Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Τρῳάδες (341-407)

ΧΟ. βασίλεια, βακχεύουσαν οὐ λήψῃ κόρην,
μὴ κοῦφον αἴρῃ βῆμ᾽ ἐς Ἀργείων στρατόν;
ΕΚ. Ἥφαιστε, δᾳδουχεῖς μὲν ἐν γάμοις βροτῶν,
ἀτὰρ πικράν γε τήνδ᾽ ἀναιθύσσεις φλόγα
345 ἔξω τε μεγάλων ἐλπίδων. οἴμοι, τέκνον,
ὡς οὐχ ὑπ᾽ αἰχμῆς οὐδ᾽ ὑπ᾽ Ἀργείου δορὸς
γάμους γαμεῖσθαι τούσδ᾽ ἐδόξαζόν ποτε.
παράδος ἐμοὶ φῶς· οὐ γὰρ ὀρθὰ πυρφορεῖς
μαινὰς θοάζουσ᾽, οὐδέ σ᾽ αἱ τύχαι, τέκνον,
350 σεσωφρονήκασ᾽, ἀλλ᾽ ἔτ᾽ ἐν ταὐτῷ μένεις.
ἐσφέρετε πεύκας δάκρυά τ᾽ ἀνταλλάσσετε
τοῖς τῆσδε μέλεσι, Τρῳάδες, γαμηλίοις.
ΚΑ. μῆτερ, πύκαζε κρᾶτ᾽ ἐμὸν νικηφόρον
καὶ χαῖρε τοῖς ἐμοῖσι βασιλικοῖς γάμοις·
355 καὶ πέμπε, κἂν μὴ τἀμά σοι πρόθυμά γ᾽ ᾖ,
ὤθει βιαίως. εἰ γὰρ ἔστι Λοξίας,
Ἑλένης γαμεῖ με δυσχερέστερον γάμον
ὁ τῶν Ἀχαιῶν κλεινὸς Ἀγαμέμνων ἄναξ.
κτενῶ γὰρ αὐτὸν κἀντιπορθήσω δόμους
360 ποινὰς ἀδελφῶν καὶ πατρὸς λαβοῦσ᾽ ἐμοῦ.
ἀλλ᾽ αὔτ᾽ ἐάσω· πέλεκυν οὐχ ὑμνήσομαι,
ὃς ἐς τράχηλον τὸν ἐμὸν εἶσι χἀτέρων,
μητροκτόνους τ᾽ ἀγῶνας, οὓς οὑμοὶ γάμοι
θήσουσιν, οἴκων τ᾽ Ἀτρέως ἀνάστασιν.
365 πόλιν δὲ δείξω τήνδε μακαριωτέραν
ἢ τοὺς Ἀχαιούς, ἔνθεος μέν, ἀλλ᾽ ὅμως
τοσόνδε γ᾽ ἔξω στήσομαι βακχευμάτων·
οἳ διὰ μίαν γυναῖκα καὶ μίαν Κύπριν,
θηρῶντες Ἑλένην, μυρίους ἀπώλεσαν.
370 ὁ δὲ στρατηγὸς ὁ σοφὸς ἐχθίστων ὕπερ
τὰ φίλτατ᾽ ὤλεσ᾽, ἡδονὰς τὰς οἴκοθεν
τέκνων ἀδελφῷ δοὺς γυναικὸς οὕνεκα,
καὶ ταῦθ᾽ ἑκούσης κοὐ βίᾳ λελῃσμένης.
ἐπεὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀκτὰς ἤλυθον Σκαμανδρίους,
375 ἔθνῃσκον, οὐ γῆς ὅρι᾽ ἀποστερούμενοι
οὐδ᾽ ὑψιπύργου πατρίδος· οὓς δ᾽ Ἄρης ἕλοι,
οὐ παῖδας εἶδον, οὐ δάμαρτος ἐν χεροῖν
πέπλοις συνεστάλησαν, ἐν ξένῃ δὲ γῇ
κεῖνται. τὰ δ᾽ οἴκοι τοῖσδ᾽ ὅμοι᾽ ἐγίγνετο·
380 χῆραί τ᾽ ἔθνῃσκον, οἳ δ᾽ ἄπαιδες ἐν δόμοις
ἄλλοις τέκν᾽ ἐκθρέψαντες, οὐδὲ πρὸς τάφους
ἔσθ᾽ ὅστις αὐτοῖς αἷμα γῇ δωρήσεται.
ἦ τοῦδ᾽ ἐπαίνου τὸ στράτευμ᾽ ἐπάξιον.
σιγᾶν ἄμεινον τᾀσχρά, μηδὲ μοῦσά μοι
385 γένοιτ᾽ ἀοιδὸς ἥτις ὑμνήσει κακά.
Τρῶες δὲ πρῶτον μέν, τὸ κάλλιστον κλέος,
ὑπὲρ πάτρας ἔθνῃσκον· οὓς δ᾽ ἕλοι δόρυ,
νεκροί γ᾽ ἐς οἴκους φερόμενοι φίλων ὕπο
ἐν γῇ πατρῴᾳ περιβολὰς εἶχον χθονός,
390 χερσὶν περισταλέντες ὧν ἐχρῆν ὕπο·
ὅσοι δὲ μὴ θάνοιεν ἐν μάχῃ Φρυγῶν,
ἀεὶ κατ᾽ ἦμαρ σὺν δάμαρτι καὶ τέκνοις
ᾤκουν, Ἀχαιοῖς ὧν ἀπῆσαν ἡδοναί.
τὰ δ᾽ Ἕκτορός σοι λύπρ᾽ ἄκουσον ὡς ἔχει·
395 δόξας ἀνὴρ ἄριστος οἴχεται θανών,
καὶ τοῦτ᾽ Ἀχαιῶν ἵξις ἐξεργάζεται·
εἰ δ᾽ ἦσαν οἴκοι, χρηστὸς ὢν ἐλάνθανεν.
Πάρις δ᾽ ἔγημε τὴν Διός· γήμας δὲ μή,
σιγώμενον τὸ κῆδος εἶχεν ἐν δόμοις.
400 φεύγειν μὲν οὖν χρὴ πόλεμον ὅστις εὖ φρονεῖ·
εἰ δ᾽ εἰς τόδ᾽ ἔλθοι, στέφανος οὐκ αἰσχρὸς πόλει
καλῶς ὀλέσθαι, μὴ καλῶς δὲ δυσκλεές.
ὧν οὕνεκ᾽ οὐ χρή, μῆτερ, οἰκτίρειν σε γῆν,
οὐ τἀμὰ λέκτρα· τοὺς γὰρ ἐχθίστους ἐμοὶ
405 καὶ σοὶ γάμοισι τοῖς ἐμοῖς διαφθερῶ.
ΧΟ. ὡς ἡδέως κακοῖσιν οἰκείοις γελᾷς
μέλπεις θ᾽ ἃ μέλπουσ᾽ οὐ σαφῆ δείξεις ἴσως.

***
ΚΟΡ. Βασίλισσα, την κόρη σου δεν πιάνεις,
μην έτσι, βάκχη, το ελαφρό της βήμα
ως το στρατό τη φέρει των Αργείων;
ΕΚΑ. Ήφαιστε, εσύ στους γάμους των ανθρώπων
τη λαμπάδα κρατάς, μα τούτη η φλόγα
είναι πικρή και δε φωτίζει ελπίδες.
Αχ κόρη μου, δεν το ᾽λεγα ποτέ μου
πως κάτω από τη λόγχη, απ᾽ το κοντάρι
τ᾽ αργίτικο, η χαρά σου θα γινόταν.
Δώσ᾽ μου εμένα το φως· έτσι όπως τρέχεις,
μαινάδα, δεν κρατάς σωστά τη φλόγα·
οι δυστυχίες, παιδί μου, δε σου βάλαν
350 μυαλό κι είσαι σαν πρώτα. —Πάρτε μέσα,
Τρωαδίτισσες, το πεύκο, κι απαντήστε
στα νυφικά τραγούδια της με δάκρυα.
Παίρνει από την Κασσάντρα το δαυλό και τον δίνει σε μια από τις γυναίκες.
ΚΑΣ. λίγο πιο ήρεμη.
Μάνα, στο νικηφόρο μου κεφάλι
βάλε στεφάνι, και χαρά να νιώσεις
για το βασιλικό μου ετούτο γάμο·
κι οδήγα με, και, απρόθυμη αν με βλέπεις,
σπρώχνε με εσύ. Γιατί, αν Λοξίας υπάρχει,
πιο πικρός κι απ᾽ το γάμο της Ελένης
θα ᾽ναι ο δικός μου για τον Αγαμέμνονα,
των Αχαιών τον ξακουσμένο ρήγα.
Θα γδικιωθώ κι αδέρφια και πατέρα,
360 το σπιτικό κι εγώ θα του χαλάσω,
θα τον σκοτώσω... για άλλα ας μη μιλήσω·
ναι, δε θα τραγουδήσω το πελέκι
που σ᾽ αλλωνών λαιμό και στο δικό μου
θα πέσει, κι ούτε σκοτωμό μιας μάνας,
που αιτία του θα σταθεί ο δικός μου γάμος,
το ξεθεμέλιωμα ούτε του σπιτιού τους.
Θα δείξω μόνο πως απ᾽ τη δική τους
χώρα η δική μας πιο καλότυχη είναι·
κι αν βακχική, θεϊκή μανία κρατά με,
λίγο θα βγω απ᾽ αυτή, για να μιλήσω.
Για μια γυναίκα αυτοί, για μιαν αγάπη,
για μιαν Ελένη χάσανε χιλιάδες.
370 Κι ό,τι είχε πιο ακριβό, το ᾽χασε για ό,τι
πιο μισητό ο σοφός τους στρατηλάτης·
τη χαρά του σπιτιού του, του παιδιού του
τη χαρά τη χαρίζει του αδερφού του
για μια γυναίκα που με τη θέλησή της
κι όχι, να πεις, με το στανιό την κλέψαν.
Και στις αχτές του Σκάμαντρου όταν ήρθαν,
στη μάχη πέφτανε, όχι για να σώσουν
της χώρας τους τα σύνορα ή τα τείχη
της πατρίδας τους· κι όσους πήρε ο Άρης
σε ξένη χώρα κείτονται, τα χέρια
των γυναικών τους δεν τους σαβανώσαν,
δεν είδαν τα παιδιά τους πριν πεθάνουν.
Παρόμοιες συμφορές και στην πατρίδα·
380 χήρες πεθαίνανε οι γυναίκες, έρμοι
πεθαίνανε οι γονιοί, μια κι αναστήσαν
γι᾽ άλλους παιδιά· και δεν υπάρχει ούτ᾽ ένας,
στους τάφους τους να κάμει μια θυσία.
Αυτό το εγκώμιο αξίζει στο στρατό τους.
Για τις ντροπές σωπαίνω· τραγουδίστρα
της ατιμίας η μούσα μου ας μη γίνει.
Μα οι Τρωαδίτες, πρώτα πρώτα, πέφταν
για την πατρίδα· νά μια δόξα ωραία·
κι όσους χτυπούσε το κοντάρι, οι φίλοι
τους φέρνανε στα σπίτια τους, τους θάβαν
στην πατρική τους γη, αφού των δικών τους
390 τα χέρια τούς σαβάνωναν· κι οι Φρύγες
που από τη μάχη γλίτωναν εζούσαν
με τις γυναίκες και με τα παιδιά τους,
χαρές που δεν τις γνώρισαν οι εχθροί μας.
Σκληρή εσύ κρίνεις του Έχτορα τη μοίρα·
μ᾽ άκου κι εμένα· πέθανε, αφού πήρε
της αρετής την πρώτη δόξα· αυτό
στων Αχαιών τον ερχομό το οφείλει·
στον τόπο τους αν έμεναν εκείνοι,
δε θα φαινόταν η δικιά του αξία.
Κι ο Πάρης; Πήρε αυτός του Δία την κόρη
γυναίκα του· που αν έπαιρνε μιαν άλλη,
για το γάμο του ποιός θα ᾽κανε λόγο;
400 Ο φρόνιμος τον πόλεμο αποφεύγει,
μα, στην ανάγκη αυτή κανείς αν έρθει,
δόξα μικρή δεν είναι ένας ωραίος
για την πατρίδα θάνατος· ντροπή ᾽ναι
άσκημα να πεθαίνεις. Ώστε, μάνα,
για τη χώρα μην κλαις και την παντρειά μου·
με αυτό το γάμο θα συντρίψω εκείνους
που πιο πολύ κι εσύ κι εγώ μισούμε.
ΚΟΡ. Με τί χαρά γελάς για τα δεινά σου·
τραγούδια λες που δε θα βγουν αλήθεια.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Η αρχιτεκτονική της γλώσσας και η αρχαία Ελληνική γλώσσα

Αποτέλεσμα εικόνας για Η ελληνική σκέψη7.15 Τα αρχαία Ελληνικά

Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για τα αρχαία ελληνικά και την αρχιτεκτονική τους. Τα αρχαία Ελληνικά ήταν μια κλιτή ή συνθετική γλώσσα, δηλαδή μια γλώσσα που εμφανίζει αλλαγές στη μορφή των λέξεων - είτε εσωτερικές, στη ρίζα της λέξης (π.χ. φευγ-, φυγ-), είτε εξωτερικές, με την προσθήκη στο τέλος (καταλήξεις) ή στην αρχή της ρίζας (λ.χ. η αύξηση έ-φυγε) στοιχείων που εκφράζουν διάφορες σημασίες, π.χ. χρόνο, γένος, πρόσωπο, αριθμό κλπ. Η διαφορά με τα νέα ελληνικά είναι ότι τα αρχαία Ελληνικά εμφανίζουν πολύ πλουσιότερη κλίση. Τα νέα Ελληνικά σε σύγκριση με τα αρχαία ελληνικά είναι λιγότερο συνθετική γλώσσα, ή αλλιώς πιο αναλυτική. Με άλλα λόγια, χρησιμοποιούν περιφράσεις εκεί που τα αρχαία Ελληνικά χρησιμοποιούν κλίση, δηλαδή αλλαγές στη μορφή της λέξης.

Ας αρχίσουμε με τα ουσιαστικά, τα επίθετα, τα άρθρα, τις αντωνυμίες. Όλα αυτά κλίνονται, όπως στα νέα ελληνικά, με τη διαφορά ότι στα αρχαία ελληνικά υπάρχει μια πτώση που έχει χαθεί στα νέα ελληνικά, η δοτική. Έτσι, στο νέο ελληνικό (έδωσα) στον πατέρα (που αποτελείται από την πρόθεση σε και το άρθρο τον + ουσιαστικό) αντιστοιχεί το αρχαίο τῶι πατρί (το τῶι γράφεται και τῷ, με το ι από κάτω - αυτή είναι η «υπογεγραμμένη», δηλαδή το γράμμα που γράφεται ὑπό 'από κάτω'). Στο νέο ελληνικό (έδωσα) στη μητέρα (που αποτελείται από την πρόθεση σε και το άρθρο την + ουσιαστικό) αντιστοιχεί το αρχαίο ελληνικό τῆι (γράφεται συνήθως τῇ) μητρί. Στα νέα ελληνικά η αρχαία δοτική αναλύθηκε σε μια περίφραση: πρόθεση + άρθρο + ουσιαστικό ή επίθετο (π.χ. στον καλό άνθρωπο) ή αντωνυμία (π.χ. σε αυτόν). Βλέπετε λοιπόν τη διαφορά: η νέα ελληνική χρησιμοποιεί ανάλυση εκεί που η αρχαία ελληνική χρησιμοποιεί σύνθεση, δηλαδή κλίση. Το ίδιο συμβαίνει και στο ρήμα. Θυμηθείτε τί λέγαμε στην αρχή του κεφαλαίου αυτού για τις προτάσεις. Λέγαμε λοιπόν ότι με τις προτάσεις «προτείνουμε» στον συνομιλητή μας διάφορα «πράγματα»: να δεχτεί σαν πραγματικό κάτι που του λέμε, π.χ. Ο Γιάννης έρχεται- να ακούσει κάτι που είναι πιθανό, που είναι στις προθέσεις μας στο άμεσο μέλλον ή που το ευχόμαστε, π.χ. Ίσως έρθει ο Γιάννης, Ας έρθει ο Γιάννης. Μπορεί ακόμα η πρόταση να εκφράζει μια διαταγή, π.χ. Έλα. Στα αρχαία ελληνικά η μορφή του ρήματος με την οποία καλούμε τον συνομιλητή μας να δεχτεί κάτι ως πραγματικό, αληθινό, λέγεται οριστική. Η μορφή του ρήματος με την οποία μιλάμε για πράγματα που δεν έχουν «οριστικοποιηθεί» λέγεται υποτακτική. Έτσι λ.χ. το ρήμα ἲμεν σημαίνει 'πηγαίνουμε' (βρίσκεται στην οριστική). Ο τύπος ἲωμεν σημαίνει 'σκοπεύουμε να πάμε', 'να πάμε' (βρίσκεται στην υποτακτική). Εδώ φαίνεται αμέσως η διαφορά με τα νέα ελληνικά. Αυτό που στα αρχαία ελληνικά εκφράζεται με μια ειδική κλίση του ρήματος (μια αλλαγή δηλαδή στη μορφή του) στα νέα ελληνικά εκφράζεται αναλυτικά, δηλαδή περιφραστικά: με τη «μικρή» λέξη να και μια μορφή του ρήματος. Το ίδιο συμβαίνει και σε προτάσεις με τις οποίες εκφράζουμε ευχές ή επιθυμίες. Στα αρχαία ελληνικά αυτό εκφράζεται με μια ειδική κλίση του ρήματος που λέγεται ευκτική (η κλίση δηλαδή με την οποία εκφράζουμε ευχές). Έτσι ο τύπος ἲοιμεν σημαίνει 'ας πάμε', 'ας μπορούσαμε να πάμε', 'να μπορούσαμε να πάμε'. Το ρήμα βρίσκεται στην ευκτική. Αλλά και εδώ φαίνεται αμέσως η διαφορά με τα νέα ελληνικά. Τα νέα ελληνικά χρησιμοποιούν περιφράσεις (ας + ρήμα, να + ρήμα) εκεί που τα αρχαία ελληνικά χρησιμοποιούν μια ειδική μορφή (κλίση) του ρήματος.

Το ίδιο συμβαίνει και με τον μέλλοντα. Ας πάρουμε το αρχαίο ελληνικό ρήμα λύω 'λύνω'. Ο μέλλοντάς του είναι λύσω. Στα νέα ελληνικά ο μέλλοντας του ίδιου ρήματος είναι θα λύσω. Βλέπετε και εδώ την ίδια διαφορά που είδαμε και προηγουμένως. Αυτό που στα αρχαία ελληνικά εκφράζεται μονολεκτικά, με μια συγκεκριμένη κλίση του ρήματος, στα νέα ελληνικά εκφράζεται περιφραστικά, δηλαδή αναλυτικά και όχι συνθετικά: θα + ρήμα.

Το ίδιο μπορούμε να παρατηρήσουμε και στον παρακείμενο και τον υπερσυντέλικο. Ο παρακείμενος του ρήματος λύω 'λύνω' είναι λέ-λυ-κα. Ο υπερσυντέλικος είναι ἐ-λε-λύ-κειν. Οι αντίστοιχοι νεοελληνικοί χρόνοι είναι έχω λύσει, είχα. λύσει. Ο παρακείμενος και ο υπερσυντέλικος του ρήματος λύω, σχηματίζονται με τις καταλήξεις -κα, -κειν και, στην αρχή του ρήματος, με την επανάληψη του αρχικού συμφώνου λ- μαζί με το ε, δηλαδή λε-. Αυτό το φαινόμενο λέγεται αναδιπλασιασμός, γιατί «διπλασιάζεται» το αρχικό σύμφωνο. Η διαφορά με τα νέα ελληνικά είναι, πάλι, χαρακτηριστική: εκεί που τα αρχαία ελληνικά έχουν μονολεκτικούς τύπους, τα νέα ελληνικά χρησιμοποιούν περιφράσεις: έχω/είχα + ρήμα. Όσα είδαμε ως τώρα δείχνουν καθαρά τη διαφορά μεταξύ αρχαίων και νέων ελληνικών: τα νέα ελληνικά, χωρίς να έχουν χάσει εντελώς την κλίση, έγιναν πολύ περισσότερο αναλυτικά σε σύγκριση με τα αρχαία ελληνικά. Θα δούμε αργότερα πότε, πώς και γιατί έγινε αυτό.

Αξίζει να σημειωθούν ακόμη δύο περιπτώσεις όπου φαίνεται αυτή η χαρακτηριστική διαφορά. Στα αρχαία ελληνικά υπάρχουν ρηματικά ουσιαστικά και ρηματικά επίθετα. Τα ρηματικά ουσιαστικά λέγονται απαρέμφατα και τα ρηματικά επίθετα λέγονται μετοχές. Και λέγονται μετοχές γιατί συμμετέχουν στα χαρακτηριστικά του ρήματος (έχουν δηλαδή χρόνο και όψη). Ας δούμε μερικά παραδείγματα: λύ-ων, -ουσα, -ον λύσ-ων, -ουσα, -ον· λυόμεν-ος, -η, -ον λυσόμεν-ος, -η, -ον. Λύ-ων είναι 'αυτός που λύνει', λύσ-ων είναι 'αυτός που θα λύσει', λυόμεν-ος είναι 'αυτός που λύνεται', λυσόμεν-ος είναι 'αυτός που θα λυθεί'. Τα μονολεκτικά ρηματικά επίθετα της αρχαίας ελληνικής αντιστοιχούν, όπως βλέπετε, σε αναλυτικές περιφράσεις στη νέα ελληνική. Το ίδιο ισχύει και για το ρηματικό ουσιαστικό που ονομάζεται απαρέμφατο. Ας δούμε πάλι μερικά παραδείγματα: λύειν (ενεστώτας) 'το να λύνει κανείς', λύσειν (μέλλοντας) 'το να λύσει κανείς', λύεσθαι (μέσος ενεστώτας) 'το να λύνεται κάτι προς όφελος κάποιου'. Και εδώ βλέπει κανείς τις αναλυτικές εκφράσεις που χρειάζονται τα νέα ελληνικά για να αποδώσουν αυτό που δηλώνεται μονολεκτικά με το απαρέμφατο. Ένα τελευταίο παράδειγμα αυτής της διαφοράς μεταξύ αρχαίων και νέων ελληνικών, της απόδοσης δηλαδή στα νέα ελληνικά με περιφραστικό τρόπο σημασιών που αποδίδονταν στα αρχαία ελληνικά μονολεκτικά: στα αρχαία ελληνικά υπήρχε η δυνατότητα να χρησιμοποιήσει κανείς έναν ειδικό τύπο του ρήματος για να δηλώσει την επιθυμία του για κάτι. Έτσι ο τύπος γελασείω στα αρχαία ελληνικά σημαίνει 'επιθυμώ να γελάσω'.

Μια ενδιαφέρουσα διαφορά μεταξύ αρχαίων και νέων ελληνικών αφορά τον αριθμό. Στα αρχαία ελληνικά υπάρχει, πέρα από τον ενικό και τον πληθυντικό, και ο δυϊκός. Ο δυϊκός αριθμός συνήθως χρησιμοποιείται για πράγματα του κόσμου που εμφανίζονται πάντα δυο δυο μαζί, σε ζευγάρια, π.χ. χέρια, πόδια, μάτια. Αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλα πράγματα: τὼ ἰχθύε 'δύο ψάρια', τὼ ἀκτῖνε 'δύο ακτίνες'. Δεν είναι μόνο τα ουσιαστικά που εμφανίζουν μια ειδική μορφή για να δηλωθεί το ζευγάρι. Και τα ρήματα που «πάνε» μαζί τους εμφανίζουν μια ειδική «δυϊκή» κλίση. Έτσι, το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο του ρήματος εἰμί 'είμαι' είναι εἰσί. Όταν όμως το υποκείμενό του είναι ένα ουσιαστικό σε δυϊκό αριθμό (δηλώνει δηλαδή ζευγάρι) δεν χρησιμοποιείται το εἰσί αλλά ο τύπος ἔστον. Υπάρχουν γλώσσες που διαθέτουν και τριικό αριθμό, κλίση δηλαδή του ουσιαστικού για να ονομαστούν τριάδες πραγμάτων.

Δυο λόγια ακόμα για την κλίση των ουσιαστικών, των επιθέτων και των ρημάτων. Στα αρχαία ελληνικά υπήρχε η θεματική ονοματική κλίση και η αθέματη. Η θεματική κλίση χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός φωνήεντος ανάμεσα στον «κορμό» της λέξης (το θέμα) και την κατάληξη:

ἄνθρωπ-ο-ς (δεύτερη κλίση), νεανί-α-ς (πρώτη κλίση).

Η αθέματη κλίση χαρακτηρίζεται από την «απευθείας» σύνδεση της κατάληξης με τον «κορμό» της λέξης (το θέμα):

ἰχθύ-ς, βάσι-ς, βασιλεύ-ς, ἀκτί-ς, κόραξ (= κόρακ-ς).

Αυτή είναι η λεγόμενη τρίτη κλίση. Η κλίση αυτή χάθηκε στα νέα ελληνικά και ο «πληθυσμός» της ενσωματώθηκε στη θεματική κλίση. Έτσι, ο κόραξ έγινε κόρακ-α-ς, η ἀκτίς έγινε ακτίν-α. Πρόκειται για μια διαδικασία εξομάλυνσης, σαν αυτή που συζητήσαμε νωρίτερα. Αλλά θα μιλήσουμε αργότερα για το ζήτημα αυτό.

Για το ρήμα μπορεί να συμβουλευτεί κανείς μια γραμματική της αρχαίας ελληνικής, έτσι ώστε να αποκτήσει μια ιδέα της κλίσης στα αρχαία ελληνικά: υπήρχαν βαρύτονα ρήματα, δηλαδή ρήματα που τονίζονται στην παραλήγουσα, π.χ. λύω· συνηρημένα ρήματα: π.χ. τιμώ, ποιώ, δηλώ. Λέγονται συνηρημένα γιατί το ω προέρχεται από 'συναίρεση' (δηλαδή συγχώνευση) του -άω (τιμάω), -έω (ποιέω), -όω (δηλόω)· ρήματα σε -μι, π.χ. δείκνυμι 'δείχνω'. Όπως μπορεί εύκολα να παρατηρήσει κανείς, αυτή η κατηγορία δεν υπάρχει πια στα νέα ελληνικά. Ο «πληθυσμός» της ενσωματώθηκε σε μεγάλο ποσοστό στα βαρύτονα (το δείκνυμι έγινε δείχνω).

Αν την ειλικρίνεια την έχουμε κατά περίσταση, είναι προστυχιά

Αν ο καιρός που περνά φθείρει τον ενθουσιασμό, σ αντάλλαγμα σου προσφέρει ζεστασιά κι ανθρώπινη έγνοια, κι είναι φορές που τίποτα δεν συγκρίνεται μ αυτά τα τελευταία.

Είναι οι λεπτομέρειες που δένουν ένα ζευγάρι που θέλει να δεθεί.

Η επιθυμία να μας καταλαβαίνουν είναι από τις πιο επιτακτικές και αβασάνιστες επιθυμίες μας.

Το κατά πόσο μας καταλαβαίνει κάποιος δεν είναι εύκολο να το κρίνουμε, αφού οι ίδιοι δύσκολα αντιλαμβανόμαστε τι μας γίνεται. Συνήθως λέμε πως μας καταλαβαίνουν όταν αυτό που καταλαβαίνουν μας κολακεύει.

Κι ύστερα είναι κι αυτά μέσα σ εκείνες τις ελαφρές παρεξηγήσεις που δένουν και ταιριάζουν δύο ανθρώπους πιο πολύ απ' τις συνεννοήσεις και τα ξεκαθαρίσματα. Η ομίχλη στον έρωτα, όπως κι η ομίχλη στα τοπία, ομορφαίνει και εξυψώνει τις εικόνες του, μπολιάζοντάς τες με χυμό ονείρου.

Τίποτα δεν είναι πιο ελκυστικό από το φευγαλέο και καμιά πραγματικότητα δε ριζώνει βαθύτερα από μια ψευδαίσθηση.

Καμιά πείρα στον έρωτα δεν ωφελεί τον έρωτα, μόνο ο τωρινός υπάρχει, υπήρξε και θα υπάρξει.

Έτσι ο ερωτευμένος με μια αφελή αλλά και συγκινητική αθωότητα θέλει, και επειδή το θέλει πολύ τα καταφέρνει να πιστεύει πως αυτό που σε τούτη τη ζωή αισθάνεται δε συγκρίνεται με τίποτα άλλο από όσα στην προηγούμενη ζωή του έχει αισθανθεί.

Αρνούμενος να ανατρέξει και να χρησιμοποιήσει οτιδήποτε παλιότερα έπαθε, επαναλαμβάνει τα ίδια σφάλματα και γλιστρά στις ίδιες ψευδαισθήσεις που πριν λίγο τον βασάνιζαν.

Δεν καταδέχεται να παραδεχτεί πως αυτό που σήμερα του συμβαίνει έχει σχέση με οτιδήποτε άλλο του έχεις συμβεί και ξεκινά άοπλος σαν γυμνό παιδί σε παρθένα ζούγκλα έναν περίπατο εκεί που όλοι βλέπουνε πως δεν είναι παρά ο συνηθισμένος δρόμος του σπιτιού του.

Αυτή η τρελή πίστη για τη μοναδικότητά της είναι ταυτόχρονα η ανοησία και το μεγαλείο της αγάπης.

Την κοιτά να 'ναι ξαπλωμένη πλάι του. Τόσο γνώριμη σαν κορυφογραμμή πατρίδας η γραμμή του γυρισμένου της κορμιού, πιο γνώριμη κι από ανάσα του η ανάσα της. Εκατοντάδες φορές την έχει αγγίξει, έχει περάσει μέσα της, έχει καθοδηγήσει τον βαθύτερο σπασμό της.

Ξέρει από πριν τι θα του πει όταν ξυπνήσει, όταν του τηλεφωνά, όταν αργήσει. Ξέρει πώς τον πίνει τον καφέ της και ποιες ταινίες την ενθουσιάζουν.

Ξέρει τόσα γι' αυτήν, κι όμως δεν την ξέρει, ποτέ δε θα τη μάθει όσους αιώνες κι αν ζήσουν μαζί κι η εικόνα της που πιστεύει πως απ' έξω κι ανακατωτά γνωρίζει δεν είναι παρά ένα ετοιμόρροπο τέμπλο που τον προστατεύει προσωρινά απ' τον ίλιγγο του πως καθόλου δεν τη γνωρίζει, πως με μια ξένη ζει, σε μιας ξένης τα σκοτάδια βυθίζει τα θεμέλια της κάθε μέρας του.

Κι αν για κάποιον λέμε πως πιο καλά κι εαυτό μας τον γνωρίζουμε, δεν είναι και πολύ ενθαρρυντικό αυτό, γιατί τίποτα χειρότερα απ' τον εαυτό μας δεν γνωρίζουμε.

Το πόσο ξένος είναι ο άλλος, στις πιο τρικυμισμένες ώρες των ερώτων μας το διαπιστώνουμε. Εκεί που πας να τον αρπάξεις για σωτήρια λέμβο, ανακαλύπτεις πως αυτός ακριβώς είναι η πιο μαύρη θάλασσα του κινδύνου σου. Στις πιο αγριεμένες ώρες του ερωτά το διαπιστώνεις. Και τι να μάθει απ' το δίχως πέρατα σύμπαν του αλλού και του εαυτού του κανείς. Με το κεφάλι πέφτει στο κενό κι όπου τον βγάλουν οι νόμοι της φύσης, η ηλιθιότητα της σύμπτωσης κι εκείνη η τρεμάμενη διαίσθηση, η ανεξήγητη κι αστάθμητη, μαγνητική βελόνα που ψάχνει για τον πόλο.

Αν την ειλικρίνεια την έχουμε κατά περίσταση, είναι προστυχιά.

Η νίκη, η τελική νίκη είναι μία: να στέκεσαι ενώπιος ενωπίω με τον εαυτό σου και να αισθάνεσαι καλά. Δίχως αυτό το στήσιμο πουθενά δεν στέκεσαι. Αν στο πάτωμα του εαυτού σου μόνος σου δεν μπορείς να σταθείς, πώς να ισορροπήσεις στο τεντωμένο σχοινί της σχέσης.

Οι σπουδαίοι έρωτες, οι σπουδαίες μοναξιές, οι σπουδαίες ελευθερίες θέλουν αίμα.

Όλοι ονειρεύονται τη λάμψη τους αλλά τρέμουν και την παραμικρή αμυχή στο κορμί τους.

Ο κόσμος πηγαίνει το πρωί στη δουλειά ακούγοντας ρομαντικά τραγούδια στο κασετόφωνο, γράφει στιχάκια και τα κρύβει στα λογιστικά του κατάστιχα, ενθουσιάζεται με την κατάληψη της Βαστίλης καθισμένος μπροστά στην τηλεόραση του σαλονιού του και ξενυχτά για κάποια συγκλονιστική γυναίκα δίπλα στην κοιμισμένη σύζυγο.

Καλά κάνουν και δειλιάζουνε και δεν κάνουν ρούπι απ' το κασετόφωνο, απ' το γραφείο, απ' το σαλόνι, απ' το συζυγικό κρεβάτι. Η ελευθερία, όταν δεν είσαι καμωμένος από την ουσία της, όταν δεν γνωρίζεις τους χειρισμούς της , είναι στυγνή, αδέκαστη, σε στέλνει στη χειρότερη εξορία: στη μοναξιά σου στο υγρό δωμάτιο του αντίπαλου εαυτού σου.

Γιατί ο έρωτας είναι πιο απρόσωπος παρά προσωπικός, τον σφιχτοδένουμε μ ένα πρόσωπο γιατί έτσι έχουμε αποφασίσει να είναι. Όσα μαθαίνουμε, όσα μας επιβάλουνε, όσα ο δεδομένος ρομαντισμός της καρδιάς μας αποζητά, μας βάζουν να πιστεύουμε πως ο άλλος, ο μοναδικός, είναι που μας εμπνέει την αγάπη.

Αλλά ο έρωτας είναι μέσα μας, στοιχείο υγρό, παλλόμενο, εκρηκτικό, που πιέζει τα τοιχώματα του κορμιού μας.

Έρχεται κάποιος, μας αγγίζει με τη ματιά του, με το χέρι του, με το σώμα του, με τη φωνή του κι αναβρύζει σιντριβάνι.

Προυστ: Είμαστε πιο δυνατοί από τους φόβους

Οι πιο μεγάλες μας ελπίδες, όπως και οι φόβοι μας, δεν ξεπερνούν τις δυνάμεις μας.

Tόσες φορές στη ζωή μου, η πραγματικότητα με είχε απογοητεύσει, γιατί τη στιγμή που τη συνελάμβανα, η φαντασία μου, που ήταν το μόνο όργανό μου για να χαρώ την ομορφιά, δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί της, σύμφωνα με τον αδήριτο νόμο που λέει πως δεν μπορεί κανείς να φαντάζεται παρά μόνον αυτό που είναι απόν.

Δεν ήθελα πια να αφήσω τον εαυτό μου σε ψευδαισθήσεις για άλλη μια φορά, γιατί επρόκειτο να γνωρίσω πλέον, αν ήταν πράγματι δυνατόν να πετύχω αυτό που, πάντοτε απογοητευμένος όπως ήμουν απ' την παρουσία των τόπων και των ανθρώπων, είχα πιστέψει ως ακατόρθωτο.

Δεν επρόκειτο λοιπόν να πειραματιστώ και πάλι προς την κατεύθυνση που από καιρό ήξερα πως δεν οδηγεί πουθενά. Εντυπώσεις σαν αυτές που γύρευα να αποτυπώσω δεν μπορούσαν παρά να εξαφανιστούν, αν ερχόντουσαν σε επαφή με μιαν άμεση απόλαυση που υπήρξε ανίκανη να τις γεννήσει.

Ο μόνος να τις γευτώ περισσότερο ήταν να προσπαθήσω να τις γνωρίσω περισσότερο εκεί όπου βρισκόντουσαν, δηλαδή μέσα μου, να τις αποσαφηνίσω μέχρι τα βάθη τους.

Διότι οι αλήθειες τις οποίες η ευφυία συλλαμβάνει ευθέως, στο ξέφωτο τού κόσμου, έχουν κάτι το λιγότερο βαθύ, το λιγότερο αναγκαίο από αυτές που η ζωή, άσχετα από εμάς, μάς μετέδωσε μέσα σε μιαν εντύπωση, υλική αφού μπήκε από τις αισθήσεις μας, τής οποίας όμως μπορούμε να ανασύρουμε το πνεύμα.

Το μεγαλείο τής αληθινής τέχνης είναι να ξαναβρούμε, να ξανακερδίσουμε, να μάς κάνει να γνωρίσουμε, αυτήν την πραγματικότητα μακριά από την οποία ζούμε, από την οποία απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο, στο βαθμό που διογκώνεται και αδιαβροχοποιείται η συμβατική γνώση που βάζουμε στη θέση της, αυτήν την πραγματικότητα που κινδυνεύουμε να πεθάνουμε χωρίς να έχουμε γνωρίσει, και που πολύ απλά είναι η ζωή μας.

Οι πιο μεγάλοι μας φόβοι, όπως οι πιο μεγάλες μας ελπίδες, δεν ξεπερνούν τις δυνάμεις μας, και μπορούμε να καταφέρουμε να κυριαρχήσουμε πάνω στους πρώτους και να πραγματοποιήσουμε τις δεύτερες.

Marcel Proust, Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο

Over-thinking: Υπερβολική Σκέψη

Τι γίνεται με τους ανθρώπους που έχουν την τάση να σκέφτονται σε υπερβολικό βαθμό τα πάντα που τους αφορούν; Πόσο κουραστικό είναι αυτό και που μπορεί να μας οδηγήσει.

Η υπερβολική σκέψη (over-thinking) αφορά την τάση ορισμένων ανθρώπων να αναλύουν σε μεγάλο βαθμό στο μυαλό τους οτιδήποτε συμβαίνει. Ακόμη, και ασήμαντα πράγματα που κάποιος απλά θα τα προσπερνούσε ή θα τα άφηνε γρήγορα στην άκρη, το άτομο που λειτουργεί με αυτό τον τρόπο μπαίνει σε μια διαδικασία επεξεργασίας, με αποτέλεσμα όλα να παίρνουν τεράστιες διαστάσεις στο μυαλό του.

Όσο πιο πολύ σκέφτομαι κάτι και όσο πιο πολύ το αναλύω τόσο πιο πολύ πείθω τον εαυτό μου ότι πρόκειται για ένα τεράστιο βουνό που δεν μπορώ να περάσω. Είναι μια ικανότητα να κάνω σημαντικό και υπερβολικό οτιδήποτε συμβαίνει, ενώ συχνά φτάνω σε αδιέξοδο, γιατί χάνομαι μέσα στις ίδιες μου τις σκέψεις.

Όταν εντοπίσουμε ότι έχουμε την τάση να υπεραναλύουμε τα πάντα γύρω μας και κυρίως όλα όσα –άμεσα ή έμμεσα- μας αφορούν, θα πρέπει να παρατηρήσουμε τις συνέπειες που έχει αυτό σε εμάς τους ίδιους. Πόσο φορτώνουμε το μυαλό μας, πόσο ταλαιπωρούμε τον εαυτό μας και πόσο μεγεθύνουμε τις καταστάσεις; Πόσο εύκολα χάνουμε τη διάθεσή μας και γεμίζουμε το μυαλό μας με φόβους και ανασφάλειες;

Αν το δούμε απ’ έξω, με βάση τη λογική, βάζουμε τον εαυτό μας σε μια δύσκολη κατάσταση δημιουργώντας προβλήματα από το πουθενά. Αν έχουμε περάσει χρόνια αναπτύσσοντας αυτόν τον τρόπο σκέψης δεν είναι και τόσο εύκολο να το ελέγξουμε. Ωστόσο, θα πρέπει να εκπαιδεύσουμε τον εαυτό μας σε ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης ώστε να απαλλαγούμε από την υπερβολική σκέψη.

- Κάθε φορά που βλέπουμε πως μπαίνουμε σε μια διαδικασία υπερανάλυσης, ας σκεφτούμε:

- Με ωφελεί σε κάτι αυτό;

- Σε τι με βοηθάει να σκέφτομαι τώρα αυτό;

- Τι ζω αυτή τη στιγμή;

- Πόσο με αφορούν τώρα όλα αυτά που σκέφτομαι;

- Πόσο ισχύει αυτό που σκέφτομαι;

Βασικοί στόχοι για να σταματήσω να υπερ-αναλύω τα πράγματα είναι:

- Να μην χάνομαι σε άσκοπες σκέψεις, σε υποθετικές καταστάσεις και σε πιθανά σενάρια

- Να μην οδηγούμε σε σενάρια καταστροφής ή σε αρνητικές σκέψεις

- Να μένω σε όσα γνωρίζω και όσα βιώνω αυτή τη στιγμή

- Να επιλέγω πράγματα που με χαλαρώνουν και μου αποσπούν την προσοχή από αυτό που με απασχολεί και με οδηγεί στην υπερανάλυση

- Να σταματήσω να σκέφτομαι το χειρότερο- δεν με βοηθάει σε τίποτα

- Να εστιάσω στα θετικά που υπάρχουν στη ζωή μου και στα θετικά που μπορώ να φέρω στη ζωή μου

- Να κάνω διαλείμματα μέσα στην ημέρα αδειάζοντας το μυαλό μου, εστιάζοντας στις βαθιές αναπνοές και προσπαθώντας να μην σκέφτομαι τίποτα

- Να ζω το τώρα

Ας μην ξεχνάμε ότι η υπερβολική σκέψη αρέσκεται στη δημιουργία προβλημάτων, μας οδηγεί στις αρνητικές σκέψεις και αποτελεί τη βασικότερη πηγή δυστυχίας και κακής διάθεσης. Φορτώνουμε τον εαυτό μας με τόσες άχρηστες σκέψεις, που δεν αφήνουμε χώρο για θετικές σκέψεις, για δημιουργικότητα και εξέλιξη, ή τουλάχιστον λίγο χρόνο να ασχοληθούμε με τα όμορφα που συμβαίνουν στη ζωή μας.

Είμαστε οι σκέψεις μας και η πραγματικότητα που ζούμε είναι αυτή που εμείς οι ίδιοι δημιουργούμε. Ζούμε αυτό που σκεφτόμαστε. Οι σκέψεις διαμορφώνουν τη ζωή μας και καθορίζουν τα βιώματά μας. Ίσως, έφτασε ο καιρός να αλλάξουμε αυτά που σκεφτόμαστε, εξασφαλίζοντας μια πιο ήρεμη και ισορροπημένη ζωή…

Για να απαλλαγούμε από την υπερβολική σκέψη θα πρέπει πρώτα να απαλλαγούμε από κάποιες πεποιθήσεις ή πιστεύω μας: δεν μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον, δεν μπορούμε να ελέγξουμε όλα όσα μας αφορούν και δεν μπορούμε να είμαστε προετοιμασμένοι για ότι ακολουθεί…

Η υπερβολική σκέψη δημιουργεί προβλήματα που δεν υπάρχουν, μεγεθύνει προβλήματα που δεν έχουν τόση σημασία και παράγει αρνητικές σκέψεις. Το πρώτο βήμα είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι η υπερβολική σκέψη εξαρτάται από εμάς, όπως τη δημιουργούμε, έτσι μπορούμε σταδιακά να απαλλαγούμε από αυτή.

Μπέρτολτ Μπρεχτ: Μέτρα κατά της βίας

Ενώ ο κ. Κόινερ, ο σκεπτόμενος, μιλούσε κάποτε μπροστά σε πολύν κόσμο κατά της βίας, παρατήρησε πως οι άνθρωποι που ήταν μπροστά του άρχισαν να οπισθοχωρούν και να φεύγουν.

Γύρισε να κοιτάξει και βλέπει να στέκεται πίσω του — η Βία.

«Τί έλεγες» τον ρώτησε η Βία.

«Μιλούσα υπέρ της βίας» απάντησε ο κ. Κόινερ.

Όταν έφυγε ο κ. Κόινερ από κει, οι μαθητές του τον ρώτησαν για τη ράχη του. Ο κ. Κόινερ απάντησε: «Τη ράχη μου δεν την έχω για σπάσιμο. Εγώ, βλέπεις, πρέπει να ζήσω περισσότερο από τη Βία». Και ο κ. Κόινερ τους διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία:

«Στο σπίτι του κ. Σβάρνα, που είχε μάθει να λέει όχι, ήρθε μια μέρα, τον καιρό της παρανομίας, ένας πράκτορας και του έδειξε ένα έγγραφο, που το είχαν εκδώσει αυτοί που εξουσίαζαν στην πόλη, και που έλεγε ότι κάθε σπίτι όπου θα πατούσε το πόδι του και αυτός ο πράκτορας, θα ήταν δικό του. Επιπλέον θα ήταν δικό του και κάθε φαγητό που θα ζητούσε, καθώς επίσης θα έπρεπε να τον υπηρετεί κάθε άνθρωπος που θα έβρισκε μπροστά του.

Ο πράκτορας κάθισε σε μια καρέκλα, ζήτησε φαγητό, πλύθηκε, ξάπλωσε και, πριν να τον πάρει ο ύπνος, ρώτησε με το πρόσωπο στραμμένο στον τοίχο: "Θα με υπηρετείς;".

Ο κ. Σβάρνα τον σκέπασε με μια κουβέρτα, έδιωξε τις μύγες, τον πρόσεχε, όσο κοιμόταν, και τον υπάκουε επί εφτά χρόνια, όπως αυτή τη μέρα. Αλλά, ό,τι και να έκανε γι' αυτόν, ένα πράγμα φυλάχτηκε να κάνει, κι αυτό ήταν: να του πει έστω και μια λέξη.

Όταν λοιπόν πέρασαν τα εφτά χρόνια, ο πράκτορας όπως είχε χοντρύνει από το πολύ φαΐ, τον ύπνο και τις διαταγές, πέθανε. Τότε ο κ. Σβάρνα τον τύλιξε στη φθαρμένη κουβέρτα, τον έσυρε έξω απ' το σπίτι, καθάρισε το κρεβάτι, σοβάντισε τους τοίχους, πήρε ανάσα κι απάντησε: "Όχι"».

Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ιστορίες του κυρίου Κόινερ

Η τέχνη της σκέψης: Πώς να χρησιμοποιήσουμε το ασυνείδητο για να γίνουμε πιο δημιουργικοί

Όπως τα χρώματα που βλέπουμε σε ένα ουράνιο τόξο δεν είναι παρά ένα μικρό μόνο τμήμα ενός μεγαλύτερου ηλεκτρομαγνητικού φάσματος, ο συνειδητός μας νους δεν είναι παρά ένα μικρό μόνο κομμάτι ενός πολύ μεγαλύτερου ασυνείδητου ψυχικού κόσμου.

Οι εξαιρετικά δημιουργικοί άνθρωποι σε όλη την πορεία της ιστορίας το γνώριζαν αυτό, και συμβουλεύονταν το ασυνείδητό τους για να καταφέρουν να δημιουργήσουν καινοτόμα έργα, να κάνουν επαναστάσεις σε πολλά επίπεδα της ζωής, στην επιστήμη, την τέχνη και τις επιχειρήσεις.

Ο ρόλος του ασυνειδήτου στη δημιουργία έχει υποβιβαστεί στην κοινωνία μας. Η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν γνωρίζει καν ότι το ασυνείδητο είναι ένας εξαιρετικά γόνιμος τόπος για μεταμορφωτικές εμπειρίες. Κάτι άλλο που επίσης πιστεύουμε συχνά είναι πως τέτοιες δημιουργικές επαναστάσεις αποτελούν πολυτέλεια μιας εκλεκτής ομάδας «ιδιοφυών ατόμων» – ανθρώπων που γεννιούνται με ταλέντα και περισσότερες ικανότητες από τους υπόλοιπους.

Κι αν αυτή η πεποίθηση είναι λανθασμένη; Κι αν η ικανότητα να δημιουργήσουμε κάτι επαναστατικό, κάτι πρωτοποριακό δεν αποτελεί προνόμιο των λίγων, αλλά μια δεξιότητα που μαθαίνεται, που είναι διαθέσιμη σε όλους;

Το ασυνείδητο του Sigmund Freud Vs το ασυνείδητο του Frederick Myers

O Freud ανακάλυψε το ασυνείδητο προσπαθώντας να εντοπίσει τις ρίζες της ψυχοπαθολογίας. Μέσα από τις έρευνές του, συμπέρανε ότι το ασυνείδητο είναι μια τεράστια αποθήκη καταπιεσμένων αναμνήσεων και εμπειριών, που κάνουν της ζωή μας δυσλειτουργική και είναι υπεύθυνες για την ανάπτυξη των νευρώσεων.

Ο Freud με λίγα λόγια έδωσε έμφαση στον αρνητικό ρόλο του ασυνειδήτου – στο ρόλο που έχει στην καταστολή των προσπαθειών του ατόμου για αυτοπραγμάτωση και πλήρωση. Όμως, ο Frederick Myers επέλεξε να δει την αντίθετη πλευρά του ασυνειδήτου. Πίστευε ότι αποτελεί μια πλούσια πηγή έμπνευσης, νοήματος και δημιουργικότητας, στοιχεία τα οποία αν χρησιμοποιηθούν σοφά μπορούν να μας φέρουν σε επαφή με την πλήρωση και με την αυτοπραγμάτωση.

Καθώς οι απόψεις του Freud έχουν μεγαλύτερη επίδραση στην κοινωνία μας από εκείνες του Myers, το ασυνείδητο θεωρείται γενικά ως μια τρομακτική και σκοτεινή πλευρά του εαυτού μας. Αλλά αυτή η αντίληψη είναι λάθος. Οι εξαιρετικά δημιουργικοί άνθρωποι του παρελθόντος το έχουν επιβεβαιώσει. Μάλιστα, πολλοί ταλαντούχοι καλλιτέχνες και σπουδαίοι επιστήμονες εμπνεύστηκαν μέσα από τα όνειρά τους, που φυσικά αποτελούν τον βασιλικό δρόμο προς το ασυνείδητο.

Πώς να χρησιμοποιήσουμε το ασυνείδητο για να γίνουμε δημιουργικοί

Ο Graham Wallas, Άγγλος κοινωνικός ψυχολόγος και συνιδρυτής της Σχολής Οικονομικών του Λονδίνου εντόπισε 4 απαραίτητα στάδια για να ενεργοποιήσουμε το ασυνείδητο και να απελευθερώσουμε τη δημιουργική μας πλευρά.

Μπορούμε να ακολουθήσουμε αυτά τα 4 βήματα σε κάθε πλευρά της ζωής μας που απαιτούν δημιουργικές λύσεις: στην προσωπική ζωή, στις σχέσεις, στην επαγγελματική καριέρα ή στην καλλιτεχνική μας ασχολία.

1. Προετοιμασία

Κατά τη διάρκεια του σταδίου προετοιμασίας διερευνούμε το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε από όλες τις πλευρές του. Χρειάζεται να λάβουμε υπόψη μας κάθε οπτική γωνία και να αποκτήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες μπορούμε. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, είναι σημαντικό να καλλιεργήσουμε έναν διακαή πόθο για να επιλύσουμε το πρόβλημα. Αυτός θα ενεργοποιήσει το ασυνείδητό μας, προειδοποιώντας το ότι πρόκειται για ένα επείγον ζήτημα και χρειάζεται να αντιμετωπιστεί άμεσα.

2. Επώαση

Αφού περάσετε αρκετό χρόνο στο πρώτο στάδιο (όταν βρεθείτε κοντά στην αίσθηση κόπωσης), κάντε ένα διάλλειμα από το πρόβλημα. Αφιερώστε λίγο χρόνο στην ξεκούρασή σας και προσπαθήστε να μην σκέφτεστε καθόλου το ζήτημα. Αυτή η περίοδος ανάπαυσης θα απελευθερώσει ενέργεια ώστε να μπορεί να την εκμεταλλευτεί το ασυνείδητό σας – να συνδυάσει, να συνθέσει, να δοκιμάσει ιδέες, οι οποίες θα τραφούν από το στάδιο προετοιμασίας.

3. Φωτισμός

Σε κάποιο σημείο, καθώς θα ελίσσεστε ανάμεσα σε περιόδους έντονης εργασίας και ανάπαυσης, μια μοναδική, υπέροχη ιδέα θα αναδυθεί μέσα από το ασυνείδητό σας. Είτε σε όνειρο, στο μπάνιο, όταν περπατάτε, ή σε άσχετη στιγμή, θα κάνει την εμφάνισή της μια λύση στο πρόβλημά σας που πριν δεν είχατε σκεφτεί. Πολύ συχνά, θα είναι απλή και εμφανής, θα εκπλαγείτε που δεν θα την είχατε ξανασκεφτεί στο παρελθόν.

4. Έλεγχος

Το τελικό στάδιο είναι η επιβεβαίωση της λύσης που παρέχεται από το ασυνείδητό σας. Αυτό το στάδιο δεν είναι πάντα απαραίτητο. Ορισμένες φορές η λύση είναι τόσο ξεκάθαρη και δεν υπάρχει λόγος να ελέγξουμε την εγκυρότητά της.

Οι διαφορετικές όψεις του έρωτα

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτονοσ ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΟΣΟ ΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΙ;
Τι σημαίνει και ποιες μορφές του δίνουμε

Στο άκουσμα της λέξης «έρωτα», το πρώτο πράγμα που σκεφτόμαστε είναι αν εμείς τον έχουμε βρει ή αν χρειάζεται να συνεχίσουμε να ελπίζουμε ότι θα τον βρούμε. Αλλά τι είναι ακριβώς ο έρωτας; Γνωρίζουμε;

Είναι εύκολο να σκεφτούμε ότι είναι μόνο το αποτέλεσμα ενός παραμυθιού όπου έτσι απλά και χωρίς καμία προσπάθεια ερωτευόμαστε. Όμως, αυτή ίσως να είναι μόνο η μία από τις πολλές εκφάνσεις αυτής της κατά κάποιο τρόπο ανεξήγητης κατάστασης. Μάλιστα, η λέξη είναι μία από τις λίγες που μέσα της «χωρούν» τόσο πολλά συναισθήματα και εμπειρίες.

Οι μορφές που παίρνει ο έρωτας

Είναι αναμφισβήτητο πως ό,τι κι αν σημαίνει ο έρωτας, περιλαμβάνει ένα μεγάλο εύρος συναισθημάτων και εμπειριών. Και δεν είμαστε οι μόνοι που το αντιλαμβανόμαστε αυτό. Κατά τη δεκαετία του ’70, για παράδειγμα, ο ψυχολόγος John Lee, αντλώντας από την Ελληνική και Λατινική ιστορία και γλώσσα αναγνώρισε έξι διαφορετικά είδη.

Οι κυριότερες μορφές ήταν τρεις: ο έρωτας (έρως – eros), το πάθος και η στοργή. Συνδυάζοντάς τες, παρήγαγε τρεις δευτερεύουσες μορφές: το pragma (η συντροφικότητα που συνδυάζει τρυφερότητα, πάθος και στοργή), τη μανία (την κτητική, εξαρτημένη και προβληματική σχέση που συνδυάζει τον έρωτα, το πάθος και την τρυφερότητα), και την αγάπη (την μη εγωιστική ενσυναίσθηση, που συνδυάζει τον έρωτα και τη στοργή).

Μια εναλλακτική κατηγοριοποίηση αναπτύχθηκε από τον Robert Sternberg. Η «τριγωνική» του θεωρία για την αγάπη πρότεινε ότι εμφανίζεται από την παρουσία και αλληλεπίδραση τριών κύριων στοιχείων: της οικειότητας, του πάθους και της απόφασης για αφοσίωση.

Αυτές οι αναλύσεις προσφέρουν μια οπτική για την έννοια της αγάπης, αλλά μόνο μία. Έτσι παραμένουν ανεπαρκείς. Και αν και πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι θα ήθελαν όσο τίποτε άλλο να είναι ερωτευμένοι, είναι οι ίδιοι που βάζουν πολλά εμπόδια στο να αναλαμβάνουν δράση ώστε να επιτρέψουν στον έρωτα να μπει στις ζωές και στις σχέσεις τους. Έχουμε πολλούς τρόπους για να αμυνόμαστε ενάντια στον έρωτα και παλεύουμε συχνά με το φόβο του να φανούμε ευάλωτοι.

Είναι πολύτιμο λοιπόν να ορίσουμε τον έρωτα ως μια πράξη ή μια σειρά πράξεων που μπορούμε να κάνουμε ώστε να φέρουμε πιο κοντά μας τους ανθρώπους για τους οποίους ενδιαφερόμαστε. Ορισμένα χαρακτηριστικά του έρωτα περιλαμβάνουν:

– Εκφράσεις τρυφερότητας, τόσο σωματικές, όσο και συναισθηματικές

– Επιθυμία για προσφορά απόλαυσης και ικανοποίησης στον άλλο

– Τρυφερότητα, ενσυναίσθηση, ευαισθησία στις ανάγκες του άλλου

– Επιθυμία κοινού χρόνου

– Μία συνεχής ανταλλαγή προσωπικών συναισθημάτων

– Την προσφορά στήριξης, άνεσης και βοήθειας στον άλλο.

Ο έρωτας περιλαμβάνει συναισθήματα για τον άλλο που ξεπερνούν κάθε εγωισμό. Γι’ αυτό και η αγάπη που αναδύεται από αυτόν θρέφει και επιδρά θετικά στην αυτοεκτίμηση και την αίσθηση ψυχικής ευεξίας του άλλου. Ο έρωτας δεν περιλαμβάνει εξαπάτηση σε κανένα βαθμό.

Βρες ένα τρόπο να μιλήσεις με το μέσα σου

Όταν δεν είσαι καλά θυμήσου πως έχεις χάσει τη σύνδεση με το μέσα σου, έχεις απομακρυνθεί από το φως σου, πως γίνεται λοιπόν να είσαι καλά;

Όταν καταπιάνεσαι με πράγματα στα οποία η ψυχή σου δεν συμμετέχει πουθενά, όταν δεν σε αντιπροσωπεύουν οι πράξεις σου, όταν οι άνθρωποι που συναναστρέφεσαι δεν σε εκφράζουν πως να είσαι καλά;;

Κόψε αυτή τη στιγμή καθετί που κάνεις μέσα στο οποίο δεν είσαι εσύ και ανασυντάξου. Τόλμα να βάλεις φωτιά, μπουρλότο χωρίς δεύτερη σκέψη σε ότι σε κάνει να ξεχνάς ποιος είσαι και μη σκεφτείς καθόλου τις συνέπειες. Δεν χωρά μυαλό στις προσταγές της ψυχής. Δεν είσαι το μυαλό, ούτε το σώμα..

ΕΙΣΑΙ Η ΨΥΧΗ ΣΟΥ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΜΥΑΛΟ ΚΑΙ ΣΩΜΑ και αυτή μέσα από τα συναισθήματα που σε διακατέχουν σου μιλά, σου υποδεικνύει αν είσαι στη σωστή κατεύθυνση, σε καθοδηγεί για το σωστό και το λάθος.

Εμπιστεύσου τα συναισθήματα σου, εκεί βρίσκεσαι, στη καρδιά σου, εκεί είναι ο ναός του. Αν νιώθεις όμορφα εκεί που βρίσκεσαι συνέχισε να το κάνεις, αν δεν αισθάνεσαι γαλήνη, αν υποφέρεις, αν σαπίζει το μέσα σου κάτι πάει λάθος, βγες αμέσως από κει, η ψυχή σου αντιστέκεται, πως μπορείς εσύ να την αγνοείς;

Πόσο ανίδεοι είμαστε οι άνθρωποι όταν ακούμε το μυαλό και υπομένουμε και πιεζόμαστε. ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΕΙΝΑΙ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ…, είναι φορτωμένο με ένα σωρό προκαταλήψεις, πρέπει και στεγανά που δεν είναι δικά σου, είναι δανεισμένα από μια κοινωνία που έχει στόχο να δημιουργεί άψυχα, δυστυχισμένα όντα επομένως και απόλυτα χειραγωγήσιμα ώστε να υπάρχουν ως υπνωτισμένα στρατιωτάκια υπηρετώντας τους λίγους.

Πως ακριβώς βασίζεσαι σε ένα τέτοιο μυαλό ποτισμένο με τόσο δηλητήριο;; Πως περιμένεις να νιώθεις εσύ καλά;

Κανένας δεν είναι καλά, οι άνθρωποι υποφέρουν και όσο ποιο ξύπνιος είσαι, τόσο υποφέρεις γιατί αντιλαμβάνεσαι τη φυλακή στην οποία βρίσκεσαι, τη βλέπεις καθαρά. Όμως μπορείς να βγεις…λίγο θάρρος μόνο χρειάζεται, μια στιγμή θάρρους και απόλυτης αλήθειας απέναντι στον εαυτό σου και μπορεί να μεταμορφωθεί η ζωή σου.

Κλείσε τα αυτιά σου σε αυτά που λέει το μυαλό και άσε τη καρδιά σου να σε πάει όπου θέλει αυτή χωρίς φόβο, άσε τις συνέπειες στην άκρη και αυτές δημιούργημα του μυαλού σου είναι. Εμπιστεύσου την αλήθεια της στιγμής και πήδα αμέσως απ’ ότι σε κάνει δυστυχισμένο. Σταμάτα να έρπεσαι, έχεις φτερά αλλά φρόντισαν καλά να σε πείσουν πως δεν έχεις. ΑΦΥΠΝΙΣΟΥ!!!

Αυτή εδώ είναι η στιγμή της αλλαγής. Οραματίσου πως σπάς τα δεσμά, ακολούθα τα συναισθήματα σου χωρίς να το εκλογικεύεις και να το αναλύεις. Χωρίς να σε απασχολεί αν είναι σωστό η λάθος και σιγά σιγά θα αρχίσεις να αναπνέεις, μια γλυκιά γαλήνη θα σε αγκαλιάζει, θ’ αρχίσει να αναδύεται όλη σου η θεϊκότητα..

Σταμάτα αυτή τη στιγμή να πιέζεσαι!
Άκου την αλήθεια σου, θα λυτρωθείς.

Με την αλήθεια όλα τα προβλήματα εξουδετερώνονται. Όχι με την πίεση, όχι με τις τεχνικές, όχι με την αιώνια ανοχή που βάφτισες υπομονή.

Η στιγμή να χρησιμοποιήσεις τα φτερά σου είναι τώρα!

Ζαν-Πωλ Σαρτρ: Φυσικά, η σκέψη αυτή μπορεί να φανεί σκληρή σε κάποιον που δεν πέτυχε στη ζωή του

Κάποιοι άνθρωποι συχνά έναν μόνο τρόπο έχουν για να αντέχουν την αθλιότητά τους. Να σκέφτονται: Οι περιστάσεις υπήρξαν εναντίον μου. Τα πράγματα μου πήγανε κόντρα. Άξιζα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι έγινα.

ΒΕΒΑΙΑ, ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΣΑ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΕΡΩΤΑ ή τη μεγάλη φιλία, αλλά σ’ αυτό φταίει το γεγονός ότι δεν έλαχε να συναντήσω τον άντρα ή τη γυναίκα που να ήταν άξιοι για την αγάπη ή για τη φιλία μου.

Δεν έγραψα πολύ καλά βιβλία και γι’ αυτό φταίει το ότι δεν είχα πολύ διαθέσιμο ελεύθερο καιρό στη διάθεσή μου.

Δεν έκανα παιδιά για να τους αφιερωθώ, γιατί δεν βρήκα τον άνθρωπο που θα μπορούσα να φτιάξω μαζί του τη ζωή μου.

ΕΜΕΙΝΑΝ ΛΟΙΠΟΝ ΑΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ και είναι πάντα βιώσιμες ένα πλήθος από διαθέσεις, κλίσεις, δυνατότητες, που μου δίνουν μιαν αξία, την οποία ασφαλώς δεν μου επιτρέπει να επικαλεσθώ η σειρά των πράξεών μου».

«ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΟΜΩΣ, ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΑΡΞΙΣΤΗ δεν υπάρχει άλλος έρωτας απ’ αυτόν που οικοδομείται, πραγματώνεται. Δεν υπάρχει δυνατότητα έρωτα παρά μόνο αυτή που εκδηλώνεται σε έναν έρωτα. Δεν υπάρχει μεγαλοφυΐα παρά μόνο αυτή που εκφράζεται στα έργα τέχνης: η μεγαλοφυΐα του Προυστ είναι το σύνολο των έργων του Προυστ.

Η μεγαλοφυΐα του Ρακίνα είναι η σειρά των τραγωδιών του και τίποτ’ άλλο. Γιατί να αποδίδουμε στον Ρακίνα τη δυνατότητα να γράψει μία νέα τραγωδία, αφού ακριβώς δεν την έγραψε;

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΡΑΤΕΥΕΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ ΣΤΗ ΖΩΗ, σχεδιάζει ο ίδιος τη φυσιογνωμία του, την προσωπικότητά του και πέρα απ’ αυτή την προσωπικότητα δεν υπάρχει τίποτα. Φυσικά, η σκέψη αυτή μπορεί να φανεί σκληρή σε κάποιον που δεν πέτυχε στη ζωή του. Απ’ την άλλη μεριά όμως, προδιαθέτει τους ανθρώπους να καταλάβουν πως μόνον η πραγματικότητα μετράει, πως τα όνειρα, οι προσδοκίες, οι ευσεβείς πόθοι, οι ελπίδες, άλλο δεν κάνουν απ’ το να καθιστούν τελικά τον άνθρωπο ένα χαμένο, απογοητευμένο όνειρο, γεμάτο ελπίδες ανεκπλήρωτες, προσμονές ανώφελες. Τον καθορίζουν δηλαδή αρνητικά και όχι θετικά»

Ζαν-Πωλ Σαρτρ, Ο Υπαρξισμός είναι ένας Ανθρωπισμός

Έχουμε συναισθήματα, δεν σημαίνει ότι είμαστε συναισθηματικοί

Πρέπει να κατορθώσουμε να εκτονώσουμε την ενέργειά μας, έτσι ώστε να βρούμε το χρόνο ν’ ασχοληθούμε με πιο σημαντικά, εποικοδομητικά και ουσιαστικά σχέδια. Η ενέργεια, για την οποία μιλώ, συνδέεται με τα μικρά εκείνα συναισθήματα που νιώθουμε κατά τη διάρκεια της ημέρας. Συναισθήματα που άλλοτε τα θεωρούμε ασήμαντα για να μας απασχολήσουν ιδιαίτερα και άλλοτε δεν τα αντιλαμβανόμαστε καν. Τι θα συμβεί όμως αν, αντί να εμποδίσουμε τα μικρά αυτά συναισθήματα να εκφραστούν, αντί να τα αφήσουμε να μεγαλώσουν και, ενδεχομένως, να εκραγούν, τα αναγνωρίσουμε και τα απελευθερώσουμε;

Οι δυνατές επιλογές είναι δύο: ή ν’ ακολουθήσουμε το τρομερό και συνεχές ρεύμα των συναισθημάτων μας, τα οποία αποτελούν κομμάτι της ίδιας μας της ζωής, ή να εναντιωθούμε σε αυτό. Καλό είναι να μη λέμε «όχι» στα συναισθήματά μας και να μην τα αγνοούμε. Όταν συμβαίνει αυτό, οι συνέπειες για εμάς, τους φίλους μας, τους συναδέλφους μας, αλλά και τους «εχθρούς» μας, είναι μεγάλες. Εξίσου μεγάλες είναι και οι συνέπειες για τους αθώους ανθρώπους που μας περιβάλλουν, όπως είναι τα παιδιά, για τα οποία οι επιπτώσεις των «τετριμμένων», «παθητικών» συναισθημάτων μοιάζουν μ’ εκείνες του «παθητικού» καπνίσματος.

Αν είμαστε άνθρωποι που αντιστέκονται στα συναισθήματά τους, αν τα αντιμετωπίζουμε μονάχα ορθολογικά ή αν δεν διαθέτουμε ένα συναισθηματικό λεξιλόγιο, τότε κάποιος κάπου θα -κάποιος κάπου πρέπει να- πληρώσει για τα συναισθήματά μας, για τη συσσωρευμένη ενέργεια και για το γεγονός ότι συχνά κάποιος δεν ενδιαφέρεται για το πώς νιώθουμε. Μπορούμε ν’ αποκτήσουμε συνείδηση του τρόπου με τον οποίο μεταβιβάζουμε τα συναισθήματά μας στους άλλους, ανεξάρτητα από το αν είναι ξένοι ή παιδιά. Μπορούμε να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τα συναισθήματά μας εποικοδομητικά, έτσι ώστε να παίρνουμε περισσότερα από αυτό που θέλουμε και το ίδιο να συμβαίνει και μ’ εκείνους που μας ξέρουν.

Αν είμαστε άνθρωποι που δεν αντιστέκονται στα συναισθήματά τους, θα έχουμε συνείδηση της ψυχικής μας κατάστασης. Θ‘ αναγνωρίζουμε τα συναισθήματά μας, αλλά και τα μηνύματα που εκείνα μάς στέλνουν. Θ’ απολαμβάνουμε τη σαφήνεια μιας φράσης, όπως αυτή που ακολουθεί: «θυμώνω, όταν κάποιος μου κλείνει το δρόμο με τ’ αυτοκίνητό του και όχι γιατί τα παιδιά μου γελάνε δυνατά, όταν οδηγώ». Όταν νιώθουμε ένα συναίσθημα, το εντοπίζουμε και, αντιλαμβανόμενοι το μήνυμά του, απελευθερώνουμε την ενέργεια που συνδέεται με αυτό. Μπορούμε να μιλάμε στα παιδιά μας χωρίς να φωνάζουμε. Δεν θυμώνουμε κάθε φορά που μας διακόπτουν και δεν λέμε με οργή: «Τι στο καλό συμβαίνει;» Όταν αναλαμβάνουμε την ευθύνη των συναισθημάτων μας, το γεγονός που τα προκάλεσε, η συναισθηματική μας αντίδραση σε αυτό και η απελευθέρωση ενέργειας έχουν τελειώσει σχεδόν πριν ξεκινήσουν. Είναι τόσο απλό;

Έχουμε συναισθήματα, δεν σημαίνει ότι είμαστε συναισθηματικοί

Το γεγονός ότι είμαστε άνθρωποι σημαίνει ότι έχουμε συναισθήματα. Αλλά αυτό δεν μας κάνει απαραίτητα συναισθηματικούς. Ακόμα κι αν νιώθουμε ότι ταυτιζόμαστε με το θυμό μας, όταν λέμε πως είμαστε θυμωμένοι, αυτό δεν είναι αλήθεια. Πρέπει να καταλάβουμε ότι νιώθουμε διάφορα συναισθήματα στο πλαίσιο όλων των άλλων πραγμάτων που είμαστε. Δεν λέμε «Είμαι παντρεμένος», θεωρώντας ότι αυτό αρκεί για να περιγράψει την ταυτότητά μας. Το ίδιο ισχύει και για τα συναισθήματα, τα οποία απλώς βιώνουμε. Είναι υγιές να έχουμε συναισθήματα, να τα νιώθουμε, να μαθαίνουμε από αυτά και να τα χρησιμοποιούμε για να ξέρουμε ποιοι πραγματικά είμαστε, αλλά και για να συγκεντρώνουμε πληροφορίες για τον κόσμο. Είναι αφύσικο να μην έχουμε συναισθήματα. Αλλά το να έχουμε συναισθήματα και το να ενδίδουμε σε αυτά είναι δυο διαφορετικά πράγματα.

Όταν μας στερούν ή και στερούμε εμείς οι ίδιοι από τον εαυτό μας την ελευθερία να νιώσουμε τα συναισθήματά μας, να τα εκφράσουμε λεκτικά και να αναλάβουμε την ευθύνη γι’ αυτά, συσσωρεύουμε μέσα μας ενέργεια. Η μη αναγνώριση της αληθινής φύσης των συναισθημάτων μας οδηγεί στον εγκλωβισμό τους. Όταν κάποια στιγμή τα συναισθήματα και η ενέργειά τους εκτονώνονται, ορισμένοι άνθρωποι γίνονται βίαιοι και βάναυσοι. Κάποιοι άλλοι γίνονται υβριστές, μετατρέποντας τη συσσωρευμένη ενέργεια σε βαριές κουβέντες. Αυτού του είδους οι αντιδράσεις ούτε λύνουν το πρόβλημα ούτε διοχετεύουν την εγκλωβισμένη ενέργεια προς τη σωστή κατεύθυνση.

Δείτε τη διαφορά ανάμεσα στη λεκτική έκφραση ενός συναισθήματος και την εξωτερίκευσή του μέσω διάφορων ενεργειών και πράξεων. Για να εκφράσουμε ένα συναίσθημα, χρησιμοποιούμε λέξεις και φράσεις, όπως: «Είμαι θυμωμένος» ή «Λυπάμαι». Η εξωτερίκευση όμως ενός συναισθήματος μέσω διάφορων ενεργειών και πράξεων ισοδυναμεί με το να κάνουμε κάτι για ν’ απαλλαγούμε από την ενέργεια που το συνοδεύει. ‘Η λοιπόν θα ενεργήσουμε βάσει του συναισθήματος ή θα παραφερθούμε.

Η μη λεκτική εξωτερίκευση ενός συναισθήματος μπορεί να είναι ένα κλάμα, ένας μεγάλος περίπατος, μια συζήτηση, η αλλαγή της συμπεριφοράς μας ή και ολόκληρης της ζωής μας. Απελευθερώνουμε την ενέργεια των συναισθημάτων μας χωρίς να βλάπτουμε ή να μεταβιβάζουμε την ενέργειά μας στους άλλους. Ωστόσο πολλοί νομίζουν ότι τόσο η λεκτική όσο και η μη λεκτική έκφραση των συναισθημάτων μας ταυτίζονται με την παραφορά. Όταν παραφερόμαστε, ενδέχεται να χτυπήσουμε κάποιον, να του βάλουμε τις φωνές ή να τον βρίσουμε και ταυτόχρονα να θεωρήσουμε λογική τη συμπεριφορά μας, λέγοντας ότι έτσι νιώθουμε. 

Δεν είμαστε τα συναισθήματά μας. Τα βιώνουμε – αποτελούν κομμάτι του εαυτού μας. Είμαστε υπεύθυνοι για την αναγνώρισή τους, αλλά δεν πρέπει να τα χρησιμοποιούμε ως δικαιολογίες.

ΠΛΑΤΩΝ: Αυτογνωσία και ψυχής επιμέλεια

(ΣΩΚΡΑΤΗΣ): Εγώ, Αθηναίοι, σας εκτιμώ και σας αγαπώ, αλλά θα υπακούσω στον θεό και όχι σε σας· και όσο θα αναπνέω και θα έχω τη δύναμη, δε θα σταματήσω να φιλοσοφώ και να σας παρακινώ και να κάνω υποδείξεις σε οποίον από σας τύχει να συναντήσω, λέγοντας αυτά που συνηθίζω: «Άνθρωπε σπουδαίε, ενώ είσαι Αθηναίος, πολίτης της μεγαλύτερης και της πιο φημισμένης πόλης για τη σοφία και την ισχύ της, δεν ντρέπεσαι από τη μια να πασχίζεις να αποκτήσεις όσο γίνεται περισσότερα χρήματα, φήμη και τιμές, ενώ από την άλλη για τη φρόνηση και την αλήθεια και το πώς η ψυχή σου θα γίνει όσο το δυνατόν καλύτερη ούτε φροντίζεις ούτε μεριμνάς:»

Γιατί, να το ξέρετε καλά, αυτά διατάζει ο θεός και εγώ νομίζω ότι ποτέ δεν υπήρξε μεγαλύτερο καλό για την πόλη από τη δική μου δραστηριότητα στην υπηρεσία του θεού. Γιατί εγώ δεν κάνω τίποτε άλλο από το να τριγυρίζω και να προσπαθώ να σας πείσω όλους, νέους και γέρους, να μη φροντίζετε πρώτα από όλα και με τόσο ζήλο για το σώμα σας και τα χρήματα, αλλά για το πώς θα κάνετε την ψυχή σας όσο το δυνατόν καλύτερη. Σας λέω ότι «δε δημιουργείται από τα χρήματα η αρετή, αλλά από την αρετή τα χρήματα και όλα τα άλλα αγαθά των ανθρώπων, και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή».

Πλάτων, Απολογία Σωκράτους

ΑΙΣΩΠΟΣ: Μπορεί τα ρούχα να συγκαλύψουν έναν ανόητο, αλλά τα λόγια του θα τον αποκαλύψουν

Όταν ο Αίσωπος διατύπωνε με το σατιρικό ύφος του τους συμβολικούς του μύθους ο κόσμος είχε ήδη βρει τον μεγαλύτερο παραμυθά του. Τα ανθρωπόμορφα σε χαρακτηριστικά προσωπικότητας ζώα του θα μεγάλωναν γενιές και γενιές παιδιών στα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, με τα μικρά αφηγήματά του, διατυπωμένα με λιτή συντομία, να διακρίνονται για τον ηθικοδιδακτικό τους ρόλο.

Ο ίδιος δεν έγραψε βέβαια ούτε λέξη, προτιμώντας να διηγείται τις ιστορίες του προφορικά. Και πιθανότατα, αν κρίνουμε από το φημολογούμενο τέλος του, είχε δίκιο να μην απαθανατίζει γραπτά τις άβολες αλήθειες των μύθων του. Ο αισώπειος μύθος είναι μια σύντομη αφήγηση παραδειγματικού χαρακτήρα που αντλεί στοιχεία από τη λαϊκή σοφία αλλά και τη φιλοσοφική κριτική. Ένα σύντομο περιστατικό δηλαδή με πρωταγωνιστές ζώα συνήθως -αλλά και ανθρώπους ή θεούς κάποιες φορές-, το οποίο χρησιμεύει για να εξάρει ή να στηλιτεύσει χαρακτήρες και συμπεριφορές.

Λέγεται ότι ο πρώην δούλος στάλθηκε στο Μαντείο των Δελφών από τον βασιλιά Κροίσο για να πάρει χρησμό, αυτός ωστόσο τα έψαλε στους ιερείς κατηγορώντας τους ότι εξαπατούσαν τον κόσμο! Κι έτσι καταδικάστηκε στα γρήγορα σε θάνατο και ρίχτηκε από την κορφή του Παρνασσού, καθώς τα λεγόμενά του ενοχλούσαν πολλούς.

Παρά το γεγονός ότι ήταν ταπεινής καταγωγής και δούλος άλλοτε, οι Αθηναίοι του έστησαν ανδριάντα αργότερα για να δείξουν ότι κάθε άνθρωπος αξίας πρέπει να τιμάται όπως κι αν έχει έρθει στον κόσμο. Τι ιδανικός επίλογος για τη ζωή ενός ανθρώπου που έμοιαζε σαν να έχει βγει από κάποιον μύθο του!
Οι Έλληνες διέσωσαν τους μύθους του από στόμα σε στόμα, μέχρι να καταγραφούν τελικά στην ελληνική περίοδο και να επιβιώσουν στους αιώνες ως έξοχα δείγματα αλληγορικού λόγου με τεράστια μαθησιακή αξία για τα μικρά και τα μεγαλύτερα παιδιά.

Τι δίδαξε ο Αίσωπος τον κόσμο; Πως η ευγνωμοσύνη είναι χαρακτηριστικό των ευγενικών ψυχών, πως η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι προάγγελος της δυστυχίας, πως η ανέχεια δεν αναγνωρίζει νόμους, πως η κακοτυχία δοκιμάζει την ειλικρίνεια των φίλων και η εκδίκηση θα βλάψει τελικά τον εκδικητή.
«Μπορεί τα ρούχα να συγκαλύψουν έναν ανόητο, αλλά τα λόγια του θα τον αποκαλύψουν», μας λέει ο μεγάλος παραμυθάς προειδοποιώντας μας: «Πρόσεξε μη χάσεις την ουσία προσπαθώντας να πιάσεις τη σκιά»…

Πρώτα χρόνια

Πολύ λίγα είναι γνωστά για το πού και το πότε γεννήθηκε ο Αίσωπος. Η επικρατέστερη εκδοχή μιλά για το 625 π.Χ. και ιδιαίτερες πατρίδες του έχουν προταθεί από τη Φρυγία -στη σημερινή Τουρκία-, τη Σάμο και την Αθήνα, μέχρι τις Σάρδεις (πρωτεύουσα της Λυδίας), τη Μεσημβρία (ελληνική αποικία στη Θράκη), την Αίγυπτο, την Αιθιοπία και άλλες αφρικανικές γωνιές.

Ο Αίσωπος ήταν εξάλλου σκουρόχρωμος και στους μύθους του εμφανίζονται ζώα άγνωστα στην Αρχαία Ελλάδα. Ήταν από τον ιδιαίτερο τόπο καταγωγής του ή μήπως ήταν αποτέλεσμα των πολυετών ταξιδιών του σε μέρη άγνωστα και εξωτικά; Πιθανότατα δεν θα μάθουμε ποτέ.

Πλέον υπάρχει μια μερίδα ιστορικών που αμφισβητεί την ύπαρξή του ή το γεγονός ότι ήταν ένας άνθρωπος, μια γραμμή σκέψης που φαίνεται να υπάρχει ήδη από την κλασική περίοδο. Υπάρχουν συγγραφείς δηλαδή που θεωρούν πως ο Αίσωπος, όπως ακριβώς ο Όμηρος και ο Ησίοδος, είναι περισσότερο η κατασκευή μιας εμβληματικής μορφής αντιπροσωπευτικής ενός αρχαϊκού λογοτεχνικού είδους (του μύθου εδώ), παρά ένας υπαρκτός συγγραφέας.

Ο γραμματικός Θέων, αναφερόμενος στους αισωπικούς μύθους, τονίζει ότι παίρνουν το όνομά τους όχι από τον δημιουργό τους, αλλά επειδή εκείνος τους χρησιμοποίησε συχνότερα και με τη μεγαλύτερη τέχνη. Διάφοροι μύθοι που αποδίδονται εξάλλου στον Αίσωπο συναντώνται στην πραγματικότητα ήδη στο έργο ποιητών όπως ο Ησίοδος, ο Αρχίλοχος και ο Σιμωνίδης, την ίδια ώρα που ορισμένες από τις ανεκδοτολογικές αφηγήσεις που αποδεικνύουν τη σοφία του έχουν σε άλλες περιστάσεις πρωταγωνιστές άλλους σοφούς του αρχαίου κόσμου, όπως ο Βίας ο Πριηνεύς, ο Θαλής, ο Πιττακός και ο Σόλων.

Ο Αίσωπος αναφέρεται πάντως τόσο από τον Ηρόδοτο και τον Αριστοφάνη όσο και τον Πλούταρχο, ο οποίος στο «Των Επτά Σοφών Συμπόσιον» τον βάζει να ελέγχει με την ευφυολογία και τη σοφία του τα λεγόμενα των επτά σοφών της αρχαιότητας. Η σημαντικότερη βιογραφική πηγή είναι «Ο Βίος του Αισώπου», ένα έργο που χρονολογείται στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. ή τις αρχές του 1ου αι. μ.Χ. και συντάχθηκε πιθανότατα στην Αλεξάνδρεια. Πρόκειται για άλλη μια βιογραφία που βρίθει μυθιστορηματικών στοιχείων και φανταστικών διηγήσεων, εντάσσοντας μάλιστα στη βιογραφία πολλά περιστατικά από τους μύθους του Αισώπου! Ο Αριστοτέλης και οι μαθητές του ενδιαφέρθηκαν πάντως με ιδιαίτερο ζήλο για τον Αίσωπο, καταλήγοντας στη δική τους εκδοχή πως ήταν Θράκας και όχι Φρύγας.

Η επικρατέστερη εκδοχή μάς λέει πάντως πως ο Αίσωπος γεννιέται το 625 π.Χ. στο Αμόριο (ή το Κοττιαίο) της Φρυγίας (οι περισσότερες πηγές τον αναφέρουν ως Φρύγα ή Λυδό) μέσα σε οικογένεια δούλων ιδιοκτησίας του φιλοσόφου Ιάδμονα. Ως σκλάβος στα κτήματα ή βοσκός στα κοπάδια του κύρη του, έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια, αν και δεν σταμάτησε να παλεύει για δικαιοσύνη.

Μας παραδίδεται ένα περιστατικό που οδήγησε στην πώλησή του: μια μέρα είδε έναν επιστάτη να χτυπά άδικα κάποιον άλλο δούλο και έσπευσε αμέσως να του ζητήσει τον λόγο. Το πράγμα έφτασε στον ιδιοκτήτη, ο οποίος τον πήγε στο σκλαβοπάζαρο της Εφέσου για να τον ξεφορτωθεί. Για καλή του τύχη, τον αγόρασε ο Ξάνθος από τη Σάμο, ένας φωτισμένος άνθρωπος που εκτίμησε τα χαρίσματα του δούλου του και τον έπαιρνε μαζί του στα ταξίδια για να γνωρίσει τον κόσμο.

Κατ’ άλλες πηγές, πουλήθηκε στον Ιάδμονα τον Σάμιο, που εδώ είναι ο δεύτερος κύρης του και αυτός που τον ταξίδεψε στις τέσσερις γωνιές του γνωστού κόσμου. Όπως κι αν έχει, ο νέος ιδιοκτήτης εκτίμησε το μεγάλο πνεύμα του δούλου του και τον απελευθέρωσε κάποια στιγμή.

Διαβόητος για την ασχήμια του, ο Αίσωπος, όπως μας λέει ο θρύλος αλλά και ο Πλούταρχος, ήταν δύσμορφος: είχε δυσανάλογα μεγάλο κεφάλι σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα, πλακουτσωτή μύτη, φουσκωτά χείλη, καμπουριασμένο σώμα και μεγάλη πεταχτή κοιλιά, χαρακτηριστικά που του απέδωσαν το όνομα Αίσωπος, δηλαδή Αιθίοπας. Πιθανότατα κούτσαινε και τραύλιζε κιόλας! Ο ρήτορας Ιμέριος εξομολογείται μάλιστα πως δεν ήταν μόνο οι μύθοι του που προκαλούσαν το γέλιο, αλλά και η ίδια η μορφή του Αισώπου, η φωνή και ο τρόπος ομιλίας του.

Ο Αίσωπος ήταν αναμφίβολα δούλος, δεν υπάρχει όμως ιστορική συναίνεση αν ήταν σκλάβος από τη γέννησή του ή υποδουλώθηκε λόγω αιχμαλωσίας ή χρεών. Κύριός του παραδίδεται από τον «Βίο» και τις περισσότερες πηγές ο φιλόσοφος Ξάνθος ο Σάμιος, αν και ο Ηρόδοτος, η παλιότερη πηγή μας, αναφέρεται στον Ιάδμονα τον Σάμιο, μια εκδοχή που αποδεχόταν και ο Αριστοτέλης στη χαμένη σήμερα «Σαμίων Πολιτεία» του. Μεταγενέστερα κείμενα μιλούν και για τον Τίμαρχο τον Αθηναίο.

Όπως κι αν ήταν, ο Αίσωπος πέρασε ένα καλό μέρος της σκλαβιάς του στη Σάμο, όπου θα του εκχωρούσε τελικά την ελευθερία του έπειτα από τις σοφές συμβουλές του δούλου για το πώς θα γλιτώσουν οι Σάμιοι από τον πανίσχυρο βασιλιά της Λυδίας, Κροίσο. Ελεύθερος και γνωστός από τις προφορικές του διηγήσεις ως σοφός παραμυθάς, λειτούργησε κατόπιν ως βασιλικός σύμβουλος του Κροίσου.

Αυτός τον έστειλε στην Ασία και την Αφρική, αλλά και στις σημαντικότερες πόλεις της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων την Αθήνα και την Κόρινθο, μέχρι και στη Σύβαρη της Κάτω Ιταλίας θα βρεθεί. Ακόμα και στη Βαβυλώνα φέρεται να φτάνει η χάρη του, αν και εδώ τον πρώτο λόγο έχει πιθανότατα ο μύθος κι όχι η πραγματικότητα.

Ευφυέστατος και παρατηρητικός, αυτός ο δούλος είχε ταλέντο στο να πλάθει μύθους. Μύθους που χρησιμοποιούσε για να περνάει μηνύματα στους ακροατές του, να διδάσκει ήθος και να καυτηριάζει την αδικία, την προδοσία και γενικά όλες τις ευτελείς πράξεις των ανθρώπων. Γι’ αυτό και ο Ηρόδοτος τον αποκαλεί «λογοποιό», καθώς είχε το χάρισμα να διηγείται. Πέρα από μύθους, γνώριζε άλλωστε πολλά αστεία της εποχής και άλλα τόσα ανέκδοτα…

Αισώπου μύθοι

Η συλλογή με τις σύντομες αλληγορικές ιστορίες που θα ονομάζονταν τελικά «Αισώπου μύθοι» τυπώθηκε για πρώτη φορά στο Μιλάνο κατά το 1479. Η δεύτερη έκδοση θα κυκλοφορήσει στη Βενετία το 1525 και το 1543 και η τρίτη στο Παρίσι το 1547, δημιουργώντας μια μακρά εκδοτική παράδοση. Ακόμα και ο Αδαμάντιος Κοραής τύπωσε τους μύθους του Αισώπου το 1810, συμβάλλοντας κι αυτός στην τεράστια απήχησή τους στη μήκη και τα πλάτη του κόσμου. Όσο για την πρώτη απόδοσή τους στα νέα ελληνικά, αυτή φέρεται να έγινε από δυο συγγραφείς του 16ου αιώνα, τους Ανδρόνικο Νούκιο και Γεώργιο Αιτωλό.

Ο Αίσωπος εμφανίζεται να είναι ο πρώτος που απήγγειλε σε πεζό λόγο, καθώς στα χρόνια της αρχαίας Ελλάδας μόνο ο έμμετρος λόγος θεωρούνταν κατάλληλο εκφραστικό είδος για τη λογοτεχνία. Ήθελε πιθανότατα να είναι άμεσος στον τρόπο που αποδοκίμαζε το κακό στις πιο αντιπροσωπευτικές μορφές του: τη βία, την απάτη, την αυθαιρεσία, την προδοσία, τη ματαιοδοξία, την αλαζονεία, την ψευδολογία, την πλεονεξία, την πονηριά κ.λπ.

Ο Αίσωπος ηθικολογεί στις αλληγορικές του ιστορίες καταδεικνύοντας τον παραλογισμό του κακού και γελοιοποιώντας τις ανθρώπινες κακίες. Επιστρατεύει μάλιστα τα ζώα, συχνά τα άγνωστα ζώα που συναντά στα μακρινά του ταξίδια (όπως τα λιοντάρια), διηγούμενος παραβολές για τον τεμπέλη τζίτζικα, το εργατικό μυρμήγκι, τον λαίμαργο σκύλο και την πονηρή αλεπού.

Υπάρχει μια μερίδα ιστορικών που υποστηρίζουν ότι ο Αίσωπος δεν έφτιαξε δικούς του μύθους, αλλά συγκέντρωσε, συμπλήρωσε και τελειοποίησε όσους βρήκε στην εποχή του και στα μέρη όπου γύρισε. Δεν αποκλείεται βέβαια να επινόησε και ο ίδιος μερικούς, κανείς δεν μπορεί πάντως να είσαι σίγουρος.

Γεγονός είναι ότι ο Αίσωπος χρησιμοποίησε τη διδακτική μυθολογία με ζηλευτή δεξιότητα και επιτυχία, συνδέοντας άρρηκτα το όνομά του με μια σειρά σύντομων αλληγορικών ιστοριών που ζουν ως τις μέρες μας. Ο εύθυμος τρόπος που αφηγείται τις περιπέτειες των ζωών και σπανιότατα των ανθρώπων και των θεών αποκαλύπτει έναν μαέστρο των παραμυθιών και μεγάλο γνώστη των τεχνικών της αφήγησης.

Οι ήρωές του, όπως η αλεπού, ο λύκος, το λιοντάρι, το ελάφι, ο λαγός κ.ά., επιστρατεύονται για να μεταφέρουν το ηθοπλαστικό του δίδαγμα. Έτσι έζησαν οι Αισώπου μύθοι, από στόμα σε στόμα, μέχρι την πρώτη καταγραφή τους στα ελληνιστικά χρόνια από τον Δημήτριο τον Φαληρέα (4ο αιώνας π.Χ.), καθώς πλέον ήταν στο στόμα όλων των λαών απ’ όπου πέρασε και μίλησε ο απελεύθερος δούλος.

Η πρώτη αυτή συλλογή των μύθων του Αισώπου δεν σώζεται, μας παραδίδονται ωστόσο κάποια αποσπάσματά της σε έργα Ελλήνων και Λατίνων λογίων. Όλες οι σωζόμενες σήμερα συλλογές είναι πολύ μεταγενέστερες και προέρχονται από τον 1ο ή τον 2ο αιώνα μ.Χ. Παρά το γεγονός ότι του αποδίδονται πια μερικές δεκάδες μύθοι, οι γνωστότεροι περιστρέφονται γύρω από τον ψεύτη βοσκό, τον Δία και τη χελώνα, το παιδί και το ζωγραφισμένο λιοντάρι, τον γάιδαρο και τη σκιά του, το μονόφθαλμο ελάφι, τους δύο φίλους και την αρκούδα, τα βόδια και τον άξονα, τον φονιά, την Αλκυόνη, τον αγαλματοπώλη, την αλεπού και τον σκύλο, την αλεπού και τη μαϊμού, τη συμμαχία λύκων και σκυλιών, τους οδοιπόρους και τον πέλεκυ, τον γάιδαρο και το αλάτι, το πάθημα του πελαργού, το μυρμήγκι, τον λύκο και το αρνί, τον άνθρωπο και την τύχη του, τα σαλιγκάρια, τον Βοριά και τον Ήλιο, τον γάτο και τα ποντίκια, τη γυναίκα και τις δουλειές, το παιδί που έκλεβε και τη μητέρα του, το λιοντάρι, τον κυνηγό και τον λοτόμο, το λιοντάρι και την ύαινα κ.ά.

Οι μύθοι του Αισώπου, με την κομψή συντομία και την απλότητά τους, διατηρούν αιώνες τώρα την αναλλοίωτη ικανότητα να συγκινούν και να ψυχαγωγούν μικρούς και μεγάλους αλλά και να διδάσκουν προπαντός την αλήθεια για την ανθρώπινη ψυχή. Δεκάδες προσπάθησαν να τον αντιγράψουν ανά την Ιστορία, προσπάθησαν ωστόσο ματαίως, καθώς το χιούμορ, η σάτιρα, τα ευφυολογήματα αλλά και οι σοβαρές σκέψεις του μεγάλου Έλληνα παραμυθά δεν έχουν ιστορικό όμοιό τους.

Ο Αίσωπος θεωρείται ιδρυτής του λογοτεχνικού είδους που σήμερα ονομάζεται «παραβολή» ή «αλληγορία» και διακρίνεται για το ηθικό και διδακτικό περιεχόμενό του. Οι μύθοι του θα στρέψουν το λογοτεχνικό ενδιαφέρον στην εισαγωγή φανταστικών χαρακτήρων, η συμπεριφορά και οι πράξεις των οποίων στοχεύουν στην ανάδειξη της ηθικής, του κοινωνικού καθήκοντος και της αλήθειας.

Μέσα από τους διαλόγους των ζώων στους αγρούς, των πτηνών στους αιθέρες και την αναπαράσταση της ζωής στη φύση, ο αναγνώστης δέχεται οδηγίες, παρατηρήσεις και συμβουλές χωρίς να αντιλαμβάνεται την ύπαρξη του ατόμου πού κρύβεται πίσω από τις λέξεις και τον καθοδηγεί. Ο Αίσωπος παραμένει στην αφάνεια και δεν συμμετέχει στους μύθους, δίνοντας έτσι στην αφήγησή του μια αύρα αληθοφάνειας.

Δεν είναι φυσικά ένας απλός μυθοποιός αλλά ένας μεγάλος δάσκαλος της ηθικής που υπερασπίζεται την αρετή και εχθρεύεται την αχρειότητα. Η επιδίωξή του διπλή: να μας κάνει να γελάσουμε, μέσα από ευτράπελα, κωμικές καταστάσεις και χιουμοριστικές περιγραφές, ώστε να δεχτούμε ευκολότερα τα πανανθρώπινα μηνύματά του. «Τίποτα δεν είναι όπως δείχνει» ή «Μην επιδιώκεις πολλά πράγματα μαζί», μας λέει ο μεγάλος μυθοποιός και έχει διαχρονικά δίκιο…

Το τέλος του Αισώπου

Άλλη μια διπλωματική αποστολή του παραμυθά για λογαριασμό του προστάτη του Κροίσου πρέπει να προσυπέγραψε το τέλος του περί το 564 π.Χ. (ή 560 π.Χ.). Ο βασιλιάς της Λυδίας εμπιστεύτηκε στον Αίσωπο μια σημαντική ποσότητα χρυσού ως προσφορά στο Μαντείο των Δελφών. Φτάνοντας όμως ο βασιλικός απεσταλμένος στον ναό του Απόλλωνα για να πάρει τον χρησμό, αηδίασε καθώς λένε με την απληστία και τη φιλαργυρία τους που όχι μόνο αρνήθηκε να παραδώσει τον χρυσό, αλλά τον έστειλε κιόλας πίσω στον Κροίσο! Όχι βέβαια προτού ειρωνευτεί με σαρκαστικό τρόπο τους ιερείς για απάτη, κατηγορώντας τους πως εξαπατούν τα εύπιστα πλήθη.

Οργισμένοι οι ιερείς των Δελφών, τον κατηγορούν για κλοπή και ιεροσυλία, στήνοντας μια πλεκτάνη σε βάρος του: στριμώχνουν στις αποσκευές του ένα ιερό σκεύος των Δελφών και τον καταδικάζουν στα γρήγορα σε θάνατο ως κοινό εγκληματία, γκρεμοτσακίζοντάς τον από τις λεγόμενες Φαιδριάδες Πέτρες των κορφών του Παρνασσού. Παρά τον ιερό χαρακτήρα του αξιώματός του δηλαδή, όντας πρεσβευτής του λύδου βασιλιά. Λέγεται πάντως πως την άδικη δολοφονία του Αισώπου την εκδικήθηκαν αργότερα οι Σάμιοι.

Ανεκδοτολογικές πηγές αναφέρουν ότι ο Αίσωπος δεν πέθανε, αλλά έζησε αλλάζοντας μορφή η ψυχή του. Ο θρύλος τον θέλει ακόμα και να πολεμά στο πλευρό των Λακεδαιμονίων στις Θερμοπύλες! Η ιστορία πάντως με τον άδικο θάνατό του στους Δελφούς πρέπει να ήταν ευρέως διαδεδομένη στην ελληνική αρχαιότητα, αφού ακόμα και ο Αριστοφάνης την υπαινίσσεται στην κωμωδία του «Σφήκες» το 422 π.Χ.

Μεγάλη μερίδα ιστορικής σκέψης αμφισβητεί την εκδοχή αυτή, κάνοντας λόγο για απουσία αξιόπιστων πηγών. Εξίσου αναξιόπιστες είναι και οι πηγές που μαρτυρούν την ύπαρξη του ανδριάντα του Αισώπου στην Αθήνα, ενώ λέγεται ότι και οι διάσημοι γλύπτες Λύσιππος και Αριστόδημος έφτιαξαν αγάλματα του ποιητή. Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι και οι τρεις αναφορές αφορούν πιθανόν στο ίδιο άγαλμα, το οποίο δεν ξέρουμε αν όντως υπήρχε.

Η αρχαιότερη εικόνα του Αισώπου απαντάται σε ερυθρόμορφη αττική κύλικα του 450 π.Χ., απηχώντας την παροιμιώδη ασχήμια του: ο μυθοποιός παρουσιάζεται σαν καρικατούρα με τεράστιο κεφάλι να κρατά ένα ραβδί καθισμένος σε έναν βράχο και να συνομιλεί με μια αλεπού. 2500 χρόνια αργότερα, ο Αίσωπος ζει και βασιλεύει και συνεχίζει να μαγεύει μικρά και μεγαλύτερα παιδιά…

Πώς να κερδίσεις τις μάχες σου – πολύτιμες συμβουλές από τον Θουκυδίδη

Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν η μεγαλύτερη συμφορά που χτύπησε όλες τις πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας. Η Αθήνα ηττήθηκε και κυριεύτηκε από τους Πελοποννήσιους, αλλά και η Σπάρτη δεν ωφελήθηκε από την νίκη της.

Τόσο πολύ είχε εξαντληθεί από τον πολύχρονο πόλεμο που αναγκάστηκε να αποδεχτεί τη διαιτησία του μεγαλύτερου εχθρού των Ελλήνων, του Πέρση βασιλιά. Μέσα από τα γεγονότα αυτού του φρικτού εμφυλίου πολέμου, ο Θουκυδίδης καταγράφει τη συμπεριφορά των αντιπάλων και αντλεί πολύτιμα συμπεράσματα, χρήσιμα όχι μόνο στον πόλεμο, αλλά και στις καθημερινές μάχες της ζωής.

Ο καλός σχεδιασμός

Ο πόλεμος δεν διεξάγεται τόσο με τα όπλα όσο με τα χρήματα (1.83 – Ομιλία του Αρχίδαμου)

Με τον πιο ασφαλή τρόπο ζει εκείνος που έχει μεταμεληθεί τις λιγότερες φορές επειδή χαρίστηκε στους εχθρούς του. (1.34 – Ομιλία των Κερκυραίων)

Ισχυρότερος είναι εκείνος που αντιμετωπίζει τον εχθρό του με σωφροσύνη από εκείνον που ασυλλόγιστα του επιτίθεται βίαια (3.48 – Ομιλία Διόδοτου)

Ο πόλεμος συμβαίνει ότανρ οι μεν θεωρούν το κέρδος από αυτόν μεγαλύτερο από τα δεινά που θα φέρει, οι δε προτιμούν να υποστούν τους κινδύνους του πολέμου από μία άμεση ζημιά. Αν όμως αυτές οι επιδιώξεις εμφανιστούν σε ακατάλληλη εποχή, τότε είναι ωφέλιμες οι συμβουλές για διαπραγματεύσεις.

Είναι στην ανθρώπινη φύση να θέλει κάποιος να εξουσιάζει εκείνον που μένει απαθής και να αμύνεται όταν δέχεται επίθεση (4.59,61 – Ερμοκράτης από τις Συρακούσες)

Κανείς δεν αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο τον σχεδιασμό και την εκτέλεση ενός έργου, αλλά όταν σχεδιάζουμε νιώθουμε ασφαλείς, ενώ κατά την εφαρμογή του σχεδίου εξ αιτίας του φόβου υστερούμε. (1.120 – Ομιλία των Κορινθίων)

Είναι ανοησία να εκστρατεύει κανείς εναντίον τέτοιων εχθρών που ακόμα και αν τους κατακτήσει δεν θα κατορθώσει να τους εξουσιάσει, ενώ αν δεν τους κατακτήσει δεν θα είναι πια στην ίδια θέση που ήταν πριν την επιχείρηση.

Εκείνα που προκαλούν περισσότερο τον θαυμασμό είναι όσα παραμένουν σε απόσταση και η φήμη τους δεν έχει επαληθευτεί. (6.11 – Ο Νικίας στην Εκκλησία του Δήμου)

Ο ψυχολογικός παράγοντας

Πολλοί, ενώ ήταν ακόμα σε θέση να προβλέψουν σε τι κινδύνους πάνε να μπλέξουν, τους παρέσυρε η ισχύς μιας γοητευτικής λέξης, της λεγόμενης ντροπής, και αφού νικήθηκαν από αυτήν, με τη θέλησή τους έπαθαν συμφορές ανήκεστες και επέφεραν στον εαυτό τους ατίμωση, η οποία επειδή ήταν αποτέλεσμα της μωρίας τους, αποδείχθηκε πιο ταπεινωτική από εκείνη που θα προκαλούσε η κακοτυχία. (5.111 – Οι Αθηναίοι στους Μηλίους)

Δεν αληθεύει πως θυσιάζει ευκολότερα τη ζωή του εκείνος που είναι δυστυχής και δεν ελπίζει σε καλύτερη τύχη. Την θυσιάζουν εκείνοι που κινδυνεύουν να εξευτελιστούν περισσότερο, αν προσπαθώντας να σώσουν τη ζωή τους νικηθούν. Για τον άνδρα με γενναίο φρόνημα χειρότερος είναι ο εξευτελισμός της δειλίας από τον γενναίο και απρόσμενο θάνατο. (2.43– Ομιλία Περικλή)

Συνήθως, οι πολιτείες που αποκτούν αιφνιδίως ευημερία, γίνονται αλαζονικές. Πιο ασφαλές είναι να έρχεται η ευημερία με μέτρο και όχι ξαφνικά στους ανθρώπους, και θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ευκολότερη η αντίσταση στις δυσχέρειες από τη διαφύλαξη της ευτυχίας (3.39 – Ομιλία Κλέωνα)

Εκείνοι που φοβούνται εξαιτίας της καχυποψίας τους, παρασύρονται προσωρινώς από ευχάριστα λόγια, αλλά όταν φτάσει η ώρα της δράσης, ενεργούν σύμφωνα με το συμφέρον τους (6.83 – Εύφημος ο Αθηναίος στους Συρακούσιους)

Φαίνεται πως οι άνθρωποι όταν αδικούνται οργίζονται περισσότερο απ’ όταν δέχονται βία. Διότι στην πρώτη περίπτωση θεωρούν πως εξαπατήθηκαν από ισάξιό τους, ενώ στη δεύτερη υποτάσσονται σε ανώτερό τους. (1.77 – Ομιλία Αθηναίων)

Από τη φύση τους οι άνθρωποι υποχωρούν ευκολότερα σε έναν μετριοπαθή εχθρό και να αγωνίζονται πεισματικά εναντίον εκείνου που είναι ανένδοτος, ακόμα κι αν αυτό είναι παράλογο. (4.19 – πρέσβεις των Σπαρτιατών)

Η λήψη αποφάσεων

Στη λήψη ορθών αποφάσεων δύο είναι πιο βλαπτικά στοιχεία: η βιασύνη και η οργή. Η πρώτη συντροφεύεται από την ανοησία και η δεύτερη από την αμορφωσιά και την στενομυαλιά. (3.42 – Ομιλία Διοδότου)

Ο καλός πολίτης δεν πρέπει να εκφοβίζει εκείνους που έχουν αντίθετη γνώμη, αλλά να τους κερδίζει με επιχειρήματα. (3.42 – Ομιλία Διόδοτου)

Εκεί όπου προβλέπονται σπουδαία βραβεία για την ανδρεία, εκεί βρίσκονται οι άριστοι πολίτες. (2.46 – Επιτάφιος λόγος Περικλή)

«Εκείνος που γνωρίζει τι πρέπει να κάνει, αλλά δεν είναι ικανός να το εξηγήσει σαφώς στους άλλους, είναι σαν να μην έχει σκεφτεί τίποτα.

Εκείνος που έχει και τα δύο, αλλά δεν αγαπά την πατρίδα του, επίσης δεν μπορεί να συμβουλέψει ορθά.

Αν αγαπά και την πατρίδα του, αλλά δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στο χρήμα, για να το κερδίσει, μπορεί να πουλήσει τα πάντα.» (2.60 – Ομιλία Περικλή)

Η νεότητα και το γήρας, χωριστά το ένα απ’ το άλλο δεν κατορθώνουν τίποτα. Η δύναμη προέρχεται από την ανάμειξη της κρίσης του ανώριμου, του μέσου και του ακριβούς. (6.18 – Αλκιβιάδης στην Εκκλησία του Δήμου)

Ο Θουκυδίδης γεννήθηκε στον Άλιμο της Αθήνας, αλλά καταγόταν από τη Θράκη, όπου διέθετε μεγάλη πατρική περιουσία (κτήματα και χρυσωρυχεία). Ήταν συγγενής του ήρωα του Μαραθώνα, Μιλτιάδη και του Κίμωνα.

Όταν ήταν 30 περίπου ετών, στα πρώτα χρόνια του πολέμου που περιγράφει, προσβλήθηκε και από τον μεγάλο λοιμό που οδήγησε στον θάνατο το 25% του πληθυσμού της Αθήνας. Ευτυχώς, ήταν από τους τυχερούς και επέζησε. Το 424 π.Κ.Χ, όταν, ως στρατηγός, απέτυχε να σώσει την Αμφίπολη από τους Σπαρτιάτες οι Αθηναίοι τον εξόρισαν.

Μεγάλη τύχη για εμάς, διότι στα είκοσι χρόνια της εξορίας του είχε όλο τον χρόνο να ταξιδέψει και να γράψει την πολύτιμη ιστορία του. Σύμφωνα με την παράδοση πέθανε, μάλλον από κάποια ασθένεια, το 399 π.Κ.Χ, τον ίδιο χρόνο που πέθανε ο Σωκράτης και ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αρχέλαος. Το πιθανότερο όμως είναι πως πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα, ενώ δούλευε ακόμα το βιβλίο του.

Η τελευταία φράση που έγραψε ήταν «Όταν τελειώσει ο χειμώνας, μετά από αυτό το καλοκαίρι, ολοκληρώνεται το 21ο έτος του πολέμου». Δεν πρόλαβε να περιγράψει εκείνον τον χειμώνα, τον οποίο μαζί με τα υπόλοιπα έξι χρόνια του πολέμου περιγράφει στην ιστορία του ο Ξενοφών.

Hegel: πώς φιλοσοφείται η κοινή γνώμη;

Γκέοργκ Χέγκελ: 1770–1831

Τι είναι η κοινή γνώμη;

§1

Το Ορθό και το Στρεβλό της κοινής γνώμης

Τι είναι για τον Χέγκελ η δημόσια, ήτοι η κοινή γνώμη (öffentliche Meinung); Στην ουσία της είναι η έκφραση, υπό ένα συλλογικό τρόπο εμφάνισης, κρίσεων, απόψεων, συμβολών, γνωμών των ατόμων. Ετούτη η έκφραση μεταφράζει στην πράξη την τυπική ελευθερία λόγου, που διαθέτουν τα επί μέρους άτομα μέσα σε μια κοινωνία και δη στη σημερινή μαζικο-δημοκρατική κοινωνία. Αυτή η κοινή γνώμη, ως εκ της φύσης και της δομής της,

«αξίζει εξίσου να εκτιμάται όσο και να περιφρονείται», (Φιλοσοφία του Δικαίου, § 318).

Ι. Να εκτιμάται, γιατί είναι εκείνη η μορφή, με την οποία ο υγιής κοινός νους

«ενσαρκώνει τις αιώνιες υποστασιακές αρχές της δικαιοσύνης» (§ 317).

ΙΙ. Να περιφρονείται, γιατί συνιστά διαστροφή των υποστασιακών τούτων αρχών. Συνιστά διαστροφή αυτών των αρχών, γιατί η ίδια είναι ένα συνονθύλευμα υποκειμενικών αντιλήψεων, χωρίς κανένα υποστασιακό έρεισμα, οι οποίες όμως περνούν για περιούσια γνώση. Στη συνάφεια τούτη, ο Χέγκελ δεν αποδέχεται έτσι άκριτα την φαντασιακή οντοποίηση της έννοιας της δημοκρατίας, που στα λόγια υπερασπίζεται την ελευθερία λόγου και πράξης του ατόμου, στην ουσία όμως την υπονομεύει. Ειδικά στις εποχές μας, η ως άνω φαντασιακή οντοποίηση λειτουργεί, εν τοις πράγμασι, ως ουσιαστική κατάργηση των προαναφερθεισών «αιωνίων υποστασιακών αρχών της δικαιοσύνης».

§2

Από τη φιλοσοφία του Δικαίου (§ 317)

«Η κοινή γνώμη ενσαρκώνει [περιέχει μέσα της] τις αιώνιες υποστασιακές αρχές της δικαιοσύνης –το αληθινό περιεχόμενο και το αποτέλεσμα όλου του συνταγματικού πολιτεύματος, της νομοθεσίας και της γενικής κατάστασης ως τέτοιας– με τη μορφή του υγιούς κοινού νου ως της κοινωνικά-ηθικής βάσης που διαπερνά τους πάντες [είναι παρούσα στον καθένα] με τη μορφή προκαταλήψεων· ενσαρκώνει επίσης τις αληθινές ανάγκες και τις βαθιές τάσεις της πραγματικότητας. –Ταυτόχρονα, αυτό το εσωτερικό φτάνει στο επίπεδο της συνείδησης και παριστάνεται με γενικές προτάσεις, εν μέρει για τον εαυτό του, εν μέρει για να υπηρετήσει τη συγκεκριμένη συλλογιστική γύρω από δεδομένα, διατάξεις και σχέσεις του κράτους και από ανάγκες που συναισθανόμαστε· παρόμοια εμφανίζεται [κάνει αισθητή την παρουσία της] ολόκληρη η συμπτωματικότητα της γνώμης, η αβεβαιότητά της και η διαστρέβλωση, η ψευδής γνώση και κρίση. Εδώ πρόκειται για τη συνείδηση περί την ιδιο-τυπία της άποψης και της πληροφοριακής γνώσης· γι’ αυτό μια γνώμη, όσο πιο κακό περιεχόμενο εκφράζει, τόσο πιο ιδιό-τυπη είναι. Γιατί το κακό στο περιεχόμενό του είναι το τελείως μερικό και ιδιό-τυπο, ενώ το ορθολογικό είναι το καθεαυτό και διεαυτό καθολικό· απεναντίας, το ιδιό-τυπο είναι εκείνο, για το οποίο η γνώμη επαίρεται ότι είναι κάτι. Γι’ αυτό δεν πρέπει να θεωρείται ως μια υποκειμενική διαφορά απόψεων, όταν τη μια φορά οι άνθρωποι λένε:

Φωνή λαού, οργή θεού

και την άλλη (στον Αρίοστο π.χ.)

ότι ο αμαθής [ή αδαής] λαός τον καθένα κατσαδιάζει
και να μιλάει του αρέσει για ό,τι δεν σκαμπάζει


ή ακόμη στον Γκαίτε

η μάζα να χτυπήσει μπορεί
σε τούτο αυτή είναι σεβαστή.
Να κρίνει όμως δεν μπορεί,
εδώ είναι ελεεινή
”».

§3

Τα πιο πάνω παραδείγματα δείχνουν πως το ίδιο το εσωτερικό Είναι της κοινής γνώμης είναι ένα περιδινούμενο όλο. Συνενώνει μέσα του μια αλήθεια και μια πλάνη: αμφότερες έχουν το χαρακτηριστικό να είναι στον εαυτό τους χωρίς αρχή και τέλος. Έτσι δεν μπορεί κανείς να πάρει στα σοβαρά, όπως λέει ο Χέγκελ, ούτε τη μια ούτε την άλλη εξωτερίκευση ή έκφραση της κοινής γνώμης. Τι μπορεί να παίρνει στα σοβαρά; Το γεγονός ότι ως κοινή γνώμη έχει έναν αντικειμενικά υποστασιακό χαρακτήρα, ο οποίος συνυφαίνεται με την ίδια την υποστασιακότητα του λαού. Το αληθινό, επομένως, το αληθινά σοβαρό, στην περίπτωση της κοινής γνώμης, είναι η εσωτερική της υπόσταση, η οποία ωστόσο αποδεικνύεται κάθε φορά ως τέτοια από τον εαυτό της μόνο και για τον εαυτό της και όχι από την πληροφορία και την απλή γνώμη ή από τη διάδοση της πληροφορίας. Ωστόσο, η φαινομενικότητα της κοινής γνώμης, δηλαδή η εκδήλωσή της, όσο κι αν δεν ανταποκρίνεται στην απόλυτη, ήτοι ολόκληρη αλήθεια, δεν παύει να αποτελεί μια κάποια φωνή της εσωτερικής υπόστασης της κοινής γνώμης. Αυτή η φωνή αρθρώνεται, κάθε φορά, σε σοβαρό λόγο, όταν δεν εξαπατάται και δεν αυταπατάται ο λαός. Το κεντρικό λοιπόν ερώτημα που θέτει ο Χέγκελ είναι: επιτρέπεται να εξαπατάται ένας λαός; Και ο φιλόσοφος απαντά:

«Ένας λαός δεν αφήνει τον εαυτό του να εξαπατάται σχετικά με την υποστασιακή του βάση, την ουσία και τον προσδιορισμένο χαρακτήρα του πνεύματός του· εξαπατάται όμως από μόνος του σε ό,τι αφορά τον τρόπο, με τον οποίο αποκτά γνώση αυτού του χαρακτήρα και κρίνει τις πράξεις του, τα γεγονότα κ.λπ.» (§ 317).

Η έννοια του λαού δεν είναι από μόνη της καλή ή κακή: γίνεται το ένα ή το άλλο ανάλογα με το πώς αξιολογεί ή κατανοεί την υποστασιακή της αντικειμενικότητα και με τη στάση, που της υπαγορεύει αυτή η κατανόηση. Ένας λαός, που δεν έχει συνείδηση του εαυτού του ως τέτοιας υπόστασης, εκπίπτει σε άμορφη μάζα, σε όχλο, και καταδικάζεται να ζει στη βαρβαρότητα. Γι’ αυτοί και όλοι οι λαοί δεν είναι ούτε μπορεί να είναι υποχρεωτικά ίδιοι.

ΠΛΑΤΩΝ: Πρωταγόρας (345c-347a)

Ταῦτά τε οὖν πάντα πρὸς τὸν Πιττακὸν εἴρηται, καὶ τὰ ἐπιόντα γε τοῦ ᾄσματος ἔτι μᾶλλον δηλοῖ. φησὶ γάρ—
τοὔνεκεν οὔ ποτ᾽ ἐγὼ τὸ μὴ γενέσθαι δυνατὸν
διζήμενος κενεὰν ἐς ἄπρακτον ἐλπίδα μοῖραν αἰῶνος
βαλέω,
πανάμωμον ἄνθρωπον, εὐρυεδοῦς ὅσοι καρπὸν αἰνύμεθα
χθονός·
ἐπί θ᾽ ὑμῖν εὑρὼν ἀπαγγελέω,
[345d] φησίν —οὕτω σφόδρα καὶ δι᾽ ὅλου τοῦ ᾄσματος ἐπεξέρχεται τῷ τοῦ Πιττακοῦ ῥήματι—
πάντας δ᾽ ἐπαίνημι καὶ φιλέω
ἑκὼν ὅστις ἕρδῃ
μηδὲν αἰσχρόν· ἀνάγκῃ δ᾽ οὐδὲ θεοὶ μάχονται·
καὶ τοῦτ᾽ ἐστὶ πρὸς τὸ αὐτὸ τοῦτο εἰρημένον. οὐ γὰρ οὕτως ἀπαίδευτος ἦν Σιμωνίδης, ὥστε τούτους φάναι ἐπαινεῖν, ὃς ἂν ἑκὼν μηδὲν κακὸν ποιῇ, ὡς ὄντων τινῶν οἳ ἑκόντες κακὰ ποιοῦσιν. ἐγὼ γὰρ σχεδόν τι οἶμαι τοῦτο, ὅτι οὐδεὶς τῶν [345e] σοφῶν ἀνδρῶν ἡγεῖται οὐδένα ἀνθρώπων ἑκόντα ἐξαμαρτάνειν οὐδὲ αἰσχρά τε καὶ κακὰ ἑκόντα ἐργάζεσθαι, ἀλλ᾽ εὖ ἴσασιν ὅτι πάντες οἱ τὰ αἰσχρὰ καὶ τὰ κακὰ ποιοῦντες ἄκοντες ποιοῦσιν· καὶ δὴ καὶ ὁ Σιμωνίδης οὐχ ὃς ἂν μὴ κακὰ ποιῇ ἑκών, τούτων φησὶν ἐπαινέτης εἶναι, ἀλλὰ περὶ ἑαυτοῦ λέγει τοῦτο τὸ «ἑκών». ἡγεῖτο γὰρ ἄνδρα καλὸν κἀγαθὸν πολλάκις αὑτὸν ἐπαναγκάζειν φίλον τινὶ γίγνεσθαι καὶ ἐπαινέτην [346a] [φιλεῖν καὶ ἐπαινεῖν], οἷον ἀνδρὶ πολλάκις συμβῆναι μητέρα ἢ πατέρα ἀλλόκοτον ἢ πατρίδα ἢ ἄλλο τι τῶν τοιούτων. τοὺς μὲν οὖν πονηρούς, ὅταν τοιοῦτόν τι αὐτοῖς συμβῇ, ὥσπερ ἁσμένους ὁρᾶν καὶ ψέγοντας ἐπιδεικνύναι καὶ κατηγορεῖν τὴν πονηρίαν τῶν γονέων ἢ πατρίδος, ἵνα αὐτοῖς ἀμελοῦσιν αὐτῶν μὴ ἐγκαλῶσιν οἱ ἄνθρωποι μηδ᾽ ὀνειδίζωσιν ὅτι ἀμελοῦσιν, ὥστε ἔτι μᾶλλον ψέγειν τε αὐτοὺς καὶ ἔχθρας [346b] ἑκουσίους πρὸς ταῖς ἀναγκαίαις προστίθεσθαι· τοὺς δ᾽ ἀγαθοὺς ἐπικρύπτεσθαί τε καὶ ἐπαινεῖν ἀναγκάζεσθαι, καὶ ἄν τι ὀργισθῶσιν τοῖς γονεῦσιν ἢ πατρίδι ἀδικηθέντες, αὐτοὺς ἑαυτοὺς παραμυθεῖσθαι καὶ διαλλάττεσθαι προσαναγκάζοντας ἑαυτοὺς φιλεῖν τοὺς ἑαυτῶν καὶ ἐπαινεῖν. πολλάκις δὲ οἶμαι καὶ Σιμωνίδης ἡγήσατο καὶ αὐτὸς ἢ τύραννον ἢ ἄλλον τινὰ τῶν τοιούτων ἐπαινέσαι καὶ ἐγκωμιάσαι οὐχ ἑκών, ἀλλ᾽ ἀναγκαζόμενος. ταῦτα δὴ καὶ τῷ Πιττακῷ λέγει ὅτι Ἐγώ, [346c] ὦ Πιττακέ, οὐ διὰ ταῦτά σε ψέγω, ὅτι εἰμὶ φιλόψογος, ἐπεὶ—
ἔμοιγ᾽ ἐξαρκεῖ ὃς ἂν μὴ κακὸς ᾖ
μηδ᾽ ἄγαν ἀπάλαμνος, εἰδώς τ᾽ ὀνησίπολιν δίκαν ὑγιὴς
ἀνήρ·
οὔ μιν ἐγὼ μωμήσομαι—
οὐ γάρ εἰμι φιλόμωμος—
τῶν γὰρ ἠλιθίων ἀπείρων γενέθλα,
ὥστ᾽ εἴ τις χαίρει ψέγων, ἐμπλησθείη ἂν ἐκείνους μεμφόμενος—
πάντα τοι καλά, τοῖσί τ᾽ αἰσχρὰ μὴ μέμεικται.
[346d] οὐ τοῦτο λέγει, ὥσπερ ἂν εἰ ἔλεγε πάντα τοι λευκά, οἷς μέλανα μὴ μέμεικται —γελοῖον γὰρ ἂν εἴη πολλαχῇ— ἀλλ᾽ ὅτι αὐτὸς καὶ τὰ μέσα ἀποδέχεται ὥστε μὴ ψέγειν. καὶ οὐ ζητῶ, ἔφη, «πανάμωμον ἄνθρωπον, εὐρυεδοῦς ὅσοι καρπὸν αἰνύμεθα χθονός, ἐπί θ᾽ ὑμῖν εὑρὼν ἀπαγγελέω»· ὥστε τούτου γ᾽ ἕνεκα οὐδένα ἐπαινέσομαι, ἀλλά μοι ἐξαρκεῖ ἂν ᾖ μέσος καὶ μηδὲν κακὸν ποιῇ, ὡς ἐγὼ πάντας «φιλέω καὶ ἐπαίνημι» — καὶ τῇ φωνῇ ἐνταῦθα κέχρηται τῇ [346e] τῶν Μυτιληναίων, ὡς πρὸς Πιττακὸν λέγων τὸ «πάντας δὲ ἐπαίνημι καὶ φιλέω ἑκών» —ἐνταῦθα δεῖ ἐν τῷ «ἑκών» διαλαβεῖν λέγοντα— «ὅστις ἕρδῃ μηδὲν αἰσχρόν», ἄκων δ᾽ ἔστιν οὓς ἐγὼ ἐπαινῶ καὶ φιλῶ. σὲ οὖν, καὶ εἰ μέσως [347a] ἔλεγες ἐπιεικῆ καὶ ἀληθῆ, ὦ Πιττακέ, οὐκ ἄν ποτε ἔψεγον· νῦν δὲ σφόδρα γὰρ καὶ περὶ τῶν μεγίστων ψευδόμενος δοκεῖς ἀληθῆ λέγειν, διὰ ταῦτά σε ἐγὼ ψέγω. ταῦτά μοι δοκεῖ, ὦ Πρόδικε καὶ Πρωταγόρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, Σιμωνίδης διανοούμενος πεποιηκέναι τοῦτο τὸ ᾆσμα.

***
Λοιπόν κι όλ᾽ αυτά προς τον Πιττακό απευθύνονται, αλλά και η συνέχεια της ωδής μάς το δείχνει καλύτερα. Λέει δηλαδή:
Ύστερα πώς εγώ να φτάσω να ποθήσω
ό,τι να γίνει δεν μπορεί,
να ρίξω —χαμένο ρίξιμο— το ζάρι της ζωής μου
σε μιαν ελπίδα–χίμαιρα:
άνθρωπο αψεγάδιαστο να βρω, μες σ᾽ όλους μας
που της απέραντης της γης τρώμε το στάρι;
καρτέρα — πρώτα να τον βρω κι ύστερα σας τον φέρνω·
[345d] αυτά λέει. Με τέτοιο πείσμα από την αρχή ώς το τέλος της ωδής τα βάζει με το ρητό του Πιττακού·
καθένας που πράξη αισχρή δεν κάνει
θέλοντας, έχει τον έπαινό μου
κι είναι μες στην καρδιά μου·
με την ανάγκη ούτε οι θεοί τα βάζουν·
κι αυτοί οι στίχοι τα βάζουν με το ίδιο ρητό. Γιατί βέβαια ο Σιμωνίδης δεν ήταν τόσο αμόρφωτος, ώστε να γράψει ότι επαινεί εκείνους που με τη θέλησή τους κάνουν το κακό. Γιατί εγώ έχω πειστεί σχεδόν γι᾽ αυτό, δηλαδή ότι κανένας [345e] σοφός δεν παραδέχεται πως υπάρχει άνθρωπος που με τη θέλησή του κάνει αδικήματα ή με τη θέλησή του κάνει κακές κι αισχρές πράξεις, αλλά όλοι τους ξέρουν ότι αυτοί που κάνουν κακές κι αισχρές πράξεις τις κάνουν χωρίς να το θέλουν· έτσι κι ο Σιμωνίδης δε μας λέει ότι τον έπαινό του τον δίνει σ᾽ όποιον δεν κάνει κακό με τη θέλησή του, αλλά εκείνο το «θέλοντας» το λέει για τον εαυτό του. Γιατί σκέφτηκε ότι πολλές φορές συμβαίνει ένας καλός κι ενάρετος άνθρωπος να πιέζει τον εαυτό του για να συμπαθήσει και να επαινέσει κάποιον, [346a] λόγου χάρη τυχαίνει πολλές φορές να έχει κάποιος πατέρα ιδιότροπο ή μητέρα ή πατρίδα ή κάτι άλλο παρόμοιο. Λοιπόν οι κακοί άνθρωποι, όταν τους τύχει κάτι τέτοιο, σχεδόν μ᾽ αγαλλίαση το διαπιστώνουν και με τις μομφές τους βγάζουν στη φόρα και πομπεύουν την κακότητα των γονιών τους ή της πατρίδας τους, ώστε, αν τους παραμελήσουν, να μην έχουν τη μομφή ή την κακολογία του κόσμου, επειδή τους παραμελούν — και φτάνουν στο σημείο να τους κατηγορούν ακόμα περισσότερο [346b] και να προσθέτουν σ᾽ ό,τι αποκρουστικό έχουν αυτοί από τη φύση τους κι άλλα, που οι ίδιοι βγάζουν από το νου τους. Αντίθετα, οι ενάρετοι πιέζουν τον εαυτό τους να σκεπάζουν τις ιδιοτροπίες των δικών τους και να λένε λόγια επαινετικά· κι αν καμιά φορά αδικηθούν και αγαναχτήσουν με τους γονείς και την πατρίδα τους, μόνοι τους δίνουν τόπο στην οργή και τα ξαναφτιάχνουν — φτάνουν μάλιστα στο σημείο να πιέσουν τον εαυτό τους να συμπαθούν και να επαινούν τους δικούς τους. Λοιπόν φαντάζομαι ότι κι ο Σιμωνίδης πολλές φορές έκρινε καλό να παινέψει και να υμνήσει και αυτός κάποιον τύραννο ή άλλο παρόμοιο πρόσωπο όχι με τη θέλησή του, αλλά από ανάγκη. Γι᾽ αυτό λοιπόν λέει και στον Πιττακό ότι [346c] «Αν σε αποπαίρνω, Πιττακέ, δεν είναι επειδή μου αρέσει να κατηγορώ, αφού
αν δω πως ένας άνθρωπος κακός δεν είναι
ούτε και βλάστημος όσο δεν παίρνει,
μα ξέρει της πατρίδας το καλό, τους νόμους,
κι αρρωστημένο τίποτε σ᾽ αυτόν, μου φτάνει·
λόγο κακό γι᾽ αυτόν δε λέω
(οι κατηγόριες διόλου δε μ᾽ αρέσουν)·
όσο για τους ανέμυαλους, σαν άμμος η σπορά τους,
κι έτσι, όσοι βρίσκουν τη χαρά τους στις κατηγόριες θα χορτάσουν κατηγορώντας αυτούς·
ωραίο ᾽ναι το καθετί στ᾽ αλήθεια
που δεν του λέρωσε την όψη η ασκήμια.
[346d] Λέγοντας αυτά, δεν είναι σαν να μας έλεγε ότι όλα είναι άσπρα, φτάνει να μην έχουν ανακατωθεί με τα μαύρα· γιατί τότε το νόημα θα ᾽ταν γελοίο από κάθε άποψη· αλλά θέλει να πει ότι αυτός δέχεται και όσα βρίσκονται στη μέση και έτσι δεν τα κατηγορεί. Μας λέει ακόμα: δεν ψάχνω να βρω
άνθρωπον αψεγάδιαστο, μες σ᾽ όλους μας
που της απέραντης της γης τρώμε το στάρι·
καρτέρα — πρώτα να τον βρω κι ύστερα σας τον φέρνω·
κι έτσι κανέναν δε θα επαινέσω ως τέλειο, αλλά «εμένα μου φτάνει όποιος βρίσκεται στο μέσο και δεν κάνει κακό κανένα· γιατί κάθε άνθρωπος είναι μες στην καρδιά μου κι έχει τον έπαινό μου θέλοντας [346e] (εδώ πρέπει να μπει το κόμμα, μετά το «θέλοντας»), που πράξη αισχρή δεν κάνει», όμως σε μερικούς δείχνω συμπάθεια και τους επαινώ χωρίς να το θέλω. [347a] Λοιπόν, Πιττακέ, ποτέ δε θα σ᾽ απόπαιρνα, φτάνει τα λόγια σου να ᾽ταν κάπως λογικά κι αληθινά. Τώρα όμως —επειδή δημιουργείς την εντύπωση ότι λες την αλήθεια, ενώ πέφτεις έξω πάρα πολύ και πάνω σε πολύ σπουδαίο ζήτημα— γι᾽ αυτό σε αποπαίρνω.
Αυτές οι σκέψεις, κατά τη γνώμη μου, οδήγησαν τον Σιμωνίδη να γράψει αυτή την ωδή, Πρόδικε και Πρωταγόρα, είπα.