Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

ΑΡΧΑΪΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, ΠΙΝΔΑΡΟΣ - •Πυθιονίκαις III - Ἱέρωνι Συρακοσίῳ (3.24-3.46)

ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν [στρ. β]
25 καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος· ἐλθόν-
τος γὰρ εὐνάσθη ξένου
λέκτροισιν ἀπ᾽ Ἀρκαδίας.
οὐδ᾽ ἔλαθε σκοπόν· ἐν δ᾽ ἄρα μηλοδόκῳ
Πυθῶνι τόσσαις ἄϊεν ναοῦ βασιλεύς
Λοξίας, κοινᾶνι παρ᾽ εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών,
πάντα ἰσάντι νόῳ·
ψευδέων δ᾽ οὐχ ἅπτεται, κλέπτει τέ μιν
30 οὐ θεὸς οὐ βροτὸς ἔργοις οὔτε βουλαῖς.

καὶ τότε γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα [αντ. β]
ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον, πέμ-
ψεν κασιγνήταν μένει
θυίοισαν ἀμαιμακέτῳ
ἐς Λακέρειαν, ἐπεὶ παρὰ Βοιβιάδος
κρημνοῖσιν ᾤκει παρθένος· δαίμων δ᾽ ἕτερος
35 ἐς κακὸν τρέψαις ἐδαμάσσατό νιν, καὶ γειτόνων
πολλοὶ ἐπαῦρον, ἁμᾶ
δ᾽ ἔφθαρεν· πολλὰν δ᾽ {ἐν} ὄρει πῦρ ἐξ ἑνός
σπέρματος ἐνθορὸν ἀΐστωσεν ὕλαν.

ἀλλ᾽ ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ [επωδ. β]
σύγγονοι κούραν, σέλας δ᾽ ἀμφέδραμεν
40 λάβρον Ἁφαίστου, τότ᾽ ἔειπεν Ἀπόλλων· «Οὐκέτι
τλάσομαι ψυχᾷ γένος ἁμὸν ὀλέσσαι
οἰκτροτάτῳ θανάτῳ ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳ.»
ὣς φάτο· βάματι δ᾽ ἐν πρώτῳ κιχὼν παῖδ᾽ ἐκ νεκροῦ
ἅρπασε· καιομένα δ᾽ αὐτῷ διέφαινε πυρά.
45 καί ῥά νιν Μάγνητι φέρων πόρε Κενταύρῳ διδάξαι
πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους.

***
Σε τέτοια μεγάλη συφορά έριξε την ωριόπεπλη το πάθος Κορωνίδα. [στρ. β]
Ήρθ᾽ ένας ξένος από την Αρκαδία,κι αυτή πήγε και πλάγιασε μαζί του.Αλλά δεν ξέφυγε το βλέμμα του θεού· μες στην Πυθώνατην πλούσια σε θυσίες το ᾽νιωσε του ναού ο βασιλιάς, ο Λοξίας,τη γνώμη του στηρίζοντας σε σύμβουλο αλάθευτο,στον παντογνώστη νου του·από ψευτιές δεν ξέρει αυτός, και δεν μπορεί κανείς να τον γελάσει,30μήτε θεός μήτε θνητός με λογισμό ή μ᾽ έργα.
Τότε λοιπόν, σαν είδε τον δεσμό μ᾽ έναν ξένο, τον γιο του Έλατου, [αντ. β]τον Ίσχη, και τον αθέμιτο τον δόλο, στέλνει την αδερφή τουπου ᾽βραζε από ακράτητο θυμό στη Λακέρεια(στης Βοιβηίδας τις απόκρημνες όχτεςζούσε η κόρη), και τότε γύρισε προς το κακό η τύχη35και την αφάνισε· και γείτονες πολλοί το ίδιο βρήκαν τέλοςκαι χάθηκαν μαζί της. Γιατί συχνά μες στα βουνάμια μόνο σπίθα φτάνει να πεταχτείκι ολόκληρο το δάσος ν᾽ αφανίσει.
Ωστόσο, όταν οι συγγενείς την κόρη απιθώσαν πάνω [επωδ. β]στον ξύλινο σωρόκαι λάβρες την εκύκλωσαν οι φλόγες του Ηφαίστου,40τότε ο Απόλλων φώναξε: «Δεν το βαστάει η καρδιά μουμε τέτοιο θάνατο φριχτό ν᾽ αφήσω γόνο να χαθεί δικό μουμαζί με τη βαριά της μάνας τιμωρία».Έτσι είπε ο θεός και, κάνοντας ένα μονάχα βήμα,άρπαξε το παιδί απ᾽ τη νεκρή, δρόμο ανοίγονταςανάμεσα στις φλόγες που φουντώναν.45Και, αφού το πήρε, στη Μαγνησία το πήγεκαι το παράδωσε στον Κένταυρο για να του μάθεινα γιαίνει των πολύπαθων ανθρώπων τις αρρώστιες.

Η αριστοτελική αντίληψη της ρητορικής

Ο Πλάτων στον Γοργία επιτέθηκε με σφοδρότητα εναντίον της ρητορικής τέχνης της εποχής του, υποστηρίζοντας ότι δεν πρόκειται για πραγματική τέχνη: αυτό που παρέχει είναι μια κάποια δεξιότητα στην κολακεία του ακροατηρίου. Επειδή δεν κατευθύνεται -όπως άλλες τέχνες- σε κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο, δεν μπορεί να προσφέρει στους ακροατές της γνώση, παρά μόνο απόψεις και εντυπώσεις. Ένας τέτοιος στόχος έχει τελικά νόημα, μόνο αν, στο πλαίσιο ενός ανήθικου τρόπου ζωής, θέλουμε να χειραγωγήσουμε τους ακροατές μας προς διασφάλιση του προσωπικού μας συμφέροντος.
 
Για τον Αριστοτέλη η ρητορική δεν συνιστά ουσιαστικά παρά έναν τρόπο εφαρμογής της διαλεκτικής. Ο Αριστοτέλης συμμερίζεται απόλυτα την απορριπτική στάση του Πλάτωνα απέναντι στην παραδοσιακή ρητορική· στο 1ο κεφάλαιο του 1ου βιβλίου της Ρητορικής επικρίνει τα υπάρχοντα ρητορικά εγχειρίδια, επειδή ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με ζητήματα όπως το πρέπει να εισάγουμε και να κλείνουμε έναν λόγο, ή το πώς, μέσω συκοφάντησης και διέγερσης έντονων συναισθημάτων, μπορούμε να προκαλούμε σύγχυση στους δικαστές και να θολώνουμε την κρίση τους. Αυτή η κριτική για την κατάσταση της ρητορικής τέχνης δεν πρέπει όμως να μας οδηγήσει στο σημείο να εγκαταλείψουμε τον χώρο του δημόσιου λόγου στους παραδοσιακούς ρήτορες. Επειδή οι λόγοι στο δικαστήριο, στην εκκλησία του δήμου και σε εορταστικές εκδηλώσεις ασκούν, ιδίως μέσα σε ένα δημοκρατικό περιβάλλον, σημαντική επίδραση και συμβάλλουν στην εξασφάλιση της ευημερίας της πόλης, όποιος ενδιαφέρεται για το καλό της πόλης πρέπει να φροντίζει ώστε οι επηρεαζόμενες από λόγους δημόσιες διαδικασίες λήψης αποφάσεων να εξελίσσονται βάση κάποιας ορθολογικότητας, ή τουλάχιστον να διασφαλίζεται σε αυτές η επιρροή των σκεπτόμενων δυνάμεων της πόλης, που προσανατολίζονται στο κοινό καλό.
     
Μπορούμε να πλησιάσουμε αυτόν τον στόχο μέσω μιας ρητορική τεχνικής η οποία διατηρεί μεν τη ρητορική επίδραση, επιτρέποντας να πείθουμε όπως οι επικρινόμενες ρητορικές τέχνες, πετυχαίνει όμως αυτήν την πειθώ όχι με σύγχυση και αντιπερισπασμό αλλά με αντικειμενική πραγμάτευση των σχετικών με την περίπτωση ζητημάτων. Ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι έχει ανακαλύψει μια τέτοια τεχνική συλλαμβάνοντας μια ρητορική που έχει αντικειμενικό προσανατολισμό, επιχειρηματολογεί και ευθυγραμμίζεται προς τη διαλεκτική. Θεμελιώδης είναι η ιδέα ότι πειθόμαστε, όταν πιστεύουμε ότι κάτι έχει αποδειχτεί (Ρητορική 1355a 5 κ.ε.). Αν αυτό ισχύει, η ρητορική μπορεί να αναδειχθεί ως κλάδος που είναι σε θέση να ανακαλύπτει για κάθε δεδομένο αντικείμενο τη δυνατότητα παραγωγής πειθούς. Επιπλέον, σύμφωνα με αυτήν τη βασική αρχή, το σημαντικότερο μέσο πειθούς συνίσταται στη διατύπωση αποδείξεων για εκείνα τα ζητήματα για τα οποία θέλουμε να πείσουμε τους ακροατές μας. Μια απόδειξη όμως είναι για τον Αριστοτέλη πάντα ένα είδος παραγωγής (συλλογισμού)∙ αντίθετα προς την επιστημονική απόδειξη, η ρητορική απόδειξη δεν εκκινεί από τις ανώτατες και αληθείς αρχές ενός γνωστικού χώρου, αλλά επιχειρεί να στηριχθεί σε προκείμενες ήδη αναγνωρισμένες από τους ακροατές.
 
Η βασική σκέψη στη θεωρία της ρητορικής απόδειξης είναι η εξής: Μπορούμε να πείσουμε τους ακροατές μας για μια υπόθεση Β, αν δείξουμε ότι η υπόθεση Β συνάγεται από μια άλλη υπόθεση Α, για την οποία ο ακροατής είναι ήδη πεπεισμένος· επομένως, η ρητορική απόδειξη συνηθίζει να ξεκινά από υπάρχουσες πεποιθήσεις των ακροατών, προκειμένου να συνάγει εκείνες τις αποφάνσεις για τις οποίες θέλει να πείσει. Γι’ αυτόν τον λόγο, μια ρητορική των επιχειρημάτων έχει ανάγκη τη διαλεκτική ικανότητα, που σχετίζεται πρώτον με παραγωγές και δεύτερον με παραγωγές από αναγνωρισμένες απόψεις (γι’ αυτό και η περίφημη εναρκτήρια πρόταση της Ρητορικής υποστηρίζει ότι η ρητορική είναι «το σύστοιχο της διαλεκτικής»).
 
Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί για τη ρητορική απόδειξη τον συνηθισμένο στη ρητορική της εποχής του χαρακτηρισμό «ενθύμημα». Η λέξη παράγεται από το ρήμα ενθυμεισθαι, που σημαίνει «λαμβάνω υπόψη μου», «σταθμίζω», «αναλογίζομαι», «επινοώ». Αντιστοίχως η λέξη ενθύμημα σημαίνει αρχικά «επινόηση», «σκέψη», επίνοια». Σε μια παρερμηνεία της αριστοτελικής θεωρίας του ενθυμήματος, το «ενθύμημα» εκλήφθηκε λίγο αργότερα ως λογικά ατελής συλλογισμός που περιέχει μόνο μια προκείμενη, επειδή η δεύτερη προκείμενη δεν διατυπώνεται από τον ρήτορα. Αφορμή για τούτη την παρανόηση έδωσε ένα χωρίο της Ρητορικής (1357a 7 κ.ε.), όπου ο Αριστοτέλης ο Αριστοτέλης λέει ότι το ενθύμημα έχει συχνά λίγες ή λιγότερες προκείμενες από άλλους "συλλογισμούς". Πέρα από το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης δεν θα εισήγε μια παρατήρηση-ορισμό με τη λέξη «συχνά» και ότι αναγνωρίζει και μη ρητορικά συμπεράσματα που είναι ατελή, η προαναφερθείσα παρατήρηση αναφέρεται γενικά παραγωγές και όχι σε συλλογισμούς, με ακριβώς δύο προκείμενες· επομένως, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το ενθύμημα έχει λιγότερες από δύο προκείμενες. Σε μια ρητορική απόδειξη ενώπιον πολυπληθούς ακροατηρίου δεν επιτρέπεται παρόμοια διεξοδικότητα αλλά αυτό δεν συνιστά λογική ατέλεια. Εκείνο που ενδιαφέρει τον Αριστοτέλη στο προκείμενο χωρίο είναι κυρίως η αξίωση τα ενθυμήματα, ει δυνατόν, να μην βασίζονται σε απόμακρες ή πολύ γενικές προκείμενες, επειδή με αυτόν τον τρόπο είτε χάνουν την πειστικότητα τους είτε χρειάζονται μεγάλο αριθμό ενδιάμεσων επιχειρηματολογιών σταδίων, προτού καταλήξουν στο επιθυμητό συμπέρασμα. Πάντως σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για ορισμό του «ενθυμήματος»· το «ενθύμημα» είναι για τον Αριστοτέλη απλώς ένα παραγωγικό επιχείρημα σε ρητορική χρήση.
 
Παρά αυτόν τον θεμελιώδη προσανατολισμό στη διαλεκτική, ο Αριστοτέλης δεν παραβλέπει ότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες επίτευξης πειθούς. Πέραν της ρητορικής απόδειξης, τα δύο άλλα μέσα πειθούς συνίσταται στην πειστική εμφάνιση του ρήτορα και στη διαμόρφωση κατάλληλης συναισθηματικής κατάστασης των ακροατών (πρβ. Ρητορική1356a 15 κ.ε.: «γιατί δεν κρίνουμε με τον ίδιο τρόπο όταν θλιβόμαστε και όταν χαιρόμαστε, ή όταν αγαπάμε και όταν μισούμε»). Επειδή αυτά τα δύο μέσα πειθούς άπτονται του χαρακτήρα, ο ρήτορας δεν αρκεί να είναι ικανός στο πεδίο της διαλεκτικής· γι’ αυτό ο Αριστοτέλης τροποποιεί τη φράση για τη ρητορική ως σύστοιχο της διαλεκτικής και υποστηρίζει τελικά ότι η ρητορική είναι μια παραφυάδα διαλεκτικής και χαρακτηρολογίας (Ρητορική 1356a 26).
 
Πως όμως συμβιβάζεται η εφαρμογή μεθόδων πειθούς που στοχεύουν στα συναισθήματα των ακροατών, με την κριτική που ασκεί ο Αριστοτέλης στις πρακτικές των προγενεστέρων; Για να είμαστε ακριβείς, ο Αριστοτέλης δεν επέκρινε τους προγενέστερους για το ότι πραγματεύονται τη συναισθηματική διέγερση ως μέσο πειθούς αλλά για το ότι ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με αυτήν παραμελώντας τη ρητορική απόδειξη. Στην αριστοτελική αντίληψη της ρητορικής, η οποία επικεντρώνεται στη ρητορική απόδειξη, αποτελώντας ουσιαστικά και η ίδια μια εφαρμογή της διαλεκτικής, αυτό ο κίνδυνος προφανώς δεν ελλοχεύει. Το ζήτημα αφορά επιπλέον, τον τρόπο με τον οποίο ο ρήτορας διεγείρει συναισθήματα. Όταν ασκεί κριτική στους προγενέστερους, ο Αριστοτέλης έχει κατά νου έναν συγκεκριμένο παραδοσιακό τύπο συναισθηματικής διέγερσης, που δεν σχετίζεται με την ουσία των ζητημάτων τα οποία αφορά η ομιλία, αλλά αντιθέτως μας απομακρύνει από αυτά. Έτσι, για παράδειγμα, στα αθηναϊκά δικαστήρια δεν αποτελούσε σπάνιο φαινόμενο οι κατηγορούμενοι να καλούν τις οικογένειες τους που έκλαιγαν, προκειμένου έτσι να εξασφαλίσουν τον οίκτο των δικαστών. Απεναντίας ο Αριστοτέλης, ενόψει της ρητορικής χρήσης των συναισθημάτων, αξιοποιεί το γεγονός ότι τα συναισθήματα εξαρτώνται από συγκεκριμένες απόψεις για τα άλλα πρόσωπα και για τις πράξεις τους. Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία, νιώθουμε φέρ’ ειπείν οργή, όταν είμαστε της γνώμης ότι κάποιος μας φέρθηκε περιφρονητικά, χωρίς να έχει αυτό το δικαίωμα.
 
Στο πλαίσιο μια τέτοιας θεωρίας, όχι μόνο είναι εφικτή μια περισσότερο στοχευμένη συναισθηματική διέγερση από ότι στην παραδοσιακή ρητορική τέχνη, αλλά είναι επίσης δυνατή η πρόκληση συγκεκριμένων συναισθημάτων απλώς με την περιγραφή ή την υπογράμμιση συγκεκριμένων γνωρισμάτων της προκειμένης περίπτωσης. Με αυτόν τον τρόπο, η συναισθηματική διέγερση δεν μας απομακρύνει αναγκαστικά από τη συζητούμενη κατάσταση, ούτε οδηγεί υποχρεωτικά σε άμβλυνση της κριτικής ικανότητας. Έτσι, ένας κατάλληλα εκπαιδευμένος ρήτορας, αντιμέτωπος με την εξοργιστική συμπεριφορά συγκεκριμένων προσώπων, θα μπορούσε να προβάλει τα εξοργιστικά στοιχεία και έτσι να προδιαθέσει τον δικαστή προκειμένου να εκδώσει μια απόφαση που θα φαίνεται και αντικειμενικά δικαιολογημένη.

Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ

Τὸ πι­ὸ χτυ­πη­τὸ γνώ­ρι­σμα τῆς ἀρ­χαί­ας Ἑλ­λά­δας, ἡ βα­θυ­τέ­ρη αἰ­τί­α ὅ­λων τῶν ἐ­πι­τευγ­μά­των της καὶ ὅ­λων τῶν ἀ­δυ­να­μι­ῶν της βρί­σκε­ται στό δι­α­με­λι­σμὸ της σὲ ἄ­πει­ρες πό­λεις πού ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν ἰ­σά­ριθ­μα κρά­τη. Ὅ­λες οἱ ἀν­τι­λή­ψεις οἱ συ­να­φεῖς μὲ ἕ­ναν τέ­τοι­ον κα­τα­κερ­μα­τι­σμὸ ἦ­ταν τό­σο βα­θι­ὰ ρι­ζω­μέ­νες στήν ἑλ­λη­νι­κὴ συ­νεί­δη­ση, πού τὸν 4ο αἰ­ῶ­να τὰ πι­ὸ πε­ρί­σκε­πτα πνεύ­μα­τα θε­ω­ροῦ­σαν τὴν ὕ­παρ­ξη τῆς πό­λης φυ­σι­κὸ φαι­νό­με­νο. Δέν μπο­ροῦ­σαν νὰ φαν­τα­στοῦν ἄλ­λον τρό­πο ὁ­μα­δι­κοῦ βί­ου ἀν­θρώ­πων ἀ­λη­θι­νὰ ἄ­ξι­ων νὰ λέ­γον­ται ἄν­θρω­ποι. Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης ὁ ἴ­δι­ος φτά­νει νὰ θε­ω­ρή­σει τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα αἰ­τί­α, καὶ νὰ ὁ­ρί­σει ὄ­χι τὸν Ἕλ­λη­να, ἀλ­λὰ τὸν ἄν­θρω­πο ὡς πο­λι­τι­κὸν ζῷ­ον. Κα­τὰ τη γνώ­μη του, ὑ­πάρ­χουν δύ­ο εἴ­δη ἀν­θρώ­πων: ἐ­κεῖ­νοι πού λι­μνά­ζουν σὲ ἄ­μορ­φες καὶ ἀ­πο­λί­τι­στες ἀν­θρώ­πι­νες ὁ­μά­δες ἡ σχη­μα­τί­ζουν τε­ρά­στι­α κο­πά­δι­α μέ­σα σὲ μο­ναρ­χί­ες μὲ τε­ρα­τώ­δεις δι­α­στά­σεις, καὶ ἐ­κεῖ­νοι πού συ­νε­ται­ρί­ζον­ται ἁρ­μο­νι­κὰ σχη­μα­τί­ζον­τας πό­λεις· οἱ πρῶ­τοί ἔ­χουν γεν­νη­θεῖ σκλά­βοι, γι­ὰ νὰ ἐ­πι­τρέ­ψουν στοὺς δευ­τέ­ρους νὰ πε­τύ­χουν μί­αν ἀ­νώ­τε­ρη ὀρ­γά­νω­ση.

Οἱ γε­ω­γρα­φι­κὲς συν­θῆ­κες τῆς Ἑλ­λά­δας συ­νέ­βα­λαν πραγ­μα­τι­κὰ στή μόρ­φω­ση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς φυ­σι­ο­γνω­μί­ας της. Κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νη ἀ­πὸ τή συ­νε­χή συ­νάν­τη­ση τῆς θά­λασ­σας καὶ τοῦ βου­νοῦ, πα­ρου­σι­ά­ζει παν­τοῦ στε­νὲς κοι­λά­δες πλαι­σι­ω­μέ­νες μὲ ὑ­ψώ­μα­τα πού μό­νη εὔ­κο­λη δι­έ­ξο­δο τους ἔ­χουν τὶς ἀ­κτές. Σχη­μα­τί­ζον­ται ἔτ­σι ἀ­να­ρίθ­μη­τες μι­κρὲς πε­ρι­ο­χές, πού ἡ κα­θε­μι­ὰ τους γί­νε­ται τὸ φυ­σι­κὸ πλαί­σι­ο μι­ᾶς μι­κρῆς κοι­νω­νί­ας. Ὁ φυ­σι­κὸς κα­τα­κερ­μα­τι­σμὸς κα­θο­ρί­ζει ἡ του­λά­χι­στον εὐ­κο­λύ­νει τὸν πο­λι­τι­κὸ κα­τα­κερ­μα­τι­σμό. Κά­θε δι­α­μέ­ρι­σμα καὶ ξε­χω­ρι­στὸ κρά­τος. Ἂν φαν­τα­στεῖ κα­νείς, μέ­σα σὲ μι­ὰ κλει­στὴ κοι­λά­δα, λι­βά­δι­α κον­τὰ σὲ ρυ­ά­κι­α, δά­ση στις πλα­γι­ές, ἀ­κό­μη ἀ­γρούς, ἀμ­πέ­λι­α καὶ λι­ό­φυ­τα ἀρ­κε­τὰ γι­ὰ νὰ ζή­σουν με­ρι­κὲς δε­κά­δες χι­λι­ά­δες κά­τοι­κοι, σπά­νι­α πά­νω ἀ­πὸ τὶς ἑ­κα­τό, τέ­λος ἕ­να ὕ­ψω­μα πού νὰ μπο­ρεῖ νὰ χρη­σι­μεύ­σει γι­ὰ κα­τα­φύ­γι­ο σὲ πε­ρί­πτω­ση ἐ­πί­θε­σης, καὶ ἕ­να λι­μά­νι γι­ά τις ἐ­ξω­τε­ρι­κὲς ἐ­πα­φές, θὰ σχη­μα­τί­σει τὴν εἰ­κό­να αὐ­τοῦ πού γι­ὰ ἔ­ναν Ἕλ­λη­να ἦ­ταν ἕ­να αὐ­τό­νο­μο καὶ κυ­ρί­αρ­χο κρά­τος.

Δὲν μπο­ροῦ­με νὰ πού­με ὡ­στό­σο ὅ­τι μό­νη αἰ­τί­α γι­ὰ τή δη­μι­ουρ­γί­α τῆς πό­λης ἦ­ταν ἕ­να ἀ­να­πό­φευ­κτο πε­πρω­μέ­νο, ἡ πα­νί­σχυ­ρη ἐ­πί­δρα­ση τῆς γῆς στόν ἄν­θρω­πο. Ἀ­πό­δει­ξη εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης δὲν τὸ σκέφ­τε­ται κάν, ὅ­ταν θε­ω­ρεῖ τὸν ἀν­θρω­πο ὂν «πο­λι­τι­κό». Ἐ­ξάλ­λου στή Μ. Ἀ­σί­α καὶ στὴν Ἰ­τα­λί­α οἱ γε­ω­γρα­φι­κὲς συν­θῆ­κες ἦ­ταν πο­λὺ δι­α­φο­ρε­τι­κὲς ἀ­πὸ τὶς συν­θῆ­κες πού κυ­ρι­αρ­χοῦ­σαν στὴν κυ­ρί­ως Ἑλ­λά­δα: τὰ βου­νὰ ἦ­ταν λι­γό­τε­ρο χα­ώ­δη καὶ πι­ὸ χα­μη­λά, οἱ πε­δι­ά­δες πι­ὸ ἐ­κτε­τα­μέ­νες, οἱ ἐ­πι­κοι­νω­νί­ες πι­ὸ εὔ­κο­λες· κι ὅ­μως οἱ Ἕλ­λη­νες ἐ­πα­νέ­λα­βαν μὲ ἀ­κά­μα­τη ἀ­κρί­βει­α τὸν τύ­πο τοῦ πο­λι­τεύ­μα­τος πού εἶ­χαν δι­α­μορ­φώ­σει στὰ μέ­τρα χω­ρῶν πε­ρισ­σό­τε­ρο τε­μα­χι­σμέ­νων καὶ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νων. Πρέ­πει λοι­πὸν νὰ πα­ρα­δεχ­τοῦ­με ὅ­τι, κα­τὰ τή δι­α­μόρ­φω­ση τῆς πό­λης, μὲ τὴν ἐ­πί­δρα­ση τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τος συν­δυ­ά­στη­καν καὶ οἱ ἱ­στο­ρι­κὲς πε­ρι­στά­σεις.

Αὐ­τές μό­νο ἔ­λα­βαν ὑ­πό­ψη τους κα­τὰ τὴν ἀρ­χαι­ό­τη­τα ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης καὶ κα­τὰ τοὺς νε­ω­τέ­ρους χρό­νους ὁ Fustel de Coulanges.

Σύμ­φω­να μὲ τὸ συγ­γρα­φέ­α τῶν Πο­λι­τι­κῶν, οἱ Ἕλ­λη­νες πέ­ρα­σαν ἀ­πὸ τρί­α στά­δι­α. Ἡ πρώ­τη κοι­νό­τη­τα, πού δι­α­τη­ρεῖ­ται σὲ ὅ­λες τὶς ἐ­πο­χὲς μὲ τὸ νὰ εἶ­ναι φυ­σι­κή, ἔ­χει βά­ση τὸ συ­νε­ται­ρι­σμὸ τοῦ ἄν­τρα καὶ τῆς γυ­ναί­κας, τοῦ κυ­ρί­ου καὶ τοῦ δού­λου, καὶ πε­ρι­λαμ­βά­νει ὅ­λους ἐ­κεί­νους πού τρῶ­νε στὸ ἴ­δι­ο τρα­πέ­ζι καὶ ἀ­να­πνέ­ουν τὸν κα­πνὸ τοῦ ἰ­δί­ου βω­μοῦ: εἶ­ναι ἡ οἰ­κο­γέ­νει­α (οἰ­κί­α). Ἀ­πὸ τὴν οἰ­κο­γέ­νει­α ἀ­να­πτύ­χθη­κε τὸ χω­ρι­ὸ (ἡ κώ­μη): αὐ­τοὶ πού τὸ κα­τοι­κοῦν, παι­δι­ὰ καὶ ἐγ­γό­νι­α τῆς ἀρ­χι­κῆς οἰ­κο­γέ­νει­ας, ὑ­πα­κού­ουν σ’ ἕ­να βα­σι­λέ­α, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­σκεῖ μέ­σα στή με­γα­λω­μέ­νη οἰ­κο­γέ­νει­α ὅ­λες τὶς ἐ­ξου­σι­ες πού ἀ­νή­κουν στὸν πι­ὸ ἠ­λι­κι­ω­μέ­νο τῆς πρω­τό­γο­νης οἰ­κο­γέ­νει­ας. Τέ­λος μὲ τὸ συ­νε­ται­ρι­σμὸ ἀρ­κε­τῶν χω­ρι­ῶν σχη­μα­τί­ζε­ται τὸ ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νο κρά­τος, ἡ τέ­λει­α κοι­νω­νί­α, ἡ πό­λη. Γεν­νη­μέ­νη ἀ­πὸ τὴν ἀ­νάγ­κη τῶν ἀν­θρώ­πων νὰ ζή­σουν καί, ἐ­πι­βι­ώ­νον­τας, ἀ­πὸ τὴν ἀ­νάγ­κη τους νὰ ζή­σουν κα­λά, ἡ πό­λη ὑ­πάρ­χει καὶ δι­α­τη­ρεῖ­ται μό­νο ὅ­ταν εἶ­ναι αὐ­τάρ­κης. Ἡ πό­λη εἶ­ναι λοι­πὸν ἕ­να φυ­σι­κὸ γε­γο­νός, ὅ­πως καὶ οἱ προ­γε­νέ­στε­ροι συ­νε­ται­ρι­σμοὶ τῶν ὁ­ποί­ων εἶ­ναι κα­τα­λή­ξη. Νὰ λοι­πὸν γι­α­τὶ ὁ ἄν­θρω­πος, ὁ ὁ­ποῖ­ος μό­νο μέ­σα στὴν οἰ­κο­γέ­νει­α μπο­ρεῖ νὰ ἀρ-χί­σει νὰ ἀ­να­πτύσ­σε­ται, δὲν μπο­ρεῖ νὰ φτά­σει στὴν ὁ­λο­κλη­ρω­σή του πα­ρὰ μό­νο μέ­σα στὴν πό­λη, καὶ ἑ­πο­μέ­νως εἶ­ναι «ὂν πο­λι­τι­κό».

Σὲ ἀ­νά­λο­γα συμ­πε­ρά­σμα­τα, ἐ­κτός ἀ­πὸ με­ρι­κὲς λε­πτο­μέ­ρει­ες, ἔφ­τα­σε στίς μέ­ρες μας ὁ συγ­γρα­φέ­ας τῆς Cite antique κά­νον­τας πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη χρή­ση τῆς συγ­κρι­τι­κῆς με­θό­δου. Αὐ­τὸς ἀ­να­ζή­τη­σε τὴν ἐ­ξή­γη­ση τῶν θε­σμῶν στίς πρω­τό­γο­νες πί­στεις, στή λα­τρεί­α τῶν νε­κρῶν καὶ στὴν ἱ­ε­ρὴ φω­τι­ά, κον­το­λο­γὶς στὴν οἰ­κο­γε­νει­α­κὴ λα­τρεί­α. Αὐ­τή ἦ­ταν ἡ ἀρ­χή πά­νω στὴν ὁ­ποί­α συγ­κρο­τή­θη­κε ἡ οἰ­κο­γέ­νει­α μὲ τὴν εὐ­ρύ­τε­ρή της ἔν­νοι­α, δη­λα­δὴ τὸ ἑλ­λη­νι­κο γέ­νος καὶ ἡ ρω­μα­ϊ­κὴ gens. Ἡ ὑ­πο­χρέ­ω­ση πού αἰ­σθά­νον­ται οἱ ἄν­θρω­ποι νὰ τι­μοῦν τὸν κοι­νὸ πρό­γο­νο τοὺς κά­νει νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κουν τή συ­νέ­χει­α τῆς οἰ­κο­γέ­νει­ας· ἀ­πὸ αὐ­τὴν πη­γά­ζει ἡ οὐ­σί­α τῶν κα­νό­νων τοῦ γά­μου, τοῦ δι­καί­ου τῆς ἰ­δι­ο­κτη­σί­ας, τοῦ κλη­ρο­νο­μι­κοὺ δι­καί­ου τῆς δι­α­δο­χῆς, καὶ ἀ­πορ­ρέ­ει ἡ ἀ­πό­λυ­τη ἐ­ξου­σί­α τοῦ οἰ­κο­γε­νει­άρ­χη, πού εἶ­ναι ὁ με­γα­λύ­τε­ρος ἀ­πὸ τοὺς πλη­σι­ε­στέ­ρους κα­τευ­θεί­αν ἀ­πο­γό­νους τοῦ θε­ϊ­κοΰ προ­γό­νου· σὲ αὐ­τὴν βα­σί­ζε­ται ἡ ἠ­θι­κή. Ἀ­νάγ­κες οἰ­κο­νο­μι­κὲς καὶ στρα­τι­ω­τι­κὲς ὑ­πο­χρέ­ω­σαν δι­α­δο­χι­κά τις οἰ­κο­γέ­νει­ες νὰ ἐ­νω­θοῦν σὲ φρα­τρί­ες, καὶ οἱ φρα­τρί­ες σὲ φυ­λές, τέ­λος οἱ φυ­λὲς σὲ πό­λη. Ἡ θρη­σκεί­α ἀ­κο­λου­θεῖ κα­τ’ ἀ­νάγ­κην τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ἀν­θρω­πί­νης κοι­νω­νί­ας· οἱ θέ­οι πού βγή­καν ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πλαί­σι­ο τῆς οἰ­κο­γέ­νει­ας δὲν δι­α­φέ­ρουν ἀ­πὸ τοὺς οἰ­κο­γε­νει­α­κοὺς θε­οὺς πα­ρὰ μό­νο κα­τὰ τή δι­ά­δο­ση τῆς λα­τρεί­ας τους. Ὑ­πῆρ­ξε μι­ὰ δη­μό­σι­α ἑ­στί­α. Ὑ­πῆρ­ξε μί­α θρη­σκεί­α τῆς πό­λης, πού δι­α­πό­τι­σε ὅ­λους τοὺς θε­σμούς. Ὁ βα­σι­λέ­ας ἦ­ταν πρὶν ἀ­π’ ὅ­λα ἀρ­χι­ε­ρέ­ας, καὶ οἱ ἀρ­χές πού δι­α­δέχ­τη­καν τή βα­σι­λεί­α ἦ­ταν στὴν οὐ­σί­α τους ἱ­ε­ρο­σύ­νες: ἡ πο­λι­τι­κὴ ἐ­ξου­σί­α πη­γά­ζει ἀ­πὸ ἕ­να ἱ­ε­ρὸ λει­τούρ­γη­μα. Τὶ εἶ­ναι ὁ νό­μος; Μι­ὰ θεί­α ἐν­το­λή. Τί εἶ­ναι ὁ πα­τρι­ω­τι­σμός; Εὐ­σέ­βει­α ὅ­λων τῶν με­λῶν μι­ᾶς κοι­νό­τη­τας. Τί εἶ­ναι ἡ ἐ­ξο­ρί­α; Χω­ρι­σμὸς ἀ­πὸ τή θρη­σκευ­τι­κή κοι­νό­τη­τα. Ἡ θε­ϊ­κὴ ἐ­ξου­σί­α δη­μι­ουρ­γεῖ τὴν παν­το­δυ­να­μί­α τοῦ κρά­τους, καὶ κά­θε δι­εκ­δί­κη­ση γι­ὰ ἀ­το­μι­κή ἐ­λευ­θε­ρί­α δὲν μπο­ρεῖ νὰ νο­η­θεῖ πα­ρὰ σὰν ἐ­πα­νά­στα­ση κα­τὰ τῶν θε­ῶν. Μέ­σα στις πό­λεις πού ἦ­ταν ὀρ­γα­νω­μέ­νες μ’ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο, οἱ ἀρ­χη­γοὶ τῶν γε­νῶν ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν προ­νο­μι­οῦ­χο τά­ξη· ἦ­ταν σὲ θέ­ση νὰ ἀν­τι­στα­θοῦν στοὺς βα­σι­λεῖς, καὶ ἐ­ξου­σί­α­ζαν τοὺς ἀν­θρώ­πους τοῦ λα­οΰ πού εἶ­χαν συγ­κρο­τη­θεῖ γύ­ρω τους ὡς πε­λά­τες, καὶ κυ­ρί­ως τὸν ὄ­χλο τῶν πλη­βεί­ων, πού ἦ­ταν ἀ­πό­γο­νοι ξέ­νων. Μι­ὰ τό­σο ἰ­σχυ­ρὴ δύ­να­μη ἐ­πέ­φε­ρε σει­ρὰ ἐ­πα­να­στα­τι­κῶν με­τα­βο­λῶν. Πρώ­τη ἦ­ταν ἡ με­τα­βο­λὴ πού ἀ­φαι­ρε­σε ἀ­πὸ τὸ βα­σι­λέ­α τὴν πο­λι­τι­κὴ ἐ­ξου­σί­α, ἀ­φή­νον­τάς του τή θρη­σκευ­τι­κη. Ἀλ­λὰ οἱ ἀρ­χη­γοὶ τῆς ἀ­ρι­στο­κρα­τί­ας ἦ­ταν καὶ ἐ­κεῖ­νοι ἀ­λη­θι­νοὶ μο­νάρ­χες, ὁ κα­θέ­νας στὸ γέ­νος του. Μί­α δεύ­τε­ρη ἐ­πα­νά­στα­ση ἄλ­λα­ξε τή σύ­στα­ση τῆς οἰ­κο­γέ­νει­ας, κα­τάρ­γη­σε τὸ προ­νό­μι­ο τῆς πρω­το­το­κί­ας, ἑ­ξα­φά­νι­σε τὴν πε­λα­τεί­α. Μι­ὰ τρί­τη εἰ­σή­γα­γε τὸν ὄ­χλο στὴν πό­λη, ἄλ­λα­ξε τίς ἀρ­χές τοῦ ἰ­δι­ω­τι­κοΰ δι­καί­ου, ἔ­κα­με ὥ­στε νὰ ὑ­πε­ρι­σχύ­σει τὸ δη­μό­σι­ο συμ­φέ­ρον. Πρὸς στιγ­μὴν τὸ προ­νό­μι­ο τῆς πε­ρι­ου­σί­ας πῆ­γε νὰ ὑ­πο­κα­τα­στή­σει τὸ προ­νό­μι­ο τῆς κα­τα­γω­γῆς· χρει­ά­στη­κε μι­ὰ τέ­ταρ­τη ἐ­πα­νά­στα­ση γι­ὰ νὰ ἐ­πι­βά­λει τοὺς νό­μους τῆς δη­μο­κρα­τι­κῆς δι­α­κυ­βέρ­νη­σης. Ἡ πό­λη δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἀ­να­πτυ-χθεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρο· οἱ ἀ­γῶ­νες ἀ­νά­με­σα σὲ πλου­σί­ους καὶ φτω­χοὺς τὴν ὁ­δή­γη­σαν στὴν κα­τα­στρο­φή. Ἡ κρι­τι­κὴ τῶν φι­λο­σό­φων ἄρ­χι­σε νὰ δεί­χνει πό­σο στε­νὸ ἦ­ταν αὐ­τό τὸ πο­λί­τευ­μα· ἡ ρω­μα­ϊ­κὴ κα­τά­κτη­ση ἀ­φαί­ρε­σε κά­θε πο­λι­τι­κὸ χα­ρα­κτῆ­ρα ἀ­πὸ τὴν πό­λη· τέ­λος ὁ χρι­στι­α­νι­σμὸς συ­νέ­βα­λε στὸ θρί­αμ­βο μι­ᾶς κα­θο­λι­κῆς σύλ­λη­ψης τοῦ κό­σμου καὶ με­τέ­βα­λε γι­ὰ πάν­τα καὶ αὐ­τοὺς τοὺς ὅ­ρους κά­θε δι­α­κυ­βέρ­νη­σης.

Δὲν μπο­ρεῖ κα­νεὶς πα­ρὰ νὰ θαυ­μά­σει τή με­γα­λει­ώ­δη σύλ­λη­ψη τοῦ Fustel de Coulanges. Στὴν εὐ­ρύ­τη­τα τῆς σκέ­ψης του ἀν­τι­στοι­χοῦν ἡ ἀ­κρί­βει­α τῶν λε­πτο­με­ρει­ῶν καὶ ἡ κα­θα­ρό­τη­τα τῆς μορ­φῆς. Σή­με­ρα ὡ­στό­σο εἶ­ναι ἀ­δυ­να­το νὰ προ­συ­πο­γρά­ψει κα­νεὶς ὅ­λα του τὰ συμ­πε­ρά­σμα­τα. Δὲν θὰ τὸν κα­τη­γο­ρή­σου­με ἐ­δῶ γι­ὰ τή δι­στα­κτι­κό­τη­τα μὲ τὴν ὁ­ποί­α χρη­σι­μο­ποι­εῖ τή συγ­κρι­τι­κή μέ­θο­δο, ὄ­χι μό­νο γι­α­τὶ μοι­ραί­α κι ἐ­μεῖς κα­τα­φεύ­γου­με σ’ αὐ­τήν, ἀλ­λὰ καὶ γι­α­τί, πράγ­μα­τι, κα­νέ­νας με­τὰ τὸν Montesquieu δὲν χει­ρί­στη­κε αὐ­τὴ τή μέ­θο­δο μὲ τό­ση δε­ξι­ό­τη­τα ὅ­ση ὁ συγ­γρα­φέ­ας τῆς Cite antique. Σὲ ἄλ­λα ση­μεῖ­α πρέ­πει κα­νεὶς νὰ φυ­λαχ­τεῖ γι­ὰ νὰ μὴν ὑ­πο­κύ­ψει στή γο­η­τεί­α αὐ­τοῦ τοῦ ἀ­ρι­στουρ­γη­μα­τος. Κα­θὼς περ­νά­ει ἀ­πὸ τὴν οἰ­κο­γέ­νει­α στή φρα­τρί­α καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ στή φυ­λὴ καὶ στὴν πό­λη, ὁ ἱ­στο­ρι­κὸς δὲν κά­νει τί­πο­τε ἄλ­λο, πα­ρὰ τὶς ἀν­τί­θε­τες δι­α­βε­βαι­ώ­σεις του, ἀ­πὸ τὸ νὰ με­τα­φέ­ρει μέ­σα σὲ ὁ­μά­δες, ὅ­λο καὶ πι­ὸ με­γά­λες, τὶς δο­ξα­σί­ες καὶ τὶς συ­νή­θει­ες πού πα­ρα­τή­ρη­σε στὴν ἀρ­χι­κὴ ὁ­μά­δα: αὐ­τές μέ­νουν ἀ­ναλ­λοί­ω­τες μέ­σα σὲ εὐ­ρύ­τε­ρο χῶ­ρο. Μὲ ἀ­κλό­νη­τη λο­γι­κὴ περ­νᾶ ἀ­πὸ τὸ ὅ­μοι­ο στὸ ὅ­μοι­ο καὶ το­πο­θε­τεῖ τὴν οἰ­κο­γέ­νει­α στὸ κέν­τρο μι­ᾶς σει­ρᾶς ὁ­μό­κεν­τρων κύ­κλων. Ἀλ­λὰ οἱ ἀν­θρώ­πι­νες κοι­νω­νί­ες δὲν ἐ­ξε­λίσ­σον­ται μ’ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο· δὲν πρό­κει­ται γι­ὰ μορ­φὲς γε­ω­με­τρι­κές, ἀλ­λὰ γι­ὰ ζων­τα­νὰ ὄν­τα πού ἐ­πι­ζοῦν καὶ δι­α­τη­ροῦν τὴν ταυ­τό­τη­τα τους χα­ρη στὸ ὅ­τι με­τα­βάλ­λον­ται βα­θύ­τα­τα. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ πό­λη, μό­λο πού δι­α­τη­ρεῖ τὸ θε­σμὸ τῆς οἰ­κο­γέ­νει­ας, δὲν μπό­ρε­σε νὰ με­γα­λώ­σει πα­ρὰ εἰς βά­ρος της· ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ κά­νει ἔκ­κλη­ση στις ἀ­το­μι­κὲς δρα­στη­ρι­ό­τη­τες πού συ­νέ­θλι­βε. Ὑ­πο­χρε­ώ­θη­κε νὰ δι­ε­ξα­γά­γει μα­κροὺς ἀ­γῶ­νες ἐ­ναν­τί­ον τοῦ γέ­νους, καὶ κά­θε νί­κη της ἔ­γι­νε δυ­να­τὴ μὲ τὴν κα­τά­λυ­ση ἑ­νὸς πα­τρι­αρ­χι­κοὺ δε­σμοῦ. Ἔτ­σι ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε τὸ με­γά­λο λά­θος τοῦ Fustel de Coulanges. Σύμ­φω­να μὲ τή θε­ω­ρί­α πού κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε στή φι­λε­λεύ­θε­ρη σχο­λή τοῦ 19ου αἰ­ώ­να, δι­έ­κρι­νε μί­αν ἀ­πό­λυ­τη ἀν­τι­νο­μί­α ἀ­νά­με­σα στὴν παν­το­δυ­να­μί­α τῆς πό­λης καὶ στὴν ἀ­το­μι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α, ἐ­νῶ, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἡ δύ­να­μη τοῦ κρά­τους καὶ ὁ ἀ­το­μι­κι­σμός προ­χώ­ρη­σαν μὲ τὸ ἴ­δι­ο βῆ­μα, προ­σφέ­ρον­τας ἀ­μοι­βαί­α ὑ­πο­στή­ρι­ξη.

Δὲν θὰ συ­ναν­τή­σου­με λοι­πὸν δύ­ο δυ­νά­μεις, τὴν οἰ­κο­γέ­νει­α καὶ τὴν πό­λη, ἀλ­λὰ τρεῖς: τὴν οἰ­κο­γέ­νει­α, τὴν πό­λη καὶ τὸ ἄ­το­μο. Κα­θε­μι­ὰ ὑ­πε­ρί­σχυ­σε μὲ τή σει­ρά της. Ἔτ­σι, ὅ­λη ἡ ἱ­στο­ρί­α τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν θε­σμῶν συ­νο­ψί­ζε­ται σὲ τρεῖς πε­ρι­ό­δους:

- στὴν πρώ­τη, ἡ πό­λη ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ οἰ­κο­γέ­νει­ες πού ζη­λό­τυ­πα φυ­λά­γουν τὰ ἀρ­χε­γο­να δι­και­ώ­μα­τά τους καὶ ὑ­πο­τάσ­σουν ὅ­λα τὰ μέ­λη τους στὸ συλ­λο­γι­κὸ τους συμ­φέ­ρον

- στή δεύ­τε­ρη, ἡ πό­λη ὑ­πο­τάσ­σει τὶς οἰ­κο­γέ­νει­ες μὲ τή βο­ή­θει­α τῶν ἀ­τό­μων πού ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­θη­καν

- στὴν τρί­τη, οἱ ὑ­περ­βο­λὲς τοῦ ἀ­το­μι­κι­σμοΰ κα­τα­στρέ­φουν τὴν πό­λη, σὲ ση­μεῖ­ο πού κά­νουν ἀ­πα­ραί­τη­τη τὴν ἵ­δρυ­ση κρα­τῶν πι­ὸ ἐ­κτε­τα­μέ­νων.

Απλά πράγματα...

Όταν πηγαίνεις για ύπνο το βράδυ, εμπιστεύεσαι ότι θα σηκωθείς την άλλη μέρα. Μάλιστα την έχεις σχεδιάσει κιόλας.

Όταν βγαίνεις από το σπίτι σου, εμπιστεύεσαι πως θα φτάσεις στη δουλειά, στο σχολείο ή στο ραντεβού σου. Μάλιστα τα έχεις όλα προγραμματίσει κιόλας.

Όταν αγοράζεις ένα σπίτι ή ένα αυτοκίνητο, εμπιστεύεσαι ότι θα τα απολαύσεις και θα τα χρησιμοποιήσεις για πολύ καιρό.

Αλλά τι περίεργο που δεν εμπιστεύεσαι τους γονείς σου, τους δασκάλους σου, τους συναδέλφους σου, τους φίλους σου, παρά μόνο κάποιες φορές, κάτω από ορισμένες συνθήκες. Ούτε και τη φύση γιατί αισθάνεσαι αβοήθητος και αδύναμος, μπροστά στις ανατροπές της.

Κι όμως, η πρώτη αρετή που πρέπει να κατακτηθεί, για να επιτύχεις οτιδήποτε είναι η δέσμευση, που προέρχεται από την ακλόνητη εμπιστοσύνη σου. Πώς όμως; Τι και ποιον να εμπιστευτείς;

Κοίτα πόσο περίεργα είναι τα πράγματα στην ανθρώπινη πραγματικότητά μας και η απλή λογική, δεν μας βοηθάει να τα δούμε… τόσο απλά! Όμως, αυτήν την αφύσικη κατάσταση ύπαρξης, τη θεωρούμε φυσιολογική και εξακολουθούμε νε την ενισχύουμε.

Μέχρι να αρχίσεις να αναρωτιέσαι… προσωπικά, για τον εαυτό σου…
Τι είναι η εμπιστοσύνη τελικά;
Από πού προέρχεται;
Από τι εξαρτάται;
Πώς τη χάνεις και πότε;

Μόνο βιωματικά μπορείς να σκεφτείς γιατί θεωρητικά έχεις άπειρες απόψεις και θεωρίες που δεν έχουν κανένα νόημα στην πραγματικότητα της ζωής σου. Εσύ μόνο το γνωρίζεις...

Κάμψη της ερωτικής επιθυμίας

Αρκετοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν ελαττωμένη ερωτική επιθυμία, σε κάποια φάση της ζωής τους. Η ερωτική επιθυμία επηρεάζεται από ψυχολογικούς και ορμονικούς παράγοντες ή και γενικότερα από προβλήματα υγείας.

Αρκετοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν ελαττωμένη ερωτική επιθυμία, σε κάποια φάση της ζωής τους. Η ερωτική επιθυμία επηρεάζεται από ψυχολογικούς και ορμονικούς παράγοντες ή και γενικότερα από προβλήματα υγείας. Οι λανθασμένες αντιλήψεις γύρω από τη σεξουαλικότητα τείνουν να γίνουν κανόνες σεξουαλικής λειτουργίας, παραβλάπτοντας ουσιαστικά την ίδια την ερωτική επιθυμία και το υγιές ερωτικό παιχνίδι.

Αν και πολλοί άνθρωποι ξαφνιάζονται όταν σε κάποια φάση της ζωής τους αντιμετωπίζουν ένα πρόβλημα ελαττωμένης ερωτικής επιθυμίας, είναι σαφές ότι η ούτως ή άλλως υποκειμενικά εκτιμούμενη ερωτική επιθυμία είναι δυνατόν να επηρεάζεται από παράγοντες είτε ψυχολογικούς είτε ορμονικούς ή και από γενικότερα προβλήματα υγείας.

Με την πάροδο των ετών, οι άνθρωποι μιλούν όλο και περισσότερο για το σεξ, αλλά οι κοινωνικές αντιλήψεις δεν τους βοηθούν να έχουν συγκεκριμένες θέσεις και στάσεις ζωής απέναντι στη σεξουαλικότητα. Ό,τι μπορεί να συμβαίνει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους ανθρώπους τείνει να ενταχθεί στο πλαίσιο του φυσιολογικού.

Παραφιλίες (διαστροφές) όπως η επιδειξιομανία ή ο φετιχισμός και οριακές σεξουαλικές συμπεριφορές για την επιστήμη (ερωτικά τρίο, ομαδικό σεξ) προβάλλονται από την κοινωνία ως εναλλακτικές σεξουαλικές συμπεριφορές. Άνθρωποι με αυστηρότερες αρχές δυσκολεύονται ή διστάζουν να προσχωρήσουν σε τέτοιες συμπεριφορές.

Η διαδικασία αυτή έχει ως αποτέλεσμα την ελάττωση της ερωτικής επιθυμίας.

Οι λανθασμένες αντιλήψεις γύρω από τη σεξουαλικότητα (το μεγάλο μέγεθος του πέους, οι υπέροχοι και επαναλαμβανόμενοι οργασμοί, η ανάγκη να είμαστε ανά πάσα στιγμή έτοιμοι για σεξ) τείνουν να γίνουν κανόνες σεξουαλικής λειτουργίας, παραβλάπτοντας ουσιαστικά την ίδια την ερωτική επιθυμία και το υγιές ερωτικό παιχνίδι.

Φαύλος κύκλος
Η κοινωνία της κατανάλωσης επιβάλλει όλο και περισσότερη δουλειά, προκειμένου να κερδίζουμε περισσότερα χρήματα. Ο χρόνος που απομένει για να σκεφτούμε ερωτικά είναι τα δευτερόλεπτα που επιτρέπει η δουλειά μας στο γραφείο ή στο αυτοκίνητο.

Η ερωτική φαντασίωση δεν βρίσκει χρόνο να τρυπώσει στο μυαλό μας. Μερικές φορές, μάλιστα, την παίρνουμε και συμπυκνωμένη από μια ερωτική ταινία. Ερωτεύσιμοι στις μέρες μας είναι όσοι εντάσσονται στα ακραία θηλυκά ή ανδρικά πρότυπα που μας δίνουν η τηλεόραση και τα περιοδικά ποικίλης ύλης.

Υπέρκομψη και κραυγαλέα αισθησιακά γυναικεία κομψότητα και ξενόφερτος ανδρισμός με δανεικά γυναικεία στοιχεία. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση ξεκινάει κοιτάζοντας τον εαυτό μας στον καθρέφτη και συγκρίνοντάς τον με τα πρότυπα. Η έλλειψη αυτοπεποίθησης και η χαμηλή αυτοεκτίμηση είναι κύριος εχθρός του σεξουαλικού μας εγώ και της ερωτικής μας επιθυμίας.

Σε μια πόλη τεσσάρων εκατομμυρίων ανθρώπων είμαστε περισσότερο μόνοι από ότι στην πλατεία του χωριού μας, συντροφιά με τις γιγαντοαφίσες, αγνοώντας το επώνυμο του γείτονα του διπλανού διαμερίσματος.

Πολλές φορές προτιμάμε να μη μιλήσουμε, να μην αντιδράσουμε σε ό,τι λέγεται ή συμβαίνει γύρω μας. Κλεινόμαστε στον εαυτό μας και κουβεντιάζουμε με τις σκέψεις μας. Στην ουσία έχουμε πάψει να επικοινωνούμε.

Συναισθήματα φόβου και απειλής περπατώντας στο δρόμο ή χαζεύοντας τις βιτρίνες, οδηγώντας ή πίνοντας έναν καφέ, μας κάνουν όλο και πιο επιφυλακτικούς. Ασφαλίζοντας τις πόρτες μας, στην ουσία ασφαλίζουμε το μυαλό μας, αποφεύγοντας το ίδιο το ερωτικό μήνυμα.

Το να απαγορεύουμε στο τελευταίο να μπει στον εγκέφαλό μας σημαίνει κυριολεκτικά ελάττωση της ερωτικής επιθυμίας.

Όλη αυτή η αμυντική θωράκιση που επιβάλλεται από την κοινωνία, προκειμένου να αποφύγουμε τις απειλές και τις κακές σχέσεις, επεκτείνεται και στις καθαρά προσωπικές μας σχέσεις.

Περιοριζόμαστε, λοιπόν, σε ασφαλείς και επιφανειακούς τρόπους επικοινωνίας (Internet, κινητό τηλέφωνο) που μπορούν να μας εξασφαλίσουν μια στοιχειώδη αλλά και τελείως ανεπαρκή κοινωνικότητα ή ερωτική ζωή. Το παραδοσιακό φλερτ, όμως, επιβάλλει οπτική επαφή, σωματικό άγγιγμα και γυναικείο άρωμα.

Η κινητοποίηση των αισθήσεων θα φέρει την ερωτική φαντασίωση και θα τονώσει την ερωτική επιθυμία. Στις μέρες μας αυτά φαίνονται δύσκολα, δύσχρηστα και ανέφικτα για ένα σημαντικό μέρος του ανδρικού και γυναικείου πληθυσμού.

Η επαφή με τους ανθρώπους σε θέματα που έχουν σχέση με τα κοινά και το δημόσιο βίο απογοητεύει, και σε επίπεδο συμπεριφοράς αλλά και σε επίπεδο αποτελεσματικότητας.

Η γεύση που εισπράττουμε στην προσπάθεια διεκπεραίωσης στοιχειωδών ή απαραίτητων διαδικασιών μας απογοητεύει ή μας εκνευρίζει. Η επαφή με τις δημόσιες υπηρεσίες μάς αγχώνει και μας ταλαιπωρεί. Μην κλείσετε ποτέ ένα ερωτικό ραντεβού μετά την προσπάθεια διεκπεραίωσης μιας υπόθεσης με το Δημόσιο.

Θα φτάσετε αγχωμένοι, εκνευρισμένοι και επιθετικοί. Σίγουρα θα αναρωτηθείτε τι απέγινε η ερωτική σας επιθυμία.

Βασικές προϋποθέσεις για ερωτική επιθυμία είναι η καλή υγεία, το ευρύτερο ενδιαφέρον μας για τη σεξουαλικότητα (χρόνος) και η δυνατότητα του καθενός μας να προσαρμόζεται στις κοινωνικές προϋποθέσεις.

ΙΑΚΩΒΙΝΟΙ - ΙΑΚΩΒΙΝΙΣΜΟΣ

Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (1789 - 1794)

Η ΕΚΡΗΞΗ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Η Γαλλική Επανάσταση του 1789, αποτέλεσε μία από τις πιο σημαντικές στιγμές στην ιστορία όχι μόνο της Γαλλίας, αλλά και όλης της Ευρώπης γενικότερα. Τα αίτια που οδήγησαν στην επανάσταση πρέπει αρχικά να αναζητηθούν στα ιδεολογικά ρεύματα που είχαν δημιουργηθεί με τις διδασκαλίες των φιλοσόφων και, κυρίως, στο κίνημα του Διαφωτισμού. Ο Ζαν Ζακ Ρουσσό και ο Μοντεσκιέ, κυρίως, δημιούργησαν με τα έργα τους ένα κλίμα κατάλληλο για κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις... 
 
Η κατάσταση στη Γαλλία το 18ο αιώνα δεν ήταν ρόδινη. Τα ταμεία του κράτους ήταν άδεια από τα τεράστια έξοδα των τελευταίων πολέμων. Η οικονομική εξάντληση της χώρας ήταν φανερή. Η τρίτη τάξη, όπως ονομάζονταν οι αστοί, οι γεωργοί, οι εργάτες, είχε περιπέσει σε μαρασμό. Οι φόροι είχαν πέσει στις πλάτες της τάξης αυτής, ενώ οι δύο άλλες τάξεις, ευγενείς και κληρικοί, ήθελαν τα προνόμιά τους άθικτα και δε συνεισέφεραν στους φόρους. Οι δύο αυτές τάξεις όχι μόνο ήταν απαλλαγμένες από κάθε φορολογία, αλλά και έκαναν πολλές υπερβάσεις και καταχρήσεις σε βάρος του λαού. 

Ο οικονομικός μαρασμός του κράτους οδήγησε το βασιλιά Λουδοβίκο ΙΣΤ΄ να ακολουθήσει τη συμβουλή του υπουργού Νεκέρ και να συγκαλέσει και τις τρεις τάξεις (Γενική Συνέλευση των Τάξεων). Ο θεσμός της Γενικής Συνέλευσης των Τάξεων ήταν πολύ παλιός (είχε ιδρυθεί πριν πεντακόσια χρόνια), αλλά σχεδόν ποτέ δεν είχε λειτουργήσει. Η σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης των Τάξεων ισοδυναμούσε με ομολογία του βασιλιά ότι η χώρα ήταν σε αδιέξοδο.

Η Συνέλευση άρχισε τις εργασίες της το Μάιο του 1789 με την πίστη ότι θα επέβαλλε στη Γαλλία τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις και θα έβγαζε τη χώρα από το αδιέξοδο. Γρήγορα όμως διαπιστώθηκαν μεγάλες διαφωνίες μεταξύ των εκπροσώπων των τριών τάξεων. Η αστική τάξη βρήκε την ευκαιρία να ζητήσει σύνταγμα. Οι ευγενείς και οι κληρικοί δεν ήθελαν κάτι τέτοιο, φοβούνταν μήπως χάσουν τα προνόμιά τους. 

Έτσι, μπροστά στην αρνητική στάση των ευγενών και κληρικών, τον Ιούλιο του 1789 οι αστοί ανακήρυξαν το σώμα τους Εθνοσυνέλευση και ορκίστηκαν να μη διαλυθούν, όπως ήταν η θέληση του βασιλιά, αν δε δώσουν Σύνταγμα στη χώρα και, παρά την αντίθετη γνώμη και του βασιλιά, η Εθνοσυνέλευση συνέχισε τις εργασίες της. Έτσι τον Ιούλιο του 1789 γκρεμίστηκε στη Γαλλία το καθεστώς της απόλυτης μοναρχίας, η δύναμη της Εθνοσυνέλευσης έγινε απεριόριστη και ονομάστηκε Συντακτική. Ήδη η Επανάσταση είχε ξεσπάσει. 

Τα πλήθη φανατισμένα και εξαγριωμένα κινήθηκαν προς το μισητό φρούριο της Βαστίλης και το κατέλαβαν (Ιούλιος 1789). Η Συντακτική Εθνοσυνέλευση δημοσίευσε την περίφημη "Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη" ως ένα προσύνταγμα. Οι μεταρρυθμίσεις που ψηφίστηκαν από την Εθνοσυνέλευση ήταν ριζοσπαστικές. Τα φεουδαρχικά προνόμια καταργήθηκαν, η χώρα διαιρέθηκε σε 83 ισοπληθείς περιφέρειες, που διοικούνταν από εκπροσώπους εκλεγμένους από το λαό. Η Εκκλησία περιορίστηκε από την κρατική επιρροή και τα εκκλησιαστικά κτήματα και οι περιουσίες δημεύτηκαν και μοιράστηκαν στο λαό. 

Η εξουσία του βασιλιά περιορίστηκε στο ελάχιστο. Η κατάσταση όμως που δημιουργούνταν στη Γαλλία ανησυχούσε όχι μόνο τους ντόπιους ευγενείς που έβλεπαν τα προνόμιά τους να χάνονται, αλλά και μονάρχες άλλων χωρών, που αισθάνονταν ανασφαλή τη θέση τους, όσο οι ιδέες της Γαλλικής επανάστασης διαδίδονταν σ` όλη την Ευρώπη. Ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ προσπάθησε να δραπετεύσει από τη Γαλλία, αλλά αποκαλύφτηκε και αναγκάστηκε να ορκιστεί πίστη στο Σύνταγμα. 

Στο μεταξύ η θητεία της Συντακτικής Συνέλευσης είχε εξαντληθεί και διαλύθηκε, αφού πρώτα ψήφισε το νόμο που αναγνώριζε δικαίωμα ψήφου σε όλους τους ενήλικους άνδρες. Η καινούρια Συντακτική Συνέλευση ονομάστηκε Νομοθετική. Απαρτιζόταν από φιλοβασιλικούς, μετριοπαθείς αριστερούς (Γιρονδίνους) και ακραίους αριστερούς (Ορεινούς). Και ενώ η κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας ήταν πολύ ρευστή ακόμα και εμφανίζονταν ποικίλες αντιδράσεις, κλήρος και εξόριστοι ευγενείς (Εμιγκρέδες) ζήτησαν βοήθεια από την Αυστρία και την Πρωσία, με σκοπό να ξαναφέρουν τη μοναρχία. 

Ο Γαλλικός λαός όμως, αν και εξουθενωμένος από την αβέβαιη κατάσταση, δημιούργησε στρατό και τόλμησε να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Αυστρίας. Τα γεγονότα αυτά, που προκλήθηκαν από τους ευγενείς, εξερέθισαν το λαό, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει επιτροπή εθνικής άμυνας. Ο Δαντόν (κορυφαίος Ιακωβίνος) πρότεινε να παρθούν τρομοκρατικά μέτρα εναντίον των βασιλικών για να μην έχουν βοήθεια από το εσωτερικό οι εξωτερικοί εχθροί. Πράγματι πολλοί ευγενείς καρατομήθηκαν, ενώ η πρώτη νίκη έστεψε τα Γαλλικά όπλα στο Βαλμί, όπου νίκησαν τους Πρώσους.

Στις 20 Σεπτεμβρίου 1792 συνήλθε η καινούρια Συνέλευση, η οποία, καταργώντας τελείως τη βασιλεία, ανακήρυξε τη δημοκρατία. Τον Ιανουάριο του 1793 ο βασιλιάς Λουδοβίκος αποκεφαλίστηκε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, ενώ λίγο καιρό αργότερα την ίδια τύχη είχε και η βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα. Στο μεταξύ στο εσωτερικό της χώρας ξέσπασε αντεπανάσταση. 

Τότε οι Ορεινοί αντιπρόσωποι συγκρότησαν την επιτροπή Εθνικής Σωτηρίας με κύρια μέλη τους Δαντόν, Μαρά, Ροβεσπιέρο, καθώς και το Επαναστατικό Δικαστήριο με εννέα μέλη, που δίκαζε και καταδίκαζε σε θάνατο όλους όσους συνωμοτούσαν κατά της επανάστασης. Σιγά σιγά η κατάσταση ήρθε στα χέρια του Ροβεσπιέρου που εξαπέλυσε τρομερά τρομακτικά μέτρα, από τα οποία δε γλίτωσαν ούτε παλιοί δημοκρατικοί, όπως ο Μαρά, ο Ντιμουλέν κ.ά. Τελικά η τρομοκρατία του Ροβεσπιέρου τερματίστηκε με τον αποκεφαλισμό του. 


Η πτώση του Ροβεσπιέρου σημειώνει την αρχή της παρακμής της επανάστασης, η οποία τώρα πια άρχισε να εκφυλίζεται. Εκλέχτηκε καινούρια Εθνοσυνέλευση, που αποτελούνταν από μια βουλή με 500 άτομα και μια γερουσία από 250 άτομα κατά το Αμερικανικό πρότυπο. Η διακυβέρνηση της χώρας ανατέθηκε σε ένα πενταμελές "Διευθυντήριο", που διαλύθηκε το 1799 μετά από ανωμαλίες και πραξικοπήματα. Ένα τέτοιο πραξικόπημα φιλοβασιλικών έδωσε το δικαίωμα στον αξιωματικό Ναπολέοντα Βοναπάρτη να πάρει την κυβέρνηση και να εγκαθιδρύσει το καθεστώς της Υπατείας, μια μορφή δικτατορίας.

Επέδρασε ευνοϊκά σε όλη την Ευρώπη, ιδίως στις καταπιεζόμενες από ξένο ζυγό χώρες, όπως η Ελλάδα. Η Γαλλική Επανάσταση του 1789 κατήργησε την απόλυτη μοναρχία στην Γαλλία καταλύοντας το φεουδαρχικό σύστημα, αντικαθιστώντας το με το καπιταλιστικό, και ώθησε σε αναδιοργάνωση την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Ενέπνευσε τους λαούς όλης της Ευρώπης στην πάλη εναντίον της εκμετάλλευσης και της απολυταρχικής μοναρχίας, αποτελώντας το έναυσμα για εξεγέρσεις σε Ισπανία, Ιταλία, και Ελλάδα.

Οργανώθηκε από την ανερχόμενη αστική τάξη, η οποία εμπνευσμένη από τα κηρύγματα των Διαφωτιστών και με κεντρικό σύνθημα το τρίπτυχο «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα», θέλησε αρχικά να βελτιώσει την υπάρχουσα μοναρχία μετατρέποντάς την σε συνταγματική και όχι να την καταργήσει. Στην πορεία όμως, η μοναρχία καταργήθηκε και μετά από περιόδους τρομοκρατίας αλλά και οργάνωσης δίκαιου κράτους, η νεοσύστατη Δημοκρατία καταλύθηκε από την δικτατορία του Ναπολέοντα Βοναπάρτη.

Η Πρώτη Φάση της Γαλλικής Επανάστασης (Μάιος 1789 - Αύγουστος 1792)

Η Γαλλική κοινωνία του 18ου αιώνα ήταν οργανωμένη σε τρεις θεσμοθετημένες τάξεις (οι άνθρωποι κατατάσσονταν σε αυτές με κριτήριο την καταγωγή τους και τα προνόμια που τους είχαν απονεμηθεί από τον ηγεμόνα): τον κλήρο (0,5% του πληθυσμού), τους ευγενείς (1,5% του πληθυσμού) και την τρίτη τάξη (98% του πληθυσμού), που την αποτελούσαν όλοι όσοι δεν ανήκαν στις δύο προηγούμενες τάξεις, δηλαδή οι αστοί, οι αγρότες και οι εργάτες. Ο κλήρος και οι ευγενείς είχαν προνόμια, ενώ η τρίτη τάξη είχε μόνο υποχρεώσεις (πλήρωνε το σύνολο των φόρων, τη στιγμή που οι άλλες τάξεις δεν φορολογούνταν). 

Η κατάσταση αυτή, το παλαιό καθεστώς, γεννούσε τη δυσαρέσκεια, ιδίως της αστικής τάξης (του ανώτερου στρώματος της τρίτης τάξης), η οποία, αν και δέσποζε στην οικονομία, ήταν αποκλεισμένη από τη λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Παράλληλα, η δυσφορία εξαπλωνόταν στο σύνολο της τρίτης τάξης, καθώς, από τα μέσα του 18ου αιώνα, οι συνθήκες ζωής επιδεινώνονταν διαρκώς. Μάλιστα, κατά τον φοβερό χειμώνα του 1788 - 1789, η πείνα οδήγησε τον λαό σε λεηλασίες πλούσιων σπιτιών και κρατικών αποθηκών.

Η κατάσταση αυτή έκανε τον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΣΤ’ να συγκαλέσει συνέλευση των τάξεων στο ανάκτορο των Βερσαλιών (5 Μαΐου 1789). Εκεί, οι αντιπρόσωποι της τρίτης τάξης απαίτησαν μεταρρυθμίσεις, αλλά ο βασιλιάς ζήτησε να επιβληθούν νέοι φόροι που θα πλήρωναν αποκλειστικά τα μέλη της τρίτης τάξης.

Οι αντιπρόσωποι της τρίτης τάξης αντέδρασαν και, με το επιχείρημα ότι εκπροσωπούσαν το 98% των Γάλλων, αυτοανακηρύχθηκαν Εθνική συνέλευση. Ο βασιλιάς, ωστόσο, δεν τους αναγνώρισε και διέταξε να κλείσει η αίθουσα όπου συνεδρίαζαν οι τάξεις. Τότε, οι αντιπρόσωποι της τρίτης τάξης συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα του σφαιριστηρίου, όπου ορκίστηκαν ότι θα συντάξουν σύνταγμα (20 Ιουνίου 1789). Στο πλευρό τους τάχθηκαν ορισμένοι κληρικοί και ευγενείς.

Ο βασιλιάς αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Η Εθνοσυνέλευση αυτοανακηρύχθηκε Συντακτική συνέλευση (9 Ιουλίου 1789), με σκοπό να δώσει στη Γαλλία σύνταγμα. Η υποχώρηση του Λουδοβίκου ΙΣΤ’, ωστόσο, δεν ήταν παρά μια κίνηση τακτικής, καθώς την ίδια στιγμή συγκέντρωνε, κρυφά, στρατό για να διαλύσει την Εθνοσυνέλευση. Όταν έγιναν γνωστές οι παρασκηνιακές κινήσεις του βασιλιά, οργισμένοι πολίτες οπλίστηκαν για να υπερασπιστούν την Εθνοσυνέλευση, στις 14 Ιουλίου 1789 ο λαός του Παρισιού κατέλαβε τη Βαστίλη, τόπο φυλάκισης και βασανιστηρίων, μισητό σύμβολο της απολυταρχίας. 

Η 14η Ιουλίου αποτελεί σήμερα εθνική γιορτή των Γάλλων. Παράλληλα, όλο και περισσότερες περιοχές στην ύπαιθρο της Γαλλίας επαναστατούσαν. Σε αυτό το κλίμα, η Συντακτική συνέλευση ανακοίνωσε την κατάργηση των προνομίων (4 Αυγούστου 1789) και ψήφισε τη Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη (26 Αυγούστου 1789), βασισμένη στις αρχές του Διαφωτισμού. Ο βασιλιάς αποδέχθηκε αναγκαστικά αυτές τις αποφάσεις μετά την κατάληψη των ανακτόρων των Βερσαλιών από τον επαναστατημένο λαό (5 Οκτωβρίου 1789).

Παράλληλα, στη Συντακτική συνέλευση είχαν διαμορφωθεί τρία πολιτικά ρεύματα που πήραν τα ονόματά τους από τις θέσεις στις οποίες κάθονταν οι υποστηρικτές τους στην αίθουσα συνεδριάσεων: η δεξιά δεν επιθυμούσε περαιτέρω μεταβολές του παλαιού καθεστώτος, το κέντρο αποδεχόταν τη διατήρηση της μοναρχίας αλλά με την παράλληλη συμμετοχή ευγενών και μεγαλοαστών στη λήψη των αποφάσεων και η αριστερά οραματιζόταν ένα πολίτευμα σαν το Αμερικανικό.


Ένα από τα αποτελέσματα της δυναμικής συμμετοχής ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων στις πολιτικές εξελίξεις ήταν και η δημιουργία πολιτικών οργανώσεων, των λεσχών. Δύο από αυτές, η λέσχη των Ιακωβίνων και η λέσχη των Κορδελιέρων, κινητοποιούσαν μεγάλο αριθμό πολιτών. Γενικότερα, οι πολιτικές απόψεις γίνονταν ευρύτερα γνωστές μέσα από πολιτικά φυλλάδια και εφημερίδες, ο αριθμός των οποίων πολλαπλασιάστηκε. Η Συντακτική ψήφισε, το 1791, το πρώτο σύνταγμα της Γαλλίας εγκαθιδρύοντας το πολίτευμα της συνταγματικής μοναρχίας. 

Το έθνος ανακηρύχτηκε κυρίαρχο και ως νομοθετικό σώμα ορίστηκε η Νομοθετική συνέλευση (Βουλή), που θα προέκυπτε από εκλογές. Δικαίωμα ψήφου, όμως, αναγνωρίστηκε μόνο σε όσους κατείχαν περιουσία και πλήρωναν φόρους. Η εκτελεστική εξουσία ανατέθηκε στον βασιλιά και σε έξι υπουργούς. Η δικαστική εξουσία αφαιρέθηκε από τον βασιλιά και κηρύχθηκε ανεξάρτητη. Παράλληλα, τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα ώθησαν την επανάσταση στην εθνικοποίηση της περιουσίας του κλήρου που χρησιμοποιήθηκε ως εγγύηση για την έκδοση χαρτονομίσματος. 

Οι κληρικοί ορίστηκαν λειτουργοί του κράτους που όφειλαν υπακοή, πρώτα απ’ όλα, στην πολιτεία. Επίσης, καταργήθηκαν οι συντεχνίες και απαγορεύτηκαν οι απεργίες. Οι παραπάνω ρυθμίσεις δεν έγιναν αποδεκτές ούτε από την εκκλησία ούτε από τον βασιλιά, ο οποίος επιχείρησε να διαφύγει από τη Γαλλία αλλά έγινε αντιληπτός και αναγκάστηκε να επιστρέψει. Η Νομοθετική συνέλευση, που προήλθε από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1791, ελεγχόταν από τους Γιρονδίνους και είχε να λύσει σοβαρά προβλήματα. 

Ο βασιλιάς και ορισμένοι αριστοκράτες σχεδίαζαν, σε συνεννόηση με τους βασιλείς της Αυστρίας και της Πρωσίας, επέμβαση εναντίον του επαναστατικού καθεστώτος. Την ίδια στιγμή ριζοσπαστικά τμήματα των λαϊκών στρωμάτων, οι sans-culottes (σαν-κιλότ), ο όρος αποδόθηκε παλαιότερα στα Ελληνικά «αβράκωτοι», επειδή οι άνθρωποι αυτοί δεν φορούσαν τα εφαρμοστά παντελόνια, που συνήθιζαν να φορούν τότε οι αριστοκράτες και οι αστοί, αλλά απλά παντελόνια, όμοια με τα σημερινά), αξίωναν την έκπτωση του βασιλιά.

Οι Γιρονδίνοι, που εκτιμούσαν ότι μια πολεμική σύγκρουση θα συσπείρωνε τον λαό γύρω από το επαναστατικό καθεστώς, ώθησαν στην κήρυξη πολέμου εναντίον της Αυστρίας και της Πρωσίας (20 Απριλίου 1792). Οι πρώτες αποτυχίες του Γαλλικού στρατού, η ύποπτη στάση του βασιλιά και η πείνα ώθησαν τα λαϊκά στρώματα σε επαναστατική δράση. Ο λαός του Παρισιού κατέλαβε τα ανάκτορα του Κεραμεικού (10 Αυγούστου 1792). Ο βασιλιάς κατέφυγε στη Νομοθετική, η οποία, όμως, τον έθεσε υπό περιορισμό και ανέθεσε την εκτελεστική εξουσία σε συμβούλιο με επικεφαλής τον Δαντόν, στέλεχος της πολιτικής λέσχης των Κορδελιέρων.

Οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Η Νομοθετική αναγνώρισε σε όλους τους άνδρες πολιτικά δικαιώματα (θέσπιση της καθολικής ψηφοφορίας), δήμευσε τις περιουσίες των αριστοκρατών που είχαν διαφύγει στο εξωτερικό, θέσπισε τον διαχωρισμό της εκκλησίας από το κράτος και κήρυξε την πατρίδα σε κίνδυνο. Η νίκη κατά των Πρώσων στο Βαλμί (20 Σεπτεμβρίου 1792) έσωσε, στην κυριολεξία την τελευταία στιγμή, την επανάσταση.

Η Δεύτερη Φάση της Γαλλικής Επανάστασης (Σεπτέμβριος 1792 - Ιούλιος 1794)

Μετά από εκλογές με καθολική ψηφοφορία, αναδείχτηκε η Συμβατική συνέλευση, η οποία, ύστερα από πρόταση των Ορεινών και παρά τη διαφωνία των Γιρονδίνων, κατάργησε τη μοναρχία (21 Σεπτεμβρίου 1792) και εγκαθίδρυσε, για πρώτη φορά στην Ευρώπη, το πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας. Ακόμη, υιοθετήθηκε νέο ημερολόγιο. Έτσι άρχισε το έτος Ι της Δημοκρατίας (1793). Ο βασιλιάς και η βασίλισσα καταδικάστηκαν και αποκεφαλίστηκαν (1793).

Παράλληλα, η Συμβατική αποφάσισε τη συνέχιση του πολέμου για να καταληφθούν εδάφη που θεωρούνταν Γαλλικά στο Βέλγιο και στις όχθες του ποταμού Ρήνου. Η απόφαση αυτή συσπείρωσε εναντίον της Γαλλίας πολλά Ευρωπαϊκά κράτη. Την ίδια στιγμή, στο εσωτερικό ξεσπούσαν αντεπαναστατικές εξεγέρσεις (1793, εξέγερση στην επαρχία της Βανδέας στη δυτική Γαλλία) και η οικονομική κατάσταση επιδεινωνόταν, ιδίως για τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα.

Τότε, η Συμβατική, μετά από πιεστικές προτάσεις των Ορεινών, μεταξύ των οποίων πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιζαν τα μέλη της πολιτικής λέσχης των Ιακωβίνων, σύστησε την Επιτροπή Δημόσιας Σωτηρίας, την Επιτροπή Γενικής Ασφάλειας και επαναστατικά δικαστήρια με στόχο την καταστολή αντεπαναστατικών ενεργειών. Οι Γιρονδίνοι αντέδρασαν, αλλά η Συμβατική, μετά από πρόταση των Ορεινών, διέταξε τη σύλληψη των ηγετών τους (Ιούνιος 1793). Λίγες μέρες αργότερα εγκρίθηκε το σύνταγμα του έτους Ι (24 Ιουνίου 1793).

Μετά την πτώση των Γιρονδίνων, οι Ορεινοί, με επικεφαλής τον Ροβεσπιέρο, ηγετική φυσιογνωμία των Ιακωβίνων, σχημάτισαν επαναστατική κυβέρνηση. Έχοντας να αντιμετωπίσουν αντεπαναστατικές κινήσεις σε πολλές περιοχές της Γαλλίας, οι Ορεινοί αναδιοργάνωσαν τον στρατό, κάνοντάς τον ένα ισχυρό όπλο απέναντι στους εχθρούς της επανάστασης, τόσο τους εξωτερικούς όσο και τους εσωτερικούς. Παράλληλα, στο όνομα της προστασίας της επανάστασης, εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες 40.000 περίπου άνθρωποι που θεωρήθηκαν ύποπτοι για αντεπαναστατική δράση (περίοδος της Τρομοκρατίας). 


Ακόμη, η Χριστιανική θρησκεία αντικαταστάθηκε από τη λατρεία του ''Ανώτατου Όντος'', ενώ δόθηκαν και νέα ονόματα στους μήνες. Παρά την κάποια βελτίωση που σημειώθηκε στο βιοτικό επίπεδο κυρίως των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, τα ακραία μέτρα, που σε πολλές περιπτώσεις υιοθετήθηκαν, προκάλεσαν αντιδράσεις. Ο Ροβεσπιέρος βρέθηκε στο στόχαστρο και τελικά η Συμβατική αποφάσισε να τον εκτελέσει μαζί με 20 συνεργάτες του (28 Ιουλίου 1794).

ΙΑΚΩΒΙΝΟΙ ΚΑΙ ΙΑΚΩΒΙΝΙΣΜΟΣ

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΙΝΙΣΜΟΥ

Ιακωβίνοι, «Λέσχη των Ιακωβίνων» (Jacobins, «Club des Jacobins») Πολιτική και επαναστατική Λέσχη, η κύρια πολιτική δύναμη πίσω από την Γαλλική Επανάσταση, απολύτως κυρίαρχη κατά την περίοδο της παντοδυναμίας της «Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας» υπό τους Ροβεσπιέρο, Σαιν Ζυστ και Κουτόν (1793 – 1794).

Η «Λέσχη των Ιακωβίνων» ιδρύθηκε το 1788, λίγο πριν την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης, από τους μετέπειτα αντιδραστικούς πολιτικούς Λανζινέ (Jean - Denis Lanjuinais) και Λε Σαπελιέ (Isaac Rene Guy Le Chapelier) της «Λέσχης των Βρετόνων» (Le Club Breton), αρχικά με με την ονομασία «Εταιρεία των Φίλων του Συντάγματος» (Societe des Amis de la Constitution seants aux Jacobins a Paris), με σκοπό να διαδώσει στον λαό τις ριζοσπαστικές κοινωνικές και πολιτικές ιδέες της εποχής.

Η Εταιρεία μετονομάστηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1792 σε «Ιακωβινική Εταιρεία, Φίλοι της Ελευθερίας και της Ισότητας» (Societe des Jacobins, Αmis de la Liberte et de l'Egalite) ή επί το συντομότερο «Λέσχη των Ιακωβίνων» (ονομασία που αρχικά χρησιμοποιούσαν περιγελαστικά οι πολιτικοί της εχθροί), από την έδρα όπου αυτή συνεδρίαζε, ένα μοναστήρι Δομινικανών μοναχών επί της Rue St Honore του Παρισιού (οι συγκεκριμένοι μοναχοί ονομάζονταν ενίοτε και «ιακωβίνοι» επειδή ο Φίλιππος Αύγουστος τους είχε παλαιότερα αναθέσει την φιλοξενία των προσκυνητών του «Αγίου Ιακώβου της Κομποστέλα»).

Ήδη από τις 8 Φεβρουαρίου 1790 η αρχική Λέσχη διέθετε ένα σαφές και αυστηρό καταστατικό (το οποίο είχε συντάξει κυρίως ο βουλευτής Barnave), το οποίο όριζε τους αξιωματούχους της οργάνωσης (έναν ανά μήνα εκλεγόμενο πρόεδρο, 4 γραμματείς, έναν ταμία και μέλη διαφόρων επιτροπών), προέβλεπε διαγραφές μελών που με πράξη ή λόγο έρχονταν σε αντίθεση με τις αρχές της Λέσχης και περιελάμβανε ανάμεσα στους σκοπούς την προσυζήτηση διαφόρων ζητημάτων προτού τα μέλη που είχαν την βουλευτική ιδιότητα τα έφερναν προς συζήτηση στην Εθνοσυνέλευση, καθώς επίσης (στο άρθρο 7) και την επικοινωνία και συνεργασία με πολιτικούς ομίλους που μοιράζονταν τους ίδιους σκοπούς.

Ακόμα όμως και μετά από την σύνταξη του καταστατικού της, ακόμα και έναν ολόκληρο χρόνο από την πτώση της Βαστίλης, η Λέσχη αρκέστηκε να προσανατολίζεται προς μία συνταγματική μοναρχία (χαρακτηριστικό είναι ότι δεν υπέγραψε καν την έκκληση της 17ης Ιουλίου 1791 για εκθρόνιση του βασιλιά). Ωστόσο, με την περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση τόσο των ίδιων των γεγονότων όσο και των στελεχών και απλών μελών της, η Λέσχη κατευθύνθηκε αργά αλλά σταθερά από το καλοκαίρι του 1791 (όταν αποχώρησαν τα συντηρητικά μέλη και ίδρυσαν την δική τους βραχύβια οργάνωση υπό το όνομα «Club des Feuillants») προς την επαναστατική Δημοκρατία.

Έπαιξε τον πρώτο ρόλο στα γεγονότα που ακολούθησαν μέχρι την πτώση και καρατόμηση του Ροβεσπιέρου και των οπαδών του: οι Ιακωβίνοι επάνδρωσαν με πολλά στελέχη τους την Εθνοσυνέλευση, σχεδίασαν και εφάρμοσαν πολλές κοινωνικές αλλαγές, πρωτοστάτησαν στην καταδίκη και εκτέλεση του Λουδοβίκου 16ου και ανέλαβαν αποκλειστικά αυτοί το τιμόνι της Επανάστασης μέχρι τον Ιούλιο του 1794 οπότε και κτυπήθηκαν από τους συντηρητικούς «Θερμιδωριανούς».

Η Λέσχη απέκτησε πολύ γρήγορα απέκτησε εκατοντάδες παραρτήματά της σε όλη την Γαλλία (στις 10 Αυγούστου 1790 είχαν ήδη καταμετρηθεί 152 παραρτήματα!) φθάνοντας να αριθμεί στις αρχές του 1793 περί τα 400.000 μέλη.

Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΩΝ

Όταν στα τέλη του Ιουνίου 1791 ο βασιλιάς Λουδοβίκος πιάστηκε στην Βαρέν, χαρακτηρίστηκε ως ύποπτος συνεργασίας με τους Άγγλους και ανατράπηκε, 264 μειοψηφούντες συντηρητικοί με επικεφαλής τον Αντουάν Μπαρνάβ (Antoine Barnave), των οποίων οι επιδιώξεις σταματούσαν στην εγκαθίδρυση μιας συνταγματικής μοναρχίας, αποχώρησαν από την Λέσχη των Ιακωβίνων (που τότε ακόμη λεγόταν «Εταιρεία των Φίλων του Συντάγματος»), εξέδωσαν στις 16 Ιουλίου 1791 μία μπροσούρα με τις πολιτικές θέσεις τους και προχώρησαν στην ίδρυση της αντιδραστικής «Λέσχης των Feuillants» (Club des Feuillants).

Έδρα συνεδριάσεων της οποίας ήταν το πρώην μοναστήρι του ομώνυμου τάγματος στην Rue Saint - Honore. Μετά την κατάργηση της μοναρχίας, η Λέσχη χαρακτηρίστηκε «μοναρχική» και τον Αύγουστο του 1792 συνελήφθησαν 841 μέλη της με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, ο δε Μπαρνάβ καρατομήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 1793. Προτού αποχωρήσουν οι συντηρητικοί, προώθησαν διάφορες θέσεις τους που λανθασμένα αποδίδονται από κάποιους στους κανονικούς Ιακωβίνους.

Τρανταχτή περίπτωση είναι εκείνη του εκ των ιδρυτών Λε Σαπελιέ (καρατομήθηκε στις 22 Απριλίου 1794 ως μοναρχικός), που λίγο πριν την διάσπαση του 1791 απέσπασε την ψήφο της Εθνοσυνέλευσης, μετά από δική του εισήγηση, για διάλυση όλων των συντεχνιών και των εργατικών ενώσεων και απαγόρευση των απεργιών. Ήταν ο περιβόητος «Νόμος Λε Σαπελιέ» (Loi Le Chapelier) που τέθηκε σε ισχύ στις 14 Ιουνίου 1791 και κράτησε στην Γαλλία επί 73 χρόνια κάθε συνδικαλιστική δραστηριότητα στην παρανομία (μέχρι το έτος 1864).


Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΙΝΙΣΜΟΥ

Επηρεασμένοι από τις ιδέες των Τζων Λοκ (John Locke) και Ζαν – Ζακ Ρουσώ (Jean - Jacques Rousseau) περί «Κοινωνικού Συμβολαίου» και με έντονο θαυμασμό για την αρχαία Σπάρτη («η Σπάρτη φέγγει σαν μία λάμψη αστραπής μέσα στο πιο βαθύ σκοτάδι», είπε ο Ροβεσπιέρος σε ομιλία του στην Εθνοσυνέλευση, στις 18 Φλορεάλ του έτους 2) και την Ρώμη του καιρού της Δημοκρατίας, οι Ιακωβίνοι όριζαν ως πρώτες πολιτικές αρετές την εργασία υπέρ του γενικού καλού και την αγάπη τόσο για την πατρίδα γη, δηλαδή τον Πατριωτισμό, όσο και για το έθνος (μία ιδέα που ξέθαψαν κυριολεκτικά και ανέδειξαν μετά από αιώνες εξαφάνισής της σε ολόκληρη την Ευρώπη, λόγω της επικράτησης του Χριστιανισμού).

Γι’ αυτούς, ο επαναστάτης πολίτης πρέπει να διαμορφώνεται μέσα από μία Παιδεία και μία Θρησκεία, που και οι δύο να διέπονται από λογικότητα και προσανατολισμό προς τον ίδιον τον άνθρωπο με σκοπό την ευτυχία του: «για να δει επιτέλους η Ευρώπη ότι δεν θα επιτρέψουμε την δυστυχία έστω κι ενός ανθρώπου σε Γαλλικό έδαφος. Η ευτυχία είναι μία εντελώς νέα ιδέα στην Ευρώπη», φωνάζει ο Σαιν Ζυστ στην αναφορά του της 8ης Βεντόζ του έτους 2. Η Παιδεία των Ιακωβίνων νοείτο ως γενική και ισότιμη για όλον τον λαό, ως το πρώτο και κύριο όργανο για την δημιουργία της συλλογικής «λαϊκής συνείδησης», η οποία με την σειρά της κρινόταν ως η απαραίτητη προϋπόθεση για ένα δημοκρατικό καθεστώς:

«Οι επόμενες γενεές ανήκουν στην πατρίδα» κατά την διατύπωση του Rabaut Saint-Etienne, κατά τον Ροβεσπιέρο επίσης, «η πατρίδα δικαιούται να εκπαιδεύει τα παιδιά της, δεν μπορεί η παιδεία να επαφίεται στην οικογενειακή υπερηφάνεια ή στις προκαταλήψεις των ατόμων, στο αιώνιο κανάκεμα των αριστοκρατών και την αντιδημοκρατικότητα των γονέων, που στενεύουν τους ορίζοντες της ψυχής, κρατώντας την απομονωμένη», ενώ κατά τον Νταντόν «τα παιδιά ανήκουν πρώτα στην Δημοκρατία και μετά στους γονείς τους. Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι αξιόλογα παιδιά, εξαιτίας του εγωϊσμού των γονέων τους, δεν θα καταλήξουν εχθροί της Δημοκρατίας;

Το δημοκρατικό γάλα τα παιδιά μας θα πρέπει να το να πιούν μόνο από τα εθνικά σχολεία. Όπως η Δημοκρατία είναι μία και αδιαίρετη, έτσι και η δημόσια παιδεία θα πρέπει να είναι θεμελιωμένη επάνω σε αυτήν την ενότητα», ομιλία της 22 Φριμαίρ του έτους 2, όπως έχει διασωθεί στο «Moniteur»). Σκοπός της Δημοκρατίας κατά τους Ιακωβίνους ήταν η πολιτική υλοποίηση όλων των ανώτερων ιδεών (για «να εκπληρωθούν οι επιθυμίες της Φύσης, να πραγματωθεί ο προορισμός της ανθρωπότητας και να υλοποιηθούν οι υποσχέσεις της Φιλοσοφίας» κάνει λόγο ο Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος, στην αναφορά του προς την Εθνοσυνέλευση στις 5 Φεβρουαρίου 1794).

Καθώς επίσης και η δημιουργία ενός καινούργιου τύπου («αναγεννημένου») ανθρώπου, ικανού να διαχειρίζεται τα πρωτόγνωρα για την ανθρωπότητα του 18ου αιώνα δώρα της Ισονομίας και Ελευθερίας: «Όποιος επιθυμεί να ξαναδώσει στους ανθρώπους την ελευθερία τους είναι αναγκασμένος να τους αναπλάσει, αφού οι παλαιές προκαταλήψεις πρέπει να καταστραφούν, οι παλαιές συνήθειες να αλλάξουν, οι διεφθαρμένες προσκολλήσεις να καθαριστούν, οι υπερφίαλες απαιτήσεις να περιοριστούν και οι μανιώδεις αθλιότητες να σβήσουν» τόνιζε ο Μπιγιώ Βαρέν (Billaud - Varennes) στην αναφορά του στην Εθνοσυνέλευση επάνω στην θεωρία της Επαναστατικής Κυβέρνησης στις 20 Απριλίου 1794.

Στα πλαίσια αυτής ακριβώς της δημιουργίας ενός νέου τύπου ανθρώπου, ήταν αυτονόητο ότι τεράστια προσπάθεια έπρεπε να γίνει όχι μόνον για την επιστροφή της πολιτικής διάστασης του ανθρώπου αλλά επίσης και για την εκγύμναση των «πολιτών» στην συμμετοχή: «τιμωρητέοι είναι όχι μόνον οι προδότες, αλλά και όσοι μένουν αδιάφοροι, στην Δημοκρατία τιμωρητέοι είναι όλοι όσοι είναι παθητικοί και δεν κάνουν τίποτε για να την βοηθήσουν» είχε δηλώσει ο Σαιν Ζυστ (Saint - Just) στην αναφορά του της 20ης Οκτωβρίου 1793.

Η συνταγματικότητα της δημόσιας ζωής καθοριζόταν από τα οριζόμενα στην 2η «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη» (Declaration des Droits de l' Homme et du Citoyen), της οποίας η ψήφιση ολοκληρώθηκε το 1793, με εμφανέστατη την επίδραση του Ιακωβινισμού. Τα δικαιώματα της διακήρυξης, τα οποία χαρακτηρίζονταν θεμελιώδη, πανανθρώπινα, διατοπικά, διαχρονικά και αναπαλλοτρίωτα, αφορούσαν βεβαίως το πολιτικό σώμα ως σύνολο («πολιτικά δικαιώματα» με βάση την ισονομία των πολιτών και την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας) και όχι το μεμονωμένο άτομο.

«Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται και παραμένουν ελεύθεροι και ίσοι ως προς τα δικαιώματά τους. Οι κοινωνικές διακρίσεις («σύμφωνα με τις αρετές και τις ικανότητές του καθενός», αποσαφηνίζεται αλλού, στο άρθρο 6 της 1ης Διακήρυξης του 1789) δικαιολογούνται μόνον με βάση το γενικό καλό». Στον οικονομικό τομέα οι Ιακωβίνοι κατήγγειλαν τον υπερβολικό πλουτισμό των ολίγων πλουτοκρατών και ζητούσαν μία ισότητα δικαιωμάτων και ευδαιμονίας μέσα από την γενίκευση της ιδιοκτησίας επάνω στην αρχή που εξέφρασε ο Ροβεσπιέρος ότι η ιδιοκτησία του κάθε πολίτη δεν θα πρέπει να είναι επιζήμια για τους άλλους, για την ελευθερία τους, την ασφάλειά τους και την δική τους ιδιοκτησία.

Καθώς η Λέσχη εξελισσόταν ολοένα και περισσότερο σε αρχηγείο του Γαλλικού Δημοκρατισμού και της επαναστατικής καθαρότητας, έχοντας απέναντί της αρκετούς μηχανισμούς απατεώνων, κερδοσκόπων και μαυραγορητών, εγκατέλειπε σταδιακά τις αρχικές φιλελεύθερες (laissez faire) οικονομικές θέσεις της και υιοθέτησε τελικά τον οικονομικό παρεμβατισμό. Με στόχο πάντοτε την ιερή γι’ αυτούς ευτυχία του συνόλου.

«Μιλήσαμε για ευτυχία. Η ευτυχία όμως που σας προσφέρουμε δεν είναι η ευτυχία της Περσέπολης. Είναι η ευτυχία της Σπάρτης ή της Αθήνας στις καλύτερες ημέρες τους, είναι η ευτυχία της Αρετής, η ευτυχία της άνεσης και του μέτρου, η ευτυχία που πηγάζει από την ικανοποίηση των αναγκών, όχι από την ματαιοδοξία», λέει ο Σαιν Ζυστ, στις 23 Βεντόζ του έτους 2.

Οι Ιακωβίνοι κατάργησαν τα χρέη προς τους φεουδάρχες, διευκόλυναν με δάνεια τους αγρότες να αγοράσουν τα εθνικά αλλά και τα κατασχεμένα από την Εκκλησία κτήματα (με την πεποίθηση ότι όλοι οι πολίτες δικαιούνται να κατέχουν ένα κομμάτι γης στην δημοκρατική πατρίδα), περιόρισαν τα κληρονομικά δικαιώματα, εγγυήθηκαν το δικαίωμα όλων για μία αξιοπρεπή διαβίωση, κτύπησαν την χρηματο-οικονομική εκμετάλλευση («οι κερδοσκοπικές εταιρείες κάθε είδους απαγορεύονται.


Απαγορεύεται σε όλους τους τραπεζίτες και εμπορικούς αντιπροσώπους να συστήσουν τέτοιες εταιρείες οποιασδήποτε μορφή και με οποιαδήποτε δικαιολογία» όριζε ο νόμος της 29ης Ζερμινάλ του έτους 2), καθόρισαν ανώτατη τιμή για το ψωμί, κατεδίωξαν την αισχροκέρδεια, έδωσαν γη στις κοινότητες, και με διατάγματα («decrets de ventose», Φεβρουάριος και Μάρτιος 1794) που εισηγήθηκε ο Σαιν Ζυστ και διένειμαν στους φτωχούς τα δημευθέντα αγαθά των εχθρών της Επανάστασης «να ενισχυθούν οι αναξιοπαθούντες από τους εχθρούς της Επανάστασης».

Ο ΙΑΚΩΒΙΝΙΣΜΟΣ ΚΑΘΟΔΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Έχοντας προσεταιρισθεί πολιτικά τους πολυπληθείς επαναστάτες των λαϊκών στρωμάτων, τους λεγόμενους «Αβράκωτους» (Sans - culottes), οι Ιακωβίνοι συνετέλεσαν στην ανακήρυξη της Δημοκρατίας, την καταδίκη του βασιλιά Λουδοβίκου σε θάνατο, την ολοκλήρωση της καταστροφή του λεγόμενου «Παλαιού Καθεστώτος» και την επιτυχημένη στρατιωτική άμυνα της Γαλλίας απέναντι στην ενωμένη ευρωπαϊκή αντίδραση («Ζούμε για να σώσουμε την πατρίδα μας» είχε δηλώσει στην «Λέσχη» ο ίδιος ο Ροβεσπιέρος στις 7 Αυγούστου 1793), καθώς επίσης και στην σύνταξη και ψήφιση του ριζοσπαστικού δημοκρατικού Συντάγματος του Αυγούστου 1793.

Απέναντι στο τελευταίο στάθηκαν με εξαιρετική εχθρότητα τόσο οι πλούσιοι, που φυσικά δεν επιθυμούσαν την πολιτική ισότητα, όσο και οι ακροαριστεροί, που ήθελαν την άμεση ανατροπή των σχέσεων ιδιοκτησίας και γι’ αυτό είχαν καταδιωχθεί με το διάταγμα της 18ης Μαρτίου 1793 της Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης, το οποίο προέβλεπε ποινή θανάτου για όσους καλούσαν σε ανατροπή των υπαρχουσών μορφών ιδιοκτησίας.

Οι Ιακωβίνοι ανατράπηκαν τελικά μαζί με τον ηγέτη τους Ροβεσπιέρο, του οποίου τις απόψεις για μία «Δημοκρατία της Αρετής» είχαν υιοθετήσει ως πολιτικές τους θέσεις, τον Ιούλιο του 1794 (στις 27 με 28 Ιουλίου 1794, ή 9 -10 Θερμιδώρ του δημοκρατικού έτους 2), έπειτα από συνωμοσία αρκετών συντηρητικών ή απατεώνων βουλευτών, των λεγόμενων «Θερμοδωριανών». Αυτοί, με τα συνθήματα «γαλήνη», «κατάργηση της τυραννίας», «εγγύηση της ιδιοκτησίας και της τάξης» και άλλα ανάλογα, έφεραν στη εξουσία το πενταμελές λεγόμενο «Διευθυντήριο» και κατάργησαν όλους σχεδόν τους κοινωνικούς νόμους, προετοιμάζοντας το έδαφος για την μετέπειτα άνοδο του Ναπολέοντα Βοναπάρτη.

Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΙΝΙΣΜΟΥ

Με την πτώση και καρατόμηση των αρχηγών τους τον Ιούλιο του 1794, κλείστηκαν με την βία όλες οι λέσχες των Ιακωβίνων (η παρισινή κεντρική Λέσχη σφραγίστηκε στις 11 Νοεμβρίου 1794 ή 21 Μπρυμαίρ του έτους 3), οι οποίοι υποχρεώθηκαν έκτοτε να περάσουν στην παρανομία. Στα ταραχώδη χρόνια της δράσης τους (1788 – 1794) γεννήθηκαν καινούργιες τάσεις βαθιών κοινωνικών αλλαγών, δόθηκε το πρώτο ιστορικό παράδειγμα επαναστατικής δικτατορίας της μεταχριστιανικής εποχής και προκλήθηκε η πρώτη εμφάνιση του Σοσιαλισμού, με την επαναστατική οργάνωση της «Ένωσης των Δικαίων» του Μπαμπέφ.

Οι Ιακωβίνοι καταδιώχθηκαν απηνώς και προς πλήρη εξόντωσή τους ιδρύθηκε από την αντίδραση η εξτρεμιστική οργάνωση «Jeunesse Doree». Οι τελευταίοι Ιακωβίνοι συσπειρώθηκαν στις 25 Νοεμβρίου 1795 γύρω από την βραχύβια «Λέσχη του Πανθέου» του Φίλιππου Μιχαήλ Μπουοναρόττι (Filippo Giuseppe Maria Ludovico Buonarrotti, 1761 – 1837) μέχρι τουλάχιστον τον Φεβρουάριο του 1796, οπότε ο Ναπολέων την διέλυσε κατ’ εντολή του περιβόητου «Διευθυντηρίου» (η οργάνωση είχε πάρει το όνομά της από την πλατεία όπου πραγματοποιούσε τις συγκεντρώσεις της και στις αρχές του 1796 αριθμούσε 17.000 μέλη, μερικά από τα οποία ήσαν και μέλη της φρουράς του Παρισιού).

Οι αδιάλλακτοι από αυτούς, προσχώρησαν στην μυστική επαναστατική οργάνωση (που αποτελούσε ουσιαστικά τον παράνομο βραχίονα της πρώην «Λέσχης του Πανθέου», με σκοπό την προετοιμασία εξέγερσης προς ανατροπή του «Διευθυντηρίου» και κατάργηση του αντιδημοκρατικού Συντάγματος του 1795) «Ένωση των Δικαίων» ή «Εταιρεία των Ίσων» των Μπαμπέφ – Μπουοναρόττι - Νταρτέ και μετά την σύλληψη των τελευταίων (Μάϊος 1796), περίπου 500 από αυτούς επιχείρησαν ανεπιτυχώς στις 7 Σεπτεμβρίου στην Γκρενέλ να παρασύρουν σε στάση τα δυσαρεστημένα από το «Διευθυντήριο» στρατεύματα.

Ο Μπουοναρόττι, που καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά, αλλά τελικά απολύθηκε το 1807 μετά από 13 χρόνια φυλάκισης, θα γράψει: «Οι εναλλαγές στην τύχη της Συμβατικής κατέδειξαν πως ο λαός, οι αντιλήψεις του οποίου έχουν διαμορφωθεί μέσα στο σύστημα της κοινωνικής αδικίας και του δεσποτισμού, δεν είναι ακόμα ικανός να επιβάλει μέσω των εκλογών ανθρώπους που μπορούν να οδηγήσουν την Επανάσταση μέχρι το τέλος. Αυτό το δύσκολο καθήκον μπορούν να το πραγματοποιήσουν μόνο άνθρωποι θαρραλέοι και με διαμορφωμένη συνείδηση, άνθρωποι έξυπνοι και απόλυτα αφοσιωμένοι στον λαό και την ανθρωπότητα».

Τον Ιούλιο του 1799 έγινε προσπάθεια ανασύστασης της Λέσχης των Ιακωβίνων με την ίδρυση της «Επανένωσης των φίλων της ισότητας και της ελευθερίας» (Reunion d'amis de l'egalite et de la liberte) ή «Λέσχη της Manege» (Club du Manege) με συμμετοχή περίπου 250 μελών. Η Λέσχη εξέδωσε την εφημερίδα «Journal des Libres», διεκδίκησε την αποθέωση του Μαξιμιλιανού Ροβεσπιέρου και του Γράκχου Μπαμπέφ και συνθηματολόγησε κατά του Διευθυντηρίου, το οποίο κατήγγειλε ως «πενταρχική βασιλεία», ωστόσο δέχθηκε την βίαιη επίθεση του Διευθυντηρίου και των υπόλοιπων αντιδραστικών.

Το τελικό κτύπημα στους Ιακωβίνους της Γαλλίας ήλθε όταν το 1799 ο Ναπολέων Βοναπάρτης ανέλαβε «Πρώτος Ύπατος» μετά από το πραξικόπημα της 18ης Μπρυμαίρ και, παρά το γεγονός ότι οι Ιακωβίνοι τον είχαν υποστηρίξει απέναντι στο Διευθυντήριο, δρομολόγησε την πλήρη εξουδετέρωση και των δύο πολιτικών άκρων που θα εμπόδιζαν την σχεδιασμένη «Αυτοκρατοροποίησή» του, δηλαδή των μοναρχικών από την μία και των αριστερών δημοκρατών Ιακωβίνων από την άλλη.


Στις 15 Δεκεμβρίου 1799 ο Βοναπάρτης κήρυξε αυθαίρετα το «τέλος της Επανάστασης» και προχώρησε σε καταστολή ή αφομοίωση όλων των Ιακωβίνων, των οποίων όμως οι ιδέες και οι αρχές συνέχισαν για πολύ καιρό ακόμα να εμπνέουν τα ριζοσπαστικά στοιχεία της Ευρώπης. Καθώς οι Ιακωβίνοι κατείχαν ακόμα ισχυρές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και επιπροσθέτως είχαν μεγάλη απήχηση στον απλό λαό, η καταστολή τους υπήρξε ταχεία και σκληρή: 55 βουλευτές συνελήφθησαν δίχως να υπάρχει καμία απολύτως κατηγορία εναντίον τους και στην συνέχεια οι 19 κλείστηκαν στις φυλακές και οι 36 εξορίστηκαν.

Ακολούθησε λίγες ημέρες αργότερα ένα δεύτερο κύμα καταστολής από τον άθλιο Ιωσήφ Φουσέ, πρώην εξτρεμιστή Ιακωβίνο, πρωταγωνιστή της εποχής του «Τρόμου», προσωπικό εχθρό του Ροβεσπιέρου, πρωτοστάτη της συνωμοσίας των «Θερμιδωριανών» και μέλλοντα αρχηγό της Εθνικής Ασφαλείας του Βοναπάρτη, ενώ η αυστηρότατη λογοκρισία στον Τύπο και η απαγόρευση κάθε πολιτικής συζήτησης αφαιρούσε από τους αμετανόητους την ελάχιστη έστω δυνατότητα άρθρωσης κάποιας οργανωμένης αντιστασιακής φωνής ενάντια στην τυραννία. Ενώ οι περισσότεροι Ιακωβίνοι φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν ή εξοντώθηκαν από το καθεστώς του Βοναπάρτη.

Κάποιοι ελάχιστοι από αυτούς προσελκύστηκαν στο να υπηρετήσουν τα δικά του σχέδια: «προσχωρήστε όλοι στην μάζα του απλού λαού, ο τίτλος του Γάλλου πολίτη είναι αναμφίβολα ισάξιος με εκείνον του μοναρχικού ή του Ιακωβίνου ή τις πάμπολλες άλλες ονομασίες που τις γεννάει το πνεύμα της αντίδρασης και εδώ και δέκα χρόνια, οδηγούν το Έθνος στην άβυσσο, από την οποία πρέπει επιτέλους να το σώσουμε άπαξ και δια παντός» είχε γράψει σε ιδιόχειρη επιστολή του προς τον Ιακωβίνο βουλευτή Beyts, τον οποίο πήρε με το μέρος του και αργότερα τον διόρισε νομάρχη.

Ο Βοναπάρτης προσπάθησε να ξεδοντιάσει ακόμη και σκληρούς και αφοσιωμένους επαναστάτες, όπως λ.χ. τον καταδικασμένο σε ισόβια δεσμά στο Σέρμπουργκ Φίλιππο Μιχαήλ Μπουοναρόττι, του οποίου ήταν παλαιός θαυμαστής, προσφέροντάς του αμνηστία και μία υψηλή διοικητική θέση, την «προσφορά» όμως απέρριψε ο Μπουοναρόττι με έκδηλη περιφρόνηση.

Ο ΕΚΤΟΣ ΓΑΛΛΙΑΣ ΙΑΚΩΒΙΝΙΣΜΟΣ

«Λέσχες» Ιακωβίνων ιδρύθησαν και έδρασαν και εκτός Γαλλίας, προκαλώντας σημαντικές αναστατώσεις στις κοινωνίες των διαφόρων χωρών, σε πολλές από αυτές μάλιστα (λ.χ. Ιταλία, Επτάνησα, κ.α.) συνέχισαν να δρουν για μερικά ακόμα χρόνια μετά την Θερμιδωριανή αντίδραση, υπό την κάλυψη μιας γενικώς ειπείν «Γαλλοφιλίας». Ισχυρό Ιακωβινικό ρεύμα εκδηλώθηκε και στις Γερμανικές χώρες, την Ουγγαρία, την Τσεχία, την Κροατία κ.α., στο δε Μάϊντς (Mainz), το οποίο μάλιστα κατελήφθη στις 21 Οκτωβρίου 1792 από τους Γάλλους, ιδρύθηκε η βραχύβια «Δημοκρατία του Μάϊντς» από τους εκεί δραστήριους Ιακωβίνους της λέσχης των «Φίλων της Ελευθερίας και της Ισότητας» (Freunde der Freiheit und Gleichheit).

Ενώ όμως τον Ιούλιο του επόμενου έτους οι ηγέτες τους Γιόχαν Γκέοργκ Φόρστερ (Johann Georg Adam Forster, 1754 - 1794, εκδότης της εφημερίδας «Der Volksfreund», «Ο Φίλος του Λαού») και Αδάμ Λουξ (Adam Lux, 1765 - 1793) βρίσκονταν στο Παρίσι για να μεθοδεύσουν την ενσωμάτωση της Δημοκρατίας τους στην μεγάλη Γαλλική, το Μάϊντς πολιορκήθηκε, καταλήφθηκε από τους Πρώσους και τους Αυστριακούς, οι ηγέτες των Ιακωβίνων κηρύχθηκαν «εκτός νόμου» και δημοσιεύθηκε επικήρυξη για τα κεφάλια τους (μη μπορώντας να επιστρέψει στην πατρίδα του, ο Φόρστερ πέθανε τελικά από ασθένεια σε μια σοφίτα στην Rue des Moulins του Παρισιού τον Ιανουάριο του 1794).

Οι Ιακωβίνοι οργανώθηκαν ακόμη και στην καρδιά της μοναρχικής και Χριστιανικής αντίδρασης, στην Αυστρο-Ουγγαρία, όπου βασίλευε ο σχεδόν παρανοϊκός και θρησκόληπτος «Άγιος Ρωμαίος Αυτοκράτορας» («Heiliger Romischer Kaiser»,1792 - 1806) και μετέπειτα Αυτοκράτορας της Αυστρίας (1804 - 1835) Φραγκίσκος Ιωσήφ Κάρολος ο Β, περιβόητος για το δίκτυο των χαφιέδων που είχε απλώσει παντού στην επικράτειά του. Στις 23 Ιουλίου 1794 συνελήφθη ο Σέρβος ηγέτης των Ιακωβίνων της Ουγγαρίας Μαρτίνοβιτς (Ignjat Martinovic, 1755 – 1795, πρώην φραντσισκανός μοναχός).

Ιδρυτής της «Εταιρείας των Μεταρρυθμιστών» και της «Εταιρείας της Ελευθερίας και της Ισότητας», που αποσκοπούσαν στην κοινωνική επανάσταση και την εγκαθίδρυση ομόσπονδης Ουγγρικής Δημοκρατίας και μαζί με τέσσερις ακόμη συντρόφους του (Josip Haynoczy, Ivan Lackovic, Franjo Szentmariaji και Count Szigraj) θα εκτελεσθεί στην Βουδαπέστη στις 20 Μαϊου 1795. Στις 24 Ιουλίου 1794, είχε ήδη συλληφθεί και απαγχονισθεί στις 8 Ιανουαρίου 1795 στην Βιέννη ο γεννημένος στην Πράγα στρατιωτικός Φραντς Χέμπενστραϊτ (Franz Hebenstreit von Streitenfeld, 1747 – 1795), δραστήριος ελευθεροτέκτονας και Ιακωβίνος.

Οι Ιακωβίνοι της Ιταλίας, με ισχυρότερες λέσχες στην Νάπολη (όπου από τις 23 Ιανουαρίου 1799 μέχρι τις 13 Ιουνίου 1799 είχε ανακηρυχθεί η «Παρθενόπια Δημοκρατία», «Repubblica Partenopea», με αναφορά στο όνομα –Παρθενόπη- που είχαν δώσει στην πόλη κατά την αρχαιότητα οι πρώτοι Έλληνες άποικοι), το Τορίνο, την Ρώμη, το Παλέρμο και την Μπολώνια, προσπάθησαν να δράσουν υπό τον μανδύα της «Γαλλοφιλίας» κατά την διάρκεια ιδίως της λεγόμενης «τριετίας» («triennio»), κατά την οποία κυριαρχούσε στην χώρα ο Γαλλικός στρατός (1796 – 1799), με στόχους κυρίως αντικληρικαλιστικούς και αντιμοναρχικούς, που προεκτείνονταν στην προοπτική της Ιταλικής εθνικής ενοποίησης που πέτυχε αργότερα ο Γκαριμπάλντι.


Παρά το ότι ο αγώνας των ριζοσπαστών κατά κανόνα προδινόταν από την υπό το αντιδραστικό «Διευθυντήριο» επίσημη Γαλλία, οι Ιταλοί Ιακωβίνοι έδειξαν θαυμαστή αποφασιστικότητα και γενναιότητα τόσο στο επίπεδο της γραπτής και προφορικής προπαγάνδας, όσο και, όποτε απαιτήθηκε, στο επίπεδο της ένοπλης πάλης και από ένα σημείο και μετά προσπάθησαν να ξεφύγουν από τον έλεγχο του αντιδραστικού Παρισιού και να διεξάγουν αυτόνομα τον αγώνα τους, αν και φάνηκαν πολύ διστακτικοί να απαντήσουν με την πρέπουσα βία στην βία των Χριστιανομοναρχικών αντιπάλων τους.

Ενδεικτικό είναι ότι στην διάρκεια των 5 μηνών ζωής της «Παρθενόπιας Δημοκρατίας» της Νάπολης - «Repubblica Partenopea», 23 Ιανουαρίου 1799 – 13 Ιουνίου 1799, η οποία πνίγηκε στο αίμα από τον στρατό του Φερδινάνδου, εκτελέστηκαν μόνον 2 μοναρχικοί. Τους Ιακωβίνους της Ιταλίας αποτελούσαν κατά κανόνα ιδεολόγοι, καλλιεργημένοι, αλτρουϊστές, ευαίσθητοι και ανθρωπιστές αγωνιστές, κυρίως προερχόμενοι από την μεσαία τάξη.

Οι οποίοι ατύχησαν όμως ως προς το ανθρώπινο περιβάλλον στο οποίο η απαίτηση της Ιστορίας τούς κάλεσε να αγωνισθούν: η πλειοψηφία του απλού λαού ήταν αντιδραστική, θρησκόληπτη και φιλομοναρχική («viva viva 'u papa santo, c'ha mannato i cannuncini, pe scaccia li giacubini!», «ζήτω, ζήτω ο άγιος πάπας, που μας έστειλε κανόνια, τους Ιακωβίνους για να διώξουμε!», τραγουδούσε ο όχλος των «lazzaroni», δηλαδή «πάμφτωχων», όταν εκείνοι που είχαν αγωνισθεί για το καλό τους θανατώνονταν από τους οπαδούς του πάπα και τους μοναρχικούς με δημόσιους απαγχονισμούς).

Εξέχουσες μορφές του Ιταλικού Ιακωβινισμού υπήρξαν ο «Ναπολιτάνος Σαιν Ζυστ» Βιτσέντζος Ρούσο (Vincenzo Russo, 1770 - 1799), που τον έπιασαν οι μοναρχικοί του «Στρατού της Αγίας Πίστης» αιχμάλωτο στην μάχη της Ponte della Maddalena έξω από την Νάπολη και τον απαγχόνισαν στις 19 Νοεμβρίου 1799 και ο δικηγόρος και φιλόσοφος Μάριο Παγκάνο (Francesco Mario Pagano, 1748 - 1799), τον οποίο έπιασαν στον τελευταίο θύλακα των αντιστεκομένων δημοκρατικών στο Castel Nuovo και τον απαγχόνισαν στην Νάπολη στις 29 Οκτωβρίου 1799 μαζί με τον ιατρό Ντομένικο Κιρίλο (Domenico Cirillo, 1739 - 1799), τον Γεώργιο Πιλιατσέλι (George Pigliacelli) και τον ποιητή Ιγνάτιο Κιάϊα (Ignazio Ciaia, 1766 - 1799).

Διαφωτιστικά για την θεωρία και πράξη του Ιταλικού Ιακωβινισμού υπήρξαν τα κείμενα των ιδίων των στελεχών του, τα οποία εξέδωσε σε τρεις τόμους ο Φλωρεντιανός «ιστορικός των αιρετικών και των Ιακωβίνων» Delio Cantimori (1904 - 1966). Ο Ιακωβινισμός ανέπτυξε δράση και στην νοτιοανατολική Ευρώπη, όπου το 1794 στο Ζάγκρεμπ είχε δει το φως της δημοσιότητας ένα ανώνυμο «Ιακωβίνικο και φιλογαλλικό» ποίημα που έκανε ανοικτή επίθεση κατά της Εκκλησίας και των αριστοκρατών.

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΙΑΚΩΒΙΝΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΛΕΣΧΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης έχει γράψει σχετικά: «Ήδη το 1794 μαρτυρείται στην Κωνσταντινούπολη η ύπαρξη μίας ''λαϊκής λέσχης'', που ζήτησε και έγινε δεκτή ως παράρτημα της ''Εταιρείας των Ιακωβίνων''. Στα Επτάνησα υπήρχαν Ιακωβίνοι οργανωμένοι σε συλλόγους, τα ''Ιακωβινεία'', αρκετά πριν την άφιξη του στρατηγού Gentili το 1797. Οι Ιακωβίνοι της Ζακύνθου πρωταγωνιστούσαν σε επαναστατικές εκδηλώσεις ''σχεδιάζοντες πολλά περί πλούτου, ιδιοκτησίας, διατηρήσεως των ελευθεριών του λαού, αρχαίας δόξης και Θρησκείας''.

Ενώ στην Κεφαλονιά το ''Ιακωβινείον'' αποτελούσε χώρο συζητήσεων για την ανασύσταση των Ολυμπιακών Αγώνων, την κατάργηση της χριστιανικής Θρησκείας και την επάνοδο στην προγονική λατρεία των Ολυμπίων Θεών. Στην Κέρκυρα, η Πατριωτική Εταιρεία είχε σκοπό ''να χειραγωγήσει τους πολίτας εις τα πρώτα της ελευθερίας βήματα''». Όντως, η διάλυση του κράτους της Βενετίας με την συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο (Campo-Formio, 17 Οκτωβρίου 1797) το 1797, είχε επιτρέψει υπό Γαλλική πλέον κυριαρχία να οργανωθούν στα έως τότε Ενετοκρατούμενα Επτάνησα και να αναπτύξουν έντονη δράση αρκετές ριζοσπαστικές οργανώσεις με κύριο στόχο την όσο το δυνατόν ευρύτερη διάδοση των δημοκρατικών ιδεών.

Πιο δραστήριοι από όλους τους ριζοσπάστες υπήρξαν οι Ιακωβίνοι («Γεροντίνοι» στα Επτανησιακά), που ίδρυσαν το 1798 ισχυρές πολιτικές «Λέσχες» (Ιακωβινεία) στην Κέρκυρα και στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς (Συνταγματικός Σύλλογος Αργοστολίου). Ενώ υπό την επιρροή των Γαλλικών δημοκρατικών αξιών, που επεδίωκαν την κατάλυση της ολιγαρχίας και την χορήγηση ελευθερίας και ισότητας σε όλον τον λαό, όλα τα Επτάνησα στρέφονταν προς αναβάθμιση του πνευματικού επιπέδου του λαού με ίδρυση σχολείων, τυπογραφείων και βιβλιοθηκών με την δημευθείσα περιουσία της Εκκλησίας.

Τα Ιακωβινεία προσπαθούσαν επιπροσθέτως να πετύχουν μια σειρά από πολύ ριζοσπαστικές αλλαγές, όπως λ.χ. ανακατανομή της γης, διαγραφή των χρεών, κατάτμηση του κάθε νησιού σε πολλές αυτόνομες περιοχές, απαγόρευση του Χριστιανισμού και επαναφορά της πολυθεϊστικής Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας, καθώς και των Ολυμπιακών Αγώνων, έναν αιώνα πριν το προτείνουν ξανά και το πετύχουν, δίχως όμως θρησκευτική σημασία, οι Δημήτριος Βικέλας και βαρώνος Πιερ ντε Κουμπερτέν.


Ενδεικτικές εικόνες του κλίματος που δημιούργησε η άφιξη των Γάλλων στα Επτάνησα ήταν το ρίξιμο στην πυρά τόσο στην Κέρκυρα όσο και στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς του «Χρυσού Βιβλίου» («Libro d’ Oro») των ευγενών, καθώς και των συμβόλων και παρασήμων τους, την ίδια ώρα που ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης Άννινος υποχρεωνόταν να ευλογήσει το Ιακωβίνικο «Δέντρο της Ελευθερίας» και σχηματιζόταν η «προσωρινή δημοκρατική κυβέρνηση» (Ιούλιος 1797, σε λίγο βέβαια στην Κέρκυρα, οι οργισμένοι ευγενείς επέδραμαν την νύκτα, έκοψαν το «Δένδρο της Ελευθερίας» και κατέστρεψαν τα εμβλήματα της Δημοκρατίας).

Η Επτανησιακή πνευματική και πολιτική άνοιξη υπήρξε όμως πολύ σύντομη, καθώς τερματίστηκε βίαια από το φθινόπωρο της επόμενης χρονιάς (1798) μέχρι τις αρχές της άνοιξης της μεθεπομένης (1799), έπειτα από συντονισμένες αντιγαλλικές εξεγέρσεις του θρησκόληπτου λαού οργανωμένες από την Ορθόδοξη Εκκλησία, συν την στρατιωτική επίθεση των Ρώσων του Ουσακώφ και των Τούρκων του Κατήρμπεη, ο ενωμένος στρατός των οποίων κατέλαβε τελικά τα νησιά, έδιωξε τους «άθεους» Γάλλους και φυσικά εξόντωσε τους Έλληνες Ιακωβίνους.

Στην κυρίως Ελλάδα, όπου δεν υπήρχε καμία απολύτως «υπόγεια» οργανωτική δυνατότητα, μήτε καν Τεκτονισμός, ήταν φυσικά αδύνατη η σύσταση επαναστατικών οργανώσεων, γι' αυτό ακόμα και η «Φιλική Εταιρεία» ιδρύθηκε στο εξωτερικό. Στα Επτάνησα, ίδρυσαν λοιπόν από την δημευθείσα περιουσία της Εκκλησίας σχολεία, βιβλιοθήκες και τυπογραφεία και άρχισαν να κυκλοφορούν τις δυτικές ιδέες περί Ελευθερίας.

Να σημειώσουμε εδώ ότι η Ελευθερία ακόμη και ως λέξη προκαλούσε τότε την μήνη των τυράννων και των ρασοφόρων συνεργατών τους, όπως βλέπουμε στην περίπτωση της «Πατρικής Διδασκαλίας» του 1798, εκείνου του επαίσχυντου κειμένου προς τους ραγιάδες, μέσα στο οποίο ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης χαρακτήριζε την Ελευθερία «μεθόδευση του διαβόλου», «πονηρία και απάτη ξεχωριστή», καθώς και «δέλεαρ του διαβόλου και φαρμάκι ολέθριον δια να κατακρημνίσει τους λαούς εις την απώλειαν και ακαταστασίαν».

Το έργο των «Γεροντίνων» δεν ήταν βεβαίως εύκολο, λόγω της αμορφωσιάς και της θρησκοληψίας του μεγαλύτερου τμήματος του λαού, που ελεγχόταν απολύτως από τους παπάδες, όμοια με τους εξαθλιωμένους φτωχούς της Νάπολης, τους «lazzaroni», που τους είχαν εξοπλίσει το 1799 ο Πάπας και ο βασιλιάς κατά των ολίγων, μορφωμένων και ευγενών Ιακωβίνων της εκεί βραχύβιας «Παρθενόπειας Δημοκρατίας».

Παρά τις αντιδράσεις των αρχόντων και των ρασοφόρων, οι Κερκυραίοι και Κεφαλλονίτες Ιακωβίνοι έκαψαν σε επίσημες τελετές το «Libro d' Oro», καθώς και τα σύμβολα και παράσημα των αριστοκρατών και φύτεψαν το τρομακτικό για τους τυράννους της εποχής «Δέντρο της Ελευθερίας», που στην κορυφή του δέσποζε ο κόκκινος φρυγικός σκούφος. Οι Επτανήσιοι Ιακωβίνοι πρωταγωνιστούσαν σε όλες τις πολιτικές εκδηλώσεις «σχεδιάζοντες πολλά περί πλούτου, ιδιοκτησίας, διατηρήσεως των ελευθεριών του λαού, αρχαίας δόξης και Θρησκείας».

Γνωρίζουμε ότι ζητούσαν όχι μόνον πολιτική ισότητα, Δημοκρατία και μόρφωση για όλον τον λαό, αλλά και ανασύσταση των Ολυμπιακών Αγώνων, κατάργηση της χριστιανικής Θρησκείας και επάνοδο στην Ελληνική Εθνική Θρησκεία. Όμως τίποτε από όλα αυτά δεν κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν, καθώς σταδιακά από το φθινόπωρο του 1798 μέχρι την άνοιξη του 1799 οι Γάλλοι εκδιώχθηκαν από τα Επτάνησα και έπεσε μαχαίρι στους ντόπιους «ανατρεπτικούς».

Καθώς το Ιακωβινικό κίνημα περιορίστηκε γεωγραφικά στα Επτάνησα, η επιρροή του ομοίως περιορίστηκε εκεί, δίχως να αγγίξει την κυρίως Ελλάδα, της οποίας οι επιρροές υπήρξαν κυρίως «Καρμποναρικές», θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι ενώ η Καρμποναρία και η Σαρμπονερί απέτυχαν να προκαλέσουν εθνική αντιμοναρχική επανάσταση στην Ιταλία και την Γαλλία αντίστοιχα, πραγμάτωσαν τελικά εν μέρει το όραμά τους στην περίπτωση της Ελληνικής Επανάστασης, στην οποία ένα τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγινε τελικά «Ελλάδα», ανακτώντας το αρχαίο όνομά του.

Στα Επτάνησα τώρα, ο παραδοσιακός Ιακωβινισμός απετέλεσε τον γεννήτορα του κινήματος των Ριζοσπαστών, με πρόσθεση βεβαίως πολλών στοιχείων Μαντσινισμού και «ουτοπικού» Σοσιαλισμού, κυρίως των τύπων του Σαιν - Σιμόν και του Πιερ Προυντόν. Ο «Συνταγματικός Σύλλογος» των Ιακωβίνων του Αργοστολίου υπήρξε ο «παππούς» της οργάνωσης «Δημοτικόν Κατάστημα των Ριζοσπαστών», που έδρασε τον 19ο αιώνα, στα χρόνια της εκεί από το 1817 Αγγλικής κατοχής.

Μέσα από το κίνημα του Ριζοσπαστισμού, που επιστρατεύθηκε για την διάλυσή του όλο το γνωστό οπλοστάσιο των διαχρονικών τυράννων, δηλαδή φυλακίσεις, απαγχονισμοί, εξορίες και άλλα ανάλογα, αναδείχθηκαν εξαιρετικές προσωπικότητες της πολιτικής διεκδίκησης για κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία.


ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΑΠΟΗΧΟΙ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΙΝΙΣΜΟΥ

Με βάση την ιδεολογία και πράξη των Ιακωβίνων του 18ου αιώνα, ως «Ιακωβινισμός» έμεινε στην πολιτική Ιστορία να ορίζεται κάθε ελιτιστική ανατρεπτική οργάνωση και δράση, της οποίας το υποκείμενο αναλαμβάνει το επιχείρημα να πάρει και να κρατήσει την εξουσία εν ονόματι του γενικού καλού και του λαού, νομιμοποιούμενο από την αυτοπεποίθηση ότι κατέχει όντως μια ποιοτική εικόνα σε ό,τι αφορά τα κοινωνικά και πολιτικά πράγματα, σε βαθμό που αυτονόητα να χαρακτηρίζεται από ενεργητικότητα, αποφασιστικότητα και ηθικο-ιδεολογική ακαμψία (αυτό ακριβώς που μίσησαν τόσο πολύ οι πάμπολλοι εχθροί τους.

Όπως λ.χ. ο κατήγορος της Επανάστασης ιστορικός Hippolyte Taine (1828 - 1893), που μας δηλώνει το έτος 1884 στο βιβλίο του «Origines de la France contemporaine» -τρίτος τόμος «La Revolution»- πως «τίποτε δεν είναι πιο επικίνδυνο από μία γενική ιδέα μέσα σε στενά και άδεια μυαλά. Καθώς είναι άδεια δεν βρίσκει εκεί καμία γνώση με την οποία να συσχετιστεί και καθώς είναι στενά δεν παίρνει πολύ χρόνο για να κυριαρχήσει ολότελα».

Ο παραδοσιακός Ιακωβινισμός απετέλεσε στην Ευρώπη τον γενήτορα του πρώτου Σοσιαλισμού, ενώ στα Επτάνησα τον γενήτορα του κινήματος του Ριζοσπαστισμού με την πρόσθεση βεβαίως πολλών στοιχείων ουτοπιστικού Σοσιαλισμού των Σαιν-Σιμόν και Πιερ Προυντόν (ο Ιακωβινικός «Συνταγματικός Σύλλογος» του Αργοστολίου υπήρξε ο πρόδρομος του «Δημοτικού Καταστήματος των Ριζοσπαστών», που έδρασε τον 19ο αιώνα, στα χρόνια της Αγγλοκρατίας).

Έναν ολόκληρο αιώνα μετά την πολιτική εξαφάνιση των Ιακωβίνων, ο ηγέτης της Οκτωβριανής Μπολσεβικικής Ρωσικής Επανάστασης του 1917 Λένιν, θεωρούσε ότι οι Μπολσεβίκοι αποτελούσαν μια μετεξέλιξη των πρώτων, ιδίως της υπό τον Ροβεσπιέρο αριστερής πτέρυγάς τους, θαύμαζε την ισχυρή βούληση των Ιακωβίνων να πραγματώσουν με κάθε κόστος το πολιτικό πρόγραμμά τους και υιοθέτησε τον δικό τους όρο «εχθροί του λαού» για την περιγραφή των διαφόρων αντεπαναστατών.

Τέλος, στο κλασικό έργο του «Η Προδομένη Επανάσταση» (Σεπτέμβριος 1936), ο Λέων Τρότσκι, επιχειρώντας να ασκήσει κριτική στον εκφυλισμό του σοβιετικού καθεστώτος σε μία αντιδραστική γραφειοκρατία, ανέτρεξε στην Γαλλική Επανάσταση και αποφάνθηκε ότι στην ανατροπή και καταστροφή των Ιακωβίνων από τους «Θερμιδωριανούς» είχαν συντελέσει η κούραση των μαζών και η εξαχρείωση των περισσότερων πρώην επαναστατών.

Ο Ιταλός σοσιαλιστής και μετέπειτα κομμουνιστής Αντόνιο Γκράμτσι (Antonio Gramsci, 1891 - 1937), στις σημειώσεις του κατά την διάρκεια της 11χρονης (1926 - 1937) φυλάκισής του από τους φασίστες του Μουσολίνι, εξέφρασε ανοικτά τον θαυμασμό του τόσο για την Ιακωβινική φάση της Γαλλικής Επανάστασης όσο και για τους ίδιους του Ιακωβίνους, οι οποίοι κατόρθωσαν με την αποφασιστικότητά τους και την ηθική και ιδεολογική τους ακαμψία να οδηγήσουν τις καταστάσεις σύμφωνα με το δικό τους πολιτικό πρόγραμμα:

«Ήσαν (οι Ιακωβίνοι) πεπεισμένοι για την απόλυτη ειλικρίνεια των συνθημάτων τους για ισότητα, αδελφότητα και ελευθερία και, το πιο σημαντικό, οι μεγάλες λαϊκές μάζες τις οποίες οι Ιακωβίνοι διέγειραν και τραβούσαν σε αγώνες ήσαν επίσης πεπεισμένες γι’ αυτήν την ειλικρίνεια. Η γλώσσα των Ιακωβίνων, η ιδεολογία τους, οι μέθοδοι δράσης τους αντανακλούσαν με τέλειο τρόπο τις απαιτήσεις της εποχής τους, ακόμη και εάν στο σήμερα, υπό διαφορετικές συνθήκες και μετά από πάνω από έναν αιώνα πολιτιστικής εξέλιξης, ίσως αυτές φαντάζουν ''αφαιρετικές'' και ''φρενιτιώδεις''».

ΟΙ ΙΑΚΩΒΙΝΟΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΑΖΙΚΟ ΚΟΜΜΑ

Οι Ορεινοί ήταν κόμμα στη Γαλλία που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης το 1793 με επαναστατικές ιδεολογίες. Πήραν το όνομα αυτό καθώς τα άτομα που πρέσβευαν την ιδεολογία του κόμματος αυτού κατά την είσοδο στην αίθουσα του Σφαιριστηρίου πήγαν και κάθισαν στα επάνω καθίσματα. Κύριος εκπρόσωπος του κόμματος ήταν ο Ροβεσπιέρος. Έχοντας να αντιμετωπίσουν πολλές αντιεπαναστατικές κινήσεις σε πολλές περιοχές της Γαλλίας, οι Ορεινοί αναδιοργάνωσαν τον στρατό, κάνοντάς τον ένα ισχυρό όπλο απέναντι στους εχθρούς της Επανάστασης τόσο τους εσωτερικούς όσο και τους εξωτερικούς.

Παράλληλα, στο όνομα της προστασίας της επανάστασης εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες 40.000 περίπου ανθρώπους που θεωρήθηκαν ύποπτοι για αντεπαναστατική δράση (περίοδος της Τρομοκρατίας). Ακόμη, η Χριστιανική θρησκεία αντικαταστάθηκε από τη λατρεία του Ανώτατου Όντος, ενώ δόθηκαν και νέα ονόματα στους μήνες.

Οι Ιακωβίνοι ξεκίνησαν ως αποκλειστικά κοινοβουλευτική οµάδα, αλλά µεταµορφώθηκαν σε µαζικό κόµµα -το πρώτο στην ιστορία- και κατέληξαν καθαρά αντικοινοβουλευτική δύναµη, υπονοµευτική των αντιπροσωπευτικών θεσµών και της λαϊκής κυριαρχίας. Τα πέντε χρόνια της ύπαρξής τους συµπυκνώνουν τέσσερα στάδια κοµµατικής εξέλιξης για τα οποία, στη συνέχεια, χρειάστηκε διάστηµα ενός αιώνα και πλέον. Από κοινοβουλευτική οµάδα έγιναν κόµµα, ύστερα µαζικό κόµµα και, τέλος, µονοκοµµατικό καθεστώς.


Ξεκίνησαν τον Απρίλιο του 1789 ως λέσχη των βουλευτών από τη Βρετάνη (ClubBreton) στις Βερσαλίες, όπου είχε συγκληθεί η συνέλευση των Τριών Τάξεων (ÉtatsGénéraux), η µετέπειτα Συντακτική Εθνοσυνέλευση. Γρήγορα προσχώρησαν στη λέσχη οµοϊδεάτες από άλλες επαρχίες και από το Παρίσι. Όταν η Εθνοσυνέλευση µετακόµισε στο Παρίσι τον Οκτώβριο του 1789, ακολουθώντας τον Βασιλιά, η λέσχη ανασυγκροτήθηκε ως «Εταιρεία των Φίλων του Συντάγµατος» (Société des Amis dela Constitution) και εγκαταστάθηκε στο παλιό µοναστήρι των «Ιακωβίνων» (∆οµινικανών) στην οδό Σεντ Ονορέ.

Αυτό το τυχαίο όνοµα έµελλε να καθιερωθεί. Η Εταιρεία έγινε περισσότερο γνωστή απλώς ως «Λέσχη των Ιακωβίνων».Το πρώτο Καταστατικό (Règlement), που συνέταξε ο Αντουάν Μπαρνάβ (AntoineBarnave) και υιοθετήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1790, καθιέρωνε ρητά τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα της εταιρείας, ορίζοντας ως πρωταρχικό σκοπό της «να συζητεί εκ των προτέρων τα ζητήµατα που πρέπει να αποφασιστούν στην Εθνοσυνέλευση» (Άρθρο 1). Άρχισαν, ωστόσο, να γίνονται επιλεκτικά δεκτοί ως µέλη και πολίτες που δεν ήσαν µέλη της Εθνοσυνέλευσης.

Αυτό επρόκειτο ανεπαίσθητα να δηµιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη µεταγενέστερη µεταµόρφωση της Εταιρείας,όπως θα δούµε. Παράλληλα, το Καταστατικό προέβλεπε (στο Άρθρο 7) ότι η Εταιρεία θα δεχότανως «συνδεδεµένες» (associées) τις οµοειδείς εταιρείες σε όλη την επικράτεια, µε τις οποίες και θα βρισκόταν σε συνεχή ανταπόκριση. Αυτή η πρόβλεψη επρόκειτο να µεταµορφώσει τους Ιακωβίνους του Παρισιού σε κέντρο µιας εθνικής οργάνωσης (και την κοινοβουλευτική οµάδα σε κανονικό κόµµα). Από την αρχή, µόνο µία εταιρεία σε κάθε δήµο αναγνωριζόταν ως «συνδεδεµένη».

Αυτό ακριβώς επέτρεψε στην οργάνωση να παραµείνει ενιαία και συµπαγής, παρά τις απανωτές κρίσεις και εκκαθαρίσεις. Όταν ψηφιζόταν το Καταστατικό, τον Φεβρουάριο του 1790, υπήρχαν µόνο 23 συνδεδεµένες εταιρείες στις επαρχίες. Μέχρι το τέλος του 1790, ο αριθµός τους είχε αυξηθεί σε 276 και τον Ιούλιο του 1791 σε 434. Στις αρχές του 1794, στο ζενίθ της δύναµής τους, υπήρχαν τουλάχιστον 2.000. Ο ακριβής υπολογισµός είναι δύσκολος,επειδή οι κυριότερες εταιρείες κάθε νοµού απέκτησαν µε τη σειρά τους δικές τους συνδεδεµένες εταιρείες ως τοπικά παραρτήµατα.

Η Λέσχη Ιακωβίνων του Μπορντώ, για παράδειγµα, είχε 35 τον Αύγουστο του 1793. Προέκυψε έτσι µία οργανωτική πυραµίδα µε τρία επίπεδα.Η πρωτοκαθεδρία της Παρισινής λέσχης στην κορυφή αυτής της πυραµίδας παρέµεινε αδιαµφισβήτητη µέχρι το τέλος. Μόνο δύο φορές προτάθηκε (µάταια) η σύγκληση πραγµατικά εθνικού σώµατος, από αντιπροσώπους όλων των λεσχών. Ότι η λέσχη στο Παρίσι ήταν η πρώτη, η «εταιρεία - µητέρα» (société mère) δεν θα αρκούσε από µόνο του. Αυτό που επέβαλε την κυριαρχία της ήταν ότι επρόκειτο στην ουσία για κοινοβουλευτική οµάδα, τη µοναδική οργανωµένη κοινοβουλευτική οµάδα της Εθνοσυνέλευσης.

Οι Ιακωβίνοι ήσαν οι µόνοι που απέκτησαν οργάνωση σε εθνική κλίµακα, αντίθεταµε όλες τις άλλες Παρισινές λέσχες, που φαίνονται ισότιµες µ’αυτούς. Αυτό ήταν το κλειδί της ασύγκριτης δύναµης των Ιακωβίνων, γι’ αυτό και όσοι προσπάθησαν να την εξουδετερώσουν πρότειναν να απαγορευθεί το σύστηµα της «σύνδεσης» µεταξύ εταιρειών. Με τις συνθήκες αυτές, η ανταπόκριση µε τις επαρχίες αποτελούσε το ισχυρότερο µέσο ελέγχου και η Επιτροπή Ανταπόκρισης (Comité de correspondance) την αληθινή ηγεσία της οργάνωσης.

Για δύο χρόνια, διατήρησαν τον έλεγχο οι κοινοβουλευτικοί ιδρυτές, που ήσαν παράλληλα και ηγέτες της πλειοψηφίας στην Εθνοσυνέλευση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ροβεσπιέρος προσπάθησε αλλά απέτυχε να εκλεγεί στην Επιτροπή Ανταπόκρισης, στις 27 Μαΐου 1791. Η ώρα του δεν είχε έρθει ακόµη. Στην Εθνοσυνέλευση, ο Ροβεσπιέρος παρέµενε περιθωριακός έως γραφικός. Ήταν όµως ο µόνος που είχε µακροπρόθεσµη προσωπική στρατηγική. Αφού δεν ακουγόταν στην Εθνοσυνέλευση, είχε επιλέξει ως ακροατήριο τους Ιακωβίνους.

Πιό συγκεκριµένα, απευθυνόταν σε δύο κατηγορίες Ιακωβίνων που συνεχώς αυξάνονταν, αλλά ήσαν εξ αντικειµένου αποκλεισµένες από την Εθνοσυνέλευση:

α) Τα µέλη που δεν ήσαν βουλευτές και έτσι σύχναζαν στις συνεδριάσεις της Εταιρείας (ενώ ο ιβουλευτές ήσαν απορροφηµένοι από τις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης).

β) Τις συνδεδεµένες εταιρείες των επαρχιών, στις οποίες έστελνε συστηµατικά τα κείµενα των οµιλιών του.

Έχοντας αποκτήσει ερείσµατα στις δύο αυτές κατηγορίες, ο Ροβεσπιέρος αιφνιδίασε και κατάφερε καίριο πλήγµα στους αντιπάλους του, προτείνοντας στην Εθνοσυνέλευση στις 16 Μαΐου 1791 να µην είναι εκλόγιµα τα µέλη της στην επόµενη συνέλευση (τη Νοµοθετική). Η απροσδόκητη πρόταση έγινε αµέσως δεκτή, χωρίς συζήτηση. Έτσι, το νεοπαγές Σύνταγµα στερήθηκε τους συντάκτες του από την πρώτη στιγµή της εφαρµογής του. Εµποδίζοντας την επανεκλογή τους, ο Ροβεσπιέρος µιλούσε για λογαριασµό των νέων Ιακωβίνων - «αυτών που δεν είναι βουλευτές, που θέλουν να γίνουν», όπως γράφει επιγραµµατικά ο Μισελέ.


Αφού απέκλεισε τους ανταγωνιστές του από την επόµενη συνέλευση, δενέµενε παρά να τους αποκλείσει και από τους Ιακωβίνους. Η ευκαιρία παρουσιάστηκε δύο µήνες αργότερα, στις 16 Ιουλίου 1791. Την παραµονή, ένας όχλος είχε εισβάλει στη συνεδρίαση των Ιακωβίνων στο Παρίσι και είχε εκβιάσει καταρχήν απόφαση για την έκδοση ψηφίσµατος που θα ζητούσε την έκπτωση του Λουδοβίκου 16ου (µετά τη φυγή και τη σύλληψή του). Το κείµενο επρόκειτο να συνταχθεί το πρωί της 16ης. Αλλά οι Ιακωβίνοι βουλευτές δεν προσήλθαν. Φοβήθηκαν, όπως φαίνεται, τον όχλο.

Συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία των «Φεγιάν» (Feuillants), από την οποία πήρε και την ονοµασία της η νέα τους λέσχη. Στις 17 Ιουλίου, η λαϊκή συγκέντρωση στο Πεδίο του Άρεως για την έκπτωση του Λουδοβίκου πνίγηκε στο αίµα από την Εθνοφρουρά. Ωστόσο, οι κοινοβουλευτικοί δεν άδραξαν την ευκαιρία ούτε για να διεκδικήσουν δυναµικά την παλιά τους λέσχη, ως ιδρυτές, ούτε για να την κλείσουν, ως εξουσία. Την άφησαν έτσι στον έλεγχο του Ροβεσπιέρου.Με την αποχώρηση των κοινοβουλευτικών, η Λέσχη των Ιακωβίνων στο Παρίσι έχασε περίπου 80% των µελών της.

Από 300 και πλέον βουλευτές, έµειναν µόλις έξη.Ο Ροβεσπιέρος όµως όχι µόνο εµπόδισε κάθε απόπειρα επανένωσης, αλλά και επέβαλε την πρώτη «εκκαθάριση» (scrutin épuratoire), επιτυγχάνοντας τη διαγραφή και άλλων. Όπως εξηγήθηκε, η δύναµη των Ιακωβίνων δεν επήγαζε από τον αριθµό τους στο ίδιο το Παρίσι, αλλά από την οργάνωσή τους σε εθνική κλίµακα. Πριν, αυτό που µετρούσε ήταν η κοινοβουλευτική ιδιότητα των µελών στο Παρίσι. Τώρα, αυτό που χρειαζόταν ο Ροβεσπιέρος ήταν µία ολιγοµελής και συνεκτική οµάδα, που θα µπορούσε να χειραγωγεί ο ίδιος - αντίστοιχη µε µεταγενέστερες Κεντρικές Επιτροπές.

Οι κοινοβουλευτικοί είχαν παρατήσει στον Ροβεσπιέρο την παλιά τους λέσχη,ελπίζοντας ότι θα της αποσπούσαν το δίκτυο των συνδεδεµένων εταιρειών, που αποτελούσε την αληθινή της δύναµη. Έχασαν όµως αυτή την κρίσιµη µάχη, τοκαλοκαίρι του 1791, µε µοιραία αποτελέσµατα (και για τους ίδιους προσωπικά).Μέχρι το Σεπτέµβριο, η συντριπτική πλειοψηφία των Ιακωβίνων στις επαρχίες είχε συνταχθεί µε την «εταιρεία - µητέρα», προπαντός για χάρη της ενότητας. Από τη στιγµή εκείνη, τίποτε δεν µπορούσε πλέον να σταµατήσει τη µακρά πορεία του Ροβεσπιέρου προς την εξουσία.

Οι Γιρονδίνοι, αργότερα, αποδείχθηκαν εντελώς ανεπαρκείς και στο οργανωτικό πεδίο, εξανεµίζοντας την υποστήριξη των επαρχιακών εταιρειών που τους ακολουθούσαν. Σταδιακά, οι Ιακωβίνοι σε όλη τη Γαλλία εξελίχθηκαν σε πρωτοφανή µαζική οργάνωση. Μολονότι στο Παρίσι δεν ξεπέρασαν ποτέ τα 1.200 µέλη, ο συνολικός αριθµός µελών σε όλη την επικράτεια έφθασε τα 150.000 τον Μάρτιο του 1793, κατάτους συντηρητικότερους υπολογισµούς (ενώ άλλοι τον ανεβάζουν στο µισό εκατοµµύριο).

Αρκεί να σηµειώσει κανείς εδώ ότι το εκλογικό σώµα ήταν περίπου έξη εκατοµµύρια, από τα οποία όµως µόλις 1.813.000 ψήφισαν για το Σύνταγµα του 1793 (που ουδέποτε εφαρµόστηκε). Έτσι, και µε το συντηρητικότερο υπολογισµό, τα οργανωµένα µέλη των Ιακωβίνων αντιπροσώπευαν 8,3% των ενεργών ψηφοφόρων,ενώ υπήρχαν µέρη όπου ξεπερνούσαν ακόµη και το 10% του συνολικού πληθυσµού. Συνακόλουθα, η κοινωνική τους σύνθεση έγινε περισσότερο µικροαστική, παραπλήσια µε εκείνη των «αβράκωτων» (sans culottes).

Υπό τον έλεγχο του Ροβεσπιέρου, οι Ιακωβίνοι εξελίχθηκαν επίσης σε αντικοινοβουλευτική δύναµη. Σε συντονισµό µε τον παρισινό όχλο, έγιναν ακαταµάχητο όπλο καθυπόταξης και τροµοκράτησης των κοινοβουλευτικών συνελεύσεων (Συντακτικής, Νοµοθετικής και Συµβατικής). Οι εκάστοτε κοινοβουλευτικοί συνάδελφοι του Ροβεσπιέρου, πρώτα στη Συντακτική και αργότερα στη Συµβατική, ουδέποτε βυθοµέτρησαν την απόλυτη απουσία συναδελφικής αλληλεγγύης εκ µέρους του, ενώ οι ίδιοι δεσµεύονταν από αυτήν.

Ήδη από το 1790, ο Ροβεσπιέρος υπονόµευε συστηµατικά στους Ιακωβίνους το σεβασµό (αρχικά απόλυτο) για την Εθνοσυνέλευση, τις αποφάσεις και τα µέλη της. Με τη µαζική αποχώρηση των κοινοβουλευτικών, τον Ιούλιο του 1791, η λέσχη έπαψε πλέον να είναι κοινοβουλευτική στη σύνθεση και τον προσανατολισµό της. Νέο καταστατικό,τον Σεπτέµβριο του 1791, πιστοποίησε τη µεταµόρφωση απαλείφοντας κάθε αναφορά στο κοινοβουλευτικό έργο. Από τον Οκτώβριο του 1791, οι συνεδριάσεις των Ιακωβίνων έγιναν δηµόσιες.

Από κοινοβουλευτική οµάδα της Εθνοσυνέλευσης, που ήσαν αρχικά, ολοκλήρωσαν έτσι τη µεταµόρφωσή τους σε παράλληλη συνέλευση - ανταγωνιστική της κοινοβουλευτικής.Οι βουλευτές της Νοµοθετικής και αργότερα της Συµβατικής που έγιναν µέλη των Ιακωβίνων στο Παρίσι δεν ήσαν σε θέση να ανατρέψουν αυτά τα τετελεσµένα. Στο σύνολο των µελών, αποτελούσαν µικρή µειοψηφία.

Από την έναρξη της Συµβατικής, το Σεπτέµβριο του 1792, τους απαγορεύθηκε να συσκέπτονται χωριστά, ενώ απαιτήθηκε να παρίστανται στις συνεδριάσεις της Εταιρείας - διασκορπισµένοι στο πλήθος και κάτω από τη δαµόκλεια σπάθη ενδεχόµενης διαγραφής τους. Όπως έµελλε να συµβεί ξανά πολύ αργότερα, η διαγραφή από τη Λέσχη των Ιακωβίνων κατέληξε να ισοδυναµεί µε θανατική καταδίκη την περίοδο της Τροµοκρατίας. Προεξοφλούσε δηλ. τη σύλληψη και εκτέλεση του διαγραµµένου, όπως στο Σοβιετικό και τα άλλα κοµµουνιστικά καθεστώτα.


Μέχρι την έναρξη της Συµβατικής, οι Ιακωβίνοι είχαν αποδειχθεί υπονοµευτές όχι µόνο του κοινοβουλευτισµού, αλλά και της ίδιας της συνταγµατικής νοµιµότητας. Αναγνωρίζοντας ότι δεν ταίριαζε πλέον να ονοµάζονται «Φίλοι του Συντάγµατος», αφού είχαν συµβάλει στην ανατροπή του, υιοθέτησαν στις 21 Σεπτεµβρίου 1792 το δεύτερο επίσηµο όνοµά τους: «Εταιρεία των Φίλων της Ελευθερίας και της Ισότητας». Η άρνηση του κοινοβουλευτισµού και της νοµιµότητας ολοκληρώθηκε στις 2 Ιουνίου 1793, όταν η Συµβατική εξαναγκάστηκε µε τη βία των όπλων να αυτοακρωτηριαστεί, ψηφίζοντας τη σύλληψη των Γιρονδίνων.

Οι Ιακωβίνοι είχαν προ πολλού αναγγείλει και νοµιµοποιήσει το βιασµό της Συµβατικής σαν «εξέγερση» εναντίον των «διεφθαρµένων βουλευτών». Στη συνέχεια (και για δεκατέσσερις µήνες) οι Ιακωβίνοι λειτούργησαν ουσιαστικά ως µονο κοµµατικό ολοκληρωτικό καθεστώς, προαναγγέλλοντας τυπικά γνωρίσµατα τέτοιων καθεστώτων στον 20ό αιώνα. Ένα είναι η κατάργηση της εσωκοµµατικής δηµοκρατίας. Πέρα από την ατοµική διαγραφή, οι Ιακωβίνοι επινόησαν τη µαζική «εκκαθάριση».

Η Παρισινή λέσχη υπέστη «εκκαθάριση» τέσσερις φορές σε τρία χρόνια, ενώ και οι επαρχιακές εταιρείες υποβλήθηκαν σε διαδοχικές εκκαθαρίσεις. Άλλο τυπικό γνώρισµα είναι η αλληλοεπικάλυψη κόµµατος και κράτους, που κάνει το πρώτο αξεχώριστο και τελικά εξαρτηµένο από το δεύτερο. Η θανάσιµη αναµέτρηση των Ιακωβίνων µε τη Συµβατική οδήγησε στην ανατροπή του Ροβεσπιέρου στις 9 Θερµιδόρ (27 Ιουλίου 1794). Την παραµονή, οι Ιακωβίνοι είχαν φθάσει στο σηµείο να προγράψουν την πλειοψηφία της Συµβατικής. Εξώθησαν έτσι τα µέλη της να δράσουν αποφασιστικά, για να σώσουν την ίδια τους τη ζωή.

Κατά συνέπεια, η ανατροπή και εκτέλεση του Ροβεσπιέρου και των συνεργατών του εσήµανε την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής νοµιµότητας και ταυτόχρονα την οριστική συντριβή της τροµοκρατικής δύναµης των Ιακωβίνων. Όταν δοκίµασαν ξανά να φοβερίσουν τη Συµβατική, δεν κατάφεραν τίποτε άλλο παρά να επισπεύσουν την απαγόρευση της «σύνδεσης» µεταξύ εταιρειών, τον Οκτώβριο. Ακολούθησε το (αυθαίρετο) κλείσιµο της λέσχης τους, στις 12 Νοεµβρίου 1794. Αρκούν δύο µόνο διαπιστώσεις:

α) Οι Ιακωβίνοι έγιναν το µοναδικό µαζικό κόµµα στη Γαλλία και

β) Απέκτησε τον αδιαµφισβήτητο έλεγχό τους ο Ροβεσπιέρος.

''ΑΠΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ'' Η ΕΠΙΣΗΜΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Στην περίοδο που οι Ιακωβίνοι άσκησαν την ανηλεή Τρομοκρατία τους, ο Χριστιανισμός αποτέλεσε τον πρώτο στόχο τους, γεγονός που δεν εκπλήσσει, αν λάβουμε υπόψη τις Ιλλουμινατικές, Μαρτινιστικές και Φρανκιστικές καταβολές τους. Εκατοντάδες ιερείς σε όλη τη Γαλλία σφαγιάστηκαν και άλλοι εξορίστηκαν, από τις διαβόητες Επιτροπές Αποχριστιανισμού, ενώ οικογένειες ολόκληρες στέλνονταν στον δήμιο για εκτέλεση, μονάχα επειδή είχαν μυστικά βαφτίσει το παιδί τους. Χιλιάδες καμπαναριά, αλλά και αρκετοί ναοί, σε όλη την Γαλλία, κατεδαφίστηκαν.

Άλλοι μετατράπηκαν σε φυλακές, ή σε «Ναούς της Λογικής» και «Ναούς του Υπέρτατου Όντος». Στις πλατείες των πόλεων, οι επικαλούμενοι τον Διαφωτισμό «φωταδιστές» έστηναν μεγάλες φωτιές, όπου έκαιγαν όλα τα Χριστιανικά βιβλία που συγκέντρωναν. Οι δημόσιοι εορτασμοί προς τιμήν του «Υπέρτατου Όντος», συνοδεύονταν και από παρωδίες των Χριστιανικών εορτών και λιτανειών, που είχαν σκοπό να χλευάσουν το θρησκευτικό συναίσθημα του Γαλλικού λαού που, στην συντριπτική πλειοψηφία του βέβαια, παρέμενε στην πίστη του Χριστού.

Στο αντιχριστιανικό τους μένος οι Ιακωβίνοι καθοδηγούνταν κυρίως από τον Hebert και την ομάδα του. Αυτός, ο άνθρωπος που 'χε στείλει την πριγκίπισσα του Lamballe στον μαρτυρικό θάνατο, ήταν ο ίδιος που επινόησε τις αισχρότερες συκοφαντίες, για αιμομιξία, που εκτόξευσαν στη Μαρία Αντουανέτα κατά τη δίκη της, μαζί με τις γραφικότατες επινοήσεις για το θρυλικό πλέον «παντεσπάνι», που είχαν σκοπό να καλλιεργήσουν το λαϊκό μίσος (και δεν υποστηρίζονται βέβαια ούτε από τους δικούς τους ιστορικούς).

Εκτός από τον Hebert όμως, πρωταγωνιστής της πολιτικής του αποχριστιανισμού υπήρξε και μια άλλη μορφή, ο διαβόητος μαρκήσιος ντε Σαντ. Μετά την αποφυλάκισή του από τους Ιακωβίνους, ο αριστοκράτης αυτός υπήρξε ένας από τους πιο φανατικούς βουλευτές τους. Τον ανέδειξαν μάλιστα ακόμα και πρόεδρο του Επαναστατικού Τομέα της Βαντόμ, στον οποίον ανήκε ο ίδιος ο Ροβεσπιέρος. Όπως και αρκετοί άλλοι αποκρυφιστές και αντιχρισχιανοί ευγενείς σαν κι αυτόν, ο ντε Σαντ είχε προσφέρει όλον τον εαυτό του στη «μεγάλη υπόθεση» της Ιλλουμινατικής επανάστασης.

Η δράση του ντε Σαντ ήταν πασίγνωστη σε όλη τη Γαλλία και μάλιστα ο λαός της περιοχής του, στην Προβηγκία, είχε επιχειρήσει να κάψει τον πύργο του, στο Λακόστ, για να τον τιμωρήσει για τα εγκλήματα του. Ο ντε Σαντ είχε δικαστεί και καταδικαστεί -πριν από την Επανάσταση- και είχε ήδη εκτίσει πολλά χρόνια φυλακής για τα εγκλήματα του ή, για να ακριβολογούμε, για αυτά που είχαν δει το φως, και τα οποία ήταν ένα μικρό μόνο κομμάτι αυτών που είχε διαπράξει.

Το μεγαλύτερο μέρος της ποινής του, πάνω από δέκα χρόνια, το είχε εκτίσει στη Βαστίλη. Όμως ο άνθρωπος που είχε καταδικαστεί για τον άγριο βασανισμό των υπηρετριών του -και που από το όνομά του προήλθε ο όρος «σαδισμός»- δεν μπορούσε να είναι «εχθρός του λαού» για τους Ιακωβίνους, καθώς επρόκειτο (στην περίπτωσή του, και στην περίπτωση όλων εκείνων των αριστοκρατών που είχαν συμμετάσχει στην Επανάσταση και δεν ήταν λίγοι) για έναν αποκρυφιστή του δικού τους σιναφιού.


Σε ό,τι αφορά τη σχέση του με τον αποκρυφισμό -αντίθετα από πολλούς άλλους αποκρυφιστές- στη δική του περίπτωση, η ιδιότητά του αυτή ήταν πασίγνωστη σε όλη τη Γαλλία. Κι αυτό, εξαιτίας ακριβώς της δίκης που είχε γίνει για τα εγκλήματά του. Από τη δίκη του αυτή είναι που γνωρίζουμε, για παράδειγμα, πως συνήθιζε να απαγάγει και να βασανίζει άγρια γυναίκες, όχι σε τυχαίες μέρες, αλλά στη διάρκεια των μεγάλων χριστιανικών εορτών, όπως η Κυριακή του Πάσχα. Όλα αυτά αποτελούσαν προσόντα για τους Ιακωβίνους, οι οποίοι είχαν πάντα ανοιχτές αγκάλες για πολλούς ευγενείς σαν κι αυτόν.

Αρκεί βέβαια εκείνοι να είχαν τα αντιχριστιανικά χαρακτηριστικά και το μένος που είχε ο εν λόγω Μαρκήσιος, ή ο ανιψιός του Γιάκομπ Φρανκ (και παρ' ολίγον αρχηγός της σέκτας τους), ή ο ελεεινός αυτός δούκας της Ορλεάνης, ο Λουδοβίκος - Φίλιππος Β', για τον οποίον επίσης υπάρχουν μαρτυρίες ότι φορούσε παντελόνια από το δέρμα των αθώων θυμάτων των Ιακωβίνων. Σήμερα βέβαια έχει επικρατήσει να αποδίδεται αυτό το αντιχριστιανικά μένος στην καταπίεση που είχε επί αιώνες ασκήσει το Βατικανό στους λαούς.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση