Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Κύκλωψ (689-709)

ΚΥ. ὦ παγκάκιστε, ποῦ ποτ᾽ εἶ; ΟΔ. τηλοῦ σέθεν
690 φυλακαῖσι φρουρῶ σῶμ᾽ Ὀδυσσέως τόδε.
ΚΥ. πῶς εἶπας; ὄνομα μεταβαλὼν καινὸν λέγεις.
ΟΔ. ὅπερ μ᾽ ὁ φύσας ὠνόμαζ᾽ Ὀδυσσέα.
δώσειν δ᾽ ἔμελλες ἀνοσίου δαιτὸς δίκας·
καλῶς γὰρ ἂν Τροίαν γε διεπυρώσαμεν
695 εἰ μή σ᾽ ἑταίρων φόνον ἐτιμωρησάμην.
ΚΥ. αἰαῖ· παλαιὸς χρησμὸς ἐκπεραίνεται·
τυφλὴν γὰρ ὄψιν ἐκ σέθεν σχήσειν μ᾽ ἔφη
Τροίας ἀφορμηθέντος. ἀλλὰ καὶ σέ τοι
δίκας ὑφέξειν ἀντὶ τῶνδ᾽ ἐθέσπισεν,
700 πολὺν θαλάσσηι χρόνον ἐναιωρούμενον.
ΟΔ. κλαίειν σ᾽ ἄνωγα· καὶ δέδραχ᾽ ὅπερ λέγω.
ἐγὼ δ᾽ ἐπ᾽ ἀκτὰς εἶμι καὶ νεὼς σκάφος
ἥσω ᾽πὶ πόντον Σικελὸν ἔς τ᾽ ἐμὴν πάτραν.
ΚΥ. οὐ δῆτ᾽, ἐπεί σε τῆσδ᾽ ἀπορρήξας πέτρας
705 αὐτοῖσι συνναύταισι συντρίψω βαλών.
ἄνω δ᾽ ἐπ᾽ ὄχθον εἶμι, καίπερ ὢν τυφλός,
δι᾽ ἀμφιτρῆτος τῆσδε προσβαίνων ποδί.
ΧΟ. ἡμεῖς δὲ συνναῦταί γε τοῦδ᾽ Ὀδυσσέως
ὄντες τὸ λοιπὸν Βακχίωι δουλεύσομεν.

***
ΚΥΚ. Πού ᾽σαι, βρε τρισκατάρατε; ΟΔΥ. Μακριά από σένα, Κύκλωψ·
690 βαστώ φρουρά, σωματοφύλακας, σε μένα, τον Δυσσέα.
ΚΥΚ. Πώς είπες; Άλλαξες όνομα; Πήρες άλλο καινούργιο;
ΟΔΥ. Έτσι με βάφτισε, να ξέρεις, ο πατέρας μου: Οδυσσέα.
Νόμιζες δεν θα πλήρωνες τ᾽ ανόσιο φαγοπότι;
Ωραίος θα ᾽μουνα πυρπολητής της δοξασμένης Τροίας,
695 εκδίκηση αν δεν έπαιρνα για των συντρόφων τον χαμό!
ΚΥΚ. Αλίμονο, βγαίνει σωστός ο αρχαίος κείνος ο χρησμός:
αυτός που θα με τύφλωνε, λέει, θα ᾽χε σαν κι εσένα
μπαρκάρει από το Ίλιο. Μα έλεγε και για σένα
η προφητεία πως ό,τι έκαμες θενα το βρεις μπροστά σου:
700 για τιμωρία σου θα δέρνεσαι στα κύματα για χρόνια.
ΟΔΥ. Να πας στ᾽ ανάθεμα — κι αυτά λόγια δεν είν᾽ του αέρα.
Φεύγω· τραβώ για την ακτή, για νά ᾽βρω το σκαρί μου,
στη θάλασσα να ξανοιχτώ, να φτάσω στην πατρίδα.
ΚΥΚ. Έτσι θαρρείς; Την πέτρα αυτή θα τηνε ξεριζώσω,
705 να σε συντρίψω εσένανε κι όλους σου τους συντρόφους.
Θ᾽ ανέβω τώρα στην κορφή, κι ας είμαι δίχως μάτια·
μπαίνω λοιπόν στη δίστομη σπηλιά — κι αλίμονό σας.
ΧΟΡ. Κι εμείς στου Οδυσσέα ευθύς το πλήρωμα θα μπούμε,
και θα ᾽μαστε από δω και μπρος δούλοι του Διονύσου.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Πότε γεννήθηκε και πότε πρωτογράφτηκε η Ελληνική γλώσσα

4.5 Η γραμμική Α'


Ας γυρίσουμε για λίγο πίσω στον χρόνο και στην περιοχή απ' όπου οι Μυκηναίοι δανείστηκαν το συλλαβικό σύστημα γραφής. Η περιοχή αυτή ήταν η μινωική Κρήτη. Από τη μινωική Κρήτη προέρχεται η γραμμική Α', δηλαδή το σύστημα γραφής που δανείστηκαν και τροποποίησαν οι Μυκηναίοι δημιουργώντας το δικό τους σύστημα, τη γραμμική Β', για να καταγράψουν για πρώτη φορά την ελληνική γλώσσα. Τα πρώτα δείγματα αυτού του συστήματος γραφής πηγαίνουν πίσω στο 1800 π.Χ. και προέρχονται από το παλάτι της Φαιστού. Η γραφή αυτή χρησιμοποιείται μέχρι περίπου το 1400 π.Χ. και δείγματα της βρίσκουμε σε όλα τα κέντρα του μινωικού κόσμου της Κρήτης, με πιο σημαντικό την Κνωσό και το παλάτι της. Τα βρίσκουμε επίσης και σε περιοχές που ήταν σε επαφή με τον μινωικό κόσμο: τη Θήρα, τη Μήλο, την Κέα, τα Κύθηρα, τη Σαμοθράκη, ως και τη μακρινή Μίλητο της Μικράς Ασίας.

Το υλικό πάνω στο οποίο γράφονταν τα κείμενα ήταν ωμός πηλός, ξεραμένος στον ήλιο, σε σχήμα πινακίδας, όπως και στην περίπτωση της γραμμικής Β'. Οι φωτιές που κατέστρεψαν τα μινωικά κέντρα (όπως έγινε και με τα μυκηναϊκά) έψησαν τις πινακίδες και έτσι αυτές διατηρήθηκαν μέσα στον χρόνο και βρέθηκαν στις ανασκαφές. Εκτός από τις πήλινες πινακίδες βρίσκουμε επιγραφές της γραμμικής Α' και σε λίθινα ή μεταλλικά αντικείμενα που φαίνεται να είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα. Βρέθηκαν επίσης επιγραφές σε γραμμική Α γραμμένες με μελάνι σουπιάς στο εσωτερικό κωνικών κυπέλλων, που και αυτά φαίνεται να είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα.

Η γραμμική Α' μοιάζει να είναι, όπως και η γραμμική Β', ένα συλλαβικό σύστημα γραφής. Πώς το ξέρουμε, αφού, όπως είπαμε νωρίτερα, η γραμμική Α δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί, η γλώσσα δηλαδή που γράφεται με το σύστημα αυτό είναι άγνωστη; Πέρα από τα εικονογράμματα ή ιδεογράμματα που απεικόνιζαν, όπως και στη γραμμική Β', πράγματα ή αντικείμενα, και πέρα από σημάδια που σίγουρα εκφράζουν αριθμούς, υπάρχουν εβδομήντα περίπου σημεία που επανέρχονται. Αν το σύστημα ήταν (ολόκληρο) εικονογραφικό/σημασιογραφικό, δηλαδή τα σημεία στέκονταν για πράγματα και σημασίες, τότε θα χρειάζονταν πολύ περισσότερα σημεία για να δηλωθεί η πληθώρα των πραγμάτων και των σημασιών. Θυμηθείτε τα χιλιάδες σημεία που έχει το κινέζικο σύστημα γραφής, που βασίζεται σε εικονογράμματα/ιδεογράμματα. Αν ήταν αλφαβητικό, τότε τα εκατό σημεία είναι υπερβολικά πολλά, εφόσον ένα τέτοιο σύστημα βασίζεται στην απεικόνιση του περιορισμένου αριθμού φθόγγων που συνδυάζονται για να σχηματίσουν τις λέξεις. Το ελληνικό αλφάβητο απεικονίζει τους φθόγγους με 24 γράμματα, και σε άλλα αντίστοιχα συστήματα τα γράμματα δεν είναι πολύ περισσότερα. Επομένως ο αριθμός των σημείων (100 περίπου) της γραμμικής Α' (πέρα από τα εικονογράμματα/ιδεογράμματα και τα σημάδια που δηλώνουν αριθμούς) μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι το σύστημα αυτό ήταν συλλαβικό, κάθε σημείο δηλαδή απεικονίζει μια συλλαβή.

Οι ομοιότητες των συλλαβικών σημείων της γραμμικής Α' με τα συλλαβικά σημεία της γραμμικής Β' δημιουργούν τον έντονο πειρασμό να αποδοθούν στα σημεία της γραμμικής Α οι ίδιες φωνητικές αξίες με εκείνες των αντίστοιχών τους στη γραμμική Β'. Αυτό είναι επιτρεπτό και σε αυτό βασίζονται όλες οι (αποτυχημένες έως τώρα) προσπάθειες εντοπισμού της γλώσσας που καταγράφει η γραμμική Β'. Είναι, ωστόσο, ταυτόχρονα επικίνδυνο, γιατί δεν είναι αυτονόητο ότι ένα ίδιας μορφής συλλαβικό σημείο στη γραμμική Α' και στη γραμμική Β' θα έχει αναγκαστικά την ίδια ακριβώς φωνητική αξία (την ίδια προφορά). Για να γίνει κατανοητό αυτό, σκεφτείτε το γράμμα Χ στα ελληνικά και στα αγγλικά. Έχει την ίδια μορφή αλλά προφέρεται διαφορετικά: χαρά, fax.

«Εθισμός» στη δυστυχία: Ποιοι λόγοι κρύβονται πίσω από αυτή την τάση

Η κοινή πεποίθηση είναι ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά υποκινείται από την ευχαρίστηση και την αναζήτηση της ευτυχίας, καθώς επίσης και την αποφυγή του πόνου. Γιατί λοιπόν κάποιοι φαίνεται να ακολουθούν τη δυστυχία, ακόμα και να περηφανεύονται γι’ αυτή σαν να περιμένουν να πάρουν τα εύσημα; Ακόμα κι αν οι συνθήκες τους οδηγούν στη βελτίωση της ζωής τους, αυτοί φαίνεται να προτιμούν την γκρίνια.

Υπάρχει μια κάποια άνετη οικειότητα με την έλλειψη ικανοποίησης που γίνεται εμπόδιο στην αλλαγή; Γιατί ορισμένοι άνθρωποι επιστρέφουν στη μιζέρια αμέσως μετά από μια αχτίδα χαράς;

Υπάρχουν διάφορες πιθανές εξηγήσεις γι’ αυτό τον «εθισμό» στη δυστυχία:

– Βαθιά ριζωμένοι ανασφάλεια ή έλλειψη αυτοεκτίμησης που μας κάνουν να νιώθουμε ότι δεν αξίζουμε την ευτυχία.

– Άτομα που έχουν μεγαλώσει μέσα στην υπερβολική πειθαρχία και τις μη ρεαλιστικές προσδοκίες, έχουν μάθει να εξισώνουν τη δυστυχία με την αγάπη και την επιτυχία.

– Μακροχρόνιος αγώνας με τραύμα ή άλλες αρνητικές εμπειρίες πυροδοτούν μια ασυνείδητη επιθυμία να συνεχίζουν να επιστρέφουν σε μια κατάσταση δυστυχίας.

– Μπορεί να πάσχουν από κάποια υποβόσκουσα ψυχική διαταραχή.

– Πεποίθηση ότι το να εστιάζουμε στο αρνητικό αποτελεί απλά στοιχείο του ρεαλισμού.

– Εξαιτίας αποφάσεων ή εμπειριών του παρελθόντος, κάποιοι άνθρωποι παγιδεύονται στις ενοχές και τιμωρούν τον εαυτό τους.

– Φοβούνται να νιώσουν χαρά καθώς μετά τα θετικά συναισθήματα, πιστεύουν, ότι ακολουθεί η απογοήτευση.

– Η έλλειψη ικανοποίηση λειτουργεί ως κίνητρο για σκληρότερη προσπάθεια και αλλαγή

– Κάποιοι άνθρωποι κάνουν προσωπική τους αποστολή να πάρουν πάνω τους τα προβλήματα του κόσμου.

Και ύστερα υπάρχει η θεωρία ότι οι άνθρωποι έλκονται από τα αρνητικά συναισθήματα. Μια έρευνα από τους Eduardo Andrade και Joel Cohen, οι οποίοι εξέτασαν τους λόγους που κάποιοι άνθρωποι απολαμβάνουν τα θρίλερ, συμπέραναν ότι κάποια θεατές ευχαριστιούνται να νιώθουν δυστυχισμένοι.

Οι ερευνητές βρήκαν ότι οι άνθρωποι βιώνουν τόσο θετικά όσο και αρνητικά συναισθήματα παράλληλα, που σημαίνει ότι όχι μόνο απολαμβάνουν την ανακούφιση που έρχεται όταν η απειλή υποχωρεί, αλλά απολαμβάνουν επίσης το να τρομάζουν. Η ίδια θεωρία, υποστήριξαν, μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε τον εθισμό στα extreme sports και σε άλλες ριψοκίνδυνες δραστηριότητες.

Τα χαρακτηριστικά ενός χρόνια εθισμένου στη δυστυχία

– Βρίσκει λόγους να είναι δυστυχισμένο όταν η ζωή γίνεται «πολύ καλή»

– Προτιμά να παίζει το ρόλο του θύματος και κατηγορεί τους άλλους αντί να λαμβάνει ευθύνη για τις επιλογές του

– Ανταγωνίζεται φίλους και συναδέλφους για να δουν ποιος περνά πιο δύσκολα

– Δυσκολεύεται να θέσει και να πετύχει στόχους – ή πετυχαίνει στόχους για να αντιληφθεί μετά ότι δεν μπορεί να απολαύσει την επιτυχία.

– Δυσκολεύεται να επανέλθει όταν τα πράγματα δεν πάνε όπως τα έχει σχεδιάσει

– Δραπετεύει, αποσπάται από καταχρήσεις

– Σταματά να νοιάζεται για τις βασικές του ανάγκες

– Νιώθει παγιδευμένος στα συναισθήματα και ανίκανος να αλλάξει

– Έχει έντονες σχέσεις χωρίς όμως κάποια ικανοποίηση

Είναι η ευτυχία επιλογή;

Συχνά λέγεται ότι η ευτυχία είναι μια επιλογή. Αλλά τότε γιατί δεν είναι οι περισσότεροι άνθρωποι ευτυχισμένοι; Σύμφωνα με την εμπειρία μου, η ευτυχία είναι περίπλοκη. Κάποιοι άνθρωποι βρίσκουν την ευτυχία ακόμα και στις πιο σκληρές καταστάσεις, άλλοι είναι δυστυχισμένοι ακόμα κι αν φαίνεται πως έχουν τα πάντα.

Σε πολλές περιπτώσεις, μπορεί να είναι αλήθεια ότι η ευτυχία είναι μια επιλογή. Έως ένα επίπεδο, εμείς επιλέγουμε τις σκέψεις και τις αντιδράσεις μας. Μπορούμε να βελτιώσουμε την «ευτυχία» μας, αλλά συχνά υπάρχουν κι άλλοι ασυνείδητοι μηχανισμοί (και κοινωνικές συνθήκες) που δυσκολεύουν κάτι τέτοιο.

Πρόσθεσε κάτι καλό στη συλλογικότητα

Ακολούθησε τον ρυθμό της ζωής, πήγαινε με τη ροή…

Αφαίρεσε τις ταμπέλες από τον εαυτό σου. Δεν είσαι αυτό, δεν είσαι εκείνο.

Είσαι ένας Συμπαντικός ταξιδιώτης που πετά προς το Όλα Όσα Είναι και κάθε φορά που ακούς το κάλεσμα, ενσαρκώνεσαι ξανά σε ένα ανθρώπινο κοστούμι για να παίξεις το παιχνίδι.

Μερικές φορές ξεχνάς πως είσαι ένα πνεύμα που παίζει έναν ανθρώπινο ρόλο. Ξεχνάς πως είσαι ένας Συμπαντικός ταξιδιώτης χωρίς όρια. Δεν πειράζει, όλοι ξεχνάμε.

Τώρα… πάρε μια βαθιά αναπνοή… και νιώσε τη Μητέρα Γη στην καρδιά σου. Δες τα ατέλειωτα δάση της, τις βαθιές της θάλασσες, τις χρυσές της ερήμους… Εισέπνευσε την ομορφιά της.

Ως άνθρωπος, είσαι μέρος τούτου του κόσμου. Ως Πνεύμα, είσαι ο κόσμος.

Σκέψου σαν πνεύμα για μια στιγμή και δες τι έχεις φέρει σε ύπαρξη με ανιδιοτελή αγάπη και συμπόνια.

Από αυτή την οπτική, ολόκληρος ο κόσμος, άσχετα πόσο καλός ή κακός είναι… μοιάζει αξιαγάπητος. Έτσι μας βλέπει το πνεύμα… χωρίς να κρίνει.

Τώρα, νιώσε την ενέργεια της Γης. Αυτή η ενέργεια είναι οι ρίζες μας που μας βοηθούν να μεγαλώσουμε σε σωματικό, συναισθηματικό και πνευματικό επίπεδο. Όλα τα πλάσματα στον πλανήτη επηρεάζονται από αυτή την ενέργεια.

Έχεις τη δύναμη να επηρεάσεις αυτή την ενέργεια με κάτι θετικό. Πρόσθεσε κάτι καλό στη συλλογικότητα και θα βοηθήσεις στην αλλαγή του κόσμου.

Όταν αντιμετωπίζεις κάποια δυσκολία, χαμογέλασε με σιγουριά ακόμα κι αν νιώθεις φόβο.

Όταν η ζωή σου γκρεμίζεται, ξεκίνα κάτι νέο.

Επίτρεψε στον χρόνο να θεραπεύσει τις πληγές σου καθώς προχωράς. Δώσε χρόνο στον χρόνο.

Σταμάτα να σκέφτεσαι σαν κάποιος της ηλικίας σου και άλλαξε τη ζωή σου… ποτέ δεν είναι αργά.

Αγάπησε όσους σε πλήγωσαν. Ακόμα κι αν αυτό σου είναι δύσκολο τώρα, συγχώρησε τις πράξεις τους… θα έχεις την ευκαιρία να συγχωρήσεις τους δράστες αργότερα.

Ζήτα συγχώρεση αν χρειάζεται, ακόμα κι από τον εαυτό σου. Το να παραδεχτείς κάτι που ένιωσες ή που έκανες, χρειάζεται θάρρος.

Όλα αυτά τα μικρά καθημερινά πράγματα προσθέτουν κάτι καλό στη συλλογικότητα. Να τα εξασκείς καθημερινά.

Να βλέπεις τη ζωή σου από την οπτική του Πνεύματος όσο πιο συχνά μπορείς. Αυτό έχει μεγάλες επιπτώσεις στη συλλογικότητα.

Όταν βλέπεις τη ζωή σου, τους άλλους και τον κόσμο από την οπτική του Πνεύματος, γίνεσαι άφοβος και ανοίγεις την καρδιά σου στην αγάπη.

Όταν δημιουργώ τα με ιδιαίτερη σημασία κοσμήματα και τα διακοσμητικά, ο νους μου γαληνεύει και νιώθω την ιερή σύνδεση με το Σύμπαν. Αυτό που νιώθω, το μεταφράζω σε δημιουργίες.

Κάθε φορά που δημιουργώ, προσθέτω κάτι όμορφο στη συλλογικότητα. Προσθέτω αγάπη, γαλήνη και το αναμφισβήτητο γεγονός πως είμαι ένα Πνεύμα που παίζει έναν ανθρώπινο ρόλο, σαν ηθοποιός.

Ως Πνεύμα δεν έχεις όρια, ακόμα και όταν είσαι με ανθρώπινη μορφή. Ίσως χρειάζεται λίγος περισσότερος χρόνος για να συμβούν μερικές αλλαγές αλλά τελικά θα συμβούν. Σίγουρα. Έχε υπομονή.

Η υπέροχη ελευθερία της βαρεμάρας

«Μην αναβάλλεις για αύριο αυτό που μπορείς να κάνεις σήμερα», παραδοσιακή παροιμία. Εντάξει, να μην αναβάλλεις, έχεις και πολλές δουλειές. Να πας σούπερ μάρκετ, να καθαρίσεις, να πληρώσεις λογαριασμούς. Όλη τη βδομάδα τρέχεις στη δουλειά, στο σπίτι. Βάλε πλυντήριο, μαγείρεψε, πλύνε τα πιάτα, σιδέρωσε τα ρούχα.

Παραπονιέσαι συνέχεια πως δε σου φτάνει ο χρόνος, είσαι συνέχεια κουρασμένος, αγχωμένος, πανικόβλητος σχεδόν. Αφήνεις για το σαββατοκύριακο ότι δεν πρόλαβες να κάνεις μέσα στη βδομάδα, να δεις φίλους, να βγεις, να ξεκουραστείς βρε αδερφέ. Το έχεις ανάγκη, το θέλεις.

Κι έρχεται η μέρα που μπορείς να κάνεις όλα όσα δεν πρόλαβες τις προηγούμενες. Δεν κάνεις τίποτα. Το κορμί σου αρνείται να υπακούσει την εντολή «καθάρισε» ή οποιαδήποτε άλλη.

Βυθίζεσαι στη λήθη της απραξίας, το πολύ -πολύ να ξαναδείς όλα τα παλιά επεισόδια της τηλεόρασης και είναι πολλά, δεν προλαβαίνεις να κάνεις τίποτε άλλο.

Ή χαζεύεις στο χαζοκούτι σα λοβοτομημένος, με μάτια απλανή και το μυαλό να ακούει χωρίς να ακούει τις βλακείες της τηλεόρασης.

Τι κάνεις λοιπόν στον τόσο πολύτιμο ελεύθερο χρόνο σου;

Σαπίζεις στον καναπέ, τρως delivery, δε σηκώνεις το τηλέφωνο, δεν κάνεις ούτε μπάνιο.

Βαριέσαι. Βλέπεις το τασάκι γεμάτο και σκέφτεσαι «πρέπει να το αδειάσω». Μένεις στη σκέψη. Που να σηκώνεσαι τώρα, να το κουβαλάς μέχρι την κουζίνα, να ανοίγεις τον κάδο με τα σκουπίδια, να το αδειάζεις, να γυρνάς πίσω. Προτιμάς να πάρεις ένα καθαρό και να τα έχεις και τα δυο μπροστά σου. Θα το κάνεις μετά.

Η αναβλητικότητα είναι η δίδυμη αδερφή της βαρεμάρας, λίγο μεγαλύτερη για να την προστατεύει κιόλας. «Μετά». Μεγάλη κουβέντα.

Για το ξεκάρφωμα, όταν πας – αναπόφευκτα – στο μπάνιο, θα πάρεις μαζί σου και το τασάκι ή το περιτύλιγμα της σοκοφρέτας που τσάκισες ξαπλωμένος. Ή το ένα ή το άλλο όμως, όχι και τα δυο μαζί. Βλέπεις το διαμορφωμένο χάλι στο σπίτι σου με συγκατάβαση, και τι έγινε που είναι ακατάστατο, σκασίλα σου. Αν πεινάσεις θα πειραματιστείς με ό,τι υπάρχει για να φτιάξεις κάτι γρήγορο κι απλό. Πόσα αριστουργήματα βγήκαν έτσι από την κουζίνα σου;

Αν χτυπήσει το τηλέφωνο (σε περίπτωση που το σηκώσεις) και δεχτείς πρόσκληση για έξοδο θα επικαλεστείς τα πάντα για να αρνηθείς. Κρύωσες, πονάει η μέση, περιμένεις κόσμο, χάλασε η βρύση, σου επιτίθενται Αρειανοί. Δε θες να δεις κανέναν, ούτε να μιλήσεις. Θες να βουλιάξεις στη βαρεμάρα σου και να το απολαύσεις.

Η βαρεμάρα είναι πιο ωραία όταν είσαι μόνος, γιατί αλλιώς όλο και κάποιος θα σε τσιγκλίσει να βγεις από αυτήν. Εσύ όμως έχεις ανάγκη να κάνεις μια παύση, να σταματήσεις να τρέχεις πέρα – δώθε κι όπως είναι της μόδας τελευταία, να κάνεις μια επανεκκίνηση του εαυτού σου, κάτι που γίνεται μόνον αφού πρώτα σταματήσει το μηχάνημα.

Να κάνεις ό,τι σου καπνίσει είναι πολυτέλεια που δεν την απολαμβάνεις συχνά.

Για αυτό όταν βρεις την ευκαιρία μην αναλωθείς σε τύψεις. Όλοι έχουν δικαίωμα στις διακοπές, όχι τις αγχωμένες του καλοκαιριού, τις άλλες, τις χαλαρές που διαρκούν ένα Σαββατοκύριακο, ένα τριήμερο, ένα δίωρο.

Το καλό με αυτές τις διακοπές είναι πως δε χρειάζεται να πας πουθενά και να κάνεις τίποτα. Το καλύτερο είναι πως αδειάζει το μυαλό προσωρινά, καθαρίζει. Το κάλλιστο είναι πως τα διαστήματα βαρεμάρας τα διαδέχονται αυτά της έντονης δραστηριότητας και δημιουργίας.

Άραξε στον καναπέ σου λοιπόν. Το «μετά» σου θα είναι ανανεωμένο, φρέσκο και ορεξάτο. Σαν εσένα.

ΣΕΝΕΚΑΣ: Πόσο χαμένος πήγε όλος ο κόπος τους

Θέλεις τώρα να μάθεις γιατί αυτοί οι άνθρωποι υποστηρίζουν ότι δεν ζουν πολλά χρόνια; Αρκεί να προσέξεις τούτο μόνο, πόση επιθυμία έχουν να ζήσουν πολύ. Ενώ είναι υπέργηροι, ικετεύουν στις προσευχές τους να τους δοθούν λίγα ακόμα χρόνια ζωής -προσποιούνται ότι είναι νεότεροι από όσο είναι- ικανοποιούνται με ένα ψέμα, και είναι τόσο ευχαριστημένοι που εξαπατούν τον εαυτό τους, όσο θα ήταν αν, παράλληλα, εξαπατούσαν και τη μοίρα. 

Όταν όμως τελικά κάποια ασθένεια τους υπενθυμίσει ότι είναι θνητοί, πόσο τρομαγμένοι πεθαίνουν, καθώς νιώθουν ότι τους αποσπούν από τη ζωή και ότι δεν την εγκαταλείπουν απλώς! Φωνάζουν ότι στάθηκαν ανόητοι, γιατί στην πραγματικότητα δεν έζησαν, και ότι, αν καταφέρουν να ξεφύγουν από αυτή την αρρώστια, θα ζήσουν από εκεί και πέρα απολαμβάνοντας ελεύθερα το χρόνο τους. Τότε και μόνο τότε αντιλαμβάνονται πόσο μάταιο ήταν να αγωνίζονται για πράγματα που ποτέ δεν χρησιμοποίησαν, πόσο χαμένος πήγε όλος ο κόπος τους. 

Όσοι όμως έζησαν τη ζωή τους μακριά από τέτοιο φόρτο εργασίας για ποιο λόγο να νομίσουν ότι η ζωή τους υπήρξε σύντομη; Κανένα μέρος της δεν παραδόθηκε σε κάποιον άλλον, κανένα δεν σπαταλήθηκε εδώ και εκεί, κανένα δεν εγκαταλείφθηκε στην τύχη, κανένα δεν καταστράφηκε από αμέλεια, κανένα δεν αφαιρέθηκε από σπάταλες προσφορές, κανένα δεν παρέμεινε αχρησιμοποίητο ολόκληρη η ζωή, για να το πω έτσι, τους αποδίδεται και πάλι. Και έτσι, όσο μικρή κι αν ήταν, υπήρξε απόλυτα ικανοποιητική γι’ αυτό, όποτε κι αν έρθει η τελευταία του μέρα, ο σοφός άντρας δεν θα διστάσει να πάει να συναντήσει το θάνατο με βήμα σταθερό.

ΣΕΝΕΚΑΣ, Περί της συντομίας της ζωής

Μου τα ‘πε ένας βαρκάρης

Λένε ότι κάποτε, ο πιο σπουδαίος δάσκαλος της Κίνας, ο Λάο Τσε, εξαφανίστηκε από τον ναό στον οποίο ζούσε και μιλούσε καθημερινά στους χιλιάδες μαθητές του, που κάθονταν στους κήπους περιμένοντας με λαχτάρα τις διδασκαλίες του. Βδομάδες ολόκληρες οι παλιότεροι μαθητές τον έψαχναν στους διαδρόμους κι έστελναν να τον αναζητήσουν στα πέρατα της Κίνας. Καμία προσπάθεια δεν καρποφόρησε- κανένας δεν ήξερε πού είχε πάει ούτε γιατί είχε φύγει· κανένας δεν τον είχε δει.

Μήνες αργότερα, ένας έμπορος περιμένει στην προβλήτα τη βάρκα που θα τον πάει στην άλλη πλευρά του μεγάλου ποταμού Μιν, στην επαρχία Σιτσουάν. Έχει πια νυχτώσει, όταν ένας βαρκάρης δένει, το χοντροκομμένο μεταφορικό του μέσον στην όχθη και δίνει το χέρι στον έμπορο για ν’ ανέβει. Εκείνος πληρώνει το νόμισμα για τα ναύλα του και κάθεται, σε μιαν άκρη για τον διάπλου που διαρκεί δυο-τρεις ώρες. Ο ηλικιωμένος βαρκάρης παίρνει τα χρήματα, τα βάζει στο πουγκί του, ευχαριστεί μ’ ένα νεύμα και λύνει το σκοινί.

Το ποτάμι είναι ήρεμο, και το τεράστιο φεγγάρι που λάμπει στον ουρανό σε καλεί ν’ ανοίξεις κουβέντα… Κάπως έτσι αρχίζει ο ταξιδιώτης να μοιράζεται τις έγνοιες του: για την οικογένεια, τους γιους του που είναι στην εφηβεία και τις δουλειές του. Ο βαρκάρης τον ακούει και παρεμβαίνει με σχόλια τόσο λογικά και σοφά, που αφήνουν έκπληκτο τον ταξιδιώτη.

Προτού αποβιβαστεί στο λιμάνι της αντίπερα όχθης, ο άντρας δίνει στον βαρκάρη ένα ακόμη νόμισμα για τις συμβουλές του κι αυτός το δέχεται ταπεινά. Εκείνη τη στιγμή, ο ταξιδιώτης βλέπει για πρώτη φορά το πρόσωπο του ανθρώπου που τον έχει μεταφέρει. Τον αναγνωρίζει και λέει:

«Εσύ! Μα… εσύ είσαι ο Λάο Τσε! Τι κάνεις εδώ; Η μισή Κίνα σε ψάχνει και οι μαθητές σου είναι σε απόγνωση. Κανείς δε θέλει να πιστέψει ότι δεν θα ξανακάνεις τις καθημερινές σου ομιλίες».

«Για λόγους που δεν έχουν να κάνουν με τη θέλησή μου, έχω γίνει πολύ γνωστός» λέει ο Λάο Τσε. «Χιλιάδες άνθρωποι έρχονται από μακριά για να μ’ ακούσουν, να μου κάνουν διάφορες ερωτήσεις και να ζητήσουν τη βοήθειά μου, αλλά η φήμη του πεφωτισμένου σοφού που δημιουργήθηκε, κάνει την αλήθεια που μπορεί να βγει από το στόμα μου λιγότερο σημαντική από το γεγονός ότι είμαι εγώ αυτός που τη λέει.»

Ο ταξιδιώτης δεν πολυκαταλαβαίνει την αιτία της αποχώρησής του από τον ναό και του αντιλέγει:

” Όμως, δάσκαλε, δεν μπορούμε να σε στερηθούμε. Δεν μπορούμε να στερηθούμε τη σοφία σου. Είμαστε πολλοί εμείς που χρειαζόμαστε τα λόγια, τα φώτα και τις συμβουλές σου.”

Τότε, ο Λάο Τσε του λέει μ’ ένα χαμόγελο:

“Εγώ συνεχίζω να λέω τα ίδια που έλεγα και στον ναό, και πιστεύω ότι σ’ αυτόν που μ’ ακούει έχουν το ίδιο αποτέλεσμα, μόνο που τώρα, ευτυχώς, όταν γυρίζει κάποιος στο σπίτι του και διηγείται όσα έμαθε, αντί να καμαρώνει ότι τ’ άκουσε από τον Λάο Τσε, λέει απλώς: “Μου τα ‘πε ένας βαρκάρης”.”

Γονίδια

Η ικανότητα των ζωντανών οργανισμών να μεταδίδουν πιστά τις οδηγίες για τη δημιουργία αντιγράφων τους —είτε αυτά είναι ένας κοκκινολαίμης, ένα ροδόδεντρο ή ένας άνθρωπος— παρέμεινε για αιώνες βαθιά αινιγματική. Στην «51 η Άσκησή» του, του 1653, ο Άγγλος χειρουργός Ουίλιαμ Χάρβεϊ έγραφε:

Μολονότι είναι γνωστό σε όλους ότι το έμβρυο προέρχεται από το αρσενικό και από το θηλυκό, και [κατά συνέπεια] ότι το αυγό παράγεται από τον κόκορα και την κότα, και [ύστερα] ότι το κοτόπουλο βγαίνει από το αυγό, ωστόσο ούτε οι Ιατρικές Σχολές ούτε ο οξυδερκής νους του Αριστοτέλη έχουν αποκαλύψει τον τρόπο με τον οποίο ο κόκορας και το σπέρμα του κατασκευάζουν και πλάθουν το κοτόπουλο που βγαίνει από το αυγό.

Μέρος της απάντησης δόθηκε δύο αιώνες αργότερα από τον Αυστριακό μοναχό και φυτολόγο Γκρέγκορ Μέντελ, ο οποίος γύρω στο 1850 καλλιεργούσε μπιζέλια στον κήπο ενός μοναστηριού Αυγουστίνων, στο Μπρνο. Βασιζόμενος στις παρατηρήσεις του, υποστήριξε ότι χαρακτηριστικά γνωρίσματα όπως το χρώμα των λουλουδιών και το σχήμα των μπιζελιών ελέγχονταν από κληρονομήσιμους «παράγοντες» οι οποίοι μπορούσαν να μεταδοθούν απαράλλαχτοι από τη μία γενιά στην επόμενη.

Επομένως, οι «παράγοντες» του Μέντελ αποτελούσαν μια αποθήκη κληρονομήσιμης πληροφορίας η οποία επέτρεπε στα μπιζέλια να διατηρούν τον χαρακτήρα τους μετά από εκατοντάδες γενιές – ή μέσω του τρόπου «με τον οποίο ο κόκορας και το σπέρμα του κατασκευάζουν και πλάθουν το κοτόπουλο που βγαίνει από το αυγό». Ως γνωστόν, το έργο του Μέντελ αγνοήθηκε από τους συγχρόνους του, συμπεριλαμβανομένου του Δαρβίνου, και ανακαλύφθηκε ξανά στις αρχές του 20ού αιώνα. Οι παράγοντές του μετονομάστηκαν γονίδια και δεν άργησαν να ενσωματωθούν στη σχεδόν ομόφωνη μηχανιστική άποψη της βιολογίας του 20ού αιώνα. Όμως, μολονότι ο Μέντελ είχε δείξει πως οι συγκεκριμένες οντότητες πρέπει να υπάρχουν μέσα στα ζωντανά κύτταρα, κανείς δεν τις είχε δει, ούτε γνώριζε από τι αποτελούνταν. Ωστόσο, το 1902, ο Αμερικανός γενετιστής Γουόλτερ Σάτον πρόσεξε πως ενδοκυτταρικές δομές, τα λεγόμενα χρωμοσώματα, ακολουθούσαν συνήθως την κληρονομικότητα των μεντελιανών παραγόντων, κι έτσι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα γονίδια βρίσκονται στα χρωμοσώματα.

Βεβαίως, τα χρωμοσώματα είναι μεγάλες (σχετικά μιλώντας) και πολύπλοκες δομές που αποτελούνται από πρωτεΐνη, σάκχαρα και μια βιοχημική ουσία η οποία ονομάζεται δεοξυριβονουκλεϊκό οξύ, ή αλλιώς DΝΑ. Αρχικά δεν ήταν σαφές ποιο από αυτά τα συστατικά, αν υπήρχε κάποιο, ευθυνόταν για την κληρονομικότητα. Το 1943, ο Καναδός επιστήμονας Όσβαλντ Έιβερι κατάφερε να μεταφέρει ένα γονίδιο από ένα βακτηριακό κύτταρο σε ένα άλλο, εξάγοντας DΝΑ από το κύτταρο-δότη και εγχέοντάς το στο κύτταρο-δέκτη. Το πείραμα έδειξε πως αυτό που μετέφερε ύλες τις ζωτικής σημασίας πληροφορίες ήταν το DNA των χρωμοσωμάτων, όχι οι πρωτεΐνες ούτε οι άλλες βιοχημικές ενώσεις. Παρ’ όλα αυτά, το DNA δεν φαινόταν να διαθέτει κάτι μαγικό: εκείνη την εποχή, το θεωρούσαν απλώς μια ακόμα χημική ουσία.

Αλλά το ερώτημα παρέμενε: πώς λειτουργούσαν όλα αυτά; Πώς μια χημική ένωση μεταφέρει την απαιτούμενη πληροφορία για «τον τρόπο με τον οποίο ο κόκορας και το σπέρμα του κατασκευάζουν και πλάθουν το κοτόπουλο που βγαίνει από το αυγό»; Και πώς αντιγράφονταν και αναπαράγονταν τα γονίδια από τη μία γενιά στην επόμενη; Η συμβατική Χημεία, εκείνη των μορίων του Μπόλτζμαν που θύμιζαν μπάλες, απλώς δεν φαινόταν ικανή να παράσχει τα μέσα για αποθήκευση, αντιγραφή και αξιόπιστη μετάδοση της γενετικής πληροφορίας.

Όπως οι περισσότεροι γνωρίζουν, η απάντηση δόθηκε το 1953 όταν οι Τζέιμς Γουάτσον και Φράνσις Κρικ, στο Εργαστήριο Κάβεντις στο Κέιμπριτζ, κατάφεραν να συλλάβουν και να ταιριάζουν μια θαυμαστή δομή στα πειραματικά δεδομένα που είχε εξαγάγει από το DNA η συνάδελφός τους, Ρόζαλιντ Φράνκλιν: την περίφημη διπλή έλικα. Βρέθηκε ότι κάθε κλώνος του DNA έμοιαζε με μοριακή κλωστή αποτελούμενη από άτομα φωσφόρου, οξυγόνου κι ένα σάκχαρο το οποίο ονομάζεται δεοξυριβόζη, με χημικές δομές —τα λεγόμενα νουκλεοτίδια— τοποθετημένες σαν χάντρες στην κλωστή. Οι χάντρες των νουκλεοτιδίων εμφανίζονται σε τέσσερις διαφορετικές εκδοχές: αδενίνη (Α), γονανίνη (Γ), κυτοσίνη (Κ) και θυμίνη (Θ), επομένως η διάταξή τους κατά μήκος της αλυσίδας του DNA συνιστά μια μονοδιάστατη ακολουθία αυτών των γενετικών γραμμάτων; 

«ΓΘΚΚΑΘΘΓΚΚΚΓΘΑΘΘΑΚΚΓ». Στη διάρκεια του πολέμου ο Φράνσις Κρικ εργαζόταν στο Ναυαρχείο (υπηρεσία υπεύθυνη για τη διοίκηση τον Βασιλικού Πολεμικού Ναυτικού), άρα ήταν πιθανότατα εξοικειωμένος με τους κώδικες, όπως εκείνους που επεξεργάζονταν οι γερμανικές μηχανές Enigma και οι οποίοι αποκωδικοποιήθηκαν στο Μπλέτσλεϊ Παρκ. Σε κάθε περίπτωση, όταν είδε την αλυσίδα του DNA αντιλήφθηκε αμέσως ότι επρόκειτο για κώδικα, μια ακολουθία πληροφοριών που παρείχαν τις σημαντικές οδηγίες της κληρονομικότητας. Και, όπως θα ανακαλύψουμε στο Κεφάλαιο 7, η ταυτοποίηση της διπλής έλικας του DNA επέλυσε παράλληλα το πρόβλημα που αφορούσε την αντιγραφή της γενετικής πληροφορίας. Έτσι, μονομιάς, διαλευκάνθηκαν δύο από τα μεγαλύτερα μυστήρια της επιστήμης.

Η ανακάλυψη της δομής του DNA μάς έδωσε ένα μηχανιστικό κλειδί με το οποίο ξεκλειδώσαμε τα μυστήρια των γονιδίων. Τα γονίδια είναι χημικές ενώσεις και η Χημεία είναι σκέτη θερμοδυναμική: άραγε, η ανακάλυψη της διπλής έλικας φυλάκιζε τη ζωή ολοκληρωτικά στην επικράτεια της κλασικής επιστήμης;

Πώς μπορώ να είμαι ευτυχισμένος;

Διότι αυτός που έχει τη γνώμη ότι κάτι είναι εκ φύσεως καλό ή κακό βρίσκεται σε διαρκή ταραχή: όταν του λείπουν αυτά που θεωρεί πως είναι καλά, πιστεύει ότι τον καταδιώκουν τα εκ φύσεως κακά, και κυνηγάει, όπως νομίζει, αυτά που είναι αγαθά – όταν πάλι αποκτήσει αυτά που θεωρεί αγαθά, πέφτει σε ακόμη μεγαλύτερη ταραχή, από την παράλογη και πέρα από κάθε μέτρο έπαρσή του και από φόβο μήπως αλλάξουν τα πράγματα κάνει τα πάντα για να μη χάσει αυτά που θεωρεί αγαθά. Απεναντίας, αυτός που δεν ορίζει με βεβαιότητα ποια είναι εκ φύσεως καλά ή κακά ούτε αποφεύγει ούτε επιδιώκει κάτι με ζήλο, μένει γι’ αυτό ατάραχος. 

Έτσι λοιπόν και οι Σκεπτικοί είχαν την ελπίδα ότι θα αποκτήσουν την αταραξία, κρίνοντας οριστικά την αναντιστοιχία μεταξύ των αντικείμενων της αίσθησης και των αντικειμένων της σκέψης, καθώς όμως δεν κατάφεραν να το επιτύχουν κατέληξαν στην εποχή* με τη σειρά της η αταραξία ακολούθησε ως σύμπτωμα την εποχή, όπως η σκιά ακολουθεί το σώμα.

Σέξτος ο Εμπειρικός, Πυρρώνεια Υποτυπώσεις, Ι,27 και Ι,29

Ο Σέξτος Εμπειρικός ήταν γιατρός και έζησε τον 2ο-3ο αιώνα μ.Χ. Τα ιατρικά του έργα έχουν χαθεί, σώζονται όμως σε τρία βιβλία οι Πυρρώνειαι Υποτυπώσεις, όπου περιέχονται μια γενική έκθεση του Σκεπτικισμού και αντιλήψεων άλλων φιλοσοφιών. Οι ανασκευές αυτές υπάρχουν και στα έργα αυτού Προς δογματικούς, Προς ηθικούς, Προς μαθηματικούς. Ιδρυτής του σκεπτικισμού είναι ο Πύρρων ο Ηλείος, σύγχρονος του Αριστοτέλη. Αυτός δίδασκε πως η αληθινή φύση των πραγμάτων δε φανερώνεται σε μας και αμφισβητούσε τη δυνατότητα ορθής γνώσης, συνεπώς και ορθής πράξης. Υποστήριζε ότι για όλα τα θέματα υπάρχουν λόγοι αντίθετοι και ισοδύναμοι («ισοσθένεια»).
---------------
Εποχή: η «εποχή» ορίζεται από τους Σκεπτικούς ως διακοπή ή αναστολή της κρίσης. Χαρακτηρίζεται από τη μη συναίνεση ή συγκατάθεση σε δογματικές θέσεις που σχετίζονται με το πρόβλημα της δυνατότητας της γνώσης.

ARTHUR SCHOPENHAUER: Το μέτρο της δυνατής ευτυχίας του καθενός είναι καθορισμένο εκ των προτέρων

Επάνω στη σκηνή κάποιος παίζει τον πρίγκιπα, ένας άλλος τον συμβουλάτορα, ένας τρίτος τον υπηρέτη ή τον στρατιώτη ή τον στρατηγό κ.λπ. Αλλά αυτές οι διαφορές υπάρχουν μόνο εξωτερικά, από μέσα, σαν πυρήνας μιας τέτοιας εμφάνισης, βρίσκεται σε όλους το ίδιο: ένας φτωχός θεατρίνος με τα βάσανά του και τις ανάγκες του. Στη ζωή είναι επίσης έτσι· οι διαφορές της κοινωνικής θέσης και του πλούτου δίνουν σε καθέναν τον ρόλο που θα παίξει, αλλά αυτός δεν αντιστοιχεί διόλου σε μια εσωτερική διαφορά της ευτυχίας και του ευάρεστου συναισθήματος, παρά και εδώ μέσα σε καθέναν βρίσκεται ο ίδιος φτωχός φουκαρατζίκος με τα βάσανά του και τις ανάγκες του, οι οποίες βέβαια στη σύνθεσή τους μπορεί να είναι διαφορετικές στον καθέναν, αλλά στη μορφή τους, στη βασική τους ουσία, είναι σε όλους αρκετά ίδιες, αν και με διαφορές στον βαθμό, οι οποίες όμως δεν εξαρτώνται καθόλου από την κοινωνική θέση και τα πλούτη, δηλαδή από τον ρόλο. Γιατί όλα όσα για τον άνθρωπο υπάρχουν και συμβαίνουν στο παρόν, υπάρχουν και συμβαίνουν άμεσα πάντα μόνο στη συνείδησή του.

Έτσι, η υφή της ίδιας της συνείδησης είναι προφανώς το καταρχήν ουσιαστικό, και στις περισσότερες περιπτώσεις η υφή αυτή μετράει πιο πολύ απ’ ό,τι οι μορφές που παριστάνονται εκεί. Όλες οι λαμπρότητες και οι απολαύσεις αντικατοπτρισμένες στην αμβλυμμένη συνείδηση ενός ανόητου, είναι πολύ φτωχές απέναντι στη συνείδηση του Θερβάντες, όταν σε μιαν άβολη φυλακή έγραφε τον Δον Κιχώτη του. – Το αντικειμενικό μισό του παρόντος και της πραγματικότητας βρίσκεται στα χέρια της μοίρας και επομένως μπορεί να είναι μεταβλητό’ το υποκειμενικό είμαστε εμείς οι ίδιοι, γι’ αυτό στην ουσία του είναι αμετάβλητο. Έτσι η ζωή κάθε ανθρώπου, παρ’ όλες τις έξωθεν εναλλαγές, διατηρεί συνέχεια τον ίδιο χαρακτήρα και μπορεί να παρομοιαστεί με μια σειρά παραλλαγές επάνω σε ένα μουσικό θέμα. Έξω από την ατομικότητά του δεν μπορεί να βγει κανένας. Και όπως το ζώο σε όποιο περιβάλλον κι αν το βάλεις μένει πάντα μέσα στον στενό κύκλο που αμετάκλητα έχει χαράξει η φύση για το είδος του – κάτι που εξηγεί, για παράδειγμα, το ότι οι προσπάθειές μας να χαροποιήσουμε ένα αγαπημένο ζώο, εξαιτίας εκείνων των ορίων της συνείδησής του, παραμένουν πάντοτε περιορισμένες σε στενά πλαίσια – , έτσι συμβαίνει και με τον άνθρωπο: μέσα από την ατομικότητά του, το μέτρο της δυνατής ευτυχίας του είναι καθορισμένο εκ των προτέρων. Ιδιαίτερα τα όρια των πνευματικών του δυνάμεων έχουν μια για πάντα καθορίσει την ικανότητά του για υψηλού επιπέδου απόλαυση.

Εάν είναι στενά, όλες οι προσπάθειες απ’ έξω, όλα όσα κι αν κάνουν οι άνθρωποι και η μοίρα γι’ αυτόν, δεν θα μπορέσουν να τον οδηγήσουν πιο πέρα από το μέτρο μιας συνηθισμένης μισο-ζωώδους ανθρώπινης ευτυχίας και ευαρέσκειας: απόλαυση των αισθήσεων, σπιτική ατμόσφαιρα και χαρές της οικογενειακής ζωής, κατώτερη συντροφικότητα και ανούσιες ασχολίες για να περνάει την ώρα του. Ακόμα και η μόρφωση, αν και μπορεί να προσφέρει κάτι για τη διεύρυνση εκείνων των ορίων, πολλά δεν μπορεί. Γιατί οι πιο μεγάλες και πολυποίκιλες και διαρκέστερες απολαύσεις είναι οι πνευματικές, όσο κι αν ξεγελιόμαστε σχετικά στη νεότητά μας. Αυτές όμως εξαρτώνται από την έμφυτη δύναμη του πνεύματος. Έτσι λοιπόν γίνεται φανερό το πόσο πολύ η ευτυχία μας εξαρτάται από το τι είμαστε, από την ατομικότητά μας, ενώ συνήθως σημασία δίνεται μόνο σε όσα σχετίζονται με τη μοίρα μας, στο τι έχουμε και στο πώς φαντάζουμε στους άλλους. Η μοίρα μας όμως μπορεί να καλυτερέψει, και επιπλέον, όταν υπάρχει εσωτερικός πλούτος, δεν ζητάει κανένας πολλά από αυτή. Αντίθετα, ένας ανόητος θα μείνει ανόητος, ένας αναίσθητος χοντράνθρωπος αναίσθητος χοντράνθρωπος μέχρι το τέλος του, κι ας ήταν να ‘ναι στον παράδεισο και περιτριγυρισμένος από ωραίες κόρες.

ARTHUR SCHOPENHAUER, Το ασήμαντο αιώνια επαινούν

ΑΙΣΩΠΟΣ: Οι Βάτραχοι επιθυμούν έναν Βασιλιά

Οι Βάτραχοι ζούσαν τρισευτυχισμένοι σε έναν ελώδη βάλτο που τους ταίριαζε απόλυτα. Κολυμπούσαν και βουτούσαν χωρίς να νοιάζονται για κανέναν και κανένας δεν τους ενοχλούσε. Αλλά μερικοί από αυτούς πίστευαν ότι αυτό δεν ήταν σωστό, ότι θα έπρεπε να έχουν έναν βασιλιά και ένα κατάλληλο σύνταγμα. Έτσι αποφάσισαν να στείλουν ένα αίτημα στον Δία για να τους δώσει αυτό που ήθελαν.

«Παντοδύναμε Δία», φώναξαν, «στείλε μας έναν βασιλιά που θα μας κυβερνά και θα μας κρατάει σε τάξη».

Ο Δίας γέλασε με το κόασμά τους, και πέταξε στον βάλτο ένα τεράστιο ξύλο, το οποίο έκανε μεγάλο παφλασμό πέφτοντας.

Οι Βάτραχοι φοβήθηκαν για τη ζωή τους από την αναταραχή που έγινε, και όλοι έσπευσαν στην όχθη για να δουν το φρικτό τέρας. Αλλά μετά από λίγο καιρό, βλέποντας ότι δεν κινούταν, ένας ή δύο από τους πιο τολμηρούς βατράχους κατευθύνθηκαν προς το ξύλο, και μάλιστα τόλμησαν να το αγγίξουν. Αυτό και πάλι δεν κινήθηκε.

Τότε ο μεγαλύτερος ήρωας των βατράχων πήδηξε πάνω στο ξύλο και άρχισε να χορεύει πάνω-κάτω. Έτσι όλοι οι Βάτραχοι ήρθαν και έκαναν το ίδιο και μάλιστα για λίγο καιρό συνέχισαν την καθημερινότητά τους χωρίς να έχουν το παραμικρό σημάδι από το νέο τους Βασιλιά το Ξύλο που βρισκόταν ανάμεσά τους.

Αλλά αυτό δεν τους ικανοποιούσε, οπότε έστειλαν ένα άλλο αίτημα στον Δία και του είπαν: «Θέλουμε έναν πραγματικό βασιλιά, έναν που θα μας κυβερνήσει πραγματικά ».

Τώρα αυτό το αίτημα εξόργισε τον Δία, οπότε έστειλε ανάμεσά τους έναν μεγάλο πελαργό που σύντομα άρχισε να τους τα καταστρέφει όλα.

Τότε οι Βάτραχοι μετάνιωσαν αλλά πλέον ήταν πολύ αργά.

Ηθικό δίδαγμα: Καλύτερα χωρίς κανένα κανόνα παρά με έναν βάναυσο κανόνα

ΑΙΣΩΠΟΣ

Fr. Nietzsche: Ο Ζαρατούστρα για τη φρίκη των λογίων

Φρίντριχ Νίτσε: 1844-1900

Οι λόγιοι και η χώρα της παιδείας

[Οι αναλύσεις που ακολουθούν είναι από το έργο του Νίτσε: έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα (δεύτερο μέρος-ομιλίες 13+14)]

§1

Ι. Γιατί χρειάζεται να μας απασχολούν στις εποχές μας οι λόγιοι; Γιατί, όπως μας λέει ο Νίτσε στον Ζαρατούστρα, με έξοχο ποιητικό-μεταφορικό τρόπο, ξεκινούν ως αναζητητές της γνώσης, με πολλά λάφυρα από το κυνήγι της γνώσης και με μπόλικα σκισμένα ρούχα πάνω τους: αφοσιώνονται στο έργο της γνώσης και δαμάζουν τέρατα και τέρατα.

ΙΙ. Έχουν επίσης πάνω τους πολλά, πάρα πολλά αγκάθια, μα κανένα τριαντάφυλλο. Ζουν εντελώς απομονωμένοι και ακίνητοι στον εαυτό τους, σκυθρωποί και αγέλαστοι, δεν πατάνε στη γη και δεν έχουν γνωρίσει ως τώρα τι σημαίνει ομορφιά και γέλιο. Τους λείπει το κάλλος, η ανάβαση της ψυχής, κατά Πλάτωνα, προς το κάλλος του ευ ζην.

ΙΙΙ. Και στο βαθμό που τους λείπει αυτό το άνοιγμα στον κόσμο και στη χαρά της ζωής, παραμένουν άβουλοι και αγνοούν το μέτρο. Μέτρο και ωραίο ή ομορφιά είναι οι βασικοί παράγοντες για να μπορέσει κάθε τέτοιος τύπος ανθρώπου να ξεπεράσει τον στενό ορίζοντα του ατομικού κορεσμού και να αντιπαλέψει το κλείσιμο έναντι του κόσμου.

§2

Ι. Ο Ζαρατούστρα αισθάνεται τρόμο και γυρίζει πίσω στη χώρα της παιδείας. Γυρίζει με αληθινή επιθυμία να αντικρίσει κάποια αλήθεια που υποτίθεται πως αναδίδουν οι λόγιοι και οι σοφοί. Μα τι να δει! Παντού διακρίνει ακρισία, τυπικά συσσωρευμένη γνώση και τους λόγιους να είναι «πασαλειμμένοι με πενήντα πινελιές στο πρόσωπο και στα σώματά τους»· δηλαδή δεν έχουν αφομοιώσει τίποτα το ζωντανό και δημιουργικό από την εν λόγω γνώση παρά τη χρησιμοποιούν ως εξωτερικό στολίδι, ως ένα είδος μάσκας.

ΙΙ. Συμβαίνει περίπου αυτό που παρατηρούμε σήμερα σε εκείνους τους «διανοούμενους», που εντάσσονται σε δόλιους μηχανισμούς του πολιτικού ή του ακαδημαϊκού στερεώματος κ.α. και λειτουργούν ως όργανα του ενός ή του άλλου καθεστώτος, γιατί δεν έχουν μεταμορφωθεί διόλου πνευματικά από τα ανώτερα αγαθά της αληθινής γνώσης και περιφέρονται ως άβουλοι υπηρέτες στους διαδρόμους των «δημοκρατικών» τους αφεντικών.

ΙΙΙ. Βλέποντας αυτά ο Ζαρατούστρα αρνείται το ρόλο και τη δόξα του λόγιου. Όλους αυτούς τους θεωρεί πρόβατα· και για τα πρόβατα, δηλαδή με τους όρους των προβάτων, δεν θέλει και ο ίδιος να είναι πια λόγιος. Παραμένει όμως λόγιος μόνο για τους δημιουργούς. Οι λόγιοι έχουν περιορισμένη σκέψη και είναι μόνο επιτήδειοι: να κυνηγούν αξιώματα και τιμές.

ΙV. Είναι θεατές στο θέαμα του κόσμου και διόλου πρωταγωνιστές. Ασχολούνται με κοινοτοπίες και στερεότυπα. Καμιά πρωτοτυπία: «χαζεύουν με ανοικτό στόμα τις σκέψεις που σκέφτηκαν οι άλλοι … «όταν παριστάνουν τους σοφούς … η σοφία τους αναδίδει μια μυρουδιά λες και βγαίνει από βούρκο». Αντιμετωπίζουν με δόλιο τρόπο τους άλλους. Λειτουργούν σαν κουρδισμένα ρολόγια και προσπαθούν να φιμώσουν τους άλλους.

V. Απτό παράδειγμα για τα παραπάνω οι διορισμοί αμόρφωτων αλλά καλών προβάτων στα «μορφωτικά» ιδρύματα της σημερινής Ελλάδας, με τις λελογισμένες πάντοτε εξαιρέσεις πραγματικά ικανών φίλων της σοφίας. Κατά το πνεύμα τούτο αποφαίνεται ο Νίτσε ότι τέτοιοι λόγιοι είναι όργανα της ισοπεδωτικής λογικής και πρακτικής της νεωτερικής πολιτικής δημοκρατίας.

VΙ. Η χώρα της «παιδείας», όπου κατοικούν αυτοί οι λόγιοι, είναι μια χώρα γεμάτη στειρότητα και φρίκη. Τη συγκρίνει με τον κάτω κόσμο, κατά το πρότυπο του Ομήρου, και τη θεωρεί χείριστη: «καλύτερα μεροκαματιάρης στον κάτω κόσμο και στις σκιές του Άλλοτε. Πιο σαρκωμένοι και πιο γιομάτοι από σας είναι ακόμα κι οι κάτοικοι του άλλου κόσμου».

VΙΙ. Οι στείροι τούτοι λόγιοι φορούν τη μάσκα της σοφίας, ώστε να κρύβουν τη στειρότητά τους απ’ αυτούς που θέλουν να κρίνουν. Αν τους αφαιρέσεις αυτή τη μάσκα, τα ψευτοστολίδια τους, θα βρεις μπροστά σου έναν άψυχο σκελετό: «όλοι τους είναι για γέλια». Τέτοιοι «σοφοί» είναι ψεύτες και υποκριτές: «αχ ευαίσθητοι υποκριτές, ακόλαστοι. Από την επιθυμία σας λείπει η αθωότητα». 

Προβάλλουν την πιο άκρατη και άκριτη υποκειμενικότητά τους για την πιο αληθινή αντικειμενικότητα. Κοιτάζουν μόνο τον εαυτό τους και για να αποφύγουν τη ντροπή της γύμνιας τους καταφεύγουν στα «μυστικά μονοπάτια του ψεύδους». Πάνω σε τέτοια μονοπάτια του ψεύδους πατά και το Ελλαδικό πολιτικό μόρφωμα της νεοφασιστικής αριστεράς με εκείνους τους άξεστους λόγιους, που το υπηρετούν μισθοφορικά.

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (588b-590d)

[588b] Εἶεν δή, εἶπον· ἐπειδὴ ἐνταῦθα λόγου γεγόναμεν, ἀναλάβωμεν τὰ πρῶτα λεχθέντα, δι᾽ ἃ δεῦρ᾽ ἥκομεν. ἦν δέ που λεγόμενον λυσιτελεῖν ἀδικεῖν τῷ τελέως μὲν ἀδίκῳ, δοξαζομένῳ δὲ δικαίῳ· ἢ οὐχ οὕτως ἐλέχθη;
Οὕτω μὲν οὖν.
Νῦν δή, ἔφην, αὐτῷ διαλεγώμεθα, ἐπειδὴ διωμολογησάμεθα τό τε ἀδικεῖν καὶ τὸ δίκαια πράττειν ἣν ἑκάτερον ἔχει δύναμιν.
Πῶς; ἔφη.
Εἰκόνα πλάσαντες τῆς ψυχῆς λόγῳ, ἵνα εἰδῇ ὁ ἐκεῖνα λέγων οἷα ἔλεγεν.
[588c] Ποίαν τινά; ἦ δ᾽ ὅς.
Τῶν τοιούτων τινά, ἦν δ᾽ ἐγώ, οἷαι μυθολογοῦνται παλαιαὶ γενέσθαι φύσεις, ἥ τε Χιμαίρας καὶ ἡ Σκύλλης καὶ Κερβέρου, καὶ ἄλλαι τινὲς συχναὶ λέγονται συμπεφυκυῖαι ἰδέαι πολλαὶ εἰς ἓν γενέσθαι.
Λέγονται γάρ, ἔφη.
Πλάττε τοίνυν μίαν μὲν ἰδέαν θηρίου ποικίλου καὶ πολυκεφάλου, ἡμέρων δὲ θηρίων ἔχοντος κεφαλὰς κύκλῳ καὶ ἀγρίων, καὶ δυνατοῦ μεταβάλλειν καὶ φύειν ἐξ αὑτοῦ πάντα ταῦτα.
[588d] Δεινοῦ πλάστου, ἔφη, τὸ ἔργον· ὅμως δέ, ἐπειδὴ εὐπλαστότερον κηροῦ καὶ τῶν τοιούτων λόγος, πεπλάσθω.
Μίαν δὴ τοίνυν ἄλλην ἰδέαν λέοντος, μίαν δὲ ἀνθρώπου· πολὺ δὲ μέγιστον ἔστω τὸ πρῶτον καὶ δεύτερον τὸ δεύτερον.
Ταῦτα, ἔφη, ῥᾴω, καὶ πέπλασται.
Σύναπτε τοίνυν αὐτὰ εἰς ἓν τρία ὄντα, ὥστε πῃ συμπεφυκέναι ἀλλήλοις.
Συνῆπται, ἔφη.
Περίπλασον δὴ αὐτοῖς ἔξωθεν ἑνὸς εἰκόνα, τὴν τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε τῷ μὴ δυναμένῳ τὰ ἐντὸς ὁρᾶν, ἀλλὰ τὸ [588e] ἔξω μόνον ἔλυτρον ὁρῶντι, ἓν ζῷον φαίνεσθαι, ἄνθρωπον.
Περιπέπλασται, ἔφη.
Λέγωμεν δὴ τῷ λέγοντι ὡς λυσιτελεῖ τούτῳ ἀδικεῖν τῷ ἀνθρώπῳ, δίκαια δὲ πράττειν οὐ συμφέρει, ὅτι οὐδὲν ἄλλο φησὶν ἢ λυσιτελεῖν αὐτῷ τὸ παντοδαπὸν θηρίον εὐωχοῦντι ποιεῖν ἰσχυρὸν καὶ τὸν λέοντα καὶ τὰ περὶ τὸν λέοντα, τὸν [589a] δὲ ἄνθρωπον λιμοκτονεῖν καὶ ποιεῖν ἀσθενῆ, ὥστε ἕλκεσθαι ὅπῃ ἂν ἐκείνων ὁπότερον ἄγῃ, καὶ μηδὲν ἕτερον ἑτέρῳ συνεθίζειν μηδὲ φίλον ποιεῖν, ἀλλ᾽ ἐᾶν αὐτὰ ἐν αὑτοῖς δάκνεσθαί τε καὶ μαχόμενα ἐσθίειν ἄλληλα.
Παντάπασι γάρ, ἔφη, ταῦτ᾽ ἂν λέγοι ὁ τὸ ἀδικεῖν ἐπαινῶν.
Οὐκοῦν αὖ ὁ τὰ δίκαια λέγων λυσιτελεῖν φαίη ἂν δεῖν ταῦτα πράττειν καὶ ταῦτα λέγειν, ὅθεν τοῦ ἀνθρώπου ὁ ἐντὸς [589b] ἄνθρωπος ἔσται ἐγκρατέστατος, καὶ τοῦ πολυκεφάλου θρέμματος ἐπιμελήσεται ὥσπερ γεωργός, τὰ μὲν ἥμερα τρέφων καὶ τιθασεύων, τὰ δὲ ἄγρια ἀποκωλύων φύεσθαι, σύμμαχον ποιησάμενος τὴν τοῦ λέοντος φύσιν, καὶ κοινῇ πάντων κηδόμενος, φίλα ποιησάμενος ἀλλήλοις τε καὶ αὑτῷ, οὕτω θρέψει;
Κομιδῇ γὰρ αὖ λέγει ταῦτα ὁ τὸ δίκαιον ἐπαινῶν.
Κατὰ πάντα τρόπον δὴ ὁ μὲν τὰ δίκαια ἐγκωμιάζων [589c] ἀληθῆ ἂν λέγοι, ὁ δὲ τὰ ἄδικα ψεύδοιτο. πρός τε γὰρ ἡδονὴν καὶ πρὸς εὐδοξίαν καὶ ὠφελίαν σκοπουμένῳ ὁ μὲν ἐπαινέτης τοῦ δικαίου ἀληθεύει, ὁ δὲ ψέκτης οὐδὲν ὑγιὲς οὐδ᾽ εἰδὼς ψέγει ὅτι ψέγει.
Οὔ μοι δοκεῖ, ἦ δ᾽ ὅς, οὐδαμῇ γε.
Πείθωμεν τοίνυν αὐτὸν πρᾴως —οὐ γὰρ ἑκὼν ἁμαρτάνει— ἐρωτῶντες· Ὦ μακάριε, οὐ καὶ τὰ καλὰ καὶ αἰσχρὰ νόμιμα διὰ τὰ τοιαῦτ᾽ ἂν φαῖμεν γεγονέναι· τὰ μὲν καλὰ τὰ ὑπὸ [589d] τῷ ἀνθρώπῳ, μᾶλλον δὲ ἴσως τὰ ὑπὸ τῷ θείῳ τὰ θηριώδη ποιοῦντα τῆς φύσεως, αἰσχρὰ δὲ τὰ ὑπὸ τῷ ἀγρίῳ τὸ ἥμερον δουλούμενα; συμφήσει· ἢ πῶς;
Ἐάν μοι, ἔφη, πείθηται.
Ἔστιν οὖν, εἶπον, ὅτῳ λυσιτελεῖ ἐκ τούτου τοῦ λόγου χρυσίον λαμβάνειν ἀδίκως, εἴπερ τοιόνδε τι γίγνεται, λαμβάνων τὸ χρυσίον ἅμα καταδουλοῦται τὸ βέλτιστον ἑαυτοῦ [589e] τῷ μοχθηροτάτῳ; ἢ εἰ μὲν λαβὼν χρυσίον ὑὸν ἢ θυγατέρα ἐδουλοῦτο, καὶ ταῦτ᾽ εἰς ἀγρίων τε καὶ κακῶν ἀνδρῶν, οὐκ ἂν αὐτῷ ἐλυσιτέλει οὐδ᾽ ἂν πάμπολυ ἐπὶ τούτῳ λαμβάνειν, εἰ δὲ τὸ ἑαυτοῦ θειότατον ὑπὸ τῷ ἀθεωτάτῳ τε καὶ μιαρωτάτῳ δουλοῦται καὶ μηδὲν ἐλεεῖ, οὐκ ἄρα ἄθλιός ἐστι καὶ πολὺ [590a] ἐπὶ δεινοτέρῳ ὀλέθρῳ χρυσὸν δωροδοκεῖ ἢ Ἐριφύλη ἐπὶ τῇ τοῦ ἀνδρὸς ψυχῇ τὸν ὅρμον δεξαμένη;
Πολὺ μέντοι, ἦ δ᾽ ὃς ὁ Γλαύκων· ἐγὼ γάρ σοι ὑπὲρ ἐκείνου ἀποκρινοῦμαι.
Οὐκοῦν καὶ τὸ ἀκολασταίνειν οἴει διὰ τοιαῦτα πάλαι ψέγεσθαι, ὅτι ἀνίεται ἐν τῷ τοιούτῳ τὸ δεινόν, τὸ μέγα ἐκεῖνο καὶ πολυειδὲς θρέμμα, πέρα τοῦ δέοντος;
Δῆλον, ἔφη.
Ἡ δ᾽ αὐθάδεια καὶ δυσκολία ψέγεται οὐχ ὅταν τὸ λεοντῶδές [590b] τε καὶ ὀφεῶδες αὔξηται καὶ συντείνηται ἀναρμόστως;
Πάνυ μὲν οὖν.
Τρυφὴ δὲ καὶ μαλθακία οὐκ ἐπὶ τῇ αὐτοῦ τούτου χαλάσει τε καὶ ἀνέσει ψέγεται, ὅταν ἐν αὐτῷ δειλίαν ἐμποιῇ;
Τί μήν;
Κολακεία δὲ καὶ ἀνελευθερία οὐχ ὅταν τις τὸ αὐτὸ τοῦτο, τὸ θυμοειδές, ὑπὸ τῷ ὀχλώδει θηρίῳ ποιῇ καὶ ἕνεκα χρημάτων καὶ τῆς ἐκείνου ἀπληστίας προπηλακιζόμενον ἐθίζῃ ἐκ νέου ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι;
[590c] Καὶ μάλα, ἔφη.
Βαναυσία δὲ καὶ χειροτεχνία διὰ τί οἴει ὄνειδος φέρει; ἢ δι᾽ ἄλλο τι φήσομεν ἢ ὅταν τις ἀσθενὲς φύσει ἔχῃ τὸ τοῦ βελτίστου εἶδος, ὥστε μὴ ἂν δύνασθαι ἄρχειν τῶν ἐν αὑτῷ θρεμμάτων, ἀλλὰ θεραπεύειν ἐκεῖνα, καὶ τὰ θωπεύματα αὐτῶν μόνον δύνηται μανθάνειν;
Ἔοικεν, ἔφη.
Οὐκοῦν ἵνα καὶ ὁ τοιοῦτος ὑπὸ ὁμοίου ἄρχηται οἵουπερ ὁ βέλτιστος, δοῦλον αὐτόν φαμεν δεῖν εἶναι ἐκείνου τοῦ βελτίστου [590d] καὶ ἔχοντος ἐν αὑτῷ τὸ θεῖον ἄρχον, οὐκ ἐπὶ βλάβῃ τῇ τοῦ δούλου οἰόμενοι δεῖν ἄρχεσθαι αὐτόν, ὥσπερ Θρασύμαχος ᾤετο τοὺς ἀρχομένους, ἀλλ᾽ ὡς ἄμεινον ὂν παντὶ ὑπὸ θείου καὶ φρονίμου ἄρχεσθαι, μάλιστα μὲν οἰκεῖον ἔχοντος ἐν αὑτῷ, εἰ δὲ μή, ἔξωθεν ἐφεστῶτος, ἵνα εἰς δύναμιν πάντες ὅμοιοι ὦμεν καὶ φίλοι, τῷ αὐτῷ κυβερνώμενοι;
Καὶ ὀρθῶς γ᾽, ἔφη.

***
Τελικό συμπέρασμα: η δικαιοσύνη ωφελεί και η αδικία βλάπτει
[588b] Έστω λοιπόν· και αφού φτάσαμε τώρα εδώ, ας επαναλάβομε εκείνα που είπαμε στην αρχή αρχή και που έδωσαν αφορμή σ᾽ αυτή τη συζήτηση. Ειπώθηκε τότε, νομίζω, ότι η αδικία ωφελεί τον τελείως άδικο, φτάνει να περνά για δίκαιος· ή δεν ειπώθηκε τούτο;
Μάλιστα.
Ας το εξετάσομε λοιπόν και αυτό, τώρα που μείναμε σύμφωνοι για τα αποτελέσματα που έχουν απάνω στην ψυχή τα άδικα έργα και τα δίκαια.
Πώς;
Ας πλάσομε με τη φαντασία μιαν εικόνα της ψυχής, για να ιδεί τί έλεγε εκείνος που το υποστήριζε αυτό.
[588c] Τί είδους εικόνα;
Μιαν εικόνα κατά το είδος της Χίμαιρας και της Σκύλλας και του Κέρβερου και των άλλων μυθολογούμενων τεράτων που τα παρασταίνουν ν᾽ αποτελούνται από πολλές μορφές ενωμένες.
Έτσι μυθολογούνται.
Φτιάξε λοιπόν εν πρώτοις ένα είδος θηρίου πολύμορφου και πολυκέφαλου, που γύρω του να έχει κεφάλια, άλλα ήμερων ζώων και άλλα άγριων, που να μπορεί να τα παράγει μόνο του και να τα μεταβάλλει κατά τη θέλησή του.
[588d] Χρειάζεται πολύ επιτήδειος τεχνίτης γι᾽ αυτό το έργο· αφού όμως είναι πολύ ευκολότερο να κατασκευάζει κανείς με τον λόγο παρά με το κερί, ας υποθέσομε ότι το πλάσαμε το τέρας σου.
Φτιάξε τώρα και μιαν εικόνα λιονταριού και μιαν ανθρώπου· αλλά να είναι πολύ μεγαλύτερη η πρώτη εικόνα από τις δύο άλλες και η δεύτερη μεγαλύτερη από την τελευταία.
Αυτά είναι ευκολότερα και έγιναν κιόλας.
Ένωσε τώρα αυτές τις τρεις εικόνες, ώστε να συνδεθούν καλά και να αποτελέσουν ένα όλον.
Έτοιμο και αυτό.
Να το ντύσεις τώρα όλο αυτό γύρω με την εικόνα ενός ανθρώπου, έτσι ώστε ένας που δεν μπορεί να ιδεί τί έχει μέσα του, αλλά [588e] βλέπει μόνο το εξωτερικό περίβλημα, να του φαίνεται πως είναι απλώς ένα ζωντανό ον, άνθρωπος.
Έγινε κι αυτό.
Ας πούμε τώρα σ᾽ εκείνον που υποστηρίζει ότι η αδικία ωφελεί τούτο τον άνθρωπο και η δικαιοσύνη δεν τον συμφέρει ότι είναι το ίδιο να υποστηρίζει πως τον συμφέρει να καλοθρέφει το πολυκέφαλο θηρίο και να τρανεύει το λιοντάρι και τα γύρω από το λιοντάρι, τον [589a] άνθρωπο όμως να τον αφήνει να πεθαίνει από την πείνα και ν᾽ αδυνατίζει, έτσι ώστε να σέρνεται όπου τον τραβούν τα άλλα δύο θηρία, και ούτε καν να τα εξοικειώνει κι αυτά μεταξύ τους για να ζουν αγαπημένα, αλλά να τ᾽ αφήνει να μαλώνουν και να δαγκάνουνται και να τρώγουνται.
Ακριβώς αυτά λέγει εκείνος που επαινεί την αδικία.
Ενώ απεναντίας αυτός που υποστηρίζει ότι η δικαιοσύνη ωφελεί δεν λέγει ότι πρέπει όλα τα έργα μας και όλα τα λόγια μας να τείνουν [589b] στο να κάνουν επικρατέστερο τον εσωτερικό άνθρωπο και ότι πρέπει να φροντίζομε και το πολυκέφαλο θηρίο σαν τον έμπειρο γεωργό, τρέφοντας και δαμάζοντας τα ήμερα αλλά εμποδίζοντας τα άγρια να φυτρώνουν, και παίρνοντας σύμμαχο το λιοντάρι να νοιαζόμαστε για όλα από κοινού, να τα κάνομε δηλαδή να ζουν και μεταξύ τους και με μας τους ίδιους μονοιασμένα και έτσι να τα τρέφομε;
Μάλιστα, αυτό λέγει εκείνος που επαινεί τη δικαιοσύνη.
Ώστε οπωσδήποτε εκείνος που εγκωμιάζει τη δικαιοσύνη [589c] λέγει την αλήθεια και ψεύδεται εκείνος που επαινεί την αδικία· γιατί πραγματικά, είτε προς την ηδονή. είτε προς τη δόξα είτε προς την ωφέλεια αποβλέψομε, ο επαινέτης της δικαιοσύνης αληθεύει, ενώ ο κατήγορός της δεν λέγει τίποτα σωστό, ούτε καν ξέρει εκείνο που κατηγορεί.
Πραγματικά μου φαίνεται πως δεν το ξέρει.
Ας προσπαθήσομε όμως με πραότητα να τον βγάλομε από την πλάνη του, αφού βέβαια αυτή δεν είναι θεληματική, ρωτώντας τον ως εξής: Ευλογημένε, απάνω σε ποιά βάση έχει καθιερωθεί η διάκριση μεταξύ του καλού και του αισχρού; τα καλά [589d] δεν είναι εκείνα που υποτάζουν το θηριώδες μέρος της φύσεώς μας στο ανθρώπινο ή μάλλον στο θείο, και αισχρά εκείνα που υποδουλώνουν το ήμερο στο άγριο και θηριώδες; Τί λες, θα συμφωνήσει;
Αν θέλει να με ακούσει, ναι.
Έπειτ᾽ απ᾽ αυτό τον λόγο μπορεί ποτέ να είναι ωφέλιμο σε κανέναν να πάρει χρήματα αδίκως, εάν πρόκειται με τα χρήματα που θα πάρει να υποδουλώσει το καλύτερο μέρος του εαυτού του [589e] στο ελεεινότερο; Σκέψου δα! αν επρόκειτο παίρνοντας χρήματα να πουλήσει δούλο τον γιο του ή την κόρη του, και μάλιστα σε ανθρώπους άγριους και κακούς, δεν θα τον εσύμφερε βέβαια το πράγμα, ακόμη κι αν έπαιρνε τους μεγαλύτερους θησαυρούς· όταν δε χωρίς να λυπάται υποδουλώνει το θειότατο μέρος του εαυτού του στο αθεότατο και μιαρότατο, δεν είναι πραγματικά άθλιος, και [590a] το χρυσάφι που δέχεται απέναντι, δεν είναι αντάλλαγμα φοβερότερης καταστροφής από κείνην που προκάλεσε η Εριφύλη, όταν για ένα χρυσό περιδέραιο πούλησε τη ζωή του συζύγου της;
Πολύ φοβερότερης βέβαια, θα σου αποκριθώ εγώ εκ μέρους του.
Για ποιόν λόγο, σε παρακαλώ, καταδικάσθηκε ανέκαθεν ο ακόλαστος βίος, παρά γιατί η ακολασία αφήνει αχαλίνωτο εκείνο το φοβερό και μεγάλο και πολυκέφαλο τέρας πέρα απ᾽ όσο πρέπει;
Φανερό.
Και γιατί καταδικάζουν την αυθαιρεσία και τη δυστροπία, παρά γιατί [590b] αναπτύσσουν και δυναμώνουν έξω από το ταιριαστό μέτρο τη φύση του λιονταριού και του φιδιού μέσα στον άνθρωπο;
Βεβαιότατα.
Και δεν κατηγορούν την τρυφηλή και μαλθακή ζωή, επειδή χαλαρώνει και εκφυλίζει αυτή την ίδια φύση, όταν την κάνει δειλή;
Πώς όχι;
Γιατί ακόμη ψέγουν την κολακεία και την ανελευθερία παρά γιατί υποδουλώνουν αυτό το ίδιο, το θυμοειδές, σ᾽ εκείνο το ενοχλητικό θηρίο και γιατί το συνηθίζουν από τη νεαρή του ηλικία, έτσι καθώς εξευτελίζεται για ν᾽ αποκτήσει χρήματα και για να ικανοποιήσει την απληστία του θηρίου, να γίνεται αντί λιοντάρι πίθηκος;
[590c] Βεβαιότατα.
Και για ποιόν λόγο νομίζεις ότι δεν έχουν καμιάν υπόληψη τα βάναυσα επαγγέλματα και οι χειρωνακτικές εργασίες; όχι επειδή εκείνοι που ασχολούνται μ᾽ αυτές έχουν εκ φύσεως τόσο αδύνατο το άριστο μέρος της ψυχής, το λογικό, ώστε μη μπορώντας να κυβερνήσουν τα θηρία εκείνα που είναι μέσα τους αναγκάζονται να τα περιποιούνται, και δεν είναι σε θέση τίποτ᾽ άλλο να μάθουν παρά πώς να τα χαϊδεύουν;
Έτσι φαίνεται.
Λοιπόν για να έχει ο τέτοιος άνθρωπος άρχοντα όμοιο μ᾽ εκείνον από τον οποίο εξουσιάζεται ο τέλειος άνθρωπος, δεν πρέπει να είναι υπήκοος εκείνου του τέλειου, [590d] που και αυτός έχει μέσα του άρχοντα το θείον, χωρίς βέβαια να νομίζομε ότι η υποταγή αυτή θα είναι προς ζημία του υπηκόου, καθώς ισχυριζόταν ο Θρασύμαχος γενικά για τους υπηκόους, αλλά επειδή είναι για κάθε άνθρωπο συμφερότερο να κυβερνάται από άρχοντα θείο και σοφό, είτε τον έχει μέσα του και είναι δικός του (πράγμα που θα ήταν το καλύτερο), είτε του επιβάλλεται απέξω, για να γίνομε όσο το δυνατόν όλοι όμοιοι μεταξύ μας και φίλοι, αφού θα μας εξουσιάζει ο ίδιος άρχοντας;
Και πολύ σωστά.