ΔΕΛΦΟΙ Ο ΟΜΦΑΛΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ
Ο ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ
Οι Δελφοί είναι γνωστοί ως ο ομφαλός της γης. Σύμφωνα με το μύθο, όταν ο Δίας απελευθέρωσε δύο αετούς, τον έναν από την ανατολή και τον άλλον από τη Δύση, εκείνοι συναντήθηκαν σε αυτό το μέρος που θεωρήθηκε το κέντρο του κόσμου. Αρχικά το μαντείο άνηκε στη Γαία που ζούσε εκεί με το γιο της Πύθωνα. Ο Θεός Απόλλωνας όμως σκότωσε τον Πύθωνα και το ιερό μέρος έγινε δικό του. Η φήμη του μαντείου των Δελφών είχε φτάσει σε όλον τον κόσμο και πολλοί ήταν εκείνοι που έρχονταν ζητώντας κάποια συμβουλή. Οι χρησμοί δίνονταν από το Θεό Απόλλωνα μέσω της Πυθίας. Αρχικά η Πυθία ήταν μια νεαρή με ενάρετο βίο, αλλά λόγω της μεγάλης φήμης του Μαντείου, οι ιέρειες αυξήθηκαν σε δύο…
Συνήθως ως ιέρειες επιλέγονταν γυναίκες από τους Δελφούς ή κάποια άλλη κοντινή περιοχή. Για να δοθεί ο χρησμός ακολουθούνταν κάθε φορά η ίδια τελετουργία. Η Πυθία πλενόταν στα νερά της Κασταλίας πηγής για να εξαγνισθεί και κατόπιν άναβε φωτιά μέσα στο ναό. Το άτομο που ζητούσε χρησμό στεκόταν σε ξεχωριστό δωμάτιο, τον οίκο. Η ιέρεια αφού άκουγε την ερώτηση, μασούσε φύλλα δάφνης και ανέβαινε στο τρίποδο ανάμεσα στις αναθυμιάσεις.
Όταν έπεφτε σε έκσταση άρχιζε να λέει λόγια που δεν έβγαζαν νόημα. Οι ιερείς μετέφραζαν το χρησμό και τελικά έδιναν στον απεσταλμένο μια λογική απάντηση. Οι χρησμοί του Μαντείου ήταν πάντα σοφοί και γίνονταν δεκτοί από όλους με μεγάλο σεβασμό. Το Μαντείο των Δελφών αποτελούσε θρησκευτικό κέντρο και ασκούσε μεγάλη επιρροή σε όλον τον κόσμο. Το 394 μ.Χ. το ιερό χάνει το σεβασμό και τη δύναμή του και κλείνει οριστικά με διάταγμα του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου.
Σύμφωνα με γεωλογικές και χημικές έρευνες ο ομφαλός βράχος βρισκόταν πάνω από ένα χάσμα από το οποίο ανέβαιναν αναθυμιάσεις αιθανίου, μεθανίόυ και αιθυλενίου. Τα αέρια αυτά όπως είναι γνωστό σήμερα προκαλούν παραισθήσεις και οράματα σε όποιον τα εισπνεύσει. Οι Δελφοί ήταν αρχαία ελληνική πόλη στην οποία λειτούργησε το σημαντικότερο μαντείο του αρχαιοελληνικού κόσμου. Η πόλη αναφέρεται από τους ομηρικούς χρόνους με την ονομασία Πυθώ. Στην αρχή των ιστορικών χρόνων ήταν μία από τις πόλεις της αρχαίας Φωκίδας, αλλά σταδιακά ο ρόλος της πόλης ενισχύθηκε και εξελίχθηκε σε πανελλήνιο κέντρο και ιερή πόλη των αρχαίων Ελλήνων.
Αποτέλεσε επίσης κέντρο της Δελφικής Αμφικτυονίας. Οι Δελφοί διατήρησαν τη σημαντική τους θέση μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ., οπότε δόθηκε οριστικό τέλος στη λειτουργία του μαντείου με διάταγμα του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄. Τους επόμενους αιώνες η πόλη παρήκμασε και εγκαταλείφθηκε οριστικά την περίοδο των Σλαβικών επιδρομών. Tο πολιτικό γεγονός που καθόρισε την εξέλιξη του ιερού των Δελφών την Ελληνιστική εποχή υπήρξε η σταδιακή εξάρτησή του από την Αιτωλική Συμπολιτεία, η οποία συστήθηκε αρκετά νωρίς και μέχρι τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. ήταν δεδομένη για τον Ελληνικό κόσμο.
Ιδιαίτερα μάλιστα μετά τις επιδρομές των Κελτών, οπότε οι Αιτωλοί αμύνθηκαν με επιτυχία προστατεύοντας το ιερό, απέκτησαν το δικαίωμα επέμβασης στις υποθέσεις του. Μετά το Χρεμωνίδειο πόλεμο (267 – 262 π.Χ.), και ενόσω τα περισσότερα μέρη της Ελλάδας υπέφεραν από πολέμους και καταστροφές, οι Δελφοί υπό την Αιτωλική προστασία ευδοκιμούσαν. Αυτή την περίοδο το ιερό του Απόλλωνα είχε γεμίσει από δώρα και αφιερώματα, τα πιο σπουδαία από τα οποία προέρχονταν από το Αιτωλικό Κοινό.
Για παράδειγμα ένα άγαλμα της Αιτωλίας, καθισμένης σε Κελτικά άρματα, είχε αφιερωθεί στον Απόλλωνα Πύθιο σε ανάμνηση της απώθησης της Κελτικής εισβολής, ενώ για τη νίκη των Αιτωλών εναντίον των Ακαρναναίων είχαν ανατεθεί στο ιερό αγάλματα της Άρτεμης και του Απόλλωνα καθώς και των Αιτωλών στρατηγών. Από τα πλέον επιφανή δώρα στους Δελφούς ήταν η διάσημη στοά (pastas) που χρηματοδότησε ο Άτταλος και χτίστηκε λίγα χρόνια πριν το 223 / 2 π.Χ., οπότε και η Δελφική Αμφικτιονία με σχετική της απόφαση περιόρισε τον αριθμό των αφιερωμάτων και των προσκυνητών στη στοά, προκειμένου να μη φθαρεί.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ
Προϊστορία – Μυκηναϊκή Περίοδος
Σύμφωνα με την παράδοση, στην περιοχή των Δελφών υπήρχε ιερό αφιερωμένο στη γυναικεία θεότητα της Γαίας και φύλακάς του είχε τοποθετηθεί ο φοβερός δράκοντας Πύθων. Σύμφωνα με τοπικούς μύθους κύριος του ιερού έγινε ο Απόλλωνας όταν σκότωσε τον Πύθωνα. Στη συνέχεια ο θεός μεταμορφωμένος σε δελφίνι μετέφερε στην περιοχή Κρήτες, οι οποίοι ίδρυσαν το ιερό του. Ο μύθος αυτός σχετικά με την κυριαρχία του Απόλλωνα επιβίωσε σε εορταστικές αναπαραστάσεις στις τοπικές γιορτές, όπως τα Σεπτήρια, τα Δελφίνια, τα Θαργήλια, τα Θεοφάνεια, και τα Πύθια.
Τα παλαιότερα ευρήματα στην περιοχή των Δελφών έχουν εντοπιστεί στο Κωρύκειο Άντρο και χρονολογούνται στη νεολιθική εποχή (4000 π.Χ.) Από το 4.000 π.Χ. μέχρι τα Μυκηναϊκά χρόνια (1550 π.Χ.) δεν υπάρχουν ευρήματα, γεγονός που δείχνει ότι η περιοχή πιθανόν έμεινε ακατοίκητη στο διάστημα αυτό. Στο ξεκίνημα της Μυκηναϊκής περιόδου εγκαταστάθηκαν στο χώρο των Δελφών Αχαιοί προερχόμενοι από τη Θεσσαλία και ίδρυσαν οργανωμένη πόλη. Από την πόλη αυτή έχουν βρεθεί κατάλοιπα Μυκηναϊκού οικισμού και νεκροταφείου.
Πιστεύεται πως αντιστοιχεί στην πόλη που αναφέρεται στον κατάλογο των Νεών της Ιλιάδας, με το όνομα Πυθώ. Η Πυθώ ήταν μία από τις εννέα Φωκικές πόλεις που συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο, στο πλευρό των υπολοίπων Αχαιών. Με το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου η πόλη εγκαταλείφθηκε, όπως και πολλά ακόμα Μυκηναϊκά κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Για τους επόμενους τέσσερις αιώνες δεν παρατηρήθηκε καμία σημαντική εγκατάσταση στην περιοχή.
Τα ευρήματα από την περιοχή παρέμειναν ελάχιστα και πολύ αποσπασματικά μέχρι τον 8ο αιώνα π.Χ., οπότε και επικράτησε οριστικά η λατρεία του Απόλλωνα και άρχισε η ανάπτυξη του ιερού και του μαντείου. Προς το τέλος του 7ου αιώνα π.Χ. οικοδομήθηκαν οι πρώτοι λίθινοι ναοί, αφιερωμένοι ο ένας στον Απόλλωνα και ο άλλος στην Αθηνά, που λατρευόταν επίσημα, με την επωνυμία «Προναία» ή «Προνοία» και είχε δικό της τέμενος. Σύμφωνα με αρχαίες μαρτυρίες και αρχαιολογικά ευρήματα, στους Δελφούς λατρεύονταν ακόμη η Άρτεμη, ο Ποσειδώνας, ο Διόνυσος, ο Ερμής, ο Ζευς Πολιεύς, η Υγιεία και η Ειλείθυια.
Ιστορικά Χρόνια
Από τον 8ο αιώνα, όταν πλέον επικράτησε η λατρεία του Απόλλωνα, το ιερό των Δελφών απέκτησε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο, ενώ η επιρροή του εξαπλώθηκε σταδιακά σε ένα μεγάλο τμήμα του ευρύτερου χώρου της ανατολικής Μεσογείου. Σημαντικός αριθμός αφιερωμάτων που βρέθηκαν στους Δελφούς, προέρχεται ακόμα και από περιοχές της Συρίας και της Αρμενίας, γεγονός που μαρτυρά την έκταση της επιρροής του ιερού. Λόγω του μεγάλου κύρους του μαντείου, οι Ελληνικές πόλεις κατέφευγαν σ’ αυτό για να βοηθηθούν στη λήψη σημαντικών αποφάσεων.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του αποικισμού, όπου οι μητροπόλεις κατέφευγαν στο μαντείο για να το συμβουλευτούν, για την επιλογή κατάλληλης θέσης για την ίδρυση αποικίας. Το ιερό των Δελφών έγινε σταδιακά κέντρο της σημαντικότερης Αμφικτυονίας του αρχαίου Ελληνικού κόσμου, Η Αμφικτυονία αυτή που έγινε γνωστή ως Δελφική Αμφικτυονία, ήταν μία ομοσπονδιακή ένωση δώδεκα φυλών με θρησκευτικό κυρίως χαρακτήρα. Συμμετείχαν σε αυτή οι φυλές της κεντρικής Ελλάδας και ηγετική θέση ανάμεσά τους κατείχαν οι Θεσσαλοί. Αρχικά είχε κέντρο της την Ανθήλη της Μαλίδας, αλλά από τα μέσα του 7ου αιώνα έκανε κέντρο της τους Δελφούς.
Στις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα η Δελφική Αμφικτυονία διεξήγαγε πόλεμο με την γειτονική πόλη των Δελφών, την Κρίσα. Ο πόλεμος αυτός ονομάστηκε Α΄ Ιερός πόλεμος και είχε ως κατάληξη την καταστροφή της Κρίσας. Αποτέλεσμα του πολέμου ήταν οι Δελφοί να αυξήσουν την πανελλήνια θρησκευτική και πολιτική τους επιρροή και να μεγαλώσουν σε έκταση, αποκτώντας εδάφη που μέχρι τότε ανήκαν στην Κρίσα. Παράλληλα μετά το τέλος του πολέμου διοργανώθηκαν για πρώτη φορά τα Πύθια, οι δεύτεροι σε σημασία πανελλήνιοι αγώνες μετά τους Ολυμπιακούς.
Στα πρώτα Πύθια που διοργανώθηκαν το 586 π.Χ. δόθηκαν ως έπαθλα στους νικητές των αγώνων, χρηματικά δώρα από τα λάφυρα της Κρίσας. Από τους επόμενους αγώνες καθιερώθηκε ως τιμητικό βραβείο των νικητών το δάφνινο στεφάνι. Την περίοδο των Περσικών πολέμων το μαντείο των Δελφών εξέδωσε αρκετούς δυσοίωνους χρησμούς για τις Ελληνικές πόλεις, γεγονός που αποδόθηκε από μεταγενέστερους ιστορικούς σε φιλοπερσική στάση που κράτησε. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως οι Δελφοί δέχτηκαν επίθεση από τους Πέρσες.
Συγκεκριμένα αναφέρει πως αφού ο Ξέρξης πέρασε τις Θερμοπύλες και κατευθυνόταν προς τη Φωκίδα, έστειλα ένα στρατιωτικό σώμα προς τους Δελφούς για να αποσπάσει θησαυρούς. Όταν οι Πέρσες πλησίασαν στους Δελφούς, δύο κορυφές από τον Παρνασσό αποκόπηκαν και έπεσαν πάνω τους, ενώ παράλληλα καταδιώχθηκαν από δύο τοπικούς ήρωες, τον Φύλακο και τον Αυτόνοο. Οι Δελφοί παρέμειναν ανεξάρτητη πόλη μέχρι το 448 π.Χ. όταν οι Αθηναίοι βοήθησαν τους Φωκείς να εντάξουν το ιερό στην ομοσπονδία τους. Τότε οι Σπαρτιάτες αντέδρασαν με αποτέλεσμα να ξεσπάσει ο δεύτερος Ιερός Πόλεμος .
Οι Σπαρτιάτες αρχικά επανέφεραν την πόλη στην προηγούμενη κατάστασή της αλλά με νέα παρέμβαση των Αθηναίων η πόλη αποδόθηκε πάλι στους Φωκείς. Οι Φωκείς διατήρησαν τον έλεγχο του μαντειου μέχρι το 421 π.Χ. Τη χρονιά αυτή η πόλη των Δελφών ανεξαρτητοποιήθηκε και πάλι ως συνέπεια της Νικίειου ειρήνης. Το 356 π.Χ. οι Φωκείς κατέλαβαν τους Δελφούς, όταν το Αμφικτιονικό συνέδριο, που ελεγχόταν τότε από τη Θήβα, τους επέβαλλε ένα βαρύ πρόστιμο. Το γεγονός αυτό οδήγησε στο ξέσπασμα του τρίτου Ιερού Πολέμου.
Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου λεηλατήθηκαν όλοι οι θησαυροί των Δελφών για να χρηματοδοτηθεί ο στρατός των Φωκέων. Οι Φωκείς τελικά ηττήθηκαν δέκα χρόνια μετά με επέμβαση του Φιλίππου και οι Δελφοί πέρασαν πάλι στον έλεγχο της Δελφικής Αμφικτυονίας που πλέον ελεγχόταν από τους Μακεδόνες. Ένας τέταρτος ιερός πόλεμος ξέσπασε το 339 π.Χ. στον οποίο αναμείχθηκαν οι Λοκροί της Άμφισσας και οδήγησε τελικά στην επέμβαση του Φιλίππου στη νότια Ελλάδα.
Κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. οι Δελφοί πέρασαν στον έλεγχο της νέας δύναμης που αναδείχτηκε στην νότια Ελλάδα, της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Οι Αιτωλοί κατέλαβαν το ιερό το 290 π.Χ. Λίγα χρόνια μετά, το 279 π.Χ., η πόλη των Δελφών βρέθηκε σε κίνδυνο από την επιδρομή των Γαλατών στον Ελλαδικό χώρο. Την επιδρομή αυτή αντιμετώπισαν με επιτυχία οι Αιτωλοί και προστάτευσαν το ιερό. Η πόλη συνέχισε να ευδοκιμεί και να πλουτίζει σε δώρα και αφιερώματα και κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα. Τα περισσότερα αφιερώματα αυτής της περιόδους προέρχονται από τις πόλεις της Αιτωλικής Συμπολιτείας.
Το 190 π.Χ. οι Ρωμαίοι αφαίρεσαν από τους Αιτωλούς την κυριαρχία στο μαντείο των Δελφών. Λίγα χρόνια μετά, το 168 π.Χ. οι Δελφοί πέρασαν σε Ρωμαϊκή κυριαρχία. Κατά τη διάρκεια των Μιθριδατικών πολέμων οι Δελφοί λεηλατήθηκαν από τον Σύλλα το 86 π.Χ.. Τον 2ο αιώνα μ.Χ. επισκέφθηκε τους Δελφούς ο περιηγητής Παυσανίας, ο οποίος περιέγραψε αναλυτικά τον χώρο. Η διεξοδική περιγραφή του συνέβαλε σημαντικά στην ανασύνθεση του χώρου.
Η λειτουργία του μαντείου τερματίστηκε το 394 με διάταγμα του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α’. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, οι Δελφοί έγιναν έδρα επισκοπής, αλλά εγκαταλείφθηκαν στις αρχές του 7ου αιώνα μ.Χ., κατά την περίοδο των Σλαβικών επιδρομών.
ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ
Ο αρχαιολογικός τόπος είχε κατοικηθεί από το χωριό Καστρί, ήδη από τον Μεσαίωνα. Οι κάτοικοι είχαν χρησιμοποιήσει τους μαρμάρινους κίονες και κατασκευές ως δοκούς στήριξης και οροφές για τα πρόχειρα σπίτια τους, συνηθισμένο τρόπο ανοικοδόμησης πόλεων, εν όλω ή εν μέρει κατεστραμμένων, ιδιαίτερα μετά το σεισμό του 1580, που ισοπέδωσε αρκετά χωριά στη Φωκίδα. Ήταν αναγκαίο να μετακινηθεί το χωριό ώστε να μπορέσουν να γίνουν οι ανασκαφές κάτι όμως που αρνούνταν οι κάτοικοι.
Η ευκαιρία να μετατοπισθεί το χωριό δόθηκε όταν αυτό καταστράφηκε μερικώς από σεισμό και οι κάτοικοι έδωσαν τον αρχαιολογικό χώρο με αντάλλαγμα ένα νέο χωριό. Το 1893 η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή αφαίρεσε σημαντική ποσότητα εδάφους από πολυάριθμους τόπους, έτσι ώστε τα σημαντικά κτήρια του ιερού του Απόλλωνα, όπως επίσης και χιλιάδες αντικειμένων, επιγραφών και γλυπτών να έρθουν στην επιφάνεια. Τέσσερις περιοχές του χώρου αναστηλώθηκαν περισσότερο ή λιγότερο.
Ο Θησαυρός των Αθηναίων αναστηλώθηκε ολόκληρος λόγω του πλήθους των αυθεντικών αρχαίων αντικειμένων που βρέθηκαν από την γαλλική ομάδα υπό την χορηγία του Δημάρχου Αθηναίων. Ο Βωμός των Χιωτών αναστηλώθηκε το 1959 από την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία. Η Θόλος και ο Ναός του Απόλλωνα υπέστησαν μικρές αναστηλώσεις.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
Στους πρόποδες του Παρνασσού, στο υποβλητικό φυσικό τοπίο που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο θεόρατους βράχους, τις Φαιδριάδες, βρίσκεται το πανελλήνιο ιερό των Δελφών και το πιο ξακουστό μαντείο της αρχαίας Ελλάδας. Οι Δελφοί ήταν ο ομφαλός της γης, όπου, σύμφωνα με τη μυθολογία, συναντήθηκαν οι δύο αετοί που έστειλε ο Δίας από τα άκρα του σύμπαντος για να βρει το κέντρο του κόσμου, και για πολλούς αιώνες αποτελούσαν το πνευματικό και θρησκευτικό κέντρο και το σύμβολο της ενότητας του αρχαίου ελληνισμού. Η ιστορία των Δελφών χάνεται στην προϊστορία και στους μύθους των αρχαίων Ελλήνων.
Σύμφωνα με την παράδοση, εδώ αρχικά υπήρχε ιερό αφιερωμένο στη γυναικεία θεότητα της Γης, και φύλακάς του ήταν ο φοβερός δράκοντας Πύθων. Ο Απόλλωνας σκότωσε τον Πύθωνα και το δικό του ιερό ιδρύθηκε από Κρήτες που έφθασαν στην Κίρρα, το επίνειο των Δελφών, με τη συνοδεία του θεού, μεταμορφωμένου σε δελφίνι. Ο μύθος αυτός σχετικά με την κυριαρχία του Απόλλωνα επιβίωσε σε εορταστικές αναπαραστάσεις που γίνονταν στους Δελφούς, τα Σεπτήρια, τα Δελφίνια, τα Θαργήλεια, τα Θεοφάνεια, και, βέβαια, τα περίφημα Πύθια, που τελούνταν για να θυμίζουν τη νίκη του θεού εναντίον του Πύθωνα και περιελάμβαναν μουσικούς διαγωνισμούς και γυμνικούς αγώνες.
Τα παλαιότερα ευρήματα στην περιοχή των Δελφών χρονολογούνται στη Νεολιθική εποχή (4000 π.Χ.) και προέρχονται από το Κωρύκειο Άντρο, σπήλαιο στον Παρνασσό, όπου τελούνταν οι πρώτες λατρείες. Εντός των ορίων του ιερού βρέθηκαν κατάλοιπα Μυκηναϊκού οικισμού και νεκροταφείου. Τα ίχνη κατοίκησης είναι ελάχιστα και πολύ αποσπασματικά μέχρι τον 8ο αιώνα π.Χ., περίοδο κατά την οποία επικράτησε οριστικά η λατρεία του Απόλλωνα και άρχισε η ανάπτυξη του ιερού και του μαντείου.
Προς το τέλος του 7ου αι. π.Χ. οικοδομήθηκαν οι πρώτοι λίθινοι ναοί, αφιερωμένοι ο ένας στον Απόλλωνα και ο άλλος στην Αθηνά, που επίσης λατρευόταν επίσημα, με την επωνυμία «Προναία› ή «Προνοία› και είχε δικό της τέμενος. Σύμφωνα με φιλολογικές μαρτυρίες και αρχαιολογικά ευρήματα, στους Δελφούς λατρεύονταν, ακόμη, η Άρτεμις, ο Ποσειδώνας, ο Διόνυσος, ο Ερμής, ο Ζευς Πολιεύς, η Υγεία και η Ειλείθυια. Με το ιερό συνδέεται ο θεσμός της Αμφικτυονίας, της ομοσπονδίας από δώδεκα φυλές της Θεσσαλίας και της Στερεάς, που αποτελούσε αρχικά θρησκευτική ένωση, ενώ αργότερα απέκτησε και πολιτική σημασία.
Η Δελφική Αμφικτυονία είχε τον έλεγχο της περιουσίας και λειτουργίας του ιερού, αφού όριζε τους ιερείς και τους άλλους αξιωματούχους, εκλέγοντάς τους πάντα από κατοίκους των Δελφών. Υπό την προστασία και τη διοίκησή της τον 6ο αιώνα π.Χ. το ιερό εδραίωσε την αυτονομία του έναντι των διεκδικητών του (Α΄ Ιερός πόλεμος), αύξησε την πανελλήνια θρησκευτική και πολιτική επιρροή του, μεγάλωσε σε έκταση και αναδιοργάνωσε τα Πύθια, τους δεύτερους σε σημασία πανελλήνιους αγώνες μετά τους Ολυμπιακούς, που τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια.
Η περίοδος από τον 6ο έως τον 4ο αιώνα π.Χ. συμπίπτει με τη μεγάλη ακμή του Δελφικού μαντείου. Οι χρησμοί του, που θεωρούνταν οι πιο αξιόπιστοι, εκφράζονταν από την Πυθία, ιέρεια του μαντείου, και ερμηνεύονταν από τους ιερείς του Απόλλωνα. Πόλεις, ηγεμόνες και απλοί άνθρωποι έσπευδαν να συμβουλευθούν το θεό και εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους με λαμπρά αναθήματα, που σταδιακά κατέκλυσαν το ιερό. Η φήμη του μαντείου έφθασε στα πέρατα του κόσμου και η έναρξη της λειτουργίας του χανόταν στα βάθη της αρχαιότητας και του μύθου.
Πιστεύεται ότι το δελφικό μαντείο διατύπωσε καθοριστικές προβλέψεις σχετικά με τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, την Αργοναυτική εκστρατεία και τον Τρωικό πόλεμο, ενώ βεβαιωμένος είναι ο σπουδαίος ρόλος της γνωμοδότησής του στην ίδρυση των Ελληνικών αποικιών. Ακριβώς, όμως, το γόητρο και η ισχύς των Δελφών προκάλεσαν δύο ακόμη Ιερούς Πολέμους, στα μέσα του 5ου και στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. μία νέα πολιτική και στρατιωτική δύναμη εμφανίζεται στο προσκήνιο, οι Αιτωλοί, που εκφράζουν τη δυναμική τους παρουσία στο ιερό με διάφορα αναθήματα.
Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής κυριαρχίας (μετά το 168 π.Χ.) οι Δελφοί άλλοτε ευνοήθηκαν και άλλοτε λεηλατήθηκαν από τους αυτοκράτορες, όπως από το Σύλλα το 86 π.Χ. Η παρακμή του μαντείου επήλθε με το φιλοσοφικό κίνημα του ορθολογισμού τον 3ο αιώνα π.Χ., ωστόσο, το τυπικό στη λειτουργία του έμεινε αναλλοίωτο έως το 2ο αιώνα μ.Χ., την εποχή του Αδριανού. Τότε το επισκέφθηκε ο περιηγητής Παυσανίας, ο οποίος κατέγραψε λεπτομερώς πάρα πολλά κατάλοιπα κτιρίων, επιγραφών και γλυπτών. Η διεξοδική περιγραφή του συνέβαλε σημαντικά στην ανασύνθεση του χώρου.
Το 394 μ.Χ. δόθηκε οριστικό τέλος στη λειτουργία του μαντείου με διάταγμα του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού οι Δελφοί έγιναν έδρα επισκοπής, αλλά εγκαταλείφθηκαν στις αρχές του του 7ου αιώνα μ.Χ., εποχή επέλασης των Σλάβων. Σταδιακά το αρχαίο ιερό επιχώσθηκε και καλύφθηκε ενώ, πολύ αργότερα, πάνω στα θαμμένα ερείπιά του εγκαταστάθηκε ένα ολόκληρο χωριό, το Καστρί, που στους νεότερους χρόνους δέχθηκε τις επισκέψεις των αρχαιόφιλων περιηγητών. Η έρευνα στον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών άρχισε γύρω στο 1860 από Γερμανούς.
Το 1891 οι Γάλλοι πήραν από την Ελληνική κυβέρνηση έγκριση για διεξαγωγή συστηματικών ερευνών και τότε άρχισε η λεγόμενη «Μεγάλη Ανασκαφή›, αφού πρώτα απομακρύνθηκε το χωριό Καστρί. Κατά τη διάρκειά της ήλθαν στο φως εντυπωσιακά ευρήματα, ανάμεσα στα οποία και περίπου 3.000 επιγραφές, που αποκαλύπτουν διάφορες πτυχές του αρχαίου δημοσίου βίου. Σήμερα, οι εργασίες στο χώρο των δύο Δελφικών ιερών συνεχίζονται με τη συνεργασία της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της Γαλλικής Σχολής, με ανασκαφική αλλά και αναστηλωτική δραστηριότητα.
Το μοναδικό μνημείο που διέθετε το αρχαίο υλικό για τη σχεδόν πλήρη αναστήλωσή του ήταν ο θησαυρός των Αθηναίων, που αποκαταστάθηκε το 1903 – 1906 από τους Γάλλους με έξοδα του Δήμου Αθηναίων. Άλλα μνημεία που έχουν αναστηλωθεί είναι ο βωμός των Χίων, ο ναός του Απόλλωνα και η θόλος. Στη νεότερη εποχή, ο χώρος των Δελφών συνδέθηκε με την προσπάθεια αναβίωσης της δελφικής ιδέας, από τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό και τη σύζυγό του Εύα, οι οποίοι παρουσίασαν δύο παραστάσεις αρχαίου δράματος, το 1927 και το 1930, θέλοντας να δημιουργήσουν ένα νέο πνευματικό ομφαλό της γης.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
Ο αρχαιολογικός χώρος των Δελφών περιλαμβάνει δύο τεμένη, ένα αφιερωμένο στον Απόλλωνα και ένα στην Αθηνά, καθώς και άλλου είδους εγκαταστάσεις, κυρίως αθλητικές. Όσοι έρχονταν από την Αθήνα συναντούσαν πρώτα το ιερό της Αθηνάς Προναίας, δηλαδή της Αθηνάς που βρισκόταν πριν από το ναό του Απόλλωνα. Εδώ σώζεται η περίφημη θόλος, το κυκλικό κτήριο και ερείπια των τριών ναών της θεάς, δύο πώρινων, κτισμένων στο ίδιο σημείο, που χρονολογούνται στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. και στο 500 π.Χ., και ενός νεότερου, ασβεστολιθικού, που κτίσθηκε στο δυτικό άκρο του τεμένους μετά το σεισμό του 373 π.Χ.
Μέσα στο τέμενος σώζονται βωμοί αφιερωμένοι στο Δία Πολιέα, στην Αθηνά Εργάνη, στην Αθηνά Ζωστηρία, στην Ειλείθυια και στην Υγεία, κατάλοιπα κτιρίου, που έχει αποδοθεί στη λατρεία των ντόπιων ηρώων, Φυλάκου και Αυτόνοου, οι οποίοι με τη μορφή γιγάντων είχαν αποτρέψει την εισβολή των Περσών στους Δελφούς, καθώς και δύο θησαυροί Δωρικού και Αιολικού ρυθμού, με ανωδομή από Παριανό μάρμαρο. Ο ένας, από τον οποίο σώζεται ένα χαρακτηριστικό κιονόκρανο με φύλλα φοίνικα, ήταν αφιέρωμα των κατοίκων της μακρινής Μασσαλίας.
Το ιερό περιελάμβανε επίσης τρόπαιο – ενθύμιο της απόκρουσης των Περσών, υπαίθριο άγαλμα του Αυτοκράτορα Αδριανού και ένα οικοδόμημα που ονομάζεται »Οικία των Ιερέων». Προχωρώντας προς τα βορειοδυτικά συναντούσε κανείς το γυμνάσιο, χώρο αθλητικής προπόνησης και εκπαιδευτικό κέντρο, με την παλαίστρα και το συγκρότημα των λουτρών. Επόμενος σταθμός ήταν η Κασταλία, η ιερή κρήνη των Δελφών. Με το νερό της οι επισκέπτες ξεδιψούσαν από την μακριά πορεία τους και ταυτόχρονα εξαγνίζονταν πριν μπουν στο μαντείο.
Το κεντρικό και πιο σπουδαίο σημείο του χώρου αποτελούσε πάντα το ιερό του Απόλλωνα. Προστατευόταν από περίβολο, με είσοδο στη νοτιοανατολική του γωνία. Από το σημείο αυτό οι επισκέπτες ακολουθούσαν την Ιερά Οδό, το βασικό ιστό του τεμένους, που οδηγούσε στο ναό του Απόλλωνα με το περίφημο άδυτο, όπου έδινε τους χρησμούς της η Πυθία. Με πυρήνες το ναό και την Ιερά Οδό, το τέμενος σταδιακά μεγεθύνθηκε και ενισχύθηκε από μνημειώδεις αναλημματικούς τοίχους. Ο επικλινής χώρος του οργανώθηκε σε αλλεπάλληλα επίπεδα, που πλαισιώθηκαν από στοές (Αττάλου, Αιτωλών, Αθηναίων) και ήταν προσβάσιμα από αντίστοιχες πύλες στον περίβολο.
Ανάμεσά τους διακρίνονται διάσπαρτα τα λείψανα πολυάριθμων και ποικίλων αναθημάτων, που αφιερώθηκαν από τις Ελληνικές πόλεις ή από πλούσιους ιδιώτες με αφορμή διάφορες ιστορικές περιστάσεις και κοινωνικοπολιτικά γεγονότα ή απλώς για να εκφράσουν θρησκευτική ευλάβεια προς το θεό και το μαντείο του. Τα έργα αυτά αντιπροσωπεύουν την τεχνική δεξιότητα και την καλλιτεχνική πρόοδο των ανθρώπων εκείνης της εποχής, από τα βάθη της Ανατολής ως τα παράλια της Μεσογειακής λεκάνης, ενώ παράλληλα υποδηλώνουν την οικονομική ευρωστία των αναθετών.
Κυμαίνονται από χάλκινους ή αργυρούς τρίποδες (ένα από τα σύμβολα του μαντείου) μέχρι τα σύνθετα πολυπρόσωπα αγαλματικά συμπλέγματα, κατασκευασμένα από μάρμαρο ή χαλκό. Μεταξύ των αρχιτεκτονικών αφιερωμάτων, οι θησαυροί, εντυπωσιακοί και πολυτελέστατοι, στέγαζαν κινητά αναθήματα, αλλά πρωτίστως πρόβαλλαν την τέχνη της πατρίδας του κάθε αναθέτη. Η Ιερά Οδός πλαισιωνόταν από τέτοια αφιερώματα, πυκνά τοποθετημένα σε όλο της το μήκος. Στο κέντρο του ιερού, επάνω στο μεγάλο πλάτωμα, που σχημάτιζε ο μεγάλος αναλημματικός πολυγωνικός τοίχος, δέσποζε ο μεγαλοπρεπής ναός του Απόλλωνα.
Μπροστά στην είσοδό του οι επισκέπτες μπορούσαν να θαυμάσουν τα εντυπωσιακά αναθήματα που είχαν προσφέρει κυρίως πλούσιοι ιδιώτες. Ψηλότερα από το ναό, προς τα βορειοδυτικά, βρίσκεται το θέατρο, όπου τελούνταν οι δραματικοί και μουσικοί αγώνες των Πυθίων, ενώ ακόμη ψηλότερα, έξω από τον περίβολο του ιερού, βρισκόταν το στάδιο, που φιλοξενούσε τους αθλητικούς αγώνες. Έξω και γύρω από τα δύο τεμένη διατηρούνται διάσπαρτα τα ερείπια του οικισμού των Δελφών, που αναπτύχθηκε κυρίως στην κλασική και στη ρωμαϊκή περίοδο, καθώς και τάφοι από τις αντίστοιχες νεκροπόλεις.
ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
Ναός του Απόλλωνα
Ο ναός του Απόλλωνα, το σημαντικότερο μνημείο του ιερού του Απόλλωνα στους Δελφούς, βρισκόταν σε περίοπτη και κεντρική θέση μέσα στο τέμενος. Στο ναό στεγάζονταν τα αγάλματα και τα αφιερώματα προς το θεό, αλλά εδώ γίνονταν και οι ιεροτελεστίες που είχαν σχέση με τη λατρεία, η σπουδαιότερη από τις οποίες ήταν η διαδικασία της μαντείας. Στο ναό υπήρχε και το «χρησμογραφείο», όπου φυλάσσονταν τα αρχεία και οι κατάλογοι των Πυθιονικών, που καταστράφηκαν το 373 π.Χ.
Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο πρώτος ναός του Απόλλωνα που κτίσθηκε στους Δελφούς ήταν μία καλύβα από κλαδιά δάφνης, ο δεύτερος έγινε από κερί μελισσών και φτερά και ο τρίτος από χαλκό, ενώ ο τέταρτος κτίσθηκε από τους μυθικούς αρχιτέκτονες Τροφώνιο και Αγαμήδη με τη βοήθεια του ίδιου του Απόλλωνα. Αυτός πρέπει να ήταν ο πώρινος ναός, που καταστράφηκε από πυρκαγιά το 548 π.Χ. Ο ναός που τον διαδέχθηκε, οικοδομήθηκε με εισφορές που συγκεντρώθηκαν από όλη την Ελλάδα και από ξένους ηγεμόνες και ανέλαβε να τον ολοκληρώσει η μεγάλη αθηναϊκή οικογένεια των Αλκμαιωνιδών.
Ολοκληρώθηκε περίπου το 510 π.Χ., ήταν Δωρικός περίπτερος, με 6 κίονες στην πρόσοψη και 15 στις πλευρές. Ήταν πώρινος με μαρμάρινη πρόσοψη και εξαιρετικό γλυπτό διάκοσμο, φιλοτεχνημένο από το γλύπτη Αντήνορα. Θέμα του ανατολικού αετώματος ήταν η επιφάνεια του Απόλλωνα, η άφιξη του θεού στους Δελφούς με τη συνοδεία της αδελφής του Άρτεμης και της μητέρας του Λητούς. Στο κέντρο της παράστασης εικονιζόταν το άρμα με τους θεούς και δεξιά και αριστερά ανδρικές και γυναικείες μορφές.
Στο δυτικό αέτωμα απεικονιζόταν σκηνή Γιγαντομαχίας, από την οποία σώζονται μόνο οι μορφές της Αθηνάς, ενός πεσμένου Γίγαντα, μιας ανδρικής μορφής και τα μπροστινά μέρη δύο αλόγων. Ο σεισμός του 373 π.Χ. κατέστρεψε τον αρχαϊκό ναό και το ιερό κατέφυγε για δεύτερη φορά σε πανελλήνιο έρανο για την ανοικοδόμησή του. Ο τρίτος ιερός πόλεμος εμπόδισε τις εργασίες και μόλις το 330 π.Χ. ο ναός παραδόθηκε σε χρήση, κατασκευασμένος στο ίδιο σχέδιο και στις ίδιες σχεδόν διαστάσεις. Σε αυτό το ναό ανήκουν τα ερείπια που βλέπουμε σήμερα.
Πρόκειται για εντυπωσιακό κτίσμα, θαυμάσιο δείγμα του δωρικού ρυθμού, του οποίου αρχιτέκτονες ήταν ο Σπίνθαρος ο Κορίνθιος, ο Ξενόδωρος και ο Αγάθων. Ο ναός είναι περίπτερος, με 6 κίονες στις στενές πλευρές και 15 στις μακρές, με πρόδομο και οπισθόδομο δίστυλους εν παραστάσι. Ο σηκός του χωρίζεται σε τρία κλίτη με δύο κιονοστοιχίες, η καθεμία από τις οποίες έχει οκτώ ιωνικούς κίονες. Στο βαθύτερο επίπεδό του βρισκόταν το άδυτο, όπου εκτυλισσόταν η μαντική διαδικασία και στο οποίο είχαν πρόσβαση μόνο οι ιερείς που θα ερμήνευαν τα λόγια της Πυθίας.
Τα αετώματα από παριανό μάρμαρο φιλοτέχνησαν οι Αθηναίοι γλύπτες Πραξίας και Ανδροσθένης. Στο ανατολικό αέτωμα απεικονίζονταν ο Απόλλωνας με τις Μούσες και στο δυτικό ο Διόνυσος ανάμεσα στις Θυιάδες (Μαινάδες). Για το εσωτερικό του ναού γνωρίζουμε ελάχιστα στοιχεία, κυρίως από αρχαίους συγγραφείς: στους τοίχους του προνάου υπήρχαν χαραγμένα ρητά των επτά σοφών, όπως «Γνώθι Σαυτόν», «Μηδέν Άγαν» και το γράμμα Ε.
Επίσης, υπήρχε χάλκινη εικόνα του Ομήρου και βωμός του Ποσειδώνα, ενώ στο άδυτο υπήρχε το άγαλμα του θεού και ο ομφαλός. Στο ναό έχουν γίνει εργασίες αναστήλωσης, ενώ αποσπάσματα των αετωμάτων και από τις δύο οικοδομικές φάσεις του εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών.
Θησαυρός των Αθηναίων
Ο θησαυρός των Αθηναίων ήταν από τα πιο σπουδαία και εντυπωσιακά κτίσματα του τεμένους του Απόλλωνα. Δέσποζε επάνω στην Ιερά Οδό, αμέσως μετά την πρώτη προς βορρά στροφή της, δίπλα στο βουλευτήριο της πόλης των Δελφών και απέναντι από τους θησαυρούς των Κνιδίων και των Συρακουσίων. Το μικρό αυτό κτίσμα ήταν ένα είδος θησαυροφυλάκιου της Αθήνας, στο οποίο φυλάσσονταν τρόπαια από σημαντικές πολεμικές νίκες της πόλης και άλλα αντικείμενα που είχαν αφιερωθεί στο ιερό. Ο θησαυρός οικοδομήθηκε από την αθηναϊκή δημοκρατία στα τέλη του 6ου ή στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ.
Μάλιστα, θεωρείται το μνημείο που εκφράζει την επικράτηση των δημοκρατικών στην Αθήνα και την εκδίωξη των τυράννων. Σύμφωνα με μία άλλη ερμηνεία, η οποία στηρίζεται κυρίως στην περιγραφή του περιηγητή Παυσανία και στην επιγραφή που σώζεται στην πρόσοψη της νότιας κρηπίδας, ο θησαυρός οικοδομήθηκε σε ανάμνηση της απόκρουσης του περσικού κινδύνου μετά τη μάχη στο Μαραθώνα το 490 π.Χ. Πρόκειται για μικρό, δωρικού ρυθμού κτίσμα κατασκευασμένο από Παριανό μάρμαρο με τη μορφή ναΐσκου εν παραστάσι, όπως οι περισσότεροι θησαυροί.
Τα ανάγλυφα που τον κοσμούσαν αποτελούν δείγματα υψηλής πλαστικής στην τελευταία περίοδο της αρχαϊκής εποχής και μπορούν εύκολα να συγκριθούν με τις πρώιμες ερυθρόμορφες αγγειογραφίες ως προς την κομψότητα των μορφών, τις ελαφρές αναλογίες, τις έντονες και στερεές κινήσεις, αλλά και τις τολμηρές στάσεις. Στις ανάγλυφες μετόπες του εικονίζονται οι άθλοι του Ηρακλή (πίσω και βόρεια πλευρά) και του Θησέα (πρόσοψη και νότια πλευρά). Η αντιδιαστολή του Θησέα με τον Ηρακλή παραπέμπει στην αλλαγή πολιτεύματος στην Αθήνα με την επικράτηση της δημοκρατίας.
Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνεται και με τη γενικότερη επικράτηση στην τέχνη του 5ου αιώνα π.Χ. της εικονογραφίας του Θησέα, ενώ κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. κυριαρχούσε η εικονογραφία του Ηρακλή. Στη νότια μακριά πλευρά και στην πρόσοψη του κτίσματος, δηλαδή στις πλευρές που δεσπόζουν επάνω στη στροφή της Ιεράς Οδού, έχει δημιουργηθεί κρηπίδωμα που σχηματίζει τριγωνική πλατεία, όπου κατά τις επίσημες γιορτές και πομπές οι Αθηναίοι εξέθεταν τα λάφυρα από τη μάχη του Μαραθώνα και τα άλλα τρόπαια που φυλάσσονταν μέσα στο θησαυρό.
Στους τοίχους του κτηρίου σώθηκαν πολλές επιγραφές με κείμενα σημαντικά για τη μελέτη των αρχαίων εορτών και εθίμων, όπως η Πυρφορία, η Τριποδιφορία, η Πυθαΐς και η Δωδεκαΐς, που ήταν επίσημες πομπές των Αθηναίων στους Δελφούς, αλλά και για τη μελέτη της μουσικής, αφού στη νότια πλευρά, κοντά στην ανατολική γωνία, ήταν γραμμένοι οι δύο περίφημοι ύμνοι στον Απόλλωνα, τα μοναδικά αρχαιοελληνικά κείμενα που συνοδεύονται από μουσικό υπομνηματισμό και σήμερα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών.
Στο εσωτερικό του θησαυρού είναι χαραγμένα στους τοίχους σημαντικά τιμητικά ψηφίσματα για Αθηναίους, που χρονολογούνται από τον 3ο αιώνα π.Χ. και μετά, καθώς και ονόματα ενεχυροδανειστών, που χρησιμοποιούσαν το κτήριο στα μεταγενέστερα χρόνια. Ο θησαυρός των Αθηναίων ήταν το μοναδικό μνημείο των Δελφών που διέθετε αρκετό από το αρχαίο του υλικό και έτσι αναστηλώθηκε από τους Γάλλους το 1906 με χορηγία του τότε δημάρχου Αθηναίων, Σπύρου Μερκούρη. Οι μετόπες του μνημείου έχουν αποσπασθεί, έχουν συντηρηθεί και εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών και στη θέση τους έχουν τοποθετηθεί γύψινα εκμαγεία.
Πολυγωνικός Τοίχος των Δελφών
Όταν οικοδομήθηκε ο μεγάλος ναός στο ιερό του Απόλλωνα, σχηματίσθηκε άνδηρο, που στηριζόταν από δύο σχεδόν παράλληλους αναλημματικούς τοίχους. Ο ένας κατασκευάσθηκε στη βόρεια πλευρά για να τον προστατεύει από την πτώση βράχων. Ο δεύτερος κτίσθηκε στη νότια πλευρά του εδάφους, όπου θεμελιώθηκε ο ναός, για να συγκρατεί το έδαφος, ενώ ταυτόχρονα οριοθετούσε και την περιοχή της Άλω στα βορειοδυτικά. Αυτός είναι ο εντυπωσιακός πολυγωνικός τοίχος που βλέπει κανείς ανηφορίζοντας κατά μήκος της Ιεράς Οδού προς το ναό του Απόλλωνα, πίσω από τη στοά των Αθηναίων.
Χρονολογικά ανάγεται στο Β΄ μισό του 6ου αιώνα π.Χ. Ειδικότερα, φαίνεται ότι κατασκευάσθηκε μετά το 548 π.Χ., όταν καταστράφηκε από φωτιά ο παλαιότερος ναός, τον οποίο ανέλαβαν να αντικαταστήσουν οι Αλκμαιωνίδες μεταξύ των ετών 513 και 505 π.Χ. Αργότερα, τον 5ο αιώνα π.Χ., στον τοίχο αυτό στηρίχθηκε η στοά των Αθηναίων. Σήμερα στην επιφάνειά του είναι ακόμη ορατά τα αποτυπώματα της. Η ανέγερση αυτού του τοίχου και η απαιτούμενη ισοπέδωση του εδάφους, προϋπέθεταν την καταστροφή ορισμένων πρώιμων αρχαϊκών οικοδομημάτων γύρω από τον προηγούμενο ναό.
Έτσι τάφηκαν κάτω από σωρό επιχώσεων οίκοι ή θησαυροί ορθογώνιας κάτοψης, καθώς και το γνωστό αψιδωτό κτίσμα. Ο τοίχος είναι κτισμένος κατά το σύστημα της πολυγωνικής Λέσβιας τοιχοποιίας, δηλαδή με καμπύλους αρμούς, χωρίς συνδέσμους, αλλά με τέλεια προσαρμογή. Σε κάτοψη έχει σχήμα ανεστραμμένου Π, με μήκος 90 μ. στη μακριά του πλευρά. Σήμερα λείπει το ανώτερο μέρος του, οι πλάκες επίστεψης, που ήταν κτισμένες κατά το ισόδομο σύστημα τοιχοποιίας, δηλαδή με στρώσεις ορθογώνιων λίθων, που είχαν ίδιο ύψος. Φαίνεται ότι υπήρχαν 4 ή 5 τέτοιες στρώσεις, και το αρχικό ύψος του τοίχου υπολογίζεται σε περίπου 2 μ. ακόμη.
Στην επιφάνειά του έχουν χαραχθεί πολλές και ποικίλες επιγραφές, συνολικά περίπου 800 κείμενα. Στην πλειονότητά τους είναι ψηφίσματα για την απελευθέρωση δούλων και χρονολογούνται κυρίως στον 3ο – 2ο αιώνα π.Χ. Στο μνημείο έχουν γίνει έργα συντήρησης και καθαρισμού.
Θησαυρός των Σιφνίων
Ο θησαυρός που αφιέρωσαν στους Δελφούς οι κάτοικοι της Σίφνου ήταν από τα πιο λαμπρά και πλούσια διακοσμημένα κτήρια στο ιερό του Απόλλωνα. Ήταν από τους πρώτους θησαυρούς που συναντούσε κανείς ανηφορίζοντας την Ιερά Οδό και βρισκόταν στην αριστερή πλευρά της, δίπλα στο θησαυρό της πελοποννησιακής Σικυώνας και απέναντι από αυτόν των Μεγάρων. Στο εσωτερικό του φυλάσσονταν τα πολύτιμα αναθήματα που προσέφεραν κατά καιρούς οι Σίφνιοι στο ιερό. Η παράδοση για την ίδρυση του θησαυρού αναφέρεται από τον Ηρόδοτο και από τον Παυσανία.
Σύμφωνα με αυτή, στο Β΄ μισό του 6ου αιώνα π.Χ. οι Σίφνιοι ήταν οι πιο πλούσιοι από όλους τους νησιώτες, επειδή είχαν αποκτήσει εξαιρετικά κέρδη από την εκμετάλλευση των μεταλλείων χρυσού και αργύρου που υπήρχαν στον τόπο τους. Αποφάσισαν, λοιπόν, να χαρίσουν στον Απόλλωνα τη δεκάτη από τα κέρδη τους, και έτσι έκτισαν το θησαυρό. Με βάση με τον πλαστικό διάκοσμο, η χρονολογία του μνημείου ανάγεται γύρω στο 525 π.Χ. ή λίγο νωρίτερα, αφού τη χρονιά εκείνη η Σίφνος λεηλατήθηκε από επαναστατημένους Σαμίους που είχαν ανάγκη χρημάτων.
Το κτήριο είναι μικρό σε διαστάσεις με μορφή ναΐσκου και για την κατασκευή του οι Σίφνιοι μετέφεραν ακριβό λευκό μάρμαρο από την Πάρο, ενώ για τα περισσότερα κτίσματα εκείνη την περίοδο έχει χρησιμοποιηθεί πωρόλιθος. Ήδη από την εποχή του Ηροδότου ήταν περίφημο για τον πλούσιο γλυπτό του διάκοσμο, που πράγματι αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα της ύστερης αρχαϊκής τέχνης. Στην πρόσοψη, ανάμεσα στις παραστάδες τοποθετήθηκαν αντί για κίονες δύο αγάλματα κορών, που στηρίζουν το επιστύλιο, χαρακτηριστικά παραδείγματα της ιωνικής τέχνης αυτής της περιόδου.
Το επιστύλιο κοσμείται από ιωνικό κυμάτιο και ζωφόρο, που περιβάλλει όλο το κτήριο. Στη δυτική πλευρά της παριστάνεται η κρίση του Πάρη, στη νότια η αρπαγή των Λευκιππιδών από τους Διόσκουρους, στη βόρεια, που είναι η καλύτερα διατηρημένη, η Γιγαντομαχία και στην ανατολική, στην πρόσοψη του μνημείου, η συγκέντρωση στον Όλυμπο των θεών που παρακολουθούν τον Τρωικό πόλεμο. Η ρωμαλέα έκφραση, η καθαρότητα, η δύναμη των μορφών και η εκπληκτική απόδοση των λεπτομερειών εντάσσονται αρμονικά στο χώρο της ζωφόρου, καλύπτοντας εύστοχα το διακοσμητικό χαρακτήρα της με τη σωστή διάταξη των μορφών και την αξιοποίηση του χώρου.
Το αέτωμα, που επιστεγάζει το θησαυρό στην πρόσοψή του, διαθέτει και αυτό γλυπτό διάκοσμο, ο οποίος παρουσιάζει το μύθο της διαμάχης του Ηρακλή με τον Απόλλωνα για το Δελφικό τρίποδα. Το συγκεκριμένο θέμα είναι από τα αγαπημένα των καλλιτεχνών της ύστερης Αρχαϊκής εποχής, καθώς εμφανίζεται και στην αγγειογραφία. Το αέτωμα επιστέφεται με τρία ακρωτήρια: το κεντρικό παριστάνει σφίγγα, ενώ τα δύο ακραία Νίκες. Σήμερα από το θησαυρό των Σιφνίων διατηρούνται στη θέση τους μόνο τα θεμέλια και ένας αστράγαλος από τη διακόσμηση της βάσης. Όλος ο σωζόμενος γλυπτός διάκοσμος του κτηρίου έχει συντηρηθεί και εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών.
Στοά των Αθηναίων
Από τα σημαντικά αναθήματα των Αθηναίων στους Δελφούς είναι η στοά, που έχει κτισθεί σε κεντρική θέση του ιερού του Απόλλωνα, κάτω από το μεγάλο ναό, μπροστά ακριβώς από τον πολυγωνικό αναλημματικό τοίχο και απέναντι από το χώρο της Άλω, όπου τελούνταν τα ιερά δρώμενα προς τιμήν του Απόλλωνα. Στο χώρο της φυλάσσονταν τα πολεμικά λάφυρα που αφιέρωσαν οι Αθηναίοι και προέρχονταν κυρίως από τις ναυτικές τους επιτυχίες εναντίον των Περσών.
Η στοά αποτελεί έργο του οικοδομικού προγράμματος του Περικλή και χρονολογείται μετά το 478 π.Χ., χρονιά κατά την οποία οι Αθηναίοι κατέστρεψαν την πλωτή γέφυρα που είχε κατασκευάσει ο Ξέρξης στον Ελλήσποντο για να περάσει με το στρατό του στην ευρωπαϊκή ακτή. Η ταύτιση του μνημείου είναι βέβαιη χάρη στην επιγραφή που ήταν χαραγμένη κατά μήκος του χαμηλότερου δόμου της βάσης του και όριζε το λόγο για τον οποίο είχε κτιστεί:
Έχει επτά μονόλιθους μαρμάρινους ραβδωτούς κίονες από πεντελικό μάρμαρο με βάσεις από παριανό μάρμαρο και μία πυκνή σειρά πεσσών, που ακουμπούσαν στον πολυγωνικό τοίχο. Όλη αυτή η υποδομή στήριζε την ξύλινη στέγη. Ο στυλοβάτης του κτηρίου ήταν κατασκευασμένος από ντόπιο ασβεστόλιθο και είχε τρεις βαθμίδες, στην ανώτερη από τις οποίες είναι προσεκτικά χαραγμένη η επιγραφή, με μεγάλα αττικά γράμματα. Το μνημείο σήμερα διατηρείται στο κατώτερο μέρος του, που έχει δεχθεί επεμβάσεις για τη συντήρησή του, ενώ δεν σώζονται η ανωδομή και η στέγη.
Αρχαίο Θέατρο Δελφών
Το θέατρο των Δελφών είναι ένα από τα λίγα θέατρα της αρχαίας Ελλάδας, για το οποίο γνωρίζουμε τόσο την ακριβή χρονολόγηση όσο και τις μορφές που είχε στη διάρκεια των αιώνων, το συνολικό του σχέδιο και την όψη του κοίλου. Βρίσκεται μέσα στο Ιερό του Απόλλωνα, στη βορειοδυτική γωνία και στη συνέχεια του περιβόλου του. Στην αρχαιότητα φιλοξενούσε τους αγώνες φωνητικής και ενόργανης μουσικής, που διεξάγονταν στο πλαίσιο των Πυθίων και άλλων θρησκευτικών εορτών και τελετουργιών, των οποίων η σημασία προσδίδει στο μνημείο πνευματική και καλλιτεχνική αξία ισότιμη με την αθλητική ιδέα που συμβολίζει το αρχαίο στάδιο της Ολυμπίας.
Η μορφή του πρώτου θεάτρου, που κατασκευάσθηκε στο χώρο, δεν μας είναι γνωστή. Είναι πιθανό ότι οι θεατές κάθονταν σε ξύλινα καθίσματα ή απ’ ευθείας στο έδαφος. Αργότερα, τον 4ο αιώνα π.Χ., κτίσθηκε το πρώτο πέτρινο θέατρο και ακολούθησαν πολλές επισκευές του. Τη σημερινή του μορφή, με τη λιθόστρωτη ορχήστρα, τα λίθινα εδώλια και τη σκηνή, έλαβε κατά τους πρώιμους Ρωμαϊκούς χρόνους, το 160 / 159 π.Χ., όταν ο Ευμένης Β΄ της Περγάμου χρηματοδότησε τις κατασκευαστικές και επισκευαστικές εργασίες που έγιναν στο μνημείο.
Το κοίλο του θεάτρου διαμορφώθηκε εν μέρει στο φυσικό έδαφος (στα βόρεια και δυτικά) και εν μέρει σε τεχνητή επίχωση (στα νότια και ανατολικά). Διαιρείται με το διάζωμα σε δύο ζώνες, από τις οποίες η ανώτερη έχει 8 σειρές εδωλίων και η κατώτερη 27. Οι δύο ζώνες χωρίζονται με ακτινωτές κλίμακες, σε έξι κερκίδες η επάνω και σε επτά η κάτω, συνολικής χωρητικότητας 5.000 θεατών. Η πεταλοειδής ορχήστρα πλαισιώνεται από αποχετευτικό αγωγό, ενώ το πλακόστρωτο δάπεδό της και το θωράκιο προς την πλευρά του κοίλου ανήκουν στους Ρωμαϊκούς χρόνους.
Στους τοίχους των παρόδων είναι εντοιχισμένες απελευθερωτικές επιγραφές, το κείμενο των οποίων, όμως, έχει χαθεί λόγω της φθοράς που έχει υποστεί η επιφάνεια των λιθοπλίνθων. Από τη σκηνή σώζονται μόνο τα θεμέλια. Φαίνεται ότι χωριζόταν σε δύο μέρη, το προσκήνιο και την κυρίως σκηνή. Τον 1ο αιώνα μ.Χ. η πρόσοψη του προσκηνίου διακοσμήθηκε με ζωφόρο, στην οποία απεικονίζονταν οι άθλοι του Ηρακλή.
Στο θέατρο έχουν γίνει ανασκαφές και εργασίες συντήρησης, ωστόσο το μνημείο έχει υποστεί αρκετές φθορές και πολλά αρχιτεκτονικά μέλη του (εδώλια και λιθόπλινθοι παρόδων) βρίσκονται ακόμη διάσπαρτα σε ολόκληρο το ιερό. Επί πλέον, το κοίλο παρουσιάζει φαινόμενα καθιζήσεων, ενώ έντονο είναι και το φαινόμενο των επιφανειακών απολεπίσεων και ρηγματώσεων των λίθων, που οδηγούν σε απώλεια μεγαλύτερων τμημάτων του ασβεστολιθικού υλικού.
Ιερά Οδός
Το μονοπάτι που οδηγούσε από την είσοδο του τεμένους του Απόλλωνα μέχρι το βωμό των Χίων και τον επιβλητικό ναό, ονομαζόταν Ιερά Οδός. Ήταν ο βασικός ιστός του ιερού και είχε πομπικό-τελετουργικό χαρακτήρα, αφού διευκόλυνε την κίνηση των προσκυνητών και των επισκεπτών του ιερού χώρου. Οι θεοπρόποι, όπως λέγονταν όσοι έρχονταν στους Δελφούς για να ζητήσουν χρησμό, ακολουθούσαν την Ιερά Οδό την 9η κάθε μήνα, ώστε να λάβουν σειρά προτεραιότητας για τη «μαντείαν» της Πυθίας, αφού προηγουμένως θυσίαζαν στο μεγάλο βωμό, που βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο της οδού.
Εξαίρεση αποτελούσαν οι πολίτες των πόλεων, αλλά και ορισμένοι επιφανείς ιδιώτες, που είχαν λάβει την «προμαντείαν», δηλαδή το δικαίωμα παράκαμψης της σειράς προτεραιότητας για τη λήψη της μαντείας, όπως ήταν οι Κορίνθιοι, οι Νάξιοι, οι Χίοι, οι Θηβαίοι και ο Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος Β΄. Η πρώτη φάση της Ιεράς Οδού τοποθετείται στα Αρχαϊκά χρόνια. Το οδόστρωμα που βλέπουμε σήμερα χρονολογείται στην πρωτοβυζαντινή εποχή και εξυπηρετούσε τις ανάγκες του οικισμού που ιδρύθηκε τότε στη θέση του αρχαίου ιερού. Στο οδόστρωμα αυτό είναι ενσωματωμένα αρχιτεκτονικά μέλη παλαιότερων κτισμάτων.
Τον ίδιο δρόμο, που έχει κατάλληλα συντηρηθεί, ακολουθούν και σήμερα οι επισκέπτες του αρχαιολογικού χώρου. Η Ιερά οδός ήταν ανηφορική και διέσχιζε το ιερό οφιοειδώς, σε μήκος περίπου 200 μέτρων, φθάνοντας ως το κέντρο του, μπροστά από το μνημειώδη βωμό. Πλαισιωνόταν από αγάλματα, εξέδρες και θησαυρούς, όπως λέγονταν τα κτήρια όπου τοποθετούνταν τα αφιερώματα των πόλεων. Τα μνημεία αυτά ήταν συνήθως αναμνηστικά κάποιου σημαντικού γεγονότος: μιας πολιτικής συμμαχίας, μιας σημαντικής νίκης στους αθλητικούς αγώνες των Δελφών, μιας νικηφόρας μάχης εναντίον ξένων ή Ελλήνων, όπως το ανάθημα των Αθηναίων για τη μάχη του Μαραθώνα.
Υπήρχαν, όμως, και αρκετά που είχαν αφιερωθεί μόνο για να ευχαριστήσουν το θεό για το χρησμό ή για την εύνοιά του απέναντι σε ολόκληρη την πόλη, σε μία οικογένεια ή σε έναν επιφανή ιδιώτη. Στο πρώτο μέρος της οδού ήταν στημένα τα γλυπτά αναθήματα και στο δεύτερο, μεγαλύτερο, δέσποζαν κυρίως οι θησαυροί των Ελληνικών πόλεων – κρατών, ενώ στο τελευταίο τμήμα, μπροστά από το ναό και το βωμό, είχαν στηθεί σπουδαία αναθήματα πλούσιων ιδιωτών ή πόλεων – κρατών, καθώς και το μνημείο που προσέφεραν όλοι οι Έλληνες μετά τη νίκη τους στις Πλαταιές.
Αρχαίο Γυμνάσιο Δελφών
Στην απότομη κατωφέρεια του εδάφους, που σχηματίζεται ανάμεσα στην Κασταλία κρήνη και στο τέμενος της Αθηνάς Προναίας, σώζονται τα ερείπια του γυμνασίου των Δελφών. Πρόκειται για ένα από τα πληρέστερα συγκροτήματα της αρχαιότητας, που περιλάμβανε το γυμνάσιο, την παλαίστρα και λουτρικές εγκαταστάσεις. Η οικοδόμησή του ανάγεται στον 4ο αιώνα π.Χ., ωστόσο δέχθηκε διάφορες μετατροπές και επισκευές κατά τη διάρκεια των αιώνων και η χρήση του συνεχίσθηκε μέχρι και τα ρωμαϊκά χρόνια, όταν προστέθηκαν τα θερμά λουτρά.
Αρχικά χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για την προπόνηση των αθλητών. Στο γυμνάσιο γινόταν η προπόνηση των ελαφρών αθλημάτων και στην παλαίστρα των βαρέων αθλημάτων, της πάλης, της πυγμής και του παγκρατίου. Αργότερα, στην ελληνιστική εποχή, μετατράπηκε σε χώρο για την πνευματική καλλιέργεια των πολιτών, όπου έδιναν διαλέξεις ρήτορες, σοφιστές, φιλόσοφοι και ποιητές. Το γυμνάσιο ήταν κτισμένο σε δύο επίπεδα. Το ανώτερο άνδηρο περιλάμβανε τον ξυστό, μία στεγασμένη στοά πλάτους 7 μ. και μήκους 178,35 μ., δηλαδή όσο ένα πυθικό στάδιο.
Εδώ ασκούνταν οι αθλητές στο τρέξιμο σε περίπτωση κακοκαιρίας και ονομαζόταν έτσι επειδή έπρεπε να ξύνεται για να ισοπεδώνεται. Πρόσφατες ανασκαφές ανέδειξαν τον ξυστό σε όλο του το μήκος. Αρχικά, στον 4ο αιώνα π.Χ., ήταν Δωρικού ρυθμού, κτισμένος από πωρόλιθο, αργότερα, όμως, οι Ρωμαίοι αντικατέστησαν την κιονοστοιχία της πρόσοψης με μία ιωνική, κατασκευασμένη από μάρμαρο. Παράλληλα προς τον ξυστό υπήρχε η παραδρομίδα, ένας ισοπεδωμένος υπαίθριος διάδρομος πλάτους 6 μ., για άσκηση στους αγώνες δρόμου.
Στο κατώτερο άνδηρο βρισκόταν η παλαίστρα, που περιλάμβανε μία τετράγωνη κεντρική αυλή με στοές ολόγυρα, χωρισμένες σε δωμάτια. Οι επιγραφές μας πληροφορούν για τη χρήση αυτών των δωματίων ως σφαιριστήριο, αποδυτήριο, κόνιμα, πιθανώς και ένα ιερό του Ερμή ή του Ηρακλή. Στην αυλή γινόταν η εξάσκηση στην πάλη ή στην πυγμαχία. Δυτικά της παλαίστρας διατηρείται ακόμη και σήμερα κυκλική πισίνα, διαμέτρου 10 μ. και βάθους 1,80 μ., που αποτελεί βασικό στοιχείο του Ελληνικού λουτρού.
Πίσω της, μια σειρά από κρουνούς τροφοδοτούσαν με νερό από την Κασταλία πηγή δέκα λίθινες λεκανίδες, που συγκοινωνούσαν μεταξύ τους. Πρόκειται για τους λουτήρες των αθλητών. Ακόμη δυτικότερα κτίσθηκε το 120 μ.Χ. Βαλανείο ή Ρωμαϊκές θέρμες, για ζεστά λουτρά. Μερικούς αιώνες αργότερα την περιοχή του γυμνασίου κατέλαβε ένα βυζαντινό μοναστήρι. Το καθολικό του, που είχε οικοδομηθεί επάνω από την παλαίστρα, κατεδαφίστηκε το 1898 για να γίνουν οι ανασκαφές. Μάλιστα, σε έναν από τους κλασικούς κίονες, που είχε ξαναχρησιμοποιηθεί στο μοναστήρι, χάραξε το όνομά του ο λόρδος Βύρων, όταν επισκέφθηκε τους Δελφούς.
Κασταλία Κρήνη
Η Κασταλία αποτελούσε την ιερή πηγή των Δελφών και το νερό της διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στη λατρεία και στη λειτουργία του ιερού και του μαντείου. Εκεί πλενόταν η Πυθία, οι ιερείς και το προσωπικό του ναού, ενώ με το νερό της καθάριζαν και το ναό του Απόλλωνα. Εκεί έπρεπε υποχρεωτικά να πλυθούν και οι θεοπρόποι, δηλαδή όσοι θα ζητούσαν χρησμό, προκειμένου να εξαγνισθούν. Η Κασταλία πηγή βρίσκεται στη χαράδρα των Φαιδριάδων, στα ριζά του βράχου που σήμερα ονομάζεται Φλεμπούκος και στην αρχαιότητα λεγόταν Υάμπεια.
Από εκεί το ρέμα ξεχύνεται στην κοιλάδα του Πλειστού ως χείμαρρος, το σημερινό Αρκουδόρρεμα, όπου, σύμφωνα με το μύθο, ήταν η φωλιά του Πύθωνα. Το νερό της Κασταλίας πηγής έφθανε μέσω ενός αγωγού στην ομώνυμη κρήνη, που βρίσκεται ανάμεσα στο τέμενος του Απόλλωνα και στο αρχαίο γυμνάσιο των Δελφών. Η πρώτη κρήνη διαμορφώθηκε γύρω στο 600 – 590 π.Χ. κοντά στον αρχαίο δρόμο και είναι αυτή που βλέπουμε σήμερα δίπλα στο σύγχρονο δημόσιο δρόμο.
Η Κάτω Κασταλία, όπως ονομάζεται, είναι ένα ορθογώνιο κτίσμα διαστάσεων 8,20 x 6,64 μ., που περιλαμβάνει μία ορθογώνια κτιστή λεκάνη, με σύστημα αγωγών και κρουνών. Μπροστά της απλώνεται πλακόστρωτη αυλή με λίθινους πάγκους, στην οποία οδηγούσε μία σκάλα με 3 – 4 σκαλοπάτια. Το νερό έφθανε από την πηγή με αγωγό, που είχε λαξευθεί κάτω από την επιφάνεια του εδάφους με ιδιαίτερη επιμέλεια. Στους επόμενους αιώνες, μέχρι τα Ρωμαϊκά χρόνια, η κρήνη αναμορφώθηκε και επισκευάσθηκε αρκετές φορές, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες.
Η νεότερη μορφή της, η Κασταλία του βράχου, χρονολογείται στον 1ο αιώνα π.Χ. και είναι αυτή που είδε και περιέγραψε ο περιηγητής Παυσανίας. Βρίσκεται περίπου 50 μ. ψηλότερα από την Αρχαϊκή και πιο κοντά στην πηγή. Για την κατασκευή της χρειάσθηκε να λειανθεί ο βράχος σε πλάτος περισσότερο από 11 μ. και ύψος 12,50 μ. Εκεί δημιουργήθηκαν κόγχες, όπου τοποθετούνταν αναθήματα των πιστών για τη νύμφη Κασταλία. Η μεγαλύτερη από αυτές, στα δεξιά, μετατράπηκε σε εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Κάτω από τις κόγχες λαξεύθηκε στο βράχο μία στενόμακρη λεκάνη μήκους 10 μ. και πλάτους 0,50 μ., στην οποία έφθανε το νερό της πηγής με κλειστό αγωγό. Η λεκάνη ήταν σκεπαστή και η μία άκρη της άνοιγε έτσι ώστε να μπορεί να καθαρίζεται. Στην πρόσοψη της κρήνης υπήρχαν επτά χάλκινοι κρουνοί, που χωρίζονταν με επτά πεσσούς σκαλισμένους στο βράχο. Μπροστά από την κρήνη υπήρχε πλακόστρωτη αυλή, στην οποία κατέβαινε κανείς με οκτώ σκαλοπάτια, και στις τρεις πλευρές της υπήρχαν λίθινοι πάγκοι.
Η νεότερη κρήνη ανασκάφηκε το 1878 από τους Σ. Δραγάτση και Ε. Καστόρχη, ενώ η Αρχαϊκή το 1960 από τον Α. Ορλάνδο. Και στα δύο μνημεία έχουν γίνει κατά καιρούς εργασίες συντήρησης και αναστήλωσης.
Αρχαίο Στάδιο Δελφών
Το αρχαίο στάδιο των Δελφών είναι από τα καλύτερα διατηρημένα μνημεία του είδους. Βρίσκεται βορειοδυτικά του θεάτρου, στο ψηλότερο σημείο επάνω από το ιερό του Απόλλωνα και την πόλη των Δελφών. Όπως και στην αρχαιότητα, στην είσοδό του οδηγεί και σήμερα ένα ανηφορικό μονοπάτι, που ξεκινάει από την αριστερή πάροδο του θεάτρου. Το στάδιο είναι στενά δεμένο με την ιστορία των πανελλήνιων Πυθικών αγώνων, αφού εδώ διεξάγονταν τα αθλητικά αγωνίσματα.
Η αρχική διαμόρφωσή του χρονολογείται στον 5ο αιώνα π.Χ., όπως μαρτυρεί η επιγραφή που βρέθηκε εντοιχισμένη στο νότιο αναλημματικό τοίχο του. Στην πρώιμη μορφή του φανταζόμαστε τους θεατές καθισμένους στο έδαφος ή σε ξύλινα ικρία. Μνημειώδη λίθινα εδώλια απέκτησε μόλις το 2ο αιώνα μ.Χ., χάρη σε δωρεά του Ηρώδη Αττικού, πλούσιου Αθηναίου σοφιστή, ο οποίος παρήγγειλε για την κατασκευή τους ασβεστόλιθο Παρνασσού (και όχι λευκό μάρμαρο, όπως αναφέρει ο Παυσανίας). Τότε διαμορφώθηκε και η μνημειώδης τοξωτή θριαμβική είσοδος, η μοναδική σε αρχαίο στάδιο στην Ελλάδα.
Το στάδιο είναι κατασκευασμένο στη φυσική πλαγιά. Η βόρεια πλευρά του είναι φυσικά διαμορφωμένη, ενώ η νότια σχηματιζόταν με τεχνητή επίχωση, την οποία συγκρατούσε αναλημματικός τοίχος. Η είσοδός του βρίσκεται στην ανατολική πλευρά και σχηματίζεται με τριπλό τόξο στηριγμένο σε τέσσερις πεσσούς, από τους οποίους οι δύο κεντρικοί είχαν κόγχες για την τοποθέτηση αγαλμάτων. Κάτω από τα θριαμβικά αυτά τόξα περνούσαν υπό πανηγυρικές επευφημίες οι κριτές των αγώνων και οι αθλητές, καθώς έμπαιναν στο στάδιο.
Πίσω από την είσοδο, πάνω στο βράχο, έχει λαξευθεί εξέδρα με πέντε σκαλοπάτια, που ανήκει σε παλαιότερη διαμόρφωση του σταδίου, ενώ διακρίνονται και τα ερείπια μίας κρήνης. Το μήκος του στίβου ισοδυναμεί με ένα ρωμαϊκό στάδιο, δηλαδή 177,55 μ., ενώ το πλάτος του είναι 25,50 μ. Τις άκρες του στίβου διασχίζουν η γραμμή εκκίνησης, η «άφεση», όπως ονομάζεται, και το τέρμα, που αποτελούνται από πλάκες με βαθύνσεις κατάλληλες για την τοποθέτηση των ποδιών των αθλητών και για την ένθεση ξύλινων πασσάλων μεταξύ των συμμετεχόντων στα αγωνίσματα δρόμου.
Το στάδιο έχει σχήμα φουρκέτας: δύο παράλληλες ζώνες εδράνων, χωρισμένες σε κερκίδες, συναντώνται σε ημικύκλιο, τη λεγόμενη «σφενδόνη», στο δυτικό άκρο. Τα έδρανα στηρίζονται πάνω σε πόδιο ύψους 1,30 μ. Τα εδώλια της βόρειας πλευράς διακόπτει ο χώρος όπου κάθονταν οι κριτές, ένας πάγκος με ερεισίνωτο. Τα έδρανα αυτής της πλευράς, προς το πρανές, εκτείνονται σε 12 σειρές, ενώ της νότιας πλευράς μόνο σε 6 σειρές, λόγω της μεγάλης κλίσης του εδάφους. Τα έδρανα διέκοπταν κατά διαστήματα κλίμακες, που διευκόλυναν την κυκλοφορία των θεατών.
Υπολογίζεται ότι σε αυτή τη μορφή του το στάδιο είχε χωρητικότητα 5.000 θεατών. Στο μνημείο έχουν γίνει έργα συντήρησης και αναστήλωσης, ωστόσο, μεγάλο τμήμα του νότιου αναλημματικού τοίχου έχει καταρρεύσει και χρήζει αναστήλωσης, εφόσον τα δομικά του μέλη σώζονται κατά χώραν.
Θόλος της Αθηνάς Προναίας
Η Θόλος είναι, ίσως, το πιο χαρακτηριστικό μνημείο των Δελφών, που δεσπόζει στο ιερό της Αθηνάς Προναίας ανάμεσα στο νεότερο ναό της Αθηνάς και στο θησαυρό των Μασσαλιωτών. Πρόκειται για αριστούργημα της κλασικής αρχιτεκτονικής, του οποίου, όμως, αγνοούμε τη χρήση. Έχει συσχετισθεί με χθόνια λατρεία, ωστόσο, ο περιηγητής Παυσανίας, που είδε τα ερείπιά του το 2ο αιώνα μ.Χ. δεν το μνημονεύει ως ναό. Το εντυπωσιακό κυκλικό κτήριο χρονολογείται στο 380 π.Χ. Όπως μαθαίνουμε από το Βιτρούβιο, υπεύθυνος αρχιτέκτονας για την κατασκευή της Θόλου ήταν ο Θεόδωρος από τη Φώκαια ή τη Φωκίδα, ο οποίος, μάλιστα, είχε γράψει και βιβλίο για τον τρόπο οικοδόμησής της.
Η Θόλος συνθέτει σχεδόν όλους τους ρυθμούς του κλασικού αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Οι είκοσι κίονες του εξωτερικού περιστυλίου είναι δωρικοί και επιστέφονται από ζωφόρο με ανάγλυφες μετόπες που κοσμούνταν με παραστάσεις από την Αμαζονομαχία και την Κενταυρομαχία. Ο κυκλικός σηκός με συμπαγείς τοίχους επίσης επιστέφεται από δωρική ζωφόρο με τρίγλυφα και ανάγλυφες μετόπες μικρότερου μεγέθους, ενώ στο εσωτερικό του στέκονταν δέκα ημικίονες κορινθιακού ρυθμού. Όλο το κτήριο στηρίζεται σε κρηπίδωμα με τρεις χαμηλές βαθμίδες.
Για την ανωδομή του μνημείου χρησιμοποιήθηκε συνδυασμός υλικών, που είχε ως αποτέλεσμα την πολυχρωμία: παριανό και πεντελικό μάρμαρο, καθώς και σκούρος γαλάζιος Ελευσίνιος ασβεστόλιθος για τον τονισμό δομικών λεπτομερειών, στον τοιχοβάτη και στο δάπεδο. Η οροφή ήταν επίσης μαρμάρινη και από τη διακόσμησή της έχουν σωθεί ορισμένα ρομβοειδή φατνώματα. Προβληματική είναι αποκατάσταση της στέγης, ιδίως μετά την αποκάλυψη δύο σειρών από σίμες. Η πιο πρόσφατη θεωρία αποκαθιστά κωνική στέγη, σε σχήμα Κινέζικου καπέλου.
Η στέγη ήταν και αυτή κοσμημένη με ακρωτήρια σε μορφή γυναικών, σε στάση σχεδόν χορευτική. Τα ανάγλυφα, δυστυχώς, απολαξεύθηκαν από τους Χριστιανούς στα μεταγενέστερα χρόνια. Η Θόλος αναστηλώθηκε μερικώς το 1938, ενώ αρχιτεκτονικά μέλη και, κυρίως, τα σωζόμενα τμήματα από το γλυπτό διάκοσμό της έχουν συντηρηθεί και εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών.
Ανάθημα του Δαόχου
Το ανάθημα του Δαόχου ήταν από τα πιο πλούσια και εντυπωσιακά αφιερώματα ιδιωτών στο ιερό των Δελφών. Βρισκόταν στην περιοχή βορειοανατολικά του ναού του Απόλλωνα, επάνω σε στενόμακρο λίθινο βάθρο, εκεί όπου είχαν τοποθετηθεί και άλλα αναθήματα, των Αιτωλών, των Φωκέων και των Δεινομενιδών. Αναθέτης του μνημείου ήταν ο Δάοχος Β΄, από τα Φάρσαλα, τετράρχης της Θεσσαλίας και ιερομνήμων, δηλαδή αντιπρόσωπος της πατρίδας του στη Δελφική αμφικτυονία, από το 339 ως το 334 π.Χ.
Φαίνεται, ότι με αφορμή αυτή τη σχέση του με το ιερό, ο Δάοχος θέλησε να τιμήσει την οικογένειά του, μέλη της οποίας ήταν λαμπροί αθλητές που είχαν κερδίσει και στους αγώνες των Δελφών. Το μνημείο πρέπει να αφιερώθηκε γύρω στο 337 π.Χ., δηλαδή σε μία περίοδο κατά την οποία συνεχώς αυξανόταν η επιρροή του Φιλίππου Β΄, Βασιλιά της Μακεδονίας, στην Αμφικτυονία των Δελφών αλλά και στη Θεσσαλία, πατρίδα του Δαόχου. Μάλιστα, ο Δάοχος είχε προσωπικούς δεσμούς με το Μακεδόνα Βασιλιά. Το έργο αποδίδεται στον περίφημο γλύπτη Λύσιππο ή στη σχολή του. Πρόκειται για γλυπτό σύνταγμα, που αποτελείται από ένα μεγάλο βάθρο, επάνω στο οποίο στέκονταν στη σειρά εννέα μαρμάρινα αγάλματα.
Η ταύτιση του μνημείου μπορεί να γίνει με βεβαιότητα χάρη στις επιγραφές που συνοδεύουν τις μορφές και αναφέρουν τα ονόματα και τα σημαντικά κατορθώματα της κάθε μιας. Στο δεξιό άκρο υπήρχε το άγαλμα του θεού Απόλλωνα, καθισμένου επάνω σε ομφαλό, και αριστερά του έξι αγάλματα προγόνων του Δαόχου: πρώτος στη σειρά ο γενάρχης Ακνόνιος, που παρουσιάζει την οικογένεια στο θεό, και στη συνέχεια οι γιοι του, ο Αγίας, σπουδαίος αθλητής του παγκρατίου, που είχε νικήσει πολλές φορές σε πανελλήνιους αγώνες, ο παλαιστής Τηλέμαχος και ο δρομέας Αγέλαος.
Σύμφωνα με την επιγραφή και τα τρία αδέλφια κατόρθωσαν να νικήσουν ο καθένας στο άθλημά του στους Πυθικούς αγώνες της ίδιας χρονιάς. Ακολουθεί ο Δάοχος Α΄, που ήταν γιος του Αγία, και ο γιος του, Σίσυφος Α΄, ο πατέρας του αναθέτη, ο οποίος σύμφωνα με την επιγραφή είχε διακριθεί για τη στρατιωτική του δράση. Ακολουθεί το άγαλμα του ίδιου του Δαόχου Β΄ και αυτό του γιου του, Σίσυφου Β΄.
Το μνημείο διατηρείται ακέραιο κατά το μεγαλύτερο μέρος του. Τα σωζόμενα αγάλματα εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών, επάνω στην κοινή τους βάση, που μεταφέρθηκε από το χώρο όπου ήταν τοποθετημένο το σύνταγμα στην αρχαιότητα.
Λέσχη Κνιδίων
Ένα από τα σημαντικά μνημεία του αρχαιολογικού χώρου των Δελφών όχι τόσο για την αρχιτεκτονική κατασκευή, όσο για τον πλούσιο ζωγραφικό διάκοσμο αποτελούσε η λέσχη των Κνιδίων. Ήταν ένα οικοδόμημα που αφιέρωσε ο δήμος των Κνιδίων στον Απόλλωνα. Η Κνίδος ήταν μια από τις σημαντικές πόλεις των Μικρασιατικών παράλιων με σημαντική ιστορία, αποικίες στη Σικελία και τη Ναύκρατι της Αιγύπτου και ανέπτυξε σπουδαίο πολιτισμό. Βρισκόταν στα νότια παράλια της Μικράς Ασίας, στη χερσόνησο απέναντι από τα νησιά Κως και Νίσυρος, και διέθετε σημαντική ιατρική σχολή. Οι Κνίδιοι είχαν ιδιαίτερες σχέσεις με το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς.
Κατά τη διάρκεια των Περσικών πολέμων η Κνίδος ήταν μια από τις Μικρασιατικές πόλεις που δέχτηκαν την επίθεση των Περσών. Οι Κνίδιοι προσπάθησαν να αμυνθούν, δημιουργώντας μια τάφρο και απομονώνοντας τη χερσόνησο από την ενδοχώρα. Ωστόσο, κατά την κατασκευή της τάφρου πολλοί Κνίδιοι τραυματίστηκαν και αποφάσισαν να στείλουν απεσταλμένους στο Μαντείο των Δελφών για να ζητήσουν τη συμβουλή του Απόλλωνα. Η απάντηση του Απόλλωνα ήταν αρνητική, καθώς τους έλεγε ότι ο Δίας δεν ενέκρινε το έργο της τάφρου και για το λόγο αυτό σταμάτησαν τις εργασίες και εναπόθεσαν όλες τους τις ελπίδες στη βοήθεια του θεού.
Όταν αργότερα οι Κνίδιοι βοήθησαν τον Κίμωνα στη μεγάλη νίκη κατά των Περσών στον Ευρυμέδοντα ποταμό (468 π.Χ.), ο Απόλλωνας είχε εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Η λέσχη αφιερώθηκε στο Ιερό μέσα στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα, λίγα χρόνια μετά τα Μηδικά, τους νικηφόρους αγώνες των Ελλήνων ενάντια στους Πέρσες εισβολείς. Τα ερείπια της λέσχης, ορθογώνιου κτηρίου με πρόσοψη 19 περίπου μ. και πλάτος 9,5 μ., εντοπίστηκαν σε επαφή σχεδόν με τον περίβολο που ορίζει το χώρο του τεμένους του Απόλλωνα, στη βορειοανατολική άκρη του.
Η λέσχη χρησιμοποιούνταν για συναθροίσεις, συζητήσεις και ξεκούραση αλλά πιθανόν και για άθληση επειδή ο κεντρικός χώρος ανάμεσα στις κιονοστοιχίες ήταν αστέγαστος. Πρόκειται για ένα ορθογώνιο κτήριο με δύο σειρές τεσσάρων κιόνων στο εσωτερικό του που, μάλλον, ήταν ξύλινοι με λίθινες βάσεις. Για την στήριξη του κτιρίου εξαιτίας του κατηφορικού εδάφους κατασκευάστηκε αναλημματικός τοίχος στον οποίο σώζεται η αναθηματική επιγραφή «Κνιδίων ο δάμος το ανάλαμμα Απόλλωνι» και τιμητικές επιγραφές για Κνιδίους. Η πλαγιά στην οποία είχε χτιστεί το κτήριο της λέσχης διαμορφώθηκε αργότερα σε έναν ισόπεδο χώρο μπροστά της.
Η κατασκευή αυτή, αφιέρωμα κι η ίδια των Κνιδίων, εξομάλυνε την πλαγιά και διευκόλυνε την πρόσβαση προς αυτή. Η λέσχη ήταν περίφημη για τον πλούσιο ζωγραφικό της διάκοσμο που σύμφωνα με τον Παυσανία φιλοτέχνησε ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της αρχαιότητας, ο περίφημος Θάσιος ζωγράφος Πολύγνωτος γύρω στο 475 – 460 π.Χ. Ο Παυσανίας, τον 2ο αιώνα μ.Χ., περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες τις τοιχογραφίες που έχουν σαν θέμα την άλωση της Τροίας (Ιλίου Πέρσις) και τη κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη (Νέκυια).
Οι ζωγραφικές συνθέσεις ήταν πολυπρόσωπες και αφηγούνταν διάφορα επεισόδια γύρω από δύο θεματικούς άξονες, την Νέκυια, που πραγματευόταν την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη, και την Άλωση της Τροίας, την Ιλίου Πέρσιν. Εξακόσια χρόνια μετά τις θαύμασε και μας τις περιγράφει με εξαιρετική λεπτομέρεια στο έργο του ο περιηγητής Παυσανίας.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΔΕΛΦΩΝ
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών, από τα πιο σημαντικά στην Ελλάδα, παρουσιάζει την ιστορία του φημισμένου Δελφικού ιερού και του πιο ξακουστού μαντείου του αρχαίου Ελληνικού κόσμου. Οι πλούσιες συλλογές του περιλαμβάνουν κυρίως αρχιτεκτονικά γλυπτά, αγάλματα και έργα μικροτεχνίας, αφιερώματα των πιστών στο ιερό, τα οποία ανακλούν τη θρησκευτικο-πολιτική και καλλιτεχνική δραστηριότητά του σε όλη την ιστορική του πορεία, από την ίδρυση του Απολλώνειου τεμένους τον 8ο αιώνα π.Χ. έως την παρακμή του στα χρόνια της ύστερης αρχαιότητας.
Το μουσείο στεγάζεται σε διώροφο κτήριο συνολικού εμβαδού 2.270 τ.μ. Η μόνιμη έκθεσή του καταλαμβάνει δεκατέσσερις αίθουσες και οι αποθηκευτικοί χώροι έκταση 558 τ.μ. Διαθέτει εργαστήριο συντήρησης κεραμικών και μεταλλικών αντικειμένων, καθώς και εργαστήριο αποκατάστασης ψηφιδωτού. Ύστερα από την τελευταία ανακαίνιση του κτηρίου, διαμορφώθηκαν χώροι υποδοχής και εξυπηρέτησης των επισκεπτών, κυλικείο και πωλητήριο εντύπων. Το μουσείο εποπτεύεται από τη Ι΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Ιστορικό
Το πρώτο μουσείο στους Δελφούς, αποτελούμενο από δύο πτέρυγες, οικοδομήθηκε το 1903 σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Tournaire, με δωρεά του ευεργέτη Α. Συγγρού, για να στεγάσει τα ευρήματα της μεγάλης Γαλλικής ανασκαφής, που είχε αρχίσει το 1892. Το κτήριο επισκευάσθηκε και επεκτάθηκε το 1935 – 1936, ενώ δύο χρόνια αργότερα άρχισε η επανέκθεση των αρχαιοτήτων. Οι δύο πρώτες εκθέσεις έγιναν με τη συνεργασία Ελλήνων και Γάλλων αρχαιολόγων.
Περαιτέρω βελτιωτικές ενέργειες πραγματοποιήθηκαν το 1956, με την κατασκευή αποθήκης για τις επιγραφές. Το 1958 αποφασίσθηκε πλήρης ανανέωση, σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις περί εκθετικής φιλοσοφίας, που επιβαλλόταν, άλλωστε, και από την απόκρυψη των αρχαίων κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής. Τα έργα άρχισαν το καλοκαίρι του 1958, βασισμένα σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Το μουσείο απέκτησε δύο νέες αίθουσες, αυτές των μεταλλικών μικροαντικειμένων και του Ηνιόχου, και παράλληλα μετασκευάσθηκαν οι τρεις ήδη υπάρχουσες.
Πρώην αποθηκευτικοί χώροι διαρρυθμίστηκαν σε γραφεία, ξενώνα και αποθήκη, ενώ μπροστά από τα γραφεία διαμορφώθηκε στοά, όπου εκτέθηκαν αγάλματα ελληνιστικής εποχής (η στοά φράχθηκε το 1980 χάριν επέκτασης των γραφείων της Εφορείας). Δίπλα στο μουσείο οικοδομήθηκαν εργαστήρια αποθήκες και γλυπτών, αγγείων και αρχιτεκτονικών μελών. Η επανέκθεση των αρχαίων διήρκεσε από το 1960 ως το 1963. Το 1975 τμήμα του τότε εργαστηρίου και της αποθήκης γλυπτών μετατράπηκε σε αίθουσα για την έκθεση του ταύρου και των χρυσελεφάντινων αντικειμένων από την ανασκαφή του αποθέτη της Ιεράς Οδού.
Η αίθουσα αποπερατώθηκε και εγκαινιάσθηκε το 1978, ενώ το Δεκέμβριο του 1979 οικοδομήθηκε δεύτερη κλίμακα καθόδου των επισκεπτών στην είσοδο του κτηρίου. Η τελευταία επέκταση και εκσυγχρονισμός του μουσείου ολοκληρώθηκε το 1999. Έγινε ανακαίνιση των υπαρχόντων εκθεσιακών χώρων, αναβάθμιση και κατασκευή νέων εργαστηριακών χώρων, κατασκευή αποθήκης και γραφείων, διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου, βελτιωτικές επεμβάσεις στο αρχιτεκτονικό κέλυφος του κτηρίου, στη στέγη και στα δάπεδα, κατασκευή χώρων υποδοχής, κυλικείου και πωλητηρίου εντύπων.
Παράλληλα, υλοποιήθηκε η επανέκθεση ολόκληρης της συλλογής του μουσείου, στο πλαίσιο της οποίας δημιουργήθηκαν χώροι εξυπηρέτησης του κοινού, εργαστηριακοί χώροι και αποθήκες, αναδείχθηκαν τα εκθέματα και εμπλουτίσθηκαν με νέα, δημιουργήθηκε υπόβαθρο για εποπτικό υλικό σύγχρονης τεχνολογίας, βελτιώθηκαν οι εκθετικές δυνατότητες και έγινε αναδιαρρύθμιση των εκθεμάτων σύμφωνα με τη νέα μουσειολογική αντίληψη.
Εκθέσεις
Η μόνιμη έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Δελφών έχει ως κύριο θέμα την ιστορία του Δελφικού ιερού και μαντείου και περιλαμβάνει αντικείμενα, που καλύπτουν χρονολογικά πολλούς αιώνες, από τα προϊστορικά χρόνια έως την ύστερη αρχαιότητα. Τα περισσότερα είναι προσφορές των πιστών στο ιερό και χρονολογούνται στην περίοδο ακμής του, από την αρχαϊκή έως τη Ρωμαϊκή εποχή.
Βασικός ιστός της παρουσίασής τους είναι αφ’ ενός η τήρηση του χρονολογικού πλαισίου μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται η ανάπτυξη του ιερού και αφ’ ετέρου η ανάδειξη συνόλων ευρημάτων με κοινή προέλευση είτε τοπογραφική (ιερό Προναίας, αποθέτης Ιεράς Οδού) είτε κτηριακή (ναός Απόλλωνα, θησαυρός Σιφνίων).
Τα εκθέματα ομαδοποιούνται και εντάσσονται σε ευρύτερες εκθεσιακές ενότητες ώστε ο επισκέπτης να μπορεί να κατανοήσει τις περιόδους ακμής ή κάμψης του ιερού, την οικονομική ευρωστία των εκάστοτε αναθετών, την ταυτότητα των καλλιτεχνικών εργαστηρίων που αναλάμβαναν την παραγωγή, την οικιστική και δημογραφική ανάπτυξη γύρω από το ιερό. Σημαντικός παράγοντας στην οργάνωση της έκθεσης είναι η φύση των εκθεμάτων: οι πλαστικές και αρχιτεκτονικές δημιουργίες από την αρχαϊκή ως τη ρωμαϊκή περίοδο απαιτούν ευρυχωρία για την ανάδειξή τους, ενώ παράλληλα υπάρχουν τα έργα μικροτεχνίας.
Στην έκθεση εξαίρεται η τέχνη της Αρχαϊκής εποχής και τα μεταλλικά ή μαρμάρινα αναθήματα έναντι των κεραμικών. Υπερτερούν οι μνημειακές συνθέσεις αρχιτεκτονικής και πλαστικής έναντι των οικιστικών ή ταφικών συνόλων, ενώ ορισμένα εντυπωσιακά ευρήματα εκτίθενται μεμονωμένα, όπως ο περίφημος Ηνίοχος. Η συμβατική τοποθέτηση των εκθεμάτων καθορίζεται από τις σύγχρονες αρχές μουσειογραφίας και κυρίως από το σεβασμό προς τον επισκέπτη. Με τη βοήθεια εποπτικού υλικού (κειμένων και προπλασμάτων, σχεδιαστικών ή ψηφιακών αναπαραστάσεων και χαρτών) διευκρινίζεται το γνήσιο περιβάλλον-πλαίσιο των αντικειμένων.
Ενότητες της Έκθεσης
– Η αρχή του Ιερού και τα πρώτα αναθήματα (Αίθουσες Ι-ΙΙ)
Παρουσιάζονται τα πρώιμα χρόνια πριν από τη λατρεία του Απόλλωνα και η μετάβαση στη νέα εποχή και τη νέα λατρεία. Εκτίθενται μυκηναϊκά ειδώλια και λίθινα μινωικά ρυτά, σε αντιπαράθεση με τα πρώτα αφιερώματα προς τη νέα θεότητα, τους χάλκινους τρίποδες. Στην έκθεση των πρώιμων χάλκινων αναθημάτων περιλαμβάνονται κρητο-κυπριακές ασπίδες, φοινικική φιάλη, φρυγικές πόρπες και συριακές σειρήνες.
Αναθηματικά ειδώλια ανδρικών μορφών από τα γεωμετρικά χρόνια συμπληρώνουν την έκθεση της αίθουσας Ι, ενώ η αίθουσα ΙΙ παρουσιάζει τα υπόλοιπα χάλκινα αναθήματα του 8ου και 7ου αιώνα π.Χ., ζωόμορφα ειδώλια, γυναικεία κοσμήματα, αναθηματικές περικεφαλαίες και σε περίοπτη θέση εκτίθεται ο μικρός χάλκινος «Δαιδαλικός Κούρος» ως πρόδρομος των έργων της μεγάλης πλαστικής του 6ου αιώνα, που ακολουθεί στην επόμενη αίθουσα.
– Οι πρώιμοι Αρχαϊκοί χρόνοι (Αίθουσα ΙΙΙ)
Στην αίθουσα δεσπόζει το σύμπλεγμα των δίδυμων κούρων και πίσω τους επιλεγμένα έργα χαλκουργίας της ίδιας περιόδου. Απέναντι εκτίθεται η πώρινη ζωφόρος του θησαυρού των Σικυωνίων.
– Ο αποθέτης με τα χρυσελεφάντινα (Αίθουσα IV)
Πρόκειται για το περιεχόμενο του αποθέτη της Ιεράς Οδού, που παρουσιάζει μια εικόνα των πολύτιμων Αρχαϊκών αναθημάτων των πόλεων της ανατολικής Ελλάδας. Από τα υπόλοιπα εκθέματα εξέχουσα θέση κατέχουν η Απολλώνεια τριάδα και ο αργυρός ταύρος.
– Ο θησαυρός των Σιφνίων (Αίθουσα V)
Τμήματα αρχιτεκτονικής και πλαστικής διακόσμησης του θησαυρού των Σιφνίων, όπως η ζωφόρος, το ανατολικό αέτωμα, το περίθυρο, οι καρυάτιδες, καθώς και η σφίγγα των Ναξίων εκτίθενται μαζί με στοιχεία αρχιτεκτονικής πλαστικής από άλλα οικοδομήματα του ιερού.
– Ο ναός του Απόλλωνα (Αίθουσα VI)
Παρουσιάζονται αρχιτεκτονικά στοιχεία του ναού του Απόλλωνα και έχουν συγκεντρωθεί οι εναέτιες συνθέσεις του Αρχαϊκού και του κλασικού ναού.
– Ο θησαυρός των Αθηναίων (Αίθουσες VII – VIII)
Εκτίθεται ο γλυπτός διάκοσμος του θησαυρού των Αθηναίων. Στην αίθουσα VII παρουσιάζονται η ζωφόρος και οι μετόπες και στην επόμενη αίθουσα τα δύο σωζόμενα ακρωτήρια με τις έφιππες Αμαζόνες, τμήματα από τα αετώματα του μνημείου, καθώς και οι χαραγμένοι σε μεταγενέστερη εποχή ύμνοι προς τον Απόλλωνα.
– Αναθήματα του 5ου π.Χ. αιώνα (Αίθουσα IX)
Εκτίθενται ο γλυπτός και γραπτός πήλινος διάκοσμος των δύο θησαυρών του ιερού της Αθηνάς Προναίας, αυτού των Μασσαλιωτών και του «δωρικού», ακρωτήρια από τα υπόλοιπα κτήρια του ιερού, καθώς και χαρακτηριστικές σίμες και ακροκέραμα κτηρίων και από τα δύο ιερά. Επίσης παρουσιάζονται τα τρία χάλκινα αγαλμάτια του αποθέτη της αίθουσας IV, η πεπλοφόρος με το θυμιατήρι, ο αυλητής και το σύμπλεγμα των δύο αθλητών. Στο τέλος της αίθουσας, η γυναικεία κεφαλή από το ιερό της Προναίας προετοιμάζει τον επισκέπτη για τη μετάβαση στον 4ο αιώνα.
– Η Θόλος (Αίθουσα X)
Η αίθουσα είναι αφιερωμένη στο κυκλικό οικοδόμημα του ιερού της Προναίας, τη θόλο. Στα εκθέματα περιλαμβάνονται αρχιτεκτονικά μέλη του κτηρίου και τμήματα του γλυπτού του διακόσμου, με πιο χαρακτηριστικά δύο κιονόκρανα, ένα Δωρικό και ένα Κορινθιακό, τις μετόπες και τις δύο ζωφόρους.
– Υστεροκλασικοί – Ελληνιστικοί χρόνοι (Αίθουσα XI)
Εδώ κυριαρχεί το σύμπλεγμα του Δαόχου, ενώ στον ίδιο χώρο τοποθετείται και ο ομφαλός, σύμβολο της Δελφικής μαντείας, δίπλα στον ακανθωτό κίονα με τις χορεύτριες. Η έκθεση συμπληρώνεται με υστεροκλασικά και Ελληνιστικά αγάλματα, που δίνουν την εικόνα του πλήθους των αφιερωμάτων του ιερού.
– Υστεροελληνιστικοί – Ρωμαϊκοί χρόνοι (Αίθουσα XII)
Δεσπόζει η ζωφόρος του αναθήματος του Αιμιλίου Παύλου, η οποία εγκαινιάζει τη σειρά των μνημείων της Ρωμαϊκής ιστορίας στο ιερό. Εδώ επίσης συγκεντρώνονται αρκετά υστεροελληνιστικά και Ρωμαϊκά έργα, όπως ο κυκλικός βωμός από την Προναία, ο Αντίνοος, το πορτραίτο του «Φλαμινίνου», καθώς και αντιπροσωπευτικά Ρωμαϊκά έργα μεταλλοτεχνίας.
– Ο Ηνίοχος (Αίθουσα XIII)
Στην αίθουσα παρουσιάζεται το χάλκινο σύμπλεγμα του Ηνιόχου, από τα πιο φημισμένα και σημαντικά εκθέματα του μουσείου.
– Το τέλος του Ιερού (Αίθουσα XIV)
Ο επίλογος της Δελφικής ιστορίας γράφεται σε αυτή την αίθουσα, με επιγραφές και πορτραίτα της εποχής των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων, καθώς και με αρχιτεκτονικά μέλη και λυχνάρια με Χριστιανικά σύμβολα, που εικονογραφούν τη μετάβαση στη νέα θρησκεία.
Εκθέματα
Ο Ηνίοχος
Το άγαλμα του ηνιόχου είναι αναμφίβολα το πιο διάσημο από τα αφιερώματα στους Δελφούς. Ο νεαρός απεικονίζεται όρθιος στο δίφρο, αμέσως μετά τη νίκη του. Φορά τον τυπικό μακρύ χιτώνα των ηνιόχων, που ζώνεται ψηλά και συγκρατείται με δύο ταινίες για να μην ανεμίζει κατά τη διάρκεια του αγώνα. Οι πτυχώσεις του χιτώνα κάτω από το ζωστήρα δίνουν την εντύπωση δωρικού κίονα, ενώ οι πτυχές στο πάνω μέρος του κορμού είναι λοξές ή καμπύλες. Τα μαλλιά του περιζώνει ταινία, σύμβολο της νίκης, διακοσμημένη με ένθετο ασημί μαίανδρο.
Τα μάτια του είναι ένθετα από ημιπολύτιμο λίθο και γυαλί και εκφράζουν τη δύναμη και την αυτοκυριαρχία του. Το άγαλμα ήταν μέρος ενός μεγάλου αφιερώματος, που περιλάμβανε το τέθριππο άρμα και μια δεύτερη ανδρική μορφή. Προσφέρθηκε από τον τύραννο της Γέλας Πολύζαλο, ύστερα από νίκη του σε αρματοδρομία στα Πύθια. Είναι κατασκευασμένο με τη μέθοδο του «χαμένου κεριού» και αποτελεί τυπικό δείγμα του αυστηρού ρυθμού. Θεωρείται έργο μεγάλου καλλιτέχνη, ίσως του Πυθαγόρα από το Ρήγιο.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Κλασική περίοδος, 478 – 474 π,Χ.
Λευκή Αττική Κύλικα
Το αγγείο σώζει μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές απεικονίσεις του Απόλλωνα. Στο εσωτερικό της κύλικας, σε λευκό βάθος, ο θεός εικονίζεται καθισμένος σε οκλαδία δίφρο. Φοράει λευκό αχειρίδωτο χιτώνα, που στερεώνεται στους ώμους με πόρπες, και πορφυρό ιμάτιο που τυλίγει το κατώτερο μέρος του κορμιού του. Τα μαλλιά του είναι ανέμελα δεμένα πίσω και στο κεφάλι του φέρει στεφάνι από φύλλα μυρτιάς. Με το δεξί χέρι κάνει σπονδή χύνοντας κρασί από φιάλη, ενώ με το αριστερό κρατάει επτάχορδη λύρα με ηχείο από κέλυφος χελώνας.
Τη σκηνή παρακολουθεί μια κορώνη, που θυμίζει το μύθο για την Κορωνίδα, κόρη του Βασιλιά Φλεγύα, την οποία αγαπούσε ο Απόλλωνας. Άλλοι μελετητές θεωρούν ότι πρόκειται απλώς για κάποιο πτηνό με μαντικές ιδιότητες. Η κύλικα αποτελεί τυπικό δείγμα της Αττικής αγγειογραφίας των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ., που χρησιμοποιούσε λευκό χρώμα ως φόντο για πολύχρωμες παραστάσεις. Είναι έργο άγνωστου αγγειογράφου, αν και από ορισμένους μελετητές αποδίδεται στο ζωγράφο του Βερολίνου.
Στοιχεία εκθέματος
Μία ανάλογη πρακτική ήταν σε χρήση ως τα κλασικά χρόνια στο ιερό του Ηρακλή στη Βούρα της Αχαΐας, όπου όμως οι ψήφοι εκεί είχαν αντικατασταθεί από αστραγάλους. Ο πιστός έριχνε τέσσερις αστραγάλους και στη συνέχεια λάμβανε απάντηση με τη βοήθεια πίνακα που ερμήνευε όλους τους πιθανούς συνδυασμούς. Μία από τις αρχαιότερες μεθόδους μαντικής στον Ελληνικό κόσμο -και μάλιστα η σημαντικότερη επί αιώνες- ήταν η οιωνοσκοπία. Η μέθοδος αυτή είχε φτάσει στον Ελληνικό κόσμο από την Ασσυρία και τη Βαβυλωνία.
Αυτήν εφάρμοζε ο Τειρεσίας, ο φημισμένος Κάλχας που συνόδευσε τους Αχαιούς στην Τροία, και αυτή ήταν που τελούνταν στο αρχαιότερο και πλέον σεβάσμιο Ελληνικό μαντείο, στο ιερό του Δία στη Δωδώνη. Εκεί ο ιερέας παρακολουθούσε το πέταγμα και τη συμπεριφορά των πελείων (περιστεριών) που κάθονταν στις ιερές δρύες. Ο χρησμός δίνονταν με σύμβολα και όχι με λόγια, όπως άλλωστε και στο μαντείο του Άμμωνα Δία στη Λιβύη. Ο Ηρόδοτος αναφέρει κοινή προέλευση για τα δύο μαντεία. Το μαντείο στην όαση της Σίβα είχε σίγουρα Αιγυπτιακή καταγωγή, αλλά από πολύ νωρίς πέρασε στον έλεγχο των Ελλήνων της Κυρηναϊκής.
Η οιωνοσκοπία εξασκούνταν και σε άλλα ιερά. Ο προφήτης κοιτώντας προς το βορρά λάμβανε ως καλό σημάδι την εμφάνιση οιωνού (πουλιού) από την ανατολή και κακό από τη δύση. Ο χρησμός εξειδικευόταν ανάλογα με το είδος και το πέταγμα του πουλιού. Παρατηρούνταν ιδιαιτέρως ο αετός, το γεράκι, η γλαύκα και ο ερωδιός. Φαίνεται όμως πως στη Δωδώνη ήταν πιο σημαντική και μάλλον παλαιότερη, μία άλλη μέθοδος: η μαντική από τυχαίους ήχους ή από τα θροΐσματα της ιερής δρυός και τους ήχους από τους χάλκινους λέβητες που την κοσμούσαν. Οι ήχοι αυτοί, που ονομάζονταν κλήδωνες ή φήμες, ερμηνεύονταν από το ιερατείο.
Μία αντίστοιχη παράδοση είναι γνωστή και για το ιερό του Ισμήνιου Απόλλωνα στη Θήβα. Στην Αχαϊκή πόλη των Φαρών υπήρχε στην αγορά ένα άγαλμα του Ερμή. Ο ενδιαφερόμενος να συμβουλευτεί το Θεό, το πλησίαζε και ψιθύριζε στο αυτί του το ερώτημα. Στη συνέχεια απομακρυνόταν κρατώντας κλειστά τα αυτιά του, τα οποία ελευθέρωνε μόνο αφότου είχε βγει από την αγορά. Η πρώτη φράση που θα άκουγε αποτελούσε και το χρησμό του θεού. Η ιεροσκοπία ή ιερομαντεία προέρχεται επίσης από την Ανατολή και είναι βεβαιωμένη η εξάσκησή της στη Βαβυλώνα.
Πρόκειται συνήθως για μαντική που βασίζεται στην παρατήρηση των σπλάχνων του θυσιασμένου ζώου. Μια ειδική κατηγορία της, η ηπατοσκοπία, έγινε πολύ δημοφιλής στους Ετρούσκους. Στον Ελληνικό κόσμο συνηθίζονταν περισσότερο άλλες εκδοχές της ιερομαντείας, όπως η μαντεία δι’ εμπύρων και η καπνομαντεία. Η πρώτη εξέταζε τη φωτιά και τα κατάλοιπα της θυσίας και η δεύτερη τον καπνό. Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρούσαν επίσης τη συμπεριφορά του ζώου που οδηγούνταν σε θυσία. Με μαντεία δι’ εμπύρων χρησμοδοτούσε το Ισμήνιο της Θήβας και το ιερό του Δία στην Ολυμπία.
Μια άλλη ανατολικής προέλευσης μέθοδος μαντικής ήταν η λεκανομαντεία, η οποία αναφέρεται και από τον Αισχύλο. Η χρησμοδότηση γινόταν με παρατήρηση κυματισμών ή αντανακλάσεων σε μία επιφάνεια νερού. Παρόμοια ήταν και η μαντική μέθοδος για αρρώστους που εφαρμοζόταν στο τέμενος της Δήμητρας και της Κόρης στην Πάτρα. Ο πιστός, αφού προσευχόταν και έκαιγε θυμίαμα, κοίταζε σε ένα κάτοπτρο κρεμασμένο πάνω από τα ήρεμα νερά της ιερής πηγής, όπου μπορούσε να δει τον εαυτό του ζωντανό ή νεκρό.
Άλλη ειδική κατηγορία μαντείων αποτελούσαν εκείνα, στα οποία ο θεϊκός χρησμός αποκαλυπτόταν στον πιστό μέσω ονείρων. Όλα τους σχετίζονται με την ίαση και με Θεότητες ή ήρωες θεραπευτές. Ο πιστός έπρεπε να πέσει σεεγκοίμηση μέσα σε ιερό χώρο, περίβολο ή άβατο, και τα όνειρα τού αποκάλυπταν την έκβαση της αρρώστιας του. Με αυτόν τον τρόπο λειτουργούσε το Θηβαϊκό Αμφιάρειο και το Αμφιάρειο του Ωρωπού. Η μέθοδος αυτή συνηθιζόταν και σε πολλά Ασκληπιεία, εκ των οποίων το πιο γνωστό ήταν βέβαια της Επιδαύρου.
Οι πιστοί εκεί ξάπλωναν στο εγκοιμητήριο ή άβατο περιμένοντας το θεόσταλτο όνειρο. Πολλές φορές μάλιστα η εμπειρία του ονείρου ήταν ταυτοχρόνως και θεραπεία. Αντίστοιχη λειτουργία είχαν το ονειρομαντείο στον Οίτυλο της Λακωνίας, το Χαρώνειο άντρο -αφιερωμένο στη Δήμητρα και την Κόρη στη Νύσα της Καρίας- και το μαντείο στο άντρο του Τροφωνίου στη Λειβαδιά. Στο τελευταίο ο πιστός υποβαλλόταν σε μια σειρά από τελετουργίες με αποκορύφωση τη νυκτερινή εισέρπυση στους Δαιδαλώδεις και στενούς διαδρόμους του σπηλαίου. Κατά την έξοδό του ο πιστός διηγούνταν στους ιερείς ό,τι είχε δει και ακούσει.
Αυτοί έδιναν ερμηνεία, αλλά στην πραγματικότητα εκείνο που επιδρούσε καθοριστικά στον πιστό ήταν ο ψυχικός κλονισμός του από τη δοκιμασία. Στην ίδια αρχή στηριζόταν επίσης η λειτουργία των νεκυομαντείων ή ψυχοπομπείων. Οι πιστοί σε αυτά, ύστερα από θυσία στους χθόνιους θεούς, επικαλούνταν τις ψυχές νεκρών, από τις οποίες λάμβαναν χρησμό. Το πιο φημισμένο νεκυομαντείο ήταν στην Εφύρα της Θεσπρωτίας, κοντά στις εκβολές του Αχέροντα.
Κατά την διάρκεια του 7ου αιώνος π.Χ., όταν η βαρβαρική λατρεία του Διονύσου είχε εισέλθει στην Ελλάδα, κινδυνεύοντας να εξαλείψει τις αξίες και παραδόσεις και να στείλει τους Έλληνες σε βαρβαρικά στάδια, οι Δελφοί έσωσαν την Ελλάδα εισάγοντας ευφυώς τον Διόνυσο, με τις αρετές του Απόλλωνα. Το μαντείο των Δελφών, ένα θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο, επέβαλε για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία διεθνή νόμο, απαγορεύοντας την εκτέλεση αιχμαλώτων πολέμου ή την μόλυνση των νερών των πηγαδιών και την καταστροφή υδραγωγείων.
Οι Δελφοί επηρέασαν την Ελλάδα, όχι μόνο θρησκευτικά, αλλά στην εκπαίδευση και λογοτεχνία, στην τέχνη και το εμπόριο και κυρίως στον αποικισμό. Οι προσφορές ατόμων και πόλεων στο μαντείο του Πυθίου Απόλλωνα ήταν μεγάλες. Περισσότερα από πέντε χιλιάδες έργα τέχνης υπήρχαν στους Δελφούς, πριν την καταστροφή του.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΑΝΤΕΙΟΥ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ
Σύμφωνα με τον μύθο, οι Δελφοί, το πιο σημαντικό ιερό της Ελλάδος, ήταν το κέντρο του κόσμου, γιατί σ’ αυτό εδώ το μέρος συναντήθηκαν οι δύο αετοί, όταν ο Δίας τους άφησε ελεύθερους, τον έναν από την ανατολή και τον άλλον από την δύση. Το μαντείο αρχικά ανήκε στην θεά Γαία, και μόνο όταν ο Απόλλων σκότωσε το παιδί της, το ερπετό Πύθων, έγινε ο δικός του οίκος λατρείας.
Ένας άλλος μύθος μας λέει, ότι ο Απόλλων μεταμορφώθηκε σε δελφίνι και οδήγησε ένα Κρητικό πλοίο στο μέρος αυτό, καθοδηγώντας τους ναυτικούς να χτίσουν εκεί το ιερό του (οι Δελφοί πήραν το όνομα τους από την αρχαϊκή λέξη δελφίς = δελφίνι ή όπως υποστηρίζουν άλλοι από την ξενική λέξη delf, που σημαίνει κοίλος και η οποία χαρακτηρίζει την τοποθεσία).
Το πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσει ο Απόλλωνας, αφού έγινε κύριος του μαντείου, ήταν οι ιερείς. Σύμφωνα με τον Ομηρικό Ύμνο στην περιοχή δεν υπήρχε ψυχή. Καθώς χάζευε από τις κορφές του Παρνασσού, είδε ένα καράβι που έπλεε στο κρητικό πέλαγος. Τρέχει στο καράβι, μεταμορφώνεται σε δελφίνι και βρίσκεται ξαπλωμένος στο κατάστρωμα. Οι ναυτικοί τρομάζουν κι αφήνουν το καράβι να αρμενίζει μόνο του. Ο θεός τους οδηγεί μέχρι το λιμάνι της Κρίσας. Εκεί μεταμορφώνεται σε άστρο που φεγγοβολάει στο φως της ημέρας και κατευθύνεται στο μαντείο.
Οι γυναίκες και οι κόρες των Κρισαίων υψώνουν ιερή κραυγή. Ο Απόλλωνας μεταμορφώνεται και πάλι, σε νέο αυτή τη φορά, και πλησιάζει το καράβι με τους Κρήτες ναυτικούς. Τους παρουσιάζεται, τους δηλώνει πως θα γίνουν οι ιερείς του, τους βάζει να χτίσουν ένα βωμό στην ακρογιαλιά και να προσφέρουν την πρώτη θυσία, κι επειδή τον είδαν σαν δελφίνι στο πλοίο, ορίζει να τον επικαλούνται ως δελφίνιο. Στη συνέχεια τους οδηγεί στο μαντείο. Μπροστά προχωρούσε ο Απόλλωνας παίζοντας την κιθάρα του κι ακολουθούσαν οι Κρήτες, κτυπώντας τα πόδια τους και τραγουδώντας τον παιάνα.
Όταν έφτασαν στο μαντείο, ο θεός αντιμετωπίζει τις γκρίνιες των Κρητών, που άφησαν την πολυάνθρωπη Κρήτη κι ήρθαν στην ερημιά, με την υπόσχεση πως ο τόπος θα γεμίσει από ανθρώπους που θα έρχονται να του προσφέρουν θυσίες. Από τον Παυσανία (Γεωγραφικά) μαθαίνουμε ότι η πρώτη μάντισσα του ναού ήταν η Φημονόη «μεγίστη δὲ καὶ παρὰ πλείστων ἐς Φημονόην δόξα ἐστίν, ὡς πρόμαντις γένοιτο ἡ Φημονόη τοῦ θεοῦ πρώτη καὶ πρώτη τὸ ἑξάμετρον ᾖσεν».
Συνεχίζοντας την αφήγησή του ο Παυσανίας μας λέει πως η Βοιώ, μια ντόπια που έγραψε ένα ύμνο στον Απόλλωνα, θεωρεί ως πρώτο μάντη τον Ωλήνα, που τον έφερε ο Απόλλωνας από τους Υπερβόρειους: «Βοιὼ δὲ ἐπιχωρία γυνὴ ποιήσασα ὕμνον Δελφοῖς ἔφη κατασκευάσασθαι τὸ μαντεῖον τῷ θεῷ τοὺς ἀφικομένους ἐξ Ὑπερβορέων τούς τε ἄλλους καὶ Ὠλῆνα: τοῦτον δὲ καὶ μαντεύσασθαι πρῶτον καὶ ᾄσαι πρῶτον τὸ ἑξάμετρον.».
Σίβυλλα είναι το όνομα μιας ιέρειας που έκανε γνωστούς τους χρησμούς του Απόλλωνα. Η πρώτη Σίβυλλα (με το όνομα Σίβυλλα) ήταν κόρη του Τρωαδίτη Δάρδανου και της Νησώς. Σύμφωνα με άλλη παράδοση ήταν κόρη του Δία και της Λαμίας (κόρης του Ποσειδώνα)· ονομάστηκε Σίβυλλα από τους Λίβυες στους οποίους και προφήτευε. Απ’ αυτήν και μετά η ονομασία Σίβυλλα δόθηκε σε όλες τις προφήτισσες.
Δεύτερη Σίβυλλα ήταν η Ηροφίλη. Αυτή αναφέρεται και στους Δελφούς. Κουβαλούσε μαζί της μια πέτρα, πάνω στην οποία ανέβαινε και προφήτευε. Την πέτρα την έδειχναν στους Δελφούς, όταν πέρασε ο Παυσανίας (Φωκικά): «πέτρα δέ ἐστιν ἀνίσχουσα ὑπὲρ τῆς γῆς: ἐπὶ ταύτῃ Δελφοὶ στᾶσάν φασιν ᾆσαι τοὺς χρησμοὺς ὄνομα Ἡροφίλην». [Σίβυλλες (γυναίκες προφήτισσες) υπάρχουν διάφορες, όπως η Σίβυλλα των Ερυθρών στη Λυδία, η Σίβυλλα της Κύμης στην Καμπανία, η Εβραία Σίβυλλα Σάββη, η Σίβυλλα Φυτώ στη Σάμο.]
Η μάντισσα που διαδέχεται τη Σίβυλλα – Ηροφίλη, ονομάστηκε, πρώτα από τον Ηρόδοτο «Πυθία». Ως Πυθία οριζόταν στην αρχή μια νέα και παρθένα κοπέλα. Επειδή όμως έτυχε κάποτε ένας προσκυνητής να ερωτευτεί μια μάντισσα και να την αρπάξει βίαια (δες το κείμενο που ακολουθεί), από τότε ως Πυθία διάλεγαν μια γυναίκα άνω των 50 χρονών, την οποία όμως έντυναν ως παρθένο.
Η σπηλιά του Πύθωνα είναι το Κωρύκειο άντρο (κώρυκος = δερμάτινος σάκος). Έχουν βρεθεί ίχνη εγκατάστασης από τα Νεολιθικά χρόνια. Εδώ θα πρέπει να λειτούργησε και το πρώτο μαντείο. Ο Πύθωνας θα συγκρουστεί με τους θεούς των νέων κατοίκων, θα παραχωρήσει τη θέση του στο ναό, όμως δε θα χαθεί, αφού το όνομά του θα γίνει προσωνύμιο του νέου θεού (Πύθιος Απόλλωνας). Η σύγκρουση του Πύθωνα με τον Απόλλωνα ή των παλιών με τους νέους κατοίκους θα πρέπει να έγινε στη Λυκώρεια. Εξάλλου, οι Φωκείς, κάτοικοι της Λυκώρειας, κατέλαβαν την Πυθώ.
Η σπηλιά θεωρείται ως το πέρασμα στον άλλο κόσμο και οι νύμφες που έμπαιναν καταλαμβάνονταν από διονυσιακή μανία και προφήτευαν. Όταν τον 6ο αιώνα το Κωρύκειο χάσει τη μαντική του σημασία, γίνεται τόπος λατρείας του Πάνα και των νυμφών, όπως φαίνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Σύμφωνα με τη μυθολογία ο πρώτος θεός που φέρεται ως ιδιοκτήτης του μαντείου ήταν η Γαία. Σύμφωνα με τον Παυσανία η Γαία είχε αναθέσει στη Δαφνίδα, μια νύμφη του βουνού, να δίνει τους χρησμούς «φασὶ γὰρ δὴ τὰ ἀρχαιότατα Γῆς εἶναι τὸ χρηστήριον, καὶ Δαφνίδα ἐπ’ αὐτῷ τετάχθαι πρόμαντιν ὑπὸ τῆς Γῆς».
Ο Παυσανίας αναφέρει επίσης και μια άλλη παράδοση που τη βρίσκει στο έπος του Μουσαίου «Ευμολπία» σύμφωνα με την οποία το μαντείο το είχαν από κοινού η Γαία με τον Ποσειδώνα. «Ποσειδῶνος ἐν κοινῷ καὶ Γῆς εἶναι τὸ μαντεῖον» Η Γαία χρησμοδοτούσε η ίδια, ενώ ο Ποσειδώνας είχε ως χρησμοδότη τον Πύρκωνα «καὶ τὴν μὲν χρᾶν αὐτήν, Ποσειδῶνι δὲ ὑπηρέτην ἐς τὰ μαντεύματα εἶναι Πύρκωνα». Τη Γαία ως πρώτη κτήτορα του μαντείου και τον Ποσειδώνα αναφέρει και ο Αισχύλος στις Ευμενίδες.
Από την άλλη το μαντείο ήταν της Θέμιδας 1 2 και ο Πύθωνας φέρεται ως ένα τέρας που το φύλαγε και ταυτόχρονα προκαλούσε διάφορες καταστροφές στην περιοχή· θόλωνε τα νερά στις πηγές και τα ρυάκια, άρπαζε τα κοπάδια και τους χωρικούς, κατέστρεφε τις σοδειές στην εύφορη πεδιάδα της Κρίσας και τρόμαζε τις Νύμφες. Αφού σκότωσε τον Πύθωνα ο Απόλλωνας, πήρε το μαντείο από τη Θέμιδα και αφιέρωσε στο ιερό ένα τρίποδα. Ο τρίποδας στο εξής θα αποτελεί ένα από τα σύμβολα του θεού και πάνω σ’ αυτόν θα κάθεται η Πυθία, για να δίνει τους χρησμούς της.
Σύμφωνα με άλλη παραλλαγή η Θέμιδα είχε παραχωρήσει το μαντείο στην αδελφή της την Τιτανίδα Φοίβη (λαμπερή), κι εκείνη το έκανε δώρο στον Απόλλωνα για τα γενέθλιά του. Έτσι απέκτησε το προσωνύμιο Φοίβος. Το μαντείο όμως συνδέεται και με τη λατρεία του θεού Διόνυσου, πριν ακόμη έρθει ο Απόλλωνας ή μετά τον Απόλλωνα. (Υπάρχει διχογνωμία σχετικά με αυτό το ζήτημα μεταξύ των μελετητών.
Επικρατέστερη άποψη είναι ότι ο Διόνυσος βρισκόταν στους Δελφούς πριν να έρθει ο Απόλλωνας, αφού σύμφωνα με νεότερες μελέτες και με πινακίδες της γραμμικής Β’ που βρέθηκαν στην Πύλο και αναφέρουν το όνομα του Διόνυσου, ο Διόνυσος θεωρείται παλαιότερος του Απόλλωνα.). Για το Διόνυσο διαβάζουμε και πάλι στις Ευμενίδες του Αισχύλου. Ως θεός της βλάστησης ο Διόνυσος γεννιέται και πεθαίνει κάθε χρόνο. Η λατρεία του στηρίζεται στις αλλαγές των εποχών οι οποίες συνδέονται και με τη ζωή του ανθρώπου: άνοιξη – γέννηση, καλοκαίρι – γονιμοποίηση, φθινόπωρο – φθορά, χειμώνας – θάνατος.
Η μαντική ικανότητα του Διόνυσου εκφραζόταν από εκστασιαζόμενες γυναίκες, που με το στόμα τους μιλούσε ο θεός (μανία). Με την εμφάνιση του Απόλλωνα στο μαντείο, συμβιβάζονται οι δύο θεοί, περιορίζεται η μαζική μανία των Διονυσιακών οργίων σε μια ομάδα, το «θίασο», που αποτελούνταν από τις Θυιάδες και απαγόρευε τη συμμετοχή σε άλλους. Το τραγούδι του Διόνυσου, ο διθύραμβος, αντηχεί στου Δελφούς τους χειμωνιάτικους μήνες, όταν ο Απόλλωνας βρίσκεται στους Υπερβόρειους.
Ο Παυσανίας αναφέρει ότι από ένα ύμνο που είχε συνθέσει μια ντόπια, η Βοιώ, ιδρυτές του ναού ήταν οι Υπερβόρειοι. Είχαν έρθει μαζί με άλλους ο Παγασός, ο Αγυιεύς και ο Ωλήνας, ο οποίος ήταν και ο πρώτος μάντης:
«Βοιὼ δὲ ἐπιχωρία γυνὴ ποιήσασα ὕμνον Δελφοῖς ἔφη κατασκευάσασθαι τὸ μαντεῖον τῷ θεῷ τοὺς ἀφικομένους ἐξ Ὑπερβορέων τούς τε ἄλλους καὶ Ὠλῆνα: τοῦτον δὲ καὶ μαντεύσασθαι πρῶτον καὶ ᾄσαι πρῶτον τὸ ἑξάμετρον. πεποίηκε δὲ ἡ Βοιὼ τοιάδε: ἔνθα τοι εὔμνηστον χρηστήριον ἐκτελέσαντο παῖδες Ὑπερβορέων Παγασὸς καὶ δῖος Ἀγυιεύς. ἐπαριθμοῦσα δὲ καὶ ἄλλους τῶν Ὑπερβορέων, ἐπὶ τελευτῇ τοῦ ὕμνου τὸν Ὠλῆνα ὠνόμασεν: Ὠλήν θ’, ὃς γένετο πρῶτος Φοίβοιο προφάτας, πρῶτος δ’ ἀρχαίων ἐπέων τεκτάνατ’ ἀοιδάν.»
»ἐνταυθοῖ νῦν πύθευ ἐπὶ χθονὶ βωτιανείρῃ: οὐδὲ σύ γε ζώουσα κακὸν δήλημα βροτοῖσιν ἔσσεαι, οἳ γαίης πολυφόρβου καρπὸν ἔδοντες ἐνθάδ’ ἀγινήσουσι τεληέσσας ἑκατόμβας: οὐδέ τί τοι θάνατόν γε δυσηλεγέ’ οὔτε Τυφωεὺς ἀρκέσει οὔτε Χίμαιρα δυσώνυμος, ἀλλά σέ γ’ αὐτοῦ πύσει Γαῖα μέλαινα καὶ ἠλέκτωρ Ὑπερίων»
Φυσικά υπάρχει και η άποψη του Παυσανία πως το δράκο Πύθωνα ο Απόλλωνας τον σκοτώνει μαζί με την αδερφή του την Άρτεμη. ( Ἀπόλλων καὶ Ἄρτεμις ἀποκτείναντες Πύθωνα) Ο Καλλίμαχος πάλι, στον Ύμνο στον Απόλλωνα, μιλάει για περισσότερα βέλη «τὸν μὲν σὺ κατήναρες ἄλλον ἐπ’ ἄλλῳβάλλων ὠκὺν ὀϊστόν». Ο Ευριπίδης στην Ιφιγένεια ἐν Ταύροις λέει πως σκότωσε τον Πύθωνα από την αγκαλιά της μητέρας του: «ἔτι νιν ἔτι βρέφος, ἔτι φίλας ἐπὶ ματέρος ἀγκάλαισι θρώισκων ἔκανες»
Σύμφωνα με τον Υγίνο, ένας χρησμός έλεγε πως ο Πύθωνας θα σκοτωνόταν από το γιο της Λητώς. Γι’ αυτό το λόγο ο Πύθωνας προσπάθησε να σκοτώσει τη Λητώ. Παράλληλα, η Ήρα που είχε μάθει ότι η Λητώ θα γεννούσε παιδιά από το Δία, έκανε ό,τι μπορούσε για να εμποδίσει τη γέννα. Ο Δίας, για να προστατέψει τη Λητώ, την έστειλε με τον Ποσειδώνα στο νησί Ορτυγία ή Αστερία, που τότε περιφερόταν, χωρίς να έχει σταθερή θέση ή ακόμα ήταν καλυμμένο από τα κύματα. Εκεί γέννησε η Λητώ, κάτω από ένα θόλο που σχημάτιζαν τα κύματα.
Την τρίτη μέρα από τη γέννησή του ο Απόλλωνας σκότωσε τον Πύθωνα. Έκλεισε τη στάχτη του σε σαρκοφάγο, και σύμφωνα με την παράδοση τάφηκε κάτω από τον ομφαλό του ναού των Δελφών. Είτε έτσι είτε αλλιώς ο Απόλλωνας σκότωσε ένα δράκο ή μια δράκαινα (αρσενικό ή θηλυκό φίδι) που φύλαγε τους Δελφούς. Το όνομα που παίρνει ο Απόλλωνας (Πύθιος) είτε οφείλεται στο όνομα του δράκου (Πύθων) είτε γιατί διέταξε το δράκο να σαπίσει (πύθευ). Ο Στράβων πάλι το ετυμολογεί από το ρ. πυνθάνομαι (Γεωγραφικά «κεκλῆσθαι δὲ καὶ τὴν προφήτιν (Πυθία)οὔτω καὶ τὴν πόλιν (Πυθώ) ἀπὸ τοῦ πυθέσθαι».
Άλλο όνομα του δράκου είναι και Δελφύνης, σύμφωνα με τον Λεάνδριο, ή Δέλφυνα, σύμφωνα με τον Καλλίμαχο, όπως διαβάζουμε στα Σχόλια για τα Αργοναυτικά του Απολλώνιου Ρόδιου: «ὅτι <Δελφύνης> ἐκαλεῖτο ὁ φυλάσσων τὸ ἐν Δελφοῖςχρηστήριον, Λεάνδριος καὶ Καλλίμαχος εἶπον· δράκαιναν δὲ αὐτήν φησιν εἶναι, θηλυκῶςκαλουμένην Δέλφυναν, αὐτὸς ὁ Καλλίμαχος». Αφού σκότωσε το δράκο ο Απόλλωνας, έπρεπε να εξαγνιστεί.
Ο Ομηρικός ύμνος δεν αναφέρει τίποτα. Σύμφωνα με τον Παυσανία πήγε στην Αιγιάλεια, το παλιό όνομα της Σικυώνας μαζί με την αδερφή του «παρεγένοντο ἐς τὴν Αἰγιάλειαν καθαρσίων ἕνεκα» ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, στην Κρήτη, όπου τους εξάγνισε ο Καρμάνορας: «οἱ μὲν ἐς Κρήτην παρὰ Καρμάνορα ἀπετράποντο». Ο Πλούταρχος εξηγώντας μια γιορτή των Δελφών, τα Σεπτήρια, μας λέει ότι πήγε στα Τέμπη «Τὸ μὲν οὖν Σεπτήριον ἔοικε μίμημα τῆς πρὸς τὸν Πύθωνα τοῦ θεοῦ μάχης εἶναι καὶ τῆς μετὰ τὴν μάχην ἐπὶ τὰ Τέμπη φυγῆς καὶ ἐκδιώξεως».
Στα Τέμπη ο Απόλλωνας δούλεψε ως σκλάβος του Βασιλιά των Φερρών Άδμητου για επτά χρόνια· γυρνώντας στους Δελφούς έφερε μαζί του και κλαδιά δάφνης με τα οποία έκτισε τον πρώτο ναό. Υπάρχει όμως και η εξής δελφική παράδοση, στην οποία όμως δεν έχουμε εξαγνισμό: όταν γεννήθηκε ο Απόλλωνας, ο Δίας τον στεφάνωσε με χρυσή ταινία, του έδωσε τη λύρα κι αφού τον ανέβασε σ’ ένα άρμα που το έσερναν κύκνοι, τον έστειλε να εγκατασταθεί στη μαντείο των Δελφών.
Χωρίς να ξέρουμε για ποιο λόγο, ο Απόλλωνας δεν πήγε στο μαντείο αλλά στη χώρα των Υπερβορείων. Εκεί κάθισε για ένα χρόνο και κάποια στιγμή επιτέλους γύρισε στους Δελφούς, με το ίδιο άρμα που το έσερναν κύκνοι. Οι Δελφοί χαιρέτισαν τον ερχομό του Απόλλωνα· τραγουδούσαν τα αηδόνια, τα χελιδόνια, μέχρι και τα τζιτζίκια. Ο ποταμός Κηφισός, για να τον τιμήσει, φούσκωσε τα κύματά του και χάρισε στην πηγή Κασταλία τα μαντικά της νερά.
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
Οι Δελφοί είναι γνωστοί ως ο ομφαλός της γης. Σύμφωνα με το μύθο, όταν ο Δίας απελευθέρωσε δύο αετούς, τον έναν από την ανατολή και τον άλλον από τη Δύση, εκείνοι συναντήθηκαν σε αυτό το μέρος που θεωρήθηκε το κέντρο του κόσμου. Αρχικά το μαντείο άνηκε στη Γαία που ζούσε εκεί με το γιο της Πύθωνα. Ο Θεός Απόλλωνας όμως σκότωσε τον Πύθωνα και το ιερό μέρος έγινε δικό του. Η φήμη του μαντείου των Δελφών είχε φτάσει σε όλον τον κόσμο και πολλοί ήταν εκείνοι που έρχονταν ζητώντας κάποια συμβουλή. Οι χρησμοί δίνονταν από το Θεό Απόλλωνα μέσω της Πυθίας. Αρχικά η Πυθία ήταν μια νεαρή με ενάρετο βίο, αλλά λόγω της μεγάλης φήμης του Μαντείου, οι ιέρειες αυξήθηκαν σε δύο…
Συνήθως ως ιέρειες επιλέγονταν γυναίκες από τους Δελφούς ή κάποια άλλη κοντινή περιοχή. Για να δοθεί ο χρησμός ακολουθούνταν κάθε φορά η ίδια τελετουργία. Η Πυθία πλενόταν στα νερά της Κασταλίας πηγής για να εξαγνισθεί και κατόπιν άναβε φωτιά μέσα στο ναό. Το άτομο που ζητούσε χρησμό στεκόταν σε ξεχωριστό δωμάτιο, τον οίκο. Η ιέρεια αφού άκουγε την ερώτηση, μασούσε φύλλα δάφνης και ανέβαινε στο τρίποδο ανάμεσα στις αναθυμιάσεις.
Όταν έπεφτε σε έκσταση άρχιζε να λέει λόγια που δεν έβγαζαν νόημα. Οι ιερείς μετέφραζαν το χρησμό και τελικά έδιναν στον απεσταλμένο μια λογική απάντηση. Οι χρησμοί του Μαντείου ήταν πάντα σοφοί και γίνονταν δεκτοί από όλους με μεγάλο σεβασμό. Το Μαντείο των Δελφών αποτελούσε θρησκευτικό κέντρο και ασκούσε μεγάλη επιρροή σε όλον τον κόσμο. Το 394 μ.Χ. το ιερό χάνει το σεβασμό και τη δύναμή του και κλείνει οριστικά με διάταγμα του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου.
Σύμφωνα με γεωλογικές και χημικές έρευνες ο ομφαλός βράχος βρισκόταν πάνω από ένα χάσμα από το οποίο ανέβαιναν αναθυμιάσεις αιθανίου, μεθανίόυ και αιθυλενίου. Τα αέρια αυτά όπως είναι γνωστό σήμερα προκαλούν παραισθήσεις και οράματα σε όποιον τα εισπνεύσει. Οι Δελφοί ήταν αρχαία ελληνική πόλη στην οποία λειτούργησε το σημαντικότερο μαντείο του αρχαιοελληνικού κόσμου. Η πόλη αναφέρεται από τους ομηρικούς χρόνους με την ονομασία Πυθώ. Στην αρχή των ιστορικών χρόνων ήταν μία από τις πόλεις της αρχαίας Φωκίδας, αλλά σταδιακά ο ρόλος της πόλης ενισχύθηκε και εξελίχθηκε σε πανελλήνιο κέντρο και ιερή πόλη των αρχαίων Ελλήνων.
Αποτέλεσε επίσης κέντρο της Δελφικής Αμφικτυονίας. Οι Δελφοί διατήρησαν τη σημαντική τους θέση μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ., οπότε δόθηκε οριστικό τέλος στη λειτουργία του μαντείου με διάταγμα του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄. Τους επόμενους αιώνες η πόλη παρήκμασε και εγκαταλείφθηκε οριστικά την περίοδο των Σλαβικών επιδρομών. Tο πολιτικό γεγονός που καθόρισε την εξέλιξη του ιερού των Δελφών την Ελληνιστική εποχή υπήρξε η σταδιακή εξάρτησή του από την Αιτωλική Συμπολιτεία, η οποία συστήθηκε αρκετά νωρίς και μέχρι τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. ήταν δεδομένη για τον Ελληνικό κόσμο.
Ιδιαίτερα μάλιστα μετά τις επιδρομές των Κελτών, οπότε οι Αιτωλοί αμύνθηκαν με επιτυχία προστατεύοντας το ιερό, απέκτησαν το δικαίωμα επέμβασης στις υποθέσεις του. Μετά το Χρεμωνίδειο πόλεμο (267 – 262 π.Χ.), και ενόσω τα περισσότερα μέρη της Ελλάδας υπέφεραν από πολέμους και καταστροφές, οι Δελφοί υπό την Αιτωλική προστασία ευδοκιμούσαν. Αυτή την περίοδο το ιερό του Απόλλωνα είχε γεμίσει από δώρα και αφιερώματα, τα πιο σπουδαία από τα οποία προέρχονταν από το Αιτωλικό Κοινό.
Για παράδειγμα ένα άγαλμα της Αιτωλίας, καθισμένης σε Κελτικά άρματα, είχε αφιερωθεί στον Απόλλωνα Πύθιο σε ανάμνηση της απώθησης της Κελτικής εισβολής, ενώ για τη νίκη των Αιτωλών εναντίον των Ακαρναναίων είχαν ανατεθεί στο ιερό αγάλματα της Άρτεμης και του Απόλλωνα καθώς και των Αιτωλών στρατηγών. Από τα πλέον επιφανή δώρα στους Δελφούς ήταν η διάσημη στοά (pastas) που χρηματοδότησε ο Άτταλος και χτίστηκε λίγα χρόνια πριν το 223 / 2 π.Χ., οπότε και η Δελφική Αμφικτιονία με σχετική της απόφαση περιόρισε τον αριθμό των αφιερωμάτων και των προσκυνητών στη στοά, προκειμένου να μη φθαρεί.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ
Προϊστορία – Μυκηναϊκή Περίοδος
Σύμφωνα με την παράδοση, στην περιοχή των Δελφών υπήρχε ιερό αφιερωμένο στη γυναικεία θεότητα της Γαίας και φύλακάς του είχε τοποθετηθεί ο φοβερός δράκοντας Πύθων. Σύμφωνα με τοπικούς μύθους κύριος του ιερού έγινε ο Απόλλωνας όταν σκότωσε τον Πύθωνα. Στη συνέχεια ο θεός μεταμορφωμένος σε δελφίνι μετέφερε στην περιοχή Κρήτες, οι οποίοι ίδρυσαν το ιερό του. Ο μύθος αυτός σχετικά με την κυριαρχία του Απόλλωνα επιβίωσε σε εορταστικές αναπαραστάσεις στις τοπικές γιορτές, όπως τα Σεπτήρια, τα Δελφίνια, τα Θαργήλια, τα Θεοφάνεια, και τα Πύθια.
Τα παλαιότερα ευρήματα στην περιοχή των Δελφών έχουν εντοπιστεί στο Κωρύκειο Άντρο και χρονολογούνται στη νεολιθική εποχή (4000 π.Χ.) Από το 4.000 π.Χ. μέχρι τα Μυκηναϊκά χρόνια (1550 π.Χ.) δεν υπάρχουν ευρήματα, γεγονός που δείχνει ότι η περιοχή πιθανόν έμεινε ακατοίκητη στο διάστημα αυτό. Στο ξεκίνημα της Μυκηναϊκής περιόδου εγκαταστάθηκαν στο χώρο των Δελφών Αχαιοί προερχόμενοι από τη Θεσσαλία και ίδρυσαν οργανωμένη πόλη. Από την πόλη αυτή έχουν βρεθεί κατάλοιπα Μυκηναϊκού οικισμού και νεκροταφείου.
Πιστεύεται πως αντιστοιχεί στην πόλη που αναφέρεται στον κατάλογο των Νεών της Ιλιάδας, με το όνομα Πυθώ. Η Πυθώ ήταν μία από τις εννέα Φωκικές πόλεις που συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο, στο πλευρό των υπολοίπων Αχαιών. Με το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου η πόλη εγκαταλείφθηκε, όπως και πολλά ακόμα Μυκηναϊκά κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Για τους επόμενους τέσσερις αιώνες δεν παρατηρήθηκε καμία σημαντική εγκατάσταση στην περιοχή.
Τα ευρήματα από την περιοχή παρέμειναν ελάχιστα και πολύ αποσπασματικά μέχρι τον 8ο αιώνα π.Χ., οπότε και επικράτησε οριστικά η λατρεία του Απόλλωνα και άρχισε η ανάπτυξη του ιερού και του μαντείου. Προς το τέλος του 7ου αιώνα π.Χ. οικοδομήθηκαν οι πρώτοι λίθινοι ναοί, αφιερωμένοι ο ένας στον Απόλλωνα και ο άλλος στην Αθηνά, που λατρευόταν επίσημα, με την επωνυμία «Προναία» ή «Προνοία» και είχε δικό της τέμενος. Σύμφωνα με αρχαίες μαρτυρίες και αρχαιολογικά ευρήματα, στους Δελφούς λατρεύονταν ακόμη η Άρτεμη, ο Ποσειδώνας, ο Διόνυσος, ο Ερμής, ο Ζευς Πολιεύς, η Υγιεία και η Ειλείθυια.
Ιστορικά Χρόνια
Από τον 8ο αιώνα, όταν πλέον επικράτησε η λατρεία του Απόλλωνα, το ιερό των Δελφών απέκτησε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο, ενώ η επιρροή του εξαπλώθηκε σταδιακά σε ένα μεγάλο τμήμα του ευρύτερου χώρου της ανατολικής Μεσογείου. Σημαντικός αριθμός αφιερωμάτων που βρέθηκαν στους Δελφούς, προέρχεται ακόμα και από περιοχές της Συρίας και της Αρμενίας, γεγονός που μαρτυρά την έκταση της επιρροής του ιερού. Λόγω του μεγάλου κύρους του μαντείου, οι Ελληνικές πόλεις κατέφευγαν σ’ αυτό για να βοηθηθούν στη λήψη σημαντικών αποφάσεων.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του αποικισμού, όπου οι μητροπόλεις κατέφευγαν στο μαντείο για να το συμβουλευτούν, για την επιλογή κατάλληλης θέσης για την ίδρυση αποικίας. Το ιερό των Δελφών έγινε σταδιακά κέντρο της σημαντικότερης Αμφικτυονίας του αρχαίου Ελληνικού κόσμου, Η Αμφικτυονία αυτή που έγινε γνωστή ως Δελφική Αμφικτυονία, ήταν μία ομοσπονδιακή ένωση δώδεκα φυλών με θρησκευτικό κυρίως χαρακτήρα. Συμμετείχαν σε αυτή οι φυλές της κεντρικής Ελλάδας και ηγετική θέση ανάμεσά τους κατείχαν οι Θεσσαλοί. Αρχικά είχε κέντρο της την Ανθήλη της Μαλίδας, αλλά από τα μέσα του 7ου αιώνα έκανε κέντρο της τους Δελφούς.
Στις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα η Δελφική Αμφικτυονία διεξήγαγε πόλεμο με την γειτονική πόλη των Δελφών, την Κρίσα. Ο πόλεμος αυτός ονομάστηκε Α΄ Ιερός πόλεμος και είχε ως κατάληξη την καταστροφή της Κρίσας. Αποτέλεσμα του πολέμου ήταν οι Δελφοί να αυξήσουν την πανελλήνια θρησκευτική και πολιτική τους επιρροή και να μεγαλώσουν σε έκταση, αποκτώντας εδάφη που μέχρι τότε ανήκαν στην Κρίσα. Παράλληλα μετά το τέλος του πολέμου διοργανώθηκαν για πρώτη φορά τα Πύθια, οι δεύτεροι σε σημασία πανελλήνιοι αγώνες μετά τους Ολυμπιακούς.
Στα πρώτα Πύθια που διοργανώθηκαν το 586 π.Χ. δόθηκαν ως έπαθλα στους νικητές των αγώνων, χρηματικά δώρα από τα λάφυρα της Κρίσας. Από τους επόμενους αγώνες καθιερώθηκε ως τιμητικό βραβείο των νικητών το δάφνινο στεφάνι. Την περίοδο των Περσικών πολέμων το μαντείο των Δελφών εξέδωσε αρκετούς δυσοίωνους χρησμούς για τις Ελληνικές πόλεις, γεγονός που αποδόθηκε από μεταγενέστερους ιστορικούς σε φιλοπερσική στάση που κράτησε. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως οι Δελφοί δέχτηκαν επίθεση από τους Πέρσες.
Συγκεκριμένα αναφέρει πως αφού ο Ξέρξης πέρασε τις Θερμοπύλες και κατευθυνόταν προς τη Φωκίδα, έστειλα ένα στρατιωτικό σώμα προς τους Δελφούς για να αποσπάσει θησαυρούς. Όταν οι Πέρσες πλησίασαν στους Δελφούς, δύο κορυφές από τον Παρνασσό αποκόπηκαν και έπεσαν πάνω τους, ενώ παράλληλα καταδιώχθηκαν από δύο τοπικούς ήρωες, τον Φύλακο και τον Αυτόνοο. Οι Δελφοί παρέμειναν ανεξάρτητη πόλη μέχρι το 448 π.Χ. όταν οι Αθηναίοι βοήθησαν τους Φωκείς να εντάξουν το ιερό στην ομοσπονδία τους. Τότε οι Σπαρτιάτες αντέδρασαν με αποτέλεσμα να ξεσπάσει ο δεύτερος Ιερός Πόλεμος .
Οι Σπαρτιάτες αρχικά επανέφεραν την πόλη στην προηγούμενη κατάστασή της αλλά με νέα παρέμβαση των Αθηναίων η πόλη αποδόθηκε πάλι στους Φωκείς. Οι Φωκείς διατήρησαν τον έλεγχο του μαντειου μέχρι το 421 π.Χ. Τη χρονιά αυτή η πόλη των Δελφών ανεξαρτητοποιήθηκε και πάλι ως συνέπεια της Νικίειου ειρήνης. Το 356 π.Χ. οι Φωκείς κατέλαβαν τους Δελφούς, όταν το Αμφικτιονικό συνέδριο, που ελεγχόταν τότε από τη Θήβα, τους επέβαλλε ένα βαρύ πρόστιμο. Το γεγονός αυτό οδήγησε στο ξέσπασμα του τρίτου Ιερού Πολέμου.
Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου λεηλατήθηκαν όλοι οι θησαυροί των Δελφών για να χρηματοδοτηθεί ο στρατός των Φωκέων. Οι Φωκείς τελικά ηττήθηκαν δέκα χρόνια μετά με επέμβαση του Φιλίππου και οι Δελφοί πέρασαν πάλι στον έλεγχο της Δελφικής Αμφικτυονίας που πλέον ελεγχόταν από τους Μακεδόνες. Ένας τέταρτος ιερός πόλεμος ξέσπασε το 339 π.Χ. στον οποίο αναμείχθηκαν οι Λοκροί της Άμφισσας και οδήγησε τελικά στην επέμβαση του Φιλίππου στη νότια Ελλάδα.
Κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. οι Δελφοί πέρασαν στον έλεγχο της νέας δύναμης που αναδείχτηκε στην νότια Ελλάδα, της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Οι Αιτωλοί κατέλαβαν το ιερό το 290 π.Χ. Λίγα χρόνια μετά, το 279 π.Χ., η πόλη των Δελφών βρέθηκε σε κίνδυνο από την επιδρομή των Γαλατών στον Ελλαδικό χώρο. Την επιδρομή αυτή αντιμετώπισαν με επιτυχία οι Αιτωλοί και προστάτευσαν το ιερό. Η πόλη συνέχισε να ευδοκιμεί και να πλουτίζει σε δώρα και αφιερώματα και κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα. Τα περισσότερα αφιερώματα αυτής της περιόδους προέρχονται από τις πόλεις της Αιτωλικής Συμπολιτείας.
Το 190 π.Χ. οι Ρωμαίοι αφαίρεσαν από τους Αιτωλούς την κυριαρχία στο μαντείο των Δελφών. Λίγα χρόνια μετά, το 168 π.Χ. οι Δελφοί πέρασαν σε Ρωμαϊκή κυριαρχία. Κατά τη διάρκεια των Μιθριδατικών πολέμων οι Δελφοί λεηλατήθηκαν από τον Σύλλα το 86 π.Χ.. Τον 2ο αιώνα μ.Χ. επισκέφθηκε τους Δελφούς ο περιηγητής Παυσανίας, ο οποίος περιέγραψε αναλυτικά τον χώρο. Η διεξοδική περιγραφή του συνέβαλε σημαντικά στην ανασύνθεση του χώρου.
Η λειτουργία του μαντείου τερματίστηκε το 394 με διάταγμα του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α’. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, οι Δελφοί έγιναν έδρα επισκοπής, αλλά εγκαταλείφθηκαν στις αρχές του 7ου αιώνα μ.Χ., κατά την περίοδο των Σλαβικών επιδρομών.
ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ
Ο αρχαιολογικός τόπος είχε κατοικηθεί από το χωριό Καστρί, ήδη από τον Μεσαίωνα. Οι κάτοικοι είχαν χρησιμοποιήσει τους μαρμάρινους κίονες και κατασκευές ως δοκούς στήριξης και οροφές για τα πρόχειρα σπίτια τους, συνηθισμένο τρόπο ανοικοδόμησης πόλεων, εν όλω ή εν μέρει κατεστραμμένων, ιδιαίτερα μετά το σεισμό του 1580, που ισοπέδωσε αρκετά χωριά στη Φωκίδα. Ήταν αναγκαίο να μετακινηθεί το χωριό ώστε να μπορέσουν να γίνουν οι ανασκαφές κάτι όμως που αρνούνταν οι κάτοικοι.
Η ευκαιρία να μετατοπισθεί το χωριό δόθηκε όταν αυτό καταστράφηκε μερικώς από σεισμό και οι κάτοικοι έδωσαν τον αρχαιολογικό χώρο με αντάλλαγμα ένα νέο χωριό. Το 1893 η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή αφαίρεσε σημαντική ποσότητα εδάφους από πολυάριθμους τόπους, έτσι ώστε τα σημαντικά κτήρια του ιερού του Απόλλωνα, όπως επίσης και χιλιάδες αντικειμένων, επιγραφών και γλυπτών να έρθουν στην επιφάνεια. Τέσσερις περιοχές του χώρου αναστηλώθηκαν περισσότερο ή λιγότερο.
Ο Θησαυρός των Αθηναίων αναστηλώθηκε ολόκληρος λόγω του πλήθους των αυθεντικών αρχαίων αντικειμένων που βρέθηκαν από την γαλλική ομάδα υπό την χορηγία του Δημάρχου Αθηναίων. Ο Βωμός των Χιωτών αναστηλώθηκε το 1959 από την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία. Η Θόλος και ο Ναός του Απόλλωνα υπέστησαν μικρές αναστηλώσεις.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
Στους πρόποδες του Παρνασσού, στο υποβλητικό φυσικό τοπίο που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο θεόρατους βράχους, τις Φαιδριάδες, βρίσκεται το πανελλήνιο ιερό των Δελφών και το πιο ξακουστό μαντείο της αρχαίας Ελλάδας. Οι Δελφοί ήταν ο ομφαλός της γης, όπου, σύμφωνα με τη μυθολογία, συναντήθηκαν οι δύο αετοί που έστειλε ο Δίας από τα άκρα του σύμπαντος για να βρει το κέντρο του κόσμου, και για πολλούς αιώνες αποτελούσαν το πνευματικό και θρησκευτικό κέντρο και το σύμβολο της ενότητας του αρχαίου ελληνισμού. Η ιστορία των Δελφών χάνεται στην προϊστορία και στους μύθους των αρχαίων Ελλήνων.
Σύμφωνα με την παράδοση, εδώ αρχικά υπήρχε ιερό αφιερωμένο στη γυναικεία θεότητα της Γης, και φύλακάς του ήταν ο φοβερός δράκοντας Πύθων. Ο Απόλλωνας σκότωσε τον Πύθωνα και το δικό του ιερό ιδρύθηκε από Κρήτες που έφθασαν στην Κίρρα, το επίνειο των Δελφών, με τη συνοδεία του θεού, μεταμορφωμένου σε δελφίνι. Ο μύθος αυτός σχετικά με την κυριαρχία του Απόλλωνα επιβίωσε σε εορταστικές αναπαραστάσεις που γίνονταν στους Δελφούς, τα Σεπτήρια, τα Δελφίνια, τα Θαργήλεια, τα Θεοφάνεια, και, βέβαια, τα περίφημα Πύθια, που τελούνταν για να θυμίζουν τη νίκη του θεού εναντίον του Πύθωνα και περιελάμβαναν μουσικούς διαγωνισμούς και γυμνικούς αγώνες.
Τα παλαιότερα ευρήματα στην περιοχή των Δελφών χρονολογούνται στη Νεολιθική εποχή (4000 π.Χ.) και προέρχονται από το Κωρύκειο Άντρο, σπήλαιο στον Παρνασσό, όπου τελούνταν οι πρώτες λατρείες. Εντός των ορίων του ιερού βρέθηκαν κατάλοιπα Μυκηναϊκού οικισμού και νεκροταφείου. Τα ίχνη κατοίκησης είναι ελάχιστα και πολύ αποσπασματικά μέχρι τον 8ο αιώνα π.Χ., περίοδο κατά την οποία επικράτησε οριστικά η λατρεία του Απόλλωνα και άρχισε η ανάπτυξη του ιερού και του μαντείου.
Προς το τέλος του 7ου αι. π.Χ. οικοδομήθηκαν οι πρώτοι λίθινοι ναοί, αφιερωμένοι ο ένας στον Απόλλωνα και ο άλλος στην Αθηνά, που επίσης λατρευόταν επίσημα, με την επωνυμία «Προναία› ή «Προνοία› και είχε δικό της τέμενος. Σύμφωνα με φιλολογικές μαρτυρίες και αρχαιολογικά ευρήματα, στους Δελφούς λατρεύονταν, ακόμη, η Άρτεμις, ο Ποσειδώνας, ο Διόνυσος, ο Ερμής, ο Ζευς Πολιεύς, η Υγεία και η Ειλείθυια. Με το ιερό συνδέεται ο θεσμός της Αμφικτυονίας, της ομοσπονδίας από δώδεκα φυλές της Θεσσαλίας και της Στερεάς, που αποτελούσε αρχικά θρησκευτική ένωση, ενώ αργότερα απέκτησε και πολιτική σημασία.
Η Δελφική Αμφικτυονία είχε τον έλεγχο της περιουσίας και λειτουργίας του ιερού, αφού όριζε τους ιερείς και τους άλλους αξιωματούχους, εκλέγοντάς τους πάντα από κατοίκους των Δελφών. Υπό την προστασία και τη διοίκησή της τον 6ο αιώνα π.Χ. το ιερό εδραίωσε την αυτονομία του έναντι των διεκδικητών του (Α΄ Ιερός πόλεμος), αύξησε την πανελλήνια θρησκευτική και πολιτική επιρροή του, μεγάλωσε σε έκταση και αναδιοργάνωσε τα Πύθια, τους δεύτερους σε σημασία πανελλήνιους αγώνες μετά τους Ολυμπιακούς, που τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια.
Η περίοδος από τον 6ο έως τον 4ο αιώνα π.Χ. συμπίπτει με τη μεγάλη ακμή του Δελφικού μαντείου. Οι χρησμοί του, που θεωρούνταν οι πιο αξιόπιστοι, εκφράζονταν από την Πυθία, ιέρεια του μαντείου, και ερμηνεύονταν από τους ιερείς του Απόλλωνα. Πόλεις, ηγεμόνες και απλοί άνθρωποι έσπευδαν να συμβουλευθούν το θεό και εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους με λαμπρά αναθήματα, που σταδιακά κατέκλυσαν το ιερό. Η φήμη του μαντείου έφθασε στα πέρατα του κόσμου και η έναρξη της λειτουργίας του χανόταν στα βάθη της αρχαιότητας και του μύθου.
Πιστεύεται ότι το δελφικό μαντείο διατύπωσε καθοριστικές προβλέψεις σχετικά με τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, την Αργοναυτική εκστρατεία και τον Τρωικό πόλεμο, ενώ βεβαιωμένος είναι ο σπουδαίος ρόλος της γνωμοδότησής του στην ίδρυση των Ελληνικών αποικιών. Ακριβώς, όμως, το γόητρο και η ισχύς των Δελφών προκάλεσαν δύο ακόμη Ιερούς Πολέμους, στα μέσα του 5ου και στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. μία νέα πολιτική και στρατιωτική δύναμη εμφανίζεται στο προσκήνιο, οι Αιτωλοί, που εκφράζουν τη δυναμική τους παρουσία στο ιερό με διάφορα αναθήματα.
Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής κυριαρχίας (μετά το 168 π.Χ.) οι Δελφοί άλλοτε ευνοήθηκαν και άλλοτε λεηλατήθηκαν από τους αυτοκράτορες, όπως από το Σύλλα το 86 π.Χ. Η παρακμή του μαντείου επήλθε με το φιλοσοφικό κίνημα του ορθολογισμού τον 3ο αιώνα π.Χ., ωστόσο, το τυπικό στη λειτουργία του έμεινε αναλλοίωτο έως το 2ο αιώνα μ.Χ., την εποχή του Αδριανού. Τότε το επισκέφθηκε ο περιηγητής Παυσανίας, ο οποίος κατέγραψε λεπτομερώς πάρα πολλά κατάλοιπα κτιρίων, επιγραφών και γλυπτών. Η διεξοδική περιγραφή του συνέβαλε σημαντικά στην ανασύνθεση του χώρου.
Το 394 μ.Χ. δόθηκε οριστικό τέλος στη λειτουργία του μαντείου με διάταγμα του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού οι Δελφοί έγιναν έδρα επισκοπής, αλλά εγκαταλείφθηκαν στις αρχές του του 7ου αιώνα μ.Χ., εποχή επέλασης των Σλάβων. Σταδιακά το αρχαίο ιερό επιχώσθηκε και καλύφθηκε ενώ, πολύ αργότερα, πάνω στα θαμμένα ερείπιά του εγκαταστάθηκε ένα ολόκληρο χωριό, το Καστρί, που στους νεότερους χρόνους δέχθηκε τις επισκέψεις των αρχαιόφιλων περιηγητών. Η έρευνα στον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών άρχισε γύρω στο 1860 από Γερμανούς.
Το 1891 οι Γάλλοι πήραν από την Ελληνική κυβέρνηση έγκριση για διεξαγωγή συστηματικών ερευνών και τότε άρχισε η λεγόμενη «Μεγάλη Ανασκαφή›, αφού πρώτα απομακρύνθηκε το χωριό Καστρί. Κατά τη διάρκειά της ήλθαν στο φως εντυπωσιακά ευρήματα, ανάμεσα στα οποία και περίπου 3.000 επιγραφές, που αποκαλύπτουν διάφορες πτυχές του αρχαίου δημοσίου βίου. Σήμερα, οι εργασίες στο χώρο των δύο Δελφικών ιερών συνεχίζονται με τη συνεργασία της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της Γαλλικής Σχολής, με ανασκαφική αλλά και αναστηλωτική δραστηριότητα.
Το μοναδικό μνημείο που διέθετε το αρχαίο υλικό για τη σχεδόν πλήρη αναστήλωσή του ήταν ο θησαυρός των Αθηναίων, που αποκαταστάθηκε το 1903 – 1906 από τους Γάλλους με έξοδα του Δήμου Αθηναίων. Άλλα μνημεία που έχουν αναστηλωθεί είναι ο βωμός των Χίων, ο ναός του Απόλλωνα και η θόλος. Στη νεότερη εποχή, ο χώρος των Δελφών συνδέθηκε με την προσπάθεια αναβίωσης της δελφικής ιδέας, από τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό και τη σύζυγό του Εύα, οι οποίοι παρουσίασαν δύο παραστάσεις αρχαίου δράματος, το 1927 και το 1930, θέλοντας να δημιουργήσουν ένα νέο πνευματικό ομφαλό της γης.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
Ο αρχαιολογικός χώρος των Δελφών περιλαμβάνει δύο τεμένη, ένα αφιερωμένο στον Απόλλωνα και ένα στην Αθηνά, καθώς και άλλου είδους εγκαταστάσεις, κυρίως αθλητικές. Όσοι έρχονταν από την Αθήνα συναντούσαν πρώτα το ιερό της Αθηνάς Προναίας, δηλαδή της Αθηνάς που βρισκόταν πριν από το ναό του Απόλλωνα. Εδώ σώζεται η περίφημη θόλος, το κυκλικό κτήριο και ερείπια των τριών ναών της θεάς, δύο πώρινων, κτισμένων στο ίδιο σημείο, που χρονολογούνται στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. και στο 500 π.Χ., και ενός νεότερου, ασβεστολιθικού, που κτίσθηκε στο δυτικό άκρο του τεμένους μετά το σεισμό του 373 π.Χ.
Μέσα στο τέμενος σώζονται βωμοί αφιερωμένοι στο Δία Πολιέα, στην Αθηνά Εργάνη, στην Αθηνά Ζωστηρία, στην Ειλείθυια και στην Υγεία, κατάλοιπα κτιρίου, που έχει αποδοθεί στη λατρεία των ντόπιων ηρώων, Φυλάκου και Αυτόνοου, οι οποίοι με τη μορφή γιγάντων είχαν αποτρέψει την εισβολή των Περσών στους Δελφούς, καθώς και δύο θησαυροί Δωρικού και Αιολικού ρυθμού, με ανωδομή από Παριανό μάρμαρο. Ο ένας, από τον οποίο σώζεται ένα χαρακτηριστικό κιονόκρανο με φύλλα φοίνικα, ήταν αφιέρωμα των κατοίκων της μακρινής Μασσαλίας.
Το ιερό περιελάμβανε επίσης τρόπαιο – ενθύμιο της απόκρουσης των Περσών, υπαίθριο άγαλμα του Αυτοκράτορα Αδριανού και ένα οικοδόμημα που ονομάζεται »Οικία των Ιερέων». Προχωρώντας προς τα βορειοδυτικά συναντούσε κανείς το γυμνάσιο, χώρο αθλητικής προπόνησης και εκπαιδευτικό κέντρο, με την παλαίστρα και το συγκρότημα των λουτρών. Επόμενος σταθμός ήταν η Κασταλία, η ιερή κρήνη των Δελφών. Με το νερό της οι επισκέπτες ξεδιψούσαν από την μακριά πορεία τους και ταυτόχρονα εξαγνίζονταν πριν μπουν στο μαντείο.
Το κεντρικό και πιο σπουδαίο σημείο του χώρου αποτελούσε πάντα το ιερό του Απόλλωνα. Προστατευόταν από περίβολο, με είσοδο στη νοτιοανατολική του γωνία. Από το σημείο αυτό οι επισκέπτες ακολουθούσαν την Ιερά Οδό, το βασικό ιστό του τεμένους, που οδηγούσε στο ναό του Απόλλωνα με το περίφημο άδυτο, όπου έδινε τους χρησμούς της η Πυθία. Με πυρήνες το ναό και την Ιερά Οδό, το τέμενος σταδιακά μεγεθύνθηκε και ενισχύθηκε από μνημειώδεις αναλημματικούς τοίχους. Ο επικλινής χώρος του οργανώθηκε σε αλλεπάλληλα επίπεδα, που πλαισιώθηκαν από στοές (Αττάλου, Αιτωλών, Αθηναίων) και ήταν προσβάσιμα από αντίστοιχες πύλες στον περίβολο.
Ανάμεσά τους διακρίνονται διάσπαρτα τα λείψανα πολυάριθμων και ποικίλων αναθημάτων, που αφιερώθηκαν από τις Ελληνικές πόλεις ή από πλούσιους ιδιώτες με αφορμή διάφορες ιστορικές περιστάσεις και κοινωνικοπολιτικά γεγονότα ή απλώς για να εκφράσουν θρησκευτική ευλάβεια προς το θεό και το μαντείο του. Τα έργα αυτά αντιπροσωπεύουν την τεχνική δεξιότητα και την καλλιτεχνική πρόοδο των ανθρώπων εκείνης της εποχής, από τα βάθη της Ανατολής ως τα παράλια της Μεσογειακής λεκάνης, ενώ παράλληλα υποδηλώνουν την οικονομική ευρωστία των αναθετών.
Κυμαίνονται από χάλκινους ή αργυρούς τρίποδες (ένα από τα σύμβολα του μαντείου) μέχρι τα σύνθετα πολυπρόσωπα αγαλματικά συμπλέγματα, κατασκευασμένα από μάρμαρο ή χαλκό. Μεταξύ των αρχιτεκτονικών αφιερωμάτων, οι θησαυροί, εντυπωσιακοί και πολυτελέστατοι, στέγαζαν κινητά αναθήματα, αλλά πρωτίστως πρόβαλλαν την τέχνη της πατρίδας του κάθε αναθέτη. Η Ιερά Οδός πλαισιωνόταν από τέτοια αφιερώματα, πυκνά τοποθετημένα σε όλο της το μήκος. Στο κέντρο του ιερού, επάνω στο μεγάλο πλάτωμα, που σχημάτιζε ο μεγάλος αναλημματικός πολυγωνικός τοίχος, δέσποζε ο μεγαλοπρεπής ναός του Απόλλωνα.
Μπροστά στην είσοδό του οι επισκέπτες μπορούσαν να θαυμάσουν τα εντυπωσιακά αναθήματα που είχαν προσφέρει κυρίως πλούσιοι ιδιώτες. Ψηλότερα από το ναό, προς τα βορειοδυτικά, βρίσκεται το θέατρο, όπου τελούνταν οι δραματικοί και μουσικοί αγώνες των Πυθίων, ενώ ακόμη ψηλότερα, έξω από τον περίβολο του ιερού, βρισκόταν το στάδιο, που φιλοξενούσε τους αθλητικούς αγώνες. Έξω και γύρω από τα δύο τεμένη διατηρούνται διάσπαρτα τα ερείπια του οικισμού των Δελφών, που αναπτύχθηκε κυρίως στην κλασική και στη ρωμαϊκή περίοδο, καθώς και τάφοι από τις αντίστοιχες νεκροπόλεις.
ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
Ναός του Απόλλωνα
Ο ναός του Απόλλωνα, το σημαντικότερο μνημείο του ιερού του Απόλλωνα στους Δελφούς, βρισκόταν σε περίοπτη και κεντρική θέση μέσα στο τέμενος. Στο ναό στεγάζονταν τα αγάλματα και τα αφιερώματα προς το θεό, αλλά εδώ γίνονταν και οι ιεροτελεστίες που είχαν σχέση με τη λατρεία, η σπουδαιότερη από τις οποίες ήταν η διαδικασία της μαντείας. Στο ναό υπήρχε και το «χρησμογραφείο», όπου φυλάσσονταν τα αρχεία και οι κατάλογοι των Πυθιονικών, που καταστράφηκαν το 373 π.Χ.
Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο πρώτος ναός του Απόλλωνα που κτίσθηκε στους Δελφούς ήταν μία καλύβα από κλαδιά δάφνης, ο δεύτερος έγινε από κερί μελισσών και φτερά και ο τρίτος από χαλκό, ενώ ο τέταρτος κτίσθηκε από τους μυθικούς αρχιτέκτονες Τροφώνιο και Αγαμήδη με τη βοήθεια του ίδιου του Απόλλωνα. Αυτός πρέπει να ήταν ο πώρινος ναός, που καταστράφηκε από πυρκαγιά το 548 π.Χ. Ο ναός που τον διαδέχθηκε, οικοδομήθηκε με εισφορές που συγκεντρώθηκαν από όλη την Ελλάδα και από ξένους ηγεμόνες και ανέλαβε να τον ολοκληρώσει η μεγάλη αθηναϊκή οικογένεια των Αλκμαιωνιδών.
Ολοκληρώθηκε περίπου το 510 π.Χ., ήταν Δωρικός περίπτερος, με 6 κίονες στην πρόσοψη και 15 στις πλευρές. Ήταν πώρινος με μαρμάρινη πρόσοψη και εξαιρετικό γλυπτό διάκοσμο, φιλοτεχνημένο από το γλύπτη Αντήνορα. Θέμα του ανατολικού αετώματος ήταν η επιφάνεια του Απόλλωνα, η άφιξη του θεού στους Δελφούς με τη συνοδεία της αδελφής του Άρτεμης και της μητέρας του Λητούς. Στο κέντρο της παράστασης εικονιζόταν το άρμα με τους θεούς και δεξιά και αριστερά ανδρικές και γυναικείες μορφές.
Στο δυτικό αέτωμα απεικονιζόταν σκηνή Γιγαντομαχίας, από την οποία σώζονται μόνο οι μορφές της Αθηνάς, ενός πεσμένου Γίγαντα, μιας ανδρικής μορφής και τα μπροστινά μέρη δύο αλόγων. Ο σεισμός του 373 π.Χ. κατέστρεψε τον αρχαϊκό ναό και το ιερό κατέφυγε για δεύτερη φορά σε πανελλήνιο έρανο για την ανοικοδόμησή του. Ο τρίτος ιερός πόλεμος εμπόδισε τις εργασίες και μόλις το 330 π.Χ. ο ναός παραδόθηκε σε χρήση, κατασκευασμένος στο ίδιο σχέδιο και στις ίδιες σχεδόν διαστάσεις. Σε αυτό το ναό ανήκουν τα ερείπια που βλέπουμε σήμερα.
Πρόκειται για εντυπωσιακό κτίσμα, θαυμάσιο δείγμα του δωρικού ρυθμού, του οποίου αρχιτέκτονες ήταν ο Σπίνθαρος ο Κορίνθιος, ο Ξενόδωρος και ο Αγάθων. Ο ναός είναι περίπτερος, με 6 κίονες στις στενές πλευρές και 15 στις μακρές, με πρόδομο και οπισθόδομο δίστυλους εν παραστάσι. Ο σηκός του χωρίζεται σε τρία κλίτη με δύο κιονοστοιχίες, η καθεμία από τις οποίες έχει οκτώ ιωνικούς κίονες. Στο βαθύτερο επίπεδό του βρισκόταν το άδυτο, όπου εκτυλισσόταν η μαντική διαδικασία και στο οποίο είχαν πρόσβαση μόνο οι ιερείς που θα ερμήνευαν τα λόγια της Πυθίας.
Τα αετώματα από παριανό μάρμαρο φιλοτέχνησαν οι Αθηναίοι γλύπτες Πραξίας και Ανδροσθένης. Στο ανατολικό αέτωμα απεικονίζονταν ο Απόλλωνας με τις Μούσες και στο δυτικό ο Διόνυσος ανάμεσα στις Θυιάδες (Μαινάδες). Για το εσωτερικό του ναού γνωρίζουμε ελάχιστα στοιχεία, κυρίως από αρχαίους συγγραφείς: στους τοίχους του προνάου υπήρχαν χαραγμένα ρητά των επτά σοφών, όπως «Γνώθι Σαυτόν», «Μηδέν Άγαν» και το γράμμα Ε.
Επίσης, υπήρχε χάλκινη εικόνα του Ομήρου και βωμός του Ποσειδώνα, ενώ στο άδυτο υπήρχε το άγαλμα του θεού και ο ομφαλός. Στο ναό έχουν γίνει εργασίες αναστήλωσης, ενώ αποσπάσματα των αετωμάτων και από τις δύο οικοδομικές φάσεις του εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών.
Θησαυρός των Αθηναίων
Ο θησαυρός των Αθηναίων ήταν από τα πιο σπουδαία και εντυπωσιακά κτίσματα του τεμένους του Απόλλωνα. Δέσποζε επάνω στην Ιερά Οδό, αμέσως μετά την πρώτη προς βορρά στροφή της, δίπλα στο βουλευτήριο της πόλης των Δελφών και απέναντι από τους θησαυρούς των Κνιδίων και των Συρακουσίων. Το μικρό αυτό κτίσμα ήταν ένα είδος θησαυροφυλάκιου της Αθήνας, στο οποίο φυλάσσονταν τρόπαια από σημαντικές πολεμικές νίκες της πόλης και άλλα αντικείμενα που είχαν αφιερωθεί στο ιερό. Ο θησαυρός οικοδομήθηκε από την αθηναϊκή δημοκρατία στα τέλη του 6ου ή στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ.
Μάλιστα, θεωρείται το μνημείο που εκφράζει την επικράτηση των δημοκρατικών στην Αθήνα και την εκδίωξη των τυράννων. Σύμφωνα με μία άλλη ερμηνεία, η οποία στηρίζεται κυρίως στην περιγραφή του περιηγητή Παυσανία και στην επιγραφή που σώζεται στην πρόσοψη της νότιας κρηπίδας, ο θησαυρός οικοδομήθηκε σε ανάμνηση της απόκρουσης του περσικού κινδύνου μετά τη μάχη στο Μαραθώνα το 490 π.Χ. Πρόκειται για μικρό, δωρικού ρυθμού κτίσμα κατασκευασμένο από Παριανό μάρμαρο με τη μορφή ναΐσκου εν παραστάσι, όπως οι περισσότεροι θησαυροί.
Τα ανάγλυφα που τον κοσμούσαν αποτελούν δείγματα υψηλής πλαστικής στην τελευταία περίοδο της αρχαϊκής εποχής και μπορούν εύκολα να συγκριθούν με τις πρώιμες ερυθρόμορφες αγγειογραφίες ως προς την κομψότητα των μορφών, τις ελαφρές αναλογίες, τις έντονες και στερεές κινήσεις, αλλά και τις τολμηρές στάσεις. Στις ανάγλυφες μετόπες του εικονίζονται οι άθλοι του Ηρακλή (πίσω και βόρεια πλευρά) και του Θησέα (πρόσοψη και νότια πλευρά). Η αντιδιαστολή του Θησέα με τον Ηρακλή παραπέμπει στην αλλαγή πολιτεύματος στην Αθήνα με την επικράτηση της δημοκρατίας.
Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνεται και με τη γενικότερη επικράτηση στην τέχνη του 5ου αιώνα π.Χ. της εικονογραφίας του Θησέα, ενώ κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. κυριαρχούσε η εικονογραφία του Ηρακλή. Στη νότια μακριά πλευρά και στην πρόσοψη του κτίσματος, δηλαδή στις πλευρές που δεσπόζουν επάνω στη στροφή της Ιεράς Οδού, έχει δημιουργηθεί κρηπίδωμα που σχηματίζει τριγωνική πλατεία, όπου κατά τις επίσημες γιορτές και πομπές οι Αθηναίοι εξέθεταν τα λάφυρα από τη μάχη του Μαραθώνα και τα άλλα τρόπαια που φυλάσσονταν μέσα στο θησαυρό.
Στους τοίχους του κτηρίου σώθηκαν πολλές επιγραφές με κείμενα σημαντικά για τη μελέτη των αρχαίων εορτών και εθίμων, όπως η Πυρφορία, η Τριποδιφορία, η Πυθαΐς και η Δωδεκαΐς, που ήταν επίσημες πομπές των Αθηναίων στους Δελφούς, αλλά και για τη μελέτη της μουσικής, αφού στη νότια πλευρά, κοντά στην ανατολική γωνία, ήταν γραμμένοι οι δύο περίφημοι ύμνοι στον Απόλλωνα, τα μοναδικά αρχαιοελληνικά κείμενα που συνοδεύονται από μουσικό υπομνηματισμό και σήμερα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών.
Στο εσωτερικό του θησαυρού είναι χαραγμένα στους τοίχους σημαντικά τιμητικά ψηφίσματα για Αθηναίους, που χρονολογούνται από τον 3ο αιώνα π.Χ. και μετά, καθώς και ονόματα ενεχυροδανειστών, που χρησιμοποιούσαν το κτήριο στα μεταγενέστερα χρόνια. Ο θησαυρός των Αθηναίων ήταν το μοναδικό μνημείο των Δελφών που διέθετε αρκετό από το αρχαίο του υλικό και έτσι αναστηλώθηκε από τους Γάλλους το 1906 με χορηγία του τότε δημάρχου Αθηναίων, Σπύρου Μερκούρη. Οι μετόπες του μνημείου έχουν αποσπασθεί, έχουν συντηρηθεί και εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών και στη θέση τους έχουν τοποθετηθεί γύψινα εκμαγεία.
Πολυγωνικός Τοίχος των Δελφών
Όταν οικοδομήθηκε ο μεγάλος ναός στο ιερό του Απόλλωνα, σχηματίσθηκε άνδηρο, που στηριζόταν από δύο σχεδόν παράλληλους αναλημματικούς τοίχους. Ο ένας κατασκευάσθηκε στη βόρεια πλευρά για να τον προστατεύει από την πτώση βράχων. Ο δεύτερος κτίσθηκε στη νότια πλευρά του εδάφους, όπου θεμελιώθηκε ο ναός, για να συγκρατεί το έδαφος, ενώ ταυτόχρονα οριοθετούσε και την περιοχή της Άλω στα βορειοδυτικά. Αυτός είναι ο εντυπωσιακός πολυγωνικός τοίχος που βλέπει κανείς ανηφορίζοντας κατά μήκος της Ιεράς Οδού προς το ναό του Απόλλωνα, πίσω από τη στοά των Αθηναίων.
Χρονολογικά ανάγεται στο Β΄ μισό του 6ου αιώνα π.Χ. Ειδικότερα, φαίνεται ότι κατασκευάσθηκε μετά το 548 π.Χ., όταν καταστράφηκε από φωτιά ο παλαιότερος ναός, τον οποίο ανέλαβαν να αντικαταστήσουν οι Αλκμαιωνίδες μεταξύ των ετών 513 και 505 π.Χ. Αργότερα, τον 5ο αιώνα π.Χ., στον τοίχο αυτό στηρίχθηκε η στοά των Αθηναίων. Σήμερα στην επιφάνειά του είναι ακόμη ορατά τα αποτυπώματα της. Η ανέγερση αυτού του τοίχου και η απαιτούμενη ισοπέδωση του εδάφους, προϋπέθεταν την καταστροφή ορισμένων πρώιμων αρχαϊκών οικοδομημάτων γύρω από τον προηγούμενο ναό.
Έτσι τάφηκαν κάτω από σωρό επιχώσεων οίκοι ή θησαυροί ορθογώνιας κάτοψης, καθώς και το γνωστό αψιδωτό κτίσμα. Ο τοίχος είναι κτισμένος κατά το σύστημα της πολυγωνικής Λέσβιας τοιχοποιίας, δηλαδή με καμπύλους αρμούς, χωρίς συνδέσμους, αλλά με τέλεια προσαρμογή. Σε κάτοψη έχει σχήμα ανεστραμμένου Π, με μήκος 90 μ. στη μακριά του πλευρά. Σήμερα λείπει το ανώτερο μέρος του, οι πλάκες επίστεψης, που ήταν κτισμένες κατά το ισόδομο σύστημα τοιχοποιίας, δηλαδή με στρώσεις ορθογώνιων λίθων, που είχαν ίδιο ύψος. Φαίνεται ότι υπήρχαν 4 ή 5 τέτοιες στρώσεις, και το αρχικό ύψος του τοίχου υπολογίζεται σε περίπου 2 μ. ακόμη.
Στην επιφάνειά του έχουν χαραχθεί πολλές και ποικίλες επιγραφές, συνολικά περίπου 800 κείμενα. Στην πλειονότητά τους είναι ψηφίσματα για την απελευθέρωση δούλων και χρονολογούνται κυρίως στον 3ο – 2ο αιώνα π.Χ. Στο μνημείο έχουν γίνει έργα συντήρησης και καθαρισμού.
Ο θησαυρός που αφιέρωσαν στους Δελφούς οι κάτοικοι της Σίφνου ήταν από τα πιο λαμπρά και πλούσια διακοσμημένα κτήρια στο ιερό του Απόλλωνα. Ήταν από τους πρώτους θησαυρούς που συναντούσε κανείς ανηφορίζοντας την Ιερά Οδό και βρισκόταν στην αριστερή πλευρά της, δίπλα στο θησαυρό της πελοποννησιακής Σικυώνας και απέναντι από αυτόν των Μεγάρων. Στο εσωτερικό του φυλάσσονταν τα πολύτιμα αναθήματα που προσέφεραν κατά καιρούς οι Σίφνιοι στο ιερό. Η παράδοση για την ίδρυση του θησαυρού αναφέρεται από τον Ηρόδοτο και από τον Παυσανία.
Σύμφωνα με αυτή, στο Β΄ μισό του 6ου αιώνα π.Χ. οι Σίφνιοι ήταν οι πιο πλούσιοι από όλους τους νησιώτες, επειδή είχαν αποκτήσει εξαιρετικά κέρδη από την εκμετάλλευση των μεταλλείων χρυσού και αργύρου που υπήρχαν στον τόπο τους. Αποφάσισαν, λοιπόν, να χαρίσουν στον Απόλλωνα τη δεκάτη από τα κέρδη τους, και έτσι έκτισαν το θησαυρό. Με βάση με τον πλαστικό διάκοσμο, η χρονολογία του μνημείου ανάγεται γύρω στο 525 π.Χ. ή λίγο νωρίτερα, αφού τη χρονιά εκείνη η Σίφνος λεηλατήθηκε από επαναστατημένους Σαμίους που είχαν ανάγκη χρημάτων.
Το κτήριο είναι μικρό σε διαστάσεις με μορφή ναΐσκου και για την κατασκευή του οι Σίφνιοι μετέφεραν ακριβό λευκό μάρμαρο από την Πάρο, ενώ για τα περισσότερα κτίσματα εκείνη την περίοδο έχει χρησιμοποιηθεί πωρόλιθος. Ήδη από την εποχή του Ηροδότου ήταν περίφημο για τον πλούσιο γλυπτό του διάκοσμο, που πράγματι αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα της ύστερης αρχαϊκής τέχνης. Στην πρόσοψη, ανάμεσα στις παραστάδες τοποθετήθηκαν αντί για κίονες δύο αγάλματα κορών, που στηρίζουν το επιστύλιο, χαρακτηριστικά παραδείγματα της ιωνικής τέχνης αυτής της περιόδου.
Το επιστύλιο κοσμείται από ιωνικό κυμάτιο και ζωφόρο, που περιβάλλει όλο το κτήριο. Στη δυτική πλευρά της παριστάνεται η κρίση του Πάρη, στη νότια η αρπαγή των Λευκιππιδών από τους Διόσκουρους, στη βόρεια, που είναι η καλύτερα διατηρημένη, η Γιγαντομαχία και στην ανατολική, στην πρόσοψη του μνημείου, η συγκέντρωση στον Όλυμπο των θεών που παρακολουθούν τον Τρωικό πόλεμο. Η ρωμαλέα έκφραση, η καθαρότητα, η δύναμη των μορφών και η εκπληκτική απόδοση των λεπτομερειών εντάσσονται αρμονικά στο χώρο της ζωφόρου, καλύπτοντας εύστοχα το διακοσμητικό χαρακτήρα της με τη σωστή διάταξη των μορφών και την αξιοποίηση του χώρου.
Το αέτωμα, που επιστεγάζει το θησαυρό στην πρόσοψή του, διαθέτει και αυτό γλυπτό διάκοσμο, ο οποίος παρουσιάζει το μύθο της διαμάχης του Ηρακλή με τον Απόλλωνα για το Δελφικό τρίποδα. Το συγκεκριμένο θέμα είναι από τα αγαπημένα των καλλιτεχνών της ύστερης Αρχαϊκής εποχής, καθώς εμφανίζεται και στην αγγειογραφία. Το αέτωμα επιστέφεται με τρία ακρωτήρια: το κεντρικό παριστάνει σφίγγα, ενώ τα δύο ακραία Νίκες. Σήμερα από το θησαυρό των Σιφνίων διατηρούνται στη θέση τους μόνο τα θεμέλια και ένας αστράγαλος από τη διακόσμηση της βάσης. Όλος ο σωζόμενος γλυπτός διάκοσμος του κτηρίου έχει συντηρηθεί και εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών.
Στοά των Αθηναίων
Από τα σημαντικά αναθήματα των Αθηναίων στους Δελφούς είναι η στοά, που έχει κτισθεί σε κεντρική θέση του ιερού του Απόλλωνα, κάτω από το μεγάλο ναό, μπροστά ακριβώς από τον πολυγωνικό αναλημματικό τοίχο και απέναντι από το χώρο της Άλω, όπου τελούνταν τα ιερά δρώμενα προς τιμήν του Απόλλωνα. Στο χώρο της φυλάσσονταν τα πολεμικά λάφυρα που αφιέρωσαν οι Αθηναίοι και προέρχονταν κυρίως από τις ναυτικές τους επιτυχίες εναντίον των Περσών.
Η στοά αποτελεί έργο του οικοδομικού προγράμματος του Περικλή και χρονολογείται μετά το 478 π.Χ., χρονιά κατά την οποία οι Αθηναίοι κατέστρεψαν την πλωτή γέφυρα που είχε κατασκευάσει ο Ξέρξης στον Ελλήσποντο για να περάσει με το στρατό του στην ευρωπαϊκή ακτή. Η ταύτιση του μνημείου είναι βέβαιη χάρη στην επιγραφή που ήταν χαραγμένη κατά μήκος του χαμηλότερου δόμου της βάσης του και όριζε το λόγο για τον οποίο είχε κτιστεί:
»ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΑΝΕΘΕΣΑΝ ΤΗΝ ΣΤΟΑΝ ΚΑΙ ΤΑ ΗΟΠΛΑ ΚΑΙ ΤΑΚΡΟΤΕΡΙΑ ΕΛΟΝΤΕΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΙΩΝ»
Εδώ, δηλαδή, ήταν αφιερωμένα τα «ακρωτήρια», δηλαδή τα ακρόπρωρα των περσικών πλοίων, και τα «όπλα», δηλαδή τα σχοινιά που συγκρατούσαν τη γέφυρα. Στα επόμενα χρόνια προστέθηκαν λάφυρα πλοίων και από άλλες νικηφόρες ναυμαχίες των Αθηναίων, όπως αυτές στη Μυκάλη, στη Σηστό, στη Σαλαμίνα και στον Ελλήσποντο. Η στοά ήταν ένας υπόστεγος χώρος, που χρησιμοποιούσε ως τοίχο στην πίσω του πλευρά τον πολυγωνικό αναλημματικό τοίχο του ναού, στο ανατολικό του τμήμα. Κατά μήκος του υπήρχε κτιστό βάθρο, επάνω στο οποίο είχαν στηθεί τα αναθήματα. Η στοά είναι ιωνικού ρυθμού.Έχει επτά μονόλιθους μαρμάρινους ραβδωτούς κίονες από πεντελικό μάρμαρο με βάσεις από παριανό μάρμαρο και μία πυκνή σειρά πεσσών, που ακουμπούσαν στον πολυγωνικό τοίχο. Όλη αυτή η υποδομή στήριζε την ξύλινη στέγη. Ο στυλοβάτης του κτηρίου ήταν κατασκευασμένος από ντόπιο ασβεστόλιθο και είχε τρεις βαθμίδες, στην ανώτερη από τις οποίες είναι προσεκτικά χαραγμένη η επιγραφή, με μεγάλα αττικά γράμματα. Το μνημείο σήμερα διατηρείται στο κατώτερο μέρος του, που έχει δεχθεί επεμβάσεις για τη συντήρησή του, ενώ δεν σώζονται η ανωδομή και η στέγη.
Αρχαίο Θέατρο Δελφών
Το θέατρο των Δελφών είναι ένα από τα λίγα θέατρα της αρχαίας Ελλάδας, για το οποίο γνωρίζουμε τόσο την ακριβή χρονολόγηση όσο και τις μορφές που είχε στη διάρκεια των αιώνων, το συνολικό του σχέδιο και την όψη του κοίλου. Βρίσκεται μέσα στο Ιερό του Απόλλωνα, στη βορειοδυτική γωνία και στη συνέχεια του περιβόλου του. Στην αρχαιότητα φιλοξενούσε τους αγώνες φωνητικής και ενόργανης μουσικής, που διεξάγονταν στο πλαίσιο των Πυθίων και άλλων θρησκευτικών εορτών και τελετουργιών, των οποίων η σημασία προσδίδει στο μνημείο πνευματική και καλλιτεχνική αξία ισότιμη με την αθλητική ιδέα που συμβολίζει το αρχαίο στάδιο της Ολυμπίας.
Η μορφή του πρώτου θεάτρου, που κατασκευάσθηκε στο χώρο, δεν μας είναι γνωστή. Είναι πιθανό ότι οι θεατές κάθονταν σε ξύλινα καθίσματα ή απ’ ευθείας στο έδαφος. Αργότερα, τον 4ο αιώνα π.Χ., κτίσθηκε το πρώτο πέτρινο θέατρο και ακολούθησαν πολλές επισκευές του. Τη σημερινή του μορφή, με τη λιθόστρωτη ορχήστρα, τα λίθινα εδώλια και τη σκηνή, έλαβε κατά τους πρώιμους Ρωμαϊκούς χρόνους, το 160 / 159 π.Χ., όταν ο Ευμένης Β΄ της Περγάμου χρηματοδότησε τις κατασκευαστικές και επισκευαστικές εργασίες που έγιναν στο μνημείο.
Το κοίλο του θεάτρου διαμορφώθηκε εν μέρει στο φυσικό έδαφος (στα βόρεια και δυτικά) και εν μέρει σε τεχνητή επίχωση (στα νότια και ανατολικά). Διαιρείται με το διάζωμα σε δύο ζώνες, από τις οποίες η ανώτερη έχει 8 σειρές εδωλίων και η κατώτερη 27. Οι δύο ζώνες χωρίζονται με ακτινωτές κλίμακες, σε έξι κερκίδες η επάνω και σε επτά η κάτω, συνολικής χωρητικότητας 5.000 θεατών. Η πεταλοειδής ορχήστρα πλαισιώνεται από αποχετευτικό αγωγό, ενώ το πλακόστρωτο δάπεδό της και το θωράκιο προς την πλευρά του κοίλου ανήκουν στους Ρωμαϊκούς χρόνους.
Στους τοίχους των παρόδων είναι εντοιχισμένες απελευθερωτικές επιγραφές, το κείμενο των οποίων, όμως, έχει χαθεί λόγω της φθοράς που έχει υποστεί η επιφάνεια των λιθοπλίνθων. Από τη σκηνή σώζονται μόνο τα θεμέλια. Φαίνεται ότι χωριζόταν σε δύο μέρη, το προσκήνιο και την κυρίως σκηνή. Τον 1ο αιώνα μ.Χ. η πρόσοψη του προσκηνίου διακοσμήθηκε με ζωφόρο, στην οποία απεικονίζονταν οι άθλοι του Ηρακλή.
Στο θέατρο έχουν γίνει ανασκαφές και εργασίες συντήρησης, ωστόσο το μνημείο έχει υποστεί αρκετές φθορές και πολλά αρχιτεκτονικά μέλη του (εδώλια και λιθόπλινθοι παρόδων) βρίσκονται ακόμη διάσπαρτα σε ολόκληρο το ιερό. Επί πλέον, το κοίλο παρουσιάζει φαινόμενα καθιζήσεων, ενώ έντονο είναι και το φαινόμενο των επιφανειακών απολεπίσεων και ρηγματώσεων των λίθων, που οδηγούν σε απώλεια μεγαλύτερων τμημάτων του ασβεστολιθικού υλικού.
Το μονοπάτι που οδηγούσε από την είσοδο του τεμένους του Απόλλωνα μέχρι το βωμό των Χίων και τον επιβλητικό ναό, ονομαζόταν Ιερά Οδός. Ήταν ο βασικός ιστός του ιερού και είχε πομπικό-τελετουργικό χαρακτήρα, αφού διευκόλυνε την κίνηση των προσκυνητών και των επισκεπτών του ιερού χώρου. Οι θεοπρόποι, όπως λέγονταν όσοι έρχονταν στους Δελφούς για να ζητήσουν χρησμό, ακολουθούσαν την Ιερά Οδό την 9η κάθε μήνα, ώστε να λάβουν σειρά προτεραιότητας για τη «μαντείαν» της Πυθίας, αφού προηγουμένως θυσίαζαν στο μεγάλο βωμό, που βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο της οδού.
Εξαίρεση αποτελούσαν οι πολίτες των πόλεων, αλλά και ορισμένοι επιφανείς ιδιώτες, που είχαν λάβει την «προμαντείαν», δηλαδή το δικαίωμα παράκαμψης της σειράς προτεραιότητας για τη λήψη της μαντείας, όπως ήταν οι Κορίνθιοι, οι Νάξιοι, οι Χίοι, οι Θηβαίοι και ο Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος Β΄. Η πρώτη φάση της Ιεράς Οδού τοποθετείται στα Αρχαϊκά χρόνια. Το οδόστρωμα που βλέπουμε σήμερα χρονολογείται στην πρωτοβυζαντινή εποχή και εξυπηρετούσε τις ανάγκες του οικισμού που ιδρύθηκε τότε στη θέση του αρχαίου ιερού. Στο οδόστρωμα αυτό είναι ενσωματωμένα αρχιτεκτονικά μέλη παλαιότερων κτισμάτων.
Τον ίδιο δρόμο, που έχει κατάλληλα συντηρηθεί, ακολουθούν και σήμερα οι επισκέπτες του αρχαιολογικού χώρου. Η Ιερά οδός ήταν ανηφορική και διέσχιζε το ιερό οφιοειδώς, σε μήκος περίπου 200 μέτρων, φθάνοντας ως το κέντρο του, μπροστά από το μνημειώδη βωμό. Πλαισιωνόταν από αγάλματα, εξέδρες και θησαυρούς, όπως λέγονταν τα κτήρια όπου τοποθετούνταν τα αφιερώματα των πόλεων. Τα μνημεία αυτά ήταν συνήθως αναμνηστικά κάποιου σημαντικού γεγονότος: μιας πολιτικής συμμαχίας, μιας σημαντικής νίκης στους αθλητικούς αγώνες των Δελφών, μιας νικηφόρας μάχης εναντίον ξένων ή Ελλήνων, όπως το ανάθημα των Αθηναίων για τη μάχη του Μαραθώνα.
Υπήρχαν, όμως, και αρκετά που είχαν αφιερωθεί μόνο για να ευχαριστήσουν το θεό για το χρησμό ή για την εύνοιά του απέναντι σε ολόκληρη την πόλη, σε μία οικογένεια ή σε έναν επιφανή ιδιώτη. Στο πρώτο μέρος της οδού ήταν στημένα τα γλυπτά αναθήματα και στο δεύτερο, μεγαλύτερο, δέσποζαν κυρίως οι θησαυροί των Ελληνικών πόλεων – κρατών, ενώ στο τελευταίο τμήμα, μπροστά από το ναό και το βωμό, είχαν στηθεί σπουδαία αναθήματα πλούσιων ιδιωτών ή πόλεων – κρατών, καθώς και το μνημείο που προσέφεραν όλοι οι Έλληνες μετά τη νίκη τους στις Πλαταιές.
Αρχαίο Γυμνάσιο Δελφών
Στην απότομη κατωφέρεια του εδάφους, που σχηματίζεται ανάμεσα στην Κασταλία κρήνη και στο τέμενος της Αθηνάς Προναίας, σώζονται τα ερείπια του γυμνασίου των Δελφών. Πρόκειται για ένα από τα πληρέστερα συγκροτήματα της αρχαιότητας, που περιλάμβανε το γυμνάσιο, την παλαίστρα και λουτρικές εγκαταστάσεις. Η οικοδόμησή του ανάγεται στον 4ο αιώνα π.Χ., ωστόσο δέχθηκε διάφορες μετατροπές και επισκευές κατά τη διάρκεια των αιώνων και η χρήση του συνεχίσθηκε μέχρι και τα ρωμαϊκά χρόνια, όταν προστέθηκαν τα θερμά λουτρά.
Αρχικά χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για την προπόνηση των αθλητών. Στο γυμνάσιο γινόταν η προπόνηση των ελαφρών αθλημάτων και στην παλαίστρα των βαρέων αθλημάτων, της πάλης, της πυγμής και του παγκρατίου. Αργότερα, στην ελληνιστική εποχή, μετατράπηκε σε χώρο για την πνευματική καλλιέργεια των πολιτών, όπου έδιναν διαλέξεις ρήτορες, σοφιστές, φιλόσοφοι και ποιητές. Το γυμνάσιο ήταν κτισμένο σε δύο επίπεδα. Το ανώτερο άνδηρο περιλάμβανε τον ξυστό, μία στεγασμένη στοά πλάτους 7 μ. και μήκους 178,35 μ., δηλαδή όσο ένα πυθικό στάδιο.
Εδώ ασκούνταν οι αθλητές στο τρέξιμο σε περίπτωση κακοκαιρίας και ονομαζόταν έτσι επειδή έπρεπε να ξύνεται για να ισοπεδώνεται. Πρόσφατες ανασκαφές ανέδειξαν τον ξυστό σε όλο του το μήκος. Αρχικά, στον 4ο αιώνα π.Χ., ήταν Δωρικού ρυθμού, κτισμένος από πωρόλιθο, αργότερα, όμως, οι Ρωμαίοι αντικατέστησαν την κιονοστοιχία της πρόσοψης με μία ιωνική, κατασκευασμένη από μάρμαρο. Παράλληλα προς τον ξυστό υπήρχε η παραδρομίδα, ένας ισοπεδωμένος υπαίθριος διάδρομος πλάτους 6 μ., για άσκηση στους αγώνες δρόμου.
Στο κατώτερο άνδηρο βρισκόταν η παλαίστρα, που περιλάμβανε μία τετράγωνη κεντρική αυλή με στοές ολόγυρα, χωρισμένες σε δωμάτια. Οι επιγραφές μας πληροφορούν για τη χρήση αυτών των δωματίων ως σφαιριστήριο, αποδυτήριο, κόνιμα, πιθανώς και ένα ιερό του Ερμή ή του Ηρακλή. Στην αυλή γινόταν η εξάσκηση στην πάλη ή στην πυγμαχία. Δυτικά της παλαίστρας διατηρείται ακόμη και σήμερα κυκλική πισίνα, διαμέτρου 10 μ. και βάθους 1,80 μ., που αποτελεί βασικό στοιχείο του Ελληνικού λουτρού.
Πίσω της, μια σειρά από κρουνούς τροφοδοτούσαν με νερό από την Κασταλία πηγή δέκα λίθινες λεκανίδες, που συγκοινωνούσαν μεταξύ τους. Πρόκειται για τους λουτήρες των αθλητών. Ακόμη δυτικότερα κτίσθηκε το 120 μ.Χ. Βαλανείο ή Ρωμαϊκές θέρμες, για ζεστά λουτρά. Μερικούς αιώνες αργότερα την περιοχή του γυμνασίου κατέλαβε ένα βυζαντινό μοναστήρι. Το καθολικό του, που είχε οικοδομηθεί επάνω από την παλαίστρα, κατεδαφίστηκε το 1898 για να γίνουν οι ανασκαφές. Μάλιστα, σε έναν από τους κλασικούς κίονες, που είχε ξαναχρησιμοποιηθεί στο μοναστήρι, χάραξε το όνομά του ο λόρδος Βύρων, όταν επισκέφθηκε τους Δελφούς.
Η Κασταλία αποτελούσε την ιερή πηγή των Δελφών και το νερό της διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στη λατρεία και στη λειτουργία του ιερού και του μαντείου. Εκεί πλενόταν η Πυθία, οι ιερείς και το προσωπικό του ναού, ενώ με το νερό της καθάριζαν και το ναό του Απόλλωνα. Εκεί έπρεπε υποχρεωτικά να πλυθούν και οι θεοπρόποι, δηλαδή όσοι θα ζητούσαν χρησμό, προκειμένου να εξαγνισθούν. Η Κασταλία πηγή βρίσκεται στη χαράδρα των Φαιδριάδων, στα ριζά του βράχου που σήμερα ονομάζεται Φλεμπούκος και στην αρχαιότητα λεγόταν Υάμπεια.
Από εκεί το ρέμα ξεχύνεται στην κοιλάδα του Πλειστού ως χείμαρρος, το σημερινό Αρκουδόρρεμα, όπου, σύμφωνα με το μύθο, ήταν η φωλιά του Πύθωνα. Το νερό της Κασταλίας πηγής έφθανε μέσω ενός αγωγού στην ομώνυμη κρήνη, που βρίσκεται ανάμεσα στο τέμενος του Απόλλωνα και στο αρχαίο γυμνάσιο των Δελφών. Η πρώτη κρήνη διαμορφώθηκε γύρω στο 600 – 590 π.Χ. κοντά στον αρχαίο δρόμο και είναι αυτή που βλέπουμε σήμερα δίπλα στο σύγχρονο δημόσιο δρόμο.
Η Κάτω Κασταλία, όπως ονομάζεται, είναι ένα ορθογώνιο κτίσμα διαστάσεων 8,20 x 6,64 μ., που περιλαμβάνει μία ορθογώνια κτιστή λεκάνη, με σύστημα αγωγών και κρουνών. Μπροστά της απλώνεται πλακόστρωτη αυλή με λίθινους πάγκους, στην οποία οδηγούσε μία σκάλα με 3 – 4 σκαλοπάτια. Το νερό έφθανε από την πηγή με αγωγό, που είχε λαξευθεί κάτω από την επιφάνεια του εδάφους με ιδιαίτερη επιμέλεια. Στους επόμενους αιώνες, μέχρι τα Ρωμαϊκά χρόνια, η κρήνη αναμορφώθηκε και επισκευάσθηκε αρκετές φορές, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες.
Η νεότερη μορφή της, η Κασταλία του βράχου, χρονολογείται στον 1ο αιώνα π.Χ. και είναι αυτή που είδε και περιέγραψε ο περιηγητής Παυσανίας. Βρίσκεται περίπου 50 μ. ψηλότερα από την Αρχαϊκή και πιο κοντά στην πηγή. Για την κατασκευή της χρειάσθηκε να λειανθεί ο βράχος σε πλάτος περισσότερο από 11 μ. και ύψος 12,50 μ. Εκεί δημιουργήθηκαν κόγχες, όπου τοποθετούνταν αναθήματα των πιστών για τη νύμφη Κασταλία. Η μεγαλύτερη από αυτές, στα δεξιά, μετατράπηκε σε εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Κάτω από τις κόγχες λαξεύθηκε στο βράχο μία στενόμακρη λεκάνη μήκους 10 μ. και πλάτους 0,50 μ., στην οποία έφθανε το νερό της πηγής με κλειστό αγωγό. Η λεκάνη ήταν σκεπαστή και η μία άκρη της άνοιγε έτσι ώστε να μπορεί να καθαρίζεται. Στην πρόσοψη της κρήνης υπήρχαν επτά χάλκινοι κρουνοί, που χωρίζονταν με επτά πεσσούς σκαλισμένους στο βράχο. Μπροστά από την κρήνη υπήρχε πλακόστρωτη αυλή, στην οποία κατέβαινε κανείς με οκτώ σκαλοπάτια, και στις τρεις πλευρές της υπήρχαν λίθινοι πάγκοι.
Η νεότερη κρήνη ανασκάφηκε το 1878 από τους Σ. Δραγάτση και Ε. Καστόρχη, ενώ η Αρχαϊκή το 1960 από τον Α. Ορλάνδο. Και στα δύο μνημεία έχουν γίνει κατά καιρούς εργασίες συντήρησης και αναστήλωσης.
Αρχαίο Στάδιο Δελφών
Το αρχαίο στάδιο των Δελφών είναι από τα καλύτερα διατηρημένα μνημεία του είδους. Βρίσκεται βορειοδυτικά του θεάτρου, στο ψηλότερο σημείο επάνω από το ιερό του Απόλλωνα και την πόλη των Δελφών. Όπως και στην αρχαιότητα, στην είσοδό του οδηγεί και σήμερα ένα ανηφορικό μονοπάτι, που ξεκινάει από την αριστερή πάροδο του θεάτρου. Το στάδιο είναι στενά δεμένο με την ιστορία των πανελλήνιων Πυθικών αγώνων, αφού εδώ διεξάγονταν τα αθλητικά αγωνίσματα.
Η αρχική διαμόρφωσή του χρονολογείται στον 5ο αιώνα π.Χ., όπως μαρτυρεί η επιγραφή που βρέθηκε εντοιχισμένη στο νότιο αναλημματικό τοίχο του. Στην πρώιμη μορφή του φανταζόμαστε τους θεατές καθισμένους στο έδαφος ή σε ξύλινα ικρία. Μνημειώδη λίθινα εδώλια απέκτησε μόλις το 2ο αιώνα μ.Χ., χάρη σε δωρεά του Ηρώδη Αττικού, πλούσιου Αθηναίου σοφιστή, ο οποίος παρήγγειλε για την κατασκευή τους ασβεστόλιθο Παρνασσού (και όχι λευκό μάρμαρο, όπως αναφέρει ο Παυσανίας). Τότε διαμορφώθηκε και η μνημειώδης τοξωτή θριαμβική είσοδος, η μοναδική σε αρχαίο στάδιο στην Ελλάδα.
Το στάδιο είναι κατασκευασμένο στη φυσική πλαγιά. Η βόρεια πλευρά του είναι φυσικά διαμορφωμένη, ενώ η νότια σχηματιζόταν με τεχνητή επίχωση, την οποία συγκρατούσε αναλημματικός τοίχος. Η είσοδός του βρίσκεται στην ανατολική πλευρά και σχηματίζεται με τριπλό τόξο στηριγμένο σε τέσσερις πεσσούς, από τους οποίους οι δύο κεντρικοί είχαν κόγχες για την τοποθέτηση αγαλμάτων. Κάτω από τα θριαμβικά αυτά τόξα περνούσαν υπό πανηγυρικές επευφημίες οι κριτές των αγώνων και οι αθλητές, καθώς έμπαιναν στο στάδιο.
Πίσω από την είσοδο, πάνω στο βράχο, έχει λαξευθεί εξέδρα με πέντε σκαλοπάτια, που ανήκει σε παλαιότερη διαμόρφωση του σταδίου, ενώ διακρίνονται και τα ερείπια μίας κρήνης. Το μήκος του στίβου ισοδυναμεί με ένα ρωμαϊκό στάδιο, δηλαδή 177,55 μ., ενώ το πλάτος του είναι 25,50 μ. Τις άκρες του στίβου διασχίζουν η γραμμή εκκίνησης, η «άφεση», όπως ονομάζεται, και το τέρμα, που αποτελούνται από πλάκες με βαθύνσεις κατάλληλες για την τοποθέτηση των ποδιών των αθλητών και για την ένθεση ξύλινων πασσάλων μεταξύ των συμμετεχόντων στα αγωνίσματα δρόμου.
Το στάδιο έχει σχήμα φουρκέτας: δύο παράλληλες ζώνες εδράνων, χωρισμένες σε κερκίδες, συναντώνται σε ημικύκλιο, τη λεγόμενη «σφενδόνη», στο δυτικό άκρο. Τα έδρανα στηρίζονται πάνω σε πόδιο ύψους 1,30 μ. Τα εδώλια της βόρειας πλευράς διακόπτει ο χώρος όπου κάθονταν οι κριτές, ένας πάγκος με ερεισίνωτο. Τα έδρανα αυτής της πλευράς, προς το πρανές, εκτείνονται σε 12 σειρές, ενώ της νότιας πλευράς μόνο σε 6 σειρές, λόγω της μεγάλης κλίσης του εδάφους. Τα έδρανα διέκοπταν κατά διαστήματα κλίμακες, που διευκόλυναν την κυκλοφορία των θεατών.
Υπολογίζεται ότι σε αυτή τη μορφή του το στάδιο είχε χωρητικότητα 5.000 θεατών. Στο μνημείο έχουν γίνει έργα συντήρησης και αναστήλωσης, ωστόσο, μεγάλο τμήμα του νότιου αναλημματικού τοίχου έχει καταρρεύσει και χρήζει αναστήλωσης, εφόσον τα δομικά του μέλη σώζονται κατά χώραν.
Θόλος της Αθηνάς Προναίας
Η Θόλος είναι, ίσως, το πιο χαρακτηριστικό μνημείο των Δελφών, που δεσπόζει στο ιερό της Αθηνάς Προναίας ανάμεσα στο νεότερο ναό της Αθηνάς και στο θησαυρό των Μασσαλιωτών. Πρόκειται για αριστούργημα της κλασικής αρχιτεκτονικής, του οποίου, όμως, αγνοούμε τη χρήση. Έχει συσχετισθεί με χθόνια λατρεία, ωστόσο, ο περιηγητής Παυσανίας, που είδε τα ερείπιά του το 2ο αιώνα μ.Χ. δεν το μνημονεύει ως ναό. Το εντυπωσιακό κυκλικό κτήριο χρονολογείται στο 380 π.Χ. Όπως μαθαίνουμε από το Βιτρούβιο, υπεύθυνος αρχιτέκτονας για την κατασκευή της Θόλου ήταν ο Θεόδωρος από τη Φώκαια ή τη Φωκίδα, ο οποίος, μάλιστα, είχε γράψει και βιβλίο για τον τρόπο οικοδόμησής της.
Η Θόλος συνθέτει σχεδόν όλους τους ρυθμούς του κλασικού αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Οι είκοσι κίονες του εξωτερικού περιστυλίου είναι δωρικοί και επιστέφονται από ζωφόρο με ανάγλυφες μετόπες που κοσμούνταν με παραστάσεις από την Αμαζονομαχία και την Κενταυρομαχία. Ο κυκλικός σηκός με συμπαγείς τοίχους επίσης επιστέφεται από δωρική ζωφόρο με τρίγλυφα και ανάγλυφες μετόπες μικρότερου μεγέθους, ενώ στο εσωτερικό του στέκονταν δέκα ημικίονες κορινθιακού ρυθμού. Όλο το κτήριο στηρίζεται σε κρηπίδωμα με τρεις χαμηλές βαθμίδες.
Για την ανωδομή του μνημείου χρησιμοποιήθηκε συνδυασμός υλικών, που είχε ως αποτέλεσμα την πολυχρωμία: παριανό και πεντελικό μάρμαρο, καθώς και σκούρος γαλάζιος Ελευσίνιος ασβεστόλιθος για τον τονισμό δομικών λεπτομερειών, στον τοιχοβάτη και στο δάπεδο. Η οροφή ήταν επίσης μαρμάρινη και από τη διακόσμησή της έχουν σωθεί ορισμένα ρομβοειδή φατνώματα. Προβληματική είναι αποκατάσταση της στέγης, ιδίως μετά την αποκάλυψη δύο σειρών από σίμες. Η πιο πρόσφατη θεωρία αποκαθιστά κωνική στέγη, σε σχήμα Κινέζικου καπέλου.
Η στέγη ήταν και αυτή κοσμημένη με ακρωτήρια σε μορφή γυναικών, σε στάση σχεδόν χορευτική. Τα ανάγλυφα, δυστυχώς, απολαξεύθηκαν από τους Χριστιανούς στα μεταγενέστερα χρόνια. Η Θόλος αναστηλώθηκε μερικώς το 1938, ενώ αρχιτεκτονικά μέλη και, κυρίως, τα σωζόμενα τμήματα από το γλυπτό διάκοσμό της έχουν συντηρηθεί και εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών.
Ανάθημα του Δαόχου
Το ανάθημα του Δαόχου ήταν από τα πιο πλούσια και εντυπωσιακά αφιερώματα ιδιωτών στο ιερό των Δελφών. Βρισκόταν στην περιοχή βορειοανατολικά του ναού του Απόλλωνα, επάνω σε στενόμακρο λίθινο βάθρο, εκεί όπου είχαν τοποθετηθεί και άλλα αναθήματα, των Αιτωλών, των Φωκέων και των Δεινομενιδών. Αναθέτης του μνημείου ήταν ο Δάοχος Β΄, από τα Φάρσαλα, τετράρχης της Θεσσαλίας και ιερομνήμων, δηλαδή αντιπρόσωπος της πατρίδας του στη Δελφική αμφικτυονία, από το 339 ως το 334 π.Χ.
Φαίνεται, ότι με αφορμή αυτή τη σχέση του με το ιερό, ο Δάοχος θέλησε να τιμήσει την οικογένειά του, μέλη της οποίας ήταν λαμπροί αθλητές που είχαν κερδίσει και στους αγώνες των Δελφών. Το μνημείο πρέπει να αφιερώθηκε γύρω στο 337 π.Χ., δηλαδή σε μία περίοδο κατά την οποία συνεχώς αυξανόταν η επιρροή του Φιλίππου Β΄, Βασιλιά της Μακεδονίας, στην Αμφικτυονία των Δελφών αλλά και στη Θεσσαλία, πατρίδα του Δαόχου. Μάλιστα, ο Δάοχος είχε προσωπικούς δεσμούς με το Μακεδόνα Βασιλιά. Το έργο αποδίδεται στον περίφημο γλύπτη Λύσιππο ή στη σχολή του. Πρόκειται για γλυπτό σύνταγμα, που αποτελείται από ένα μεγάλο βάθρο, επάνω στο οποίο στέκονταν στη σειρά εννέα μαρμάρινα αγάλματα.
Η ταύτιση του μνημείου μπορεί να γίνει με βεβαιότητα χάρη στις επιγραφές που συνοδεύουν τις μορφές και αναφέρουν τα ονόματα και τα σημαντικά κατορθώματα της κάθε μιας. Στο δεξιό άκρο υπήρχε το άγαλμα του θεού Απόλλωνα, καθισμένου επάνω σε ομφαλό, και αριστερά του έξι αγάλματα προγόνων του Δαόχου: πρώτος στη σειρά ο γενάρχης Ακνόνιος, που παρουσιάζει την οικογένεια στο θεό, και στη συνέχεια οι γιοι του, ο Αγίας, σπουδαίος αθλητής του παγκρατίου, που είχε νικήσει πολλές φορές σε πανελλήνιους αγώνες, ο παλαιστής Τηλέμαχος και ο δρομέας Αγέλαος.
Σύμφωνα με την επιγραφή και τα τρία αδέλφια κατόρθωσαν να νικήσουν ο καθένας στο άθλημά του στους Πυθικούς αγώνες της ίδιας χρονιάς. Ακολουθεί ο Δάοχος Α΄, που ήταν γιος του Αγία, και ο γιος του, Σίσυφος Α΄, ο πατέρας του αναθέτη, ο οποίος σύμφωνα με την επιγραφή είχε διακριθεί για τη στρατιωτική του δράση. Ακολουθεί το άγαλμα του ίδιου του Δαόχου Β΄ και αυτό του γιου του, Σίσυφου Β΄.
Το μνημείο διατηρείται ακέραιο κατά το μεγαλύτερο μέρος του. Τα σωζόμενα αγάλματα εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών, επάνω στην κοινή τους βάση, που μεταφέρθηκε από το χώρο όπου ήταν τοποθετημένο το σύνταγμα στην αρχαιότητα.
Λέσχη Κνιδίων
Ένα από τα σημαντικά μνημεία του αρχαιολογικού χώρου των Δελφών όχι τόσο για την αρχιτεκτονική κατασκευή, όσο για τον πλούσιο ζωγραφικό διάκοσμο αποτελούσε η λέσχη των Κνιδίων. Ήταν ένα οικοδόμημα που αφιέρωσε ο δήμος των Κνιδίων στον Απόλλωνα. Η Κνίδος ήταν μια από τις σημαντικές πόλεις των Μικρασιατικών παράλιων με σημαντική ιστορία, αποικίες στη Σικελία και τη Ναύκρατι της Αιγύπτου και ανέπτυξε σπουδαίο πολιτισμό. Βρισκόταν στα νότια παράλια της Μικράς Ασίας, στη χερσόνησο απέναντι από τα νησιά Κως και Νίσυρος, και διέθετε σημαντική ιατρική σχολή. Οι Κνίδιοι είχαν ιδιαίτερες σχέσεις με το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς.
Κατά τη διάρκεια των Περσικών πολέμων η Κνίδος ήταν μια από τις Μικρασιατικές πόλεις που δέχτηκαν την επίθεση των Περσών. Οι Κνίδιοι προσπάθησαν να αμυνθούν, δημιουργώντας μια τάφρο και απομονώνοντας τη χερσόνησο από την ενδοχώρα. Ωστόσο, κατά την κατασκευή της τάφρου πολλοί Κνίδιοι τραυματίστηκαν και αποφάσισαν να στείλουν απεσταλμένους στο Μαντείο των Δελφών για να ζητήσουν τη συμβουλή του Απόλλωνα. Η απάντηση του Απόλλωνα ήταν αρνητική, καθώς τους έλεγε ότι ο Δίας δεν ενέκρινε το έργο της τάφρου και για το λόγο αυτό σταμάτησαν τις εργασίες και εναπόθεσαν όλες τους τις ελπίδες στη βοήθεια του θεού.
Όταν αργότερα οι Κνίδιοι βοήθησαν τον Κίμωνα στη μεγάλη νίκη κατά των Περσών στον Ευρυμέδοντα ποταμό (468 π.Χ.), ο Απόλλωνας είχε εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Η λέσχη αφιερώθηκε στο Ιερό μέσα στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα, λίγα χρόνια μετά τα Μηδικά, τους νικηφόρους αγώνες των Ελλήνων ενάντια στους Πέρσες εισβολείς. Τα ερείπια της λέσχης, ορθογώνιου κτηρίου με πρόσοψη 19 περίπου μ. και πλάτος 9,5 μ., εντοπίστηκαν σε επαφή σχεδόν με τον περίβολο που ορίζει το χώρο του τεμένους του Απόλλωνα, στη βορειοανατολική άκρη του.
Η λέσχη χρησιμοποιούνταν για συναθροίσεις, συζητήσεις και ξεκούραση αλλά πιθανόν και για άθληση επειδή ο κεντρικός χώρος ανάμεσα στις κιονοστοιχίες ήταν αστέγαστος. Πρόκειται για ένα ορθογώνιο κτήριο με δύο σειρές τεσσάρων κιόνων στο εσωτερικό του που, μάλλον, ήταν ξύλινοι με λίθινες βάσεις. Για την στήριξη του κτιρίου εξαιτίας του κατηφορικού εδάφους κατασκευάστηκε αναλημματικός τοίχος στον οποίο σώζεται η αναθηματική επιγραφή «Κνιδίων ο δάμος το ανάλαμμα Απόλλωνι» και τιμητικές επιγραφές για Κνιδίους. Η πλαγιά στην οποία είχε χτιστεί το κτήριο της λέσχης διαμορφώθηκε αργότερα σε έναν ισόπεδο χώρο μπροστά της.
Η κατασκευή αυτή, αφιέρωμα κι η ίδια των Κνιδίων, εξομάλυνε την πλαγιά και διευκόλυνε την πρόσβαση προς αυτή. Η λέσχη ήταν περίφημη για τον πλούσιο ζωγραφικό της διάκοσμο που σύμφωνα με τον Παυσανία φιλοτέχνησε ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της αρχαιότητας, ο περίφημος Θάσιος ζωγράφος Πολύγνωτος γύρω στο 475 – 460 π.Χ. Ο Παυσανίας, τον 2ο αιώνα μ.Χ., περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες τις τοιχογραφίες που έχουν σαν θέμα την άλωση της Τροίας (Ιλίου Πέρσις) και τη κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη (Νέκυια).
Οι ζωγραφικές συνθέσεις ήταν πολυπρόσωπες και αφηγούνταν διάφορα επεισόδια γύρω από δύο θεματικούς άξονες, την Νέκυια, που πραγματευόταν την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη, και την Άλωση της Τροίας, την Ιλίου Πέρσιν. Εξακόσια χρόνια μετά τις θαύμασε και μας τις περιγράφει με εξαιρετική λεπτομέρεια στο έργο του ο περιηγητής Παυσανίας.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΔΕΛΦΩΝ
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών, από τα πιο σημαντικά στην Ελλάδα, παρουσιάζει την ιστορία του φημισμένου Δελφικού ιερού και του πιο ξακουστού μαντείου του αρχαίου Ελληνικού κόσμου. Οι πλούσιες συλλογές του περιλαμβάνουν κυρίως αρχιτεκτονικά γλυπτά, αγάλματα και έργα μικροτεχνίας, αφιερώματα των πιστών στο ιερό, τα οποία ανακλούν τη θρησκευτικο-πολιτική και καλλιτεχνική δραστηριότητά του σε όλη την ιστορική του πορεία, από την ίδρυση του Απολλώνειου τεμένους τον 8ο αιώνα π.Χ. έως την παρακμή του στα χρόνια της ύστερης αρχαιότητας.
Το μουσείο στεγάζεται σε διώροφο κτήριο συνολικού εμβαδού 2.270 τ.μ. Η μόνιμη έκθεσή του καταλαμβάνει δεκατέσσερις αίθουσες και οι αποθηκευτικοί χώροι έκταση 558 τ.μ. Διαθέτει εργαστήριο συντήρησης κεραμικών και μεταλλικών αντικειμένων, καθώς και εργαστήριο αποκατάστασης ψηφιδωτού. Ύστερα από την τελευταία ανακαίνιση του κτηρίου, διαμορφώθηκαν χώροι υποδοχής και εξυπηρέτησης των επισκεπτών, κυλικείο και πωλητήριο εντύπων. Το μουσείο εποπτεύεται από τη Ι΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Ιστορικό
Το πρώτο μουσείο στους Δελφούς, αποτελούμενο από δύο πτέρυγες, οικοδομήθηκε το 1903 σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Tournaire, με δωρεά του ευεργέτη Α. Συγγρού, για να στεγάσει τα ευρήματα της μεγάλης Γαλλικής ανασκαφής, που είχε αρχίσει το 1892. Το κτήριο επισκευάσθηκε και επεκτάθηκε το 1935 – 1936, ενώ δύο χρόνια αργότερα άρχισε η επανέκθεση των αρχαιοτήτων. Οι δύο πρώτες εκθέσεις έγιναν με τη συνεργασία Ελλήνων και Γάλλων αρχαιολόγων.
Περαιτέρω βελτιωτικές ενέργειες πραγματοποιήθηκαν το 1956, με την κατασκευή αποθήκης για τις επιγραφές. Το 1958 αποφασίσθηκε πλήρης ανανέωση, σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις περί εκθετικής φιλοσοφίας, που επιβαλλόταν, άλλωστε, και από την απόκρυψη των αρχαίων κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής. Τα έργα άρχισαν το καλοκαίρι του 1958, βασισμένα σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Το μουσείο απέκτησε δύο νέες αίθουσες, αυτές των μεταλλικών μικροαντικειμένων και του Ηνιόχου, και παράλληλα μετασκευάσθηκαν οι τρεις ήδη υπάρχουσες.
Πρώην αποθηκευτικοί χώροι διαρρυθμίστηκαν σε γραφεία, ξενώνα και αποθήκη, ενώ μπροστά από τα γραφεία διαμορφώθηκε στοά, όπου εκτέθηκαν αγάλματα ελληνιστικής εποχής (η στοά φράχθηκε το 1980 χάριν επέκτασης των γραφείων της Εφορείας). Δίπλα στο μουσείο οικοδομήθηκαν εργαστήρια αποθήκες και γλυπτών, αγγείων και αρχιτεκτονικών μελών. Η επανέκθεση των αρχαίων διήρκεσε από το 1960 ως το 1963. Το 1975 τμήμα του τότε εργαστηρίου και της αποθήκης γλυπτών μετατράπηκε σε αίθουσα για την έκθεση του ταύρου και των χρυσελεφάντινων αντικειμένων από την ανασκαφή του αποθέτη της Ιεράς Οδού.
Η αίθουσα αποπερατώθηκε και εγκαινιάσθηκε το 1978, ενώ το Δεκέμβριο του 1979 οικοδομήθηκε δεύτερη κλίμακα καθόδου των επισκεπτών στην είσοδο του κτηρίου. Η τελευταία επέκταση και εκσυγχρονισμός του μουσείου ολοκληρώθηκε το 1999. Έγινε ανακαίνιση των υπαρχόντων εκθεσιακών χώρων, αναβάθμιση και κατασκευή νέων εργαστηριακών χώρων, κατασκευή αποθήκης και γραφείων, διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου, βελτιωτικές επεμβάσεις στο αρχιτεκτονικό κέλυφος του κτηρίου, στη στέγη και στα δάπεδα, κατασκευή χώρων υποδοχής, κυλικείου και πωλητηρίου εντύπων.
Παράλληλα, υλοποιήθηκε η επανέκθεση ολόκληρης της συλλογής του μουσείου, στο πλαίσιο της οποίας δημιουργήθηκαν χώροι εξυπηρέτησης του κοινού, εργαστηριακοί χώροι και αποθήκες, αναδείχθηκαν τα εκθέματα και εμπλουτίσθηκαν με νέα, δημιουργήθηκε υπόβαθρο για εποπτικό υλικό σύγχρονης τεχνολογίας, βελτιώθηκαν οι εκθετικές δυνατότητες και έγινε αναδιαρρύθμιση των εκθεμάτων σύμφωνα με τη νέα μουσειολογική αντίληψη.
Εκθέσεις
Η μόνιμη έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Δελφών έχει ως κύριο θέμα την ιστορία του Δελφικού ιερού και μαντείου και περιλαμβάνει αντικείμενα, που καλύπτουν χρονολογικά πολλούς αιώνες, από τα προϊστορικά χρόνια έως την ύστερη αρχαιότητα. Τα περισσότερα είναι προσφορές των πιστών στο ιερό και χρονολογούνται στην περίοδο ακμής του, από την αρχαϊκή έως τη Ρωμαϊκή εποχή.
Βασικός ιστός της παρουσίασής τους είναι αφ’ ενός η τήρηση του χρονολογικού πλαισίου μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται η ανάπτυξη του ιερού και αφ’ ετέρου η ανάδειξη συνόλων ευρημάτων με κοινή προέλευση είτε τοπογραφική (ιερό Προναίας, αποθέτης Ιεράς Οδού) είτε κτηριακή (ναός Απόλλωνα, θησαυρός Σιφνίων).
Τα εκθέματα ομαδοποιούνται και εντάσσονται σε ευρύτερες εκθεσιακές ενότητες ώστε ο επισκέπτης να μπορεί να κατανοήσει τις περιόδους ακμής ή κάμψης του ιερού, την οικονομική ευρωστία των εκάστοτε αναθετών, την ταυτότητα των καλλιτεχνικών εργαστηρίων που αναλάμβαναν την παραγωγή, την οικιστική και δημογραφική ανάπτυξη γύρω από το ιερό. Σημαντικός παράγοντας στην οργάνωση της έκθεσης είναι η φύση των εκθεμάτων: οι πλαστικές και αρχιτεκτονικές δημιουργίες από την αρχαϊκή ως τη ρωμαϊκή περίοδο απαιτούν ευρυχωρία για την ανάδειξή τους, ενώ παράλληλα υπάρχουν τα έργα μικροτεχνίας.
Ενότητες της Έκθεσης
– Η αρχή του Ιερού και τα πρώτα αναθήματα (Αίθουσες Ι-ΙΙ)
Παρουσιάζονται τα πρώιμα χρόνια πριν από τη λατρεία του Απόλλωνα και η μετάβαση στη νέα εποχή και τη νέα λατρεία. Εκτίθενται μυκηναϊκά ειδώλια και λίθινα μινωικά ρυτά, σε αντιπαράθεση με τα πρώτα αφιερώματα προς τη νέα θεότητα, τους χάλκινους τρίποδες. Στην έκθεση των πρώιμων χάλκινων αναθημάτων περιλαμβάνονται κρητο-κυπριακές ασπίδες, φοινικική φιάλη, φρυγικές πόρπες και συριακές σειρήνες.
Αναθηματικά ειδώλια ανδρικών μορφών από τα γεωμετρικά χρόνια συμπληρώνουν την έκθεση της αίθουσας Ι, ενώ η αίθουσα ΙΙ παρουσιάζει τα υπόλοιπα χάλκινα αναθήματα του 8ου και 7ου αιώνα π.Χ., ζωόμορφα ειδώλια, γυναικεία κοσμήματα, αναθηματικές περικεφαλαίες και σε περίοπτη θέση εκτίθεται ο μικρός χάλκινος «Δαιδαλικός Κούρος» ως πρόδρομος των έργων της μεγάλης πλαστικής του 6ου αιώνα, που ακολουθεί στην επόμενη αίθουσα.
– Οι πρώιμοι Αρχαϊκοί χρόνοι (Αίθουσα ΙΙΙ)
Στην αίθουσα δεσπόζει το σύμπλεγμα των δίδυμων κούρων και πίσω τους επιλεγμένα έργα χαλκουργίας της ίδιας περιόδου. Απέναντι εκτίθεται η πώρινη ζωφόρος του θησαυρού των Σικυωνίων.
– Ο αποθέτης με τα χρυσελεφάντινα (Αίθουσα IV)
Πρόκειται για το περιεχόμενο του αποθέτη της Ιεράς Οδού, που παρουσιάζει μια εικόνα των πολύτιμων Αρχαϊκών αναθημάτων των πόλεων της ανατολικής Ελλάδας. Από τα υπόλοιπα εκθέματα εξέχουσα θέση κατέχουν η Απολλώνεια τριάδα και ο αργυρός ταύρος.
– Ο θησαυρός των Σιφνίων (Αίθουσα V)
Τμήματα αρχιτεκτονικής και πλαστικής διακόσμησης του θησαυρού των Σιφνίων, όπως η ζωφόρος, το ανατολικό αέτωμα, το περίθυρο, οι καρυάτιδες, καθώς και η σφίγγα των Ναξίων εκτίθενται μαζί με στοιχεία αρχιτεκτονικής πλαστικής από άλλα οικοδομήματα του ιερού.
– Ο ναός του Απόλλωνα (Αίθουσα VI)
Παρουσιάζονται αρχιτεκτονικά στοιχεία του ναού του Απόλλωνα και έχουν συγκεντρωθεί οι εναέτιες συνθέσεις του Αρχαϊκού και του κλασικού ναού.
– Ο θησαυρός των Αθηναίων (Αίθουσες VII – VIII)
Εκτίθεται ο γλυπτός διάκοσμος του θησαυρού των Αθηναίων. Στην αίθουσα VII παρουσιάζονται η ζωφόρος και οι μετόπες και στην επόμενη αίθουσα τα δύο σωζόμενα ακρωτήρια με τις έφιππες Αμαζόνες, τμήματα από τα αετώματα του μνημείου, καθώς και οι χαραγμένοι σε μεταγενέστερη εποχή ύμνοι προς τον Απόλλωνα.
– Αναθήματα του 5ου π.Χ. αιώνα (Αίθουσα IX)
Εκτίθενται ο γλυπτός και γραπτός πήλινος διάκοσμος των δύο θησαυρών του ιερού της Αθηνάς Προναίας, αυτού των Μασσαλιωτών και του «δωρικού», ακρωτήρια από τα υπόλοιπα κτήρια του ιερού, καθώς και χαρακτηριστικές σίμες και ακροκέραμα κτηρίων και από τα δύο ιερά. Επίσης παρουσιάζονται τα τρία χάλκινα αγαλμάτια του αποθέτη της αίθουσας IV, η πεπλοφόρος με το θυμιατήρι, ο αυλητής και το σύμπλεγμα των δύο αθλητών. Στο τέλος της αίθουσας, η γυναικεία κεφαλή από το ιερό της Προναίας προετοιμάζει τον επισκέπτη για τη μετάβαση στον 4ο αιώνα.
– Η Θόλος (Αίθουσα X)
Η αίθουσα είναι αφιερωμένη στο κυκλικό οικοδόμημα του ιερού της Προναίας, τη θόλο. Στα εκθέματα περιλαμβάνονται αρχιτεκτονικά μέλη του κτηρίου και τμήματα του γλυπτού του διακόσμου, με πιο χαρακτηριστικά δύο κιονόκρανα, ένα Δωρικό και ένα Κορινθιακό, τις μετόπες και τις δύο ζωφόρους.
– Υστεροκλασικοί – Ελληνιστικοί χρόνοι (Αίθουσα XI)
Εδώ κυριαρχεί το σύμπλεγμα του Δαόχου, ενώ στον ίδιο χώρο τοποθετείται και ο ομφαλός, σύμβολο της Δελφικής μαντείας, δίπλα στον ακανθωτό κίονα με τις χορεύτριες. Η έκθεση συμπληρώνεται με υστεροκλασικά και Ελληνιστικά αγάλματα, που δίνουν την εικόνα του πλήθους των αφιερωμάτων του ιερού.
– Υστεροελληνιστικοί – Ρωμαϊκοί χρόνοι (Αίθουσα XII)
Δεσπόζει η ζωφόρος του αναθήματος του Αιμιλίου Παύλου, η οποία εγκαινιάζει τη σειρά των μνημείων της Ρωμαϊκής ιστορίας στο ιερό. Εδώ επίσης συγκεντρώνονται αρκετά υστεροελληνιστικά και Ρωμαϊκά έργα, όπως ο κυκλικός βωμός από την Προναία, ο Αντίνοος, το πορτραίτο του «Φλαμινίνου», καθώς και αντιπροσωπευτικά Ρωμαϊκά έργα μεταλλοτεχνίας.
– Ο Ηνίοχος (Αίθουσα XIII)
Στην αίθουσα παρουσιάζεται το χάλκινο σύμπλεγμα του Ηνιόχου, από τα πιο φημισμένα και σημαντικά εκθέματα του μουσείου.
– Το τέλος του Ιερού (Αίθουσα XIV)
Ο επίλογος της Δελφικής ιστορίας γράφεται σε αυτή την αίθουσα, με επιγραφές και πορτραίτα της εποχής των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων, καθώς και με αρχιτεκτονικά μέλη και λυχνάρια με Χριστιανικά σύμβολα, που εικονογραφούν τη μετάβαση στη νέα θρησκεία.
Εκθέματα
Ο Ηνίοχος
Το άγαλμα του ηνιόχου είναι αναμφίβολα το πιο διάσημο από τα αφιερώματα στους Δελφούς. Ο νεαρός απεικονίζεται όρθιος στο δίφρο, αμέσως μετά τη νίκη του. Φορά τον τυπικό μακρύ χιτώνα των ηνιόχων, που ζώνεται ψηλά και συγκρατείται με δύο ταινίες για να μην ανεμίζει κατά τη διάρκεια του αγώνα. Οι πτυχώσεις του χιτώνα κάτω από το ζωστήρα δίνουν την εντύπωση δωρικού κίονα, ενώ οι πτυχές στο πάνω μέρος του κορμού είναι λοξές ή καμπύλες. Τα μαλλιά του περιζώνει ταινία, σύμβολο της νίκης, διακοσμημένη με ένθετο ασημί μαίανδρο.
Τα μάτια του είναι ένθετα από ημιπολύτιμο λίθο και γυαλί και εκφράζουν τη δύναμη και την αυτοκυριαρχία του. Το άγαλμα ήταν μέρος ενός μεγάλου αφιερώματος, που περιλάμβανε το τέθριππο άρμα και μια δεύτερη ανδρική μορφή. Προσφέρθηκε από τον τύραννο της Γέλας Πολύζαλο, ύστερα από νίκη του σε αρματοδρομία στα Πύθια. Είναι κατασκευασμένο με τη μέθοδο του «χαμένου κεριού» και αποτελεί τυπικό δείγμα του αυστηρού ρυθμού. Θεωρείται έργο μεγάλου καλλιτέχνη, ίσως του Πυθαγόρα από το Ρήγιο.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Κλασική περίοδος, 478 – 474 π,Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, βόρεια του ναού του Απόλλωνα
Διαστάσεις: Ύψος: 1,82 μ.
Υλικό: Χαλκός
Κλέοβις και Βίτων
Δύο μνημειακά Αρχαϊκά αγάλματα, από τα πιο γνωστά δείγματα του τύπου του κούρου. Στέκονται παρατακτικά επάνω σε χωριστές πλίνθους, αλλά σε ενιαίο βάθρο, στο οποίο έχει χαραχθεί επιγραφή, που δεν σώζεται ολόκληρη. Οι δύο νέοι απεικονίζονται γυμνοί, προτείνουν το αριστερό πόδι, ενώ τα χέρια τους είναι σφιγμένα σε γροθιές και ελαφρά λυγισμένα. Από τους περισσότερους μελετητές ταυτίζονται με τον Κλέοβι και το Βίτωνα, δύο νέους από το Άργος, γιους της ιέρειας της Ήρας. Την ιστορία τους αναφέρει ο Ηρόδοτος: κάποια μέρα που η μητέρα τους έπρεπε να πάει στο Ηραίο και τα βόδια αργούσαν, έσυραν οι ίδιοι το άρμα μέχρι το ιερό.
Η μητέρα τους, τότε, ζήτησε από την Ήρα να τους ανταμείψει και η θεά τούς χάρισε ήρεμο θάνατο στον ύπνο τους. Οι κούροι ήταν αφιέρωμα των Αργείων στον Απόλλωνα και, σύμφωνα με την επιγραφή, κατασκευάσθηκαν από τον Αργείο γλύπτη (Πολυ)μήδη. Αποτελούν τυπικό δείγμα της Αρχαϊκής γλυπτικής και, ειδικότερα, των Αργείτικων εργαστηρίων του 6ου αιώνα π.Χ.
Στοιχεία εκθέματος
Διαστάσεις: Ύψος: 1,82 μ.
Υλικό: Χαλκός
Κλέοβις και Βίτων
Δύο μνημειακά Αρχαϊκά αγάλματα, από τα πιο γνωστά δείγματα του τύπου του κούρου. Στέκονται παρατακτικά επάνω σε χωριστές πλίνθους, αλλά σε ενιαίο βάθρο, στο οποίο έχει χαραχθεί επιγραφή, που δεν σώζεται ολόκληρη. Οι δύο νέοι απεικονίζονται γυμνοί, προτείνουν το αριστερό πόδι, ενώ τα χέρια τους είναι σφιγμένα σε γροθιές και ελαφρά λυγισμένα. Από τους περισσότερους μελετητές ταυτίζονται με τον Κλέοβι και το Βίτωνα, δύο νέους από το Άργος, γιους της ιέρειας της Ήρας. Την ιστορία τους αναφέρει ο Ηρόδοτος: κάποια μέρα που η μητέρα τους έπρεπε να πάει στο Ηραίο και τα βόδια αργούσαν, έσυραν οι ίδιοι το άρμα μέχρι το ιερό.
Η μητέρα τους, τότε, ζήτησε από την Ήρα να τους ανταμείψει και η θεά τούς χάρισε ήρεμο θάνατο στον ύπνο τους. Οι κούροι ήταν αφιέρωμα των Αργείων στον Απόλλωνα και, σύμφωνα με την επιγραφή, κατασκευάσθηκαν από τον Αργείο γλύπτη (Πολυ)μήδη. Αποτελούν τυπικό δείγμα της Αρχαϊκής γλυπτικής και, ειδικότερα, των Αργείτικων εργαστηρίων του 6ου αιώνα π.Χ.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 610 π.Χ.
Δημιουργοί: Πολυμήδης
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Ιερό Απόλλωνα
Διαστάσεις: Ύψος: 1,97 μ.
Υλικό: Παριανό μάρμαρο
Ζωφόρος του Θησαυρού των Σιφνίων
Ο θησαυρός των Σιφνίων αποτελεί εξαίρετο δείγμα της Αρχαϊκής τέχνης, με πλούσιο γλυπτό διάκοσμο. Η μεγαλοπρέπειά του εξηγείται από την ιδιαίτερη οικονομική άνθηση που γνώριζε η Σίφνος χάρη στα μεταλλεία χρυσού και αργύρου που διέθετε. Η ζωφόρος του σώζεται σε καλή κατάσταση, τουλάχιστον στις τρεις πλευρές.
Στην ανατολική απεικονίζονται οι Ολύμπιοι θεοί να παρακολουθούν τη μάχη Ελλήνων και Τρώων, στη βόρεια η Γιγαντομαχία, η πάλη θεών και Γιγάντων για την κυριαρχία του κόσμου, στη δυτική η κρίση του Πάρη, η επιλογή της ωραιότερης Θεάς ανάμεσα στις Αθηνά, Αφροδίτη και Ήρα, και στη νότια η αρπαγή γυναίκας, είτε η αρπαγή της Ιπποδάμειας από τον Πέλοπα, είτε η αρπαγή των Λευκιππιδών από τους Διόσκουρους.
Το φόντο της ζωφόρου ήταν βαμμένο γαλάζιο, ενώ διατηρούνται και άλλα χρώματα, κυρίως στα μαλλιά, στα ενδύματα και στα όπλα των μορφών. Δίπλα σε αρκετά πρόσωπα ήταν γραμμένα με χρώμα τα ονόματά τους. Το έργο αποδίδεται στον Αθηναίο γλύπτη Ένδοιο και σε ένα δεύτερο, άγνωστο αλλά περισσότερο συντηρητικό.
Δημιουργοί: Πολυμήδης
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Ιερό Απόλλωνα
Διαστάσεις: Ύψος: 1,97 μ.
Υλικό: Παριανό μάρμαρο
Ο θησαυρός των Σιφνίων αποτελεί εξαίρετο δείγμα της Αρχαϊκής τέχνης, με πλούσιο γλυπτό διάκοσμο. Η μεγαλοπρέπειά του εξηγείται από την ιδιαίτερη οικονομική άνθηση που γνώριζε η Σίφνος χάρη στα μεταλλεία χρυσού και αργύρου που διέθετε. Η ζωφόρος του σώζεται σε καλή κατάσταση, τουλάχιστον στις τρεις πλευρές.
Στην ανατολική απεικονίζονται οι Ολύμπιοι θεοί να παρακολουθούν τη μάχη Ελλήνων και Τρώων, στη βόρεια η Γιγαντομαχία, η πάλη θεών και Γιγάντων για την κυριαρχία του κόσμου, στη δυτική η κρίση του Πάρη, η επιλογή της ωραιότερης Θεάς ανάμεσα στις Αθηνά, Αφροδίτη και Ήρα, και στη νότια η αρπαγή γυναίκας, είτε η αρπαγή της Ιπποδάμειας από τον Πέλοπα, είτε η αρπαγή των Λευκιππιδών από τους Διόσκουρους.
Το φόντο της ζωφόρου ήταν βαμμένο γαλάζιο, ενώ διατηρούνται και άλλα χρώματα, κυρίως στα μαλλιά, στα ενδύματα και στα όπλα των μορφών. Δίπλα σε αρκετά πρόσωπα ήταν γραμμένα με χρώμα τα ονόματά τους. Το έργο αποδίδεται στον Αθηναίο γλύπτη Ένδοιο και σε ένα δεύτερο, άγνωστο αλλά περισσότερο συντηρητικό.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, περίπου 525 π.Χ.
Δημιουργοί: Ένδοιος
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Θησαυρός των Σιφνίων
Διαστάσεις: Μήκος: 23,50 μ.
Υλικό: Παριανό μάρμαρο
Ευρήματα από τους Ιερούς Αποθέτες
Πρόκειται για μερικά από τα πιο εντυπωσιακά και πολύτιμα αφιερώματα στο ιερό του Απόλλωνα. Βρέθηκαν μέσα σε δύο αποθέτες ιερών αντικειμένων, όπου φυλάχθηκαν μετά την καταστροφή τους από φωτιά, τον 5ο αιώνα π.Χ. Οι αποθέτες περιείχαν ελεφάντινα, χρυσά, αργυρά, χάλκινα, σιδερένια, πήλινα θραύσματα, χώμα και στάχτες. Μέσα από τα θραύσματα έμπειροι συντηρητές κατόρθωσαν να φέρουν στο φως εκπληκτικά αντικείμενα.
Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ένας ταύρος σε φυσικό μέγεθος, κατασκευασμένος από ασημένια σφυρήλατα ελάσματα, ενωμένα με χάλκινες ταινίες και καρφωμένα σε ξύλινο πυρήνα, μέρη τριών εντυπωσιακών χρυσελεφάντινων αγαλμάτων (ένα ανδρικό και ίσως δύο γυναικεία), επίσης σε φυσικό μέγεθος, όλα έργα του 6ου αιώνα π.Χ., ένα κομψό χάλκινο θυμιατήριο με ψηλή βάση, που έχει τη μορφή πεπλοφόρου γυναίκας, η οποία κρατεί πάνω από το κεφάλι της δοχείο με διάτρητο πώμα, έργο του 5ου αιώνα π.Χ., καθώς και πλακίδια από ελεφαντόδοντο, στα οποία απεικονίζονται διάφορες σκηνές από την Ελληνική μυθολογία.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Κλασική περίοδος, 8ος – 5ος αι. π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Ιερά Οδός, μπροστά από το θησαυρό των Αθηναίων
Η Σφίγγα των Ναξίων
Η σφίγγα ήταν ανάθημα των Ναξίων και δέσποζε στο ιερό του Απόλλωνα, πάνω σε Ιωνικό κίονα ύψους 12,10 μ. Η μυθική μορφή, σύμβολο χθόνιας θεότητας και ουράνιας εξουσίας, παριστάνεται με σώμα και πόδια λιονταριού, με στήθος και φτερά πτηνού και κεφάλι κόρης. Τα μαλλιά της είναι μακριά, δένονται με ταινία στο μέτωπο και πέφτουν σε επιμελημένους βοστρύχους, ενώ το πρόσωπό της με τη δαιμονική έκφραση ζωντανεύει με τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια και το δειλό χαμόγελο, το τυπικό για την εποχή «αρχαϊκό μειδίαμα».
Οι λεπτομέρειες της ανατομίας και τα διακοσμητικά στοιχεία στο στήθος και στα φτερά δηλώνονταν με εγχαράξεις και με χρώμα. Το έργο αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της Ναξιακής γλυπτικής στην περίοδο της ακμής της, τον 6ο αιώνα π.Χ. Στη βάση της σφίγγας χαράχθηκε το 328 – 327 π.Χ. ψήφισμα των Δελφών, με το οποίο δινόταν στους Ναξίους το δικαίωμα της προμαντείας, δηλαδή το δικαίωμα να προηγούνται κατά τη λήψη χρησμών από το μαντείο των Δελφών.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 560 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Ιερό του Απόλλωνα
Διαστάσεις: Ύψος: 2,92 μ.
Υλικό: Ναξιώτικο μάρμαρο
Δημιουργοί: Ένδοιος
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Θησαυρός των Σιφνίων
Διαστάσεις: Μήκος: 23,50 μ.
Υλικό: Παριανό μάρμαρο
Πρόκειται για μερικά από τα πιο εντυπωσιακά και πολύτιμα αφιερώματα στο ιερό του Απόλλωνα. Βρέθηκαν μέσα σε δύο αποθέτες ιερών αντικειμένων, όπου φυλάχθηκαν μετά την καταστροφή τους από φωτιά, τον 5ο αιώνα π.Χ. Οι αποθέτες περιείχαν ελεφάντινα, χρυσά, αργυρά, χάλκινα, σιδερένια, πήλινα θραύσματα, χώμα και στάχτες. Μέσα από τα θραύσματα έμπειροι συντηρητές κατόρθωσαν να φέρουν στο φως εκπληκτικά αντικείμενα.
Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ένας ταύρος σε φυσικό μέγεθος, κατασκευασμένος από ασημένια σφυρήλατα ελάσματα, ενωμένα με χάλκινες ταινίες και καρφωμένα σε ξύλινο πυρήνα, μέρη τριών εντυπωσιακών χρυσελεφάντινων αγαλμάτων (ένα ανδρικό και ίσως δύο γυναικεία), επίσης σε φυσικό μέγεθος, όλα έργα του 6ου αιώνα π.Χ., ένα κομψό χάλκινο θυμιατήριο με ψηλή βάση, που έχει τη μορφή πεπλοφόρου γυναίκας, η οποία κρατεί πάνω από το κεφάλι της δοχείο με διάτρητο πώμα, έργο του 5ου αιώνα π.Χ., καθώς και πλακίδια από ελεφαντόδοντο, στα οποία απεικονίζονται διάφορες σκηνές από την Ελληνική μυθολογία.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Κλασική περίοδος, 8ος – 5ος αι. π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Ιερά Οδός, μπροστά από το θησαυρό των Αθηναίων
Η σφίγγα ήταν ανάθημα των Ναξίων και δέσποζε στο ιερό του Απόλλωνα, πάνω σε Ιωνικό κίονα ύψους 12,10 μ. Η μυθική μορφή, σύμβολο χθόνιας θεότητας και ουράνιας εξουσίας, παριστάνεται με σώμα και πόδια λιονταριού, με στήθος και φτερά πτηνού και κεφάλι κόρης. Τα μαλλιά της είναι μακριά, δένονται με ταινία στο μέτωπο και πέφτουν σε επιμελημένους βοστρύχους, ενώ το πρόσωπό της με τη δαιμονική έκφραση ζωντανεύει με τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια και το δειλό χαμόγελο, το τυπικό για την εποχή «αρχαϊκό μειδίαμα».
Οι λεπτομέρειες της ανατομίας και τα διακοσμητικά στοιχεία στο στήθος και στα φτερά δηλώνονταν με εγχαράξεις και με χρώμα. Το έργο αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της Ναξιακής γλυπτικής στην περίοδο της ακμής της, τον 6ο αιώνα π.Χ. Στη βάση της σφίγγας χαράχθηκε το 328 – 327 π.Χ. ψήφισμα των Δελφών, με το οποίο δινόταν στους Ναξίους το δικαίωμα της προμαντείας, δηλαδή το δικαίωμα να προηγούνται κατά τη λήψη χρησμών από το μαντείο των Δελφών.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 560 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Ιερό του Απόλλωνα
Διαστάσεις: Ύψος: 2,92 μ.
Υλικό: Ναξιώτικο μάρμαρο
Το αγγείο σώζει μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές απεικονίσεις του Απόλλωνα. Στο εσωτερικό της κύλικας, σε λευκό βάθος, ο θεός εικονίζεται καθισμένος σε οκλαδία δίφρο. Φοράει λευκό αχειρίδωτο χιτώνα, που στερεώνεται στους ώμους με πόρπες, και πορφυρό ιμάτιο που τυλίγει το κατώτερο μέρος του κορμιού του. Τα μαλλιά του είναι ανέμελα δεμένα πίσω και στο κεφάλι του φέρει στεφάνι από φύλλα μυρτιάς. Με το δεξί χέρι κάνει σπονδή χύνοντας κρασί από φιάλη, ενώ με το αριστερό κρατάει επτάχορδη λύρα με ηχείο από κέλυφος χελώνας.
Τη σκηνή παρακολουθεί μια κορώνη, που θυμίζει το μύθο για την Κορωνίδα, κόρη του Βασιλιά Φλεγύα, την οποία αγαπούσε ο Απόλλωνας. Άλλοι μελετητές θεωρούν ότι πρόκειται απλώς για κάποιο πτηνό με μαντικές ιδιότητες. Η κύλικα αποτελεί τυπικό δείγμα της Αττικής αγγειογραφίας των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ., που χρησιμοποιούσε λευκό χρώμα ως φόντο για πολύχρωμες παραστάσεις. Είναι έργο άγνωστου αγγειογράφου, αν και από ορισμένους μελετητές αποδίδεται στο ζωγράφο του Βερολίνου.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Κλασική περίοδος, 480 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, σε τάφο, πιθανόν ιερέα, στο χώρο που σήμερα βρίσκεται το Μουσείο των Δελφών.
Διαστάσεις: Ύψος: 0,079 μ., διάμετρος: 0,178 μ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, σε τάφο, πιθανόν ιερέα, στο χώρο που σήμερα βρίσκεται το Μουσείο των Δελφών.
Διαστάσεις: Ύψος: 0,079 μ., διάμετρος: 0,178 μ.
Υλικό: Πηλός
Ανάθημα του Δαόχου
Σύνταγμα αγαλμάτων, από τα σημαντικότερα αφιερώματα ιδιωτών στο Ιερό του Απόλλωνα. Σύμφωνα με την επιγραφή, που σώζεται στο βάθρο, αναθέτης του μνημείου ήταν ο Δάοχος Β΄ από τα Φάρσαλα, Τετράρχης των Θεσσαλών και Ιερομνήμων στη Δελφική Αμφικτυονία ανάμεσα στα χρόνια 339 – 334 π.Χ. Το μνημείο αποτελούσαν εννέα αγάλματα, στημένα πάνω σε στενόμακρη βάση. Στο δεξιό άκρο υπήρχε το άγαλμα του Απόλλωνα, και αριστερά του έξι αγάλματα προγόνων του Δαόχου: ο γενάρχης Ακνόνιος παρουσιάζει την οικογένεια στο Θεό, και ακολουθούν οι Αγίας, Τηλέμαχος, Αγέλαος, Δάοχος Α΄, Σίσυφος Α΄, ο ίδιος ο Δάοχος Β΄ και ο γιος του, Σίσυφος Β΄.
Επάνω στη βάση είναι χαραγμένες επιγραφές με τα ονόματα και τα σημαντικά έργα των μελών της οικογένειας. Το σπουδαιότερο για την ιστορία της τέχνης από αυτά τα αγάλματα είναι του παγκρατιαστή Αγία, προπάππου του Δαόχου, περίφημου αθλητή του 5ου αιώνα π.Χ., που είχε κερδίσει πολλές φορές σε όλους τους πανελλήνιους αγώνες. Το έργο αποδίδεται στον περίφημο γλύπτη Λύσιππο ή στη σχολή του.
Στοιχεία εκθέματος
Σύνταγμα αγαλμάτων, από τα σημαντικότερα αφιερώματα ιδιωτών στο Ιερό του Απόλλωνα. Σύμφωνα με την επιγραφή, που σώζεται στο βάθρο, αναθέτης του μνημείου ήταν ο Δάοχος Β΄ από τα Φάρσαλα, Τετράρχης των Θεσσαλών και Ιερομνήμων στη Δελφική Αμφικτυονία ανάμεσα στα χρόνια 339 – 334 π.Χ. Το μνημείο αποτελούσαν εννέα αγάλματα, στημένα πάνω σε στενόμακρη βάση. Στο δεξιό άκρο υπήρχε το άγαλμα του Απόλλωνα, και αριστερά του έξι αγάλματα προγόνων του Δαόχου: ο γενάρχης Ακνόνιος παρουσιάζει την οικογένεια στο Θεό, και ακολουθούν οι Αγίας, Τηλέμαχος, Αγέλαος, Δάοχος Α΄, Σίσυφος Α΄, ο ίδιος ο Δάοχος Β΄ και ο γιος του, Σίσυφος Β΄.
Επάνω στη βάση είναι χαραγμένες επιγραφές με τα ονόματα και τα σημαντικά έργα των μελών της οικογένειας. Το σπουδαιότερο για την ιστορία της τέχνης από αυτά τα αγάλματα είναι του παγκρατιαστή Αγία, προπάππου του Δαόχου, περίφημου αθλητή του 5ου αιώνα π.Χ., που είχε κερδίσει πολλές φορές σε όλους τους πανελλήνιους αγώνες. Το έργο αποδίδεται στον περίφημο γλύπτη Λύσιππο ή στη σχολή του.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Κλασική περίοδος, 339 – 334 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Ιερό Απόλλωνα
Υλικό: Παριανό μάρμαρο
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Ιερό Απόλλωνα
Υλικό: Παριανό μάρμαρο
Κεφάλι Καρυάτιδας
Σημαντικό δείγμα της νησιώτικης Ιωνικής τέχνης της Αρχαϊκής περιόδου είναι η μορφή της Καρυάτιδας, που προέρχεται από κάποιο αταύτιστο θησαυρό, αν και παλαιότερα πιστευόταν ότι ανήκε στο θησαυρό των Κνιδίων και για το λόγο αυτό αποκαλείται ex – Knidien. Το κεφάλι σώζεται μέχρι τη μέση του λαιμού και δε διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση. Ραδινά περιγράμματα και μαλακό πλάσιμο διακρίνουν τα χαρακτηριστικά του προσώπου με το τριγωνικό μέτωπο, τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια, το μικρό στόμα με τα λεπτά χείλη και το Αρχαϊκό χαμόγελο.
Ξεχωρίζουν η πλούσια κόμμωση με τις πολλές καλοχτενισμένες μπούκλες, που πέφτουν στο μέτωπο και στο πλάι, τα στρογγυλά σκουλαρίκια και η ταινία στο κεφάλι. Οι οπές στα αυτιά και στη στεφάνη χρησίμευαν για τη στήριξη μεταλλικών διακοσμητικών στοιχείων. Η μορφή φορεί ψηλό κυλινδρικό κάλαθο, που κοσμείται με εντυπωσιακή ανάγλυφη παράσταση. Στο κέντρο εικονίζεται ο Απόλλωνας, που κρατάει λύρα με ηχείο από όστρεο χελώνας, συνοδευόμενος από γυναικείες μορφές, που αναγνωρίζονται ως Νύμφες ή Χάριτες. Τέσσερις τον ακολουθούν, ενώ τρεις άλλες κατευθύνονται προς αυτόν συνοδευόμενες από τον Ερμή.
Σημαντικό δείγμα της νησιώτικης Ιωνικής τέχνης της Αρχαϊκής περιόδου είναι η μορφή της Καρυάτιδας, που προέρχεται από κάποιο αταύτιστο θησαυρό, αν και παλαιότερα πιστευόταν ότι ανήκε στο θησαυρό των Κνιδίων και για το λόγο αυτό αποκαλείται ex – Knidien. Το κεφάλι σώζεται μέχρι τη μέση του λαιμού και δε διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση. Ραδινά περιγράμματα και μαλακό πλάσιμο διακρίνουν τα χαρακτηριστικά του προσώπου με το τριγωνικό μέτωπο, τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια, το μικρό στόμα με τα λεπτά χείλη και το Αρχαϊκό χαμόγελο.
Ξεχωρίζουν η πλούσια κόμμωση με τις πολλές καλοχτενισμένες μπούκλες, που πέφτουν στο μέτωπο και στο πλάι, τα στρογγυλά σκουλαρίκια και η ταινία στο κεφάλι. Οι οπές στα αυτιά και στη στεφάνη χρησίμευαν για τη στήριξη μεταλλικών διακοσμητικών στοιχείων. Η μορφή φορεί ψηλό κυλινδρικό κάλαθο, που κοσμείται με εντυπωσιακή ανάγλυφη παράσταση. Στο κέντρο εικονίζεται ο Απόλλωνας, που κρατάει λύρα με ηχείο από όστρεο χελώνας, συνοδευόμενος από γυναικείες μορφές, που αναγνωρίζονται ως Νύμφες ή Χάριτες. Τέσσερις τον ακολουθούν, ενώ τρεις άλλες κατευθύνονται προς αυτόν συνοδευόμενες από τον Ερμή.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 530 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Ιερό Απόλλωνα
Διαστάσεις: Ύψος: 0,66 μ.
Υλικό: Παριανό μάρμαρο
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Ιερό Απόλλωνα
Διαστάσεις: Ύψος: 0,66 μ.
Υλικό: Παριανό μάρμαρο
Κίονας με τις Χορεύτριες
Από τα πιο εντυπωσιακά αναθήματα στο ιερό του Απόλλωνα πρέπει να ήταν ο μαρμάρινος κίονας, που είχε συνολικό ύψος 10,90 μ. Έφερε φύλλα άκανθας, τόσο στο κιονόκρανο όσο και στη βάση των σπονδύλων, έτσι ώστε να μοιάζει με βλαστό φυτού. Στο Μουσείο των Δελφών εκτίθεται το ανώτερο τμήμα του, που επιστέφεται από κιονόκρανο με φύλλα άκανθας και σύμπλεγμα τριών γυναικών, πιθανόν χορευτριών. Οι μορφές είναι σκαλισμένες σε έκτυπο ανάγλυφο γύρω από ένα κίονα και τα ενδιάμεσα κενά καλύπτονται από φύλλα ακάνθου.
Φορούν πόλο στο κεφάλι και διαφανή χιτώνα ζωσμένο ψηλά, που αναδεικνύει την ομορφιά τους. Σηκώνουν το δεξί τους χέρι και προβάλλουν ελαφρά το ένα πόδι, δίνοντας τη γενική αίσθηση μιας χαριτωμένης, αέρινης κίνησης. Πάνω από τα κεφάλια τους υψωνόταν τρίποδας, που στήριζε χάλκινο λέβητα. Το μνημείο πατούσε επάνω σε λίθινο βάθρο, που φέρει τη χαρακτηριστική επιγραφή με το συγκεκομμένο όνομα του Πανκράτη, γνωστού εργολάβου των μέσων του 4ου αιώνα π.Χ.
Στοιχεία εκθέματος
Από τα πιο εντυπωσιακά αναθήματα στο ιερό του Απόλλωνα πρέπει να ήταν ο μαρμάρινος κίονας, που είχε συνολικό ύψος 10,90 μ. Έφερε φύλλα άκανθας, τόσο στο κιονόκρανο όσο και στη βάση των σπονδύλων, έτσι ώστε να μοιάζει με βλαστό φυτού. Στο Μουσείο των Δελφών εκτίθεται το ανώτερο τμήμα του, που επιστέφεται από κιονόκρανο με φύλλα άκανθας και σύμπλεγμα τριών γυναικών, πιθανόν χορευτριών. Οι μορφές είναι σκαλισμένες σε έκτυπο ανάγλυφο γύρω από ένα κίονα και τα ενδιάμεσα κενά καλύπτονται από φύλλα ακάνθου.
Φορούν πόλο στο κεφάλι και διαφανή χιτώνα ζωσμένο ψηλά, που αναδεικνύει την ομορφιά τους. Σηκώνουν το δεξί τους χέρι και προβάλλουν ελαφρά το ένα πόδι, δίνοντας τη γενική αίσθηση μιας χαριτωμένης, αέρινης κίνησης. Πάνω από τα κεφάλια τους υψωνόταν τρίποδας, που στήριζε χάλκινο λέβητα. Το μνημείο πατούσε επάνω σε λίθινο βάθρο, που φέρει τη χαρακτηριστική επιγραφή με το συγκεκομμένο όνομα του Πανκράτη, γνωστού εργολάβου των μέσων του 4ου αιώνα π.Χ.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Κλασική περίοδος, 330 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, βορειοανατολικά του ναού του Απόλλωνα
Διαστάσεις: Ύψος: 3,50 μ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, βορειοανατολικά του ναού του Απόλλωνα
Διαστάσεις: Ύψος: 3,50 μ.
Υλικό: Πεντελικό μάρμαρο
Ομφαλός
Ο ομφαλός αποτελούσε το σύμβολο των Δελφών. Σύμφωνα με το μύθο, όταν ο Δίας θέλησε να βρει το κέντρο του κόσμου, άφησε από τον Όλυμπο ελεύθερους δύο αετούς προς τα αντίθετα άκρα της γης. Οι αετοί συναντήθηκαν επάνω από τους Δελφούς, καθιερώνοντάς τους έτσι ως τον ομφαλό, δηλαδή το κέντρο της γης. Ο μαρμάρινος ομφαλός στο Μουσείο των Δελφών είναι Ελληνιστικό ή Ρωμαϊκό αντίγραφο του ομφαλού που βρισκόταν στο άδυτο του ναού.
Στην κορυφή του στερεώνονταν δύο επιχρυσωμένοι αετοί. Η ανάγλυφη διακόσμηση στην επιφάνειά του απομιμείται το άγρηνον, ένα ύφασμα από μάλλινες ταινίες, που κάλυπτε τον ιερό ομφαλό του αδύτου. Είναι γνωστό ότι στους Δελφούς υπήρχαν και άλλα ομοιώματα του ομφαλού, κατασκευασμένα από διάφορα υλικά. Ίσως ο συγκεκριμένος να είναι ο ομφαλός που είδε ο περιηγητής Παυσανίας το 2ο αιώνα μ.Χ.
Ο ομφαλός αποτελούσε το σύμβολο των Δελφών. Σύμφωνα με το μύθο, όταν ο Δίας θέλησε να βρει το κέντρο του κόσμου, άφησε από τον Όλυμπο ελεύθερους δύο αετούς προς τα αντίθετα άκρα της γης. Οι αετοί συναντήθηκαν επάνω από τους Δελφούς, καθιερώνοντάς τους έτσι ως τον ομφαλό, δηλαδή το κέντρο της γης. Ο μαρμάρινος ομφαλός στο Μουσείο των Δελφών είναι Ελληνιστικό ή Ρωμαϊκό αντίγραφο του ομφαλού που βρισκόταν στο άδυτο του ναού.
Στην κορυφή του στερεώνονταν δύο επιχρυσωμένοι αετοί. Η ανάγλυφη διακόσμηση στην επιφάνειά του απομιμείται το άγρηνον, ένα ύφασμα από μάλλινες ταινίες, που κάλυπτε τον ιερό ομφαλό του αδύτου. Είναι γνωστό ότι στους Δελφούς υπήρχαν και άλλα ομοιώματα του ομφαλού, κατασκευασμένα από διάφορα υλικά. Ίσως ο συγκεκριμένος να είναι ο ομφαλός που είδε ο περιηγητής Παυσανίας το 2ο αιώνα μ.Χ.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Ελληνιστική περίοδος
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, κοντά στο Ιερό του Απόλλωνα
Διαστάσεις: Ύψος: 1,23 μ., διάμετρος: 0,92 μ.
Υλικό: Μάρμαρο
Ζωφόρος του Θεάτρου των Δελφών
Έξι ανάγλυφες πλάκες, που αποτελούσαν ζωφόρο και κοσμούσαν την πρόσοψη του προσκηνίου του θεάτρου των Δελφών. Η ζωφόρος προστέθηκε στο μνημείο στις αρχές των Ρωμαϊκών Αυτοκρατορικών χρόνων, όταν ο Νέρωνας επισκέφθηκε το μαντείο και αποφασίσθηκε να κατασκευασθεί προς τιμή του μία σύνθεση, που θα κοσμούσε το θέατρο.
Το έργο σώζεται ακέραιο, αλλά σε κακή κατάσταση. Απεικονίζονται σκηνές από ένδεκα άθλους του Ηρακλή, που ήταν προστάτης θεός του Νέρωνα και με τον οποίο ταυτιζόταν ο Αυτοκράτορας (ο κήπος των Εσπερίδων, η πάλη με τον Κέρβερο, με το λιοντάρι της Νεμέας, με έναν Κένταυρο, με το Γηρυόνη, με τον Ανταίο, με τη Λερναία Ύδρα, η αρπαγή της ζώνης της Ιππολύτης, τα άλογα του Διομήδη και οι Στυμφαλίδες όρνιθες).
Η τεχνοτροπία των αναγλύφων διακατέχεται από κλασικιστική διάθεση, που γίνεται έντονη στην απεικόνιση του Ηρακλή. Ο ήρωας παριστάνεται σε διάφορες στάσεις, μερικές από τις οποίες απεικονίζουν το μορφότυπο των τυραννοκτόνων Αρμόδιου και Αριστογείτονα (Ηρακλής και τα άλογα του Διομήδη). Οι επαναλαμβανόμενες στάσεις κάθε κίνησης, η απλή απόδοση των πτυχώσεων της ενδυμασίας και η σχηματοποίηση των ανατομικών λεπτομερειών αποδεικνύουν την επαρχιώτικη καταγωγή του εργαστηρίου.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, κοντά στο Ιερό του Απόλλωνα
Διαστάσεις: Ύψος: 1,23 μ., διάμετρος: 0,92 μ.
Υλικό: Μάρμαρο
Έξι ανάγλυφες πλάκες, που αποτελούσαν ζωφόρο και κοσμούσαν την πρόσοψη του προσκηνίου του θεάτρου των Δελφών. Η ζωφόρος προστέθηκε στο μνημείο στις αρχές των Ρωμαϊκών Αυτοκρατορικών χρόνων, όταν ο Νέρωνας επισκέφθηκε το μαντείο και αποφασίσθηκε να κατασκευασθεί προς τιμή του μία σύνθεση, που θα κοσμούσε το θέατρο.
Το έργο σώζεται ακέραιο, αλλά σε κακή κατάσταση. Απεικονίζονται σκηνές από ένδεκα άθλους του Ηρακλή, που ήταν προστάτης θεός του Νέρωνα και με τον οποίο ταυτιζόταν ο Αυτοκράτορας (ο κήπος των Εσπερίδων, η πάλη με τον Κέρβερο, με το λιοντάρι της Νεμέας, με έναν Κένταυρο, με το Γηρυόνη, με τον Ανταίο, με τη Λερναία Ύδρα, η αρπαγή της ζώνης της Ιππολύτης, τα άλογα του Διομήδη και οι Στυμφαλίδες όρνιθες).
Η τεχνοτροπία των αναγλύφων διακατέχεται από κλασικιστική διάθεση, που γίνεται έντονη στην απεικόνιση του Ηρακλή. Ο ήρωας παριστάνεται σε διάφορες στάσεις, μερικές από τις οποίες απεικονίζουν το μορφότυπο των τυραννοκτόνων Αρμόδιου και Αριστογείτονα (Ηρακλής και τα άλογα του Διομήδη). Οι επαναλαμβανόμενες στάσεις κάθε κίνησης, η απλή απόδοση των πτυχώσεων της ενδυμασίας και η σχηματοποίηση των ανατομικών λεπτομερειών αποδεικνύουν την επαρχιώτικη καταγωγή του εργαστηρίου.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Ρωμαϊκή περίοδος, 1ος αι. π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί
Διαστάσεις: Ύψος: 0,86 μ., βάρος: 900 κιλ.
Υλικό: Μάρμαρο
Χρονολόγηση: Ρωμαϊκή περίοδος, 1ος αι. π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί
Διαστάσεις: Ύψος: 0,86 μ., βάρος: 900 κιλ.
Υλικό: Μάρμαρο
Ειδώλιο Αυλητή Το αγαλματίδιο ανδρικής μορφής, που παίζει διπλό αυλό, είναι από τα ενδιαφέροντα δείγματα της ειδωλοπλαστικής στα τέλη της Αρχαϊκής περιόδου (490 π.Χ.), λίγα χρόνια πριν από την έναρξη της κλασικής εποχής. Είναι κατασκευασμένο από χαλκό με τη μέθοδο του «χαμένου κεριού». Ο αυλητής φοράει ποδήρη χιτώνα, κάτω από τον οποίο διαγράφονται οι γραμμές του σώματος, και ιμάτιο, που ζώνει διαγώνια το σώμα του. Οι κατακόρυφες πτυχώσεις του ενδύματος παρουσιάζουν το μορφότυπο που εμφανίσθηκε στην ύστερη αρχαϊκή περίοδο και καταλήγουν σε σχήμα ζιγκ-ζαγκ.
Ο άνδρας στέκεται όρθιος, με το αριστερό πόδι να εξέχει του δεξιού, ενώ και τα δύο πατούν σταθερά στη βάση τους. Με τα ανασηκωμένα χέρια κρατάει διπλό αυλό (δίαυλο), ο οποίος συγκρατείται με δερμάτινο ιμάντα («φορβεία») γύρω από το πρόσωπό του, ενώ στον αριστερό ώμο του κρέμεται η θήκη του οργάνου. Πρόκειται πιθανόν για ανάθημα μουσικού, που νίκησε σε διαγωνισμό αυλού στα Πύθια.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 490 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Αποθέτης κάτω από το πλακόστρωτο της ιεράς οδού κοντά στον πολυγωνικό τοίχο του ναού.
Διαστάσεις: Ύψος: 0,15 μ., Ύψος Βάσης: 0,002 μ.
Υλικό: Χαλκός
Αγαλματίδιο Θεού με Λιοντάρι
Από τα εντυπωσιακότερα γλυπτά της πρώιμης Αρχαϊκής περιόδου, τόσο για την τεχνοτροπία του όσο και για τη θεματογραφία του, είναι το αγαλματίδιο ανδρικής μορφής, που με το αριστερό χέρι υποτάσσει άγριο ζώο και στο δεξί χέρι κρατάει δόρυ. Παριστάνει πιθανόν κάποιον ήρωα ή θεό, ίσως τον Απόλλωνα ή το Διόνυσο. Η επίπεδη επιφάνεια και η επεξεργασία της πίσω όψης φανερώνουν ότι προέρχεται από τη διακοσμητική επένδυση επίπλου ή άλλου ξύλινου αντικειμένου. Η μορφή στέκεται σε βάση, που κοσμείται με μαίανδρο.
Τα θεματογραφικά στοιχεία, όπως το λιοντάρι, και τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά, όπως το πλάσιμο του προσώπου και η ενδυμασία, φανερώνουν ότι φιλοτεχνήθηκε μάλλον από Έλληνα καλλιτέχνη της Μικράς Ασίας με έντονη επίδραση από την τέχνη της Ανατολής. Η χρονολόγηση του έργου παραμένει προβληματική, καθώς εκλείπουν παράλληλα παραδείγματα από άλλα ιερά. Κάποια αναλογία παρατηρείται στα οστέινα αγαλματίδια που αποκαλύφθηκαν στο Αρτεμίσιο της Εφέσου, όμως η συγχώνευση Ελληνικών και ανατολικών στοιχείων δυσχεραίνει την ακριβή χρονολόγηση. Είναι, ωστόσο, πολύ πιθανή η χρονολόγησή του στο Β΄ μισό του 7ου αιώνα π.Χ.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 7ος αι. π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Αποθέτης κάτω από το πλακόστρωτο της ιεράς οδού μπροστά από τον πολυγωνικό τοίχο του ναού.
Διαστάσεις: Μήκος: 0,065 μ., πλάτος: 0,04 μ., ύψος: 0,22 μ.
Υλικό: Οστό
Θυμιατήριο
Από τα πιο εντυπωσιακά αναθήματα στο ιερό του Απόλλωνα είναι το κομψό θυμιατήριο, που βρέθηκε μαζί με άλλα πολύτιμα αντικείμενα στους ιερούς αποθέτες. Έχει τη μορφή νεαρής πεπλοφόρου γυναίκας, που υποβαστάζει με τα υψωμένα χέρια της και το κεφάλι της τον ημισφαιρικό λέβητα. Πάνω από το σκεύος υπάρχει διάτρητο πλέγμα, που απομιμείται τις φλόγες της καύσης. Η γυναικεία μορφή, ντυμένη με Δωρικό πέπλο, ξεχωρίζει για την ομορφιά και την κλασική ηρεμία της.
Το λυγισμένο και χαλαρό αριστερό σκέλος διαγράφεται κάτω από το βαρύ πέπλο, ενώ οι πτυχές του ενδύματος συγκεντρώνονται πάνω από το δεξί πόδι. Τα μαλλιά είναι μαζεμένα σε κεκρύφαλο, ενώ οι κόρες των ματιών ήταν ένθετες. Η πεπλοφόρος των Δελφών θυμίζει έντονα πεπλοφόρες γυναικείες μορφές από την Ολυμπία. Η συνολική σύνθεση χαρακτηρίζεται από ισορροπία στους όγκους και στις αναλογίες, καθώς ο καλλιτέχνης κατόρθωσε να απεικονίσει αρμονικά τη συγκράτηση του αγγείου από τα λεπτά χέρια της κόρης.
Τα μεστά χαρακτηριστικά του προσώπου, η σοβαρότητα στην έκφραση και οι σχετικά σκληρές πτυχώσεις του ενδύματος οδηγούν στην υπόθεση πως το έργο αυτό είναι πιθανό να έχει κατασκευασθεί σε κάποιο εργαστήριο πόλης του Κορινθιακού κόλπου, ίσως και σε εργαστήριο στους Δελφούς. Ωστόσο δε λείπουν και οι υποθέσεις, που θεωρούν πως το έργο προέρχεται πιθανόν από εργαστήριο της Πάρου.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Κλασική περίοδος, 450 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Αποθέτης κάτω από το πλακόστρωτο της ιεράς οδού μπροστά από τον πολυγωνικό τοίχο του ναού του Απόλλωνα.
Διαστάσεις: Ύψος: 0,16 μ.
Υλικό: Χαλκός
Αετώματα του Κλασικού Ναού του Απόλλωνα
Τα αετώματα του κλασικού ναού του Απόλλωνα ήταν διακοσμημένα με γλυπτές παραστάσεις, που παρουσιάζουν ενδιαφέρουσες εικονογραφικές συνθέσεις και καινοτομίες. Έχουν διασωθεί μόνο θραύσματά τους, ωστόσο, χάρη στην περιγραφή του περιηγητή Παυσανία και στην εκτενή επιστημονική έρευνα έχει καταστεί δυνατή η αναπαράστασή τους κατά το μεγαλύτερο μέρος. Οι συνθέσεις και των δύο αετωμάτων χαρακτηρίζονται από παρατακτική δόμηση, χωρίς ιδιαίτερη κίνηση, ακολουθώντας τους μορφότυπους και την τεχνοτροπία, που είχε διαμορφωθεί στην ύστερη κλασική περίοδο.
Ο Παυσανίας αναφέρει ως γλύπτες τους Αθηναίους Πραξία και Ανδροσθένη. Στο ανατολικό αέτωμα εικονίζεται ο Απόλλωνας, φορώντας ιμάτιο, να κάθεται πάνω σε τρίποδα και να κρατάει κλαδί δάφνης και φιάλη, ενώ περιστοιχίζεται αριστερά από τη μητέρα του Λητώ και δεξιά από την αδελφή του Άρτεμι. Η μεγάλη εικονογραφική καινοτομία εμφανίζεται στο δυτικό αέτωμα, όπου για πρώτη φορά συνδέονται άμεσα οι θεοί Απόλλωνας και Διόνυσος στο ιερό-μαντείο του πρώτου, αποδεικνύοντας την αμφίδρομη σχέση τους.
Στο κέντρο απεικονίζεται ο Διόνυσος ανάμεσα στις Θυιάδες (Μαινάδες), στον τύπο του κιθαρωδού -Απολλώνιο στοιχείο-, ενώ στο μέτωπο φορεί τη χαρακτηριστική ταινία των μυημένων της Διονυσιακής θρησκείας. Η απεικόνιση αυτή εξομοιώνει το Διόνυσο με το θεό της μουσικής, τον Απόλλωνα, και συμβιβάζει τους διαφορετικούς κόσμους των δύο θεών.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Κλασική περίοδος, 330 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Ναός Απόλλωνα
Υλικό: Μάρμαρο
Ο άνδρας στέκεται όρθιος, με το αριστερό πόδι να εξέχει του δεξιού, ενώ και τα δύο πατούν σταθερά στη βάση τους. Με τα ανασηκωμένα χέρια κρατάει διπλό αυλό (δίαυλο), ο οποίος συγκρατείται με δερμάτινο ιμάντα («φορβεία») γύρω από το πρόσωπό του, ενώ στον αριστερό ώμο του κρέμεται η θήκη του οργάνου. Πρόκειται πιθανόν για ανάθημα μουσικού, που νίκησε σε διαγωνισμό αυλού στα Πύθια.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 490 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Αποθέτης κάτω από το πλακόστρωτο της ιεράς οδού κοντά στον πολυγωνικό τοίχο του ναού.
Διαστάσεις: Ύψος: 0,15 μ., Ύψος Βάσης: 0,002 μ.
Υλικό: Χαλκός
Από τα εντυπωσιακότερα γλυπτά της πρώιμης Αρχαϊκής περιόδου, τόσο για την τεχνοτροπία του όσο και για τη θεματογραφία του, είναι το αγαλματίδιο ανδρικής μορφής, που με το αριστερό χέρι υποτάσσει άγριο ζώο και στο δεξί χέρι κρατάει δόρυ. Παριστάνει πιθανόν κάποιον ήρωα ή θεό, ίσως τον Απόλλωνα ή το Διόνυσο. Η επίπεδη επιφάνεια και η επεξεργασία της πίσω όψης φανερώνουν ότι προέρχεται από τη διακοσμητική επένδυση επίπλου ή άλλου ξύλινου αντικειμένου. Η μορφή στέκεται σε βάση, που κοσμείται με μαίανδρο.
Τα θεματογραφικά στοιχεία, όπως το λιοντάρι, και τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά, όπως το πλάσιμο του προσώπου και η ενδυμασία, φανερώνουν ότι φιλοτεχνήθηκε μάλλον από Έλληνα καλλιτέχνη της Μικράς Ασίας με έντονη επίδραση από την τέχνη της Ανατολής. Η χρονολόγηση του έργου παραμένει προβληματική, καθώς εκλείπουν παράλληλα παραδείγματα από άλλα ιερά. Κάποια αναλογία παρατηρείται στα οστέινα αγαλματίδια που αποκαλύφθηκαν στο Αρτεμίσιο της Εφέσου, όμως η συγχώνευση Ελληνικών και ανατολικών στοιχείων δυσχεραίνει την ακριβή χρονολόγηση. Είναι, ωστόσο, πολύ πιθανή η χρονολόγησή του στο Β΄ μισό του 7ου αιώνα π.Χ.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 7ος αι. π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Αποθέτης κάτω από το πλακόστρωτο της ιεράς οδού μπροστά από τον πολυγωνικό τοίχο του ναού.
Διαστάσεις: Μήκος: 0,065 μ., πλάτος: 0,04 μ., ύψος: 0,22 μ.
Υλικό: Οστό
Από τα πιο εντυπωσιακά αναθήματα στο ιερό του Απόλλωνα είναι το κομψό θυμιατήριο, που βρέθηκε μαζί με άλλα πολύτιμα αντικείμενα στους ιερούς αποθέτες. Έχει τη μορφή νεαρής πεπλοφόρου γυναίκας, που υποβαστάζει με τα υψωμένα χέρια της και το κεφάλι της τον ημισφαιρικό λέβητα. Πάνω από το σκεύος υπάρχει διάτρητο πλέγμα, που απομιμείται τις φλόγες της καύσης. Η γυναικεία μορφή, ντυμένη με Δωρικό πέπλο, ξεχωρίζει για την ομορφιά και την κλασική ηρεμία της.
Το λυγισμένο και χαλαρό αριστερό σκέλος διαγράφεται κάτω από το βαρύ πέπλο, ενώ οι πτυχές του ενδύματος συγκεντρώνονται πάνω από το δεξί πόδι. Τα μαλλιά είναι μαζεμένα σε κεκρύφαλο, ενώ οι κόρες των ματιών ήταν ένθετες. Η πεπλοφόρος των Δελφών θυμίζει έντονα πεπλοφόρες γυναικείες μορφές από την Ολυμπία. Η συνολική σύνθεση χαρακτηρίζεται από ισορροπία στους όγκους και στις αναλογίες, καθώς ο καλλιτέχνης κατόρθωσε να απεικονίσει αρμονικά τη συγκράτηση του αγγείου από τα λεπτά χέρια της κόρης.
Τα μεστά χαρακτηριστικά του προσώπου, η σοβαρότητα στην έκφραση και οι σχετικά σκληρές πτυχώσεις του ενδύματος οδηγούν στην υπόθεση πως το έργο αυτό είναι πιθανό να έχει κατασκευασθεί σε κάποιο εργαστήριο πόλης του Κορινθιακού κόλπου, ίσως και σε εργαστήριο στους Δελφούς. Ωστόσο δε λείπουν και οι υποθέσεις, που θεωρούν πως το έργο προέρχεται πιθανόν από εργαστήριο της Πάρου.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Κλασική περίοδος, 450 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Αποθέτης κάτω από το πλακόστρωτο της ιεράς οδού μπροστά από τον πολυγωνικό τοίχο του ναού του Απόλλωνα.
Διαστάσεις: Ύψος: 0,16 μ.
Υλικό: Χαλκός
Τα αετώματα του κλασικού ναού του Απόλλωνα ήταν διακοσμημένα με γλυπτές παραστάσεις, που παρουσιάζουν ενδιαφέρουσες εικονογραφικές συνθέσεις και καινοτομίες. Έχουν διασωθεί μόνο θραύσματά τους, ωστόσο, χάρη στην περιγραφή του περιηγητή Παυσανία και στην εκτενή επιστημονική έρευνα έχει καταστεί δυνατή η αναπαράστασή τους κατά το μεγαλύτερο μέρος. Οι συνθέσεις και των δύο αετωμάτων χαρακτηρίζονται από παρατακτική δόμηση, χωρίς ιδιαίτερη κίνηση, ακολουθώντας τους μορφότυπους και την τεχνοτροπία, που είχε διαμορφωθεί στην ύστερη κλασική περίοδο.
Ο Παυσανίας αναφέρει ως γλύπτες τους Αθηναίους Πραξία και Ανδροσθένη. Στο ανατολικό αέτωμα εικονίζεται ο Απόλλωνας, φορώντας ιμάτιο, να κάθεται πάνω σε τρίποδα και να κρατάει κλαδί δάφνης και φιάλη, ενώ περιστοιχίζεται αριστερά από τη μητέρα του Λητώ και δεξιά από την αδελφή του Άρτεμι. Η μεγάλη εικονογραφική καινοτομία εμφανίζεται στο δυτικό αέτωμα, όπου για πρώτη φορά συνδέονται άμεσα οι θεοί Απόλλωνας και Διόνυσος στο ιερό-μαντείο του πρώτου, αποδεικνύοντας την αμφίδρομη σχέση τους.
Στο κέντρο απεικονίζεται ο Διόνυσος ανάμεσα στις Θυιάδες (Μαινάδες), στον τύπο του κιθαρωδού -Απολλώνιο στοιχείο-, ενώ στο μέτωπο φορεί τη χαρακτηριστική ταινία των μυημένων της Διονυσιακής θρησκείας. Η απεικόνιση αυτή εξομοιώνει το Διόνυσο με το θεό της μουσικής, τον Απόλλωνα, και συμβιβάζει τους διαφορετικούς κόσμους των δύο θεών.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Κλασική περίοδος, 330 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Ναός Απόλλωνα
Υλικό: Μάρμαρο
Καρυάτιδα του Θησαυρού των Σιφνίων
Μία από τις δύο Καρυάτιδες, που κοσμούσαν το θησαυρό των Σιφνίων, από τα εντυπωσιακότερα μνημεία στο ιερό των Δελφών. Ακολουθώντας τη δομή του θησαυρού των Κνιδίων, ο αρχιτέκτονας χρησιμοποίησε στη θέση των δύο εξωτερικών κιόνων αγάλματα με τη μορφή κόρης, που στέκονταν ανάμεσα στις παραστάδες του προνάου και στήριζαν το θριγκό. Από τη μία διατηρείται μεγάλο μέρος του κορμού και το κεφάλι με τον πόλο (ή κάλαθο), ο οποίος διακοσμείται με ανάγλυφη Διονυσιακή σκηνή Μαινάδων και Σιληνών.
Η μορφή φοράει λεπτό χιτώνα και ιμάτιο με πλούσιες κάθετες πτυχές, ενώ έφερε και ένθετα μεταλλικά κοσμήματα, που στηρίζονταν στις κοιλότητες στα μαλλιά και στα αυτιά της. Οι λεπτομέρειες της ενδυμασίας πρέπει να ήταν τονισμένες με χρώματα (κατά κύριο λόγο κόκκινο και μπλε, αλλά και πράσινο, ώχρα και χρυσαφί), προσδίδοντας εντυπωσιακό τόνο στο γλυπτό. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου διακατέχονται από μαλακό και αβρό πλάσιμο, προσφέροντας σημαντικά στοιχεία για την κυκλαδική και ειδικότερα την παριανή τέχνη στην υστεροαρχαϊκή περίοδο.
Τα δύο όμοια αγάλματα θεωρούνται οι πρόδρομες μορφές των περίφημων Καρυάτιδων του Ερεχθείου στην Ακρόπολη των Αθηνών.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 525 π.X.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Τέμενος του Απόλλωνα
Διαστάσεις: Μήκος: 0,62 μ., πλάτος: 0,44 μ., ύψος: 1,62 μ., βάρος: 950 κ.
Υλικό: Παριανό μάρμαρο
Σύνταγμα Αθλητών
Το μικρό σε μέγεθος χάλκινο σύνταγμα αθλητών αποτελεί ένα από τα πολλά αναθήματα των επισκεπτών του Δελφικού ιερού, που βρέθηκε σε αποθέτη μαζί με άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Η μορφή στα δεξιά πρέπει να είναι ο κριτής του αγώνα, γιατί παριστάνεται σαν να αναγορεύει νικητή τον αθλητή, που βρίσκεται στα αριστερά και εικονίζεται να κρατάει στα χέρια τους «αλτήρες» και το στεφάνι, σύμβολο της νίκης του. Και οι δύο μορφές παριστάνονται γυμνές.
Η στάση τους, με χαλαρό και λίγο λυγισμένο το ένα πόδι, με τη σοβαρή έκφραση του προσώπου, το βαρύ πηγούνι και την ιδιαίτερη διαμόρφωση της κόμμωσης, κατατάσσουν το έργο χρονολογικά στην πρώιμη κλασική περίοδο, στον αυστηρό ρυθμό (περίπου 460 π.Χ.). Το χαριτωμένο σύνταγμα δίνει την εντύπωση των συνθέσεων της μεγάλης χαλκοπλαστικής, που ήταν στημένες δεξιά και αριστερά της ιεράς οδού και είναι γνωστές μόνο από τις αρχαίες γραπτές πηγές.
Στοιχεία εκθέματος
Μία από τις δύο Καρυάτιδες, που κοσμούσαν το θησαυρό των Σιφνίων, από τα εντυπωσιακότερα μνημεία στο ιερό των Δελφών. Ακολουθώντας τη δομή του θησαυρού των Κνιδίων, ο αρχιτέκτονας χρησιμοποίησε στη θέση των δύο εξωτερικών κιόνων αγάλματα με τη μορφή κόρης, που στέκονταν ανάμεσα στις παραστάδες του προνάου και στήριζαν το θριγκό. Από τη μία διατηρείται μεγάλο μέρος του κορμού και το κεφάλι με τον πόλο (ή κάλαθο), ο οποίος διακοσμείται με ανάγλυφη Διονυσιακή σκηνή Μαινάδων και Σιληνών.
Η μορφή φοράει λεπτό χιτώνα και ιμάτιο με πλούσιες κάθετες πτυχές, ενώ έφερε και ένθετα μεταλλικά κοσμήματα, που στηρίζονταν στις κοιλότητες στα μαλλιά και στα αυτιά της. Οι λεπτομέρειες της ενδυμασίας πρέπει να ήταν τονισμένες με χρώματα (κατά κύριο λόγο κόκκινο και μπλε, αλλά και πράσινο, ώχρα και χρυσαφί), προσδίδοντας εντυπωσιακό τόνο στο γλυπτό. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου διακατέχονται από μαλακό και αβρό πλάσιμο, προσφέροντας σημαντικά στοιχεία για την κυκλαδική και ειδικότερα την παριανή τέχνη στην υστεροαρχαϊκή περίοδο.
Τα δύο όμοια αγάλματα θεωρούνται οι πρόδρομες μορφές των περίφημων Καρυάτιδων του Ερεχθείου στην Ακρόπολη των Αθηνών.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 525 π.X.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Τέμενος του Απόλλωνα
Διαστάσεις: Μήκος: 0,62 μ., πλάτος: 0,44 μ., ύψος: 1,62 μ., βάρος: 950 κ.
Υλικό: Παριανό μάρμαρο
Το μικρό σε μέγεθος χάλκινο σύνταγμα αθλητών αποτελεί ένα από τα πολλά αναθήματα των επισκεπτών του Δελφικού ιερού, που βρέθηκε σε αποθέτη μαζί με άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Η μορφή στα δεξιά πρέπει να είναι ο κριτής του αγώνα, γιατί παριστάνεται σαν να αναγορεύει νικητή τον αθλητή, που βρίσκεται στα αριστερά και εικονίζεται να κρατάει στα χέρια τους «αλτήρες» και το στεφάνι, σύμβολο της νίκης του. Και οι δύο μορφές παριστάνονται γυμνές.
Η στάση τους, με χαλαρό και λίγο λυγισμένο το ένα πόδι, με τη σοβαρή έκφραση του προσώπου, το βαρύ πηγούνι και την ιδιαίτερη διαμόρφωση της κόμμωσης, κατατάσσουν το έργο χρονολογικά στην πρώιμη κλασική περίοδο, στον αυστηρό ρυθμό (περίπου 460 π.Χ.). Το χαριτωμένο σύνταγμα δίνει την εντύπωση των συνθέσεων της μεγάλης χαλκοπλαστικής, που ήταν στημένες δεξιά και αριστερά της ιεράς οδού και είναι γνωστές μόνο από τις αρχαίες γραπτές πηγές.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Κλασική περίοδος, 460 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Αποθέτης κάτω από το πλακόστρωτο της ιεράς οδού κοντά στον πολυγωνικό τοίχο του ναού του Απόλλωνα.
Διαστάσεις: Μήκος: 0,155 μ., πλάτος: 0,05 μ., ύψος: 0,16 μ.
Υλικό: Χαλκός
Αναθηματική Ασπίδα
Σπάνια στο είδος της αναθηματική ασπίδα, από τα ευρήματα που αποδεικνύουν τη σπουδαιότητα του μαντείου των Δελφών και την επιρροή του όχι μόνο σε Ελληνικές πόλεις – κράτη, αλλά και σε πολίτες άλλων εθνικοτήτων. Είναι κυλινδρική, κατασκευασμένη από λεπτό έλασμα χαλκού, που καρφωνόταν πάνω σε ξύλο, και διακοσμείται με έκτυπους ομόκεντρους κύκλους, που διακόπτονται από ενάλληλα μοτίβα σχήματος V.
Ανήκει στον τύπο που ονομάζεται »Λάμδα» (εξαιτίας του μοτίβου) ή »Herzsprung» (από την ομώνυμη περιοχή της βόρειας Ευρώπης όπου βρέθηκαν ασπίδες του ίδιου τύπου) ή »Ιδαλίου» (από τα πρώτα δείγματα που βρέθηκαν ως κτερίσματα στις νεκροπόλεις του Ιδαλίου και της Παλαιπάφου στην Κύπρο, σημαντικών πόλεων κατά τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους και την Αρχαϊκή περίοδο). Ο συγκεκριμένος τύπος ασπίδας προέρχεται πιθανότατα από την Ανατολή αν και το διακοσμητικό μοτίβο εμφανίζεται και στην Ευρώπη (Ισπανία, Ιρλανδία).
Στην Ελλάδα τρεις πολύ μικρές χάλκινες ασπίδες αυτού του είδους βρέθηκαν στην Ιαλυσό της Ρόδου, ενώ αντίστοιχες πήλινες ασπίδες, σίγουρα αναθηματικές, έχουν ανακαλυφθεί στο Ηραίο της Σάμου, ένα ιερό με πολλά αναθήματα από την Ανατολή. Τα Κυπριακά παραδείγματα αποτελούσαν ντόπια παραγωγή. Στους Δελφούς η ασπίδα με το »ανατολίζον» θέμα πρέπει να έφθασε ως αφιέρωμα μέσω προσκυνητών / αναθετών.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Πρώιμοι Ιστορικοί Χρόνοι, 8ος αι. π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, κοντά στη λέσχη των Κνιδίων.
Διαστάσεις: Διάμετρος: 0,90-0,92 μ.
Υλικό: Χαλκός, Ξύλο
Αετώματα του Αρχαϊκού Ναού του Απόλλωνα
Σε μεγάλο μέρος σώζονται τα γλυπτά από τις σημαντικές αετωματικές συνθέσεις του Αρχαϊκού ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς, που η κατασκευή του συνδέθηκε με την Αθηναϊκή αριστοκρατική οικογένεια των Αλκμεωνιδών. Παρ’ όλο που στη σμίλευσή τους συμμετείχε ο Αντήνορας, ένας από τους μεγάλους Αθηναίους γλύπτες της υστεροαρχαϊκής εποχής, στις συνθέσεις διακρίνεται έντονα η παρατακτική δόμηση των μορφών, στις οποίες όμως επιδρούν διάφοροι νοητοί κάθετοι, οριζόντιοι και διαγώνιοι άξονες, δίνοντας στις παραστάσεις δύναμη και κίνηση. Στο ανατολικό αέτωμα παριστάνεται κατ’ ενώπιον τέθριππο άρμα, το οποίο οδηγεί ο Απόλλωνας.
Αυτός ο τρόπος απεικόνισης χρησιμοποιείτο συνήθως σε ειδικές περιπτώσεις, στις παραστάσεις θεών και μυθολογικών όντων με αποτροπαϊκό χαρακτήρα. Το άρμα του θεού πλαισιώνεται από νέους (κούρους) και νέες (κόρες), τρεις σε κάθε πλευρά, ενώ στις δύο γωνίες συμπιέζονται συμπλέγματα με λιοντάρι, που κατασπαράσσει ζώο. Η παράσταση ερμηνεύεται ως η άφιξη του Απόλλωνα από την Αθήνα στους Δελφούς με τη συνοδεία της αδελφής του Αρτέμιδος και της μητέρας του Λητούς. Το θεό ξεπροβοδίζουν οι Αθηναίοι και τον υποδέχονται οι πολίτες των Δελφών με το βασιλιά Δελφό.
Η παρατακτική δομή του ανατολικού αετώματος, το οποίο σμίλευσε ο Αντήνορας, έρχεται σε αντιδιαστολή με τη δομή του δυτικού αετώματος, όπου οι μορφές αρχίζουν να ενώνονται σε ένα σώμα, στοιχείο που θα επηρεάσει ιδιαίτερα την κλασική γλυπτική. Εδώ απεικονίζεται παράσταση Γιγαντομαχίας, της μάχης των θεών και των γιγάντων για την επικράτηση στον Όλυμπο. Σώζονται οι μορφές της Αθηνάς, ενός πεσμένου στα γόνατα γίγαντα και τμήματα δύο αλόγων από το άρμα του Δία.
Και αυτή η σύνθεση θεωρείται πως σμιλεύθηκε από τον Αντήνορα, δείχνει, όμως, την εξέλιξη της γλυπτικής στην υστεροαρχαϊκή περίοδο (περίπου από το 530 π.Χ.), που προαναγγέλλει την τεχνοτροπία των κλασικών χρόνων.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 510 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί
Διαστάσεις: Μήκος: 19,40 μ., ύψος: 2,35 μ.
Υλικό: Πωρόλιθος, Παριανό μάρμαρο
Ρυτό σε Σχήμα Λεοντοκεφαλής
Τμήμα εντυπωσιακού Μινωικού ρυτού σε μορφή λεοντοκεφαλής, που βρέθηκε κοντά στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Σώζεται μόνο το ρύγχος της μορφής, το οποίο, όμως, είναι αρκετό για να επιβεβαιώσει την καλή ποιότητα της κατασκευής του σκεύους. Τα αγγεία αυτού του είδους ήταν ρυτά, που χρησιμοποιούνταν σε διάφορες τελετουργικές πράξεις, και η οπή για τη ροή των υγρών ανοιγόταν συνήθως στο κάτω χείλος της λεοντοκεφαλής.
Η μορφή του σκεύους από τους Δελφούς μπορεί εύκολα να συγκριθεί με αντίστοιχο αγγείο, που βρέθηκε στο ανάκτορο της Κνωσού. Είναι πιθανό πως το ρυτό αυτό δεν έφθασε στους Δελφούς κατά τη Μυκηναϊκή εποχή, αλλά αφιερώθηκε πολύ αργότερα στο ιερό του Απόλλωνα ως κειμήλιο κάποιου κοινωνικά σημαντικού αναθέτη.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Ύστερη Εποχή του Χαλκού, 1450 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Kάτω από το δάπεδο του ναού του Απόλλωνα
Διαστάσεις: Μήκος: 0,09 εκ., ύψος: 0,105 μ.
Υλικό: Μάρμαρο
Χρήση: Τελετουργική χρήση
Μετόπες του Θησαυρού των Αθηναίων
Οι μετόπες του θησαυρού των Αθηναίων αποτελούν τη μοναδική πλήρη σειρά μετοπών της Αρχαϊκής περιόδου. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Δελφών εκτίθενται οι είκοσι τέσσερις από τις τριάντα που περιέτρεχαν το κτήριο (εννέα στις μακριές και έξι στις στενές πλευρές). Σε όλες απεικονίζονται μυθολογικές σκηνές σε υψηλό ανάγλυφο: στη βόρεια και στη δυτική πλευρά, που ήταν δευτερεύουσες, εικονίζονται οι άθλοι του Ηρακλή, ενώ στην ανατολική και στη νότια, που φαίνονταν από την Ιερά οδό, εικονίζονται τα κατορθώματα του Θησέα, εθνικού ήρωα της Αθήνας, και η Αμαζονομαχία.
Ο θησαυρός των Αθηναίων είχε πλούσιο γλυπτό διάκοσμο όχι μόνο στις μετόπες, αλλά και στα αετώματα και στα ακρωτήρια. Τα γλυπτά αυτά με τις ανάλαφρες αναλογίες, τις τολμηρές κινήσεις, την προσεκτική απόδοση των μυών και των πτυχών και την κομψότητα των μορφών εκφράζουν την αττική τέχνη του αρχαϊκού κόσμου. Για την κατασκευή τους φαίνεται ότι εργάσθηκαν πέντε ή έξι έμπειροι Αθηναίοι γλύπτες, που εκπροσωπούν δύο τάσεις, μία συντηρητική και μία πιο προοδευτική.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 510-500 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Θησαυρός Αθηναίων
Διαστάσεις: Ύψος: 0,68 μ.
Υλικό: Παριανό μάρμαρο
Άγαλμα Ταύρου
Από τα πιο εντυπωσιακά αναθήματα του ιερού των Δελφών, κατασκευασμένο από πολύτιμο μέταλλο, είναι το άγαλμα ταύρου σε σχεδόν φυσικό μέγεθος. Από το έργο διατηρούνται μόνο τα μεταλλικά ελάσματα, όχι σε πολύ καλή κατάσταση, ενώ δεν έχει διασωθεί ο ξύλινος πυρήνας του. Τα αργυρά ελάσματα προσαρμόζονταν στον ξύλινο πυρήνα, και συγκρατούνταν από σκελετό με επάργυρες βέργες χαλκού, ενώ στις ενώσεις υπήρχαν δύο σειρές από ασημένια καρφιά. Ορισμένα τμήματα του ζώου, όπως τα κέρατα, το μέτωπο, τα αυτιά, το κατώτερο τμήμα του λαιμού, τα γεννητικά όργανα και οι οπλές, ήταν επιχρυσωμένα.
Tα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά του έργου με το ιδιαίτερα εντυπωσιακό στυλιζάρισμα του μετώπου και του λαιμού φανερώνουν, ότι προέρχεται από εργαστήριο της Ιωνίας και χρονολογείται στο Α΄ μισό του 6ου αιώνα π.Χ. Η ανάθεση σε ιερά αγαλμάτων ζώων, όπως ταύρων ή λιονταριών, συμβόλιζε τη δύναμη του αναθέτη, πολιτική και οικονομική. Το άγαλμα βρέθηκε σε αποθέτη μαζί με άλλα εντυπωσιακά αναθήματα, αποκαλύπτοντας τον πλούτο του ιερού κατά την Αρχαϊκή περίοδο.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 6ος αι. π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Αποθέτης κάτω από το πλακόστρωτο της ιεράς οδού μπροστά από τον πολυγωνικό τοίχο του ναού.
Διαστάσεις: Πλάτος: 2,61 μ., ύψος: 1,46 μ.
Υλικό: Άργυρος, Χαλκός, Χρυσός
Αγαλμάτιο Κούρου
Εξαίρετο αγαλμάτιο ανδρικής μορφής, από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της Δαιδαλικής τεχνοτροπίας, που θεωρείται και το πρωιμότερο δείγμα του τύπου του κούρου, της χαρακτηριστικής ανδρικής μορφής της Αρχαϊκής γλυπτικής. Το έργο είναι χυτό και σώζεται σε καλή κατάσταση. Ο άνδρας φοράει μόνο ένα φαρδύ περίζωμα στη μέση, με το σώμα να παραμένει γυμνό. Βρίσκεται σε στάση, με τα χέρια σφιγμένα στο ύψος των γοφών και το ένα πόδι να προεξέχει του άλλου.
Το πρόσωπο, τριγωνικού σχήματος, είναι καλοσχηματισμένο με χαμηλό μέτωπο, ενώ η κόμμωση αποδίδεται σε οριζόντιες στρώσεις στον τύπο της οροφωτής περούκας (φενάκης), χαρακτηριστικό της δαιδαλικής τεχνοτροπίας. Η διάπλαση της μορφής, παρά την ακινησία της και το μονοδιάστατο χαρακτήρα της, καθώς η μοναδική όψη του κούρου είναι η μπροστινή, δομημένη σε έναν κεντρικό άξονα, υπερβαίνει τις δεσμεύσεις του μικρού μεγέθους και αποκτά μνημειακή επιβολή.
Κατά τον τρόπο αυτό προαναγγέλλει τα αγάλματα των κούρων της μεγάλης πλαστικής του 6ου αι. π.Χ. Η δαιδαλική τεχνοτροπία προήλθε από εργαστήρια πλαστικής της Κρήτης και το συγκεκριμένο αγαλματίδιο θεωρείται έργο κρητικού εργαστηρίου του Γ΄ τετάρτου του 7ου αιώνα π.Χ.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 620 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, βόρεια των ανατολικών θερμών στο Ιερό του Απόλλωνα
Διαστάσεις: Ύψος: 0,19 μ.
Υλικό: Χαλκός
Μετόπες του Θησαυρού των Σικυωνίων
Ξεχωριστά δείγματα Αρχαϊκής τέχνης αποτελούν οι μετόπες με ανάγλυφη διακόσμηση από τη ζωφόρο του θησαυρού ή «μονόπτερου» των Σικυωνίων. Βρέθηκαν στα θεμέλια του θησαυρού και προέρχονται από ένα μικρό ορθογώνιο κτήριο με Δωρική κιονοστοιχία στεγασμένη χωρίς εσωτερικούς τοίχους, αποκαλούμενο «μονόπτερο». Σώζονται αποσπασματικά και χρονολογικά τοποθετούνται στην ίδια περίοδο με την κατασκευή του θησαυρού, γύρω στο 560 π.Χ. Απεικονίζουν μυθολογικά θέματα, όπως την Αργοναυτική εκστρατεία, την αρπαγή της Ευρώπης από το Δία, τους Διόσκουρους, το κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου και το ταξίδι του Φρίξου και της Έλλης.
Αποτελούν εξαιρετικό δείγμα της Αρχαϊκής τέχνης της Σικυώνας, όπου ο ζωγραφικός χαρακτήρας με τα ακριβή περιγράμματα και τις λεπτομέρειες των μορφών κυριαρχεί έναντι του πλαστικού. Σε ορισμένες μετόπες (Αργοναυτική εκστρατεία, Διόσκουροι) δεσπόζει η προσπάθεια αποτύπωσης καθαρών και στέρεων μορφών, ενώ σε άλλες (αρπαγή της Ευρώπης από το Δία, κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου) εμφανίζεται η προσπάθεια για απόδοση ορμητικών σκηνών, γεμάτων δύναμη. Τα ζωηρά χρώματα, που συμπλήρωναν το ανάγλυφο, σε συνδυασμό με το σπάνιο ορθογώνιο σχήμα των μετοπών έδιναν την εντύπωση ζωγραφικών πινάκων.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 560 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, θησαυρός Σικυωνίων
Διαστάσεις: Μήκος: 0,88 μ., ύψος: 0,58 μ., βάρος: 150 κιλ.
Υλικό: Πωρόλιθος
Κεφάλι Χρυσελεφάντινου Αγάλματος Ανδρικής Μορφής
Εντυπωσιακό έργο Ιωνικής τέχνης της όψιμης Αρχαϊκής εποχής αποτελεί το κεφάλι αγάλματος, που απεικονίζει ανδρική μορφή, πιθανόν το θεό Απόλλωνα. Πρόκειται για σπάνιο δείγμα της τεχνικής των χρυσελεφάντινων αγαλμάτων, που είναι γνωστή μόνο από τις φιλολογικές πηγές. Ο κορμός των αγαλμάτων αυτών ήταν ξύλινος και καλυπτόταν με χρυσά ελάσματα, ενώ το κεφάλι και τα γυμνά μέλη του σώματος, όπως τα πόδια και τα χέρια, ήταν από ελεφαντόδοντο.
Το σωζόμενο κεφάλι, του οποίου μεγάλο μέρος έχει συμπληρωθεί με κερί, φέρει επίθετο επίχρυσο έλασμα, που αποδίδει τα μαλλιά, και χρυσά ελάσματα με έκτυπη κυματοειδή διακόσμηση, τα οποία αποδίδουν τους πλοκάμους που καταλήγουν στο στήθος. Τα αμυγδαλωτά μάτια, τα καμπυλωτά φρύδια, τα σχετικά μεγάλα αυτιά αποδοσμένα χωρίς ιδιαίτερη προσοχή σε ανατομικές λεπτομέρειες, το μακρόστενο πρόσωπο με το Αρχαϊκό χαμόγελο στα χείλη αποτελούν χαρακτηριστικά της Αρχαϊκής τέχνης. Η χάρη που διακατέχει τη μορφή και το μαλακό πλάσιμο του προσώπου προδίδουν τα έμπειρα χέρια ενός καλλιτέχνη από την Ιωνία.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 6ος αιώνας π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Αποθέτης κάτω από το πλακόστρωτο της Ιεράς Οδού μπροστά από τον πολυγωνικό τοίχο του ναού.
Διαστάσεις: Ύψος: 0,245 μ.
Ανάγλυφο Περίτμητο Έλασμα
Περίτμητο έλασμα, που κοσμείται με ανάγλυφη παράσταση εμπνευσμένη από την Οδύσσεια. Απεικονίζεται ακριβώς η στιγμή της απόδρασης του Οδυσσέα και των συντρόφων του από τη σπηλιά του μονόφθαλμου Κύκλωπα Πολύφημου, θέμα αγαπητό στους καλλιτέχνες της αρχαϊκής εποχής. Κάτω από το σώμα ενός κριού διακρίνεται μία ανδρική μορφή δεμένη σφιχτά με σχοινί, ακριβώς όπως περιγράφεται από τον Όμηρο. Το έλασμα πιθανόν είχε χρησιμοποιηθεί ως ένθεμα, που στερεωνόταν με δύο καρφιά τοποθετημένα στο σώμα του ζώου, και διακοσμούσε την επιφάνεια χάλκινου ή ξύλινου σκεύους.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 540 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Κοντά στη βάση του αναθήματος του Δαόχου.
Διαστάσεις: Μήκος: 0,009 μ., πλάτος: 0,002 μ., ύψος: μέγ. 0,005 μ.
Υλικό: Χαλκός
Ύμνοι στον Απόλλωνα
Οι δύο ύμνοι, που βρέθηκαν χαραγμένοι σε δύο λίθους του θησαυρού των Αθηναίων, είναι τα παλαιότερα σωζόμενα δείγματα της αρχαίας Ελληνικής μουσικής σημειογραφίας. Είναι από τα σημαντικότερα ευρήματα του ιερού των Δελφών όχι μόνο για την ιστορία της αρχαίας Ελληνικής μουσικής, αλλά και για τη λατρεία του Απόλλωνα. Στους ύμνους αναφέρονται μύθοι και γεγονότα σχετικά με τον Απόλλωνα και γίνεται επίκληση στο θεό για βοήθεια και προστασία.
Στη μία επιγραφή τα σύμβολα ήταν γράμματα του Ιωνικού αλφαβήτου, που αντιπροσώπευαν νότες για το τραγούδι και στην άλλη τα σύμβολα ήταν στιγμές και γράμματα, που έδιναν νότες για μουσικά όργανα. Τα σύμβολα αυτά έχουν μεταγραφεί σε σύγχρονες νότες, επομένως, η μουσική μπορεί να ακουστεί, αλλά ο ρυθμός της παραμένει άγνωστος. Ο πρώτος ύμνος γράφηκε από Αθηναίο συνθέτη και εκτελέσθηκε στην επίσημη πομπή των Αθηναίων στους Δελφούς, την Πυθαΐδα, το 138 π.Χ., ενώ ο δεύτερος εκτελέσθηκε στην ίδια πομπή, δέκα χρόνια αργότερα, το 128 π.Χ.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Ρωμαϊκή περίοδος, 138 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Θησαυρός Αθηναίων.
Διαστάσεις: Μήκος: 1,985 μ., πλάτος: 0,59 μ., ύψος: 1,30 μ.
Υλικό: Μάρμαρο
ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ
ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΑ ΜΑΝΤΕΙΑ
Στην Αρχαϊκή περίοδο, πέρα από τους μάντεις, τις Σίβυλλες και τους Ορφικούς προφήτες, τα πολυάριθμα μαντεία ήταν κυρίως εκείνα που εξασκούσαν την πρόγνωση του μέλλοντος. Τα περισσότερα από αυτά έπαψαν να λειτουργούν στη διάρκεια της κλασικής εποχής και μόνο τα σημαντικότερα κατόρθωσαν να επιβιώσουν ως τα πρώιμα Χριστιανικά χρόνια. Ανάμεσά τους βέβαια το πιο φημισμένο ήταν το μαντείο του Απόλλωνα στους Δελφούς. Οι χρησμοί δίνονταν από την Πυθία, η οποία αρχικά ήταν μία παρθένα διαλεγμένη από τις κόρες των σημαντικών οικογενειών των Δελφών, ενώ αργότερα προτιμήθηκε μία ηλικιωμένη γυναίκα.
Η Πυθία, αφού πλενόταν με νερό της Κασταλίας πηγής, καθόταν στον ιερό τρίποδα μέσα στο ναό και μασώντας φύλλα δάφνης έπινε νερό από την ίδια πηγή ή από την Κασσωτίδα. Με τη διαδικασία αυτή έπεφτε σε έκσταση και την ακατάληπτη συνήθως χρησμοδοσία της ερμήνευαν ο προφήτης και το ιερατείο του θεού. Ως πρώτη Πυθία αναφέρεται η Φημονόη, η οποία έδινε χρησμούς σε εξάμετρους στίχους. Το μαντείο τιμούσαν ιδιαίτερα οι Δωριείς, και από τους Ίωνες περισσότερο οι Αθηναίοι. Από πολύ νωρίς εδραιώθηκε ο πολιτικός του ρόλος τόσο μεταξύ των Ελλήνων, όσο και μεταξύ των άλλων λαών της Μικράς Ασίας.
Σε αυτά τα χρόνια, που οι Έλληνες ταξιδεύουν και εγκαθίστανται σε όλη τη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο, δε νοείται η αποστολή αποικισμού χωρίς τη προηγούμενη συγκατάθεση και τη συμβουλή του Απόλλωνα. Το νερό που ανάβλυζε από κάποια ιερή πηγή κατείχε ιδιαίτερη σημασία στα μαντεία του Απόλλωνα. Στο άλλο σημαντικό ιερό του στην Κλάρο της Μικράς Ασίας ο προφήτης έπινε από την πηγή και χρησμοδοτούσε μέσω του Θεσπιωδού και του ιερέα.
Στα Δίδυμα κοντά στη Μίλητο, όπου βρισκόταν ένα ακόμη μεγάλο μαντείο του θεού, το νερό της ιερής πηγής έδινε μαντική ικανότητα σε μία γυναίκα, αλλά και εκεί η διατύπωση και η ερμηνεία του χρησμού ήταν υπόθεση του ιερέα του Απόλλωνα. Μαντικό νερό αναφέρεται και στο μαντείο του Απόλλωνα στο Πτώο της Βοιωτίας, ενώ ιδιαίτερη σημασία είχε το νερό των πηγών της Λήθης και της Μνημοσύνης στο μαντείο του Τροφωνίου στη Λειβαδιά.
Ο πιστός έπινε και από τις δύο, για να ξεχάσει το παρελθόν του και να θυμάται όσα θα του αποκαλύπτονταν. Ήδη στην Αρχαϊκή περίοδο εκτός από τη μαντεία με βάση το «Λάλον Ύδωρ», υπήρχαν και πολλές άλλες μέθοδοι μαντικής, αρκετές από τις οποίες είχαν τις ρίζες τους στην Ανατολή. Στην περιοχή της Φωκίδας και της Βοιωτίας υπήρχαν πολλά μαντεία του Απόλλωνα. Μερικά από αυτά κατόρθωσαν να επεκτείνουν τη φήμη τους και πέρα από τα όρια του Ελλαδικού χώρου. Τέτοια ήταν η περίπτωση του μαντείου του θεού στις Αβαίς της Φωκίδας και του Ισμηνίου στη Θήβα.
Και τα δύο είχαν προσελκύσει το ενδιαφέρον του Κροίσου -του βασιλιά της Λυδίας- ο οποίος είχε στείλει πολύτιμα αφιερώματα. Στη Θήβα υπήρχε ακόμη ένα ιερό και μαντείο του Απόλλωνα, όπου λατρευόταν με την επωνυμία Σπένδιος. Τέλος, κοντά στον Ορχομενό αναφέρεται από τον Πλούταρχο το μαντείο του Τεγυραίου Απόλλωνα. Στο Άργος ο Απόλλων Δειραδιώτης χρησμοδοτούσε μέσω μίας γυναίκας, η οποία όμως αντί για νερό γευόταν αίμα σφαγίου θυσιασμένου τη νύχτα.
Περισσότερο γνωστό, αλλά και ιδιόρρυθμο στη λειτουργία του, ήταν το μαντείο του θεού στη Δήλο. Χρησμοδοτούσε μόνο κατά το θέρος, ενώ το χειμώνα ο θεός μετοικούσε στα Πάταρα της Λυκίας, όπου λατρευόταν με την προσωνυμία Λυκίος. Ο Απόλλωνας ήταν αναμφισβήτητα ο κυρίαρχος θεός της μαντικής τέχνης. Υπήρχαν όμως μαντεία αφιερωμένα και σε άλλους θεούς ή ήρωες όπως στο Δία, στη Δήμητρα και την Κόρη, στο Διόνυσο, στον Ηρακλή και στον Αμφιάραο.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Αποθέτης κάτω από το πλακόστρωτο της ιεράς οδού κοντά στον πολυγωνικό τοίχο του ναού του Απόλλωνα.
Διαστάσεις: Μήκος: 0,155 μ., πλάτος: 0,05 μ., ύψος: 0,16 μ.
Υλικό: Χαλκός
Σπάνια στο είδος της αναθηματική ασπίδα, από τα ευρήματα που αποδεικνύουν τη σπουδαιότητα του μαντείου των Δελφών και την επιρροή του όχι μόνο σε Ελληνικές πόλεις – κράτη, αλλά και σε πολίτες άλλων εθνικοτήτων. Είναι κυλινδρική, κατασκευασμένη από λεπτό έλασμα χαλκού, που καρφωνόταν πάνω σε ξύλο, και διακοσμείται με έκτυπους ομόκεντρους κύκλους, που διακόπτονται από ενάλληλα μοτίβα σχήματος V.
Ανήκει στον τύπο που ονομάζεται »Λάμδα» (εξαιτίας του μοτίβου) ή »Herzsprung» (από την ομώνυμη περιοχή της βόρειας Ευρώπης όπου βρέθηκαν ασπίδες του ίδιου τύπου) ή »Ιδαλίου» (από τα πρώτα δείγματα που βρέθηκαν ως κτερίσματα στις νεκροπόλεις του Ιδαλίου και της Παλαιπάφου στην Κύπρο, σημαντικών πόλεων κατά τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους και την Αρχαϊκή περίοδο). Ο συγκεκριμένος τύπος ασπίδας προέρχεται πιθανότατα από την Ανατολή αν και το διακοσμητικό μοτίβο εμφανίζεται και στην Ευρώπη (Ισπανία, Ιρλανδία).
Στην Ελλάδα τρεις πολύ μικρές χάλκινες ασπίδες αυτού του είδους βρέθηκαν στην Ιαλυσό της Ρόδου, ενώ αντίστοιχες πήλινες ασπίδες, σίγουρα αναθηματικές, έχουν ανακαλυφθεί στο Ηραίο της Σάμου, ένα ιερό με πολλά αναθήματα από την Ανατολή. Τα Κυπριακά παραδείγματα αποτελούσαν ντόπια παραγωγή. Στους Δελφούς η ασπίδα με το »ανατολίζον» θέμα πρέπει να έφθασε ως αφιέρωμα μέσω προσκυνητών / αναθετών.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Πρώιμοι Ιστορικοί Χρόνοι, 8ος αι. π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, κοντά στη λέσχη των Κνιδίων.
Διαστάσεις: Διάμετρος: 0,90-0,92 μ.
Υλικό: Χαλκός, Ξύλο
Σε μεγάλο μέρος σώζονται τα γλυπτά από τις σημαντικές αετωματικές συνθέσεις του Αρχαϊκού ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς, που η κατασκευή του συνδέθηκε με την Αθηναϊκή αριστοκρατική οικογένεια των Αλκμεωνιδών. Παρ’ όλο που στη σμίλευσή τους συμμετείχε ο Αντήνορας, ένας από τους μεγάλους Αθηναίους γλύπτες της υστεροαρχαϊκής εποχής, στις συνθέσεις διακρίνεται έντονα η παρατακτική δόμηση των μορφών, στις οποίες όμως επιδρούν διάφοροι νοητοί κάθετοι, οριζόντιοι και διαγώνιοι άξονες, δίνοντας στις παραστάσεις δύναμη και κίνηση. Στο ανατολικό αέτωμα παριστάνεται κατ’ ενώπιον τέθριππο άρμα, το οποίο οδηγεί ο Απόλλωνας.
Αυτός ο τρόπος απεικόνισης χρησιμοποιείτο συνήθως σε ειδικές περιπτώσεις, στις παραστάσεις θεών και μυθολογικών όντων με αποτροπαϊκό χαρακτήρα. Το άρμα του θεού πλαισιώνεται από νέους (κούρους) και νέες (κόρες), τρεις σε κάθε πλευρά, ενώ στις δύο γωνίες συμπιέζονται συμπλέγματα με λιοντάρι, που κατασπαράσσει ζώο. Η παράσταση ερμηνεύεται ως η άφιξη του Απόλλωνα από την Αθήνα στους Δελφούς με τη συνοδεία της αδελφής του Αρτέμιδος και της μητέρας του Λητούς. Το θεό ξεπροβοδίζουν οι Αθηναίοι και τον υποδέχονται οι πολίτες των Δελφών με το βασιλιά Δελφό.
Η παρατακτική δομή του ανατολικού αετώματος, το οποίο σμίλευσε ο Αντήνορας, έρχεται σε αντιδιαστολή με τη δομή του δυτικού αετώματος, όπου οι μορφές αρχίζουν να ενώνονται σε ένα σώμα, στοιχείο που θα επηρεάσει ιδιαίτερα την κλασική γλυπτική. Εδώ απεικονίζεται παράσταση Γιγαντομαχίας, της μάχης των θεών και των γιγάντων για την επικράτηση στον Όλυμπο. Σώζονται οι μορφές της Αθηνάς, ενός πεσμένου στα γόνατα γίγαντα και τμήματα δύο αλόγων από το άρμα του Δία.
Και αυτή η σύνθεση θεωρείται πως σμιλεύθηκε από τον Αντήνορα, δείχνει, όμως, την εξέλιξη της γλυπτικής στην υστεροαρχαϊκή περίοδο (περίπου από το 530 π.Χ.), που προαναγγέλλει την τεχνοτροπία των κλασικών χρόνων.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 510 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί
Διαστάσεις: Μήκος: 19,40 μ., ύψος: 2,35 μ.
Υλικό: Πωρόλιθος, Παριανό μάρμαρο
Τμήμα εντυπωσιακού Μινωικού ρυτού σε μορφή λεοντοκεφαλής, που βρέθηκε κοντά στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Σώζεται μόνο το ρύγχος της μορφής, το οποίο, όμως, είναι αρκετό για να επιβεβαιώσει την καλή ποιότητα της κατασκευής του σκεύους. Τα αγγεία αυτού του είδους ήταν ρυτά, που χρησιμοποιούνταν σε διάφορες τελετουργικές πράξεις, και η οπή για τη ροή των υγρών ανοιγόταν συνήθως στο κάτω χείλος της λεοντοκεφαλής.
Η μορφή του σκεύους από τους Δελφούς μπορεί εύκολα να συγκριθεί με αντίστοιχο αγγείο, που βρέθηκε στο ανάκτορο της Κνωσού. Είναι πιθανό πως το ρυτό αυτό δεν έφθασε στους Δελφούς κατά τη Μυκηναϊκή εποχή, αλλά αφιερώθηκε πολύ αργότερα στο ιερό του Απόλλωνα ως κειμήλιο κάποιου κοινωνικά σημαντικού αναθέτη.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Ύστερη Εποχή του Χαλκού, 1450 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Kάτω από το δάπεδο του ναού του Απόλλωνα
Διαστάσεις: Μήκος: 0,09 εκ., ύψος: 0,105 μ.
Υλικό: Μάρμαρο
Χρήση: Τελετουργική χρήση
Οι μετόπες του θησαυρού των Αθηναίων αποτελούν τη μοναδική πλήρη σειρά μετοπών της Αρχαϊκής περιόδου. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Δελφών εκτίθενται οι είκοσι τέσσερις από τις τριάντα που περιέτρεχαν το κτήριο (εννέα στις μακριές και έξι στις στενές πλευρές). Σε όλες απεικονίζονται μυθολογικές σκηνές σε υψηλό ανάγλυφο: στη βόρεια και στη δυτική πλευρά, που ήταν δευτερεύουσες, εικονίζονται οι άθλοι του Ηρακλή, ενώ στην ανατολική και στη νότια, που φαίνονταν από την Ιερά οδό, εικονίζονται τα κατορθώματα του Θησέα, εθνικού ήρωα της Αθήνας, και η Αμαζονομαχία.
Ο θησαυρός των Αθηναίων είχε πλούσιο γλυπτό διάκοσμο όχι μόνο στις μετόπες, αλλά και στα αετώματα και στα ακρωτήρια. Τα γλυπτά αυτά με τις ανάλαφρες αναλογίες, τις τολμηρές κινήσεις, την προσεκτική απόδοση των μυών και των πτυχών και την κομψότητα των μορφών εκφράζουν την αττική τέχνη του αρχαϊκού κόσμου. Για την κατασκευή τους φαίνεται ότι εργάσθηκαν πέντε ή έξι έμπειροι Αθηναίοι γλύπτες, που εκπροσωπούν δύο τάσεις, μία συντηρητική και μία πιο προοδευτική.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 510-500 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Θησαυρός Αθηναίων
Διαστάσεις: Ύψος: 0,68 μ.
Υλικό: Παριανό μάρμαρο
Από τα πιο εντυπωσιακά αναθήματα του ιερού των Δελφών, κατασκευασμένο από πολύτιμο μέταλλο, είναι το άγαλμα ταύρου σε σχεδόν φυσικό μέγεθος. Από το έργο διατηρούνται μόνο τα μεταλλικά ελάσματα, όχι σε πολύ καλή κατάσταση, ενώ δεν έχει διασωθεί ο ξύλινος πυρήνας του. Τα αργυρά ελάσματα προσαρμόζονταν στον ξύλινο πυρήνα, και συγκρατούνταν από σκελετό με επάργυρες βέργες χαλκού, ενώ στις ενώσεις υπήρχαν δύο σειρές από ασημένια καρφιά. Ορισμένα τμήματα του ζώου, όπως τα κέρατα, το μέτωπο, τα αυτιά, το κατώτερο τμήμα του λαιμού, τα γεννητικά όργανα και οι οπλές, ήταν επιχρυσωμένα.
Tα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά του έργου με το ιδιαίτερα εντυπωσιακό στυλιζάρισμα του μετώπου και του λαιμού φανερώνουν, ότι προέρχεται από εργαστήριο της Ιωνίας και χρονολογείται στο Α΄ μισό του 6ου αιώνα π.Χ. Η ανάθεση σε ιερά αγαλμάτων ζώων, όπως ταύρων ή λιονταριών, συμβόλιζε τη δύναμη του αναθέτη, πολιτική και οικονομική. Το άγαλμα βρέθηκε σε αποθέτη μαζί με άλλα εντυπωσιακά αναθήματα, αποκαλύπτοντας τον πλούτο του ιερού κατά την Αρχαϊκή περίοδο.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 6ος αι. π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Αποθέτης κάτω από το πλακόστρωτο της ιεράς οδού μπροστά από τον πολυγωνικό τοίχο του ναού.
Διαστάσεις: Πλάτος: 2,61 μ., ύψος: 1,46 μ.
Υλικό: Άργυρος, Χαλκός, Χρυσός
Εξαίρετο αγαλμάτιο ανδρικής μορφής, από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της Δαιδαλικής τεχνοτροπίας, που θεωρείται και το πρωιμότερο δείγμα του τύπου του κούρου, της χαρακτηριστικής ανδρικής μορφής της Αρχαϊκής γλυπτικής. Το έργο είναι χυτό και σώζεται σε καλή κατάσταση. Ο άνδρας φοράει μόνο ένα φαρδύ περίζωμα στη μέση, με το σώμα να παραμένει γυμνό. Βρίσκεται σε στάση, με τα χέρια σφιγμένα στο ύψος των γοφών και το ένα πόδι να προεξέχει του άλλου.
Το πρόσωπο, τριγωνικού σχήματος, είναι καλοσχηματισμένο με χαμηλό μέτωπο, ενώ η κόμμωση αποδίδεται σε οριζόντιες στρώσεις στον τύπο της οροφωτής περούκας (φενάκης), χαρακτηριστικό της δαιδαλικής τεχνοτροπίας. Η διάπλαση της μορφής, παρά την ακινησία της και το μονοδιάστατο χαρακτήρα της, καθώς η μοναδική όψη του κούρου είναι η μπροστινή, δομημένη σε έναν κεντρικό άξονα, υπερβαίνει τις δεσμεύσεις του μικρού μεγέθους και αποκτά μνημειακή επιβολή.
Κατά τον τρόπο αυτό προαναγγέλλει τα αγάλματα των κούρων της μεγάλης πλαστικής του 6ου αι. π.Χ. Η δαιδαλική τεχνοτροπία προήλθε από εργαστήρια πλαστικής της Κρήτης και το συγκεκριμένο αγαλματίδιο θεωρείται έργο κρητικού εργαστηρίου του Γ΄ τετάρτου του 7ου αιώνα π.Χ.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 620 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, βόρεια των ανατολικών θερμών στο Ιερό του Απόλλωνα
Διαστάσεις: Ύψος: 0,19 μ.
Υλικό: Χαλκός
Ξεχωριστά δείγματα Αρχαϊκής τέχνης αποτελούν οι μετόπες με ανάγλυφη διακόσμηση από τη ζωφόρο του θησαυρού ή «μονόπτερου» των Σικυωνίων. Βρέθηκαν στα θεμέλια του θησαυρού και προέρχονται από ένα μικρό ορθογώνιο κτήριο με Δωρική κιονοστοιχία στεγασμένη χωρίς εσωτερικούς τοίχους, αποκαλούμενο «μονόπτερο». Σώζονται αποσπασματικά και χρονολογικά τοποθετούνται στην ίδια περίοδο με την κατασκευή του θησαυρού, γύρω στο 560 π.Χ. Απεικονίζουν μυθολογικά θέματα, όπως την Αργοναυτική εκστρατεία, την αρπαγή της Ευρώπης από το Δία, τους Διόσκουρους, το κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου και το ταξίδι του Φρίξου και της Έλλης.
Αποτελούν εξαιρετικό δείγμα της Αρχαϊκής τέχνης της Σικυώνας, όπου ο ζωγραφικός χαρακτήρας με τα ακριβή περιγράμματα και τις λεπτομέρειες των μορφών κυριαρχεί έναντι του πλαστικού. Σε ορισμένες μετόπες (Αργοναυτική εκστρατεία, Διόσκουροι) δεσπόζει η προσπάθεια αποτύπωσης καθαρών και στέρεων μορφών, ενώ σε άλλες (αρπαγή της Ευρώπης από το Δία, κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου) εμφανίζεται η προσπάθεια για απόδοση ορμητικών σκηνών, γεμάτων δύναμη. Τα ζωηρά χρώματα, που συμπλήρωναν το ανάγλυφο, σε συνδυασμό με το σπάνιο ορθογώνιο σχήμα των μετοπών έδιναν την εντύπωση ζωγραφικών πινάκων.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 560 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, θησαυρός Σικυωνίων
Διαστάσεις: Μήκος: 0,88 μ., ύψος: 0,58 μ., βάρος: 150 κιλ.
Υλικό: Πωρόλιθος
Εντυπωσιακό έργο Ιωνικής τέχνης της όψιμης Αρχαϊκής εποχής αποτελεί το κεφάλι αγάλματος, που απεικονίζει ανδρική μορφή, πιθανόν το θεό Απόλλωνα. Πρόκειται για σπάνιο δείγμα της τεχνικής των χρυσελεφάντινων αγαλμάτων, που είναι γνωστή μόνο από τις φιλολογικές πηγές. Ο κορμός των αγαλμάτων αυτών ήταν ξύλινος και καλυπτόταν με χρυσά ελάσματα, ενώ το κεφάλι και τα γυμνά μέλη του σώματος, όπως τα πόδια και τα χέρια, ήταν από ελεφαντόδοντο.
Το σωζόμενο κεφάλι, του οποίου μεγάλο μέρος έχει συμπληρωθεί με κερί, φέρει επίθετο επίχρυσο έλασμα, που αποδίδει τα μαλλιά, και χρυσά ελάσματα με έκτυπη κυματοειδή διακόσμηση, τα οποία αποδίδουν τους πλοκάμους που καταλήγουν στο στήθος. Τα αμυγδαλωτά μάτια, τα καμπυλωτά φρύδια, τα σχετικά μεγάλα αυτιά αποδοσμένα χωρίς ιδιαίτερη προσοχή σε ανατομικές λεπτομέρειες, το μακρόστενο πρόσωπο με το Αρχαϊκό χαμόγελο στα χείλη αποτελούν χαρακτηριστικά της Αρχαϊκής τέχνης. Η χάρη που διακατέχει τη μορφή και το μαλακό πλάσιμο του προσώπου προδίδουν τα έμπειρα χέρια ενός καλλιτέχνη από την Ιωνία.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 6ος αιώνας π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Αποθέτης κάτω από το πλακόστρωτο της Ιεράς Οδού μπροστά από τον πολυγωνικό τοίχο του ναού.
Διαστάσεις: Ύψος: 0,245 μ.
Περίτμητο έλασμα, που κοσμείται με ανάγλυφη παράσταση εμπνευσμένη από την Οδύσσεια. Απεικονίζεται ακριβώς η στιγμή της απόδρασης του Οδυσσέα και των συντρόφων του από τη σπηλιά του μονόφθαλμου Κύκλωπα Πολύφημου, θέμα αγαπητό στους καλλιτέχνες της αρχαϊκής εποχής. Κάτω από το σώμα ενός κριού διακρίνεται μία ανδρική μορφή δεμένη σφιχτά με σχοινί, ακριβώς όπως περιγράφεται από τον Όμηρο. Το έλασμα πιθανόν είχε χρησιμοποιηθεί ως ένθεμα, που στερεωνόταν με δύο καρφιά τοποθετημένα στο σώμα του ζώου, και διακοσμούσε την επιφάνεια χάλκινου ή ξύλινου σκεύους.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Αρχαϊκή περίοδος, 540 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Κοντά στη βάση του αναθήματος του Δαόχου.
Διαστάσεις: Μήκος: 0,009 μ., πλάτος: 0,002 μ., ύψος: μέγ. 0,005 μ.
Υλικό: Χαλκός
Οι δύο ύμνοι, που βρέθηκαν χαραγμένοι σε δύο λίθους του θησαυρού των Αθηναίων, είναι τα παλαιότερα σωζόμενα δείγματα της αρχαίας Ελληνικής μουσικής σημειογραφίας. Είναι από τα σημαντικότερα ευρήματα του ιερού των Δελφών όχι μόνο για την ιστορία της αρχαίας Ελληνικής μουσικής, αλλά και για τη λατρεία του Απόλλωνα. Στους ύμνους αναφέρονται μύθοι και γεγονότα σχετικά με τον Απόλλωνα και γίνεται επίκληση στο θεό για βοήθεια και προστασία.
Στη μία επιγραφή τα σύμβολα ήταν γράμματα του Ιωνικού αλφαβήτου, που αντιπροσώπευαν νότες για το τραγούδι και στην άλλη τα σύμβολα ήταν στιγμές και γράμματα, που έδιναν νότες για μουσικά όργανα. Τα σύμβολα αυτά έχουν μεταγραφεί σε σύγχρονες νότες, επομένως, η μουσική μπορεί να ακουστεί, αλλά ο ρυθμός της παραμένει άγνωστος. Ο πρώτος ύμνος γράφηκε από Αθηναίο συνθέτη και εκτελέσθηκε στην επίσημη πομπή των Αθηναίων στους Δελφούς, την Πυθαΐδα, το 138 π.Χ., ενώ ο δεύτερος εκτελέσθηκε στην ίδια πομπή, δέκα χρόνια αργότερα, το 128 π.Χ.
Στοιχεία εκθέματος
Χρονολόγηση: Ρωμαϊκή περίοδος, 138 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Δελφοί, Θησαυρός Αθηναίων.
Διαστάσεις: Μήκος: 1,985 μ., πλάτος: 0,59 μ., ύψος: 1,30 μ.
Υλικό: Μάρμαρο
ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ
ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΑ ΜΑΝΤΕΙΑ
Στην Αρχαϊκή περίοδο, πέρα από τους μάντεις, τις Σίβυλλες και τους Ορφικούς προφήτες, τα πολυάριθμα μαντεία ήταν κυρίως εκείνα που εξασκούσαν την πρόγνωση του μέλλοντος. Τα περισσότερα από αυτά έπαψαν να λειτουργούν στη διάρκεια της κλασικής εποχής και μόνο τα σημαντικότερα κατόρθωσαν να επιβιώσουν ως τα πρώιμα Χριστιανικά χρόνια. Ανάμεσά τους βέβαια το πιο φημισμένο ήταν το μαντείο του Απόλλωνα στους Δελφούς. Οι χρησμοί δίνονταν από την Πυθία, η οποία αρχικά ήταν μία παρθένα διαλεγμένη από τις κόρες των σημαντικών οικογενειών των Δελφών, ενώ αργότερα προτιμήθηκε μία ηλικιωμένη γυναίκα.
Η Πυθία, αφού πλενόταν με νερό της Κασταλίας πηγής, καθόταν στον ιερό τρίποδα μέσα στο ναό και μασώντας φύλλα δάφνης έπινε νερό από την ίδια πηγή ή από την Κασσωτίδα. Με τη διαδικασία αυτή έπεφτε σε έκσταση και την ακατάληπτη συνήθως χρησμοδοσία της ερμήνευαν ο προφήτης και το ιερατείο του θεού. Ως πρώτη Πυθία αναφέρεται η Φημονόη, η οποία έδινε χρησμούς σε εξάμετρους στίχους. Το μαντείο τιμούσαν ιδιαίτερα οι Δωριείς, και από τους Ίωνες περισσότερο οι Αθηναίοι. Από πολύ νωρίς εδραιώθηκε ο πολιτικός του ρόλος τόσο μεταξύ των Ελλήνων, όσο και μεταξύ των άλλων λαών της Μικράς Ασίας.
Σε αυτά τα χρόνια, που οι Έλληνες ταξιδεύουν και εγκαθίστανται σε όλη τη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο, δε νοείται η αποστολή αποικισμού χωρίς τη προηγούμενη συγκατάθεση και τη συμβουλή του Απόλλωνα. Το νερό που ανάβλυζε από κάποια ιερή πηγή κατείχε ιδιαίτερη σημασία στα μαντεία του Απόλλωνα. Στο άλλο σημαντικό ιερό του στην Κλάρο της Μικράς Ασίας ο προφήτης έπινε από την πηγή και χρησμοδοτούσε μέσω του Θεσπιωδού και του ιερέα.
Στα Δίδυμα κοντά στη Μίλητο, όπου βρισκόταν ένα ακόμη μεγάλο μαντείο του θεού, το νερό της ιερής πηγής έδινε μαντική ικανότητα σε μία γυναίκα, αλλά και εκεί η διατύπωση και η ερμηνεία του χρησμού ήταν υπόθεση του ιερέα του Απόλλωνα. Μαντικό νερό αναφέρεται και στο μαντείο του Απόλλωνα στο Πτώο της Βοιωτίας, ενώ ιδιαίτερη σημασία είχε το νερό των πηγών της Λήθης και της Μνημοσύνης στο μαντείο του Τροφωνίου στη Λειβαδιά.
Ο πιστός έπινε και από τις δύο, για να ξεχάσει το παρελθόν του και να θυμάται όσα θα του αποκαλύπτονταν. Ήδη στην Αρχαϊκή περίοδο εκτός από τη μαντεία με βάση το «Λάλον Ύδωρ», υπήρχαν και πολλές άλλες μέθοδοι μαντικής, αρκετές από τις οποίες είχαν τις ρίζες τους στην Ανατολή. Στην περιοχή της Φωκίδας και της Βοιωτίας υπήρχαν πολλά μαντεία του Απόλλωνα. Μερικά από αυτά κατόρθωσαν να επεκτείνουν τη φήμη τους και πέρα από τα όρια του Ελλαδικού χώρου. Τέτοια ήταν η περίπτωση του μαντείου του θεού στις Αβαίς της Φωκίδας και του Ισμηνίου στη Θήβα.
Και τα δύο είχαν προσελκύσει το ενδιαφέρον του Κροίσου -του βασιλιά της Λυδίας- ο οποίος είχε στείλει πολύτιμα αφιερώματα. Στη Θήβα υπήρχε ακόμη ένα ιερό και μαντείο του Απόλλωνα, όπου λατρευόταν με την επωνυμία Σπένδιος. Τέλος, κοντά στον Ορχομενό αναφέρεται από τον Πλούταρχο το μαντείο του Τεγυραίου Απόλλωνα. Στο Άργος ο Απόλλων Δειραδιώτης χρησμοδοτούσε μέσω μίας γυναίκας, η οποία όμως αντί για νερό γευόταν αίμα σφαγίου θυσιασμένου τη νύχτα.
Περισσότερο γνωστό, αλλά και ιδιόρρυθμο στη λειτουργία του, ήταν το μαντείο του θεού στη Δήλο. Χρησμοδοτούσε μόνο κατά το θέρος, ενώ το χειμώνα ο θεός μετοικούσε στα Πάταρα της Λυκίας, όπου λατρευόταν με την προσωνυμία Λυκίος. Ο Απόλλωνας ήταν αναμφισβήτητα ο κυρίαρχος θεός της μαντικής τέχνης. Υπήρχαν όμως μαντεία αφιερωμένα και σε άλλους θεούς ή ήρωες όπως στο Δία, στη Δήμητρα και την Κόρη, στο Διόνυσο, στον Ηρακλή και στον Αμφιάραο.
ΜΕΘΟΔΟΙ ΜΑΝΤΙΚΗΣ
Στην Αρχαϊκή περίοδο είναι βεβαιωμένη η χρησμοδότηση στα περισσότερα Απολλώνεια μαντεία με βάση τις μαντικές ιδιότητες του νερού μίας ιερής πηγής και την εκστατική θεοληψία της ιέρειας. Ωστόσο, σε παλαιότερες εποχές εφαρμοζόταν η μέθοδος των ιερών κλήρων ή θριών. Η μέθοδος αυτή, που πιθανόν χρησιμοποιούνταν και στους Δελφούς, πριν επικρατήσει η εκστατική μαντική, συνίστατο στην ανάσυρση μιας μαντικής ψήφου από ένα δοχείο που περιείχε πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους. Ο χρησμός δινόταν με βάση τα σύμβολα που έφερε η ψήφος.Μία ανάλογη πρακτική ήταν σε χρήση ως τα κλασικά χρόνια στο ιερό του Ηρακλή στη Βούρα της Αχαΐας, όπου όμως οι ψήφοι εκεί είχαν αντικατασταθεί από αστραγάλους. Ο πιστός έριχνε τέσσερις αστραγάλους και στη συνέχεια λάμβανε απάντηση με τη βοήθεια πίνακα που ερμήνευε όλους τους πιθανούς συνδυασμούς. Μία από τις αρχαιότερες μεθόδους μαντικής στον Ελληνικό κόσμο -και μάλιστα η σημαντικότερη επί αιώνες- ήταν η οιωνοσκοπία. Η μέθοδος αυτή είχε φτάσει στον Ελληνικό κόσμο από την Ασσυρία και τη Βαβυλωνία.
Αυτήν εφάρμοζε ο Τειρεσίας, ο φημισμένος Κάλχας που συνόδευσε τους Αχαιούς στην Τροία, και αυτή ήταν που τελούνταν στο αρχαιότερο και πλέον σεβάσμιο Ελληνικό μαντείο, στο ιερό του Δία στη Δωδώνη. Εκεί ο ιερέας παρακολουθούσε το πέταγμα και τη συμπεριφορά των πελείων (περιστεριών) που κάθονταν στις ιερές δρύες. Ο χρησμός δίνονταν με σύμβολα και όχι με λόγια, όπως άλλωστε και στο μαντείο του Άμμωνα Δία στη Λιβύη. Ο Ηρόδοτος αναφέρει κοινή προέλευση για τα δύο μαντεία. Το μαντείο στην όαση της Σίβα είχε σίγουρα Αιγυπτιακή καταγωγή, αλλά από πολύ νωρίς πέρασε στον έλεγχο των Ελλήνων της Κυρηναϊκής.
Η οιωνοσκοπία εξασκούνταν και σε άλλα ιερά. Ο προφήτης κοιτώντας προς το βορρά λάμβανε ως καλό σημάδι την εμφάνιση οιωνού (πουλιού) από την ανατολή και κακό από τη δύση. Ο χρησμός εξειδικευόταν ανάλογα με το είδος και το πέταγμα του πουλιού. Παρατηρούνταν ιδιαιτέρως ο αετός, το γεράκι, η γλαύκα και ο ερωδιός. Φαίνεται όμως πως στη Δωδώνη ήταν πιο σημαντική και μάλλον παλαιότερη, μία άλλη μέθοδος: η μαντική από τυχαίους ήχους ή από τα θροΐσματα της ιερής δρυός και τους ήχους από τους χάλκινους λέβητες που την κοσμούσαν. Οι ήχοι αυτοί, που ονομάζονταν κλήδωνες ή φήμες, ερμηνεύονταν από το ιερατείο.
Μία αντίστοιχη παράδοση είναι γνωστή και για το ιερό του Ισμήνιου Απόλλωνα στη Θήβα. Στην Αχαϊκή πόλη των Φαρών υπήρχε στην αγορά ένα άγαλμα του Ερμή. Ο ενδιαφερόμενος να συμβουλευτεί το Θεό, το πλησίαζε και ψιθύριζε στο αυτί του το ερώτημα. Στη συνέχεια απομακρυνόταν κρατώντας κλειστά τα αυτιά του, τα οποία ελευθέρωνε μόνο αφότου είχε βγει από την αγορά. Η πρώτη φράση που θα άκουγε αποτελούσε και το χρησμό του θεού. Η ιεροσκοπία ή ιερομαντεία προέρχεται επίσης από την Ανατολή και είναι βεβαιωμένη η εξάσκησή της στη Βαβυλώνα.
Πρόκειται συνήθως για μαντική που βασίζεται στην παρατήρηση των σπλάχνων του θυσιασμένου ζώου. Μια ειδική κατηγορία της, η ηπατοσκοπία, έγινε πολύ δημοφιλής στους Ετρούσκους. Στον Ελληνικό κόσμο συνηθίζονταν περισσότερο άλλες εκδοχές της ιερομαντείας, όπως η μαντεία δι’ εμπύρων και η καπνομαντεία. Η πρώτη εξέταζε τη φωτιά και τα κατάλοιπα της θυσίας και η δεύτερη τον καπνό. Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρούσαν επίσης τη συμπεριφορά του ζώου που οδηγούνταν σε θυσία. Με μαντεία δι’ εμπύρων χρησμοδοτούσε το Ισμήνιο της Θήβας και το ιερό του Δία στην Ολυμπία.
Μια άλλη ανατολικής προέλευσης μέθοδος μαντικής ήταν η λεκανομαντεία, η οποία αναφέρεται και από τον Αισχύλο. Η χρησμοδότηση γινόταν με παρατήρηση κυματισμών ή αντανακλάσεων σε μία επιφάνεια νερού. Παρόμοια ήταν και η μαντική μέθοδος για αρρώστους που εφαρμοζόταν στο τέμενος της Δήμητρας και της Κόρης στην Πάτρα. Ο πιστός, αφού προσευχόταν και έκαιγε θυμίαμα, κοίταζε σε ένα κάτοπτρο κρεμασμένο πάνω από τα ήρεμα νερά της ιερής πηγής, όπου μπορούσε να δει τον εαυτό του ζωντανό ή νεκρό.
Άλλη ειδική κατηγορία μαντείων αποτελούσαν εκείνα, στα οποία ο θεϊκός χρησμός αποκαλυπτόταν στον πιστό μέσω ονείρων. Όλα τους σχετίζονται με την ίαση και με Θεότητες ή ήρωες θεραπευτές. Ο πιστός έπρεπε να πέσει σεεγκοίμηση μέσα σε ιερό χώρο, περίβολο ή άβατο, και τα όνειρα τού αποκάλυπταν την έκβαση της αρρώστιας του. Με αυτόν τον τρόπο λειτουργούσε το Θηβαϊκό Αμφιάρειο και το Αμφιάρειο του Ωρωπού. Η μέθοδος αυτή συνηθιζόταν και σε πολλά Ασκληπιεία, εκ των οποίων το πιο γνωστό ήταν βέβαια της Επιδαύρου.
Οι πιστοί εκεί ξάπλωναν στο εγκοιμητήριο ή άβατο περιμένοντας το θεόσταλτο όνειρο. Πολλές φορές μάλιστα η εμπειρία του ονείρου ήταν ταυτοχρόνως και θεραπεία. Αντίστοιχη λειτουργία είχαν το ονειρομαντείο στον Οίτυλο της Λακωνίας, το Χαρώνειο άντρο -αφιερωμένο στη Δήμητρα και την Κόρη στη Νύσα της Καρίας- και το μαντείο στο άντρο του Τροφωνίου στη Λειβαδιά. Στο τελευταίο ο πιστός υποβαλλόταν σε μια σειρά από τελετουργίες με αποκορύφωση τη νυκτερινή εισέρπυση στους Δαιδαλώδεις και στενούς διαδρόμους του σπηλαίου. Κατά την έξοδό του ο πιστός διηγούνταν στους ιερείς ό,τι είχε δει και ακούσει.
Αυτοί έδιναν ερμηνεία, αλλά στην πραγματικότητα εκείνο που επιδρούσε καθοριστικά στον πιστό ήταν ο ψυχικός κλονισμός του από τη δοκιμασία. Στην ίδια αρχή στηριζόταν επίσης η λειτουργία των νεκυομαντείων ή ψυχοπομπείων. Οι πιστοί σε αυτά, ύστερα από θυσία στους χθόνιους θεούς, επικαλούνταν τις ψυχές νεκρών, από τις οποίες λάμβαναν χρησμό. Το πιο φημισμένο νεκυομαντείο ήταν στην Εφύρα της Θεσπρωτίας, κοντά στις εκβολές του Αχέροντα.
ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΚΑΙ ΜΑΝΤΕΙΣ
Στα χρόνια του Ομήρου έχουν ήδη διαμορφωθεί οι παραδόσεις για τις μάγισσες, όπως τη Μήδεια και την Κίρκη, τους θεραπευτές όπως το Χείρωνα και κυρίως τους μάντεις όπως τον Τειρεσία. Αν και οι γνωστές πηγές είναι μεταγενέστερες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην ίδια περίπου εποχή διαμορφώθηκαν άλλες παραδόσεις όπως αυτή των ορφικών προφητών και χρησμών καθώς και εκείνη των Σιβυλλικών χρησμών. Κατά μία εκδοχή του μύθου Μαινάδες διαμέλισαν τον Ορφέα και πέταξαν το κεφάλι και τη λύρα του στον Έβρο.
Το κύμα το έβγαλε στην Άντισσα της Λέσβου κι εκεί σε μια σπηλιά του Διονύσου η κεφαλή συνέχισε να τραγουδά και να χρησμοδοτεί. Έκτοτε ομιλούσες κεφαλές και μαντείες συνδέθηκαν με τα Ορφικά μυστήρια. Η διδασκαλία του Ορφισμού, που προήλθε από την επαφή της Θρακοφρυγικής λατρείας του Διονύσου με Ελληνικά θρησκευτικά στοιχεία, είχε κοσμολογικό και εσχατολογικό περιεχόμενο. Οι μύστες καλούνταν ορφοτελεσταί και εξασκούσαν τη μαντική και τη θεραπευτική. Στους κλασικούς χρόνους, αν κρίνουμε από τις απόψεις του Πλάτωνα, δεν έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης.
Η Σίβυλλα πάλι, που αρχικά θεωρούνταν μάντισσα από τη Μάρπησσο του Ελλησπόντου ή τις Ερυθρές της Ιωνίας, προφήτευε κατά τον ανατολικό τρόπο, δηλαδή μετέβαινε από πόλη σε πόλη και από χώρα σε χώρα. Σύμφωνα με τον Παυσανία ήρθε και στους Δελφούς όπου καλούνταν Ηροφίλη. Οι προφητείες της κομίστηκαν στην Κύμη της Καμπανίας και στη Ρώμη. Με τον καιρό δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι επρόκειτο για μία ιέρεια που έζησε πριν από πολλά χρόνια και συμπιλήθηκαν διάφορες συλλογές με τις προφητείες της που επέζησαν και μετά το τέλος του αρχαίου κόσμου.
Ωστόσο, η κατεξοχήν κοιτίδα μάντεων και γιατρών ήταν η Πελοπόννησος και η Βοιωτία. Από την αργεία μαντική οικογένεια των Αμυθαονιδών καταγόταν ο Μελάμποδας, ο οποίος κάποτε έσωσε τη ζωή του, επειδή είχε γίνει απαραίτητος στους δεσμώτες του λόγω των θεραπευτικών του ικανοτήτων. Στο Ησιόδειο έπος «Μελαμποδία» αναφέρονται στοιχεία για ένα μάντη που συνδέει την Ελληνική με την ανατολική παράδοση. Πρόκειται για το Μόψο, εγγονό του Τειρεσία. Ο Μόψος, που πιστεύεται πως είναι εκείνος που νίκησε σε μαντικό αγώνα τον Κάλχα, ταξίδεψε στη Μικρά Ασία, ίδρυσε το μαντείο της Κλάρου και έφτασε ως την Κιλικία.
Θεωρείται ιδρυτής της πόλης Μοψουεστία, αναφέρεται σε Χεττιτική επιγραφή του 8ου αιώνα π.X. και σχετίζεται με την καταγωγή των βασιλέων – μάντεων της Πάφου στην Κύπρο. Μαζί με το Μόψο αναφέρονται συχνά ο Αμφίλοχος και ο Αμφιάραος, που τιμούνται ως ήρωες και συνιδρυτές του μαντείου στη Μόλλο της Κιλικίας. Oι Έλληνες μάντεις στους ιστορικούς χρόνους θεωρούν ότι ανήκουν σε οικογένειες που έλκουν την καταγωγή τους από κάποιο μυθικό πρόσωπο.
Η σημασία που απέδιδαν οι σύγχρονοί τους σε αυτήν την καταγωγή ήταν αναμφισβήτητα πολύ μεγάλη, όπως φαίνεται από την περίπτωση του Τεισαμενού, ο οποίος κατόρθωσε να αποκτήσει σημαντική επιρροή στη Σπάρτη τον 5ο αιώνα π.X., μόνο και μόνο γιατί ανήκε στην οικογένεια των Μελαμποδιδών. Άλλα σημαντικά μαντικά γένη της Πελοποννήσου ήταν οι Ιαμίδες και οι Κλυτιάδες από την Ολυμπία, ενώ στη Βοιωτία οι Βάκιδες διατήρησαν τη φήμη τους μέχρι την εποχή του Παυσανία.
Από την Αθήνα δε γνωρίζουμε αντίστοιχα γένη, αν και οι Ευμολπίδες και οι Κύρηκες -που έλεγχαν το ιερό της Ελευσίνας- πιθανώς να ασκούσαν ανάλογες λειτουργίες. Επίσης μια ύστερη αναφορά σχετίζει το Αμφιάρειο του Ωρωπού με την οικογένεια του ρήτορα Αισχύνη. Στα Δίδυμα της Ιωνίας οι Βραγχίδες συνδέθηκαν τόσο στενά με την ιστορία του μαντείου, ώστε αυτό να αναφέρεται συχνά με το όνομά τους.
Τέλος στην Καρία ήταν περιώνυμη η οικογένεια των Τελμισσίων και στη Σικελία των Γαλεωτών, ειδικών στην ερμηνεία «τεράτων και ενυπνίων». Προς τη μαγεία και το μυστηριακό κόσμο συγκλίνει και η πρώιμη πυθαγόρεια σκέψη, η οποία εκδηλώθηκε σαφέστερα προς αυτή την κατεύθυνση με τον Εμπεδοκλή και το νεοπυθαγορισμό.
Στα χρόνια του Ομήρου έχουν ήδη διαμορφωθεί οι παραδόσεις για τις μάγισσες, όπως τη Μήδεια και την Κίρκη, τους θεραπευτές όπως το Χείρωνα και κυρίως τους μάντεις όπως τον Τειρεσία. Αν και οι γνωστές πηγές είναι μεταγενέστερες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην ίδια περίπου εποχή διαμορφώθηκαν άλλες παραδόσεις όπως αυτή των ορφικών προφητών και χρησμών καθώς και εκείνη των Σιβυλλικών χρησμών. Κατά μία εκδοχή του μύθου Μαινάδες διαμέλισαν τον Ορφέα και πέταξαν το κεφάλι και τη λύρα του στον Έβρο.
Το κύμα το έβγαλε στην Άντισσα της Λέσβου κι εκεί σε μια σπηλιά του Διονύσου η κεφαλή συνέχισε να τραγουδά και να χρησμοδοτεί. Έκτοτε ομιλούσες κεφαλές και μαντείες συνδέθηκαν με τα Ορφικά μυστήρια. Η διδασκαλία του Ορφισμού, που προήλθε από την επαφή της Θρακοφρυγικής λατρείας του Διονύσου με Ελληνικά θρησκευτικά στοιχεία, είχε κοσμολογικό και εσχατολογικό περιεχόμενο. Οι μύστες καλούνταν ορφοτελεσταί και εξασκούσαν τη μαντική και τη θεραπευτική. Στους κλασικούς χρόνους, αν κρίνουμε από τις απόψεις του Πλάτωνα, δεν έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης.
Η Σίβυλλα πάλι, που αρχικά θεωρούνταν μάντισσα από τη Μάρπησσο του Ελλησπόντου ή τις Ερυθρές της Ιωνίας, προφήτευε κατά τον ανατολικό τρόπο, δηλαδή μετέβαινε από πόλη σε πόλη και από χώρα σε χώρα. Σύμφωνα με τον Παυσανία ήρθε και στους Δελφούς όπου καλούνταν Ηροφίλη. Οι προφητείες της κομίστηκαν στην Κύμη της Καμπανίας και στη Ρώμη. Με τον καιρό δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι επρόκειτο για μία ιέρεια που έζησε πριν από πολλά χρόνια και συμπιλήθηκαν διάφορες συλλογές με τις προφητείες της που επέζησαν και μετά το τέλος του αρχαίου κόσμου.
Ωστόσο, η κατεξοχήν κοιτίδα μάντεων και γιατρών ήταν η Πελοπόννησος και η Βοιωτία. Από την αργεία μαντική οικογένεια των Αμυθαονιδών καταγόταν ο Μελάμποδας, ο οποίος κάποτε έσωσε τη ζωή του, επειδή είχε γίνει απαραίτητος στους δεσμώτες του λόγω των θεραπευτικών του ικανοτήτων. Στο Ησιόδειο έπος «Μελαμποδία» αναφέρονται στοιχεία για ένα μάντη που συνδέει την Ελληνική με την ανατολική παράδοση. Πρόκειται για το Μόψο, εγγονό του Τειρεσία. Ο Μόψος, που πιστεύεται πως είναι εκείνος που νίκησε σε μαντικό αγώνα τον Κάλχα, ταξίδεψε στη Μικρά Ασία, ίδρυσε το μαντείο της Κλάρου και έφτασε ως την Κιλικία.
Η σημασία που απέδιδαν οι σύγχρονοί τους σε αυτήν την καταγωγή ήταν αναμφισβήτητα πολύ μεγάλη, όπως φαίνεται από την περίπτωση του Τεισαμενού, ο οποίος κατόρθωσε να αποκτήσει σημαντική επιρροή στη Σπάρτη τον 5ο αιώνα π.X., μόνο και μόνο γιατί ανήκε στην οικογένεια των Μελαμποδιδών. Άλλα σημαντικά μαντικά γένη της Πελοποννήσου ήταν οι Ιαμίδες και οι Κλυτιάδες από την Ολυμπία, ενώ στη Βοιωτία οι Βάκιδες διατήρησαν τη φήμη τους μέχρι την εποχή του Παυσανία.
Από την Αθήνα δε γνωρίζουμε αντίστοιχα γένη, αν και οι Ευμολπίδες και οι Κύρηκες -που έλεγχαν το ιερό της Ελευσίνας- πιθανώς να ασκούσαν ανάλογες λειτουργίες. Επίσης μια ύστερη αναφορά σχετίζει το Αμφιάρειο του Ωρωπού με την οικογένεια του ρήτορα Αισχύνη. Στα Δίδυμα της Ιωνίας οι Βραγχίδες συνδέθηκαν τόσο στενά με την ιστορία του μαντείου, ώστε αυτό να αναφέρεται συχνά με το όνομά τους.
Τέλος στην Καρία ήταν περιώνυμη η οικογένεια των Τελμισσίων και στη Σικελία των Γαλεωτών, ειδικών στην ερμηνεία «τεράτων και ενυπνίων». Προς τη μαγεία και το μυστηριακό κόσμο συγκλίνει και η πρώιμη πυθαγόρεια σκέψη, η οποία εκδηλώθηκε σαφέστερα προς αυτή την κατεύθυνση με τον Εμπεδοκλή και το νεοπυθαγορισμό.
Η ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ
Ψηλά, πάνω από τον Κορινθιακό κόλπο, στο ιερό βουνό του Παρνασσού, περικυκλωμένο από έλατα, βρίσκονταν το ιερό του θεού Απόλλωνα, Δελφοί. Για πολλούς αιώνες η φωνή των Δελφών, του πιο σπουδαίου ιερού, ήταν η απόλυτη οδηγήτρια δύναμη στους Έλληνες. Απλοί άνθρωποι καθώς και απεσταλμένοι πόλεων το επισκέπτονταν, για να λάβουν απάντηση και οδηγίες για το μέλλον και πεπρωμένο τους. Οι χρησμοί υπακούονταν και η πειστική δύναμη τους ήταν τέτοια, που πόλεμοι κερδίθηκαν ή χάθηκαν, από λίγες λέξεις της Πυθίας.Κατά την διάρκεια του 7ου αιώνος π.Χ., όταν η βαρβαρική λατρεία του Διονύσου είχε εισέλθει στην Ελλάδα, κινδυνεύοντας να εξαλείψει τις αξίες και παραδόσεις και να στείλει τους Έλληνες σε βαρβαρικά στάδια, οι Δελφοί έσωσαν την Ελλάδα εισάγοντας ευφυώς τον Διόνυσο, με τις αρετές του Απόλλωνα. Το μαντείο των Δελφών, ένα θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο, επέβαλε για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία διεθνή νόμο, απαγορεύοντας την εκτέλεση αιχμαλώτων πολέμου ή την μόλυνση των νερών των πηγαδιών και την καταστροφή υδραγωγείων.
Οι Δελφοί επηρέασαν την Ελλάδα, όχι μόνο θρησκευτικά, αλλά στην εκπαίδευση και λογοτεχνία, στην τέχνη και το εμπόριο και κυρίως στον αποικισμό. Οι προσφορές ατόμων και πόλεων στο μαντείο του Πυθίου Απόλλωνα ήταν μεγάλες. Περισσότερα από πέντε χιλιάδες έργα τέχνης υπήρχαν στους Δελφούς, πριν την καταστροφή του.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΑΝΤΕΙΟΥ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ
Σύμφωνα με τον μύθο, οι Δελφοί, το πιο σημαντικό ιερό της Ελλάδος, ήταν το κέντρο του κόσμου, γιατί σ’ αυτό εδώ το μέρος συναντήθηκαν οι δύο αετοί, όταν ο Δίας τους άφησε ελεύθερους, τον έναν από την ανατολή και τον άλλον από την δύση. Το μαντείο αρχικά ανήκε στην θεά Γαία, και μόνο όταν ο Απόλλων σκότωσε το παιδί της, το ερπετό Πύθων, έγινε ο δικός του οίκος λατρείας.
Ένας άλλος μύθος μας λέει, ότι ο Απόλλων μεταμορφώθηκε σε δελφίνι και οδήγησε ένα Κρητικό πλοίο στο μέρος αυτό, καθοδηγώντας τους ναυτικούς να χτίσουν εκεί το ιερό του (οι Δελφοί πήραν το όνομα τους από την αρχαϊκή λέξη δελφίς = δελφίνι ή όπως υποστηρίζουν άλλοι από την ξενική λέξη delf, που σημαίνει κοίλος και η οποία χαρακτηρίζει την τοποθεσία).
Ο Απόλλωνας Θεός της χάρης, της μουσικής, του φωτός και της καλλιτεχνίας με την σφαγή του Πύθωνα έδωσε στους Έλληνες τον θρίαμβο της κατατρόπωσης του πρωτόγονου ενστίκτου, δίνοντας ταυτόχρονα ώθηση στην άνθηση και στην πραγματοποίηση καλλιτεχνιμάτων σε όλους τους τομείς της μουσικής, γλυπτικής, συγγραφής και του τραγουδιού. Μετά την σφαγή του Πύθωνα ο Απόλλωνας αυτοεξορίστηκε με σκοπό την αυτοτιμωρία και τον εξαγνισμό του, πριν επιστρέψει νικητής στους Δελφούς.
Δέλφις σημαίνει στ’ αρχαία Ελληνικά Δελφίνι, και γι’ αυτό οι Δελφοί ονομάστηκαν έτσι. Προς τιμή του δελφινιού, και αυτό γιατί αυτή τη μορφή πήρε ο Απόλλωνας κατά το ταξίδι της επιστροφής του, οδηγώντας το καράβι με τους Κρήτες ναυτικούς με σκοπό να μείνουν στους Δελφούς για να χτίσουν το ιερό του και να γίνουν οι ιερείς του. Με την επιστροφή του ο Απόλλωνας στέφθηκε επισήμως προστάτης και άρχοντας των Δελφών. Στο σημείο που έγινε η σφαγή του Πύθωνα, τοποθετήθηκε ο ομφαλός βράχος. Ο ομφαλός σημαίνει «κέντρο της γής» και εκεί ήταν το Ιερό Μαντείο των Δελφών.
Κατά τον 7ο αιώνα π.Χ. οι Δελφοί ήταν μια πολύ σημαντική πόλη καθώς ήταν το κέντρο της Αμφικτιονίας. Επισήμως όμως ήταν κάτω από την δυναστεία του Κροίσου. Ο Κλεισθένης όμως τύραννος της Σικυώνας ελευθέρωσε την πόλη κατά το 585 π.Χ. όπου και ακολούθησε η πραγματική άνθηση της πόλης που οδήγησε στην φήμη και την δόξα της.
Ο Κλεισθένης έχτισε καινούργιες ενότητες στον ναό, και το θησαυροφυλάκιο, και ήταν εκείνος υπεύθυνος για την έναρξη των Πυθίων, ανάλογων των Ολυμπιακών αγώνων, και που τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια όπως και οι Ολυμπιακοί αγώνες. Κατά την περίοδο των Πυθίων αγώνων, εκτελούνταν παραστάσεις στο θέατρο, και στο στάδιο οι 7000 θεατές παρακολουθούσαν τους αθλητές ν’ αγωνίζονται στα αθλήματα, καθώς και αρματοδρομίες.
Οι Δελφοί ήταν το σημαντικότερο ιερό μέρος της Αρχαϊκής περιόδου στην Ελλάδα (750 – 550 π.Χ.). Κάθε πόλη που είχε σκοπό την αποίκηση εκτός των τότε Ελληνικών συνόρων, έπρεπε να συμβουλευτεί τους χρησμούς από το Μαντείο των Δελφών. Όταν η αποίκηση στεφόταν με επιτυχία, οι προσφορές, και τα δώρα κατέκλυζαν τον ναό σαν δείγμα ευχαριστίας και σεβασμού. Γι’ αυτό και οι Δελφοί σύντομα έγιναν η δυνατότερη και ισχυρότερη οικονομικά πόλη της Ελλάδας. Σύντομα ανεγέρθηκαν 20 μαρμάρινα θησαυροφυλάκια για να στεγάζουν τις πολύτιμες και απαράμιλλης ομορφιάς προσφορές.
Κάθε ισχυρή πόλη της Αρχαίας Ελλάδας είχε χτισμένο στους Δελφούς το θυσαυροφυλάκιο της. Οι πόλεις που δεν ήταν τόσο οικονομικά ισχυρές για να χτίσουν το θησαυροφυλάκιό τους ανέγειραν αγάλματα στην Ιερά Οδό. Από το νησί Σίφνος που κατά την αρχαία περίοδο ήταν από τα οικονομικά ισχυρότερα, έστειλαν εισφορές και έχτισαν ένα πανέμορφο Ιωνικού ρυθμού ναό που ήταν προφανής ο σκοπός του να επισκιάσει τους υπόλοιπους θησαυρούς, και θησαυροφυλάκια. Οι Αθηναίοι επίσης έχτισαν το θησαυροφυλάκιό τους στους Δελφούς μετά την μάχη του Μαραθώνα κατά την οποία υπερνίκησαν τους Πέρσες.
Οι νίκες του Αθηναίου ήρωα Θησέα αναπαριστούνται στα εντυπωσιακά ανάγλυφα που περιτριγυρίζουν το Αθηναϊκό θησαυροφυλάκιο. Επίσης στους τοίχους του Αθηναϊκού θησαυροφυλακίου υπήρχε τεράστιος πίνακας από μαλακή πέτρα, έτσι ώστε οι επισκέπτες του θησαυροφυλακίου να χαράζουν τα αναθήματα, τις ευχές και τις αφιερώσεις τους. Ήταν αξιοσημείωτο ότι στους Δελφούς κάθε σημαντική πόλη είχε χτισμένο το θησαυροφυλάκιό της.
Οι Δελφοί όμως ήταν ουδέτερη ζώνη και έβλεπες να γειτονεύουν τα θησαυροφυλάκια πόλεων που βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ τους. Όταν οι Συρακούσες νίκησαν την Αθήνα στην κρίσιμη μάχη κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, έσπευσαν να χτίσουν το μεγαλόπρεπο θησαυροφυλάκιό τους ακριβώς απέναντι από αυτό των Αθηνών. Όλες οι πόλεις κράτη τις Ελλάδος συνεισέφεραν οικονομικά και έστελναν θησαυρούς κατά συρροή στους Δελφούς.
Όπως ο Δωριακού ρυθμού, μεγαλόπρεπος ναός που ανεγέρθηκε, κατά την Αρχαϊκή περίοδο και ήταν τοποθετιμένος σ’ένα από τα λίγα επίπεδα σημεία του ιερού χώρου του Μαντείου των Δελφών. Πάνω από την είσοδο του ναού ήταν χαραγμένα – σκαλισμένα γνωμικά όπως: «γνώριζε τον εαυτόν σου». Στο Μαντείο έρχονταν όλοι όσοι επιθυμούσαν κάποια συμβουλή. Το Μαντείο των Δελφών ήταν θρησκευτική εμπειρία κατά την οποία όλα τα ερωτήματα έβρισκαν απαντήσεις και οι συμβουλές των ιερέων του Απόλλωνα ακολουθούνταν κατά γράμμα.
Ο Απόλλωνας ήταν εκείνος που συμβούλευε μέσω της ιέρειάς του, Πυθείας, η οποία καθόταν στο τρίποδο ανάμεσα στις αναθυμιάσεις που ήταν το μέσο επικοινωνίας με τον Απόλλωνα. Πριν από κάθε επικοινωνία με τον Απόλλωνα, έπρεπε να τηρηθούν κάποιοι τελετουργικοί κανόνες από την ιέρεια Πυθία. Πρώτα έπρεπε να πλυθεί στα ιερά νερά της Κασταλίας πηγής για να καθαρίσει και εξαγνίσει το σώμα της εσωτερικά, και μόνο τότε μπορούσε να καθίσει στον ομφάλιο βράχο και ν’ αρχίσει την διαδικασία επικοινωνίας με τον Απόλλωνα.
Οι περιγραφές του θρύλου για το Μαντείο των Δελφών που αφορούν την Πυθία και την επικοινωνία της με τον Απόλλωνα μέσω αναθυμιάσεων ανήκαν στην σφαίρα του εξωπραγματικού και ίσως του μύθου, κατά την άποψη ορισμένων αρχαιολόγων. Οι Δελφοί αναδείχθηκαν κατά τον 7ο αιώνα π.Χ., όταν έγινε το κέντρο της Αμφικτιονικής Συμμαχίας. Το 585 π.Χ., ο τύραννος Κλεισθένης της Σικυώνος απελευθέρωσε τους Δελφούς από την πόλη της Κρίσσας και την κώμη της Κίρρας, οι οποίες επέβαλαν υπέρογκα ποσά στους επισκέπτες που έφθαναν στο λιμάνι τους, για να ζητήσουν την βοήθεια του μαντείου και πολλές φορές τους λήστευαν.
Με την βοήθεια της Αμφικτιονικής Συμμαχίας (Αθηναίων, Θεσσαλών κτλ.), ο Κλεισθένης απέκλεισε το λιμάνι της με τον στόλο των Σικυωνίων και μετά από μακρά πολιορκία, η οποία κράτησε δέκα χρόνια, κατέλαβε και κατέστρεψε ολοσχερώς την Κίρρα (πρώτος ιερός πόλεμος 595 – 585 π.Χ.). Ο Κλεισθένης έχτισε καινούργιο θησαυροφυλάκιο και διοργάνωσε τους Πυθικούς Αγώνες μεγαλειωδώς, κάθε τέσσαρα χρόνια, σαν τους αγώνες της Ολυμπίας (από ένα μόνο μουσικό άθλημα, πρόσθεσε αρματοδρομίες, πυγμαχία, τρέξιμο, κλπ.). Το ιερό ανατέθηκε στην προστασία της Συμμαχίας, η οποία τώρα ονομάσθηκε και Δελφική Αμφικτιονία.
Όταν οι Πέρσες εισέβαλαν στην Ελλάδα, ο Ξέρξης έστειλε μεγάλη δύναμη στους Δελφούς (Σεπτέμβριος του 480 π.Χ.), με σκοπό να τους λεηλατήσουν. Όταν το έμαθαν οι κάτοικοι των Δελφών, προσπάθησαν να απομακρύνουν τους θησαυρούς του ιερού, αλλά αυτό απαγορεύτηκε από τον Θεό. Τα ιερά όπλα, τα οποία ήταν κρεμασμένα σε ένα κελί μέσα στο εσωτερικό του ναού και ήταν μεγάλη ιεροσυλία να τα αγγίξεις, βρέθηκαν έξω από την πόρτα του κελιού, σαν ο Θεός να επενέβη, για να δώσει τα όπλα στους υπερασπιστές.
Όταν όμως οι Πέρσες ανέβηκαν την πλαγιά του Παρνασσού και έφθασαν στον ναό της Προνοίας Αθηνάς, ξέσπασε ραγδαία βροχή και μια θύελλα τρομακτική, με δυνατές βροντές και κεραυνούς και ένας τρομερός θόρυβος ακούστηκε από δύο πελώριους βράχους, που ξεκόλλησαν από τις Φαιδριάδες. Πελώρια κομμάτια βράχων κατρακύλησαν από τον Παρνασσό και δυνατές κραυγές ακούστηκαν από το ιερό της Αθηνάς. Οι βράχοι πέφτοντας επάνω στους Πέρσες, προκάλεσαν μεγάλη καταστροφή και οι επιζώντες έφυγαν με πανικό, κυνηγημένοι όπως είπαν αργότερα από δύο υπερφυσικούς πολεμιστές.
Οι ιερείς αργότερα βεβαίωσαν ότι οι δύο πολεμιστές ήταν οι ήρωες Φύλακος και Αυτόνους, των οποίων τα ιερά ήταν πλησίον. Ολόκληρη η Ελλάδα έμαθε ότι ο Απόλλων επενέβη και έσωσε το ιερό. Το 356 π.Χ., οι Φωκείς κατέλαβαν την περιοχή και έκλεψαν τα κειμήλια του, μέχρις ότου ο Φίλιππος, Βασιλιάς της Μακεδονίας, δέκα χρόνια αργότερα το 346 π.Χ., το απελευθέρωσε. Τα γεγονότα αυτά λεπτομερώς έχουν ως εξής: οι Θηβαίοι κατηγόρησαν τους Φωκείς στην Αμφικτιονική Συμμαχία, ότι κατέλαβαν μια μεγάλη περιοχή από το μαντείο. Η Συμμαχία τους βρήκε ένοχους και τους διέταξε να πληρώσουν ένα μεγάλο πρόστιμο.
Οι Φωκείς οι οποίοι δεν μπορούσαν να πληρώσουν το πρόστιμο, πήραν τα όπλα και διάλεξαν ως αρχηγό τους τον ληστή Φιλόμηλο, ο οποίος κατέλαβε τους Δελφούς και σκότωσε πολλούς από τους ιερείς. Για να δικαιολογήσει τις πράξεις του, διέταξε την Πυθία να βγάλει ένα χρησμό που να λέει, ότι όλα αυτά που έγιναν, ήταν πεπρωμένο να γίνουν. Όταν η Πυθία αρνήθηκε, την ανέβασαν με την βία στο τρίποδο και όπως ήταν τρομοκρατημένη από τις λόγχες των στρατιωτών, είπε: «είσθε ελεύθεροι να κάνετε ότι θέλετε».
Μετά από αυτό, ο Φιλόμηλος λεηλάτησε το θησαυροφυλάκιο των Δελφών. Με τα χρήματα που πήρε (αξίας εξήντα εκατομμυρίων Αττικών δραχμών της εποχής), δημιούργησε ένα στρατό με μισθοφόρους και δωροδόκησε πολλούς αρχηγούς Ελληνικών πόλεων. Η Αμφικτιονική Συμμαχία τους πολέμησε όλους αυτούς, σε ένα πόλεμο που κράτησε δέκα χρόνια. Τον δεύτερο χρόνο του πολέμου, ο Φιλόμηλος αυτοκτόνησε, πέφτοντας σε μια χαράδρα για να αποφύγει την σύλληψη του.
Την θέση του πήρε ο αδελφός του Ονόμαρχος, ο οποίος πολέμησε τον βασιλιά Φίλιππο σε πολλές σκληρές μάχες και τον νίκησε, αλλά στο τέλος νικήθηκε από τον Φίλιππο στον Ορχομενό και ξανά στην μεγάλη μάχη του Παγασητικού κόλπου. Έξι χιλιάδες Φωκείς σκοτώθηκαν στην μάχη και άλλους τρεις χιλιάδες αιχμάλωτους, τους πέταξαν στην θάλασσα για να πνιγούν, τιμωρία για την ιεροσυλία.
Δέλφις σημαίνει στ’ αρχαία Ελληνικά Δελφίνι, και γι’ αυτό οι Δελφοί ονομάστηκαν έτσι. Προς τιμή του δελφινιού, και αυτό γιατί αυτή τη μορφή πήρε ο Απόλλωνας κατά το ταξίδι της επιστροφής του, οδηγώντας το καράβι με τους Κρήτες ναυτικούς με σκοπό να μείνουν στους Δελφούς για να χτίσουν το ιερό του και να γίνουν οι ιερείς του. Με την επιστροφή του ο Απόλλωνας στέφθηκε επισήμως προστάτης και άρχοντας των Δελφών. Στο σημείο που έγινε η σφαγή του Πύθωνα, τοποθετήθηκε ο ομφαλός βράχος. Ο ομφαλός σημαίνει «κέντρο της γής» και εκεί ήταν το Ιερό Μαντείο των Δελφών.
Κατά τον 7ο αιώνα π.Χ. οι Δελφοί ήταν μια πολύ σημαντική πόλη καθώς ήταν το κέντρο της Αμφικτιονίας. Επισήμως όμως ήταν κάτω από την δυναστεία του Κροίσου. Ο Κλεισθένης όμως τύραννος της Σικυώνας ελευθέρωσε την πόλη κατά το 585 π.Χ. όπου και ακολούθησε η πραγματική άνθηση της πόλης που οδήγησε στην φήμη και την δόξα της.
Ο Κλεισθένης έχτισε καινούργιες ενότητες στον ναό, και το θησαυροφυλάκιο, και ήταν εκείνος υπεύθυνος για την έναρξη των Πυθίων, ανάλογων των Ολυμπιακών αγώνων, και που τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια όπως και οι Ολυμπιακοί αγώνες. Κατά την περίοδο των Πυθίων αγώνων, εκτελούνταν παραστάσεις στο θέατρο, και στο στάδιο οι 7000 θεατές παρακολουθούσαν τους αθλητές ν’ αγωνίζονται στα αθλήματα, καθώς και αρματοδρομίες.
Οι Δελφοί ήταν το σημαντικότερο ιερό μέρος της Αρχαϊκής περιόδου στην Ελλάδα (750 – 550 π.Χ.). Κάθε πόλη που είχε σκοπό την αποίκηση εκτός των τότε Ελληνικών συνόρων, έπρεπε να συμβουλευτεί τους χρησμούς από το Μαντείο των Δελφών. Όταν η αποίκηση στεφόταν με επιτυχία, οι προσφορές, και τα δώρα κατέκλυζαν τον ναό σαν δείγμα ευχαριστίας και σεβασμού. Γι’ αυτό και οι Δελφοί σύντομα έγιναν η δυνατότερη και ισχυρότερη οικονομικά πόλη της Ελλάδας. Σύντομα ανεγέρθηκαν 20 μαρμάρινα θησαυροφυλάκια για να στεγάζουν τις πολύτιμες και απαράμιλλης ομορφιάς προσφορές.
Οι νίκες του Αθηναίου ήρωα Θησέα αναπαριστούνται στα εντυπωσιακά ανάγλυφα που περιτριγυρίζουν το Αθηναϊκό θησαυροφυλάκιο. Επίσης στους τοίχους του Αθηναϊκού θησαυροφυλακίου υπήρχε τεράστιος πίνακας από μαλακή πέτρα, έτσι ώστε οι επισκέπτες του θησαυροφυλακίου να χαράζουν τα αναθήματα, τις ευχές και τις αφιερώσεις τους. Ήταν αξιοσημείωτο ότι στους Δελφούς κάθε σημαντική πόλη είχε χτισμένο το θησαυροφυλάκιό της.
Οι Δελφοί όμως ήταν ουδέτερη ζώνη και έβλεπες να γειτονεύουν τα θησαυροφυλάκια πόλεων που βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ τους. Όταν οι Συρακούσες νίκησαν την Αθήνα στην κρίσιμη μάχη κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, έσπευσαν να χτίσουν το μεγαλόπρεπο θησαυροφυλάκιό τους ακριβώς απέναντι από αυτό των Αθηνών. Όλες οι πόλεις κράτη τις Ελλάδος συνεισέφεραν οικονομικά και έστελναν θησαυρούς κατά συρροή στους Δελφούς.
Όπως ο Δωριακού ρυθμού, μεγαλόπρεπος ναός που ανεγέρθηκε, κατά την Αρχαϊκή περίοδο και ήταν τοποθετιμένος σ’ένα από τα λίγα επίπεδα σημεία του ιερού χώρου του Μαντείου των Δελφών. Πάνω από την είσοδο του ναού ήταν χαραγμένα – σκαλισμένα γνωμικά όπως: «γνώριζε τον εαυτόν σου». Στο Μαντείο έρχονταν όλοι όσοι επιθυμούσαν κάποια συμβουλή. Το Μαντείο των Δελφών ήταν θρησκευτική εμπειρία κατά την οποία όλα τα ερωτήματα έβρισκαν απαντήσεις και οι συμβουλές των ιερέων του Απόλλωνα ακολουθούνταν κατά γράμμα.
Ο Απόλλωνας ήταν εκείνος που συμβούλευε μέσω της ιέρειάς του, Πυθείας, η οποία καθόταν στο τρίποδο ανάμεσα στις αναθυμιάσεις που ήταν το μέσο επικοινωνίας με τον Απόλλωνα. Πριν από κάθε επικοινωνία με τον Απόλλωνα, έπρεπε να τηρηθούν κάποιοι τελετουργικοί κανόνες από την ιέρεια Πυθία. Πρώτα έπρεπε να πλυθεί στα ιερά νερά της Κασταλίας πηγής για να καθαρίσει και εξαγνίσει το σώμα της εσωτερικά, και μόνο τότε μπορούσε να καθίσει στον ομφάλιο βράχο και ν’ αρχίσει την διαδικασία επικοινωνίας με τον Απόλλωνα.
Οι περιγραφές του θρύλου για το Μαντείο των Δελφών που αφορούν την Πυθία και την επικοινωνία της με τον Απόλλωνα μέσω αναθυμιάσεων ανήκαν στην σφαίρα του εξωπραγματικού και ίσως του μύθου, κατά την άποψη ορισμένων αρχαιολόγων. Οι Δελφοί αναδείχθηκαν κατά τον 7ο αιώνα π.Χ., όταν έγινε το κέντρο της Αμφικτιονικής Συμμαχίας. Το 585 π.Χ., ο τύραννος Κλεισθένης της Σικυώνος απελευθέρωσε τους Δελφούς από την πόλη της Κρίσσας και την κώμη της Κίρρας, οι οποίες επέβαλαν υπέρογκα ποσά στους επισκέπτες που έφθαναν στο λιμάνι τους, για να ζητήσουν την βοήθεια του μαντείου και πολλές φορές τους λήστευαν.
Με την βοήθεια της Αμφικτιονικής Συμμαχίας (Αθηναίων, Θεσσαλών κτλ.), ο Κλεισθένης απέκλεισε το λιμάνι της με τον στόλο των Σικυωνίων και μετά από μακρά πολιορκία, η οποία κράτησε δέκα χρόνια, κατέλαβε και κατέστρεψε ολοσχερώς την Κίρρα (πρώτος ιερός πόλεμος 595 – 585 π.Χ.). Ο Κλεισθένης έχτισε καινούργιο θησαυροφυλάκιο και διοργάνωσε τους Πυθικούς Αγώνες μεγαλειωδώς, κάθε τέσσαρα χρόνια, σαν τους αγώνες της Ολυμπίας (από ένα μόνο μουσικό άθλημα, πρόσθεσε αρματοδρομίες, πυγμαχία, τρέξιμο, κλπ.). Το ιερό ανατέθηκε στην προστασία της Συμμαχίας, η οποία τώρα ονομάσθηκε και Δελφική Αμφικτιονία.
Όταν όμως οι Πέρσες ανέβηκαν την πλαγιά του Παρνασσού και έφθασαν στον ναό της Προνοίας Αθηνάς, ξέσπασε ραγδαία βροχή και μια θύελλα τρομακτική, με δυνατές βροντές και κεραυνούς και ένας τρομερός θόρυβος ακούστηκε από δύο πελώριους βράχους, που ξεκόλλησαν από τις Φαιδριάδες. Πελώρια κομμάτια βράχων κατρακύλησαν από τον Παρνασσό και δυνατές κραυγές ακούστηκαν από το ιερό της Αθηνάς. Οι βράχοι πέφτοντας επάνω στους Πέρσες, προκάλεσαν μεγάλη καταστροφή και οι επιζώντες έφυγαν με πανικό, κυνηγημένοι όπως είπαν αργότερα από δύο υπερφυσικούς πολεμιστές.
Οι ιερείς αργότερα βεβαίωσαν ότι οι δύο πολεμιστές ήταν οι ήρωες Φύλακος και Αυτόνους, των οποίων τα ιερά ήταν πλησίον. Ολόκληρη η Ελλάδα έμαθε ότι ο Απόλλων επενέβη και έσωσε το ιερό. Το 356 π.Χ., οι Φωκείς κατέλαβαν την περιοχή και έκλεψαν τα κειμήλια του, μέχρις ότου ο Φίλιππος, Βασιλιάς της Μακεδονίας, δέκα χρόνια αργότερα το 346 π.Χ., το απελευθέρωσε. Τα γεγονότα αυτά λεπτομερώς έχουν ως εξής: οι Θηβαίοι κατηγόρησαν τους Φωκείς στην Αμφικτιονική Συμμαχία, ότι κατέλαβαν μια μεγάλη περιοχή από το μαντείο. Η Συμμαχία τους βρήκε ένοχους και τους διέταξε να πληρώσουν ένα μεγάλο πρόστιμο.
Οι Φωκείς οι οποίοι δεν μπορούσαν να πληρώσουν το πρόστιμο, πήραν τα όπλα και διάλεξαν ως αρχηγό τους τον ληστή Φιλόμηλο, ο οποίος κατέλαβε τους Δελφούς και σκότωσε πολλούς από τους ιερείς. Για να δικαιολογήσει τις πράξεις του, διέταξε την Πυθία να βγάλει ένα χρησμό που να λέει, ότι όλα αυτά που έγιναν, ήταν πεπρωμένο να γίνουν. Όταν η Πυθία αρνήθηκε, την ανέβασαν με την βία στο τρίποδο και όπως ήταν τρομοκρατημένη από τις λόγχες των στρατιωτών, είπε: «είσθε ελεύθεροι να κάνετε ότι θέλετε».
Μετά από αυτό, ο Φιλόμηλος λεηλάτησε το θησαυροφυλάκιο των Δελφών. Με τα χρήματα που πήρε (αξίας εξήντα εκατομμυρίων Αττικών δραχμών της εποχής), δημιούργησε ένα στρατό με μισθοφόρους και δωροδόκησε πολλούς αρχηγούς Ελληνικών πόλεων. Η Αμφικτιονική Συμμαχία τους πολέμησε όλους αυτούς, σε ένα πόλεμο που κράτησε δέκα χρόνια. Τον δεύτερο χρόνο του πολέμου, ο Φιλόμηλος αυτοκτόνησε, πέφτοντας σε μια χαράδρα για να αποφύγει την σύλληψη του.
Την θέση του πήρε ο αδελφός του Ονόμαρχος, ο οποίος πολέμησε τον βασιλιά Φίλιππο σε πολλές σκληρές μάχες και τον νίκησε, αλλά στο τέλος νικήθηκε από τον Φίλιππο στον Ορχομενό και ξανά στην μεγάλη μάχη του Παγασητικού κόλπου. Έξι χιλιάδες Φωκείς σκοτώθηκαν στην μάχη και άλλους τρεις χιλιάδες αιχμάλωτους, τους πέταξαν στην θάλασσα για να πνιγούν, τιμωρία για την ιεροσυλία.
Άλλες χρήσιμες πληροφορίες για την ιστορία των Δελφών:
Ο Μέγας Αλέξανδρος παραβίασε την ιερότητα των Δελφών και ανάγκασε την Πυθία να δώσει τον χρησμό που αυτός ήθελε. Το 279 π.Χ., οι Γαλάτες εισέβαλαν στην Ελλάδα και έφθασαν μέχρι τις πύλες των Δελφών, το οποίο σώθηκε από τις πέτρες και τους βράχους που έριξαν οι κάτοικοι, από την τοποθεσία Φαιδριάδες αναγκάζοντας τους να αποσυρθούν. Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής κατοχής, το ιερό υπέστη ζημιές αλλά και ευεργετήθηκε από διάφορους Αυτοκράτορες. Ο στρατηγός Σούλα λεηλάτησε την περιοχή, για να πληρώσει τα έξοδα που έκανε για την κατάληψη των Αθηνών.
Ο Αύγουστος και Αδριανός το ευεργέτησαν και ο Ηρώδης ο Αττικός ξανάκτισε το στάδιο. Ο Νέρων πήρε μαζί του στην Ρώμη, 500 αγάλματα από τους Δελφούς. Ο Μεγάλος Κωνσταντίνος μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη τα καλύτερα έργα. Ο Αυτοκράτωρ Θεοδόσιος έκλεισε το μαντείο και απαγόρευσε την αρχαία λατρεία. Όταν ο Ιουλιανός ο Αποστάτης προσπάθησε να επαναφέρει πίσω την Ελληνική θρησκεία και ζήτησε την συμβουλή του μαντείου, η Πυθία του έδωσε τον ακόλουθο χρησμό:
«Πες στον βασιλιά ότι οι τοίχοι έχουν πέσει σε σήψη; Ο Απόλλων δεν έχει πλέον ναό, ούτε προφητείες, ούτε Κασταλία πηγή. Το ρυάκι, που είχε τόσα να πει, έχει στερέψει.»
Οι Γότθοι και Σλάβοι εισβολείς λεηλάτησαν τους Δελφούς, που είχαν επίσης την ατυχία να το χτυπήσουν και πολλοί καταστρεπτικοί σεισμοί. Το 1891 έως 1893 μ.Χ., έγιναν ανασκαφές στους Δελφούς και επαναφέρθηκαν στο φως το Θέατρο, το Στάδιο, το ιερό του Απόλλωνα, τα θησαυροφυλάκια και άλλα κτίρια, μαζί με 6000 επιγραφές από αγάλματα και άλλα έργα.
Το 1892 Γάλλοι αρχαιολόγοι άρχισαν ανασκαφές στην περιοχή του Ιερού των Δελφών με σκοπό να βρουν κάτι που να αποδεικνύει ότι πράγματι υπήρχε το χάσμα που επέτρεπε στα αέρια ν΄ αναδυθούν και να δημιουργήσουν το κανάλι «επικοινωνίας” μεταξύ Πυθίας και Απόλλωνα. Δεν κατόρθωσαν όμως να βρουν κάτι που να το αποδεικνύει, και έτσι ο θρύλος παρέμεινε στην σφαίρα του μύθου.
Ο Μέγας Αλέξανδρος παραβίασε την ιερότητα των Δελφών και ανάγκασε την Πυθία να δώσει τον χρησμό που αυτός ήθελε. Το 279 π.Χ., οι Γαλάτες εισέβαλαν στην Ελλάδα και έφθασαν μέχρι τις πύλες των Δελφών, το οποίο σώθηκε από τις πέτρες και τους βράχους που έριξαν οι κάτοικοι, από την τοποθεσία Φαιδριάδες αναγκάζοντας τους να αποσυρθούν. Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής κατοχής, το ιερό υπέστη ζημιές αλλά και ευεργετήθηκε από διάφορους Αυτοκράτορες. Ο στρατηγός Σούλα λεηλάτησε την περιοχή, για να πληρώσει τα έξοδα που έκανε για την κατάληψη των Αθηνών.
«Πες στον βασιλιά ότι οι τοίχοι έχουν πέσει σε σήψη; Ο Απόλλων δεν έχει πλέον ναό, ούτε προφητείες, ούτε Κασταλία πηγή. Το ρυάκι, που είχε τόσα να πει, έχει στερέψει.»
Οι Γότθοι και Σλάβοι εισβολείς λεηλάτησαν τους Δελφούς, που είχαν επίσης την ατυχία να το χτυπήσουν και πολλοί καταστρεπτικοί σεισμοί. Το 1891 έως 1893 μ.Χ., έγιναν ανασκαφές στους Δελφούς και επαναφέρθηκαν στο φως το Θέατρο, το Στάδιο, το ιερό του Απόλλωνα, τα θησαυροφυλάκια και άλλα κτίρια, μαζί με 6000 επιγραφές από αγάλματα και άλλα έργα.
Το 1892 Γάλλοι αρχαιολόγοι άρχισαν ανασκαφές στην περιοχή του Ιερού των Δελφών με σκοπό να βρουν κάτι που να αποδεικνύει ότι πράγματι υπήρχε το χάσμα που επέτρεπε στα αέρια ν΄ αναδυθούν και να δημιουργήσουν το κανάλι «επικοινωνίας” μεταξύ Πυθίας και Απόλλωνα. Δεν κατόρθωσαν όμως να βρουν κάτι που να το αποδεικνύει, και έτσι ο θρύλος παρέμεινε στην σφαίρα του μύθου.
Δεν ήταν παρά τα τέλη του 1990 που μια ομάδα αποτελούμενη από ένα αρχαιολόγο, έναν τοξικολόγο, ένα χημικό, και έναν γεωλόγο οι οποίοι υποστήριξαν το αντίθετο. Σύμφωνα με την θεωρία τους, ο ομφαλός βράχος, πάνω στον οποίο καθόταν η Πυθία και ανάμεσα στις αναθυμιάσεις έλεγε στους χρησμούς της, βρισκόταν ακριβώς πάνω από ένα χάσμα που είχε δημιουργηθεί εξαιτίας της ολισθηρότητας των υπογείων πλακών, αφήνοντας μία δίοδο ώστε οι αναθυμιάσεις αέριων όπως αιθάνιο + μεθάνιο, να ανεβαίνουν στην επιφάνεια του εδάφους και να εισπνέονται από την Πυθία.
Είναι γνωστό ότι αν κάποιος εισπνεύσει μικρή ποσότητα αιθυλένιου έρχεται σε κατάσταση ευφορίας, και δημιουργούνται παραισθησιακά οράματα. Όταν η Πυθία ήταν στην «κατάσταση» επικοινωνίας με τον Απόλλωνα και ζητούνταν οι ερωτήσεις και συμβουλές, οι απαντήσεις της Πυθίας δίνονταν ασυνάρτητα, εκείνη παραληρούσε και έλεγε ασυναρτησίες. Οι ιερείς του ιερού ήταν εκείνοι που «μετέφραζαν» και έδιναν κάποιο νόημα στα όσα εκείνη έλεγε. Οι Απαντήσεις του Μαντείου ήταν πάντα σοφές και προνοητικές και γι’αυτό το Μαντείο ήταν αξιοσέβαστο και τόσο φημισμένο, και αναπόσπαστο στοιχείο του Ελληνικού τρόπου ζωής.
Ο φιλόσοφος Ηράκλειτος (500 π.Χ.) υποστήριξε ότι το Μαντείο ούτε αποκρύπτει, ούτε αποκαλύπτει την αλήθεια, μόνο την υπαινίσσεται. Ένα σχετικό παράδειγμα αυτού είναι: Όταν ο Λύδιος Βασιλιάς Κροίσος (Βασιλιάς της Λυδίας) ρώτησε το Μαντείο αν ήταν σωστό και σοφό να επιτεθεί στην Ελλάδα, η απάντηση που του δόθηκε ήταν η εξής: Αν επιτεθείς θα καταστρέψεις ένα μεγάλο Βασίλειο. Ο Κροίσος άκουσε τον χρησμό και επιτέθηκε.
Το αποτέλεσμα όμως δεν ήταν το αναμενόμενο. Η στρατιά του Κροίσου ηττήθηκε και το μεγάλο Βασίλειο που καταστράφηκε, ήταν το δικό του. Ο Κροίσος κατόπιν αυτού δεν έπαψε να υποστηρίζει την σοφία και διορατικότητα του Μαντείου των Δελφών, και πόσο αληθινός αυτός ο χρησμός ήταν. Ενώ η δύναμη και η δόξα του Μαντείου μεγάλωνε, δυστυχώς αυξήθηκαν και οι πόλεμοι μεταξύ πόλεων – κρατών για το ποιος θα έχει υπό την κυριαρχία του το Μαντείο και τους θησαυρούς του. Οι Φωκιείς, οι Αμφισσείς ακόμα και οι Αθηναίοι, όλοι προσπάθησαν να επέμβουν στην οικονομική και θρησκευτική δύναμη του Μαντείου.
Αλλά ακόμα πιο ενοχλητικό για το Μαντείο ήταν ότι οι κατά καιρούς κυρίαρχοι του προσπαθούσαν μεταξύ άλλων να παρέμβουν και να αλλάξουν τους χρησμούς έτσι ώστε οι χρησμοί να λένε ότι άρεσε στον καθένα ν’ ακούσει, παραμερίζοντας έτσι την σημαντική επικοινωνία της Πυθίας και των ιερέων με τον Απόλλωνα. Κατά την Κυριαρχία του Φίλιππου της Μακεδονίας οι Δελφοί δέχονταν επισκέπτες, αλλά όχι σαν τις παλιές εισροές επισκεπτών και προσφορών. Ακόμα και οι Ρωμαίοι πήραν στην κυριαρχία τους το Μαντείο.
Όλοι όμως αυτοί οι καταστροφικοί πόλεμοι για την κυριαρχία του και όλες οι επικείμενες παρεμβάσεις στο έργο του είχαν σαν επακόλουθο να χάσει την αίγλη και την σημασία του. Παρ’ όλες τις προσπάθειες να ανακτήσει την παλιά του δόξα τίποτε δεν σταματούσε την παρακμή του, και σύντομα έπαψε να είναι το κέντρο του κόσμου.
Είναι γνωστό ότι αν κάποιος εισπνεύσει μικρή ποσότητα αιθυλένιου έρχεται σε κατάσταση ευφορίας, και δημιουργούνται παραισθησιακά οράματα. Όταν η Πυθία ήταν στην «κατάσταση» επικοινωνίας με τον Απόλλωνα και ζητούνταν οι ερωτήσεις και συμβουλές, οι απαντήσεις της Πυθίας δίνονταν ασυνάρτητα, εκείνη παραληρούσε και έλεγε ασυναρτησίες. Οι ιερείς του ιερού ήταν εκείνοι που «μετέφραζαν» και έδιναν κάποιο νόημα στα όσα εκείνη έλεγε. Οι Απαντήσεις του Μαντείου ήταν πάντα σοφές και προνοητικές και γι’αυτό το Μαντείο ήταν αξιοσέβαστο και τόσο φημισμένο, και αναπόσπαστο στοιχείο του Ελληνικού τρόπου ζωής.
Ο φιλόσοφος Ηράκλειτος (500 π.Χ.) υποστήριξε ότι το Μαντείο ούτε αποκρύπτει, ούτε αποκαλύπτει την αλήθεια, μόνο την υπαινίσσεται. Ένα σχετικό παράδειγμα αυτού είναι: Όταν ο Λύδιος Βασιλιάς Κροίσος (Βασιλιάς της Λυδίας) ρώτησε το Μαντείο αν ήταν σωστό και σοφό να επιτεθεί στην Ελλάδα, η απάντηση που του δόθηκε ήταν η εξής: Αν επιτεθείς θα καταστρέψεις ένα μεγάλο Βασίλειο. Ο Κροίσος άκουσε τον χρησμό και επιτέθηκε.
Το αποτέλεσμα όμως δεν ήταν το αναμενόμενο. Η στρατιά του Κροίσου ηττήθηκε και το μεγάλο Βασίλειο που καταστράφηκε, ήταν το δικό του. Ο Κροίσος κατόπιν αυτού δεν έπαψε να υποστηρίζει την σοφία και διορατικότητα του Μαντείου των Δελφών, και πόσο αληθινός αυτός ο χρησμός ήταν. Ενώ η δύναμη και η δόξα του Μαντείου μεγάλωνε, δυστυχώς αυξήθηκαν και οι πόλεμοι μεταξύ πόλεων – κρατών για το ποιος θα έχει υπό την κυριαρχία του το Μαντείο και τους θησαυρούς του. Οι Φωκιείς, οι Αμφισσείς ακόμα και οι Αθηναίοι, όλοι προσπάθησαν να επέμβουν στην οικονομική και θρησκευτική δύναμη του Μαντείου.
Όλοι όμως αυτοί οι καταστροφικοί πόλεμοι για την κυριαρχία του και όλες οι επικείμενες παρεμβάσεις στο έργο του είχαν σαν επακόλουθο να χάσει την αίγλη και την σημασία του. Παρ’ όλες τις προσπάθειες να ανακτήσει την παλιά του δόξα τίποτε δεν σταματούσε την παρακμή του, και σύντομα έπαψε να είναι το κέντρο του κόσμου.
Ο τελευταίος χρησμός που δόθηκε ήταν κατά το 362 π.Χ. και ήταν ένα μήνυμα στον Παγανιστή Αυτοκράτορα Ιούλιο το οποίο έλεγε: »Πήγαινε και πες στον Βασιλιά ότι το καλά σφυρήλατο δωμάτιο έχει πέσει στην σκόνη. Ο Φοίβος Απόλλωνας δεν έχει πλέον οίκο, ή δάφνη, ή την γάργαρη πηγή. Ακόμα και η πηγή των αερίων έχει στερέψει και δεν υπάρχει πια». Μετά από τόσους καταστρεπτικούς πολέμους για την κυριαρχία του, και τον ερχομό του Χριστιανισμού, το Μαντείο και το ιερό των Δελφών πέρασε σιωπηλά στο σκοτάδι τις λησμονιάς και τις αφάνειας.
ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ
ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ
Στην Αρχαϊκή περίοδο το μαντείο των Δελφών συνδέεται στενά με τρεις τομείς που χαρακτηρίζουν την κοινωνική και οικονομική εξέλιξη της Ελληνικής κοινωνίας: τον αποικισμό, τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και την τυραννίδα. Ο Απόλλωνας έπαιζε το ρόλο του ερμηνευτή της θέλησης των Θεών και σε αυτόν κατέφευγαν οι Έλληνες κάθε φορά που ζητούσαν λύση σε ένα σοβαρό τους πρόβλημα. Πάντοτε τον συμβουλεύονταν πριν επιχειρήσουν την ίδρυση μιας αποικίας. Ο χρησμός δινόταν προσωπικά στον οικιστή.
Παράλληλα συνοδευόταν από πληρεξούσιο που συγκέντρωνε στο πρόσωπο του οικιστή του διάφορες λειτουργίες όπως του Βασιλιά, του θρησκευτικού αρχηγού, του στρατιωτικού ηγέτη και του νομοθέτη. Συνήθως ο τόπος στον οποίο έπρεπε να ιδρυθεί η αποικία, καθώς και η καταλληλότερη εποχή για το εγχείρημα αυτό, προσδιορίζονταν από το μαντείο. Το Δελφικό Ιερό σε όλη τη διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδου ήταν ενεργά και σταθερά αναμεμιγμένο στις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές, ιδιαίτερα μάλιστα σε εκείνες που αφορούσαν την κοινωνική οργάνωση. Η Σπάρτη διατηρούσε πολύ στενούς δεσμούς με το μαντείο.
Παρά τις αμφιβολίες που υφίστανται σήμερα σχετικά με το πρόσωπο του Λυκούργου και τις μεταρρυθμίσεις που του αποδίδονται, είναι βέβαιο πως ήδη από τα χρόνια του Τυρταίου, ο ρόλος των Δελφών σε αυτές τις βαθιές αλλαγές θεωρούνταν βέβαιος και σημαντικός. Στην Αθήνα πάλι ο Σόλων συνεργάστηκε με το μαντείο για μία τουλάχιστον από τις μεταρρυθμίσεις του. Προκειμένου να σπάσει το θρησκευτικό μονοπώλιο της αριστοκρατίας ίδρυσε το σώμα των Πυθόχρηστων. Αυτοί ήταν «Εξηγηταί» που δεν ανήκαν υποχρεωτικά στους ευπατρίδες και αποφαίνονταν για θέματα λατρείας.
Επιλέγονταν «από τον Απόλλωνα» με βάση έναν επιλεκτικό κατάλογο που δινόταν στην Πυθία. Κατά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, με ανάλογο τρόπο επιλέχτηκαν από την Πυθία μεταξύ εκατό αρχηγετών οι δέκα επώνυμοι,ένας για την κάθε φυλή. Το μαντείο, επίσης, συνέχιζε να παρακολουθεί τις αποικίες και μετά την ίδρυσή τους. Σε περιπτώσεις μάλιστα κοινωνικής κρίσης πρότεινε κάποιον ως κριτή, με σκοπό να μεσολαβήσει για την αποκατάσταση της τάξης. Τέτοια ήταν, για παράδειγμα, η περίπτωση του Δημώνακτος από τη Μαντίνεια, που στάλθηκε ως καταρτιστήρ (μεσολαβών κριτής) στην Κυρήνη.
Ιδιάζουσα υπήρξε η σχέση των Δελφών με την τυραννίδα, καθώς σε πολλές περιπτώσεις υποστήριξαν τους τυράννους. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία που μας παραδίδει ο Ηρόδοτος σχετικά με την προφητεία του μαντείου για τον Κύψελο ως μελλοντικό τύραννο της Κορίνθου. Ανάλογη υποστήριξη έλαβε, αν και απέτυχε, ο Κύλων στην Αθήνα και οι Ορθαγορίδες στη Σικυώνα. Εξάλλου, ο Περίανδρος της Κορίνθου και ο Πιττακός, που αναφέρεται από τον Αλκαίο ως τύραννος της Μυτιλήνης, συμπεριλαμβάνονταν στους επτά σοφούς της Αρχαιότητας και συνδέονταν σύμφωνα με ορισμένες εκδοχές με το Δελφικό ιερό.
Όταν όμως η τυραννίδα είχε επιτελέσει το ρόλο της και δεν ανταποκρινόταν πια στις αυξανόμενες απαιτήσεις των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων, οι Δελφοί δε δίστασαν να πάρουν σαφή θέση εναντίον της. Ενδεικτική είναι η στάση του μαντείου στην ύστερη τυραννίδα των Πεισιστρατιδών: υποστηρίζει τους Αλκμαιωνίδες -το κατεξοχήν αντίπαλο γένος τους- παρακινεί αδιάλειπτα τους Σπαρτιάτες να καταλύσουν την Αθηναϊκή τυραννίδα και συνδράμει τον Κλεισθένη και το ομαλό πέρασμα από την τυραννίδα στη δημοκρατία.
Από τον 8ο ως τον 6ο αιώνα π.X. το μαντείο των Δελφών βρίσκεται στην ακμή της ισχύος και της επιρροής του. Όσο συχνότερα απευθύνονται σε αυτό για συμβουλές ή πληροφορίες τόσο αυξάνονται οι ειδικές γνώσεις του σε ζητήματα γεωγραφίας, πολιτικών ισορροπιών και κοινωνικών εντάσεων. Οι επιτυχείς αποικισμοί διευρύνουν την επιρροή και τη φήμη του και ενισχύουν την ηγετική του θέση ως πανελλήνιου ιερού. Εξάλλου, τόσο οι αποικίες όσο και οι τύραννοι διάφορων πόλεων πλουτίζουν το ιερό μέσω αφιερωμάτων και ιερών πρεσβειών. Αν και συντηρητικό σε θρησκευτικά και λατρευτικά ζητήματα, το μαντείο υποστηρίζει σχεδόν πάντα τις αλλαγές που επιβάλλουν οι κοινωνικές ανάγκες.
Η Θεία αυθεντία του Απόλλωνα συνδέεται με τη νομοθεσία πόλεων και οι Δελφοί αναλαμβάνουν ρόλο εγγυητή της κοινωνικής γαλήνης. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν είναι υπερβολική η άποψη ότι αποτελούσαν τον «Ομφαλό» της Αρχαϊκής κοινωνίας και έδρασαν αποφασιστικά για την επίλυση πολλών από τις κρίσεις που τη συγκλόνισαν. Στα πρώτα χρόνια του μαντείου, η Πυθία ήταν κοπέλα νέα και παρθένος, αλλά αργότερα το μαντείο νομοθέτησε, ότι έπρεπε να είναι άνω των πενήντα ετών και άμεμπτος. Στα χρόνια της ακμής του μαντείου, υπήρχαν τρεις Πυθίες.
Στην αρχή, οι απαντήσεις δίνονταν μια φορά τον χρόνο, την έβδομη μέρα του μηνός Βίτσιου (τέλη Φεβρουαρίου και αρχές Μαρτίου), επέτειος της γεννήσεως του Απόλλωνος, αλλά αργότερα στην ακμή του μαντείου, οι απαντήσεις δίνονταν την έβδομη μέρα κάθε μηνός, με εξαίρεση τους τρεις χειμερινούς μήνες, κατά τους οποίους ο Απόλλων πήγαινε στην χώρα των Υπερβορείων. Κατά την διάρκεια της απουσίας του Απόλλωνος, είχε κανονισθεί να εορτάζετε ο θεός Διόνυσος, με γλέντια στο όρος του Παρνασσού και στον ναό. Για να δώσει η Πυθία απάντηση, μία ακριβής ιεροτελεστία ακολουθείτο.
Πρώτον, οι θεόπροποι (η Πυθία και οι ιερείς) καθαρίζονταν στην Κασταλία πηγή, πλήρωναν μια αμοιβή (τον πέλανο) και κατόπιν θυσίαζαν ένα ζώο, στον ναό του Απόλλωνος. Το ζώο έπρεπε να ήταν μικρό και υγιές και πριν την θυσία έριχναν κρύο νερό επάνω του, και αν το ζώο άρχιζε να τρέμει, αυτό ήταν σημάδι ότι ο θεός ήταν παρών και θα έδινε απάντηση. Η Πυθία τότε προχωρούσε στο κάψιμο ανθών δάφνης και βρώμης, εκεί που υπήρχε η αιώνια φλόγα και μετά κατέβαινε στα υπόγεια άδυτα (Άνδρο), κάτω από το κέντρο του ναού.
Οι ιερείς και οι επισκέπτες έμεναν στο επάνω μέρος, σε ένα δωμάτιο, από όπου ο επισκέπτης έκανε την ερώτηση, με δυνατή φωνή. Η Πυθία αφού έπινε νερό από την πηγή της Κασσοτίδος, μασούσε φύλλα δάφνης και καθισμένη επάνω στο ιερό τρίποδο, το οποίο ήταν πλησίον του ομφαλού, εισέπνεε από την σχισμή. Όταν έπεφτε σε νάρκη, άρχιζε να μιλάει και οι ιερείς έγραφαν και εξηγούσαν τα λεγόμενα της. Οι απαντήσεις που έδινε το μαντείο ήταν ή κρυπτικές ή διφορούμενες. Ήταν τα σημάδια του θεού.
Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΜΑΝΤΕΙΟΥ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ
»Δέλφις» σημαίνει στ’ αρχαία Ελληνικά Δελφίνι, και γι’ αυτό οι Δελφοί ονομάστηκαν έτσι. Προς τιμή του δελφινιού, και αυτό γιατί αυτή τη μορφή πήρε ο Απόλλωνας κατά το ταξίδι της επιστροφής του, οδηγώντας το καράβι με τους Κρήτες ναυτικούς με σκοπό να μείνουν στους Δελφούς για να χτίσουν το ιερό του και να γίνουν οι ιερείς του.
Με την επιστροφή του ο Απόλλωνας στέφτηκε επισήμως προστάτης και άρχοντας των Δελφών. Στο σημείο που έγινε η σφαγή του Πύθωνα, τοποθετήθηκε ο ομφαλός βράχος. Ο ομφαλός σημαίνει «κέντρο της γής» και εκεί ήταν το Ιερό Μαντείο των Δελφών. Το πώς και από ποιον δημιουργήθηκε αρχικά το Μαντείο δεν είναι εύκολο να βρεθεί, αφού πολλοί μελετητές θεωρούν ότι η δράση του ανάγεται στην προκατακλυσμιαία εποχή, γεγονός που ενισχύεται και από τις διάφορες θεότητες που το προστάτευαν στο διάβα της ιστορίας: η Γη, στη συνέχεια η Θέμιδα, έπειτα ο Απόλλωνας και ο Διόνυσος.
Καθώς η ιστορία άπλωνε περίτεχνα το πέπλο της πάνω από το Μαντείο των Δελφών, δημιουργήθηκαν διάφοροι μύθοι που εξιστορούσαν τις απαρχές του. Επομένως, είναι ιδιαίτερα δύσκολο έως και ακατόρθωτο για τον ιστορικό ερευνητή να διαπιστώσει αν υπάρχουν ψήγματα αλήθειας σε αυτές τις διηγήσεις, καθώς και να τις αποκωδικοποιήσει. Ένας από τους πιο γνωστούς μύθους δημιουργίας του Μαντείου, ο οποίος διασώθηκε από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη μιλάει για έναν βοσκό, ο οποίος καθώς έβοσκε το κοπάδι του στην περιοχή διαπίστωσε ότι από ένα άνοιγμα, δίπλα στις Φαιδριάδες πέτρες, έβγαιναν διάφορες αναθυμιάσεις.
Παρατήρησε μάλιστα ότι τα ζώα που πλησίαζαν στο άνοιγμα αποκτούσαν μια πολύ περίεργη συμπεριφορά. Πλησιάζοντας, λοιπόν, και ο ίδιος στο χάσμα για να δει τι συμβαίνει άρχισε να λέει διάφορα ακατάληπτα πράγματα πέφτοντας σε έκσταση, λόγια τα οποία εκ των υστέρων διαπιστώθηκε ότι προέλεγαν τα μελλούμενα. Από τότε εγκαταστάθηκε στο σημείο εκείνο μια Ιέρεια, η Πυθία και άρχισε να λειτουργεί το Μαντείο. Ένας άλλος μύθος θέλει τον ήρωα Παρνασσό, το όνομά του οποίου δόθηκε στο ομώνυμο βουνό, ν’ ανακαλύπτει σ’ εκείνη την περιοχή την οιωνοσκοπία, μαντεύοντας από τον τρόπο που πετούσαν τα πουλιά της περιοχής.
Στην Ομηρική Οδύσσεια, στην Ραψωδία Θ’ γίνεται αναφορά στο Μαντείο των Δελφών, χωρίς όμως να δίνονται επιπλέον πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο και τον χρόνο ίδρυσής του. Επιπλέον πληροφορίες παίρνουμε από άλλα τρία κείμενα: τον Ομηρικό Ύμνο στον Απόλλωνα και τις τραγωδίες Ευμενίδες του Αισχύλου και Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη. Σύμφωνα με τον Ομηρικό Ύμνο εις Απόλλωνα Πύθιον, ο Απόλλων έχτισε τον πρώτο του ναό στους Δελφούς, αφού σκότωσε πρώτα τον δράκοντα με μορφή φιδιού Πύθωνα, από το όνομα του οποίου φαίνεται να προήρθαν μετέπειτα και τα ονόματα Πυθώ, Πυθία, Πύθιος κλπ.
Θέλοντας ο θεός να εξαγνίσει τον χώρο από τη παρουσία του θηρίου έφερε εκεί το ιερό του δέντρο, τη δάφνη, με την οποία έχτισε μάλιστα και τον πρώτο του ναό. Στο μέρος αυτό χρησμοδοτούσε ο Απόλλων διά στόματος της Πυθίας, η οποία καθόταν πάνω σ’ ένα γήινο χάσμα από το οποίο έβγαιναν αναθυμιάσεις. Μάλιστα σύμφωνα με τον ύμνο, οι πρώτοι ιερείς του ναού ήταν Κρήτες, τους οποίους έσωσε ο ίδιος ο Θεός με τη μορφή δελφινιού μεταφέροντάς τους στην πλάτη του σ’ εκείνη την περιοχή.
Σε ερώτησή τους προς το Θεό πως θα καταφέρουν να επιβιώσουν σε αυτό τον τόπο, εκείνοι που ήταν συνηθισμένοι να ζουν κοντά στη θάλασσα, ο θεός τους απάντησε ότι θα ζήσουν από τις προσφορές των πιστών. Έτσι, λοιπόν, φαίνεται ότι οι Κρήτες έφεραν στον τόπο τη λατρεία του Απόλλωνα Δελφίνιου και μάλλον από αυτούς ονομάστηκε το μέρος Δελφοί. Ο μύθος αυτός επιβίωσε σε διάφορες εορταστικές αναπαραστάσεις που λάμβαναν χώρα στους Δελφούς με αποκορύφωμα τα Πύθια, τα οποία περιελάμβαναν μουσικούς διαγωνισμούς κι αθλητικούς αγώνες και τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια.
Στην τραγωδία Ευμενίδες ο Αισχύλος μας παρουσιάζει μια διαφορετική εκδοχή. Η πρώτη προφήτισσα στους Δελφούς ήταν η θεά Γη την οποία διαδέχθηκε η κόρη της Θέμις. Στη συνέχεια ήρθε η Τιτάνιδα Φοίβη, κόρη επίσης της Γης και έπειτα ήρθε ο Απόλλων, ο οποίος προφανώς και ονομάστηκε Φοίβος από τη Φοίβη. Στο μύθο του Αισχύλου, ο Απόλλων φαίνεται να ήρθε από τη Δήλο και να εγκαταστάθηκε στον τόπο χωρίς να χρειαστεί να φονεύσει τον Πύθωνα.
Στην Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη, αναφέρεται ότι ο Απόλλων ενώ ήταν ακόμα βρέφος έφτασε μαζί με τη μητέρα του Λητώ από τη Δήλο στον Παρνασσό κι εκεί κατέλαβε το μαντείο, αφού πρώτα σκότωσε το τεράστιο τέρας που το φύλαγε. Η Γη όμως θύμωσε γιατί με αυτό τον τρόπο εκδιώχθηκε βίαια από το μαντείο η κόρη της η Θέμις κι άρχισε να στέλνει προφητικά όνειρα στους ανθρώπους, με σκοπό ν’ αποδυναμώσει τη δύναμη του θεού Απόλλωνα. Το πρόβλημα επιλύθηκε τελικά με παρέμβαση του Δία, ο οποίος πήρε το μέρος του Απόλλωνα δίνοντάς του την εξουσία.
Διαπιστώνουμε μέσα από αυτά τα χαρακτηριστικά παραδείγματα ότι υπήρχαν διάφοροι μύθοι σχετικά με το από ποιον και κάτω από ποιες συνθήκες ξεκίνησε να λειτουργεί το Δελφικό Μαντείο, το όποιο με τον καιρό εξελίχθηκε σε θρησκευτικό κέντρο της αρχαίας Ελλάδας. Η επιλογή της τοποθεσίας, σύμφωνα με το μύθο, έγινε ως εξής: Ο Δίας, θέλοντας να βρει το κέντρο του κόσμου, άφησε να πετάξουν δύο αετοί, τον πρώτο με κατεύθυνση προς την ανατολή και το δεύτερο προς τη Δύση. Οι δυο αετοί συναντήθηκαν πάνω από τους Δελφούς που θεωρήθηκε ως το κέντρο του κόσμου, ο ομφαλός της γης. Γεωγραφικά οι Δελφοί βρίσκονται στην καρδιά της κεντρικής Ελλάδας.
Η κοιλάδα του μικρού ποταμού Πλειστού αποτελεί το φυσικό πέρασμα από την ανατολική στη δυτική Ελλάδα. Παράλληλα, «η άρθρωσή της μέσα από τους αυχένες του Ζεμενού Αράχοβας και κείνου της Γραβιάς στη μεγάλη αρτηρία του Κηφισού, που ενώνει τη βόρεια με τη νότια Ελλάδα, τη μετατρέπει ουσιαστικά σ’ ένα σταυροδρόμι, που χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια στρατιωτικών επιχειρήσεων, τόσο στα αρχαία όσο και στα νεότερα χρόνια.
Πρόσφατες τοπογραφικές μελέτες έδειξαν ότι ο δρόμος που ξεκινούσε από το λιμάνι της κοιλάδας του Πλειστού, την Κίρρα, και περνούσε μέσω Άμφισσας από τη Γραβιά και την περιοχή της Οίτης, ένωνε από τα Μυκηναϊκά χρόνια (1500 – 1100 π.Χ.) τον Κρισαίο με τον Μαλιακό κόλπο και τη Θεσσαλία.»
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ
Σύμφωνα με την αρχαιολογική έρευνα οι γύρω περιοχές, όπως το Κωρύκειο άντρο, μεγάλη σπηλιά στον Παρνασσό, κατοικήθηκαν από τη Νεολιθική εποχή, το 4.000 π.Χ.. Παλαιότερη ακόμη εγκατάσταση μαρτυρείται στην Κίρρα, σημερινή Ιτέα. Οι Δελφοί κατοικήθηκαν στη Μυκηναϊκή περίοδο, γύρω στο 1400 π.Χ.. στο χώρο μεταξύ του ναού του Απόλλωνα, της λέσχης των Κνιδίων, ανατολικά της Κασταλίας πηγής και στο ιερό της Αθηνάς Προναίας, όπου βρέθηκαν πήλινα ειδώλια όρθιων γυναικείων μορφών, τα οποία φανερώνουν κάποια λατρεία σε θεότητα που ταυτίζεται με τη θεά Γη.
Από τον 11ο αιώνα π.Χ. (γεωμετρικά χρόνια) εμφανίζονται αντρικά χάλκινα αναθήματα, μαρτυρώντας την αντικατάσταση της λατρείας της θεάς Γης από τον Απόλλωνα. Στον 8ο και 7ο αιώνα ο χώρος που καταλαμβάνει το ιερό αυξάνεται. Οι δύο διαδοχικοί περίβολοι εκτοπίζουν τον οικισμό στα ανατολικά και δυτικά του τεμένους. Στα αναθήματα προστίθενται χάλκινοι τρίποδες, οι οποίοι είναι στολισμένοι με κεφάλια μυθικών ζώων, των γρυπών.
Γύρω στο 590 π.Χ. γίνεται ο Α’ Ιερός Πόλεμος. Η γειτονική Κρίσα (σημερινό Χρισό) (ή Κίρρα ;) προσπαθεί να επέμβει στις υποθέσεις του ναού. Αντιμετωπίζεται με επιτυχία από την Αμφικτυονία. Η Κρίσα καταστρέφεται, οι κάτοικοί της εξοντώνονται, και η περιοχή της, το Κρισαίον πεδίον (ελαιώνας του Χρισού και της Άμφισσας) αφιερώνεται στο ναό. Από τον «Κατά Κτησιφώντος» λόγο του Αισχίνη μαθαίνουμε ότι οι Αμφικτύονες ζήτησαν χρησμό από το μαντείο. Και το μαντείο απάντησε ότι πρέπει να καταλάβουν την περιοχή να διώξουν τους κατοίκους και να την αφιερώσουν στο μαντείο:
«Καὶ αὐτοῖς ἀναιρεῖ ἡ Πυθία, πολεμεῖν Κιρραίοις καὶ Κραγαλίδαις πάντ’ ἤματα καὶ πάσας νύκτας, καὶ, τὴν χώραν αὐτῶν ἐκπορθήσαντας, καὶ αὐτοὺς ἀνδραποδισαμένους, ἀναθεῖναι τῷ Ἀπόλλωνι τῷ Πυθίῳ καὶ τῇ Ἀρτέμιδι, καὶ τῇ Λητοῖ, καὶ Ἀθηνᾷ Προναίᾳ, ἐπὶ πάσῃ ἀεργίᾳ, καὶ ταύτην τὴν χώραν μήτ’ αὐτοὺς ἐργάζεσθαι, μήτ’ ἄλλον ἐᾶν. Λαβόντες δὲ τὸν χρησμὸν οἱ Ἀμφικτύονες ἐψηφίσαντο, Σόλωνος εἰπόντος Ἀθηναίου τὴν γνώμην, ἀνδρὸς καὶ νομοθετῆσαι δυνατοῦ, καὶ περὶ ποίησιν καὶ φιλοσοφίαν διατετριφότος, ἐπιστρατεύειν ἐπὶ τοὺς ἐναγεῖς κατὰ τὴν μαντείαν τοῦ θεοῦ·
Καὶ συναθροίσαντες δύναμιν πολλὴν τῶν Ἀμφικτυόνων, ἐξηνδραποδίσαντο τοὺς ἀνθρώπους, καὶ τὸν λιμένα καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν κατέσκαψαν, καὶ τὴν χώραν καθιέρωσαν κατὰ τὴν μαντείαν, καὶ, ἐπὶ τούτοις, ὅρκον ὤμοσαν ἰσχυρόν, μήτε αὐτοὶ τὴν ἱερὰν γῆν ἐργάσεσθαι, μήτε ἄλλῳ ἐπιτρέψειν, ἀλλὰ βοηθήσειν τῷ θεῷ καὶ τῇ γῇ τῇ ἱερᾷ, καὶ χειρὶ, καὶ ποδὶ, καὶ φωνῇ καὶ πάσῃ δυνάμει.»
Η κατάληψη των Δελφών από τους Φωκείς αποτελεί την αιτία του Β’ Ιερού Πολέμου. Το 449 η Σπάρτη διώχνει τους Φωκείς, αλλά το 448 οι Αθηναίοι με τον Περικλή αποδίδουν και πάλι το ναό στους Φωκείς. Το 421 π.Χ. οι Δελφοί γίνονται και πάλι αυτόνομοι.
Το 356 π.Χ. οι Φωκείς καταπάτησαν περιοχή που ανήκε στο Ιερό. Η Αμφικτιονία τους τιμώρησε αυστηρά. Το 356 / 5 οι Φωκείς κατέλαβαν τους Δελφούς και τους οχύρωσαν. Έτσι ξεσπάει ο Γ’ Ιερός Πόλεμος με την Αμφικτιονία να πολεμάει εναντίον των Φωκέων. Τα γεγονότα δίνουν την ευκαιρία στο Βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Β’ να αυξήσει την επιρροή του. Με το τέλος του πολέμου οι Μακεδόνες παίρνουν τη θέση των Φωκέων.
Το 339 π.Χ. ξεσπάει ο Δ’ Ιερός Πόλεμος μετά από την καταπάτηση του Κρισαίου πεδίου από τους Λοκρούς. Ο πόλεμος θα τελειώσει με τη μάχη της Χαιρώνειας, το 338 π.Χ. με νίκη του Φίλιππου Β΄. Το 279 εισβάλλουν Γαλάτες, με αρχηγό το Βρένο. Η ισχυρή αντίσταση που πρόβαλαν οι Δελφοί και η πτώση των βράχων που σκότωσαν πολλούς Γαλάτες έβαλαν τέλος και σ’ αυτόν τον πόλεμο.
Το 168 / 167 οι Δελφοί περνούν στους Ρωμαίους. Το 86 π.Χ. ο Σύλλας, για να εξοικονομήσει χρήματα για την πολιορκία της Αθήνας, ζήτησε από τους Δελφούς να του δώσουν τα πολύτιμα αναθήματά του. Το 83 π.Χ. οι Θράκες Μαίδοι επιτίθενται στο ναό, τον πυρπολούν και τον λεηλατούν. Τότε, λένε, έσβησε το ιερό πυρ που έκαιγε για αιώνες.
Το 67 π.Χ. στις λεηλασίες προστίθεται κι αυτή του Νέρωνα, ο οποίος πήρε μέρος στα Πύθια, φεύγοντας όμως πήρε μαζί του 500 χάλκινα αγάλματα. Θα ακολουθήσει μια περίοδος παρακμής που θα ανακοπεί με τους αυτοκράτορες Τραϊανό (98 – 117 μ.Χ.) και Ανδριανό (117 – 138 μ.Χ.). Στα χρόνια του Ανδριανού ο Αθηναίος Ηρώδης Αττικός θα κατασκευάσει τα λίθινα εδώλια του σταδίου.
Ο Κωνσταντίνος (306-337 μ.Χ., για να κοσμήσει την Κωνσταντινούπολη, θα αφαιρέσει πολύτιμα αναθήματα, μεταξύ των οποίων και ο χάλκινος τρίποδας των Πλαταιών με τις χαραγμένες ονομασίες των Ελληνικών πόλεων που πήραν μέρος στη μάχη.
Ο Ιουλιανός (360 – 363 μ.Χ.) είναι αυτός που σύμφωνα με την παράδοση πήρε τον περιβόητο χρησμό που δήλωνε το τέλος της μακραίωνης πορείας του μαντείου:
«εἴπατε τῷ βασιλεῆι, χαμαὶ πέσε δαίδαλος αὐλά. Οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβαν, οὐ μάντιδα δάφνην, οὐ παγὰν λαλέουσαν, ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ»
(Πέστε του Βασιλιά, γκρεμίστηκαν οι πλουμιστές αυλές, εχάθη, δεν έχει ο Φοίβος πια καλύβι ουδέ προφητικά ‘χει δάφνη μήτε πηγή που να λαλεί· και το μιλητικό νερό βουβάθη. Μτφρ. Ν. Καζαντζάκης).
Το οριστικό τέλος του ναού θα έρθει με το Θεοδόσιο το 392 μ.Χ. ο οποίος απαγόρευσε την τέλεση της αρχαίας λατρείας και των αγώνων. Τον 5ο αιώνα μ.Χ. οι Δελφοί θα γίνουν έδρα επισκόπου. Η τείχιση του χωριού της Βυζαντινής εποχής του έδωσε και την ονομασία «Καστρί» που έφερε ως τα τέλη του 19ου αιώνα Το 1892 αρχίζουν οι ανασκαφές, απομακρύνεται το χωριό Καστρί, για να εμφανιστεί και πάλι ο ιερός χώρος των Δελφών.
Ο ΕΞΑΓΝΙΣΜΟΣ
Οι παραλλαγές του μύθου σχετικά με το πώς ο Απόλλωνας σκότωσε τον Πύθωνα είναι πολλές. Ο Πύθωνας είναι γιος της Γης, όπως άλλωστε τα περισσότερα τέρατα. Ως γιος της Γης έδινε χρησμούς ή ήταν φύλακας του ναού. Ο Απόλλωνας, για να εγκαταστήσει το μαντείο του στους Δελφούς, έπρεπε να σκοτώσει τον Πύθωνα. Σύμφωνα με τον Ομηρικό ύμνο στον Πύθιο Απόλλωνα, ο Απόλλωνας παιδεύτηκε πολύ μέχρι να καταλήξει στους Δελφούς για να κτίσει το μαντείο του. Ξεκίνησε, λοιπόν, από τον Όλυμπο κι αφού πέρασε από το Λέκτο και τα μέρη που κατοικούσαν οι Αινιάνες και οι Περραιβοί, φτάνει στην Ιωλκό.
Από εκεί περνάει στην Εύβοια, στο ακρωτήριο Κηναίο, σταματάει στον κάμπο του Λήλαντα κι από τον Εύριπο περνάει και πάλι στη Στερεά. Αφήνοντας πίσω του το βουνό Μεσσάπιο, περνάει από τη Μυκαλησσό, την Τευμησσό και φτάνει στη Θήβα. Ούτε η Θήβα τον ικανοποιεί και κατευθύνεται στην Ογχηστό, διαβαίνει τον Κηφισό ποταμό, περνάει την Ωκαλέη, την Αλίαρτο και φτάνει στα νερά της Τελφούσας πηγής, κάτω από το ομώνυμο βουνό. Η νύμφη Τελφούσα τον πείθει να κατευθυνθεί προς την Κρίσα.
Έτσι, αφήνοντας πίσω του τον Πανοπέα, την πολιτεία των άθεων Φλεγύων στην Κωπαΐδα, φτάνει στην Κρίσα. Στις πλαγιές του Παρνασσού θα βάλει τα θεμέλια του μαντείου. Ο Απόλλωνας συνειδητοποιεί ότι η νύμφη Τελφούσα τον είχε εξαπατήσει, αφού τον έστειλε σ’ ένα βραχότοπο που δεν κατοικούνταν, γι’ αυτό επιστρέφει στην πηγή, την παραχώνει με πέτρες και κτίζει δίπλα δικό του βωμό. Από τότε ονομάζεται Τελφούσιος. Στους Δελφούς τώρα, ο Απόλλωνας σκοτώνει με ένα βέλος του μια δράκαινα (ανώνυμη) που έτρωγε ανθρώπους και ζώα.
Καθώς ξεψυχάει ο Απόλλωνας της φωνάζει: Αυτού τώρα, πάνω στο χώμα και κάτω από την πύρα του ήλιου σάπιζε (πύθευ), για να μην κάνεις κακό στους ανθρώπους που θα ανεβαίνουν να μου προσφέρουν θυσίες και να μου γυρεύουν χρησμό.
Παράλληλα συνοδευόταν από πληρεξούσιο που συγκέντρωνε στο πρόσωπο του οικιστή του διάφορες λειτουργίες όπως του Βασιλιά, του θρησκευτικού αρχηγού, του στρατιωτικού ηγέτη και του νομοθέτη. Συνήθως ο τόπος στον οποίο έπρεπε να ιδρυθεί η αποικία, καθώς και η καταλληλότερη εποχή για το εγχείρημα αυτό, προσδιορίζονταν από το μαντείο. Το Δελφικό Ιερό σε όλη τη διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδου ήταν ενεργά και σταθερά αναμεμιγμένο στις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές, ιδιαίτερα μάλιστα σε εκείνες που αφορούσαν την κοινωνική οργάνωση. Η Σπάρτη διατηρούσε πολύ στενούς δεσμούς με το μαντείο.
Παρά τις αμφιβολίες που υφίστανται σήμερα σχετικά με το πρόσωπο του Λυκούργου και τις μεταρρυθμίσεις που του αποδίδονται, είναι βέβαιο πως ήδη από τα χρόνια του Τυρταίου, ο ρόλος των Δελφών σε αυτές τις βαθιές αλλαγές θεωρούνταν βέβαιος και σημαντικός. Στην Αθήνα πάλι ο Σόλων συνεργάστηκε με το μαντείο για μία τουλάχιστον από τις μεταρρυθμίσεις του. Προκειμένου να σπάσει το θρησκευτικό μονοπώλιο της αριστοκρατίας ίδρυσε το σώμα των Πυθόχρηστων. Αυτοί ήταν «Εξηγηταί» που δεν ανήκαν υποχρεωτικά στους ευπατρίδες και αποφαίνονταν για θέματα λατρείας.
Επιλέγονταν «από τον Απόλλωνα» με βάση έναν επιλεκτικό κατάλογο που δινόταν στην Πυθία. Κατά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, με ανάλογο τρόπο επιλέχτηκαν από την Πυθία μεταξύ εκατό αρχηγετών οι δέκα επώνυμοι,ένας για την κάθε φυλή. Το μαντείο, επίσης, συνέχιζε να παρακολουθεί τις αποικίες και μετά την ίδρυσή τους. Σε περιπτώσεις μάλιστα κοινωνικής κρίσης πρότεινε κάποιον ως κριτή, με σκοπό να μεσολαβήσει για την αποκατάσταση της τάξης. Τέτοια ήταν, για παράδειγμα, η περίπτωση του Δημώνακτος από τη Μαντίνεια, που στάλθηκε ως καταρτιστήρ (μεσολαβών κριτής) στην Κυρήνη.
Όταν όμως η τυραννίδα είχε επιτελέσει το ρόλο της και δεν ανταποκρινόταν πια στις αυξανόμενες απαιτήσεις των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων, οι Δελφοί δε δίστασαν να πάρουν σαφή θέση εναντίον της. Ενδεικτική είναι η στάση του μαντείου στην ύστερη τυραννίδα των Πεισιστρατιδών: υποστηρίζει τους Αλκμαιωνίδες -το κατεξοχήν αντίπαλο γένος τους- παρακινεί αδιάλειπτα τους Σπαρτιάτες να καταλύσουν την Αθηναϊκή τυραννίδα και συνδράμει τον Κλεισθένη και το ομαλό πέρασμα από την τυραννίδα στη δημοκρατία.
Από τον 8ο ως τον 6ο αιώνα π.X. το μαντείο των Δελφών βρίσκεται στην ακμή της ισχύος και της επιρροής του. Όσο συχνότερα απευθύνονται σε αυτό για συμβουλές ή πληροφορίες τόσο αυξάνονται οι ειδικές γνώσεις του σε ζητήματα γεωγραφίας, πολιτικών ισορροπιών και κοινωνικών εντάσεων. Οι επιτυχείς αποικισμοί διευρύνουν την επιρροή και τη φήμη του και ενισχύουν την ηγετική του θέση ως πανελλήνιου ιερού. Εξάλλου, τόσο οι αποικίες όσο και οι τύραννοι διάφορων πόλεων πλουτίζουν το ιερό μέσω αφιερωμάτων και ιερών πρεσβειών. Αν και συντηρητικό σε θρησκευτικά και λατρευτικά ζητήματα, το μαντείο υποστηρίζει σχεδόν πάντα τις αλλαγές που επιβάλλουν οι κοινωνικές ανάγκες.
Η Θεία αυθεντία του Απόλλωνα συνδέεται με τη νομοθεσία πόλεων και οι Δελφοί αναλαμβάνουν ρόλο εγγυητή της κοινωνικής γαλήνης. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν είναι υπερβολική η άποψη ότι αποτελούσαν τον «Ομφαλό» της Αρχαϊκής κοινωνίας και έδρασαν αποφασιστικά για την επίλυση πολλών από τις κρίσεις που τη συγκλόνισαν. Στα πρώτα χρόνια του μαντείου, η Πυθία ήταν κοπέλα νέα και παρθένος, αλλά αργότερα το μαντείο νομοθέτησε, ότι έπρεπε να είναι άνω των πενήντα ετών και άμεμπτος. Στα χρόνια της ακμής του μαντείου, υπήρχαν τρεις Πυθίες.
Στην αρχή, οι απαντήσεις δίνονταν μια φορά τον χρόνο, την έβδομη μέρα του μηνός Βίτσιου (τέλη Φεβρουαρίου και αρχές Μαρτίου), επέτειος της γεννήσεως του Απόλλωνος, αλλά αργότερα στην ακμή του μαντείου, οι απαντήσεις δίνονταν την έβδομη μέρα κάθε μηνός, με εξαίρεση τους τρεις χειμερινούς μήνες, κατά τους οποίους ο Απόλλων πήγαινε στην χώρα των Υπερβορείων. Κατά την διάρκεια της απουσίας του Απόλλωνος, είχε κανονισθεί να εορτάζετε ο θεός Διόνυσος, με γλέντια στο όρος του Παρνασσού και στον ναό. Για να δώσει η Πυθία απάντηση, μία ακριβής ιεροτελεστία ακολουθείτο.
Πρώτον, οι θεόπροποι (η Πυθία και οι ιερείς) καθαρίζονταν στην Κασταλία πηγή, πλήρωναν μια αμοιβή (τον πέλανο) και κατόπιν θυσίαζαν ένα ζώο, στον ναό του Απόλλωνος. Το ζώο έπρεπε να ήταν μικρό και υγιές και πριν την θυσία έριχναν κρύο νερό επάνω του, και αν το ζώο άρχιζε να τρέμει, αυτό ήταν σημάδι ότι ο θεός ήταν παρών και θα έδινε απάντηση. Η Πυθία τότε προχωρούσε στο κάψιμο ανθών δάφνης και βρώμης, εκεί που υπήρχε η αιώνια φλόγα και μετά κατέβαινε στα υπόγεια άδυτα (Άνδρο), κάτω από το κέντρο του ναού.
Οι ιερείς και οι επισκέπτες έμεναν στο επάνω μέρος, σε ένα δωμάτιο, από όπου ο επισκέπτης έκανε την ερώτηση, με δυνατή φωνή. Η Πυθία αφού έπινε νερό από την πηγή της Κασσοτίδος, μασούσε φύλλα δάφνης και καθισμένη επάνω στο ιερό τρίποδο, το οποίο ήταν πλησίον του ομφαλού, εισέπνεε από την σχισμή. Όταν έπεφτε σε νάρκη, άρχιζε να μιλάει και οι ιερείς έγραφαν και εξηγούσαν τα λεγόμενα της. Οι απαντήσεις που έδινε το μαντείο ήταν ή κρυπτικές ή διφορούμενες. Ήταν τα σημάδια του θεού.
Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΜΑΝΤΕΙΟΥ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ
»Δέλφις» σημαίνει στ’ αρχαία Ελληνικά Δελφίνι, και γι’ αυτό οι Δελφοί ονομάστηκαν έτσι. Προς τιμή του δελφινιού, και αυτό γιατί αυτή τη μορφή πήρε ο Απόλλωνας κατά το ταξίδι της επιστροφής του, οδηγώντας το καράβι με τους Κρήτες ναυτικούς με σκοπό να μείνουν στους Δελφούς για να χτίσουν το ιερό του και να γίνουν οι ιερείς του.
Με την επιστροφή του ο Απόλλωνας στέφτηκε επισήμως προστάτης και άρχοντας των Δελφών. Στο σημείο που έγινε η σφαγή του Πύθωνα, τοποθετήθηκε ο ομφαλός βράχος. Ο ομφαλός σημαίνει «κέντρο της γής» και εκεί ήταν το Ιερό Μαντείο των Δελφών. Το πώς και από ποιον δημιουργήθηκε αρχικά το Μαντείο δεν είναι εύκολο να βρεθεί, αφού πολλοί μελετητές θεωρούν ότι η δράση του ανάγεται στην προκατακλυσμιαία εποχή, γεγονός που ενισχύεται και από τις διάφορες θεότητες που το προστάτευαν στο διάβα της ιστορίας: η Γη, στη συνέχεια η Θέμιδα, έπειτα ο Απόλλωνας και ο Διόνυσος.
Καθώς η ιστορία άπλωνε περίτεχνα το πέπλο της πάνω από το Μαντείο των Δελφών, δημιουργήθηκαν διάφοροι μύθοι που εξιστορούσαν τις απαρχές του. Επομένως, είναι ιδιαίτερα δύσκολο έως και ακατόρθωτο για τον ιστορικό ερευνητή να διαπιστώσει αν υπάρχουν ψήγματα αλήθειας σε αυτές τις διηγήσεις, καθώς και να τις αποκωδικοποιήσει. Ένας από τους πιο γνωστούς μύθους δημιουργίας του Μαντείου, ο οποίος διασώθηκε από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη μιλάει για έναν βοσκό, ο οποίος καθώς έβοσκε το κοπάδι του στην περιοχή διαπίστωσε ότι από ένα άνοιγμα, δίπλα στις Φαιδριάδες πέτρες, έβγαιναν διάφορες αναθυμιάσεις.
Παρατήρησε μάλιστα ότι τα ζώα που πλησίαζαν στο άνοιγμα αποκτούσαν μια πολύ περίεργη συμπεριφορά. Πλησιάζοντας, λοιπόν, και ο ίδιος στο χάσμα για να δει τι συμβαίνει άρχισε να λέει διάφορα ακατάληπτα πράγματα πέφτοντας σε έκσταση, λόγια τα οποία εκ των υστέρων διαπιστώθηκε ότι προέλεγαν τα μελλούμενα. Από τότε εγκαταστάθηκε στο σημείο εκείνο μια Ιέρεια, η Πυθία και άρχισε να λειτουργεί το Μαντείο. Ένας άλλος μύθος θέλει τον ήρωα Παρνασσό, το όνομά του οποίου δόθηκε στο ομώνυμο βουνό, ν’ ανακαλύπτει σ’ εκείνη την περιοχή την οιωνοσκοπία, μαντεύοντας από τον τρόπο που πετούσαν τα πουλιά της περιοχής.
Στην Ομηρική Οδύσσεια, στην Ραψωδία Θ’ γίνεται αναφορά στο Μαντείο των Δελφών, χωρίς όμως να δίνονται επιπλέον πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο και τον χρόνο ίδρυσής του. Επιπλέον πληροφορίες παίρνουμε από άλλα τρία κείμενα: τον Ομηρικό Ύμνο στον Απόλλωνα και τις τραγωδίες Ευμενίδες του Αισχύλου και Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη. Σύμφωνα με τον Ομηρικό Ύμνο εις Απόλλωνα Πύθιον, ο Απόλλων έχτισε τον πρώτο του ναό στους Δελφούς, αφού σκότωσε πρώτα τον δράκοντα με μορφή φιδιού Πύθωνα, από το όνομα του οποίου φαίνεται να προήρθαν μετέπειτα και τα ονόματα Πυθώ, Πυθία, Πύθιος κλπ.
Θέλοντας ο θεός να εξαγνίσει τον χώρο από τη παρουσία του θηρίου έφερε εκεί το ιερό του δέντρο, τη δάφνη, με την οποία έχτισε μάλιστα και τον πρώτο του ναό. Στο μέρος αυτό χρησμοδοτούσε ο Απόλλων διά στόματος της Πυθίας, η οποία καθόταν πάνω σ’ ένα γήινο χάσμα από το οποίο έβγαιναν αναθυμιάσεις. Μάλιστα σύμφωνα με τον ύμνο, οι πρώτοι ιερείς του ναού ήταν Κρήτες, τους οποίους έσωσε ο ίδιος ο Θεός με τη μορφή δελφινιού μεταφέροντάς τους στην πλάτη του σ’ εκείνη την περιοχή.
Σε ερώτησή τους προς το Θεό πως θα καταφέρουν να επιβιώσουν σε αυτό τον τόπο, εκείνοι που ήταν συνηθισμένοι να ζουν κοντά στη θάλασσα, ο θεός τους απάντησε ότι θα ζήσουν από τις προσφορές των πιστών. Έτσι, λοιπόν, φαίνεται ότι οι Κρήτες έφεραν στον τόπο τη λατρεία του Απόλλωνα Δελφίνιου και μάλλον από αυτούς ονομάστηκε το μέρος Δελφοί. Ο μύθος αυτός επιβίωσε σε διάφορες εορταστικές αναπαραστάσεις που λάμβαναν χώρα στους Δελφούς με αποκορύφωμα τα Πύθια, τα οποία περιελάμβαναν μουσικούς διαγωνισμούς κι αθλητικούς αγώνες και τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια.
Στην τραγωδία Ευμενίδες ο Αισχύλος μας παρουσιάζει μια διαφορετική εκδοχή. Η πρώτη προφήτισσα στους Δελφούς ήταν η θεά Γη την οποία διαδέχθηκε η κόρη της Θέμις. Στη συνέχεια ήρθε η Τιτάνιδα Φοίβη, κόρη επίσης της Γης και έπειτα ήρθε ο Απόλλων, ο οποίος προφανώς και ονομάστηκε Φοίβος από τη Φοίβη. Στο μύθο του Αισχύλου, ο Απόλλων φαίνεται να ήρθε από τη Δήλο και να εγκαταστάθηκε στον τόπο χωρίς να χρειαστεί να φονεύσει τον Πύθωνα.
Διαπιστώνουμε μέσα από αυτά τα χαρακτηριστικά παραδείγματα ότι υπήρχαν διάφοροι μύθοι σχετικά με το από ποιον και κάτω από ποιες συνθήκες ξεκίνησε να λειτουργεί το Δελφικό Μαντείο, το όποιο με τον καιρό εξελίχθηκε σε θρησκευτικό κέντρο της αρχαίας Ελλάδας. Η επιλογή της τοποθεσίας, σύμφωνα με το μύθο, έγινε ως εξής: Ο Δίας, θέλοντας να βρει το κέντρο του κόσμου, άφησε να πετάξουν δύο αετοί, τον πρώτο με κατεύθυνση προς την ανατολή και το δεύτερο προς τη Δύση. Οι δυο αετοί συναντήθηκαν πάνω από τους Δελφούς που θεωρήθηκε ως το κέντρο του κόσμου, ο ομφαλός της γης. Γεωγραφικά οι Δελφοί βρίσκονται στην καρδιά της κεντρικής Ελλάδας.
Η κοιλάδα του μικρού ποταμού Πλειστού αποτελεί το φυσικό πέρασμα από την ανατολική στη δυτική Ελλάδα. Παράλληλα, «η άρθρωσή της μέσα από τους αυχένες του Ζεμενού Αράχοβας και κείνου της Γραβιάς στη μεγάλη αρτηρία του Κηφισού, που ενώνει τη βόρεια με τη νότια Ελλάδα, τη μετατρέπει ουσιαστικά σ’ ένα σταυροδρόμι, που χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια στρατιωτικών επιχειρήσεων, τόσο στα αρχαία όσο και στα νεότερα χρόνια.
Πρόσφατες τοπογραφικές μελέτες έδειξαν ότι ο δρόμος που ξεκινούσε από το λιμάνι της κοιλάδας του Πλειστού, την Κίρρα, και περνούσε μέσω Άμφισσας από τη Γραβιά και την περιοχή της Οίτης, ένωνε από τα Μυκηναϊκά χρόνια (1500 – 1100 π.Χ.) τον Κρισαίο με τον Μαλιακό κόλπο και τη Θεσσαλία.»
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ
Σύμφωνα με την αρχαιολογική έρευνα οι γύρω περιοχές, όπως το Κωρύκειο άντρο, μεγάλη σπηλιά στον Παρνασσό, κατοικήθηκαν από τη Νεολιθική εποχή, το 4.000 π.Χ.. Παλαιότερη ακόμη εγκατάσταση μαρτυρείται στην Κίρρα, σημερινή Ιτέα. Οι Δελφοί κατοικήθηκαν στη Μυκηναϊκή περίοδο, γύρω στο 1400 π.Χ.. στο χώρο μεταξύ του ναού του Απόλλωνα, της λέσχης των Κνιδίων, ανατολικά της Κασταλίας πηγής και στο ιερό της Αθηνάς Προναίας, όπου βρέθηκαν πήλινα ειδώλια όρθιων γυναικείων μορφών, τα οποία φανερώνουν κάποια λατρεία σε θεότητα που ταυτίζεται με τη θεά Γη.
Από τον 11ο αιώνα π.Χ. (γεωμετρικά χρόνια) εμφανίζονται αντρικά χάλκινα αναθήματα, μαρτυρώντας την αντικατάσταση της λατρείας της θεάς Γης από τον Απόλλωνα. Στον 8ο και 7ο αιώνα ο χώρος που καταλαμβάνει το ιερό αυξάνεται. Οι δύο διαδοχικοί περίβολοι εκτοπίζουν τον οικισμό στα ανατολικά και δυτικά του τεμένους. Στα αναθήματα προστίθενται χάλκινοι τρίποδες, οι οποίοι είναι στολισμένοι με κεφάλια μυθικών ζώων, των γρυπών.
Γύρω στο 590 π.Χ. γίνεται ο Α’ Ιερός Πόλεμος. Η γειτονική Κρίσα (σημερινό Χρισό) (ή Κίρρα ;) προσπαθεί να επέμβει στις υποθέσεις του ναού. Αντιμετωπίζεται με επιτυχία από την Αμφικτυονία. Η Κρίσα καταστρέφεται, οι κάτοικοί της εξοντώνονται, και η περιοχή της, το Κρισαίον πεδίον (ελαιώνας του Χρισού και της Άμφισσας) αφιερώνεται στο ναό. Από τον «Κατά Κτησιφώντος» λόγο του Αισχίνη μαθαίνουμε ότι οι Αμφικτύονες ζήτησαν χρησμό από το μαντείο. Και το μαντείο απάντησε ότι πρέπει να καταλάβουν την περιοχή να διώξουν τους κατοίκους και να την αφιερώσουν στο μαντείο:
«Καὶ αὐτοῖς ἀναιρεῖ ἡ Πυθία, πολεμεῖν Κιρραίοις καὶ Κραγαλίδαις πάντ’ ἤματα καὶ πάσας νύκτας, καὶ, τὴν χώραν αὐτῶν ἐκπορθήσαντας, καὶ αὐτοὺς ἀνδραποδισαμένους, ἀναθεῖναι τῷ Ἀπόλλωνι τῷ Πυθίῳ καὶ τῇ Ἀρτέμιδι, καὶ τῇ Λητοῖ, καὶ Ἀθηνᾷ Προναίᾳ, ἐπὶ πάσῃ ἀεργίᾳ, καὶ ταύτην τὴν χώραν μήτ’ αὐτοὺς ἐργάζεσθαι, μήτ’ ἄλλον ἐᾶν. Λαβόντες δὲ τὸν χρησμὸν οἱ Ἀμφικτύονες ἐψηφίσαντο, Σόλωνος εἰπόντος Ἀθηναίου τὴν γνώμην, ἀνδρὸς καὶ νομοθετῆσαι δυνατοῦ, καὶ περὶ ποίησιν καὶ φιλοσοφίαν διατετριφότος, ἐπιστρατεύειν ἐπὶ τοὺς ἐναγεῖς κατὰ τὴν μαντείαν τοῦ θεοῦ·
Καὶ συναθροίσαντες δύναμιν πολλὴν τῶν Ἀμφικτυόνων, ἐξηνδραποδίσαντο τοὺς ἀνθρώπους, καὶ τὸν λιμένα καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν κατέσκαψαν, καὶ τὴν χώραν καθιέρωσαν κατὰ τὴν μαντείαν, καὶ, ἐπὶ τούτοις, ὅρκον ὤμοσαν ἰσχυρόν, μήτε αὐτοὶ τὴν ἱερὰν γῆν ἐργάσεσθαι, μήτε ἄλλῳ ἐπιτρέψειν, ἀλλὰ βοηθήσειν τῷ θεῷ καὶ τῇ γῇ τῇ ἱερᾷ, καὶ χειρὶ, καὶ ποδὶ, καὶ φωνῇ καὶ πάσῃ δυνάμει.»
Το 356 π.Χ. οι Φωκείς καταπάτησαν περιοχή που ανήκε στο Ιερό. Η Αμφικτιονία τους τιμώρησε αυστηρά. Το 356 / 5 οι Φωκείς κατέλαβαν τους Δελφούς και τους οχύρωσαν. Έτσι ξεσπάει ο Γ’ Ιερός Πόλεμος με την Αμφικτιονία να πολεμάει εναντίον των Φωκέων. Τα γεγονότα δίνουν την ευκαιρία στο Βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Β’ να αυξήσει την επιρροή του. Με το τέλος του πολέμου οι Μακεδόνες παίρνουν τη θέση των Φωκέων.
Το 339 π.Χ. ξεσπάει ο Δ’ Ιερός Πόλεμος μετά από την καταπάτηση του Κρισαίου πεδίου από τους Λοκρούς. Ο πόλεμος θα τελειώσει με τη μάχη της Χαιρώνειας, το 338 π.Χ. με νίκη του Φίλιππου Β΄. Το 279 εισβάλλουν Γαλάτες, με αρχηγό το Βρένο. Η ισχυρή αντίσταση που πρόβαλαν οι Δελφοί και η πτώση των βράχων που σκότωσαν πολλούς Γαλάτες έβαλαν τέλος και σ’ αυτόν τον πόλεμο.
Το 168 / 167 οι Δελφοί περνούν στους Ρωμαίους. Το 86 π.Χ. ο Σύλλας, για να εξοικονομήσει χρήματα για την πολιορκία της Αθήνας, ζήτησε από τους Δελφούς να του δώσουν τα πολύτιμα αναθήματά του. Το 83 π.Χ. οι Θράκες Μαίδοι επιτίθενται στο ναό, τον πυρπολούν και τον λεηλατούν. Τότε, λένε, έσβησε το ιερό πυρ που έκαιγε για αιώνες.
Το 67 π.Χ. στις λεηλασίες προστίθεται κι αυτή του Νέρωνα, ο οποίος πήρε μέρος στα Πύθια, φεύγοντας όμως πήρε μαζί του 500 χάλκινα αγάλματα. Θα ακολουθήσει μια περίοδος παρακμής που θα ανακοπεί με τους αυτοκράτορες Τραϊανό (98 – 117 μ.Χ.) και Ανδριανό (117 – 138 μ.Χ.). Στα χρόνια του Ανδριανού ο Αθηναίος Ηρώδης Αττικός θα κατασκευάσει τα λίθινα εδώλια του σταδίου.
Ο Κωνσταντίνος (306-337 μ.Χ., για να κοσμήσει την Κωνσταντινούπολη, θα αφαιρέσει πολύτιμα αναθήματα, μεταξύ των οποίων και ο χάλκινος τρίποδας των Πλαταιών με τις χαραγμένες ονομασίες των Ελληνικών πόλεων που πήραν μέρος στη μάχη.
Ο Ιουλιανός (360 – 363 μ.Χ.) είναι αυτός που σύμφωνα με την παράδοση πήρε τον περιβόητο χρησμό που δήλωνε το τέλος της μακραίωνης πορείας του μαντείου:
«εἴπατε τῷ βασιλεῆι, χαμαὶ πέσε δαίδαλος αὐλά. Οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβαν, οὐ μάντιδα δάφνην, οὐ παγὰν λαλέουσαν, ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ»
(Πέστε του Βασιλιά, γκρεμίστηκαν οι πλουμιστές αυλές, εχάθη, δεν έχει ο Φοίβος πια καλύβι ουδέ προφητικά ‘χει δάφνη μήτε πηγή που να λαλεί· και το μιλητικό νερό βουβάθη. Μτφρ. Ν. Καζαντζάκης).
Το οριστικό τέλος του ναού θα έρθει με το Θεοδόσιο το 392 μ.Χ. ο οποίος απαγόρευσε την τέλεση της αρχαίας λατρείας και των αγώνων. Τον 5ο αιώνα μ.Χ. οι Δελφοί θα γίνουν έδρα επισκόπου. Η τείχιση του χωριού της Βυζαντινής εποχής του έδωσε και την ονομασία «Καστρί» που έφερε ως τα τέλη του 19ου αιώνα Το 1892 αρχίζουν οι ανασκαφές, απομακρύνεται το χωριό Καστρί, για να εμφανιστεί και πάλι ο ιερός χώρος των Δελφών.
Ο ΕΞΑΓΝΙΣΜΟΣ
Οι παραλλαγές του μύθου σχετικά με το πώς ο Απόλλωνας σκότωσε τον Πύθωνα είναι πολλές. Ο Πύθωνας είναι γιος της Γης, όπως άλλωστε τα περισσότερα τέρατα. Ως γιος της Γης έδινε χρησμούς ή ήταν φύλακας του ναού. Ο Απόλλωνας, για να εγκαταστήσει το μαντείο του στους Δελφούς, έπρεπε να σκοτώσει τον Πύθωνα. Σύμφωνα με τον Ομηρικό ύμνο στον Πύθιο Απόλλωνα, ο Απόλλωνας παιδεύτηκε πολύ μέχρι να καταλήξει στους Δελφούς για να κτίσει το μαντείο του. Ξεκίνησε, λοιπόν, από τον Όλυμπο κι αφού πέρασε από το Λέκτο και τα μέρη που κατοικούσαν οι Αινιάνες και οι Περραιβοί, φτάνει στην Ιωλκό.
Από εκεί περνάει στην Εύβοια, στο ακρωτήριο Κηναίο, σταματάει στον κάμπο του Λήλαντα κι από τον Εύριπο περνάει και πάλι στη Στερεά. Αφήνοντας πίσω του το βουνό Μεσσάπιο, περνάει από τη Μυκαλησσό, την Τευμησσό και φτάνει στη Θήβα. Ούτε η Θήβα τον ικανοποιεί και κατευθύνεται στην Ογχηστό, διαβαίνει τον Κηφισό ποταμό, περνάει την Ωκαλέη, την Αλίαρτο και φτάνει στα νερά της Τελφούσας πηγής, κάτω από το ομώνυμο βουνό. Η νύμφη Τελφούσα τον πείθει να κατευθυνθεί προς την Κρίσα.
Έτσι, αφήνοντας πίσω του τον Πανοπέα, την πολιτεία των άθεων Φλεγύων στην Κωπαΐδα, φτάνει στην Κρίσα. Στις πλαγιές του Παρνασσού θα βάλει τα θεμέλια του μαντείου. Ο Απόλλωνας συνειδητοποιεί ότι η νύμφη Τελφούσα τον είχε εξαπατήσει, αφού τον έστειλε σ’ ένα βραχότοπο που δεν κατοικούνταν, γι’ αυτό επιστρέφει στην πηγή, την παραχώνει με πέτρες και κτίζει δίπλα δικό του βωμό. Από τότε ονομάζεται Τελφούσιος. Στους Δελφούς τώρα, ο Απόλλωνας σκοτώνει με ένα βέλος του μια δράκαινα (ανώνυμη) που έτρωγε ανθρώπους και ζώα.
Καθώς ξεψυχάει ο Απόλλωνας της φωνάζει: Αυτού τώρα, πάνω στο χώμα και κάτω από την πύρα του ήλιου σάπιζε (πύθευ), για να μην κάνεις κακό στους ανθρώπους που θα ανεβαίνουν να μου προσφέρουν θυσίες και να μου γυρεύουν χρησμό.
Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΜΟΔΟΣΙΑΣ Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν διάφορα είδη μαντικής τα οποία χρησιμοποιούνταν και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή, όπως η οιωνοσκοπία, η σπλαγχνοσκοπία, η ονειρομαντεία, η κληρομαντεία, η αστρολογία κλπ. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν μοιρολάτρες. Αντιθέτως μελετούσαν τη φύση και προσπαθούσαν να διαβάσουν τα μηνύματά της ώστε να κατανοήσουν καλύτερα τις δομές του παρόντος και να μπορέσουν να πορευτούν σωστά και στο μέλλον. Δεν θα πρέπει επομένως να τους κρίνουμε με βάση τον σημερινό τρόπο σκέψης, μιας και ζούμε σε πολύ διαφορετικούς καιρούς.
Η μαντική χωρίζεται σε δύο είδη: την «έντεχνο μαντική» και την «ένθεο μαντική». Με τον όρο «έντεχνο μαντική» εννοεί κάθε μορφή μαντικής, η οποία γίνεται μέσω «προφητών», οι οποίοι προλέγουν το μέλλον διαβάζοντας διάφορα φυσικά σημάδια. Η μορφή αυτή δεν είναι όμως αξιόπιστη μιας και το αποτέλεσμα εξαρτάται άμεσα από την ευσυνειδησία αλλά και την ερμηνευτική ικανότητα των λειτουργών του. Ενώ, η «ένθεος μαντική» αναφέρεται στις προφητείες που δίνονταν στους πιστούς από τον ίδιο τον θεό μέσω των αντιπροσώπων του.
Τέτοια είναι κι η περίπτωση του Δελφικού Μαντείου, όπου η Πυθία χρησμοδοτούσε δια στόματος του Θεού. Αυτό είναι και το είδος της μαντικής τέχνης που εξυψώνει τον άνθρωπο, γι’ αυτό και δεν θα πρέπει να υποβιβάζεται στο επίπεδο της «εντέχνου μαντικής». Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι το μόνο είδος μαντικής που έχει επιβιώσει και χρησιμοποιείται μαζικά από εκατομμύρια ανθρώπους είναι η«έντεχνος μαντική», ενώ η «ένθεος μαντική»χάθηκε μαζί με την καταστροφή των μαντείων.
Όπως ήταν φυσικό, οι πιστοί είχαν σε πολύ υψηλή εκτίμηση τους χρησμούς που έδινε το Μαντείο καθώς θεωρούσαν ότι τους μιλάει ο ίδιος ο Απόλλων. Η Πυθία και οι ιερείς του Μαντείου ήταν απλά τα φερέφωνα του Θείου λόγου. Η πρόσβαση στο Μαντείο ήταν ελεύθερη σε κάθε πιστό που ήθελε να συμβουλευτεί τον θεό, όχι όμως και σε οποιοδήποτε ήθελε να παρίσταται στην τελετή από περιέργεια. Η είσοδος στο ιερό απαγορευόταν μόνο στις γυναίκες. Μπορούσαν όμως να στείλουν κάποιον αντιπρόσωπο για να θέσει στην Πυθία αντί γι’ αυτές τα ερωτήματά τους.
Από τον 6ο αιώνα π.Χ. όμως που οι πιστοί άρχισαν να πληθαίνουν, το Μαντείο άρχισε να χρησμοδοτεί στις 7 κάθε μήνα, πλην των «αποφράδων ημερών», όπου δεν μπορούσε να δώσει χρησμό η Πυθία και τους τρεις χειμερινούς μήνες, τότε που ο Απόλλωνας ταξίδευε στους Υπερβορείους και την εξουσία του ιερού χώρου αναλάμβανε ο αδερφός του Διόνυσος. Η διαδικασία που θα έπρεπε ν’ ακολουθήσουν όλοι όσοι ζητούσαν χρησμό ήταν η εξής: κατ’ αρχήν πριν μπουν στο άδυτο, έπρεπε να πληρώσουν στους ιερείς τον «πέλανο», ένα είδος γλυκού, και να φέρουν κάποια ζώα για τις θυσίες που γίνονταν πριν τη χρησμοδοσία.
Επίσης, έπρεπε να γνωστοποιήσουν στους ιερείς εκ των προτέρων τα ερωτήματά τους. Στη συνέχεια καθοριζόταν με κλήρωση η σειρά με την οποία θα έμπαιναν στο ιερό για να πάρουν τον χρησμό τους. Σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, κάποιοι πιστοί απολάμβαναν για τιμητικούς λόγους το δικαίωμα της «προμαντείας», έπαιρναν δηλαδή χρησμό πριν από τους υπόλοιπους. Σημαντικό ρόλο στην όλη διαδικασία έπαιζε ο εξαγνισμός στην Κασταλία πηγή, που αφορούσε τόσο την Πυθία όσο και τους ιερείς και αυτούς που ζητούσαν χρησμό.
Αφού, λοιπόν, εξαγνίζονταν έμπαιναν μέσα στο άδυτο κι οδηγούνταν σε μία ειδική θέση μπροστά στη Πυθία, χωρίς όμως να μπορούν να τη δουν. Τους χώριζε ένα παραπέτασμα. Η Πυθία μασώντας φύλλα δάφνης και πίνοντας νερό από την Κασσωτίδα πηγή άκουγε τα ερωτήματά και χρησμοδοτούσε. Οι χρησμοί ήταν συνήθως έμμετροι, σε δακτυλικό εξάμετρο αν και καθοριστικό ρόλο για το ποιο ακριβώς θα ήταν το μέτρο του χρησμού έπαιζε πάντα το είδος του, σε ποιον δινόταν αλλά και ο βαθμός του προβλήματος.
Κάποιες φορές η Πυθία κατέφευγε και σε κληρομαντεία, ειδικά όταν τα ερωτήματα αφορούσαν διαζευκτικές ερωτήσεις κι όταν δεν υπήρχε πολύς χρόνος για χάσιμο. Επειδή ο λόγος της Πυθίας ήταν συνήθως δυσκολονόητος και γεμάτος γρίφους, οι ιερείς του ναού καλούνταν ν’ αποκωδικοποιήσουν και να μεταφέρουν το μήνυμα του θεού στους χρηστηριαζόμενους. Υπήρχαν όμως, κάποιες μέρες που η Πυθία δεν μπορούσε να χρησμοδοτήσει.
Οι ιερείς του Μαντείου για να διαπιστώσουν αν ο θεός επιθυμούσε να απαντήσει μέσω της Πυθίας στις ερωτήσεις των πιστών κατέβρεχαν με κρύο νερό μια κατσίκα. Αν το ζωντανό έτρεμε, τότε εκείνη τη μέρα μπορούσε να χρησμοδοτήσει η Πυθία. Αν δεν έτρεμε, τότε όλοι οι πιστοί καλούνταν να έρθουν μια άλλη μέρα. Ο Πλούταρχος, ο οποίος υπήρξε κι ο ίδιος ιερέας του Δελφικού Μαντείου, κάνει λόγο για μια περίπτωση όπου ενώ η κατσίκα δεν άρχισε να τρέμει, οι ιερείς της έριξαν παγωμένο νερό ώστε να εκβιάσουν τη διαδικασία.
Η Πυθία άρχισε να χρησμοδοτεί εκείνη τη μέρα παρά τη θέληση τη δική της αλλά και του Θεού. Από το στόμα της όμως άρχισαν να βγαίνουν κάποιες άναρθρες κραυγές λες και είχε καταληφθεί από δαίμονα και ουρλιάζοντας πετάχτηκε έξω από το ιερό, τρομάζοντας όλους όσοι παρευρίσκονταν μέσα σ’ αυτό. Σε λίγες μέρες η Πυθία πέθανε.
ΠΥΘΙΑ Η ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ
Η Πυθία για να αποσαφηνίσουμε μια συχνή παρανόηση δεν ήταν ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά τίτλος που δινόταν στις προφήτισσες του Απόλλωνα που επιλέγονταν για να αφιερώσουν τη ζωή τους στην υπηρεσία του. Αρχικά, οι πρώτες Πυθίες ήταν νεαρές, παρθένες κοπέλες. Μετά από ένα συμβάν όμως όπου ένας άνδρας που είχε έρθει να ζητήσει χρησμό, ερωτεύτηκε μια Πυθία και την έκλεψε, οι Πυθίες ήταν γυναίκες προχωρημένης ηλικίας, γύρω στα 50, συνήθως παντρεμένες με παιδιά.
Από τη στιγμή όμως που μια γυναίκα με οικογένεια καλούνταν να υπηρετήσει τον Απόλλωνα, εγκατέλειπε το σπίτι και την οικογένειά της κι έμενε σ’ ένα συγκεκριμένο οίκημα εντός του ναού για να διατηρείται αμόλυντη. Φορούσε άσπρα ρούχα και ζούσε με βάσει τους κανονισμούς που της είχαν θέσει εξ αρχής οι ιερείς. Δεν χρειαζόταν να έχει κάποια συγκεκριμένη μόρφωση, ούτε και κάποιες ικανότητες ενόρασης ή διορατικότητας. Στην αρχή ήταν μία η Πυθία.
Όσο όμως τα χρόνια περνούσαν κι η φήμη του Μαντείου μεγάλωνε οι Πυθίες ήταν συνήθως τρεις. Το ποιες ακριβώς ήταν αυτές οι γυναίκες, με ποια κριτήρια επιλέγονταν αλλά και πως ακριβώς έρχονταν σε επαφή με το Θείο και χρησμοδοτούσαν, είναι ερωτήσεις που δύσκολα μπορούν να βρουν απάντηση. Παρ’ όλο που έχουν σωθεί πολλές μαρτυρίες ανθρώπων που είτε διετέλεσαν ιερείς του ναού, είτε έφτασαν στους Δελφούς για να ζητήσουν τη συμβολή του Θεού, η αρχαιολογική σκαπάνη δεν έχει φέρει μέχρι στιγμής στο φως κάποια ευρήματα που θα μπορούσαν να διαλευκάνουν το μυστήριο της χρησμοδοσίας.
Μάλιστα, η έρευνα των αρχαιολόγων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι σ’ αυτή την περιοχή δεν υπήρχε κάποιο χάσμα γης απ’ το οποίο να εκλύονταν αναθυμιάσεις. Όπως καταλαβαίνουμε, το κουβάρι περιπλέκεται ακόμα περισσότερο γεννώντας νέα ερωτήματα.
ΟΙ ΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΙΕΡΕΙΕΣ ΤΟΥ ΜΑΝΤΕΙΟΥΗ μαντική χωρίζεται σε δύο είδη: την «έντεχνο μαντική» και την «ένθεο μαντική». Με τον όρο «έντεχνο μαντική» εννοεί κάθε μορφή μαντικής, η οποία γίνεται μέσω «προφητών», οι οποίοι προλέγουν το μέλλον διαβάζοντας διάφορα φυσικά σημάδια. Η μορφή αυτή δεν είναι όμως αξιόπιστη μιας και το αποτέλεσμα εξαρτάται άμεσα από την ευσυνειδησία αλλά και την ερμηνευτική ικανότητα των λειτουργών του. Ενώ, η «ένθεος μαντική» αναφέρεται στις προφητείες που δίνονταν στους πιστούς από τον ίδιο τον θεό μέσω των αντιπροσώπων του.
Τέτοια είναι κι η περίπτωση του Δελφικού Μαντείου, όπου η Πυθία χρησμοδοτούσε δια στόματος του Θεού. Αυτό είναι και το είδος της μαντικής τέχνης που εξυψώνει τον άνθρωπο, γι’ αυτό και δεν θα πρέπει να υποβιβάζεται στο επίπεδο της «εντέχνου μαντικής». Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι το μόνο είδος μαντικής που έχει επιβιώσει και χρησιμοποιείται μαζικά από εκατομμύρια ανθρώπους είναι η«έντεχνος μαντική», ενώ η «ένθεος μαντική»χάθηκε μαζί με την καταστροφή των μαντείων.
Όπως ήταν φυσικό, οι πιστοί είχαν σε πολύ υψηλή εκτίμηση τους χρησμούς που έδινε το Μαντείο καθώς θεωρούσαν ότι τους μιλάει ο ίδιος ο Απόλλων. Η Πυθία και οι ιερείς του Μαντείου ήταν απλά τα φερέφωνα του Θείου λόγου. Η πρόσβαση στο Μαντείο ήταν ελεύθερη σε κάθε πιστό που ήθελε να συμβουλευτεί τον θεό, όχι όμως και σε οποιοδήποτε ήθελε να παρίσταται στην τελετή από περιέργεια. Η είσοδος στο ιερό απαγορευόταν μόνο στις γυναίκες. Μπορούσαν όμως να στείλουν κάποιον αντιπρόσωπο για να θέσει στην Πυθία αντί γι’ αυτές τα ερωτήματά τους.
Από τον 6ο αιώνα π.Χ. όμως που οι πιστοί άρχισαν να πληθαίνουν, το Μαντείο άρχισε να χρησμοδοτεί στις 7 κάθε μήνα, πλην των «αποφράδων ημερών», όπου δεν μπορούσε να δώσει χρησμό η Πυθία και τους τρεις χειμερινούς μήνες, τότε που ο Απόλλωνας ταξίδευε στους Υπερβορείους και την εξουσία του ιερού χώρου αναλάμβανε ο αδερφός του Διόνυσος. Η διαδικασία που θα έπρεπε ν’ ακολουθήσουν όλοι όσοι ζητούσαν χρησμό ήταν η εξής: κατ’ αρχήν πριν μπουν στο άδυτο, έπρεπε να πληρώσουν στους ιερείς τον «πέλανο», ένα είδος γλυκού, και να φέρουν κάποια ζώα για τις θυσίες που γίνονταν πριν τη χρησμοδοσία.
Αφού, λοιπόν, εξαγνίζονταν έμπαιναν μέσα στο άδυτο κι οδηγούνταν σε μία ειδική θέση μπροστά στη Πυθία, χωρίς όμως να μπορούν να τη δουν. Τους χώριζε ένα παραπέτασμα. Η Πυθία μασώντας φύλλα δάφνης και πίνοντας νερό από την Κασσωτίδα πηγή άκουγε τα ερωτήματά και χρησμοδοτούσε. Οι χρησμοί ήταν συνήθως έμμετροι, σε δακτυλικό εξάμετρο αν και καθοριστικό ρόλο για το ποιο ακριβώς θα ήταν το μέτρο του χρησμού έπαιζε πάντα το είδος του, σε ποιον δινόταν αλλά και ο βαθμός του προβλήματος.
Κάποιες φορές η Πυθία κατέφευγε και σε κληρομαντεία, ειδικά όταν τα ερωτήματα αφορούσαν διαζευκτικές ερωτήσεις κι όταν δεν υπήρχε πολύς χρόνος για χάσιμο. Επειδή ο λόγος της Πυθίας ήταν συνήθως δυσκολονόητος και γεμάτος γρίφους, οι ιερείς του ναού καλούνταν ν’ αποκωδικοποιήσουν και να μεταφέρουν το μήνυμα του θεού στους χρηστηριαζόμενους. Υπήρχαν όμως, κάποιες μέρες που η Πυθία δεν μπορούσε να χρησμοδοτήσει.
Οι ιερείς του Μαντείου για να διαπιστώσουν αν ο θεός επιθυμούσε να απαντήσει μέσω της Πυθίας στις ερωτήσεις των πιστών κατέβρεχαν με κρύο νερό μια κατσίκα. Αν το ζωντανό έτρεμε, τότε εκείνη τη μέρα μπορούσε να χρησμοδοτήσει η Πυθία. Αν δεν έτρεμε, τότε όλοι οι πιστοί καλούνταν να έρθουν μια άλλη μέρα. Ο Πλούταρχος, ο οποίος υπήρξε κι ο ίδιος ιερέας του Δελφικού Μαντείου, κάνει λόγο για μια περίπτωση όπου ενώ η κατσίκα δεν άρχισε να τρέμει, οι ιερείς της έριξαν παγωμένο νερό ώστε να εκβιάσουν τη διαδικασία.
Η Πυθία άρχισε να χρησμοδοτεί εκείνη τη μέρα παρά τη θέληση τη δική της αλλά και του Θεού. Από το στόμα της όμως άρχισαν να βγαίνουν κάποιες άναρθρες κραυγές λες και είχε καταληφθεί από δαίμονα και ουρλιάζοντας πετάχτηκε έξω από το ιερό, τρομάζοντας όλους όσοι παρευρίσκονταν μέσα σ’ αυτό. Σε λίγες μέρες η Πυθία πέθανε.
ΠΥΘΙΑ Η ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ
Η Πυθία για να αποσαφηνίσουμε μια συχνή παρανόηση δεν ήταν ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά τίτλος που δινόταν στις προφήτισσες του Απόλλωνα που επιλέγονταν για να αφιερώσουν τη ζωή τους στην υπηρεσία του. Αρχικά, οι πρώτες Πυθίες ήταν νεαρές, παρθένες κοπέλες. Μετά από ένα συμβάν όμως όπου ένας άνδρας που είχε έρθει να ζητήσει χρησμό, ερωτεύτηκε μια Πυθία και την έκλεψε, οι Πυθίες ήταν γυναίκες προχωρημένης ηλικίας, γύρω στα 50, συνήθως παντρεμένες με παιδιά.
Από τη στιγμή όμως που μια γυναίκα με οικογένεια καλούνταν να υπηρετήσει τον Απόλλωνα, εγκατέλειπε το σπίτι και την οικογένειά της κι έμενε σ’ ένα συγκεκριμένο οίκημα εντός του ναού για να διατηρείται αμόλυντη. Φορούσε άσπρα ρούχα και ζούσε με βάσει τους κανονισμούς που της είχαν θέσει εξ αρχής οι ιερείς. Δεν χρειαζόταν να έχει κάποια συγκεκριμένη μόρφωση, ούτε και κάποιες ικανότητες ενόρασης ή διορατικότητας. Στην αρχή ήταν μία η Πυθία.
Όσο όμως τα χρόνια περνούσαν κι η φήμη του Μαντείου μεγάλωνε οι Πυθίες ήταν συνήθως τρεις. Το ποιες ακριβώς ήταν αυτές οι γυναίκες, με ποια κριτήρια επιλέγονταν αλλά και πως ακριβώς έρχονταν σε επαφή με το Θείο και χρησμοδοτούσαν, είναι ερωτήσεις που δύσκολα μπορούν να βρουν απάντηση. Παρ’ όλο που έχουν σωθεί πολλές μαρτυρίες ανθρώπων που είτε διετέλεσαν ιερείς του ναού, είτε έφτασαν στους Δελφούς για να ζητήσουν τη συμβολή του Θεού, η αρχαιολογική σκαπάνη δεν έχει φέρει μέχρι στιγμής στο φως κάποια ευρήματα που θα μπορούσαν να διαλευκάνουν το μυστήριο της χρησμοδοσίας.
Το πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσει ο Απόλλωνας, αφού έγινε κύριος του μαντείου, ήταν οι ιερείς. Σύμφωνα με τον Ομηρικό Ύμνο στην περιοχή δεν υπήρχε ψυχή. Καθώς χάζευε από τις κορφές του Παρνασσού, είδε ένα καράβι που έπλεε στο κρητικό πέλαγος. Τρέχει στο καράβι, μεταμορφώνεται σε δελφίνι και βρίσκεται ξαπλωμένος στο κατάστρωμα. Οι ναυτικοί τρομάζουν κι αφήνουν το καράβι να αρμενίζει μόνο του. Ο θεός τους οδηγεί μέχρι το λιμάνι της Κρίσας. Εκεί μεταμορφώνεται σε άστρο που φεγγοβολάει στο φως της ημέρας και κατευθύνεται στο μαντείο.
Οι γυναίκες και οι κόρες των Κρισαίων υψώνουν ιερή κραυγή. Ο Απόλλωνας μεταμορφώνεται και πάλι, σε νέο αυτή τη φορά, και πλησιάζει το καράβι με τους Κρήτες ναυτικούς. Τους παρουσιάζεται, τους δηλώνει πως θα γίνουν οι ιερείς του, τους βάζει να χτίσουν ένα βωμό στην ακρογιαλιά και να προσφέρουν την πρώτη θυσία, κι επειδή τον είδαν σαν δελφίνι στο πλοίο, ορίζει να τον επικαλούνται ως δελφίνιο. Στη συνέχεια τους οδηγεί στο μαντείο. Μπροστά προχωρούσε ο Απόλλωνας παίζοντας την κιθάρα του κι ακολουθούσαν οι Κρήτες, κτυπώντας τα πόδια τους και τραγουδώντας τον παιάνα.
Όταν έφτασαν στο μαντείο, ο θεός αντιμετωπίζει τις γκρίνιες των Κρητών, που άφησαν την πολυάνθρωπη Κρήτη κι ήρθαν στην ερημιά, με την υπόσχεση πως ο τόπος θα γεμίσει από ανθρώπους που θα έρχονται να του προσφέρουν θυσίες. Από τον Παυσανία (Γεωγραφικά) μαθαίνουμε ότι η πρώτη μάντισσα του ναού ήταν η Φημονόη «μεγίστη δὲ καὶ παρὰ πλείστων ἐς Φημονόην δόξα ἐστίν, ὡς πρόμαντις γένοιτο ἡ Φημονόη τοῦ θεοῦ πρώτη καὶ πρώτη τὸ ἑξάμετρον ᾖσεν».
Συνεχίζοντας την αφήγησή του ο Παυσανίας μας λέει πως η Βοιώ, μια ντόπια που έγραψε ένα ύμνο στον Απόλλωνα, θεωρεί ως πρώτο μάντη τον Ωλήνα, που τον έφερε ο Απόλλωνας από τους Υπερβόρειους: «Βοιὼ δὲ ἐπιχωρία γυνὴ ποιήσασα ὕμνον Δελφοῖς ἔφη κατασκευάσασθαι τὸ μαντεῖον τῷ θεῷ τοὺς ἀφικομένους ἐξ Ὑπερβορέων τούς τε ἄλλους καὶ Ὠλῆνα: τοῦτον δὲ καὶ μαντεύσασθαι πρῶτον καὶ ᾄσαι πρῶτον τὸ ἑξάμετρον.».
Σίβυλλα είναι το όνομα μιας ιέρειας που έκανε γνωστούς τους χρησμούς του Απόλλωνα. Η πρώτη Σίβυλλα (με το όνομα Σίβυλλα) ήταν κόρη του Τρωαδίτη Δάρδανου και της Νησώς. Σύμφωνα με άλλη παράδοση ήταν κόρη του Δία και της Λαμίας (κόρης του Ποσειδώνα)· ονομάστηκε Σίβυλλα από τους Λίβυες στους οποίους και προφήτευε. Απ’ αυτήν και μετά η ονομασία Σίβυλλα δόθηκε σε όλες τις προφήτισσες.
Δεύτερη Σίβυλλα ήταν η Ηροφίλη. Αυτή αναφέρεται και στους Δελφούς. Κουβαλούσε μαζί της μια πέτρα, πάνω στην οποία ανέβαινε και προφήτευε. Την πέτρα την έδειχναν στους Δελφούς, όταν πέρασε ο Παυσανίας (Φωκικά): «πέτρα δέ ἐστιν ἀνίσχουσα ὑπὲρ τῆς γῆς: ἐπὶ ταύτῃ Δελφοὶ στᾶσάν φασιν ᾆσαι τοὺς χρησμοὺς ὄνομα Ἡροφίλην». [Σίβυλλες (γυναίκες προφήτισσες) υπάρχουν διάφορες, όπως η Σίβυλλα των Ερυθρών στη Λυδία, η Σίβυλλα της Κύμης στην Καμπανία, η Εβραία Σίβυλλα Σάββη, η Σίβυλλα Φυτώ στη Σάμο.]
Η μάντισσα που διαδέχεται τη Σίβυλλα – Ηροφίλη, ονομάστηκε, πρώτα από τον Ηρόδοτο «Πυθία». Ως Πυθία οριζόταν στην αρχή μια νέα και παρθένα κοπέλα. Επειδή όμως έτυχε κάποτε ένας προσκυνητής να ερωτευτεί μια μάντισσα και να την αρπάξει βίαια (δες το κείμενο που ακολουθεί), από τότε ως Πυθία διάλεγαν μια γυναίκα άνω των 50 χρονών, την οποία όμως έντυναν ως παρθένο.
Η ΛΑΤΡΕΙΑ
Σ΄ ένα πρώιμο θρησκευτικό στάδιο στην περιοχή θα πρέπει να υπήρχε λιθολατρία, η οποία επιβίωσε στα κατοπινά χρόνια, αφήνοντας τον «ομφαλό», που θεωρήθηκε σύμβολο του μαντείου, την πέτρα της Σίβυλλας, την πέτρα του Κρόνου. Ο ομφαλός ήταν τοποθετημένος στο άδυτο του ναού, πάνω από τον τάφο του Πύθωνα. Η επιφάνειά του καλυπτόταν από το «άγρηνον», δηλαδή το δίχτυ από μάλλινες ταινίες. Στη συνέχεια διακρίνουμε μια «φιδολατρία» με το δράκο να είναι ο φύλακας των νερών και των κτιρίων. Το όνομα του δράκου είναι «Πύθων» ή «Δελφύνη» και είναι ο θεός των παλιών κατοίκων της περιοχής.Η σπηλιά του Πύθωνα είναι το Κωρύκειο άντρο (κώρυκος = δερμάτινος σάκος). Έχουν βρεθεί ίχνη εγκατάστασης από τα Νεολιθικά χρόνια. Εδώ θα πρέπει να λειτούργησε και το πρώτο μαντείο. Ο Πύθωνας θα συγκρουστεί με τους θεούς των νέων κατοίκων, θα παραχωρήσει τη θέση του στο ναό, όμως δε θα χαθεί, αφού το όνομά του θα γίνει προσωνύμιο του νέου θεού (Πύθιος Απόλλωνας). Η σύγκρουση του Πύθωνα με τον Απόλλωνα ή των παλιών με τους νέους κατοίκους θα πρέπει να έγινε στη Λυκώρεια. Εξάλλου, οι Φωκείς, κάτοικοι της Λυκώρειας, κατέλαβαν την Πυθώ.
Η σπηλιά θεωρείται ως το πέρασμα στον άλλο κόσμο και οι νύμφες που έμπαιναν καταλαμβάνονταν από διονυσιακή μανία και προφήτευαν. Όταν τον 6ο αιώνα το Κωρύκειο χάσει τη μαντική του σημασία, γίνεται τόπος λατρείας του Πάνα και των νυμφών, όπως φαίνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Σύμφωνα με τη μυθολογία ο πρώτος θεός που φέρεται ως ιδιοκτήτης του μαντείου ήταν η Γαία. Σύμφωνα με τον Παυσανία η Γαία είχε αναθέσει στη Δαφνίδα, μια νύμφη του βουνού, να δίνει τους χρησμούς «φασὶ γὰρ δὴ τὰ ἀρχαιότατα Γῆς εἶναι τὸ χρηστήριον, καὶ Δαφνίδα ἐπ’ αὐτῷ τετάχθαι πρόμαντιν ὑπὸ τῆς Γῆς».
Ο Παυσανίας αναφέρει επίσης και μια άλλη παράδοση που τη βρίσκει στο έπος του Μουσαίου «Ευμολπία» σύμφωνα με την οποία το μαντείο το είχαν από κοινού η Γαία με τον Ποσειδώνα. «Ποσειδῶνος ἐν κοινῷ καὶ Γῆς εἶναι τὸ μαντεῖον» Η Γαία χρησμοδοτούσε η ίδια, ενώ ο Ποσειδώνας είχε ως χρησμοδότη τον Πύρκωνα «καὶ τὴν μὲν χρᾶν αὐτήν, Ποσειδῶνι δὲ ὑπηρέτην ἐς τὰ μαντεύματα εἶναι Πύρκωνα». Τη Γαία ως πρώτη κτήτορα του μαντείου και τον Ποσειδώνα αναφέρει και ο Αισχύλος στις Ευμενίδες.
Από την άλλη το μαντείο ήταν της Θέμιδας 1 2 και ο Πύθωνας φέρεται ως ένα τέρας που το φύλαγε και ταυτόχρονα προκαλούσε διάφορες καταστροφές στην περιοχή· θόλωνε τα νερά στις πηγές και τα ρυάκια, άρπαζε τα κοπάδια και τους χωρικούς, κατέστρεφε τις σοδειές στην εύφορη πεδιάδα της Κρίσας και τρόμαζε τις Νύμφες. Αφού σκότωσε τον Πύθωνα ο Απόλλωνας, πήρε το μαντείο από τη Θέμιδα και αφιέρωσε στο ιερό ένα τρίποδα. Ο τρίποδας στο εξής θα αποτελεί ένα από τα σύμβολα του θεού και πάνω σ’ αυτόν θα κάθεται η Πυθία, για να δίνει τους χρησμούς της.
Σύμφωνα με άλλη παραλλαγή η Θέμιδα είχε παραχωρήσει το μαντείο στην αδελφή της την Τιτανίδα Φοίβη (λαμπερή), κι εκείνη το έκανε δώρο στον Απόλλωνα για τα γενέθλιά του. Έτσι απέκτησε το προσωνύμιο Φοίβος. Το μαντείο όμως συνδέεται και με τη λατρεία του θεού Διόνυσου, πριν ακόμη έρθει ο Απόλλωνας ή μετά τον Απόλλωνα. (Υπάρχει διχογνωμία σχετικά με αυτό το ζήτημα μεταξύ των μελετητών.
Επικρατέστερη άποψη είναι ότι ο Διόνυσος βρισκόταν στους Δελφούς πριν να έρθει ο Απόλλωνας, αφού σύμφωνα με νεότερες μελέτες και με πινακίδες της γραμμικής Β’ που βρέθηκαν στην Πύλο και αναφέρουν το όνομα του Διόνυσου, ο Διόνυσος θεωρείται παλαιότερος του Απόλλωνα.). Για το Διόνυσο διαβάζουμε και πάλι στις Ευμενίδες του Αισχύλου. Ως θεός της βλάστησης ο Διόνυσος γεννιέται και πεθαίνει κάθε χρόνο. Η λατρεία του στηρίζεται στις αλλαγές των εποχών οι οποίες συνδέονται και με τη ζωή του ανθρώπου: άνοιξη – γέννηση, καλοκαίρι – γονιμοποίηση, φθινόπωρο – φθορά, χειμώνας – θάνατος.
Η μαντική ικανότητα του Διόνυσου εκφραζόταν από εκστασιαζόμενες γυναίκες, που με το στόμα τους μιλούσε ο θεός (μανία). Με την εμφάνιση του Απόλλωνα στο μαντείο, συμβιβάζονται οι δύο θεοί, περιορίζεται η μαζική μανία των Διονυσιακών οργίων σε μια ομάδα, το «θίασο», που αποτελούνταν από τις Θυιάδες και απαγόρευε τη συμμετοχή σε άλλους. Το τραγούδι του Διόνυσου, ο διθύραμβος, αντηχεί στου Δελφούς τους χειμωνιάτικους μήνες, όταν ο Απόλλωνας βρίσκεται στους Υπερβόρειους.
«Βοιὼ δὲ ἐπιχωρία γυνὴ ποιήσασα ὕμνον Δελφοῖς ἔφη κατασκευάσασθαι τὸ μαντεῖον τῷ θεῷ τοὺς ἀφικομένους ἐξ Ὑπερβορέων τούς τε ἄλλους καὶ Ὠλῆνα: τοῦτον δὲ καὶ μαντεύσασθαι πρῶτον καὶ ᾄσαι πρῶτον τὸ ἑξάμετρον. πεποίηκε δὲ ἡ Βοιὼ τοιάδε: ἔνθα τοι εὔμνηστον χρηστήριον ἐκτελέσαντο παῖδες Ὑπερβορέων Παγασὸς καὶ δῖος Ἀγυιεύς. ἐπαριθμοῦσα δὲ καὶ ἄλλους τῶν Ὑπερβορέων, ἐπὶ τελευτῇ τοῦ ὕμνου τὸν Ὠλῆνα ὠνόμασεν: Ὠλήν θ’, ὃς γένετο πρῶτος Φοίβοιο προφάτας, πρῶτος δ’ ἀρχαίων ἐπέων τεκτάνατ’ ἀοιδάν.»
Εδώ ίσως θα πρέπει να αναφέρουμε κι ένα διεκδικητή του μαντείου, που δεν είναι άλλος από τον Ηρακλή. Ο Ηρακλής ήρθε να ζητήσει χρησμό από το μαντείο, επειδή όμως δεν του έδιναν με την αιτιολογία ότι δεν είχε εξαγνιστεί από το φόνο του Ίφιτου, άρπαξε το Δελφικό τρίποδα κι ήταν έτοιμος να πάει να χτίσει δικό του μαντείο. Ο Απόλλωνας βγήκε να τον αντιμετωπίσει, πιάστηκαν στα χέρια και τότε μπήκε στη μέση ο Δίας. Τους χώρισε μ’ ένα κεραυνό, έπεισε τον Ηρακλή να επιστρέψει τον τρίποδα και τον Απόλλωνα να δώσει χρησμό.
Γενικότερα στη γύρω περιοχή λατρευόταν παλαιότερα ως θεά της μαντικής και η Αθηνά. Η χρησμοδότηση γινόταν ρίχνοντας πετραδάκια, τις θρίες. Η ιδιότητα αυτή της Αθηνάς παραμελήθηκε με την εμφάνιση του Απόλλωνα. Εξάλλου, η Αθηνά διατήρησε κατά κάποιο τρόπο τη θέση της στην περιοχή με το ιερό της «Προναίας». Η ονομασία του ιερού ή δείχνει τη θέση του, αφού βρίσκεται πριν από το μεγάλο ναό (για τον επισκέπτη που θα ερχόταν από τη μεριά της Αράχοβας) ή δηλώνει τη σχέση της θεάς με την Πρόνοια (φροντίδα).
Ο Παυσανίας ονομάζει το ναό ως Προνοίας: «ὁ τέταρτος δὲ Ἀθηνᾶς καλεῖται Προνοίας». Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το μαντείο αποδίδεται στη Γαία, στον Ποσειδώνα, στον Πύθωνα, που είναι γιος της, στη Θέμιδα και στην αδελφή της τη Φοίβη, που κι αυτές είναι κόρες της Γης, στο Διόνυσο, στους Υπερβόρειους, στην Αθηνά και τέλος στον Απόλλωνα. Όλοι οι θεοί πριν από τον Απόλλωνα αποτελούν θεούς της μητριαρχίας.
Ο Απόλλωνας (και η Αθηνά) εκφράζει τη μετάβαση από τη μητριαρχία στην πατριαρχία και φυσικά τα νέα Ελληνικά φύλλα, τους Δωριείς. Στις Ευμενίδες, εξάλλου, του Αισχύλου ο Ορέστης με χρησμό του Απόλλωνα σκοτώνει τη μάνα του και με την ψήφο της Αθηνάς απαλλάσσεται των κατηγοριών του.
ΟΙ ΓΙΟΡΤΕΣ
Οι γιορτές που τελούνταν στους Δελφούς σχετίζονταν με γεγονότα από τη ζωή του Απόλλωνα και του Διόνυσου ή με ιστορικά γεγονότα.
Γιορτές Αφιερωμένες στον Απόλλωνα
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΤΩΝ ΧΡΗΣΜΩΝ
Στο ναό δίνονταν χρησμοί εννιά φορές το χρόνο. Αρχικά δινόταν μία, την ημέρα των γενεθλίων του Απόλλωνα στις 7 Βυσίου. Αργότερα όμως καθιερώθηκε να δίνεται κάθε μήνα, εκτός από τους μήνες του χειμώνα, τότε που ο Απόλλωνας βρισκόταν στη χώρα των Υπερβορείων. (Ο Βύσιος είναι ο αντίστοιχος Ανθεστηριών των Αθηναίων και ο δικός μας Φεβρουάριος). Η διαδικασία ήταν η εξής: Πρώτα πρώτα όλοι οι παράγοντες της ιεροτελεστίας θα έπρεπε να καθαρθούν στα νερά της Κασταλίας πηγής.
Στη συνέχεια, αυτός που ήθελε χρησμό, ο «Θεοπρόπος», κατέθετε στο βωμό τον «Πέλανο», την πίτα. Αν βέβαια ζητούσε χρησμό μια πόλη οι πίτες ήταν περισσότερες, ίσως έξι με δέκα. Ακολούθως οι ιερείς έβρεχαν μια κατσίκα, σε ανάμνηση της εύρεσης του ιερού από τις κατσίκες ή έδιναν να φάει ρεβίθια ένας χοίρος ή κριθάρι ένας ταύρος. Αν η κατσίκα ριγούσε ή αν ο χοίρος κι ο ταύρος έτρωγαν τα ρεβίθια και το κριθάρι αντίστοιχα τότε ο θεοπρόπος μπορούσε να πάρει χρησμό αφού το ζώο θεωρούνταν και στο σώμα και στην ψυχή υγιές «δεῖ γὰρ τὸ θύσιμον τῷ τε σώματι καὶ τῇ ψυχῇ καθαρὸν εἶναι καὶ ἀσινὲς καὶ ἀδιάφθορον».
Το ζώο θυσιαζόταν στο βωμό των Χίων, ενώ ο Θεοπρόπος έπρεπε να θυσιάσει πρόβατα ή γίδια στην ιερή εστία μαζί με τον πρόξενο της πόλης του. Ένα μέρος από τις θυσίες το έπαιρναν οι κάτοικοι των Δελφών. Αφού τέλειωναν με τις θυσίες, η Πυθία έπαιρνε την άδεια από τους ιερείς να μπει στο ναό. Εκεί καπνιζόταν με φύλλα δάφνης και κριθάλευρο στην ιερή εστία, μασούσε φύλλα δάφνης ή έπινε νερό για έμπνευση κι ανέβαινε στον τρίποδα.
Ο τρίποδας βρισκόταν σε χαμηλότερο επίπεδο, σε ειδικό χώρο στο βάθος του αδύτου, στο «άντρο». Όση ώρα η Πυθία έκανε τα παραπάνω ο Θεοπρόπος έπρεπε να κάνει αγνές σκέψεις και να λέει ευοίωνες λέξεις. Καθώς η Πυθία βρισκόταν στο άντρο, οι ιερείς της έκαναν ερωτήσεις κι εκείνη έβγαζε ακατάληπτες κραυγές τις οποίες «αποκρυπτογραφούσε» ο ειδικό για το ζήτημα ιερέας, ο «προφήτης» , τις κατέγραφαν σε εξάμετρο και τις παρέδιναν στον θεοπρόπο. Οι χρησμοί που τελικά έδινε το μαντείο ήταν διφορούμενοι και επιδέχονταν διάφορες ερμηνείες. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε ο Απόλλωνας ονομάστηκε Λοξίας.
Οι εξάμετροι χρησμοί καταργήθηκαν περίπου στα Ελληνιστικά χρόνια. Εκτός όμως από την εκστατική χρησμοδότηση, υπήρχε και μια παλαιότερη, απλούστερη και φυσικά φτηνότερη. Πρόκειται για κληρομαντία. Η ερώτηση που κατέθετε ο Θεοπρόπος έπρεπε να είναι με δύο επιλογές: θα γίνει αυτό ή εκείνο, να κάνω τούτο ή το άλλο. Η τελετή γινόταν δημόσια στο ναό, με την Πυθία να τραβάει από ένα λέβητα έναν από τους δύο κλήρους (κουκιά). Ιέρεια κανονικά ήταν μία. Στην ακμή του μαντείου, επειδή η μία δεν προλάβαινε προστέθηκε και δεύτερη και αργότερα και τρίτη. Κατά την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας ήταν και πάλι μία.
ΔΕΛΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ
Δελφικός ύμνος στον Απόλλωνα (138 π.Χ.) του Λιμένιου του Θοίνου, Αθηναίου. Ύμνος προς τιμήν του Απόλλωνος σμιλεμένος σε έναν εξωτερικό τοίχο του θησαυρού των Αθηναίων στους Δελφούς, που βρέθηκε το 1893.
ΟΜΗΡΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑΓενικότερα στη γύρω περιοχή λατρευόταν παλαιότερα ως θεά της μαντικής και η Αθηνά. Η χρησμοδότηση γινόταν ρίχνοντας πετραδάκια, τις θρίες. Η ιδιότητα αυτή της Αθηνάς παραμελήθηκε με την εμφάνιση του Απόλλωνα. Εξάλλου, η Αθηνά διατήρησε κατά κάποιο τρόπο τη θέση της στην περιοχή με το ιερό της «Προναίας». Η ονομασία του ιερού ή δείχνει τη θέση του, αφού βρίσκεται πριν από το μεγάλο ναό (για τον επισκέπτη που θα ερχόταν από τη μεριά της Αράχοβας) ή δηλώνει τη σχέση της θεάς με την Πρόνοια (φροντίδα).
Ο Παυσανίας ονομάζει το ναό ως Προνοίας: «ὁ τέταρτος δὲ Ἀθηνᾶς καλεῖται Προνοίας». Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το μαντείο αποδίδεται στη Γαία, στον Ποσειδώνα, στον Πύθωνα, που είναι γιος της, στη Θέμιδα και στην αδελφή της τη Φοίβη, που κι αυτές είναι κόρες της Γης, στο Διόνυσο, στους Υπερβόρειους, στην Αθηνά και τέλος στον Απόλλωνα. Όλοι οι θεοί πριν από τον Απόλλωνα αποτελούν θεούς της μητριαρχίας.
Ο Απόλλωνας (και η Αθηνά) εκφράζει τη μετάβαση από τη μητριαρχία στην πατριαρχία και φυσικά τα νέα Ελληνικά φύλλα, τους Δωριείς. Στις Ευμενίδες, εξάλλου, του Αισχύλου ο Ορέστης με χρησμό του Απόλλωνα σκοτώνει τη μάνα του και με την ψήφο της Αθηνάς απαλλάσσεται των κατηγοριών του.
ΟΙ ΓΙΟΡΤΕΣ
Οι γιορτές που τελούνταν στους Δελφούς σχετίζονταν με γεγονότα από τη ζωή του Απόλλωνα και του Διόνυσου ή με ιστορικά γεγονότα.
Γιορτές Αφιερωμένες στον Απόλλωνα
- Πύθια, για να τιμηθεί ο θεός. Στην αρχή γιορτάζονταν κάθε οκτώ χρόνια (εννετηρίς) και πιθανόν από το 582 π.Χ. κάθε τέσσερα χρόνια (πεντετηρίς).
- Δελφίνια, σ’ ανάμνηση της μεταμόρφωση του θεού σε δελφίνι, οδηγώντας τους Κρήτες ναυτικούς στην περιοχή και της ίδρυσης του ιερού. Γιορτάζονταν τον Απρίλιο.
- Θαργήλεια, σχετική με την ιδιότητα του θεού να θεραπεύει από τους λοιμούς. Γιορτάζονταν την άνοιξη.
- Σεπτήρια ή Στεπτήρια, σ’ ανάμνηση της αναχώρησης του θεού για καθαρμό μετά το φόνο του δράκοντα.
- Θεοφάνεια, σ’ ανάμνηση της επιστροφής του θεού μετά τον καθαρμό του.
- Λικνίτης, γιορτή που γινόταν κάθε οκτώ χρόνια σ’ ανάμνηση της αναγέννησης του θεού. Συμβόλιζε την αναγέννηση της φύσης.
- Χάριλα, επίσης γιορταζόταν κάθε οκτώ χρόνια. Σχετιζόταν με την αναγέννηση της φύσης. Κατά τη διάρκεια της γιορτής μαστίγωναν μια κούκλα, την κρεμούσαν και τέλος την έθαβαν με μια θηλιά στο λαιμό.
- Ηρωίς, επίσης γιορταζόταν κάθε οκτώ χρόνια. Σ’ ανάμνηση της επαναφοράς της Σεμέλης, μητέρας του θεού, από τον Άδη.
- Δαδοφόρια, κάθε δύο χρόνια, στον Παρνασσό. Ήταν Μαιναδική γιορτή.
- Ελαφηβόλια, σ’ ανάμνηση της νίκης κατά των Θεσσαλών πριν από τους Περσικούς αγώνες.
- Σωτήρια, σ’ ανάμνηση της σωτηρίας των Δελφών από την επιδρομή των Γαλατών῎
- Ευμένεια, λαμπαδηδρομία από το Γυμνάσιο μέχρι το βωμό του Απόλλωνα
Στο ναό δίνονταν χρησμοί εννιά φορές το χρόνο. Αρχικά δινόταν μία, την ημέρα των γενεθλίων του Απόλλωνα στις 7 Βυσίου. Αργότερα όμως καθιερώθηκε να δίνεται κάθε μήνα, εκτός από τους μήνες του χειμώνα, τότε που ο Απόλλωνας βρισκόταν στη χώρα των Υπερβορείων. (Ο Βύσιος είναι ο αντίστοιχος Ανθεστηριών των Αθηναίων και ο δικός μας Φεβρουάριος). Η διαδικασία ήταν η εξής: Πρώτα πρώτα όλοι οι παράγοντες της ιεροτελεστίας θα έπρεπε να καθαρθούν στα νερά της Κασταλίας πηγής.
Στη συνέχεια, αυτός που ήθελε χρησμό, ο «Θεοπρόπος», κατέθετε στο βωμό τον «Πέλανο», την πίτα. Αν βέβαια ζητούσε χρησμό μια πόλη οι πίτες ήταν περισσότερες, ίσως έξι με δέκα. Ακολούθως οι ιερείς έβρεχαν μια κατσίκα, σε ανάμνηση της εύρεσης του ιερού από τις κατσίκες ή έδιναν να φάει ρεβίθια ένας χοίρος ή κριθάρι ένας ταύρος. Αν η κατσίκα ριγούσε ή αν ο χοίρος κι ο ταύρος έτρωγαν τα ρεβίθια και το κριθάρι αντίστοιχα τότε ο θεοπρόπος μπορούσε να πάρει χρησμό αφού το ζώο θεωρούνταν και στο σώμα και στην ψυχή υγιές «δεῖ γὰρ τὸ θύσιμον τῷ τε σώματι καὶ τῇ ψυχῇ καθαρὸν εἶναι καὶ ἀσινὲς καὶ ἀδιάφθορον».
Το ζώο θυσιαζόταν στο βωμό των Χίων, ενώ ο Θεοπρόπος έπρεπε να θυσιάσει πρόβατα ή γίδια στην ιερή εστία μαζί με τον πρόξενο της πόλης του. Ένα μέρος από τις θυσίες το έπαιρναν οι κάτοικοι των Δελφών. Αφού τέλειωναν με τις θυσίες, η Πυθία έπαιρνε την άδεια από τους ιερείς να μπει στο ναό. Εκεί καπνιζόταν με φύλλα δάφνης και κριθάλευρο στην ιερή εστία, μασούσε φύλλα δάφνης ή έπινε νερό για έμπνευση κι ανέβαινε στον τρίποδα.
Ο τρίποδας βρισκόταν σε χαμηλότερο επίπεδο, σε ειδικό χώρο στο βάθος του αδύτου, στο «άντρο». Όση ώρα η Πυθία έκανε τα παραπάνω ο Θεοπρόπος έπρεπε να κάνει αγνές σκέψεις και να λέει ευοίωνες λέξεις. Καθώς η Πυθία βρισκόταν στο άντρο, οι ιερείς της έκαναν ερωτήσεις κι εκείνη έβγαζε ακατάληπτες κραυγές τις οποίες «αποκρυπτογραφούσε» ο ειδικό για το ζήτημα ιερέας, ο «προφήτης» , τις κατέγραφαν σε εξάμετρο και τις παρέδιναν στον θεοπρόπο. Οι χρησμοί που τελικά έδινε το μαντείο ήταν διφορούμενοι και επιδέχονταν διάφορες ερμηνείες. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε ο Απόλλωνας ονομάστηκε Λοξίας.
Οι εξάμετροι χρησμοί καταργήθηκαν περίπου στα Ελληνιστικά χρόνια. Εκτός όμως από την εκστατική χρησμοδότηση, υπήρχε και μια παλαιότερη, απλούστερη και φυσικά φτηνότερη. Πρόκειται για κληρομαντία. Η ερώτηση που κατέθετε ο Θεοπρόπος έπρεπε να είναι με δύο επιλογές: θα γίνει αυτό ή εκείνο, να κάνω τούτο ή το άλλο. Η τελετή γινόταν δημόσια στο ναό, με την Πυθία να τραβάει από ένα λέβητα έναν από τους δύο κλήρους (κουκιά). Ιέρεια κανονικά ήταν μία. Στην ακμή του μαντείου, επειδή η μία δεν προλάβαινε προστέθηκε και δεύτερη και αργότερα και τρίτη. Κατά την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας ήταν και πάλι μία.
Όταν οι χρησμοί δεν ικανοποιούσαν, τότε μπορούσαν να ζητήσουν και πάλι χρησμό. Έτσι έκαναν οι Αθηναίοι στον καιρό των Περσικών πολέμων. Οι χρησμοί της Πυθίας δεν ήταν αλάθητοι ούτε υπεράνω πάσης υποψίας. Στον Ηρόδοτο μαθαίνουμε ότι η προφήτισσα Περίαλλα έχασε το αξίωμά της, όταν της ζητήθηκε χρησμός από τη Σπάρτη για το αν ο Βασιλιάς Δημάρατος ήταν γνήσιος γιος του Αρίστωνα, άρα και νόμιμος Βασιλιάς.
Επίσης, στη διάρκεια των Περσικών πολέμων το μαντείο «Μήδισε» φροντίζοντας να τα έχει καλά με τους Πέρσες, γι’ αυτό άλλωστε και έδινε χρησμούς σύμφωνα με τους οποίους προέτρεπε τις πόλεις να παραδοθούν ή γενικότερα να μην αντισταθούν στους Πέρσες, όπως είδαμε και πιο πάνω με το χρησμό στους Αθηναίους· ακόμη και στον Πελοποννησιακό πόλεμο μάλλον είχε μια φιλοσπαρτιατική διάθεση.
ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ ΚΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Όσο παράξενη και να μας φαίνεται σήμερα όλη αυτή η διαδικασία, θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν προβλημάτιζε καθόλου τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι έσπευδαν σωρηδόν για να συμβουλευτούν το Μαντείο. Η εμπιστοσύνη τους στη δύναμη του Μαντείου ήταν τόσο μεγάλη που το συμβουλεύονταν για πλείστα θέματα, τόσο για πολιτικά όσο και για προσωπικά ζητήματα. Όχι μόνο φτωχοί άνθρωποι αλλά και Βασιλιάδες κατέφευγαν στο Μαντείο ή έστελναν τους αντιπροσώπους τους προκειμένου να ζητήσουν βοήθεια από τον θεό.
Πολλές φορές κατέφθαναν και αντιπροσωπείες από πόλεις που είχαν πληγεί από κάποια φυσική καταστροφή και ζητούσαν εξιλέωση. Σε περιόδους κρίσης το πρώτο πράγμα που έκαναν οι Έλληνες πριν αναλάβουν δράση ήταν να συμβουλευτούν το Μαντείο. Ο πιο σημαντικός ρόλος όμως που έπαιξε το Μαντείο των Δελφών έχει να κάνει με τη στάση που κράτησε και τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε τους αποικισμούς που έλαβαν χώρα τον 8ο – 6ο αιώνα π.Χ.
Κατά τη διάρκεια αυτών των αιώνων οι Έλληνες αποίκισαν τα παράλια της Μικράς Ασίας, τον Ελλήσποντο και τον Εύξεινο Πόντο, την Κάτω Σικελία και έφτασαν μέχρι και τα παράλια της Αφρικής, ιδρύοντας εκατοντάδες αποικίες, οι περισσότερες εκ των οποίων επρόκειτο να σημειώσουν μια λαμπρή πορεία που έμελλε να αλλάξει για πάντα τον ελληνισμό και τον υπόλοιπο κόσμο. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της επιτυχίας θα πρέπει ν’ αποδοθεί και στο Μαντείο των Δελφών ο ρόλος του οποίου, όπως φαίνεται από τα ιστορικά στοιχεία, ήταν μείζονος σημασίας.
Οι άποικοι ξεκινώντας να καταλάβουν μια ξένη περιοχή, πολύ μακριά από τη γενέτειρά τους γνώριζαν πολύ καλά ότι θα καλούνταν ν’ αντιμετωπίσουν μεγάλους κινδύνους. Γι’ αυτό και είχαν ανάγκη από τη βοήθεια και την ευλογία των θεών, την οποία επιδίωκαν να ζητήσουν από τον θεό Απόλλωνα, μιας και το Μαντείο αποτελούσε εκείνη την εποχή το κατεξοχήν θρησκευτικό κέντρο του Ελλαδικού χώρου. Ο Απόλλωνας, όπως φαίνεται από τους χρησμούς που έχουν σωθεί, άλλες φορές έδινε απλά τη συγκατάθεση και την ευλογία του κι άλλες φορές τους υποδείκνυε ακόμα και σε ποια ακριβώς περιοχή να πάνε ή όριζε ο ίδιος τον επικεφαλής του αποικισμού.
ΓΕΩΔΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ (ΤΡΙΓΩΝΙΣΜΟΙ)
Ίση απόσταση απ’ το μαντείο των Δελφών έχουν:
Επίσης, στη διάρκεια των Περσικών πολέμων το μαντείο «Μήδισε» φροντίζοντας να τα έχει καλά με τους Πέρσες, γι’ αυτό άλλωστε και έδινε χρησμούς σύμφωνα με τους οποίους προέτρεπε τις πόλεις να παραδοθούν ή γενικότερα να μην αντισταθούν στους Πέρσες, όπως είδαμε και πιο πάνω με το χρησμό στους Αθηναίους· ακόμη και στον Πελοποννησιακό πόλεμο μάλλον είχε μια φιλοσπαρτιατική διάθεση.
Όσο παράξενη και να μας φαίνεται σήμερα όλη αυτή η διαδικασία, θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν προβλημάτιζε καθόλου τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι έσπευδαν σωρηδόν για να συμβουλευτούν το Μαντείο. Η εμπιστοσύνη τους στη δύναμη του Μαντείου ήταν τόσο μεγάλη που το συμβουλεύονταν για πλείστα θέματα, τόσο για πολιτικά όσο και για προσωπικά ζητήματα. Όχι μόνο φτωχοί άνθρωποι αλλά και Βασιλιάδες κατέφευγαν στο Μαντείο ή έστελναν τους αντιπροσώπους τους προκειμένου να ζητήσουν βοήθεια από τον θεό.
Πολλές φορές κατέφθαναν και αντιπροσωπείες από πόλεις που είχαν πληγεί από κάποια φυσική καταστροφή και ζητούσαν εξιλέωση. Σε περιόδους κρίσης το πρώτο πράγμα που έκαναν οι Έλληνες πριν αναλάβουν δράση ήταν να συμβουλευτούν το Μαντείο. Ο πιο σημαντικός ρόλος όμως που έπαιξε το Μαντείο των Δελφών έχει να κάνει με τη στάση που κράτησε και τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε τους αποικισμούς που έλαβαν χώρα τον 8ο – 6ο αιώνα π.Χ.
Κατά τη διάρκεια αυτών των αιώνων οι Έλληνες αποίκισαν τα παράλια της Μικράς Ασίας, τον Ελλήσποντο και τον Εύξεινο Πόντο, την Κάτω Σικελία και έφτασαν μέχρι και τα παράλια της Αφρικής, ιδρύοντας εκατοντάδες αποικίες, οι περισσότερες εκ των οποίων επρόκειτο να σημειώσουν μια λαμπρή πορεία που έμελλε να αλλάξει για πάντα τον ελληνισμό και τον υπόλοιπο κόσμο. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της επιτυχίας θα πρέπει ν’ αποδοθεί και στο Μαντείο των Δελφών ο ρόλος του οποίου, όπως φαίνεται από τα ιστορικά στοιχεία, ήταν μείζονος σημασίας.
Οι άποικοι ξεκινώντας να καταλάβουν μια ξένη περιοχή, πολύ μακριά από τη γενέτειρά τους γνώριζαν πολύ καλά ότι θα καλούνταν ν’ αντιμετωπίσουν μεγάλους κινδύνους. Γι’ αυτό και είχαν ανάγκη από τη βοήθεια και την ευλογία των θεών, την οποία επιδίωκαν να ζητήσουν από τον θεό Απόλλωνα, μιας και το Μαντείο αποτελούσε εκείνη την εποχή το κατεξοχήν θρησκευτικό κέντρο του Ελλαδικού χώρου. Ο Απόλλωνας, όπως φαίνεται από τους χρησμούς που έχουν σωθεί, άλλες φορές έδινε απλά τη συγκατάθεση και την ευλογία του κι άλλες φορές τους υποδείκνυε ακόμα και σε ποια ακριβώς περιοχή να πάνε ή όριζε ο ίδιος τον επικεφαλής του αποικισμού.
ΓΕΩΔΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ (ΤΡΙΓΩΝΙΣΜΟΙ)
Ίση απόσταση απ’ το μαντείο των Δελφών έχουν:
- Αθήνα – Ολυμπία, 660 στάδια (το ισοσκελές αυτό τρίγωνο, ονομάζεται τρίγωνο Λόρδου Μπάϋρον, οι ίσες δε πλευρές του ανήκουν σε κανονικό επτάγωνο. Η κάθε ακτίνα του κανονικού επταγώνου διέρχεται εκ Νεμέας – Κηθύρων (ως ύψος του τριγώνου), όπως και κάθε ακτίνα του επταγώνου, προεκτεινόμενη, διέρχεται εκ Σμύρνης. Οι πλευρές του επταγώνου, προεκτεινόμενες, συναντούν μια την Πέλλα Μακεδωνίας και η άλλη το Ίλιον της Τρωάδος).
- Ελευσίνα – Ιωλκός, 550 στάδια (το τρίγωνο αυτό είναι ισοσκελές, η γωνία κορυφής 96 μοιρών και οι ίσες πλευρές ανήκουν σε κανονικό 15γωνο που ονομάζεται Τρίγωνο Αδαμάντιου Κοραή).
- Μεγαλόπολη – Φιγάλεια, 660 στάδια
- Ιδαίον Ανδρο στην Κρήτη – Σμύρνη, 2198 στάδια (γιγάντιο ισόπλευρο το οποίο καλύπτει το ήμισυ του Αιγαίου Πελάγους – Τρίγωνο Φιλελλήνων)
- Πέλλα – Κέρκυρα, 1350 στάδια
- Κινύρα Θάσου – Καρδαμύλη Χίου 1700 στάδια
- Σπάρτη – Δελφοί – Ζάκυνθος (Κολοκοτρώνη, με πλευρά 850 στάδια).
ΔΕΛΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ
Δελφικός ύμνος στον Απόλλωνα (138 π.Χ.) του Λιμένιου του Θοίνου, Αθηναίου. Ύμνος προς τιμήν του Απόλλωνος σμιλεμένος σε έναν εξωτερικό τοίχο του θησαυρού των Αθηναίων στους Δελφούς, που βρέθηκε το 1893.
»Τον κιθαρίσει κλυτόν παίδα μεγάλου Διός, ός αίσι μα παρ’ ακρονιφή τόνδε πάγον
αμβρότων εκ μυχών πάσι θνατοίς προφαίνεις, σε κελαδήσομεν, τρίποδα μαντείον ως
είλες, εχθρός ών εφρούρει δράκων, ός τέοισι βέλεσιν έτρησας αίολον ελικτάν φυάν,
έσθ’ ο θήρ συχνά συρίγμαθ’ ιείς αθώπευθ’ απέπνευς όμως πρών δέ Γαλατάων Άρης…
Κέκλυθ’ Ελικώνα βαθύδενδρον αί λάχετε Διός εριβρόμου θύγατρες ευώλενοι, μόλετε,
συνόμαιμον ίνα Φοίβον ωιδάεισι μέλψητε χρυσεοκόμαν, ός ανά δικόρυνθα Παρνασσίδος
ταάσδε πέτερας έδρανα μετά κλυταίεις Δελφίσιν, Κασταλίδος ευύδρου νάματ’ επινίσσεται
Δελφόν ανά πρωώνα μαντείον εφέπων πάγον. Ανακλυτά μεγαλόπολις Αθίς, ευχαίσι
φερόπλοιο ναίουσα Τριτωνίδος δάπεδον άθραυστον αγίοις δε βωμοίσιν Άφαιστος αείθει νέων μήρα τάουρων, ομού δε νιν Άραψ ατμός ές Όλυμπον ανακίδναται λιγύ δέ Λωτός βρέμων αιόλοις μέλεσιν ωδάν κρέκει, χρυσέα δ’ αυδύθρους κίθαρις ύμνοισιν αναμέλπεται ο δέ θέρων πρόπας εσμός Αθθίδα λαχών».
»ἐνταυθοῖ νῦν πύθευ ἐπὶ χθονὶ βωτιανείρῃ: οὐδὲ σύ γε ζώουσα κακὸν δήλημα βροτοῖσιν ἔσσεαι, οἳ γαίης πολυφόρβου καρπὸν ἔδοντες ἐνθάδ’ ἀγινήσουσι τεληέσσας ἑκατόμβας: οὐδέ τί τοι θάνατόν γε δυσηλεγέ’ οὔτε Τυφωεὺς ἀρκέσει οὔτε Χίμαιρα δυσώνυμος, ἀλλά σέ γ’ αὐτοῦ πύσει Γαῖα μέλαινα καὶ ἠλέκτωρ Ὑπερίων»
Φυσικά υπάρχει και η άποψη του Παυσανία πως το δράκο Πύθωνα ο Απόλλωνας τον σκοτώνει μαζί με την αδερφή του την Άρτεμη. ( Ἀπόλλων καὶ Ἄρτεμις ἀποκτείναντες Πύθωνα) Ο Καλλίμαχος πάλι, στον Ύμνο στον Απόλλωνα, μιλάει για περισσότερα βέλη «τὸν μὲν σὺ κατήναρες ἄλλον ἐπ’ ἄλλῳβάλλων ὠκὺν ὀϊστόν». Ο Ευριπίδης στην Ιφιγένεια ἐν Ταύροις λέει πως σκότωσε τον Πύθωνα από την αγκαλιά της μητέρας του: «ἔτι νιν ἔτι βρέφος, ἔτι φίλας ἐπὶ ματέρος ἀγκάλαισι θρώισκων ἔκανες»
Σύμφωνα με τον Υγίνο, ένας χρησμός έλεγε πως ο Πύθωνας θα σκοτωνόταν από το γιο της Λητώς. Γι’ αυτό το λόγο ο Πύθωνας προσπάθησε να σκοτώσει τη Λητώ. Παράλληλα, η Ήρα που είχε μάθει ότι η Λητώ θα γεννούσε παιδιά από το Δία, έκανε ό,τι μπορούσε για να εμποδίσει τη γέννα. Ο Δίας, για να προστατέψει τη Λητώ, την έστειλε με τον Ποσειδώνα στο νησί Ορτυγία ή Αστερία, που τότε περιφερόταν, χωρίς να έχει σταθερή θέση ή ακόμα ήταν καλυμμένο από τα κύματα. Εκεί γέννησε η Λητώ, κάτω από ένα θόλο που σχημάτιζαν τα κύματα.
Την τρίτη μέρα από τη γέννησή του ο Απόλλωνας σκότωσε τον Πύθωνα. Έκλεισε τη στάχτη του σε σαρκοφάγο, και σύμφωνα με την παράδοση τάφηκε κάτω από τον ομφαλό του ναού των Δελφών. Είτε έτσι είτε αλλιώς ο Απόλλωνας σκότωσε ένα δράκο ή μια δράκαινα (αρσενικό ή θηλυκό φίδι) που φύλαγε τους Δελφούς. Το όνομα που παίρνει ο Απόλλωνας (Πύθιος) είτε οφείλεται στο όνομα του δράκου (Πύθων) είτε γιατί διέταξε το δράκο να σαπίσει (πύθευ). Ο Στράβων πάλι το ετυμολογεί από το ρ. πυνθάνομαι (Γεωγραφικά «κεκλῆσθαι δὲ καὶ τὴν προφήτιν (Πυθία)οὔτω καὶ τὴν πόλιν (Πυθώ) ἀπὸ τοῦ πυθέσθαι».
Ο Ομηρικός ύμνος δεν αναφέρει τίποτα. Σύμφωνα με τον Παυσανία πήγε στην Αιγιάλεια, το παλιό όνομα της Σικυώνας μαζί με την αδερφή του «παρεγένοντο ἐς τὴν Αἰγιάλειαν καθαρσίων ἕνεκα» ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, στην Κρήτη, όπου τους εξάγνισε ο Καρμάνορας: «οἱ μὲν ἐς Κρήτην παρὰ Καρμάνορα ἀπετράποντο». Ο Πλούταρχος εξηγώντας μια γιορτή των Δελφών, τα Σεπτήρια, μας λέει ότι πήγε στα Τέμπη «Τὸ μὲν οὖν Σεπτήριον ἔοικε μίμημα τῆς πρὸς τὸν Πύθωνα τοῦ θεοῦ μάχης εἶναι καὶ τῆς μετὰ τὴν μάχην ἐπὶ τὰ Τέμπη φυγῆς καὶ ἐκδιώξεως».
Στα Τέμπη ο Απόλλωνας δούλεψε ως σκλάβος του Βασιλιά των Φερρών Άδμητου για επτά χρόνια· γυρνώντας στους Δελφούς έφερε μαζί του και κλαδιά δάφνης με τα οποία έκτισε τον πρώτο ναό. Υπάρχει όμως και η εξής δελφική παράδοση, στην οποία όμως δεν έχουμε εξαγνισμό: όταν γεννήθηκε ο Απόλλωνας, ο Δίας τον στεφάνωσε με χρυσή ταινία, του έδωσε τη λύρα κι αφού τον ανέβασε σ’ ένα άρμα που το έσερναν κύκνοι, τον έστειλε να εγκατασταθεί στη μαντείο των Δελφών.
Χωρίς να ξέρουμε για ποιο λόγο, ο Απόλλωνας δεν πήγε στο μαντείο αλλά στη χώρα των Υπερβορείων. Εκεί κάθισε για ένα χρόνο και κάποια στιγμή επιτέλους γύρισε στους Δελφούς, με το ίδιο άρμα που το έσερναν κύκνοι. Οι Δελφοί χαιρέτισαν τον ερχομό του Απόλλωνα· τραγουδούσαν τα αηδόνια, τα χελιδόνια, μέχρι και τα τζιτζίκια. Ο ποταμός Κηφισός, για να τον τιμήσει, φούσκωσε τα κύματά του και χάρισε στην πηγή Κασταλία τα μαντικά της νερά.
ΔΕΛΦΙΚΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΜΑΤΑ«”Εν δέ τω προνάω τά εν Δελφοΐς γεγραμμένα, εστίν ωφελήματα ανθρώποις». Παυσανίας «Φωκικά»
Οι αρχαίοι Έλληνες ιερείς δεν έδιναν συμβουλές ούτε άκουγαν τις εξομολογήσεις των πιστών, αλλά ασχολούνταν μόνο με την τέλεση των θυσιών και των άλλων ιεροτελεστιών. Η ηθική εκπαίδευση και καθοδήγηση των πολιτών ξεκινούσε μεν από τους παιδαγωγούς και παιδοτρίβες της νεαρής ηλικίας, αλλά συνεχιζόταν αργότερα στα μαντεία, τα οποία, εκτός από τις χρησμοδοτήσεις τους για τα μελλούμενα και τις θελήσεις των θεών, έδιναν και ένα πλήθος ηθικών παραγγελμάτων και προτροπών συμβουλευτικού χαρακτήρα για τα προβλήματα της καθημερινής ζωής.
Περίoπτη θέση, βέβαια, κατείχε σε όλα αυτά το διάσημο σε όλο τον κόσμο Μαντείο των Δελφών, του οποίου τα ομώνυμα ηθικά παραγγέλματα είχαν καταγραφεί στους τοίχους του προνάου του Ναού του Απόλλωνος, στο υπέρθυρο ή σε ακόμα σε διάφορες στήλες που είχαν τοποθετηθεί περιμετρικά στις πλευρές του ναού. Στο αέτωμα του ναού δέσποζαν τα τρία σπουδαιότερα Δελφικά Παραγγέλματα, τα οποία εύκολα μπορούσε να διακρίνει ο πλησιάζων επισκέπτης:
Στο βιβλίο του αυτό προτείνει διάφορες πιθανές ερμηνείες, μέσα από τις απόψεις των ομιλητών στους διαλόγους του. Μερικοί απ’ αυτούς το συνδέουν ερμηνευτικά ή αριθμολογικά με τον ίδιο το θεό Απόλλωνα ή ευρύτερα με τον Πυθαγόρειο Αριθμό, την πρώτη και απόλυτη αιτία των πάντων. Μια άλλη άποψη είναι ότι το ΕΙ έχει την έννοια του «εάν» ή ευχολογικά – παρακλητικά του «είθε». Ένας άλλος ομιλητής υποστηρίζει, με τη ίδια έννοια του «εάν», ότι το «ΕΙ» προτείνεται από το θεό Απόλλωνα στους φιλοσοφούντες, διότι «κανένα πράγμα δεν υπάρχει χωρίς αιτία και κανένας συλλογισμός χωρίς μία λογική υπόθεση».
Μια τελευταία άποψη, του Αμμωνίου, υποστηρίζει ότι το Δελφικό «Ε» δε δηλώνει κανένα αριθμό, καμιά τάξη, σύνδεσμο ή ελλείπον μόριο μιας λέξης, αλλά είναι μια προσαγόρευση και προσφώνηση του θεού προς τον πλησιάζοντα επισκέπτη. Ο θεός χαιρετά τον επισκέπτη αποτεινόμενος προς αυτόν με το «Γνώθι σαυτόν» και ο επισκέπτης απαντά με το «ΕΙ» (Είσαι, Υπάρχεις), αναγνωρίζοντας την ύπαρξή του και «Είσαι Ένας» (ΕΙ ΕΝ), διότι είναι ο Α-ΠΟΛΛΙΝ, αυτός δηλαδή που δεν είναι για τους πολλούς.
Κατά κάποια άποψη όλες αυτές οι ερμηνείες είναι ελλειμματικές και το «Ε» ή «ΕΙ» θα πρέπει να αποτελεί και αυτό ένα ηθικό Παράγγελμα, όπως και τα δυο άλλα εκατέρωθέν του, ή τουλάχιστον να τα συνοψίζει και ολοκληρώνει σε μια αρμονική ισορροπούσα τριάδα. Με την απλή, άμεση ερμηνεία του σαν «Είσαι» ή «Υπάρχεις» θα μπορούσε να σημαίνει ότι ΕΙΣΑΙ ή ΥΠΑΡΧΕΙΣ μόνον όταν έχεις γνωρίσει πλήρως τον εαυτό σου και δρας ακολουθώντας τη «Μέση Οδό» του μέτρου και της αρμονίας.
Μια άλλη «αριθμητική» ερμηνεία του «Ε» θα μπορούσε να προέρχεται από την ίδια τη μορφή του, η οποία αποτελείται από τρία οριζόντια (όμοια) ευθύγραμμα τμήματα κι ένα τέταρτο κάθετο που τα ενοποιεί, δημιουργώντας έτσι μαζί την ιερή Πυθαγόρεια Τετρακτίνα, η οποία αποτελεί επίσης με αυτό τον τρόπο τη σύνθεση και ολοκλήρωση του «Γνώθι σαυτόν» και του «Μηδέν άγαν», έκαστο παράγγελμα των οποίων υποκρύπτει επίσης μέσα του τη μεσότητα ή ισορροπία μιας δυάδας άκρων: Της άγνοιας και δοκησισοφίας από τη μια μεριά και της έλλειψης και υπερβολής από την άλλη.
Τα Δελφικά Παραγγέλματα, που θεωρούνταν αρχικά σαν προτροπές και «λόγοι» του ίδιου του θεού Απόλλωνα, αποδόθηκαν αργότερα στους περίφημους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας (Θαλή το Μιλήσιο, Πιττακό το Μυτιληναίο, Βίαντα τον Πρηνέα, Σόλωνα τον Αθηναίο, Κλεόβουλο το Ρόδιο, Περίανδρο τον Κορίνθιο και Χίλωνα το Λακεδαιμόνιο).
Το Μαντείο των Δελφών έπαιξε γενικά έναν περισπούδαστο ρόλο στην ηθική εκπαίδευση του ελληνικού γένους με βάση τα πρότυπα του Λόγου (Σοφίας ή Αυτογνωσίας), του Μέτρου και του Ρυθμού, με άλλα λόγια του Κάλλους της Απολλώνειας διδασκαλίας, η οποία συνοψίζεται στα τρία προαναφερθέντα μέγιστα αποφθέγματα – παραγγέλματα του ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ ΕΙ, του ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ και του ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ.
Γενικότερα, τα Δελφικά παραγγέλματα είναι λιτές αποφθεγματικές εκφράσεις, δύο έως πέντε λέξεων, μεστές σοφίας, με συμβουλευτικό και προτρεπτικό χαρακτήρα που επιτάσσουν την αρετή και δημιουργούν από μόνα τους, συνολικά, μια πλήρη ηθική διδασκαλία.
1. ΕΠΟΥ ΘΕΩ. Να ακολουθούμε τον θεό.
2. ΘΕΟΥΣ ΣΕΒΟΥ. Να σεβόμαστε τους θεούς.
3. ΓΟΝΕΙΣ ΑΙΔΟΥ. Να σεβόμαστε τους γονείς μας.
4. ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΝ ΑΙΔΟΥ. Να σεβόμαστε τους μεγαλύτερους.
5. ΙΚΕΤΑΣ ΑΙΔΟΥ. Να σεβόμαστε αυτούς που μας ικετεύουν.
6. ΣΕΑΥΤΟΝ ΑΙΔΟΥ. Να σεβόμαστε τον εαυτό μας.
7. ΦΟΝΟΥ ΑΠΕΧΟΥ. Να μη φονεύουμε.
8. ΟΡΚΩ ΜΗ ΧΡΩ. Να μην ορκιζόμαστε.
9. ΟΥΣ ΤΡΕΦΕΙΣ, ΑΓΑΠΑ. Να αγαπάμε αυτούς που τρέφουμε.
10. ΕΣΤΙΑΝ ΤΙΜΑ. Να τιμάμε το σπίτι μας.
11. ΓΑΜΟΥΣ ΚΡΑΤΕΙ. Να σεβόμαστε τον γάμο μας.
12. ΓΑΜΕΙΝ ΜΕΛΛΟΝ ΚΑΙΡΟΝ ΓΝΩΘΙ. Να παντρευόμαστε την κατάλληλη στιγμή.
13. ΕΞ ΕΥΓΕΝΩΝ ΓΕΝΝΑ. Να προσπαθούμε να συγγενεύσουμε με καλούς ανθρώπους.
14. Ο ΜΕΛΛΕΙΣ ΔΟΣ. Να δίνουμε φροντίδα (αγάπη) σε όσους νοιαζόμαστε.
15. ΗΤΤΩ ΥΠΕΡ ΔΙΚΑΙΟΥ. Να μαχόμαστε για το δίκαιο , το καλό, το σωστό, το χρήσιμο.
16. ΦΡΟΝΕΙ ΘΝΗΤΑ. Να σκεφτόμαστε όπως αρμόζει σε θνητούς (όχι ως θεοί).
17. ΕΥ ΠΑΣΧΕ ΘΝΗΤΟΣ. Να υπομένουμε ότι συμβεί ως θνητοί.
18. ΑΡΧΕ ΣΕΑΥΤΟΥ. Να κυριαρχούμε (επιβαλλόμαστε) του εαυτού μας (αυτοπειθαρχία).
19. ΘΥΜΟΥ ΚΡΑΤΕΙ. Να συγκρατούμε τον θυμό μας.
20. ΟΜΙΛΕΙ ΠΡΑΩΣ. Να ομιλούμε με πραότητα.
21. ΗΔΟΝΗΣ ΚΡΑΤΕΙΝ. Να είμαστε εγκρατείς.
22. ΓΛΩΤΤΑΝ ΙΣΧΕ. Nα συγκρατούμε τη γλώσσα μας.
23. ΓΛΥΤΤΗΣ ΑΡΧΕ. Να κυριαρχούμε στη γλώσσα μας.
24. ΜΗ ΘΡΑΣΥΝΟΥ. Να μην είμαστε θρασείς.
25. ΑΡΡΗΤΑ ΜΗ ΛΕΓΕ. Να μην αποκαλύπτουμε μυστικά.
26. ΛΕΓΕ ΕΙΔΩΣ. Να λέμε ό,τι γνωρίζουμε.
27. ΟΦΘΑΛΜΟΥ ΚΡΑΤΕΙ. Να ελέγχουμε ό,τι βλέπουμε.
28. ΠΙΝΩΝ ΑΡΜΟΖΕΣ. Όταν πίνουμε, να είμαστε συγκρατημένοι.
29. ΑΚΟΥΣΑΣ ΝΟΕΙ. Να κατανοούμε αφού ακούσουμε (να αντιλαμβανόμαστε με τα μάτια του νου).
30. ΦΡΟΝΗΣΙΝ ΑΣΚΕΙ. Να καλλιεργούμε τη σκέψη, νου, μυαλό…
31. ΜΕΛΕΤΕΙ ΤΟ ΠΑΝ. Να μελετάμε τα πάντα.
32. ΒΟΥΛΕΥΟΥ ΧΡΟΝΩ. Να σκεπτόμαστε τα χρήσιμα.
33. ΓΝΟΥΣ ΠΡΑΤΤΕ. Να πράττουμε με επίγνωση.
34. ΠΑΣΙ ΔΙΑΛΕΓΟΥ. Να συνδιαλεγόμαστε με όλους.
35. ΑΚΟΥΕ ΠΑΝΤΑ. Να ακούμε τα πάντα.
36. ΑΚΟΥΩΝ ΟΡΑ. Όταν ακούμε, βλέπουμε.
37. ΔΟΞΑΝ ΔΙΩΚΕ. Να επιδιώκουμε τη δόξα ή να γνωρίζουμε και άλλες γνώμες.
38. ΔΟΞΑΝ ΜΗ ΛΕΙΠΕ. Να μην υποτιμούμε τη δόξα.
39. ΚΑΛΟΝ ΤΟ ΛΕΓΕ. Να λέμε το ορθό, το δίκαιο, την αλήθεια.
40. ΕΥΛΟΓΕΙ ΠΑΝΤΑΣ. Να λέμε καλά λόγια για όλους.
41. ΟΣΙΑ ΚΡΙΝΕ. Να κρίνουμε με αγιότητα.
42. ΕΥΓΕΝΕΙΑΝ ΑΣΚΕΙ. Να είμαστε ευγενείς ή να έχουμε ευγενική ψυχή.
43. ΦΙΛΟΦΡΟΝΕΙ ΠΑΣΙΝ. Να αγαπάμε τους πάντες (ανθρώπους) και τα πάντα.
44. ΕΥΠΡΟΣΗΓΟΡΟΣ ΓΙΝΟΥ. Να είμαστε ευπροσήγοροι (παρηγορητικοί).
45. ΕΥΦΗΜΟΣ ΙΣΘΙ. Να έχουμε καλή φήμη.
46. ΕΥΦΗΜΙΑΝ ΑΣΚΕΙ. Να χρησιμοποιούμε την καλή μας φήμη.
47. ΦΥΛΑΚΗΝ ΠΡΟΣΕΧΕ. Να είμαστε σε εγρήγορση.
48. ΟΜΟΙΟΙΣ ΧΡΩ. Να συναναστρεφόμαστε με τους ομοίους μας.
49. ΟΡΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ. Να προνοούμε για το μέλλον.
50. ΥΒΡΙΝ ΜΙΣΕΙ. Να μη βρίζουμε, να μισούμε την ύβρη.
51. ΕΥΧΟΥ ΔΥΝΑΤΑ. Να ευχόμαστε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας (αληθινά).
52. ΧΡΗΣΜΟΥΣ ΘΑΥΜΑΣΕ. Να εκτιμούμε τους χρησμούς.
53. ΦΙΛΟΙΣ ΒΟΗΘΕΙ. Να βοηθάμε τους φίλους.
54. ΦΙΛΙΑΝ ΑΓΑΠΑ. Να αγαπάμε τη φιλία.
55. ΦΙΛΟΙΣ ΕΥΝΟΕΙ. Να ευνοούμε (βοηθάμε) τους φίλους.
56. ΦΙΛΙΑΝ ΦΥΛΑΤΤΕ. Να διαφυλάττουμε τη φιλία.
57. ΦΙΛΩ ΧΑΡΙΖΟΥ. Να είμαστε πάντα διαθέσιμοι στους φίλους μας (ή σε αυτούς που αγαπάμε).
58. ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΔΙΔΑΣΚΕ. Να διδάσκεις τους νεότερους.
59. ΥΙΟΥΣ ΠΑΙΔΕΥΕ. Να εκπαιδεύουμε τα παιδιά μας.
60. ΣΟΦΙΑΝ ΖΗΤΕΙ. Να αναζητούμε τη σοφία ή να είμαστε φιλομαθείς (φίλοι της σοφίας).
61. ΜΑΝΘΑΝΩΝ ΜΗ ΚΑΜΝΕ. Να μην κουραζόμαστε να μαθαίνουμε.
62. ΓΝΩΘΙ ΜΑΘΩΝ. Να γνωρίζουμε αφού μάθουμε.
63. ΣΟΦΟΙΣ ΧΡΩ. Να συναναστρεφόμαστε με σοφούς ή να χρησιμοποιούμε τη σοφία τους.
64. ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΓΙΝΟΥ. Να γίνουμε φιλόσοφοι.
65. ΣΑΥΤΟΝ ΙΣΘΙ. Να μη χάνουμε τον εαυτό μας.
66. ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ. Να γνωρίζουμε τον εαυτό μας (πρώτα).
67. ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΑΝΤΕΧΟΥ. Να προσηλωνόμαστε στην εκπαίδευσή μας και να υπομένουμε τις δυσκολίες της.
68. ΗΘΟΣ ΔΟΚΙΜΑΖΕ. Να επιδοκιμάζεις το ήθος.
69. ΤΕΧΝΗ ΧΡΩ. Να ασκούμε ή να χρησιμοποιούμε την τέχνη.
70. ΕΥΕΡΓΕΣΙΑΣ ΤΙΜΑ. Να εκτιμούμε τις ευεργεσίες που μας γίνονται.
71. ΑΓΑΘΟΥΣ ΤΙΜΑ. Να τιμούμε τους αγαθούς (τις καλές πράξεις των άλλων).
72. ΕΠΑΙΝΕΙ ΑΡΕΤΗΝ. Να επαινούμε την αρετή (ή τον ενάρετο).
73. ΤΥΧΗΝ ΝΟΜΙΖΕ. Να έχουμε κατά νου το τυχαίο που θα συμβεί (πρόληψη).
74. ΤΥΧΗ ΜΗ ΠΙΣΤΕΥΕ. Να μην πιστεύουμε στην τύχη (στα τυχερά παιχνίδια) ή να μη γινόμαστε τυχοδιώκτες.
75. ΤΥΧΗΝ ΣΤΕΡΓΕ. Να αποδεχόμαστε τα μοιραία γεγονότα-ατυχίες της ζωής μας.
76. ΕΓΓΥΗΝ ΦΕΥΓΕ. Να αποφεύγουμε να εγγυόμαστε για κάποιον ή για κάτι.
77. ΧΑΡΙΝ ΕΚΤΕΛΕΙ. Να κάνουμε χάρες.
78. ΕΥΤΥΧΙΑΝ ΕΥΧΟΥ. Να ευχόμαστε ευτυχία.
79. ΟΝΕΙΔΟΣ ΕΧΘΑΙΡΕ. Να εχθρεύεσαι τον χλευασμό.
80. ΥΒΡΙΝ ΑΜΥΝΟΥ. Να προφυλάσσεσαι από την ύβρη.
81. ΛΕΓΕ ΠΡΑΤΤΕ ΔΙΚΑΙΑ. Να πράττουμε δίκαια.
82. ΚΡΙΝΕ ΔΙΚΑΙΑ. Να κρίνουμε δίκαια ή να είμαστε δίκαιοι στην κριτική μας.
83. ΑΔΙΚΕΙΝ ΜΙΣΕΙ. Να μισούμε την αδικία.
84. ΚΡΙΤΗΝ ΓΝΩΘΙ. Να γνωρίζουμε τον κριτή μας.
85. ΑΔΩΡΟΔΟΚΗΤΟΣ ΔΙΚΑΖΕ. Να δικάζουμε χωρίς δωροδοκία.
86. ΑΙΤΙΩ ΠΑΡΟΝΤΑ. Να αιτιολογούμε όσα μας συμβαίνουν.
87. ΥΙΟΙΣ ΜΗ ΚΑΤΑΘΑΡΡΕΙ. Να μην αποκαρδιώνουμε τα παιδιά μας.
88. ΚΟΙΝΟΣ ΓΙΝΟΥ. Να είμαστε κοινωνικοί.
89. ΑΠΟΚΡΙΝΟΥ ΕΝ ΚΑΙΡΩ. Να αποκρινόμαστε τον κατάλληλο καιρό.
90. ΠΡΑΤΤΕ ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΩΣ. Να πράττουμε με σιγουριά (δίχως αμφιβολίες).
91. ΕΛΠΙΔΑ ΑΙΝΕΙ. Να δοξάζεις την ελπίδα (να μην απογοητευόμαστε ή να μη χάνουμε την ελπίδα μας).
92. ΤΩ ΒΙΩ ΜΑΧΟΥ. Να μαχόμαστε (αγωνιζόμαστε) για τη ζωή.
93. ΑΤΥΧΟΥΝΤΙ ΣΥΝΑΧΘΟΥ. Να συμπάσχουμε με τον δυστυχή.
94. ΧΡΟΝΟΥ ΦΕΙΔΟΥ. Να εκμεταλλευόμαστε τον χρόνο μας.
95. ΠΕΡΑΣ ΕΠΙΤΕΛΕΙ ΜΗ ΑΠΟΔΕΙΛΙΩΝ. Να μη διστάζουμε να τελειώνουμε ό,τι αρχίζουμε.
96. ΕΠΙΤΕΛΕΙ ΣΥΝΤΟΜΩΣ. Να πληρώνουμε (τελειώνουμε) αμέσως ή χωρίς αναβολή.
97. ΚΑΙΡΟΝ ΠΡΟΣΔΕΧΟΥ. Να δεχόμαστε τον χρόνο.
98. ΓΗΡΑΣ ΠΡΟΣΔΕΧΟΥ. Να αποδεχόμαστε το γήρας.
99. ΑΜΑΡΤΑΝΩΝ ΜΕΤΑΝΟΕΙ. Να μετανοούμε για τις ανομίες, λάθη, αμαρτίες μας.
100. ΕΡΙΝ ΜΙΣΕΙ. Να μισούμε την έριδα (φιλονικία).
101. ΟΜΟΝΟΙΑΝ ΔΙΩΚΕ. Να επιδιώκουμε την ομόνοια (ειρήνη, ομοψυχία).
102. ΒΙΑΣ ΜΗ ΕΧΟΥ. Να αποφεύγουμε τη βία.
103. ΒΙΑΝ ΜΗΔΕΝ ΠΡΑΤΤΕΙΝ. Να μην κάνουμε τίποτα με βία.
104. ΝΟΜΩ ΠΕΙΘΟΥ. Να πειθαρχούμε στον νόμο ή να είμαστε νομοταγείς.
105. ΤΟ ΚΡΑΤΟΥΝ ΦΟΒΟΥ. Να φοβόμαστε τον ανώτερο (ή τον άρχοντα).
106. ΘΝΗΣΚΕ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ. Να πεθαίνουμε για την πατρίδα.
107. ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΜΥΝΟΥ. Να προφυλασσόμαστε από τους εχθρούς μας.
108. ΕΠΙ ΡΩΜΗ ΜΗ ΚΑΥΧΩ. Να μην καυχιόμαστε για τη δύναμή μας.
109. ΜΗ ΑΡΧΕ ΥΒΡΙΖΕΙΝ. Να μην κυριαρχούμε με αλαζονεία.
110. ΛΑΒΩΝ ΑΠΟΔΟΣ. Όταν λαμβάνουμε, να δίνουμε.
111. ΕΥΓΝΩΜΩΝ ΓΙΝΟΥ. Να είμαστε ευγνώμονες.
112. ΠΡΟΝΟΙΑΝ ΤΙΜΑ. Να εκτιμούμε τη βοήθεια από όπου και αν προέρχεται.
113. ΥΦΟΡΩ ΜΗΔΕΝΑ. Κανέναν να μην βλέπουμε με καχυποψία.
114. ΑΛΛΟΤΡΙΩΝ ΑΠΕΧΟΥ. Να απέχουμε από κακίες, δολοπλοκίες (αλλότρια).
115. ΨΕΓΕ ΜΗΔΕΝΑ. Να μην κατηγορούμε κανέναν.
116. ΔΙΑΒΟΛΗΝ ΜΙΣEI. Να μισούμε τη διαβολή (να μη βάζουμε λόγια).
117. ΦΘΟΝΕΙ ΜΗΔΕΝΙ. Κανέναν να μην φθονούμε ή ζηλεύουμε.
118. ΑΠΕΧΘΕΙΑΝ ΦΕΥΓΕ. Να Να αποφεύγεις την απέχθεια (κακία).
119. ΕΧΘΡΑΣ ΔΙΑΛΥΕ. Να διαλύουμε τις έχθρες.
120. ΚΑΚΙΑΝ ΜΙΣΕΙ. Να μισούμε την κακία.
121. ΚΑΚΙΑΣ ΑΠΕΧΟΥ. Να απέχουμε από την κακία.
122. ΔΟΛΟΝ ΦΟΒΟΥ. Να φοβόμαστε τον δόλο.
123. ΑΠΟΝΤΙ ΜΗ ΜΑΧΟΥ. Να μην κακολογούμε αυτόν που είναι απών.
124. ΠΛΟΥΤΕΙ ΔΙΚΑΙΩΣ. Να πλουτίζουμε δίκαια.
125. ΔΙΚΑΙΩΣ ΚΤΩ. Να αποκτούμε τίμια (δίκαια).
126. ΠΟΝΕΙ ΜΕΤ’ ΕΥΚΛΕΙΑΣ. Να κοπιάζουμε δίκαια.
127. ΠΛΟΥΤΩ ΑΠΟΣΤΕΙ. Να αποστασιοποιούμαστε από τον πλούτο.
128. ΧΡΩ ΧΡΗΜΑΣΙ. Να χρησιμοποιούμε τα χρήματά μας.
129. ΔΑΠΑΝΩΝ ΑΡΧΟΥ. Να ελέγχουμε τις δαπάνες μας.
130. ΕΧΩΝ ΧΑΡΙΖΟΥ. Όταν έχουμε, να χαρίζουμε.
131. ΧΑΡΙΖΟΥ ΕΥΛΑΒΩΣ. Λογικά να χαρίζουμε.
132. ΚΤΩΜΕΝΟΣ ΗΔΟΥ. Να ευχαριστιόμαστε με αυτά που αποκτάμε.
133. ΕΡΓΑΖΟΥ ΚΤΗΤΑ. Να κοπιάζουμε για πράγματα άξια κτήσης.
134. ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ. Κάθε τι που έχει μέτρο είναι άριστο, δηλαδή το καλύτερο.
135. ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ. Τίποτα να μην είναι υπερβολικό.
136. ΕΥΣΕΒΕΙΑΝ ΦΥΛΑΤΤΕ. Να είμαστε ευσεβείς.
137. ΑΙΣΧΥΝΗΝ ΣΕΒΟΥ. Να σεβόμαστε την εντροπή.
138. ΚΙΝΔΥΝΕΥΕ ΦΡΟΝΥΜΩΣ. Με σύνεση και λογική να κινδυνεύουμε.
139. ΜΗ ΕΠΙ ΠΑΝΤΙ ΛΥΠΟΥ. Να μη λυπόμαστε για το κάθε τι.
140. ΑΛΥΠΩΣ ΒΙΟΥ. Να επιδιώκουμε να ζούμε χωρίς λύπες.
141. ΤΕΛΕΥΤΩΝ ΑΛΥΠΟΣ. Να πεθαίνουμε χωρίς λύπη.
142. ΙΔΙΑ ΦΥΛΑΤΤΕ. Να προστατεύουμε τα δικά μας.
143. ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΘΗΡΩ. Να κυνηγάμε το καλό μας.
144. ΣΕΑΥΤΟΝ ΕΥ ΠΟΙΕΙ. Να κάνουμε ό,τι καλύτερο για τον εαυτό μας.
145. ΠΡΟΓΟΝΟΥΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ. Να τιμούμε τους προγόνους.
146. ΕΠΙ ΝΕΚΡΩ ΜΗ ΓΕΛΑ. Να μην κοροϊδεύουμε τους νεκρούς.
147. ΕΠΑΓΓΕΛΟΥ ΜΗΔΕΝΙ. Να μη διατάζουμε κανέναν.
148. ΠΑΙΣ ΩΝ ΚΟΣΜΙΟΣ ΙΣΘΙ, ΗΒΩΝ ΕΓΚΡΑΤΗΣ, ΜΕΣΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣ, ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΣΟΦΟΣ.
Παιδιά να είμαστε κόσμιοι, έφηβοι εγκρατείς, άνδρες δίκαιοι, γέροντες σοφοί.
Εκτός, πάντως, από τα παραπάνω, υπάρχουν και άλλες αρχαιοελληνικές ηθικές ρήσεις και γνωμικά μεστότατα σοφίας, όπως π.χ. τα εξής:
Το Δελφικό Ε ή αλλιώς το «Έψιλον εν Δελφοίς» είναι άλλο ένα πολύ παρεξηγημένο σύμβολο, όπως και η σβάστικα που οι αδαείς θέλουν να τα ταυτίζουν, από άγνοια ή σκοπιμότητα, με μυστικές ομάδες, συνομωσίες και άλλου είδους φαντασιώσεις και ανοησίες. Ούτε το Ε είναι ή έχει ουδεμία σχέση με την χαριτωμένη «ομάδα Ε» ούτε η σβάστικα με την ακόμη πιο χαριτωμένη «ομάδα ναζιστών».
Το Γράμμα Έψιλον σαν σύμβολο σχετίζεται άμεσα με την Δελφική Ηλιακή μυσταγωγία, την μύηση του Ανθρώπου στο ΦΩΣ. Η τοποθέτησης του στο αέτωμα του Δελφικού Ναού του ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ (φορέα του Φωτός – της Ηλιακής Δύναμης) δηλώνει την αέναη σχέση του Ανθρώπου με το Φως, την τελείωση και ως εκ τούτου σαν Έψιλον υποδηλώνεται ο Φωτεινός.
Το γράμμα Ε είναι σαν σχήμα η έκφανση της Τριαδικότητας του Έμψυχου Ανθρώπου, εξ ου και οι τρεις φορές τοποθέτηση του εις το αέτωμα του Απολλώνιου ναού, μια σε ξύλο, δεύτερη σε χαλκό και τρίτη σε χρυσό. Το γράμμα Ε ως αριθμός συμβολίζεται με τον αριθμό 5. Τα 5 κοσμογονικά στοιχεία της Γης, του Αέρα, του Νερού του Πυρ και την Πεμπτ-ουσία τον Αιθέρα. Όλα τα παραπάνω συνθέτουν τον Άνθρωπο. Ομοίως γνωρίζουμε ότι το ιερό πεντάγραμμο συμβολίζει τον Άνθρωπο και παράλληλα τα 5 στοιχεία που τον αποτελούν κατά τους Πυθαγόρειους μύστες όπου το είχαν σαν ιερό σύμβολο.
Τρεις φορές τοποθετήθηκε ένα Ε (ΕΨΙΛΟΝ) στην κορυφή τού Αετώματος τού Ναού τού Απόλλωνος στους Δελφούς, κατάντικρυ σε όποιον πλησίαζε την κεντρική, ανατολική Πύλη του, πάντοτε συνοδευόμενο από το ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ στην κάτω αριστερή γωνία και το ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ στην κάτω δεξιά τού ιδίου Αετώματος. Ήταν γνωστά σαν «Δελφικά παραγγέλματα», το δε Ε το «προεδρεύον αυτών».
Τo Ε (ΕΨΙΛΟΝ) βρισκόταν στην κορυφή τού Αετώματος τού Ναού τού Απόλλωνος στους Δελφούς, αντίκρυ σε όποιον πλησίαζε την κεντρική, ανατολική Πύλη του, πάντοτε συνοδευόμενο από το ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ στην κάτω αριστερή γωνία και το ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ στην κάτω δεξιά τού ιδίου Αετώματος, είχε όμως για τον αρχαίο Άνθρωπο την δική του σημαντική αξία και φιλοσοφία και συνεχίζει μέχρι σήμερα να έχει ακριβώς την ίδια, για τους Ένθεους Ανθρώπους. Ποιο ήταν και τι σήμαινε το ΔΕΛΦΙΚΟ ΕΨΙΛΟΝ;
Το παλαιότερο από αυτά (τα Ε) ήταν ξύλινο κι αναφέρεται σαν «Ε των Σοφών», γιατί αφιερώθηκε από τον Σόλωνα κατά μία εκδοχή, κατά δε άλλη από όλους μαζί τούς τότε αναγνωρισμένους Σοφούς. Όταν αυτό εφθάρη, οι Αθηναίοι ανέθεσαν στο Ναό το δεύτερο, το οποίο ήταν χάλκινο. Σε αντικατάσταση και αυτού, η Λιβία Δρουσέλλα, σύζυγος τού Αυγούστου, αφιέρωσε το τρίτο και τελευταίο, από καθαρό χρυσό. Η μοναδική πληροφορία για το Ε των Δελφών προέρχεται από τον Πλούταρχο, ο οποίος ως Ιερεύς δια βίου τού Απόλλωνος, ήταν κοινωνός και γνώστης των Μυστηρίων.
Το ότι λοιπόν ένα γράμμα τού Αλφαβήτου, είναι το αποκλειστικό αντικείμενο μιας ολόκληρης διατριβής του, δείχνει, όπως και τα γραφόμενα, την μεγάλη σημασία πού ένας συγγραφέας της ολκής του, απέδιδε σ’ αυτό. Το ότι κανείς άλλος δεν έγραψε γι’ αυτό, αλλά κι ο τρόπος (σε μορφή διαλόγου) πού ο ίδιος ο Πλούταρχος το παρουσιάζει, συνηγορούν ότι πρόκειται για κλείδα των Δελφικών Μυστηρίων, γιατί ως γνωστόν η αποκάλυψη στοιχείων τους στους αμύητους, αποτελούσε ηθικό και ποινικό αδίκημα. Στον διάλογο αυτόν, προβάλλονται διάφορες ερμηνείες από τούς διαλεγόμενους.
Σε κάποιες επεμβαίνει ο ίδιος ο Πλούταρχος, με πληθώρα αναλύσεων, μη παίρνοντας ρητή θέση, αλλ’ ωστόσο καθοδηγώντας διακριτικά τον αναγνώστη. Δεν μπορεί έτσι να κατηγορηθεί ότι αποκαλύπτει τα των Μυστηρίων, αλλά προτρέπει σε συλλογισμούς προσέγγισής τους, τηρώντας το ρηθέν από τον Ηράκλειτο ότι:
«Ο ΑΝΑΞ Ο ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ, ΟΥΤΕ ΛΕΓΕΙ, ΟΥΤΕ ΚΡΥΠΤΕΙ, ΑΛΛΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ».
Τα δε σημαίνοντα διαφέρουν ως προς την προσέγγισή τους, ανάλογα με την πνευματική, την ποιοτική και την μυητική διαβάθμιση. Γιατί κι ο ίδιος ο Θεός έχει ανάλογα ονόματα προς αυτούς: είναι ΛΟΞΙΑΣ για τούς μη νοούντας, ΠΥΘΙΟΣ για εκείνους που αρχίζουν να μαθαίνουν, να ερωτούν, να ενημερώνονται και ΔΗΛΙΟΣ και ΦΑΝΑΙΟΣ σε όσους φανερώνεται και διαφαίνεται κάποια Αλήθεια. Είναι ΙΣΜΗΝΙΟΣ σ’ αυτούς που γνωρίζουν την αλήθεια και ΛΕΣΧΗΤΟΡΙΟΣ σ’ εκείνους που μεταχειρίζονται αυτήν την Αλήθεια, φιλοσοφώντας.
Το Ε, όντας το δεύτερο των γραμμάτων, των εχόντων Φωνήν (φωνηέντων), δηλώνει τον Απόλλωνα, τον δεύτερο τη ταξει, μετά τον Δία, Θεόν. Η πρώτη άποψη στο διάλογο, δηλωμένη από τον αδελφό τού Πλουτάρχου Λαμπρία, είναι πώς οι πέντε από τούς επτά Σοφούς – οι Χίλων, Θαλής, Σόλων, Βίας και Πιττακός θέλοντας να διαχωριστούν από τούς άλλους δύο, τον Κλεόβουλο τον Λίνδιο και τον Περίανδρο τον Κορίνθιο, οι οποίοι με πλάγια μέσα εξεπόρθησαν τη φήμη τού Σοφού – αφιέρωσαν το Ε (δηλαδή τον αριθμό 5) στον Θεό, δηλώνοντας έτσι το πραγματικό πλήθος τους. Άλλος είπε πως το Ε, όντας το δεύτερο των γραμμάτων, των εχόντων Φωνήν (φωνηέντων), δηλώνει τον Απόλλωνα, τον δεύτερο τη ταξει, μετά τον Δία, θεόν.
Η τρίτη άποψη τού Ιερέως Νικάνδρου είναι ότι, επειδή το Ε γράφεται και ΕΙ (βλ. Δειπνοσοφιστού βιβλ. β’.5: » πάντες οι Αρχαίοι τώ ΟΥ αντί τού Ο μακρού στοιχείου προσεχρώντο, παραπλησίως και τώ ΕΙ αντί τού Ε μακρού. Ώσπερ ορώμεν καν τή Ιλιάδι το πέμπτον βιβλίον σημειούμενον διά τού ΕΙ.), είναι χαρακτηριστικό των προς χρησμοδότησιν ερωτημάτων (εάν), αλλά και μόριο ευχής ή παράκλησης (ΕΙ-θε). Η άποψη τού Θέοντος, πού ακολουθεί, είναι πως ο Θεός ευνοώντας την Διαλεκτική, παραδέχεται αυτό το μόριο (ΕΙ) τού συλλογισμού και χρησιμοποιώντας το συχνά στους Χρησμούς του, προτείνει τή χρήση του στους Φιλοσόφους.
Γιατί Φιλοσοφία είναι η έρευνα της Σοφίας και φως της Σοφίας η απόδειξη και της απόδειξης αρχή ο συναπτόμενος συλλογισμός. Και κανένα πράγμα δεν υπάρχει χωρίς αιτία και κανένας συλλογισμός δίχως λογική προϋπόθεση. Ο Έυστροφος ο Αθηναίος υποστηρίζει πως το Ε δηλώνει την έννοια των αριθμών ως Πεμπάς, αφού οι Σοφοί το αριθμείν ονομάζουν »πεμπάζειν». Εκφράζει έτσι την Πυθαγόρεια θέση ότι ο αριθμός είναι πρώτη και απόλυτη αιτία των πάντων κι ότι ο Θεός αεί γεωμετρεί.
Την άποψη αυτή συμπληρώνει ο ίδιος ο Πλούταρχος, λέγοντας ότι οι αριθμοί διαιρούνται σε άρτιους και περιττούς και η Μονάδα είναι κοινή κατά τη δύναμη και στα δύο είδη, αφού προστιθέμενη, κάνει τον άρτιο περιττό και τον περιττό άρτιο. Το δύο είναι ο πρώτος άρτιος και το τρία ο πρώτος περιττός. Το άθροισμα αυτών των δύο δίνει αριθμό εξαιρετικής τιμής, γιατί πρώτος αυτός αποτελείται από πρώτους και έχει ονομασθεί από τούς Πυθαγόρειους Γάμος, λόγω της ομοιότητάς του με την ενωτική σχέση τού άρτιου προς το θήλυ και τού περιττού προς το άρρεν.
Γιατί από καμιά ανάμιξη τους δεν γεννιέται άρτιος, μα πάντα περιττός και ποτέ άρτιος όταν προστεθεί σε άρτιο δεν γεννά περιττό, ούτε βγαίνει από τη φύση του, από αυτήν ακριβώς την αδυναμία του να γεννήσει άλλον. Αντίθετα, περιττοί όταν προστεθούν σε περιττούς, γεννούν πολλούς άρτιους, γιατί πάντα αποτελούν το γόνιμο στοιχείο. Το πέντε (Ε) λέγεται και φύσις γιατί με τον πολλαπλασιασμό επί τον εαυτό του τελειώνει πάντα στον εαυτό του. Γιατί και η φύση – πού από τον σπόρο μετά από διάφορες μεταμορφώσεις, αποδίδει πάλι σπόρο – πάντα τελειώνει στον εαυτό της.
Κι όταν αυτό (το Ε) προστίθεται στον εαυτό του, γεννά εκ περιτροπής ή τον εαυτό του ή την δεκάδα, κι αυτό γίνεται επ’ άπειρον. Η ένωση λοιπόν της Πεμπάδος (Ε) με τον εαυτό της δεν γεννά τίποτε ατελές ή αλλιώτικο, αλλ’ έχει καθορισμένες μεταβολές. Γεννά ή τον αριθμό τού είδους της ή τον τέλειο αριθμό. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το κοινόν με τον Απόλλωνα, γιατί ο Θεός υμνείται ως αιώνιος και άφθαρτος από την ίδια του την φύση, και άλλοτε ως πυρ τα πάντα εξομοιώνει προς τα πάντα (ΠΥΡΟΣ Τ’ΑΝΤΑΜΕΙΒΕΣΘΑΙ ΠΑΝΤΑ), άλλοτε δε καταφεύγει σε μεταμορφώσεις τού εαυτού του ως προς την μορφή, την διάθεση και την δύναμη, όπως ακριβώς κι ο Κόσμος.
Αλλά και στη Μουσική, που είναι η οδός της Σοφίας, η Πεμπάς έχει την σημασία της. Γιατί πέντε είναι οι ορθές συμφωνίες και αν και υπάρχουν πολλά διαστήματα μεταξύ των τόνων, η Μελωδία, πέντε μόνο χρησιμοποιεί: τη Δίεση, το Ημιτόνιο, τον Τόνο, το Τριημιτόνιο και το Δίτονο. Μα και κατά τον Πλάτωνα, αν υπάρχουν περισσότεροι από έναν κόσμοι, τότε αυτοί είναι πέντε. Αλλά κι αν υπάρχει μόνο ένας, όπως λέγει ο Αριστοτέλης, αυτός αποτελείται από πέντε: τον κόσμο της Γης, τον κόσμο τού Ύδατος, αυτόν τού Πυρός, τον τέταρτο τού Αέρος και τον πέμπτο που άλλοι ονομάζουν Ουρανό, άλλοι Φώς, άλλοι Αιθέρα και άλλοι Πέμπτη Ουσία ή Πεμπτουσία.
Αρκετοί Φιλόσοφοι συσχετίζουν με αυτούς τούς πέντε κόσμους, τις πέντε αισθήσεις, γιατί θεωρούν ότι η αφή είναι σκληρή και γεώδης, η γεύση από την υγρότητά της αποκτά αντίληψη για τις ποιότητες γευστών. Η όσφρηση επειδή είναι αναθυμίασης και άρα γεννάται από την θερμότητα, έχει τη φύση του πυρός. Ο αέρας όταν προσκρούει στο αυτί γίνεται φωνή και ήχος. Και τέλος η όρασης διαλάμπει από το φως και τον Αιθέρα. Ο διάλογος κλείνει με την άποψη τού Αμμωνίου που υποστηρίζει ότι ούτε αριθμό, ούτε τάξη, ούτε σύνδεσμο, ούτε κάποιο άλλο ελλίπον μόριο λέξεως, δηλώνει το Ε. Αλλά ότι είναι αυτοτελής τού Θεού προσαγόρευσης και προσφώνησης.
Ο Θεός, όταν πλησιάζει κάποιος στο Ναό, τον χαιρετά και τον προσαγορεύει με το »Γνώθι σ’αυτόν», κι αυτός ανταπαντά » ΕΙ » (είσαι), αναγνωρίζοντας ότι πραγματικά Αυτός υπάρχει. Και »ΕΙ ΕΝ», γιατί είναι Ένας (ΕΝ ΔΕ ΑΠΟΛΛΩΝ) – γι’ αυτό λέγεται Α-πολλών – αρνούμενος τα πολλά και το πλήθος. Λέγεται και Ιήϊος γιατί είναι Ένας και μόνος, και Φοίβος γιατί οι Αρχαίοι έτσι ονόμαζαν κάθε καθαρό κι αγνό.
«… ο θεός υπάρχει, αν χρειάζεται να το πούμε, και υπάρχει όχι κατά οποιοδήποτε χρονικό μέτρο, αλλά κατά τον αιώνα τον ακίνητο, τον άχρονο, τον αμετάβλητο, που δεν έχει πριν και μετά, ούτε μέλλον και παρελθόν, ούτε παλιότερα και νεότερα. Αλλά ο θεός, όντας ένας, πληρεί την αιωνιότητα του μέσα στο τώρα, και το μόνο που υπάρχει είναι αυτό που υπάρχει κατά τον τρόπο του θεού, δηλαδή αυτό που δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει και ούτε άρχισε ούτε θα τελειώσει. Ως εξής, λοιπόν, πρέπει να με σεβασμό να χαιρετίζουμε και να προσαγορεύουμε το θεό : Είσαι. Και, μα τον Δία, όπως ορισμένοι από τους παλαιούς: Είσαι Ένα.
Γιατί το θείο δεν είναι πολλά, όπως ο καθένας από μας είναι ετερόκλιτο άθροισμα μύριων διαφοροποιήσεων που οφείλονται στις μεταβολές μας, ένα ανακάτεμα. Αλλά το όν πρέπει να είναι ένα, όπως και το ένα όν, ενώ η ετερότητα, καθόσον διαφέρει από το όν, μεταπίπτει στην γέννηση του μη όντος. Επομένως, ταιριάζει καλά στον θεό και το πρώτο και το δεύτερο όνομά του. Γιατί είναι Απόλλωνας, καθόσον αρνείται τα πολλά, και αποποιείται το πλήθος.
Ο Πλούταρχος τελειώνει εδώ τον διάλογο, με την τελευταία άποψη να αναιρεί όλες τις προηγούμενες, χωρίς κάποιο συμπερασματικό επίλογο ή σχόλιο, μη κλείνοντας ουσιαστικά το θέμα κι αφήνοντας να εννοηθεί ότι υπάρχουν πιθανώς και άλλες πτυχές της Αλήθειας. Τηρεί έτσι ως Μύστης και Ιερεύς, τις Μυστηριακές επιταγές, κάνοντας συγχρόνως ένα άνοιγμα προς τούς έξω και αμύητους. Άνοιγμα που έχει από μια μεριά σκοπιμότητα – σε μια εποχή παρακμής τού Μαντείου και ανταγωνισμού του από άλλες θρησκείες και Θεούς που εισήγαγαν οι Ρωμαίοι από τα πέρατα της Αυτοκρατορίας – αλλά και ανάγκη της προβολής και δικαίωσης τού Κοσμικού και Νοητικού χαρακτήρα της Απολλώνιας Θεοσέβειας.
Λέγεται και Φοίβος γιατί οι Αρχαίοι έτσι ονόμαζαν κάθε καθαρό κι αγνό. Ο Πλούταρχος τελειώνει εδώ τον διάλογο, με την τελευταία άποψη να αναιρεί όλες τις προηγούμενες, χωρίς κάποιο συμπερασματικό επίλογο ή σχόλιο, μη κλείνοντας ουσιαστικά το θέμα κι αφήνοντας να εννοηθεί ότι υπάρχουν πιθανώς και άλλες πτυχές της Αλήθειας. Τηρεί έτσι ως Μύστης και Ιερεύς, τις Μυστηριακές επιταγές, κάνοντας συγχρόνως ένα άνοιγμα προς τούς έξω και αμύητους.
Άνοιγμα που έχει από μια μεριά σκοπιμότητα – σε μια εποχή παρακμής τού Μαντείου και ανταγωνισμού του από άλλες θρησκείες και Θεούς που εισήγαγαν οι Ρωμαίοι από τα πέρατα της Αυτοκρατορίας – αλλά και ανάγκη της προβολής και δικαίωσης τού Κοσμικού και Νοητικού χαρακτήρα της Απολλώνιας Θεοσέβειας. Στη Σαμοθράκη έχουν βρεθεί κεραμικά πιάτα που χρησιμοποιούνταν σε τελετές των Καβειρίων Μυστηρίων. Τα μισά από αυτά είχαν χαραγμένο ένα Θ (Θήτα) και τα υπόλοιπα ένα Ε.
Και τα δύο συμβολίζουν το Θείον. Το πρώτο σαν Κέντρο τού Σύμπαντος Όλου, το δεύτερο σαν Ενωτικό των Πάντων στοιχείο. Η Ελληνική γλώσσα δεν είναι απλά μια γλώσσα επικοινωνίας. Είναι το παράγωγο μιας Κοσμικής, Συμπαντικής γεωμετρικής Μήτρας κωδικοποιημένων Εννοιολογήσεων. Η Ελληνική γλώσσα είναι Λόγος, και ο Λόγος είναι πρώτιστα αναλογία. Κι εκφράζεται πολυσήμαντα και κατ’ αναλογία σε άπειρα διαβαθμιστικά επίπεδα. Από τα πλέον Γήινα σαν επικοινωνία, έως τα πλέον Κοσμικά σαν Κοσμικές, Συμπαντικές έννοιες.
Από τούς νεότερους συγγραφείς μόνο δύο έχουν γράψει για το Ε των Δελφών. Ο Στέφ. Καραθεοδωρής, Ιατρός και ο Γ. Λευκοφρύδης, Δικηγόρος (Αθήνα 1977), οι οποίοι αφού αναφέρονται στα τού Πλουτάρχου, διατυπώνουν ο καθένας κι από μια δική του άποψη. Ο μεν πρώτος επισημαίνοντας ότι το Ε συμβολίζει τον Θεό, το συνδέει με το γράμμα (συλλαβή) τού Εβραϊκού αλφαβήτου, που επίσης συμβολίζει το Θείον, υποστηρίζοντας ότι είναι μετάφρασή του και συνεπώς αποτέλεσμα μαθητείας κι αποδοχής της Εβραϊκής Θρησκείας.
Ο δε δεύτερος, Λευκοφρύδης, συνδέοντας το Δελφικό Ε με την κατά την άποψή του αποκωδικοποίηση τού έργου τού Αριστοτέλη »Οργάνων Όργανον», υποστηρίζει ότι πρόκειται για διακριτικό σύμβολο ενός Πλανητικού συστήματος στον αστερισμό τού Λαγού και τού συνωνύμου του Κοσμοσκάφους.
Στη Σαμοθράκη έχουν βρεθεί κεραμικά πιάτα που χρησιμοποιούνταν σε τελετές των Καβειρίων Μυστηρίων. Τα μισά από αυτά είχαν χαραγμένο ένα Ο (Θήτα) και τα υπόλοιπα ένα Ε. Και τα δύο συμβολίζουν το Θείον. Το πρώτο σαν Κέντρο τού Σύμπαντος Όλου, το δεύτερο σαν Ενωτικό των Πάντων στοιχείο. Η Ελληνική γλώσσα δεν είναι απλά μια γλώσσα επικοινωνίας. Είναι το παράγωγο μιας Κοσμικής, Συμπαντικής γεωμετρικής Μήτρας κωδικοποιημένων Εννοιολογήσεων.
Ο Φιλόστρατος αναφέρει ότι: «Παλαμήδης εύρε τα γράμματα ουχ υπέρ τού γράφειν μόνον, αλλά και υπέρ τού γιγνώσκειν ά δεί μή γράφειν». Κατά τον Λουκιανό, ο Παλαμήδης – υιός τού Ναυπλίου, Ομηρικός ήρως και εφευρέτης τού Αλφαβήτου- »… πρώτος ημίν τούς νόμους τούτους διατυπώσας, ου τή ταξει μόνον καθ’ ήν προεδρίαν βεβαιούνται, διώρισεν τί πρώτον έσται ή δεύτερον, αλλά καί ποιότητας άς έκαστον έχει καί δυνάμεις συνείδον».
Χαρακτηριστικά δηλαδή τού Αλφαβήτου εκτός από τη σειρά των γραμμάτων είναι και οι ποιότητες αυτών, αλλά και οι δυνάμεις. Τι σημαίνει όμως, τα γράμματα έχουν ποιότητες και δυνάμεις; Δυνάμεις να κάνουν τί, ή δυνάμεις τίνων; Η Ελληνική γλώσσα είναι Λόγος, και ο Λόγος είναι πρώτιστα αναλογία. Κι εκφράζεται πολυσήμαντα και κατ’ αναλογία σε άπειρα διαβαθμιστικά επίπεδα. Από τα πλέον Γήινα σαν επικοινωνία, έως τα πλέον Κοσμικά σαν Κοσμικές, Συμπαντικές έννοιες.
Έτσι το Ν είναι Νόησης. Το Λ είναι Λόγος. Ο Λόγος όταν αποκτά βάση (-), γίνεται -Δ- Δραστηριοποιείται, αποκτά Διαστάσεις. Το Ο είναι μία Ολότητα, ένα Πάν. Το Όλον με το Κέντρο του, είναι το Θ (Θήτα) το Θείον, το Σύν-Πάν. Το Ε είναι τα τρία στοιχεία (οι τρείς παράλληλες γραμμές) τού Τρισυπόστατου Εμψυχου Ανθρώπου, ενωμένα. Εξ ου και Ένωσης= ώσις πρό τό ΕΝ = ώθηση προς την Ενθεη Ανθρώπινη Νόηση.
Τό Ε δηλώνει, τον Ενωτικό χαρακτήρα τού Τρισυπόστατου Ανθρώπου και γι’ αυτό αφιερώθηκε, μαζί με τα «Γνώθι σ’αυτόν» καί «Μηδέν Άγαν», που είναι επίσης Ενωτικά παραγγέλματα – αφού δεν νοείται Ένωσης χωρίς την βαθιά, Νοητική γνώση τού Είναι, αλλ’ ούτε και προσέγγισης της με το Φως και την Αρμονία. Αυτό το στοιχείο της Ένωσης συνηγορεί προς την ονομασία »Γάμος», που έδωσαν στο Ε, οι Πυθαγόρειοι.
Μιλώντας για Θεό (με κεφαλαίο γράμμα) Θείον σε καμία περίπτωση δεν νοείται ο Δημιουργός και τα δημιουργήματα του. Ο Θεός/οι Θεοί ΔΕΝ δημιουργεί δημιουργίες και δημιουργήματα. Τις Δημιουργίες τις δημιουργούν οι Δημιουργοί κι όχι οι Θεοί. Οι Θεοί βρίσκονται ΕΞΩ από τις δημιουργίες. Για να μπορεσει ένας/μια Δημιουργός να δημιουργήσει μια δημιουργία., χρειάζεται την Θεία φλόγα δηλ. Ψυχές και τις κλέβει απ την πηγή τους.
Ο άνθρωπος είναι δημιούργημα ενός ή πολλών δημιουργών και το ζητούμενο του είναι να δραπετεὐεσει απ την φυλακή του και να ξαναενωθεί με τον Θεό, σαν μια στάλα, να ενωθεί με την πηγή απ όπου αποκόπηκε ή κλάπηκε, από την/τον δημιουργό. Αλλά μόνον οι έχοντες την Θεία φλόγα ή ψυχή έχουν την δυνατότητα και την απαιτούμενη ικανότητα να το καταφέρουν. Γι αυτό αν οι έχοντες την Θεία φλόγα ή Ψυχή δραπετεύσουν απ την δημιουργία φυλακή τους κινδυνεύει η/ο δημιουργός να χάσει το παιχνίδι του. Το πρώτο που χρειάζεται να κάνει ο Τρισυπόστατος Άνθρωπος είναι να γίνει ΕΙΝΑΙ, να ενώσει τα κομμάτια του και αυτό που τα κραττάει χωρισμένα είναι το ΕΓΩ του.
Ο τρόπος για να δραπετεύσουν απ την φυλακή τους οι Ψυχές, οι έχοντες την Θεία φλόγα είναι η εκμηδένιση του Εγώ, του Εγωισμού τους. Αυτού του ασήμαντου τέρατος με τα χιλιάδες κεφάλια που είναι η ψευδαίσθηση μιας ζωής, μα ταυτόχρονα τα κάγκελα και οι αλυσίδες της φυλακής του. Έχουμε γράψει σε πολλά άρθρα τι να κάνετε και πώς να κινηθείτε για να πετύχετε αυτήν την κατάσταση του ΕΙΝΑΙ μακριά από τις συγχύσεις και τα ψεύδη του ΕΓΩ, βρείτε τα και δραστηριοποιηθείτε στο μονοπάτι της ανεξαρτησίας.
Λέξεις και Γράμματα, τα εργαλεία του ΕΓΩ / Δημιουργού για να φυλακίζει τις Ένθεες Ψυχές: Δεν είμαστε εμείς αυτοί που πλάσουν τις λέξεις τής γλώσσας μας. Η γλώσσα μας και μαζί οι λέξεις της δεν ξεκινούν μ’ εμάς ως άτομα. Τις παραλαμβάνουμε έτοιμες, συμβατικά πλασμένες, συλλογικό καρπό από τις γενιές που προηγήθηκαν. Είναι «πολλών ανθρώπων παιδιά οι λέξεις μας», λέει ο Σεφέρης, χαρακτηριστικά, θέλοντας να δείξει την παράδοση, την ιστορία και την προσωπικότητα των λέξεων κάθε γλώσσας και τον σεβασμό που απαιτεί η χρήση τους.
Γεννούν υποχρεώσεις οι λέξεις: Να γνωρίσεις καλά το περιεχόμενό τους, το εύρος και το βάθος τής πληροφορίας που δηλώνουν, δηλ. τη σημασία τους. Να σεβαστείς τη λειτουργία τους στην επικοινωνία, χρησιμοποιώντας τες και ερμηνεύοντας σωστά τη σημασία που έχουν στη γλώσσα. Η ειλικρίνεια στη χρήση και ερμηνεία των λέξεων είναι θέμα σεβασμού των αρχών τής επικοινωνίας και μαζί τής ηθικής τής γλώσσας. Γιατί κάθε ηθελημένη αλλοίωση τού περιεχομένου των λέξεων που χρησιμοποιείς ο ίδιος ή κάθε παραποίηση τής σημασίας των λέξεων που χρησιμοποιεί ο άλλος οδηγούν σε στρέβλωση τής επικοινωνίας και νόθευση των ανθρωπίνων σχέσεων.
Έτσι η αναζήτηση τής πιο πρόσφορης λέξης ή συνδυασμού λέξεων (φράσης, πρότασης) που θα πραγματώσει ένα επικοινωνιακό γεγονός δεν είναι πολυτέλεια· είναι ανάγκη. Ανάγκη επικοινωνιακή· που θα πει νοητική, πνευματική, εσωτερική. Κι όσο πιο γνήσια, πιο κατανοητά, πιο άμεσα πληρωθεί αυτή η ανάγκη, τόσο πιο ανθρώπινη, πιο ειλικρινής, πιο ουσιαστική γίνεται η επικοινωνία μας. Γι’ αυτό η πάλη με τις λέξεις, η αναμέτρηση με τον θησαυρό τής γλώσσας απ’ όπου αντλούμε τις λέξεις μας, η αγωνία για τη σωστή λέξη έχουν μεγάλη σημασία, αφού καθορίζουν την ποιότητα τής επικοινωνίας μας.
«Πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου» λέει ο Εμπειρίκος, ζητώντας να μεταβληθεί ο λόγος σε πράξη, να υπάρξει ανταπόκριση και πραγματική επικοινωνία. Άλλωστε, οι λέξεις (και γενικότερα η γλώσσα) σε τι άλλο οδηγούν παρά σε πράξεις. «How to do things with words», πώς να πράττουμε με λέξεις, διδάσκει χαρακτηριστικά ο φιλόσοφος τής γλώσσας Austin. Κι αν υπάρχει ένας κατεξοχήν χώρος όπου κυριαρχούν οι λέξεις, ο χώρος αυτός είναι η ποίηση: το βασίλειο των λέξεων. Γιατί εκεί πραγματικά η λέξη ή και ο απλούστερος συνδυασμός λέξεων, η φράση, μπορεί να σηκώνει το κύριο βάρος τού μηνύματος.
Βεβαίως, η επικοινωνία, από τη φύση της, στηρίζεται σε ευρύτερα σύνολα, πάνω και πέρα από τη λέξη· στηρίζεται σε κείμενα. Η μακροδομή (το κείμενο) στην επικοινωνία υπερισχύει τής μικροδομής (λέξης – φράσης – πρότασης). Η επικοινωνία είναι ανάπτυξη μιας κεντρικής ιδέας, μιας ανάγκης, ενός μηνύματος που προϋποθέτει σειρά νοημάτων, δηλ. προτάσεων, συγκροτημένων σε κείμενο. Ωστόσο, η λέξη, η επιλεγμένη, η ζυγισμένη, η φορτισμένη, η αποκαλυπτική, γίνεται συχνά το κέντρο βάρους τού μηνύματος. Είναι τυχαίο ότι ο μεγάλος πραγματιστής φιλόσοφος, ο Αριστοτέλης, είναι εκείνος που πρώτος εισήγαγε τη λέξη στην κύρια μονάδα και βάση τής γλώσσας;
ΧΑΡΤΕΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Οι αρχαίοι Έλληνες ιερείς δεν έδιναν συμβουλές ούτε άκουγαν τις εξομολογήσεις των πιστών, αλλά ασχολούνταν μόνο με την τέλεση των θυσιών και των άλλων ιεροτελεστιών. Η ηθική εκπαίδευση και καθοδήγηση των πολιτών ξεκινούσε μεν από τους παιδαγωγούς και παιδοτρίβες της νεαρής ηλικίας, αλλά συνεχιζόταν αργότερα στα μαντεία, τα οποία, εκτός από τις χρησμοδοτήσεις τους για τα μελλούμενα και τις θελήσεις των θεών, έδιναν και ένα πλήθος ηθικών παραγγελμάτων και προτροπών συμβουλευτικού χαρακτήρα για τα προβλήματα της καθημερινής ζωής.
Περίoπτη θέση, βέβαια, κατείχε σε όλα αυτά το διάσημο σε όλο τον κόσμο Μαντείο των Δελφών, του οποίου τα ομώνυμα ηθικά παραγγέλματα είχαν καταγραφεί στους τοίχους του προνάου του Ναού του Απόλλωνος, στο υπέρθυρο ή σε ακόμα σε διάφορες στήλες που είχαν τοποθετηθεί περιμετρικά στις πλευρές του ναού. Στο αέτωμα του ναού δέσποζαν τα τρία σπουδαιότερα Δελφικά Παραγγέλματα, τα οποία εύκολα μπορούσε να διακρίνει ο πλησιάζων επισκέπτης:
- Κάτω αριστερά το ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ (να γνωρίσεις τον εαυτό σου).
- Κάτω δεξιά το ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ (να κάνεις τα πάντα με μέτρο, αποφεύγοντας την υπερβολή).
- Ανάμεσά τους, στη κορυφή, το περίφημο «ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ Ε» (ή ΕΙ), για το οποίο ο ιερέας των Δελφών Πλούταρχος έγραψε ολόκληρη πραγματεία («Περί του εν Δελφοΐς Ε»), προσπαθώντας να ερμηνεύσει την απωλεσθείσα σημασία του.
Μια τελευταία άποψη, του Αμμωνίου, υποστηρίζει ότι το Δελφικό «Ε» δε δηλώνει κανένα αριθμό, καμιά τάξη, σύνδεσμο ή ελλείπον μόριο μιας λέξης, αλλά είναι μια προσαγόρευση και προσφώνηση του θεού προς τον πλησιάζοντα επισκέπτη. Ο θεός χαιρετά τον επισκέπτη αποτεινόμενος προς αυτόν με το «Γνώθι σαυτόν» και ο επισκέπτης απαντά με το «ΕΙ» (Είσαι, Υπάρχεις), αναγνωρίζοντας την ύπαρξή του και «Είσαι Ένας» (ΕΙ ΕΝ), διότι είναι ο Α-ΠΟΛΛΙΝ, αυτός δηλαδή που δεν είναι για τους πολλούς.
Κατά κάποια άποψη όλες αυτές οι ερμηνείες είναι ελλειμματικές και το «Ε» ή «ΕΙ» θα πρέπει να αποτελεί και αυτό ένα ηθικό Παράγγελμα, όπως και τα δυο άλλα εκατέρωθέν του, ή τουλάχιστον να τα συνοψίζει και ολοκληρώνει σε μια αρμονική ισορροπούσα τριάδα. Με την απλή, άμεση ερμηνεία του σαν «Είσαι» ή «Υπάρχεις» θα μπορούσε να σημαίνει ότι ΕΙΣΑΙ ή ΥΠΑΡΧΕΙΣ μόνον όταν έχεις γνωρίσει πλήρως τον εαυτό σου και δρας ακολουθώντας τη «Μέση Οδό» του μέτρου και της αρμονίας.
Μια άλλη «αριθμητική» ερμηνεία του «Ε» θα μπορούσε να προέρχεται από την ίδια τη μορφή του, η οποία αποτελείται από τρία οριζόντια (όμοια) ευθύγραμμα τμήματα κι ένα τέταρτο κάθετο που τα ενοποιεί, δημιουργώντας έτσι μαζί την ιερή Πυθαγόρεια Τετρακτίνα, η οποία αποτελεί επίσης με αυτό τον τρόπο τη σύνθεση και ολοκλήρωση του «Γνώθι σαυτόν» και του «Μηδέν άγαν», έκαστο παράγγελμα των οποίων υποκρύπτει επίσης μέσα του τη μεσότητα ή ισορροπία μιας δυάδας άκρων: Της άγνοιας και δοκησισοφίας από τη μια μεριά και της έλλειψης και υπερβολής από την άλλη.
Τα Δελφικά Παραγγέλματα, που θεωρούνταν αρχικά σαν προτροπές και «λόγοι» του ίδιου του θεού Απόλλωνα, αποδόθηκαν αργότερα στους περίφημους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας (Θαλή το Μιλήσιο, Πιττακό το Μυτιληναίο, Βίαντα τον Πρηνέα, Σόλωνα τον Αθηναίο, Κλεόβουλο το Ρόδιο, Περίανδρο τον Κορίνθιο και Χίλωνα το Λακεδαιμόνιο).
Το Μαντείο των Δελφών έπαιξε γενικά έναν περισπούδαστο ρόλο στην ηθική εκπαίδευση του ελληνικού γένους με βάση τα πρότυπα του Λόγου (Σοφίας ή Αυτογνωσίας), του Μέτρου και του Ρυθμού, με άλλα λόγια του Κάλλους της Απολλώνειας διδασκαλίας, η οποία συνοψίζεται στα τρία προαναφερθέντα μέγιστα αποφθέγματα – παραγγέλματα του ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ ΕΙ, του ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ και του ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ.
Γενικότερα, τα Δελφικά παραγγέλματα είναι λιτές αποφθεγματικές εκφράσεις, δύο έως πέντε λέξεων, μεστές σοφίας, με συμβουλευτικό και προτρεπτικό χαρακτήρα που επιτάσσουν την αρετή και δημιουργούν από μόνα τους, συνολικά, μια πλήρη ηθική διδασκαλία.
1. ΕΠΟΥ ΘΕΩ. Να ακολουθούμε τον θεό.
2. ΘΕΟΥΣ ΣΕΒΟΥ. Να σεβόμαστε τους θεούς.
3. ΓΟΝΕΙΣ ΑΙΔΟΥ. Να σεβόμαστε τους γονείς μας.
4. ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΝ ΑΙΔΟΥ. Να σεβόμαστε τους μεγαλύτερους.
5. ΙΚΕΤΑΣ ΑΙΔΟΥ. Να σεβόμαστε αυτούς που μας ικετεύουν.
6. ΣΕΑΥΤΟΝ ΑΙΔΟΥ. Να σεβόμαστε τον εαυτό μας.
7. ΦΟΝΟΥ ΑΠΕΧΟΥ. Να μη φονεύουμε.
8. ΟΡΚΩ ΜΗ ΧΡΩ. Να μην ορκιζόμαστε.
9. ΟΥΣ ΤΡΕΦΕΙΣ, ΑΓΑΠΑ. Να αγαπάμε αυτούς που τρέφουμε.
10. ΕΣΤΙΑΝ ΤΙΜΑ. Να τιμάμε το σπίτι μας.
12. ΓΑΜΕΙΝ ΜΕΛΛΟΝ ΚΑΙΡΟΝ ΓΝΩΘΙ. Να παντρευόμαστε την κατάλληλη στιγμή.
13. ΕΞ ΕΥΓΕΝΩΝ ΓΕΝΝΑ. Να προσπαθούμε να συγγενεύσουμε με καλούς ανθρώπους.
14. Ο ΜΕΛΛΕΙΣ ΔΟΣ. Να δίνουμε φροντίδα (αγάπη) σε όσους νοιαζόμαστε.
15. ΗΤΤΩ ΥΠΕΡ ΔΙΚΑΙΟΥ. Να μαχόμαστε για το δίκαιο , το καλό, το σωστό, το χρήσιμο.
16. ΦΡΟΝΕΙ ΘΝΗΤΑ. Να σκεφτόμαστε όπως αρμόζει σε θνητούς (όχι ως θεοί).
17. ΕΥ ΠΑΣΧΕ ΘΝΗΤΟΣ. Να υπομένουμε ότι συμβεί ως θνητοί.
18. ΑΡΧΕ ΣΕΑΥΤΟΥ. Να κυριαρχούμε (επιβαλλόμαστε) του εαυτού μας (αυτοπειθαρχία).
19. ΘΥΜΟΥ ΚΡΑΤΕΙ. Να συγκρατούμε τον θυμό μας.
20. ΟΜΙΛΕΙ ΠΡΑΩΣ. Να ομιλούμε με πραότητα.
21. ΗΔΟΝΗΣ ΚΡΑΤΕΙΝ. Να είμαστε εγκρατείς.
22. ΓΛΩΤΤΑΝ ΙΣΧΕ. Nα συγκρατούμε τη γλώσσα μας.
23. ΓΛΥΤΤΗΣ ΑΡΧΕ. Να κυριαρχούμε στη γλώσσα μας.
24. ΜΗ ΘΡΑΣΥΝΟΥ. Να μην είμαστε θρασείς.
25. ΑΡΡΗΤΑ ΜΗ ΛΕΓΕ. Να μην αποκαλύπτουμε μυστικά.
26. ΛΕΓΕ ΕΙΔΩΣ. Να λέμε ό,τι γνωρίζουμε.
27. ΟΦΘΑΛΜΟΥ ΚΡΑΤΕΙ. Να ελέγχουμε ό,τι βλέπουμε.
28. ΠΙΝΩΝ ΑΡΜΟΖΕΣ. Όταν πίνουμε, να είμαστε συγκρατημένοι.
29. ΑΚΟΥΣΑΣ ΝΟΕΙ. Να κατανοούμε αφού ακούσουμε (να αντιλαμβανόμαστε με τα μάτια του νου).
30. ΦΡΟΝΗΣΙΝ ΑΣΚΕΙ. Να καλλιεργούμε τη σκέψη, νου, μυαλό…
31. ΜΕΛΕΤΕΙ ΤΟ ΠΑΝ. Να μελετάμε τα πάντα.
32. ΒΟΥΛΕΥΟΥ ΧΡΟΝΩ. Να σκεπτόμαστε τα χρήσιμα.
33. ΓΝΟΥΣ ΠΡΑΤΤΕ. Να πράττουμε με επίγνωση.
34. ΠΑΣΙ ΔΙΑΛΕΓΟΥ. Να συνδιαλεγόμαστε με όλους.
35. ΑΚΟΥΕ ΠΑΝΤΑ. Να ακούμε τα πάντα.
36. ΑΚΟΥΩΝ ΟΡΑ. Όταν ακούμε, βλέπουμε.
37. ΔΟΞΑΝ ΔΙΩΚΕ. Να επιδιώκουμε τη δόξα ή να γνωρίζουμε και άλλες γνώμες.
38. ΔΟΞΑΝ ΜΗ ΛΕΙΠΕ. Να μην υποτιμούμε τη δόξα.
39. ΚΑΛΟΝ ΤΟ ΛΕΓΕ. Να λέμε το ορθό, το δίκαιο, την αλήθεια.
40. ΕΥΛΟΓΕΙ ΠΑΝΤΑΣ. Να λέμε καλά λόγια για όλους.
41. ΟΣΙΑ ΚΡΙΝΕ. Να κρίνουμε με αγιότητα.
42. ΕΥΓΕΝΕΙΑΝ ΑΣΚΕΙ. Να είμαστε ευγενείς ή να έχουμε ευγενική ψυχή.
43. ΦΙΛΟΦΡΟΝΕΙ ΠΑΣΙΝ. Να αγαπάμε τους πάντες (ανθρώπους) και τα πάντα.
44. ΕΥΠΡΟΣΗΓΟΡΟΣ ΓΙΝΟΥ. Να είμαστε ευπροσήγοροι (παρηγορητικοί).
45. ΕΥΦΗΜΟΣ ΙΣΘΙ. Να έχουμε καλή φήμη.
46. ΕΥΦΗΜΙΑΝ ΑΣΚΕΙ. Να χρησιμοποιούμε την καλή μας φήμη.
47. ΦΥΛΑΚΗΝ ΠΡΟΣΕΧΕ. Να είμαστε σε εγρήγορση.
48. ΟΜΟΙΟΙΣ ΧΡΩ. Να συναναστρεφόμαστε με τους ομοίους μας.
49. ΟΡΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ. Να προνοούμε για το μέλλον.
50. ΥΒΡΙΝ ΜΙΣΕΙ. Να μη βρίζουμε, να μισούμε την ύβρη.
51. ΕΥΧΟΥ ΔΥΝΑΤΑ. Να ευχόμαστε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας (αληθινά).
52. ΧΡΗΣΜΟΥΣ ΘΑΥΜΑΣΕ. Να εκτιμούμε τους χρησμούς.
53. ΦΙΛΟΙΣ ΒΟΗΘΕΙ. Να βοηθάμε τους φίλους.
54. ΦΙΛΙΑΝ ΑΓΑΠΑ. Να αγαπάμε τη φιλία.
55. ΦΙΛΟΙΣ ΕΥΝΟΕΙ. Να ευνοούμε (βοηθάμε) τους φίλους.
56. ΦΙΛΙΑΝ ΦΥΛΑΤΤΕ. Να διαφυλάττουμε τη φιλία.
57. ΦΙΛΩ ΧΑΡΙΖΟΥ. Να είμαστε πάντα διαθέσιμοι στους φίλους μας (ή σε αυτούς που αγαπάμε).
58. ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΔΙΔΑΣΚΕ. Να διδάσκεις τους νεότερους.
59. ΥΙΟΥΣ ΠΑΙΔΕΥΕ. Να εκπαιδεύουμε τα παιδιά μας.
60. ΣΟΦΙΑΝ ΖΗΤΕΙ. Να αναζητούμε τη σοφία ή να είμαστε φιλομαθείς (φίλοι της σοφίας).
61. ΜΑΝΘΑΝΩΝ ΜΗ ΚΑΜΝΕ. Να μην κουραζόμαστε να μαθαίνουμε.
62. ΓΝΩΘΙ ΜΑΘΩΝ. Να γνωρίζουμε αφού μάθουμε.
63. ΣΟΦΟΙΣ ΧΡΩ. Να συναναστρεφόμαστε με σοφούς ή να χρησιμοποιούμε τη σοφία τους.
64. ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΓΙΝΟΥ. Να γίνουμε φιλόσοφοι.
65. ΣΑΥΤΟΝ ΙΣΘΙ. Να μη χάνουμε τον εαυτό μας.
66. ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ. Να γνωρίζουμε τον εαυτό μας (πρώτα).
67. ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΑΝΤΕΧΟΥ. Να προσηλωνόμαστε στην εκπαίδευσή μας και να υπομένουμε τις δυσκολίες της.
68. ΗΘΟΣ ΔΟΚΙΜΑΖΕ. Να επιδοκιμάζεις το ήθος.
69. ΤΕΧΝΗ ΧΡΩ. Να ασκούμε ή να χρησιμοποιούμε την τέχνη.
70. ΕΥΕΡΓΕΣΙΑΣ ΤΙΜΑ. Να εκτιμούμε τις ευεργεσίες που μας γίνονται.
71. ΑΓΑΘΟΥΣ ΤΙΜΑ. Να τιμούμε τους αγαθούς (τις καλές πράξεις των άλλων).
72. ΕΠΑΙΝΕΙ ΑΡΕΤΗΝ. Να επαινούμε την αρετή (ή τον ενάρετο).
73. ΤΥΧΗΝ ΝΟΜΙΖΕ. Να έχουμε κατά νου το τυχαίο που θα συμβεί (πρόληψη).
74. ΤΥΧΗ ΜΗ ΠΙΣΤΕΥΕ. Να μην πιστεύουμε στην τύχη (στα τυχερά παιχνίδια) ή να μη γινόμαστε τυχοδιώκτες.
75. ΤΥΧΗΝ ΣΤΕΡΓΕ. Να αποδεχόμαστε τα μοιραία γεγονότα-ατυχίες της ζωής μας.
76. ΕΓΓΥΗΝ ΦΕΥΓΕ. Να αποφεύγουμε να εγγυόμαστε για κάποιον ή για κάτι.
77. ΧΑΡΙΝ ΕΚΤΕΛΕΙ. Να κάνουμε χάρες.
78. ΕΥΤΥΧΙΑΝ ΕΥΧΟΥ. Να ευχόμαστε ευτυχία.
79. ΟΝΕΙΔΟΣ ΕΧΘΑΙΡΕ. Να εχθρεύεσαι τον χλευασμό.
80. ΥΒΡΙΝ ΑΜΥΝΟΥ. Να προφυλάσσεσαι από την ύβρη.
82. ΚΡΙΝΕ ΔΙΚΑΙΑ. Να κρίνουμε δίκαια ή να είμαστε δίκαιοι στην κριτική μας.
83. ΑΔΙΚΕΙΝ ΜΙΣΕΙ. Να μισούμε την αδικία.
84. ΚΡΙΤΗΝ ΓΝΩΘΙ. Να γνωρίζουμε τον κριτή μας.
85. ΑΔΩΡΟΔΟΚΗΤΟΣ ΔΙΚΑΖΕ. Να δικάζουμε χωρίς δωροδοκία.
86. ΑΙΤΙΩ ΠΑΡΟΝΤΑ. Να αιτιολογούμε όσα μας συμβαίνουν.
87. ΥΙΟΙΣ ΜΗ ΚΑΤΑΘΑΡΡΕΙ. Να μην αποκαρδιώνουμε τα παιδιά μας.
88. ΚΟΙΝΟΣ ΓΙΝΟΥ. Να είμαστε κοινωνικοί.
89. ΑΠΟΚΡΙΝΟΥ ΕΝ ΚΑΙΡΩ. Να αποκρινόμαστε τον κατάλληλο καιρό.
90. ΠΡΑΤΤΕ ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΩΣ. Να πράττουμε με σιγουριά (δίχως αμφιβολίες).
91. ΕΛΠΙΔΑ ΑΙΝΕΙ. Να δοξάζεις την ελπίδα (να μην απογοητευόμαστε ή να μη χάνουμε την ελπίδα μας).
92. ΤΩ ΒΙΩ ΜΑΧΟΥ. Να μαχόμαστε (αγωνιζόμαστε) για τη ζωή.
93. ΑΤΥΧΟΥΝΤΙ ΣΥΝΑΧΘΟΥ. Να συμπάσχουμε με τον δυστυχή.
94. ΧΡΟΝΟΥ ΦΕΙΔΟΥ. Να εκμεταλλευόμαστε τον χρόνο μας.
95. ΠΕΡΑΣ ΕΠΙΤΕΛΕΙ ΜΗ ΑΠΟΔΕΙΛΙΩΝ. Να μη διστάζουμε να τελειώνουμε ό,τι αρχίζουμε.
96. ΕΠΙΤΕΛΕΙ ΣΥΝΤΟΜΩΣ. Να πληρώνουμε (τελειώνουμε) αμέσως ή χωρίς αναβολή.
97. ΚΑΙΡΟΝ ΠΡΟΣΔΕΧΟΥ. Να δεχόμαστε τον χρόνο.
98. ΓΗΡΑΣ ΠΡΟΣΔΕΧΟΥ. Να αποδεχόμαστε το γήρας.
99. ΑΜΑΡΤΑΝΩΝ ΜΕΤΑΝΟΕΙ. Να μετανοούμε για τις ανομίες, λάθη, αμαρτίες μας.
100. ΕΡΙΝ ΜΙΣΕΙ. Να μισούμε την έριδα (φιλονικία).
101. ΟΜΟΝΟΙΑΝ ΔΙΩΚΕ. Να επιδιώκουμε την ομόνοια (ειρήνη, ομοψυχία).
102. ΒΙΑΣ ΜΗ ΕΧΟΥ. Να αποφεύγουμε τη βία.
103. ΒΙΑΝ ΜΗΔΕΝ ΠΡΑΤΤΕΙΝ. Να μην κάνουμε τίποτα με βία.
104. ΝΟΜΩ ΠΕΙΘΟΥ. Να πειθαρχούμε στον νόμο ή να είμαστε νομοταγείς.
105. ΤΟ ΚΡΑΤΟΥΝ ΦΟΒΟΥ. Να φοβόμαστε τον ανώτερο (ή τον άρχοντα).
106. ΘΝΗΣΚΕ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ. Να πεθαίνουμε για την πατρίδα.
107. ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΜΥΝΟΥ. Να προφυλασσόμαστε από τους εχθρούς μας.
108. ΕΠΙ ΡΩΜΗ ΜΗ ΚΑΥΧΩ. Να μην καυχιόμαστε για τη δύναμή μας.
109. ΜΗ ΑΡΧΕ ΥΒΡΙΖΕΙΝ. Να μην κυριαρχούμε με αλαζονεία.
110. ΛΑΒΩΝ ΑΠΟΔΟΣ. Όταν λαμβάνουμε, να δίνουμε.
111. ΕΥΓΝΩΜΩΝ ΓΙΝΟΥ. Να είμαστε ευγνώμονες.
112. ΠΡΟΝΟΙΑΝ ΤΙΜΑ. Να εκτιμούμε τη βοήθεια από όπου και αν προέρχεται.
113. ΥΦΟΡΩ ΜΗΔΕΝΑ. Κανέναν να μην βλέπουμε με καχυποψία.
114. ΑΛΛΟΤΡΙΩΝ ΑΠΕΧΟΥ. Να απέχουμε από κακίες, δολοπλοκίες (αλλότρια).
115. ΨΕΓΕ ΜΗΔΕΝΑ. Να μην κατηγορούμε κανέναν.
116. ΔΙΑΒΟΛΗΝ ΜΙΣEI. Να μισούμε τη διαβολή (να μη βάζουμε λόγια).
117. ΦΘΟΝΕΙ ΜΗΔΕΝΙ. Κανέναν να μην φθονούμε ή ζηλεύουμε.
118. ΑΠΕΧΘΕΙΑΝ ΦΕΥΓΕ. Να Να αποφεύγεις την απέχθεια (κακία).
119. ΕΧΘΡΑΣ ΔΙΑΛΥΕ. Να διαλύουμε τις έχθρες.
120. ΚΑΚΙΑΝ ΜΙΣΕΙ. Να μισούμε την κακία.
121. ΚΑΚΙΑΣ ΑΠΕΧΟΥ. Να απέχουμε από την κακία.
122. ΔΟΛΟΝ ΦΟΒΟΥ. Να φοβόμαστε τον δόλο.
123. ΑΠΟΝΤΙ ΜΗ ΜΑΧΟΥ. Να μην κακολογούμε αυτόν που είναι απών.
124. ΠΛΟΥΤΕΙ ΔΙΚΑΙΩΣ. Να πλουτίζουμε δίκαια.
125. ΔΙΚΑΙΩΣ ΚΤΩ. Να αποκτούμε τίμια (δίκαια).
126. ΠΟΝΕΙ ΜΕΤ’ ΕΥΚΛΕΙΑΣ. Να κοπιάζουμε δίκαια.
127. ΠΛΟΥΤΩ ΑΠΟΣΤΕΙ. Να αποστασιοποιούμαστε από τον πλούτο.
128. ΧΡΩ ΧΡΗΜΑΣΙ. Να χρησιμοποιούμε τα χρήματά μας.
129. ΔΑΠΑΝΩΝ ΑΡΧΟΥ. Να ελέγχουμε τις δαπάνες μας.
130. ΕΧΩΝ ΧΑΡΙΖΟΥ. Όταν έχουμε, να χαρίζουμε.
131. ΧΑΡΙΖΟΥ ΕΥΛΑΒΩΣ. Λογικά να χαρίζουμε.
132. ΚΤΩΜΕΝΟΣ ΗΔΟΥ. Να ευχαριστιόμαστε με αυτά που αποκτάμε.
133. ΕΡΓΑΖΟΥ ΚΤΗΤΑ. Να κοπιάζουμε για πράγματα άξια κτήσης.
134. ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ. Κάθε τι που έχει μέτρο είναι άριστο, δηλαδή το καλύτερο.
135. ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ. Τίποτα να μην είναι υπερβολικό.
136. ΕΥΣΕΒΕΙΑΝ ΦΥΛΑΤΤΕ. Να είμαστε ευσεβείς.
137. ΑΙΣΧΥΝΗΝ ΣΕΒΟΥ. Να σεβόμαστε την εντροπή.
138. ΚΙΝΔΥΝΕΥΕ ΦΡΟΝΥΜΩΣ. Με σύνεση και λογική να κινδυνεύουμε.
139. ΜΗ ΕΠΙ ΠΑΝΤΙ ΛΥΠΟΥ. Να μη λυπόμαστε για το κάθε τι.
140. ΑΛΥΠΩΣ ΒΙΟΥ. Να επιδιώκουμε να ζούμε χωρίς λύπες.
141. ΤΕΛΕΥΤΩΝ ΑΛΥΠΟΣ. Να πεθαίνουμε χωρίς λύπη.
142. ΙΔΙΑ ΦΥΛΑΤΤΕ. Να προστατεύουμε τα δικά μας.
143. ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΘΗΡΩ. Να κυνηγάμε το καλό μας.
144. ΣΕΑΥΤΟΝ ΕΥ ΠΟΙΕΙ. Να κάνουμε ό,τι καλύτερο για τον εαυτό μας.
145. ΠΡΟΓΟΝΟΥΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ. Να τιμούμε τους προγόνους.
146. ΕΠΙ ΝΕΚΡΩ ΜΗ ΓΕΛΑ. Να μην κοροϊδεύουμε τους νεκρούς.
147. ΕΠΑΓΓΕΛΟΥ ΜΗΔΕΝΙ. Να μη διατάζουμε κανέναν.
148. ΠΑΙΣ ΩΝ ΚΟΣΜΙΟΣ ΙΣΘΙ, ΗΒΩΝ ΕΓΚΡΑΤΗΣ, ΜΕΣΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣ, ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΣΟΦΟΣ.
Παιδιά να είμαστε κόσμιοι, έφηβοι εγκρατείς, άνδρες δίκαιοι, γέροντες σοφοί.
- Καλώς πένεσθαι μάλλον, η πλουτεΐν κακώς (Καλύτερα να είσαι φτωχός και δίκαιος παρά πλούσιος και άδικος) (Αντιφάνη).
- Ζημίαν αίρείσθαι μάλλον η κέρδος αίσχρόν (Να προτιμάς τη ζημιά πιο πολύ παρά το αισχρό κέρδος) (Χίλωνα).
- Ύπέρ σεαυτού μη φράσης εγκώμιον (Μην επαινείς ποτέ τον εαυτό σου) (Μενάνδρου).
- Ευτυχών μη ϊσθι υπερήφανος, άπορησας μη ταπεινού (Όταν ευτυχήσεις να μην είσαι υπερήφανος και όταν βρίσκεσαι σε δυσκολία να μην ταπεινώνεσαι) (Κλεόβουλου και Περίανδρου).
- Μη προπετώς τούς άνθρώπους, μητε μέμφεσθαι μητε επαινείν (Να μην κατηγορείς ούτε να επαινείς με επιπολαιότητα τους ανθρώπους) (Πλάτωνα).
- Ό μέλλεις πράττειν, μη πρόλεγε, άποτυχών γάρ γελασθηση (Αυτό που πρόκειται να κάνεις να μην το διαλαλείς από πρώτα, γιατί αν αποτύχεις θα γελοιοποιηθείς) (Πιττακού).
- Δόλιον άνδρα φεύγε παρ’ ολου του βίου (Να αποφεύγεις τον δόλιο άνθρωπο σε όλη σου τη ζωή) (Μενάνδρου).
- Πρός κέντρα μη λάκτιζε, μη πταίσας μογης (Να μην κλωτσάς τα αγκάθια, γιατί με τα κτυπήματα μπορεί να πληγωθείς) (Αισχύλου).
- Βία μηδέ πράττειν (Να μην κάνεις τίποτα με τη βία) (Κλεόβουλου).
- Τό ξίφος άμφιβαλου πρός μη φόνον άλλά ες άμυναν (Να μη σύρεις το ξίφος για να φονεύσεις, αλλά για να αμυνθείς) (Φωκυλίδη).
- Ίσχυρόν οντα, πράον είναι, οπως οί πλησίον αιδώνται μάλλον η φοβώνται (Όταν έχεις ισχύ να είσαι πράος, για να σε σέβονται οι άλλοι και όχι να σε φοβούνται) (Χίλωνα).
Το Δελφικό Ε ή αλλιώς το «Έψιλον εν Δελφοίς» είναι άλλο ένα πολύ παρεξηγημένο σύμβολο, όπως και η σβάστικα που οι αδαείς θέλουν να τα ταυτίζουν, από άγνοια ή σκοπιμότητα, με μυστικές ομάδες, συνομωσίες και άλλου είδους φαντασιώσεις και ανοησίες. Ούτε το Ε είναι ή έχει ουδεμία σχέση με την χαριτωμένη «ομάδα Ε» ούτε η σβάστικα με την ακόμη πιο χαριτωμένη «ομάδα ναζιστών».
Το Γράμμα Έψιλον σαν σύμβολο σχετίζεται άμεσα με την Δελφική Ηλιακή μυσταγωγία, την μύηση του Ανθρώπου στο ΦΩΣ. Η τοποθέτησης του στο αέτωμα του Δελφικού Ναού του ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ (φορέα του Φωτός – της Ηλιακής Δύναμης) δηλώνει την αέναη σχέση του Ανθρώπου με το Φως, την τελείωση και ως εκ τούτου σαν Έψιλον υποδηλώνεται ο Φωτεινός.
Το γράμμα Ε είναι σαν σχήμα η έκφανση της Τριαδικότητας του Έμψυχου Ανθρώπου, εξ ου και οι τρεις φορές τοποθέτηση του εις το αέτωμα του Απολλώνιου ναού, μια σε ξύλο, δεύτερη σε χαλκό και τρίτη σε χρυσό. Το γράμμα Ε ως αριθμός συμβολίζεται με τον αριθμό 5. Τα 5 κοσμογονικά στοιχεία της Γης, του Αέρα, του Νερού του Πυρ και την Πεμπτ-ουσία τον Αιθέρα. Όλα τα παραπάνω συνθέτουν τον Άνθρωπο. Ομοίως γνωρίζουμε ότι το ιερό πεντάγραμμο συμβολίζει τον Άνθρωπο και παράλληλα τα 5 στοιχεία που τον αποτελούν κατά τους Πυθαγόρειους μύστες όπου το είχαν σαν ιερό σύμβολο.
Τρεις φορές τοποθετήθηκε ένα Ε (ΕΨΙΛΟΝ) στην κορυφή τού Αετώματος τού Ναού τού Απόλλωνος στους Δελφούς, κατάντικρυ σε όποιον πλησίαζε την κεντρική, ανατολική Πύλη του, πάντοτε συνοδευόμενο από το ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ στην κάτω αριστερή γωνία και το ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ στην κάτω δεξιά τού ιδίου Αετώματος. Ήταν γνωστά σαν «Δελφικά παραγγέλματα», το δε Ε το «προεδρεύον αυτών».
Το παλαιότερο από αυτά (τα Ε) ήταν ξύλινο κι αναφέρεται σαν «Ε των Σοφών», γιατί αφιερώθηκε από τον Σόλωνα κατά μία εκδοχή, κατά δε άλλη από όλους μαζί τούς τότε αναγνωρισμένους Σοφούς. Όταν αυτό εφθάρη, οι Αθηναίοι ανέθεσαν στο Ναό το δεύτερο, το οποίο ήταν χάλκινο. Σε αντικατάσταση και αυτού, η Λιβία Δρουσέλλα, σύζυγος τού Αυγούστου, αφιέρωσε το τρίτο και τελευταίο, από καθαρό χρυσό. Η μοναδική πληροφορία για το Ε των Δελφών προέρχεται από τον Πλούταρχο, ο οποίος ως Ιερεύς δια βίου τού Απόλλωνος, ήταν κοινωνός και γνώστης των Μυστηρίων.
Το ότι λοιπόν ένα γράμμα τού Αλφαβήτου, είναι το αποκλειστικό αντικείμενο μιας ολόκληρης διατριβής του, δείχνει, όπως και τα γραφόμενα, την μεγάλη σημασία πού ένας συγγραφέας της ολκής του, απέδιδε σ’ αυτό. Το ότι κανείς άλλος δεν έγραψε γι’ αυτό, αλλά κι ο τρόπος (σε μορφή διαλόγου) πού ο ίδιος ο Πλούταρχος το παρουσιάζει, συνηγορούν ότι πρόκειται για κλείδα των Δελφικών Μυστηρίων, γιατί ως γνωστόν η αποκάλυψη στοιχείων τους στους αμύητους, αποτελούσε ηθικό και ποινικό αδίκημα. Στον διάλογο αυτόν, προβάλλονται διάφορες ερμηνείες από τούς διαλεγόμενους.
Σε κάποιες επεμβαίνει ο ίδιος ο Πλούταρχος, με πληθώρα αναλύσεων, μη παίρνοντας ρητή θέση, αλλ’ ωστόσο καθοδηγώντας διακριτικά τον αναγνώστη. Δεν μπορεί έτσι να κατηγορηθεί ότι αποκαλύπτει τα των Μυστηρίων, αλλά προτρέπει σε συλλογισμούς προσέγγισής τους, τηρώντας το ρηθέν από τον Ηράκλειτο ότι:
«Ο ΑΝΑΞ Ο ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ, ΟΥΤΕ ΛΕΓΕΙ, ΟΥΤΕ ΚΡΥΠΤΕΙ, ΑΛΛΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ».
Τα δε σημαίνοντα διαφέρουν ως προς την προσέγγισή τους, ανάλογα με την πνευματική, την ποιοτική και την μυητική διαβάθμιση. Γιατί κι ο ίδιος ο Θεός έχει ανάλογα ονόματα προς αυτούς: είναι ΛΟΞΙΑΣ για τούς μη νοούντας, ΠΥΘΙΟΣ για εκείνους που αρχίζουν να μαθαίνουν, να ερωτούν, να ενημερώνονται και ΔΗΛΙΟΣ και ΦΑΝΑΙΟΣ σε όσους φανερώνεται και διαφαίνεται κάποια Αλήθεια. Είναι ΙΣΜΗΝΙΟΣ σ’ αυτούς που γνωρίζουν την αλήθεια και ΛΕΣΧΗΤΟΡΙΟΣ σ’ εκείνους που μεταχειρίζονται αυτήν την Αλήθεια, φιλοσοφώντας.
Το Ε, όντας το δεύτερο των γραμμάτων, των εχόντων Φωνήν (φωνηέντων), δηλώνει τον Απόλλωνα, τον δεύτερο τη ταξει, μετά τον Δία, Θεόν. Η πρώτη άποψη στο διάλογο, δηλωμένη από τον αδελφό τού Πλουτάρχου Λαμπρία, είναι πώς οι πέντε από τούς επτά Σοφούς – οι Χίλων, Θαλής, Σόλων, Βίας και Πιττακός θέλοντας να διαχωριστούν από τούς άλλους δύο, τον Κλεόβουλο τον Λίνδιο και τον Περίανδρο τον Κορίνθιο, οι οποίοι με πλάγια μέσα εξεπόρθησαν τη φήμη τού Σοφού – αφιέρωσαν το Ε (δηλαδή τον αριθμό 5) στον Θεό, δηλώνοντας έτσι το πραγματικό πλήθος τους. Άλλος είπε πως το Ε, όντας το δεύτερο των γραμμάτων, των εχόντων Φωνήν (φωνηέντων), δηλώνει τον Απόλλωνα, τον δεύτερο τη ταξει, μετά τον Δία, θεόν.
Η τρίτη άποψη τού Ιερέως Νικάνδρου είναι ότι, επειδή το Ε γράφεται και ΕΙ (βλ. Δειπνοσοφιστού βιβλ. β’.5: » πάντες οι Αρχαίοι τώ ΟΥ αντί τού Ο μακρού στοιχείου προσεχρώντο, παραπλησίως και τώ ΕΙ αντί τού Ε μακρού. Ώσπερ ορώμεν καν τή Ιλιάδι το πέμπτον βιβλίον σημειούμενον διά τού ΕΙ.), είναι χαρακτηριστικό των προς χρησμοδότησιν ερωτημάτων (εάν), αλλά και μόριο ευχής ή παράκλησης (ΕΙ-θε). Η άποψη τού Θέοντος, πού ακολουθεί, είναι πως ο Θεός ευνοώντας την Διαλεκτική, παραδέχεται αυτό το μόριο (ΕΙ) τού συλλογισμού και χρησιμοποιώντας το συχνά στους Χρησμούς του, προτείνει τή χρήση του στους Φιλοσόφους.
Την άποψη αυτή συμπληρώνει ο ίδιος ο Πλούταρχος, λέγοντας ότι οι αριθμοί διαιρούνται σε άρτιους και περιττούς και η Μονάδα είναι κοινή κατά τη δύναμη και στα δύο είδη, αφού προστιθέμενη, κάνει τον άρτιο περιττό και τον περιττό άρτιο. Το δύο είναι ο πρώτος άρτιος και το τρία ο πρώτος περιττός. Το άθροισμα αυτών των δύο δίνει αριθμό εξαιρετικής τιμής, γιατί πρώτος αυτός αποτελείται από πρώτους και έχει ονομασθεί από τούς Πυθαγόρειους Γάμος, λόγω της ομοιότητάς του με την ενωτική σχέση τού άρτιου προς το θήλυ και τού περιττού προς το άρρεν.
Γιατί από καμιά ανάμιξη τους δεν γεννιέται άρτιος, μα πάντα περιττός και ποτέ άρτιος όταν προστεθεί σε άρτιο δεν γεννά περιττό, ούτε βγαίνει από τη φύση του, από αυτήν ακριβώς την αδυναμία του να γεννήσει άλλον. Αντίθετα, περιττοί όταν προστεθούν σε περιττούς, γεννούν πολλούς άρτιους, γιατί πάντα αποτελούν το γόνιμο στοιχείο. Το πέντε (Ε) λέγεται και φύσις γιατί με τον πολλαπλασιασμό επί τον εαυτό του τελειώνει πάντα στον εαυτό του. Γιατί και η φύση – πού από τον σπόρο μετά από διάφορες μεταμορφώσεις, αποδίδει πάλι σπόρο – πάντα τελειώνει στον εαυτό της.
Κι όταν αυτό (το Ε) προστίθεται στον εαυτό του, γεννά εκ περιτροπής ή τον εαυτό του ή την δεκάδα, κι αυτό γίνεται επ’ άπειρον. Η ένωση λοιπόν της Πεμπάδος (Ε) με τον εαυτό της δεν γεννά τίποτε ατελές ή αλλιώτικο, αλλ’ έχει καθορισμένες μεταβολές. Γεννά ή τον αριθμό τού είδους της ή τον τέλειο αριθμό. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το κοινόν με τον Απόλλωνα, γιατί ο Θεός υμνείται ως αιώνιος και άφθαρτος από την ίδια του την φύση, και άλλοτε ως πυρ τα πάντα εξομοιώνει προς τα πάντα (ΠΥΡΟΣ Τ’ΑΝΤΑΜΕΙΒΕΣΘΑΙ ΠΑΝΤΑ), άλλοτε δε καταφεύγει σε μεταμορφώσεις τού εαυτού του ως προς την μορφή, την διάθεση και την δύναμη, όπως ακριβώς κι ο Κόσμος.
Αλλά και στη Μουσική, που είναι η οδός της Σοφίας, η Πεμπάς έχει την σημασία της. Γιατί πέντε είναι οι ορθές συμφωνίες και αν και υπάρχουν πολλά διαστήματα μεταξύ των τόνων, η Μελωδία, πέντε μόνο χρησιμοποιεί: τη Δίεση, το Ημιτόνιο, τον Τόνο, το Τριημιτόνιο και το Δίτονο. Μα και κατά τον Πλάτωνα, αν υπάρχουν περισσότεροι από έναν κόσμοι, τότε αυτοί είναι πέντε. Αλλά κι αν υπάρχει μόνο ένας, όπως λέγει ο Αριστοτέλης, αυτός αποτελείται από πέντε: τον κόσμο της Γης, τον κόσμο τού Ύδατος, αυτόν τού Πυρός, τον τέταρτο τού Αέρος και τον πέμπτο που άλλοι ονομάζουν Ουρανό, άλλοι Φώς, άλλοι Αιθέρα και άλλοι Πέμπτη Ουσία ή Πεμπτουσία.
Αρκετοί Φιλόσοφοι συσχετίζουν με αυτούς τούς πέντε κόσμους, τις πέντε αισθήσεις, γιατί θεωρούν ότι η αφή είναι σκληρή και γεώδης, η γεύση από την υγρότητά της αποκτά αντίληψη για τις ποιότητες γευστών. Η όσφρηση επειδή είναι αναθυμίασης και άρα γεννάται από την θερμότητα, έχει τη φύση του πυρός. Ο αέρας όταν προσκρούει στο αυτί γίνεται φωνή και ήχος. Και τέλος η όρασης διαλάμπει από το φως και τον Αιθέρα. Ο διάλογος κλείνει με την άποψη τού Αμμωνίου που υποστηρίζει ότι ούτε αριθμό, ούτε τάξη, ούτε σύνδεσμο, ούτε κάποιο άλλο ελλίπον μόριο λέξεως, δηλώνει το Ε. Αλλά ότι είναι αυτοτελής τού Θεού προσαγόρευσης και προσφώνησης.
Ο Θεός, όταν πλησιάζει κάποιος στο Ναό, τον χαιρετά και τον προσαγορεύει με το »Γνώθι σ’αυτόν», κι αυτός ανταπαντά » ΕΙ » (είσαι), αναγνωρίζοντας ότι πραγματικά Αυτός υπάρχει. Και »ΕΙ ΕΝ», γιατί είναι Ένας (ΕΝ ΔΕ ΑΠΟΛΛΩΝ) – γι’ αυτό λέγεται Α-πολλών – αρνούμενος τα πολλά και το πλήθος. Λέγεται και Ιήϊος γιατί είναι Ένας και μόνος, και Φοίβος γιατί οι Αρχαίοι έτσι ονόμαζαν κάθε καθαρό κι αγνό.
Γιατί το θείο δεν είναι πολλά, όπως ο καθένας από μας είναι ετερόκλιτο άθροισμα μύριων διαφοροποιήσεων που οφείλονται στις μεταβολές μας, ένα ανακάτεμα. Αλλά το όν πρέπει να είναι ένα, όπως και το ένα όν, ενώ η ετερότητα, καθόσον διαφέρει από το όν, μεταπίπτει στην γέννηση του μη όντος. Επομένως, ταιριάζει καλά στον θεό και το πρώτο και το δεύτερο όνομά του. Γιατί είναι Απόλλωνας, καθόσον αρνείται τα πολλά, και αποποιείται το πλήθος.
Ο Πλούταρχος τελειώνει εδώ τον διάλογο, με την τελευταία άποψη να αναιρεί όλες τις προηγούμενες, χωρίς κάποιο συμπερασματικό επίλογο ή σχόλιο, μη κλείνοντας ουσιαστικά το θέμα κι αφήνοντας να εννοηθεί ότι υπάρχουν πιθανώς και άλλες πτυχές της Αλήθειας. Τηρεί έτσι ως Μύστης και Ιερεύς, τις Μυστηριακές επιταγές, κάνοντας συγχρόνως ένα άνοιγμα προς τούς έξω και αμύητους. Άνοιγμα που έχει από μια μεριά σκοπιμότητα – σε μια εποχή παρακμής τού Μαντείου και ανταγωνισμού του από άλλες θρησκείες και Θεούς που εισήγαγαν οι Ρωμαίοι από τα πέρατα της Αυτοκρατορίας – αλλά και ανάγκη της προβολής και δικαίωσης τού Κοσμικού και Νοητικού χαρακτήρα της Απολλώνιας Θεοσέβειας.
Λέγεται και Φοίβος γιατί οι Αρχαίοι έτσι ονόμαζαν κάθε καθαρό κι αγνό. Ο Πλούταρχος τελειώνει εδώ τον διάλογο, με την τελευταία άποψη να αναιρεί όλες τις προηγούμενες, χωρίς κάποιο συμπερασματικό επίλογο ή σχόλιο, μη κλείνοντας ουσιαστικά το θέμα κι αφήνοντας να εννοηθεί ότι υπάρχουν πιθανώς και άλλες πτυχές της Αλήθειας. Τηρεί έτσι ως Μύστης και Ιερεύς, τις Μυστηριακές επιταγές, κάνοντας συγχρόνως ένα άνοιγμα προς τούς έξω και αμύητους.
Άνοιγμα που έχει από μια μεριά σκοπιμότητα – σε μια εποχή παρακμής τού Μαντείου και ανταγωνισμού του από άλλες θρησκείες και Θεούς που εισήγαγαν οι Ρωμαίοι από τα πέρατα της Αυτοκρατορίας – αλλά και ανάγκη της προβολής και δικαίωσης τού Κοσμικού και Νοητικού χαρακτήρα της Απολλώνιας Θεοσέβειας. Στη Σαμοθράκη έχουν βρεθεί κεραμικά πιάτα που χρησιμοποιούνταν σε τελετές των Καβειρίων Μυστηρίων. Τα μισά από αυτά είχαν χαραγμένο ένα Θ (Θήτα) και τα υπόλοιπα ένα Ε.
Και τα δύο συμβολίζουν το Θείον. Το πρώτο σαν Κέντρο τού Σύμπαντος Όλου, το δεύτερο σαν Ενωτικό των Πάντων στοιχείο. Η Ελληνική γλώσσα δεν είναι απλά μια γλώσσα επικοινωνίας. Είναι το παράγωγο μιας Κοσμικής, Συμπαντικής γεωμετρικής Μήτρας κωδικοποιημένων Εννοιολογήσεων. Η Ελληνική γλώσσα είναι Λόγος, και ο Λόγος είναι πρώτιστα αναλογία. Κι εκφράζεται πολυσήμαντα και κατ’ αναλογία σε άπειρα διαβαθμιστικά επίπεδα. Από τα πλέον Γήινα σαν επικοινωνία, έως τα πλέον Κοσμικά σαν Κοσμικές, Συμπαντικές έννοιες.
Από τούς νεότερους συγγραφείς μόνο δύο έχουν γράψει για το Ε των Δελφών. Ο Στέφ. Καραθεοδωρής, Ιατρός και ο Γ. Λευκοφρύδης, Δικηγόρος (Αθήνα 1977), οι οποίοι αφού αναφέρονται στα τού Πλουτάρχου, διατυπώνουν ο καθένας κι από μια δική του άποψη. Ο μεν πρώτος επισημαίνοντας ότι το Ε συμβολίζει τον Θεό, το συνδέει με το γράμμα (συλλαβή) τού Εβραϊκού αλφαβήτου, που επίσης συμβολίζει το Θείον, υποστηρίζοντας ότι είναι μετάφρασή του και συνεπώς αποτέλεσμα μαθητείας κι αποδοχής της Εβραϊκής Θρησκείας.
Στη Σαμοθράκη έχουν βρεθεί κεραμικά πιάτα που χρησιμοποιούνταν σε τελετές των Καβειρίων Μυστηρίων. Τα μισά από αυτά είχαν χαραγμένο ένα Ο (Θήτα) και τα υπόλοιπα ένα Ε. Και τα δύο συμβολίζουν το Θείον. Το πρώτο σαν Κέντρο τού Σύμπαντος Όλου, το δεύτερο σαν Ενωτικό των Πάντων στοιχείο. Η Ελληνική γλώσσα δεν είναι απλά μια γλώσσα επικοινωνίας. Είναι το παράγωγο μιας Κοσμικής, Συμπαντικής γεωμετρικής Μήτρας κωδικοποιημένων Εννοιολογήσεων.
Ο Φιλόστρατος αναφέρει ότι: «Παλαμήδης εύρε τα γράμματα ουχ υπέρ τού γράφειν μόνον, αλλά και υπέρ τού γιγνώσκειν ά δεί μή γράφειν». Κατά τον Λουκιανό, ο Παλαμήδης – υιός τού Ναυπλίου, Ομηρικός ήρως και εφευρέτης τού Αλφαβήτου- »… πρώτος ημίν τούς νόμους τούτους διατυπώσας, ου τή ταξει μόνον καθ’ ήν προεδρίαν βεβαιούνται, διώρισεν τί πρώτον έσται ή δεύτερον, αλλά καί ποιότητας άς έκαστον έχει καί δυνάμεις συνείδον».
Χαρακτηριστικά δηλαδή τού Αλφαβήτου εκτός από τη σειρά των γραμμάτων είναι και οι ποιότητες αυτών, αλλά και οι δυνάμεις. Τι σημαίνει όμως, τα γράμματα έχουν ποιότητες και δυνάμεις; Δυνάμεις να κάνουν τί, ή δυνάμεις τίνων; Η Ελληνική γλώσσα είναι Λόγος, και ο Λόγος είναι πρώτιστα αναλογία. Κι εκφράζεται πολυσήμαντα και κατ’ αναλογία σε άπειρα διαβαθμιστικά επίπεδα. Από τα πλέον Γήινα σαν επικοινωνία, έως τα πλέον Κοσμικά σαν Κοσμικές, Συμπαντικές έννοιες.
Έτσι το Ν είναι Νόησης. Το Λ είναι Λόγος. Ο Λόγος όταν αποκτά βάση (-), γίνεται -Δ- Δραστηριοποιείται, αποκτά Διαστάσεις. Το Ο είναι μία Ολότητα, ένα Πάν. Το Όλον με το Κέντρο του, είναι το Θ (Θήτα) το Θείον, το Σύν-Πάν. Το Ε είναι τα τρία στοιχεία (οι τρείς παράλληλες γραμμές) τού Τρισυπόστατου Εμψυχου Ανθρώπου, ενωμένα. Εξ ου και Ένωσης= ώσις πρό τό ΕΝ = ώθηση προς την Ενθεη Ανθρώπινη Νόηση.
Τό Ε δηλώνει, τον Ενωτικό χαρακτήρα τού Τρισυπόστατου Ανθρώπου και γι’ αυτό αφιερώθηκε, μαζί με τα «Γνώθι σ’αυτόν» καί «Μηδέν Άγαν», που είναι επίσης Ενωτικά παραγγέλματα – αφού δεν νοείται Ένωσης χωρίς την βαθιά, Νοητική γνώση τού Είναι, αλλ’ ούτε και προσέγγισης της με το Φως και την Αρμονία. Αυτό το στοιχείο της Ένωσης συνηγορεί προς την ονομασία »Γάμος», που έδωσαν στο Ε, οι Πυθαγόρειοι.
Μιλώντας για Θεό (με κεφαλαίο γράμμα) Θείον σε καμία περίπτωση δεν νοείται ο Δημιουργός και τα δημιουργήματα του. Ο Θεός/οι Θεοί ΔΕΝ δημιουργεί δημιουργίες και δημιουργήματα. Τις Δημιουργίες τις δημιουργούν οι Δημιουργοί κι όχι οι Θεοί. Οι Θεοί βρίσκονται ΕΞΩ από τις δημιουργίες. Για να μπορεσει ένας/μια Δημιουργός να δημιουργήσει μια δημιουργία., χρειάζεται την Θεία φλόγα δηλ. Ψυχές και τις κλέβει απ την πηγή τους.
Ο τρόπος για να δραπετεύσουν απ την φυλακή τους οι Ψυχές, οι έχοντες την Θεία φλόγα είναι η εκμηδένιση του Εγώ, του Εγωισμού τους. Αυτού του ασήμαντου τέρατος με τα χιλιάδες κεφάλια που είναι η ψευδαίσθηση μιας ζωής, μα ταυτόχρονα τα κάγκελα και οι αλυσίδες της φυλακής του. Έχουμε γράψει σε πολλά άρθρα τι να κάνετε και πώς να κινηθείτε για να πετύχετε αυτήν την κατάσταση του ΕΙΝΑΙ μακριά από τις συγχύσεις και τα ψεύδη του ΕΓΩ, βρείτε τα και δραστηριοποιηθείτε στο μονοπάτι της ανεξαρτησίας.
Λέξεις και Γράμματα, τα εργαλεία του ΕΓΩ / Δημιουργού για να φυλακίζει τις Ένθεες Ψυχές: Δεν είμαστε εμείς αυτοί που πλάσουν τις λέξεις τής γλώσσας μας. Η γλώσσα μας και μαζί οι λέξεις της δεν ξεκινούν μ’ εμάς ως άτομα. Τις παραλαμβάνουμε έτοιμες, συμβατικά πλασμένες, συλλογικό καρπό από τις γενιές που προηγήθηκαν. Είναι «πολλών ανθρώπων παιδιά οι λέξεις μας», λέει ο Σεφέρης, χαρακτηριστικά, θέλοντας να δείξει την παράδοση, την ιστορία και την προσωπικότητα των λέξεων κάθε γλώσσας και τον σεβασμό που απαιτεί η χρήση τους.
Γεννούν υποχρεώσεις οι λέξεις: Να γνωρίσεις καλά το περιεχόμενό τους, το εύρος και το βάθος τής πληροφορίας που δηλώνουν, δηλ. τη σημασία τους. Να σεβαστείς τη λειτουργία τους στην επικοινωνία, χρησιμοποιώντας τες και ερμηνεύοντας σωστά τη σημασία που έχουν στη γλώσσα. Η ειλικρίνεια στη χρήση και ερμηνεία των λέξεων είναι θέμα σεβασμού των αρχών τής επικοινωνίας και μαζί τής ηθικής τής γλώσσας. Γιατί κάθε ηθελημένη αλλοίωση τού περιεχομένου των λέξεων που χρησιμοποιείς ο ίδιος ή κάθε παραποίηση τής σημασίας των λέξεων που χρησιμοποιεί ο άλλος οδηγούν σε στρέβλωση τής επικοινωνίας και νόθευση των ανθρωπίνων σχέσεων.
Έτσι η αναζήτηση τής πιο πρόσφορης λέξης ή συνδυασμού λέξεων (φράσης, πρότασης) που θα πραγματώσει ένα επικοινωνιακό γεγονός δεν είναι πολυτέλεια· είναι ανάγκη. Ανάγκη επικοινωνιακή· που θα πει νοητική, πνευματική, εσωτερική. Κι όσο πιο γνήσια, πιο κατανοητά, πιο άμεσα πληρωθεί αυτή η ανάγκη, τόσο πιο ανθρώπινη, πιο ειλικρινής, πιο ουσιαστική γίνεται η επικοινωνία μας. Γι’ αυτό η πάλη με τις λέξεις, η αναμέτρηση με τον θησαυρό τής γλώσσας απ’ όπου αντλούμε τις λέξεις μας, η αγωνία για τη σωστή λέξη έχουν μεγάλη σημασία, αφού καθορίζουν την ποιότητα τής επικοινωνίας μας.
«Πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου» λέει ο Εμπειρίκος, ζητώντας να μεταβληθεί ο λόγος σε πράξη, να υπάρξει ανταπόκριση και πραγματική επικοινωνία. Άλλωστε, οι λέξεις (και γενικότερα η γλώσσα) σε τι άλλο οδηγούν παρά σε πράξεις. «How to do things with words», πώς να πράττουμε με λέξεις, διδάσκει χαρακτηριστικά ο φιλόσοφος τής γλώσσας Austin. Κι αν υπάρχει ένας κατεξοχήν χώρος όπου κυριαρχούν οι λέξεις, ο χώρος αυτός είναι η ποίηση: το βασίλειο των λέξεων. Γιατί εκεί πραγματικά η λέξη ή και ο απλούστερος συνδυασμός λέξεων, η φράση, μπορεί να σηκώνει το κύριο βάρος τού μηνύματος.
ΧΑΡΤΕΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ