Κυριακή 12 Μαρτίου 2023

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας: 1. Η ΑΠΛΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΟΡΟΙ ΤΗΣ

ΕΠΑΥΞΗΜΕΝΗ ΠΡΟΤΑΣΗ


§1.17. Οι κύριοι όροι της απλής πρότασης, υποκείμενο, ρήμα και κατηγορούμενο, συνοδεύονται συνήθως από συμπληρωματικούς όρους που λειτουργούν ως προσδιορισμοί τους. Με τον τρόπο αυτό η απλή πρόταση επεκτείνεται και η διατύπωση του νοήματος γίνεται συνθετότερη. Η πρόταση που προκύπτει από την επέκταση της απλής πρότασης μέσω προσδιορισμών ονομάζεται επαυξημένη.

§1.18. Οι προσδιορισμοί που προσδιορίζουν τους βασικούς όρους της πρότασης μοιράζονται σε δύο κατηγορίες:

(α) Ονοματικοί προσδιορισμοί: πρόκειται για ονόματα, ουσιαστικά ή επίθετα, ή για λέξεις ή φράσεις που ισοδυναμούν με όνομα (π.χ. αντωνυμίες, επιθετικές μετοχές, έναρθρα απαρέμφατα, ονοματικές προτάσεις) και προσδιορίζουν επίσης ονόματα. Αν ο προσδιορισμός συμφωνεί με το προσδιοριζόμενο ως προς την πτώση, ονομάζεται ομοιόπτωτος, αν αυτή η συμφωνία απουσιάζει, λέγεται ετερόπτωτος.

(β) Επιρρηματικοί προσδιορισμοί: πρόκειται για επιρρήματα ή άλλες λέξεις και φράσεις που ισοδυναμούν με επίρρημα (π.χ. οι πλάγιες πτώσεις σε επιρρηματική χρήση, εμπρόθετα, επιρρηματικές μετοχές, επιρρηματικές προτάσεις) και προσδιορίζουν κυρίως ρήματα.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός Ι. ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ

1.6. Είναι ωραίο να πεθαίνει ο γενναίος άνδρας πέφτοντας στην πρώτη γραμμή


Ο ποιητής Αρχίλοχος δεν φαίνεται να στενοχωρήθηκε πολύ που αναγκάστηκε να πετάξει την ασπίδα του δίπλα σε έναν θάμνο. Ίσως και να διασκέδαζε με τη σκέψη ότι τη βρήκε και τη χαιρόταν ένας Θράκας. «Εγώ πάντως σώθηκα», κομπάζει σε ένα του ποίημα. «Τι με μέλει η ασπίδα εκείνη; Ας χαθεί. Θα αποκτήσω άλλη διόλου χειρότερη.» Τα λόγια αυτά, όπως ήξερε καλά ο ποιητής, ηχούσαν προκλητικά στα αφτιά των ακροατών του. Η ποίησή του όμως ήταν σκόπιμα σκωπτική.

Ο Αρχίλοχος γεννήθηκε στην Πάρο τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα - σε μια εποχή που ο Ησίοδος ενδέχεται να ήταν ακόμη ζωντανός. Ο πατέρας του καταγόταν από οικογένεια ευγενών, αλλά η μητέρα του ήταν δούλη. Αναζήτησε την τύχη του στη Θάσο ως άποικος και στη συνέχεια πρόσφερε με αμοιβή τις στρατιωτικές του υπηρεσίες σε διάφορα μέρη. Ταυτοχρόνως ήταν και ποιητής. Στην ποίησή του ανέδειξε θέματα της καθημερινής ζωής, όπως ο έρωτας ή το ναυάγιο, αλλά και θέματα παραδοξότερα, όπως τα αμύθητα πλούτη του βασιλιά της Λυδίας και η πλήρης έκλειψη ηλίου (του έτους 648). Τα παρουσίασε όλα με αμεσότητα, ειρωνεία αλλά και αυτοσαρκασμό.

Ένας πολεμιστής θα πρέπει να είχε πολύ μεγάλη αυτοπεποίθηση για να υμνήσει την άδοξη φυγή του από μια μάχη. Σύμφωνα με τα ιδανικά της εποχής, η προσωπική διάσωση δεν ήταν αρετή αλλά ανανδρία, ενδεχομένως ατιμία. Για να σκανδαλίσει περισσότερο, ο Αρχίλοχος ισχυρίστηκε ότι πέταξε το πολυτιμότερό του όπλο, την ασπίδα, που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν ὅπλον. Τη θεωρούσαν τόσο σημαντική, ώστε οι πολεμιστές που την κρατούσαν ονομάζονταν ὁπλίτες και ο πόλεμος που διεξήγαν ὁπλομαχία.

Η ασπίδα (σάκος) που κρεμούσαν οι περισσότεροι ομηρικοί πολεμιστές στον ώμο τους με μια μακριά λουρίδα (τελαμῶνα) ήταν όσο γινόταν ελαφριά, για να τη γυρίζουν στην πλάτη και να προστατεύονται, όταν το έβαζαν στα πόδια. Αντίθετα, ο Αρχίλοχος και οι οπλίτες κρατούσαν μια στρογγυλή, βαριά και δυσκίνητη ασπίδα, κατασκευασμένη από ξύλο και κάποτε με μια λεπτή στρώση από ορείχαλκο στο εξωτερικό. Επρόκειτο για ελληνική επινόηση ή, το πιθανότερο, για ελληνική τελειοποίηση. (Ο Ηρόδοτος ισχυρίζεται ότι πρώτοι τη χρησιμοποίησαν οι Κάρες.) Ο πολεμιστής τη βαστούσε σταθερά, περνώντας τον αριστερό του βραχίονα μέσα από μια κεντρική λαβή, που λεγόταν ὀχάνη και πόρπαξ. Με την παλάμη του κρατούσε την ἀντιλαβήν, που βρισκόταν κοντά στην περίμετρο. Με κέντρο τη λαβή, η ασπίδα είχε έτσι ακτίνα λίγο μεγαλύτερη από το μήκος ενός ανθρώπινου βραχίονα. Πίσω της ο πολεμιστής μπορούσε να κρύψει μεγάλο μέρος του σώματος του, από τον λαιμό έως τα γόνατα. Στο κεφάλι φορούσε κράνος, που άφηνε ελεύθερα μόνο τα μάτια και το στόμα· στον κορμό, θώρακα και στις κνήμες περικνημίδες, όλα κατασκευασμένα από ορείχαλκο. Τον επιθετικό οπλισμό αποτελούσαν δόρυ με σιδερένια αιχμή και σιδερένιο ξίφος.

Με τον βαρύ αυτό οπλισμό, που ήταν πρωτίστως αμυντικός, ο πολεμιστής δεν είχε πολλά περιθώρια να επιδείξει τις δεξιότητές του και την ατομική του ανδρεία, όπως οι ομηρικοί ήρωες. Ο μοναδικός ίσως τρόπος με τον οποίο μπορούσε να πολεμήσει ήταν σχηματίζοντας μαζί με τους συμπολεμιστές του μια συνεχή, σφιχτοδεμένη γραμμή. Πίσω της μια δεύτερη, μια τρίτη και μια τέταρτη γραμμή, όσο έφτανε το δόρυ του τελευταίου πολεμιστή να προβάλλει μπροστά από τον πρώτο.

Όλο αυτό το σώμα μαζί ονομαζόταν φάλαγξ ὁπλιτῶν. Βάδιζε εναντίον του εχθρού και έπεφτε επάνω του με ορμή. Με το δόρυ, και πολύ λιγότερο με το ξίφος, οι πολεμιστές προσπαθούσαν να σκοτώσουν ή να τραυματίσουν κάποιους αντιπάλους, ώστε να διασπάσουν τις γραμμές τους. Περισσότερο όμως βασίζονταν στη συνολική πίεση που μπορούσαν να ασκήσουν. Οι μάχες αυτές, σε αντίθεση και πάλι με τις ομηρικές, δεν κρατούσαν πολλή ώρα και, έως τον 4ο αιώνα, σπάνια ήταν πολύνεκρες. Πολλά εξαρτόνταν από το πρώτο, αποφασιστικό χτύπημα. Όσο η φάλαγγα διατηρούσε τη συνοχή της δεν κινδύνευε. Όταν όμως ο εχθρός κατάφερνε να διασπάσει τις γραμμές της, το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν βέβαιο. Κυκλωμένη ή σε αταξία, δεν είχε πολλές δυνατότητες ανασύνταξης, αναγνώριζε την ήττα της και εγκατέλειπε το πεδίο της μάχης στους νικητές. Αυτοί έστηναν τρόπαιο νίκης.

Η δύναμη της φάλαγγας των οπλιτών βασιζόταν ασφαλώς στη δύναμή τους και, ακόμη περισσότερο, στη συνοχή και την αλληλεγγύη τους. Ο πολεμιστής όφειλε από τη μια να υπακούει στον αρχηγό και από την άλλη να μην κάνει τίποτε ξεχωριστά από τους άλλους. Αυτό το δεύτερο μπορεί να ήταν σημαντικότερο από το πρώτο. Άλλωστε, στη διάταξη της φάλαγγας ο οπλίτης βρισκόταν συνήθως δίπλα σε έναν γνωστό του, έναν φίλο ή έναν γείτονα, με τον οποίο είχε ισχυρούς δεσμούς.

Την αυτενέργεια του οπλίτη απέτρεπε ένας σοβαρός λόγος. Η ασπίδα, με τον τρόπο που την κρατούσε, άφηνε ακάλυπτο τον δεξιό του ώμο. Για να τον προστατέψει, ήταν υποχρεωμένος να στέκεται κοντά στον δεξιό συμπολεμιστή του και να εκμεταλλεύεται την ελεύθερη αριστερή πλευρά μιας ξένης ασπίδας. Στην πραγματικότητα, κάθε οπλίτης πίεζε προς τα δεξιά και, όπως παρατήρησε ο ιστορικός Θουκυδίδης, ανάγκαζε ολόκληρη την παράταξη να έχει πάντα μια δεξιά απόκλιση.

Ο ποιητής της Ιλιάδας περιγράφει συνήθως άλλου είδους μάχες. Οι αντίπαλοι στρατοί είναι πολυπληθείς, αλλά όταν φτάνει η ώρα της σύγκρουσης έχουν λίγα να προσφέρουν, πέρα από επευφημίες και αποδοκιμασίες. Το βάρος πέφτει σχεδόν πάντα στους ηρωικούς αρχηγούς, που συχνά περιφέρονται με άρματα. Η ομηρική μάχη είναι, σε μεγάλο βαθμό, μια αναμέτρηση ευγενών πολεμιστών. Σε λιγοστές ωστόσο περιπτώσεις ο ποιητής φαίνεται να απομακρύνεται από την παράδοση και τη συνθετική του φαντασία. Αφήνει τότε να διαφανούν εικόνες της δικής του εποχής, όταν η νέα πολεμική τεχνική άρχισε να κάνει την εμφάνισή της. Σε μια από τις σπάνιες περιγραφές αυτού του είδους εξηγεί ότι επιλέγονταν οι γενναιότεροι πολεμιστές και ότι στέκονταν ακλόνητοι μπροστά στον εχθρό. «Το δόρυ του ενός έσμιγε με του άλλου, η ασπίδα με την ασπίδα και το κράνος με το κράνος.» Δεν είναι σαφές από την περιγραφή τι άλλα όπλα φορούσαν και τι κρατούσαν. Η νέα τεχνική ενδέχεται να δοκιμάστηκε στην αρχή με τον παραδοσιακό οπλισμό. Αλλά όταν κατασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε ο καινούριος, κανείς δεν μπορούσε πλέον να πολεμήσει με τον παλαιό τρόπο. Το απαγόρευε πρώτη και καλύτερη η βαριά ασπίδα.

Η μετάβαση στο νέο είδος πολέμου δίνει την εντύπωση μιας επανάστασης. Ολοκληρωμένη απαιτούσε οπλισμό με τεχνολογικές απαιτήσεις και πολεμιστές με συνοχή και υψηλό φρόνημα. Οι οπλίτες δεν ήταν ευγενείς ούτε επαγγελματίες στρατιώτες. Ήταν οι εύποροι αγρότες που είχε υμνήσει ο Ησίοδος και, ολοένα και περισσότερο, αγρότες από λιγότερο εύπορα νοικοκυριά. Τέτοιοι άνδρες υπήρχαν πολλοί. Ανάλογα με την πόλη και την περίσταση, αριθμούσαν από λίγες έως πολλές χιλιάδες. Για να στρατευτούν στις φάλαγγες χρειάζονταν δύο πράγματα: επαρκές εισόδημα, ώστε να προμηθευτούν τα ακριβά όπλα, και κίνητρα για να τα χρησιμοποιήσουν.

Το ισχυρότερο κίνητρο για να εξοπλιστούν με δικά τους έξοδα και να πολεμήσουν ήταν η διασφάλιση της ατομικής τους ιδιοκτησίας. Στη φάλαγγα των οπλιτών δεν πολεμούσαν ήρωες για τη δόξα και την τιμή τους, όπως ο Αχιλλέας, αλλά αγρότες για τη γη τους - και τη γη που ήλπιζαν να αποκτήσουν. Οι περισσότερες και συνηθέστερες συγκρούσεις της εποχής ήταν μεταξύ γειτονικών πόλεων για τη διεκδίκηση μιας σπιθαμής γης - περὶ γῆς ὅρων, όπως θα το διατύπωνε αργότερα ο Θουκυδίδης. Στην υπόθεση αυτή στρατεύτηκαν τόσο οι αγρότες των παλαιών πόλεων όσο και των αποικιών. Οι ανάγκες τους και οι αγώνες τους είχαν τα ίδια χαρακτηριστικά. Όταν τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά, κοντά σε αυτούς στρατεύονταν, σε ξεχωριστά σώματα, και οι φτωχότεροι πολίτες. Οι οικονομικές τους δυνατότητες επέτρεπαν μόνο έναν ελαφρύ οπλισμό, από τον οποίο έπαιρναν την ονομασία ψιλοί. Συνηθέστερα έριχναν ακόντια ή πετούσαν πέτρες.

Μετά την οπλιτική επανάσταση οι ευγενείς εξακολουθούσαν να φτάνουν στα πεδία των μαχών έφιπποι, αλλά την ώρα της σύγκρουσης πολεμούσαν και αυτοί πεζοί. Το ιππικό άργησε να αξιοποιηθεί στις ελληνικές μάχες και μόνο σταδιακά ενσωματώθηκε στις επιχειρήσεις του πεζικού. Ακόμη και τον 5ο αιώνα, οι ιππείς έπαιζαν βοηθητικό ρόλο. Κινούνταν με ευελιξία, όπου υπήρχε ανάγκη, και καταδίωκαν τους ηττημένους. Ωστόσο, από τον 4ο αιώνα όλες οι ελληνικές πόλεις προσπαθούσαν να αξιοποιήσουν τις μονάδες του ιππικού σε συνδυασμό με τις φάλαγγες των οπλιτών και τη δράση των ψιλῶν.

Ο ποιητής Τυρταίος ήταν λίγο νεότερος από τον Αρχίλοχο. Την εποχή που βρισκόταν στην ακμή του, προς το τέλος του 7ου αιώνα, οι κατακτημένοι από τους Σπαρτιάτες Μεσσήνιοι διεκδικούσαν την ελευθερία τους και απειλούσαν την ίδια την υπόσταση της σπαρτιατικής πολιτείας. Ο Τυρταίος ανέλαβε να εμψυχώσει τους αποκαρδιωμένους Σπαρτιάτες. Σύμφωνα με την παράδοση, το πέτυχε με το παραπάνω. Με τα ποιήματα που έγραψε δοξάστηκε και ο ίδιος, κατακτώντας σημαντική θέση στα ελληνικά γράμματα. Σε ένα από αυτά δίνει άριστα το πολεμικό κλίμα της εποχής και αναδεικνύει τις αξίες του οπλίτη. Ισχυρίζεται ότι είναι ωραίο ο γενναίος άνδρας να πεθαίνει πέφτοντας στην πρώτη γραμμή, πολεμώντας για την πατρίδα του. Αντίθετα, είναι ντροπή να βρεθεί σκοτωμένος ο πιο ηλικιωμένος μπροστά από τους νέους. Ο υπαινιγμός είναι σαφής. Εάν βρεθεί στην πρώτη γραμμή νεκρός ένας γεροντότερος, αυτό σημαίνει ότι οι νεότεροι, που όφειλαν να βρίσκονται μπροστά, είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους.

Γίνεται έτσι φανερός ο σαρκασμός του Αρχίλοχου. Για να ξεφύγει από τη μάχη και να τρέξει μακριά, ο οπλίτης έπρεπε πρώτα απ᾽ όλα να ξεφορτωθεί τη βαριά του ασπίδα. Στον κόσμο των οπλιτών, η εγκατάλειψη της ασπίδας τα έλεγε όλα. Ῥίψασπις ήταν στη Σπάρτη ο λιποτάκτης, αυτός που διέπραττε τη μεγαλύτερη ατιμία. Ο Αρχίλοχος, πάντως, δεν ήθελε να παραστήσει τον δειλό ούτε τον αδιάφορο. Επέλεξε τον δικό του, αμφιλεγόμενο τρόπο να δοξάσει και αυτός τον ικανό πολεμιστή. Με τον ίδιο ειρωνικό τρόπο που αναφέρθηκε στον εαυτό του, περιέγραψε και τον στρατηγό της αρεσκείας του: Δεν χρειαζόταν να είναι σωματώδης ή κορδωμένος και να καμαρώνει για τις πλεξούδες και το ξυρισμένο γένι του· μπορούσε να είναι μικροκαμωμένος και στραβοπόδης, αρκεί να πατάνε σταθερά τα πόδια του και να έχει ψυχή.

Ο Ησίοδος ισχυρίστηκε ότι είχε κάνει ένα και μοναδικό θαλάσσιο ταξίδι στη ζωή του. Έφτασε έως τη Χαλκίδα και πήρε μέρος στους αγώνες προς τιμήν του ήρωα Αμφιδάμαντα. Κέρδισε ως έπαθλο τον τρίποδα και τον αφιέρωσε στις Μούσες του Ελικώνα. Ο Αμφιδάμας, όπως λεγόταν, είχε σκοτωθεί στον πόλεμο που διεξήγαγε η πατρίδα του Χαλκίδα εναντίον της γειτονικής Ερέτριας και κηδεύτηκε ως ήρωας. Μολονότι νικητής στον ποιητικό αγώνα, ο Ησίοδος δεν θέλησε, όσο φανερώνουν τα γνωστά του ποιήματα, να αναφερθεί στα πολεμικά εκείνα γεγονότα. Ο Θουκυδίδης, πάντως, πληροφορεί ότι η σύγκρουση δεν ήταν συνηθισμένη. Ενώ έως εκείνη την εποχή οι Έλληνες πολεμούσαν μόνο εναντίον των γειτόνων τους για μια σπιθαμή γης, πρώτη φορά συνεργάστηκαν μεταξύ τους πολλές πόλεις, ακόμη και μακρινές. Στο πλευρό των Χαλκιδέων τάχθηκαν, μεταξύ άλλων, οι Σάμιοι, ενώ στο πλευρό των Ερετριέων οι Μιλήσιοι.

Αφορμή για τον πόλεμο ήταν και πάλι η καλλιεργήσιμη γη που χώριζε τις δύο πόλεις της Εύβοιας και ονομαζόταν Ληλάντιο Πεδίο· η γενίκευσή του όμως δείχνει ότι διακυβεύονταν πολλά άλλα θέματα στρατηγικής σημασίας στο Αιγαίο και τη Δύση. Η αναμέτρηση αυτή έμεινε στη μνήμη των Ελλήνων ως ένα πολεμικό γεγονός μεγάλης σημασίας. Ο Ησίοδος είχε αρνηθεί να υμνήσει τον πόλεμο αλλά, θέλοντας και μη, ύμνησε έναν μεγάλο πολεμικό ήρωα.

Η Συνειδητότητα στο βάθος του όντος

Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ, η ΕΠΙΓΝΩΣΗ, (αυτά τα Τρία είναι Ένα), είναι το Κοινό Στοιχείο όσων υπάρχουν (σε παγκόσμιο και σε ατομικό επίπεδο). Είναι το Απλό Υπόβαθρο όλων όσων «φανερώνονται», λειτουργούν κι εξελίσσονται. Είναι το Ένα και Μοναδικό Υποστήριγμα κάθε εκδήλωσης.

Εξ’ αιτίας της Απλής και Κενής Φύσης της, η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ δεν γίνεται αντιληπτή αφού «προβάλλεται» το «περιεχόμενο», το «δευτερεύον φαινόμενο». Αυτό συμβαίνει τόσο στο επίπεδο της δημιουργίας όπου το Υποστήριγμα δεν γίνεται αντιληπτό αλλά «προβάλλεται» η δημιουργία, η γέννηση, η εξέλιξη, το φαινόμενο, όσο και στο επίπεδο του ατομικού όντος όπου το Υποστήριγμα δεν γίνεται αντιληπτό αλλά «προβάλλεται» η ύπαρξη, η σκέψη, η αντίληψη, το φαινόμενο, το σώμα στην προκειμένη περίπτωση, κι η αντίληψη του εξωτερικού κόσμου.

Αν καθίσουμε και στοχαστούμε (ο καθένας μας), η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ είναι Αυτό που Υπάρχει πίσω από όλα: έχουμε επίγνωση της ύπαρξής μας, έχουμε επίγνωση της σκέψης μας, έχουμε επίγνωση του σώματός μας κι όσων αντιλαμβανόμαστε κι αισθανόμαστε από τον εξωτερικό κόσμο. Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ είναι που τα Υποστηρίζει όλα αυτά, που τα κάνει «φανερά».

Η Ίδια η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ δεν έχει δικό της περιεχόμενο από την Φύση της, στην Φύση της, Είναι Κενή: Φωτίζει όμως την «Κίνηση», την ύπαρξη, την σκέψη, το φαινόμενο.

Τα όντα, το κάθε ον, δεν δίνει σημασία σε «Αυτό που Είναι το Υποστήριγμα (σε Αυτό που Υποστηρίζει)», που «Φανερώνει ό,τι συμβαίνει», αλλά σε «αυτό που συμβαίνει»: Όταν το ον αντιλαμβάνεται και κατανοεί ότι «υπάρχει κάτι» προσβλέπει πάντα σε «αυτό που συμβαίνει»: Ταυτίζει την ύπαρξη με το «γίγνεσθαι», με το «φαινόμενο». Αυτό όμως είναι, στην κυριολεξία, μία «αντιστροφή της πραγματικότητας».

Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ Αποτελεί την Πηγή και την Ουσία του «φαινομένου». «Εξ’ Αυτής, Δι’ Αυτής και Εις Αυτήν γίνονται τα πάντα». Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ δεν αποτελεί απλά μία εγγενή ιδιότητα των φαινομένων, δεν αποτελεί ένα απλό κατηγόρημα του φαινομένου, όπως αντιλαμβάνεται η ανθρώπινη σκέψη και διατυπώνει ο ανθρώπινος λόγος. Η ύπαρξη είναι συνειδητή, η σκέψη είναι συνειδητή, το σώμα κι οι διεργασίες του, κι αίσθηση του εξωτερικού κόσμου, είναι συνειδητά, κλπ.

Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ λόγω της Φύσης της Είναι Παντού, Διαπερνά τα πάντα, είναι Παρούσα στα πάντα (άλλοτε φανερά, άλλοτε «υποκρυπτόμενη»). Είναι Καθαρή Επίγνωση, Κενή Περιεχομένου, αλλά δίνει ουσία και υπόσταση σε κάθε εκδήλωση, σε κάθε φαινόμενο. Είναι Πάντα, σε όλα τα πεδία (σε όλους τους κόσμους) το Βάθος του όντος, η ουσία του, η «ψυχή» του.

Εξ’ αιτίας ακριβώς της (Κενής) Φύσης της και της Λανθάνουσας Παρουσίας της δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή από τα συνειδητά όντα που ταυτίζουν την ύπαρξη με την «ατομική παρουσία» τους, τις ατομικές διαδικασίες τους και δραστηριότητές τους.

Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ πάντα αποτελεί την Πηγή, το Υποστήριγμα, την Ουσία, το Βάθος, την «Ψυχή», της «ατομικής παρουσίας». Είναι απλά Εδώ, Παρούσα, Τώρα, δεν έχει άλλες ιδιότητες. Αποτελεί όμως (σε σύγκριση με την ατομική οντότητα) την Υπέρβαση των ορίων του εγώ, την Ελευθερία, την Απεραντοσύνη της Αντίληψης, το Άχρονο, το Παν. Είναι Αυτή η Υπερβατική, Πλήρης, Πανταχού Παρούσα (σε χρόνο και χώρο), Αντίληψη που οι άνθρωποι ονομάζουν Θεό: Είναι το Εντός μας θεϊκό.

Δεν μπορούμε να βρούμε, να βιώσουμε, να συνειδητοποιήσουμε Αυτή την Εσώτερη Φύση μας, την Αληθινή Ουσία μας, λειτουργώντας σε εξωτερικές δραστηριότητες… δεν είναι ύπαρξη, δεν συλλαμβάνεται με την σκέψη, ούτε είναι αντικείμενο των αισθήσεών μας.

Ασφαλώς για ένα ον που προσανατολίζεται στην εξωτερική ύπαρξη (που θεωρεί ύπαρξη μόνο την ύπαρξη μέσα στην δημιουργία, την σκέψη, τις αισθήσεις, την ζωή στον εξωτερικό κόσμο) δεν γίνεται κατανοητό πως η Αληθινή Ύπαρξη είναι πέρα και πάνω από όλα τα «φαινόμενα». Και το να μιλάς σε τέτοια όντα είναι άδικος κόπος.

Μπορεί να Κατανοήσει την Αλήθεια μόνο κάποιο ον που Αναζητά την Πηγή των φαινομένων, την Ουσία του γίγνεσθαι, την Αληθινή Ύπαρξη. Ας μην κοροϊδευόμαστε, όλοι οι Μεγάλοι Διδάσκαλοι, σαν τον Λάο Τσε, τον Βούδα, μιλούσαν για μια Εσωτερική Πραγματικότητα που μπορούμε να Προσεγγίσουμε ξεπερνώντας όλες τις επιφανειακές δραστηριότητες, μιλούσαν για το Εσωτερικό Βασίλειο της Απόλυτης Σιγής, της Αληθινής Ύπαρξης, της Αληθινής Ζωής.

Η Βίωση της Εσωτερικής Πραγματικότητας είναι η Ολοκληρωμένη Ύπαρξη που Συμπεριλαμβάνει τόσο την ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ όσο και το «Περιεχόμενο» (το «φαινόμενο»). Με καμία έννοια η Καθαρή Επίγνωση δεν είναι το «αντίθετο» της ύπαρξης μέσα στην δημιουργία (όπως νομίζουν όσοι είναι απορροφημένοι στην φαινομενική ύπαρξη).

Όποιος Βιώνει την Απόλυτη Κατάσταση Είναι Πλήρης Συνειδητότητα που Αγκαλιάζει το σύνολο των φαινομένων. Η Βίωση του Απολύτου δεν είναι απομόνωση σε κάποια άλλη, υπερβατική, ξέχωρη από την δημιουργία, κατάσταση. Η Πραγματικότητα είναι Μία, Αξεχώριστη, και τα Συμπεριλαμβάνει όλα. Δεν είναι μόνο ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ, ούτε μόνο φαινομενική ύπαρξη. Είναι και τα Δύο. Φώτιση και φαινομενική ύπαρξη δεν είναι ξεχωριστά. Όμως μία Συνείδηση μπορεί να έχει πλήρη αντίληψη της Πραγματικότητας, ή να έχει μερική αντίληψη της Πραγματικότητας. Είναι διαφορετικό όμως να Βιώνεις με Πλήρη Συνειδητότητα την φαινομενική ύπαρξη (που έτσι αποτελεί ένα επιφαινόμενο, δεν σε παραπλανά, και δεν σε δεσμεύει), κι είναι τελείως διαφορετικό (ενώ είσαι ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ) να απορροφιέσαι στην φαινομενική ύπαρξη σαν να είναι η πλήρης, αληθινή, και μοναδική ύπαρξη.

Κι αν μιλάμε για το Έσω, το Βάθος, την Φώτιση, σε σχέση με την αφώτιστη κατάσταση, αναφερόμαστε στο Όλο (την Φωτισμένη Κατάσταση) σε σχέση με το μερικό (την αφώτιστη κατάσταση), όχι σαν αντίθετα.

Ο Φωτισμένος σε τι διαφέρει από τον αφώτιστο; Ο Φωτισμένος Ζει Συνειδητά, Εδώ, Τώρα. Δεν έρχεται, δεν πηγαίνει, δεν εξελίσσεται, δεν πραγματοποιεί. Είναι Ήδη. Βιώνει το Είναι (που αγκαλιάζει το φαινόμενο). Ο αφώτιστος είναι (ατομική) ύπαρξη, είναι σκέψη, είναι αίσθηση, είναι σώμα, (δηλαδή μισή ύπαρξη).

Η Φώτιση είναι Συνειδητοποίηση της Αληθινής Φύσης μας (που είναι ΚΑΘΑΡΗ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ που αγκαλιάζει τα πάντα), δεν είναι πραγματοποίηση, δεν συμβαίνει με διαδικασίες, δεν συμβαίνει στο χρόνο, δεν υφίσταται μέσα στον χρόνο. Η Φώτιση έρχεται ξαφνικά όταν συνειδητοποιείς ότι είσαι (μόνο) ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ που αγκαλιάζει το φαινόμενο, όχι σκέτο φαινόμενο, μόνο το φαινόμενο.

Η Φώτιση είναι Πλήρης Ζωή, Αληθινή Ζωή, Αιώνια Ζωή, που αγκαλιάζει τα πάντα. Δεν είναι Ζωή η ζωή της δημιουργίας, (αυτή είναι μισή ζωή). Όποιος θέλει να σώσει την ψυχή του, την ζωή του στον κόσμο, θα την χάσει. Όποιος όμως χάσει την ψυχή του, την ζωή του στον κόσμο, αυτός θα κερδίσει την αληθινή, την αιώνια ζωή. Και Αληθινή, Αιώνια Ζωή, είναι ακριβώς, η Πλήρης Ζωή κι εδώ στη γη, και «μετά την γη», μια Ζωή που Βρίσκουμε Μέσα μας.

Η Αληθινή Φύση μας, η Αληθινή Ζωή, είναι Αυτό που Είμαστε πραγματικά (πέρα από την φαινομενική ύπαρξη και την εξωτερική δραστηριότητα). Χρειάζεται μόνο να το «συνειδητοποιήσουμε». Δεν υπάρχει εξωτερικός δρόμος να φτάσεις Εδώ, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί (με εξωτερικά μέσα), δεν ανήκει στο χρόνο. Το Βασίλειο αυτό δεν είναι εκ του κόσμου, αλλά αγκαλιάζει τον κόσμο.

Η Πλήρως Αφυπνισμένη Κατάσταση είναι η Πραγματική Ολοκληρωμένη Ύπαρξη, η Αληθινή Ζωή. Κι αυτό είναι η Ουσία όλων, του κάθε όντος, του καθενός, όσο ταπεινό, ή «διεστραμμένο» κι αν είναι. Υπάρχουν μόνο «αφώτιστα όντα», όχι «κακά όντα».

Η Πραγματικότητα είναι Αλήθεια, είναι Γνώση, είναι Αρετή, είναι Δικαιοσύνη, και Ισότητα, απέναντι σε όλους κι όλα. Αυτός είναι ο Πρώτος και Μοναδικός Κανόνας της Πραγματικής Ζωής. Άλλη Ζωή δεν υπάρχει.

Ο Δράκος του Μυστρά: Η άγνωστη δράση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1404 ή, κατ’ άλλους, στις 7 Φεβρουαρίου 1405. Ήταν το όγδοο τέκνο του αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγου και της Ειρήνης Δραγάση Παλαιολόγου.

Από νωρίς ανέλαβε δράση, στο πλευρό των αδελφών του, του μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη, και του Θεοδώρου, δεσπότη του Μυστρά.

Το 1417 οι Παλαιολόγοι εκστράτευσαν κατά του Φράγκου ηγεμόνα της δυτικής Πελοποννήσου Κεντουριώνα Ζακκάρια, τον οποίο και νίκησαν και ανάγκασαν να τους παραδώσει μέρος από τις κτήσεις του.

Ο νεαρός Κωνσταντίνος στο διάστημα αυτό εκπαιδευόταν στα πολεμικά και στα της διακυβέρνησης του κράτους.

Το 1423, σε ηλικία 19 μόλις ετών, ανέλαβε συνδεσπότης στο πλευρό του αδελφού του Θεοδώρου.

Παρέμεινε δεσπότης έως τα τέλη του 1448, με ένα μικρό διάλειμμα, όταν ορίστηκε άρχοντας των πόλεων Αγχιάλου και Μεσημβρίας στη θρακική ακτή του Ευξείνου Πόντου.

Το 1448 χρίστηκε διάδοχος του θανόντα αυτοκράτορα Ιωάννη. Στο διάστημα αυτό των 25 ετών, ο Κωνσταντίνος αναδείχτηκε στη μεγαλύτερη στρατιωτική φυσιογνωμία της Αυτοκρατορίας τα σκληρά εκείνα χρόνια. Γι’ αυτό άλλωστε κέρδισε και το προσωνύμιο «δράκος» από τους υπηκόους του.

Το 1424 ο Ιωάννης Παλαιολόγος αναγκάστηκε να γίνει φόρου υποτελής στο σουλτάνο Μουράτ, παραδίδοντάς του και τις βυζαντινοκρατούμενες πόλεις των ακτών του Ευξείνου Πόντου.

Τότε ο Κωνσταντίνος πήγε στο Μυστρά, όπου με τη σύμφωνη γνώμη του αυτοκράτορα Ιωάννη και των αρχόντων του τόπου ανέλαβε αυτός τη διακυβέρνηση της Πελοποννήσου, ενώ οι αδελφοί του Θεόδωρος και Θωμάς ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της νότιας και ανατολικής Πελοποννήσου αντίστοιχα.

Αμέσως μόλις ανέλαβε τα ηνία της διακυβέρνησης, ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να ξεκαθαρίσει μια και καλή την Πελοπόννησο από τους Φράγκους.

Την 1η Μαΐου 1428 τα στρατεύματά του κατέλαβαν τη Γλαρέντζα, έδρα της ηγεμονίας των Ζακκάρια, καταλύοντας το φραγκικό πριγκιπάτο του «Μορέως» που είχε ιδρυθεί το 1205.

Μόνο η Πάτρα απέμεινε σε φραγκικά χέρια, ως φέουδο μάλιστα του ιδίου του πάπα. Οι αδελφοί Παλαιολόγοι επιτέθηκαν κατά των Πατρών και κατέλαβαν την πόλη, περιορίζοντας τους Φράγκους στην ακρόπολη.

Οι παπικοί τότε ζήτησαν την προστασία των Τούρκων, στους οποίους παραχώρησαν και την επικυριαρχία της Πάτρας.

Πριν έρθουν όμως τουρκικές ενισχύσεις οι άντρες του Κωνσταντίνου, με μια συντονισμένη επίθεση, έκαμψαν την άμυνα των Λατίνων και ύψωσαν τη σημαία με το δικέφαλο στους πύργους της πόλεως την 5η Ιουνίου 1429.

Οι Τούρκοι πάντως δεν αποδέχτηκαν το γεγονός και ως επικυρίαρχοι αξίωσαν την αποχώρηση των Ελλήνων από την πόλη και την απόδοσή της στους Φράγκους. Ο Κωνσταντίνος τότε έστειλε στη σουλτανική αυλή τον έμπιστό του Φραντζή (ή Σφραντζή), ο οποίος με δωροδοκίες και διπλωματικούς ελιγμούς έπεισε τους Τούρκους ότι δεν άξιζε να υποστηρίζουν τους Φράγκους.

Οι επιτυχίες αυτές του Κωνσταντίνου, σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο, είχαν ως αποτέλεσμα την ενοποίηση ολοκλήρης της Πελοποννήσου υπό ελληνική διοίκηση ύστερα από 220 έτη φραγκικής κατοχής.

Το γεγονός αυτό ήταν ιδιαιτέρως σημαντικό, αν ληφθεί υπόψη και η δεινή θέση της αυτοκρατορίας, τα εδάφη της οποίας περιλάμβαναν μόνο την Κωνσταντινούπολη, και αυτή κυκλωμένη από τουρκικές κτήσεις.

Η ελεύθερη πλέον Πελοπόννησος θα μπορούσε να καταστεί το κέντρο της αναγέννησης του ελληνισμού, από το οποίο θα ξεπηδούσε η φλόγα της απελευθέρωσης και των άλλων σκλαβωμένων περιοχών.

Οι επιτυχίες αυτές έκαναν τον Κωνσταντίνο τολμηρότερο. Τότε συνέλαβε το σχέδιο απελευθέρωσης ολόκληρης της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό. Η πρώτη απόπειρα έγινε το 1434.

Το έτος αυτό πέθανε ο Φλωρεντίνος δούκας των Αθηνών Αντώνιος Ατζαγιόλι. Ο Κωνσταντίνος άδραξε την ευκαιρία και επιχείρησε να έρθει σε συνεννόηση με την Ελληνίδα χήρα του, Μαρία Μελισσηνή, και τον πρωτοσύμβουλό της, Χαλκοκονδύλη. Παράλληλα ο Φραντζής, επικεφαλής στρατεύματος, βάδισε προς την Αθήνα.

Τότε όμως επενέβη ο ανιψιός τού θανόντος, Νέριο Ατζαγιόλι, ο οποίος και κατέλαβε την αρχή, με την υποστήριξη των Τούρκων. Το επόμενο έτος ο αυτοκράτορας Ιωάννης κάλεσε τον Κωνσταντίνο στην Πόλη και του ανέθεσε τα καθήκοντα του αντιβασιλιά, ενώ ο άτυχος αυτοκράτορας κίνησε για την Ευρώπη ελπίζοντας στην υποστήριξη των δυτικών.

Συνέπεια του ταξιδιού του ήταν και η διαβόητη σύνοδος της Φλωρεντίας (1439), βάσει της οποίας ο αυτοκράτορας υπέτασσε την ορθοδοξία στην παπική δεσποτεία, με αντάλλαγμα την υποστήριξη των Δυτικών στον αγώνα ζωής που έδινε η αυτοκρατορία κατά των Τούρκων.

Ο Κωνσταντίνος κυβέρνησε το κράτος επί έξι έτη, έως ότου ο αδελφός του επέστρεψε από την Ευρώπη άπρακτος, έχοντας λάβει μόνο συμβουλές και αόριστες υποσχέσεις, οι οποίες άλλωστε δεν θα υλοποιούνταν ποτέ, όχι γιατί δεν υπήρχε η δυνατότητα, αλλά γιατί δεν υπήρχε η διάθεση.

Και η διάθεση δεν υπήρχε όχι μόνο γιατί, όπως ορισμένοι υποστηρίζουν, οι φανατικοί ορθόδοξοι Βυζαντινοί Έλληνες δεν ήθελαν να υποταχτούν στην παπική εξουσία, αλλά γιατί τόσο οι ανταγωνισμοί μεταξύ των κρατών της Δύσης, όσο και τα οικονομικά τους συμφέροντα επέβαλαν να μην ενισχύσουν τους Έλληνες.

Εκείνη την εποχή η Αγγλία και η Γαλλία πολεμούσαν σκληρά μεταξύ τους (Εκατονταετής Πόλεμος), ενώ και οι ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες βρίσκονταν σε τόσο έντονο μεταξύ τους εμπορικό ανταγωνισμό, ώστε το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να κερδίσουν προς όφελός τους αγορές και μόνο.

Από την άλλη πλευρά, οι ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες είχαν κάθε συμφέρον να μην ξαναδούν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ισχυρή, ικανή να αμφισβητήσει τα ναυτικά τους πρωτεία.

Σε όλο το διάστημα του 13ου και 14ου αιώνα είχαν εργαστεί φιλότιμα προς την κατεύθυνση της ναυτικής καταβαράθρωσης του Βυζαντίου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι την εποχή της άλωσης το σύνολο σχεδόν των τελωνειακών δασμών για την εισαγωγή εμπορευμάτων στην Ευρώπη μέσω Κωνσταντινουπόλεως εισπράττονταν από τους Γενουάτες του Γαλατά (Πέραν) και από τους Ενετούς. Από τη στιγμή λοιπόν που Ιταλοί απομυζούσαν οικονομικά το Βυζάντιο, δεν είχαν κανέναν λόγο να επιδιώκουν την ισχυροποίησή του.

Επιθυμούσαν φυσικά να παραμείνει η Πόλη σε ελληνικά χέρια, κυρίως γιατί εάν κυριευόταν από τους Τούρκους, οι τελευταίοι να αναθεωρούσαν τις οικονομικές συμφωνίες. Το ενδεχόμενο όμως υποταγής του Βυζαντίου στους Τούρκους φαινόταν σχετικά μακρινό στους Δυτικούς, ακόμα και στους Ιταλούς, οι οποίοι είχαν άμεση επαφή με την Ανατολή.

Οι Τούρκοι, παντελώς άσχετοι με τα της θαλάσσης όπως υποστήριζαν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν την Πόλη χωρίς στόλο.

Ο τρίτος φαινομενικά ισχυρός πόλος εξουσίας της πρώιμης αναγεννησιακής Ευρώπης, ο πάπας, επιθυμούσε να ενισχύσει το καταρρέον Βυζάντιο, αποσκοπώντας στην υποταγή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στις προσταγές του.

Παρ’ όλα αυτά, και ανεξάρτητα από το πόσο ειλικρινά το επιθυμούσε, στην πράξη δεν ήταν σε θέση να κάνει και σπουδαία πράγματα.

Είχε πλέον περάσει η εποχή που στο κέλευσμα του πάπα, χιλιάδες Δυτικοευρωπαίοι έσπευδαν να πολεμήσουν για την «πίστη».

Όπως είπε και ο Στάλιν αιώνες αργότερα: «Καλός είναι ο πάπας, αλλά πόσες μεραρχίες έχει;» Και στη δεδομένη χρονική στιγμή ο πάπας δεν είχε ούτε μεραρχίες ούτε σοβαρή επιρροή στα πολιτικά πράγματα της δυτικής Ευρώπης.

Όσον αφορά στις ελληνικές δυνάμεις, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν υπερβολικά περιορισμένες. Με ελάχιστα έσοδα, αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, μοναχικό νησί χαμένο μέσα στην αλλόπιστη θάλασσα, η Πόλη δεν διέθετε πλέον ούτε την παλαιά αίγλη και λάμψη ούτε την αναγκαία για την επιβίωσή της, υπό τις κρατούσες συνθήκες, στρατιωτική ισχύ.

Το σύνολο των τακτικών δυνάμεων που είχαν στη διάθεση τους οι τελευταίοι Παλαιολόγοι αυτοκράτορες δεν ξεπέρασε τους 3.000 άντρες επί Ανδρόνικου Γ΄. Σταδιακά, ο αριθμός αυτός μειώθηκε κι άλλο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εκστρατεία του Βουσικό στην Ανατολή. Ο Γάλλος Βουσικό μισθώθηκε μαζί με 100 ιππείς και 1.000 πεζούς από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο το 1398.

Με αυτούς τους ελάχιστους αλλά καλά εξοπλισμένους και εμπειροπόλεμους άντρες, ο Βουσικό σχεδόν εκκαθάρισε τη Θράκη από τους Τούρκους.

Ελλείψει οικονομικών πόρων όμως αποχώρησε το επόμενο έτος για τη Γαλλία. Σε τέτοια κατάπτωση είχε φθάσει το Βυζάντιο ώστε δεν μπορούσε να συντηρήσει 1.200 άντρες. Πέραν των τακτικών δυνάμεων, υπήρχαν και οι «πολιτοφύλακες», οι ικανοί να φέρουν όπλα δηλαδή πολίτες, οι οποίοι επιστρατεύονταν σε περιπτώσεις ανάγκης.

Αυτοί όμως ούτε σοβαρό εξοπλισμό διέθεταν ούτε –το κυριότερο– πολεμική εκπαίδευση και εμπειρία είχαν.

Και ούτε ήταν δυνατό να εκπαιδευτούν ως στρατιώτες, εφόσον όλοι τους είχαν πρωταρχικό μέλημα την επιβίωσή τους.

Τα ρημαγμένα από τους πολέμους και τις τουρκικές επιδρομές κτήματα έμειναν ακαλλιέργητα. Κατόπιν, η εξάπλωση των Τούρκων περιόρισε τη βυζαντινή επικράτεια γύρω από την Κωνσταντινούπολη, τους Επιβάτες και τη Σηλυβρία.

Η οικονομική κατάρρευση είχε ως φυσική συνέπεια την πτώση και του βιοτικού επιπέδου, σε βαθμό εξαθλίωσης. Για να γλιτώσουν την πείνα, χιλιάδες κατέφευγαν στις διάφορες μονές και ελάμβαναν το σχήμα.

Ακόμα και η Κωνσταντινούπολη δεν κατοικούνταν πλέον από περισσότερους από 40.000 ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων και των ξένων. Η μόνη αχτίδα φωτός προερχόταν από την Πελοπόννησο. Κι εκεί όμως τα πράγματα δεν ήταν τόσο ρόδινα όσο φαίνονταν.

Εκτός από τη διχόνοια μεταξύ των διαφόρων αρχόντων και των δεσποτών Παλαιολόγων, υπήρχε και η διχόνοια μεταξύ των ιδίων των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας, που απέβη καταστρεπτική για την εθνική υπόθεση.

Από την άλλη πλευρά, όμως, ούτε η Πελοπόννησος διέθετε το αναγκαίο ανθρώπινο δυναμικό και τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους για να ενισχύσει την περικυκλωμένη Βασιλεύουσα – ούτε κατά τη διάρκεια της τελικής πολιορκίας ούτε και νωρίτερα.

Ο τακτικός στρατός των δεσποτών ήταν μικρός, αριθμώντας μόνο μερικές εκατοντάδες «καβαλαρίων» ιππέων και «κονταράτων» (δορυφόρων) πεζών.

Στις δυνάμεις αυτές, ο εκάστοτε δεσπότης προσέθετε και ένα μικρό αριθμό Φράγκων μισθοφόρων, οι οποίοι αποτελούσαν το καλύτερο τμήμα του στρατού.

Οι δεσπότες επίσης διέθεταν και ένα σχετικά μεγάλο αριθμό ελαφρών ιππέων, τους περίφημους «Στρατιώτες», οι οποίοι, κατά τους σύγχρονους Δυτικούς ιστορικούς, ήταν Αλβανοί. Στην πραγματικότητα όμως επρόκειτο για Έλληνες Ηπειρώτες, οι οποίοι κυνηγημένοι από Φράγκους, Τούρκους και Σέρβους, έφυγαν προς Νότο, σε δύο μεταναστευτικά κύματα μεταξύ 1350 και 1410, και εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο.

Τον κύριο όγκο όμως των στρατιωτικών δυνάμεων του Δεσποτάτου αποτελούσαν απλοί χωρικοί, ελεύθεροι καλλιεργητές ή δουλοπάροικοι των «Δυνατών» γαιοκτημόνων.

Για αυτούς ισχύουν όσα ειπώθηκαν και για τους «πολιτοφύλακες» της Κωνσταντινουπόλεως. Εξοπλισμένοι κυρίως με τόξα, χωρίς θώρακες, και νιώθοντας μεγάλη απέχθεια για τις επελάσεις του αντίπαλου Ιππικού, ήταν χρήσιμοι για αποστολές «κλεφτοπολέμου» ή για πολιορκίες, αλλά όχι για μάχες εκ παρατάξεως.

Επίσης, αρνούνταν συνήθως να εκστρατεύσουν πέραν του Ισθμού. Κι όμως, με έναν τέτοιο στρατό ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος παραλίγο να πραγματοποιήσει το θαύμα και να εκδιώξει τους Τούρκους από την Ευρώπη. Το μόνο που χρειαζόταν για να επιτύχει τον σκοπό του ήταν χρόνος. Δεν του δόθηκε όμως από τους αντιπάλους του.

Ο Κωνσταντίνος παρέμεινε στην Πόλη έως το 1444. Στο διάστημα αυτό νυμφεύθηκε την Αικατερίνη Γατελούζου, κόρη του Γενουάτη άρχοντα της Λήμνου, με προφανή πολιτικά κίνητρα.

Η σύζυγός του όμως πέθανε κατά τη διάρκεια μιας ακόμα εμφύλιας διαμάχης, όταν ο μικρότερος αδελφός του, Δημήτριος Παλαιολόγος, επιχείρησε να καταλάβει την Πόλη με την βοήθεια των Τούρκων.

Ο Κωνσταντίνος απέκρουσε την επίθεση, αλλά δυστυχώς υπήρξε μεγαλόψυχος απέναντι στον προδότη Δημήτριο, ο οποίος τελικώς αποδείχτηκε η προσωπικότητα που επέφερε τα μεγαλύτερα δεινά στον Ελληνισμό της εποχής. Το 1444 ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στο Μυστρά και ανέλαβε τη διακυβέρνηση του Δεσποτάτου με τον αδερφό του Θωμά.

Στο μεταξύ, προέκυψαν νέα πολιτικά δεδομένα στη χερσόνησο του Αίμου. Στην Ήπειρο, ο Γεώργιος Καστριώτης, γιος του Έλληνα τοπάρχη Ιωάννη Καστριώτη –ο Σκεντέρμεπης (δηλαδή ο μπέης Αλέξανδρος) των Αλβανών και των Τούρκων– είχε ξεσηκώσει τους Ηπειρώτες κατά των Τούρκων, καθιστώντας έτσι κάθε απόπειρα των τελευταίων να τον καθυποτάξουν αποτυχημένη. Βορειότερα, ο Ούγγρος Ιωάννης Ουνιάδης πολεμούσε επίσης με επιτυχία τους Οθωμανούς.

Όλα έδειχναν ότι η ασιατική μάστιγα μπορούσε να καταπολεμηθεί. Ο Κωνσταντίνος μελέτησε προσεκτικά τις νέες εξελίξεις και αποφάσισε να δράσει.

Τότε συνέλαβε το παράτολμο σχέδιο να προελάσει προς Βορρά και, αφού ενωθεί με τον Καστριώτη και τον Ουνιάδη, όλοι μαζί να αναγκάσουν τους Τούρκους να τραβηχτούν πίσω στην Ασία.

Ανέπτυξε λοιπόν διπλωματικές σχέσεις με τους άλλους ηγεμόνες πολεμιστές, αλλά και με τον πάπα. Από τον τελευταίο ζητούσε στρατιωτική και οικονομική βοήθεια. Φαίνεται πως κάτι έλαβε τελικά, αφού το 1444-’45 κατόρθωσε να ενισχύσει το στρατό του με 300 Βουργουνδούς ιππότες.

Παράλληλα, άρχισε να αλληλογραφεί με τον μέγα Έλληνα, τον Κοραή του καιρού του, καρδινάλιο Βησσαρίωνα. Ο Βησσαρίων προέτρεπε τον Κωνσταντίνο να ακολουθήσει το παράδειγμα των Ελλήνων προγόνων του.

Του υπενθύμιζε ότι κυβερνούσε τη Λακεδαίμονα, τη χώρα του Λεωνίδα και του Αγησιλάου, οι οποίοι συνέτριψαν τους «βαρβάρους» του καιρού τους, ηθικά και κυριολεκτικά.

Του θύμισε τον Σπαρτιάτη στρατηγό της Καρχηδόνας Ξάνθιππο, ο οποίος συνέτριψε και αυτούς ακόμα τους Ρωμαίους. Τον προέτρεψε να εκπαιδεύσει στρατιωτικά τους υπηκόους του.

Ο Κωνσταντίνος ακολούθησε τις σοφές συμβουλές, στο βαθμό που αυτό ήταν δυνατό. Καταρχήν, ανοικοδόμησε το τείχος του Εξαμιλίου στον Ισθμό, ώστε να εξασφαλίσει το δεσποτάτο.

Έχοντας κατασκευάσει την «ασπίδα», αποφάσισε να λάβει στο χέρι και το δόρυ. Είχε έρθει ο καιρός να επιτεθεί. Η στιγμή ήταν πραγματικά κατάλληλη γιατί οι Τούρκοι και ο σουλτάνος τους, ο Μουράτ, ετοιμάζονταν να αντιμετωπίσουν μια χριστιανική στρατιά που είχε εισβάλει στη Βουλγαρία.

Οι «σταυροφόροι», επικεφαλής των οποίων ήταν ο βασιλιάς της Πολωνίας Λαδισλάβος και ο Ιωάννης Ουνιάδης, σκόπευαν να προελάσουν μέσω Βουλγαρίας και να πλήξουν τους Τούρκους στη Θράκη. Ο Κωνσταντίνος γνώριζε ότι επίκειτο η εκστρατεία, εφόσον διατηρούσε επαφές με τον Ουνιάδη.

Έφτασαν μάλιστα παπικοί αντιπρόσωποι στο Μυστρά, μέσω των οποίων συνομολογήθηκε ένα είδος συμμαχίας μεταξύ Ελλήνων και Ούγγρων. Κατόπιν τούτου λοιπόν ο Κωνσταντίνος και ο Θωμάς κίνησαν για την Αθήνα. Η πόλη αυτή κρατούνταν από τον Νέριο Ατζαγιόλι και αποτελούσε σημείο υποχρεωτικής διάβασης για την προς Βορρά εισβολή. Οι Έλληνες δεσπότες υποχρέωσαν τον Φράγκο δυνάστη να υποταχθεί και να καταβάλλει ετήσιο φόρο υποτέλειας 30.000 δουκάτων.

Προτίμησαν να μην τον εκθρονίσουν, ώστε να μην προκαλέσουν την έχθρα των Δυτικών. Προσάρτησαν όμως στο κράτος του Μυστρά τη Βοιωτία, την οποία και κατέστησαν βάση των επιχειρήσεών τους.

Κατόπιν επέστρεψαν στην Πελοπόννησο. Εκεί τους βρήκε και η δυσάρεστη είδηση της συντριβής των χριστιανικών δυνάμεων στη μάχη της Βάρνας. Τα ενωμένα πολωνικά, ουγγρικά και γαλλικά τμήματα είχαν αφανιστεί, κατόπιν ενετικής παρασπονδίας. Στο Μυστρά, ο Κωνσταντίνος επανεξέτασε την κατάσταση, η οποία σαφώς τώρα παρουσιαζόταν εξαιρετικά δυσμενής.

Παρ’ όλα αυτά ο Παλαιολόγος δεν έχασε το θάρρος του. Έχοντας εμπιστοσύνη στις δικές του δυνάμεις και ικανότητες, αποφάσισε να υλοποιήσει το σχέδιό του.

Έτσι, το Φεβρουάριο του 1445, κίνησε επικεφαλής του στρατού του από το Μυστρά. Δυστυχώς δεν έχουμε ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το μέγεθος και τη σύνθεση του στρατού αυτού.

Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να ξεπερνούσε τους 2-3.000 τακτικούς στρατιώτες και τους 5-7.000 ελαφρούς πεζούς και ιππείς.

Από τη Βοιωτία, οι Έλληνες βάδισαν προς τη Φωκίδα και την κεντρική Στερεά. Σύμφωνα με το «Χρονικό του Γαλαξειδίου», έξω από τα Σάλωνα (τη σημερινή Άμφισσα) δόθηκε μεγάλη μάχη μεταξύ των ελληνικών στρατευμάτων και των τμημάτων των Τούρκων μπέηδων της περιοχής. Αναφέρεται στο «Χρονικό Γαλαξειδίου του μοναχού Ευθυμίου (1703): «Ετότες ο κυρ Παλαιολόγος, εστώντας αυθέντης του Μορέως, εβουλήθηκε να διώξη τους Τούρκους, και εβγαίνοντας από τα Εξαμίλλια επήρε όλα τα χωριά στο μέρος του και ήρθε καταπάνου στο Σάλωνα και έγινε φοβερή αμάχη, και οι Τούρκοι νικηθήκασι και εχαλαστήκασι μαζί με τον μπέη τους. Και ο κυρ Παλαιολόγος εξουσίαζε το Σάλωνα, το Λοιδωρίκι, το Γαλαξείδι, και άλλα αχαμνότερα χωριά. Μαθαίνοντας αυτά τα κακά μαντάτα, ο μπέης του Ζητουνίου εξεκίνησε καταπάνου του με αμέτρητο ασκέρι, και ο κυρ Παλαιολόγος μην ημπορώντας να εξαναντιάση, έφυγε γοργόν και εκλείσθηκε στο Ξαμίλλι, που ήταν κατρογυρισμένο…»

Στη μάχη, ο Κωνσταντίνος θριάμβευσε, εξοντώνοντας το τουρκικό τμήμα και σκοτώνοντας τον επικεφαλής μπέη. Κατόπιν, ο ελληνικός στρατός κατέλαβε το Λιδωρίκι και όλη τη Φωκίδα και έφτασε έως τη Θεσσαλία.

Οι Έλληνες της Θεσσαλίας αμέσως ξεσηκώθηκαν κατά των Τούρκων και ενώθηκαν με τα στρατεύματα του Κωνσταντίνου. Η επανάσταση σύντομα εξαπλώθηκε.

Σε πολύ λίγο χρόνο όλος σχεδόν ο ηπειρωτικός κορμός της Ελλάδας είχε απελευθερωθεί, από την Αθήνα έως τα Γρεβενά και τις παρυφές της Πίνδου. Χρειαζόταν μόνο μια μικρή πίστωση χρόνου, για να νικηθούν οι Τούρκοι.

Ο Μουράτ, με εξασφαλισμένα τα νώτα του μετά τη θριαμβευτική του νίκη στη Βάρνα, έστειλε άμεσα ενισχύσεις στους μπέηδές του στην Ελλάδα.

Σοβαρά ενισχυμένος, «με αρίφνητο ασκέρι», όπως αναφέρεται στο «Χρονικό του Γαλαξειδίου», ο εν λόγω μπέης της Λαμίας (Ζητούνι) στράφηκε κατά του Κωνσταντίνου. Ο τελευταίος, αδυνατώντας να αντισταθεί στη συντριπτική υπεροχή των Τούρκων, αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει.

Η εχθρική στάση όμως και του ηγεμόνα των Αθηνών Νέριο Ατζαγιόλι, τον υποχρέωσε να αποσυρθεί στον Ισθμό, πίσω από το τείχος του Εξαμιλίου. Στο μεταξύ είχε σπεύσει και ο ίδιος ο Μουράτ στην περιοχή.

Ο σουλτάνος ανακατέλαβε τη Φωκίδα και τη Θήβα. Την τελευταία μάλιστα την παρέδωσε στον ευνοούμενό του Ατζαγιόλι. Κατόπιν, μαζί τον περιώνυμο στρατηγό του Τουραχάν, στράφηκαν κατά του Εξαμιλίου.

Στο ίδιο διάστημα, ο Κωνσταντίνος δεν αδράνησε. Επιχείρησε να έρθει σε συνεννόηση με τον Σέρβο ηγεμόνα Γεώργιο Βράνκοβιτς, από τον οποίο ζήτησε να προβεί σε ενέργεια αντιπερισπασμού, η οποία θα χαλάρωνε την προς αυτόν ασκούμενη τουρκική πίεση.

Παράλληλα στράφηκε στους Ενετούς, ζητώντας τους άμεση βοήθεια, την οποία μπορούσαν να του διαθέσουν από τις φρουρές που διατηρούσαν στην Πελοπόννησο. Όλοι τους υποσχέθηκαν να βοηθήσουν. Στην πραγματικότητα όμως έμειναν αδρανείς.

Έτσι, ο Κωνσταντίνος βρέθηκε τελικά μόνος απέναντι στο σύνολο των τουρκικών δυνάμεων, οι οποίες υπολογίζονται ότι αριθμούσαν 80-100.000 εμπειροπόλεμους άντρες.

Ο Έλληνας δεσπότης δεν διέθετε περισσότερους από 10.000 άντρες, σύμφωνα με τους πιο έγκυρους υπολογισμούς. Στις 27 Νοεμβρίου 1446, ο πολυάριθμος τουρκικός στρατός εμφανίστηκε ενώπιον του Εξαμιλίου, διαθέτοντας πλήθος πολιορκητικών μηχανών, ακόμα και πυροβόλων. Ο Κωνσταντίνος, συνειδητοποιώντας ότι ήταν αδύνατο να αντέξει στην εχθρική έφοδο, επιχείρησε να έρθει σε συνεννόηση με τον σουλτάνο. Απέστειλε λοιπόν ως πρεσβευτή τον Χαλκοκονδύλη.

Ο σουλτάνος όμως συνέλαβε τον πρεσβευτή, τον έριξε στις φυλακές και απαίτησε από τον Κωνσταντίνο να κατεδαφίσει το τείχος του Εξαμιλίου.

Όταν εκείνος αρνήθηκε να συμμορφωθεί, ο Μουράτ επιτέθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 1446. Παρά τη γενναία αντίσταση των Ελλήνων, οι Τούρκοι κυρίευσαν το οχύρωμα και προχώρησαν σφαγιάζοντας και λεηλατώντας στο δρόμο τους.

Πρώτη κυριεύτηκε και λεηλατήθηκε η Κόρινθος και κατόπιν η Σικυών. Την ίδια τύχη είχαν το Αίγιο και η Πάτρα, πλην της ακρόπολης της τελευταίας, οι υπερασπιστές της οποίας αντιμετώπισαν με επιτυχία όλες τις εχθρικές εφόδους.

Έτσι, ο σουλτάνος εγκατέλειψε την Πάτρα και επιτέθηκε στη Γλαρέντζα, την οποία και ισοπέδωσε.

Για να σώσει και την υπόλοιπη Πελοπόννησο, ο Κωνσταντίνος δέχτηκε τότε να πληρώσει φόρο στους Τούρκους, προκειμένου αυτοί να την εγκαταλείψουν.

Μόνο τότε ο θηριώδης σουλτάνος έφυγε, αφού όμως πρώτα γκρέμισε το τείχος του Εξαμιλίου και αιχμαλώτισε 60.000 Έλληνες. Αυτό ήταν και το τέλος του φιλόδοξου εγχειρήματος του Κωνσταντίνου να ανακτήσει την κυριαρχία της Ελλάδας.

Προδομένος, αφέθηκε μόνος να αντιπαλέψει το μεγάλου όγκου τουρκικό στράτευμα.

Ακριβώς το ίδιο θα συνέβαινε και επτά έτη αργότερα, όταν θα διακυβευόταν η τύχη αυτής της ίδιας της Βασιλίδας των πόλεων.

Διόνυσος: Ο μυθικός θεός της ευθυμίας του γλεντιού και του κεφιού

Οι αρχαίοι πρόγονοί μας είχαν θεοποιήσει πολλές στιγμές και εκφάνσεις της καθημερινότητας ή της κοινωνικής ζωής και πράγματα που δεν μπορούσαν αν ερμηνεύσουν ή να αιτιολογήσουν περνούσαν μέσα από τη μυθολογία σαν έργα και δημιουργήματα «θεών και ημιθέων». Στην ελληνική μυθολογία, εκτός από τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, που θεωρούνταν οι σημαντικότεροι, υπήρχαν και άλλοι θεοί που δεν κατοικούσαν στο θεϊκό αυτό βουνό. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο θεός Διόνυσος. Ήταν ο πιο πρόσχαρος από τους θεούς και από τους πιο αγαπητούς στους ανθρώπους μιας και τους πρόσφερε το αμπέλι και το κρασί.

Ο εύθυμος θεός ταξίδευε συνέχεια, επισκεπτόταν πολλές χώρες και πολιτείες για να μάθει στους ανθρώπους πώς να καλλιεργούν τα κλήματα και πώς να φτιάχνουν από τους καρπούς τους το κρασί. Και βέβαια, ως θεός της χαράς και του κεφιού, δεν ταξίδευε μόνος του. Τον ακολουθούσε ένα πολύβουο πλήθος. Στο πλήθος αυτό έβλεπες γυναίκες που χόρευαν μ’ έξαλλο τρόπο, τις Μαινάδες όπως λέγονταν, και παράξενα όντα που ήταν άνθρωποι και ζώα μαζί, που τους έλεγαν Σάτυρους και Σιληνούς. Ενίοτε απεικονίζεται να κάθεται δεξιά του πατρός του στα ολύμπια δώματα. Ο Διόνυσος ως μυθολογική οντότητα «δεν είναι μήτε παιδί ούτε άντρας, αλλά αιώνιος έφηβος, καταλαμβάνοντας μια θέση ανάμεσα στους δύο». Με αυτή τη μορφή, αντιπροσωπεύει «το πνεύμα της ενέργειας και της μεταμορφωτικής δύναμης του παιχνιδιού» γεμάτο πονηριά, εξαπάτηση και στρατηγικές που υποδεικνύουν είτε τη θεϊκή σοφία ή το αρχέτυπο του «κατεργάρη», παρόν σε όλες σχεδόν τις μυθολογίες του κόσμου.

Πιστοί ακόλουθοι του θεού πορεύονταν μαζί του στα μεγάλα ταξίδια. Μ’ επικεφαλής τον Διόνυσο διέσχισαν την Αίγυπτο, τη Λιβύη κι άλλες χώρες στην Αφρική. Έπειτα πήγαν και στην Ασία, στους Άραβες, στους Λυδούς, στους Φρύγες, φτάνοντας μέχρι και την Ινδία, όπου και ο πιο τολμηρός θαλασσοπόρος δεν κατάφερε να φτάσει. Αλλού τους υποδέχονταν φιλικά, αλλού τους κορόιδευαν ή τους αντιμετώπιζαν σαν εχθρούς. Πάντα όμως επικρατούσε η καλοσύνη του Διόνυσου και των συντρόφων του. Γρήγορα συμφιλιώνονταν με τους κατοίκους, που μάθαιναν πώς να καλλιεργούν το αμπέλι. Το υπέροχο ποτό που κερνούσε ο θεός σκόρπιζε παντού το κέφι. Έκανε τους ανθρώπους να ξεχνούν τις στενοχώριες τους και να ζωγραφίζεται στα πρόσωπά τους το χαμόγελο. Όπου περνούσε ξεκινούσε τρικούβερτο γλέντι και δεν ακούγονταν άλλο τίποτα παρά οι εύθυμοι ήχοι των μουσικών οργάνων και τα ζωηρά τραγούδια.

Πώς λοιπόν να μη λάτρευαν οι άνθρωποι αυτοί το θεό; Κι ήταν θεός, παρόλο που η μητέρα του ήταν θνητή, η Σεμέλη, η κόρη του βασιλιά της Θήβας Κάδμου. Ο Διόνυσος ωστόσο απέκτησε την αθανασία, που ξεχωρίζει τους θεούς από τους θνητούς και επειδή πατέρας του ήταν ο Δίας αλλά περισσότερο επειδή γεννήθηκε από θεό τη δεύτερη φορά. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, ο Διόνυσος δυο φορές γεννήθηκε. Όταν ο Δίας σαγηνεύτηκε από την παρθενική ομορφιά της Σεμέλης, την πλησίασε κι ενώθηκε μαζί της. Καρπός της ένωσής τους ήταν ο Διόνυσος. Η Ήρα όμως δεν επρόκειτο όμως ν’ αφήσει ασυγχώρητη κι αυτή την απιστία του συζύγου της. Τυφλωμένη από τη ζήλια της και διψώντας για εκδίκηση, εμφανίστηκε στη Σεμέλη και με πονηρό τρόπο την έπεισε να ζητήσει από τον εραστή της να εμφανιστεί ως θεός κι όχι μ’ ανθρώπινη μορφή, όπως πάντα εμφανιζόταν μπροστά της. Αυτό θ’ αποδείκνυε πως την αγαπά πραγματικά. Αφελής κι ανυποψίαστη η κόρη του Κάδμου, την επόμενη φορά που την επισκέφτηκε ο Δίας στην κάμαρά της, του ζήτησε να πάρει τη θεϊκή μορφή του. Μάταια προσπάθησε ο Δίας με λόγια αγάπης να τη μεταπείσει. Λυγίζοντας μπροστά στην επιμονή της εμφανίστηκε μεγαλοπρεπής, φωτεινός σ’ όλο το θεϊκό του μεγαλείο. Ήταν αδύνατο όμως ν’ αντέξει η άμοιρη θνητή τη λάμψη των κεραυνών και των αστραπών που εκτινάσσονταν από τα χέρια του. Την ώρα που οι φλόγες την τύλιγαν ο Δίας έσωσε το βρέφος που είχε στα σπλάχνα της και το έραψε στο μηρό του.

Όταν συμπληρώθηκαν εννιά μήνες, ο Διόνυσος ξαναγεννήθηκε από το πόδι του θεϊκού πατέρα του. Ο βασιλιάς των αθανάτων ήξερε πολύ καλά πως η ζηλόφθονη σύζυγός του θα έστρεφε γρήγορα το θυμό της στο νεογέννητο παιδί. Γι’ αυτό ανέθεσε στον Ερμή τη φύλαξή του. Αυτός το παρέδωσε στην αδερφή της Σεμέλης, την Ινώ. Η πανούργα Ήρα όμως έστειλε τρέλα στην Ινώ και τον άντρα της κι άρχισαν ανελέητα να σκοτώνουν τα παιδιά τους. Η θεά έλπιζε πως θα σκοτώσουν έτσι και τον Διόνυσο, αλλά ο φτερωτός θεός πρόφτασε και γλίτωσε το μικρό Διόνυσο και τον εμπιστεύτηκε αυτή τη φορά στις Νύμφες. Αυτές τον ανέθρεψαν με περισσή στοργή κι αγάπη, στο δάσος όπου κατοικούσαν. Πράγματι, πουθενά αλλού δε θα μπορούσαμε να φανταστούμε να μεγαλώνει ο θεός του αμπελιού, παρά σ’ ένα ειδυλλιακό τοπίο γεμάτο δέντρα και πολύχρωμα λουλούδια. Εκεί ποτέ δε συναντούσε ανθρώπους. Κι όταν ο βασιλιάς Λυκούργος διατάραξε την ηρεμία της συντροφιάς κυνηγώντας τις Νύμφες, κατατρομάζοντας τον Διόνυσο, τιμωρήθηκε σκληρά από τον Δία, που τον τύφλωσε. Έτσι σκληρή ήταν πάντα η τιμωρία για όλους εκείνους τους ανθρώπους που επιβουλεύονταν το θεό Διόνυσο. Την ίδια άσχημη τύχη είχαν και κάποιοι Τυρρηνοί πειρατές που αιχμαλώτισαν το θεό. Όταν είδαν ένα νέο τόσο όμορφο και γεροδεμένο, πίστεψαν πως πρόκειται για κάποιο αρχοντόπουλο ή ακόμα και βασιλιά. Ευχαριστημένοι με τη σκέψη πως θ’ αποκομίσουν πολλά λύτρα για να τον ελευθερώσουν, προσπάθησαν να τον δέσουν με βαριές αλυσίδες, χωρίς όμως να το πετύχουν· με μια μικρή κίνηση ο θεός τις τίναζε από πάνω του. Οι άμυαλοι θνητοί ωστόσο συνέχιζαν τις προσπάθειές τους. Μόνο ο τιμονιέρης του καραβιού προσπάθησε να τους επαναφέρει στα λογικά τους: “Δε βλέπετε άμυαλοι πως πρόκειται για θεό; Δε φοβάστε την τιμωρία; Μπορεί να είναι ακόμη και ο Ποσειδώνας, που θα μας εκδικηθεί ρίχνοντας το καράβι μας σε άγρια τρικυμία. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να τον αφήσουμε ελεύθερο”.

Ο καπετάνιος και οι υπόλοιποι δε συμφωνούσαν ν’ αφήσουν να τους φύγει “τέτοιος θησαυρός”. Εκείνη τη στιγμή άρχισε να ρέει στο καράβι κόκκινο κρασί που ζάλισε με τη θεϊκή ευωδιά του τους ναύτες. Ταυτόχρονα ένα κλήμα άρχισε να τυλίγει το κατάρτι και να απλώνει τα φορτωμένα με ζουμερά σταφύλια κλαδιά του σ’ όλο το καράβι. Κι ενώ σαστισμένοι παρακολουθούσαν οι ναύτες, άλλο θαύμα γίνεται μπροστά στα μάτια τους: ο όμορφος νέος που ήθελαν να αιχμαλωτίσουν μεταμορφώνεται σ’ ένα άγριο λιοντάρι που οι βρυχηθμοί του κάνουν τους ναύτες να πηδούν στη θάλασσα για να γλιτώσουν. Όλους τους μεταμόρφωσε ο Διόνυσος σε δελφίνια και μόνο τον τιμονιέρη δεν πείραξε επιβραβεύοντάς τον για τη σύνεσή του. Όπως είδαμε, ο Διόνυσος αγαπήθηκε και λατρεύτηκε από τους ανθρώπους γιατί τους γνώρισε την υπέροχη γεύση του κρασιού. Λένε πως για πρώτη φορά το φανέρωσε στο βασιλιά της Αιτωλίας, τον Οινέα. Ο τσοπάνης του, ο Στάφυλος, είχε βρει ένα περίεργο φυτό γεμάτο καρπούς κι ενθουσιασμένος από τη νοστιμιά τους έφερε και στο βασιλιά του για να τον ευχαριστήσει. Ο Οινέας έστυψε τους ζουμερούς καρπούς και απόλαυσε τον πλούσιο χυμό τους. Από τότε ο Διόνυσος ονόμασε αυτόν το χυμό οίνο και τους καρπούς σταφύλια από το όνομα του τσοπάνη. Πάντα με το θύρσο στο ένα του χέρι και ένα δοχείο κρασιού στο άλλο περιηγούνταν τις πόλεις. Όπου έβρισκε φιλόξενους και πρόσχαρους ανθρώπους, τους μάθαινε πώς να φτιάχνουν κρασί. Έτσι έγινε και με τους κατοίκους της Ικαρίας, στην Αττική, που τον υποδέχτηκαν μ’ ενθουσιασμό. Λίγο πριν φύγει από τον τόπο τους, συμβούλεψε το βασιλιά τους τον Ικάριο να φυλάξει καλά το κρασί που έφτιαξε. Αυτός όμως δεν ακολούθησε τη συμβουλή του – “τι κακό μπορεί να προέλθει από ένα τόσο ευχάριστο ποτό!” σκέφτηκε.

Οι τσοπάνηδές του, κάποια μέρα, βρήκαν τα βαρέλια και ήπιαν τόσο πολύ κρασί που μέθυσαν και άρχισαν να φέρονται μ’ άγριο τρόπο. Έχοντας χάσει τα λογικά τους σκότωσαν τον Ικάριο και η κόρη του Ηριγόνη από τη στενοχώρια της αυτοκτόνησε. Οι κάτοικοι της Ικαρίας τιμούσαν ιδιαίτερα το θεό Διόνυσο· σ’ αυτή την περιοχή καλλιεργήθηκε πολύ ο διθύραμβος, ο ύμνος προς το θεό, που συνέθεσε ο μουσικός Αρίωνας. Μάλιστα, πρόσθεσαν και κάτι καινούριο. Στο μουσικό αυτό ύμνο πρόσθεσαν στίχους. Κι επειδή αυτή τη σύνθεση την τραγουδούσαν άνθρωποι μεταμφιεσμένοι σε τραγόμορφους Σάτυρους την ονόμασαν τραγωδία. Βέβαια, λατρευτικές εκδηλώσεις για το θεό του αμπελιού γίνονταν και σε πολλές άλλες περιοχές. Όσοι παρευρίσκονταν σ’ αυτές τις εκδηλώσεις έπρεπε να συμμετέχουν ενεργά πίνοντας κρασί και χορεύοντας υπό την επήρεια της μέθης. Όσοι αρνούνταν, ήταν εχθροί του θεού και επέσυραν την οργή του. Έτσι, τραγικό τέλος βρήκε τον Πενθέα που θέλησε να παρακολουθήσει κρυφά τις οργιαστικές εορτές. Οι Μαινάδες, μια από τις οποίες ήταν και η μητέρα του, μέσα στη μανία που τις είχε καταλάβει, όρμησαν επάνω του και τον κατασπάραξαν. Επίμονα αρνούνταν να λάβουν μέρος στις λατρευτικές τελετές οι κόρες του βασιλιά Μίνωα, όπως και του βασιλιά Προίτου. Προσβλημένος ο Διόνυσος τις έκανε να χάσουν τα λογικά τους. Άλλοι λένε ότι για τη μανία που κατέλαβε τις νεαρές κόρες του Προίτου αιτία ήταν η Ήρα.

Σκληρός τιμωρός εμφανίζεται ο Διόνυσος στους εχθρούς του και σ’ όσους είναι αντίθετοι στον τρόπο λατρείας του. Συνάμα γενναιόδωρος ευεργέτης σ’ όσους τον τιμούν και τον ευχαριστούν. Όταν ο βασιλιάς Μίδας φιλοξένησε το δάσκαλό του, το γέρο Σιληνό, που είχε χαθεί, αυτός δέχτηκε να εκπληρώσει την επιθυμία του για να τον ευχαριστήσει. Ο άπληστος Μίδας ζήτησε να μπορεί ό,τι πιάνει να το μετατρέπει σε χρυσάφι. Σύντομα ο δύστυχος διαπίστωσε πως θα γινόταν βαθύπλουτος αλλά θα πέθαινε από την πείνα και τη δίψα. Το ψωμί που άγγιζε να φάει μετατρεπόταν σε χρυσό και το νερό που ήθελε να πιει σε χρυσαφένιες σταγόνες. Μετανιωμένος ζήτησε από το θεό να τον κάνει όπως πριν και ο Διόνυσος που τον λυπήθηκε του είπε πως αν λουστεί στα νερά του Πακτωλού ποταμού θ’ απαλλαχτεί από το μαρτύριό του. Ο θεός του γλεντιού δεν είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες, όπως οι υπόλοιποι θεοί. Οι γυναίκες στη ζωή του είχαν διαφορετική θέση: υπήρξαν παραμάνες του όταν ήταν μικρός και συντρόφισσές του στ’ ασταμάτητα γλέντια του.

Κάποτε ερωτεύτηκε την όμορφη Αριάδνη, όταν την είδε να κοιμάται ήρεμα και γαλήνια, μοιάζοντας με θεά. Η κόρη του Μίνωα μαζί με τον Θησέα επέστρεφαν στην Αθήνα από την Κρήτη. Ξυπνώντας ένα πρωί στη Νάξο η Αριάδνη βλέπει πως ο σύντροφός της έφυγε και την εγκατέλειψε. Χωρίς να το ξέρει η ίδια, είχε έρθει ο Διόνυσος στ’ όνειρο του Θησέα και μ’ απειλές τον ανάγκασε να φύγει για να κάνει δική του την όμορφη νέα.

Ολομόναχη όπως ήταν στο έρημο νησί, σαν σωτήρας εμφανίστηκε ο θεός μπροστά της, νέος, γεροδεμένος, στεφανωμένος ως συνήθως με κισσόφυλλα. Αφού έγινε ο γάμος τους, πέταξαν με το άρμα του θεού προς τον ουρανό.

Στη γη οι άνθρωποι τον ευχαριστούσαν για το θεϊκό δώρο του και για την ξενοιασιά που απλόχερα τους μοίραζε. Οι γιορτές που γίνονταν προς τιμή του ήταν ένα αδιάκοπο γλέντι, όπου όλοι μεθούσαν και τραγουδούσαν. Μ’ αυτόν τον τρόπο προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν με τον αγαπητό τους θεό. Πληροφορίες που προσλαμβάνουμε από την Γραμμική Β΄ μας οδηγούν στην υπόθεση πως ο Διόνυσος ως αρχαία θεότητα ήταν ήδη γνωστός στον 12ο αιώνα Η λατρεία του του σχετίζεται με τους εορτασμούς της βλάστησης, της ιερής τρέλας που προκαλεί η πόση του οίνου και της γονιμότητας. Κοινό στοιχείο στις λατρευτικές πρακτικές του είναι το στοιχείο της έκστασης, ενίοτε της οργιαστικής φρενίτιδας, που απελευθερώνει από τις φροντίδες της καθημερινότητας, προσδίδοντάς του την προσωνυμία Λύσιος. Πέραν του γεγονότος λοιπόν ότι το όνομά του συνδέθηκε με μία από τις αρτιότερες μορφές του ελληνικού λόγου, το δράμα προς τιμήν του διοργανώνονταν μεταλοπρεπείς γιορτές, όπως τα «Κατ’ αγρούς Διονύσια», τα «Λήναια», «Ανθεστήρια» και τα «Μεγάλα Διονύσια».

Τρεις είναι οι κύριες μορφές, με τις οποίες εμφανίζεται ο Διόνυσος στη λατρεία του. Με έμβλημα τον φαλλό , το δένδρο -εξ ου και η προσωνυμία δενδρίτης- ή τον ταύρο είναι θεός της γονιμότητας και προστάτης των καλλιεργειών, κυρίως της αμπέλου. Στη δεύτερη μορφή του είναι ο ενθουσιαστικός Διόνυσος, με εμβλήματα τον θύρσο και τη δάδα, όπως επίσης την ακολουθία, των Μαινάδων, των Βακχών, των Θυιάδων, των Ληνών και των Βασσαριδών, όπως τις μετέφερε η μυθολογική αφήγηση. Στην τρίτη και αρχαιότερη μορφή του είναι οντότητα του Κάτω Κόσμου και φέρει την προσωνυμία Ζαγρεύς (ο μέγας κυνηγός). Είναι γιος του καταχθόνιου Δία και της Περσεφόνης. Σε αυτή την τρίτη μορφή οι Ορφικοί τον ενσωμάτωσαν ως κυριότερη θεότητά τους, ερχόμενοι σε αντίθεση με τους διονυσιαστές, τους οπαδούς του ενθουσιαστικού Διονύσου

Με τον Διόνυσο θεό των δένδρων και των φυτών πραγματοποιείται η επιστροφή στο «ζωώδες πάθος» της φύσης, μακριά από τους περιορισμούς και τις αποκρυσταλλώσεις που επιβάλλει ο «εξορθολογισμός», κάτι που διακρίνεται άμεσα στις Βάκχες του Ευριπίδη. Με την προσωνυμία «βρόμιος» λατρεύθηκε κυρίως ως θεός γεννημένος από το δημητριακό «βρόμος» και το οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται, χωρίς να είμαστε σίγουροι ποιο ακριβώς είναι αυτό το δημητριακό, πιθανώς να ήταν η βρώμη.

Η πόλη της ελευθερίας και η πόλη της καταπίεσης

Η λέξη ελευθερία αποτελεί το σύνθημα της Ελληνικής πολιτι­κής κατά τον 5° αιώνα. Συναντήσαμε ήδη τον Δημάρατο, τον πρώην βασιλιά της Σπάρτης, ο οποίος δήλωσε στον Ξέρξη ότι χάρη στην πολεμική ανδρεία των συμπολιτών του η Ελλάδα δεν απειλούνταν πλέον από τη φτώχεια και τη δουλεία και ότι τουλάχιστον οι Δωριείς Έλληνες δεν επρόκειτο σε καμία περί­πτωση να αποδεχθούν όρους που θα συνεπάγονταν την υπο­δούλωση της Ελλάδας. Εκθέτοντας την προσωπική του γνώμη, ο Ηρόδοτος εκθειάζει την Αθήνα, επειδή η δική της απόφαση να διαφυλάξει την ελευθερία της Ελλάδας έπαιξε καθοριστικό ρό­λο στην επακόλουθη αντίσταση κατά των Περσών και στην ήττα τους. Το 432 οι Σπαρτιάτες κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον των Αθηναίων, προκειμένου να προασπίσουν και πάλι την Ελληνική ελευθερία. Ωστόσο, στο τέλος του πρώτου έτους των πολεμι­κών επιχειρήσεων, κατά την ετήσια ταφή των νεκρών του πολέ­μου, ο Αθηναίος πολιτικός ηγέτης Περικλής ήταν εκείνος που εκφώνησε -σύμφωνα με τη μαρτυρία του Θουκυδίδη- έναν λό­γο ο οποίος αναδείχθηκε έκτοτε σε σημείο αναφοράς σχετικά με την υπεράσπιση της δυτικής ελευθερίας. Η ανάλυση και ως επί το πλείστον το εγκώμιο της ελευθερίας των Ελλήνων απο­δείχθηκαν ακαταμάχητα για γενιές αρχαίων ιστορικών.

Η ελευθερία και η καταπίεση συμβαδίζουν, διότι η απειλή της τελευταίας καθιστά άξια λόγου την πρώτη και επιπλέον τη συντηρεί, καθώς η καταπίεση βασίζεται στις ίδιες δομές που θεωρητικά εγγυώνται την ελευθερία.

Οι δομές του αθηναϊκού πολιτεύματος κατά την κλασική εποχή διαμορφώθηκαν κατά κύριο λόγο με τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του Κλεισθένη, στα τέλη του 6ου αιώνα. Αφού απελευθερώθηκε από την τυραννίδα του Ιππία το 510, η Αθήνα περιήλθε εκ νέου σε μία φάση βίαιων αντιπαραθέσεων ανάμε­σα σε πολιτικές ομάδες. Η κατάσταση αυτή δεν διέφερε από εκείνη που θεωρήθηκε ότι είχε αποτελέσει σε πρώτη φάση το υπόβαθρο για την κατάληψη της εξουσίας από τον Πεισίστρατο. Εντούτοις, η λύση που υιοθέτησε ο Κλεισθένης για την έξο­δο από την κρίση αυτή ήταν να πραγματώσει την -νομοθετικά κατοχυρωμένη από τον Σόλωνα- επέκταση της εξουσίας στον λαό. Αυτή η επέκταση περιελάμβανε τη σύσταση από τον Κλεισθένη μίας Βουλής, της οποίας τα μέλη προέρχονταν ανα­λογικά από κάθε δήμο, δηλαδή από τις κώμες της Αττικής και τις ξεχωριστές γειτονιές εντός της πόλης της Αθήνας. Αυτή η Βουλή “των Πεντακοσίων” αποφάσιζε τα προς συζήτηση θέμα­τα και μεριμνούσε για την εκτέλεση των αποφάσεων της Εκ­κλησίας του Δήμου, στην οποία ουσιαστικά εναπόκεινταν η τε­λική απόφαση για όλα τα σημαντικά ζητήματα. Η παραχώρη­ση της ιδιότητας του Αθηναίου πολίτη και το δικαίωμα συμμε­τοχής στην Εκκλησία του Δήμου προϋπέθεταν κυρίως την ανα­γνώριση από τον δήμο της αθηναϊκής καταγωγής (αρχικά από την πλευρά του πατέρα και από τα μέσα του 5ου αιώνα κεξ. α­πό τη μεριά της μητέρας επίσης) και της συμπλήρωσης των δε­καοκτώ ετών. Για να μετέχει ένας πολίτης στη Βουλή των Πε­ντακοσίων έπρεπε να είναι άνω των τριάντα ετών και να έχει κληρωθεί ανάμεσα στα μέλη του δήμου του που δεν είχαν ήδη υπηρετήσει για δεύτερη φορά σε αυτή τη θέση.

Η δομή αυτή ενίσχυε την ευρείας κλίμακας ενεργή συμμε­τοχή ενός μεγάλου ποσοστού του σώματος των Αθηναίων πολι­τών. Περίπου 20.000 Αθηναίοι πολίτες απαιτούνταν για να δια­σφαλιστεί ότι τα μέλη της Βουλής των Πεντακοσίων θα ήταν πολίτες που θα υπηρετούσαν μόνο μία φορά στη ζωή τους. Η καθολική συμμετοχή στη Βουλή, γεγονός το οποίο απαιτούσε την παραμονή στην πόλη της Αθήνας ουσιαστικά κάθε μέρα του έτους, δεν πρέπει να επιτεύχθηκε ποτέ. Εντούτοις, με ε­ξαίρεση την περίοδο κατά την οποία η Αθήνα είχε φτάσει στη μέγιστη πληθυσμιακή της ανάπτυξη, στο διάστημα από το 460 περίπου ως τον λοιμό του 430, είναι πιθανό να θήτευσαν με τη σειρά τους στη Βουλή πολίτες σε ένα ποσοστό που κυμαινόταν μεταξύ του 1/3 και 1/2 του συνόλου τους. Το προαναφερθέν αποτελεί, πράγματι, ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό λαϊκής συμμετοχής στα κοινά.

Η ευρείας συμμετοχής Βουλή και η Εκκλησία του Δήμου, που διατηρούσε το δικαίωμα να λαμβάνει ύλες τις σημαντικές αποφάσεις, συνυπήρχαν με τα λαϊκά δικαστήρια (τα οποία αποτελούνταν από απλούς πολίτες). Κάποιας μορφής λαϊκό δι­καστήριο φαίνεται ότι υπήρχε ήδη από την εποχή του Σόλωνα. Ωστόσο, κατά πάσα πιθανότητα, μόνο χάρη στις σκιώδεις (ελ­λείψει πληροφοριών) πολιτικές μεταρρυθμίσεις των τελών της δεκαετίας του 460 που συνδέθηκαν με τον Εφιάλτη, ο Άρειος Πάγος (ένα σώμα της ελίτ που αποτελούνταν από όσους είχαν διατελέσει στο αξίωμα των εννέα αρχόντων -των ανώτατων αξιωματούχων της Αθήνας) περιορίστηκε στην εκδίκαση μόνο υ­ποθέσεων ανθρωποκτονίας (έναν ρόλο τον οποίο εκπληρώνει, διόλου συμπτωματικά, στις Ευμενίδες του Αισχύλου). Έκτοτε, δικαστήρια τα οποία επανδρώνονταν από πλήθος μελών (201, 501 ή και ακόμη πιο πολυμελή) ήταν αρμόδια για την απονομή της δικαιοσύνης στην Αθήνα. Οι ένορκοι για την κάθε υπόθεση κληρώνονταν από μία ομάδα Αθηναίων πολιτών άνω των τριά­ντα ετών, οι οποίοι είχαν δώσει τον όρκο του ενόρκου, και κατανέμονταν τυχαία στις διάφορες υποθέσεις. Οι ένορκοι άκουγαν τις υποθέσεις και αποφαίνονταν χωρίς συζήτηση, απουσία δικαστών ή επαγγελματιών δικηγόρων.

Ένα διαρκώς αυξανόμενο και πολυπληθές σώμα διοικητι­κών υπαλλήλων ήταν επιφορτισμένο με την καθημερινή λει­τουργία της πύλης. Αυτή δεν ανατίθονταν σε μεμονωμένους αξιωματούχους αλλά σε επιτροπές αξιωματούχων. Η χρήση επι­τροπών φαίνεται ότι αποτελούσε πρακτική με απαρχές που ανιχνεύονται στην αρχαϊκή εποχή· ίσως είναι απόρροια της α­νταγωνιστικής δυσπιστίας μεταξύ των εξεχόντων Αθηναίων - ανάλογα φαινόμενα μαρτυρούνται και στη νομοθεσία άλλων πόλεων. Δεν μπορούμε να συνάγουμε ασφαλή συμπεράσματα για τον αριθμό αυτών των διοικητικών αξιωματούχων στην Αθήνα του 500. Παρόλα αυτά, είναι πιθανό να ισχύουν οι αριθ­μοί που παραθέτει ο Αριστοτέλης στην Αθηναίων Πολιτεία·. σύμφωνα με αυτόν, την εποχή που η αθηναϊκή αυτοκρατορία βρισκόταν στο απώγειό της, 700 Αθηναίοι ασκούσαν αξιώματα στην Αθήνα και 700 εκτός Αθηνών.

Είναι εύκολο να αντιληφθούμε με ποιον τρόπο οι συγκε­κριμένες δομές ήταν απελευθερωτικές. Για την ανάληψη αξιω­μάτων εξακολουθούσαν να απαιτούνται ορισμένες προϋποθέ­σεις, τόσο ηλικιακές, όπως προαναφέρθηκε, όσο και περιου­σιακές (μόνον οι εύποροι δικαιούνταν να διαχειρίζονται μεγά­λα χρηματικά ποσά, με το σκεπτικό -χαριτωμένο, αν και α­πλοϊκό- ότι ήταν λιγότερο επιρρεπείς στη διαφθορά ή απλά ε­πειδή μόνον εκείνοι που είχαν ατομική περιουσία διέθεταν και την κατάλληλη εμπειρία σχετικά με τα χρηματικά ποσά). Αυτά τα τυπικά εμπόδια αγνοούνταν στην πράξη και τα όποια κω­λύματα για τη συμμετοχή ενός πολίτη στη διακυβέρνηση της πόλης σε οποιοδήποτε επίπεδο ήταν πρακτικά, όχι νομικά. Κάποια από αυτά κωλύματα περιορίστηκαν στο ελάχιστο, μέ­σω της κατά τόπους πρακτικής: ως τον 4° αιώνα, τουλάχιστον, ο κάθε δήμος είχε αναπτύξει δομές (τις συνελεύσεις και τους αξιωματούχους του) που προσομοίαζαν με τη δομή της πόλης, έτσι ώστε η τοπική κοινότητα να παρέχει κάποια πολιτική δια­παιδαγώγηση και να προετοιμάζει έναν πολίτη της για την πλήρη συμμετοχή του στο, κατά πάσα πιθανότητα, πιο απαιτη­τικό περιβάλλον της Εκκλησίας του Δήμου στην Πνύκα ή της Βουλής στην Αγορά.

Η αθηναϊκή δημοκρατία παρείχε δυνατότητες και προέβαλλε απαιτήσεις οι οποίες διέφεραν από αυτές των σύγχρο­νων δυτικών δημοκρατιών. Οι σύγχρονες δημοκρατίες είναι απροκάλυπτα φατριαστικές· βασίζονται στα πολιτικά κόμμα- τα (τα οποία οργανώνουν τις απόψεις) και στις εκλογές (στις οποίες οι πολίτες επιλέγουν ανάμεσα σε διαφορετικά προ­γράμματα, που κατά παράδοση σαφώς υπηρετούν τα συμφέ­ροντα ορισμένων τμημάτων του εκλογικού σώματος περισσό­τερο από ό,τι εκείνα των υπόλοιπων). Στην πόλη της Αθήνας δεν υπήρχαν επίσημα κόμματα και κάθε υπόνοια ότι μια ο­μάδα «διαμόρφωνε την ψηφοφορία» εκλαμβανόταν ως απειλή για το σύστημα. Έπρεπε να είναι απειλή. Σε αντιδιαστολή προς τους πολίτες των σύγχρονων δυτικών κρατών, οι Αθηναί­οι πολίτες έπρεπε να αναλαμβάνουν πολιτικές πρωτοβουλίες. Η αποποίηση τους, γεγονός που συμβαίνει όταν κάποιος ε­ντάσσεται σε ένα «κόμμα», αντιμετωπιζόταν ως απειλή κατά του συστήματος. Όπως είδαμε στο πρώτο κεφάλαιο, ένας ά­ντρας ο οποίος εκδιδόταν έχανε το δικαίωμα να μιλά δημόσια -ακριβώς διότι είχε καταδείξει ότι ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει αυτήν την πρωτοβουλία και να εξαγοραστεί.

Οι σύγχρονες δημοκρατίες θεωρούν την ψήφο ως δικαίωμα, τμήμα της αυτοδιάθεσης. Εντούτοις, η ψήφος στην αθηναϊκή δη­μοκρατία δεν ήταν απλά ένα ζήτημα ψήφου σε εκλογές. Το να είσαι πολίτης σήμαινε, κατά την έκφραση του Αριστοτέλη «ἐ­ξουσία κοινωνεῖν ἀρχής»[1] και «κατά μέρος ἄρχειν και ἄρχεσθαι».[2] Για τη δικαιολόγηση ενός παρόμοιου ρόλου των πολι­τών απαιτείται, εκτός από την απλή αναγνώριση του δικαιώ­ματος της αυτοδιάθεσης, η πεποίθηση ότι όλοι οι πολίτες διαθέ­τουν βασικές πολιτικές ικανότητες. Αυτό δεν θεωρούνταν δεδο­μένο, αλλά υποστηρίζεται με επιχειρήματα σε έναν λόγο που φέρεται να εκφώνησε ο φιλόσοφος Πρωταγόρας και περιλαμ­βάνεται στον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα. 0 Πρωταγόρας, ο οποίος καταγόταν από τα Άβδηρα και δεν ήταν ο ίδιος Αθηναίος πολίτης, διατείνεται ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν την αίσθηση της δικαιοσύνης, της εντιμότητας και της ντροπής και οι προαναφερθείσες ηθικές και διανοητικές ικανότητες αρκούν (αλλά και απαιτούνται) για την άσκηση των καθηκόντων του πολίτη.

Ωστόσο, η αθηναϊκή δημοκρατία απαιτούσε επιπλέον ισό­τητα από την απλή κατοχή κάποιων «βασικών εργαλείων» (με τη μορφή μιας κοινής αίσθησης περί δικαιοσύνης και ντροπής). Η πλήρως συμμετοχική δημοκρατία καταρρέει με την εμφάνι­ση των φατριών. Κάθε δημοκρατική απόφαση θα δυσαρεστήσει τη μειοψηφία που καταψήφισε την εν λόγω απόφαση. Αν αυτή η μειοψηφία αποτελείται πάντοτε από τα ίδια άτομα, τό­τε προκύπτουν προβλήματα. Μία τυραννική πλειοψηφία που ευνοεί τα παραταξιακά συμφέροντα σε βάρος μίας μειοψηφί­ας καθιστά κάθε επίκληση στη δημοκρατία κενό γράμμα. Οι Αθηναίοι έπρεπε να πιστεύουν ότι είχαν συγκεκριμένα κοινά συμφέροντα και ότι οι διαφορετικές απόψεις αφορούσαν στον καλύτερο τρόπο προάσπισης αυτών των συμφερόντων και όχι στη φύση τους. Σύμφωνα με τη μαρξιστική θεώρηση, η αθηναϊ­κή δημοκρατία βασιζόταν σε μία «εσφαλμένη συνείδηση»: τα «ταξικά» συμφέροντα έπρεπε να υποταχθούν και όλοι να πι­στεύουν ότι είχαν κοινά συμφέροντα με το σύνολο των Αθηναί­ων πολιτών και όχι μόνον με κάποιους από αυτούς. Αυτή η εμπιστοσύνη έπρεπε να συντηρείται' όλοι όσοι συμμετείχαν στην Εκκλησία του Δήμου, προκειμένου να λάβουν μέρος σε μία συζήτηση, έπρεπε να πιστεύουν ότι κάθε άτομο που παρίστατο θα άκουγε τα επιχειρήματα και θα αποφαινόταν ανάλο­γα, όχι με βάση προειλημμένες θέσεις. Η διαφωνία συνιστούσε την ουσία της δημόσιας αντιπαράθεσης και οι Αθηναίοι υπερηφανεύονταν για τη δυνατότητά τους να εκφράζονται ειλικρινά. Εντούτοις, ήταν απαραίτητο η εν λόγω διαφωνία να μην είναι συστηματική και να μην αμφισβητεί την ισότητα των πολιτών. Ο παραμερισμός των διαφορών επιτυγχανόταν εν μέρει μέσω συμβάσεων, σχετικά με το ποιοι ήταν οι κατάλληλοι τομείς για πολιτική παρέμβαση: η εξωτερική πολιτική απορροφούσε σε μεγάλο βαθμό τη δημόσια πολιτική συζήτηση, ενώ τοπικά, κοι­νωνικά και οικονομικά θέματα κατά κανόνα αποφεύγονταν.

Η διατήρηση της πεποίθησης ότι η πολιτική αφορούσε τους πάντες προϋπέθετε μία πολύ πιο έντονη αίσθηση ισότητας των πολιτών σε σχέση με τις σύγχρονες -βασισμένες στα δικαιώ­ματα- αντιλήψεις περί ισότητας. Οι Αθηναίοι έπρεπε να πι­στεύουν ακράδαντα σε μία ισότητα η οποία ήταν ουσιαστική: ό­τι όλοι οι πολίτες μπορούσαν να συμμετέχουν εξίσου σε κάθε επίπεδο της πολιτικής. Το σύστημα περιελάμβανε πράγματι κάποια μέτρα, τα οποία διασφάλιζαν τη λειτουργικότητα της ισό­τητας: ενδεχομένως από το 450 κεξ., όποιος αναλάμβανε δημό­σιο αξίωμα στην Αθήνα, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής στη Βουλή των Πεντακοσίων, λάμβανε χρηματική αποζημίωση. Το ίδιο καθιερώθηκε και για όποιον πολίτη οριζόταν ως ένορκος στα δικαστήρια. Επίσης, τον 4° αιώνα θεσπίστηκε αμοιβή για ό­σους συμμετείχαν στην Εκκλησία του Δήμου. Η υιοθέτηση παρό­μοιων πρακτικών μέτρων, προκειμένου να διευκολύνουν τη συμ­μετοχή αυτή καθαυτή, συνιστούσε μία αναγνώριση ότι δεν ήταν όλοι οι πολίτες ίσοι μεταξύ τους. Ορισμένοι είχαν την οικονομι­κή δυνατότητα να λαμβάνουν ενεργά μέρος στην πολιτική ζωή. Άλλοι μπορούσαν να το κάνουν μόνον αν λάμβαναν οικονομική βοήθεια. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, η υπηρεσία ενός πολίτη ως ενόρκου κατέληξε, όπως υπαινίσσεται ο Αριστοφάνης στους Σφήκες, να αποτελεί μία διαβόητη ενασχόληση για συντα­ξιούχους, μία πηγή χρημάτων για εκείνους που δεν μπορούσαν πλέον να εργαστούν. Ωστόσο, οι ανισότητες που αναγνωρίζο­νται και παρατηρούνται σε αυτές τις δραστηριότητες παρέμειναν καθημερινές ανισότητες, οι οποίες μπορούσαν στην πράξη να ξεπεραστούν. Η αθηναϊκή δημοκρατία έπρεπε να διασκεδά­σει κάθε υπόνοια για πιθανή ύπαρξη ανυπέρβλητων σχετικών ανισοτήτων, για παράδειγμα διανοητικών.

Οι απαιτήσεις τις οποίες προέβαλλε η συμμετοχική δημο­κρατία στους Αθηναίους είχαν ως συνέπεια την καταστολή και την καταπίεση. Καταστολή, γιατί ορισμένα πράγματα δεν γί­νονταν αποδεκτά. Όταν εκδηλώθηκε η αντίσταση κατά της δη­μοκρατίας, όπως το 411 και το 404 που η δημοκρατία αντικαταστάθηκε για περιορισμένο χρονικό διάστημα από την ολι­γαρχία, η εν λόγω αντίσταση έπρεπε να αντιμετωπισθεί ως α­πόρροια της συνωμοσίας συγκεκριμένων ατόμων και όχι ως προϊόν ξεσηκωμού μίας «τάξης». Για αυτόν τον λόγο, η τιμω­ρία επιβλήθηκε σε συγκεκριμένα άτομα. Καταστολή, επιπλέ­ον, διότι τα διαφορετικά συμφέροντα διαφόρων κοινωνικών ο­μάδων δεν ήταν δυνατόν ποτέ να αναγνωριστούν πλήρως στην πολιτική συζήτηση: έτσι, για παράδειγμα, η πρόσληψη της ταυ­τότητας του Αθηναίου είχε πάντοτε τη μορφή ενός βαριά οπλι­σμένου στρατιώτη, μολονότι πολλοί Αθηναίοι δεν υπηρέτησαν στο πεζικό αλλά στον στόλο.

Η καταπίεση ήταν πιο σοβαρή. Ο Μ.Ι. Finley επισήμανε εύστοχα ότι η αύξηση της ελευθερίας συμβάδιζε με εκείνη της δουλείας, καθώς είχε κατά νου τη ζήτηση για εργασία δούλων που δημιούργησε η ανάγκη να διαθέτουν οι πολίτες αρκετό ελεύθερο χρόνο, ώστε να ανταποκρίνονται στη συμμετοχή τους στην Εκκλησία του Δήμου, στη Βουλή και στα ποικίλα αξιώμα­τα της δημοκρατίας. Αλλά αυτό αληθεύει και υπό μία ευρύτερη έννοια. Για να είναι δυνατή η θεώρηση όλων των πολιτών ως ουσιαστικά ίσων, δεν έπρεπε να υπάρχει καμία περίπτωση στην οποία ένας πολίτης να ήταν εμφανώς υποχείριο ενός άλλου. Οι ισχυρισμοί περί ισότητας δεν θα είχαν νόημα όταν ένας πολίτης τιμωρούσε σωματικά έναν άλλον ή όταν ένας πολίτης θα ήταν υπηρέτης ενός άλλου ή στην περίπτωση που ένας πολίτης ήταν κάτοχος ενός αργυρωρυχείου, ενώ ένας άλλος δούλευε στις αν­θυγιεινές και άθλιες στοές του ορυχείου. Η ισότητα των πολι­τών προϋπέθετε ότι υπήρχαν άλλοι που έκαναν τη «βρόμικη δουλειά»- και στην Αθήνα αυτοί οι άλλοι ήταν οι δούλοι.

Δούλοι απαντώνται ήδη στην Ἰλιάδα και την Ὀδύσσεια. Άντρες και γυναίκες αιχμάλωτοι πολέμου πωλούνται ως δού­λοι. Φοίνικες απαγάγουν άτομα και τα πωλούν. Η κατάργηση

της δουλείας λόγω χρεών από τον Σόλωνα υποδηλώνει ότι, ως το 600, ο εξανδραποδισμός ενός Έλληνα από έναν άλλο σε συνθήκες εκτός πολέμου είχε καταστεί σημαντικό πρόβλημα. Ελάχιστα γνωρίζουμε για την έκταση της δουλείας στην Αθήνα του 6ου αιώνα. Ωστόσο, και μόνο για να θεωρηθεί εφικτή η δημοκρατία του Κλεισθένη, ελάχιστες εξευτελιστικές εργασίες θα πρέπει να εκτελούνταν από ελεύθερους Αθηναίους.

Είναι δύσκολο να υπολογισθεί ο αριθμός των δούλων, α­κόμα και στην Αθήνα των κλασικών χρόνων. Είναι προφανές ότι οι εύποροι πολίτες κατείχαν πολλούς δούλους στους οίκους τους. Η δημευθείσα περιουσία αυτών που θεωρήθηκαν υπεύ­θυνοι για την καταστροφή των θρησκευτικών ερμαϊκών στηλών και για την παρωδία των Ελευσίνιων Μυστηρίων το 415 (υπόθε­ση γνωστή ως «ακρωτηριασμός των ερμαϊκών στηλών και βεβή­λωση των Μυστηρίων») καταγράφηκε στο Ελευσίνιο, στην Α­θήνα. Ανάμεσα στα σωζόμενα αποσπάσματα αυτών των κατα­λόγων αναγράφεται πληθώρα δούλων, οι οποίοι πουλήθηκαν σε διάφορες τιμές που, χωρίς αμφιβολία, αντιστοιχούσαν στην εμ­πειρία και τις ικανότητές τους. Όλοι αυτοί οι δούλοι προέρχο­νταν από περιοχές εκτός του κόσμου της ελληνικής πόλης: από τον Βορρά (από τη Μακεδονία, την Ιλλυρία, τη Θράκη και τη Σκυθία) και από την Ανατολή (Λυδία, Καρία, Κολχίδα, Φρυγία και Συρία).

Πολλοί δούλοι ασχολούνταν με τη βιοτεχνία. Ένα εργα­στήριο ασπίδων ιδιοκτησίας του πατέρα του ρήτορα Λυσία, ο οποίος ήταν μέτοικος και όχι Αθηναίος πολίτης, απασχολούσε εκατόν είκοσι δούλους. Μας είναι γνωστές και άλλες επιχειρή­σεις, σχετικά μικρότερης κλίμακας, από ρητορικούς λόγους του 4ου αιώνα. Πολλαπλάσιος αριθμός δούλων είχε τερατολογηθεί για δουλειά στα αργυρωρυχεία. Στους Πόρους ο Ξενοφών υ­παινίσσεται ότι στα ορυχεία πρέπει να απασχολούνταν 10.000 δούλοι. Η έκταση των σωζόμενων επιφανειακών και υπόγειων χώρων εξόρυξης μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εκτίμησή του δεν πρέπει να απέχει και πολύ από την πραγματικότητα.

Στις οικιακές εργασίες και στη βαρύτερη βιοτεχνική παρα­γωγή το εργατικό δυναμικό ήταν πιθανόν αποκλειστικά σχε­δόν δούλοι. Αλλά αυτό δεν ίσχυε για όλες τις ενασχολήσεις. Δούλοι αναφέρονται στους καταλόγους για το κτίσιμο του Ερεχθείου, του τελευταίου ναού που ανεγέρθηκε στην Ακρόπο­λη στα πλαίσια του προγράμματος ανακατασκευής του κύριου ιερού της Αθήνας που είχαν καταστρέψει οι Πέρσες. Το πρόγραμμα αυτό είχε ξεκινήσει με την ανοικοδόμηση του Παρθε­νώνα. Οι κατάλογοι του Ερεχθείου μαρτυρούν ότι δούλοι, μέτοικοι και πολίτες δούλευαν όλοι μαζί στις εργασίες ανοικοδό­μησης. Συχνά ένας δούλος και ο κύριός του εργάζονταν ο ένας πλάι στον άλλο. Παρόμοια κατάσταση πρέπει να επικρατούσε και στην αγροκαλλιέργεια. Πολύς λόγος έχει γίνει σχετικά με τον βαθμό στον οποίο η αθηναϊκή γεωργία βασιζόταν στη δου­λεία. Κατά την άποψή μου, υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα ότι τουλάχιστον κατά την εποχή της σποράς και της συγκομιδής (όχι απλά του θερισμού αλλά και του τρύγου και κατά το μά­ζεμα της ελιάς), οπότε και απαιτούνταν εντατική εργασία, θα κινητοποιούνταν όλη η οικογένεια, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών και των δούλων.

Αν οι συνθήκες ζωής των πολιτών έπρεπε να θεωρούνται παρόμοιες, οι συνθήκες ζωής των δούλων εμφάνιζαν μεγάλες αποκλίσεις. Στην κωμωδία παρουσιάζονται κυρίως ιδιωτικοί δούλοι, πειθήνια όργανα ενός ιδιότροπου και συχνά δειλού κυ­ρίου, οι οποίοι υπόκεινται σε σωματικές τιμωρίες, δουλεύουν σκληρά και έχουν πάντα την τάση να κοιμούνται κατά τη διάρ­κεια της εργασίας τους. Ωστόσο, ήταν δυνατόν να αναπτυ­χθούν και σχέσεις στοργής στο πλαίσιο ενός οίκου. Ένας δικανικός λόγος, χρονολογημένος στον 4° αιώνα, αποκαλύπτει την περίπτωση μιας δούλας παραμάνας που απέκτησε την ελευθε­ρία της όταν τα παιδιά τα οποία φρόντιζε μεγάλωσαν. Έφυγε από το σπίτι τους και παντρεύτηκε. Όταν αυτή γέρασε και χή­ρεψε, το παιδί -που φρόντιζε στα νιάτα της- την πήρε πίσω στη δική του οικογένεια και τη γηροκόμησε (Δημοσθένης 47. 55).

Μία τέτοια ιστορία δεν αποτελεί ίσως τον κανόνα, αλλά δεν πρέπει να ήταν και μοναδική.

Για τους άντρες δούλους, η καλή μεταχείριση από τον κο­ριό τους μπορεί να επέφερε ακόμη πιο δραματικές συνέπειες. Η πιο αξιοσημείωτη περίπτωση είναι αυτή δύο δούλων που ασχολούνταν με τραπεζικές δραστηριότητες, του Πασίωνα και του Φορμίωνα. Ο Πασίων, γεννημένος γύρω στα 430, ήταν δού­λος του τραπεζίτη Αρχιστράτου. Όταν πέθανε ο Αρχίστρατος, η διαχείριση της τραπεζικής επιχείρησης ανατέθηκε στον ίδιο τον Πασίωνα, ο οποίος ήταν πια ελεύθερος, και όχι στον γιο τού Αρχιστράτου. Στη συνέχεια, ο Πασίων απέκτησε την ιδιό­τητα του πολίτη (ως αναγνώριση της οικονομικής του συμβο­λής στη στρατιωτική και τη ναυτική δράση της Αθήνας). Όταν πέθανε, κληροδότησε τόσο την τραπεζική επιχείρηση, όσο και τη γυναίκα του Αρχίππη στον δικό του δούλο, τον Φορμίωνα, και όχι στον πρεσβύτερο γιο του Απολλόδωρο, μέχρι την ενηλικίωση του νεότερου γιου του, του Πασικλή. Ο Απολλόδωρος, χολωμένος από αυτή την κίνηση, προκάλεσε πολλά δικαστικά προβλήματα στον Φορμίωνα. Αυτός είναι ο λόγος που γνωρί­ζουμε τόσα στοιχεία για την υπόθεση αυτή. Με το πλήρωμα του χρόνου, παραχωρήθηκαν και στον Φορμίωνα πολιτικά δι­καιώματα (απόρροια των ευεργεσιών του προς την Αθήνα) και, όπως και ο Απολλόδωρος, φαίνεται ότι επιτέλεσε με επι­μέλεια τα καθήκοντά του, ως ένας εύπορος Αθηναίος. Ο Απολλόδωρος, αντίθετα με τον Φορμίωνα, συνδύασε τις χορηγίες του στην Αθήνα με μία δικαστική δραστηριότητα. Ένας αριθ­μός δικανικών λόγων που συνέθεσε διασώζονται ανάμεσα σε αυτούς που αποδίδονται στον Δημοσθένη.

Αναμφίβολα, οι τραπεζικές δραστηριότητες συνιστούσαν μία ιδιαίτερη περίπτωση, λόγω των εξαιρετικά εξειδικευμένων γνώσεων που απαιτούνταν. 0 προβιβασμός από το καθεστώς της δουλείας σε εκείνο του πολίτη είναι κατά τα άλλα σχεδόν ανήκουστος στην Αθήνα. Ωστόσο, οι περιπτώσεις στις οποίες συνέβη καταδεικνύουν τις δεξιότητες και τα καθήκοντα που ήταν δυνατόν να έχουν οι δούλοι. Πληθώρα δούλων εργαζόταν, πράγματι, χωρίς συνεχή καταπιεστική επίβλεψη. Αυτοί, γνωστοί ως οι χωρίς οἰκοῦντες, ήταν κατά κανόνα ειδικευμένοι εργάτες που μπορούσαν να ελπίζουν ότι θα κρατούσαν ένα ποσοστό των κερδών τους, ενώ οι κύριοί τους παρέμεναν υπεύθυνοι για τα χρέη τους. Άλλοι δούλοι ανήκαν στο κράτος. Στον βαθμό που υπήρχαν δημόσιες υπηρεσίες στην Αθήνα, αυτές ήταν στελεχω­μένες από δούλους. Αυτοί οι δημόσιοι δούλοι επιφορτίζονταν συνήθως με σημαντικά καθήκοντα και υπόκειντο σε μία σχετικά ήπια επίβλεψη, κυρίως γιατί οι πολίτες αξιωματούχοι μαζί με τους οποίους εργάζονταν άλλαζαν πολύ συχνά -δέκα φορές τον χρόνο σε κάποιες περιπτώσεις, ετήσια σε άλλες.

Πώς ήταν η ζωή σε αυτήν την κοινωνία δούλων; Γιατί επρόκειτο, ασφαλώς, για «κοινωνία δούλων», όχι μόνον λόγω του ποσοστού των δούλων αλλά και λόγω του ουσιαστικού οργανι­κού τους ρόλου. Δύο εδάφια από τη γραμματειακή παράδοση της κλασικής Αθήνας μας βοηθούν να σχηματίσουμε σαφή αντί­ληψη της κατάστασης. Ένας λόγος του Δημοσθένη αφορά στην υπόθεση ενός άντρα, ο οποίος έπεσε θύμα ξυλοδαρμού καθώς περπατούσε κοντά στην Αγορά. Σκιαγραφώντας το ιστορικό της έχθρας ανάμεσα στο θύμα και τον άντρα που, κατά την ά­ποψη του θύματος, ήταν επικεφαλής της συμμορίας που το κα­κοποίησε, ο αγορητής περιγράφει ότι το θύμα είχε υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία μαζί με τους γιους του επιτιθέμενου στο οχυρό του Πανάκτου, στα σύνορα της Αθήνας. Αυτοί οι νέοι, ήδη μεθυσμένοι την ώρα του δείπνου, ισχυριζόμενοι ότι οι δούλοι του θύματος έστελναν καπνό προς το μέρος τους, τους έσπασαν στο ξύλο, κλώτσησαν τα ουροδοχεία τους και ούρησαν πάνω στους ίδιους τους δούλους (Δημοσθένης 54.3-4). Το θύμα υποστηρίζει ότι αρχικά αντιπαρήλθε αυτήν τη συμπεριφορά' εξέφρασε τα παράπονά του στον στρατηγό μόνον όταν η συ­μπεριφορά αυτή εξακολούθησε. Το δεύτερο χωρίο προέρχεται από ένα ιδιότυπο σύγγραμμα που διασώθηκε ανάμεσα στα έργα του Ξενοφώντα και φέρει τον τίτλο 'Αθηναίων Πολιτεία. Το εν λόγω έργο αποτελεί μία εξήγηση της λογικής που διείπε την αθηναϊκή δημοκρατία- απευθύνεται σε εκείνους που δεν μπο­ρούν να κατανοήσουν για ποιον λόγο άντρες (όπως ο συντά­κτης του πονήματος), οι οποίοι δεν επιδοκιμάζουν τη συ­γκεκριμένη πολιτειακή οργάνωση, αδυνατούν να την ανατρέ­ψουν. Κατά την περιγραφή, ο συγγραφέας καθιστά σαφές ότι οι δούλοι και οι μέτοικοι στην Αθήνα είναι ιδιαίτερα απείθαρ­χοι, καθώς οι άνθρωποι δεν τους χτυπούν -γιατί δεν μπορούν να είναι βέβαιοι ότι ξεχωρίζουν σωστά τους δούλους, τους απελεύθερους και τους μετοίκους από τους πολίτες, εφόσον όλοι φορούν τα ίδια φτωχικά ρούχα ('Αθηναίων Πολιτεία 1.10). Αν συνδυάσουμε τα δύο αυτά σχόλια, τα οποία παρουσιάζο­νται σίγουρα ωραιοποιημένα, αποκτούμε την εικόνα μιας κοι­νωνίας όπου, όταν οι πολίτες διέκριναν τους δούλους, κάποιοι ήταν έτοιμοι, ως συνήθως, να τους κακοποιήσουν απρόκλητα- συγκρατούνταν μόνον από φόβο, μήπως αποδειχθεί ότι φέρθη­καν κατ’ αυτόν τον τρόπο σε κάποιον του οποίου το σώμα βρι­σκόταν υπό την προστασία του νόμου. Το σκηνικό συνάδει με όσα μας παραδίδει η κωμωδία, με απεικονίσεις στην τέχνη και με αναφορές στις γραμματειακές πηγές για δούλους με παρα­μορφωμένα σώματα: τα βασανιστήρια, οι ξυλοδαρμοί, οι πυ­ροσφραγίδες, οι μαστιγώσεις και η σκληρή δουλειά άφηναν εμφανή σημάδια στα σώματα των δούλων.

Ο Αριστοτέλης αναφέρεται στους δούλους ως «ζωντανά εργαλεία» και ανέπτυξε μία επιχειρηματολογία, βάσει της οποίας ορισμένοι άνθρωποι ήταν «φύσει δούλοι». Οι τελευταίοι είχαν το πλεονέκτημα να αποφασίζουν άλλοι γι’ αυτούς. Κά­ποιοι κατέληγαν δούλοι κατά λάθος, αλλά μπορούσαν και ά­πρεπε να είναι ελεύθεροι. Γνωρίζουμε ότι ο Αριστοτέλης με τις πράξεις του δεν έδειξε να ενστερνίζεται τα προαναφερθέντα - στη διαθήκη του απελευθέρωσε τους δούλους του, πράξη που ήταν είτε πολύ καθυστερημένη, αν ήταν δούλοι κατά λάθος, είτε αταίριαστη, αν θα ήταν καλύτερο για αυτούς να παραμεί­νουν δούλοι. Δεν υπάρχει λόγος να θεωρούμε ότι οι Αθηναίοι γενικά υιοθετούσαν τον όρο «φύσει δούλοι», παρόλο που η συ­μπεριφορά τους ήταν εξίσου αντιφατική. Ήταν έτοιμοι να με­ταχειριστούν τα σώματα των δούλων τελείως διαφορετικά απ’ ό,τι τα σώματα των ελεύθερων ανθρώπων, αλλά παράλληλα ή­ταν έτοιμοι να παραχωρήσουν σε ορισμένους τουλάχιστον δού­λους την ελευθερία ή ακόμη και την αθηναϊκή πολιτεία. Έτσι, αφενός αντιμετώπιζαν τους δούλους ως ένα διαφορετικό είδος ανθρώπων, τόσο ως προς τον βαθμό, όσο και ως προς το είδος, αφετέρου τους μετέπλαθαν μέσω της απελευθέρωσής τους.

Εύλογα, η σωματική κακοποίηση και η απόδοση της ελευ­θερίας όχι μόνο δεν είναι αντιφατικές αλλά έχουν και αιτιώδη συνάφεια: οι Αθηναίοι κακομεταχειρίζονταν τους δούλους ε­πειδή επιπλέον τους απελευθέρωναν. Με άλλα λόγια, η ύπαρ­ξη της πιθανότητας ένας μεμονωμένος δούλος να καταστεί ε­λεύθερος, μέτοικος και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ακόμη και Αθηναίος πολίτης καθιστούσε ζωτικής σημασίας τον ξεκά­θαρο διαχωρισμό των δούλων από το σώμα των πολιτών. Όσο περισσότεροι δούλοι εκτελούσαν κάποιες εργασίες που έκα­ναν οι πολίτες, δουλεύοντας μαζί τους σε προγράμματα ανοι­κοδόμησης ή, τουλάχιστον προς το τέλος του μακροχρόνιου πολέμου κατά της Σπάρτης, υπηρετώντας μαζί με Έλληνες α­πό άλλες πόλεις ως κωπηλάτες στο αθηναϊκό ναυτικό, τόσο ε­πιτακτικότερη ήταν η εμμονή στον διαχωρισμό του πολίτη ερ­γάτη ή κωπηλάτη από αυτούς. Σε κάποιες πόλεις, οι φτωχοί α­ποκλείονταν ολότελα από την κατοχή της ιδιότητας του πολίτη ή οι πολίτες κατηγοριοποιούνταν έτσι ώστε, για παράδειγμα, όσοι ασχολούνταν με το εμπόριο ή εξασκούσαν συγκεκριμένα επαγγέλματα, να μην δικαιούνται την ανάληψη αξιωμάτων (πρβλ. τα Πολιτικά του Αριστοτέλη 1278a 15-26). Στη Σπάρτη δεν επιτρεπόταν στους πολίτες, τους Σπαρτιάτες, να έχουν οποιαδήποτε ενασχόληση, ούτε καν με τη γεωργία, και αυτοί συ­ντηρούνταν χάρη στην εργασία του υποδουλωμένου πληθυσμού των ειλώτων. Εντούτοις, στην Αθήνα, όπου η καταγωγή και η ηλικία συνιστούσαν τις μόνες καθοριστικές προϋποθέσεις για την αθηναϊκή πολιτεία, η ενότητα του σώματος των πολιτών έπρεπε να διατηρείται μέσω της κατασκευής πολωτικών αντιθέ­σεων προς άλλους. Κάθε φορά που χτυπούσαν ή απειλούσαν να χτυπήσουν το σώμα ενός δούλου, οι Αθηναίοι τόνωναν στην αυ­τοσυνείδηση τους την ουσιώδη διαφορά από τους άλλους και μέσω αυτής ενίσχυαν τη δική τους ταυτότητα ως πολίτες.

Αν οι Αθηναίοι πολίτες διαχώριζαν τους εαυτούς τους από τους δούλους με το να τους μεταχειρίζονται σαν ζώα, διαχώρι­ζαν επίσης τους εαυτούς τους από τους ελεύθερους μη-Αθηναίους μετοίκους και από τις γυναίκες με το να τους μεταχει­ρίζονται σαν παιδιά. Οι άνθρωποι που δεν είχαν γεννηθεί στην Αθήνα, αλλά μετανάστευαν εκεί από άλλες πόλεις και εγκαθί­σταντο στην Αττική για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός μήνα, όφειλαν να πληρώνουν έναν κεφαλικό φόρο, το μετοίκιον. Το επιβαλλόμενο ποσό ανερχόταν σε μία δραχμή τον μή­να για τους άντρες και μισή για τις γυναίκες. Δεν επρόκειτο για βαρύ φόρο με τα σημερινά δεδομένα: αντιστοιχεί σε φόρο ει­σοδήματος της τάξης του 3,3% τον χρόνο, αν ένας μέτοικος κερδίζει μία δραχμή την ημέρα (ένα σχετικά τυπικό ημερομί­σθιο του 5ου αιώνα). Εντούτοις, αν υπήρχαν 10.000 άντρες μέτοικοι στην Αθήνα (και στα τέλη του 5ου αιώνα υπήρχαν πιθα­νότατα περισσότεροι), συνάγεται ότι η πόλη κέρδιζε ετησίως είκοσι τάλαντα από τον συγκεκριμένο φόρο. Μόνον οι δύο με­γαλύτερες συμμαχικές πόλεις της αθηναϊκής αυτοκρατορίας το 440 συνεισέφεραν περισσότερα από το ποσό αυτό. Εκτός από τον φόρο, οι μέτοικοι ήταν υποχρεωμένοι να αντιπροσω­πεύονται από έναν πολίτη-προστάτη ενώπιον του δικαστηρί­ου, να καταγράφονται ως κάτοικοι ενός συγκεκριμένου δήμου, ενώ δεν δικαιούνταν να κατέχουν γη στην Αθήνα.

Θεωρούμε δεδομένο τον αποκλεισμό των μετοίκων από το σώμα των πολιτών, καθώς αυτός αποτελεί σχεδόν παγκόσμια πρακτική στον σύγχρονο κόσμο. Εύκολα κατανοούμε ότι αυτοί οι οποίοι δεν γεννήθηκαν και δεν μεγάλωσαν σε μία χώρα μπορεί να θεωρούνται ως άτομα που δεν δικαιούνται να λαμβάνουν μέρος στις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων. Οι Αθη­ναίοι απένεμαν πολιτικά δικαιώματα σε ελεύθερους άντρες γεννημένους εκτός Αθηνών πολύ συχνότερα από ό,τι σε απε­λεύθερους, αν και πάλι σπάνια. Με μεγαλύτερη προθυμία πα­ραχωρούσαν απλά τα δικαιώματα της πληρωμής των φόρων που πλήρωναν οι πολίτες και της κατοχής γης παρά την απο­νομή της πλήρους αθηναϊκής πολιτείας. Όσον αφορά στη φειδώ που τους διέκρινε στην απονομή πολιτικών δικαιωμάτων, αντιδιαστέλλονται προς τους Ρωμαίους, οι οποίοι απένεμαν τη ρω­μαϊκή πολιτεία σε ευρεία κλίμακα (αρχικά στην ελίτ και στη συνέχεια -μετά τη ρωμαϊκή επέκταση κατά τη μέση και ύστε­ρη ρεπουμπλικανική εποχή- στο σύνολο του ελεύθερου πλη­θυσμού στις πόλεις της Ιταλίας- κατόπιν, στις ελίτ των επαρ­χιών της αυτοκρατορίας, σε Ανατολή και Δύση· τέλος, στις αρ­χές του 3ου αιώνα μ.Χ. όλοι οι ελεύθεροι κάτοικοι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας απέκτησαν το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη). Η τόσο περιορισμένη απονομή της ιδιότητας του Αθηναίου πολίτη πρέπει να επανεξεταστεί, διατηρώντας την ψευδαίσθη­ση ότι το σώμα των πολιτών ήταν απόλυτα ομοιογενές: εξα­λείφοντας λίγο πολύ την εισροή ξένων, οι οποίοι ίσως είχαν ανδρωθεί σε μία ολότελα διαφορετική κοινωνία, η Αθήνα δια­σφάλιζε ότι ελαχιστοποιούνταν επίσης η συρροή ιδεών σχετικά με τη διαφορετική διαχείριση των πραγμάτων.

Με βάση αυτές τις παραμέτρους, θα πρέπει να προσεγγί­σουμε και το γεγονός ότι οι γυναίκες στερούνταν πολιτικών δι­καιωμάτων. Υπήρχε ο όρος πολίτις, το θηλυκό του πολίτης, πα­ρόλα αυτά, ενώ ένας πολίτης είχε δικαίωμα να συμμετέχει στην Εκκλησία του Δήμου και στα δικαστήρια, να εκλέγεται ή να κληρώνεται σε κάποιο αξίωμα και την υποχρέωση να υπη­ρετεί στο πεζικό ή στο ναυτικό, μία πολίτιδα δεν είχε υποχρε­ώσεις. Τα μόνα δικαιώματα που ξεχώριζαν την πολίτιδα από έναν μέτοικο ήταν εκείνα της συμμετοχής σε ορισμένες θρη­σκευτικές γιορτές και της λήψης μεριδίου από τα σφάγια.

Ο αποκλεισμός των γυναικών από τα πολιτικά πράγματα ήταν καθολικός στον ελληνικό κόσμο. 0 Αριστοτέλης επιχείρη­σε να τον εξηγήσει με φυσικούς όρους: ταιριάζει περισσότερο στο αρσενικό να διατάζει παρά στο θηλυκό (Πολίτικά, 1259a 37-b 10). Δεδομένου ότι κατά κανόνα οι γυναίκες παντρεύο­νταν λίγο μετά την εφηβεία με άντρες ηλικίας τριάντα περίπου ετών, οι οποίοι πιθανότατα είχαν λάβει μέρος σε αρκετές εκ­στρατείες και είχαν περάσει μία δεκαετία της ζωής τους ως ε­νεργοί πολίτες, μας προκαλεί ελάχιστη έκπληξη το γεγονός ότι οι γυναίκες φαντάζουν τόσο διαφορετικές από τους άντρες. Παρόμοια, αν λάβουμε υπόψη το περιορισμένο προσδόκιμο ζωής και τον υψηλό αριθμό γεννήσεων ο οποίος απαιτούνταν από κάθε γυναίκα που βρισκόταν στην αναπαραγωγική ηλικία, προκειμένου να διατηρηθεί ο πληθυσμός, η διάρθρωση της ζω­ής των γυναικών αναγκαστικά διέφερε ριζικά από εκείνη των αντρών. Ο αποκλεισμός των γυναικών από την πολιτική ήταν απαραίτητος για την εδραίωση της ψευδαίσθησης ότι όλοι όσοι μετείχαν στη διαχείριση των κοινών θεωρούνταν πως είχαν α­ποκομίσει κοινές εμπειρίες.

Η ζωή στην Αθήνα βασιζόταν εξίσου στους μη Έλληνες δούλους και στις Αθηναίες γυναίκες. Οι δούλοι αποτελούσαν το απαραίτητο εργατικό δυναμικό και η προμήθειά τους φά­νταζε απρόσκοπτη. Αυτή σχετιζόταν με την αγοραστική δύνα­μη και οι Αθηναίοι μπορούσαν να υπολογίζουν ότι ήταν δυνα­τό να αποκτηθούν πάντοτε περισσότεροι δούλοι, οι οποίοι θα τους παρέχονταν από τις ίδιες πηγές από όπου προέρχονταν οι ήδη υπάρχοντες (στην πραγματικότητα, οι αναφορές στο ε­μπόριο δούλων είναι εκπληκτικά περιορισμένες). Μερικοί δού­λοι μεγάλωναν στο σπίτι, αλλά πολλοί αγοράζονταν όταν ήταν ήδη έφηβοι. Η διάρκεια ζωής τους έκτοτε εξαρτιόταν σε μεγά­λο βαθμό από δύο παραμέτρους: πόσο καλά τρέφονταν και πόσο σκληρά τους μεταχειρίζονταν. Οι γυναίκες αποτελούσαν τη ζωτική πηγή μελλοντικών πολιτών και ο αριθμός των Αθη­ναίων γυναικών ήταν αυστηρά περιορισμένος. Η εξασφάλιση μελλοντικών γενεών Αθηναίων πολιτών καθοριζόταν από τις ιδιοτροπίες της ανθρώπινης γονιμότητας και την επιβίωση κα­τά τη βρεφονηπιακή ηλικία, σε μία εποχή που η θνησιμότητα ήταν υψηλή και ο θάνατος χτυπούσε σχεδόν στην τύχη.

Λόγω των παραπάνω, ορισμένοι δούλοι γίνονταν «μέλη της οικογένειας» (με την πλήρη έννοια του όρου) και τύχαινε να ασχολούνται με την ανατροφή και την εκπαίδευση των παι­διών των Αθηναίων περισσότερο από ό,τι οι ίδιοι οι γονείς τους. Οι δούλοι κατείχαν στην κοινωνία μια λειτουργική θέση, ολότελα διακριτή από εκείνη των γυναικών. Κατά συνέπεια, μολο­νότι δούλοι και γυναίκες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό τον αποκλεισμό τους από την πολιτική, οι γυναίκες έπαιζαν σημα­ντικό ρόλο στην αθηναϊκή θρησκευτική ζωή, στην οποία οι δού­λοι κατείχαν (στην καλύτερη περίπτωση) μία περιθωριακή θέ­ση. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Αριστοφάνης, όταν παρουσιάζει τις γυναίκες να έχουν πάρει στα χέρια τους τον νόμο, προκειμένου να θέσουν τέρμα στον πόλεμο με τη Σπάρτη, ή να δρουν ενά­ντια στις μισογυνικές πλοκές των έργων του Ευριπίδη, εντάσ­σει τις εν λόγω ενέργειες των γυναικών σε θρησκευτικά συμφραζόμενα. Η δράση ενάντια στον Ευριπίδη υποτίθεται ότι λαμβάνει χώρα κατά την αποκλειστικά γυναικεία γιορτή της Δήμητρας, γνωστή ως Θεσμοφόρια, την οποία ο Αριστοφάνης παρουσιάζει να έχει την ίδια μορφή με μία συνέλευση της Εκ­κλησίας του Δήμου. Οι αντιπολεμικές ενέργειες διαδραματίζο­νται στην Ακρόπολη της Αθήνας, την οποία καταλαμβάνουν οι γυναίκες με επικεφαλής τη Λυσιστράτη, το όνομα της οποίας πιθανόν αποτελεί παραλλαγή του ονόματος της τότε ιέρειας της Αθηνάς, της Λυσιμάχης.

Και στις δύο αυτές κωμωδίες, τη Λυσιστράτη και τις Θεσμοφοριάζουσες, το ευτράπελο βασίζεται στο παράλογο της πλοκής. Το ίδιο ισχύει και για ένα μεταγενέστερο έργο, τις Ἐκκλησιάζουσες. Εδώ ο Αριστοφάνης παρουσιάζει τις γυναίκες να μεταμφιέζονται, να γεμίζουν ασφυκτικά την Εκκλησία του Δήμου και να ψηφίζουν υπέρ της μεταβίβασης της διακυβέρνη­σης της πύλης στις γυναίκες. Δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση οι γυναίκες να παρέμβουν πράγματι στα πολιτικά πράγματα. Εντούτοις, αυτά τα έργα, καθώς και μία πρόταση που απαντά στην Πολιτεία του Πλάτωνα (ότι οι γυναίκες θα μπορούσαν να διαχειριστούν την ιδανική πολιτεία μαζί με τους άντρες), υπο­δηλώνουν ότι ο πολιτικός ρόλος των γυναικών δεν ήταν αδια­νόητος, όπως ήταν για παράδειγμα η συμμετοχή των δούλων παντού. Στο έργο του Αριστοφάνη, όταν προκύπτει το ερώτη­μα ποιος θα κάνει τις δουλειές αν οι γυναίκες αναλάβουν τη δι­ακυβέρνηση του κράτους, η απάντηση είναι: οι δούλοι. Η δου­λεία ήταν κατά κύριο λόγο ένα καθεστώς υποτέλειας. Στην Ὀδύσσεια ο χοιροβοσκός Εύμαιος επισημαίνει ότι οι θεοί αφαιρούν τη μισή νοημοσύνη ενός ανθρώπου την ημέρα που γίνεται δούλος (’Οδύσσειας ρ 323-324). Η αναφορά αυτή αντανακλά τον βαθμό στον οποίο θεωρούνταν αδύνατο ακύμα και ο πιο έ­ξυπνος δούλος να αναλάβει πρωτοβουλία κινήσεων. Αντίθετα, η πρωτοβουλία των γυναικών συνιστούσε μία κατάσταση με την οποία οι Αθηναίοι άντρες ήταν εξοικειωμένοι. Οι ίδιες γυ­ναίκες, οι οποίες μόλις μετά από την ενηλικίωσή τους παντρεύ­ονταν άντρες που είχαν τα διπλάσιά τους χρόνια, ζούσαν πε­ρισσότερο από τους συζύγους τους και ήταν αναμενόμενο να αναλάβουν σημαντική εξουσία στους οίκους των παιδιών τους. Όταν ο Λυσίας εκθέτει την υπόθεση σχετικά με τον Διογείτο­να, ο οποίος εξαπάτησε τα παιδιά του νεκρού αδελφού του (Κατά Διογείτονος), ο κατάλογος των περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονταν με την υπόθεση παρουσιάζεται μέσω μιας φα­νταστικής αγόρευσης της χήρας του αδελφού. Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του δημιουργεί την πόλη από τους οίκους που την αποτελούν. Όπως οι γυναίκες είχαν ολοφάνερα σημαντική θέση στον οίκο, παρόμοια καθοριστική ήταν η θέση τους στον τρόπο διακυβέρνησης της πόλης.

Η σπουδαιότητα των γυναικών σε μία πόλη αντανακλάται στον κεντρικό ρόλο που αυτές διαδραμάτιζαν στη θρησκευτική της ζωή. Στις ελληνικές πόλεις τελούνταν περισσότερες γιορ­τές στις οποίες απαγορευόταν η συμμετοχή αντρών -ιδιαίτερα προς τιμήν της Δήμητρας, της θεάς που συνδεόταν με τη γονι­μότητα των ανθρώπων και των φυτών- από ό,τι γιορτές στις οποίες απαγορευόταν η συμμετοχή γυναικών, μολονότι οι γυ­ναίκες αποκλείονταν από έναν μικρό αριθμό γιορτών προς τι­μήν του Ηρακλή. Η υπεράσπιση της πόλης ενάντια σε άντρες εισβολείς στηριζόταν στους στρατιώτες και τους ναύτες και δεν θεωρούνταν σωστό οι γυναίκες να είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η προάσπιση της πόλης απέναντι στους θεούς βασιζόταν στις προσευχές και τις θυσίες και, αναφορικά με αυτή τη διάσταση, όσο περισσότεροι άνθρωποι λάμβαναν μέρος, τόσο πιο ενωμένη εμφανιζόταν η πόλη κατά τις ευχαριστίες και τις δεήσεις της. Οι γυναίκες μάλλον θεωρούνταν ιδιαίτερα αγαπη­τές στους θεούς: αρχαϊκές επιγραφές χρησιμοποιούν συχνά τον χαρακτηρισμό «πολύ όμορφο αντικείμενο που προσφέρει ευ­χαρίστηση» σε αναθηματικά αγάλματα με τη μορφή γυναικών αλλά εξαιρετικά σπάνια σε αντίστοιχα με τη μορφή αντρών. Η ίδια η γυναίκα που «δίδεται σε γάμο» αναπαρίστατο στα ιερά ως η κατεξοχήν απεικόνιση του δώρου. Οι ζωές και τα σώματα των γυναικών υπόκεινταν πολύ πιο φανερά σε θεϊκή παρέμβα­ση συγκριτικά με τους άντρες, γεγονός που σχετιζόταν όχι μόνον με τις ιδιοτροπίες της γονιμότητας αλλά και της εμμη­νόρροιας, σε έναν κόσμο όπου ο υποσιτισμός ήταν πολύ συχνό φαινόμενο. Καμιά πόλη δεν προτίθενταν να αποσύρει τις γυναίκες από τον διάλογό της με τους θεούς.

Η θρησκεία δεν συνιστούσε περιστασιακή δραστηριότητα. Η έμφαση που δίνεται στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, είτε στις πανελλήνιες, όπως τα Ολύμπια και τα Πύθια, είτε σε εκεί­νες που προορίζονταν για όλα τα μέλη μιας συγκεκριμένης πό­λης, όπως τα Παναθήναια στην Αθήνα, μας παραπλανεί. Στην ελληνική πόλη κάθε κοινωνική ομάδα διέθετε το δικό της θρη­σκευτικό ημερολόγιο, από την οικογένεια, τη φρατρία (μία πλασματική ομάδα συγγενών, στην οποία σίγουρα εντάσσο­νταν τουλάχιστον οι γυναίκες σύζυγοι) και το γένος (την ομάδα των προγόνων, το οποίο ήταν υπεύθυνο για την τέλεση μιας ιδιαίτερης λατρείας), ως τους δήμους. Τα εορτολόγια υποδη­λώνουν ότι τα μέλη ενός δήμου συγκεντρώνονταν ενδεχομένως αρκετές φορές κάθε μήνα, προκειμένου να τελέσουν θυσίες. Επιπλέον, είναι ξεκάθαρο ότι οι Αθηναίοι, άντρες και γυναί­κες, συμμετείχαν σε θρησκευτικές θυσίες συχνότερα από μία φορά την εβδομάδα. Οι θυσίες πρακτικά συνιστούσαν την κύ­ρια πηγή κρέατος για τη διατροφή τους. Αναμφίβολα, δεν με­τείχαν σε κάθε θυσία όλοι όσοι είχαν το δικαίωμα συμμετοχής· καθίσταται, ωστόσο, εξίσου σαφές ότι η άποψη πως οι γυναίκες είχαν το ελεύθερο να βγαίνουν από το σπίτι μόνον σποραδικά, προκειμένου να συμμετέχουν στις δραστηριότητες της θρη­σκευτικής λατρείας και ως ένα είδος ασφαλιστικής δικλείδας, δημιουργεί λανθασμένες εντυπώσεις αναφορικά με τη σημασία της θρησκείας στη ζωή των ελεύθερων αντρών και γυναικών. Ήταν ίσως η θρησκευτική ομάδα, όχι η πολιτική, αυτή που συνιστούσε την κύρια κοινωνική ομάδα στην ελληνική πόλη -τόσο για τους άντρες, όσο και για τις γυναίκες. Εξάλλου, η Εκκλησία του Δήμου συνερχόταν μόνο σαράντα φορές τον χρόνο και, στην καλύτερη περίπτωση, μπορούσε να συμπεριλάβει μόνον το 20% του σώματος των πολιτών που δικαιούνταν να συμμετέχουν. Η Αθήνα υπερηφανευόταν ότι είχε θεσπίσει περισσότερες θρη­σκευτικές γιορτές από κάθε άλλη πόλη: η εικόνα μας για την α­θηναϊκή δημοκρατία πρέπει να είναι μία εικόνα αντρών και γυναικών που αναμένουν στη σειρά το δικό τους μερίδιο ψητού ή βραστού αρνίσιου κρέατος από τη θυσία, όχι μια εικόνα του Περικλή που αγορεύει με πάθος από τη θέση του αγορητή στην Πνύκα μπροστά σε ένα τεράστιο πλήθος.

Στα Παναθήναια του 5ου αιώνα, οι σύμμαχοι της Αθήνας στη Δηλιακή Συμμαχία προμήθευαν μεγάλο μέρος των σφα­γίων. Η αθηναϊκή δημοκρατία δεν βασιζόταν στην καταπίεση των υπολοίπων ελληνικών πόλεων με τον ίδιο τρόπο που βασι­ζόταν στην καταπίεση των δούλων και των γυναικών. Η δημο­κρατία διατηρήθηκε κατά τον 4° αιώνα ακόμη και σε περιό­δους κατά τις οποίες η Αθήνα δεν μπορούσε να υπολογίζει σε καμία υλική υποστήριξη από κάποιον σύμμαχο. Αλλά η κατο­χή μιας αυτοκρατορίας έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στον κα­θορισμό της ταυτότητας του Αθηναίου κατά τα τελευταία δύο τρίτα του 5ου αιώνα. Η αυτοκρατορία παρείχε δυνατότητες πλουτισμού σε όλους τους Αθηναίους -γη στο εξωτερικό, δώ­ρα από ευγνώμονες υπηκόους, μισθούς για τη στρατιωτική ή τη δημόσια θητεία, χρηματική αποζημίωση για τη συμμετοχή σε δημόσια έργα στην πατρίδα, τα οποία δεν θα είχαν αναληφθεί αν δεν εισέρρεαν οι συμμαχικές εισφορές προς την Αθήνα. Οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας συνιστούσαν μία ομάδα, απέναντι στην οποία όλοι οι Αθηναίοι μπορούσαν να νιώθουν ανώτεροι: αυτοί είχαν υποχρεώσεις, στρατιωτικές, οικονομικές και θρη­σκευτικές, αλλά δεν είχαν καμιά δυνατότητα να αποκτήσουν δικαιώματα στην Αθήνα. Τυπικά ανεξάρτητη, η εξωτερική πο­λιτική των συμμάχων υπόκεινταν σε περιορισμούς (όσοι επι­χείρησαν να αποχωρήσουν από τη Δηλιακή Συμμαχία υποχρε­ώθηκαν να συμμορφωθούν με τη χρήση όπλων). Ακόμη και η δικαστική ελευθερία περιορίστηκε, καθώς οι Αθηναίοι επέμε­ναν να παρίστανται στις σημαντικές δίκες, ώστε οι σύμμαχοι να μην χρησιμοποιούν τα δικαστήριά τους για να εξουδετερώ­νουν τους υπέρμαχους της Αθήνας. Ο επιτάφιος λόγος του Πε­ρικλή μιλά για την ξεχωριστή θέση της πόλης στην παίδευση της Ελλάδας (Θουκυδίδης 2.41). Για εμάς, το πιο εντυπωσιακό δίδαγμα είναι ότι τα ευγενή ιδανικά της ελευθερίας που εξυ­μνούνται σε αυτόν τον λόγο επιτεύχθηκαν με αντάλλαγμα τη συστηματική καταπίεση.
------------------------
[1] Αριστοτ. Πολίτικά 1275b.18 (βλ. και 1277b.33).

[2] Αριστοτ. Πολιτικά 1332b.26-27. 

Ο Έλληνας Σπάρτακος: O δούλος που «γονάτισε» μία αυτοκρατορία

Για δύο ένδοξα χρόνια, ο ηγέτης των επαναστατημένων μονομάχων οδήγησε τον στρατό του από δούλους σε νίκες κατά των ρωμαϊκών λεγεώνων, απειλώντας το κύρος και την υπόσταση της ίδιας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας!

Η ζωή του Σπάρτακου μπορεί να ειδωθεί υπό το πρίσμα της δίκαιης εκδίκησης κατά των Ρωμαίων για την αγάπη που έτρεφαν για το απάνθρωπο και αιματοβαμμένο σπορ των μονομαχιών στις αρένες της αρχαίας Ρώμης.

Ο Σπάρτακος δεν γεννήθηκε σε καθεστώς δουλείας: ήταν ένας ελεύθερος άνθρωπος από τη Θράκη, πιθανότατα λιποτάκτης από τον ρωμαϊκό στρατό, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε, πουλήθηκε ως σκλάβος και ρίχτηκε στις αρένες του θανάτου.

Κι όταν το 73 π.Χ. το έσκασε με άλλους 70-80 μονομάχους, σύντομα θα συγκέντρωνε τριγύρω του κι άλλους σκλάβους και μέσα σε έναν χρόνο θα έβλεπε τις δυνάμεις του να εκτινάσσονται στους 120.000 άντρες, μετρώντας μια σειρά από αποφασιστικές νίκες κατά της τέλεια σχεδιασμένης ρωμαϊκής πολεμικής μηχανής! 
 
Η επανάσταση των σκλάβων βεβαίως, παγιδευμένη καταμεσής της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Νότια Ιταλία), δεν θα μπορούσε να τελεσφορήσει, με τον όνομα του Σπάρτακου να επιβιώνει διαμέσου των αιώνων ως διαχρονικό σύμβολο του ανθρώπου που δεν σκύβει το κεφάλι σε κανένα ζυγό, όσο τρομακτικός κι αν είναι... 
 
Πρώτα χρόνια
 
Το σύνολο σχεδόν των γνώσεών μας για τα πεπραγμένα του Σπάρτακου περιορίζονται στα δύο χρόνια της επανάστασης που ηγήθηκε, μια από τις μαζικότερες εξεγέρσεις στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
 
Ό,τι προηγήθηκε πριν από την εξέγερση των σκλάβων δεν είναι γνωστό και ιστορική συναίνεση δεν υπάρχει, καθώς οι πηγές (Πλούταρχος και Αππιανός κυρίως) δεν συμφωνούν στα βιογραφικά στοιχεία του Σπάρτακου, ενώ συχνά είναι και αντιφατικές. Η ιστορία της ζωής του φαίνεται ωστόσο να ακολουθεί την εξής πορεία.
 
Ο Σπάρτακος γεννιέται περί το 109 π.Χ. στην ελληνιστική Θράκη, έναν από τους πρώιμους εχθρούς της Ρώμης. Οι ιστορικές πηγές υπαινίσσονται ότι ο Σπάρτακος ήταν αριστοκρατικής καταγωγής και πρέπει να υπηρετούσε σε βοηθητικό πόστο στον ρωμαϊκό στρατό, πιθανότατα ως εθελοντής μισθοφόρος.
 
Είναι πιθανό να υπέπεσε σε κάποιο βαρύ παράπτωμα ή ακόμα και να λιποτάκτησε από τις τάξεις του στρατού (έχει υποστηριχθεί ακόμα ότι πιάστηκε αιχμάλωτος πολέμου από τις συγκρούσεις των Ρωμαίων με τη θρακική δυναστεία των Σπαρτακιδών), αδικήματα που κατά το ρωμαϊκό Δίκαιο επέσυραν αμφότερα την ποινή της σκλαβιάς.
 
Το δουλεμπόριο ανθούσε στις επαρχίες της αυτοκρατορίας, με τα νέα «αποκτήματα» να πουλιούνται πλουσιοπάροχα στον εκάστοτε πλειοδότη... 
 
Η σχολή των μονομάχων 
 
Ο Λέντουλος Βατιάτος (Lentulus Batiatus) διατηρούσε περίφημη σχολή μονομάχων στην Κάπουα της Καμπανίας και αγόρασε τον δυνατό δούλο Σπάρτακο, μαζί με άλλους σκλαβωμένους Θράκες και Γαλάτες, που αποτελούσαν και το μεγαλύτερο ποσοστό των μονομάχων. 
 
Οι εκπαιδευόμενοι μονομάχοι σχημάτιζαν ομάδες (familia gladiatorium), κάτω από τον απόλυτο έλεγχο ενός διοικητή (lanista), ο οποίος είχε και την ευθύνη για τη στρατολόγηση, την εκπαίδευση και τις ίδιες τις μονομαχίες.
 
Οι σχολές μονομάχων λειτουργούσαν ταυτοχρόνως και ως στρατώνες (και σε κάποιες περιπτώσεις και ως φυλακές), με τους ετοιμοπόλεμους και καλά εκπαιδευμένους μονομάχους να κρατούνται τιθασευμένοι από το άγρυπνο μάτι του ρωμαϊκού νόμου... 
 
Έναρξη της επανάστασης των μονομάχων
 
Το καθεστώς που επικρατούσε στις σχολές μονομάχων ήταν ιδιαίτερα αυστηρό.
 
Παρόλα αυτά, ο Σπάρτακος καταφέρνει να συνωμοτήσει με άλλους 70-80 μονομάχους και έπειτα από μικρής έκτασης μάχη με τους φρουρούς της σχολής απέδρασαν από τις εγκαταστάσεις: είχαν προμηθευτεί μαχαίρια από την κουζίνα της σχολής Familia Batiatus!
 
Σύντομα η ομάδα των ρέμπελων μονομάχων θα είχε στα χέρια της όπλα και πολεμικό εξοπλισμό και θα έβρισκε καταφύγιο στον κρατήρα του Βεζούβιου, που την εποχή εκείνη ήταν ανενεργός (73 π.Χ.).
 
Από τις πλαγιές του Βεζούβιου (κοντά στη Νάπολη), οι επαναστατημένοι μονομάχοι θα εξαπέλυαν επιθέσεις σε τμήματα του ρωμαϊκού στρατού, λεηλατώντας ταυτοχρόνως ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.
 
Τα νέα σύντομα θα έκαναν τον γύρο της αυτοκρατορίας και σκλάβοι από κάθε γωνιά της Ιταλίας συνέρρεαν για να προσχωρήσουν στον αντάρτικο στρατό. 
 
Ο Σπάρτακος αναδείχθηκε στον αδιαφιλονίκητο ηγέτη του κινήματος, με μια σειρά ακόμα από μονομάχους να έχουν ηγετικές θέσεις, ανάμεσά τους ο Κρίξος, ο Οινόμαος, ο Κάστος κ.ά.
 
Οι σκλάβοι, οι αναξιοπαθούντες, οι κατατρεγμένοι και οι άποροι βρήκαν μια νέα ελπίδα στο αντάρτικο του Σπάρτακου και προσχωρούσαν μαζικά στο κίνημα, φέρνοντας ακόμα και τα γυναικόπαιδά τους, με τους μονομάχους να εκπαιδεύουν τους άντρες στη μάχη και να εξαπολύουν επιδρομές στα ρωμαϊκά χωριά για ανεφοδιασμό και στρατιωτικές προμήθειες.
 
Μέσα σε λίγες εβδομάδες, ένας μικρός αλλά ετοιμοπόλεμος στρατός πλαισίωνε τον Σπάρτακο, με τους Ρωμαίους να υποτιμούν την έκταση και την ένταση της εξέγερσης και να αφήνουν τα πράγματα στην τύχη τους, καθώς το κύριο σώμα του ρωμαϊκού στρατού επιχειρούσε εκτός Ιταλίας...
 
Οι πρώτες νικηφόρες μάχες του Σπάρτακου
 
Παρά τη νωθρότητά της, η Σύγκλητος στέλνει σχετικά απρόθυμα κατά του Σπάρτακου μια δύναμη 3.000 ανδρών, υπό τον διοικητή Γλάβρο (Gaius Claudius Glaber).
 
Ο κύριος όγκος των ρωμαϊκών λεγεώνων ήταν απασχολημένος σε μέτωπα εκτός Ιταλίας: ο Πομπήιος ήταν στην Ισπανία και ο Λούκουλος είχε εκστρατεύσει στον Πόντο. 
 
Παρά το γεγονός ότι οι λεγεώνες του Γλάβρου περικυκλώνουν τους επαναστάτες στις πλαγιές του Βεζούβιου, οι άντρες του Σπάρτακου υπερβάλλουν εαυτόν και σε μια μοναδική επίδειξη ανδρείας και στρατιωτικής τακτικής αιφνιδιάζουν και διαλύουν το σύνολο σχεδόν της ρωμαϊκής δύναμης, με τον Γλάβρο να πέφτει στο πεδίο της μάχης.
 
Η ταπεινωτική ήττα των Ρωμαίων δεν θα μπορούσε ωστόσο να μείνει αναπάντητη: μια μεγαλύτερη και καλύτερα εκπαιδευμένη δύναμη στέλνεται στο κατόπι τους, έχοντας στο τιμόνι τον πραίτορα Βαρίνιο (Publius Varinius). 
 
Η νέα απόπειρα να κατασταλεί η εξέγερση των σκλάβων θα είχε ωστόσο την ίδια μοίρα: οι λεγεώνες συντρίβονται, τα ρωμαϊκό στρατόπεδο λεηλατείται και ο Βαρίνιος μόλις που γλιτώνει τον θάνατο! Ο στρατός του Σπάρτακου ήταν πλέον άρτια εξοπλισμένος με ρωμαϊκά όπλα και αποτελούσε υπολογίσιμη δύναμη στην καρδιά μάλιστα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας: μέχρι τη άνοιξη του 72 π.Χ. ο Σπάρτακος ήταν κύριος όλης της Καμπανίας, με τον ετοιμοπόλεμο στρατό του να έχει πλέον και δυνάμεις ιππικού, ενώ η αποικία στον Βεζούβιο μετρούσε πια γύρω στις 70.000 ψυχές. 
 
Γενίκευση της επανάστασης και διαίρεση του επαναστατικού στρατού
 
Ο Σπάρτακος ήξερε καλά ότι όσο παρέμενε στα εδάφη της αυτοκρατορίας δεν μπορούσε να ένιωθε ασφαλής: ο στρατός του δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει στα ίσα τις πειθαρχημένες ρωμαϊκές λεγεώνες, την ίδια στιγμή που ο αριθμός των ατόμων που εξαρτούνταν από αυτόν είχε αυξηθεί δραματικά.
 
Αποφάσισε λοιπόν να φύγει από τη ρωμαϊκή επικράτεια, οδηγώντας τις δυνάμεις του προς τα βόρεια.
 
Οι άλλοι ηγέτες του κινήματος δεν συμφώνησαν βέβαια με τον Σπάρτακο και βάλθηκαν να χαλάσουν τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τα μέσα: ο Κρίξος αποκόπηκε από το κύριο σώμα του αντάρτικου και οδήγησε μια σημαντική δύναμη 30.000 αντρών σε επιδρομές και λεηλασίες σε όλη την επικράτεια της Απουλίας, μην έχοντας καμία διάθεση να εγκαταλείψει την Ιταλία.
 
Ο επαναστατικός στρατός χωρίζεται λοιπόν τη στιγμή που η Ρώμη αποφάσισε να αντιδράσει ηχηρά: στέλνει ενάντια στους εξεγερμένους σκλάβους μια υπολογίσιμη δύναμη, με διοικητές τους Γέλλιο (Lucius Gellius Publicola) και Λέντουλο (Gnaeus Cornelius Lentulus Clodianus).
 
Ο Γέλλιος βαδίζει καταπάνω στον Κρίξο, τον οποίο και συντρίβει, εξοντώνοντας περισσότερα από τα δύο τρίτα των δυνάμεών του, ανάμεσα στους οποίους και τον ίδιο τον ηγέτη.
 
Με τους δύο στρατούς χωρισμένους, οι Ρωμαίοι κυνηγούν τον Σπάρτακο και τον κύριο όγκο των εξεγερθέντων στα Απέννινα, που είχαν καταφύγει στην πορεία τους προς τη Βόρεια Ιταλία. 
 
Οι δυνάμεις του Σπάρτακου διαλύουν διαδοχικά τους δύο ρωμαϊκούς στρατούς, εξοντώνοντας όσους περισσότερους Ρωμαίους μπορούσαν για να εκδικηθούν τον αφανισμό του Κρίξου.
 
Η νικηφόρα πορεία του Σπάρτακου θα συνεχιστεί θριαμβευτικά κόντρα σε κάθε πρόβλεψη: αφού υποτάξει τις λεγεώνες του Μάντιου, ξεπαστρεύει τον τακτικό στρατό των 10.000 αντρών του Λογγίνου (Gaius Cassius Longinus) στη Μόντενα.
 
Οι ελεύθεροι επαναστατημένοι είχαν φτάσει πλέον στον Πάδο Ποταμό, μια ανάσα από τα όρια της ρωμαϊκής επικράτειας!
 
Ο Σπάρτακος δεν διασχίζει ωστόσο τις Άλπεις, οδηγώντας τους ακολούθους του στην ελευθερία, αλλά κάνει στροφή και επιστρέφει στην Ιταλία με κατεύθυνση τη Σικελία.
 
Αναρίθμητες θεωρίες έχουν υποστηριχθεί για την αλλαγή πλεύσης στα σχέδια του Σπάρτακου, κανείς δεν γνωρίζει ωστόσο με βεβαιότητα τι ώθησε τους σκλάβους να παραμείνουν στα ιταλικά εδάφη.
 
Μια ομάδα πάντως 5.000 εξεγερμένων φαίνεται να απέδρασαν από την Ιταλία και να κατευθύνθηκαν στις γενέτειρές τους (Βαλκάνια, Γαλατία, Γερμανία και αλλού).
 
Ο Σπάρτακος, μένοντας πιστός στις δυνάμεις του, αποφασίζει να τους οδηγήσει στη Σικελία, σε μια προσπάθεια ίσως να απελευθερώσουν τον τεράστιο αριθμό δούλων του ιταλικού νησιού.
 
Ο Κράσσος και το αιματηρό τέλος της εξέγερσης
 
Η Σύγκλητος ήταν πλέον πεπεισμένη ότι ο Σπάρτακος αποτελούσε αληθινή απειλή για την αυτοκρατορία, καθώς βρισκόταν πια μια ανάσα από τη σχετικά ανοχύρωτη Αιώνια Πόλη!
 
Επιστρατεύει λοιπόν εσπευσμένα τον περίφημο στρατηγό Κράσσο (Marcus Licinius Crassus), στον οποίο δίνει έξι λεγεώνες και αυξημένες στρατιωτικές εξουσίες για να πατάξει την επανάσταση, την ίδια ώρα που ανακαλεί πίσω στη Ρώμη τον Πομπήιο και τον Λούκουλο, ματαιώνοντας τις αντίστοιχες εκστρατείες τους. 
 
Ο Σπάρτακος οδηγούσε με αποφασιστικότητα τις δυνάμεις τους προς τη Σικελία, έχοντας εν τω μεταξύ εξασφαλίσει τη συμφωνία των πειρατών για να τους περάσουν στο νησί.
 
Ο Κάσσος τον ακολουθεί κατά πόδας ψάχνοντας την κατάλληλη ευκαιρία να αντεπιτεθεί. Δύο τμήματα του στρατού του ωστόσο που παράκουσαν τις εντολές του να μην εμπλακούν ακόμα σε μάχη με τους μονομάχους ηττήθηκαν από τον Σπάρτακο, που έμοιαζε ασταμάτητος.
 
Οι διαφορετικές επιδιώξεις των πρώην δούλων θα προκαλούσαν ωστόσο για ακόμα μια φορά διάσπαση του στρατού, με 12.000 άντρες να παραμένουν στην περιοχή επιδιδόμενοι σε λεηλασίες και βιαιοπραγίες, αποτελώντας βέβαια εύκολο στόχο για τον Κράσσο, ο οποίος επιτέθηκε την κατάλληλη στιγμή και τους αφάνισε. 
 
Σε άλλη μια συμπλοκή τμήματος της δύναμης του Κράσσου με τον στρατό του Σπάρτακου, οι ρωμαϊκές λεγεώνες ηττούνται και αποσύρονται ντροπιασμένες στο στρατόπεδό τους.
 
Ο Κράσσος επιβάλει στο στράτευμά του βαριές πειθαρχικές ποινές για δειλία, κάνοντας τους στρατιώτες του να τον φοβούνται περισσότερο και από τον Σπάρτακο ακόμα.
 
Ο Θράκας ηγέτης διείδε ωστόσο τη διαφαινόμενη ήττα του, καθώς οι δυνάμεις του Πομπήιου και του Λούκουλου προσέγγιζαν την περιοχή, και προσπάθησε να έρθει σε συμφωνία με τον Κράσσο, με τον ρωμαίο στρατηγό να απορρίπτει κάθε απόπειρα συνεννόησης και τους σκλάβους να ακολουθούν τον ίδιο ακριβώς δρόμο: μεθυσμένοι από τις ασύλληπτες επιτυχίες τους, εξαναγκάζουν με την απειλή των όπλων τον Σπάρτακο να τους οδηγήσει στην τελική μάχη με τους Ρωμαίους. 
 
Εν τω μεταξύ, οι πειρατές που θα περνούσαν με τα καράβια τους τις δυνάμεις του Σπάρτακου στη Σικελία, προδίδουν τον ηγέτη της εξέγερσης, ο οποίος δεν έχει πια άλλη επιλογή από τη μάχη.
 
Η μάχη έγινε στη Νότια Ιταλία, στη Λουκανία, την άνοιξη του 71 π.Χ., με τις 35.000 επαναστατημένους να αντιμετωπίζουν σε ανοιχτό πεδίο τις οργανωμένες ρωμαϊκές λεγεώνες.
 
Οι δούλοι ηττήθηκαν, ο Σπάρτακος σκοτώθηκε στη μάχη, με τους 6.000 σκλάβους που πιάστηκαν τελικά αιχμάλωτοι να σταυρώνονται κατά μήκος της Αππίας Οδού (από το Μπρίντιζι ως τη Ρώμη!), «κοσμώντας» τη για μπόλικα χρόνια προς συμμόρφωση και παραδειγματισμό. 
 
Ο ιστορικός Αππιανός αναφέρει ότι ο λαβωμένος Σπάρτακος έψαχνε λυσσαλέα στη μάχη να βρει τον Κράσσο για να τον σκοτώσει, τον πρόλαβε όμως ο δικός του θάνατος.
 
Τα εναπομείναντα τμήματα του επαναστατικού στρατού «εκκαθαρίστηκαν» λίγο βορειότερα, από τις δυνάμεις του Πομπήιου.
 
Ήταν το τέλος της εξέγερσης των σκλάβων, που πέτυχαν ωστόσο κατά των Ρωμαίων πολλά περισσότερα ακόμα και από οργανωμένα κράτη...