‹ΔΙ. . . . ›
‹ . . . ›
1330 δράκων γενήσηι μεταβαλών, δάμαρ τε σὴ
ἐκθηριωθεῖσ᾽ ὄφεος ἀλλάξει τύπον,
ἣν Ἄρεος ἔσχες Ἁρμονίαν θνητὸς γεγώς.
ὄχον δὲ μόσχων, χρησμὸς ὡς λέγει Διός,
ἐλᾶις μετ᾽ ἀλόχου βαρβάρων ἡγούμενος,
1335 πολλὰς δὲ πέρσεις ἀναρίθμωι στρατεύματι
πόλεις· ὅταν δὲ Λοξίου χρηστήριον
διαρπάσωσι, νόστον ἄθλιον πάλιν
σχήσουσι· σὲ δ᾽ Ἄρης Ἁρμονίαν τε ῥύσεται
μακάρων τ᾽ ἐς αἶαν σὸν καθιδρύσει βίον.
1340 ταῦτ᾽ οὐχὶ θνητοῦ πατρὸς ἐκγεγὼς λέγω
Διόνυσος ἀλλὰ Ζηνός· εἰ δὲ σωφρονεῖν
ἔγνωθ᾽, ὅτ᾽ οὐκ ἠθέλετε, τὸν Διὸς γόνον
ηὐδαιμονεῖτ᾽ ἂν σύμμαχον κεκτημένοι.
ΚΑ. Διόνυσε, λισσόμεσθά σ᾽, ἠδικήκαμεν.
1345 ΔΙ. ὄψ᾽ ἐμάθεθ᾽ ἡμᾶς, ὅτε δ᾽ ἐχρῆν οὐκ ἤιδετε.
ΚΑ. ἐγνώκαμεν ταῦτ᾽· ἀλλ᾽ ἐπεξέρχηι λίαν.
ΔΙ. καὶ γὰρ πρὸς ὑμῶν θεὸς γεγὼς ὑβριζόμην.
ΚΑ. ὀργὰς πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς.
ΔΙ. πάλαι τάδε Ζεὺς οὑμὸς ἐπένευσεν πατήρ.
1350 ΑΓ. αἰαῖ, δέδοκται, πρέσβυ, τλήμονες φυγαί.
ΔΙ. τί δῆτα μέλλεθ᾽ ἅπερ ἀναγκαίως ἔχει;
***
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Δεν ωφελεί πια ο θρήνος.
Ακούστε με.
Είμαι ο Διόνυσος,
ο υιός του Διός.
Τώρα γνωρίζετε. Σας δίδαξε η μοίρα του Πενθέα. (30)
Αυτός έπαθε ό,τι έπαθε δικαίως.
Έλαβε την τιμωρία που του άξιζε.
Έγινε θεομάχος.
Τόλμησε να με δέσει και να με χλευάσει.
Τον τύφλωσε η ύβρις. (35)
Γι᾽ αυτό και ο θάνατος ήρθε
από εκείνους που δεν έπρεπε.
Δεν θα κρύψω και όσα θα πάθουν οι Καδμείοι,
που ονείδισαν το πρόσωπό μου
και είπαν το ψέμα
πως η Σεμέλη με γέννησε με θνητό.
Ορδές βαρβάρων (40)
θα τους διώξουν από την πόλη τους.
Δαμασμένοι από δόρυ
θα πλανηθούν σε ξένους τόπους,
σηκώνοντας ζυγό δουλείας.
Η Αγαύη και οι αδελφές της θα φύγουν από την πόλη.
Θα πλερώσουν για το ανόσιο μίασμα.
Δεν πρέπει πια να κατοικούν στη γη των πατέρων τους, (45)
ότι ασεβές όσοι εφόνευσαν
να μένουν κοντά στους τάφους των νεκρών.
Άκουσε τώρα, Κάδμε, και τα πάθη τα δικά σου.
Και εσύ θα εγκαταλείψεις την πόλη που διψάει για φόνο.›
1330 Θα μεταμορφωθείς, θα γίνεις φίδι.
Και η Αρμονία, η γυναίκα σου, η κόρη του Άρη,
που την παντρεύτηκες εσύ, ένας θνητός,
ερπετό θα γίνει, φιδιού μορφή θα λάβει.
Αρχηγός βαρβάρων
θα οδηγήσεις μαζί της άμαξα μόσχων,
όπως ορίζει ένας χρησμός του Διός.
1335 Με τον αμέτρητο στρατό σου
θα κυριεύσεις πόλεις πολλές·
όταν όμως λεηλατήσουν το μαντείο του Απόλλωνος,
τους μέλλεται άθλιος νόστος.
Εσένα ωστόσο και την Αρμονία θα σας σώσει ο Άρης
και θα σας φέρει να ζήσετε στη γη των μακάρων.
1340 Αυτά σας τα λέω εγώ ο Διόνυσος,
που δεν με γέννησε θνητός πατέρας αλλά ο Ζευς.
Αν είχατε αποφασίσει να φανείτε σώφρονες,
τότε που δεν θέλατε,
θα ζούσατε ευδαίμονες,
έχοντας σύμμαχο τον υιό του Διός.
ΚΑΔΜΟΣ
Σε ικετεύουμε, Διόνυσε. Ήμαρτον!
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
1345 Αργήσατε να καταλάβετε. Όταν έπρεπε, δεν με ξέρατε.
ΚΑΔΜΟΣ
Τώρα καταλάβαμε, όμως εκδικείσαι χωρίς έλεος.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Είμαι θεός και σεις μου προσφέρατε την ύβρη σας.
ΚΑΔΜΟΣ
Στην οργή τους οι θεοί δεν πρέπει να γίνονται όμοιοι με τους θνητούς.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Από παλιά ο Ζευς, ο πατέρας μου, τα επισφράγισε με το νεύμα του.
ΑΓΑΥΗ
1350 Αλίμονο, γέροντα. Έχει κριθεί: θλιβερή εξορία.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Γιατί, λοιπόν, καθυστερείτε το αμετάκλητο;
‹ . . . ›
1330 δράκων γενήσηι μεταβαλών, δάμαρ τε σὴ
ἐκθηριωθεῖσ᾽ ὄφεος ἀλλάξει τύπον,
ἣν Ἄρεος ἔσχες Ἁρμονίαν θνητὸς γεγώς.
ὄχον δὲ μόσχων, χρησμὸς ὡς λέγει Διός,
ἐλᾶις μετ᾽ ἀλόχου βαρβάρων ἡγούμενος,
1335 πολλὰς δὲ πέρσεις ἀναρίθμωι στρατεύματι
πόλεις· ὅταν δὲ Λοξίου χρηστήριον
διαρπάσωσι, νόστον ἄθλιον πάλιν
σχήσουσι· σὲ δ᾽ Ἄρης Ἁρμονίαν τε ῥύσεται
μακάρων τ᾽ ἐς αἶαν σὸν καθιδρύσει βίον.
1340 ταῦτ᾽ οὐχὶ θνητοῦ πατρὸς ἐκγεγὼς λέγω
Διόνυσος ἀλλὰ Ζηνός· εἰ δὲ σωφρονεῖν
ἔγνωθ᾽, ὅτ᾽ οὐκ ἠθέλετε, τὸν Διὸς γόνον
ηὐδαιμονεῖτ᾽ ἂν σύμμαχον κεκτημένοι.
ΚΑ. Διόνυσε, λισσόμεσθά σ᾽, ἠδικήκαμεν.
1345 ΔΙ. ὄψ᾽ ἐμάθεθ᾽ ἡμᾶς, ὅτε δ᾽ ἐχρῆν οὐκ ἤιδετε.
ΚΑ. ἐγνώκαμεν ταῦτ᾽· ἀλλ᾽ ἐπεξέρχηι λίαν.
ΔΙ. καὶ γὰρ πρὸς ὑμῶν θεὸς γεγὼς ὑβριζόμην.
ΚΑ. ὀργὰς πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς.
ΔΙ. πάλαι τάδε Ζεὺς οὑμὸς ἐπένευσεν πατήρ.
1350 ΑΓ. αἰαῖ, δέδοκται, πρέσβυ, τλήμονες φυγαί.
ΔΙ. τί δῆτα μέλλεθ᾽ ἅπερ ἀναγκαίως ἔχει;
***
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Δεν ωφελεί πια ο θρήνος.
Ακούστε με.
Είμαι ο Διόνυσος,
ο υιός του Διός.
Τώρα γνωρίζετε. Σας δίδαξε η μοίρα του Πενθέα. (30)
Αυτός έπαθε ό,τι έπαθε δικαίως.
Έλαβε την τιμωρία που του άξιζε.
Έγινε θεομάχος.
Τόλμησε να με δέσει και να με χλευάσει.
Τον τύφλωσε η ύβρις. (35)
Γι᾽ αυτό και ο θάνατος ήρθε
από εκείνους που δεν έπρεπε.
Δεν θα κρύψω και όσα θα πάθουν οι Καδμείοι,
που ονείδισαν το πρόσωπό μου
και είπαν το ψέμα
πως η Σεμέλη με γέννησε με θνητό.
Ορδές βαρβάρων (40)
θα τους διώξουν από την πόλη τους.
Δαμασμένοι από δόρυ
θα πλανηθούν σε ξένους τόπους,
σηκώνοντας ζυγό δουλείας.
Η Αγαύη και οι αδελφές της θα φύγουν από την πόλη.
Θα πλερώσουν για το ανόσιο μίασμα.
Δεν πρέπει πια να κατοικούν στη γη των πατέρων τους, (45)
ότι ασεβές όσοι εφόνευσαν
να μένουν κοντά στους τάφους των νεκρών.
Άκουσε τώρα, Κάδμε, και τα πάθη τα δικά σου.
Και εσύ θα εγκαταλείψεις την πόλη που διψάει για φόνο.›
1330 Θα μεταμορφωθείς, θα γίνεις φίδι.
Και η Αρμονία, η γυναίκα σου, η κόρη του Άρη,
που την παντρεύτηκες εσύ, ένας θνητός,
ερπετό θα γίνει, φιδιού μορφή θα λάβει.
Αρχηγός βαρβάρων
θα οδηγήσεις μαζί της άμαξα μόσχων,
όπως ορίζει ένας χρησμός του Διός.
1335 Με τον αμέτρητο στρατό σου
θα κυριεύσεις πόλεις πολλές·
όταν όμως λεηλατήσουν το μαντείο του Απόλλωνος,
τους μέλλεται άθλιος νόστος.
Εσένα ωστόσο και την Αρμονία θα σας σώσει ο Άρης
και θα σας φέρει να ζήσετε στη γη των μακάρων.
1340 Αυτά σας τα λέω εγώ ο Διόνυσος,
που δεν με γέννησε θνητός πατέρας αλλά ο Ζευς.
Αν είχατε αποφασίσει να φανείτε σώφρονες,
τότε που δεν θέλατε,
θα ζούσατε ευδαίμονες,
έχοντας σύμμαχο τον υιό του Διός.
ΚΑΔΜΟΣ
Σε ικετεύουμε, Διόνυσε. Ήμαρτον!
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
1345 Αργήσατε να καταλάβετε. Όταν έπρεπε, δεν με ξέρατε.
ΚΑΔΜΟΣ
Τώρα καταλάβαμε, όμως εκδικείσαι χωρίς έλεος.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Είμαι θεός και σεις μου προσφέρατε την ύβρη σας.
ΚΑΔΜΟΣ
Στην οργή τους οι θεοί δεν πρέπει να γίνονται όμοιοι με τους θνητούς.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Από παλιά ο Ζευς, ο πατέρας μου, τα επισφράγισε με το νεύμα του.
ΑΓΑΥΗ
1350 Αλίμονο, γέροντα. Έχει κριθεί: θλιβερή εξορία.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Γιατί, λοιπόν, καθυστερείτε το αμετάκλητο;