Αν η Ρητορική του Αριστοτέλη έχει τώρα σε μεγάλο βαθμό ιστορικό ενδιαφέρον, οι τύχες της σύντομης μελέτης για την ποίηση υπήρξαν πολύ διαφορετικές. Το Περί ποιητικής, συμβατικά Ποιητική, απόλαυσε και συνεχίζει να απολαύει μιαν αξιοσημείωτη φήμη μεταξύ των βιβλίων της λογοτεχνικής κριτικής. Μπορεί δίκαια να κριθεί ως το πιο σημαντικό απ' όλα τα συναφή έργα, και, δεν είναι καθόλου περίεργο πως τίποτα απ' ό, τι ο Αριστοτέλης έγραψε δεν μελετάται πιο πλατιά και δεν γίνεται αναφορά σ' αυτό. Ωστόσο ο ίδιος ο Αριστοτέλης, και οι σύγχρονοί του, θα μπορούσαν να ξαφνιαστούν από την μετέπειτα επιτυχία του. Δεν υπάρχει τίποτα που να δείχνει ότι θεωρούσε την Ποιητική ως ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά του, που μπορούσε να είναι στην ίδια κατηγορία όπως το έργο για τη λογική, μεταφυσική και βιολογία. Η Ρητορική είναι μια πολύ περισσότερο λεπτομερής μελέτη από την Ποιητική, κι όταν ακόμη ληφθεί υπόψη ότι το δεύτερο έργο, που είναι επίσης το μεταγενέστερο, δεν έχει σωθεί ακέραιο. Είναι ίσως ορθό να πούμε ότι ο Αριστοτέλης ενδιαφερόταν περισσότερο για την τεχνική της ρητορικής και το επιχείρημα παρά για τη φύση της ποίησης.
Μια τέτοια στάση από μέρους του Αριστοτέλη θα βοηθούσε να εξηγήσουμε μερικές από τις ελλείψεις της Ποιητικής: πραγματεύτηκε το θέμα εκλεκτικά χωρίς να σκοπεύει να διατυπώσει μια πλήρη θεωρία της λογοτεχνίας. Επιπλέον, η Ποιητική, στην παρούσα μορφή της, είναι τόσο συμπυκνωμένη ώστε έχουμε κάθε λόγο να τη θεωρούμε μάλλον ως μια πραγματεία σχεδιασμένη για μελέτη μέσα στην αριστοτελική σχολή παρά ως ένα βιβλίο στη συνηθισμένη σημασία. Είναι επίσης στην πραγματικότητα σίγουρο ότι το αρχικό κείμενο έχει τροποποιηθεί από αρχαίους εκδότες σε διάφορα μέρη. Αλλά, παρ’ όλες τις δυσκολίες της, η Ποιητική αξίζει τη μεγάλη της φήμη. Διαφωτίζει την κατανόηση της ελληνικής τραγωδίας και καθιερώνει κριτικά εργαλεία λογοτεχνικής ανάλυσης που έχουν μόνιμη αξία.
Προσεγγίζοντας την Ποιητική χρειάζεται να λάβουμε υπόψη πολλά ιστορικά δεδομένα. Πρώτα, τις πολιτιστικές περιστάσεις της εποχής του Αριστοτέλη. Το δεύτερο τρίτο του τέταρτου αιώνα π.Χ. ήταν περίοδος παρακμής και αλλαγής στην ελληνική ποίηση. Ιδιαίτερα η τραγωδία, το κύριο θέμα του Αριστοτέλη στην Ποιητική, δεν είχε να παρουσιάσει διακεκριμένο δραματικό ποιητή μετά τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη, αλλά οι δραματικές γιορτές συνέχισαν όπως προηγουμένως, με νέα θεατρικά έργα και κάποτε με αναβίωση παλαιότερων. Ο κάθε μαθητής μάθαινε τον Όμηρό του, και γενικά, η ποίηση παρέμενε ένα βασικό στοιχείο εκπαίδευσης και κουλτούρας στην πιο πλατιά σημασία των όρων.
Δεύτερο, την επίδραση του Πλάτωνα. Ως στενός εταίρος του Πλάτωνα για είκοσι χρόνια, ο Αριστοτέλης δεν μπορούσε να μην αντιδράσει στις απόψεις του παλαιότερου φιλοσόφου. Ο ορισμός του της ποίησης ως μιμητικής τέχνης (μίμησις) προέρχεται κατευθείαν από τον Πλάτωνα, και ο Αριστοτέλης επίσης ακολούθησε τον Πλάτωνα δίνοντας μεγάλη σημασία στην επενέργεια της ποίησης πάνω στα συναισθήματα. Αλλά δεν συμμεριζόταν καμιά από τις επιτιμητικές στάσεις του Πλάτωνα απέναντι στην ποίηση. Οι ηθικές έννοιες παίζουν σημαντικό μέρος στην Ποιητική, αλλά ο σκοπός του έργου δεν είναι να υπαγορεύσει στους ποιητές τι έπρεπε να πουν, με οποιαδήποτε ηθική έννοια. Ένα μέρος της σημασίας της Ποιητικής είναι η μεταχείριση της ποίησης ως έγκυρης δραστηριότητας καθεαυτής, που χρειάζεται ανάλυση και κατανόηση μέσα στους δικούς της όρους αναφοράς.
Τρίτο, τη μεθοδολογία του Αριστοτέλη και τις εννοιολογικές κατηγορίες. Η Ποιητική είναι ένα από τα υστερότερα έργα του Αριστοτέλη. Ως την εποχή της σύνθεσής της, είχε ήδη καθιερώσει μεθόδους ανάλυσης και ορολογίας που μπορούσαν να εφαρμοσθούν στη συζήτηση όλων των ειδών για τα διάφορα θέματα. Η διαίρεση της ποίησης σε “είδη”, η διάκριση ανάμεσα σε “καθολικό” και “ειδικό”, η διάκριση ανάμεσα σε “απλό” και “σύνθετο” – αυτά είναι δείγματα αναλυτικών σχημάτων στην Ποιητική που απαντούν σε όλα τα έργα του Αριστοτέλη. Επιπλέον, μερικοί όροι στην Ποιητική, συγκεκριμένα πρᾶξις - δράση, ἦθος - (ηθικός) χαρακτήρας, ἁμαρτία - σφάλμα, όλα διαφωτίζονται από σημεία που συζητούνται στα Ηθικά του.
Η δομή της Ποιητικής, όπως την έχουμε, είναι η ακόλουθη: στα κεφάλαια 1-5 ο Αριστοτέλης διαφωτίζει τη Φύση της ποίησης γενικά· τα κεφάλαια 6-22 ασχολούνται με την τραγωδία, τα 23-6 με το έπος και με μια σύγκριση των δύο ειδών. Η τελευταία πρόταση στα χειρόγραφά μας ολοκληρώνει την εξέταση της τραγωδίας και του έπους. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι η Ποιητική συνέχισε με εξέταση της κωμωδίας, που υποσχέθηκε στο 1449b21. Το τέταρτο “είδος” της ποίησης που αναφέρει ο Αριστοτέλης, ο 'διθύραμβος' (χορικό λυρικό άσμα), δεν συζητείται πουθενά λεπτομερειακά, και δεν υπάρχει τρόπος να ξέρουμε αν το εξέτασε αλλού, όπως και όποιο άλλο “είδος” ποίησης, για παράδειγμα την προσωπική λυρική.
Παρά τη συντομία τους, τα εισαγωγικά κεφάλαια είναι θεμελιακής σημασίας. Έχοντας ορίσει την ποίηση ως 'μιμητική τέχνη', ο Αριστοτέλης διευκρινίζει τη σημασία της 'μίμησης' για το συγκεκριμένο είδος της. Οι ποιητές μιμούνται “τους ανθρώπους που δρουν” (1448a 1), μια δήλωση που δείχνει ότι ο Αριστοτέλης σκέφτεται τώρα το δράμα και το έπος. Αφού οι άνθρωποι που δρουν διαφέρουν στους ηθικούς χαρακτήρες τους, ένα κριτήριο για τη διαφοροποίηση των ειδών της ποίησης είναι ηθικό: η τραγωδία παρουσιάζει τους ανθρώπους ως ανώτερους από ό,τι είναι στη ζωή, η κωμωδία ως κατώτερους (1448a17). Ο Αριστοτέλης δεν εννοεί ότι τα θέματα της τραγωδίας είναι πρότυπα αρετής. Το ηθικό του κριτήριο εδώ είναι εν μέρει, αν όχι κυρίως, ένας τρόπος διάκρισης του ευγενικού και ηρωικού από το μονότονο και ασήμαντο. Μια άλλη μέθοδος διάκρισης ανάμεσα στις διάφορες μορφές ποίησης είναι η χρήση που κάνουν της αφήγησης, του δράματος, ή και των δύο. Ο Αριστοτέλης βλέπει τον Όμηρο και ως αφηγηματικό και ως δραματικό ποιητή, αναμφίβολα γιατί το έπος κάνει τέτοια σπουδαία χρήση των λόγων.
Οι παρατηρήσεις του για τη “Φυσική” αρχή της ποίησης αξίζουν να παρατεθούν πλήρως: τό τε γάρ μιμεῖσθαι σύμφυτον τοῖς ἀνθρώποις ἐκ παίδων ἐστί καί τούτῳ διαφέρουσι ταῶν ἄλλων ζώων δτι μιμητικώτατόν ἐστι καί τάς μαθήσεις ποιεῖσθαι διά μιμήσεως τάς πρώτας, καί το χαίρειν τοῖς μιμήμασι πάντας (1448b5-9). Η ποίηση λοιπόν, για τον Αριστοτέλη, είναι και φυσικό και ευχάριστο συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης ζωής. Πουθενά στην Ποιητική δεν εισηγείται ότι ο ποιητής είναι δάσκαλος ή "προμηθευτής" κάποιου συγκεκριμένου είδους αληθειών. Όταν ωστόσο γράφει για την τραγωδία, ο Αριστοτέλης συγκεκριμενοποιεί ορισμένες ιδιότητες που χρειάζονται σ' ένα ποιητή. Θα πρέπει να είναι μάλλον ένας ταλαντούχος παρά κάποιος που υπόκειται στην έμπνευση (1455a32), και ο Αριστοτέλης φαίνεται να λέει ότι άνθρωποι που μπορούν να περιγραφούν με όποιον από τους δύο αυτούς τρόπους είναι εκείνοι που είναι πάρα πολύ ικανοί να αισθάνονται τα πάθη που παριστάνονται σε ποιητική μορφή.
Η γνώμη του Αριστοτέλη για τη “μίμηση” ή “αναπαράσταση” (μίμησις) δεν ισοδυναμεί με την απλή αναπαραγωγή ή αντιγραφή. Είναι ο τρόπος του για να πει ότι η ποίηση είναι ένα ιδιαίτερο είδος δημιουργικής πράξης. Δεν πρέπει να υποθέσουμε ότι η μίμηση αντιτίθεται στη φαντασία, αλλά μάλλον σ' ό, τι είναι καθαρά φανταστικό ή αδύνατο. Το καθήκον του ποιητή είναι να αναπαριστά τις ανθρώπινες πράξεις και τη ζωή, αλλά όχι αναγκαστικά τη ζωή εδώ και τώρα. Παρόλο που παρομοιάζεται με ζωγράφο (γιατί κι η ζωγραφική επίσης είναι είδος μίμησης), ο ποιητής μπορεί να παριστάνει τα πράγματα όπως ήταν, ή όπως είναι, ή όπως λέγονται ή νομίζονται ότι είναι, ή όπως έπρεπε να είναι (1460b10). Επιπλέον η ποίηση διαφέρει από την ιστορία, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, στο ότι γράφει μάλλον για το 'καθολικό' παρά για “το μερικό” (1451b6). Η ιστορία διηγείται ό, τι ένα άτομο έκανε ή δοκίμασε. Αλλά η ποίηση - κι εδώ ο Αριστοτέλης σκέφτεται κυρίως την τραγωδία - αναπαριστά “πράγματα κάποιας λογής” που γίνονται ή λέγονται από “κάποιον συγκεκριμένου τύπου” σε τρόπο ώστε η σχέση ανάμεσα στο πρόσωπο που δρα και στο τι λέει ή κάνει είναι “πιστευτή ή αναγκαία”. Μ' αυτές τις δύσκολες λέξεις, ο Αριστοτέλης δεν αντιπαραβάλλει μόνο την τραγωδία με την ιστορία αλλά λέει κάτι που έχει μεγάλη σπουδαιότητα για την ποίηση ως λογοτεχνικό είδος. Πρέπει να είναι μια αναπαράσταση που έχει γενική σημασία και συνοχή, σε τρόπο που συγκινούμαστε ώστε να αντιδράσουμε: ναι, αυτό είναι ό, τι κάποιος σαν αυτό θα έλεγε ή θα έκανε σε τέτοια περίσταση.
Η “καθολικότητα” της ποίησης τοποθετείται μέσα στη λεπτομερή ανάλυση της τραγωδίας από τον Αριστοτέλη, κι είναι αυτό το μέρος της Ποιητικής, το πιο μεγάλο τμήμα, που δίκαια έχει επαινεθεί πάρα πολύ. Αρχίζει με ένα γενικό ορισμό: “τραγωδία είναι μίμηση μιας πράξης που απαιτεί σοβαρή προσοχή, που είναι ολοκληρωμένη και έχει μέγεθος με λόγο που είναι ελκυστικός... κάνοντας χρήση δραματικής κι όχι διηγηματικής μορφής, προκαλώντας μέσω του ελέου και του φόβου την κάθαρση τέτοιων συγκινήσεων”.
Κανένα τμήμα της Ποιητικής δεν έχει προκαλέσει μεγαλύτερη συζήτηση από το τελευταίο μέρος του ορισμού αυτού. Ο Αριστοτέλης δεν κάνει περαιτέρω αναφορά στην κάθαρση, αλλά στα μετέπειτα κεφάλαια διαφωτίζει κάπως τα “τραγικά” συναισθήματα, έλεο και φόβο. Μας λέει ότι προξενεύονται συγκεκριμένα από μιαν αλλαγή στη γνώση ή τις τύχες ενός χαρακτήρα (1452a38). Ειδικότερα, ο έλεος προκαλείται από συμφορά της οποίας δεν είναι άξιος, και ο φόβος από τα παθήματα “αυτού που μας μοιάζει” (1453α5). Έπεται ότι οι τραγωδίες που πρόκειται να είναι επιτυχημένες, κατά τη γνώμη του Αριστοτέλη,. θα πρέπει να διεγείρουν τα συναισθήματα του ακροατηρίου μ' αυτούς τους τρόπους. Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε πόσο τα λόγια του Αριστοτέλη προσφέρονται στην ιδέα να νιώθει κανείς συμπάθεια για τους χαρακτήρες. Κάποια ιδέα συναισθήματος για τους άλλους εξυπακούεται σαφώς από τον έλεο, και ο Αριστοτέλης αναφέρεται επίσης στο “αίσθημα για τον συνάνθρωπο”, το φιλάνθρωπον. Αλλά δεν θα έπρεπε να νομίσουμε ότι έχει κατά νου μια ρομαντική προσωπική ταύτιση με τον πρωταγωνιστή και τα παθήματά του. Και ο έλεος και ο φόβος έχουν για τον Αριστοτέλη υπονοούμενα προσωπικής αναφοράς - συγκινούμαστε από τη σκέψη ότι κι εμείς επίσης μπορούμε να υποφέρουμε τέτοιο πόνο. Πιο ενδιαφέρουσα απ' όλα είναι η παρατήρησή του ότι “o ποιητής πρέπει να παράγει την ευχαρίστηση που προκαλείται μέσα από τη μίμηση από τον έλεο και το φόβο” (1453bll). Στην προηγούμενη πρόταση έχει μιλήσει για την 'ευχαρίστηση που προσιδιάζει στην τραγωδία', κι αυτή στη συνέχεια αναλύεται ως προϊόν ελέου και φόβου, όπως αναπαριστάνεται δραματικά.
Ο Αριστοτέλης αναγνώριζε πλήρως ότι ο έλεος και ο φόβος είναι οδυνηρά (Ρητ. 2.8). Αλλά δεν αντιφάσκει όταν λέει ότι προξενούν ευχαρίστηση σ' ένα τραγικό ακροατήριο. Γιατί πραγματικά απολαμβάνουμε την τραγωδία και η ενδιαφέρουσα ερώτηση είναι γιατί. Αν και οποιαδήποτε δήλωση για την κάθαρση στην Ποιητική είναι ριψοκίνδυνη, οι περαιτέρω παρατηρήσεις του Αριστοτέλη για τον έλεο και φόβο υποβάλλουν σε μεγάλο βαθμό ότι η κάθαρση αυτών και όμοιων συναισθημάτων, αν δεν είναι η ίδια η ευχαρίστηση στην τραγωδία, είναι μια διαδικασία που μεταβάλλει ό, τι στην πραγματική ζωή θα ήταν οδυνηρή εμπειρία σε κάτι που μπορεί να είναι ευχάριστο. Η άποψη φαίνεται να είναι πως μπορεί να είναι ευχάριστο να διεγείρουμε τα συναισθήματα αυτά και να τα ανακουφίζουμε με την τέχνη. Ο Αριστοτέλης λέει περισσότερα στα Πολιτικά (8.7), όταν γράφει για “ενθουσιαστική” μουσική, κι υπάρχει κάθε λόγος να συσχετίσουμε τις εκεί παρατηρήσεις του με την Ποιητική.
Είναι μήπως το ξύπνημα των συναισθημάτων σε δραματικά συμφραζόμενα που συνιστούν την κάθαρση; Η απάντηση είναι πιθανόν ναι. Ο Αριστοτέλης φαίνεται να λέει ότι η εμπειρία της τραγωδίας αποδεσμεύει τα αισθήματά μας μ’ έναν τέτοιο τρόπο, ώστε κερδίζουμε συναισθηματική ισορροπία και σταθερότητα. Ίσως θα πρέπει να δούμε την ιδέα του της συναισθηματικής θεραπείας ως θετική αξίωση για την αξία της τραγωδίας, υπερασπίζοντάς την ενάντια στις έντονες επικρίσεις του Πλάτωνα. Αλλ’ αυτό σημαίνει να βασίζει κανείς πολλά πάνω σε λίγα. Είναι καλύτερο να συνδέσουμε την άποψη του Αριστοτέλη για τη συναισθηματική ευχαρίστηση στην τραγωδία με τη γενική αντίληψη του ανθρώπου ως δημιουργήματος που απολαμβάνει τη “μίμηση”. Ο έλεος, ο φόβος, και η κάθαρσή τους, εξηγούν τί πρέπει να σκοπεύει ο τραγικός ποιητής να δημιουργήσει αν το ακροατήριο πρόκειται να απολαύσει αυτό το ιδιαίτερο είδος μίμησης.
Λιγότερη διαμάχη περιβάλλει τα προηγούμενα μέρη του ορισμού της τραγωδίας από τον Αριστοτέλη. Στην προσπάθεια να τα εξηγήσει ο ίδιος, φτάνει στο συμπέρασμα ότι η τραγωδία αποτελείται κατ' ανάγκην από έξι συστατικά στοιχεία: ιστορία ή υπόθεση (μῦθος), χαρακτήρες (ἤθη), σκέψη (διάνοια), λεξιλόγιο (λέξις), θέαμα (ὄψις), και τραγούδι (μελοποιία) (1450a9). Η συζήτησή του των τελευταίων τριών στοιχείων, παρόλο που δεν στερείται ενδιαφέροντος, γίνεται επιτροχάδην και δεν θα εξεταστεί εδώ. Το καλύτερο και μεγαλύτερο μέρος της εξέτασης της τραγωδίας είναι αφιερωμένο στο μῦθο.
Με το μῦθο ο Αριστοτέλης εννοεί “τη σύνθεση των γεγονότων” (1450a 4). Αυτό, πάνω απ' όλες τις άλλες έννοιες, ρίχνει φως στο είδος της μίμησης που είναι η τραγωδία. “Η τραγωδία είναι μίμηση όχι ανθρώπων αλλά πράξεων και της ζωής ... σε τρόπο που αυτοί [δηλ. οι ηθοποιοί] παίζουν όχι για να αναπαραστήσουν τους χαρακτήρες, αλλά περιλαμβάνουν τους χαρακτήρες για χάρη των πράξεων· επομένως πράξεις και μύθος είναι ο σκοπός της τραγωδίας, κι ο σκοπός (τέλος) είναι ο πιο σημαντικός απ' όλα τα πράγματα” (1450a
15).
Είναι χαρακτηριστικό της προσέγγισης του Αριστοτέλη στην εξήγηση μιας δραστηριότητας να αναζητεί το “σκοπό” της, και η επιλογή της πλοκής (μύθου) ή της δράσης ως του σκοπού της τραγωδίας σημαίνει ότι τα βλέπει ως τα θεμελιακά αποφασιστικά στοιχεία. Τονίζοντας τόσο πολύ τη δράση (πρᾶξις), ο Αριστοτέλης δεν λέει ότι η τραγωδία πρέπει να παραγεμίζεται με γεγονότα, ενεργητικά σ' αντίθεση με τα στατικά. Μια πράξη σύμφωνα με την ανάλυσή του είναι μια ενιαία εμπειρία ή σειρά γεγονότων, π.χ. η ανακάλυψη από τον Οιδίποδα της ταυτότητάς του, ή η δολοφονία του Αγαμέμνονα. Ο Αριστοτέλης όταν δίνει συμβουλή στον υποψήφιο δραματικό συγγραφέα (1455b2), εισηγείται ότι θα πρέπει να αρχίσει με μια “γενικευμένη” σύλληψη ενός δραματικού έργου, στο οποίο κύρια ονόματα και “επεισόδια” προστίθενται αργότερα. Η πράξη είναι και λογικά και χρονολογικά η αφετηρία, όπως είναι επίσης ο σκοπός. Ο χαρακτήρας υποτάσσεται στην πλοκή, όχι επειδή δεν είναι απαραίτητος ή κανονικά ανεξάρτητος από τη δράση, αλλά επειδή σχετίζεται με την πλοκή όπως το χρώμα μιας ζωγραφιάς με ένα μονόχρωμο σκίτσο (1450α39). Αυτή η ενδιαφέρουσα σύγκριση δείχνει ότι για τον Αριστοτέλη ο χαρακτήρας στην τραγωδία δεν θεωρείται κάτι αυτόνομο αλλά ως “χρωματισμός” της πράξης. Αν αυτό μας φαίνεται υπερβολικά περιορισμένο, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι 'χαρακτήρας' στη χρήση του σημαίνει ηθική διάθεση, όχι ένα ευρύ φάσμα ατομικών χαρακτηριστικών. Επιπλέον, όπως επανειλημμένα επιμένει στα Ηθικά, η πράξη είναι αυτή που αποκαλύπτει τον χαρακτήρα, ένα σημείο που δείχνει ότι είναι σφάλμα να βρίσκουμε στην Ποιητική μιαν απλή αποσύνδεση ανάμεσα στην πλοκή και τον χαρακτήρα.
Ανάμεσα στις πιο σημαντικές συμβολές του Αριστοτέλη στην αισθητική θεωρία είναι η επιμονή του για την “οργανική ενότητα” της τραγικής πράξης. Μια τραγωδία, όπως ο ορισμός του προϋποθέτει, πρέπει να κατέχει “κάποιο μέγεθος” αλλά πιο ειδικά, πρέπει να είναι η μίμηση μιας πράξης που είναι “ολόκληρη και πλήρης” (1450b24). Η πλοκή πρέπει να είναι μία, μέσα στην οποία το θεατρικό έργο αναπτύσσεται και φτάνει στο τέλος του μέσα από μια φυσική (αναγκαία ή πιστευτή) ακολουθία γεγονότων. Από τις “τρεις ενότητες”, τόσο σημαντικές στη μεταγενέστερη κριτική, η πράξη είναι η μόνη την οποία ο ίδιος ο Αριστοτέλης υπογράμμισε. Ούτε και περιόρισε το σκοπό της στην τραγωδία. Ο επικός ποιητής επίσης θα πρέπει να σκοπεύει σε μια όμοια ενότητα δράσης, που ο Αριστοτέλης νομίζει ότι πραγματοποίησε ο Όμηρος, αντίθετα με την πλειονότητα των επικών ποιητών. Είχε δίκαιο που δεν πραγματεύτηκε ολόκληρο τον Τρωικό πόλεμο, ένα θέμα κατάλληλο για ιστορία αλλά πολύ εκτενές για έπος (1459a30).
Ο Αριστοτέλης συνεχίζει τη γενική του συζήτηση της πλοκής με εξέταση πολλών από τις λεπτομέρειές της. Η πράξη που γίνεται αντικείμενο μίμησης πρέπει να περιέχει μια μεταβολή (δηλ. της τύχης), είτε από το καλό στο κακό ή το αντίθετο (1451a13). Δεν είναι αναγκαίο, κατά την άποψη του Αριστοτέλη, για μια τραγωδία να έχει άτυχο τέλος, αν και αυτή είναι η “μεταβολή” που προτιμά, και ευτυχές τέλος δεν είναι ασυνήθιστο στα σωζόμενα δράματα του Σοφοκλή και Ευριπίδη. Λιγότερο χρήσιμη είναι η διάκρισή του ανάμεσα σε 'απλές' και “σύνθετες” πλοκές. Μια σύνθετη πλοκή είναι αυτή στην οποία η μεταβολή της τύχης συνοδεύεται από “περιπέτεια” ή “αναγνώριση”, ή και τα δύο. Με την “περιπέτεια” ο Αριστοτέλης εννοεί 'μια μεταβολή στην πράξη προς την αντίθετη κατεύθυνση' και φέρνει παράδειγμα τον Κορίνθιο αγγελιοφόρο στον Οιδίποδα τύραννο του Σοφοκλή τα νέα του οποίου, παρόλο που σκοπεύουν να χαροποιήσουν τον Οιδίποδα, έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα. “Η αναγνώριση” είναι “μεταβολή από την άγνοια στη γνώση, είτε προς φιλία (συμπεριλαμβανομένης της συγγένειας) είτε προς εχθρότητα” (κεφάλαια 1011). “Η περιπέτεια” κι η “αναγνώριση” δεν είναι οι ίδιες “η μεταβολή της τύχης” αλλά δραματικά επινοήματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην αναπαράστασή της. Ο Αριστοτέλης τις θεωρεί ότι είναι μέρη της καλλίστης τραγωδίας.
Όπως η δομή της πλοκής, η μεταβολή της τύχης και του χαρακτήρα του πρωταγωνιστή επιδέχεται παραλλαγές. Ο Αριστοτέλης διατείνεται ότι η τραγωδία θα είναι πάρα πολύ αποτελεσματική στην πρόκληση ελέου και φόβου, αν αναπαριστά τη μεταβολή από την καλή στην κακή τύχη ενός ονομαστού ανθρώπου που δεν είναι διακεκριμένος ούτε για αρετή ούτε για κακία, και που η πτώση του είναι το αποτέλεσμα όχι κακοήθειας αλλά κάποιου σφάλματος (δι’ ἁμαρτίαν τινά 1453a7). Με τον όρο αμαρτία δεν εννοεί ένα χονδροειδές ελάττωμα χαρακτήρα, γιατί αυτό θα αντέφασκε στην άρνηση της κακοήθειας. Η μεταβολή της τύχης είναι κάποιου [προσώπου] “καλύτερου μάλλον παρά χειρότερου”. Ο Αριστοτέλης δεν δίνει οποιαδήποτε ανάλυση της ἁμαρτίας στην Ποιητική αλλά η γενική χρήση της λέξης καλύπτει και την πνευματική και την ηθική αμαρτία. Η ορθολογιστική παράδοση της ελληνικής ηθικής, την οποία ο ίδιος ο Αριστοτέλης κληρονόμησε και προσάρμοσε, δεν έκανε αυστηρή διάκριση ανάμεσα στις ηθικές και πνευματικές αδυναμίες και η νεότερη τάση να ερμηνεύεται η ἁμαρτία ως “άγνοια κάποιου υλικού γεγονότος” φαίνεται ότι είναι υπερβολικά περιοριστική. Ο Αριστοτέλης ήταν απόλυτα ικανός να κάνει διάκριση ανάμεσα στα ασήμαντα λάθη που οφείλονταν σε άγνοια γεγονότων και στο αξιόποινο σφάλμα που υπολειπόταν της κακοήθειας. Η ανάλυσή του ταιριάζει σε πολύ περισσότερες ελληνικές τραγωδίες (π.χ. Αντιγόνη, Πέρσαι ή Προμηθεύς δεσμώτης) αν η ἁμαρτία μπορεί να περιλάβει ηθικό σφάλμα. Το ουσιαστικό σημείο είναι ότι οποιαδήποτε κι αν είναι η ἁμαρτία που προκαλεί δυστυχία, δεν αξίζει το πάθημα στον πρωταγωνιστή ή μια τιμωρία για τα σφάλματά του.
Σ' όλη αυτή την ανάλυση ο Αριστοτέλης ποτέ δεν χάνει από τα μάτια του το σκοπό της τραγωδίας και την ανάγκη της να συγκινήσει τα αισθήματα του ακροατηρίου. Υποδεικνύει ότι οι καλύτερες τραγωδίες παίρνουν την πλοκή τους από μια περιορισμένη σειρά μυθικών οικογενειών, π.χ. Οιδίπους και Ορέστης, που δίνουν υλικό για παθήματα ή πράξη που είναι τρομερή (1453a 18). Όσο για τους ίδιους τους χαρακτήρες, ο Αριστοτέλης συμπληρώνει τις προηγούμενες παρατηρήσεις σ' ένα κεφάλαιο (15) που καθορίζει τέσσερα σημεία προς τα οποία ο δραματικός συγγραφέας πρέπει να στοχεύει: οι χαρακτήρες πρέπει να είναι 'καλοί' (χρηστών, ενν. ήθος), αλλά καλοί με τον τρόπο που καθορίζεται από το φύλο και την κοινωνική θέση τους πρέπει να είναι “κατάλληλοι” (ἁρμόττοντα, ενν. ἤθη) πράγμα που σημαίνει ότι οι ιδιότητές τους πρέπει να συμφωνούν με το φύλο τους και την κοινωνική τους θέση· πρέπει να είναι “αληθοφανείς” (ὅμοιον), και τελικά “συνεπείς” (ὁμαλόν). Όλα αυτά είναι χρήσιμες παρατηρήσεις, αλλά ο νεότερος αναγνώστης είναι πιθανό να βρει αυτό το μέρος της συζήτησης του Αριστοτέλη ότι ανταμείβει λιγότερο από την ανάλυση της πλοκής. Δεν μας βοηθά σχεδόν καθόλου να συλλάβουμε τον πολύπλοκο χαρακτηρισμό που βρίσκεται σε μερικές ελληνικές τραγωδίες, και έχει κάνει μερικούς νεότερους κριτικούς να αγνοήσουν τα ψυχολογικά ελατήρια δράσης που με κανένα τρόπο δεν απουσιάζουν από το έργο του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη.
Αλλά η ελληνική τραγωδία διαφέρει από κάθε άποψη από μεταγενέστερα παραδείγματα του είδους. Η Ποιητική έχει σημαντική αξία ως οδηγός (αν και όχι αλάνθαστος) στην ερμηνεία των σκοπών των αρχαίων τραγικών, αλλά η πιο μεγάλη αξία της είναι γενικότερη. Μέσω της υπονοούμενης κριτικής του Πλάτωνα, η Ποιητική μιλά για την ψυχολογική και ηθική αξία της τέχνης, ανεμπόδιστης από συνταγές στον καλλιτέχνη για πράγματα που έπρεπε να κάνει που δεν έχουν καμιά σχέση με την τέχνη του. Η προσέγγιση του Αριστοτέλη ως κριτικού και ως δασκάλου δεν είναι ποτέ σχολαστική. Είναι έντονα πρακτική. Ασχολείται σταθερά με το αποτέλεσμα του λογοτεχνικού έργου πάνω στις ευαισθησίες του ακροατηρίου, και η συγκέντρωσή του πάνω στη δράση της τραγωδίας αποφεύγει το σφάλμα εξέτασης του δράματος σαν να ήταν φιλοσοφία, ψυχολογία ή ηθική. Φυσικά, σαν αναγνώστες το βρίσκουμε πρέπον να εξετάσουμε την ελληνική τραγωδία από πολλές πλευρές που παραλείπει ο Αριστοτέλης - και δεν έχει να πει σχεδόν τίποτα για το χορό - για να μην αναφέρουμε άλλες συμβάσεις του είδους. Αλλά παρ' όλη τη δυσκολία και τη συντομία της, η Ποιητική αποτελεί κατά πολύ την πιο σημαντική ελληνική συμβολή στη λογοτεχνική κριτική.
---------------------