Η τοποθέτηση του Ρικάρντο στο ζήτημα των μηχανών αποτελεί σαφώς το πιο πολυσυζητημένο κομμάτι της οικονομικής του θεωρίας για το λόγο ότι αναίρεσε τις αρχικές του απόψεις, που ήθελαν να είναι όλοι κερδισμένοι (και οι βιομήχανοι και οι εργάτες) από τη χρήση τους, καταδεικνύοντας εν τέλει ότι η τάξη των εργατών όχι μόνο δεν ωφελείται, αλλά ζημιώνεται σημαντικά: «Αισθάνομαι ότι είναι ακόμη περισσότερο υποχρεωμένος να εκθέσω την άποψή μου στο ζήτημα αυτό» (των μηχανών εννοείται), «επειδή, ύστερα από βαθύτερη σκέψη, η άποψη που είχα έχει αλλάξει σημαντικά».
Για να γίνει αναλυτικότερος: «Από τότε που για πρώτη φορά έστρεψα την προσοχή μου σε ζητήματα πολιτικής οικονομίας, είχα τη γνώμη ότι μια τέτοια εφαρμογή των μηχανών σε κάθε κλάδο της παραγωγής, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την εξοικονόμηση εργασίας, θα ήταν γενικά καλή, συνοδευόμενη μόνο από εκείνο το είδος των προβλημάτων που παρακολουθούν σχεδόν κάθε μετακίνηση κεφαλαίου και εργασίας από τον έναν κλάδο στον άλλο».
Η ωφέλεια που θα πρόσφερε η χρήση της μηχανής στην τάξη των γαιοκτημόνων είναι ξεκάθαρη: «Μου φαινόταν ότι οι γαιοκτήμονες, υπό τον όρο ότι θα εισέπρατταν την ίδια χρηματική πρόσοδο, θα ωφελούνταν από την πτώση των τιμών μερικών από τα εμπορεύματα στα οποία δαπανάται η πρόσοδος αυτή, και ότι μια τέτοια πτώση των τιμών δεν μπορεί παρά να προκύψει ως αποτέλεσμα της χρησιμοποίησης μηχανών».
Από την πλευρά τους, οι βιομήχανοι καπιταλιστές επωφελούνται επίσης: «Ο καπιταλιστής, πίστευα, ωφελείται τελικά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Εκείνος, μάλιστα, που ανακάλυψε τη μηχανή ή που θα τη χρησιμοποιούσε πρώτος κατά τρόπο ωφέλιμο, θα έχει ένα πρόσθετο πλεονέκτημα, επειδή θα πραγματοποιεί υψηλά κέρδη για κάποιο χρονικό διάστημα· καθώς, όμως, θα γενικευόταν η χρησιμοποίηση της μηχανής, η τιμή του παραγόμενου εμπορεύματος θα έπεφτε ξανά, κάτω από την επίδραση του ανταγωνισμού, στο κόστος της παραγωγής του, οπότε ο καπιταλιστής θα αποκόμιζε τα ίδια χρηματικά κέρδη όπως πριν, και θα συμμετείχε απλώς στο γενικό όφελος ως καταναλωτής, δεδομένου ότι θα μπορούσε με το ίδιο εισόδημα να αποκτά μια πρόσθετη ποσότητα ανέσεων και απολαύσεων».
Τα πράγματα περιπλέκονται, όταν εξεταστούν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Ο Ρικάρντο θα παραθέσει πρώτα τις αρχικές του απόψεις, τις οποίες και ανακάλεσε: «Αλλά και η εργατική τάξη, νόμιζα, θα ωφελούνταν στον ίδιο βαθμό από τη χρησιμοποίηση μηχανών, επειδή οι εργάτες θα είχαν τη δυνατότητα να αγοράζουν περισσότερα εμπορεύματα με τους ίδιους χρηματικούς μισθούς, ενώ πίστευα ότι δε θα σημειωνόταν καμιά περικοπή μισθών, δεδομένου ότι ο καπιταλιστής θα είχε τη δυνατότητα να ζητήσει και να απασχολήσει την ίδια ποσότητα εργασίας όπως και πριν, αν και θα μπορούσε να βρεθεί κάτω από την ανάγκη να απασχολήσει την εργασία αυτή στην παραγωγή ενός νέου ή ενός, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, διαφορετικού εμπορεύματος».
Θα φέρει, μάλιστα, κι ένα παράδειγμα προκειμένου να γίνει απολύτως σαφής: «Αν με τελειοποιημένες μηχανές, με την απασχόληση της ίδιας ποσότητας εργασίας, παράγεται τετραπλάσια ποσότητα καλτσών, ενώ η ζήτηση καλτσών θα έχει διπλασιαστεί, ορισμένοι εργάτες αναγκαστικά θα απολυθούν από τον κλάδο· δεδομένου, όμως, ότι το κεφάλαιο, που τους απασχολούσε εξακολουθεί να υπάρχει, και επειδή είναι προς το συμφέρον εκείνων στους οποίους ανήκει το κεφάλαιο αυτό να το επενδύσουν παραγωγικά, νόμιζα ότι το κεφάλαιο αυτό θα επενδυόταν στην παραγωγή κάποιου άλλου εμπορεύματος, χρήσιμου για την κοινωνία, για το οποίο δεν μπορεί παρά να υπάρχει ζήτηση».
Ο Ρικάρντο θα αποδώσει την εσφαλμένη του κρίση στην επιρροή που του άσκησε ο Άνταμ Σμιθ: «Επειδή ήμουν, και εξακολουθώ να είμαι, βαθύτατα επηρεασμένος από την αλήθεια της παρατήρησης του Άνταμ Σμιθ ότι “η επιθυμία για τρόφιμα, σε κάθε άνθρωπο, περιορίζεται από την περιορισμένη χωρητικότητα του στομαχιού του, αλλά η επιθυμία για ανέσεις, για εξωραϊσμό του σπιτιού, για ρούχα, αμάξια και έπιπλα δε φαίνεται να έχει όρια ή κάποιο τέλος”. Επειδή, λοιπόν, νόμιζα ότι θα υπάρχει η ίδια ζήτηση εργασίας όπως και πριν, και ότι οι μισθοί δε θα ήταν χαμηλότεροι, πίστευα ότι η εργατική τάξη θα συμμετείχε, εξίσου με τις άλλες τάξεις, στο όφελος που προκύπτει από τη γενική πτώση της τιμής των εμπορευμάτων, που προκύπτει από τη χρησιμοποίηση μηχανών».
Το ζήτημα όμως με την τάξη των εργατών (κατά τον Ρικάρντο πάντα) δεν είναι τόσο απλό όσο μπορεί να φαίνεται εξαρχής: «Αυτές ήταν οι απόψεις μου, τις οποίες διατηρώ αναλλοίωτες όσον αφορά το γαιοκτήμονα και τον καπιταλιστή· έχω πειστεί ,όμως, ότι η αντικατάσταση της ανθρώπινης εργασίας από τις μηχανές ζημιώνει πολύ συχνά τα συμφέροντα της εργατικής τάξης».
Για να εξηγήσει αμέσως: «Πηγή του λάθους μου ήταν η παραδοχή πως όταν αυξάνεται το καθαρό εισόδημα της κοινωνίας, αυξάνει και το ακαθάριστο εισόδημά της· τώρα έχω αρκετούς λόγους να είμαι πεισμένος ότι το ένα χρηματικό κεφάλαιο (fund), από το οποίο οι γαιοκτήμονες και οι καπιταλιστές παίρνουν το εισόδημά τους, μπορεί να αυξάνεται, ενώ το άλλο, από το οποίο εξαρτάται κυρίως η εργατική τάξη, μπορεί να μειώνεται· και συνάγεται, επομένως, ότι, αν έχω δίκιο, η ίδια αιτία που μπορεί να αυξάνει το καθαρό εισόδημα της χώρας, μπορεί ταυτόχρονα να δημιουργεί ένα περίσσευμα πληθυσμού και να επιδεινώνει την κατάσταση του εργάτη».
Στην ουσία, η χρήση των μηχανών επιφέρει τη μείωση του κυκλοφορούντος κεφαλαίου (αυτού δηλαδή που δαπανάται σε μισθούς, πρώτες ύλες, αναλώσιμα κλπ) αυξάνοντας το πάγιο κεφάλαιο (κτιριακές υποδομές, μηχανές, εκμετάλλευση γης κλπ). Από τη στιγμή που το μεροκάματο του εργάτη συγκαταλέγεται στο κυκλοφορούν κεφάλαιο, είναι δεδομένο ότι συρρικνώνεται, αφού σημαντικό μέρος του κεφαλαίου, που προοριζόταν για τη μισθοδοσία των εργατών, δαπανάται για την αγορά και τη συντήρηση των μηχανών. Το ότι η κατασκευή των μηχανών απαιτεί επίσης εργασιακή απασχόληση δεν αλλάζει τη σε βάρος των εργατών κατάσταση, καθώς, σε κάθε περίπτωση, οι θέσεις που δημιουργούνται στη βιομηχανία των μηχανών είναι ασύγκριτα λιγότερες σε σχέση με εκείνες που χάνονται από όλους τους άλλους κλάδους. Το τελικό αποτέλεσμα είναι πλήρως κατανοητό: οι θέσεις εργασίας μειώνονται και η ποσότητα των αγαθών διαρκώς αυξάνει.
Ο Ρικάρντο διατίθεται να παρουσιάσει το θέμα εντελώς πρακτικά: «Θα υποθέσουμε ότι ένας καπιταλιστής διαθέτει κεφάλαιο αξίας 20.000 λιρών και ότι διεξάγει ταυτόχρονα δύο δραστηριότητες: εκείνη του αγρομισθωτή και εκείνη του βιομηχάνου που παράγει αναγκαία μέσα συντήρησης. Θα υποθέσουμε ακόμη ότι οι 7.000 λίρες από το κεφάλαιό του έχουν επενδυθεί ως πάγιο κεφάλαιο, δηλαδή σε κτίρια, εξοπλισμό κλπ. και οι υπόλοιπες 13.000 λίρες χρησιμοποιούνται ως κυκλοφορούν κεφάλαιο για τη συντήρηση της εργασίας. Ας υποθέσουμε, επίσης, ότι τα κέρδη είναι 10 τοις εκατό και, επομένως, ότι το κεφάλαιο του καπιταλιστή επανέρχεται κάθε χρόνο στην αρχική κατάσταση της αποδοτικότητάς του και αποδίδει κέρδος 2.000 λιρών».
Με άλλα λόγια, κάθε χρόνο εισπράττει 15.000 λίρες, από τις οποίες οι 13.000 είναι οι μισθοί των εργατών και οι 2.000 το προσωπικό του κέρδος: «Στο τέλος του χρόνου, έχουν περιέλθει στην κατοχή του μέσα διατροφής και άλλα βασικά μέσα συντήρησης αξίας 15.000 λιρών, από τις οποίες καταναλώνει ο ίδιος τις 2.000 λίρες ή τις δαπανά με τον τρόπο που ταιριάζει καλύτερα στις προτιμήσεις και επιθυμίες του». Και για να ειπωθεί διαφορετικά: «Όσον αφορά τα συγκεκριμένα προϊόντα, το ακαθάριστο προϊόν του έτους αυτού ανέρχεται σε 15.000 λίρες και το καθαρό προϊόν στις 2.000 λίρες».
Αν, όμως ο συγκεκριμένος κεφαλαιούχος αγοράσει μία μηχανή αξίας 7.500 χιλιάδων λιρών, η οποία αντικαθιστά εργατικά μεροκάματα ισοδύναμης αξίας, τότε αυτομάτως η αναλογία του κεφαλαίου που δαπανάται στην παραγωγή αλλάζει σε βάρος του εργάτη, αφήνοντας το ίδιο κέρδος (ας πούμε των 2.000 λιρών του παραδείγματος) στον βιομήχανο: «Η αξία της μηχανής θα ανέρχεται σε 7.500 λίρες και η αξία των μέσων και των άλλων αναγκαίων μέσων συντήρησης θα ανέρχεται σε 7.500 λίρες και, επομένως, το κεφάλαιο του καπιταλιστή θα είναι τόσο μεγάλο όσο και πριν· ο καπιταλιστής, εκτός από τις δύο αυτές αξίες, θα είχε, επίσης, το πάγιο κεφάλαιό του αξίας 7.000 λιρών· όλα αυτά συμποσούνται σε κεφάλαιο 20.000 λιρών συν το κέρδος των 2.000 λιρών».
Το τελικό αποτέλεσμα είναι αδιαπραγμάτευτο: «Αφού αφαιρέσει το τελευταίο αυτό ποσό από τα έξοδά του, θα έχει κυκλοφορούν κεφάλαιο όχι μεγαλύτερο από 5.500 λίρες, με το οποίο θα πρέπει να συνεχίσει τις μελλοντικές εργασίες του· και, επομένως, τα μέσα που διαθέτει για την απασχόληση εργασίας θα έχουν μειωθεί από 13.000 λίρες σε 5.500 λίρες με αποτέλεσμα όλη η εργασία που απασχολούνταν προηγουμένως με τις 7.500 λίρες να καθίσταται τώρα πλεονάζουσα».
Το κατά πόσο πρέπει να εκλάβουμε επακριβώς τα νούμερα του Ρικάρντο στο συγκεκριμένο παράδειγμα (το κατά πόσο δηλαδή το κυκλοφορούν κεφάλαιο θα πέσει πράγματι στις 5.500 λίρες ή το κέρδος των 2.000 λιρών του βιομήχανου θα παραμείνει σταθερό) είναι κάτι που σηκώνει συζήτηση, χωρίς όμως να αλλάζει την ουσία του συλλογισμού. Όπως και να έχει, οι θέσεις τις εργασίας θα μειωθούν και ενώ το ακαθάριστο προϊόν παραμένει (ας πούμε) στις 15.000 λίρες και το καθαρό προϊόν (κέρδος) στις 2.000 λίρες (ας το δεχτούμε), η τάξη των εργατών ζημιώνεται σε αντίθεση με τους βιομήχανους και τους γαιοκτήμονες που θα μπορούν να απολαμβάνουν αγαθά σε μεγαλύτερη πληθώρα και καλύτερες τιμές.
Εξάλλου, η ίδια η πραγματικότητα με τους απολυμένους εργάτες και την οργή που είχε υπήρχε σε βάρος των μηχανών (οι Λουδίτες είχαν ήδη εμφανιστεί από το 1811) δε χρειάζεται ιδιαίτερες επεξηγήσεις για να γίνει σαφές ότι οι μηχανές ζημίωναν την εργατική τάξη. Το περίεργο είναι πώς ο Ρικάρντο δεν το είχε αντιληφθεί αυτό νωρίτερα και πώς υπήρχαν κι άλλοι που συνέχιζαν να επιμένουν ότι η χρήση της μηχανής ωφελεί εξίσου τους εργάτες όπως και όλους τους άλλους.
Το βέβαιο είναι ότι αυτή η μεταστροφή του Ρικάρντο στο θέμα δυσαρέστησε πολλούς. Η αστική τάξη θα προτιμούσε μια διαφορετική ανάλυση για τις μηχανές. Η αρχική του γνώμη ήταν απείρως προτιμότερη. Στην εισαγωγή που υπάρχει στο συγκεκριμένο βιβλίο του Ρικάρντο, αναφέρεται ότι «το συμπέρασμα πρέπει να συντάραξε τους φίλους».
Σε κάθε περίπτωση, ο Ρικάρντο συμπεριφέρεται έντιμα. Η μεταστροφή του είναι δείγμα γενναιότητας. Φαίνεται συνεπής στην ευθύνη του ως μελετητής των οικονομικών θεμάτων. Το κακό είναι ότι ο συλλογισμός του έμεινε στη μέση. Το ότι θα απολύονταν εργάτες από κάθε εργοστάσιο που έφερνε μηχανές το είχε διαπιστώσει και νωρίτερα. Το ζήτημα ήταν ότι η ακόρεστη δίψα για κατανάλωση (όπως τον είχε πείσει ο Άνταμ Σμιθ και κυρίως ο Say, άσχετα που δεν τον αναφέρει στο συγκεκριμένο σημείο) θα κινητοποιούσε τη δημιουργία νέων εργοστασίων που θα απασχολούσαν το περίσσευμα των εργατών – κάτι που προφανώς δε συνέβη (τουλάχιστον στο βαθμό που ήλπιζε ο Ρικάρντο) και που, εν τέλει, αποφεύγει να εξηγήσει.
Η πίστη της ακόρεστης κατανάλωσης λειτούργησε στο ρικαρντιανό σύστημα ως πανάκεια για όλους τους κινδύνους καθιστώντας τον καπιταλισμό ακαταμάχητο. Ούτε ανεργία μπορούσε να υπάρξει (η ακόρεστη δίψα υποσχόταν την ακόρεστη παραγωγή) ούτε ύφεση (το χρήμα θα κινούταν διαρκώς) ούτε υπερβολική συσσώρευση κεφαλαίου (κάθε κεφάλαιο θα επενδυόταν παραγωγικά, αφού η ακόρεστη δίψα θα κατανάλωνε κάθε προϊόν), με δυο λόγια, η ακόρεστη δίψα ήταν ο εγγυητής της απρόσκοπτης λειτουργίας του συστήματος σε μια κατάσταση διαρκούς ανάπτυξης.
Σε τελική ανάλυση, αυτή ήταν και η εγγύηση ότι οι μηχανές δε θα ζημίωναν τους εργάτες, καθώς διαρκώς θα δημιουργούνταν εργοστάσια προκειμένου (μάταια) να ικανοποιηθεί η ακόρεστη καταναλωτική δίψα. Κι ενώ αυτή η υπόθεση διαψεύστηκε παταγωδώς, ο Ρικάρντο δεν αισθάνεται καμία ανάγκη να επανατοποθετηθεί και σε αυτό το σημείο, παρά αρκείται να αποδείξει τα αυτονόητα, ότι δηλαδή οι μηχανές καλύπτουν θέσεις εργασίας.
Αυτό που τον ενδιαφέρει περισσότερο είναι να καταδείξει την επικινδυνότητα οποιουδήποτε περιοριστικού μέτρου αφορά τη χρήση των μηχανών: «Η χρησιμοποίηση μηχανών δε θα μπορούσε ποτέ να αποθαρρυνθεί ακίνδυνα σε ένα κράτος, επειδή αν δεν επιτρέπεται σε ένα κεφάλαιο να αποκομίσει το μέγιστο καθαρό εισόδημα, το οποίο θα του αποφέρει εδώ η χρησιμοποίηση των μηχανών, θα μεταφερθεί στο εξωτερικό, πράγμα που μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο σοβαρή αποθάρρυνση της ζήτησης εργασίας από ό,τι είναι ακόμα και η πιο εκτεταμένη χρησιμοποίηση των μηχανών· επειδή, όταν το κεφάλαιο επενδύεται στη χώρα μας, θα δημιουργεί ζήτηση για κάποια εργασία· οι μηχανές δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς τη βοήθεια των ανθρώπων, ούτε μπορούν να κατασκευαστούν χωρίς τη συνεισφορά της εργασίας. Με την επένδυση μέρους του κεφαλαίου σε βελτιωμένες μηχανές, σημειώνεται μια προοδευτική μείωση της ζήτησης εργασίας· με την εξαγωγή, όμως, του κεφαλαίου σε μια άλλη χώρα, η ζήτηση θα εκλείψει τελείως».
Το τελικό συμπέρασμα τίθεται με απόλυτη σαφήνεια. Όσο κι αν ζημιώνονται οι εργάτες δεν μπορούν να διεκδικούν τίποτε. Οι μηχανές δεν ανήκουν στο συλλογικό κοινωνικό πλούτο προσφέροντας ευημερία σε όλους, αλλά σε αυτούς που έχουν το κεφάλαιο να τις αγοράσουν αποσκοπώντας, φυσικά, στο δικό τους συμφέρον. Κάθε αντίσταση των εργατών θα ήταν όχι μόνο μάταιη, αλλά και επιζήμια. Αν το παρακάνουν, το κεφάλαιο θα καταφύγει στο εξωτερικό και δε θα έχουν ούτε αυτές τις θέσεις που τώρα τους προσφέρονται. Ο συμβιβασμός είναι η μόνη τους επιλογή. Δεν είναι κάτι προσωπικό. Είναι οι οικονομικοί νόμοι που το επιβάλλουν. Κι όποιος εναντιώνεται σε αυτούς είναι σαν να εναντιώνεται στην παλίρροια.
Το ζήτημα της ισχύος του βιομήχανου που είναι σε θέση να επιβάλει τα συμφέροντά του δε χρειάζεται να αναφερθεί. Ούτε το νομοθετικό πλαίσιο που του το επιτρέπει. Η αναφορά των άκαμπτων νόμων της οικονομίας είναι αρκετή για να παίξει αυτό το ρόλο. Σε κάθε περίπτωση δε χρειάζεται να είναι κανείς προκλητικός εξαγριώνοντας τα πλήθη. Άλλο η ισχύς του βιομήχανου, άλλο της οικονομικής επιστήμης. Αν πρόκειται για επιστήμη το πράγμα τίθεται διαφορετικά. Η επιστημονική αυθεντία καταπραΰνει περισσότερο τις αντιστάσεις.
Κι εδώ βέβαια, στόχος δεν είναι να δικαιωθούν οι Λουδίτες που έμπαιναν στα εργοστάσια κι έσπαζαν τις μηχανές – σαν να έφταιγαν αυτές για τη χρήση τους. Στόχος είναι να καταδειχθεί η στρέβλωση που θέτει την οικονομία σαν να επρόκειτο για άκαμπτη επιστήμη.
Ο Robert Heilbroner στο βιβλίο του «Οι φιλόσοφοι του οικονομικού κόσμου» αναφέρει: «Ασφαλώς, η οικονομική επιστήμη δε θα μας παρείχε τη δυνατότητα απόλυτου ελέγχου πάνω στο μέλλον μας, όπως άλλωστε η φυσική επιστήμη δε μας δίνει έλεγχο πάνω στην πορεία της βαρύτητας, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα αυξανόταν η ικανότητά μας να προβλέπουμε τις συνέπειες των αλλαγών στις λειτουργίες του οικονομικού συστήματος, και ακολούθως να επιλέγουμε την πιο ευνοϊκή πορεία».
Μετά από αυτή τη διευκρίνιση το ερώτημα είναι ξεκάθαρο: «Γιατί, λοιπόν, να μην επικροτούμε την εντεινόμενη τάση θεώρησης των οικονομικών ως επιστήμης;». Με άλλα λόγια, γιατί πρέπει να σταματήσουμε να θεωρούμε την οικονομία επιστήμη που τίθεται με νόμους άκαμπτους σαν να πρόκειται για κάτι εφάμιλλο με τις θετικές επιστήμες;
Για τον Heilbroner υπάρχουν δύο λόγοι που πρέπει να συμβεί αυτό. Κι αρχικά θα επικαλεστεί τον Μάρσαλ: «Αν και τον σαγήνευαν» (τον Μάρσαλ εννοείται) «οι επιστημονικοφανείς πλευρές των οικονομικών, προειδοποιούσε ότι “τα οικονομικά δεν μπορούν να συγκριθούν με τις θετικές επιστήμες διότι πραγματεύονται τις ολοένα μεταβαλλόμενες και λεπτές δυνάμεις της ανθρώπινης φύσης”».
Για να δοθούν εξηγήσεις: «Λέμε ότι οι νόμοι της φυσικής ή της χημείας περιγράφουν τη συμπεριφορά των ηλεκτρονίων και των μεσονίων που μελετά ο επιστήμονας αλλά υπάρχει ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στη “συμπεριφορά” αυτών των στοιχείων της φύσης και τη συμπεριφορά των ανθρώπινων όντων που αποτελούν το αντικείμενο μελέτης των κοινωνικών επιστημών. Όταν οι επιστήμονες εξηγούν το φαινόμενο, ας πούμε, του φωτός αναφορικά με τη συμπεριφορά των ηλεκτρονίων, κανένας δεν υποθέτει ότι κάθε ηλεκτρόνιο έχει “αποφασίσει” αν θα κινηθεί ή όχι. Αντίθετα, όταν οι οικονομολόγοι εξηγούν το φαινόμενο της αλλαγής των τιμών μέσω της συμπεριφοράς αγοραστών και πωλητών, δεν μπορούν να περιγράψουν το αντικείμενο της μελέτης τους χωρίς να υποθέσουν ότι κάθε άτομο αποφασίζει να δράσει με τον άλφα ή βήτα τρόπο. Με λίγα λόγια, εκτός απ’ τα απόλυτα μηχανικά ανακλαστικά μας, η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς την έννοια της βούλησης – την απρόβλεπτη ικανότητά μας να αλλάζουμε γνώμη ακόμα και την τελευταία στιγμή. Αντίθετα, τα στοιχεία της φύσης “συμπεριφέρονται” όπως συμπεριφέρονται για λόγους για τους οποίους ένα μόνο πράγμα μάς είναι απόλυτα γνωστό: ότι τα στοιχεία της φυσικής δεν “επιλέγουν” τον τρόπο που συμπεριφέρονται».
Με άλλα λόγια: «Άρα μια ασύνετη χρήση της λέξης “συμπεριφορά” μπορεί εύκολα να εξομοιώσει δύο εντελώς ανόμοια πράγματα, που το ένα έχει να κάνει με την πεμπτουσία της συνειδητής πράξης και το άλλο δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό. Αν τα οικονομικά ήταν πραγματικά θετική επιστήμη, εμείς οι άνθρωποι δε θα ήμαστε παρά ρομπότ, και θα μπορούσαμε να διαλέξουμε την αντίδρασή μας σε μια αύξηση των τιμών όσο και ένα μόριο σιδήρου επιλέγει την αντίδρασή του στην παρουσία ενός μαγνήτη».
Και υπάρχει και δεύτερος λόγος που η οικονομία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν θετική επιστήμη: «Έχει να κάνει με το γεγονός ότι η κοινωνική ζωή της ανθρωπότητας είναι από τη φύση της πολιτική. Δηλαδή, όλες οι κοινωνίες άπαξ και μετεξελιχθούν από το επίπεδο του κυνηγιού και της συλλογής στο πεδίο της Διαταγής, δημιουργούν προνομιούχες και μη προνομιούχες κατηγορίες, που κυμαίνονταν από την αριστοκρατία ως τη δουλεία, από την τάξη στην κάστα, από τα δικαιώματα στην ιδιοκτησία στα μειονεκτήματα της πενίας. Όπως γίνεται σαφές από την τελευταία φράση, ο καπιταλισμός δεν αποτελεί εξαίρεση σ’ αυτή τη γενική διαπίστωση. Καθορίζονται άραγε κρίσιμα οικονομικά ζητήματα όπως η διανομή του πλούτου ή των εισοδημάτων από το κοινωνικό αντίστοιχο του νόμου της βαρύτητας; Οι φόροι, τα κληρονομικά δικαιώματα ή η εκμετάλλευση του ανθρώπινου μόχθου, είναι μήπως εκφράσεις απαραβίαστων φυσικών νόμων; Ή είναι οι εξαιρετικά ρευστές συνέπειες της κοινωνικής πολιτικής τάξης πραγμάτων στην οποία ζούμε;».
Όσο για το θέμα της επιστημονικής αντικειμενικότητας στο ζήτημα της οικονομίας, ο Heilbroner διερωτάται: «τι σημαίνει να είσαι “αντικειμενικός” για πράγματα όπως ο κληρονομημένος πλούτος ή η εξευτελιστική φτώχεια; Σημαίνει άραγε ότι αυτές οι διευθετήσεις αντικατοπτρίζουν κάποιες ιδιότητες της κοινωνίας που θα πρέπει να αποδεχτούμε όπως ο επιστήμονας αποδέχεται τις διευθετήσεις που μελέτησε μέσα από ένα τηλεσκόπιο ή κάτω από ένα μικροσκόπιο; Ή μήπως σημαίνει ότι, αν είχαμε σαφή αντίληψη των προσωπικών μας προτιμήσεων και αντιπαθειών, θα μπορούσαμε, αφού θα είχαμε κάνει τους κατάλληλους αποκλεισμούς, να καταλήξουμε σε μια γνήσια ουδέτερη άποψη; Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει τον όρο “επιστημονικός” για να περιγράψει τα ευρήματα μας ακόμα κι αν το αντικείμενο της μελέτης μας δεν είναι προϊόν της φύσης αλλά της κοινωνίας;». Φυσικά «η απάντηση είναι ότι δεν μπορούμε».
Ο Heilbroner θα ολοκληρώσει: «Υπάρχει, βέβαια, ευρύτατο πεδίο για επιστημονική μέθοδο στην ανάλυση πολλών προβλημάτων που προσπαθεί να ξεδιαλύνει η οικονομική επιστήμη, περιλαμβανομένης της αξίωσης να εκθέτουν οι οικονομολόγοι τα δεδομένα που παρατηρούν όσο γίνεται πιο σχολαστικά. Όταν, ωστόσο, ερχόμαστε σε προτάσεις οικονομικής πολιτικής, είναι αδύνατο να παρουσιάσουμε οικονομικές αναλύσεις σαν να προέρχονταν αδιαφιλονίκητα από τα δεδομένα της κοινωνίας. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν υπάρχουν τέτοια δεδομένα αντίστοιχα με εκείνα της φύσης. Επιπλέον, εφόσον παραδεχτούμε την παρουσία της ισχύος και της υπακοής στις διευθετήσεις όλων των στρωματοποιημένων κοινωνιών, δε μας επιτρέπεται να δώσουμε στις ερμηνείες μας την αντικειμενικότητα που επιζητούμε στις αποσαφηνίσεις μας για τη φύση. Απλώς, στην περιγραφή της λειτουργίας της κοινωνίας χρησιμοποιείται η γλώσσα με την οποία περιγράφουμε τη λειτουργία της φύσης. Αν μια τέτοια ψευδοεπιστημονική άποψη γινόταν ο σκοπός της οικονομικής επιστήμης, θα σήμαινε το τέλος της ως φιλοσοφίας του οικονομικού κόσμου».
David Ricardo, Αρχές Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας