Οι εκθεσιακοί χώροι του καλύπτουν έκταση 8.000 τ.μ. και στεγάζουν τις 5 μεγάλες μόνιμες συλλογές:
-Τη Συλλογή Προϊστορικών Αρχαιοτήτων, που περιλαμβάνει έργα των μεγάλων πολιτισμών που αναπτύχθηκαν στο Αιγαίο από την 6η χιλιετία μέχρι το 1050 π.Χ. (νεολιθικού, κυκλαδικού και μυκηναϊκού) και ευρήματα από τον προϊστορικό οικισμό της Θήρας.-Τη Συλλογή Έργων Γλυπτικής, που παρουσιάζει, μέσα από μοναδικά έργα τέχνης, την εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής από τον 7ο αιώνα π.Χ. μέχρι τον 5ο αιώνα μ.Χ.
-Τη Συλλογή Αγγείων και Μικροτεχνίας, που περιλαμβάνει αντιπροσωπευτικά έργα της αρχαίας ελληνικής κεραμικής από τον 11ο αιώνα π.Χ. μέχρι και τη ρωμαϊκή εποχή, καθώς και τη Συλλογή Σταθάτου, μια συλλογή μικροτεχνημάτων.
-Τη Συλλογή Έργων Μεταλλοτεχνίας, με πολλά μοναδικά πρωτότυπα έργα, αγάλματα, ειδώλια και έργα μικροτεχνίας.
-Τέλος, τη μοναδική για την Ελλάδα Συλλογή Αιγυπτιακών και Ανατολικών Αρχαιοτήτων, με έργα τέχνης, που χρονολογούνται από την προδυναστική περίοδο (5000 π.Χ.) μέχρι και τους χρόνους της ρωμαϊκής κατάκτησης.
Το μουσείο διαθέτει πλούσιο φωτογραφικό αρχείο και βιβλιοθήκη με πολλές σπάνιες εκδόσεις, που εμπλουτίζεται διαρκώς για τις ανάγκες του επιστημονικού προσωπικού. Επίσης, διαθέτει σύγχρονα εργαστήρια συντήρησης μεταλλικών αντικειμένων, κεραμικής, λίθου, εργαστήρια εκμαγείων, οργανικών υλών, φωτογραφικό εργαστήριο και χημικό εργαστήριο. Στους χώρους του στεγάζονται, ακόμη, αίθουσες περιοδικών εκθέσεων, αμφιθέατρο διαλέξεων, καθώς και ένα από τα μεγαλύτερα πωλητήρια του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων.
Το Μουσείο δέχεται χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο. Παράλληλα με την προβολή των εκθεμάτων του διοργανώνει περιοδικές εκθέσεις και συμμετέχει με δανεισμό έργων του σε εκθέσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Επί πλέον, λειτουργεί ως κέντρο έρευνας για επιστήμονες από όλο τον κόσμο και συμμετέχει στην εκπόνηση ειδικών εκπαιδευτικών και άλλων προγραμμάτων. Στο αμφιθέατρό του διοργανώνονται αρχαιολογικές διαλέξεις, ενώ καινοτομία αποτελεί και η δυνατότητα ξενάγησης ατόμων με προβλήματα ακοής από το επιστημονικό προσωπικό. Το Μουσείο λειτουργεί ως Ειδική Περιφερειακή Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, ενώ οι 5 μόνιμες συλλογές του, εκτός από εκθεσιακές ενότητες, αποτελούν και αυτόνομα διοικητικά τμήματα.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα με σκοπό να φιλοξενήσει και να διαφυλάξει αρχαιότητες από όλη την Ελλάδα, προβάλλοντας παγκοσμίως την ιστορική, πνευματική και καλλιτεχνική τους αξία. Το πρώτο Μουσείο στην Ελλάδα είχε ήδη ιδρυθεί το 1829, από τον Ι. Καποδίστρια και στεγάσθηκε στο Ορφανοτροφείο της Αίγινας. Στις επόμενες δεκαετίες, όμως, η μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα και ο μεγάλος αριθμός ευρημάτων, που ερχόταν στο φως από τις ανασκαφές, έκαναν επιτακτική την ανάγκη ύπαρξης ενός οργανωμένου εθνικού μουσείου στην πόλη. Για πολλά χρόνια διατυπώνονταν προτάσεις σχετικά με τη θέση και τα σχέδια του κτιρίου, τόσο από Έλληνες όσο και από ξένους αρχιτέκτονες, που εργάζονταν για την ανοικοδόμηση της Αθήνας.
Το οικόπεδο, όπου τελικά οικοδομήθηκε το Μουσείο, είναι δωρεά της Ελένης Τοσίτσα, ενώ τα σχέδια κατασκευής του κτιρίου, των αρχιτεκτόνων L. Lange και Π. Κάλκου, επιμελήθηκε για την τελική διαμόρφωση του χώρου ο αρχιτέκτων E. Ziller. Τη χρηματοδότηση προσέφεραν το ελληνικό δημόσιο, η Αρχαιολογική Εταιρεία και ο Νικόλαος Βερναρδάκης, πλούσιος ομογενής από τη Ρωσία. Το κτίριο τέλειωσε το 1889 με την παράδοση της κεντρικής πτέρυγας και την πρόσοψη, ενώ κατά τα έτη 1903-1906 προστέθηκε μία ακόμα πτέρυγα στα ανατολικά. Τέλος, στο διάστημα 1932-1939 πραγματοποιήθηκε η κατασκευή ενός διώροφου κτίσματος στην ανατολική πλευρά από τον αρχιτέκτονα Γ. Νομικό.
Η μεταφορά αρχαιοτήτων στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ξεκίνησε το 1874, όταν ολοκληρώθηκε η ανέγερση της δυτικής πτέρυγας και ενώ συνεχίζονταν οι εργασίες αποπεράτωσης. Έως το 1889, χρονολογία περάτωσης της κεντρικής πτέρυγας, είχαν μεταφερθεί στο Μουσείο τα σημαντικότερα αρχαία ευρήματα από την επαρχία και το 1893 ολοκληρώθηκε η σταδιακή παράδοση όλων των αρχαιοτήτων της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Επί πλέον, οι συλλογές του Μουσείου εμπλουτίσθηκαν με δωρεές ιδιωτικών αρχαιολογικών συλλογών, όπως της Αιγυπτιακής Συλλογής του Ιωάννη Δημητρίου (1890).
Με Προεδρικό Διάταγμα της 9ης Αυγούστου 1893, ιδρύθηκε επισήμως το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο με σκοπό «τη σπουδή και διδασκαλία της αρχαιολογικής επιστήμης, τη διάδοση αρχαιολογικών γνώσεων και την ανάπτυξη έρωτα προς τις καλές τέχνες». Οι Συλλογές του καθορίσθηκαν ως εξής: Συλλογή Γλυπτών (Γλυπτοθήκη), Συλλογή Αγγείων (Αγγειοθήκη), Συλλογή Πήλινων και Χαλκών Αγαλματίων και λοιπών διαφόρου ύλης αρχαίων (Αγαλματιοθήκη), Συλλογή Επιγραφών (Επιγραφικό Μουσείο), Συλλογή Έργων Προελληνικών Χρόνων (Μυκηναία Συλλογή), Συλλογή Έργων Αιγυπτιακής Τέχνης (Αιγυπτιακή Συλλογή). Επιπλέον, λειτουργούσαν εργαστήρια συντήρησης και μουσείο εκμαγείων.
Η κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έκανε επιτακτική την ανάγκη αποθήκευσης και φύλαξης των αρχαιοτήτων του Μουσείου σε ασφαλείς χώρους του κτιρίου, της Τραπέζης της Ελλάδος και σε φυσικά κρησφύγετα. Αμέσως μετά τον πόλεμο, το 1945, άρχισαν οι εργασίες επανέκθεσης των αρχαίων, υπό την επίβλεψη του τότε διευθυντή Χ. Καρούζου, ενώ παράλληλα πραγματοποιήθηκαν οικοδομικές εργασίες από τον αρχιτέκτονα Π. Καραντινό, για τη διαμόρφωση των χώρων του Μουσείου για την καλύτερη παρουσίαση των εκθεμάτων. Στη διάρκεια των εργασιών αυτών, η προσωρινή έκθεση του μουσείου περιορίσθηκε σε δέκα αίθουσες της ανατολικής πτέρυγας. Το 1964 ολοκληρώθηκε το έργο της επανέκθεσης από το Χρήστο και τη Σέμνη Καρούζου, με την υποδειγματική παρουσίαση της πορείας της αρχαίας ελληνικής τέχνης από την προϊστορία μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια. Το 1994, 30 χρόνια αργότερα, εκτέθηκε για πρώτη φορά και η μοναδική στην Ελλάδα συλλογή αιγυπτιακών αρχαιοτήτων.
ΕΚΘΕΣΕΙΣ
ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
Η Νεολιθική Συλλογή αποτελεί μέρος της Συλλογής Προϊστορικών Αρχαιοτήτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και περιλαμβάνει τα αρχαιότερα εκθέματα του μουσείου, αντιπροσωπευτικά του νεολιθικού πολιτισμού και των πολιτισμών που αναπτύχθηκαν στο Αιγαίο πριν από το μυκηναϊκό. Πρόκειται για αντικείμενα που προέρχονται από οικισμούς και ταφικά μνημεία της νεολιθικής εποχής, της Πρώιμης και Μέσης Εποχής του Χαλκού, τόσο από την ηπειρωτική Ελλάδα όσο και από τα νησιά του Αιγαίου. Τα περισσότερα εκθέματα είναι πήλινα και λίθινα αγγεία, ειδώλια και εργαλεία, που χρονολογούνται από το 6800 π.Χ. έως το 1600 π.Χ., ενώ ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι λεγόμενοι «θησαυροί» πολύτιμων αντικειμένων από το ΒΑ Αιγαίο. Η έκθεση καταλαμβάνει τη μεγάλη αίθουσα 5 στο ισόγειο του μουσείου και είναι οργανωμένη κατά χρονολογική σειρά, ξεκινώντας από τη Νεολιθική εποχή και καταλήγοντας στην Εποχή του Χαλκού. Ο τρόπος παρουσίασης των εκθεμάτων δίνει τη δυνατότητα στον επισκέπτη να γνωρίσει τα σημαντικά κέντρα κάθε περιόδου, την τυπολογική εξέλιξη των αντικειμένων και των τρόπων διακόσμησης, την εξέλιξη της τεχνολογίας, αλλά του προσφέρει και πληροφορίες για τις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής. Τα εκθέματα πλαισιώνουν επεξηγηματικές πινακίδες, ενημερωτικά κείμενα και σχεδιαγράμματα.
ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΕΚΘΕΣΗΣ
-ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗΕκτίθενται ευρήματα κυρίως από οικισμούς της Θεσσαλίας κι από άλλες θέσεις της Ελλάδας, που χρονολογούνται στη Νεολιθική εποχή, περίοδο που χαρακτηρίζεται από την απασχόληση του ανθρώπου με τη γεωργία και την κτηνοτροφία και τη μόνιμη εγκατάστασή του σε ένα τόπο. Τα εκθέματα περιλαμβάνουν αγγεία, σκεύη, ειδώλια, κοσμήματα, εργαλεία και όπλα, από πηλό, λίθο, οστό ή κέρατο, που χρονολογούνται από το 6800-3300 π.Χ. Παρουσιάζονται, όπου είναι δυνατόν, με χρονολογική σειρά, για να είναι κατανοητή στον επισκέπτη η σταδιακή πρόοδος της τεχνολογίας και η ομαλή μετάβαση στην επόμενη περίοδο, την Εποχή του Χαλκού. Η εισαγωγή του κεραμικού τροχού ή η εξέλιξη της μεταλλοτεχνίας, για παράδειγμα, παρουσιάζονται μέσα από τα εκθέματα και με τη βοήθεια εποπτικού υλικού. Από τα σημαντικότερα εκθέματα είναι τα πήλινα αγγεία με τεχνικές διακόσμησης που χαρακτηρίζουν συγκεκριμένες περιοχές και χρονολογικές περιόδους, καθώς και τα πήλινα ειδώλια, τόσο τα γυναικεία όσο και τα ανδρικά, όπως ο αποκαλούμενος «Στοχαστής», ενώ η μετάβαση από τη Νεολιθική εποχή στην Εποχή του Χαλκού υποδεικνύεται από τη σειρά των χάλκινων πελέκεων.
Κουροτρόφος |
Εδώ εκτίθενται ευρήματα από οικισμούς και νεκροταφεία των αρχών της Εποχής του Χαλκού. Η Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3200-1900 π.Χ.) εκπροσωπείται κυρίως από εκθέματα ιδιαίτερων πολιτιστικών ενοτήτων, όπως οι περίφημοι «θησαυροί» της Πολιόχνης Λήμνου και της Τροίας, σύνολα χρυσών και χάλκινων αντικειμένων, χαρακτηριστικά του πολιτισμού του ΒΑ Αιγαίου, αλλά και το σύνολο χρυσών και αργυρών κτερισμάτων από τον πρωτοελλαδικό τύμβο της Λευκάδας. Ακολουθούν ανασκαφικά σύνολα από διάφορες θέσεις της Αττικής, για να οδηγηθεί ο επισκέπτης στη Μέση Εποχή του Χαλκού (1900-1600 π.Χ.) με τα ευρήματα του Βοιωτικού Ορχομενού, που υπήρξε μεγάλο κέντρο της περιόδου και απέδωσε μεγάλο αριθμό της χαρακτηριστικής για την εποχή αμαυρόχρωμης και μινυακής κεραμικής. Το μεγαλύτερο σύνολο σε αυτή την περίοδο καταλαμβάνουν τα κτερίσματα των μεσοελλαδικών τάφων του Σέσκλου και του Διμηνίου, ανάμεσα στα οποία υπάρχουν και αρκετά μεταλλικά αντικείμενα, όπως χάλκινη αιχμή λόγχης του «τύπου Σέσκλου», από τα ελάχιστα δείγματα που έχουν αποκαλυφθεί στην Ελλάδα.
Χάλκινα και χρυσά κοσμήματα νεκροταφείου Σέσκλου |
ΕΚΘΕΜΑΤΑ
ΕΙΔΩΛΙΟ ΤΟΥ «ΣΤΟΧΑΣΤΗ»Μοναδικό μνημειακό ειδώλιο της νεολιθικής εποχής (4500-3300 π.Χ.), που παριστάνει ανδρική ιθυφαλλική μορφή σε θρόνο. Το μέγεθός του ξεπερνάει τα όρια της συνηθισμένης ειδωλοπλαστικής της περιόδου, αν και ο τύπος αυτός ανδρικού ειδωλίου είναι αρκετά διαδεδομένος. Ο άνδρας εικονίζεται καθισμένος σε θρόνο, που είναι συμφυής με το σώμα του. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του αποδίδονται με πλαστικότητα, ενώ τα γένια, το θωρακικό τόξο και η ηβική χώρα αποδίδονται με εγχαράξεις. Τη συμβατική του ονομασία οφείλει στη στάση του: το αριστερό χέρι, λυγισμένο αφύσικα προς τα κάτω, ακουμπάει στο γόνατο, ενώ το δεξί, ανασηκωμένο, αγγίζει το κεφάλι. Το ειδώλιο βρέθηκε κάτω από άγνωστες συνθήκες και χρονολογείται στην Τελική Νεολιθική περίοδο (4500-3300 π.Χ.). Ανήκει σε μια ομάδα γλυπτών που συνεχίζουν την ειδωλοπλαστική παράδοση της Μέσης Νεολιθικής, στην οποία τα ανδρικά ειδώλια κάθε είδους διακρίνονται κυρίως από τον προεξέχοντα φαλλό και πιθανότατα σχετίζονται με τη λατρεία της γονιμότητας.
Το αγγείο είναι μοναδικό σε σχήμα και διακόσμηση και αποτελεί το τελειότερο δείγμα του ρυθμού της πολύχρωμης κεραμικής, που κυριαρχεί στη Νεότερη Νεολιθική περίοδο (5300-4800 π.Χ.). Είναι χειροποίητο, με σφαιρικό σώμα, κοντό λαιμό, στενό στόμιο και επίπεδη βάση και έχει δύο κατακόρυφες λαβές στο κέντρο του σώματός του. Η σύνθετη γραμμική διακόσμηση καλύπτει όλο το σώμα του και γίνεται με καστανόμαυρη και ερυθρή βαφή σε στιλβωμένη επιφάνεια. Τα μοτίβα είναι όμοια και στις δύο όψεις: καμπύλες γραμμές, που τέμνονται μεταξύ τους και δημιουργούν τρεις μεγάλες τριγωνικές επιφάνειες. Η κεντρική επιφάνεια καλύπτεται από σκουρόχρωμο ημικύκλιο και σπείρα, ενώ οι δύο πλαϊνές από μηνοειδή κοσμήματα με έντονο ερυθρό χρώμα. Το αγγείο είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της κεραμικής, που προέρχεται από τον οικισμό του Διμηνίου και ξεχωρίζει για την πολύ καλή της ποιότητα, τόσο στην κατασκευή όσο και στη διακόσμηση.
ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
Το μεγαλύτερο μέρος της Συλλογής Προϊστορικών Αρχαιοτήτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου αποτελούν τα ευρήματα, που χρονολογούνται στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού, περίοδο του λαμπρού μυκηναϊκού πολιτισμού. Στην έκθεση παρουσιάζονται αντικείμενα κυρίως από τα μεγάλα κέντρα της Αργολίδας και ιδιαίτερα από τις Μυκήνες, από τη Μεσσηνία, τη Λακωνία, την Αττική και άλλες περιοχές της Ελλάδας. Πρόκειται για ευρήματα κάθε είδους, που προέρχονται κυρίως από τάφους και σπανιότερα από οικιστικά σύνολα, και χρονολογούνται από το 1600-1100 π.Χ. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή ενότητα αποτελεί το σημαντικό σύνολο των πολύτιμων κτερισμάτων των βασιλικών τάφων των Μυκηνών, που ανάσκαψε ο Ερρίκος Σλήμαν στο τέλος του 19ου αιώνα. Η έκθεση καταλαμβάνει τη μεγάλη κεντρική αίθουσα 4 στο ισόγειο του Μουσείου και τη μικρή παράπλευρη αίθουσα 3. Τα εκθέματα παρουσιάζονται τόσο χρονολογικά όσο και κατά τόπο προέλευσης. Ο επισκέπτης εισάγεται στο μυκηναϊκό πολιτισμό με το εποπτικό υλικό για τον αρχαιολογικό χώρο των Μυκηνών και το ιστορικό των ανασκαφών των ταφικών περιβόλων, ενώ στη συνέχεια μπορεί να γνωρίσει την εξέλιξη του μυκηναϊκού πολιτισμού και τον τρόπο έκφρασής του στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας, τις σχέσεις των μυκηναϊκών κέντρων με άλλες περιοχές, την εμφάνιση της πρώτης γραφής. Το πλούσιο εποπτικό υλικό συμπληρώνουν τα δύο προπλάσματα των ακροπόλεων των Μυκηνών και της Τίρυνθας.
ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΕΚΘΕΣΗΣ
-ΤΑΦΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ Α ΚΑΙ Β ΤΩΝ ΜΥΚΗΝΩΝ (αίθουσα 4)Από τα σημαντικότερα εκθέματα του μουσείου είναι τα πολύτιμα κτερίσματα των βασιλικών τάφων των Μυκηνών, του Ταφικού Κύκλου Α, που ανάσκαψε ο Ερρίκος Σλήμαν στο τέλος του 19ου αιώνα και του Ταφικού Κύκλου Β, που ανάσκαψαν κυρίως οι Ι. Παπαδημητρίου και Γ. Μυλωνάς. Η έκθεση των ευρημάτων ξεκινάει με τις επιτύμβιες στήλες που κοσμούσαν τους βασιλικούς τάφους, ενώ τα κτερίσματα αποτελούν την πιο εντυπωσιακή εικόνα της αίθουσας: οι μοναδικέςχρυσές προσωπίδες, χάλκινα και περίτεχνα όπλα, ρυτά από αυγό στρουθοκαμήλου, ελεφάντινα και λίθινα αντικείμενα, πήλινα και μεταλλικά αγγεία και σκεύη, κοσμήματα από ημιπολύτιμους λίθους και πολύτιμα μέταλλα.
Τα εκθέματα εδώ περιλαμβάνουν αντικείμενα από το ανάκτορο και τις οικίες έξω από τηνακρόπολη των Μυκηνών, από την ακρόπολη της Τίρυνθας και από το ανάκτορο της Πύλου, όπου παρουσιάζεται και μέρος του πολύ σημαντικού αρχείου πινακίδων της Γραμμικής Β γραφής. Ξεχωρίζουν οι τοιχογραφίες των Μυκηνών και της Τίρυνθας, με απεικονίσεις πομπής αρμάτων και κυνηγίου κάπρου, και οι σφραγιδόλιθοι με παραστάσεις κυρίως θρησκευτικού περιεχομένου. Εδώ παρουσιάζονται και οι σχέσεις των Μυκηνών με το εξωτερικό, μέσα από αντικείμενα εισηγμένα από την Κύπρο, την Αίγυπτο, τη Συρία, την Παλαιστίνη και τη δυτική Ευρώπη.
-ΤΑΦΟΙ ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ ΚΑΙ ΛΑΚΩΝΙΑΣ (αίθουσα 4)
Τα εκθέματα από τις Μυκήνες περιλαμβάνουν κυρίως κοσμήματα από χρυσό, γυαλί και ημιπολύτιμους λίθους, υαλόμαζα και φαγεντιανή, χάλκινα όπλα, αργυρά σκεύη, πήλινα αγγεία και ειδώλια. Μαζί εκτίθενται και τα ευρήματα των θαλαμωτών τάφων άλλων θέσεων της Αργολίδας (Πρόσυμνα, Ναυπλία, Δειράς, Ασίνη), όπως και τα ευρήματα από το πλουσιότερο ταφικό σύνολο εκτός Μυκηνών, το θολωτό και τους θαλαμωτούς τάφους των Δενδρών (Μιδέας). Τέλος, από τους μεγάλους θολωτούς τάφους των Μυκηνών, που βρέθηκαν συλημένοι, εκτίθενται τα ελάχιστα ευρήματα που σώθηκαν, μαζί με αυτά των θολωτών τάφων της Μεσσηνίας και της Λακωνίας, από τα οποία ξεχωρίζουν τα δύο χρυσά κύπελλα από το Βαφειό με ανάγλυφες παραστάσεις σύλληψης ταύρων.
Ρυτό από κέλυφος αυγού στρουθοκαμήλου (Μιδέα Αργολίδας) |
Παρουσιάζονται ευρήματα από τα μυκηναϊκά κέντρα εκτός Πελοποννήσου: χρονολογικά πρωιμότερα είναι τα ευρήματα από διάφορες θέσεις της Αττικής (Μαραθώνας, Θορικός, Βάρκιζα, Αθήνα), ακολουθούν τα ποικίλα ευρήματα, κυρίως από ελεφαντόδοντο και γυαλί των τάφων στα Σπάτα και στο Μενίδι (14ος-13ος αιώνας π.Χ.) και τα ευρήματα από το μυκηναϊκό νεκροταφείο της Περατής του 12ου αιώνα π.Χ. Εκτίθενται επίσης τα κτερίσματα των τάφων της Θεσσαλίας, της Σκοπέλου και των Κυθήρων. Πρόκειται για χρυσά σκεύη και περίτεχνα κοσμήματα από χρυσό, γυαλί και φαγεντιανή, ελεφάντινα έργα, χάλκινα όπλα και πήλινα αγγεία.
ΕΚΘΕΜΑΤΑ
ΠΡΟΣΩΠΙΔΑ «ΤΟΥ ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑ»Η νεκρική προσωπίδα ανδρικής μορφής, γνωστή ως προσωπίδα «του Αγαμέμνονα», είναι, ίσως, το διασημότερο από τα ευρήματα του Schliemann στους βασιλικούς τάφους των Μυκηνών (Ύστερη Εποχή Χαλκού, 16ος αιώνας). Έχει κατασκευασθεί από παχύ έλασμα που σφυρηλατήθηκε πιθανότατα σε ξύλινο πυρήνα, ενώ οι λεπτομέρειες προστέθηκαν σε δεύτερο στάδιο με αιχμηρό εργαλείο. Απεικονίζεται η επιβλητική μορφή ενός γενειοφόρου άνδρα με ωοειδές πρόσωπο, πλατύ μέτωπο, μακριά λεπτή μύτη και λεπτά χείλη, σφιχτά κλεισμένα. Τα φρύδια πάνω από τα κλειστά μάτια, το μουστάκι και η γενειάδα αποδίδονται με έκτυπες παράλληλες γραμμές. Στην περιοχή των αυτιών φέρει οπές για τη στερέωση στο πρόσωπο του νεκρού με τη βοήθεια νήματος. Είναι η ωραιότερη από τις 5 συνολικά χρυσές προσωπίδες, που έχουν βρεθεί στον Ταφικό Κύκλο Α των Μυκηνών και φαίνεται ότι προορίζονταν για άνδρες ηγεμόνες. Η συγκεκριμένη είναι η μοναδική που απεικονίζει γενειοφόρο άνδρα, αλλά και η μοναδική με τόσο έντονη απόδοση των χαρακτηριστικών του προσώπου.
Μεγάλος τροχήλατος κρατήρας, εξαιρετικό δείγμα του μυκηναϊκού εικονιστικού ρυθμού, που παρέχει πληροφορίες για τον οπλισμό και την ενδυμασία των πολεμιστών κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (12ος αιώνας). Η διακόσμηση και στις δύο όψεις του έχει αφηγηματικό χαρακτήρα. Στη μία εικονίζονται 6 πολεμιστές που βαδίζουν προς τα δεξιά, ντυμένοι και οπλισμένοι ομοιόμορφα. Φορούν κοντό χιτώνα με μακριά μανίκια, θώρακα που φθάνει μέχρι τη μέση και πλεκτά υποδήματα. Ο οπλισμός τους αποτελείται από περικεφαλαία με κέρατα και λοφίο, μεγάλη ημικυκλική ασπίδα, περικνημίδες και μακρύ δόρυ με λόγχη σε σχήμα φύλλου, από όπου κρέμεται σάκος με προμήθειες. Στο αριστερό άκρο της παράστασης εικονίζεται όρθια γυναικεία μορφή με τα χέρια υψωμένα σε ένδειξη πένθους ή αποχαιρετισμού. Στην άλλη όψη του αγγείου εικονίζονται 5 πολεμιστές με παρόμοια ενδυμασία, αλλά με διαφορετική περικεφαλαία. Οι λαβές φέρουν ανάγλυφη ταυροκεφαλή στο κέντρο, που πλαισιώνεται από ζεύγος γραπτών πτηνών.
Στα αριστουργήματα της μυκηναϊκής σφραγιδογλυφίας συγκαταλέγεται το χρυσό δακτυλίδι από το λεγόμενο «θησαυρό της Τίρυνθας», που σώζει μια από τις πιο σημαντικές τελετουργικές σκηνές της κρητομυκηναϊκής θρησκείας. Είναι το μεγαλύτερο σφραγιστικό δακτυλίδι της εποχής του (15ος αιώνας), που έχει σωθεί μέχρι σήμερα. Φέρει έγγλυφη παράσταση στη σφενδόνη κι ανάγλυφη διακόσμηση σε 3 σειρές στον κρίκο. Στο αριστερό άκρο της σφενδόνης απεικονίζεται γυναικεία θεότητα, που κάθεται σε θρόνο και ακουμπάει σε υποπόδιο. Φοράει μακρύ ιερατικό ένδυμα, πόλο στο κεφάλι, και με το δεξί της χέρι υψώνει κωνικό κύπελλο ή ρυτό. Προς το μέρος της έρχονται ο ένας πίσω από τον άλλο 4 λεοντοκέφαλοι δαίμονες, που κρατούν σπονδικές πρόχους. Γύρω από τη γυναικεία μορφή απεικονίζονται διάφορα στοιχεία που τονίζουν το θρησκευτικό χαρακτήρα της παράστασης: πίσω της ένα πουλί, πιθανότατα αετός, μπροστά της κιονίσκος με θυμιατήριο, και ψηλά, επάνω από τις μορφές, ο ουρανός με τον τροχό του ήλιου και τη σελήνη. Ο «Θησαυρός της Τίρυνθας» αποκαλύφθηκε ΒΑ της Ακρόπολης, στα θεμέλια Μυκηναϊκής οικίας το 1915.
Πρόκειται για δύο αριστουργήματα της κρητομυκηναϊκής μεταλλοτεχνίας (Ύστερη Εποχή Χαλκού, 15ος αιώνας), που βρέθηκαν μαζί με άλλα πολύτιμα αντικείμενα στο θολωτό τάφο του Βαφειού και σώζουν δύο από τις ωραιότερες σκηνές σύλληψης ταύρων. Έχουν το χαρακτηριστικό σχήμα του μόνωτου κυπέλλου των πρώιμων μυκηναϊκών χρόνων και φέρουν έκτυπες παραστάσεις, που καλύπτουν ολόκληρη την επιφάνειά τους. Στην παράσταση του ενός κυπέλλου η σύλληψη του ζώου γίνεται χωρίς τη χρήση βίας: τρεις ταύροι βόσκουν, ενώ ένας άνδρας δένει το πόδι άλλου ταύρου την ώρα που αυτός ερωτοτροπεί με αγελάδα. Στο δεύτερο κύπελλο, η σκηνή πλαισιώνεται από ταινία στο χείλος και στη βάση του αγγείου. Ένας από τους ταύρους εικονίζεται παγιδευμένος σε δίχτυ, άλλος επιτίθεται στους δύο κυνηγούς, και ένας τρίτος καταφέρνει να διαφύγει. Οι δύο σκηνές αποδίδονται φυσιοκρατικά και οι λεπτομέρειές τους έχουν χαραχθεί με αιχμηρό εργαλείο μετά τη σφυρηλάτηση. Θεωρούνται έργο του ίδιου τεχνίτη, αν και το πρώτο φαίνεται ότι κατασκευάσθηκε με μεγαλύτερη επιμέλεια.
Αριστούργημα της μυκηναϊκής τέχνης (16ος αιώνας), που ξεχωρίζει για την περίφημη τεχνική διακόσμησής του, γνωστή ως «ζωγραφική με μέταλλο». Η λεπίδα είναι χάλκινη, με τέσσερα χρυσά καρφιά στη λαβή. Στις δύο πλευρές της φέρει διακόσμηση από σύνθετες παραστάσεις, που σώζονται σε άριστη κατάσταση. Στη μία όψη απεικονίζεται κυνήγι λιονταριού από ομάδα ανδρών, οπλισμένων με ολόσωμες ασπίδες, ορθογώνιες ή οκτώσχημες, ακόντια και τόξα, και στην άλλη εικονίζεται λιοντάρι που καταδιώκει ζαρκάδια. Ο σχηματισμός των παραστάσεων γίνεται με μια μοναδική τεχνική: μικρά ελάσματα από χρυσό, ασήμι και χαλκό στερεώνονται με νιέλλο, ένα είδος σμάλτου, που δημιουργείται με την ένωση διαφόρων μετάλλων. Το νιέλλο τοποθετείται σε σκόνη και, όταν θερμαίνεται, λιώνει και σταθεροποιεί τα ελάσματα. Η τεχνική αυτή εμφανίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην Πελοπόννησο από το τέλος του 16ου έως τον 14ο αιώνα π.Χ. και περιορίζεται στη διακόσμηση μικρού αριθμού εγχειριδίων και αγγείων, που είχαν τοποθετηθεί ως κτερίσματα σε τάφους ευγενών (ταφικός κύκλος Α).
Αντιπροσωπευτικό δείγμα των μοναδικών στο είδος τους λίθινων ταφικών στηλών της πρώιμης μυκηναϊκής εποχής (16ος αιώνας), που βρέθηκαν στους ταφικούς περιβόλους των Μυκηνών (ταφικός κύκλος Α). Η στήλη αποκαλύφθηκε από τον Schliemann στην αρχική της θέση, επάνω από τον τάφο του οποίου ήταν το σήμα. Φέρει ανάγλυφη διακόσμηση, που χωρίζεται σε δύο οριζόντιες μετόπες: η ανώτερη έχει τρεις ζώνες από συνεχόμενες σπείρες, ενώ η κατώτερη απεικονίζει πολεμική ή κυνηγετική σκηνή, που πιθανότατα εξυμνούσε τα κατορθώματα του νεκρού στην επίγεια ζωή του. Επάνω σε άρμα, που σέρνει ένα άλογο, εικονίζεται άνδρας, που κρατάει ξίφος στο αριστερό χέρι και τα ηνία στο δεξί. Κατευθύνεται προς τα δεξιά, όπου στέκεται δεύτερος άνδρας με ξίφος στο αριστερό χέρι. Η σκηνή πλαισιώνεται από σπειροειδή θέματα. Ο τεχνίτης προφανώς σχεδίασε το θέμα επάνω στο λίθο, χάραξε το περίγραμμα των μορφών και έπειτα σκάλισε την παράσταση αφαιρώντας το λίθο και αφήνοντας τις μορφές σε έξεργο ανάγλυφο. Το εικονογραφικό πρότυπο τόσο σε αυτήν όσο και στις άλλες ανάγλυφες ταφικές στήλες των λακκοειδών τάφων είναι καθαρά μυκηναϊκό, με παράλληλα κυρίως στη μεταλλοτεχνία της εποχής.
Πρόκειται για ένα από τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα του Ταφικού Κύκλου Β των Μυκηνών, εξαίρετο δείγμα της μινωικής τέχνης (16ος αιώνας). Το αγγείο, που έχει σχήμα κύμβης, βρέθηκε σε θραύσματα και έχει συγκολληθεί. Είναι κατασκευασμένο από ενιαίο κομμάτι ορείας κρυστάλλου, ενός υλικού που εξορύσσεται ακόμη και σήμερα σε περιοχές της Κρήτης, και η επεξεργασία του έχει γίνει με κυλινδρικό τρυπάνι. Το ελλειψοειδές σώμα του καταλήγει σε προχοή στο ένα άκρο, ενώ στο άλλο σε λαβή που έχει μορφή κεφαλής πάπιας, στραμμένης προς τα πίσω. Ο καλλιτέχνης απέδωσε με εκπληκτική ακρίβεια και ζωντάνια όλες τις ανατομικές λεπτομέρειες του πτηνού. Το αγγείο έχει θεωρηθεί καλλωπιστικό σκεύος, άποψη που ενισχύεται και από το γεγονός, ότι ο τάφος, όπου βρέθηκε, πιθανότατα ανήκει σε γυναικεία ταφή, κρίνοντας από τον πλούτο των κοσμημάτων και την απουσία οπλισμού. Η κατασκευή του αποδίδεται σε έμπειρο Μινωίτη καλλιτέχνη, λόγω της επιμελημένης εργασίας, που συναντάται και σε άλλα σύγχρονα κρητικά έργα φτιαγμένα από το ίδιο υλικό.
Η πινακίδα βρέθηκε στο Δωμάτιο του αρχείου, στο μυκηναϊκό ανάκτορο του Εγκλιανού (Πύλος Μεσσηνίας). Το κείμενο είναι γραμμένο σε τρεις σειρές, που χωρίζονται από δύο οριζόντιες γραμμές, και διαβάζεται από τα αριστερά προς τα δεξιά. Περιλαμβάνει συλλαβογράμματα της γραφής μαζί με ιδεογράμματα αγγείων και αποτελεί καταγραφή οικοσκευής. Αναφέρονται μαγειρικά σκεύη, όπως η εσχάρα (e-ka-ra), η φιάλη (pi-je-ra), το πύραυστρο (pu-ra-u-to-ro) και τα χω(σ)τήρια (ko-te-ri-ja), ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει ο τρίποδας (ti-ri-po), για αυτό και η συγκεκριμένη πινακίδα ονομάστηκε «πινακίδα των τριπόδων». Η Γραμμική Β ήταν σε χρήση κατά τον 14ο και 13ο αιώνα π.Χ. κι αποτελεί την πιο σημαντική πρωτογενή πηγή πληροφοριών της Μυκηναϊκής εποχής. Το 1952, την αποκρυπτογράφησε ο Άγγλος αρχιτέκτονας Michael Ventris σε συνεργασία με τον φιλόλογο John Chadwick. Η ταύτιση των ιδεογραμμάτων με τις αντίστοιχες ελληνικές λέξεις, αποτέλεσε αδιάψευστο τεκμήριο για την ελληνικότητα της Γραμμικής Β. Πήλινες πινακίδες Γραμμικής Β γραφής έχουν βρεθεί στα αρχεία των μυκηναϊκών ανακτόρων που αποτελούσαν τα διοικητικά, οικονομικά και θρησκευτικά κέντρα ευρύτερων περιοχών, στην Κρήτη (Κνωσό, Χανιά) και στην κυρίως Ελλάδα (Μυκήνες, Πύλο, Τίρυνθα, Θήβα).
Το 1876, ο Ερρίκος Σλήμαν ανάσκαψε τον Ταφικό Κύκλο Α στις Μυκήνες, και σε αρκετούς λακκοειδείς τάφους βρέθηκαν πλούσια κτερίσματα, ανάμεσα στα οποία και πολλά χρυσά αντικείμενα. Ο λακκοειδής τάφος IV απέδωσε τα πιο πλούσια ευρήματα και μεταξύ τους ο Σλήμαν βρήκε ένα χρυσό κύπελλο που χαρακτηρίζεται ως το «Κύπελλο του Νέστορα», που περιγράφεται στην Ιλιάδα. Ο Σλήμαν πίστευε ότι οι λακκοειδείς τάφοι χρονολογούνται στην εποχή του Τρωικού Πολέμου, και προσδιόρισε τον τάφο V ως τον τάφο του Αγαμέμνονα. Αλλά, ο προσδιορισμός του Σλήμαν για τους λακκοειδείς τάφους με ομηρικούς ήρωες δεν έγινε δεκτή από πολλούς αρχαιολόγους στις μέρες μας. Οι λακκοειδείς τάφοι χρονολογούνται συμβατικά γύρω στα 1600-1500 π.Χ., περίπου 3 αιώνες πριν την ημερομηνία του Τρωικού Πολέμου (εάν ο πόλεμος πρέπει να θεωρηθεί ως ιστορικό γεγονός). Έτσι, το «Κύπελλο του Νέστορα» από τις Μυκήνες, είχε θαφτεί εκατοντάδες χρόνια πριν να το χρησιμοποιήσει ο Νέστορας δήθεν στην Τροία. Το κύπελλο που βρέθηκε στις Μυκήνες διαφέρει από την περιγραφή του Ομήρου, από πολλές απόψεις, εκτός από το ότι είναι πολύ μικρότερο. Το κύπελλο των Μυκηνών διαθέτει δύο λαβές, ενώ αυτό του Ομήρου έχει 4. Το κύπελλο του Ομήρου έχει δύο περιστέρια ανά λαβή, ενώ το κύπελλο που βρέθηκε σε τάφο στις Μυκήνες έχει ένα ενιαίο πουλί για κάθε λαβή, και αντί για τα περιστέρια, που βρίσκονται στο Ομηρικό κύπελλο, τα πουλιά στο κύπελλο των Μυκηνών είναι γεράκια.
ΚΥΚΛΑΔΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
Η Κυκλαδική Συλλογή, μέρος της Συλλογής Προϊστορικών Αρχαιοτήτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, προσφέρει μια αντιπροσωπευτική εικόνα του πολιτισμού που άκμασε στα νησιά των Κυκλάδων την Εποχή του Χαλκού (3η-2η χιλιετία π.Χ.) και χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη ανάπτυξη της μεταλλουργίας, της ναυσιπλοΐας και της επικοινωνίας. Περιλαμβάνει κυρίως τα ευρήματα των παλαιών ανασκαφών του Χ. Τσούντα και του Κ. Στεφάνου σε διάφορα νησιά, αλλά και των ανασκαφών της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής στον προϊστορικό οικισμό της Φυλακωπής στη Μήλο. Τα ευρήματα προέρχονται κυρίως από νεκροταφεία και λιγότερο από οικισμούς. Πρόκειται για χαρακτηριστικά έργα του κυκλαδικού πολιτισμού, όπως τα περίφημα μαρμάρινα ειδώλια, που παριστάνουν κυρίως γυναικείες μορφές, αντιπροσωπευτικά μαρμάρινα καθώς και πήλινα αγγεία, όπως τα τηγανόσχημα σκεύη με παραστάσεις πλοίων της 3ης χιλιετίας π.Χ., χάλκινα εργαλεία και όπλα, τοιχογραφίες κ.α. Η έκθεση καταλαμβάνει μία αίθουσα στο ισόγειο του μουσείου (αίθουσα 6) και είναι οργανωμένη τόσο κατά τόπο προέλευσης των αντικειμένων όσο και χρονολογικά. Τα εκθέματα παρουσιάζονται σε προθήκες ταξινομημένα κατά προέλευση και χωρισμένα σε ευρήματα από νεκροταφεία και ευρήματα από τη σημαντική πόλη της Φυλακωπής, αποτελούν ξεχωριστή ενότητα. Εκτός από τις επεξηγηματικές πινακίδες των ευρημάτων, η έκθεση εμπλουτίζεται με εποπτικό υλικό, σχέδια, φωτογραφίες και ενημερωτικά κείμενα.
ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΕΚΘΕΣΗΣ
-ΤΑΦΙΚΑ ΚΑΙ ΟΙΚΙΣΤΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΚΥΚΛΑΔΩΝ Εκτίθενται αντικείμενα που βρέθηκαν σε τάφους της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού στη Νάξο, στην Αμοργό, στην Πάρο, στη Σύρο και στη Σίφνο. Αντιπροσωπευτικά δείγματα του κυκλαδικού πολιτισμού είναι τα κρατηρόσχημα μαρμάρινα αγγεία γνωστά ως «καντήλες», τα βιολόσχημα ειδώλια, τα πήλινα τηγανόσχημα σκεύη με εγχάρακτες παραστάσεις πλοίων. Ξεχωρίζει το αργυρό διάδημα της Χαλανδριανής με στικτή διακόσμηση μορφών σε σχήμα πτηνών και παραπληρωματικών θεμάτων, μοναδικό δείγμα αργυροχοΐας της εποχής. Εκτίθενται, ακόμη, κατάλοιπα κατεργασίας μετάλλων (μήτρες, χοάνες, σκωρίες κλπ.), καθώς κι αφθονία λίθινων, οστέινων και χάλκινων εργαλείων και κοσμημάτων.
Πήλινα σκεύη με εγχάρακτες παραστάσεις πλοίων |
Παρουσιάζονται τα πιο χαρακτηριστικά αντικείμενα του κυκλαδικού πολιτισμού, τα μαρμάρινα ειδώλια. Τα περισσότερα απεικονίζουν γυναικείες μορφές που ανήκουν σε παραλλαγές του τύπου «με διπλωμένα χέρια». Από τα εκθέματα ξεχωρίζουν το μοναδικό σε ύψος άγαλμα γυναικείας μορφής με διπλωμένα χέρια, έργο της μεγάλης πλαστικής των πρωτοκυκλαδικών χρόνων, και τα μαρμάρινα ειδώλια των μουσικών, που αναπτύσσονται τρισδιάστατα στο χώρο.
Εκτίθενται ευρήματα από τις 4 διαδοχικές πόλεις της Φυλακωπής, που καλύπτουν χρονολογικά όλη την Εποχή του Χαλκού. Ο επισκέπτης μπορεί να δει εγχάρακτη και γραπτή κεραμική με γεωμετρικά και εικονιστικά θέματα, καθώς και τις φυσιοκρατικές τοιχογραφίες από τα σπίτια της Ύστερης Εποχής του Χαλκού.
ΕΚΘΕΜΑΤΑ
Ο «ΑΡΠΙΣΤΗΣ» ΤΗΣ ΚΕΡΟΥΑπό τα ωραιότερα και πιο γνωστά έργα του κυκλαδικού πολιτισμού είναι ο λεγόμενος «αρπιστής της Κέρου». Το ειδώλιο αποτελεί μία από τις αρχαιότερες μέχρι σήμερα γνωστές παραστάσεις μουσικών (Πρώιμη εποχή Χαλκού, 2700-2300 π.Χ.). Απεικονίζει ανδρική μορφή, που αποδίδεται τρισδιάστατα στο χώρο, καθισμένη σε κομψό θρόνο με πλάτη, ενώ με το δεξί χέρι κρατάει μεγάλο μουσικό όργανο, που μοιάζει με άρπα ή λύρα. Το κεφάλι του είναι ανασηκωμένο και από τα χαρακτηριστικά του προσώπου δηλώνεται μόνο η μύτη, με τρόπο πλαστικό. Οι μηροί του είναι ανοιχτοί, με τη δήλωση του ανδρικού μέλους ως πλαστική προεξοχή, κάτι που συναντάται και σε άλλα κυκλαδικά ειδώλια. Ο αρπιστής βρέθηκε σε τάφο, μαζί με ένα ειδώλιο αυλητή, έργο πιθανότατα του ίδιου καλλιτέχνη. Στην πρωτοκυκλαδική ειδωλοπλαστική οι ανδρικές μορφές είναι λιγότερο συνηθισμένες και εικονίζονται συνήθως σε κίνηση, ενώ τα ειδώλια αρπιστών είναι ακόμη πιο σπάνια. Σε ό,τι αφορά την τυπολογία των κυκλαδικών ειδωλίων, ο αρπιστής τοποθετείται στην εξέλιξη της παραλλαγής του τύπου Σπεδού.
Πρόκειται για το μεγαλύτερο ακέραιο έργο γλυπτικής του κυκλαδικού πολιτισμού, που σώζεται μέχρι σήμερα. Ανήκει στο χαρακτηριστικό τύπο πρωτοκυκλαδικών ειδωλίων, που απεικονίζουν γυναικείες μορφές με διπλωμένα τα χέρια κάτω από το στήθος, αλλά είναι μοναδικό λόγω του μεγέθους του. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου, εκτός από τη μύτη που αποδίδεται πλαστικά, ήταν πιθανώς ζωγραφισμένα. Πλαστικά αποδίδονται και οι μαστοί, ενώ το ηβικό τρίγωνο δηλώνεται με χάραξη. Τα χέρια, που διακρίνονται από το σώμα με βαθιές εγχαράξεις, εικονίζονται υπερβολικά αδύνατα. Το σώμα είναι ψηλό και ραδινό, και τα πόδια κάμπτονται στα γόνατα, προσδίδοντας κίνηση στη μορφή. Από τους διάφορους τύπους ειδωλίων, το άγαλμα ανήκει σε παραλλαγή του τύπου Σπεδού, που εμφανίζεται στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙ περίοδο (Πρώιμη εποχή Χαλκού, 2700-2300 π.Χ.), δηλαδή την εποχή της μεγάλης ακμής του κυκλαδικού πολιτισμού.
Κυλινδρικό σκεύος, πιθανότατα βάση αγγείου, με μια από τις αρχαιότερες παραστάσεις ψαράδων, που σώζονται από τις Κυκλάδες και βρέθηκε στη Φυλακωπή Μήλου (Ύστερη Εποχή Χαλκού, 16ος αιώνας). Είναι τροχήλατο και διακοσμείται με την αμαυρόχρωμη τεχνική, δηλαδή με θαμπό κοκκινωπό χρώμα επάνω σε ανοιχτόχρωμη θαμπή επιφάνεια. Απεικονίζονται 4 ψηλόλιγνοι ψαράδες με το πρόσωπο σε κατατομή και το σώμα κατ’ ενώπιον. Όλοι φορούν το τυπικό μινωικό ζώμα, έχουν μακριά μαλλιά μέχρι τους ώμους, και στο πρόσωπό τους ξεχωρίζει το υπερβολικά μεγάλο μάτι, χαρακτηριστικό των σύγχρονων τοιχογραφιών. Ο ένας αγγίζει τη μέση του με το αριστερό χέρι, ενώ οι υπόλοιποι κρατούν σε κάθε χέρι από ένα ψάρι, που έχει ρύγχος δελφινιού (εκτός από ένα). Χαρακτηριστικό είναι ότι, όπως και στη σύγχρονη «τοιχογραφία των Ψαράδων» από το Ακρωτήρι της Θήρας, απεικονίζεται η επιστροφή από το ψάρεμα. Το θέμα του ψαρά αποτελεί μινωική έμπνευση, ενώ παραστάσεις ψαράδων διαφορετικής τεχνοτροπίας συναντώνται και στη σύγχρονη τέχνη της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου.
ΕΚΘΕΣΗ ΘΗΡΑΣ
Στην έκθεση, που αποτελεί μέρος της Συλλογής Προϊστορικών Αρχαιοτήτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, περιλαμβάνονται ευρήματα από το σημαντικό οικισμό του Ακρωτηρίου, που τον 16ο αιώνα π.Χ. καταστράφηκε από την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα του προϊστορικού Αιγαίου, υπό την πολιτιστική επιρροή του Μινωικού πολιτισμού, όπως υποδεικνύεται κυρίως μέσα από τα διακοσμητικά θέματα της κεραμικής, την τέχνη της τοιχογραφίας και την υιοθέτηση της Γραμμικής Α γραφής. Η έκθεση φιλοδοξεί να παρουσιάσει στον επισκέπτη με τη βοήθεια εποπτικού υλικού, τις σχέσεις του Ακρωτηρίου τόσο με τη μινωική Κρήτη, που βρίσκεται στο απόγειο της ακμής της, όσο και με την κυρίως Ελλάδα, την εποχή των βασιλικών τάφων των Μυκηνών (16ος αιώνας π.Χ.). Σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους του πρώτου ορόφου του μουσείου (αίθουσα 48) παρουσιάζονται ορισμένες από τις εντυπωσιακές τοιχογραφίες που κοσμούσαν τα σπίτια του οικισμού, όπως επίσης σκεύη, εργαλεία και όπλα της εποχής.
ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΕΚΘΕΣΗΣ
-ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ ΘΗΡΑΣΑπό τα εκθέματα (της ανασκαφής του 1967-1973) ξεχωρίζει η άριστα διατηρημένη «τοιχογραφία της Άνοιξης», που κάλυπτε τρεις τοίχους ενός δωματίου. Μαζί με τις τοιχογραφίες των «Πυγμάχων» και των «Αντιλοπών», που επίσης διατηρούνται σε άριστη κατάσταση, αποτελούν αριστουργηματικά έργα της εποχής.
Εκτίθενται κινητά ευρήματα από το Ακρωτήρι Θήρας και παλαιά αποκτήματα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου από το τέλος του 19ου αιώνα, επίλεκτα έργα από την Κνωσό, τις Μυκήνες και τη Φυλακωπή Μήλου από τη Συλλογή Προϊστορικών Αρχαιοτήτων του Εθνικού Μουσείου. Η θηραϊκή κεραμική εντυπωσιάζει με την πολυχρωμία και τα αισιόδοξα μηνύματα που στέλνει στον επισκέπτη μέσα από τις εικόνες από τον κόσμο της ξηράς και της θάλασσας. Εκτίθενται πήλινα, χάλκινα και λίθινα αγγεία και σκεύη, αγγεία με παραστάσεις δελφινιών, λιονταριών, αίγαγρων ή σταφυλιών, τα αγγεία με επιγραφές της Γραμμικής Α γραφής, χάλκινα όπλα, εργαλεία και μολύβδινα σταθμά.
Τοιχογραφία των κροκοσυλλεκτριών |
ΕΚΘΕΜΑΤΑ
ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ «ΠΥΓΜΑΧΩΝ»Η τοιχογραφία κοσμούσε το νότιο τοίχο δωματίου, στον πρώτο όροφο της οικίας Β του Ακρωτηρίου, από την οποία προέρχονται κι άλλες τοιχογραφίες. Εικονίζονται δύο αγόρια με ξυρισμένα κεφάλια, εκτός από δύο μεγάλους πλοκάμους που κρέμονται στο πίσω μέρος και δύο μικρότερους ψηλά, πάνω από το μέτωπο. Και τα δύο φορούν περίζωμα στη μέση και γάντι πυγμαχίας στο δεξί τους χέρι. Τα υπερβολικά μεγάλα μάτια στα πρόσωπά τους είναι συνηθισμένα στις σύγχρονες αιγαιακές τοιχογραφίες, ενώ τα λυγισμένα πόδια, ιδιαίτερα του αγοριού που εικονίζεται στα δεξιά, προσδίδουν κίνηση και ζωντάνια στη σύνθεση. Το αγόρι στην αριστερή πλευρά φοράει κοσμήματα (περιδέραιο, περιβραχιόνιο και περισφύριο), ενώ το άλλο δεν φαίνεται να φοράει τίποτα. Η διαφοροποίηση αυτή, προφανώς ηθελημένη, έχει ερμηνευθεί ως ένδειξη κοινωνικής θέσης. Η παράσταση πιθανόν απεικονίζει κάποια τελετή μύησης, στην οποία μετείχαν τα δύο αγόρια (Εποχή Χαλκού, 16ος αιώνας).
Από τις περίφημες τοιχογραφίες που αποκαλύφθηκαν στον προϊστορικό οικισμό του Ακρωτηρίου της Θήρας, αυτή της Άνοιξης είναι η μοναδική που κοσμούσε ισόγειο χώρο, το δωμάτιο Δ2, και βρέθηκε ολόκληρη σε τρεις τοίχους του. Παρουσιάζει τη δυνατή εικόνα της θηραϊκής φύσης κατά τη χρονική στιγμή της αναγέννησής της και μάλλον σχετιζόταν με θρησκευτικές γιορτές, που υμνούσαν τον ερχομό της άνοιξης. Σε βραχώδες ηφαιστειακό τοπίο δεσπόζουν ανθισμένα κόκκινα κρίνα σε συστάδες και ανάμεσά τους πετούν χελιδόνια, μεμονωμένα ή σε ζεύγη, που ερωτοτροπούν. Η σκηνή χαρακτηρίζεται από χρωματική ποικιλία με τη χρήση μαύρου, άσπρου, κόκκινου, κίτρινου και γαλάζιου, αλλά και από έντονη κίνηση, με το λίκνισμα των κρίνων στον αέρα και το παιχνίδι των χελιδονιών. Αποδίδεται στο λεγόμενο ζωγράφο των Κροκοσυλλεκτριών, που είναι γνωστός από άλλη τοιχογραφία του οικισμού και διακρίνεται για την πρωτοτυπία και τον πλούτο των συνθέσεών του, καθώς και για τη φωτογραφική, σχεδόν, απόδοση των στιγμιαίων κινήσεων (Ύστερη Εποχή του Χαλκού, 16ος αιώνας).
ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΡΓΩΝ ΓΛΥΠΤΙΚΗΣ
Η συλλογή γλυπτών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου θεωρείται από τις σημαντικότερες στον κόσμο. Βασικός άξονας της έκθεσης είναι η παρουσίαση της εξέλιξης της γλυπτικής στον ελλαδικό χώρο από τη γένεση της μνημειακής γλυπτικής (7ος αιώνας π.Χ.) μέχρι και την Ύστερη ρωμαιοκρατία (4ος αιώνας μ.Χ.). Τα γλυπτά που εκτίθενται είναι μοναδικά έργα τέχνης από την ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου: περίοπτα αγάλματα, ανάγλυφα (επιτύμβια, αναθηματικά, ψηφισματικά), αρχιτεκτονικά σύνολα, σαρκοφάγοι, προτομές, βωμοί, αγάλματα ζώων, ερμαϊκές στήλες και διάφορα άλλα, όπως σειρήνες, σφίγγες κλπ. Μαζί με τα γλυπτά εκτίθενται και ορισμένα αγγεία και χάλκινα ειδώλια έτσι ώστε να παρουσιάζεται η εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής τέχνης και να μπορεί ο επισκέπτης να κατανοήσει πλήρως την κάθε εποχή μέσα από τα ποικίλα τεχνουργήματά της. Η έκθεση καταλαμβάνει περίπου 4.000 τ.μ. στο ισόγειο του κτηρίου (αίθουσες 7-34). Τα γλυπτά παρουσιάζονται σε χρονολογική σειρά για να γίνει κατανοητή η εξέλιξή τους από τα πρώτα, αρχαϊκά, αυστηρά και συμβατικά σχήματα έως τις ρεαλιστικές, γεμάτες πάθος μορφές των ελληνιστικών χρόνων και την απόδοση των ατομικών χαρακτηριστικών στα πορτραίτα της ρωμαϊκής εποχής. Εκτός από τη διαχρονική κατάδειξη της εξέλιξης της γλυπτικής τέχνης στην Ελλάδα, έχει γίνει κι ειδολογική ομαδοποίηση πολλών έργων (ξεχωριστές αίθουσες για τα κλασικά επιτύμβια, τα αναθηματικά και ψηφισματικά ανάγλυφα, τα μεγάλα αρχιτεκτονικά σύνολα από το ναό της Αφαίας στην Αίγινα, το ναό της Ήρας στο Άργος, το Ασκληπιείο της Επιδαύρου). Παράλληλα η έκθεση έχει οργανωθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρχουν σημεία αναφοράς κατά κατηγορίες γλυπτών (αρχαϊκά και κλασικά επιτύμβια μνημεία, αρχαϊκοί κούροι, αφιερώματα σε αττικά ιερά, πορτραίτα Ρωμαίων αυτοκρατόρων). Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην προβολή κάποιων έργων, σχετικά νέων, σημαντικών αποκτημάτων του Μουσείου, που τοποθετήθηκαν στις κεντρικές θέσεις που τους αρμόζουν (κόρη Φρασίκλεια, κούρος Αριστόδικος), ενώ με την αναδιάταξη των γλυπτών δημιουργήθηκε μία νέα αίσθηση του χώρου γύρω από αυτά. Η έκθεση των γλυπτών εμπλουτίζεται με άφθονο πληροφοριακό υλικό (εισαγωγικά κείμενα τοίχου, χάρτες, φωτογραφίες, επεξηγηματικές πινακίδες ανά έκθεμα) που εξασφαλίζει τη σωστή και πλήρη ενημέρωση του επισκέπτη κι αποτελεί συνάμα νύξη για τον ιστορικό και κοινωνικό ιστό, πάνω στον οποίο υφάνθηκε η μνημειακή γλυπτική. Η διάρθρωση της νέας έκθεσης εναρμονίζεται με τη σύγχρονη πολιτισμική θεώρηση και πρακτική, που επιτάσσει την τόνωση του εκπαιδευτικού ρόλου του μουσείου και την προβολή των αριστουργημάτων της τέχνης και της καλλιτεχνικής αξίας των έργων στο ιστορικό πλαίσιό τους.
ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΕΚΘΕΣΗΣ
-ΔΑΙΔΑΛΙΚΗ ΠΛΑΣΤΙΚΗ (αίθουσα 7)Εκτίθενται αγάλματα και αρχιτεκτονικά γλυπτά, χαρακτηριστικά δείγματα του λεγόμενου «δαιδαλικού» ρυθμού, που αποτελεί προοίμιο της αρχαϊκής τέχνης. Από τα εκθέματα ξεχωρίζουν τα ανάγλυφα από το ναό της Αθηνάς στις Μυκήνες και το πιο γνωστό δαιδαλικό έργο, το γυναικείο άγαλμα της Νικάνδρης από τη Δήλο.
Στην ενότητα αυτή ξεχωρίζει η μοναδική για τον πλούτο της σειρά των κούρων από την Αττική, τα νησιά, τη Βοιωτία, και όλη την υπόλοιπη Ελλάδα, με πιο αξιοσημείωτους τον πρώιμο μεγάλο κούρο του Σουνίου και τον Αριστόδικο, τον τελευταίο της σειράς. Η συλλογή συμπληρώνεται με κόρες, ανάμεσα στις οποίες διακρίνεται η ολόκληρη και πιο πρόσφατα αποκτημένη κόρη Φρασίκλεια,επιτύμβια ανάγλυφα, όπως αυτό του οπλιτοδρόμου, και αρχιτεκτονικά γλυπτά.
Στη μεγάλη έκθεση της κλασικής περιόδου υπάρχει και θεματική ομαδοποίηση των έργων: κατά σειρά εκτίθενται έργα του αυστηρού ρυθμού, της τεχνοτροπίας που χαρακτηρίζει τις πρώτες δεκαετίες της κλασικής εποχής, ο ναός της Αφαίας στην Αίγινα, επιτύμβια μνημεία, όπως η στήλη της Ηγησούς ή του Αριστοναύτη, αναθηματικά και ψηφισματικά ανάγλυφα, όπως το ελευσινιακό ανάγλυφο, φειδιακά αντίγραφα, αρχιτεκτονικά σύνολα από το Ηραίο Άργους και το Ασκληπιείο Επιδαύρου. Τέλος, παρουσιάζονται αντιπροσωπευτικά έργα της ύστερης κλασικής περιόδου, που αποδίδονται σε μεγάλους γλύπτες της ελληνικής αρχαιότητας.
Η Αθηνά του Βαρβακείου |
Παρουσιάζονται έργα σημαντικών εργαστηρίων της ηπειρωτικής Ελλάδας, των νησιών του Αιγαίου και της Μ. Ασίας, που γνώρισαν ακμή αυτή την περίοδο. Τα εκθέματα, που καλύπτουν χρονολογικά περίπου τρεις αιώνες, περιλαμβάνουν αγάλματα και ανάγλυφα, που χαρακτηρίζονται για το ρεαλισμό και την κίνησή τους. Ξεχωρίζουν τα κολοσσικά αγάλματα από τη Λυκόσουρα της Αρκαδίας, ο Ποσειδώνας από τη Μήλο και το χαριτωμένο σύμπλεγμα Αφροδίτης, Πανός και Έρωτα από τη Δήλο.
Εκτίθενται αγάλματα, στήλες, ανάγλυφα και σαρκοφάγοι, που καλύπτουν την περίοδο από το 2ο αιώνα π.Χ. έως την εποχή του Μ. Θεοδοσίου. Ξεχωρίζουν τα επιβλητικά πορτραίτα των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και τα ευρήματα από το Διογένειο Γυμνάσιο της Αθήνας.
Προτομή αυτοκράτορα Αδριανού |
ΕΚΘΕΜΑΤΑ
Ο ΚΟΥΡΟΣ ΑΡΙΣΤΟΔΙΚΟΣΕπιτύμβιο άγαλμα, που θεωρείται ορόσημο στην εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής πλαστικής και το τελευταίο της σειράς των αρχαϊκών κούρων (500 π.Χ.). Σώζεται σχεδόν ακέραιο, με την τετράγωνη βάση του, στην οποία έχει χαραχθεί το όνομα του νεκρού στη γενική: Αριστοδίκο(υ). Η απεικόνιση της μορφής ακολουθεί τον τύπο του πιο εξελιγμένου κούρου: ο νέος προβάλλει το αριστερό πόδι, αλλά τα χέρια του έρχονται μπροστά και δεν είναι κολλημένα στους μηρούς. Τα μαλλιά του είναι κοντά, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στους παλαιότερους κούρους, και σχηματίζουν περίτεχνους κοντούς βοστρύχους πάνω από το μέτωπο και στον αυχένα. Η απόδοση των μυών έχει ξεφύγει από τη σχηματοποίηση και διακρίνεται για την έντονη πλαστικότητα, που θα μπορούσε να θεωρηθεί σχεδόν φυσιοκρατική. Πρόκειται για έργο κάποιου άγνωστου γλύπτη της Αττικής με γνώση και κατανόηση της δομής του σώματος και της ισορροπίας των μερών του.
Πρόκειται για αντίγραφο του 100 π.X., του φημισμένου χάλκινου αγάλματος του Διαδούμενου, που κατασκεύασε γύρω στο 450-425 π.X. ο Αργείος γλύπτης Πολύκλειτος και βρέθηκε στη Δήλο. Το άγαλμα ήταν περίφημο ήδη από την αρχαιότητα και αναφέρεται από το Ρωμαίο ιστορικό Πλίνιο. Παριστάνεται νεαρός αθλητής να δένει στο κεφάλι του την ταινία της νίκης. Δίπλα στη μορφή υπάρχει κορμός δέντρου, που αποτελεί προσθήκη του αντιγραφέα. Σε αυτόν είναι ριγμένο το ένδυμα του νέου, και επάνω του στηρίζεται μια φαρέτρα, γεγονός που έχει οδηγήσει ορισμένους μελετητές στην ταύτιση της μορφής με τον θεό Απόλλωνα. Το άγαλμα ενσαρκώνει το αθλητικό ιδεώδες, αλλά και τις ιδανικές αναλογίες του γυμνού ανδρικού σώματος, όπως αυτές εκφράστηκαν στον «κανόνα» του Πολύκλειτου, ενός από τους κατ’ εξοχήν γλύπτες χάλκινων αγαλμάτων αθλητών της κλασικής αρχαιότητας. Πρόσφατες έρευνες αποκάλυψαν ότι το γλυπτό έφερε επιχρύσωση.
Μνημειακό άγαλμα, από τα πιο μεγαλόπρεπα και εντυπωσιακά της σειράς των κούρων (600 π.Χ.). Απεικονίζεται στην τυπική στάση της εποχής: προβάλλει το αριστερό σκέλος και έχει τα χέρια κατεβασμένα, με τις γροθιές να ακουμπούν στους μηρούς. Τα μακριά μαλλιά του είναι δεμένα με διπλή ταινία, που στο πίσω μέρος του κεφαλιού σχηματίζει το λεγόμενο «κόμπο του Ηρακλή» («ηράκλειο άμμα»), ενώ μπροστά πέφτουν στο μέτωπο σε κοντούς, κοχλιόσχημους βοστρύχους. Η διάπλαση της επιφάνειας της σάρκας είναι δυναμική, με έντονη διακοσμητική διάθεση, που φθάνει στο βαθμό της υπερβολής και της σχηματοποίησης στην απόδοση των ανατομικών λεπτομερειών. Ο κούρος βρέθηκε με την πλίνθο και τη βάση του μέσα σε αποθέτη μπροστά στο ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο, μαζί με θραύσματα και βάσεις άλλων κούρων. Τα αγάλματα, που είχαν αφιερωθεί στο ιερό, τοποθετήθηκαν εκεί μετά από την καταστροφή του ναού και των αναθημάτων του από τους Πέρσες το 480 π.Χ.
Από τα ωραιότερα αττικά έργα της ύστερης αρχαϊκής περιόδου (600 π.Χ.). Το ανάγλυφο φέρει επίστεψη, που απολήγει σε δύο έλικες, και τη κύρια όψη του καταλαμβάνει ανάγλυφη μορφή οπλιτοδρόμου. Ο νέος παριστάνεται γυμνός, φοράει αττικό κράνος και τρέχει προς τα δεξιά. Η απόδοση της κίνησής του ακολουθεί τη χαρακτηριστική τεχνοτροπία της απεικόνισης των δρομέων, με τα πόδια να κινούνται προς τα δεξιά, τα χέρια μπροστά στο στήθος και το κεφάλι γυρισμένο προς τα αριστερά. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος ένταξης της μορφής στο σχήμα της πλάκας, καθώς και η ζωντανή, πλαστική απόδοση των λεπτομερειών και η λεπτότητα των χαρακτηριστικών. Το ανάγλυφο ήταν μάλλον μέρος της επένδυσης ταφικού μνημείου ή βωμού, παρά ένα ανεξάρτητο επιτύμβιο μνημείο. Ο καλλιτέχνης που το κατασκεύασε είναι άγνωστος, η τεχνοτροπία του, όμως, δείχνει ότι πρόκειται για γλύπτη από την Αττική.
ΚΟΡΗ ΦΡΑΣΙΚΛΕΙΑ
Το άγαλμα αυτό είναι από τα ωραιότερα δείγματα του τύπου της κόρης της αρχαϊκής γλυπτικής (540 π.Χ.). Ξεχωρίζει για την καλή κατάσταση διατήρησης και το ζωγραφικό διάκοσμο του, που σώζεται σε αρκετά σημεία. Πρόκειται για επιτύμβιο μνημείο, στο βάθρο του οποίου έχει χαραχθεί επίγραμμα με το όνομα της νεκρής Φρασίκλειας και το όνομα του γλύπτη που το φιλοτέχνησε, Αριστίωνα του Πάριου. Η γυναικεία μορφή έχει ραδινό εφηβικό σώμα και λεπτά χαρακτηριστικά. Απεικονίζεται σε μετωπική στάση και ντυμένη με μακρύ χιτώνα, που φέρει εγχάρακτα και ζωγραφισμένα κοσμήματα. Με το δεξί χέρι ανασηκώνει το χιτώνα στο πλάι και με το αριστερό κρατάει ένα μπουμπούκι λωτού μπροστά στο στήθος. Τα μαλλιά της είναι περίτεχνα χτενισμένα, φέρουν στεφάνι διακοσμημένο με άνθη, ενώ η κεφαλή και τα χέρια στολίζονται με πλούσια κοσμήματα. Το άγαλμα βρέθηκε σε λάκκο μαζί με ένα κούρο, τοποθετημένα εκεί ήδη από την αρχαιότητα.
Από τις πιο γνωστές και χαρακτηριστικές απεικονίσεις της θεάς Αφροδίτης, που πολιορκείται από τον τραγοπόδαρο Πάνα. Το σύμπλεγμα σώζεται μαζί με την τετράγωνη βάση του, που φέρει αφιερωματική επιγραφή. H γυμνή θεά προσπαθεί να καλύψει το αιδοίο της, ενώ παράλληλα κρατάει απειλητικά το σανδάλι της, αποκρούοντας τις ερωτικές διαθέσεις του Πάνα. O μικρός Έρωτας, που πετάει επάνω από τον ώμο της, έχει αρπάξει με παιχνιδιάρικη διάθεση το κέρατο του ενοχλητικού τραγοπόδαρου θεού και τον απωθεί για να βοηθήσει την μητέρα του. Το ανάλαφρο και χαριτωμένο θέμα του συμπλέγματος εντάσσει το έργο στην ροκοκό τάση της ελληνιστικής εποχής. Οι ανατομικές λεπτομέρειες των μορφών αποδίδονται με απόλυτη ακρίβεια, όπως και η περίπλοκη κόμμωση της θεάς, ενώ η τελική επεξεργασία, που έχει υποστεί το λευκό μάρμαρο, κάνει τις επιφάνειες περισσότερο στιλπνές. Είναι πιθανότατα έργο αττικού εργαστηρίου γλυπτικής, της Ελληνιστικής περιόδου (100 π.Χ.), αλλά δεν αποκλείεται να κατασκευάσθηκε στη Δήλο, από τοπικό εργαστήριο.
Χαρακτηριστικό δείγμα από τον εντυπωσιακό γλυπτό διάκοσμο του ναού του Ασκληπιού στην Επίδαυρο. H έφιππη Νηρηίδα ή Αύρα, που σώζεται σχεδόν ακέραιη, ήταν το δεξιό ακρωτήριο του δυτικού αετώματος του ναού. H Νηρηίδα απεικονίζεται καθισμένη στη ράχη του αλόγου, που αναδύεται από τον Ωκεανό και κατευθύνεται προς τα αριστερά, στην κορυφή του αετώματος. Φοράει χιτώνα και ιμάτιο, που κολλούν στο σώμα της από την πνοή του ανέμου, αναδεικνύοντας την πλαστικότητά του. Αντίστοιχη έφιππη μορφή υπήρχε και στην αριστερή πλευρά του αετώματος. Αυτά τα δύο πλευρικά ακρωτήρια πλαισίωναν το κεντρικό, που ήταν μορφή Νίκης. Το άγαλμα είναι έργο του γλύπτη Τιμόθεου, που είχε αναλάβει το σχεδιασμό και τα προπλάσματα του γλυπτού διακόσμου ολόκληρου του ναού του Ασκληπιού (Κλασική εποχή, 380 π.Χ.).
Από τις ωραιότερες αττικές επιτύμβιες στήλες της κλασικής περιόδου (410-400 π.Χ.), έξοχο δείγμα του πλούσιου ρυθμού. Έχει σχήμα ναΐσκου που επιστέφεται από αέτωμα με ανθεμωτά ακρωτήρια. Το μεγαλύτερο τμήμα της στήλης καταλαμβάνει η μορφή της νεκρής Hγησούς, κόρης του Προξένου, όπως μας πληροφορεί η επιγραφή, που έχει χαραχθεί στο οριζόντιο γείσο του αετώματος. H Αθηναία δέσποινα παριστάνεται καθισμένη σε κομψό κάθισμα (κλισμό), στραμμένη προς τα αριστερά, με τα πόδια ακουμπισμένα σε υποπόδιο. Φοράει χιτώνα, ιμάτιο και διάφανη καλύπτρα στο κεφάλι και με το δεξί της χέρι παίρνει ένα κόσμημα (πιθανότατα ζωγραφισμένο) από την ανοιχτή κοσμηματοθήκη (πυξίδα) που της προσφέρει η νεαρή δούλη απέναντι της. H δούλη φοράει βαρβαρικό ένδυμα με μακριά μανίκια και δίχτυ στα μαλλιά. Ίχνη γαλάζιου χρώματος σώζονται στο βάθος της παράστασης. Εντύπωση προκαλεί η θλίψη που αποπνέουν τα πρόσωπα των δύο γυναικών. Πρόκειται για έργο σημαντικού γλύπτη, πιθανόν του Καλλίμαχου.
Μεγάλο ανάγλυφο της κλασικής περιόδου (440-430 π.Χ.), που σώζει την πιο γνωστή παράσταση των Ελευσίνιων θεοτήτων σε σκηνή μυστηριακής τελετής. Παριστάνεται η Δήμητρα, που κρατεί σκήπτρο και δίνει στον ήρωα Τριπτόλεμο τα ιερά στάχυα (που θα ήταν φτιαγμένα από διαφορετικό υλικό), για να διδάξει στους ανθρώπους την καλλιέργεια του σιταριού. Ο νεαρός ήρωας εικονίζεται γυμνός, να κρατεί στο αριστερό χέρι το ιμάτιό του, ενώ με το δεξί δέχεται την προσφορά της Δήμητρας. Πίσω του στέκεται η Περσεφόνη, που τον ευλογεί με το δεξί χέρι της, ενώ στο αριστερό κρατάει δάδα. Η σκηνή προσπαθεί να αποδώσει το μεγαλείο της μυστηριακής θρησκείας και χαρακτηρίζεται από αρκετή αυστηρότητα και συντηρητισμό στην τεχνοτροπία. Θεωρείται έργο αττικού εργαστηρίου. Η μεγαλειώδης παράσταση και κυρίως το μεγάλο μέγεθος του έργου δημιουργούν την υπόνοια ότι ίσως πρόκειται για λατρευτικό και όχι απλώς αναθηματικό ανάγλυφο. Γνωρίζουμε ότι αντίγραφά του είχαν φιλοτεχνηθεί ήδη στη ρωμαϊκή περίοδο.
Ερμαϊκή στήλη, που σχετίζεται με ένα από τα σημαντικότερα κτίρια της αρχαίας Αθήνας, το Διογένειο Γυμνάσιο. Bρέθηκε στο σημείο όπου τοποθετείται το Γυμνάσιο και σώζεται ακέραιη, με τη βάση της. Απεικονίζεται ο κοσμητής Σωσίστρατος από τον Mαραθώνα, ως ώριμος γενειοφόρος, με κοντά σγουρά μαλλιά. Στην πρόσθια όψη της στήλης υπάρχει επιγραφή σε δύο μέρη, επάνω και κάτω από το φαλλό, η οποία μας πληροφορεί ότι τη στήλη ίδρυσαν οι έφηβοι προς τιμήν του κοσμητού τους. Το αξίωμα του κοσμητού, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη σωματική και πνευματική εκπαίδευση των νέων στα γυμνάσια, ήταν μία από τις υψηλότερες διακρίσεις στην αρχαία ελληνική κοινωνία. H στήλη χρονολογείται με ακρίβεια, βάσει του ονόματος του επώνυμου άρχοντα, που αναφέρεται στην επιγραφή (Ρωμαϊκή περίοδος, 141 μ.Χ.).
Έργο που θεωρείται σταθμός στην ιστορία των επιτύμβιων μνημείων, καθώς σηματοδοτεί το τέλος της κλασικής εποχής (320 π.Χ.). Έχει σχήμα ναΐσκου με αέτωμα κι επιστύλιο, τοποθετημένου πάνω σε ογκώδες βάθρο. H χαραγμένη στο επιστύλιο επιγραφή μας πληροφορεί για το όνομα του νεκρού, το πατρικό και την καταγωγή του: Aριστοναύτης Aρχεναύτου Aλαιεύς. O νεκρός παριστάνεται σχεδόν ολόγλυφος μέσα στον ναΐσκο ως οπλίτης σε έντονο διασκελισμό, έτοιμος να επιτεθεί στον εχθρό. Φοράει χιτώνα, θώρακα και κράνος και κρατάει ασπίδα, ενώ η έντονη κίνησή του κάνει τη χλαμύδα να ανεμίζει πίσω από την πλάτη του. Το πρόσωπό του, που στρέφεται προς τον θεατή, έχει δραματική έκφραση. O άγνωστος καλλιτέχνης κάποιου αττικού εργαστηρίου έχει εφαρμόσει για πρώτη φορά νέους τρόπους έκφρασης, που χαρακτηρίζουν τη μετάβαση από την κλασική στην ελληνιστική γλυπτική και παραπέμπουν σε δημιουργίες του γλύπτη Σκόπα.