Σε μια σύνοψή του για τη μορφή της κοινωνίας που συναντάται στην
Οδύσσεια ο Γιάσπερ Γκρίφιν (J. Griffin), γνωστός ομηριστής και καθηγητής του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, παρατηρεί τα εξής, τα οποία μπορούν να περιγράψουν και τα κύρια χαρακτηριστικά της κοινωνίας, όπως αυτή περιγράφεται στα έπη (Griffin 2004: 83-87):
α) Υπάρχουν μικρές, πλήρως ανεξάρτητες κοινότητες, οι οποίες διοικούνται από έναν βασιλιά, αλλά φαίνεται πως υπάρχουν και άλλοι αξιωματούχοι με τον ίδιο τίτλο.
β) Εντοπίζονται δύο, κυρίως, κοινωνικές τάξεις: οι ευγενείς και οι μη ευγενείς.
γ) Αναφέρονται δούλοι, όπως για παράδειγμα ο Δόλιος και ο Εύμαιος, οι οποίοι δεν βρίσκονται στη χειρότερη θέση, αφού απολαμβάνουν κάποια προνόμια με βάση τη σχέση τους με τον κύριό τους.
δ) Δεν παρατηρείται η ύπαρξη μεσαίας τάξης, παρόλο που υπάρχουν αναφορές σε κάποια εξειδικευμένα επαγγέλματα, όπως για παράδειγμα σε προφήτες, σε ξυλουργούς, σε θεραπευτές και σε αοιδούς. Ακόμα και οι βασιλιάδες, όμως, είναι άνθρωποι που δουλεύουν καμιά φορά με τα χέρια τους στα αυτάρκη νοικοκυριά τους.
ε) Οι άνθρωποι ζουν στην ύπαιθρο και η πόλη λειτουργεί μόνο ως καταφύγιο και χώρος συναντήσεων.
στ) Το εμπόριο ασκείται, αλλά φτάνει μέχρι τα όρια της πειρατείας και του δουλεμπορίου. Παρότι οι ομηρικοί ήρωες ασχολούνται με αυτό, παρατηρείται μια αριστοκρατικού τύπου απέχθεια για τους επαγγελματίες εμπόρους.
ζ) Η φιλοξενία αποτελεί συστατικό στοιχείο της κοινωνίας και συμβάλει στην κοινωνικοποίηση των νεαρών βασιλόπουλων, όπως ο Τηλέμαχος, αλλά και στην απόδοση τιμής μεταξύ ίσων.
Είναι πολύ δύσκολο, όμως, να πιστοποιηθεί αν όλα τα παραπάνω συνιστούν μια ιστορική πραγματικότητα. Φαίνεται, πάντως, πως η διαμόρφωση της κοινωνίας μετά τα μυκηναϊκά χρόνια, μετά δηλαδή τον 12ο αι. π.Χ., επηρεάστηκε από κάποια σημαντικά ιστορικά γεγονότα, η ανάμνηση των οποίων υπάρχει στους αρχαίους ιστορικούς του 5ου αι. π.Χ., όπως ο Θουκυδίδης. Ο
Πρώτος Ελληνικός Αποικισμός, για παράδειγμα, ο οποίος ολοκληρώθηκε στα τέλη του 9ου αι. π.Χ., και η μετακίνηση προς τα μικρασιατικά παράλια που τον συνόδευσε είχε καταλυτική επίδραση σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής. Οδήγησε στην ανάγκη της πιο έντονης δήλωσης της κοινής ταυτότητας των αποίκων, οι οποίοι ανέπτυξαν έτσι περισσότερο το συλλογικό αίσθημα ότι ανήκουν σε μια κοινότητα ανθρώπων με κοινά φυλετικά χαρακτηριστικά. Η ενίσχυση της πορείας προς την αστική ζωή και η δημιουργία, τελικά, των πόλεων και του πολιτειακού θεσμού που κυριάρχησε μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ., της πόλης-κράτους, καθώς και ο
Δεύτερος Ελληνικός Αποικισμός (8ος-6ος αι. π.Χ.) θα παγιώσουν και θα προσδώσουν μεγαλύτερη υπόσταση στα παραπάνω κοινωνικά χαρακτηριστικά.
Η απουσία γραπτών ιστορικών πηγών για την ομηρική περίοδο καθιστά πολύ σημαντική τη συμβολή των αρχαιολογικών δεδομένων και της ερμηνείας τους για την κατανόηση της ομηρικής κοινωνίας. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές τα αρχαιολογικά δεδομένα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι διατηρήθηκε ένα είδος «Μυκηναϊκής κληρονομιάς» στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, στην εποχή της συγγραφής ή καταγραφής των επών δηλαδή. Οι άνθρωποι της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου φαίνεται πως δεν είχαν βασικές διαφορές με αυτούς των Μυκηναϊκών χρόνων μόνο που είχαν μετακινηθεί σε πολλές περιοχές του ελληνικού χώρου. Αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα διαπίστωση, καθώς «αντιστοιχεί» και με την «επιβίωση» δεδομένων της Εποχής του Χαλκού στην ομηρική εποχή. Η κοινωνία όμως της τελευταίας:
«…ήταν πολύ διαφορετική, που είχε τις συνδέσεις της με το παρελθόν αλλά ζούσε μια πολύ απλούστερη ζωή. Υπήρχαν λιγότερες τέχνες και ασκούνταν σε χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, ο ορίζοντες ήταν πολύ πιο περιορισμένοι -μόνο συγκεκριμένες κοινότητες διατήρησαν απευθείας επαφές με τον πέρα από το Αιγαίο κόσμο. Σε πολλά σημεία η Μυκηναϊκή κληρονομιά της Εποχής του Σιδήρου μοιάζει πάρα πολύ με τα στοιχεία της Εποχής του Χαλκού στον Όμηρο. Ορισμένα χαρακτηριστικά κοινωνικής συμπεριφοράς και υλικού πολιτισμού μπορεί να διατηρούσαν κατάλοιπα της Εποχής του Χαλκού, αλλά πολύ περισσότερα ήταν μάλλον καινούργια ή, αν προέρχονταν από την Εποχή του Χαλκού, είχαν μετασχηματιστεί, όπως η θρησκεία. Το συμπέρασμα πρέπει να είναι ότι τα χαρακτηριστικά στοιχεία και οι θεσμοί των Ελλήνων όπως πρωταρχικά τους γνωρίζουμε είχαν τις απαρχές τους στην Εποχή του Σιδήρου, το νωρίτερο» (Dickinson 2006: 121-122).
Ξαναγυρνώντας στα αρχικά ερωτήματα του Ρ. Όσμπορν (R. Osborne), τα σχετικά με την ομηρική κοινωνία, είναι δυνατό να επιχειρηθεί να δοθούν εδώ κάποιες απαντήσεις. Φαίνεται πως τα ομηρικά έπη περιέχουν και φανταστικές κοινωνίες ή κοινωνικά δεδομένα, όπως, για παράδειγμα, η κοινωνία των Κυκλώπων ή στοιχεία από την κοινωνία των Φαιάκων, αλλά και πραγματικές κοινωνίες, όπως αυτές της Ιθάκης, αλλά και στοιχεία τα οποία παρατηρούνται στα στρατόπεδα των Αχαιών και των Τρώων. Με αυτήν την έννοια δεν μπορούν, πράγματι, να αποτελέσουν έναν ασφαλή ιστορικό οδηγό για την κοινωνική οργάνωση κάποιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου. Ακόμα και οι φανταστικές, όμως, κοινωνίες περιέχουν στοιχεία που προέρχονται από την πραγματικότητα καθώς, πολλές φορές, αποτελούν στην ουσία αρνητικές ή θετικές εκφάνσεις υπαρχουσών κοινωνικών αντιλήψεων και δομών. Είναι, όμως, επίσης γεγονός ότι οι ομηρικές κοινωνίες, αν ακολουθήσουμε και την άποψη ότι τα έπη καταγράφηκαν από τον 8ο αι. π.Χ. και μετά, ενσωματώνουν τόσο αρχαιότερα, όσο και σύγχρονα με αυτήν την εποχή χαρακτηριστικά.
Όσον αφορά το κοινό στο οποίο απευθύνονται τα έπη, αυτό είναι διαφορετικό σε κάθε εποχή. Το γεγονός αυτό οδηγεί, αναπόφευκτα, και σε μια διαφορετική πρόσληψη, νοηματοδότηση και διαχείρισή τους, ανάλογα με τα κάθε φορά ζητούμενα. Η παραπάνω διαπίστωση αποτελεί μια πραγματικότητα που ισχύει τόσο για την αρχαιότητα όσο και για σήμερα. Οι ανάγκες, οι αντιλήψεις και τα ζητούμενα κάθε εποχής προσδιορίζουν και τον τρόπο προσέγγισης της ομηρικής κοινωνίας. Παραταύτα, είναι δυνατόν να συνδεθεί η δημιουργία και η πρώτη καταγραφή των επών με μια κοινωνική τάξη ανθρώπων η οποία «τρέφεται» από την ομηρική, ηρωική παράδοση, στηρίζεται πάνω της και πολύ πιθανόν αναπαράγεται μέσα από αυτήν. Μια τέτοια τάξη δεν μπορεί να είναι άλλη από τους αριστοκράτες των πρώιμων ιστορικών χρόνων, οι οποίοι διεκδικούν την απόκτηση ή διατήρηση κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, καθώς και την αδιαμφισβήτητη διάκρισή τους από τις υπόλοιπες κοινωνικές τάξεις. Το ηρωικό παρελθόν και η σύνδεση μαζί του, μπορεί να αποτέλεσε μια σημαντική δεξαμενή κύρους για τους αρίστους προς την επίτευξη των παραπάνω στόχων. Η διαπίστωση ηρωολατρείας τόσο κατά τον 8ο αι. π.Χ. όσο και αργότερα, στα κυρίως ιστορικά χρόνια συνηγορεί, επιπλέον, προς αυτήν την κατεύθυνση.
Σε αυτό το πλαίσιο η θεωρία της ύπαρξης και κυριαρχίας των «μεγάλων ανδρών» (big men) στην κοινωνία των πρώιμων ιστορικών χρόνων υποστηρίζεται με θέρμη από ορισμένους ερευνητές:
«Μερικές πτυχές της ομηρικής κοινωνίας είναι συνυφασμένες με την ιδέα μιας κοινωνίας των Πρώιμων Σκοτεινών χρόνων όπου κυριαρχούν οι "μεγάλοι άνδρες". Πρόκειται για μια κοινωνία τοπική, μικρής κλίμακας, πατριαρχική και αγροτική, που τη χαρακτηρίζει ο ανταγωνισμός μεταξύ μεμονωμένων ανθρώπων και ομάδων για την τιμή και την καταξίωση. H τιμή αποκτιόταν μέσω της ανδρείας στη μάχη και της παράθεσης πλουσιοπάροχων γιορτών σε συνδυασμό με τη διαπραγματευτική τους ικανότητα. Υπήρχε ένας έντονος διαχωρισμός μεταξύ της τάξης των αριστοκρατών και του κοινού λαού. Αυτή η εικόνα είναι σύμφωνη με τα αρχαιολογικά δεδομένα, κυρίως τον πλούτο των κτερισμάτων σε ορισμένους τάφους, τουλάχιστον για μερικές περιοχές της Ελλάδας τον 11ο και 10ο αιώνα π.Χ. Στους Πρώιμους Σκοτεινούς χρόνους ήταν συνηθισμένες οι κοινωνίες των "μεγάλων ανδρών", οι οποίες φαίνεται να σχετίζονταν με έναν αριθμό μη σταθερών εγκαταστάσεων. Αυτές οι κοινωνίες, ωστόσο, παύουν να αποτελούν τον κανόνα και χάνουν τη σπουδαιότητά τους μετά το 10ο αιώνα π.Χ. Είναι δύσκολο να συσχετισθούν με τα δεδομένα από μεγαλύτερες και πιο σταθερές κοινότητες, όπως της Aθήνας, του Άργους και της Kνωσού.
Στις κοινωνίες των Σκοτεινών χρόνων και της Γεωμετρικής περιόδου ο κανόνας ήταν η διαφορετικότητα. Ακόμα και οι πιο σταθερές κοινότητες της εποχής αναπτύσσονταν σε πολύ διαφορετικές γραμμές και έτσι δεν μπορούν να ενταχθούν στο ίδιο κοινωνικό μοντέλο. Η αναγέννηση του 8ου αιώνα π.Χ. ήταν το αποκορύφωμα μιας μακράς περιόδου κοινωνικών εξελίξεων και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για το σχηματισμό των πόλεων-κρατών στην Ελλάδα την Αρχαϊκή εποχή».
Πρόκειται, ουσιαστικά, για την ελίτ των αριστοκρατών οι οποίοι θέλουν να συγκρίνουν τον εαυτό τους με τους ξεχωριστούς ήρωες του παρελθόντος, να έχουν εξέχουσα καταγωγή, να κατέχουν ιδιαίτερο πλούτο σε γη και άλλα αγαθά, να πραγματοποιούν ανδραγαθήματα και να συνδέονται με στενές σχέσεις μεταξύ τους. Ήταν οι αριστοκράτες των «οίκων». Αποκαλούνται βασιλιάδες, βασίζουν την κοινωνική τους θέση στην οικογένειά τους, αλλά και στα επιτεύγματά τους και στη φήμη που προερχόταν από αυτά. Οι ιδιότητες αυτές προσδιόριζαν και την αξία και το κύρος τους όταν μιλούσαν στις συνελεύσεις στην αγορά. Ιδανικό τους ήταν το «αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων» (Ιλιάδα Ζ 208). Στην ίδια αυτή συνέλευση, όμως, φαίνεται πως περιορίζονταν οι εξουσίες τους έστω και τυπικά. Ήταν «ποιμένες λαών», το γόητρό τους, όμως, βασιζόταν και επικυρωνόταν από τους «δήμους».
Όπως επισημαίνεται με βάση τα ομηρικά κείμενα,
Σε κάθε κοινότητα … υπάρχουν πολλοί βασιλείς … κατά τα λεγόμενα του ποιητή λειτουργούν ως αρχηγοί, σύμβουλοι ή πρεσβύτεροι (πρώτοι, αρχοί, ηγήτορες, μέδοντες, γέροντες…). Μολονότι διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τον πλούτο, τη δύναμη του οίκου τους, τις προσωπικές τους ικανότητες και την επιρροή τους, αποτελούν μια ομάδα ίσων μεταξύ τους προσώπων που όμως βρίσκονται σε έντονο ανταγωνισμό. Ανάμεσα σε αυτούς ο ανώτερος βασιλεύς κατέχει μια κληρονομημένη, αν και επισφαλή, θέση υπεροχής ως πρώτος μεταξύ ίσων ή «λίγο ανώτερος»… Η κοινωνική τους θέση βασιζόταν στην οικογένειά τους, στα προσωπικά επιτεύγματα και τη φήμη τους, και όλοι αυτοί οι παράγοντες τονίζονταν εμφατικά όταν επρόκειτο να μιλήσουν στη συνέλευση. Στόχος τους ήταν το «αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων» … Στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο για «ηγεμόνες» ή «μονάρχες» (Raaflub 2009).
Όπως προκύπτει και από τα ομηρικά έπη και από τα ταφικά αρχαιολογικά ευρήματα ο πόλεμος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ομηρική κοινωνία. Η πολεμική αρετή χαρακτηρίζει τους άνδρες που βρίσκονται σε υψηλή κοινωνική θέση, υποδηλώνει τη δύναμη και το κύρος τους και αποτελεί, τελικά, το διαβατήριό τους για να περάσουν στην ηρωική αθανασία. Ο πόλεμος για την υπεράσπιση της πατρίδας, εξάλλου, αποτελεί συστατικό στοιχείο της ιδεολογίας των πόλεων-κρατών που κάνουν τα πρώτα τους βήματα την εποχή που (κατα)γράφονται τα ομηρικά έπη. Οι πολεμιστές της «οπλιτικής φάλαγγας», εξάλλου, της οργανωμένης στρατιωτικής παράταξης στην οποία συμμετείχαν μόνο όσοι μπορούσαν να αγοράσουν τον οπλισμό τους, και που συνιστούσε τον «στρατό» της πόλης-κράτους, αποτελούσαν στην Αρχαϊκή Εποχή (κατά τον 7ο και 6ο αι. π.Χ.) τους διαδόχους των αριστοκρατών-πολεμιστών της ομηρικής εποχής;
Οι πόλεμοι, άλλωστε, ήταν συνηθισμένοι. Ο «μυθικός» Τρωικός Πόλεμος κινητοποιούσε τη φαντασία των ανθρώπων του 8ου αι. π.Χ., αλλά υπήρχαν και σύγχρονοι πόλεμοι, όπως εκείνος ο μυστηριώδης, αφού δεν έχουμε πολλά στοιχεία, στην Εύβοια ανάμεσα στους Ερετριείς και τους Χαλκιδείς για το
Ληλάντιο πεδίο. Εκτός από τα ταφικά έθιμα, πολεμιστές και μάχες ή ακόμα και πολιορκίες πόλεων αποτυπώνονται στην εικονογραφία και την τέχνη τόσο της πρώιμης και ύστερης μυκηναϊκής περιόδου, όσο και της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου. Άρματα που σέρνουν άλογα και πλοία αποτελούν όχι μόνο μεταφορικά αλλά και στρατιωτικά μέσα.
Εκτός από τους βασιλιάδες, στην κοινωνική διαστρωμάτωση των ομηρικών επών συναντώνται, επίσης, κατηγορίες ελεύθερων ανθρώπων. Οι πολεμιστές και οι ελεύθεροι γαιοκτήμονες έχουν εξέχουσα θέση ανάμεσά τους. Στους υπόλοιπους συμπεριλαμβάνονται οι δημιουργοί, μια ελίτ «επαγγελματιών» στην οποία πρέπει να συγκαταλέγονταν οι μάντεις, οι αοιδοί, οι γιατροί, αλλά και επαγγελματίες τεχνίτες όπως οι σιδηρουργοί και οι ξυλουργοί. Τέσσερα «επαγγέλματα», άλλωστε, θεωρεί ο χοιροβοσκός του Οδυσσέα, Εύμαιος -απαντώντας στον μνηστήρα Αντίνοο που τον επιπλήττει γιατί έφερε στο παλάτι τον μεταμφιεσμένο σε ζητιάνο Οδυσσέα- ως καλοδεχούμενα στον ομηρικό αριστοκρατικό κόσμο: «μάντης», «γιατρός», «μαραγκός» και «αοιδός».
Παρόλο που γιατροί και ιερείς, αν εξαιρέσει, ίσως, κανείς τον Χρύση στην Ιλιάδα, δεν έχουν μεγάλους «ρόλους» στα έπη, κείμενα και αρχαιολογικά ευρήματα οδηγούν προς το συμπέρασμα πως όλοι αυτοί περιφέρονταν από πόλη σε πόλη ή ήταν συνδεδεμένοι με κάποιον «οίκο». Για τους εμπόρους, πάντως, γίνεται ελάχιστος λόγος και όταν αναφέρονται συσχετίζονται, κυρίως, με τους Φοίνικες. Φαίνεται πως η ενασχόληση με το εμπόριο, ένα επάγγελμα και μια δραστηριότητα που θεωρείται πολύ σημαντική για τις προ-νομισματικές κοινωνίες όπως η ομηρική, φαίνεται πως ήταν υποτιμητική για τους ευγενείς των ομηρικών «οίκων».
Οι έμποροι, άλλωστε, θα είναι αυτοί που μαζί με την υπόλοιπη αριστοκρατία του χρήματος, την πρώτη αστική τάξη της Ιστορίας, θα αμφισβητήσουν αργότερα, στον 6ο αι. π.Χ. στην Αθήνα, για παράδειγμα, την αποκλειστική εξουσία των ευγενών, οδηγώντας από το αριστοκρατικό, στο ολιγαρχικό και στο τιμοκρατικό πολίτευμα και μεταφέροντας, έτσι, το βάρος από την εξουσία της καταγωγής στην εξουσία του πλούτου. Παρόλα αυτά οι επιδρομές, η πειρατεία και η ανταλλαγή δώρων που εμφανίζονται ως μέσα απόκτησης αγαθών επιτρέπονται. Οδηγούν σε απόκτηση κοινωνικού γοήτρου και στην εγκαθίδρυση σχέσεων ανάμεσα στους «οίκους» από διαφορετικές περιοχές.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα, πάντως, δίνουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα για τη σημασία του εμπορίου στα μυκηναϊκά χρόνια και στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Εισηγμένα αντικείμενα εντοπίζονται πάρα πολλά στις ανασκαφές του ελληνικού χώρου, αλλά και στις αντίστοιχες της Ανατολής και κάποτε και στη Δύση. Το μυκηναϊκό εμπόριο είναι, προφανώς, ελεγχόμενο, στο πλαίσιο της ανακτορικής οικονομίας, και γίνεται προς όφελος της άρχουσας τάξης των ηγεμόνων, εξασφαλίζοντας πρώτες ύλες και αντικείμενα που αυξάνουν τον «πλούτο» και το γόητρό της. «Εξωτικές» ύλες όπως το ελεφαντόδοντο και η φαγεντιανή, εξασφαλίζονται από την Ανατολή για να κατασκευαστούν περίτεχνα αντικείμενα. Χρυσός, χαλκός και κασσίτερος, αλλά και ήλεκτρο έρχονται από άλλα, σε σχέση με τα κέντρα του μυκηναϊκού πολιτισμού, μέρη. Οι ακτές της δυτικής Μικράς Ασίας βρίθουν από μυκηναϊκή κεραμική, καθώς το Αιγαίο είναι μια θάλασσα που διαπλέεται και για εμπορικούς σκοπούς.
Στα πρώιμα ιστορικά χρόνια από τον 11ο αι. π.Χ., ίσως και νωρίτερα, και μετά οι Ευβοείς θα αποικίσουν περιοχές του Βόρειου Αιγαίου, όπως τη Χαλκιδική, για να προσποριστούν μεταλλεύματα και ξυλεία. Η αναζήτηση του σιδήρου, εκτός από τα υπόλοιπα μέταλλα θα προστεθεί στις εμπορεύσιμες πρώτες ύλες. Οι άνθρωποι έρχονται σε επαφή με ανατολίτες τεχνίτες και μαθαίνουν να κατεργάζονται καλύτερα τα μέταλλα και το ελεφαντόδοντο. Η αλφαβητική ελληνική γραφή γεννιέται, πιθανόν, μέσα σε ένα πλαίσιο παρόμοιων επαφών. Αντικείμενα από την Αίγυπτο, τη Συρία και τη Φοινίκη βρίσκονται σε ελληνικές ανασκαφές. Στη Συρία, στις εκβολές του ποταμού Ορόντη, η Αλ Μίνα, μια ανασκαμμένη από τους αρχαιολόγους θέση, πιθανολογείται ότι μπορεί να ήταν ελληνικός εμπορικός σταθμός. Η Κύπρος και η Κρήτη συμμετέχουν ενεργά στις εμπορικές επαφές. Σε τάφους του 10ου και 9ου αι. π.Χ. στην Κνωσό εντοπίστηκαν εκατό περίπου αγγεία με προέλευση από την Αττική. Ακόμα και οικισμοί εξειδικευμένοι στο εμπόριο μπορεί να υπήρχαν όπως δείχνει η θέση της Ζαγοράς στην Άνδρο, που είναι κτισμένη σε μια χερσόνησο με πρόσβαση προς τη θάλασσα και όχι σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις και βοσκοτόπια.
Άλλες ομάδες ανθρώπων που αναφέρονται, επιπλέον, στα έπη, είναι οι μετανάσται και οι πολίται, αλλά και οι θήτες, οι οποίοι είναι μισθωτοί εργάτες σε χειρότερη θέση από τους δούλους, αφού είναι εξαρτημένοι από τους άλλους και αδύναμοι σε σχέση με τους προσκολλημένους στον «οίκο» δούλους. Η παρουσία τους δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί με άλλο τρόπο και, συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να γίνει γνωστή η ακριβής κοινωνική τους θέση. Οι κατάλογοι, ωστόσο, ανθρώπων που υπηρετούν τα μυκηναϊκά ανάκτορα και καταγράφονται στις πήλινες πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής είναι μια έμμεση απόδειξη για την ύπαρξη βοηθητικού προσωπικού.
Όσον αφορά στη θέση της γυναίκας, η εικόνα της είναι αρκετά αμφιλεγόμενη. Οι γυναίκες των αριστοκρατικών «οίκων» είναι, πρωτίστως, μητέρες και σύζυγοι, που ασχολούνται με την οικιακή επίβλεψη και την υφαντική. Παρότι δεν είναι κλεισμένες σε κάποιον γυναικωνίτη, όπως συνέβαινε στην αρχαία Αθήνα και φαίνεται πως μπορούν να κυκλοφορούν στην πόλη, τους υπενθυμίζεται διαρκώς η υποδεέστερη θέση τους στη λήψη αποφάσεων. Οι γυναίκες, πάντως, δεν είναι μόνο διαφιλονικούμενα λάφυρα πολέμου όπως η Βρισηίδα, ανάμεσα στον Αγαμέμνονα και στον Αχιλλέα στην Ιλιάδα. Υπάρχουν και παραδείγματα «ιδιαίτερων» γυναικών, όπως οι βασίλισσες Πηνελόπη, Αρήτη και Ελένη ή η Τρωαδίτισσα Ανδρομάχη, αλλά και «μαγισσών» με θεϊκές ικανότητες όπως η Καλυψώ και η Κίρκη. Η Πηνελόπη διαδραματίζει κάποιο σημαντικό ρόλο αφού από τον δικό της γάμο εξαρτάται ποιός θα είναι ο επόμενος βασιλιάς της Ιθάκης αν εκλείψει ο Οδυσσέας. Η εύνοια της Αρήτης, της βασίλισσας των Φαιάκων, θα εξασφαλίσει στον Οδυσσέα την ασφαλή επιστροφή του στην πατρίδα του, ενώ για την «ωραία» Ελένη έγινε, βέβαια, ένας ολόκληρος πόλεμος. Ίσως τέτοιες γυναίκες να βρίσκονται θαμμένες και στις ταφές που έχει εντοπίσει η αρχαιολογική έρευνα (Σταμπολίδης & Γιαννοπούλου 2013).
Ο τονισμός της συζυγικής πίστης και του ρόλου των γυναικών σε αυτήν αποτελεί, παράλληλα, μια από τις σημαντικότερες αξίες των ομηρικών επών. Ιδανικά ζευγάρια όπως αυτά του Οδυσσέα με την Πηνελόπη και του Έκτορα με την Ανδρομάχη, στο στρατόπεδο των Τρώων στην Ιλιάδα, αναδεικνύουν την αξία της γυναίκας ως συζύγου. Η έφηβη βασιλοπούλα Ναυσικά στο νησί των Φαιάκων προβάλλει τις χάρες του κοριτσιού της αριστοκρατίας που ενηλικιώνεται μέσα από πρωτοβουλίες και προσωπικές αποφάσεις. Συμπερασματικά στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια συναντάται όλο το εύρος των πιθανών γυναικείων χαρακτήρων και των αξιών της ανώτερης κοινωνικής τάξης της ομηρικής εποχής. Από την Πηνελόπη της Ιθάκης μέχρι την Κλυταιμνήστρα των Μυκηνών περιγράφονται όλες αυτές οι γυναίκες, από την πιστή και υπομονετική βασίλισσα που διαφυλάττει τα δικαιώματα του άντρα της περιμένοντας την επιστροφή του, μέχρι την άπιστη φόνισσα που τον υπονομεύει και τελικά του επιφυλάσσει ολέθριο τέλος, τον θάνατο.
Όπως έχει επισημανθεί (Osborne 2006: 218), πάντως, φαίνεται πως ο πυρήνας των ομηρικών επών είναι πολιτικός. Τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια υπάρχει ένα πολιτικό υπόστρωμα, η αμφισβήτηση του Αγαμέμνονα από τον Αχιλλέα και οι διεκδικήσεις των μνηστήρων στο βασίλειο του Οδυσσέα. Τέτοιου είδους πολιτικές διαμάχες, άλλωστε, ήταν το κυρίαρχο στοιχείο στον ελληνικό κόσμο του τέλους του 8ου και των αρχών του 7ου αι. π.Χ., ο οποίος βρισκόταν στα πρόθυρα της δημιουργίας των πόλεων και της πόλης-κράτους (Osborne 2000).
Δεν μπορούμε, τελικά, να θεωρήσουμε ότι η κοινωνία η οποία περιγράφεται στα ομηρικά έπη αντικατοπτρίζει στην εντέλεια την κοινωνία μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου. Είναι πολύ περισσότερο πιθανό τα έπη να αποτελούσαν μια ευκαιρία και ένα μέσο για να στοχαστούν οι άνθρωποι της εποχής που δημιουργήθηκαν για το παρόν τους χρησιμοποιώντας το παρελθόν, παρά να υποδηλώνουν ένα ιστορικού τύπου ενδιαφέρον για το παρελθόν. Σε αυτό το πλαίσιο θεωρείται ότι έχει μεγαλύτερη σημασία να προσεγγίσει κανείς τις αξίες της κοινωνίας, όπως αυτές αναδύονται από τα ομηρικά έπη. Από τη στιγμή που γίνονταν αυτές κατανοητές, άλλωστε, θα έπρεπε να ήταν οικείες στο ακροατήριο των επών. Εκφράζουν, συνεπώς, αντιλήψεις ή κανόνες καλής και κακής συμπεριφοράς που θα ίσχυαν για την κοινωνία που αποτελούσε αυτό το ακροατήριο.
Οι αξίες της ομηρικής κοινωνίας αποσαφηνίζουν έτσι τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του πολιτισμένου βίου, έτσι όπως τον εννοούσαν οι Έλληνες της εποχής (Osborne 2000: 232-238), τα οποία μπορεί να συνοψιστούν ως εξής:
α) Ο ανταγωνισμός με τη μορφή άμιλλας ανάμεσα στα άτομα υπερβαίνει, πολλές φορές, την υπακοή στην κοινωνική ομάδα. Οι λόγοι των ηρώων που βρίσκονται σε αντιπαλότητα ή οι συμβουλευτικοί λόγοι που ακούγονται στα έπη θέτουν σε διαπραγμάτευση τις ατομικές αξίες, αλλά και το ζήτημα της εξουσίας και της επιβολής της. Ο επιδέξιος χειρισμός των λέξεων και του λόγου από τον ομιλητή συνιστά, τελικά ένα από τα ιδανικά της ομηρικής κοινωνίας.
β) Οι κόσμοι που συναντά ο Οδυσσέας στις περιπλανήσεις του στην Οδύσσεια αποτελούν πολλές φορές το αντίθετο των ομηρικών πολιτικών κοινωνιών. Οι Κύκλωπες, για παράδειγμα, δεν νοιάζονται ο ένας για τον άλλον, είναι άνομοι και άδικοι («ἀθέμιστοι»), ενώ δεν έχουν ούτε συνελεύσεις («ἀγοραί βουληφόροι») ούτε δίκες («θέμισται»). Οι λαοί που συναντά ο Οδυσσέας δεν καλλιεργούν τη γη και δεν θυσιάζουν στους θεούς, δεν πίνουν κρασί, αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, εκτρέφουν ζώα και συλλέγουν καρπούς. Η πολιτεία των Φαιάκων, από την άλλη μεριά, βρίσκεται στο άλλο άκρο, καθώς η οργάνωση φαίνεται να είναι πολιτικά ιδεώδης.
γ) Οι γυναίκες διαδραματίζουν έναν σημαντικό ρόλο στον κόσμο των επών. Προκαλούν αντιθέσεις ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο συμφέρον, είτε πρόκειται για την «αρπαγή» της Ελένης είτε για τη Βρισηίδα είτε ακόμη και για την Πηνελόπη και τη διεκδίκησή της από τους Μνηστήρες.
Συμπερασματικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα ομηρικά έπη περιγράφουν μια αριστοκρατική κοινωνία η οποία βρίσκεται σε μια μεταβατική εποχή, καθώς οδεύει προς την αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων και δεδομένων που προκύπτουν από τη δημιουργία της πόλης-κράτους. Οι πολεμιστές αριστοκράτες, είτε είναι βασιλιάδες είτε από ευγενική και ηρωική γενιά, πρωταγωνιστούν, ενώ τα έπη φαίνεται πως συνιστούν και ένα είδος οδηγιών για τις αξίες που έπρεπε να ακολουθούν τα μέλη της ανώτερης τάξης. Όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα, όταν δεν είναι θεοί ή θεές, ακόμα και όταν έχουν κάποιους μεγαλύτερους «ρόλους», άντρες, γυναίκες και παιδιά, αποτελούν το σκηνικό μέσα στο οποίο δρουν οι κύριοι ήρωες των επών και προσδιορίζονται με βάση τη σχέση τους με αυτούς. Παρόλο που φαίνεται πως κυριαρχεί το πολίτευμα των «αρίστων», το οποίο, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την περίπτωση της Ιθάκης κατά την απουσία του Οδυσσέα με τη δράση των μνηστήρων, αμφισβητείται από κάποιους «ολίγους», αρχίζουν, επίσης, να κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα στοιχεία της πόλης-κράτους, όπως οι συνελεύσεις στην αγορά και η ρητορική δεινότητα των αρχηγών. Η εικόνα αυτή ενισχύεται από τις πληροφορίες των αρχαίων ιστορικών, αλλά και από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Είναι, όμως, γεγονός ότι σε όλες τις περιπτώσεις τα «φώτα» πέφτουν κυρίως στη μελέτη των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων ενώ τα υπόλοιπα μένουν ακόμα στην ολική ή μερική αφάνεια.
Έτσι, λοιπόν, γνωρίζουμε έναν κόσμο «ηρωικό» που, όμως, είναι πολύ πιθανό να μην έχει καμία απολύτως σχέση με τον πραγματικό κόσμο της καθημερινότητας της ομηρικής εποχής, οποτεδήποτε και αν την προσδιορίσουμε ιστορικά. Όπως το έθεσε η σημαντική μελετήτρια της αρχαίας Ελλάδας C. Mosse:
… τα έπη εντάσσονται στην προσπάθεια να αναβιώσει η μακρινή εποχή των ηρώων με τους οποίους θέλουν να ταυτίζονται οι αριστοκράτες πολεμιστές που κυβερνούν τις νέες πόλεις. Στους ήρωες αποδίδουν υπεράνθρωπα κατορθώματα, μυθικές αποστολές, ταξίδια όπου ενυπάρχει μερικές φορές και η ανάμνηση πραγματικών ταξιδιών, μια καθημερινή συναλλαγή με τους θεούς, που τα ιερά τους είχαν αρχίσει να ανεγείρονται σχεδόν παντού. Η επανεμφάνιση της γραφής, ή μάλλον η διασκευή του αλφαβήτου που μετέδωσαν οι Φοίνικες έμποροι … θα βοηθούσε τον δημιουργό της Ιλιάδας, ίσως και της Οδύσσειας, να δώσει σε ένα από τα ηρωικά έργα του μια διάσταση, που θα το αναδείκνυε σε «βίβλο» του ελληνικού κόσμου (Mosse 2001: 45).