Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2023

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια 12. Το κλέος

12.1. Φήμη και δόξα


Ο εντονότερος και πλέον επιθυμητός στόχος των ηρωικών μορφών στα ομηρικά έπη είναι να αποκτήσουν κλέος. Σ᾽ έναν κατά βάση ανταγωνιστικό κόσμο, όπου η υπόληψη ενός ήρωα ή μιας ηρωίδας εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από το πώς τους βλέπουν και τους συζητούν οι άλλοι, το κλέος είναι το θεμελιώδες μέτρο για την αξία τους απέναντι στον εαυτό τους και στους άλλους. Σημαδεύει την κοινωνική τους ταυτότητα μέσα στο έπος, την ιστορία τους, που επιβιώνει στο στόμα των άλλων.

Η λέξη κλέος έχει στα δύο ομηρικά έπη δύο κύριες (συχνά συμπληρωματικές μεταξύ τους και επικαλυπτόμενες) σημασίες. Στην πρώτη, κάπως ουδέτερη, σημασία του το κλέος (με συναφές το ρήμα κλύω «ακούω») αναφέρεται σε «ό,τι ακούγεται» για ένα πράγμα, γεγονός ή ηρωικό υποκείμενο· κατ᾽ επέκταση, στη φήμη και στις διαδόσεις που κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα και αποτελούν συχνά είδηση. Στην Ιλιάδα ο Αγαμέμνονας ντύνεται για την επικείμενη αριστεία του τον θώρακά του, που του τον δώρισε, λέει ο ποιητής, ο Κινύρας από την Κύπρο, μόλις έφτασε στο νησί του η μεγάλη είδηση (μέγα κλέος, Λ 21) για την αναχώρηση των Αχαιών στην Τροία. Στην Οδύσσεια ο Τηλέμαχος ρωτά τον χοιροβοσκό Εύμαιο για τη φήμη (κλέος, π 461) που κυκλοφορεί στην πόλη της Ιθάκης σχετικά με την επιστροφή του νεαρού ήρωα από την Πελοπόννησο.

Ακόμη και αντικείμενα, μέρη, μνημεία και γεγονότα έχουν κλέος ή χαρακτηρίζονται με το επίθετο κλυτός «ξακουστός», καθώς, άμεσα συνδεδεμένα με την ταυτότητα και τον ρόλο των ηρωικών μορφών, οι άλλοι τα συζητούν και έχουν να διηγηθούν κάτι γι᾽ αυτά τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον.

Στη δεύτερη -επιτονισμένη προέκταση της πρώτης- σημασία του το κλέος (με συγγενή τον επικό ρηματικό τύπο [ἐπι]κλείω «επαινώ, δοξάζω»), δηλώνει τη δόξα. Στην Ιλιάδα ο τρωαδίτης επίκουρος Ιφιδάμαντας, επιδιώκοντας τη δόξα σε βάρος των Αχαιών (κλέος Ἀχαιῶν, Λ 227), εγκατέλειψε τον γαμήλιο θάλαμό του και ήρθε να πολεμήσει στην Τροία. Κοιμήθηκε ωστόσο νιόγαμπρος τον χάλκινο ύπνο, μένοντας διάσημος με 27 περίπου στίχους. Στην Οδύσσεια η θεά Αθηνά αναφέρει στον Τηλέμαχο πως ο Ορέστης κατέκτησε δόξα (κλέος, α 298) πανανθρώπινη εξοντώνοντας τον Αίγισθο, που σκότωσε τον ξακουστό (κλυτόν, α 300) πατέρα του νεαρού ήρωα.

Το κλέος έχει σαφέστερη εγκωμιαστική χροιά στη σύνδεσή του με την αοιδή. Εξάλλου, το μέσο που διαδίδει και συντηρεί στα ομηρικά έπη το κλέος (στον πληθυντικό κλέα) είναι το τραγούδι. Οι αοιδοί δοξάζουν (κλείουσιν) τα ἔργα ἀνδρῶν τε θεῶν τε (α 338), ενώ τα κλέα ἀνδρῶν είναι το κεντρικό θέμα των τραγουδιών τους (θ 73, πρβ. I 189, Ησίοδος Θεογονία 99-100). Το κλέος έτσι δεν είναι μια αφηρημένη και απροσδιόριστη έννοια, καθώς η ύπαρξή του προϋποθέτει την επική ιστορία. Στα ομηρικά έπη αοιδοί και ποιητής ψάλλουν και διηγούνται κατορθώματα θεών και ηρώων που έχουν κλέος, προσδίδοντάς τους παράλληλα κλέος. Έτσι, μέσα στο επικό τραγούδι τα γεγονότα αποκτούν ένα είδος μονιμότητας και αντικειμενικής ύπαρξης που, σε σχέση με τη σύντομη ζωή των ακροατών, τα εδραιώνει στη σφαίρα της αιωνιότητας.

Κατά κάποιον τρόπο έξω από το έπος δεν υπάρχει κλέος. Οι ηρωικές μορφές αποκτούν φήμη και δόξα και έτσι γίνονται αοίδιμοι, άξιοι να τους θυμούνται μέσα από το επικό τραγούδι οι επόμενες γενιές. Στην Ιλιάδα ἀοίδιμοι για τις συμφορές που προκάλεσαν σε Αχαιούς και Τρώες θα γίνουν από τους κατοπινούς ανθρώπους η Ελένη με τον Αλέξανδρο (Ζ 357-358), ενώ στην Οδύσσεια το κλέος της Πηνελόπης θα διαιωνιστεί με ωραίο τραγούδι (ω 196-198). Επίσης, το κλέος ανακλάται μέσα στο επικό τραγούδι, όταν ο Αχιλλέας ψάλλει κλέα ἀνδρῶν (I 189) και ο Οδυσσέας αυτοεπαινείται στους Φαίακες για το ανυπέρβλητο κλέος του (ι 20), που λίγο πριν έψαλλε ο αοιδός Δημόδοκος.

Η έγνοια των ηρώων και των ηρωίδων να επιβιώσουν μέσα στο επικό τραγούδι αντιστοιχεί στο ενδιαφέρον του ίδιου του ποιητή να προσδώσει μιαν ανάλογη ποιότητα στα γεγονότα που συνθέτουν το κλέος, εφόσον αυτό είναι το κύριο θεματικό υλικό της επικής του ιστορίας. Αν και ο Όμηρος δεν ομολογεί στο έπος το δικό του κλέος, δοξάζοντας ωστόσο τους ήρωες και τις ηρωίδες του παρελθόντος, προεξοφλεί κατά κάποιον τρόπο τη φήμη του δικού του έργου. Κατ᾽ επέκταση, ο έπαινος του ποιητή για το κλέος των ηρωικών του μορφών μπορεί να εκληφθεί και ως εγκώμιο για την ποίησή του.

Η σημασία που έχει το κλέος στα ομηρικά έπη προκύπτει και από το ότι εμπλέκεται στη σχέση εξάρτησης του ποιητή και του αοιδού από τις Μούσες, με την παρέμβαση των οποίων κατοχυρώνεται στη μνήμη των ακροατών η φήμη και η δόξα των ηρωικών μορφών. Ο ποιητής στην Ιλιάδα, λίγο πριν αρχίσει ο Κατάλογος των Πλοίων, επικαλείται τη βοήθεια των Μουσών, για να μπορέσει να αρχίσει την εκτενή διήγηση των δυνάμεων των Αχαιών που μετείχαν στον πόλεμο της Τροίας (Β 484-492):

Ψάλετέ μου τώρα, Μούσες, που ζείτε στα Ολύμπια παλάτια, γιατί εσείς είστε θεές, και βρίσκεστε παντού, και τα ξέρετε όλα· εμείς μόνο τη φήμη [κλέος] ακούμε και δεν ξέρουμε τίποτε: ποιοι ήταν οι αρχηγοί των Δαναών και οι κυβερνήτες; Για τους πολλούς δε θα μπορούσα να μιλήσω, ούτε να πω τα ονόματά τους, κι αν ακόμα είχα δέκα γλώσσες και δέκα στόματα και φωνή που δε θα έσπαζε και είχα ατσαλένια καρδιά μέσα μου, εκτός αν οι Ολυμπιάδες Μούσες, οι κόρες του Δία που κρατεί την αιγίδα, μου θύμιζαν πόσοι ήρθαν κάτω από το Ίλιο.

Οι Μούσες γνωρίζουν και ελέγχουν τα πάντα (παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα, κοντινά και μακρινά). Η πανταχού παρουσία και παντογνωσία τους εγγυάται την αλήθεια, την ακριβή και αξιόπιστη γνώση, η οποία στην επική παράδοση συνδέεται με τη Μνημοσύνη (Ησίοδος Θεογονία 52-53). Αντίθετα προς τις Μούσες, οι θνητοί/ποιητές αγνοούν την αλήθεια των γεγονότων, υποστηρίζοντας τη διήγησή τους μόνο με φήμες (κλέος) που ακούν, με τις προφορικές διαδόσεις και παραδόσεις. Έτσι, αρχικά το κλέος, με τη σημασία της φήμης, της επαναλαμβανόμενης πληροφορίας που κυκλοφορεί ανάμεσα στους ανθρώπους, υποστηρίζει την αντίθεση ανάμεσα στην άγνοια των θνητών/ποιητών και στην παντογνωσία των Μουσών. Όμως, με την προσφυγή του ποιητή στις Μούσες, για να του θυμίσουν τους αρχηγούς των Αχαιών και τα καράβια τους, κατοχυρώνεται κατά κάποιον τρόπο η αντικατάσταση του «κλέους-φήμη» με το αξιόπιστο, θεϊκής προέλευσης, κλέος, που του υποβάλλουν ως μάρτυρες των γεγονότων οι κόρες του Δία. Διακρίνεται έτσι το έργο του ποιητή από άλλες προφορικές παραδόσεις (τῶν πρόσθεν κλέα ἀνδρῶν | ἡρώων, I 524-525) που διηγούνται οι ήρωες στο έπος. Στην Οδύσσεια, εξάλλου, ο ποιητής αναφέρει πως η Μούσα εμπνέει στον αοιδό Δημόδοκο τα κλέα ἀνδρῶν (θ 73, πρβ. 481, 488, Ησίοδος Θεογονία 22-23):

η Μούσα παρακίνησε τον αοιδό να ψάλει τα κατορθώματα
γενναίων ανδρών
[κλέα ἀνδρῶν].

Κατ᾽ επέκταση, ποιητές και αοιδοί στα ομηρικά έπη εμφανίζονται ως διαμεσολαβητές των Μουσών, ώστε δικαιολογημένα το έργο του ποιητή να συνοψίζεται στο «ακούω τη φήμη, δοξάζω τα έργα, τέρπω τους ανθρώπους» (Schadewaldt 1980, 99). Ωστόσο, η εξαρτημένη σχέση του ποιητή από τις Μούσες μπορεί και να μην είναι μόνο δείγμα υποταγής ή μετριοπάθειας, αλλά και ευέλικτος και αποτελεσματικός τρόπος διαφήμισης της δικής του τέχνης. Στην πραγματικότητα ο ίδιος ο ποιητής είναι τεχνίτης του κλέους. Το ίδιο το ομηρικό ποίημα αποφέρει δόξα, με αποτέλεσμα το μήνυμα (κλέος) να εμφανίζεται ως δημιουργία του μέσου (της αοιδής) που το διαδίδει.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός Ι. ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ

1.4. Όλοι σχεδόν οι θεοί ήρθαν από την Αίγυπτο


Ο Όμηρος δεν ενδιαφέρθηκε για την προέλευση των θεών. Αναφέρει περιστασιακά τον Ωκεανό και την Τηθύν ως το θεϊκό ζεύγος από το οποίο εκβλάστησαν οι υπόλοιποι θεοί και υπαινίσσεται ότι η Νύκτα υπήρξε ίσως η σκοτεινή μήτρα από την οποία γεννήθηκε η ολύμπια τάξη. Με το ερώτημα της αρχής του κόσμου και των θεών ασχολήθηκε πρώτος ο Ησίοδος. Στη Θεογονία έθεσε στον εαυτό του το εξαιρετικά δύσκολο έργο να απαριθμήσει όλες τις γενιές των θεών, ξεκινώντας από την πρώτιστη αρχή. Με τη συνδρομή των Μουσών, που τον ενέπνευσαν, τα κατάφερε περίφημα. Μέσα σε 1.000 περίπου στίχους ξετύλιξε ολόκληρο σχεδόν το ελληνικό πάνθεο, οργανώνοντάς το σε ένα πολυσχιδές γενεαλογικό δέντρο που εκτεινόταν σε τρεις γενιές: τη γενιά του Ουρανού και της Γαίας, τη γενιά του Κρόνου και της Ρέας και, τέλος, την κυρίαρχη γενιά του Δία και των υπόλοιπων ολύμπιων θεών που διοικούσαν το σύμπαν στο παρόν.

Ο μύθος διαδοχής, που αποτελεί τη σπονδυλική στήλη της ησιόδειας Θεογονίας, προέρχεται από την Ανατολή. Πολλούς αιώνες πριν από την ανάδυση της θεογονικής ποίησης στην Ελλάδα, διάφοροι λαοί στην Εγγύς Ανατολή (Βαβυλώνιοι, Χετταίοι και άλλοι) είχαν δημιουργήσει και αναπτύξει επικές θεογονίες, των οποίων οι ομοιότητες με αυτή του Ησιόδου αποκλείεται να οφείλονται στην τύχη. Πώς ακριβώς τα ανατολικά έπη μεταφέρθηκαν στην περιοχή του Αιγαίου, τι είδους μεταφράσεις υπέστησαν και με ποιον τρόπο εμβολιάστηκαν στον κορμό των αυτόχθονων μύθων της ανατολικής Μεσογείου δεν είναι πάντοτε σαφές. Η περιοχή της Συρίας, πάντως, είναι ο πιθανότερος χώρος από τον οποίο, μέσω της Κύπρου και στη συνέχεια της Εύβοιας, έφτασαν οι ανατολικές επιρροές σε ελληνικό έδαφος.

Η ανατολική επίδραση φαίνεται επίσης στα έργα του υλικού πολιτισμού, κατά τον 8ο και τον πρώιμο 7ο αιώνα. Ελεφαντοστό, πολύτιμοι λίθοι και σκαλισμένοι σφραγιδόλιθοι έρχονταν στην Ελλάδα από το εξωτερικό. Τα θυμιάματα που άρχισαν να χρησιμοποιούνται στη λατρεία ήταν ανατολικής προέλευσης και συνέχισαν να εισάγονται στην Ελλάδα από τον Λίβανο (κυρίως) έως το τέλος της αρχαιότητας. Χάλκινα και ασημένια αγγεία που προέρχονταν από εργαστήρια ανατολικών λαών, κάποια μάλιστα και με αραμαϊκές-φοινικικές επιγραφές, αφιερώνονταν σε ελληνικά ιερά. Λατρευτικά προσωπεία, που βρέθηκαν στη Σάμο και τη Σπάρτη, φέρουν αδιάψευστη τη σφραγίδα της Ανατολής. Ακόμη και οι πολύ γνωστές παραστάσεις του Δία και του Ποσειδώνα, που κρατούν τον κεραυνό ή την τρίαινα στο δεξί χέρι, έχουν τις απαρχές τους σε ανατολικά πρότυπα.

Η επίδραση της Ανατολής υπήρξε εμφανής και στην αρχιτεκτονική. Οι μεγάλοι κτιστοί βωμοί για μεγαλοπρεπείς θυσίες αντλούσαν από ανατολικά πρότυπα, και ο χαρακτηριστικός τύπος του ελληνικού ναού που πρωτοεμφανίστηκε αυτή την περίοδο -το ιερό κτίριο που στέγαζε το λατρευτικό άγαλμα του θεού και αποτελούσε, με μια έννοια, την κατοικία του- έχει επίσης ανατολική προέλευση.

Για να δηλωθεί η σημασία του ανατολικού στοιχείου στην αναγέννηση της ελληνικής τέχνης και τεχνικής, η περίοδος του 8ου και του 7ου αιώνα ονομάζεται από τους αρχαιολόγους και τους ιστορικούς της τέχνης «ανατολίζουσα». Αλλά και ο πρώτος χάρτης της οικουμένης που σχεδιάστηκε στην Ελλάδα κατά τον πρώιμο 6ο αιώνα αποτελεί μετεξέλιξη ενός πολύ παλαιότερου βαβυλωνιακού προτύπου. Η επίδραση της Ανατολής δεν περιορίστηκε στην τέχνη.

Ο Ησίοδος αποτελεί ένα εξαίρετο πρώτο δείγμα της τάσης για γενίκευση, αφαίρεση και αναγωγή στο καθολικό, που χαρακτηρίζει την ελληνική σκέψη σχεδόν στο σύνολό της. Στον μύθο διαδοχής, τον οποίο ο ποιητής δανείστηκε από την Ανατολή, προστέθηκαν αφηρημένες θεότητες ως αρχέγονες δυνάμεις. Πρώτες και καλύτερες ήταν το Χάος και ο Έρως. Οι προσθήκες αυτές δείχνουν διάθεση φιλοσοφικής κατανόησης μέσα στην ίδια την παραδοσιακή ποίηση.

Χάος ήταν η πρώτιστη και αδιαμόρφωτη σκοτεινή άβυσσος πριν από κάθε διαφοροποίηση, και Έρως η κύρια δύναμη εξέλιξης του σύμπαντος, η ορμή που φέρνει στο φως κάθε τι νέο. Κατά τον Ησίοδο, το Χάος γέννησε το Έρεβος και τη Νύκτα, και αυτά γέννησαν τον Αιθέρα και την Ημέρα. Αιθέρας ήταν η λαμπρή όψη του χώρου, δηλαδή το φωτεινό στερέωμα του μεσημεριανού ουρανού, και Ημέρα η λαμπρή φάση του χρόνου. Το φως, συνεπώς, αποτελούσε γέννημα του σκότους, και η γέννηση ήταν μια φανέρωση που παράγεται από τη σκοτεινή αφάνεια των πραγμάτων.

Με την εισαγωγή αυτών των απρόσωπων και αμυθολόγητων θεοτήτων ο Ησίοδος έθετε το ερώτημα της αρχής του σύμπαντος με τρόπο που έβγαινε έξω από τα στενά όρια της μυθολογίας. Η γενιά του Χάους, για παράδειγμα, στην οποία κυριαρχούν -θα λέγαμε σήμερα- οι απειλητικές και ακαθόριστες δυνάμεις του ασυνειδήτου, παρουσιάστηκε ως ένα γενεαλογικό δέντρο το οποίο δεν ενώνεται πουθενά με το κυρίαρχο γενεαλογικό δέντρο της Γαίας. Το χάος, κατά κάποιον τρόπο, περιβάλλει την τάξη του κόσμου και την απειλεί. Ο Έρως πάλι, που εμφανίστηκε στην αρχή της Θεογονίας, δεν είχε κανέναν εμφανή ρόλο να παίξει στη μεταγενέστερη αφήγηση. Η δράση του μπορούσε μόνο να υπονοηθεί μέσα από τις διαρκείς γεννήσεις και τις έριδες των θεών. Όταν ο Ησίοδος συνένωνε δικές του πρωτότυπες συλλήψεις με υλικό προερχόμενο από την Ανατολή, ήθελε να δει τι κρύβεται πίσω από τον πέπλο των παραδοσιακών μύθων. Η διάθεσή του φαίνεται να αποσκοπούσε στον περιορισμό της εικονοποιίας, που είναι το χαρακτηριστικό κάθε μυθολογίας, προς χάριν της ίδιας της αλήθειας. Έτσι θα ξεκινούσε αργότερα η φιλοσοφία.

Η σημασία των αρχαίων πολιτισμών της Ανατολής, και ειδικά της Αιγύπτου, δεν πέρασε απαρατήρητη. Ο Ησίοδος δεν αγαπούσε τα ταξίδια. Στους επόμενους δύο αιώνες όμως σημαντικοί άνδρες ταξίδεψαν πολύ, από περιέργεια και διάθεση γνώσης. Κάποιοι, όπως ο Σόλων και ο Πυθαγόρας, λέγεται ότι επισκέφθηκαν την Αίγυπτο και εντυπωσιάστηκαν από τον πολιτισμό της. Η χώρα αυτή είχε ήδη γεμίσει δέος και σεβασμό τις καρδιές εμπόρων και μισθοφόρων στρατιωτών, οι οποίοι για πρακτικότερους λόγους βρέθηκαν στην επικράτειά της. Τα εκπληκτικά αγάλματα των θεών, οι επιβλητικοί ναοί και οι πυραμίδες -όλα δημιουργήματα μιας εποχής πολύ προγενέστερης από οτιδήποτε ελληνικό- μαζί με τους θρύλους, τους μύθους και τις δοξασίες που διηγούνταν οι ιερείς των Αιγυπτίων για τους θεούς, τη ζωή και τον θάνατο προκάλεσαν τέτοιο πηγαίο σεβασμό στους Έλληνες ταξιδευτές ώστε πολλοί θεώρησαν τελικά ότι τα ελληνικά επιτεύγματα είναι ασήμαντα παιχνίδια αν συγκριθούν με τα έργα του πολιτισμού αυτού. Κάποιοι μάλιστα έφτασαν στο σημείο να πιστέψουν ότι ακόμη και τους θεούς τους οι Έλληνες τους είχαν δανειστεί από εκεί. Ο Ηρόδοτος, τον 5ο αιώνα, ήταν ένας από αυτούς.

Σύμφωνα με μια διαδεδομένη πεποίθηση των αρχαίων, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε έναν ησιόδειο μύθο στον οποίο πέντε γένη ανθρώπων αντικαθιστούν διαδοχικά το ένα το άλλο, η ιστορική εξέλιξη στις ανθρώπινες κοινωνίες θεωρείται ως μια προοδευτική απομάκρυνση από τον κόσμο των απαρχών, έναν κόσμο εμβαπτισμένο στη μακαριότητα. Αυτό τον τέλειο κόσμο των απαρχών, όπου οι άνθρωποι βρίσκονταν ακόμη σε αγαστή συνεννόηση με τους θεούς, έτεινε να εγκαταστήσει στο παρόν κάθε γνήσια τελετουργία που ακολουθούσε τα πατρώα ήθη και συνοδευόταν από σχετική μυθική διήγηση. Οι συμμετέχοντες μεταφέρονταν έτσι στη μυθική εποχή ενός φανταστικού παρελθόντος. Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιο που οι Έλληνες θαύμασαν τους πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής και επηρεάστηκαν καίρια από αυτούς στον δρόμο που θα οδηγούσε στη δική τους πολιτιστική έκφραση. Οι ανατολικοί πολιτισμοί, και ιδίως αυτός της Αιγύπτου, βρίσκονταν εγγύτερα στις απαρχές.

Ξεχνώντας τον εαυτό

Η Πραγματικότητα Είναι Εδώ, Πάντα Εδώ... Αλλά πρέπει εσύ να μάθεις να βλέπεις...

Η Πραγματικότητα, Είναι Εδώ, δεν είναι κάπου αλλού... Αν δεν το βλέπεις αυτό οφείλεται στον τρόπο που βλέπεις, που κοιτάς...

Μονάχα όταν «ξεχνάς» τον εαυτό σου αντιλαμβάνεσαι την Παρουσία του Άλλου... Μονάχα μες στην Ησυχία Αναδύεται η Πραγματικότητα... Βλέπεις την Πραγματικότητα που Είναι πάντα Εδώ, γιατί αλλάζει ο τρόπος που βλέπεις...

Όσο προσπαθείς να βρεις τον εαυτό σου, όσο ερευνάς με την σκέψη και φωνάζεις, όσο ψάχνεις με τις αισθήσεις... όπου κι αν πας, ότι κι αν κάνεις... μακριά, στην άκρη του κόσμου, ατενίζεις την θάλασσα της ζωής... δεν βρίσκεις τίποτα... Γιατί; Γιατί όλα αυτά συντηρούν τον εαυτό, τις πλάνες του, την μάταιη δραστηριότητα, τα αδιέξοδα μονοπάτια, την σπατάλη της ζωής, στο μαγγανοπήγαδο του χρόνου...

Πρέπει να αδειάσεις από τον εαυτό σου, από τις μέριμνες, τις ονειροπολήσεις, τα ταξίδια στο φανταστικό... Πρέπει να αδειάσεις από όλα αυτά, για να Φανερωθεί το Άλλο, το πέρα από τον εαυτό, το Πραγματικό...

Η Πραγματικότητα Είναι Εδώ, Πάντα... Αλλά πρέπει εσύ να μάθεις να βλέπεις... Εκεί που κοιτάς δεν υπάρχει τίποτα... Με τον τρόπο που σε έμαθαν να κοιτάς δεν βλέπεις τίποτα... Με τον τρόπο που σε έμαθαν να ζεις δεν κερδίζεις τίποτα, ακόμα κι αν κερδίσεις τον κόσμο όλο... Όταν όμως σταματήσεις να προσπαθείς σε λάθος κατεύθυνση, όταν κατανοήσεις ότι δεν υπάρχει τίποτα εκεί, όταν εγκαταλείψεις τους μάταιους τρόπους σου, κι αφήσεις την Ησυχία να απλωθεί παντού, ο νους θα φωτισθεί, ο εαυτός σου θα Εμφανιστεί, κι ο κόσμος θα μεταμορφωθεί και θα γεμίσει Ερεβοκτόνο Φως...

Δεν μπορείς με δικές σου προσπάθειες να Βρεις τον εαυτό σου... Όταν προσπαθείς να τον προσεγγίσεις με ασκητικές, με πειθαρχίες, με προσευχές, με στάσεις, με τελετουργίες... κυνηγάς το όραμα της δικής σου σκέψης, μία σκιά... Ό,τι θα βρεις δεν θα είναι ο εαυτός σου.

Όσο κ αν ψάχνεις στον χώρο του εαυτού σου, κι όσο κι αν φωνάζεις το Παν δεν έρχεται... Πως μπορεί να χωρέσει το Άπειρο μέσα στα όρια της αντίληψής σου;

Όλα αυτά που κινούν τον εαυτό, η επιθυμία, η αναζήτηση, η συσσωρευμένη εμπειρία, γνώσεις, πράξεις, πρέπει να τελειώσουν...

Πρέπει να ανοίξεις το κλουβί του εαυτού για να πετάξεις λεύτερος, μακριά από τον εαυτό, στην Απεραντοσύνη, στην Αιωνιότητά, λεύτερος στον Ουρανό.

Το μεγάλο πλιάτσικο στους αρχαιοελληνικούς θησαυρούς – Πώς η Ελλάδα τροφοδότησε τα μουσεία του κόσμου

Στα τέλη του 18ου αι. η Ελλάδα είναι διάσπαρτη από λαμπρά δείγματα των μακρινών προγόνων της, αλλά αδυνατεί να τα διαχειριστεί, αγνοώντας τη μοναδική αξία τους ως κεφαλαίου πολιτιστικής κληρονομιάς.

Οι υπόδουλοι Έλληνες, πεινασμένοι, ταλαιπωρημένοι από τη μακρά περίοδο σκλαβιάς, απαίδευτοι, έχουν εγκλωβιστεί στην οθωμανική στασιμότητα. Οι φωνές υπέρ της πολυτιμότητας των αρχαίων είναι λιγοστές και αδύναμες και οι επανειλημμένες απειλές, με αφορισμό, του Πατριαρχείου για όσους ταράζουν τη γαλήνη των αρχαίων μνημείων, δεν πιάνουν τόπο. Για την πλειονότητα του πληθυσμού, μνημεία και σπαράγματα του μακρινού παρελθόντος δεν αποτελούν παρά πέτρες, που δυσκολεύουν την καθημερινότητα και μπορούν κάλλιστα να αποτελέσουν προϊόντα προς πώληση. Άλλωστε, και οι Οθωμανοί τοποτηρητές τα «αξιοποιούν» προφέροντάς τα ως δώρα σε ξένους αντιπροσώπους…

Στο μεταξύ, η Δύση διάγει φάση περιηγητικής έξαρσης. Αρχαιολάτρες, κυρίως από Αγγλία και Γαλλία, ονειρεύονται να ταξιδέψουν στην πατρίδα του Ομήρου και να θαυμάσουν τα δείγματα του πολιτισμού του. Όταν φτάνουν, ωστόσο, διαπιστώνουν ότι το φωτεινό παρελθόν του τόπου κάθε άλλο παρά στην κατάσταση του παρόντος πληθυσμού του ανταποκρίνεται… Σε περιηγητική του έκθεση ο ιστορικός Τσαρλς Πέρι (Charles Perry), καταγράφει την πρώτη του εντύπωση για την Ελλάδα: «Γενικά η χώρα φαίνεται τόσο ορεινή και έρημη και ακατάλληλη για καλλιέργεια, που ο επισκέπτης εκπλήσσεται με τη σκέψη της παλιάς της δύναμης, εξουσίας και μεγαλείου… Είναι μία έρημος χωρίς πολιτισμό και χωρίς ανθρώπους. Γι αυτό συμπεραίνουμε ότι δεν έχει μεγάλη αξία για όποιον την έχει στα χέρια του και την κατοχή του…».

Αναζητώντας την ελληνικότητα έξω από τα σύνορα της Ελλάδας – Το μεγάλο πλιάστικο στους θησαυρούς των Κυκλάδων

Η αρχαία Ελλάδα αντιπροσωπεύει την κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού, αλλά οι περιηγητές της Ελλάδας του 18ου αι. δεν την αντιμετωπίζουν ως τμήμα της Ευρώπης. Ο τόπος είναι υπό οθωμανική κατοχή, αναγνωρίσιμος για τους πολλούς από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανατολής. «Η “ευρωκεντρική” ιδεολογία αφενός αναγνωρίζει τους σύγχρονους Έλληνες ως απογόνους των αρχαίων, αφετέρου δεν τους αποδέχεται ως Ευρωπαίους, ως δυτικούς. Η Ευρώπη αναζητεί τα κριτήρια της ελληνικότητας έξω από την Ελλάδα…» θα γράψει πολύ αργότερα στο σύγγραμμά του με τίτλο «Κριτική εθνογραφία στο περιθώριο της Ευρώπης» ο ανθρωπολόγος Μίχαελ Χέρτσεφελντ (Michael Herzfeld), εξηγώντας ότι αφού οι σύγχρονοι Έλληνες δεν ανταποκρίνονται στο λαμπρό παρελθόν τους, «η ελληνικότητα μπορεί τελικά να ταυτιστεί με την… αγγλικότητα και η Βρετανία να μετατραπεί σε “Ελλάδα της νέας εποχής”»!

Ως εκ τούτου νωρίτερα από τους περιηγητές της εποχής του Ρομαντισμού, όπως ο λόρδος Βύρων, που θα προσπαθήσουν να γεφυρώσουν το παρελθόν και το παρόν με το όραμα της απελευθερωμένης Ελλάδας, θα προκύψουν οι Βρετανοί του 18ου αι. Αυτοί ενδιαφέρονται περισσότερο για τη μελέτη των αρχαίων ερειπίων. Για τα μνημεία, που μπορούν να μετρηθούν, να σχεδιαστούν, ακόμα και να κλαπούν. Άλλωστε, τη συγκεκριμένη πρακτική ακολουθούν έναν αιώνα τώρα οι συνάδελφοί τους «μελετητές» Γάλλοι, που αργά και μεθοδικά αποψιλώνουν αρχαιότητες της Αττικής, είτε μέσω οικονομικής συναλλαγής με Οθωμανούς τοποτηρητές και Έλληνες προκρίτους, είτε μέσω λαθρανασκαφών και διαρπαγής. «Την σήμερον η Ελλάς τρέφει και περιποιείται δύω ελαττώματα, τα πλέον ανοίκεια εις την δόξαν της. Αυτή κυριεύεται κατά κράτος από την υπόληψιν και από την αμέλειαν της αρχαιότητος» γράφει στο δεύτερο μισό του 18ου αι. ο διδάσκαλος του γένους, μεταφραστής και συγγραφέας Ιώσηπος Μοισιόδακας.

Στη Μήλο η Αφροδίτη ανοίγει την όρεξη

Στην ανατολή του 19ου αι. η… «ελληνικότητα των Βρετανών» φτάνει στο αποκορύφωμά της με την αποκαθήλωση και αρπαγή των γλυπτών του Παρθενώνα από τον κόμη του Έλγιν, Τόμας Μπρους. Αλλά από νωρίς και παράλληλα με την αποψίλωση των μνημείων της Αθήνας και άλλων περιοχών της ηπειρωτικής Ελλάδας (π.χ. ναός του Απόλλωνα στις Βάσσες), ένα αντίστοιχο έγκλημα συντελείται στις Κυκλάδες και δη στη Μήλο, όπου παρατηρείται μεγάλη κινητικότητα, λόγω του λιμανιού που καθιστά το νησί διαμετακομιστικό κέντρο και ενδιάμεσο σταθμό μετακινούμενων πληθυσμών.

Στο μεταξύ όσο ο υποδουλωμένος λαός κρατιέται σε άγνοια περί την αξία της πολιτιστικής κληρονομιάς του, Έλληνες λόγιοι της Διασποράς, φωτισμένοι άνθρωποι, προσπαθούν να θέσουν τέρμα στην αρπαγή των δειγμάτων του αρχαιοελληνικού πολιτισμού από τον τόπο τους. Από το 1807 ακόμη ο Αδαμάντιος Κοραής προτείνει την ίδρυση Μουσείου με υπεύθυνους «επιστάτες» και τη συστηματική καταγραφή και συγκέντρωση κάθε είδους αντιπροσωπευτικών δειγμάτων της αρχαιοελληνικής τέχνης. Λίγα χρόνια μετά (1813), ιδρύεται η Φιλόμουσος Εταιρεία, με πρωταρχικό μέλημα την εκπαίδευση των Ελλήνων στο θέμα της προστασίας της κληρονομιάς τους, ενώ τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης, προσωρινή διοίκηση και Καποδίστριας προσπαθούν να βάλουν φρένο στην αρχαιοσυλία υιοθετώντας μία πρώτη θεσμική θωράκιση του αρχαίου πλούτου με ψηφίσματα για τον περιορισμό του φαινομένου, που έχει πάρει δραματικές διαστάσεις. Παρά ταύτα, δεν λείπουν και τότε η αρχαιοκαπηλία και οι καταστροφές μνημείων, είτε από άγνοια, είτε από συμφέρον.

Η περιπέτεια και εντέλει αρπαγή του αγάλματος της Αφροδίτης της Μήλου (άγαλμα υστεροελληνιστικής περιόδου/ 150-50 π.Χ), είναι ιστορία χιλιοειπωμένη και αλλοιωμένη από στόμα σε στόμα. Ωστόσο, εκείνο που μετρά είναι το αποτέλεσμα. Η Αφροδίτη κάποτε θα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εκθέματα του Λούβρου στο Παρίσι. Και δεν είναι η μόνη απώλεια για το νησί… Ο Τόμας Μπέργκον (Thomas Burgon) είναι ο Εγγλέζος έμπορος, κάτοικος της Σμύρνης και περιηγητής ανά το Αιγαίο, που συνδέει το όνομά του με τις λαθρανασκαφές και διαρπαγές ευρημάτων από τη Μήλο τη χρονική περίοδο 1819 έως 1825. Γυάλινα και πήλινα αγγεία, ανάγλυφα πλακίδια διακοσμημένα με αφηγηματικές μυθολογικές παραστάσεις, πήλινα ειδώλια, χρυσά κοσμήματα, νομίσματα, αλλά και νησιωτικοί σφραγιδόλιθοι αποτελούν κομμάτια της πλούσιας συλλογής του την οποία επιδεικνύει με περισσή περηφάνια στους επισκέπτες του. Με τον θάνατό του η συλλογή κληροδοτείται στο Βρετανικό Μουσείο.

Αλλά και το όνομα του Φλαμανδού στρατιωτικού Μπερνάρ Ωζέν Αντουάν Ροτίρ (Bernard Eugene Antoine Rottiers) είναι άμεσα συνδεδεμένο με αρχαιοσυλία στο νησί. Το 1824 ζητεί από το υπουργείο Εσωτερικών της χώρας του διετή αποστολή στην Ελλάδα, προκειμένου να «συγκεντρώσει αρχαιότητες για λογαριασμό του Αρχαιολογικού Μουσείου του Leiden, στην Ολλανδία». Το αίτημά του δεν γίνεται αποδεκτό, αλλά έναν χρόνο μετά, τού ανατίθεται να συνοδεύσει στη Σμύρνη, μέσω της Μήλου, τον Ολλανδό πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Εκμεταλλευόμενος τη σύντομη παραμονή του στο νησί ο Ροτίρ ανασκάπτει σε δύο σημεία, βρίσκει θησαυρούς και τους μεταφέρει σε κιβώτια στο πλοίο. Σε ενυπόγραφη διαμαρτυρία των ντόπιων εκπροσώπων της κυβέρνησης, οι οποίοι ζητούν την επιστροφή των κλοπιμαίων, ειδάλλως χρηματική αποζημίωση, εκείνος απαντά: «έχω φιρμάνι του σουλτάνου και διοίκηση ελληνική δεν γνωρίζω»! Θα ακολουθήσει και άλλη «επιχείρηση» του Φλαμανδού, σε άλλο σημείο του νησιού, απ΄ όπου θα «αλιεύσει» ένα μωσαϊκό, έναν μαρμάρινο βωμό, αγγεία, λύχνους και νομίσματα, αρκετά από τα οποία θα καταφέρει να φυγαδεύσει. Καταδρομικές «επιχειρήσεις» με σημαντική λεία κάνει και σε Σαντορίνη και Μύκονο, απ΄ όπου αρπάζει μία μνημειώδη κεφαλή αρχαϊκού κούρου (615-590 π.Χ.) και τέσσερα κυκλαδικά μαρμάρινα αγγεία (3200-2700 π.Χ.) αντίστοιχα.

Παρά τις προσπάθειες της νεότευκτης χώρας να πατήσει στα πόδια της, σφυρηλατώντας και αυτοπροσδιορίζοντας έναν εθνικό χαρακτήρα, τις πρώτες δεκαετίες της απελευθέρωσης η Ελλάδα παραμένει ένας καθημαγμένος -από την αιώνων υποδούλωση- τόπος, όπου οι προτεραιότητες συνοψίζονται στο παρόν και όχι στο παρελθόν… Στα τέλη του 1828 με επιστολή τους προς το Πανελλήνιον (το νομοθετικό σώμα), ο κυβερνήτης Ι. Καποδίστριας και ο γραμματέας της Επικρατείας, Σπ. Τρικούπης, ζητούν την προσφορά αρχαιοτήτων της Μήλου στον γλύπτη Emil Wolff, ο οποίος ενεργεί για λογαριασμό του βασιλιά της Πρωσίας, Φρειδερίκου Γουλιέλμου Γ΄, με αντάλλαγμα την αποστολή στην Ελλάδα πολεμικών ειδών, «τα οποία η Α.Μ. θέλει ευαρεστηθή να πέμψη αναμφιβόλως εις την Κυβέρνησιν»! Το Πανελλήνιον θα γνωμοδοτήσει αρνητικά, επικαλούμενο τον νόμο περί απαγόρευσης εξαγωγής αρχαιοτήτων. Το αγοραστικό ενδιαφέρον των ξένων επικεντρώνεται σε σειρά αγαλμάτων, εκ των κάποια θα βρεθεί αργότερα τρόπος να καταλήξουν τόσο στο Βρετανικό όσο και σε μουσεία του Βερολίνου.

Στο μεταξύ, σε συνεχές πλιάτσικο εκτίθενται από το 1814 οι κατακόμβες, το εμβληματικότερο μνημείο (παλαιοχριστιανικό) στην Τρυπητή της Μήλου. Πρώτα οι Γάλλοι και ακολούθως τα πληρώματα των στόλων των Μεγάλων Δυνάμεων, επιχειρούν επιτυχώς τυμβωρυχία στο υπόγειο νεκροταφείο διαρπάζοντας κτερίσματα, που αργότερα βρίσκονται στις προθήκες του Λούβρου του μουσείου του Βερολίνου. Ενεργή, ωστόσο, συμμετοχή στη λαφυραγώγηση του μνημείου έχει και ο αμερικανικός στόλος. Το καλοκαίρι του 1826 καταπλέει στη Μήλο μία φρεγάτα υπό τον πλοίαρχο Ντάνιελ Πάτερσον (Patterson). Μεταξύ των επιβατών είναι ο Τζορτζ Τζόουνς (George Jones), ο οποίος αντί δελεαστικού ποσού σε ντόπιο, καταφέρνει να μπει σε μία από τις κατακόμβες και να φυγαδεύσει τα ακριβά ευρήματά της, νομίσματα, χρυσά κοσμήματα, πολύτιμους λίθους, λύχνους κ.α. Μαζί με τα ευρήματα καταγράφει και τις εντυπώσεις του για την πληθώρα νομισμάτων και χάλκινων μεταλλίων, που -καθώς αναφέρει- αφθονούν στην Ελλάδα. Όπως μάλιστα περιγράφει, σε κάθε ελληνικό λιμάνι που προσεγγίζει, ρωτά τους κατοίκους «έχετε φόλις; (χάλκινο νόμισμα, η κοπή του οποίου ξεκίνησε το 294 μ. Χ. επί Διοκλητιανού)» κι εκείνοι σπεύδουν να του πουλήσουν στην υψηλότερη τιμή!

Μήλος κατακόμβες

Το 1831 καταπλέει στη Μήλο μία άλλη αμερικανική φρεγάτα, στην οποία επιβαίνει ο εκπαιδευτής και συλλέκτης Ίνοχ Κομπ Γουάινς (Enoch Cobb Wines), ο οποίος στο ημερολόγιό του αναφέρει τη συμμετοχή του υποπρόξενου Μπρεστ (Brest) στην ανασκαφή και σύληση των μηλιακών κατακομβών. Λέγεται ότι τόσο ο ίδιος ο Αμερικανός διπλωμάτης όσο και ο γιος του φρόντισαν να τροφοδοτήσουν με σημαντικές αρχαιότητες του νησιού κάμποσα ευρωπαϊκά μουσεία. Στη… δράση του ιδίου, άλλωστε, αποδίδεται και η διαρπαγή σημαντικής αρχαιοελληνικής επιγραφής (338 π.Χ.) από λαθρανασκαφή στην Κίμωλο. Η επιγραφή θα εντοπισθεί το 1850 εντοιχισμένη σε οικία Γάλλου αριστοκράτη στην Προβηγκία!

Το… ξέφραγο αμπέλι της Δήλου

Και αν στην πολύβουη Μήλο καταγράφεται έντονη αρχαιοκαπηλική δραστηριότητα, το πλιάτσικο των αρχαιοτήτων στην ανοικτή και αφύλακτη αρχαία πόλη της Δήλου είναι μεγαλειώδες! Ακατοίκητο ήδη από την αρχαιότητα και διάσπαρτο από εντυπωσιακά μνημεία το νησί γίνεται πόλος έλξης περιηγητών και αρχαιόσυλων, οι οποίοι ασφαλώς ευθύνονται για τη διασπορά του δηλιακού πλούτου στα μουσεία του κόσμου. Όπως σημειώνουν, βέβαια, οι αρχαιολόγοι, οι περισσότερες διαρπαγείσες αρχαιότητες εκ παραδρομής αποδίδονται στη Δήλο, καθώς στην πραγματικότητα, προέρχονται από τη Ρήνεια, την κοντινή στη Δήλο νησίδα, όπου κατά τον Θουκυδίδη αναπαύονταν οι νεκροί της Δήλου.

Όπως αναφέρουν οι επιστήμονες, από το πλήθος των αρχαιοτήτων που διέφυγαν από τη Δήλο και τη Ρήνεια την περίοδο της Επανάστασης, σε ελάχιστες περιπτώσεις έχουν διευκρινιστεί οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτές κατέληξαν σε μουσεία του εξωτερικού και κυρίως, στο Λούβρο και το Βρετανικό. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι αυτή την περίοδο της μαζικής αποψίλωσης του αρχαιοελληνικού πλούτου, θησαυροί μέσα από δραματικές καταλήγουν σε σημεία ανά τον κόσμο, όπου η αξία τους αγνοείτο παντελώς. Σαν να γίνεται η κλοπή για την κλοπή! Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί μαρμάρινος κυλινδρικός βωμός της Δήλου ή της Ρήνειας με βουκράνια και γιρλάντες, ο οποίος έναν αιώνα μετά το ξερίζωμά του από το νησί, βρίσκεται στον χώρο έξω από το εστιατόριο του εγγλέζικου κολλεγίου Bretton Hall, να εξυπηρετεί ως σταχτοδοχείο! Μόλις οι υπεύθυνοι του κολλεγίου συνειδητοποίησαν την αξία του περιφρονημένου βωμού, τον έστειλαν για συντήρηση και τον εξέθεσαν σε δημοπρασία των Christie΄s, από όπου κατέληξε σε ιδιωτική συλλογή.

Φαίνεται πως καθοριστικό ρόλο στη διασπορά των Δηλιακών αρχαιοτήτων διαδραματίζει στο διάστημα 1821-1841 και ο υποπρόξενος της Βρετανίας και της Αυστρίας στη Μύκονο και σε άλλα κυκλαδίτικα νησιά, Πέτρος Κορδίας. Για να διατηρήσει το αξίωμά του, που εξαρτάται από τους εκάστοτε πρεσβευτές στην Κωνσταντινούπολη, μετατρέπει Δήλο και Ρήνεια σε δεξαμενές άντλησης πολύτιμων… δώρων. Η έντονη αρχαιοκαπηλική δράση του Κορδία καταγράφεται με μελανά χρώματα και στα μυκονιάτικα έγγραφα, καθώς αυτός όχι μόνον αρνείται να παραδώσει στις Αρχές όλα όσα παρανόμως έχει αποκτήσει, αλλά εξακολουθεί αδιαλείπτως την αρχαιοσυλία! Όπως μάλιστα αποκαλύπτεται εκ των υστέρων, γνώστες και συμμετέχοντες στις παρανομίες σε βάρος της Ελλάδας είναι και άλλοι Ευρωπαίοι διπλωμάτες, κυρίως όμως -και δυστυχώς- Έλληνες νησιώτες, οι οποίοι υπό το δέλεαρ του εύκολου κέρδους, πωλούν αρχαιότητες αντί αδρών ποσών στους ξένους συλλέκτες.

ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΟΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΗΝΟ – ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ ΑΡΙΘΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΚΛΟΠΙΜΑΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΦΗ ΚΑΙ ΤΗ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ…

Τον κορμό ενός θωρακοφόρου, διακοσμημένο με σκηνή κενταυρομαχίας βρίσκουν επιστήμονες της γαλλικής Αποστολής του Μοριά στη χώρα της Τήνου. Υποθέτουν ότι προέρχεται από τη Δήλο. Το γλυπτό, ωστόσο, χάνεται υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες και το σχέδιο της Αποστολής παραμένει η μοναδική μαρτυρία για την ύπαρξή του. Στην ίδια έρευνα, η αποστολή εντοπίζει έξω από σπίτι ερμαϊκή στήλη Ηρακλή με λεοντή (2ος αι. π.Χ), η οποία καταλήγει και φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο.

Η Ανάφη, ένα δυσπρόσιτο νησί στην κυκλαδίτικη εσχατιά, μαγνητίζει την προσοχή των περιηγητών από τον 15ο αι. ακόμα. Οι αρχαιολόγοι μάλιστα εικάζουν ότι από εδώ έχει κλαπεί κατά τη διάρκεια των επαναστατικών χρόνων μία από τις σημαντικότερες αρχαιότητες, ο υστεροαρχαϊκός κούρος (500 π.Χ.), γνωστός ως Απόλλων του Strangford (από το όνομα του υποκόμη στο υπόγειο της οικείας του οποίου βρέθηκε). Σωζόμενα αρχεία και αλληλογραφία της εποχής αποκαλύπτουν μία περιπετειώδη διαδρομή του αγάλματος, πριν καταλήξει στο Βρετανικό Μουσείο.

Ο Απόλλων, βέβαια, δεν είναι ο μόνος θησαυρός του νησιού. Ανασκαφές αποκαλύπτουν αγάλματα των οποίων ουκ έστιν αριθμός… Πολλά από αυτά φυγαδεύονται από ξένους περιηγητές με τη συνεργασία και Ελλήνων, γεγονός που θορυβεί τους κατοίκους, οι οποίοι αποφασίζουν να δράσουν. Ένα περιστατικό σκανδαλωδώς οφθαλμοφανούς αρχαιοσυλίας, αναγκάζει τον πολίτη Δημήτριο Βαλσαμάκη, να ζητήσει με επιστολή του, στις 14 Οκτωβρίου του 1828, τη συνδρομή του κυβερνήτη: «Εις την νήσον Ανάφης ευρίσκονται μερικά των παλαιών αγάλματα, δι ων την εκκάλυψιν και καταγίνομαι ήδη χρόνους τέσσαρες. Κατά δυστυχίαν όμως ήδη μανθάνω παρά των εκείσε ερχομένων ότι οι ανορύξαντες ταύτα, μέρος μεν τούτον επώλησαν εις τον γαλλικόν πρόξενον της Σαντορίνης, τα δε λοιπά κατέχωσαν εις τον αυτόν τόπον κρίσαντες επ΄αυτών και οικίαν προς ασφάλειαν έως να επιτύχωσι τον καιρόν να τα αποξενώσωσιν από την πατρίδα και αυτά». Ένας μηχανισμός, που κινητοποιείται εγκαίρως εντοπίζει τα ευρήματα. Τα έχει ανακαλύψει κάτοικος του νησιού, τα έχει πουλήσει σε άλλον κάτοικο και αυτός με τη σειρά του τα έχει προωθήσει σε Γάλλο πράκτορα της Σαντορίνης, ο οποίος ετοιμάζεται να τα φυγαδεύσει.

Πρόκειται για δύο αγάλματα γυναικών και άλλα δύο ημιαγάλματα ανδρών περιβεβλημένων με μανδύες. Ο έπαρχος Σαντορίνης προλαβαίνει τη φυγάδευση των συγκεκριμένων γλυπτών, πλην όμως, κατά τα λεγόμενα του έπαρχου Μ. Σούτσου, έχουν προηγηθεί άλλες περιπτώσεις υφαρπαγής ημιανδριάντων από την Ανάφη με τη διαμεσολάβηση του Γάλλου υποπρόξενου Ντ΄ Αλμπί (Guillaume d’ Albi), ο οποίος τους προώθησε στη Σαντορίνη για πώληση. Αρχαιοελληνικά γλυπτά, που έχουν καταλήξει στις προθήκες του Λούβρου έχουν περάσει από το σαλόνι του συγκεκριμένου Γάλλου διπλωμάτη. Μία «Αναφιώτισσα» γυναίκα τυλιγμένη σε ιμάτιο, που κρατά στο αριστερό της χέρι πυξίδα, έργο που τοποθετείται χρονικά στην εποχή των Αντωνίνων (2ος αι. μ.Χ) αποτελεί σήμερα τμήμα της συλλογής του ρωσικού μουσείου Ερμιτάζ.

Παρά τις φιλότιμες -αλλά σχεδόν ερασιτεχνικές ακόμα- προσπάθειες των αρμοδίων Αρχών του νεότευκτου κράτους να εμποδίσουν τις απώλειες, οι θησαυροί της Ανάφης εξακολουθούν να «πετούν» προς πάσα κατεύθυνση. Ο διευθυντής του Εθνικού Μουσείου στην Αθήνα, Ανδρέας Μουστοξύδης, προσπαθεί με απανωτές επιστολές να ανακόψει τον ξεριζωμό τους. «Εις την νήσον Ανάφην ευρίσκονται πολλαί αρχαιότητες, εις χείρας ανθρώπων μη εκτιμώντων την αξίαν αυτών, των οποίων έγινα αυτόπτης» ενημερώνει κάποτε με επιστολή του προς την Γραμματεία επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Παιδεύσεως (προπομπός του κατοπινού υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων) ο φύλακας του Εθνικού Μουσείου, Αθανάσιος Ιατρίδης, και συνεχίζει: «Οι κατέχοντες τας αρχαιότητας ταύτας κάτοικοι, αισχροκερδείς όντες, εμπορεύοντο άλλοτε, καθώς και τώρα ίσως ακολουθούν το αυτό, κρυφοπωλούντες αυτάς εις αλλοεθνείς και κατεξοχήν εις τους εν Σαντορίνη Λατίνους, ως αγάλματα, κεφαλάς, ενώτια, περιδέραια, χρυσά και αργυρά, δακτυλιδοπέτρας κ.α.»!

Ο πλούτος της Σαντορίνης διασώζεται σε σημαντική έκταση λόγω του απόκρημνου και δύσβατου ακρωτηρίου, στο οποίο βρίσκεται η θέση της αρχαίας Θήρας. Όχι βέβαια ότι γλυτώνει εντελώς από τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων και των ξένων αρχαιολατρών, οι οποίοι «χρυσώνουν» τους ντόπιους συνεργάτες τους για ένα δείγμα αρχαιοελληνικού πολιτισμού… Στη διαφυγή σπαραγμάτων από το νησί συμβάλλει δραματικά η δράση του υποπροξένου της Ολλανδίας στη Σαντορίνη, Χριστόδουλου Γίζη (Chigi). Γλυπτά και αγγεία, που θα βρεθούν αργότερα στο μουσείο του Leiden, αποδίδονται στην… ακαταπόνητη προσπάθεια του διπλωμάτη να ευχαριστήσει τις προθέσεις του Ολλανδού πρέσβη να εμπλουτίσει τη συλλογή του μουσείου του τόπου του…

Αντίστοιχη διαρπαγή αρχαίων γλυπτών και σπαραγμάτων συντελείται καθ΄ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής και επαναστατικής περιόδου σε όλους τους τόπους όπου γεννήθηκε και αναπτύχθηκε ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός. «Τα μεγαλύτερα μουσεία στον κόσμο δεν περιέχουν παρά μόνον λάφυρα» (Fr. Dard).

Κούροι, κόρες, αφηγηματικές παραστάσεις, επιγραφές, σπαράγματα, ψηφιδωτά, σκεύη, κτερίσματα, νομίσματα, ευρήματα από σχεδόν το σύνολο των περιόδων του μακραίωνου ελληνικού πολιτισμού «πετούν» από τα πατρογονικά τους στα μουσεία του κόσμου και πλουτίζουν τις προθήκες τους. Έτσι. Ως λεία ενός ιδιότυπου πολέμου ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι…

Γίνεσαι όλα όσα αγαπάς

Πρόσεξες ποτέ ολα όσα αγαπάς;

Σίγουρα αισθάνεσαι ισχυρός όταν πιστεύεις στον εαυτό σου. Αισθάνεσαι όμορφος όταν η δύναμη και η αποφασιστικότητά σου ξεχειλίζουν, καθώς ακολουθείς το δικό σου μονοπάτι. Αισθάνεσαι ασταμάτητος όταν αφήνεις τα λάθη σου να σ’ εκπαιδεύσουν, καθώς η αυτοπεποίθησή σου χτίζεται απ’ τις εμπειρίες σου στη ζωή. Προσέχεις όμως, αληθινά, τι αγαπάς; Γιατί, οτιδήποτε αγαπάς, γίνεσαι- έστω κι αν νομίζεις ότι το μισείς.

Αγαπάς εκείνες τις καθημερινές «λάθος» συνήθειες, με την ιδέα ότι δεν μπορείς να τις αλλάξεις. Και το αστείο είναι ότι τις υπηρετείς γιατί δε θέλεις να ξεβολευτείς. Αγάπες τις αδυναμίες σου γιατί σου έχουν γίνει συνήθεια -και η συνήθεια γίνεται αγάπη, όσο λάθος κι αν είναι μερικές φορές αυτό. Και κάπως έτσι γίνεσαι αυτό που αγαπάς.

Γίνεσαι «φτωχός» γιατί αγαπάς τον συμβιβασμό

Φτάνεις ν’ αγαπάς κακές επιλογές λόγω φόβου, ενοχών, ντροπής και ανασφάλειας. Αγαπάς να συμβιβάζεσαι και να ικανοποιείς του πάντες γύρω σου αλλά όχι τον ίδιο σου τον εαυτό. Δεν επιλέγεις την αυθεντικότητά σου. Δε συνειδητοποιείς τις επιθυμίες και τις ανάγκες σου, αλλά ούτε και την επιλογή να τις τιμάς. Γίνεσαι «φτωχός» και το αγαπάς αυτό, γιατί δεν ξέρεις την πραγματική σου αξία. Ξέρεις. συχνά, δεχόμαστε την αγάπη ή την αναγνώριση που πιστεύουμε ότι αξίζουμε -δεν το ‘πα εγώ αυτό. Δεν έχει νόημα να ‘σαι δεύτερος στη ζωή κάποιου, στη δουλειά, στη φιλία, όταν ξέρεις ότι είσαι αρκετά καλός για να ‘σαι πρώτος κάπου αλλού.

Γίνεσαι τεμπέλης γιατί αγαπάς την αναβλητικότητα

Απ’ το «σε λίγο», στο «αύριο». Απ’ το αύριο στο μεθαύριο και έπειτα στο ποτέ ή την τελευταία στιγμή. Κι αντί να εστιάσεις στο εδώ και τώρα και να δώσεις την προσοχή σου στο παρόν, προσκολλάσαι στο τίποτα. Αναμασάς τα σχέδιά σου, τις υποχρεώσεις σου, το γυμναστήριο ή έναν καφέ με φίλο με πρόφαση ένα σωρό δικαιολογίες της τελευταίας στιγμής. Καλός ο καναπές αλλά σε κρατάει μακριά απ’ το να ζήσεις το τώρα όσο περισσότερο γίνεται, ν’ αγαπήσεις, να ταξιδέψεις, να τολμήσεις.

Γίνεσαι φοβητσιάρης αν αγαπάς τους φόβους σου

Απ’ όλα τα πράγματα που μπορεί να σου κλέψουν -τα υπάρχοντά σου, τα νιάτα σου, την υγεία σου, τα λόγια σου, τα δικαιώματά σου- αυτό που δεν μπορεί ποτέ να σου πάρει κάποιος είναι η ελευθερία του να επιλέγεις σε τι θα πιστέψεις, σε ποιον θ’ ανήκει η καρδιά σου και πού θα ταξιδέψει το μυαλό σου. Η ζωή ξεκινά εκεί που τελειώνει ο φόβος. Ακριβώς επειδή κάποιος σε πλήγωσε εχθές, δε σημαίνει ότι θα πληγωθείς και αύριο. Γι’ αυτό μάθε να συγχωρείς τον εαυτό σου και τους άλλους και σταμάτα να φοβάσαι το συναίσθημα -για τον άνθρωπο είναι.

Γίνεσαι δίκαιος γιατί αγαπάς την αλήθεια

Ναι η αλήθεια μερικές φορές μπορεί να ‘ναι μαχαίρι στην καρδιά -αλλά στο τέλος εκτιμάται. Δεν μπορείς ν’ αφήνεις τον αρνητισμό να σε φθείρει ούτε ν’ αφήνεις κάθε τι πικρό να σε χαλάει και να μη μιλάς, να βλέπεις το άδικο και να κλείνεις τα μάτια. Ακόμα κι αν κάποιος μπορεί να διαφωνήσει μαζί σου, εσύ θα πρέπει να λες την αλήθεια σου γιατί γνωρίζεις ότι ο κόσμος είναι ένα όμορφο μέρος -κι αν αρχίσουμε να επικοινωνούμε, μπορεί να γίνει και δίκαιο.

Γίνεσαι αγάπη γιατί αγαπάς να συγχωρείς, να μαθαίνεις και να συμπονάς

Γίνεσαι αγάπη όταν κοιτάς τα δικά σου λάθη και δεν ασχολείσαι με τις ζωές των άλλων. Όταν δεν ασχολείσαι με μικρότητες και «σου είπα, μου είπες». Γίνεσαι αγάπη όταν σε κάθε χαμόγελο βλέπεις ομορφιά, σε κάθε καρδιά βλέπεις την καλοσύνη, σε κάθε μυαλό βλέπεις σοφία και σε κάθε άνθρωπο βλέπεις μια ψυχή, μια ζωή και μια αξία. Η αγάπη δεν έχει να κάνει πάντα με τον έρωτα. Έχει να κάνει με την ικανότητα να μπορείς -ακόμα και μέσα απ’ τα λάθη- να μάθεις να περπατάς έστω κι ένα μίλι μέσα στα παπούτσια κάποιου άλλου, να συγχωρείς ή και να ζητάς συγνώμη -και να τ’ εννοείς αληθινά.

Γίνεσαι νεκρός όταν αγαπάς να σκέφτεσαι το παρελθόν

Το να προχωράς δε σημαίνει ότι έχεις ξεχάσει. Σημαίνει ότι έχεις αποδεχτεί αυτό που συνέβη στο παρελθόν και επιλέγεις να ζήσεις στο παρόν. Το να προχωράς δε σημαίνει πως τα παρατάς. Σημαίνει ότι δίνεις στον εαυτό σου μια ακόμα ευκαιρία, την ευκαιρία να ζήσεις ευτυχισμένος κι όχι πληγωμένος. Τα παθήματα, οι έρωτες, το πένθος είναι εμπειρίες που μπορεί να βαραίνουν πολύ τους ανθρώπινους ώμους. Όμως αν συνεχίσεις ν’ αγαπάς όσα εκείνοι κουβαλάνε, δε θα μπορέσεις ποτέ να αφήσεις το βάρος κάτω και να προχωρήσεις.

Και κάπως έτσι, στο τέλος, το ν’ αγαπάς τον εαυτό σου σημαίνει ν’ απολαμβάνεις τη ζωή σου, να εμπιστεύεσαι τα συναισθήματά σου, ν’ αρπάζεις τυχόν ευκαιρίες, να χάνεις και να βρίσκεις την ευτυχία, ν’ αγαπάς τις αναμνήσεις σου και να μαθαίνεις απ’ το παρελθόν σου. Μερικές φορές είναι αναγκαίο να σταματήσεις ν’ ανησυχείς, ν’ αναρωτιέσαι και ν’ αμφιβάλλεις. Αλλά κυρίως, να θυμάσαι, πως οτιδήποτε είναι η αγάπη σου, αυτό και θα βρεις.

ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΑΜΕΡΙΚΗ

Συχνά πολλοί βλέπουν τη σημερινή Αμερική κάτω από το πρίσμα της αρχαίας Αθήνας, τόσο ως ένα κέντρο πολιτισμού όσο και ως μια α­πρόβλεπτη ηγεμονική δύναμη που μπορεί αυθαίρετα να επιβάλλει τη δημοκρατία τόσο στους φίλους όσο και στους εχθρούς της. Ο Τόμας Πέιν διατύπωσε πριν από πολλά χρόνια αυτή τη φυσική συγγέ­νεια: «Ό,τι ήταν η Αθήνα σε μικρογραφία, θα γίνει η Αμερική σε πολύ πιο μεγάλες διαστάσεις». Όπως για τους αρχαίους Αθηναίους, έτσι και για τους σημερινούς Αμερικανούς λέγεται συχνά ότι «έχουν την απαίτηση να μη βγαίνει τίποτα αντίθετο στις επιθυμίες τους, αλ­λά όλα τα εγχειρήματά τους, και τα εύκολα και τα πολύ δύσκολα, να τα φέρνουν σε πέρας εξίσου καλά». Παρόλο που οι Αμερικανοί προ­σφέρουν στον κόσμο μια ριζοσπαστική εξισωτική κουλτούρα και, πιο πρόσφατα, δείχνοντας διάθεση παρόμοια με εκείνη των Αθη­ναίων, επιδίωξαν να ανατρέψουν ολιγαρχικά καθεστώτα και να επι­βάλουν τη δημοκρατία -στη Γρενάδα, στον Παναμά, στη Σερβία, στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ-, οι εχθροί τους, οι σύμμαχοί τους και οι ουδέτεροι δεν εντυπωσιάζονται. Εύλογα φοβούνται την ισχύ και τις προθέσεις της Αμερικής, ενώ οι διαδοχικές κυβερνήσεις μας, με τον τρόπο των γεμάτων αυτοπεποίθηση και περήφανων Αθηναίων, τους διαβεβαιώνουν για τις ηθικές μας προθέσεις και την ανιδιοτέλειά μας. Η στρατιωτική ισχύς και η ιδεαλιστική αντίληψη ότι φέρνεις τον πολιτισμό στους άλλους αποτελούν τη συνταγή για διαρκείς συρράξεις σε οποιαδήποτε εποχή - και καμία αρχαία πόλη-κράτος δεν εμπλεκόταν πιο συχνά σε πολέμους από όσο η ηγεμονική Αθή­να του 5ου αιώνα.

Ήταν τόσος ο φθόνος, ο φόβος και οι νόμιμες αιτιάσεις εναντίον της πρώτης δημοκρατίας του αρχαίου κόσμου, ώστε οι νικητές Πελοποννήσιοι επέβλεψαν την κατεδάφιση των Μακρών Τειχών της Αθήνας -των οχυρωματικών έργων που έφταναν μέχρι τη θάλασσα και συμβόλιζαν τη δύναμη των φτωχών και την επιθυμία τους να ε­ξαπλώσουν τη δημοκρατία σε όλο το Αιγαίο- με μουσική συνοδεία και κάτω από επευφημίες. Οι περισσότεροι Έλληνες κατέληξαν στο συμπέρασμα, όπως γράφει ο Ξενοφώντας, ότι η ήττα της Αθήνας θα είχε ως αποτέλεσμα «ότι από κείνη τη μέρα θα ελευθερωνόταν η Ελλάδα» - χωρίς να υποψιάζονται ότι η νικήτρια Σπάρτη θα κάλυ­πτε αμέσως το κενό, δημιουργώντας τη δική της υπερπόντια ηγεμο­νία. Όσοι ιδεαλιστές στην Αμερική φορούν παρωπίδες και πιστεύ­ουν ότι ο κόσμος επιθυμεί να ασπαστεί τη δημοκρατική μας κουλ­τούρα, θα πρέπει ίσως να αναλογιστούν ότι κατά την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου «το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης συμπαθούσε τους Λακεδαιμονίους» και ότι «η έχθρα εναντίον των Αθηναίων ήταν γενική».


Η ευημερία και ο φιλελευθερισμός της Αθήνας ενίσχυαν τις δια­φωνίες και την άσκηση υπέρμετρης κριτικής τόσο στο εσωτερικό ό­σο και στις κτήσεις της. Οι επικριτές της Αθήνας θεωρούσαν ότι οι Αθηναίοι θα έπρεπε να τους συμπεριφέρονται πολύ πιο δίκαια απ’ ό,τι θα τους συμπεριφέρονταν ποτέ οι Σπαρτιάτες. Μόνο τον 4ο αι­ώνα, όταν η Σπάρτη θα προκαλούσε έναν ανάλογο φθόνο ως η μο­ναδική υπερδύναμη του ελληνικού κόσμου, οι Έλληνες θα σταμα­τούσαν να αντιμετωπίζουν με δυσπιστία την ηγεμονική Αθήνα.


Το παράδοξο αυτό ήταν μια εξοργιστική εμπειρία για τους Αθη­ναίους και, ίσως, προμήνυε το δίλημμα που αντιμετώπισαν οι μεταγενέστερες ισχυρές δυτικές φιλελεύθερες και ηγεμονικές δημοκρα­τίες, οι οποίες επικρίνονται δριμύτατα επειδή η ιδεαλιστική και ε­ξαιρετικά ουτοπική ρητορική τους δε συμφωνεί με τις πράξεις τους. Όπως οι κάτοικοι των άλλων πόλεων-κρατών επιτιμούσαν την Αθή­να αλλά προτιμούσαν να επισκέπτονται την Ακρόπολη και όχι το α­πλό ιερό του Μενέλαου στη Σπάρτη, παρόμοια και οι επικριτές της Δύσης στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου καταδίκαζαν συνολικά τη ρεαλιστική εξωτερική πολιτική της, αλλά συνήθως προτιμούσαν να αποδεχθούν μια θέση επισκέπτη καθηγητή στην Οξφόρδη, στη Σορβόνη ή στο Μπέρκλεϊ αντί μιας πανεπιστημιακής έδρας στη Μόσχα, στην Αβάνα ή στο Κάιρο.


Η Σπάρτη βασίστηκε σε αυτές τις αντιφάσεις για τον επικείμενο πόλεμο εναντίον της Αθήνας: ο υπόλοιπος ελληνικός κόσμος ήθελε να επιβάλει στην Αθήνα έναν τρόπο συμπεριφοράς που δε θα μπο­ρούσε ποτέ να ισχύσει στη μη φιλελεύθερη Σπάρτη. Οι προνομιού­χοι πολίτες της συναινετικής και ευημερούσας Αθήνας θα έδειχναν πολύ μικρότερη ανοχή στα δεινά και στις θυσίες ενός παρατεταμένου πολέμου σε σχέση με τους Σπαρτιάτες μιλιταριστές, που η κοι­νωνία τους βρισκόταν διαρκώς επί ποδός πολέμου και θύμιζε στρα­τώνα. Επιπλέον, η ευμετάβλητη Εκκλησία του Δήμου μπορούσε να ψηφίζει και στη συνέχεια να απορρίπτει την πραγματοποίηση στρα­τιωτικών επιχειρήσεων με έναν τρόπο που ήταν αδιανόητος στην ο­λιγαρχική Σπάρτη.


Συνεπώς, δεν είναι παράξενο που πολλοί ερμηνεύουν το έργο του Θουκυδίδη μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο. Οι ηγέτες και οι αυ­θεντίες μας ανυπομονούν να διδαχτούν από τα λάθη και τις επιτυ­χές των Αθηναίων. Δεν είναι βέβαιοι αν η μοίρα μας θα είναι ίδια με εκείνη της Αθήνας ή αν οι Αμερικανοί θα καταφέρουν να συναγωνι­στούν τον πολιτισμό και την επιρροή των Αθηναίων αποφεύγοντας την ύβρι τους. Ίσως ποτέ ο Πελοποννησιακός Πόλεμος να μη σχε­τιζόταν τόσο με τη ζωή των Αμερικανών όσο για εμάς που ζούμε στη σημερινή εποχή. Και εμείς, όπως οι Αθηναίοι, είμαστε παρόμοια παντοδύναμοι αλλά ανασφαλείς, δηλώνουμε ειρηνόφιλοι αλλά βρι­σκόμαστε σχεδόν πάντα αναμειγμένοι σε κάποιου είδους σύρραξη, επιθυμούμε τις περισσότερες φορές να μας συμπαθούν αντί να μας σέβονται και είμαστε περήφανοι για τις τέχνες και τα γράμματά μας, ενώ είμαστε πολύ περισσότερο ικανοί στον πόλεμο.

Ο Ηρόδοτος, οι Αιγύπτιοι και η Eλληνική λατρεία

Είναι η Ελληνική λατρεία αιγυπτιακής προελεύσεως; Τί γράφει ο Ηρόδοτος; Τί μας λένε ότι γράφει χωρίς πραγματικά να το γράφει; Όσες πληροφορίες μας δίνει, είναι πάντα αξιόπιστες; Τί γράφει ο ίδιος ο Ηρόδοτος για το έργο του; Ποιά η αλήθεια τελικά;

Αυτά τα σημεία θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε, επιχειρώντας να διατηρήσουμε την ισορροπία. Από την μια πλευρά σεβόμενοι το γενικότερο έργο του ιστορικού (χωρίς ωστόσο να το θεωρούμε αλάθητο), από την άλλη παρουσιάζοντας με αποδείξεις τα λανθασμένα σημεία του έργου του (χωρίς ωστόσο να το εκμηδενίζουμε θεωρώντας το ανάξιο λόγου).

Αρχικά, θα παρατεθούν τα δύο αποσπάσματα που μας ενδιαφέρουν κομμάτι–κομμάτι, με έναν συνοπτικό σχολιασμό-παρατηρήσεις. Εν συνεχεία, θα εξετάσουμε κάποιες επιπρόσθετες πληροφορίες, προκειμένου να έχουμε μια ευρύτερη εικόνα για να έχουμε ορθότερη άποψη περί του ζητήματος.

Ξεκινάμε, λοιπόν, την έρευνά μας με ένα ηροδότειο χωρίο-κλειδί, το οποίο μας δείχνει τον τρόπο που θα πρέπει να προσεγγίζουμε το έργο αυτό…

ἐγὼ δὲ ὀφείλω λέγειν τὰ λεγόμενα, πείθεσθαί γε μὲν οὐ παντάπασι ὀφείλω, καί μοι τοῦτο τὸ ἔπος ἐχέτω ἐς πάντα λόγον.
(Πολύμνια, 152)

Ο Ηρόδοτος οφείλει να λέει (να καταγράφει) τα λεγόμενα (όσα του λένε οι άλλοι), αλλά δεν οφείλει να πείθεται σε όλα. Και αυτό ισχύει για όλο το λόγο (το έργο του «Ιστορίαι»).

Δηλαδή, ενώ καταγράφει τα όσα πληροφορείται, ωστόσο δεν μπορεί να είναι πάντα βέβαιος για αυτά, κάτι που καθίσταται σαφές από τη συχνή του φράση «ως εμοί δοκέει». Αν ο ίδιος ο Ηρόδοτος το παραδέχεται, εμείς τί θα έπρεπε να πούμε; Δεν θα έπρεπε, ακολουθώντας την ειλικρίνεια του ιστορικού, να διερευνήσουμε τους λόγους του;

Το πρώτο απόσπασμα είναι από το δεύτερο βιβλίο των «Ιστοριών» (το ονομαζόμενο «Ευτέρπη») από το 49,1 μέχρι και το 50,3. Το δεύτερο, από το ίδιο βιβλίο από το 51,1 μέχρι και το 53,3.

«Ευτέρπη» 49,1- 50,3

ἤδη ὦν δοκέει μοι Μελάμπους ὁ Ἀμυθέωνος τῆς θυσίης ταύτης οὐκ εἶναι ἀδαὴς ἀλλ᾽ ἔμπειρος. Ἕλλησι γὰρ δὴ Μελάμπους ἐστὶ ὁ ἐξηγησάμενος τοῦ Διονύσου τό τε οὔνομα καὶ τὴν θυσίην καὶ τὴν πομπὴν τοῦ φαλλοῦ· ἀτρεκέως μὲν οὐ πάντα συλλαβὼν τὸν λόγον ἔφηνε, ἀλλ᾽ οἱ ἐπιγενόμενοι τούτῳ σοφισταὶ μεζόνως ἐξέφηναν· τὸν δ᾽ ὦν φαλλὸν τὸν τῷ Διονύσῳ πεμπόμενον Μελάμπους ἐστὶ ὁ κατηγησάμενος, καὶ ἀπὸ τούτου μαθόντες ποιεῦσι τὰ ποιεῦσι Ἕλληνες.
(2.49.1)

Ο Ηρόδοτος ξεκινάει με το «ων δοκέει μοι». Αυτό σημαίνει «έχω τη γνώμη, νομίζω» (Μέγα Λεξικό Δ. Δημητράκου, τ. Δ΄, σ. 2081). Σύμφωνα με τη γνώμη του, ο Μελάμπους -ο γιος του Αμυθέωνος- δεν είναι αδαής αλλά έμπειρος πάνω σε αυτά τα πράγματα. Αυτός είναι «ο εξηγησάμενος του Διονύσου το τε όνομα και τη θυσίην και την πομπήν του φαλλού», στους Έλληνες. Εξηγώ, σημαίνει «καθιστώ τι καταληπτόν, ερμηνεύω, διασαφώ» (Μ. Λεξικό Δ. Δημητράκου, τ. Ε΄, σ. 2646).

Ποιός ήταν όμως ο Μελάμπους και γιατί ονομάστηκε έτσι; Ο πατέρας του Μελάμποδα ήταν ο Αμυθέων (κατά τον Ιωνικό τύπο) ή Αμυθών (κατά τον Δωρικό). Σύμφωνα με τη «Μυθολογική Βιβλιοθήκη» του Απολλοδώρου (Α 9.11), πρόγονος αμφοτέρων ήταν ο Κρηθέας, ο οικιστής και βασιλιάς της Ιωλκού, στο Βόλο. Ο Κρηθέας είχε άλλα δύο παιδιά, τον Αίσονα (πατέρα του Ιάσονα) και τον Φέρη. Σύζυγός του η Τυρώ, κόρη του Σαλμωνέως και της Αλκιδίκης. Σύζυγος του Αμυθέωνος (άρα, μητέρα του Μελάμποδα), η Ειδομένη, ή κατά την εκδοχή που παρουσιάζει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, η Αγλαΐα. Άλλα αδέλφια του Μελάμποδα ήταν ο Βίας, η Αιολία, και η Περιμήλα. Ο Αμυθάων ήταν οικιστής της Πύλου, και ήταν ένας από όσους συνέβαλλαν στην ανανέωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Σύμφωνα με τον Παυσανία, οι άλλοι ήταν ο Πέλοπας, ο Πελίας και ο Νηλέας (Ηλιακά Α΄, 8.2). Όπως γνωρίζουμε, οι Ολυμπιακοί Αγώνες οι οποίοι ετελούντο εις ανάμνησιν της πάλης των Ολυμπίων με τους Τιτάνες, ήταν καθαρά ελληνική υπόθεση. Αλλά και από τα ίδια τα ονόματα, πάλι μπορούμε να αντιληφθούμε την ελληνική καταγωγή του Μελάμποδα. Επιπροσθέτως σχετικά με τον Μελάμποδα, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει ότι ως αντάλλαγμα για τις μαντικές ευεργεσίες του, συμβασίλευσε με τον αδελφό του Βίαντα στον Άργος (Ιστορική βιβλιοθήκη, Δ΄, 68.3). Το όνομά του σημαίνει «αυτόν που έχει μαύρα πόδια». Όπως μας εξηγεί ο Αθανάσιος Σταγειρίτης στην «Ωγυγία», «ονομάστηκε έτσι επειδή η μητέρα του όταν γεννήθηκε, τον άφησε σε σύδενδρο τόπο, του έκαψε ο ήλιος τα πόδια και έγιναν μελανά, εξ ου και Μελάμπους από τα μέλας και πους. Ήταν ο αρχαιότερος μάντης της Ελλάδας και τέταρτος απόγονος του Δευκαλίωνος, από αυτόν κατάγονται οι επισημότεροι μάντεις των Ελλήνων αποκαλούμενοι Μελαμπόδιδες» (τ. Δ΄, σ, 25). Τέλος, παιδιά του ήταν ο Αντιφάτης, ο Βίαντας, και η Μαντώ. Τούτες οι διευκρινήσεις απευθύνονται στους απολογητές που θέλουν τον Μελάμποδα αιγύπτιο στο γένος.

ἐγὼ μέν νύν φημι Μελάμποδα γενόμενον ἄνδρα σοφὸν μαντικήν τε ἑωυτῷ συστῆσαι καὶ πυθόμενον ἀπ᾽ Αἰγύπτου ἄλλα τε πολλὰ ἐσηγήσασθαι Ἕλλησι καὶ τὰ περὶ τὸν Διόνυσον, ὀλίγα αὐτῶν παραλλάξαντα· οὐ γὰρ δὴ συμπεσεῖν γε φήσω τά τε ἐν Αἰγύπτῳ ποιεύμενα τῷ θεῷ καὶ τὰ ἐν τοῖσι Ἕλλησι· ὁμότροπα γὰρ ἂν ἦν τοῖσι Ἕλλησι καὶ οὐ νεωστὶ ἐσηγμένα.
(2.49.2)

Πάλι ο Ηρόδοτος εισάγει την προσωπική του άποψη («εγώ μεν νυν φημί»). Ο Ηρόδοτος λέει ότι ο Μελάμπους έγινε σοφός άνδρας στην μαντική τέχνη, και «πυθόμενον απ’ Αιγύπτου άλλα τε πολλά εσηγήσασθαι Έλλησι και τα περί τον Διόνυσον». Ο Μελάμποδας, σύμφωνα με τη γνώμη του Ηροδότου, εισήγαγε στους Έλληνες τα περί του Διονύσου από την Αίγυπτο, αφού έλαβε γνώση περί αυτών εξ ακοής ή κατόπιν ερωτήσεων («πυθόμενον»), παραλλάσσοντάς τα ελαφρώς («ολίγα αυτών παραλλάξαι»). Και στηρίζει την άποψή του («εγώ μεν νυν φημί»), πάνω σε δύο επιχειρήματα: α) στην ομοιότητα όσων γίνονται για τον Διόνυσο και β) στο ότι έχουν παρουσιαστεί πρόσφατα σε σχέση με την εποχή του («νεωστί εσηγμένα»).

Από όσα έχει γράψει μέχρι τώρα, αλλά και όσα θα γράψει στη συνέχεια που θα εξετάσουμε, πουθενά δεν ισχυρίζεται ότι η ελληνική θρησκεία είναι αιγυπτιακής προελεύσεως. Αυτό που ισχυρίζεται και θα ισχυριστεί παρακάτω, είναι ότι ορισμένες τελετές είναι από εκεί (του Διονύσου), αλλά και τα ονόματα πολλών θεών.

οὐ μὲν οὐδὲ φήσω ὅκως Αἰγύπτιοι παρ᾽ Ἑλλήνων ἔλαβον ἢ τοῦτο ἢ ἄλλο κού τι νόμαιον. πυθέσθαι δέ μοι δοκέει μάλιστα Μελάμπους τὰ περὶ τὸν Διόνυσον παρὰ Κάδμου τε τοῦ Τυρίου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ ἐκ Φοινίκης ἀπικομένων ἐς τὴν νῦν Βοιωτίην καλεομένην χώρην.
(2.49.3)

Ο Ηρόδοτος εξακολουθεί να λέει την γνώμη του, αυτό που νομίζει («μοι δοκέει»), ότι τα σχετικά με τον Διόνυσο δεν τα έλαβαν οι Αιγύπτιοι από τους Έλληνες. Αλλά ο Μελάμποδας τα έμαθε από τον Κάδμο τον Τύριο και από όσους έφτασαν μαζί του από τη Φοινίκη στην Βοιωτία, παρότι μόλις πριν μας έλεγε ότι ο Μελάμποδας τα έμαθε από τους Αιγυπτίους. Ωστόσο, πρέπει να διευκρινιστεί τι εννοεί ο Ηρόδοτος με τη φράση «Κάδμου τε του Τυρίου». Να πούμε λοιπόν συνοπτικά τι αναφέρεται στην μυθολογία.

Ο Έπαφος κατάγονταν από το Άργος, και ήταν γιος της Ιούς και του Διός. Αυτός γέννησε την Λιβύη, και αυτή με την σειρά της γέννησε δύο δίδυμα, τον Αγήνορα και τον Βήλο. Ο Αγήνορας πήγε στην Φοινίκη, ενώ ο Βήλος έμεινε στην Αίγυπτο. Ο Αγήνορας, αφού πήγε στην Φοινίκη, νυμφεύθηκε την Τηλέφασσα και γέννησε την Ευρώπη, τον Κάδμο, τον Φοίνικα, και τον Κίλικα. Τα ονόματα όλα είναι ελληνικά. Οι ετυμολογίες τους το αποδεικνύουν. Για παράδειγμα, για το «Κάδμος» αναφέρονται στο ομηρικό λεξικό του Κωνσταντινίδη δύο εκδοχές. Ότι «το όνομα είναι πιθανώς Φοινικικής αρχής, εκ του Kedem = Ανατολή, και σημαίνει τον Ανατολίτην». Η άλλη εκδοχή, ότι «άλλοι δε Ευρωπαϊκήν αρχήν εις τον περί Κάδμου μύθον αποδιδόντες ερμηνεύουσι αυτόν κοσμητήν, και σχετίζουσι τη λέξη προς τον κόσμον και το κέκασθαι» (σ. 523). Πηγαίνοντας στο λεξικό του Δ. Δημητράκου, στον τ. Ζ΄, βλέπουμε ότι προέρχεται από το «καίνυμι» (παρακείμενος του «κέκασμαι», ενώ στη δωρική διάλεκτο γίνεται «κέκαδμαι»), που σημαίνει «νικώ, υπερτερώ, διακρίνομαι». «Κεκασμένος» (στην δωρική διάλεκτο «κεκαδμένος»), σημαίνει «κεκοσμημένος, καλλωπισμένος» (σ. 3529).

Ο Κάδμος στάλθηκε από τον πατέρα του προς αναζήτηση της αδελφής του της Ευρώπης, όπως γνωρίζουμε από τον ομώνυμο μύθο. Έτσι, κατέληξε στη Βοιωτία γενόμενος οικιστής της πόλης που έλαβε από το όνομά του, την Καδμεία. Συνεπώς, λέγεται Τύριος επειδή γεννήθηκε εκεί. Μάλιστα, ο Αθανάσιος Σταγειρίτης αναφέρει ότι από τον γιο του Αγήνορα, τον Φοίνικα, (αδελφός του Κάδμου), έλαβε η περιοχή το όνομα Φοινίκη.

σχεδὸν δὲ καὶ πάντων τὰ οὐνόματα τῶν θεῶν ἐξ Αἰγύπτου ἐλήλυθε ἐς τὴν Ἑλλάδα. διότι μὲν γὰρ ἐκ τῶν βαρβάρων ἥκει, πυνθανόμενος οὕτω εὑρίσκω ἐόν· δοκέω δ᾽ ὦν μάλιστα ἀπ᾽ Αἰγύπτου ἀπῖχθαι.
(2.50.1)

Και συνεχίζει αναφέροντας ότι όλα σχεδόν τα ονόματα των θεών ήρθαν από την Αίγυπτο στην Ελλάδα, όπως βρίσκει να έχουν τα πράγματα. Πως όμως το νομίζει αυτό; «Πυνθανόμενος». Αυτό προέρχεται από το ρήμα «πυνθάνομαι», που σημαίνει «μανθάνω κατόπιν ερωτήσεως, ζητώ να μάθω ή εξ ακοής λαμβάνω γνώσιν, πληροφορούμαι, ακούω, γνωρίζω, μαθαίνω» (Μέγα Λεξικό Δ. Δημητράκου, τ. ΙΒ΄, σ. 6350). Και χρησιμοποιεί πάλι το ρήμα «δοκέω» τρίτη φορά ως τώρα. Αυτή η «δόξα» σχηματίστηκε στον Ηρόδοτο επειδή εκείνος σχημάτισε γνώμη από όσα του είπαν οι Αιγύπτιοι. Ωστόσο πρέπει να προσέξουμε και πάλι, ότι μιλάει για «ονόματα» θεών. Δεν μιλάει για εισαγωγή θρησκείας από τους Αιγυπτίους. Όμως, όπως θα δούμε παρακάτω, ούτε αυτή η άποψη είναι ορθή, όχι επειδή την παίρνει από τους ίδιους τους Αιγυπτίους, αλλά επειδή υπάρχουν στοιχεία που την αναιρούν. Διότι, στον πλατωνικό διάλογο «Κρατύλος», μας δίδονται οι ετυμολογήσεις των ονομάτων των θεών. Με αυτόν τον τρόπο, μας δίδεται η σχέση του σημαίνοντος και του σημαινόμενου. Μας δίδεται η ίδια η ουσία και η φύση που απεικονίζει ένα όνομα. Αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί εάν τα ονόματα των θεών ήταν παρμένα είτε αυτούσια από τους Αιγυπτίους, είτε εάν αυτά ήσαν παραλλαγμένα προς το ελληνικότερο. Διότι θα έλειπε αυτή η σχέση. Θα ήταν όλως κατά σύμβαση.

ὅτι γὰρ δὴ μὴ Ποσειδέωνος καὶ Διοσκόρων, ὡς καὶ πρότερόν μοι ταῦτα εἴρηται, καὶ Ἥρης καὶ Ἰστίης καὶ Θέμιος καὶ Χαρίτων καὶ Νηρηίδων, τῶν ἄλλων θεῶν Αἰγυπτίοισι αἰεί κοτε τὰ οὐνόματά ἐστι ἐν τῇ χώρῃ. λέγω δὲ τὰ λέγουσι αὐτοὶ Αἰγύπτιοι. τῶν δὲ οὔ φασι θεῶν γινώσκειν τὰ οὐνόματα, οὗτοι δέ μοι δοκέουσι ὑπὸ Πελασγῶν ὀνομασθῆναι, πλὴν Ποσειδέωνος· τοῦτον δὲ τὸν θεὸν παρὰ Λιβύων ἐπύθοντο.
(2.50.2)

Τα ονόματα που εξαιρεί ο Ηρόδοτος και που δεν υπάρχουν από πάντα στην Αίγυπτο είναι τα εξής: Ποσειδώνας, Διόσκουροι, Ήρα, Εστία, Θέμιδα, Χάριτες, Νηρηίδες. Τα ονόματα των άλλων θεών υπάρχουν από πάντα στην Αίγυπτο. Ο Ηρόδοτος μας λέει ότι αυτά τα λένε οι Αιγύπτιοι («λέγω δε τα λέγουσι αυτοί Αιγύπτιοι»).

Όταν όμως εξετάσουμε τις ετυμολογήσεις των ονομάτων όπως μας παραδίδονται από τον Πλάτωνα στον «Κρατύλο», διαπιστώνουμε ότι τα πράγματα δεν είναι όπως μας τα λένε οι Αιγύπτιοι.

Στο σημείο αυτό, θα αναφέρουμε τέσσερα παραδείγματα για την σχέση σημαίνοντος και σημαινομένου, στα ονόματα των θεών. Δύο παραδείγματα από ονόματα τα οποία υποτίθεται ότι παραλάβαμε από τους Αιγυπτίους, και δύο από ονόματα που δεν τα έχουν οι Αιγύπτιοι.

Θα δούμε αν υπάρχει ουσιαστική σχέση στα ονόματα Άρτεμις, Δήμητρα, Ήρα και Εστία, με την ουσία τους.

Στον «Κρατύλο» μας δίδονται τρείς ετυμολογήσεις για το όνομα της Αρτέμιδος. Α) Από το «αρτεμές», δηλαδή την ακεραιότητα λόγω της παρθενίας της. Β) Από το «αρετής ίστορα», δηλαδή την γνώστρια της αρετής, και γ) από το «άροτον μισησάσης», δηλαδή λόγω του ότι εναντιώθηκε στη γονιμότητα μέσω της παρθενίας της (Κρατύλος, 406 b). Για το όνομα «Δήμητρα», από το «διδούσα ως μήτηρ» (404b). Για το όνομα «Ήρα», δίνονται δύο. Α) από το «ερατή», δηλαδή αξιαγάπητη, και Β) από το «αήρ». Αν επαναλάβει κανείς πολλές φορές το όνομα «Ήρα», προκύπτει το «αήρ». Ο Ζεύς-Κοσμικός Νους νυμφεύεται την Ήρα-Κοσμική Ψυχή (404c). Όπως ο Κρόνος-Χρόνος νυμφεύεται την Ρέα-Ροή, και αποκτούν τέκνα (στις στιγμές) που ο Χρόνος τα τρώει (οι στιγμές χάνονται σε μια αέναη ροή, τη ροή του γίγνεσθαι). Για το όνομα «Εστία», αυτό προκύπτει από τη λέξη «ουσία», η οποία σε άλλη ελληνική διάλεκτο είναι «εσσία» και δηλώνει την «ουσία». Εστία ονομάζεται η ουσία των πραγμάτων, και από εκεί προκύπτει και το «εστί» που δηλώνει ότι κάτι μετέχει της ουσίας, δηλαδή υπάρχει. Σε παλαιότερη εποχή, οι Αθηναίοι καλούσαν την ουσία «εσσία». Πριν από όλους τους θεούς, οι θυσίες ξεκινούν από την Εστία. Έτσι, εστία είναι η ουσία των πάντων. (401b-c).

Αν ήταν ορθά όσα λέει εδώ ο Ηρόδοτος, τότε θα έπρεπε να μην υπάρχει αντιστοιχία ονόματος και ουσίας. Θα έπρεπε τα ονόματα να ήταν τυχαία.

Όσα ονόματα θεών δεν γνωρίζουν οι Αιγύπτιοι, νομίζω (λέει ο Ηρόδοτος), ότι ονομάστηκαν από τους Πελασγούς, εκτός αυτό του Ποσειδώνος, το οποίο οι Αιγύπτιοι πήραν από τους Λίβυους. Όμως, αν μελετήσει κανείς τον Κρατύλο, θα δει ότι δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Διότι εκεί ετυμολογείται (και) το όνομα του Ποσειδώνος.

οὐδαμοὶ γὰρ ἀπ᾽ ἀρχῆς Ποσειδέωνος οὔνομα ἔκτηνται εἰ μὴ Λίβυες, καὶ τιμῶσι τὸν θεὸν τοῦτον αἰεί. Νομίζουσι δ᾽ ὦν Αἰγύπτιοι οὐδ᾽ ἥρωσι οὐδέν.
(2.50.3)

Διότι μόνοι οι Λίβυοι, κατά τον Ηρόδοτο, είχαν από την αρχή το όνομα του Ποσειδώνος και της τιμής του.

«Ευτέρπη» 51,1- 53,3

Ταῦτα μέν νυν καὶ ἄλλα πρὸς τούτοισι, τὰ ἐγὼ φράσω, Ἕλληνες ἀπ᾽ Αἰγυπτίων νενομίκασι· τοῦ δὲ Ἑρμέω τὰ ἀγάλματα ὀρθὰ ἔχειν τὰ αἰδοῖα ποιεῦντες οὐκ ἀπ᾽ Αἰγυπτίων μεμαθήκασι, ἀλλ᾽ ἀπὸ Πελασγῶν πρῶτοι μὲν Ἑλλήνων ἁπάντων Ἀθηναῖοι παραλαβόντες, παρὰ δὲ τούτων ὧλλοι.
(2.51.1)

Αυτά που ανέφερε ήδη και αυτά για τα οποία θα πει, ισχυρίζεται ότι οι Έλληνες τα υιοθέτησαν ως έθιμα από τους Αιγυπτίους. Εκτός από την κατασκευή αγαλμάτων του Ερμή με ορθωμένο το μόριο, το οποίο οι Έλληνες το έμαθαν από τους Πελασγούς. Και πιο συγκεκριμένα, οι Αθηναίοι.

Αξίζει να παρατηρηθεί η φράση «από Πελασγών πρώτοι μεν Ελλήνων απάντων Αθηναίοι παραλαβόντες». Εκ πρώτης αναγνώσεως, φαίνεται ότι ο Ηρόδοτος ξεχωρίζει φυλετικά τους Πελασγούς από τους Αθηναίους. Ο Ηρόδοτος όμως δεν υποστηρίζει αυτό, εφόσον θεωρεί τους Αθηναίους Πελασγούς· «Τοιούτο το Πελασγικόν, το Αττικόν έθνος εόν Πελασγικόν» (Βιβλίο Α΄, 57.3).

Ἀθηναίοισι γὰρ ἤδη τηνικαῦτα ἐς Ἕλληνας τελέουσι Πελασγοὶ σύνοικοι ἐγένοντο ἐν τῇ χώρῃ, ὅθεν περ καὶ Ἕλληνες ἤρξαντο νομισθῆναι. ὅστις δὲ τὰ Καβείρων ὄργια μεμύηται, τὰ Σαμοθρήικες ἐπιτελέουσι παραλαβόντες παρὰ Πελασγῶν, οὗτος ὡνὴρ οἶδε τὸ λέγω (2.51.2).

τὴν γὰρ Σαμοθρηίκην οἴκεον πρότερον Πελασγοὶ οὗτοι οἵ περ Ἀθηναίοισι σύνοικοι ἐγένοντο, καὶ παρὰ τούτων Σαμοθρήικες τὰ ὄργια παραλαμβάνουσι (2.51.3).

ὀρθὰ ὦν ἔχειν τὰ αἰδοῖα τἀγάλματα τοῦ Ἑρμέω Ἀθηναῖοι πρῶτοι Ἑλλήνων μαθόντες παρὰ Πελασγῶν ἐποιήσαντο. οἱ δὲ Πελασγοὶ ἱρόν τινα λόγον περὶ αὐτοῦ ἔλεξαν, τὰ ἐν τοῖσι ἐν Σαμοθρηίκῃ μυστηρίοισι δεδήλωται (2.51.4).

Στο σημείο αυτό, ο Ηρόδοτος αναφέρεται στην μεγάλη οικογένεια των Πελασγών. Για τους Πελασγούς και πως συνδέονται με τους Έλληνες έχουμε αναφερθεί σε μια σειρά επτά άρθρων με τίτλο «Η ιστορική συνέχεια πρωτοελλήνων και ελλήνων», με στοιχεία από τον Ηρόδοτο και άλλους αρχαίους συγγραφείς. Τα μυστήρια των Καβείρων ή αλλιώς τα μυστήρια της Σαμοθράκης, τα οποία είναι ισάξια με αυτά της Δήμητρος και της Κόρης στην Ελευσίνα, προέρχονται από τους Πελασγούς πρόγονούς μας.

ἔθυον δὲ πάντα πρότερον οἱ Πελασγοὶ θεοῖσι ἐπευχόμενοι, ὡς ἐγὼ ἐν Δωδώνῃ οἶδα ἀκούσας, ἐπωνυμίην δὲ οὐδ᾽ οὔνομα ἐποιεῦντο οὐδενὶ αὐτῶν· οὐ γὰρ ἀκηκόεσάν κω. θεοὺς δὲ προσωνόμασάν σφεας ἀπὸ τοῦ τοιούτου ὅτι κόσμῳ θέντες τὰ πάντα πρήγματα καὶ πάσας νομὰς εἶχον (2.52.1).

ἔπειτε δὲ χρόνου πολλοῦ διεξελθόντος ἐπύθοντο ἐκ τῆς Αἰγύπτου ἀπιγμένα τὰ οὐνόματα τῶν θεῶν τῶν ἄλλων, Διονύσου δὲ ὕστερον πολλῷ ἐπύθοντο· καὶ μετὰ χρόνον ἐχρηστηριάζοντο περὶ (τῶν) οὐνομάτων ἐν Δωδώνῃ· τὸ γὰρ δὴ μαντήιον τοῦτο νενόμισται ἀρχαιότατον τῶν ἐν Ἕλλησι χρηστηρίων εἶναι, καὶ ἦν τὸν χρόνον τοῦτον μοῦνον (2.52.2).

ἐπεὶ ὦν ἐχρηστηριάζοντο ἐν τῇ Δωδώνῃ οἱ Πελασγοὶ εἰ ἀνέλωνται τὰ οὐνόματα τὰ ἀπὸ τῶν βαρβάρων ἥκοντα, ἀνεῖλε τὸ μαντήιον χρᾶσθαι. ἀπὸ μὲν δὴ τούτου τοῦ χρόνου ἔθυον τοῖσι οὐνόμασι τῶν θεῶν χρεώμενοι. παρὰ δὲ Πελασγῶν Ἕλληνες ἐδέξαντο ὕστερον (2.52.3).

Ο Ηρόδοτος μεταφέρει κάτι που έμαθε εξ ακοής όταν ήταν στην Δωδώνη. Μας μεταφέρει αυτό που άκουσε εκεί, χωρίς να ξέρουμε ποιος συγκεκριμένα ήταν αυτός που του το είπε. Συνεπώς, δεν είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε την ορθότητα. Σύμφωνα λοιπόν με όσα γνώρισε ακούγοντας, οι Πελασγοί εύχονταν στους θεούς χωρίς να προφέρουν τα ονόματά τους, διότι δεν τα είχαν ακούσει. Συνεπώς, δεν τα ήξεραν. Ονόμασαν τις ανώτερες οντότητες με το όνομα «θεούς», επειδή κόσμησαν όλα όσα υπάρχουν («ότι κόσμω θέντες τα πάντα πρήγματα»), και τα μοίρασαν όπως πρέπει («και πάσας νομάς είχον»). Δηλαδή, ονομάστηκαν «θεοί» επειδή έθεσαν την κοσμική τάξη. Έτσι και αυτοί, αργότερα, έμαθαν τα ονόματα των θεών που ήρθαν από την Αίγυπτο. Το όνομα του Διονύσου το έμαθαν πολύ αργότερα. Αυτοί λοιπόν ζήτησαν χρησμό από το μαντείο της Δωδώνης, για το αν θα έπρεπε να τα δεχτούν. Το μαντείο έδωσε τη συγκατάθεσή του με χρησμό, ώστε οι Πελασγοί να χρησιμοποιούν τα ονόματα που έφτασαν από τους βαρβάρους. Από τους Πελασγούς τα δέχτηκαν ύστερα και οι Έλληνες.

ὅθεν δὲ ἐγένοντο ἕκαστος τῶν θεῶν, εἴτε αἰεὶ ἦσαν πάντες, ὁκοῖοί τέ τινες τὰ εἴδεα, οὐκ ἠπιστέατο μέχρι οὗ πρώην τε καὶ χθὲς ὡς εἰπεῖν λόγῳ (2.53.1).

Ἡσίοδον γὰρ καὶ Ὅμηρον ἡλικίην τετρακοσίοισι ἔτεσι δοκέω μευ πρεσβυτέρους γενέσθαι καὶ οὐ πλέοσι. οὗτοι δέ εἰσι οἱ ποιήσαντες θεογονίην Ἕλλησι καὶ τοῖσι θεοῖσι τὰς ἐπωνυμίας δόντες καὶ τιμάς τε καὶ τέχνας διελόντες καὶ εἴδεα αὐτῶν σημήναντες (2.53.2).

Όσα γράφει εδώ ο Ηρόδοτος πρέπει να προσεχθούν ιδιαιτέρως, διότι είναι άκρως αποκαλυπτικά και γκρεμίζουν τα ψεύδη και την παραπληροφόρηση ότι τάχα ο Ηρόδοτος έλεγε ότι η ελληνική λατρεία είναι ξενόφερτη. Μας λέει ότι αρχικά οι Έλληνες δεν ήξεραν πως έγινε ο κάθε θεός, αν ήταν από πάντα, πως ήταν η εμφάνισή τους. Με άλλα λόγια, δεν είχαν θεογονίες. Και εκφράζει την γνώμη του («δοκέω») ότι οι πρώτοι που έφτιαξαν θεογονίες («οι ποιήσαντες θεογονίην Έλλησιν») και που έδωσαν τις επωνυμίες («θεοίσι τας επωνυμίας δόντες») και τις τιμές και τις τέχνες και που καθόρισαν την χαρακτηριστική μορφή του καθενός («ειδέα αυτών σημήναντες»), ήταν ο Ησίοδος και ο Όμηρος. Αυτοί μάλιστα, σύμφωνα με τη γνώμη του Ηροδότου, έζησαν όχι παραπάνω από 400 χρόνια πριν από αυτόν.

Τι σημαίνει «τας επωνυμίας δόντες»; Σημαίνει ότι έδωσαν ονόματα προσδιοριστικά του εκάστου θεού, με βάση τις ιδιότητές του. Και ότι κλειδί για την αποκωδικοποίηση των θεογονιών τους, είναι αυτές οι επωνυμίες. Από τη λέξη «επωνυμία» (επ + όνομα = δηλαδή, ένα προσδιοριστικό όνομα πάνω σε ένα γενικότερο όνομα), παράγεται το «επώνυμος» που σημαίνει «ο δοθείς, ο απονεμηθείς, ως όνομα έχων ορισμένην σημασίαν» (Μ. Λεξικό Δ. Δημητράκου, τ. ΣΤ΄, σ. 2926).

Αυτό, ισοδυναμεί με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω από τον Κρατύλο του Πλάτωνος. Ότι υπάρχει σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου. Ότι το κάθε όνομα δηλώνει και αποκρυσταλλώνει συγκεκριμένη ουσία, όπως ο ζωγράφος αποτυπώνει αυτό που ορά πάνω στον πίνακά του. Βεβαίως, ο Ησίοδος και ο Όμηρος είναι δύο εκ των ονοματοθετών. Οι υπόλοιποι είναι άγνωστοι, καθώς χάνονται στα βάθη των αιώνων, όπως χάνεται και η γλώσσα.

Επίσης, ο Όμηρος και ο Ησίοδος δεν είναι παλαιότεροι μόνο κατά 400 χρόνια του Ηροδότου. Είναι πολλά παραπάνω. Και αυτό προκύπτει από μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων αλλά και του Αριστοτέλη, ο οποίος τοποθετεί τη γέννηση του Ομήρου στο 3100 π. κ. ε, όπως έχει αναφερθεί στο άρθρο περί της ελληνικότητας του Ορφέως. Συνεπώς, ο Όμηρος είναι κατά περίπου 3600 χρόνια παλαιότερος του Ηροδότου και όχι μόνο 400. Προς τούτα, πρέπει να συνυπολογιστεί ότι όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς τοποθετούν τον Ορφέα σε ακόμη παλαιότερες εποχές από αυτήν του Ομήρου. Ο Ορφέας μας έχει αφήσει και αυτός θεογονίες και ύμνους, με τις ονομασίες και τις ιδιότητες των θεών, μαζί και του Διονύσου!

οἱ δὲ πρότερον ποιηταὶ λεγόμενοι τούτων τῶν ἀνδρῶν γενέσθαι ὕστερον, ἔμοιγε δοκέειν, ἐγένοντο. τούτων τὰ μὲν πρῶτα αἱ Δωδωνίδες ἱέρειαι λέγουσι, τὰ δὲ ὕστερα τὰ ἐς Ἡσίοδόν τε καὶ Ὅμηρον ἔχοντα ἐγὼ λέγω (2.53.3).

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Ηροδότου, τα περί των ονομάτων των θεών για τη χρήση των οποίων ρωτήθηκε το μαντείο, τα λένε οι ιερείς της Δωδώνης. Ενώ, είναι γνώμες του Ηροδότου τα σχετικά με τον Όμηρο και τον Ησίοδο.

Και τώρα θα περάσουμε στο δεύτερο μέρος, όπου θα επιχειρηθεί να δοθούν περισσότερες πληροφορίες, για να υπάρξει ευρύτερη εικόνα επί του θέματος.

Η πολιτισμική επέκταση των Ελλήνων προς την βόρεια Αφρική, κατά τα προϊστορικά χρόνια
Κατά τη μυθολογία, που είναι «αναζήτησις τε των παλαιών μετά σχόλης» (Πλάτων, Κριτίας 110a), η Λιβύη (από όπου πήρε και το όνομά της η ευρύτατη περιοχή από την Αίγυπτο μέχρι τον Ατλαντικό ωκεανό), ήταν κόρη του Έπαφου και της Μέμφιος (Λεξικό Λορέντη, σ. 325). Ο δε Έπαφος κατάγονταν από το Άργος, και ήταν γιος της Ιούς και του Διός. Ο μύθος αναφέρει ότι η μητέρα του η Ιώ, ήταν αρχικά ιέρεια της Ήρας την οποία ερωτεύθηκε ο Δίας. Μετά από πολλές περιπλανήσεις της Ιούς, μεταμορφωμένης στο μεταξύ σε λευκή αγελάδα, δίδοντας στο πέλαγος του Κρόνου και της Ρέας το όνομα «Ιόνιο» και στα στενά το όνομα «Βόσπορος» εξαιτίας του περάσματός της, κατέληξε στην Αίγυπτο, όπου ξαναπαίρνοντας την ανθρώπινη μορφή της, απέκτησε από τον Δία τον Έπαφο (Α. Σταγειρίτης, Ωγυγία Δ΄, σ. 355-356). Ο Έπαφος θα αποκτήσει για θυγατέρα του την Λιβύη, η οποία με τη σειρά της θα αποκτήσει από τον Ποσειδώνα τα δίδυμα αδέλφια Αγήνορα και Βήλο. Ο Αγήνορας θα κατευθυνθεί στα μέρη της Φοινίκης, ενώ ο Βήλος θα παραμείνει στην Αίγυπτο. Από τον τελευταίο θα προέρθουν ο Αίγυπτος και ο Δαναός. Ο Δαναός θα αποσταλεί στην Λιβύη. Όταν αργότερα θα φύγει εξαιτίας εξεγέρσεων και θα έρθει στο Άργος από όπου κατάγονταν, θα πάρει την βασιλεία και θα ονομάσει τους κατοίκους Δαναούς. Οι μελετητές δέχονται ότι όλα αυτά αντανακλούν την εξάπλωση των ελλήνων, σε ένα πρώτο επίπεδο ερμηνείας των σχετικών μύθων. Αυτά, αναφέρονται επίσης στην Μυθολογική Βιβλιοθήκη του Απολλόδωρου.

Οι ελληνικές βάσεις της αιγυπτιακής ιστορίας

Η αιγυπτιακή ιστορία χωρίζεται συμβατικά, σε δύο μεγάλες περιόδους:

Α) την προ-δυναστική περίοδο, η οποία χωρίζεται με τη σειρά της σε δύο υποπεριόδους, i) το αρχαίο ελληνικό βασίλειο και ii) την προ-φαραωνική δυναστεία, όπου έχουμε διάφορα αυτόνομα βασίλεια.
Β) την δυναστική φαραωνική περίοδο, όπου καθιερώνεται η θεοκρατική μοναρχία και συνενώνονται τα βασίλεια.

Εμάς, μας ενδιαφέρει η πρώτη περίοδος, διότι τότε ετέθησαν οι βάσεις του πολιτισμού, που αργότερα θα ονομαστεί αιγυπτιακός. Ο παραπάνω διαχωρισμός μπορεί να στηριχτεί στις αρχαίες πηγές. Ο ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης γράφει τα εξής: «Μετά τους θεούς, λένε, πρώτος βασίλεψε στην Αίγυπτο ο Μήνας, που δίδαξε τους ανθρώπους να σέβονται τους θεούς και να προσφέρουν θυσίες…» (Ιστορική βιβλιοθήκη, Α΄, 45.1). Ο αρχαίος αντιγραφέας-σχολιαστής, αναφέρει ότι το πρώτο βιβλίο του συγκεκριμένου έργου, επειδή είναι μεγάλο, χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο, μεταξύ των άλλων, ο ιστορικός αναφέρεται στους θεούς που έκτισαν πόλεις στην Αίγυπτο δίνοντας το όνομά τους σε αυτές. Στο δεύτερο, τους πρώτους βασιλείς της Αιγύπτου (Α΄, 42). Ο ιστορικός Μανέθωνας αναφέρει ελληνικά ονόματα που βρίσκονται στους καταλόγους της προκατακλυσμιαίας δυναστείας στην Αίγυπτο, όπως Ουρανός, Ήφαιστος, Ήλιος, Αγαθοδαίμων, Ερμής, Βήλος, Πένδωρ, Ερεσιμένης, κα. Επίσης, για την ελληνικότητα της Αιγύπτου μαρτυρούν το ίδιο το όνομά της (Αίγυπτος = Αιγαίο + ύπτιος, δηλαδή η περιοχή που βρίσκεται υπτίως του Αιγαίου), όπως και τα ελληνικά ονόματα των πόλεών της. Για παράδειγμα, οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν την Θηβαΐδα (αλλιώς πόλη του Διός και Θήβες), την Πανόπολη, τη Μέμφιδα, την Σαΐδα.Επίσης, η Ηλιούπολη, η Άβυδος, η Διοχήτη, η Ερμούπολη, η Απολλωνόπολη, η Ναύκρατης, η Θωνής ή Ηράκλεια, κ.ά. Αντιθέτως, δεν έχουμε καμία πόλη στην Ελλάδα με αιγυπτιακό όνομα, όχι μόνο κατά την ίδια παλαιότατη εποχή στην οποία αναφερόμαστε, αλλά ούτε και σε νεότερες εποχές. Ενώ έχουν μείνει ονόματα τουρκικής προέλευσης, δεν υπάρχει κανένα αιγυπτιακής. Ο λόγος προφανής. Διότι η τουρκική εισβολή ήταν πραγματική, ενώ στον ελλαδικό χώρο δεν είχαμε καθόλου την αιγυπτιακή παρουσία. Βλέπουμε δηλαδή ότι η φορά είναι από εδώ προς τα εκεί, και όχι το αντίθετο. Αυτό δείχνει ότι η Ελλάδα επηρέασε την Αίγυπτο και όχι η Αίγυπτος την Ελλάδα.

Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η Αίγυπτος για τους Αιγυπτίους της εποχής του, είναι «επίκτητος γη» (Ευτέρπη, 5.1). Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης μας λέει ότι «Μετά την πρώτη εγκατάσταση των ανθρώπων στην Αίγυπτο, που σύμφωνα με τη μυθολογία έγινε την εποχή των θεών και των ηρώων…» (Ιστορική Βιβλιοθήκη, Α΄, 94). Αυτή η πρώτη εγκατάσταση ανθρώπων δεν μπορεί να αναφέρεται στους γνωστούς μας Αιγυπτίους. Εκείνοι ήρθαν αργότερα. Όχι μόνο διότι αυτή έγινε «την εποχή των θεών» (που όπως είδαμε έχουν ελληνικά ονόματα), αλλά και διότι δεν θα χαρακτηρίζονταν ως «επίκτητη». Με άλλα λόγια, η Αίγυπτος εμφανίζεται εξ αρχής ως τμήμα του ελληνικού χώρου από τα πανάρχαια χρόνια που βασίλευαν οι θεοί.

Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει και άλλα πράγματα. «Διότι οι Αιγύπτιοι θεωρούν τον Ωκεανό (σημείωση: την φύτρα των θεών) τον ποταμό τους τον Νείλο, όπου γεννήθηκαν και οι θεοί τους· επειδή απ’ όλον τον κόσμο μόνο στην Αίγυπτο υπάρχουν τόσο πολλές πόλεις που έκτισαν οι θεοί, Δίας, Ήλιος, Ερμής, Απόλλων, Παν, Ειλείθυια, κι άλλοι πολλοί» (Α΄ βιβλίο, 12.6). Λίγο παρακάτω: «Πέρα από αυτούς, λένε, υπάρχουν κι άλλοι θεοί, επίγειοι, που ήταν κάποτε θνητοί, αλλά κέρδισαν την αθανασία, επειδή είχαν σύνεση και ευεργέτησαν το ανθρώπειο γένος, μερικοί μάλιστα από τους οποίους υπήρξαν και βασιλείς της Αιγύπτου. Ο Ήλιος ήταν ο πρώτος βασιλιάς των Αιγυπτίων, ομώνυμος με το άστρο του ουρανού. Μερικοί όμως ιερείς λένε πως πρώτος βασίλευσε ο Ήφαιστος, επειδή βρήκε τη φωτιά και πήρε την ηγεμονία γι’ αυτή του την υπηρεσία. Κατόπιν βασίλεψε ο Κρόνος που παντρεύτηκε την αδελφή του Ρέα, και γέννησε, σύμφωνα με μερικούς μυθολόγους, τον Όσιρι και την Ίσιδα, ενώ κατά τους περισσότερους, τον Δία και την Ήρα…» (ο. π. 13.1-4). Παρακάτω, αναφέρεται στον Ερμή που «πρώτος διαμόρφωσε κοινή λαλιά για τους ανθρώπους κι έτσι πολλά ανώνυμα μέχρι τότε πράγματα, πήραν το όνομά τους, εκείνος επινόησε τα γράμματα κι εκείνος καθιέρωσε τις θρησκευτικές τελετές και τις θυσίες προς τιμή των θεών. Πρώτος εκείνος πρόσεξε τη διάταξη των άστρων και τη μουσική αρμονία των ήχων και πρώτος εκείνος οργάνωσε παλαίστρα και φρόντισε για την εύρυθμη άσκηση και τη σωστή διάπλαση του ανθρωπίνου σώματος. Κατασκεύασε λύρα με τρεις χορδές, μιμούμενος τις εποχές του έτους, και όρισε τρεις φθόγγους, έναν οξύ, έναν βαρύ κι έναν μέσο· τον οξύ από το θέρος, τον βαρύ από τον χειμώνα και τον μέσο από την άνοιξη» (ο. π. 16.1).

Λίγο παρακάτω, αναφέρει ότι ο Όσιρις, ο οποίος είναι ο Διόνυσος, πήρε στην εκστρατεία του τον Άνουβι, τον Μακεδόνα, και τον Πάνα.

Πότε έδρασε ο Ήφαιστος; Ο Διογένης ο Λαέρτιος, συμφωνώντας με τα παραπάνω, μας πληροφορεί ότι αυτά τοποθετούνται σε προ-κατακλυσμιαίες περιόδους. Στην αρχή του έργου του «Βίοι φιλοσόφων», γράφει: «Οι Αιγύπτιοι ισχυρίζονται ότι ο Ήφαιστος, ο γιος του Νείλου, είναι εκείνος που άρχισε την φιλοσοφία, της οποίας πρώτοι διδάσκαλοι υπήρξαν ιερείς και προφήτες. Από αυτόν, έως τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα, πέρασαν 48.863 χρόνια, και έγιναν 373 εκλείψεις ηλίου και 832 σελήνης» (Α΄ βιβλίο, 2). Ο Διογένης ο Λαέρτιος, όπως και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αλλά και ακόμα περισσότεροι όπως θα δούμε στην σχετική ενότητα, υποστηρίζουν ότι οι Αιγύπτιοι ιδιοποιήθηκαν τις ελληνικές γνώσεις και τις παρουσίασαν ως δικές τους, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός της απώλειας μεγάλου μέρους ελληνικής γνώσης εξαιτίας κατακλυσμών και γεωλογικών μεταβολών. Αυτή η άγνοια είχε ως αποτέλεσμα κάποιοι να «τους λανθάνουν τα κατορθώματα των Ελλήνων, από τους οποίους όχι μόνο η φιλοσοφία, αλλά και το ανθρώπινο γένος άρχισε, διότι τα αποδίδουν στους βαρβάρους» (ο. π. 3). Και λίγο παρακάτω, αναφέρει: «Οι Έλληνες, λοιπόν, είναι εκείνοι που δημιούργησαν την φιλοσοφία, της οποίας και αυτό το όνομα δεν αποδίδεται στα βαρβαρικά» (ο. π. 4).

Το όνομα του πρώτου βασιλέως στην Αίγυπτο, δεν έχει βέβαια την παραμικρή σχέση με την αιγυπτιακή γλώσσα. Είναι όνομα ελληνικό και μάλιστα στον «Κρατύλο» δίδεται και η ετυμολογία. Ήφαιστος = «φάεος ίστωρ», γνώστης του φωτός, που λέγεται και Φαιστός (407c). Το ίδιο και με την εκδοχή του Ηλίου ως πρώτου βασιλιά.

Μεγάλο ενδιαφέρον έχει και η εξιστόρηση της «Μυθολογικής Βιβλιοθήκης», που αποδίδεται στον Απολλόδωρο. Εκεί μας δίδονται πληροφορίες πως ο Έπαφος από το αργίτικο Ινάχειο γένος, γίνεται βασιλιάς στην Αίγυπτο. Εκκινώντας ο Απολλόδωρος από τον γενάρχη Ίναχο, καταλήγει στο να παρουσιάσει την ελληνική εξάπλωση σε Φοινίκη, Λιβύη, και Αραβία. Τα ίδια τα εμπλεκόμενα ονόματα το δηλώνουν. Έπαφος, Τηθύς, Μελία, Φορωνέας, Αιγιαλέας, Τηλεδίκη, Άπις (ο οποίος μετά θάνατον κλήθηκε Σάραπις),Νιόβη, Άργος (που λέγεται και Πελασγός). Ακόμα ο Αίγυπτος, η Μέμφις, ο Αγήνορας, ο Βήλος, ο Δαναός. Όπως αναφέρεται, η Αίγυπτος πήρε το όνομα αυτό από τον Αίγυπτο. Πριν λεγόταν «χώρα των Μελαμπόδων», από τον έλληνα Μελάμποδα, που είδαμε και παραπάνω.

Ξαναγυρίζοντας στον Διόδωρο, αυτός γράφει: «Μερικοί απ’ αυτούς παραδίδουν τον μύθο ότι αρχικά κυβέρνησαν την Αίγυπτο θεοί και ήρωες, για διάστημα λίγο μικρότερο από 18.000 χρόνια, με τελευταίο τον Ώρο, τον γιο της Ίσιδος. Στην συνέχεια, λένε, άνθρωποι βασίλευσαν στη χώρα…» (Ιστορική Βιβλιοθήκη, Α΄, 44.1).

Ποιός βασίλεψε μετά τον Ώρο; «Μετά τους θεούς, λένε, πρώτος βασίλεψε στην Αίγυπτο ο Μήνας, που δίδαξε τους ανθρώπους να σέβονται τους θεούς και να προσφέρουν θυσίες» (ο. π. 45.1).

Άλλα επιπρόσθετα στοιχεία περί της έντονης παρουσίας του ελληνικού στοιχείου, είναι η χώρα των Κυρηναίων που οικίστηκε από τον Βάτο, ερχόμενο από την Σαντορίνη, φέροντας μαζί του σπαρτιατική αποικία (Λεξικό Λορέντη, σ. 304), οι αρχαίες ελληνικές αποικίες της Πεντάπολης (Βερενίκη, Αρσινόη, Πτολεμαΐδα, Απολλωνούπολη, Κυρήνη). Άλλη σημαντική πληροφορία, είναι ότι η βόρειος Αφρική, πέρα από «Λιβύη», ονομάζονταν και «Αμμωνία». Ο Στέφανος ο Βυζάντιος γράφει στα «Εθνικά»: «Αμμωνία, η μεσόγειος Λιβύη. Και αυτή δε πάσα η Λιβύη ούτως εκαλείτο από Άμμωνος. Ο οικήτωρ Αμμώνιος». Στο λεξικό του Σούδα αναφέρεται «Άμμων, όνομα θεού Ελληνικού». Δηλαδή, τα ονόματα «Άμμων», «Αμμώνιος» (αυτός που ανήκει στον Δία), είναι ελληνικά. Ο Άμμων Δίας, που λάτρευαν και αποκαλούσαν οι Αιγύπτιοι «Αμμούν», είναι ελληνικότατο. Άλλο αξιοσημείωτο είναι ότι ο Ηρόδοτος αναφέρει τον βασιλιά των Αμμωνίων, τον Ετεάρχη.

Άλλη σπουδαία πληροφορία του λεξικού που δείχνει στενές σχέσεις Ελλάδος και βορείου Αφρικής, είναι περί του πλοίου «Αμμωνιάς». Δηλαδή, «η Αμμωνιάς ναυς, εν Αθήναις ελέγετο η ναυς ήτις εστέλλετο κατά καιρούς προς τον εν Άμμωνι Δία, ίσως δε η αυτή και Δηλιάς λεγομένη» (ο. π. σ. 40).

Ιδιοποίηση αρχαίας γνώσης από τους Αιγυπτίους

Ο Πλάτων στον «Τίμαιο» (20d- 24e), πριν αναφερθεί στην ιστορία της Ατλαντίδος, όπως την διηγήθηκαν οι Αιγύπτιοι ιερείς στον Σόλωνα που τους επισκέφτηκε, αναφέρει όσα ειπώθηκαν στο Έλληνα σοφό νομοθέτη από εκείνους και που αφορούν το θέμα μας.

Ο Σόλων, λοιπόν, βρέθηκε στην Σάιδα στο Δέλτα, στο σημείο που χωρίζεται στην κορυφή το ρεύμα του Νείλου. Αυτοί ισχυρίζονται ότι ιδρυτής της πόλεώς τους είναι η θεά Νήιθ, που στα ελληνικά λέγεται Αθηνά. Οι κάτοικοί της αγαπούν τους Αθηναίους ισχυριζόμενοι ότι είναι συγγενείς. Και συνεχίζει…

Όταν λοιπόν πήγε εκεί ο Σόλωνας, τον τίμησαν, είπε, εξαιρετικά. Όταν ζήτησε πληροφορίες για την αρχαία ιστορία τους από τους ιερείς, που κατεξοχήν γνώριζαν αυτά τα πράγματα, διαπίστωσε πως ούτε ο ίδιος ούτε κανένας άλλος Έλληνας, όπως λέγεται, γνώριζε τίποτα σχετικά με αυτά. Κι όταν σε κάποια περίπτωση θέλησε να τους παρασύρει σε συζήτηση σχετικά με την αρχαία ιστορία, τους μίλησε για τις παλιές αθηναϊκές παραδόσεις, για τον Φορωνέα που λέχθηκε πρώτος, για τη Νιόβη, για τον Δευκαλίωνα επίσης και την Πυρρά, για τον τρόπο που σώθηκαν από τον κατακλυσμό και για τη γενεαλογία των απογόνων τους, και προσπάθησε να υπολογίσει το χρονικό διάστημα που πέρασε από τότε μετρώντας τα χρόνια. Τότε ένας πολύ ηλικιωμένος ιερέας του είπε: «Σόλωνα, Σόλωνα, εσείς οι Έλληνες είστε αιωνίως παιδιά. Δεν υπάρχει γέρος Έλληνας». Ακούγοντας αυτό λοιπόν ρώτησε: «Πώς; Τι εννοείς με αυτά που είπες;». «Είστε όλοι νέοι στην ψυχή», είπε, «γιατί δεν έχετε μέσα σας παλαιές αντιλήψεις από αρχαία παράδοση ούτε και καμία διδασκαλία που να πάλιωσε με το πέρασμα του χρόνου. Η αιτία όλων αυτών είναι η εξής: Συνέβησαν και θα συμβούν πολλές και διάφορες καταστροφές στο ανθρώπινο γένος. Οι σημαντικότερες προήλθαν από φωτιές και πλημμύρες, ενώ οι μικρότερες από αμέτρητες άλλες αιτίες. Η παράδοσή σας λέει ότι κάποτε ο Φαέθων, ο γιος του Ήλιου, αφού έζεψε τα το άρμα του πατέρα του, επειδή δεν κατάφερε να το οδηγήσει στη διαδρομή του πατέρα του, κατέκαψε οτιδήποτε βρισκόταν πάνω στη γη και τελικά σκοτώθηκε από κεραυνό, αναφέρεται υπό μορφή μύθου. Η πραγματικότητα όμως είναι η μεταβολή της κίνησης των ουρανίων σωμάτων γύρω από τη γη και η καταστροφή όλων όσων βρίσκονται στην επιφάνειά της από τεράστιες φωτιές ανάμεσα σε μεγάλα χρονικά διαστήματα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όλοι όσοι κατοικούν στα βουνά ή σε τόπους ψηλούς και άνυδρους παθαίνουν μεγαλύτερες καταστροφές από εκείνους που ζουν κοντά σε ποτάμια ή στη θάλασσα. Σε μας ο Νείλος, που είναι και σε άλλες περιπτώσεις ο σωτήρας μας, ξεχειλίζει και μας σώζει από αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Όταν πάλι, από την άλλη μεριά, οι θεοί καθαρίζουν τη γη πλημμυρίζοντάς την με νερά, γλιτώνουν οι βοσκοί και οι βουκόλοι που βρίσκονται στα βουνά, ενώ εκείνοι που ζουν στις πόλεις σας παρασύρονται στη θάλασσα. Σ’ αυτήν εδώ όμως τη χώρα ούτε τότε ούτε άλλη φορά πέφτει από πάνω το νερό στο έδαφος· αντίθετα ξεπετιέται με φυσικό τρόπο από τη γη. Για αυτούς λοιπόν τους λόγους οι τοπικές παραδόσεις θεωρούνται πολύ παλιές. Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι σε κάθε τόπο που η ζέστη ή το κρύο δεν είναι υπερβολικά, υπάρχει πάντα το ανθρώπινο γένος, άλλοτε πιο πολυάριθμο και άλλοτε πιο ολιγάριθμο. Όσα έχουν γίνει μεγάλα ή όμορφα ή με κάποιο τρόπο αξιοθαύμαστα στη δική σας ή στη δική μας χώρα ή και οπουδήποτε αλλού, που εξ ακοής τας γνωρίζουμε, όλα αυτά είναι καταχωρημένα και διατηρημένα στους ναούς μας από τα παλιά χρόνια. Στη χώρα σας όμως, αλλά και σε αρκετές άλλες, έρχεται κάθε τόσο το ρεύμα του ουρανού σαν φοβερή αρρώστια και καταστρέφει όλα όσα χρειάζονται οι πόλεις, αφήνοντας ζωντανούς μόνο τους αγράμματους και τους άμουσους από εσάς, ώστε γίνεστε σαν νέοι από την αρχή, χωρίς να γνωρίζετε τίποτα από εκείνα που έγιναν τον παλιό καιρό τόσο στη δική μας χώρα όσο και στη δική σας».

Ο Αιγύπτιος ιερέας, παρακάτω, αναφέρει στον Σόλωνα για την Αθήνα σε περίοδο πριν τον μεγάλο κατακλυσμό, το πόσο γενναία ήταν και ευνομούμενη, και γενικότερα περί του μεγάλου πολιτισμού που ανέπτυξε.

Η συνέχεια των λόγων είναι ακόμα πιο αποκαλυπτική.

Ο ιερέας λοιπόν του είπε: «Δεν θα σου το αρνηθώ, Σόλωνα. Θα σου τα πω όλα, τόσο για χάρη της θεάς που προστάτευσε, ανέθρεψε και έδωσε παιδεία και στον δικό σας και μετά στον δικό μας τόπο, αρχίζοντας από σας χίλια χρόνια πιο πριν, όταν πήρε το σπέρμα για χάρη σας από τη Γη και τον Ήφαιστο. Η διάρκεια του πολιτισμού μας, όπως λένε τα ιερά μας βιβλία, είναι οκτώ χιλιάδες χρόνια. Θα σου μιλήσω λοιπόν με συντομία για τους νόμους και τα υπέροχα έργα των συμπολιτών σου, που έζησαν πριν από εννέα χιλιάδες χρόνια. Αργότερα, όταν θα βρούμε περισσότερο χρόνο, θα τα συζητήσουμε με λεπτομέρειες, έχοντας στα χέρια μας και τα γραμμένα. Για να πάρεις μια ιδέα των νόμων τους, πρέπει να τους συγκρίνεις με τους νόμους που έχουμε εδώ, γιατί έτσι θα δεις ότι στη χώρα μας έχουμε πολλά παραδείγματα απ’ όσα ίσχυαν τότε εκεί. Σχετικά τώρα με την πνευματική καλλιέργεια, θα παρατηρήσεις χωρίς αμφιβολία ότι ο νόμος έχει δείξει εδώ από την αρχή μεγάλη φροντίδα για την τακτοποίηση όλων των επιστημών που ασχολούνται με την κοσμική τάξη, μέχρι τη μαντική και την ιατρική, που έχει αντικείμενο την υγεία, αποκαλύπτοντας τις θείες αυτές επιστήμες στους ανθρώπους και συστηματοποιώντας όλες τις γνώσεις που προέρχονται από αυτές. Η θεά λοιπόν ίδρυσε πρώτα τη δική σας πολιτεία και της χάρισε αυτό το οργανωμένο και τακτικό σύστημα, διαλέγοντας τον τόπο όπου έχετε γεννηθεί, αφού πρόσεξε ότι η ευκρασία των εποχών που επικρατεί εκεί θα δημιουργούσε ανθρώπους με εξαιρετική σωφροσύνη».

Ο Πλάτων στον «Κριτία» μας δίνει συμπληρωματικές πληροφορίες για την απώλεια σημαντικού μέρους της προγενέστερης γνώσης και πως αυτή ήρθε μέχρι την εποχή του, σε αποσπασματική μορφή.

Τα ονόματα των ντόπιων εκείνης της εποχής έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα, έχουν όμως χαθεί τα έργα τους από τις πολλές καταστροφές που έκαναν οι διάδοχοί τους και από τη φθορά του χρόνου. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, όσοι επιζούσαν μετά από κάθε καταστροφή ήταν αγράμματοι βουνίσιοι, που είχαν ακούσει μόνο τα ονόματα των παλιών ηγετών αλλά γνώριζαν ελάχιστα πράγματα για τα έργα τους. Έτσι, προτιμούσαν να δίνουν αυτά τα ονόματα στα παιδιά τους, αγνοούσαν όμως τις αρετές και τους νόμους των προγενεστέρων, εκτός από κάποιες ασαφείς πληροφορίες που είχε τύχει να ακούσουν για τον καθένα. Και επειδή ακόμα οι ίδιοι και τα παιδιά τους επί πολλές γενιές δεν είχαν τα αναγκαία μέσα για την συντήρησή τους, σκέφτονταν συνεχώς για τα πράγματα που τους έλειπαν, χωρίς να δίνουν καμία σημασία σε όσα είχαν συμβεί προηγουμένως τα περασμένα χρόνια. Οι ιστορικές γνώσεις και η έρευνα του παρελθόντος ήρθαν και τα δύο στις πόλεις αργότερα, όταν οι άνθρωποι είχαν εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τη ζωή τους, και όχι πιο πριν. Με αυτό τον τρόπο διατηρήθηκαν τα ονόματα των αρχαίων αλλά όχι και τα έργα τους.
(109d-110a)

Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης συχνά αναφέρεται στις προσπάθειες ιδιοποιήσεως της ελληνικής γνώσης και επιτευγμάτων, από τους Αιγυπτίους. Στην αρχή του ιστορικού έργου του, γράφει: «η δύναμη της ιστορίας , που εκτείνεται σ’ ολόκληρη την οικουμένη, έχει τον χρόνο ακριβώς ο οποίος αφανίζει όλα τ’ άλλα φύλακα που εξασφαλίζει την αιώνια παράδοσή τους στους μεταγενέστερους. Η ίδια επίσης συμβάλλει στο δυνάμωμα του λόγου, κι άλλο καλύτερο απ’ αυτό δεν βρίσκει κανείς εύκολα. Γιατί αυτός κάνει ανώτερους τους Έλληνες από τους βαρβάρους και τους πεπαιδευμένους από τους απαίδευτους…» (Α΄, 2.5-6). Παρακάτω, αναφέρει ότι «Πρώτα θ’ αρχίσουμε με τους βαρβάρους, όχι επειδή τους θεωρούμε αρχαιότερους των Ελλήνων, όπως υποστηρίζει ο Έφορος θ’ αρχίσουμε την ιστορία μας από τα γεγονότα της Αιγύπτου» (Ιστορική Βιβλιοθήκη, Α΄, 9.5-6).

Στην συνέχεια, ο ιστορικός αναφέρει όσα ισχυρίζονται οι Αιγύπτιοι, και τα οποία δεν αποτελούν τίποτα παραπάνω από μια προσπάθεια ιδιοποιήσεως των ελληνικών παραδόσεων, ανακατεμένες με δικές τους.

Για παράδειγμα, γνωρίζουν τον κατακλυσμό επί εποχής Δευκαλίωνος αλλά θεωρούν ότι αυτός κατέστρεψε σχεδόν τα πάντα, εκτός από τους κατοίκους της νότιας Αιγύπτου. Όπως γνωρίζουμε από τις δικές μας παραδόσεις αλλά και την επιστήμη της γεωμυθολογίας, ο κατακλυσμός εκείνος αφορούσε τη Θεσσαλία και μέρος της Στερεάς Ελλάδας. Συνεπώς, αυτός ο ισχυρισμός δεν αληθεύει, πάνω στον οποίο οι Αιγύπτιοι στηρίζονταν για να δείξουν ότι από αυτούς ξεκίνησαν τα πάντα. Μέσα σε αυτά που ιδιοποιούνται, είναι και τα σχετικά με την Ίσιδα και τον Όσιρι (που είναι αντίστοιχα η Δήμητρα και ο Διόνυσος), τον Περσέα και τον Ηρακλή, τα περί των Ευμολπιδών και των Ελευσινίων μυστηρίων. Να όμως ποια είναι η απάντηση του Διόδωρου του Σικελιώτη: «Λένε και πολλά άλλα παραπλήσια, πιο πολύ από διάθεση οικειοποίησης παρά από φιλαλήθεια, επειδή, καθώς μου φαίνεται , ισχυρίζονται πως η Αθήνα είναι αποικία τους, επειδή είναι τόσο ένδοξη. Γενικά, οι Αιγύπτιοι λένε πως οι πρόγονοί τους έστειλαν αποικίες σε πολλά μέρη της οικουμένης, τόσο επειδή οι βασιλιάδες τους είχαν υπεροχή όσο και λόγω του υπερβολικά μεγάλου πληθυσμού τους. Δεδομένου όμως ότι δεν φέρνουν κάποια απόδειξη ούτε κάποιος αξιόπιστος συγγραφέας τα παραδίδει, έκρινα τους ισχυρισμούς τους ανάξιους περιγραφής» (ο. π. 29).

Άλλο δείγμα ιδιοποίησης της γνώσης είναι το ακόλουθο που αναφέρεται από τον Διόδωρο στο πέμπτο βιβλίο της Ιστορικής Βιβλιοθήκης.

Οι Ηλιάδες, τώρα, που αναδείχθηκαν ανώτεροι απ’ όλους, ξεχώρισαν στη μόρφωση και κυρίως στην αστρονομία. Εισηγήθηκαν πολλά σχετικά με τη ναυτιλία και όρισαν τον χωρισμό της ημέρας σε ώρες. Ο πιο προικισμένος απ’ όλους ήταν ο Τενάγης που τον σκότωσαν οι αδελφοί του από το φθόνο τους. Όταν αποκαλύφθηκε η συνωμοσία, όλοιόσοι συμμετείχαν στον φόνο έφυγαν. Από αυτούς ο Μάκαρ έφτασε στη Λέσβο, ο Κάνδαλος στην Κω, ενώ ο Ακτίς βάζοντας πλώρη για την Αίγυπτο ίδρυσε τη λεγόμενη Ηλιούπολη, δίνοντάς της το όνομα του πατέρα του· απ’ αυτόν έμαθαν και οι Αιγύπτιοι τα θεωρήματα της αστρονομίας. Όταν, όμως, αργότερα έγινε ο κατακλυσμός στους Έλληνες και από τις βροχοπτώσεις χάθηκαν οι περισσότεροι άνθρωποι, μαζί μ’ εκείνους συνέβη να καταστραφούν και τα γραπτά μνημεία, και γι’ αυτή την αιτία οι Αιγύπτιοι, βρίσκοντας την ευκαιρία, ιδιοποιήθηκαν όλα τα περί αστρονομίας και επειδή λόγω της άγνοιάς τους οι Έλληνες δεν μπορούσαν πλέον να επικαλεστούν τις γραπτές μαρτυρίες, ενισχύθηκε η άποψη ότι πρώτοι οι Αιγύπτιοι ανακάλυψαν τα άστρα. Με τον ίδιο τρόπο, μολονότι και οι Αθηναίοι ίδρυσαν πόλη στην Αίγυπτο, που ονομαζόταν Σάις, το γεγονός αυτό ξεχάστηκε λόγω του κατακλυσμού. Για αυτές, λοιπόν, τις αιτίες, πολλές γενιές αργότερα, ο Κάδμος του Αγήνορα θεωρήθηκε ότι πρώτος έφερε τα γράμματα από τη Φοινίκη στην Ελλάδα· και από τον καιρό του Κάδμου και στο εξής, πίστευαν για τους Έλληνες πως έκαναν πάντα συμπληρωματικές ανακαλύψεις στην επιστήμη των γραμμάτων, καθώς ένα είδος καθολικής άγνοιας κατείχε τους Έλληνες.
(Ε΄, 57.1-5)

Παραπλήσια και η πληροφορία του Λουκιανού: «Αιθιόπων ούτε παρ’ Αιγυπτίων αστρολογίης περί ουδέν ήκουσαν, αλλά σφίσιν Ορφεύς ο Οιάγρου και Καλλιόπης πρώτος τάδε απηγήσατο» (Περί της αστρολογίης, 8).

Μετά από όλα αυτά, ίσως μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί το «αιγυπτιάζειν» συνδέθηκε κατά την αρχαιότητα με το «πανουργείν». «Αιγυπτιάζειν το πανουργείν και κακοτροπεύεσθαι» (Λεξικό Σούδα).

Θλίψης διδάγματα

Εμπρός στα ανθρώπινα θλιβερά περάσματα.

Οι άνθρωποι στο πέρασμα τους από την ζωή διαγράφουν πορείες. Σε αυτές συναντώνται μεταξύ τους, ενώ μοιράζονται τον δικό τους εσωτερικό κόσμο, με αυτόν που βλέπουν γύρω τους. Με προσλαμβάνουσες τις αισθήσεις, τον νου αλλά και την συμπεριφορά τους, χαράσσουν διαδρομές. Είναι σαν να διατυπώνουν τον δικό τους τρόπο συμμετοχής στα της ζωής. Περιγράφουν έτσι το πως βιώνουν την κάθε στιγμή. Τις χαρές και τις λύπες, τις αγωνίες αλλά και τις προσδοκίες τους.

Μεσ’ την αυτονομία των διαδρομών τους όμως, κινούνται εν τέλει σαν ένα σώμα, στο εκάστοτε απρόβλεπτο της ζωής πανανθρώπινο μονοπάτι. Ενίοτε νιώθουν μόνοι και αβοήθητοι, εν΄όσω τα βάρη τους λυγίζουν και τους καθιστούν ανήμπορους να συνεχίσουν. Είναι κάτι τέτοιες στιγμές, όπου η συμβολή των συνανθρώπων καθίσταται επιβεβλημένη. Πλέον, ο απέραντος κόσμος που είμαστε μέρος του, γίνεται τόσο μικρός, που νιώθουμε ότι όλα βρίσκονται σχεδόν δίπλα στην γειτονιά μας και μας αγγίζουν. Με ταχύτατη την εξέλιξη της τεχνολογίας, η πληροφορία στις μέρες μας, κάνει το απόμακρο να φαντάζει τόσο κοντινό, που σχεδόν νοιώθουμε να έχει φτάσει πολύ κοντά μας. Έτσι, αυτό που θεωρούσαμε τόσο μακρινό, και αποξενωμένο, το σχεδόν αδιάφορο, μας προαναγγέλλει τον ερχομό του στον αυλόγυρο μας.

Όσα συμβαίνοντα μας γνωστοποιούνται εν τέλει, στην ουσία τους είναι καλέσματα. Δεν μπορούμε πλέον να προφασιζόμαστε ότι δεν είδαμε ή δεν καταλάβαμε, ώστε να δικαιολογήσουμε την μη συμμετοχή στον πόνο και τον οδυρμό του διπλανού μας. Αν αδιαφορήσουμε, εμείς θα βρεθούμε απροετοίμαστοι, στα όποια ενδεχόμενα χτυπήσουν την δική μας πόρτα.

Σε κάποιο αντίστοιχο ενδεχόμενο συμβάν που θα αδιαφορήσει η ματιά μας, θα βρεθούμε εξ ίσου ανέτοιμοι και αβοήθητοι να ανταπεξέλθουμε στις δυσκολίες που θα προκύψουν. Τότε θα νοιώσουμε την εγκατάλειψη και τη συντριβή της μοναξιάς. Έτσι, σπαταλούνται οι ευκαιρίες που μας προσφέρει η ζωή, ώστε να βιώσουμε τα μηνύματα που αυτή κομίζει. Ενώ κάλλιστα θα μπορούσαμε να ασκηθούμε στην δική μας μοναξιά, με αφορμή αυτό που βιώνει ο διπλανός μας.

Όλα πρώτα από την σκέψη εκκινούν και έπεται η πράξη. Πρώτα επι-σκεπτόμαστε νοητικά το “τόπο” που θέλουμε να βρεθούμε, και μετά πηγαίνουμε, αν οι συνθήκες το επιτρέπουν. Με την σκέψη ήδη μπορείς να έχεις πρόσβαση, εκεί που συν-αισθάνεσαι ότι είσαι συνδεδεμένος για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο.

Ότι συμπάσχει στην ζωή, αοράτως το βάρος μοιράζεται. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι αν είναι πόνος ή χαρά. Άλλωστε η όποια ανθρώπινη επιλογή, θα στερήσει την εμπειρία αυτού που έχουμε αποκλείσει, ως το έτερο αναπόσπαστο της ζωής συμβαίνον. Έτσι, εμείς γινόμαστε φτωχότεροι εν'όσω αποσπόμαστε από το να νοήσουμε τα διάχρονα μυστικά που η ζωή μας παρέχει. Το μοιραζόμενο και το σχετιζόμενο, είναι από τα σημαντικότερα όλων στηρίγματα. Μέσω αυτών διασφαλίζονται πορείες σχέσεων και όχι τόσο το ίδιο το συμβάν αυτό καθαυτό. Όποιος εμμένει στην δημιουργία αληθινών σχέσεων, βιώνει την μη παροδικότητα και την διαχρονία της ύπαρξης του. Υπάρχουμε ένεκα των σχέσεων, ενώ τα μη σχετιζόμενα άλλα παρέρχονται.

Όλοι κινούμαστε κατά κάποιον τρόπο σε κοινές συντεταγμένες: Όταν ένα μέλος του ενιαίου σώματος πονά, όλο το σώμα υποφέρει. Επίσης, όταν ένας άνθρωπος θρηνεί, στην ουσία είναι σαν να θρηνεί όλος ο κόσμος. Το ίδιο και με την χαρά, όπως επίσης και με τη Σωτηρία. Όλα όμοια-ζουν ως να είναι εν-νω-με-Ένα.

Σε στιγμές θλίψης και πόνου, το επαρκές και απαραίτητο για την ζωή, θα το εκτιμήσουμε και στα ελάχιστα και τα ολίγα.

Πολλές φορές δυσκολευόμαστε να επιλέξουμε το πλεονάζον δικό μας, ώστε να το μοιραστούμε με τον συνάνθρωπο μας. Αδυνατούμε να διακρίνουμε ποιο είναι αυτό το απαραίτητο που θα μας λείψει, ενώ ήδη το έχουμε στην κατοχή μας. Μόνο όταν χάσουμε κάτι, μπορούμε να διαπιστώσουμε πόσο αυτό ήταν αναγκαίο για την ευτυχία και την εσωτερική μας γαλήνη. Τότε θα βεβαιώσουμε οι ίδιοι, αν το τιμήσαμε δεόντως. Αν εκφράσαμε επαρκώς την ευγνωμοσύνη μας προς αυτό που η ζωή ήδη είχε φροντίσει να κατέχουμε.

Όπως συμβαίνει όμως, η ζωή πάντοτε μας προλαβαίνει και μας διδάσκει. Έρχεται να μας δώσει την ευκαιρία και να αναδείξει, τα όποια κενά σχέσεων έχουμε δημιουργήσει, ώστε να τα αναπληρώσουμε. Υπάρχουμε ως αναπόσπαστο κομμάτι και σε άρρηκτη σχέση με αυτήν αλλά και με τους άλλους. Μαζί με την ζωή πορευόμαστε, με όλα όσα οι διδαχές της μας προσφέρουν και αλλά και μας στερούν.

Όταν μας γνωστοποιείται, αυτό το άγνωστο που εμείς δεν έχουμε ζήσει ακόμα, σε μια διπλανή γειτονιά του κόσμου, είναι σαν κάτι να θέλει να μας αποκαλύψει. Μετά από ένα συντελειακά θλιβερό συμβάν, η ματιά μας καλεί να αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε εν γένει. Ειδικά όταν διαπιστώνουμε πως το μόνο που έχει απομείνει σε όσους επιζήσαν (εάν), είναι το σαρκίο με την δύσφορη ανάσα τους. Ακόμα όμως και με εξασθενημένη την ανθρώπινη δύναμη, η ζωή συνεχίζει να θαυματουργεί. Τι κι αν μέσα από τα συντρίμμια και τα χαλάσματα, ανασύρονται εξουθενωμένες οι ψυχές. Αυτές είναι που μας διδάσκουν αληθινά.

Το πως τα καταφέραν να επιβιώσουν με τα απολύτως ελάχιστα και την ανάσα της ελπίδας για ζωή, θα συνεχίζει να παραμένει σε εμάς άγνωστο. Που βρήκαν τα αποθέματα δύναμης να αντισταθούν στο αυτονόητο τέλος, θα παραμένει ως μετέωρο ερώτημα ώστε εμείς να απαντήσουμε. Το ίδιο και οι δικές μας αναπνοές όπως και οι δικές τους, θα συνεχίσουν την ροή τους, αναζητώντας παρόμοιες απαντήσεις. Μέσα από τα βιώματα και την εξιστόρηση των εμπειριών των άλλων, εμπλουτίζεται ο νους μας. Οι εμπειρίες αυτές ως νέες επι-σκέψεις, επιχειρούν να κοινωνήσουν την οικουμενική αλήθεια τους.

Γιατί όμως θλιβόμαστε αλήθεια εμείς;

Μήπως για τον αγώνα και τον χρόνο που δαπανήσαμε στο αναληθές, αυτού δηλ. που ποτέ δεν υπήρξε ουσιαστικά δεδομένο και δικό μας;

Γι’ αυτό μήπως όταν η αλήθεια μας αποκαλύπτεται, έχουμε αυτή την γλυκόπικρη γεύση; Μήπως γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο δεν επιζητάμε να μάθουμε; Προτιμούμε να επιλέγουμε και να ακολουθούμε μόνο, τις λαμπερές και παροδικές σαν πυροτέχνημα όποιες ψευδείς υποσχέσεις.

Τι θα μπορούσε να μας λείψει άλλωστε περισσότερο, σε μια κοινότοπη μέρα αλήθεια;
Μήπως η καλή ημέρα, είναι αυτή που μας δίνεται ως ευκαιρία, να δούμε με νέα ματιά το διαφορετικό, ως ίδιο.

Είναι το αντίθετο από το ανέμελο και επαναλαμβανόμενο που συνήθως επιδιώκουμε να ακολουθούμε. Αυτό που οδηγεί με βεβαιότητα στον νοητικό μαρασμό και τον λήθαργο. Έτσι απομακρυνόμαστε από τους κυματισμούς πλεύσης της ζωής τα μαθήματα. Και τότε μοιραία, παρεκκλίνουμε από την αλήθεια που αυτή κομίζει. Μα αυτή ακούραστη εμμένει στο να συμμετέχουμε μαζί της. Είναι σαν να γνωρίζει την δική μας πολύτιμη συνεισφορά σύμπλευσης μαζί της, ενώ εμείς την αγνοούμε.

Ο μέγας ιστορικός Θουκυδίδης συνέγραψε το Πελοποννησιακό Πόλεμο και τις συνέπειες που επιφέρει μια διαμάχη, ένας χωρισμός και ένας πόλεμος. Περιέγραψε στην ουσία την πορεία της ανθρώπινης μοίρας. Τι συμβαίνει στα αλήθεια, όταν πολεμάμε αυτό που καλούμαστε να γνωρίσουμε; Όταν έρχεται μάλιστα με επαναλαμβανόμενες και επίμονες επαναλήψεις. Ο Θουκυδίδης θα μας θυμίσει πως τότε: «Η αμάθεια γεννά το θράσος ενώ η εξυπνάδα φέρνει την οκνηρία». Eπίσης μας θυμίζει: «μην αποφεύγεις τους κόπους [αλλιώς] να μην κυνηγάς ούτε αξιώματα».

Συνήθως στην ζωή, αγαπάμε αυτό που μας είναι γνώριμο και δεν μας απειλεί. Καθήκον όμως της ίδιας της Ζωής είναι να μας διδάξει να αγαπάμε χωρίς όρους, όλες τις εκφάνσεις της. Αυτό κάνει και αυτή προς εμάς. Αγκαλιάζει όλα όσα είμαστε, και από τα δύσκολα και οδυνηρά μας φανερώνει τα ωφέλημα.

Αγαπάμε αυτό που γνωρίζουμε ότι είμαστε μέρος του και φοβόμαστε αυτό που αγνοούμε.

- Αν μας στερηθεί η ευκαιρία να δούμε το θαύμα της ζωής, πως θα αισθανθούμε την Ανάσταση.

- Μόνο όταν στον οποίο άλλο βλέπω και το θετικό του, τότε αυτός θα έχει συμβάλλει στην δική μου Σωτηρία.

- Τιμώ σημαίνει εξ-ισώνω τον εαυτό μου, καταβιβάζοντας τον από το βάθρο προς το βλεπόμενο άλλο. Όταν όλοι είναι ίσοι είναι και σωσμένοι.

Γι’ αυτό δεν πρέπει να υπο-τιμάται ούτε ένα υπερ-εκτιμάται, αυτό που προκύπτει ως συν-βαίνον. Το συμβαίνον πάντοτε αληθεύει. Όταν υποτιμούμε ή υπερεκτιμούμε κάποιον ή ένα συμβάν, στον Δημιουργό που του χαρίζει ζωή το κάνουμε. Αυτό συμπεριλαμβάνει και δεν εξαιρεί τον εαυτό μας. Η ζωή βιώνεται ως τέτοια, στο βαθμό που συνυπάρχουμε στο ίδιο πλεούμενο με τους άλλους. Όταν ασπαζόμαστε τα διδάγματα της ζωής, παρόλες τις τρικυμίες και τις συμπληγάδες, αυτή γνωρίζει να μας διασφαλίσει τον διάπλου διέλευσης από το εφήμερο προς το αιώνιο.

Συνήθως εμείς οι άνθρωποι, εστιάζουμε πρώτα στο τι είναι κάτι, ώστε να δούμε κατόπιν αν μας αφορά. Αυτό που μας νοιάζει είναι πως νοιώθουμε όταν ασχολείται η σκέψη μας με κάτι συγκεκριμένο. Αν νοιώθουμε ευχάριστα πιστεύουμε είναι και δικό μας και το αποζητάμε. Διαφορετικά αν νοιώθουμε δυσάρεστα, θεωρούμε ότι δεν είναι δικό μας και το αποστρεφόμαστε. Ένας διαχωρισμός πάντοτε οδηγεί σε εσφαλμένες υποκείμενες αξιολογήσεις. Όπως ότι αποστρέφομαι, ή έχω πρότερη εμπειρία ή το αγνοώ. Φοβάμαι, αυτό που θεωρώ ξένο μου είναι απειλητικό. Για την ζωή όμως, τίποτα δεν απειλεί την διαχρονία της. Όλα τα πιθανά ή απίθανα ενδεχόμενα στην ίδια επιστρέφουν και υλο-ποιούνται με αναγεννήσεις.

Υλο-ποιείται ως Αληθινό, μόνο ότι έχει κίνητρα Αγάπης.

Μόνο η Αγάπη μας κινεί και ως μια απέραντη αγκαλιά μας αγκαλιά-ζει. Στην αγκαλιά της όλα ζουν. Έτσι και εμείς διαπιστώνουμε ότι ζούμε εντός της: όταν βιώνουμε την αγκαλιά του άλλου. Υλο-ποιείται ότι αντλεί εκ του πνοή της ουσίας του Ζωή. Αυτόν φαντάζει κατά κάποιον τρόπο, σαν να είναι ο ορισμός του Παράδεισος: ότι δεν επιδέχεται αποκλεισμούς.

Τον παράδεισο όμως δεν το βλέπουμε, ούτε ποτέ θα τον βρούμε, αν δεν βιώσουμε την Αγάπη που υπάρχει εντός του. Είναι ο μόνος “τόπος ” που μας αξιώνει και μας τιμά. Με την αμέριστη Αγάπη του, μας υποδέχεται να ζήσουμε εντός του. Και αν παρ’ ελπίδα βρεθούμε εκεί καταλάθος, θα μας προταθεί να γυρίσουμε πίσω, διότι ξεχάσαμε να πάρουμε μαζί μας, τον γείτονα και τον αδελφό μας.

Όποιος αναγνωρίσει τον θαύμα να συντελείται στον διπλανό του, αυτός ο άλλος θα γίνει ο δάσκαλο τους. Και τότε ο δάσκαλος ως αντάλλαγμα -αισθαντικά- θα του μεταγγίζει την Αλήθεια ως πλημμυρίδα Αγάπης που συν-κινεί. Όταν αισθανθούμε την δύσπνοια του άλλου και ως δική μας δυσφορία, τότε η θεραπεία Αληθείας αμφοτέρων των πλευρών θα είναι προ των πυλών.

Το θαύμα δεν προσεγγίζεται λογικά, αλλά μόνο αισθαντικά κατά-νοείται(=κατέρχεται στον νου). Γι’ αυτό και δεν το πιστεύουμε με ευκολία, γιατί πρώτα πρέπει κάτι να διαπεράσει την σκληρότητα της καρδιά μας.

Οι άνθρωποι φοβούνται αυτό που δεν κατανοούν.

Κάποτε όμως θα κατά-νοήσουμε, γιατί θα τολμήσουμε αυτό που φοβόμαστε να το δούμε κατάματα, με μάτια αισθαντικά και φίλια. Έστω κι αν το αποστρεφόμαστε, αυτό θα έρθει να μας συναντήσει και ως αγγελιοφόρος θα μεταφέρει οικουμενικά μηνύματα δύναμης.

Κάθε μας άρνηση δράσης -εξωτερική ή εσωτερική- μας καλεί να προσέξουμε τα πληγωμένα αβοήθητα συναισθήματα που φέρει μέσα του, μια παιδική κραυγή που αγνοήθηκε.

Για αυτό όταν θεωρούμε ότι μας στερεί κάτι ο διπλανό μας, ας επιχειρήσουμε να αναζητήσουμε την πλήρωση του μέσα μας, δίνοντας πειστικές υποσχέσεις αγάπης γεμάτες αγκαλιές. Κι’ αυτό ειναι μια χρυσή ευκαιρία. Ίσως τότε να εκπλαγούμε από τις ανακαλύψεις μας. Όταν προλαβαίνουμε να παρέχουμε εμείς πρώτοι την συναισθηματική αγκαλιά, πριν βρεθεί στην ανάγκη να μας ζητήσει ο άλλος, αυτό θα είναι πειστική ένδειξη γενναιοδωρίας για εμάς. Όχι γιατί κάτι δικό μας που δίνουμε, αλλά ως αυτό που ήδη μας είχε δοθεί και μόλις το ανα-καλύψαμε.

Δικό μας είναι αυτό που δίνουμε και όχι αυτό που κρατάμε.

Ίσως περισσότερο ωφέλιμο να είναι: να μην επιλέγουμε να πηγαίνουμε προς τα πράγματα, αλλά να ακολουθούμε αυτά που έρχονται προς εμάς. Ως νοητικές προσλαμβάνουσες αιτούν κάτι από εμάς με κλητεύσεις: την συμμετοχή μας στο ζειν τους. Οι σκέψεις και οι αισθήσεις είναι καλέσματα επι-σκέψεων, που αν ειδωθούν ως τέτοια, τιθασεύουν το εγώ. Καθιστούν το οράν οξύτερο ευκρινέστερο, διαυγέστερο και ευρύτερο ως προς την πηγή του Ερεβοκτόνου Φωτός.

Πολλές φορές όταν τα όμορφα λόγια σιωπούν και μένουν άλαλα, είναι γιατί δεν βρίσκουν την νοηματική ανταπόκριση θεμελίωσης, ώστε αυτά να συνοδευτούν από όμορφα έργα.

Είναι κάποιες στιγμές όπου τα λόγια αλήθειας, δεν μπορούν να χωρέσουν τις λέξεις για να περιγράψουν την οδύνη και τον ανθρώπινο πόνο. Όταν το πένθος και η απελπισία βαραίνουν, μόνο η αγκαλιά συνοδευόμενη από μια γοερής σιωπής μπορεί να ανταποκριθεί. Ενώ κάθε άλλος απολογισμός προσπαθεί να δραπετεύσει από το βίωμα, μετρώντας αριθμούς και ποσοστά διαφυγής.

Πως μπορεί όμως να μην δονηθεί η ψυχή, όταν και μια μόνο παιδική ματιά, αναζητά μια αγκαλιά να συναντήσει και να αγγιχθεί, για να αισθανθεί ζωντανή;
Την αγκαλιά, που αδυνατούμε να προφέρουμε, είναι αυτή που και εμείς κάποτε στερηθήκαμε.

Ότι θεωρούμε συνθηματικά αποκομμένο από εμάς, δεν μας αγγίζει. Τα εξ αποστάσεως θεωρούνται ανέξοδα και γι’ αυτό τα κρίνουμε αυστηρά και με ευκολία. Μα και αν εκ τους σύνεγγυς προκύψει να δοθεί (η αγκαλιά), θα είναι ψυχρή και με διστακτικότητα δεκτή από τον άλλον, διότι είναι αμήχανη. Δεν υποστηρίζεται δηλ. από κάποιον μηχανισμό αλήθειας. Ίσως γιατί αδυνατούμε να βιώσουμε την ενθύμηση οποιασδήποτε απώλειας, ως το δικό μας χάσιμο ζωής. Τι κι αν μας εκλιπαρεί σε καλέσματα με βουβούς θρήνους ο πόνος του αλλού. Εμείς είτε πονέσαμε ήδη και το έχουμε απωθήσει στην λήθη, είτε συνεχίζουμε να κλείνουμε επιδεικτικά τα μάτια και να το αγνοούμε. Με την ελπίδα να μην το συναντήσουμε και μας γνωστοποιήσει την παρουσία του, πορευόμαστε στο σκοτάδι. Έτσι, με ψευδαισθήσεις νομίζουμε ότι το ξορκίζουμε, μην και μας πλησιάσει. Ασφυκτιούμε στην αλλαγή συχνότητας, γιατί δεν αντέχουμε το περίλυπο επερχόμενο δικό μας.

Οι πιο βασανιστικές όμως κραυγές, είναι οι θαμμένες στα δικά μας ερείπια, που μας αναγκάζουν να μην σιγήσουμε κλείνοντας τα αφτιά μας. Η ηχώ τους διαπερνά ως αντίλαλος την ακοή μας και εισέρχεται επίμονα στον νου. Θα πρέπει να επιβραδύνουμε τους ξέφρενους ρυθμούς φυγής από την αλήθεια, αν θέλουμε να ακούσουμε την αρρυθμία που ως ψίθυρος ψυχορραγεί την καρδια μας. Είναι ακριβώς το ίδιο που βιώνει κάθε πονεμένη ψυχή, όταν αιμοστάζει αβοήθητη με το βλέμμα απλανές στο άπειρο. Ψάχνει να βρει μέσα στο πλήθος να αγγίξει και να αγγιχτεί από κάτι οικείο και κοινό, για να ανακουφιστεί λιγάκι, νοιώθοντας πως δεν είναι εγκαταλελειμμένη και μόνη. Τα χειροτέρα όμως, όταν τα απωθούμε ως απόμακρα, σε κάθε επόμενη στίμη γίνονται υποψήφια να τα συναντήσουμε. Παγιδευμένοι στην ταχύτητα των εναλλαγών της ζωής, αγνοούμε το κίνδυνο μιας επερχόμενης δίκης μας κατεδάφισής, μαζί με κάθε υπάρχουσα ελπίδα.

Εκεί που υπάρχει η οδύνη, εκεί και το θαύμα παραμένει κρυπτόμενο, αναμένοντας αποκαλύψεις.

Ο λυρικός ποιητής Πίνδαρος μας υπενθυμίζει εδώ και αιώνες: «Αρκεί μια στιγμή για να αλλάξει η ανθρώπινη μοίρα».

Με μια γλώσσα οικουμενική, δεν εστιάζει στην κατεύθυνση, ίσως για να αναλογιστούμε ο καθένας από εμάς, σε ποια θέση θεωρούμε ότι βρισκόμαστε. Ότι και αν επιλέξουμε, της χαράς ή της οδύνης, ας έχουμε υπ’ όψιν μας ότι η αντίθετη πλευρά από την θέση που θεωρούμε ότι βρισκόμαστε, αναμένει τον εναγκαλισμό και την ενσωμάτωση του στο γίγνεσθαι της ζωής.

Αν θέλουμε να βιώσουμε την ζωή στο έπακρον, σε ότι μας παρέχει, ας έχουμε στραμμένα τα χέρια γεμάτα αγκαλιές, προς εκείνα που μας οδηγεί να συμφιλιωθούμε μαζί τους.

Όποιες και αν είναι οι συνθήκες μιας πορείας, στην ουσία ο άνθρωπος βιώνει την αναιστιότητα του. Γιατί τα οικοδομήματα στα οποία επενδύει, είναι εφήμερα και σαθρά θεμελίων και κάποτε καταρρέουν.

Όσο μας δανείζει ο αιώνιος Χρόνος την ευχέρεια του, ας μην λησμονούμε να ψελλίζουμε με γενναιοδωρία, την ευγνωμοσύνη μας προς την Ζωή εν γένει, για τα διδάγματα της διαχρονίας της. Είναι το μόνο που μας απομένει να ψελλίσουμε, όχι γιατί εμείς επιζούμε ακόμα, αλλά γιατί μας παραχωρείται η ευκαιρία, να βιώσουμε αληθινά ως δικά μας, αυτά που βλέπουμε ως ξένα.

Τότε η όποια τραγωδία, θα βιώνεται ως ύψιστη ευκαιρία. Είναι η πρόσκληση μιας αληθούς σχέσης, στα καλέσματα της ζωής να συμμετέχουμε εν έργω.

Όταν πενθεί ένα άνθρωπος -σε όποια γειτονιά του κόσμου- επιμερίζεται και πενθεί όλη η ανθρωπότητα. Το ίδιο και η οδύνη μοιράζεται όπως και η χαρά. Έτσι και αλλιώς αυτό γίνεται, ανεξάρτητα από το αν το κατανοούμε ή όχι.

Πολύ συχνά, τα δικά μας βάρη, κάποιοι άλλοι τα επωμίζονται. Γι’ αυτό δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, ότι κάποτε και εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να συνεισφέρουμε στα δυσβάσταχτα των άλλων.

Η Δύναμη είναι ωφέλιμη, όταν αναγνωρίζουμε ότι δεν είναι δική μας αποκλειστικά. Μας προσφέρεται εγγενώς ως προσφορά Αγάπης. Είναι η ίδια Αγάπη που εν ώρα ανάγκης ρέει ώστε να κοινωνηθεί από εμάς προς τους άλλους.

Το πανανθρώπινο καθήκον του καθενός, μας καλεί να στεκόμαστε δίπλα σε αυτόν που έχει την ανάγκη μας. Ο ανθρώπινος πόνος δεν έχει σύνορα, ούτε πατρίδα και όρια να χωρίζει τον έναν από τον άλλον. Μέσα από τον πόνο, διδάσκει, δίνοντας μας την ευκαιρία να συναντιόμαστε μεταξύ μας. Στην προσφορά αλλήλων η Αγάπη ευδοκιμεί. Εκεί γίνεται ορατό το άνθισμα, με την ευαισθησία που μας χαρίζει η ομορφιά Της.

Η ανθρωπιά και η αλληλεγγύη είναι το πρωτεύων μεταξύ των ανθρώπων το διακύβευμα, αν θέλουμε να ευημερούμε ανεξαιρέτως όλοι ως είδος. Όταν τα ανθρώπινα ορια διευρύνονται, η Ανατολή της Αγάπης γίνεται επίσης ορατή, και ως Ήλιος λάμπει προς όλα τα αντικείμενα μη εξαιρώντας ουδέν. Τότε πλέον όλα ως υποκείμενα (της Αγάπης), καθίστανται ενταγμένα σε όποια αποστολή τους έχει ανατεθεί, ώστε να την φέρουν επάξια εις πέρας. Και τότε θα είμαστε όλοι έτοιμοι να συνδράμουμε, ώστε το Ζειν Αληθώς να αναγεννάται στο αιώνιο του Χρόνου.

Ας σκεφτούμε αλήθεια, προς τα που πηγαίνουμε. Μήπως κλειδώνουμε την πόρτα πίσω μας από φόβο, για να προστατεύσουμε τον εγωκεντρισμό μας και έτσι δεν ανοιγόμαστε προς τον κόσμο που μας περιβάλει;

Γι’ αυτό ίσως που δεν ζούμε αρκετά αληθινά, είναι αυτό που δεν αντιλαμβανόμαστε. Είναι το ίδιο με αυτό που με ανάκυκλους η ζωή επιχειρεί να αποκαλύπτει το πλήρες νόημα της. Όταν μάλιστα συναντιόμαστε μεταξύ μας και αποστρεφόμαστε τον ανείπωτο ανθρώπινο πόνο, κλείνουμε τα μάτια στην ίδια την ζωή. Πως αλλιώς θα μπορούσαμε να δείξουμε γνήσια αλληλεγγύη; Μήπως με το να ταυτιστούμε ψυχικά και να ‘ρθούμε πιο κοντά μεταξύ μας, μέσα από τον οδυρμό του άλλου; Ίσως μας δίνεται ακόμα η ευκαιρία, με όσα θλιβερά συμβαίνουν γύρω μας κάθε στιγμή. Να υπογράψουμε ένα νέο συμβόλαιο, να επαναπροσδιορίσουμε τις σχέσεις μεταξύ μας.

Ο Ηράκλειτος μας θυμίζει πως: «Ο δρόμος άνω και κάτω είναι ένα και ο αυτός». Ενδέχεται τότε, το πάνω και το κάτω για την Αληθινή Ζωή, να μην έχει ισχύ. Ούτε και ο πηγαιμός ή η επιστροφή. Το σημαντικό ζητούμενο πιθανώς είναι: οι νέες συναντήσεις και οι αλησμόνητες γνωριμίες που προκύπτουν, στο διάπλου που μας παρέχει η ζωή να γευτούμε. Έτσι ο νόστος κάποιας ενδεχομένης ιδανικής πατρίδας ή προορισμού, να γίνεται η αφορμή για νέες αναζητήσεις, εξερευνώντας αυτό καθαυτό το εσωτερικό ταξίδι του Αληθώς Ζειν.