς ἐ­νέρ­γει­α. Στήν οὐ­σί­α ἡ σχέ­ση φι­λεῖν-φι­λεῖ­σθαι γί­νε­ται ἀ­νάλο­γη μέ τίς κι­νή­σεις τοῦ τύ­που δι­δά­σκειν-μαν­θά­νειν. Ὅ­πως ἐ­ξη­γοῦν τά Φυσι­κά, πρό­κει­ται γιά κι­νή­σεις ὅ­που τό πά­σχειν δι­α­τη­ρεῖ ἀ­κέ­ραι­α τήν πρω­το­κα­θε­δρί­α. Σέ κά­θε κί­νη­σιν ἰ­σχύ­ουν τά ἑξῆς (202a 10 κ.ε.): α) ἐ­στίν ἡ κί­νησις ἐν τῷ κι­νη­τῷ, δη­λα­δή ἡ κί­νη­σις δέν εἶναι ἡ ἐ­νέρ­γει­α αὐ­τοῦ πού κι­νεῖ ἀλ­λά ἡ ἐν­τε­λέ­χει­α τοῦ ἴ­διου τοῦ κι­νη­τοῦ ὡς τέ­τοιου, β) ἡ κί­νη­σις δέν εἶναι μι­ά σχέ­ση δι­πλῆς κα­τεύ­θυν­σης ἀ­νά­με­σα στό κι­νοῦν καί τό κι­νη­τό, ἀλλά μι­ά σχέ­ση ὅ­που ἡ ποί­η­σις ὑ­πά­γε­ται οὐ­σι­α­στι­κά στό πά­σχειν, δέν εἶ­ναι πα­ρά πρός ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­σή του.[13] Κα­τα­νο­οῦ­με λοι­πόν για­τί τό πά­σχειν ὡς κρι­τή­ρι­ο τῆς φι­λί­ας τήν ταυ­τί­ζει αὐ­τό­χρη­μα μέ μι­ά μορ­φή κι­νή­σε­ως, ὅτι αὐ­τή ἡ ταύ­τι­ση κα­ταρ­γεῖ τήν ἴ­δια τή φι­λί­αν ὡς ἰ­σό­τι­μη σχέ­ση τῶν φί­λων, με­τα­τρέ­πει τό φι­λεῖν σέ πρᾶ­ξιν ὑ­πό­λο­γη πρός τό φι­λεῖ­σθ­αι (πού εἶναι ἐκ φύ­σε­ως, δη­λα­δή ὡς πά­σχειν, συμ­βε­βη­κός). Γί­νε­ται τώ­ρα σα­φές τί ση­μαί­νει ἡ πρω­ταρ­χι­κό­τα­τα τοῦ φι­λεῖ­σθαι καί πῶς ὑ­πο­τάσ­σε­ται σέ αὐτήν τό φι­λεῖν ὡς ἐ­νέρ­γει­α. Καί δι­α­σα­φη­νί­ζε­ται πα­ράλ­λη­λα ἡ ἀρ­χι­κή θέ­ση ὅτι οἱ κα­τώ­τε­ρες φι­λί­ες δέν ὁ­λο­κλη­ρώ­νον­ται πα­ρά μό­νον ἐ­άν πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ τό χρή­σι­μον ὡς τέ­τοιο, δη­λα­δή καί πά­λι τό φι­λεῖ­σθαι ὡς εὖ πά­σχειν. Συ­νά­γε­ται, λοι­πόν, γιά ἄλ­λη μι­ά φο­ρά ὅτι ἡ ἐ­πι­μο­νή στήν ἀ­νά­λυ­ση τῶν φαι­νο­μέ­νων ὑ­πο­κρύ­πτει μι­ά θε­ω­ρη­τι­κή στρα­τη­γι­κή: κά­θε φορά πού κα­τα­δι­κά­ζε­ται μι­ά μορ­φή φι­λί­ας, ἐ­ξο­μοι­ώ­νε­ται μέ μι­ά μορ­φή κι­νή­σε­ως/δυ­νά­με­ως.

3.3. οἱ δ’ εὖ πε­ποι­η­κό­τες φι­λοῦ­σι καί ἀ­γα­πῶ­σι τούς εὖ πε­πον­θό­τας... ὅπερ καί ἐ­πί τῶν τε­χνι­τῶν συμ­βέ­βη­κεν. Πᾶς γάρ τό οἰ­κεῖ­ον ἔρ­γον ἀ­γα­πᾶ μᾶλ­λον ἤ ἀ­γα­πη­θεί­η ἄν ὑ­πό τοῦ ἔρ­γου ἐμ­ψύ­χου γε­νο­μέ­νου... τοι­ού­τῳ δή ἔ­οι­κε καί τό τῶν εὐ­ερ­γε­τῶν. Τό γάρ εὖ πε­πον­θός ἔρ­γον ἐ­στίν αὐ­τῶν. Τοῦ­το δή ἀ­γα­πῶ­σι μᾶλ­λον ἤ τό ἔρ­γον τόν ποι­ή­σαν­τα... ἐ­νερ­γείᾳ δέ ὁ ποι­ή­σας τό ἔργον ἔ­στι πώς. στέρ­γει δή τό ἔρ­γον, δι­ό­τι καί τό εἶ­ναι... καί ἡ μέν φί­λη­σις ποι­ή­σει ἔ­οι­κεν, τό φι­λεῖ­σθαι δέ τῶ πά­σχειν (1167b 30-1168a 20).

Αὐτό τό χω­ρί­ο λαμ­βά­νε­ται συ­νή­θως ὡς αὐ­το­νό­η­το καί χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ἐν γέ­νει ὡς ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κό της ἀ­ρι­στο­τε­λι­κῆς θε­ω­ρί­ας γιά τή φι­λί­αν, χω­ρίς κα­νέ­ναν μά­λι­στα δι­σταγ­μό. Οἱ σχο­λι­α­στές ἐ­πι­κεν­τρώ­νουν τό ἐν­δι­α­φέ­ρον τους στήν ταύ­τι­ση τῆς φι­λί­ας μέ τό φι­λεῖν καί τήν ἐ­νέρ­γει­αν καί πα­ρα­γνω­ρί­ζουν τή σκο­τει­νή πλευ­ρά του πού εἶναι ἡ ἐ­ξο­μοί­ω­ση τῆς φι­λί­ας μέ τήν ποί­η­σιν. Κι ὅμως θά ἔ­πρε­πε νά μᾶς βά­λει σέ ἀ­πο­ρί­α τό γε­γο­νός ὅτι ἡ φι­λί­α ὡς ἠθική ἀρετή ταυ­τί­ζε­ται ἐ­δῶ μέ­ τό ἀ­κρι­βές ἀν­τί­θε­το κά­θε πρά­ξε­ως πού εἶναι ἡ ποί­η­σις![14]

Καί πράγ­μα­τι, τό πα­ρα­πά­νω χω­ρί­ο συ­νι­στᾶ γιά τή δι­κή μας ἑρ­μη­νεί­α ἕνα ξαφ­νι­κό ἐμ­πό­δι­ο πού δέν μπο­ροῦ­με νά πα­ρα­κάμ­ψου­με, θε­ω­ρών­τας το ἁ­πλῶς σάν μι­ά με­τα­φο­ρι­κή δι­α­τύ­πω­ση. Ἀν­τί­θε­τα, σπεύ­δου­με νά ση­μει­ώ­σου­με ὅτι ἡ ταύ­τι­ση τοῦ φί­λου μέ τό ἔρ­γο τῆς ποι­ή­σε­ως δέν μπο­ρεῖ νά εὐ­στα­θεῖ στό μέ­τρο πού ἐ­ξα­νε­μί­ζε­ται ἡ ἴδια ἡ ἀν­τι­φί­λη­σις (μι­ά δη­λα­δή ἀ­πό τίς οὐ­σι­ώ­δεις προϋ­πο­θέ­σεις τῆς φι­λί­ας), ὅπως ὑ­πο­νο­εῖ καί ὁ ἴδιος ὁ Ἀριστοτέλης, καί τό κυ­ρι­ό­τε­ρο, στό μέ­τρο πού προ­δι­α­γρά­φε­ται γιά τή φι­λί­αν ἕνα ἐ­ξω­τε­ρι­κό τέ­λος, ἡ ὑ­λο­ποί­η­ση τοῦ «ἔρ­γου» της.

Ἄς πα­ρα­κάμ­ψου­με τίς πα­ρα­πά­νω πα­ρα­τη­ρή­σεις καί τή θε­με­λι­ώ­δη δι­ά­κρι­ση πρά­ξε­ως/ποι­ή­σε­ως, κα­θώς μπο­ρεῖ νά κα­τη­γο­ρη­θοῦ­με γιά λή­ψη τοῦ ζη­του­μέ­νου. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αὐτό τό χω­ρί­ο με­τα­τρέ­πει τήν ἴδια τήν ἔν­νοι­α τῆς ποι­ή­σε­ως καί τοῦ­το μέ δύ­ο τρό­πους. Ἀ­πό τή μι­ά πλευ­ρά, ἡ ποί­ησις δέν ἐ­πι­κεν­τρώ­νε­ται πλέ­ον στήν ὑ­λο­ποί­η­ση τοῦ ἔρ­γου ἀλλά στή δι­α­δι­κα­σί­α αὐτή κα­θε­αυ­τήν, τήν πρᾶ­ξιν τοῦ ποι­οῦν­τος. Ἀ­πό τήν ἄλ­λη, ἡ ποί­η­σις φαί­νε­ται, τρό­πον τι­νά, νά συ­νε­χί­ζε­ται καί με­τά τήν πραγ­μά­τω­ση τοῦ ἔρ­γου ὡς ἀ­γά­πη καί στορ­γή γιά τό ἔρ­γο (ἀ­γα­πῶ­σιν, στέρ­γει), ὡς ἱ­κα­νο­ποί­η­ση πού προ­σφέ­ρει ἡ θέ­α τοῦ ἔρ­γου ὡς ἐ­νερ­γείᾳ ὄντός.[15] Καί οἱ δύ­ο αὐτές δι­α­φο­ρο­ποι­ή­σεις τεί­νουν νά κα­τα­νο­ή­σουν τήν ποί­η­σιν ὄχί ἁ­πλά ὡς πα­ρα­γω­γή ἔρ­γου ἀλλά καί ὡς ἐ­νέρ­γει­αν ἐν ἑ­αυ­τῇ αἱ­ρε­τή καί συ­νε­πῶς ὡς πρᾶ­ξιν (ἡ πα­ρα­γνώ­ρι­ση αὐτῆς της δι­ά­στα­σης ἀ­πο­τε­λεῖ μει­ο­νέ­κτη­μα τῆς ὀρ­θό­δο­ξης ἀ­ρι­στο­τε­λι­κῆς σύλ­λη­ψης τῆς ποι­ή­σε­ως).

Καί αὐτή ἡ ἐ­πε­ξή­γη­ση τοῦ χω­ρί­ου δέν ἱ­κα­νο­ποι­εῖ, ὡ­στό­σο, τή βα­θύ­τε­ρη πρό­θε­σή μας: πρέ­πει, νο­μί­ζου­με, νά συ­νει­δη­το­ποι­η­θεῖ ὅτι ἡ πα­ροῦ­σα συ­ζή­τη­ση δέν ἀ­φο­ρᾶ στήν ἴδια τή φι­λί­αν ἤ του­λά­χι­στον τήν τέ­λει­α φι­λί­αν ἀλλά ἁ­πλῶς καί μό­νο μι­άν ἀρετή πού τῆς μοιά­ζει. Πράγ­μα­τι, τό χω­ρί­ο ἀφορᾶ τήν εὐ­ερ­γε­σί­αν, ἡ ὁ­ποί­α οὐ­δό­λως ὑ­πά­γε­ται στήν ἀρετή της φι­λί­ας.[16] Τοῦ­το ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται, κατ’ ἀρ­χάς, ἀ­πό τή θέ­ση τοῦ χω­ρί­ου: ἕ­πε­ται τῶν πα­ρα­γρά­φων πού ἀ­πα­σχο­λοῦν τήν εὔ­νοι­α καί τήν ὁ­μό­νοι­α ὡς κά­τι πού φι­λι­κῷ ἔ­οι­κεν (1166b 30), χω­ρίς νά συ­νι­στᾶ ὅμως καί μορ­φή φι­λί­ας. Κα­τά δεύ­τε­ρο λό­γο, εἶ­ναι προ­φα­νές ὅτι ἡ εὐ­ερ­γε­σί­α ἐμ­πί­πτει στόν χῶ­ρο τῆς ἐ­λευ­θε­ρι­ό­τη­τος (IV, I), ὅπου καί ἀ­να­φέ­ρε­ται ρη­τά (1120a 35), στή συ­νά­φει­α τῆς ἠθικῆς ἀ­ξί­ας τοῦ εὖ ποι­εῖν σέ σχέ­ση μέ τό εὖ πά­σχειν (1120a 12). Ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται δέ ἀ­πό τή φι­λί­α ὅσο καί ἡ εὔ­νοι­α, στό μέ­τρο δη­λα­δή πού δέν πε­ρι­λαμ­βά­νει στό ἐ­σω­τε­ρι­κό της τήν ἀ­νάγ­κη της ἀν­τι­φι­λή­σε­ως ἤ ἀ­κό­μα καί τῆς προ­σω­πι­κῆς σχέ­σης μέ τόν ἄλ­λον (1155b 33).

Εἴ­μα­στε πλέ­ον σέ θέ­ση νά κα­τα­νο­ή­σου­με, πί­σω ἀ­πό τό γράμ­μα τοῦ κειμέ­νου, τίς οὐ­σι­ώ­δεις σχέ­σεις πού ἔρ­χον­ται στήν ἐ­πι­φά­νει­α. Τά δύ­ο δε­δο­μέ­να πού φω­τί­σα­με (πρῶ­τον, τό ὅτι ἐ­δῶ ἡ φι­λί­α τεί­νει νά ταυ­τι­σθεῖ μέ τήν ποί­ησιν καί, δεύ­τε­ρον, ὅτι ἐ­δῶ δέν πρό­κει­ται πα­ρά γιά μί­α φι­λί­αν στήν ὁ­ποί­α ἔ­χει ἀ­φαι­ρε­θεῖ ἡ ἀν­τι­φί­λη­σις) πρέ­πει νά ἰ­δω­θοῦν στήν ἑ­νό­τη­τά τους. Καί τό­τε προ­κύ­πτει τό ἑξῆς συμ­πέ­ρα­σμα: κά­θε φορά πού ἡ φι­λί­α χά­νει τήν ἀ­να­φο­ρά της στόν ἄλ­λον, τεί­νει νά χά­σει καί τό ἠ­θι­κό της πε­ρι­ε­χό­με­νο, δη­λα­δή τήν οὐ­σία της ὡς πρᾶ­ξις, ἀφοῦ με­τα­τρέ­πε­ται σέ ποί­η­σιν. Καί ἡ ἀ­να­φο­ρά στόν ἄλ­λον αἴ­ρε­ται ὅταν ὁ τε­λευ­ταῖ­ος νο­εῖ­ται ὡς πα­ρα­χθέν ἔργον, ὡς ποι­η­τόν. Δι­ό­τι τό­τε ὁ ἄλ­λος παύ­ει νά ἀ­πο­τε­λεῖ πη­γή εὐ­δαι­μο­νί­ας καί με­τα­τρέ­πε­ται σέ ἀ­να­πα­ρα­γω­γή τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας. Δέν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο ὅτι ἡ ἀ­νά­λυ­ση τῆς αὐ­τάρκει­ας ὡς πρός τή φι­λί­α ἀ­πέ­φυ­γε οἱ­ο­δή­πο­τε ἐ­πι­χεί­ρη­μα πού νά ὑ­πο­στη­ρί­ζει ὅτι ὁ αὐ­τάρ­κης ἀ­να­γνω­ρί­ζει στόν φί­λο ἕνα ἔρ­γο του. Καί τοῦ­το δι­ό­τι ἔ­πρε­πε νά δι­α­φυ­λα­χθεῖ, πά­σῃ θυ­σίᾳ, ἡ ἑ­τε­ρό­τη­τα τοῦ φί­λου.[17] Ἡ πι­ό εὔ­στο­χη δι­α­τύ­πω­ση γιά τήν ἐ­ξα­σφά­λι­ση μιᾶς τέ­τοιας προϋ­πό­θε­σης εἶ­ναι ἐ­κεί­νη τῶν HE: ὥ­σπερ αὐ­τός δι­αι­ρε­τός εἶ­ναι ὁ φί­λος (1245a 34-35). Τό ἀν­τί­θε­το αὐτῆς τῆς ἑ­τε­ρό­τη­τας φα­νε­ρώ­νε­ται μέ­σα ἀ­πό τή με­τα­φο­ρά τοῦ χω­ρί­ου τῶν ΝΕ, στό ση­μεῖ­ο πού τό ἔρ­γο πα­ρο­μοι­ά­ζε­ται μέ τέ­κνο (ὥ­σπερ τέ­κνα, 1168a 2-3), ὑ­πό τό νό­η­μα ὅτι τό ἔρ­γο ἤ ὁ εὐ­ερ­γε­τη­θείς εἶ­ναι μέ­ρος τοῦ ἴ­διου τοῦ ποι­οῦν­τος.

IV

Συμ­πέ­ρα­σμα: Ἡ δι­ά­κρι­ση ἀ­νά­με­σα σέ πρᾶ­ξιν καί ποί­η­σιν δέν ἐ­νέ­χει μό­νο ὀν­το­λο­γι­κή ἀλλά καί ἠθική-ἀ­ξι­ο­λο­γι­κή βα­ρύ­τη­τα, πράγμα πού δι­α­φαί­νε­ται στήν ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή ἀ­νά­λυ­ση τῆς φι­λί­ας, κα­θώς οἱ μορ­φές της ἀν­τα­να­κλοῦν ὅλες τίς πτυ­χές τῆς δι­ά­κρι­σης ἀ­νά­με­σα στά ἐ­πί­πε­δα τῆς πρά­ξε­ως/ἐ­νερ­γεί­ας καί τῆς ποι­ή­σε­ως/κι­νή­σε­ως. Οἱ κα­τώ­τε­ρες μορ­φές φι­λί­ας ἀ­πο­δει­κνύ­ον­ται ὡς τέ­τοιες στό μέ­τρο πού πα­ρου­σι­ά­ζον­ται ὡς 'ποι­η­τι­κές’.

Ἡ γο­νι­μό­τη­τα τῆς πα­ρα­πά­νω θέ­σης, ἐφ’ ὅ­σον εὐ­στα­θεῖ, θά κρι­θεῖ σέ δύ­ο ἐ­πί­πε­δα. Πρῶ­τον, τό κα­τά πό­σο ἡ ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή ἠθική, φαι­νο­με­νι­κά πε­ρι­γρα­φι­κή καί ὑ­πό­λο­γη στά ἔν­δο­ξα, βα­σί­ζε­ται σέ μί­α κρυ­φή θε­ω­ρη­τι­κή δι­ά­κρι­ση, σέ ἕνα προ-ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νο κρι­τή­ρι­ο, αὐτό τῆς δι­ά­κρι­σης ἀ­νά­με­σα στήν πρᾶ­ξιν καί τήν ποί­η­σιν. Δεύ­τε­ρον, τό κα­τά πό­σον ἡ σύν­δε­ση τῆς φι­λί­ας μέ τήν πρᾶ­ξιν καί ἡ 'ἠθική κα­τα­δί­κη της’ ὅταν ταυ­τί­ζε­ται μέ τήν ποί­η­σιν ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται στό σύγ­χρο­νο αἴ­τη­μα τῆς ἐ­ξω­τε­ρι­κό­τη­τας του ἄλ­λου, δη­λα­δή τῆς ἀ­πε­ξάρ­τη­σής του ἀ­πό τήν 'πα­ρα­γω­γή’ καί τήν ἐ­πι­βο­λή τοῦ ἐ­γώ, καί τε­λι­κά στό αἴ­τη­μα τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας του. Ἀρ­κού­μα­στε γιά τήν ὥ­ρα στήν ἐν­τύ­πω­ση ὅτι ἡ πα­ρα­πά­νω ἀ­νά­λυ­ση συ­νι­στᾶ ἕναν πι­θα­νό ὁ­δη­γη­τι­κό μί­το πρός τή δι­πλή αὐτή προ­ο­πτι­κή.
----------------------------------
[2] Ὅ­λοι οἱ ἀ­ρι­στο­τε­λι­κοί ὅροι πα­ρα­τί­θεν­ται μέ πλά­γι­α γράμ­μα­τα.

[3] Βλ. ἀν­τι­στοί­χως: Pierre Aubenque, La prudence chez Aristole, PUF, Paris 1963, Hans-Georg Gadamer, Wahrheit und Methode, Mohr, Tubingen 1960.

[4] Ὅ τρό­πος πού ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με ἐ­δῶ τή δι­ά­κρι­ση ἀ­νά­με­σα στήν ποί­η­σιν καί τήν πρᾶ­ξιν πα­ρα­πέμ­πει ἐμ­φα­νῶς σέ μι­ά συγ­κε­κρι­μέ­νη πα­ρά­δο­ση ἑρ­μη­νεί­ας τῆς ἀ­ρι­στο­τε­λι­κῆς ἠ­θι­κῆς, αὐ­τήν τῆς ἑρ­μη­νευ­τι­κῆς-φαι­νο­με­νο­λο­γι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας. Γιά αὐτό τόν λό­γο θε­ω­ρή­σα­με ἐ­πι­κίν­δυ­νους τους συ­σχε­τι­σμούς μέ ἄλ­λες ἑρ­μη­νεῖ­ες τῆς δι­ά­κρι­σης αὐ­τῆς καί εἰ­δι­κό­τε­ρα μέ αὐ­τήν τοῦ David Charles: Aristotle’s Philosophy of Action, Duckworth, London 1984.

[5] «Εἶ­ναι κρί­μα πού ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης συ­νέ­χε­ε συ­χνά τήν τε­χνι­κή πρᾶ­ξιν μέ τήν ἠ­θι­κή πρᾶ­ξιν καί σκε­πτό­ταν τήν πρᾶ­ξιν σύμ­φω­να μέ τδ μον­τέ­λο τῆς ποι­ή­σε­ως» (Aubenque, ὅ.π., σ. 175).

[6] Ἡ συ­νει­σφο­ρά τῆς Μ. Nussbaum [The Fragility of Goodness, Cambridge University Press, Cambridge 1986) συ­νί­στα­ται ἀ­κρι­βῶς σέ μι­ά τέ­τοια ἑρ­μη­νεί­α τῆς ἀ­ρι­στο­τε­λι­κῆς ἠθικῆς. Ἔ­δει­ξε ὅτι ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης ἀ­ναί­ρε­σε τήν ἔν­νοι­α τῆς ἠθικῆς πρά­ξε­ως πού βα­σι­ζό­ταν στόν πλα­τω­νι­κό πα­ραλ­λη­λι­σμό μέ τήν τέ­χνην. Ἀ­πό τή δι­κή μας ὀ­πτι­κή γω­νί­α, ἡ ἑρ­μη­νεί­α της μπο­ρεῖ νά νο­η­θεῖ ὡς ἑξῆς: ἡ ὀν­το­λο­γι­κή δι­ά­κρι­ση ἀ­νά­με­σα στήν ποί­η­σιν καί τήν πρᾶ­ξιν δέν ἐν­δι­α­φέ­ρει τήν ἠ­θι­κή. Αὐτό πού τήν ἐν­δι­α­φέ­ρει εἶ­ναι τό νά μήν πράτ­τω καί νά μήν ἀ­ξι­ο­λο­γῶ τήν πρᾶ­ξιν μέ κρι­τή­ρι­α πού τήν με­τα­τρέ­πουν σέ ἕ­να εἶ­δος τέ­χνης.

[7] Ἔ­τσι κα­τα­νο­οῦ­με τήν ἑρ­μη­νεί­α τῆς Τ. Engberg-Pedersen, Aristotle’s Theory of Moral Insight, Clarendon Press, Oxford 1984, σ. 198-99.

[8] Δέν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο ὅτι ἡ πε­ρί­πτω­ση τῆς φι­λί­ας ἐ­χει χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ καί πρός ἀ­πόδει­ξη τοῦ ἀ­κρι­βῶς ἀν­τί­θε­του ἐ­πι­χει­ρή­μα­τος ἀ­πό τό δι­κό μας, αὐ­τοῦ πού ἐν­νο­ε­ΐ τήν ἀ­ρε­τή ὡς ἕ­να εἶ­δος τέ­χνης. Βλ. C. D. C. Reeve, Practices of Reason, Clarendon Press, Oxford 1995, σ. 173-183.

[9] Μέ με­γά­λη ἔκ­πλη­ξη ἀ­να­κά­λυ­ψα τε­λευ­ταῖ­α ὅτι αὐτό τό ὅλο ἐγ­χεί­ρη­μα ἔ­χει προτα­θεῖ (ἐν πα­ρόδφ) ὡς ὑ­πό­θε­ση, χω­ρίς ὡ­στό­σο καί νά ἀ­να­λυ­θεῖ ἡ νά ἐ­πα­λη­θευ­θεῖ, στό βι­βλί­ο τῆς S. Stern-Gillet, Aristotle’s Philosophy of Friendship, State University of New York Press, Albany 1995, σ. 43.

[10] Βλ. John Μ. Cooper, «Aristotle on the Forms of Friendship», Review of Metaphysics 30/4 (1977), 619-648.

[11] Αὐ­τη ἡ μορ­φή φι­λί­ας φαί­νε­ται νά ἀν­τι­φά­σκει πρός τήν ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή ἔν­νοι­α τῆς ἡ­δο­νῆς ὡς ἄ­πει­ρης, κλη­ρο­νο­μι­ά τοῦ πλα­τω­νι­κοῦ Φι­λή­βου (53c-55c). Πράγ­μα­τι, ἡ φι­λί­α κα­τά τό ἡδύ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τό ἀν­τί­θε­το: αὐτές οἱ φι­λί­ες ὑ­φί­σταν­ται καθ’ ὅσον χρό­νο πα­ρέ­χουν ἡδονή. Κι ὅμως δέν ὑ­πάρ­χει ἀν­τί­θε­ση ἀ­νά­με­σα στίς δύ­ο θέ­σεις, δη­λα­δή τό ἄ­πει­ρό τῆς ἡδονῆς καί τόν πε­πε­ρα­σμέ­νο χαρακτήρα τῆς φι­λί­ας κα­τά τό ἡδύ. Ἡ φι­λί­α αὐ­τή, μέ τό νά πε­ρα­τώ­νε­ται κά­θε φορά ἀ­νά­λο­γα μέ τήν ἐ­πί­τευ­ξη συγ­κε­κρι­μέ­νων στό­χων, πα­ρου­σι­ά­ζε­ται σάν μι­ά ἄ­πει­ρη δι­α­δο­χή φι­λι­κῶν σχέ­σε­ων, οἱ ὁ­ποῖες ὡ­στό­σο κα­τα­κερ­μα­τί­ζουν τήν ταυ­τό­τη­τα τοῦ ὑ­πο­κεί­με­νου: τό ὅτι ὁ φί­λος πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ᾖ ἡδύς ἤ χρή­σι­μος δέν ση­μαί­νει ἁ­πλῶς ὅ­τι κα­τα­νο­εῖ τήν ταυ­τό­τη­τά του σύμ­φω­να μέ τά κρι­τή­ρι­α τῆς χρη­σι­μό­τη­τας ἀλ­λά, ἐ­πί πλέ­ον, ὅτι γί­νε­ται κά­θε φορά καί ἕ­νας ἄλ­λος ἀ­νά­λο­γα μέ τήν ἡδονή ἤ τή χρη­σι­μό­τη­τα στήν ὁ­ποί­α κά­θε φορά στο­χεύ­ει. Ἡ ἀ­πει­ρό­τη­τα τῆς φι­λί­ας κα­τά τό ἡδύ ἀν­τα­να­κλᾶ­ται στό ὅτι μπο­ρῶ νά ἔ­χω ταυ­τό­χρο­να πολ­λούς φί­λους, δεί­χνον­τας στόν κα­θέ­να καί ἕ­να δι­α­φο­ρε­τι­κό πρό­σω­πο, δί­χως νά ἔ­χω μι­άν ὁ­ρι­σμέ­νη 'ἠ­θι­κή ποι­ό­τη­τα’. Ὁ πε­πε­ρα­σμέ­νος χρο­νι­κός χαρακτήρας τῶν ἐ­πί μέ­ρους φι­λι­κῶν σχέ­σε­ων στήν οὐ­σί­α ἐ­πιτεί­νει τά πα­ρα­πά­νω στοι­χεῖ­α.

[12] Terence Η. Irwin, Aristotle’s First Principles, Clarendon Press, Oxford 1978, σ. 394,614.

[13] Walter Broker, Aristoteles, V. Klostermann, Frankfurt a.M. 1964, σ. 51-87.

[14] Δέν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο ὅτι ἡ Hanna Arendt πρό­σε­ξε τή δυ­σκο­λί­α αὐ­τοῦ τοῦ χω­ρί­ου καί τή ρι­ζι­κή ὅσο καί ἀ­θέ­μι­τη ταύ­τι­ση τῆς πρά­ξε­ως μέ τήν ποί­η­σιν πού ἐ­πι­βάλ­λει ἡ πε­ρί­πτω­ση τῆς εὐ­ερ­γε­σί­ας. Βλ. Ἡ ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση, μτφρ. Στ. Ρο­ζά­νης - Γέρ. Λυ­κι­αρ­δό­που­λος, Γνώ­ση 1986, σ. 268-269.

[15] Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης ταυ­τί­ζει αὐ­τήν τήν ἀν­τί­λη­ψη (perceptio) μέ τήν ἡδονή. Βλ. David Bostock, «Pleasure and Activity in Aristotle’s Ethics», Phronesis 32/3 (1988), 251-272.

[16] Βλ. Max Solomon Schellens, Das sittliche Verhalten zum Mitmenschen im Anschluss an Aristoteles, Felix Meiner Verlag, Hambourg 1958, σ. 30-48.

[17] Ἡ ἑρ­μη­νεί­α μας ἔρ­χε­ται σέ κά­θε­τη ἀν­τί­θε­ση μέ αὐ­τή τῶν: C. D. G. Reeve (δ.π., σ. 181) καί Ε. Millgram, «Aristotle on Making Other Selves», Canadian Journal of Philosophy 17 (1987), 361-376. Οἱ πα­ρα­πά­νω ἑρ­μη­νεῖ­ες κα­τα­λή­γουν στήν οὐ­σί­α νά ταυ­τί­ζουν τήν πρᾶ­ξιν καί τήν ποί­η­σιν.