Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Σφῆκες (725-759)

ΧΟ. ἦ που σοφὸς ἦν ὅστις ἔφασκεν· «πρὶν ἂν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς,
οὐκ ἂν δικάσαις.» σὺ γὰρ οὖν νῦν μοι νικᾶν πολλῷ δεδόκησαι·
ὥστ᾽ ἤδη τὴν ὀργὴν χαλάσας τοὺς σκίπωνας καταβάλλω.
ἀλλ᾽ ὦ τῆς ἡλικίας ἡμῖν τῆς αὐτῆς συνθιασῶτα,

πιθοῦ πιθοῦ λόγοισι, μηδ᾽ ἄφρων γένῃ [στρ.]
730 μηδ᾽ ἀτενὴς ἄγαν ἀτεράμων τ᾽ ἀνήρ.
εἴθ᾽ ὤφελέν μοι κηδεμὼν ἢ ξυγγενὴς
εἶναί τις ὅστις τοιαῦτ᾽ ἐνουθέτει.
σοὶ δὲ νῦν τις θεῶν παρὼν ἐμφανὴς
ξυλλαμβάνει τοῦ πράγματος,
καὶ δῆλός ἐστιν εὖ ποιῶν·
735 σὺ δὲ παρὼν δέχου.

ΒΔ. καὶ μὴν θρέψω γ᾽ αὐτὸν παρέχων
ὅσα πρεσβύτῃ ξύμφορα, χόνδρον
λείχειν, χλαῖναν μαλακήν, σισύραν,
πόρνην, ἥτις τὸ πέος τρίψει
740 καὶ τὴν ὀσφῦν.
ἀλλ᾽ ὅτι σιγᾷ κοὐδὲν γρύζει,
τοῦτ᾽ οὐ δύναταί με προσέσθαι.

ΧΟ. νενουθέτηκεν αὑτὸν ἐς τὰ πράγμαθ᾽, οἷς [ἀντ.]
τότ᾽ ἐπεμαίνετ᾽· ἔγνωκε γὰρ ἀρτίως
745 λογίζεταί τ᾽ ἐκεῖνα πάνθ᾽ ἁμαρτίας
ἃ σοῦ κελεύοντος οὐκ ἐπείθετο.
νῦν δ᾽ ἴσως τοῖσι σοῖς λόγοις πείθεται
καὶ σωφρονεῖ μέντοι μεθι-
στὰς εἰς τὸ λοιπὸν τὸν τρόπον
πιθόμενός τέ σοι.

ΦΙ. ἰώ μοί μοι. ΒΔ. οὗτος, τί βοᾷς;
750 ΦΙ. μή μοι τούτων μηδὲν ὑπισχνοῦ.
κείνων ἔραμαι, κεῖθι γενοίμαν,
ἵν᾽ ὁ κῆρυξ φησί· «τίς ἀψήφι-
στος; ἀνιστάσθω.»
κἀπισταίην ἐπὶ τοῖς κημοῖς
755 ψηφιζομένων ὁ τελευταῖος.
σπεῦδ᾽, ὦ ψυχή. ποῦ μοι ψυχή;
πάρες, ὦ σκιερά. μὰ τὸν Ἡρακλέα
μή νυν ἔτ᾽ ἐγὼ ᾽ν τοῖσι δικασταῖς
κλέπτοντα Κλέωνα λάβοιμι.

***
ΚΟΡ. Σοφός ήτανε ο άνθρωπος που έλεγε πως,
και τους δυο πριν ακούσεις διαδίκους,
δεν μπορείς να δικάσεις. Νά, τώρα κι εγώ
λέω πως είναι μαζί σου το δίκιο·
την οργή μου μαϊνάρω απ᾽ αυτή τη στιγμή
και πετώ καταγής το ραβδί μου.
Ο Κορυφαίος και αμέσως και τα άλλα μέρη του Χορού
αφήνουν τα ραβδιά που κρατούσαν ως τώρα.
ΚΟΡ., στο Φιλοκλέωνα.
Τώρα, σύντροφε εσύ της δικής μας γενιάς,
του δικού μας θιάσου, άκουσέ μας.

ΧΟΡ. Άκου του γιου τα λόγια τα σοφά·
730 όχι στρυφνάδα, πείσμα κι αμυαλιά.
Να ᾽χα κι εγώ ένα φίλο ή συγγενή,
στο δρόμο το σωστό να μ᾽ οδηγεί.
Εσένα φανερά κάποιος θεός
τώρα σου παραστέκεται βοηθός·
καλό σού κάνει σε όλους μας μπροστά·
δέξου τον, φίλε, μ᾽ ανοιχτή καρδιά.

ΒΔΕ. Θα τον ζήσω καλά· όσα ποθεί
ένας γέρος, θα τα ᾽χει· χυλό,
μια γουνίτσα, παλτό μαλακό,
μια κοπέλα καλή, που εντριβές
740 να του κάνει στη μέση κι αλλού.
Μα απ᾽ το στόμα του λέξη δε βγάζει, κι αυτό
δε μ᾽ αρέσει καθόλου.

ΧΟΡ. Μια τρέλα τον κρατούσε πριν, αλλά
φαίνεται τώρα θ᾽ άλλαξε μυαλά·
θ᾽ αναμετράει εκείνα που έχεις πει
κι ίσως να λέει: «Τί πλάνη ήταν κι αυτή!»
Τις συμβουλές σου αρνιόταν πρώτα, μα
να βρει ίσως τρόπο τώρα πολεμά
ν᾽ αφήσει τις συνήθειες τις παλιές
και να συμμορφωθεί μ᾽ αυτά που θες.

ΦΙΛ. Συφορά! ΒΔΕ. Τί φωνάζεις καλέ;
750 ΦΙΛ. Να μου λείπουν αυτά που μου τάζεις εσύ·
δεν τα θέλω· άλλα θέλω· αχ εκεί να βρεθώ
που του κήρυκα λέει η φωνή:
«Ποιός δεν ψήφισε; Ας έρθει.» Κι εγώ
τελευταίος ψηφοφόρος να πάω να σταθώ
μπρος στις κάλπες· εκεί!
Τρέξε, τρέξε ψυχή μου. Μα πού είν᾽ η ψυχή;
Άφησέ με, ισκιερή. Σα θα πάω δικαστής,
συφορά του, τ᾽ ορκίζομαι, αν τώρα κι εμπρός,
αν τσακώσω τον Κλέωνα να κλέβει.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΛΕΥΚΟΘΟΗ

ΛΕΥΚΟΘΟΗ
(θάμνος-λιβάνι)
 
Η ιστορία της Λευκοθόης είναι μια ιστορία έρωτα, στην οποία ενεπλάκησαν η ίδια και η αντίζηλός, η Ωκεανίδα Κλυτία (Ησ., Θεογ. 352), χωρίς να ευθύνονται.
 
Ερωτευμένη με τον Ήλιο η Κλυτία κι εκείνος μαζί της, κάποια στιγμή την άφησε για τον έρωτα της Λευκοθόης, κόρης του βασιλιά της Περσίας Όρχαμου και της Ευρυνόμης.
 
Ούτε και ο Ήλιος ευθυνόταν γι' αυτήν την προδοσία.
 
Τη φλόγα του πόθου του την ενέβαλε η Αφροδίτη, για να τον εκδικηθεί που φανέρωσε στον σύζυγό της Ήφαιστο και τους άλλους Ολύμπιους την κρυφή εξωσυζυγική της σχέση με τον Άρη.
 
Από τον μυστικό έρωτα του Ήλιου και της Λευκοθόης γεννήθηκε ο Θερσάνορας, ο Αργοναύτης από την Άνδρο.
 
Η Κλυτία, από ζήλεια, φανέρωσε την ιστορία στον πατέρα της κοπέλας, που τη φυλάκισε σε μια βαθιά και σκοτεινή τάφρο, για να μην βλέπει καθόλου το φως του αγαπημένου της Ήλιου, μέχρι που πέθανε.
 
Εκείνος τη λυπήθηκε και μη μπορώντας να τη φέρει πίσω στη ζωή πότισε με αρώματα τον τάφο της και έκανε το σώμα της να αποκτήσει ρίζες, απ' όπου ξεπετάχτηκε ο θάμνος απ' όπου βγαίνει το λιβάνι. Αλλά και η Κλυτία τιμωρήθηκε, γιατί στερήθηκε τον έρωτα του αγαπημένου της. Από τη θλίψη της μαράζωσε αλλά, καθώς μεταμορφώθηκε σε ηλιοτρόπιο, στρέφει συνέχεια το πρόσωπο προς τον χαμένο εραστή, τον Ήλιο (Οβ., Μετ. 4.206-270) Και οι δυο κοπέλες παρέμεναν ριζωμένες στη γη, χωρίς καμιά δυνατότητα ανύψωσης προς τον αγαπημένο Ήλιο.

Αγαπώ δε σημαίνει στηρίζομαι

Με τον καιρό μαθαίνει κανείς τη λεπτή διαφορά ανάμεσα στο να κρατά ένα χέρι και να αλυσοδένει μια ψυχή.
 
Μαθαίνει πως «αγαπώ δε σημαίνει στηρίζομαι» και ότι «συντροφικότητα δε σημαίνει ασφάλεια»..
 
Kι έτσι κανείς αρχίζει να μαθαίνει...
 
Πως τα φιλιά δεν είναι συμβόλαια και ότι τα δώρα δεν είναι υποσχέσεις. Και αρχίζει να δέχεται τις ήττες του με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ορθάνοιχτα.
 
Και μαθαίνει να χτίζει όλες τις διαδρομές του στο σήμερα γιατί το έδαφος του αύριο είναι υπερβολικά αβέβαιο για να κάνεις σχέδια... και κάθε μέλλον μπορεί να μείνει στη μέση.
 
Μετά από κάποιο καιρό μαθαίνει κανείς πως αν είναι υπερβολική, ακόμα και η ζέστη του ήλιου μπορεί να τον κάψει.
 
Έτσι φυτεύει τον δικό του κήπο και διακοσμεί την δική του ψυχή αντί να περιμένει κάποιον άλλο να του φέρει λουλούδια.
 
Μαθαίνει κανείς ότι μπορεί πραγματικά ν’ αντέξει, πως είναι πραγματικά δυνατός, πως πραγματικά αξίζει και μαθαίνει και μαθαίνει... με κάθε του μέρα μαθαίνει.
 
Με τον καιρό μαθαίνεις ότι το να είσαι με κάποιον επειδή σου προσφέρει ένα καλό μέλλον σημαίνει πως αργά ή γρήγορα θα θελήσεις να γυρίσεις στο παρελθόν σου.
 
Με τον καιρό καταλαβαίνεις πως μόνο αυτός που είναι ικανός να σε αγαπάει με όλα σου τα ελαττώματα, δίχως να προσπαθεί να σε αλλάξει, μπορεί να σου προσφέρει όλη την ευτυχία που επιθυμείς.
 
Με τον καιρό αντιλαμβάνεσαι πως αν βρίσκεσαι στο πλευρό κάποιου μόνο και μόνο για να συντροφεύεις την μοναξιά σου, στο τέλος θα φτάσεις να μη θέλεις ούτε να τον βλέπεις.
 
Με τον καιρό συνειδητοποιείς ότι οι πραγματικοί φίλοι είναι μετρημένοι και ότι, εκείνος που δεν αγωνίζεται γι’ αυτούς, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί πλαισιωμένος μόνο από ψεύτικες φιλίες.
 
Με τον καιρό μαθαίνεις πως τα λόγια που λέχθηκαν σε μια στιγμή θυμού μπορούν να συνεχίσουν να πληγώνουν αυτόν στον οποίο τα απεύθυνες για μια ολόκληρη ζωή.
 
Με τον καιρό μαθαίνεις να συγχωρείς αυτόν που το έπραξε, αλλά η συγχώρεση αφορά μόνο μεγάλες ψυχές.
 
Με τον καιρό αντιλαμβάνεσαι πως αν πλήγωσες σκληρά ένα φίλο, το πιθανότερο είναι ότι η φιλία ποτέ πια δε θα ξαναγίνει όπως πριν.
 
Με τον καιρό συνειδητοποιείς ότι, ακόμα κι αν είσαι ευτυχισμένος με τους φίλους σου, κάποια μέρα θα κλάψεις για εκείνους που άφησες να φύγουν.
 
Με τον καιρό θα καταλάβεις ότι κάθε εμπειρία που βίωσες με κάθε άνθρωπο είναι ανεπανάληπτη.
 
«Κανείς μαθαίνει, μαθαίνει και μαθαίνει, κάθε μέρα που περνάει, μαθαίνει».
Ελπίζω πως αυτά τα λόγια να μπορέσουν να μαλακώσουν λίγο το δρόμο σου.

Η γλώσσα που ξεχάσαμε

Αυτό που μας απασχολεί περισσότερο σε αυτή τη φάση της ζωής μας είναι ο τρόπος που μιλάμε στον εαυτό μας μέσω του σώματός μας, αντί μέσω του μυαλού μας. Μαθαίνουμε να επικοινωνούμε με το μυαλό και τη φωνή μας και πιστεύουμε ότι η ομιλία είναι επικοινωνία.

Επικοινωνία είναι η ακρόαση. Συχνά δεν χρειάζεται να μιλήσουμε καθόλου. Όταν επικοινωνούμε ειλικρινά, νιώθουμε: την ενέργεια στην ατμόσφαιρα, νιώθουμε τις αισθήσεις στο σώμα μας και τα συναισθήματά μας, και μπαίνουμε σε ένα διαφορετικό πεδίο, όπου μπορούμε να ακούμε όλους και όλα γύρω μας, με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο.

Αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας ως ανθρώπινα όντα, λησμονώντας ότι εξακολουθούμε να είμαστε πλάσματα της φύσης, με όλες τις απολήξεις των νεύρων μας έτοιμες να ερμηνεύσουν κάθε εξωτερικό και εσωτερικό ερέθισμα με ακρίβεια. Καθώς μεταβαίνουμε από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση, αφήνουμε σιγά σιγά – και άλλοτε επώδυνα – αυτή τη σύνδεση με το σώμα πίσω.

Επιλέγουμε το μυαλό και τη φωνή. Και νομίζουμε ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος. Ξεχνάμε να ακούσουμε τον εαυτό μας. Συχνά δεν ακούμε ούτε καν αυτό που λένε οι άλλοι: πριν ακόμα τελειώσουν τη φράση τους, έχουμε ήδη συντάξει την απάντηση στο μυαλό μας. Πάντα ελλοχεύει αυτή η έντονη επιθυμία να μιλήσουμε, να χρησιμοποιήσουμε τη φωνή μας είτε ως άμυνα είτε ως παρηγοριά. Και σε αυτές τις περιπτώσεις, η αποσύνδεση είναι πιο φανερή.

Όταν αποσυνδεόμαστε από το σώμα μας, αποσυνδεόμαστε από αυτή τη βαθιά αίσθηση ασφάλειας και εμπιστοσύνης στον εαυτό μας. Πιστεύουμε ότι οι πληροφορίες που προέρχονται από το σώμα μας δεν είναι ούτε ακριβείς ούτε αρκετές. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι έχουμε ξεχάσει πώς να ερμηνεύουμε τις πληροφορίες που μας δίνει το σώμα.

Ως μωρά, το σώμα μας ήταν το μόνο μέσο που είχαμε για να ερμηνεύσουμε τον κόσμο. Το μυαλό και οι περισσότερες νοητικές του λειτουργίες θα αναπτύσσονταν πλήρως αρκετά χρόνια αργότερα. Οι φυσικές αισθήσεις και τα συναισθήματα ήταν ο μόνος αληθινός μας οδηγός.

Κάπως, κατά τη διαδικασία της ανάπτυξης, σταματήσαμε να μιλάμε αυτή την όμορφη γλώσσα. Σταματήσαμε να εμπιστευόμαστε τα λεπτά μηνύματά της, τις εκλεπτυσμένες προειδοποιήσεις και τις συναρπαστικές προαισθήσεις της.

Καθώς μεγαλώναμε, οι δάσκαλοί μας μάς δίδαξαν ότι κάποια συναισθήματα και κάποιες αισθήσεις δεν είναι αποδεκτές και δεν πρέπει να εκφράζονται. Έτσι, κάθε φορά που ένα συναίσθημα ή μια αίσθηση που κάποτε κατακρίθηκε εξακολουθεί να αναδύεται στην επιφάνεια, αισθανόμαστε άβολα, ανασφαλείς, αποσυνδεόμαστε από το σώμα μας και στρεφόμαστε στο μυαλό μας για καθοδήγηση.

Όμως, είμαι σίγουρος: η ασφάλειά μας έγκειται στην ακρόαση του σώματός μας. Και ξέρω ότι η αναπνοή μας είναι ένας τρόπος για να αποκαταστήσουμε αυτή τη σύνδεση.

Μπορούμε να συνδεθούμε με κάποιον από έναν χώρο ασφάλειας ή μπορούμε απλώς να μιλήσουμε με αυτόν ή σε αυτόν, χωρίς να υπάρξει ούτε ίχνος σύνδεσης μεταξύ μας. Διότι, για να συνδεθούμε με κάποιον και να μοιραστούμε κάτι αληθινό, πρέπει πρώτα να συνδεθούμε με τον εαυτό μας. Και για να συνδεθούμε με τον εαυτό μας πρέπει να συνδεθούμε με το σώμα μας. Πρέπει να θυμηθούμε αυτή τη γλώσσα που ξεχάσαμε.

Η Πεντάμορφη και το τέρας: ένας γρίφος από αντικρουόμενα στοιχεία ο κάθε άνθρωπος που συναντάμε

«Μα, πώς δεν είδα τα σημάδια; Ήταν ολοφάνερα από την αρχή.», «Πώς γίνεται να μην το είχα καταλάβει;».

Κάθε φορά που η κρίση μας για έναν άνθρωπο αποδεικνύεται εσφαλμένη τείνουμε να ανατρέχουμε στο παρελθόν και να αναγνωρίζουμε τα σημάδια ή τα λάθη που κάναμε. Γιατί, όμως, επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη και βιώνουμε την ίδια απογοήτευση ξανά και ξανά χωρίς να μαθαίνουμε από τα λάθη μας; Τελικά είναι οι άνθρωποι τόσο απρόβλεπτοι ή εμείς αδυνατούμε να τους κατανοήσουμε;

Η τεχνολογική έκρηξη που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, έχει αλλάξει σε τεράστιο βαθμό τον τρόπο που επικοινωνούμε. Πλέον το να έρθουμε σε άμεση επαφή με τον άλλον δεν είναι απαραίτητο ,αφού μπορούμε να στείλουμε μήνυμα, φαξ ή να πάρουμε τηλέφωνο. Γιατί να επισκεφτώ τον φίλο μου αφού μπορώ να τον πάρω τηλέφωνο; Ή γιατί να συναντηθώ με τον εργοδότη μου, αφού μπορούμε να μιλήσουμε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου; Άλλωστε, όλοι έχουμε χρησιμοποιήσει τον ηλεκτρονικό λόγο για να αποφύγουμε να έρθουμε σε άμεση επαφή με τον άλλον και όλοι εχουμε ευχηθεί να μας απαντήσουν στο μήνυμα για να μην χρειαστεί να πάρουμε τηλέφωνο.

Τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα, καθώς οι περισσότεροι από εμάς συχνά τείνουμε να μην εκφράζουμε τις απόψεις και πεποιθήσεις μας μπροστά σε άλλους. Νιώθουμε πιο άνετα απλά να συμφωνήσουμε με τους συνομιλητές μας και να πούμε αυτό που περιμένουν να ακούσουν παρά να πούμε αυτό που πραγματικά πιστεύουμε.

Αν, όμως, θέλουμε να γνωρίσουμε πραγματικά τους άλλους πρέπει να αρχίσουμε να παρατηρούμε τους ανθρώπους γύρω μας. Να επιδιώκουμε την επικοινωνία, ακόμα και με ένα απλό «τι κάνεις». Και , φυσικά, εννοώ την πραγματική επικοινωνία. Αυτή που μας επιτρέπει να δούμε τις κινήσεις του άλλου, τις εκφράσεις, τους μορφασμούς, το χαμόγελο, αυτά που φοράει και να ακούσουμε όχι μόνο τα λόγια που λέγονται, αλλά και τον τρόπο που λέγονται. Πώς χαμογελάει ο άνθρωπος που έχω απέναντι μου; Χτυπάει το πόδι νευρικά στο πάτωμα; Τι εκφράσεις κάνει όταν διαφωνεί μαζί μου;

Αρκεί, λοιπόν, η προσωπική επικοινωνία; Για να καταλάβουμε τον άνθρωπο που έχουμε απέναντι μας πρέπει να τον ακούσουμε απαλλαγμένοι από κάθε στερεότυπο. Για παράδειγμα, μιλώντας με έναν ηλικιωμένο δεν θα πρέπει να είμαστε προκατειλημμένοι ότι έχει οπισθοδρομικές απόψεις πριν καν τον ακούσουμε. Και οπωσδήποτε, πρέπει να οπλιστούμε με υπομονή. Να δώσουμε τον κατάλληλο χρόνο στον συνομιλητή μας να ξετυλιχτεί μπροστά στα μάτια μας. Να είμαστε παρόντες για να ακούσουμε και όχι μόνο για να μιλήσουμε. Συχνά, είμαστε τόσο αδιάλλακτοι στις απόψεις μας που δεν ακούμε καν τί μας λέει ο άλλος. Άλλοτε, πάλι από τη βιασύνη μας να μιλήσουμε τον διακόπτουμε συνεχώς.

Το σημαντικότερο, όμως, είναι, όταν θέλουμε να γνωρίσουμε έναν άνθρωπο, «να κοιτάμε το δάσος και όχι το δέντρο». Τι σημαίνει αυτό; Να μην σχηματίζουμε την άποψη μας μένοντας προσκολλημένοι σε ένα μονάχα στοιχείο του άλλου, όπως για παράδειγμα το φύλο, το χρώμα ή την ηλικία. Αυτό μπορεί να μας οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα, ειδικά όταν στηριζόμαστε σε πρώτες εντυπώσεις, Ας μην ξεχνάμε τα λόγια του Σαίξπηρ ότι «Ο κόσμος είναι μια σκηνή, και οι άνθρωποι απλώς ηθοποιοί. Ένας άνθρωπος παίζει πολλούς ρόλους».

Το πιο γνωστό παράδειγμα του παραπάνω είναι η ταινία «Η πεντάμορφη και το τέρας». Βλέποντας το τέρας θα μπορούσαμε να σταθούμε στην αποκρουστική εμφάνιση του και να υποθέσουμε ότι είναι ένα ον άγριο και τρομακτικό. Όμως, οι δημιουργοί της ταινίας φροντίζουν να μας εφοδιάζουν σταδιακά μέχρι το τέλος του έργου με στοιχεία όπως ότι το τέρας φοράει ρούχα πρίγκιπα, έχει τρόπους, καλόκαρδο χαρακτήρα και ευγενική ψυχή. Έτσι, μέχρι το τέλος της ταινίας όλο το κοινό είναι πεπεισμένο ότι πρόκειται για έναν πρίγκιπα που ζει με τη μορφή ενός τέρατος. Την συνειδητοποίηση αυτή το κοινό την κάνει στηριζόμενο αποκλειστικά στις διάφορες ενδείξεις που συνθέτουν το χαρακτήρα του ήρωα. Έτσι, και στη ζωή πρέπει να ψάχνουμε το σύνολο των χαρακτηριστικών που συνθέτουν έναν άνθρωπο, πριν βιαστούμε να βγάλουμε αυθαίρετα συμπεράσματα.

Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα αίνιγμα, ένα παζλ που μόνο αν ενώσουμε όλα τα επιμέρους κομμάτια θα μπορέσουμε να καταλάβουμε ποιος πραγματικά είναι.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ: Το καλύτερο σπιτικό είναι εκείνο όπου τα χρήματα δεν αποκτώνται με αδικία

Το καλύτερο σπιτικό είναι εκείνο όπου τα χρήματα δεν αποκτώνται με αδικία, δεν διατηρούνται με καχυποψία και ξοδεύονται χωρίς μετάνοια.

ΕΠΤΑ ΣΟΦΩΝ ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ

Μου φαίνεται, Αίσωπε, πως θεωρείς οίκο τούτα εδώ τα στέγαστρα από λάσπη, ξύλο και κεραμίδια, σαν να θεωρούσες σαλιγκάρι το καύκαλο κι όχι το ζωντανό πλάσμα. Ήταν πολύ φυσικό, λοιπόν, να σου δώσει αφορμή για γέλιο ο Σόλων που, όταν είδε το σπίτι του Κροίσου με τα στολίδια και την πολυτέλειά του, δεν δήλωσε αμέσως ότι ο ιδιοκτήτης ζούσε εκεί ευτυχισμένη και μακάρια ζωή, επειδή ήθελε να δει το αγαθό μέσα στον ίδιο περισσότερο παρά στα όσα τον περιέβαλλαν. Είναι φανερό όμως πως δεν θυμάσαι καν την αλεπού σου. Εκείνη, που συναγωνιζόταν με τη λεοπάρδαλη για το ποια από τις δύο έχει τις περισσότερες αποχρώσεις, ζήτησε από τον δικαστή να κοιτάξει μέσα της, διότι εκεί φαινόταν πως έχει περισσότερες αποχρώσεις.

“Αυτή λοιπόν”, είπε, “είναι η απάντησή μου στον Αίσωπο και η συνεισφορά μου στην απαίτηση του Διοκλή. Από τους άλλους ο καθένας έχει το δικαίωμα να αποκαλύψει τη δική του άποψη”.

Τότε ο Σόλων είπε πως κατά τη γνώμη του το καλύτερο σπιτικό είναι εκείνο όπου τα χρήματα δεν αποκτώνται με αδικία, δεν διατηρούνται με καχυποψία και ξοδεύονται χωρίς μετάνοια.

Ο Βίας είπε πως είναι το σπιτικό εκείνο, μέσα στο οποίο ο αφέντης φέρεται από μόνος του όπως φέρεται έξω λόγω του νόμου.

Ο Θαλής είπε πως είναι το σπιτικό εκείνο, στο οποίο ο αφέντης μπορεί να έχει μεγαλύτερη ξεκούραση.

Ο Κλεόβουλος είπε πως αν ο αφέντης έχει περισσότερους εκεί μέσα που τον αγαπούν απ’ όσους τον φοβούνται.

Ο Πιττακός είπε πως το καλύτερο σπίτι είναι εκείνο που δεν χρειάζεται τίποτα περιττό και δεν του λείπει τίποτα απαραίτητο.

Ο Χίλων είπε ότι το σπιτικό πρέπει να μοιάζει με βασιλευομένη πόλη. Έπειτα πρόσθεσε ότι ο Λυκούργος είπε στον άντρα που τον παρότρυνε να εγκαθιδρύσει δημοκρατία στην πόλη: “Εγκαθίδρυσε πρώτα στο σπίτι σου δημοκρατία”

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΗΘΙΚΑ ΤΟΜΟΣ 4

Ο ρόλος της Φιλοσοφίας και η άρρηκτη σύνδεσή της με την Επιστήμη

Ο Bertrand Russell κάποτε συνέκρινε τους κλάδους της ανθρώπινης γνώσης με μια αρχειοθήκη, όπου το υλικό με το οποίο ασχολούνταν οι φιλόσοφοι βρισκόταν στο ντουλάπι με την ένδειξη «Δεν Ξέρω». Μόλις μάθουμε αρκετά για ένα δεδομένο θέμα ώστε να μπορούμε να προσεγγίσουμε τα ερωτήματά του με συστηματικό τρόπο, τα περιεχόμενα μεταφέρονται σ’ ένα άλλο ντουλάπι με διαφορετική ένδειξη, είτε αυτή είναι «Φυσική» είτε «Ψυχολογία» είτε «Οικονομικά». Πρόκειται για μια δίκαιη περιγραφή της ιστορίας της φιλοσοφίας, από την οποία έχουν κατά καιρούς προκύψει νέοι κλάδοι, νέες επιστήμες. Εξηγεί επίσης την ψευδαίσθηση ότι η φιλοσοφία δεν πετυχαίνει ποτέ τίποτα. Οι φιλόσοφοι ποτέ δεν εισπράττουν αναγνώριση για τις επιτυχίες τους, γιατί, μόλις συντελεστεί πραγματική πρόοδος σ’ ένα θέμα, τους το παίρνουν από τα χέρια και το δίνουν στους καινούργιους κηδεμόνες τους. Ο Sir Ισαάκ Νεύτων έγραψε το Principia και ο Adam Smith το Ο Πλούτος των Εθνών με την ιδιότητά τους ως φιλοσόφων, αλλά σήμερα ο κόσμος τους θυμάται ως φυσικό και οικονομολόγο αντίστοιχα. Ο σύγχρονος στοχαστής Noam Chomsky περιγράφεται ως φιλόσοφος καθώς και ως ο θεμελιωτής της γλωσσολογίας, αλλά το πρώτο μισό του τίτλου του κάποια μέρα θα εκλείψει από τις εγκυκλοπαίδειες.

Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει στην πρόσφατη διαπίστωση ότι, από τη στιγμή που η φιλοσοφία φαίνεται να επιτυγχάνει όταν δημιουργεί νέες επιστήμες, το όλο αντικείμενο θα έπρεπε να γίνει επιστήμη. Το να απαιτούμε η σκέψη να γίνεται πάντα και μόνο σύμφωνα με αυστηρές επιστημονικές αρχές θα σήμαινε ότι με κάποια αντικείμενα – αυτά για τα οποία γνωρίζουμε λιγότερα – δεν θα ασχολούμασταν ποτέ, με αποτέλεσμα να μην αναπτύσσονται νέοι επιστημονικοί κλάδοι. Ωστόσο, το θέμα αφορά κάτι περισσότερο από το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να καλλιεργούνται οι ιδέες, καθώς αυτό προϋποθέτει ότι προορισμός κάθε χρήσιμης ερευνητικής μεθόδου είναι να γίνει επιστημονική μέθοδος. Η διαφορά ανάμεσα στη φιλοσοφία και την επιστήμη είναι συχνά θέμα συγχρονισμού παρά κατανομής αντικειμένων. Μερικές φορές η φιλοσοφία καταλήγει στην επιστήμη. Πολύ περιστασιακά επιλύει κάποιο πρόβλημα χωρίς να δημιουργεί έναν καινούργιο επιστημονικό κλάδο και, κάποιες φορές, αυτό συμβαίνει επειδή το πρόβλημα έχει διαλυθεί αντί να επιλυθεί.

Μπορεί ο οποιοσδήποτε να κατανοήσει σύνθετες φιλοσοφικές έννοιες;

Ο κόσμος φαντάζεται πως απαντήσεις μπορεί να συλλέξει ο καθένας, θαρρείς και είναι μήλα. Κάτι τέτοιο δεν είναι παρά ευσεβής πόθος. Κάποιες αλήθειες βρίσκονται στα χαμηλότερα κλαδιά, όπου μπορούμε εύκολα να τις πιάσουμε ενώ άλλες θα ήταν άπιαστες χωρίς την εφεύρεση της σκάλας. Παρόλο που είναι σκληρό να φανταζόμαστε τους φιλοσόφους παλιότερων γενεών – οι οποίοι συχνά ήταν μεγάλες ιδιοφυΐες – να δουλεύουν όλη τους τη ζωή χωρίς την ελπίδα πως κάποτε θα βρουν την αλήθεια, πολλοί απ’ αυτούς έκαναν αυτό ακριβώς. Ίσως αυτοί οι στοχαστές παρήγαν εσφαλμένες θεωρίες και ατελέσφορα επιχειρήματα επειδή δεν σκέφτονταν αρκετά ή προσεκτικά. Ωστόσο το πρόβλημα είναι πιο απλό: δεν διέθεταν τον κατάλληλο εξοπλισμό για να βρουν αυτό που έψαχναν, γιατί δεν υπήρχε τέτοιος εξοπλισμός.

Ο εξοπλισμός αυτός έχει πολλές μορφές: ένα συγκεκριμένο είδος επιχειρήματος ή ένα λογικό τέχνασμα, ένα μηχανικό βοήθημα όπως ένας σαρωτής εγκεφάλου ή μια φωτογραφία της Γης από το διάστημα. Όσο καλή κι αν είναι η όρασή μας, δεν επρόκειτο ποτέ να κατανοήσουμε τα αστέρια ή να καταλάβουμε ότι αυτές οι κουκκίδες φωτός στον νυχτερινό ουρανό είναι αυτό που σήμερα αντιλαμβανόμαστε ως αστέρια απλώς κοιτάζοντάς τα. Το τηλεσκόπιο, από την άλλη, έδωσε τη δυνατότητα ακόμα και σ’ αυτούς με σχετικά αδύνατη όραση να μπορούν να δουν τους πλανήτες. Αναμφίβολα υπάρχουν πολλά προβλήματα που σήμερα είναι άλυτα γιατί δεν διαθέτουμε τον εξοπλισμό που ενδέχεται να είναι διαθέσιμος στους απογόνους μας. Δεν είναι τόσο η επιστήμη που είναι σημαντική για την ανακάλυψη της αλήθειας, όσο η τεχνολογία με τη μία ή την άλλη μορφή. Εν μέρει, ο λόγος των παλιότερων αποτυχιών της φιλοσοφίας είναι ο ίδιος με τον λόγο για τον οποίο πέτυχαν οι πρώτες ιπτάμενες μηχανές και οι πρώτες προσπάθειες θεραπείας ασθενειών: δεν ήταν διαθέσιμα μέσα.

Μια άλλη συνηθισμένη οδός προσέγγισης του θέματος, την οποία ακολουθούν ο Wittgenstein και ο Gottfried Leibniz μεταξύ άλλων, ήταν οι μαθηματικές σπουδές. Ένα τέτοιο υπόβαθρο ενδεχομένως να προετοιμάζει κάποιον καλύτερα ν’ αποδεχτεί τις ιδιότυπες ανταμοιβές της φιλοσοφικής έρευνας και να έχει την ίδια στάση που εκφράζει ο φυσικός Richard Feynman:

«Έχω έναν φίλο που είναι καλλιτέχνης, και ενίοτε έχει απόψεις με τις οποίες δεν συμφωνώ απολύτως. Κρατάει ένα λουλούδι και λέει «Κοίτα τι όμορφο που είναι», και συμφωνώ. Και μετά λέει «Βλέπεις, εγώ ως καλλιτέχνης μπορώ να δω πόσο όμορφο είναι, αλλά εσύ, ως επιστήμονας, το αναλύεις και το μετατρέπεις σε ένα ανιαρό πράγμα». Θεωρώ πως είναι λιγάκι παλαβός. Κατ’ αρχάς, το είδος της ομορφιάς που βλέπει μπορούν να το δουν κι άλλοι άνθρωποι, κι εγώ επίσης, θέλω να πιστεύω, παρόλο που μπορεί να μην είμαι τόσο αισθητικά εκλεπτυσμένος όσο εκείνος. Μπορώ να εκτιμήσω την ομορφιά ενός λουλουδιού και την ίδια στιγμή βλέπω πολύ περισσότερα σχετικά με το λουλούδι απ’ ό,τι αυτός. Μπορώ να φανταστώ τα κύτταρά του, τις περίπλοκες διεργασίες μέσα του, που επίσης έχουν ομορφιά. Δεν είναι μόνο η ομορφιά σ’ αυτή τη διάσταση του ενός εκατοστού: υπάρχει ομορφιά και σε μια μικρότερη διάσταση, η εσωτερική δομή… οι διεργασίες επίσης. Το γεγονός ότι τα χρώματα στο λουλούδι εξελίσσονται, ώστε να προσελκύουν έντομα για να το γονιμοποιήσουν, είναι ενδιαφέρον – σημαίνει ότι τα έντομα μπορούν να δουν τα χρώματα. Και γεννά ένα ερώτημα: άραγε αυτή η αισθητική υπάρχει και στις χαμηλότερες μορφές; Ή γιατί είναι αισθητική; Υπάρχουν πάρα πολλά ενδιαφέροντα ερωτήματα που μόνο η επιστημονική γνώση μπορεί να προσθέσει στη χαρά και το μυστήριο και το δέος ενός λουλουδιού».

J. J. ROUSSEAU: Η υπομονή είναι μια ρίζα πικρή, αλλά οι καρποί της είναι γλυκύτατοι

Ο Γάλλος φιλόσοφος Ρουσσό δήλωνε ότι, «Ο άνθρωπος είναι καλός εκ φύσεως». Τότε, γιατί πράττουμε άσχημα; Κατά τον Ζαν-Ζακ Ρουσσό, η κοινωνία είναι αυτή που μας διαφθείρει και μας κάνει να πράττουμε άσχημα. Την τόλμη του να υποστηρίξει μια τέτοια θεωρία στο απόγειο της εποχής του Διαφωτισμού την πλήρωσε με πολλούς εχθρούς και πολλές πικρίες. Η εποχή του υποστήριζε την πρόοδο κι εκείνος τη θεωρούσε αιτία όλων των δεινών.

Μπορεί η καταγωγή του και η ταραγμένη του ζωή να τον είχαν επηρεάσει στη διαμόρφωση της θεωρίας του.

Γιος ενός ωρολογοποιού και ορφανός από μητέρα, μεγάλωσε χωρίς να λάβει εκπαίδευση. Από πολύ μικρός, άρχισε να δουλεύει ως μαθητευόμενος ενός συμβολαιογράφου κι έπειτα ενός χαράκτη, ο οποίος του φερόταν κτηνωδώς. Εγκατέλειψε τη Γενεύη και κατέφυγε στην προστασία κάποιας βαρόνης η οποία, εκτός του ότι τον έκανε εραστή της, τον έπεισε να προσηλυτιστεί και στον καλβινισμό. Κι έτσι άρχισε μια εποχή αυτομόρφωσης.

Κατέληξε να παντρευτεί μια υπηρέτρια εντελώς αναλφάβητη με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά. Αυτό δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει να έχει ερωμένες και ν’ αλλάζει χώρες, διαμονή και θρησκεία, καταλαμβανόμενος, με το πέρασμα των χρόνων, από μανία καταδίωξης. Στην Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, ο Ρουσσό συγκρούεται με την ιδέα του Διαφωτισμού περί προόδου, θεωρώντας ότι οι άνθρωποι σε φυσική κατάσταση είναι εξ ορισμού αθώοι κι ευτυχισμένοι κι ότι ο πολιτισμός και η κουλτούρα είναι αυτά που τους επιβάλλουν τη μεταξύ τους ανισότητα, ιδιαίτερα μετά την καθιέρωση του θεσμού της ιδιοκτησίας, κι έτσι τους φέρνουν τη δυστυχία.

Για να ξανακερδίσουμε τον χαμένο παράδεισο, ιδού κάποιες προτάσεις του μεγάλου αυτού ουμανιστή:
  • Να μην απομονώνεσαι μπρος στις ωμότητες του κόσμου, αλλά να μοιράζεσαι τα αισθήματά σου με τους ομοίους σου.
  • Είναι καλύτερα να αντιμετωπίσεις έναν έντονο πόνο παρά μια μακρά θλίψη.
  • Τα πάθη είναι καλά όσο είμαστε κυρίαρχοί τους και δε μας κάνουν σκλάβους τους.
  • Η χαμένη ελευθερία σπανίως ανακτάται.

Η οπή του όζοντος συρρικνώθηκε λόγω της υψηλότερης από τη μέση θερμοκρασία του αέρα στο Νότιο Πόλο

Η τρύπα του όζοντος κοντά στο Νότιο Πόλο είναι στο ελάχιστο της 3,6 εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια από τότε που ανακαλύφθηκε, αλλά αυτό οφείλεται περισσότερο στην θερμοκρασία της στρατόσφαιρας πάνω από την Ανταρκτική παρά στις προσπάθειες να μειωθεί η ρύπανση, δήλωσε η NASA. Αυτό το φθινόπωρο, η μέση οπή στο προστατευτικό στρώμα όζοντος της Γης είναι 3,6 εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια, από την κορυφή των 10,3 εκατομμυρίων τετραγωνικών μιλίων που ήταν το 2006.

Η δε φετινή τρύπα είναι ακόμη μικρότερη και από αυτήν που βρήκαμε για πρώτη φορά το 1985.

«Αυτό είναι πραγματικά καλά νέα», δήλωσε ο επιστήμονας της NASA, Paul Newman . «Αυτό σημαίνει περισσότερο όζον στο ημισφαίριο, λιγότερη υπεριώδη ακτινοβολία στην επιφάνεια.»

Τι θα συνέβαινε όμως εάν είχαμε συνεχίσει να χρησιμοποιούμε CFCs;

Η στιβάδα του όζοντος της Γης προστατεύει την επιφάνεια από την επιβλαβή ηλιακή ακτινοβολία, αλλά οι ανθρωπογενείς ενώσεις του χλωρίου, που μπορούν να διατηρηθούν στην ατμόσφαιρα για 100 χρόνια, μειώνουν το όζον αραιώνοντας το προκαλώντας ένα χάσμα στο Νότιο Ημισφαίριο.

Η οπή του όζοντος φτάνει στο αποκορύφωμά της το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο και εξαφανίζεται μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου μέχρι την επόμενη άνοιξη στο Νότιο Ημισφαίριο.

Το διεθνές πρωτόκολλο του Μόντρεαλ του 1987 – η μόνη συνθήκη των Ηνωμένων Εθνών που επικυρώθηκε από κάθε χώρα στη Γη – απαγόρευσε πολλές από τις ενώσεις χλωρίου που χρησιμοποιούνται σε ψυκτικά μέσα και αερολύματα.

Η απαγόρευση οδήγησε σε μια ελαφρώς μικρότερη τρύπα του όζοντος τα τελευταία χρόνια, αλλά η δραματική συρρίκνωση του τρέχοντος έτους δεν οφείλεται στις προσπάθειες αυτές, ανέφερε ο κ. Newman.

Το χλώριο στον αέρα χρειάζεται ψυχρές θερμοκρασίες στην στρατόσφαιρα και σύννεφα για να μετατραπεί σε μορφή κατάλληλης χημικής ένωσης που «τρώει» το όζον. Τα σύννεφα όμως εξαφανίζονται όταν θερμαίνεται.

Αλλά αυτό το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, ο νότιος πολικός στρόβιλος – ένας στροβιλισμός των ψυχρών ανέμων υψηλής ταχύτητας γύρω από τον πόλο – άρχισε να σπάει.

Στο ύψος των 12 μιλίων πάνω στην ατμόσφαιρα, οι θερμοκρασίες ήταν 16 ° C θερμότερες από το μέσο όρο. Οι άνεμοι λοιπόν έπεσαν από την κανονική ταχύτητα των 161 mph σε περίπου 67 μίλια την ώρα, ανέφερε η NASA.

Αυτό συνέβη το 1988 και το 2002, αλλά όχι αυτό το ακραίο φαινόμενο,, είπε ο Newman.

Θεομαχία – Η Αθεΐα στον Αρχαίο Κόσμο

«Ζούμε σε έναν πολυθεϊστικό κόσμο σήμερα, απλά δεν το αποδέχονται αυτό αρκετοί άνθρωποι» -Tim Whitmarsh
 
«Η ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι ένα κατά βάση θρησκευόμενο ον είναι τόσο πειστική όσο και η ιδέα ότι τα μήλα είναι κατά βάση κόκκινα» γράφει μεταξύ άλλων ο Tim Whitmarsh σχετικά με τον στερεοτυπικό τρόπο που αντιμετωπίζουμε την θρησκευτικότητα. Κατά τη μεγαλύτερη περίοδο της αρχαιότητας, αν ρωτούσες κάποιον: «ποιοι είναι οι άθεοι;», θα σου απαντούσε αμέσως: «οι επικούρειοι!». Η σημερινή λέξη στα εβραϊκά για τον άθεο, apikoros, μαρτυρά την διάρκεια του εν λόγω συσχετισμού.
 
 
Γύρω στο 360 π.κ.ε. ο Επίκουρος (το όνομά του σημαίνει «βοηθός») πήγε από το νησί της Σάμου στην Αθήνα, όπου και αγόρασε ένα κομμάτι γης έξω ακριβώς από τα τείχη της πόλης, όχι πολύ μακριά από την Ακαδημία του Πλάτωνα. Το κομμάτι αυτό γης θα γινόταν γνωστό ως Κήπος, και έγινε σύμβολο της φιλοσοφίας του Επίκουρου. Στόχος του επικουρισμού ήταν να αφαιρέσει από τις ζωές των ανθρώπων την ψυχική ενόχληση και να επιτύχει την αταραξία.
 
Οι επικούρειοι δεν επεδίωκαν την σωματική ηδονή, όπως δηλώνει σήμερα η αγγλική λέξη epicurean, αν και πολλοί από τους εχθρούς τους στην αρχαιότητα τους κατηγορούσαν ακριβώς γι’ αυτό. Αντιθέτως, επεδίωκαν να αποφεύγουν κάθε δραστηριότητα που επέφερε άγχος και οδηγούσε στην σύγκρουση –λάθε βιώσας– καθώς και να προσαρμόζουν τις συνήθειές τους ώστε να απομακρύνουν κάθε είδους όχληση και φόβο. Οι έγνοιες και τα άγχη, όπως δίδασκε ο Επίκουρος, είχαν ως πηγή τους τις κενοδοξίες, (εγωπάθεια) τις κενές ουσίας αντιλήψεις μας για τον κόσμο.
 
 
Κεντρική θέση ανάμεσα σε αυτές τις λαθεμένες απόψεις έχουν για τον Επίκουρο οι εσφαλμένες αντιλήψεις για το υπερφυσικό. Οι επικούρειοι ήταν αυστηρά προσκολλημένοι σε φυσικές αρχές. Αναπτύσσοντας τα διδάγματα των ατομικών φιλοσόφων του 5ου αιώνα π.κ.ε. Λεύκιππου και Δημόκριτου, διατείνονταν ότι τα πάντα στο σύμπαν αποτελούνται από έναν άπειρο αριθμό άφθαρτων και αδιάσπαστων σωματιδίων, τα άτομα, τα οποία βρίσκονται συνεχώς σε κίνηση -αν και η κίνηση αυτή δεν μπορεί πάντοτε να προβλεφθεί -εξαιτίας της γνωστής αρχής της «παρέκκλισης»- καθώς και από άπειρο κενό. Δεν υπάρχει κάτι πέραν του σύμπαντος -καθώς το σύμπαν δεν γνωρίζει όρια. Η ανθρώπινη ψυχή, επίσης, αποτελείται από άτομα, λεπτεπίλεπτα σωματίδια που μοιάζουν με φωτιά κι αέρα. Όταν πεθαίνουμε, οι ψυχές μας αποσυντίθενται κατευθείαν, όπως και το σώμα μας με τον καιρό. Επομένως, δεν υπάρχει μετά θάνατον ζωή.
 
Η συγκεκριμένη θεωρία της ύλης συνδέεται με τον ευρύτερο στόχο του επικουρισμού να εξασφαλίσει αταραξία, καθώς οι παρανοήσεις των ανθρώπων σε ό,τι αφορά την φύση του θανάτου αποτελούν την μεγαλύτερη πηγή άγχους στην ζωή μας. «Ο θάνατος δεν μας αφορά» έγραψε ο Επίκουρος «καθώς ό,τι αποσυντίθεται παύει να αισθάνεται, και αυτό που παύει να αισθάνεται δεν μας αφορά». Ο θάνατος δεν προκαλεί πόνο, εφόσον οι νεκροί δεν είναι σε θέση να αισθανθούν τίποτε. Ο θάνατος είναι απλώς η αποσύνθεση ενός συγκεκριμένου συνόλου ατόμων.
 
Οι Έλληνες είναι Θεοκτόνοι

Και τι συμβαίνει με τους Θεούς;
 
Εκ πρώτης όψεως, η επικούρεια αντίληψη του κόσμου δεν έχει ανάγκη από την έννοια κάποιας Θεότητας, καθώς τα πάντα μπορούν να εξηγηθούν με απόλυτα υλιστικούς όρους. Παρ’ όλα αυτά, ο Επίκουρος επέμενε ότι οι Θεοί υπάρχουν και ασκούσε δριμεία κριτική στους άθεους. «Πρώτα απ’ όλα, να έχεις στον νου σου ότι ο Θεός είναι μία άφθαρτη και ευτυχισμένη οντότητα… μην του αποδίδεις καμιά ιδιότητα που αντιφάσκει με τις έννοιες της αφθαρσίας και της ευτυχίας. Οι Θεοί δεν είναι αυτό που οι περισσότεροι νομίζουν. Ουσιαστικά, είναι περισσότερο ασεβές να πιστεύει κανείς στους Θεούς της λαϊκής παράδοσης από το να αρνείται την ύπαρξή τους. Η πλέον καταστροφική παρανόηση έχει να κάνει με την πεποίθηση ότι οι Θεοί αναμειγνύονται στις υποθέσεις των ανθρώπων. Δεν ήταν οι Θεοί αυτοί που δημιούργησαν το σύμπαν και αυτοί που το κυβερνούν. Μπορούμε να καταλάβουμε την φύση μόνο εφόσον αντιληφθούμε τους φυσικούς νόμους που διέπουν τον κόσμο. Και όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι περνούν τη ζωή τους, θα πρέπει να αναλαμβάνουμε την αποκλειστική ευθύνη των επιλογών που κάνουμε, χωρίς να κρυβόμαστε πίσω από την δικαιολογία ότι μία εξωτερική δύναμη ήταν αυτή που μας ανάγκασε να δράσουμε όπως δράσαμε. Οι Θεοί ζουν μακριά μας και δεν έχουν το παραμικρό ενδιαφέρον για τη ζωή μας.» Ο Κήπος του Επίκουρου
 
Ο Επίκουρος δίδασκε ότι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας είναι ακριβής. Οι αισθήσεις μας οφείλονται στην ροή ατόμων που καταλήγουν στα αισθητηριακά μας όργανα και τα άτομα, μαζί με το κενό, συνιστούν την πραγματικότητα.
 
Η απώλεια βασικών έργων του Επίκουρου καθιστά δύσκολη οποιαδήποτε βεβαιότητα σχετικά με τις διδασκαλίες του. Από τα πολλά γραπτά του, τα μόνα που διασώζονται είναι τρεις συνοπτικές επιστολές και ένα εγχειρίδιο «βασικών αρχών» (κύριαι δόξαι), καθώς και παραθέματα και αναφορές σε ύστερους συγγραφείς. Ακόμη κι έτσι, μας σώζεται αρκετός Επίκουρος για να μπορέσουμε να ανασυγκροτήσουμε μία γενική εικόνα των απόψεων του. Σίγουρα δίδασκε ότι οι συμβατικές θρησκευτικές τελετουργίες είναι χάσιμο χρόνου. Η λατρεία των Θεών, η προσευχή, το να ορκίζεσαι στο όνομά τους και να τους κάνεις αγάλματα δεν οδηγούσαν πουθενά. Πρέπει να τα κάνουμε αυτά τα πράγματα διότι, εν μέρει, η ευτυχία μας εξαρτάται από την αγαστή συνύπαρξη με τους συμπολίτες μας, αλλά δεν πρέπει να ξοδεύουμε πάρα πολλή από την πολύτιμη συναισθηματική μας ενέργεια γι’ αυτά τα ζητήματα. Ο Επίκουρος, επομένως, φαίνεται να πίστευε ότι οι λαϊκές δοξασίες περί Θείου είναι ακίνδυνες, αν και εσφαλμένες. Οι σοφότεροι από εμάς, λέει, έχουν κατακτήσει την πραγματική αλήθεια για τους Θεούς.
 
Η συμβατική θρησκεία είναι εσφαλμένη, αλλά πρέπει να την ακολουθούμε. Πρέπει να πιστεύουμε στους Θεούς, αλλά όχι έτσι όπως τους εννοούν οι πολλοί. Οι Θεοί υπάρχουν αλλά όχι στον φυσικό κόσμο, έτσι όπως τον αντιλαμβανόμαστε. Παραμένει, επομένως, μυστήριο ο λόγος για τον οποίο ο Επίκουρος επιμένει να διατείνεται ότι οι Θεοί υπάρχουν, την στιγμή που οι θεωρίες του για την πραγματικότητα όχι μόνο δεν τους έχουν ανάγκη, αλλά δυσκολεύονται κιόλας να τους εντάξουν στο σύστημά τους. [απόλυτα κατανοητό για όποιον έχει Ελληνική σκέψη, αλλά όχι για κάποιον μη Έλληνα και γι' αυτό ο συγγραφέας το θεωρεί ακατανόητο.]
 
Μέρος της εξήγησης μπορεί να σχετίζεται με το πολιτισμικό πλαίσιο. Ακόμη και έναν αιώνα μετά, η δίκη του Σωκράτη δεν είχε ξεχαστεί. Η κατηγορία της «μη πίστης στους θεούς» θα μπορούσε να βλάψει έναν φιλόσοφο, όπως διαπίστωσε και ο Θεόδωρος από την Κυρήνη όταν εξορίστηκε από την Αθήνα προς τα τέλη του 4ου αιώνα π.κ.ε. Ίσως να είναι τόσο απλό: διακρίνοντας τις πιθανές θεολογικές επιπτώσεις του υλιστικού μοντέλου του για τον κόσμο, ο Επίκουρος διαπίστωσε ότι θα ήταν καλύτερο να προστατεύσει τον εαυτό του από αντιδράσεις όπως αυτές που είχαν προηγουμένως εξοντώσει στοχαστές όπως ο Διαγόρας από την Μήλο και ο Σωκράτης. [Είναι θέμα αυτοπροστασίας, ..για μίλα σήμερα ενάντια στην δικτατορία του «πολιτικώς ορθού» ή μίλα εναντίον του Ολοκαυτώματος και θα ζήσεις αυτοστιγμή τι σημαίνει καταδίωξη σαν αυτή που υπέστησαν όλοι οι αληθινά μεγάλοι άνθρωποι ανά τους αιώνες της τυραννίας μας από τον Μιαρό.]
 
Οι ιστορικοί της κλασικής φιλοσοφίας έχουν την τάση να απορρίπτουν εξηγήσεις αυτού του είδους, εν μέρει επειδή παραμένουν υποθετικές και δεν σχετίζονται ιδιαιτέρως με διανοητικά κίνητρα και εν μέρει επειδή υπονοούν ότι η πεζή πολιτική πραγματικότητα είχε μολύνει τον κόσμο του πνεύματος. Οι κλασικοί φιλόλογοι έχουν επενδύσει πολύ στην ιδέα ότι τα κείμενα που εξετάζουν είναι προϊόντα καθαρής σκέψης και ότι οι αρχαίες πόλεις αποτελούσαν χώρους «ελεύθερης διακίνησης ιδεών» (sic). Ακούγεται πολύ παράταιρο σε αυτό το πλαίσιο να υποστηρίξει κανείς ότι ο μεγάλος Επίκουρος μπορεί και να είχε ως κίνητρό του τον φόβο της δίωξης, αλλά αυτό δεν αποτελεί λόγο να αποκλείσουμε αυτήν την πιθανότητα. [Ναι, αυτό ακριβώς συνέβει σε όλους τους Έλληνες φιλοσόφους]
 
Υπήρχαν αρκετά σημεία στη σκέψη του Επίκουρου που τον κατέστησαν διάσημο κατά την αρχαιότητα για την αθεΐα του. Όπως ο Σαλμονέας και ο Κήυκας στον επικό Κατάλογο γυναικών, ή ο Βελλεροφόντης στο δράμα του Ευριπίδη, ο Επίκουρος θεωρούνταν θεομάχος, «πολεμιστής ενάντια στους Θεούς».
 
Πουθενά δεν εμφανίζεται περισσότερο έντονα με αυτήν του την ιδιότητα απ’ ό,τι στο μεγάλο έργο του Λουκρήτιου «Περί της φύσεως των πραγμάτων». Γραμμένο στην Ρώμη την εποχή των εμφυλίων πολέμων του 1ου αιώνα π.κ.ε. το έργο αυτό αποτελεί το πιο πρώιμο, πλήρως σωζόμενο επικό ποίημα που γράφτηκε στα λατινικά (επικό με την έννοια ότι ο Λουκρήτιος κάνει χρήση του εξάμετρου στίχου). Άσκησε τεράστια επιρροή, ήδη από την αρχαιότητα, όχι μόνο εξαιτίας της υψηλής ποιητικής του τέχνης, αλλά και για το πώς ενσωματώνει τα διδάγματα της επικούρειας φιλοσοφίας.
 
Ο Stephen Greenblatt έχει κάνει την περίφημη δήλωση ότι η ανάκτηση του χειρογράφου του ποιήματος είναι υπεύθυνη για την εκκοσμίκευση και την Αναγέννηση στην Ευρώπη. Κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα αναγνωριζόταν ως ο θεμέλιος λίθος της ευρωπαϊκής διανοητικής παράδοσης, καθώς στηριζόταν στην επιστήμη και στην παρατήρηση και όχι σε προτάγματα θεοκρατικού χαρακτήρα. Ο Επίκουρος κάνει μία εντυπωσιακή είσοδο στο ποίημα του Λουκρήτιου, και περιγράφεται με τρόπο που θα έκανε τους παλμούς κάθε ανθρωπιστή αναγνώστη να ανέβουν:
 
Ενώ η ανθρώπινη ζωή σερνόταν άθλια πάνω στη γη
μπροστά στα μάτια όλων,
τσακισμένη από το βάρος της θρησκείας
που έδειχνε το πρόσωπό της πάνω από τον ουρανό
με όψη φριχτή και απειλούσε τους θνητούς,
τότε πρώτος ένας Έλληνας τόλμησε να της αντισταθεί.
 
Δεν τον σταμάτησαν ούτε οι θρύλοι των θεών,
ούτε οι βροντές, ούτε ο ουρανός με το απειλητικό του μούγκρισμα.
Αντίθετα, δυνάμωσαν το θάρρος της ψυχής του,
ώστε να επιθυμήσει να παραβιάσει, πρώτος αυτός,
κλειδαριές από τις θύρες της φύσης.
 
Έτσι η ζωντανή δύναμη του πνεύματός του
νίκησε και προχώρησε μακριά,
πέρα από τα φλεγόμενα τείχη του ουρανού,
και με το πνεύμα και τη σκέψη διέσχισε το απέραντο σύμπαν.
 
Από εκεί επέστρεψε νικητής,
για να μας πει τι μπορεί να γεννηθεί,
τι δεν μπορεί, τέλος, με ποιον τρόπο καθορίζεται
η δύναμη στο καθετί και τα ακλόνητα όριά του.
 
Έτσι, η θρησκεία, με τη σειρά της, ποδοπατημένη συντρίβεται,
κι εμάς η νίκη μάς ανεβάζει στον ουρανό.
 
Όπως ακριβώς ο Βελλεροφόντης του Ευριπίδη, ο Λουκρήτιος φαντάζεται τον Επίκουρο να ηγείται μίας στρατιωτικής επίθεσης κατά της θρησκείας. Η εικονοποιία σε αυτό το σημείο στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε έργα σχετικά με την πολιορκητική τέχνη. Στο πρώτο μισό του κειμένου, η θρησκεία περιγράφεται να ορθώνεται πάνω από την καταπιεσμένη ανθρωπότητα, σαν ένα τρομακτικό οχυρό, όπως αυτά που έχτιζαν οι Ρωμαίοι για να εμπνεύσουν φόβο στους υποτελείς τους. Τα όπλα που χρησιμοποιεί για να κρατήσει τους ανθρώπους υπό τον έλεγχό της είναι οι μύθοι, τα τελετουργικά και οι συμβάσεις. Σε αυτό το σημείο η εικόνα αντιστρέφεται και ο Επίκουρος απεικονίζεται όχι σαν επιτιθέμενος αλλά σαν πολιορκούμενος, που ηγείται της απόδρασης από τα «στενά όρια» και προελαύνει πέρα από τα «φλεγόμενα τείχη του κόσμου».
 
Τι εννοεί ο Λουκρήτιος με τη λατινική λέξη religio;
 
Σίγουρα όχι την θρησκεία όπως την εννοούμε εμείς, δηλαδή το θεσμικό πλαίσιο μέσα από το οποίο προάγεται ένας συγκεκριμένος τρόπος λατρείας των θεών. Η σημασία της λέξης φαίνεται να έχει να κάνει περισσότερο με την έννοια της αφοσίωσης, μιας ηθικής ποιότητας. Ο Λουκρήτιος θεωρεί ότι ο εχθρός της ανθρώπινης ελευθερίας είναι τα ψυχολογικά δεσμά. (Η λέξη δεσμά πράγματι αρμόζει στα συμφραζόμενα: σε άλλο σημείο, ο Λουκρήτιος κάνει λόγο για την «απελευθέρωση του μυαλού από τα πιεστικά δεσμά της θρησκείας», υπαινισσόμενος ότι το religio προέρχεται από το religare, «δένω».)
 
Ο Επίκουρος του Λουκρήτιου δεν είναι τόσο ένας σταυροφόρος ενάντια στις τελετουργίες και στους κρατικούς θεσμούς, όσο ενάντια στις εσφαλμένες θρησκευτικές αντιλήψεις που μας καταπιέζουν με τον φόβο του θανάτου, την τιμωρία, και την μετά θάνατον ζωή. Η απελευθέρωση από αυτόν τον φόβο δεν θα προκύψει, από την απόρριψη της οργανωμένης θρησκείας [κανείς επικούρειος δεν ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο από την πιθανότητα να θανατωθεί και μόνον] αλλά από την άρνηση της παραδεδομένης, μυθικής αντίληψης για πράγματα που δεν ασκούν απολύτως καμία επιρροή στις ζωές μας.
 
Ο πόλεμος του Επίκουρου ενάντια στη θρησκεία δεν είχε στόχο να προωθήσει την εκκοσμίκευση σε κρατικό επίπεδο. Αλλά, ακόμη κι έτσι, η οξυδέρκεια του είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι συχνά του αναγνωρίζεται. Η άρνηση της έννοιας της θρησκευτικής αλήθειας έχει βαθιές και σημαντικές συνέπειες. Ο Λουκρήτιος, μετά την περιγραφή του Επίκουρου, συνεχίζει με ένα παράδειγμα των καταστροφικών συνεπειών που μπορεί να έχουν αυτού του είδους οι θρησκευτικές αντιλήψεις. «Η θρησκεία στάθηκε η αφορμή για εγκληματικές και ανόσιες πράξεις».
 
Ως παράδειγμα χρησιμοποιεί την μυθολογική ιστορία του Αγαμέμνονα και της θυσίας της κόρης του Ιφιάνασσας (Ιφιγένεια) προς τιμή της Άρτεμης στην Αυλίδα. Σύμφωνα με τον μύθο, ο στόλος του είχε καθηλωθεί από την άπνοια -τιμωρία που είχε επιβληθεί στον Αγαμέμνονα επειδή είχε σκοτώσει ένα ελάφι σε έναν χώρο αφιερωμένο στην Θεά Άρτεμη. «Τόσο μεγάλη ήταν η επιρροή της θρησκείας σε πράξεις φριχτές» καταλήγει ο Λουκρήτιος: Tantum religio potuit suadere malorum, ένας από τους πιο διάσημους στίχους του ποιητή (ο Βολταίρος, για παράδειγμα, τον έστειλε στον Φρειδερίκο Β’ της Πρωσίας το 1737 για να τονίσει την ανάγκη για εκκοσμίκευση).
 
Αυτό που θέλει να τονίσει ο Λουκρήτιος είναι ότι η εσφαλμένη αντίληψη μας για την μεταβαλλόμενη φύση του ανέμου (την οποία εξηγεί σε άλλο σημείο με καθαρά υλιστικούς όρους) δεν είναι απλώς ένα λάθος. Όταν αποτυγχάνουμε να αντιληφθούμε την αλήθεια για την φύση, και πιο συγκεκριμένα όταν υποκαθιστούμε την επιστημονική με την θρησκευτική εξήγηση, αυτό μπορεί να έχει τρομερές συνέπειες. Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό ότι ο Λουκρήτιος επιλέγει ως παράδειγμά του μία θυσία – το βασικό συστατικό του θρησκευτικού τελετουργικού στην αρχαιότητα: αν και φυσικά η απεχθής διάσταση της συγκεκριμένης θυσίας έχει να κάνει με το ότι το θύμα είναι άνθρωπος, οι επιπρόσθετες συνδηλώσεις είναι ότι οποιοδήποτε είδος αιματηρής θυσίας δεν είναι απλώς αναποτελεσματική αλλά επίσης προκαλεί σωματικό και ψυχικό πόνο. Χωρίς να το λέει ξεκάθαρα, ο Λουκρήτιος αφήνει να φανεί ότι καταστροφικές πράξεις που επιτελούνται στο όνομα των Θεών θα ήταν ολωσδιόλου καταδικαστέες σε άλλες εκφάνσεις της ζωής μας.
 
Επομένως, το διακύβευμα των ορθών και των εσφαλμένων αντιλήψεων δεν περιορίζεται στον ψυχολογικό πόνο. Οι εσφαλμένες αντιλήψεις έχουν συνέπειες, μερικές φορές αιματηρές. Ο Λουκρήτιος γνωρίζει καλά ότι με το να επισημαίνει την ασέβεια που χαρακτηρίζει τις συμβατικές δοξασίες περί Θεών αντιπαραθέτει την δική του αλήθεια, με τρόπο δυναμικό, απέναντι σε μία εδραιωμένη θεολογία. Καθώς απευθύνεται στον αποδέκτη του ποιήματος του Μέμμιο, προβλέπει ότι:
 
Θα έρθει μια μέρα που κι εσύ ο ίδιος,
επηρεασμένος από τα τρομακτικά λόγια των ιερέων,
θα ζητήσεις να αποσυρθείς από την κοινότητά μας.
 
Γιατί, πραγματικά, πολλές ονειροφαντασίες
μπορούν να επινοήσουν, ικανές να ανατρέψουν
τον ρυθμό της ζωής σου και να ταράξουν με τον φόβο
κάθε σου ευτυχία. Και δικαιολογημένα.
 
Γιατί αν οι άνθρωποι έβλεπαν πως υπάρχει ένα καθορισμένο τέλος
στα βάσανά τους, θα είχαν τη δύναμη να αντισταθούν
με κάποιον τρόπο στις προβλέψεις και στις απειλές των ιερέων.
 
Το διακύβευμα εδώ είναι ποιος μπορεί να μιλάει με εγκυρότητα για τους Θεούς και ποιούς Θεούς;
 
Ποιος λέει την αλήθεια, οι ιερείς ή οι φιλόσοφοι; Η λέξη ιερέας (vates) στα λατινικά καλύπτει σημασιολογικά ως όρος τόσο εκείνους που εξειδικεύονται σε μια συγκεκριμένη λατρεία όσο και τους παραδοσιακούς ποιητές. Η επίθεση του Λουκρήτιου, επομένως, έχει ως στόχο τόσο τις εδραιωμένες δομές της κρατικής θρησκείας όσο και το σύνολο των παραδοσιακών μύθων. Οι ιστορίες είναι όπλα που «απειλούν τις θρησκευτικές δοξασίες» στις οποίες ο αληθινός φιλόσοφος πρέπει να εναντιώνεται. Ο Λουκρήτιος εδώ ακούγεται πιο μοντέρνος από ποτέ, καθώς παρουσιάζει τον επιστημονικό υλισμό ως μία πιο ακριβή και περισσότερο ανοιχτόμυαλη από κοινωνική άποψη εναλλακτική σε σύγκριση με τα όνειρα που επινοεί η παραδοσιακή θρησκεία.
 
Ο Λουκρήτιος ήταν διάσημος στην αρχαιότητα για τις μεγαλειώδεις αποτυπώσεις της επιβλητικής δύναμης της φύσης (όπως αυτές του Turner), αλλά αυτό που βρίσκει κανείς σε αυτά τα φανταχτερά αποσπάσματα δεν είναι απλώς μία ζωηρή επίδειξη των ποιητικών του ικανοτήτων: ήθελε με τον στίχο του να συλλάβει την μαγεία του κόσμου γύρω μας και να μας διδάξει ότι πρέπει να αναζητήσουμε το «θείο» στην ύλη και όχι σε κάποιον φανταστικό Θεό όποιας συστημικής θρησκείας.
 
Ήταν άθεοι οι επικούρειοι, όπως τους θεωρούσαν οι αντίπαλοί τους; Σίγουρα η αθεΐα αποτελούσε την λογική εξέλιξη της κοσμοθεωρίας τους και σίγουρα αντιλαμβάνονταν ότι βρίσκονταν σε αντιπαράθεση με την συμβατική θρησκεία και αδυνατούσαν να απελευθερωθούν πλήρως από τα δεσμά της [χωρίς ταυτόχρονα να αποχωριστούν το κεφάλι τους].
 
«Οι οπαδοί των νεράιδων δεν χτυπάνε την πόρτα σου για να σε προσηλυτίσουν. Δεν απαιτούν να διδάσκεται η ψευτοεπιστήμη τους στα σχολεία. Δεν καταδικάζουν σε θάνατο οπαδούς άλλων νεράιδων. Δεν ισχυρίζονται ότι οι ηθικοί κανόνες βγαίνουν από τις τελετές των νεράιδων και ότι χωρίς νεράιδες θα είχαμε συνουσίες στους δρόμους, καθώς και την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας. Δεν λένε ότι οι νεράιδες έφτιαξαν τον κόσμο και ως εκ τούτου πρέπει να κλίνουμε το γόνυ στον Μεγάλο Αδελφό των νεράιδων. Ούτε λένε ότι η νεράιδα θα σε διατάξει να σκοτώσεις την αδελφή σου, αν την δουν να κυκλοφορεί δημόσια με κάποιον που δεν είναι ο αδελφός της. Νομίζω λοιπόν ότι ισχύει αυτό που ο ποιητής Σέλλεϋ αποκαλούσε αναγκαιότητα του αθεϊσμού. Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να πάρεις θέση.
 
Είτε αποδίδεις την παρουσία σου εδώ στους νόμους της βιολογίας και της φυσικής είτε την αποδίδεις σε ένα θείο σχέδιο. (Μπορείς να διακρίνεις τον φίλο από τον εχθρό από το πως απαντούν σε αυτό το αναπόδραστο ερώτημα και από το πώς αντιμετωπίζουν τις επιπτώσεις του.) Ωστόσο, όπως και οι πιστοί, άπαξ και αποφασίσουμε, έχουμε ακόμη πολλή δουλειά μπροστά μας». Κρίστοφερ Χίτσενς «Η Βίβλος του Άθεου»

Η απάτη της μυροβλυσίας του αγίου Δημητρίου!

mageia9_1Ένα από τα σημεία και τέρατα της Ορθοδοξίας είναι η μυροβλησία κάποιων ιερών πτωμάτων. Η ανωτερότης των αρωμάτων αυτών σε σχέση με τα σύγχρονα προϊόντα της τεχνολογίας είναι ασύγκριτος. Δίδω τον λόγον εις τον εξαίρετον επιστήμονα Συμεώνα Πασχαλίδην, επίκουρον του ΑΠΘ:

«Το πρόσφατο γεγονός της αποκάλυψης του ακέραιου λειψάνου του μακαριστού πατρός Βησσαρίωνος έχει δημιουργήσει εύλογο ενδιαφέρον ….Για τη θεολογία, το ζήτημα καταρχήν της τιμής των λειψάνων των αγίων εδράζεται σε ένα σαφές δογματικό υπόβαθρο.
 
H αφθαρσία ή ακεραιότητά τους, μαρτυρούμενη συχνά στα θεολογικά κείμενα, όπως και άλλα έκτακτα σημεία μυροβλησία ευωδία κτλ., συνιστά διαχρονικά στην ορθόδοξη παράδοση τεκμήριο αγιότητας.
 
Και σήμερα, άλλωστε, τα ολόσωμα λείψανα αγίων στον ελλαδικό χώρο, όπως των αγίων Σπυρίδωνος, Διονυσίου, Γερασίμου και Ιωάννη του Ρώσου, αλλά και πολλά τεμάχια ιερών λειψάνων …διακρίνονται για την αφθαρσία τους. Σε καμία όμως περίπτωση το θαυμαστό γεγονός της ακεραιότητας ενός λειψάνου δεν πρέπει να οδηγεί σε θρησκειοποίηση της πίστης, αλλά ούτε να θεωρείται πως παραβιάζει την ελευθερία του ανθρώπου να πιστέψει».

Ομολογώντας πως δεν καταλαβαίνω τι πάει να πει «θρησκειοποίηση της πίστης».
 
 Ο Άγιος Δημήτριος προστάτης της Θεσσαλονίκης ήταν στρατιωτικός του ρωμαϊκού στρατού που ο αυτοκράτορας σκότωσε γιατί ήταν Χριστιανός. Από το τάφο του ανάβλυσε μύρο που το μάζευε ο κόσμος και γιατρευόταν. Χιλιάδες τα θαύματα, μπροστά τους τα θαύματα του Χριστού ωχριούν. Το 1207 εκατοντάδες χρόνια μετά, το θάνατό του, σκότωσε με χριστιανική αγάπη έξω από τα τείχη της πόλης τον τσάρο των Βουλγάρων Iωανίτζη που την πολιορκούσε και που οι Βυζαντινοί τον αποκαλούσαν Σκυλογιάννη (Βλ. εικόνα). Το μοτίβο της εικόνας που υπάρχει σε αρχαίο επιτύμβιο του Κεραμεικού, θα το δούμε και με τον δρακοφονιά Γεώργιο (εκείνη την εποχή υπήρχαν δράκοι).
 
ΔΕΣ:
O Cyril Mango είναι καθηγητής βυζαντινής και νεοελληνικής γλώσσας στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Στο βιβλίο του «Βυζάντιο, η αυτοκρατορία της Ν.Ρώμης»-(Μορφ.Ίδρ.Εθν.Τραπέζης-1999), αμφισβητεί το θαύμα (σ.188 ) και ισχυρίζεται πως υπάρχει τριπλή απάτη της δήθεν μυροβλησίας, του δήθεν πτώματος, του δήθεν Αγ.Δημητρίου. Το όνομα Κύριλλος το οποίο φέρει με υποψιάζει πως είναι Βούλγαρος Ορθόδοξος, και δεν μπορεί να χωνέψει πως οι Βούλγαροι χάσανε την Σαλονίκη μας μέσα από τα χέρια τους όταν στις 27 του Οκτώβρη ο Στρατός μας μπήκε στην πόλη. Κι εμείς για να τους πικάρουμε γιορτάζουμε την κατάληψή της στις 26 ανήμερα του Αγίου, όπως κάνουμε και με τις 25 Μαρτίου, για να σκάνε οι οχτροί μας οι άπιστοι Τούρκοι και οι άθεοι Εβραίοι.
 
«Κλείνουν 107 χρόνια από την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη, στις 27/10/1912. Η μετάθεση της επετείου, ώστε να συμπίπτει με τη γιορτή του Αγ. Δημητρίου, έχει ξεχαστεί».
 
Νίκος Ζαχαρόπουλος ομότιμος καθηγητής θεολογικής πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης παραδέχεται: Με αγωγό στέλνουν το μύρο στον δήθεν μυροβλύτη Αγ. Δημήτριο της Θεσσαλονίκης!

Οι μουμιοποιήσεις είναι φυσικό φαινόμενο το μύρο είναι στημένο θαύμα;
 
Να λοιπόν γιατί επιμένουμε πως ότι η κοροϊδία είναι επάγγελμα στους κόλπους της θρησκείας.
 
  

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ἠθικὰ Νικομάχεια (1147b-1148b)

[IV] Πότερον δ᾽ ἐστί τις ἁπλῶς ἀκρατὴς ἢ πάντες κατὰ μέρος, καὶ εἰ ἔστι, περὶ ποῖά ἐστι, λεκτέον ἐφεξῆς.

Ὅτι μὲν οὖν περὶ ἡδονὰς καὶ λύπας εἰσὶν οἵ τ᾽ ἐγκρατεῖς καὶ καρτερικοὶ καὶ οἱ ἀκρατεῖς καὶ μαλακοί, φανερόν. ἐπεὶ δ᾽ ἐστὶ τὰ μὲν ἀναγκαῖα τῶν ποιούντων ἡδονήν, τὰ δ᾽ αἱρετὰ μὲν καθ᾽ αὑτὰ ἔχοντα δ᾽ ὑπερβολήν, ἀναγκαῖα μὲν τὰ σωματικά (λέγω δὲ τὰ τοιαῦτα, τά τε περὶ τὴν τροφὴν καὶ τὴν τῶν ἀφροδισίων χρείαν, καὶ τὰ τοιαῦτα τῶν σωματικῶν περὶ ἃ τὴν ἀκολασίαν ἔθεμεν καὶ τὴν σωφροσύνην), τὰ δ᾽ ἀναγκαῖα μὲν οὐχί, αἱρετὰ δὲ καθ᾽ αὑτά (λέγω δ᾽ οἷον νίκην τιμὴν πλοῦτον καὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ἀγαθῶν καὶ ἡδέων)· τοὺς μὲν οὖν πρὸς ταῦτα παρὰ τὸν ὀρθὸν λόγον ὑπερβάλλοντας τὸν ἐν αὑτοῖς ἁπλῶς μὲν οὐ λέγομεν ἀκρατεῖς, προστιθέντες δὲ τὸ χρημάτων ἀκρατεῖς καὶ κέρδους καὶ τιμῆς καὶ θυμοῦ, ἁπλῶς δ᾽ οὔ, ὡς ἑτέρους καὶ καθ᾽ ὁμοιότητα λεγομένους, ὥσπερ ἄνθρωπος ὁ τὰ Ὀλύμπια νικῶν·

[1148a] ἐκείνῳ γὰρ ὁ κοινὸς λόγος τοῦ ἰδίου μικρὸν διέφερεν, ἀλλ᾽ ὅμως ἕτερος ἦν. σημεῖον δέ· ἡ μὲν γὰρ ἀκρασία ψέγεται οὐχ ὡς ἁμαρτία μόνον ἀλλὰ καὶ ὡς κακία τις ἢ ἁπλῶς οὖσα ἢ κατά τι μέρος, τούτων δ᾽ οὐδείς. τῶν δὲ περὶ τὰς σωματικὰς ἀπολαύσεις, περὶ ἃς λέγομεν τὸν σώφρονα καὶ ἀκόλαστον, ὁ μὴ τῷ προαιρεῖσθαι τῶν ἡδέων διώκων τὰς ὑπερβολάς —καὶ τῶν λυπηρῶν φεύγων, πείνης καὶ δίψης καὶ ἀλέας καὶ ψύχους καὶ πάντων τῶν περὶ ἁφὴν καὶ γεῦσιν— ἀλλὰ παρὰ τὴν προαίρεσιν καὶ τὴν διάνοιαν, ἀκρατὴς λέγεται, οὐ κατὰ πρόσθεσιν, ὅτι περὶ τάδε, καθάπερ ὀργῆς, ἀλλ᾽ ἁπλῶς μόνον. σημεῖον δέ· καὶ γὰρ μαλακοὶ λέγονται περὶ ταύτας, περὶ ἐκείνων δ᾽ οὐδεμίαν. καὶ διὰ τοῦτ᾽ εἰς ταὐτὸ τὸν ἀκρατῆ καὶ τὸν ἀκόλαστον τίθεμεν καὶ ἐγκρατῆ καὶ σώφρονα, ἀλλ᾽ οὐκ ἐκείνων οὐδένα, διὰ τὸ περὶ τὰς αὐτάς πως ἡδονὰς καὶ λύπας εἶναι· οἳ δ᾽ εἰσὶ μὲν περὶ ταὐτά, ἀλλ᾽ οὐχ ὡσαύτως εἰσίν, ἀλλ᾽ οἳ μὲν προαιροῦνται οἳ δ᾽ οὐ προαιροῦνται. διὸ μᾶλλον ἀκόλαστον ἂν εἴποιμεν ὅστις μὴ ἐπιθυμῶν ἢ ἠρέμα διώκει τὰς ὑπερβολὰς καὶ φεύγει μετρίας λύπας, ἢ τοῦτον ὅστις διὰ τὸ ἐπιθυμεῖν σφόδρα· τί γὰρ ἂν ἐκεῖνος ποιήσειεν, εἰ προσγένοιτο ἐπιθυμία νεανικὴ καὶ περὶ τὰς τῶν ἀναγκαίων ἐνδείας λύπη ἰσχυρά; ἐπεὶ δὲ τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ τῶν ἡδονῶν αἳ μέν εἰσι ‹τῶν› τῷ γένει καλῶν καὶ σπουδαίων (τῶν γὰρ ἡδέων ἔνια φύσει αἱρετά), τὰ δ᾽ ἐναντία τούτων, τὰ δὲ μεταξύ, καθάπερ διείλομεν πρότερον, οἷον χρήματα καὶ κέρδος καὶ νίκη καὶ τιμή· πρὸς ἅπαντα δὲ καὶ τὰ τοιαῦτα καὶ τὰ μεταξὺ οὐ τῷ πάσχειν καὶ ἐπιθυμεῖν καὶ φιλεῖν ψέγονται, ἀλλὰ τῷ πῶς καὶ ὑπερβάλλειν. διὸ ὅσοι μὲν παρὰ τὸν λόγον ἢ κρατοῦνται ἢ διώκουσι τῶν φύσει τι καλῶν καὶ ἀγαθῶν, οἷον οἱ περὶ τιμὴν μᾶλλον ἢ δεῖ σπουδάζοντες ἢ περὶ τέκνα καὶ γονεῖς· καὶ γὰρ ταῦτα τῶν ἀγαθῶν, καὶ ἐπαινοῦνται οἱ περὶ ταῦτα σπουδάζοντες· ἀλλ᾽ ὅμως ἔστι τις ὑπερβολὴ καὶ ἐν τούτοις, εἴ τις ὥσπερ ἡ Νιόβη μάχοιτο καὶ πρὸς τοὺς θεούς, ἢ ὥσπερ Σάτυρος ὁ φιλοπάτωρ

[1148b] ἐπικαλούμενος περὶ τὸν πατέρα· λίαν γὰρ ἐδόκει μωραίνειν· μοχθηρία μὲν οὖν οὐδεμία περὶ ταῦτ᾽ ἐστὶ διὰ τὸ εἰρημένον, ὅτι φύσει τῶν αἱρετῶν ἕκαστόν ἐστι δι᾽ αὑτό, φαῦλαι δὲ καὶ φευκταὶ αὐτῶν εἰσὶν αἱ ὑπερβολαί. ὁμοίως δ᾽ οὐδ᾽ ἀκρασία· ἡ γὰρ ἀκρασία οὐ μόνον φευκτὸν ἀλλὰ καὶ τῶν ψεκτῶν ἐστίν· δι᾽ ὁμοιότητα δὲ τοῦ πάθους προσεπιτιθέντες τὴν ἀκρασίαν περὶ ἕκαστον λέγουσιν, οἷον κακὸν ἰατρὸν καὶ κακὸν ὑποκριτήν, ὃν ἁπλῶς οὐκ ἂν εἴποιεν κακόν. ὥσπερ οὖν οὐδ᾽ ἐνταῦθα, διὰ τὸ μὴ κακίαν εἶναι ἑκάστην αὐτῶν ἀλλὰ τῷ ἀνάλογον ὁμοίαν, οὕτω δῆλον ὅτι κἀκεῖ ὑποληπτέον μόνην ἀκρασίαν καὶ ἐγκράτειαν εἶναι ἥτις ἐστὶ περὶ ταὐτὰ τῇ σωφροσύνῃ καὶ ἀκολασίᾳ, περὶ δὲ θυμοῦ καθ᾽ ὁμοιότητα λέγομεν· διὸ καὶ προστιθέντες ἀκρατῆ θυμοῦ ὥσπερ τιμῆς καὶ κέρδους φαμέν.

***
[4] Στη συνέχεια ο λόγος μας πρέπει να αναφερθεί στο θέμα: «Μπορεί κανείς να είναι απόλυτα και καθαρά ακρατής ή μήπως δεν γίνεται παρά όλοι να είναι ακρατείς μόνο ως προς ένα συγκεκριμένο πράγμα; Και αν συμβαίνει το πρώτο, τότε σε τί αναφέρεται η ακράτεια του ακρατούς ανθρώπου;».

Δεν υπάρχει, βέβαια, καμιά αμφιβολία ότι οι άνθρωποι είναι εγκρατείς και καρτερικοί ή, αντίθετα, ακρατείς και μαλθακοί ενσχέσει με τις ηδονές και τις λύπες. Από τα πράγματα που μας προκαλούν ευχαρίστηση άλλα είναι «αναγκαία» και άλλα είναι άξια επιλογής και προτίμησης καθεαυτά, επιδέχονται όμως υπερβολή. «Αναγκαία» είναι αυτά που σχετίζονται με το σώμα μας (εννοώ αυτά που σχετίζονται με την τροφή και με τις γενετήσιες ανάγκες μας, τα σχετικά δηλαδή με το σώμα μας πράγματα με τα οποία σχετίσαμε την ακολασία και τη σωφροσύνη). Τα άλλα δεν είναι «αναγκαία», είναι όμως άξια επιλογής και προτίμησης καθεαυτά (εννοώ, π. χ., τη νίκη, την τιμή, τον πλούτο, γενικά τα καλά και ευχάριστα πράγματα αυτού του τύπου). Αυτούς λοιπόν που, ενεργώντας αντίθετα προς τον μέσα τους ορθό λόγο, φτάνουν σε υπερβολή ενσχέσει με τα ευχάριστα πράγματα της δεύτερης περίπτωσης δεν τους λέμε καθαρά και απόλυτα ακρατείς, αλλά ακρατείς με την προσθήκη «ως προς τα χρήματα», «ως προς το κέρδος», «ως προς την τιμή», «ως προς τον θυμό» — πάντως όχι καθαρά και απόλυτα ακρατείς, για τον λόγο ότι αυτοί είναι κάτι διαφορετικό από εκείνους, και αν λέγονται ακρατείς, αυτό οφείλεται μόνο στην ομοιότητά τους προς εκείνους — όπως ακριβώς λεγόταν Άνθρωπος εκείνος ο νικητής στους Ολυμπιακούς αγώνες:

[1148a] στην περίπτωση αυτή η γενική έννοια «άνθρωπος» λίγο διέφερε από το προσωπικό του όνομα, η διαφορά, ωστόσο, υπήρχε. Νά και η απόδειξη: η ακρασία —είτε στην καθαρή και απόλυτη μορφή της είτε σε κάποια επιμέρους μορφή της— ψέγεται όχι μόνο ως σφάλμα αλλά και ως ένα είδος κακίας, ενώ κανένας από τους ανθρώπους για τους οποίους μιλούμε τώρα δεν ψέγεται. Στην περίπτωση όμως των σωματικών απολαύσεων με τις οποίες λέμε ότι σχετίζεται ο σώφρων και ο ακόλαστος άνθρωπος, αυτόν που κυνηγάει την υπερβολή στα ευχάριστα πράγματα και αποφεύγει τα δυσάρεστα (την πείνα, τη δίψα, τη ζέστη, το κρύο και όλα όσα σχετίζονται με την αφή και τη γεύση), και αυτό το κάνει όχι με δική του επιλογή και προτίμηση, αλλά αντίθετα προς την επιλογή του και προς τη λογική και τη σκέψη του, τον άνθρωπο αυτό τον λέμε ακρατή δίχως καμιά προσθήκη του τύπου «ενσχέσει με το τάδε πράγμα», επιπαραδείγματι ενσχέσει με την οργή, αλλά ακρατή καθαρά και απόλυτα. Απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι οι άνθρωποι λέγονται μαλθακοί ενσχέσει με τις ηδονές που είπαμε μόλις τώρα, όχι όμως ενσχέσει με οποιαδήποτε από τις άλλες. Αυτός είναι και ο λόγος που βάζουμε μαζί τον ακρατή και τον ακόλαστο, τον εγκρατή και τον σώφρονα (κανέναν όμως από εκείνους που αναφέραμε προηγουμένως) για τον λόγο ότι αυτοί έχουν σχέση με τις ίδιες, κατά κάποιον τρόπο, ηδονές και λύπες — μολονότι όμως έχουν σχέση με τα ίδια πράγματα, δεν έχουν σχέση με αυτά με τον ίδιο τρόπο: ο ακόλαστος ενεργεί με επιλογή και προτίμηση, ο ακρατής χωρίς. Γι᾽ αυτόν τον λόγο σωστότερα θα λέγαμε ακόλαστο αυτόν που δίχως επιθυμία ή με αδύναμη επιθυμία κυνηγάει σε υπερβολικό βαθμό τις ηδονές και αποφεύγει τις μέτριες λύπες παρά αυτόν που ενεργεί έτσι κάτω από την πίεση μιας δυνατής επιθυμίας· αλήθεια, τί θα έκανε ο πρώτος, αν ερχόταν να του προστεθεί μια εντονότατη επιθυμία γι᾽ αυτές τις ηδονές και μια σφοδρή λύπη για την έλλειψη των «αναγκαίων» ηδονών;

Κάποιες, τώρα, από τις επιθυμίες και τις ηδονές ανήκουν στα πράγματα που είναι, κατά το γένος τους, ωραία και καλά (γιατί από τα ευχάριστα πράγματα άλλα είναι εκ φύσεως άξια επιλογής και προτίμησης, μερικά είναι αντίθετα προς αυτά, και κάποια άλλα βρίσκονται ανάμεσα στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις, σύμφωνα με όσα εκθέσαμε παραπάνω): τέτοια είναι, π. χ., τα χρήματα, το κέρδος, η νίκη, οι τιμές. Ενσχέσει προς όλα αυτά και τα παρόμοια πράγματα, καθώς και ενσχέσει προς τα πράγματα της ενδιάμεσης περίπτωσης, οι άνθρωποι δεν ψέγονται επειδή υπόκεινται στην επίδρασή τους, επειδή τα επιθυμούν και τα αγαπούν, αλλά για τον συγκεκριμένο, τον υπερβολικό τρόπο με τον οποίο κάνουν ό,τι κάνουν. Γι᾽ αυτό και όλοι αυτοί που, παραβιάζοντας τη λογική τους, ή δεν μπορούν να αντισταθούν μπροστά σε κάτι που είναι από τη φύση του ωραίο και καλό, ή το κυνηγούν (παράδειγμα αυτοί που δείχνουν μεγαλύτερο από ό,τι πρέπει ζήλο για την τιμή ή για τα παιδιά και τους γονείς τους· είναι, πράγματι, και αυτά από τα καλά πράγματα, και επαινούνται όσοι δείχνουν ζήλο γι᾽ αυτά· μπορεί, ωστόσο, και σ᾽ αυτά να φτάσει κανείς σε υπερβολή, αν, επιπαραδείγματι, σαν τη Νιόβη τα βάζει ακόμη και με τους θεούς, ή αν συμπεριφέρεται όπως συμπεριφερόταν ο Σάτυρος,

[1148b] ο αποκαλούμενος Φιλοπάτορας, στον πατέρα του· έδινε, πράγματι, την εντύπωση ότι ήταν εξαιρετικά μωρός άνθρωπος· στην περιοχή λοιπόν αυτή δεν υπάρχει καμιά απολύτως κακία για τον λόγο που είπαμε: γιατί το καθένα τους είναι εκ φύσεως άξιο επιλογής και προτίμησης καθεαυτό, και γιατί μόνο οι υπερβολές σ᾽ αυτά είναι κάτι το μεμπτό, κάτι που πρέπει να αποφεύγεται. Παρόμοια δεν υπάρχει ούτε ακράτεια· γιατί η ακράτεια δεν είναι μόνο κάτι που πρέπει να αποφεύγεται, αλλά και ένα από τα αξιόμεμπτα πράγματα: λόγω της ομοιότητας που το πάθος αυτό της ψυχής παρουσιάζει με την ακράτεια οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τη λέξη «ακράτεια» με τη σχετική κάθε φορά προσθήκη, ακριβώς όπως λένε «κακός γιατρός» ή «κακός ηθοποιός» για έναν άνθρωπο που δεν θα τον ονόμαζαν κακό με την απόλυτη σημασία της λέξης. Όπως λοιπόν στην περίπτωση αυτή δεν χρησιμοποιούμε τη λέξη κακός στην απόλυτη σημασία της, γιατί καμιά από τις εκφράσεις αυτές δεν δηλώνει κακία του χαρακτήρα, αλλά μόνο κάτι παρόμοιο κατ᾽ αναλογίαν, έτσι και στην άλλη περίπτωση πρέπει, προφανώς, να θεωρήσουμε ότι μόνη ακράτεια και εγκράτεια είναι αυτή που έχει σχέση με τα ίδια πράγματα με τα οποία έχει σχέση η σωφροσύνη και η ακολασία — ενσχέσει με την οργή τις λέξεις «ακράτεια» και «εγκράτεια» τις χρησιμοποιούμε λόγω ομοιότητας· αυτός είναι και ο λόγος που λέμε —κάνοντας μία προσθήκη— «ακρατής ως προς το θυμό», ακριβώς όπως λέμε «ακρατής ως προς τις τιμές» ή «ακρατής ως προς το κέρδος».