[547e] Τῷ δέ γε φοβεῖσθαι τοὺς σοφοὺς ἐπὶ τὰς ἀρχὰς ἄγειν, ἅτε οὐκέτι κεκτημένην ἁπλοῦς τε καὶ ἀτενεῖς τοὺς τοιούτους ἄνδρας ἀλλὰ μεικτούς, ἐπὶ δὲ θυμοειδεῖς τε καὶ ἁπλουστέρους ἀποκλίνειν, τοὺς πρὸς πόλεμον μᾶλλον πεφυκότας ἢ πρὸς [548a] εἰρήνην, καὶ τοὺς περὶ ταῦτα δόλους τε καὶ μηχανὰς ἐντίμως ἔχειν, καὶ πολεμοῦσα τὸν ἀεὶ χρόνον διάγειν, αὐτὴ ἑαυτῆς αὖ τὰ πολλὰ τῶν τοιούτων ἴδια ἕξει;Ναί.
Ἐπιθυμηταὶ δέ γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, χρημάτων οἱ τοιοῦτοι ἔσονται, ὥσπερ οἱ ἐν ταῖς ὀλιγαρχίαις, καὶ τιμῶντες ἀγρίως ὑπὸ σκότου χρυσόν τε καὶ ἄργυρον, ἅτε κεκτημένοι ταμιεῖα καὶ οἰκείους θησαυρούς, οἷ θέμενοι ἂν αὐτὰ κρύψειαν, καὶ αὖ περιβόλους οἰκήσεων, ἀτεχνῶς νεοττιὰς ἰδίας, ἐν αἷς [548b] ἀναλίσκοντες γυναιξί τε καὶ οἷς ἐθέλοιεν ἄλλοις πολλὰ ἂν δαπανῷντο.
Ἀληθέστατα, ἔφη.
Οὐκοῦν καὶ φειδωλοὶ χρημάτων, ἅτε τιμῶντες καὶ οὐ φανερῶς κτώμενοι, φιλαναλωταὶ δὲ ἀλλοτρίων δι᾽ ἐπιθυμίαν, καὶ λάθρᾳ τὰς ἡδονὰς καρπούμενοι, ὥσπερ παῖδες πατέρα τὸν νόμον ἀποδιδράσκοντες, οὐχ ὑπὸ πειθοῦς ἀλλ᾽ ὑπὸ βίας πεπαιδευμένοι διὰ τὸ τῆς ἀληθινῆς Μούσης τῆς μετὰ λόγων [548c] τε καὶ φιλοσοφίας ἠμεληκέναι καὶ πρεσβυτέρως γυμναστικὴν μουσικῆς τετιμηκέναι.
Παντάπασιν, ἔφη, λέγεις μεμειγμένην πολιτείαν ἐκ κακοῦ τε καὶ ἀγαθοῦ.
Μέμεικται γάρ, ἦν δ᾽ ἐγώ· διαφανέστατον δ᾽ ἐν αὐτῇ ἐστὶν ἕν τι μόνον ὑπὸ τοῦ θυμοειδοῦς κρατοῦντος, φιλονικίαι καὶ φιλοτιμίαι.
Σφόδρα γε, ἦ δ᾽ ὅς.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, αὕτη μὲν ἡ πολιτεία οὕτω γεγονυῖα καὶ τοιαύτη ἄν τις εἴη, ὡς λόγῳ σχῆμα πολιτείας ὑπογράψαντα [548d] μὴ ἀκριβῶς ἀπεργάσασθαι διὰ τὸ ἐξαρκεῖν μὲν ἰδεῖν καὶ ἐκ τῆς ὑπογραφῆς τόν τε δικαιότατον καὶ τὸν ἀδικώτατον, ἀμήχανον δὲ μήκει ἔργον εἶναι πάσας μὲν πολιτείας, πάντα δὲ ἤθη μηδὲν παραλιπόντα διελθεῖν.
Καὶ ὀρθῶς, ἔφη.
Τίς οὖν ὁ κατὰ ταύτην τὴν πολιτείαν ἀνήρ; πῶς τε γενόμενος ποῖός τέ τις ὤν;
Οἶμαι μέν, ἔφη ὁ Ἀδείμαντος, ἐγγύς τι αὐτὸν Γλαύκωνος τουτουὶ τείνειν ἕνεκά γε φιλονικίας.
[548e] Ἴσως, ἦν δ᾽ ἐγώ, τοῦτό γε· ἀλλά μοι δοκεῖ τάδε οὐ κατὰ τοῦτον πεφυκέναι.
Τὰ ποῖα;
Αὐθαδέστερόν τε δεῖ αὐτόν, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἶναι καὶ ὑποαμουσότερον, φιλόμουσον δέ, καὶ φιλήκοον μέν, ῥητορικὸν δ᾽ [549a] οὐδαμῶς. καὶ δούλοις μέν τις ἂν ἄγριος εἴη ὁ τοιοῦτος, οὐ καταφρονῶν δούλων, ὥσπερ ὁ ἱκανῶς πεπαιδευμένος, ἐλευθέροις δὲ ἥμερος, ἀρχόντων δὲ σφόδρα ὑπήκοος, φίλαρχος δὲ καὶ φιλότιμος, οὐκ ἀπὸ τοῦ λέγειν ἀξιῶν ἄρχειν οὐδ᾽ ἀπὸ τοιούτου οὐδενός, ἀλλ᾽ ἀπὸ ἔργων τῶν τε πολεμικῶν καὶ τῶν περὶ τὰ πολεμικά, φιλογυμναστής τέ τις ὢν καὶ φιλόθηρος.
Ἔστι γάρ, ἔφη, τοῦτο τὸ ἦθος ἐκείνης τῆς πολιτείας.
Οὐκοῦν καὶ χρημάτων, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὁ τοιοῦτος νέος μὲν ὢν [549b] καταφρονοῖ ἄν, ὅσῳ δὲ πρεσβύτερος γίγνοιτο, μᾶλλον ἀεὶ ἀσπάζοιτο ἂν τῷ τε μετέχειν τῆς τοῦ φιλοχρημάτου φύσεως καὶ μὴ εἶναι εἰλικρινὴς πρὸς ἀρετὴν διὰ τὸ ἀπολειφθῆναι τοῦ ἀρίστου φύλακος;
Τίνος; ἦ δ᾽ ὃς ὁ Ἀδείμαντος.
Λόγου, ἦν δ᾽ ἐγώ, μουσικῇ κεκραμένου· ὃς μόνος ἐγγενόμενος σωτὴρ ἀρετῆς διὰ βίου ἐνοικεῖ τῷ ἔχοντι.
Καλῶς, ἔφη, λέγεις.
Καὶ ἔστι μέν γ᾽, ἦν δ᾽ ἐγώ, τοιοῦτος ὁ τιμοκρατικὸς νεανίας, τῇ τοιαύτῃ πόλει ἐοικώς.
[549c] Πάνυ μὲν οὖν.
Γίγνεται δέ γ᾽, εἶπον, οὗτος ὧδέ πως· ἐνίοτε πατρὸς ἀγαθοῦ ὢν νέος ὑὸς ἐν πόλει οἰκοῦντος οὐκ εὖ πολιτευομένῃ, φεύγοντος τάς τε τιμὰς καὶ ἀρχὰς καὶ δίκας καὶ τὴν τοιαύτην πᾶσαν φιλοπραγμοσύνην καὶ ἐθέλοντος ἐλαττοῦσθαι ὥστε πράγματα μὴ ἔχειν—
Πῇ δή, ἔφη, γίγνεται;
Ὅταν, ἦν δ᾽ ἐγώ, πρῶτον μὲν τῆς μητρὸς ἀκούῃ ἀχθομένης ὅτι οὐ τῶν ἀρχόντων αὐτῇ ὁ ἀνήρ ἐστιν, καὶ ἐλαττουμένης διὰ [549d] ταῦτα ἐν ταῖς ἄλλαις γυναιξίν, ἔπειτα ὁρώσης μὴ σφόδρα περὶ χρήματα σπουδάζοντα μηδὲ μαχόμενον καὶ λοιδορούμενον ἰδίᾳ τε ἐν δικαστηρίοις καὶ δημοσίᾳ, ἀλλὰ ῥᾳθύμως πάντα τὰ τοιαῦτα φέροντα, καὶ ἑαυτῷ μὲν τὸν νοῦν προσέχοντα ἀεὶ αἰσθάνηται, ἑαυτὴν δὲ μήτε πάνυ τιμῶντα μήτε ἀτιμάζοντα, ἐξ ἁπάντων τούτων ἀχθομένης τε καὶ λεγούσης ὡς ἄνανδρός τε αὐτῷ ὁ πατὴρ καὶ λίαν ἀνειμένος, καὶ ἄλλα δὴ ὅσα καὶ [549e] οἷα φιλοῦσιν αἱ γυναῖκες περὶ τῶν τοιούτων ὑμνεῖν.
Καὶ μάλ᾽, ἔφη ὁ Ἀδείμαντος, πολλά τε καὶ ὅμοια ἑαυταῖς.
Οἶσθα οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι καὶ οἱ οἰκέται τῶν τοιούτων ἐνίοτε λάθρᾳ πρὸς τοὺς ὑεῖς τοιαῦτα λέγουσιν, οἱ δοκοῦντες εὖνοι εἶναι, καὶ ἐάν τινα ἴδωσιν ἢ ὀφείλοντα χρήματα, ᾧ μὴ ἐπεξέρχεται ὁ πατήρ, ἤ τι ἄλλο ἀδικοῦντα, διακελεύονται ὅπως, ἐπειδὰν ἀνὴρ γένηται, τιμωρήσεται πάντας τοὺς τοιούτους [550a] καὶ ἀνὴρ μᾶλλον ἔσται τοῦ πατρός. καὶ ἐξιὼν ἕτερα τοιαῦτα ἀκούει καὶ ὁρᾷ, τοὺς μὲν τὰ αὑτῶν πράττοντας ἐν τῇ πόλει ἠλιθίους τε καλουμένους καὶ ἐν σμικρῷ λόγῳ ὄντας, τοὺς δὲ μὴ τὰ αὑτῶν τιμωμένους τε καὶ ἐπαινουμένους. τότε δὴ ὁ νέος πάντα τὰ τοιαῦτα ἀκούων τε καὶ ὁρῶν, καὶ αὖ τοὺς τοῦ πατρὸς λόγους ἀκούων τε καὶ ὁρῶν τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ ἐγγύθεν παρὰ τὰ τῶν ἄλλων, ἑλκόμενος ὑπ᾽ ἀμφοτέρων [550b] τούτων, τοῦ μὲν πατρὸς αὐτοῦ τὸ λογιστικὸν ἐν τῇ ψυχῇ ἄρδοντός τε καὶ αὔξοντος, τῶν δὲ ἄλλων τό τε ἐπιθυμητικὸν καὶ τὸ θυμοειδές, διὰ τὸ μὴ κακοῦ ἀνδρὸς εἶναι τὴν φύσιν, ὁμιλίαις δὲ ταῖς τῶν ἄλλων κακαῖς κεχρῆσθαι, εἰς τὸ μέσον ἑλκόμενος ὑπ᾽ ἀμφοτέρων τούτων ἦλθε, καὶ τὴν ἐν ἑαυτῷ ἀρχὴν παρέδωκε τῷ μέσῳ τε καὶ φιλονίκῳ καὶ θυμοειδεῖ, καὶ ἐγένετο ὑψηλόφρων τε καὶ φιλότιμος ἀνήρ.
Κομιδῇ μοι, ἔφη, δοκεῖς τὴν τούτου γένεσιν διεληλυθέναι.
***
[547e] Δικά της πάλι ξεχωριστά χαρακτηριστικά δεν θα έχει τον φόβο να υψώνει στα ανώτατα αξιώματα τους σοφούς, επειδή δεν θα βρίσκει πια μέσα στην κοινωνία τέτοιους ανθρώπους μονομερείς και αποκλειστικούς, αλλά μεικτούς, την τάση να κλίνει προς ανθρώπους περισσότερο ορμητικούς, γεννημένους μάλλον για τον πόλεμο παρά για [548a] την ειρήνη, την προθυμία να δίνει μεγαλύτερην αξία στα στρατηγήματα και στους δόλους του πολέμου, που θα τον θεωρεί μοναδική της πάντοτε απασχόληση;
Ναι.
Οι άνθρωποι αυτού του είδους θα είναι επομένως άπληστοι στα υλικά αγαθά, όπως συμβαίνει τις ολιγαρχίες, και με μανία θα λατρεύουν στα κρυφά τον χρυσό και τον άργυρο, αφού θα έχουν δικά τους ταμεία και θησαυροφυλάκια, όπου θα φυλάνε κρυμμένους τους θησαυρούς των, καθώς και κατοικίες απομονωμένες, αληθινές φωλιές δικές τους, όπου [548b] θα κάνουν έξοδα και σπατάλη με γυναίκες και με όποιους άλλους θέλουν.
Πολύ σωστά.
Επομένως θα είναι φιλάργυροι για τα δικά τους χρήματα, αφού θα τα λατρεύουν και θα τα φυλάνε κρυφά, σπάταλοι όμως για τα ξένα, από την επιθυμία να ικανοποιούν τα πάθη τους. Και καθώς θα είναι παραδομένοι κρυφά σε όλες τις ηδονές, θα κοιτάζουν πώς να ξεφύγουν από τον νόμο, σαν άταχτα παιδιά από τον πατέρα τους, εξαιτίας της ανατροφής τους που στηρίζεται στη βία και όχι στην πειθώ, επειδή παραμελήθηκε η Μούσα η αληθινή των λόγων [548c] και της φιλοσοφίας και προτιμήθηκε αντί της μουσικής η γυμναστική.
Πραγματικά, εντελώς ανακατωμένη είναι αυτή η πολιτεία με καλά και με κακά.
Ανακατωμένη, μάλιστα· και ένα μόνο είναι καθαρό και διαφανέστατο σ᾽ αυτήν, αφού επικρατεί το θυμοειδές: η φιλαρχία και η φιλοδοξία.
Και πάρα πολύ μάλιστα.
Αυτή λοιπόν είναι η προέλευση και η μορφή του πολιτεύματος τούτου που περιορίστηκα απλώς να το σχεδιαγραφήσω, [548d] όχι να το επεξεργαστώ τελείως, γιατί και τόσο αρκεί για να γνωρίσομε τον δικαιότατο και τον αδικότατο άνθρωπο που ζητούμε· εξάλλου θα ήταν και ατελείωτο το έργο, αν θέλαμε να εξετάσομε διεξοδικά όλα τα πολιτεύματα, χωρίς να παραλείψομε καμιά λεπτομέρεια.
Και πολύ σωστά.
Ο τύπος του τιμοκρατικού ανθρώπουΠοιός λοιπόν είναι ο άνθρωπος που αντιστοιχεί σ᾽ αυτό το πολίτευμα; Πώς μορφώνεται και ποιός είναι ο χαρακτήρας του;
Τον φαντάζομαι —διέκοψεν ο Αδείμαντος— να μοιάζει με αυτόν εδώ τον Γλαύκωνα, τουλάχιστο κατά τη φιλοδοξία.
[548e] Ίσως κατά τούτο μόνο· μου φαίνεται όμως ότι διαφέρει κατά πολλά άλλα.
Ποιά;
Εν πρώτοις εκείνος πρέπει να είναι πιο αυθάδης και κάπως πιο άμουσος, αν και θ᾽ αγαπά τη μουσική· θ᾽ αγαπά επίσης τους λόγους και τα ακροάματα, αλλά ο ίδιος δεν θα έχει καμιά [549a] ρητορικήν ιδιοφυΐα. Προς τους δούλους θα είναι σκληρός αντί να τους περιφρονεί, όπως κάνουν όσοι έλαβαν τέλειαν ανατροφή, προς τους ελεύθερους ήμερος και προς τους άρχοντες πάρα πολύ υπάκουος· φίλαρχος και φιλόδοξος σε όλα, θα επιζητεί τα αξιώματα όχι με τη ρητορική του ικανότητα ή με παρόμοιες αρετές του αλλά με την πολεμική του αξία και με τα πολεμικά του κατορθώματα, μανιώδης καθώς θα είναι για τις σωματικές ασκήσεις και το κυνήγι.
Αυτός αλήθεια είναι ο χαρακτήρας εκείνης της πολιτείας.
Ο άνθρωπος αυτού του είδους, όσο είναι νέος, [549b] ίσως να περιφρονεί τα υλικά αγαθά· όσο όμως προχωρεί η ηλικία του, δεν θα μεγαλώνει όλο και περισσότερο και αυτό το πάθος του, εφόσον μετέχει στον τύπο του φιλοχρήματου ανθρώπου και η αρετή του δεν είναι καθαρή και ακέραια, αφού εξαρχής στερήθηκε τον άριστο φύλακά της;
Ποιόν εννοείς φύλακα; — ερώτησε ο Αδείμαντος.
Τον λόγο, συνδυασμένο με τη μουσική· γιατί αυτός μόνο μπορεί να σώσει την αρετή σε όλη τη διάρκεια της ζωής, όταν εγκατασταθεί και κατοικήσει μέσα στην καρδιά εκείνου που την κατέχει.
Καλά λες.
Τέτοιος λοιπόν είναι και ο χαρακτήρας του νέου που μοιάζει με το τιμοκρατικό πολίτευμα.
[549c] Πραγματικά.
Νά τώρα και με ποιόν τρόπο σχηματίζεται· συμβαίνει ο νέος μας να έχει καλό πατέρα που κατοικεί σε κακώς διοικούμενη πόλη, αποφεύγει όλες τις τιμές, τα αξιώματα, τις δίκες και όλες τις σχετικές με αυτά ενοχλήσεις και προτιμά να μένει στο περιθώριο, φτάνει να έχει εξασφαλισμένη την ησυχία του.
Λοιπόν πώς διαπλάσσεται ο χαρακτήρας του γιου;
Πρώτα ακούει τη μητέρα του να στενοχωριέται και να παραπονιέται διαρκώς ότι ο άντρας της δεν είναι από τους επίσημους και γι᾽ αυτό δεν έχει κι αυτή καμιά κοινωνική σειρά [549d] ανάμεσα στις άλλες γυναίκες, γιατί τον βλέπει να μη φροντίζει καθόλου να αυξήσει την περιουσία του και να προτιμά να υπομένει με απάθεια κάθε ζημιά των συμφερόντων του, παρά να έχει ανακατώματα και διαφορές στα δικαστήρια, να ασχολείται μόνο για τον εαυτό του και να αδιαφορεί γι᾽ αυτήν εντελώς· καθημερινώς λοιπόν την ακούει να λέει στενοχωρημένη ότι ο πατέρας του δεν είναι άντρας, ότι δεν είναι καμιά προκοπή απ᾽ αυτόν, και όλα [549e] όσα συνηθίζουν να ψάλλουν οι γυναίκες σ᾽ αυτές τις περιστάσεις.
Αυτά κάνουν πραγματικώς οι γυναίκες, είπεν ο Αδείμαντος.
Γνωρίζεις ακόμα ότι και οι υπηρέτες του σπιτιού, θέλοντας να δείξουν ζήλο και ενδιαφέρον για τον γιο του κυρίου των, του μιλούν κάποτε κρυφά με την ίδια γλώσσα και όταν, παραδείγματος χάρη, βλέπουν ότι ο πατέρας του δεν προθυμοποιείται να τον βοηθήσει, ή για να πληρώσει κανένα χρέος του ή για να τον ξεμπλέξει από καμιά βρωμοδουλειά, τον συμβουλεύουν και τον παρακινούν, όταν μεγαλώσει, να κυνηγά τους εχθρούς του, να μην αφήνει να του πατούν το δίκιο [550a] και να είναι περισσότερο άντρας από τον πατέρα του. Και όταν βγαίνει έξω, όλο τα ίδια ακούει και βλέπει, ότι όσοι περιορίζονται στο έργο τους θεωρούνται ηλίθιοι και παραγκωνίζονται, ενώ όσοι κάθε άλλο κοιτάζουν παρά τη δουλειά τους γεμίζουν από τιμές και δοξάζονται. Τότε λοιπόν ο νέος, όσο από το ένα μέρος βλέπει και ακούει αυτά, πάλι από το άλλο όμως ακούει τους λόγους του πατέρα του και βλέπει πόσο η διαγωγή του και ο τρόπος του διαφέρει από τους άλλους, αισθάνεται τον εαυτό του να τον τραβούν [550b] και από τα δυο μέρη, γιατί ενώ ο πατέρας του καλλιεργεί και δυναμώνει το λογιστικό μέρος της ψυχής του, οι άλλοι απεναντίας του εξάπτουν το επιθυμητικό και το θυμοειδές· και επειδή το φυσικό του δεν είναι κακό, αλλ᾽ απλώς έχει παρασυρθεί από κακές συναναστροφές, καθώς τραβιέται και από τα δυο μέρη, καταντά να πάρει τον μέσο δρόμο και να παραδώσει την εξουσία πάνω στον εαυτό του στο θυμοειδές και φιλόνικο μέρος της ψυχής του, που κι αυτό είναι το μέσον ανάμεσα στο λογιστικό και στο επιθυμητικό· και έτσι έγινε άνθρωπος υπεροπτικός και φιλόδοξος.
Μου φαίνεται πως πολύ καλά εξήγησες τη γένεση αυτού του χαρακτήρα.