Λαμβάνοντας αφορμή από τα γεγονότα της Κέρκυρας και τις εκεί βαρβαρότητες (βλ. ΘΟΥΚ 3.69.1–3.81.5), ο Θουκυδίδης ανατέμνει στο σημείο αυτό την ανθρώπινη ψυχή και αναπτύσσει την παθολογία του εμφύλιου πολέμου.
ΚΕΙΜΕΝΟ
[3.82.1] Οὕτως ὠμὴ <ἡ> στάσις προὐχώρησε, καὶ ἔδοξε μᾶλλον, διότι ἐν τοῖς πρώτη ἐγένετο, ἐπεὶ ὕστερόν γε καὶ πᾶν ὡς εἰπεῖν τὸ Ἑλληνικὸν ἐκινήθη, διαφορῶν οὐσῶν ἑκασταχοῦ τοῖς τε τῶν δήμων προστάταις τοὺς Ἀθηναίους ἐπάγεσθαι καὶ τοῖς ὀλίγοις τοὺς Λακεδαιμονίους. καὶ ἐν μὲν εἰρήνῃ οὐκ ἂν ἐχόντων πρόφασιν οὐδ’ ἑτοίμων παρακαλεῖν αὐτούς, πολεμουμένων δὲ καὶ ξυμμαχίας ἅμα ἑκατέροις τῇ τῶν ἐναντίων κακώσει καὶ σφίσιν αὐτοῖς ἐκ τοῦ αὐτοῦ προσποιήσει ῥᾳδίως αἱ ἐπαγωγαὶ τοῖς νεωτερίζειν τι βουλομένοις ἐπορί-
ζοντο.
ζοντο.
[3.82.2] καὶ ἐπέπεσε πολλὰ καὶ χαλεπὰ κατὰ στάσιν ταῖς πόλεσι, γιγνόμενα μὲν καὶ αἰεὶ ἐσόμενα, ἕως ἂν ἡ αὐτὴ φύσις ἀνθρώπων ᾖ, μᾶλλον δὲ καὶ ἡσυχαίτερα καὶ τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένα, ὡς ἂν ἕκασται αἱ μεταβολαὶ τῶν ξυντυχιῶν ἐφιστῶνται. ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν· ὁ δὲ πόλεμος ὑφελὼν τὴν εὐπορίαν τοῦ καθ’ ἡμέραν βίαιος διδάσκαλος καὶ πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν ὁμοιοῖ.
[3.82.3] ἐστασίαζέ τε οὖν τὰ τῶν πόλεων, καὶ τὰ ἐφυστερίζοντά που πύστει τῶν προγενομένων πολὺ ἐπέφερε τὴν ὑπερβολὴν τοῦ καινοῦσθαι τὰς διανοίας τῶν τ’ ἐπιχειρήσεων περιτεχνήσει καὶ τῶν τιμωριῶν ἀτοπίᾳ.
[3.82.4] καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει. τόλμα μὲν γὰρ ἀλόγιστος ἀνδρεία φιλέταιρος ἐνομίσθη, μέλλησις δὲ προμηθὴς δειλία εὐπρεπής, τὸ δὲ σῶφρον τοῦ ἀνάνδρου πρόσχημα, καὶ τὸ πρὸς ἅπαν ξυνετὸν ἐπὶ πᾶν ἀργόν· τὸ δ’ ἐμπλήκτως ὀξὺ ἀνδρὸς μοίρᾳ προσετέθη, ἀσφαλείᾳ δὲ τὸ ἐπιβουλεύσασθαι ἀποτροπῆς πρόφασις εὔλογος.
[3.82.5] καὶ ὁ μὲν χαλεπαίνων πιστὸς αἰεί, ὁ δ’ ἀντιλέγων αὐτῷ ὕποπτος. ἐπιβουλεύσας δέ τις τυχὼν ξυνετὸς καὶ ὑπονοήσας ἔτι δεινότερος· προβουλεύσας δὲ ὅπως μηδὲν αὐτῶν δεήσει, τῆς τε ἑταιρίας διαλυτὴς καὶ τοὺς ἐναντίους ἐκπεπληγμένος. ἁπλῶς δὲ ὁ φθάσας τὸν μέλλοντα κακόν τι δρᾶν ἐπῃνεῖτο, καὶ ὁ ἐπικελεύσας τὸν μὴ διανοούμενον.
[3.82.6] καὶ μὴν καὶ τὸ ξυγγενὲς τοῦ ἑταιρικοῦ ἀλλοτριώτερον ἐγένετο διὰ τὸ ἑτοιμότερον εἶναι ἀπροφασίστως τολμᾶν· οὐ γὰρ μετὰ τῶν κειμένων νόμων ὠφελίας αἱ τοιαῦται ξύνοδοι, ἀλλὰ παρὰ τοὺς καθεστῶτας πλεονεξίᾳ. καὶ τὰς ἐς σφᾶς αὐτοὺς πίστεις οὐ τῷ θείῳ νόμῳ μᾶλλον ἐκρατύνοντο ἢ τῷ κοινῇ τι παρανομῆσαι.
[3.82.7] τά τε ἀπὸ τῶν ἐναντίων καλῶς λεγόμενα ἐνεδέχοντο ἔργων φυλακῇ, εἰ προὔχοιεν, καὶ οὐ γενναιότητι. ἀντιτιμωρήσασθαί τέ τινα περὶ πλείονος ἦν ἢ αὐτὸν μὴ προπαθεῖν. καὶ ὅρκοι εἴ που ἄρα γένοιντο ξυναλλαγῆς, ἐν τῷ αὐτίκα πρὸς τὸ ἄπορον ἑκατέρῳ διδόμενοι ἴσχυον οὐκ ἐχόντων ἄλλοθεν δύναμιν· ἐν δὲ τῷ παρατυχόντι ὁ φθάσας θαρσῆσαι, εἰ ἴδοι ἄφαρκτον, ἥδιον διὰ τὴν πίστιν ἐτιμωρεῖτο ἢ ἀπὸ τοῦ προφανοῦς, καὶ τό τε ἀσφαλὲς ἐλογίζετο καὶ ὅτι ἀπάτῃ περιγενόμενος ξυνέσεως ἀγώνισμα προσελάμβανεν. ῥᾷον δ’ οἱ πολλοὶ κακοῦργοι ὄντες δεξιοὶ κέκληνται ἢ ἀμαθεῖς ἀγαθοί, καὶ τῷ μὲν αἰσχύνονται, ἐπὶ δὲ τῷ ἀγάλλονται.
[3.82.8] πάντων δ’ αὐτῶν αἴτιον ἀρχὴ ἡ διὰ πλεονεξίαν καὶ φιλοτιμίαν· ἐκ δ’ αὐτῶν καὶ ἐς τὸ φιλονικεῖν καθισταμένων τὸ πρόθυμον. οἱ γὰρ ἐν ταῖς πόλεσι προστάντες μετὰ ὀνόματος ἑκάτεροι εὐπρεποῦς, πλήθους τε ἰσονομίας πολιτικῆς καὶ ἀριστοκρατίας σώφρονος προτιμήσει, τὰ μὲν κοινὰ λόγῳ θεραπεύοντες ἆθλα ἐποιοῦντο, παντὶ δὲ τρόπῳ ἀγωνιζόμενοι ἀλλήλων περιγίγνεσθαι ἐτόλμησάν τε τὰ δεινότατα ἐπεξῇσάν τε τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους, οὐ μέχρι τοῦ δικαίου καὶ τῇ πόλει ξυμφόρου προτιθέντες, ἐς δὲ τὸ ἑκατέροις που αἰεὶ ἡδονὴν ἔχον ὁρίζοντες, καὶ ἢ μετὰ ψήφου ἀδίκου καταγνώσεως ἢ χειρὶ κτώμενοι τὸ κρατεῖν ἑτοῖμοι ἦσαν τὴν αὐτίκα φιλονικίαν ἐκπιμπλάναι. ὥστε εὐσεβείᾳ μὲν οὐδέτεροι ἐνόμιζον, εὐπρεπείᾳ δὲ λόγου οἷς ξυμβαίη ἐπιφθόνως τι διαπράξασθαι, ἄμεινον ἤκουον. τὰ δὲ μέσα τῶν πολιτῶν ὑπ’ ἀμφοτέρων ἢ ὅτι οὐ υνηγωνίζοντο ἢ φθόνῳ τοῦ περιεῖναι διεφθείροντο.
[3.83.1] Οὕτω πᾶσα ἰδέα κατέστη κακοτροπίας διὰ τὰς στάσεις τῷ Ἑλληνικῷ, καὶ τὸ εὔηθες, οὗ τὸ γενναῖον πλεῖστον μετέχει, καταγελασθὲν ἠφανίσθη, τὸ δὲ ἀντιτετάχθαι ἀλλήλοις τῇ γνώμῃ ἀπίστως ἐπὶ πολὺ διήνεγκεν· [3.83.2] οὐ γὰρ ἦν ὁ διαλύσων οὔτε λόγος ἐχυρὸς οὔτε ὅρκος φοβερός, κρείσσους δὲ ὄντες ἅπαντες λογισμῷ ἐς τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου μὴ παθεῖν μᾶλλον προὐσκόπουν ἢ πιστεῦσαι ἐδύναντο.
[3.83.3] καὶ οἱ φαυλότεροι γνώμην ὡς τὰ πλείω περιεγίγνοντο· τῷ γὰρ δεδιέναι τό τε αὑτῶν ἐνδεὲς καὶ τὸ τῶν ἐναντίων ξυνετόν, μὴ λόγοις τε ἥσσους ὦσι καὶ ἐκ τοῦ πολυτρόπου αὐτῶν τῆς γνώμης φθάσωσι προεπιβουλευόμενοι, τολμηρῶς πρὸς τὰ ἔργα ἐχώρουν.
[3.83.4] οἱ δὲ καταφρονοῦντες κἂν προαισθέσθαι καὶ ἔργῳ οὐδὲν σφᾶς δεῖν λαμβάνειν ἃ γνώμῃ ἔξεστιν, ἄφαρκτοι μᾶλλον διεφθείροντο.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
[3.82.1] Σε τέτοιες άκρες αγριότητες έφτασε ο εμφύλιος πόλεμος και φάνηκε φριχτός περισσότερο γιατί ήταν από τις πρώτες εκδηλώσεις, ενώ αργότερα μπορεί να πει κανείς πως ολόκληρος ο Ελληνικός κόσμος συνταράχτηκε με τον ίδιο τρόπο, γιατί υπήρχαν εσωτερικές διαφορές σε κάθε τόπο ανάμεσα στους δημοκρατικούς αρχηγούς, που καλούσαν τους Αθηναίους να τους υποστηρίξουν, και στους ολιγαρχικούς, που φώναζαν τους Λακεδαιμονίους. Βέβαια, σε καιρό ειρήνης, δε θα ήταν εύκολο να βρουν αιτία για επανάσταση, ούτε θα ήταν τόσο πρόθυμοι να καλέσουνε βοήθεια απ’ έξω· αλλά τώρα που βρίσκονταν σε πόλεμο οι δυο μεγάλοι, και υπήρχαν οι συμμαχίες με τον έναν ή τον άλλον από τους δυο, δεν εδίσταζαν να επικαλεστούν τη βοήθειά τους και να την επιτύχουν όσοι ήθελαν να κάνουν πραξικόπημα για ν’ αλλάξουν το καθεστώς, για να βλάψουν τους εχτρούς τους και συνάμα για να ενισχύσουν τη δική τους μερίδα.
[3.82.2] Κ’ έπεσαν πολλές και βαρειές συμφορές στα διάφορα κράτη από τις εσωτερικές τους επαναστάσεις, τέτοιες που γίνονται βέβαια και θα γίνονται πάντοτε όσο μένει ίδιο το φυσικό του ανθρώπου, αλλά που μπορεί να συντύχουν πιο άγρια ή πιο μαλακά, και που θ’ αλλάζουνε μορφή ανάλογα με το πώς θα παρουσιαστούν κάθε φορά οι παραλλαγμένες περιστάσεις. Γιατί σε καιρούς ειρήνης κι όταν υπάρχει σχετική ευημερία, τόσο οι πολιτείες όσο και τα άτομα, είναι πιο καλοπροαίρετοι ο ένας για τον άλλον, επειδή δε φτάνουνε σε απόγνωση από άκρα ανάγκη που δεν τους ήρθε με τη θέλησή τους· ο πόλεμος όμως, που παίρνει ύπουλα κάτω απ’ τα πόδια των ανθρώπων την ευκολία να κερδίζουν το καθημερινό τους, τους διδάσκει την ωμότητα, κ’ εντείνει την αγανάχτηση των πολλών ανάλογα με την κατάσταση όπου τους φέρνει.
[3.82.3] Γίνονταν λοιπόν επαναστάσεις στις πολιτείες, κι αν τυχόν καμιά είχε καθυστερήσει, μαθαίνοντας το τι είχε σταθεί αλλού πρωτύτερα, προχωρούσε μακρύτερα στις άκρες βιαιότητες, και ξάναβαν τα μυαλά των ανθρώπων προσπαθώντας να επινοήσουν κάτι χειρότερο και πιο περίτεχνο, και να επιβάλουν πιο τερατώδεις αντεκδικήσεις.
[3.82.4] Και νόμισαν πως είχαν το δικαίωμα ν’ αλλάξουν και τη συνηθισμένη ανταπόκριση των λέξεων προς τα πράγματα, για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Έτσι η αστόχαστη αποκοτιά θεωρήθηκε παλικαριά γι’ αγάπη των συντρόφων, ο δισταγμός από πρόνοια για το μέλλον δειλία που προβάλλει ενάρετες δικαιολογίες, η γνωστική μετριοπάθεια ως πρόφαση ανανδρίας, και η ικανότητα να βλέπει κανείς όλες τις πλευρές μιας κατάστασης, ανικανότητα να δράσει από καμιά· την απότομη και βίαιη αντίδραση, την πρόσθεσαν στα προτερήματα του αντρός, και η αποχή από τις ραδιουργίες λογίστηκε φαινομενικά λογική πρόφαση για ν’ αποφύγει κανείς τον κίντυνο.
[3.82.5] Τον αδιάκοπα έξαλλο κατήγορο τον θεωρούσαν πάντα αξιόπιστο, όποιον όμως του αντιμιλούσε, τον υποψιάζονταν για προδοσία. Κι αν έκανε κανείς ραδιουργίες και πετύχαινε, τον είχαν για έξυπνο, κι όποιος υποψιαζόταν και ξεσκέπαζε έγκαιρα τα σχέδια του άλλου ήταν ακόμα πιο καπάτσος. Όποιος όμως προνοούσε ώστε να μη χρειαστούν αυτά καθόλου, έλεγαν πως διαλύει το κόμμα κι αφήνει να τον τρομοκρατήσουν οι αντίπαλοι. Και μ’ ένα λόγο, όποιος πρόφταινε να κάνει το κακό πριν από τον άλλον άκουγε παινέματα, καθώς κι όποιος παρακινούσε στο κακό έναν άλλον που δεν το είχε προτήτερα βάλει στο νου του.
[3.82.6] Κι ο συγγενής λογιζόταν πιο ξένος από τον κομματικό σύντροφο, επειδή ο σύντροφος ήταν πιο πρόθυμος να ριχτεί στον κίντυνο για το κόμμα χωρίς να εξετάσει την αληθινή αιτία της πράξης του. Οι κομματικοί σύντροφοι δε συνδεόταν μεταξύ τους σύμφωνα με τους νόμους που ίσχυαν γι’ αμοιβαία ωφέλεια αλλά για να κερδίσουν πλεονεκτήματα στο πείσμα των νόμων και των κοινωνικών ηθών. Και την εμπιστοσύνη μεταξύ τους δεν την επικύρωναν όρκοι προς τους θεούς, όπως συνηθιζόταν άλλοτε, αλλά ο σκοπός να πατήσουν το νόμο με κοινήν ενέργεια.
[3.82.7] Τις δίκαιες προτάσεις των αντιπάλων τις δέχονταν μ’ επιφύλαξη παρακολουθώντας τις πράξεις τους αν ήταν πιο ισχυροί κι όχι με γενναιοψυχία. Και κοίταζαν περισσότερο να πάρουν εκδίκηση παρά να φυλαχτούνε για να μην πάθουν πρώτα οι ίδιοι. Κι αν σε κάποια περίσταση έδιναν κ’ έπαιρναν όρκους να συμφιλιωθούν, οι όρκοι ίσχυαν γιατί τη στιγμή εκείνη δεν ήτανε σε θέση κανένας από τους δυο να κάνει τίποτ’ άλλο, επειδή δεν είχαν να περιμένουν ενίσχυση από πουθενά αλλού· μόλις όμως δινόταν η ευκαιρία, εκείνος που πρόφταινε να τολμήσει, αν έβλεπε πουθενά ανοιχτό τον αντίπαλο, του την έφερνε με μεγαλύτερη χαρά επειδή είχε δώσει τα πιστά παρά αν τον εζημίωνε κατ’ ευθεία και φανερά· και λογιζόταν το φέρσιμο τούτο όχι μόνο πιο σίγουρο, αλλά, επειδή είχε υπερισχύσει με πονηριά, έπαιρνε και το χαραχτήρα νίκης σε αγώνα εξυπνάδας. Κ’ ευκολότερα νομίζονταν επιδέξιοι οι πολλοί που κακουργούν, παρά ενάρετοι όσοι δεν ξέρουν απ’ αυτά. Και ντρέπονται για τούτο το δεύτερο ενώ καμαρώνουνε για το πρώτο.
[3.82.8] Αιτία για ολ’ αυτά είναι η όρεξη ν’ αποχτήσουν δύναμη οι άνθρωποι από απληστία και φιλοδοξία· κι’ απ αυτά πηγάζει η ορμή που τους σπρώχνει, μια και μπούνε στη διαμάχη των κομμάτων. Γιατί όσοι ξεπρόβαλαν κάθε φορά σαν αρχηγοί στις πολιτείες, ο καθένας με ωραίο και αξιοπρεπές σύνθημα, πως εκτιμούν πάνω απ’ όλα την ίση συμμετοχή όλων των πολιτών στη διοίκηση [της πολιτείας], ή τη γνωστική και μετρημένη κυβέρνηση των πιο καλών, γνοιάζονταν για τα κοινά μόνο με τα λόγια, ενώ κέρδιζαν πλεονεκτήματα για τον εαυτό τους, και πολεμώντας με κάθε τρόπο να υπερισχύσουν ο ένας από τον άλλον πολλές φορές ως τώρα τόλμησαν να κάνουν τα πιο φοβερά πράματα, κ’ επιδίωξαν να εκδικηθούν τους αντιπάλους τους όχι ως εκεί που επιτρέπει η δικαιοσύνη και το συμφέρον της πολιτείας, αλλά κάνοντας τις πιο άγριες πράξεις, με μοναδικό περιορισμό το τι ήταν πιο ευπρόσδεκτο κάθε φορά για τη μια ή την άλλη μερίδα· και δεν εδίστασαν στην προσπάθειά τους να καταλάβουν την αρχή είτε καταδικάζοντας τους αντιπάλους με άδικη ψήφο του λαού, είτε με βίαιο πραξικόπημα, να χορτάσουν τη φιλοδοξία τους της στιγμής. Έτσι που κανείς από τους δυο δεν ακολουθούσε τους κανόνες του σεβασμού προς το δίκαιο και το σωστό, αλλά όσοι τύχαινε με ωραία και πρεπούμενα λόγια να σκεπάσουν τις πιο ανόσιες πράξεις, αποχτούσαν καλύτερη φήμη. Οι πιο μετριοπαθείς πολίτες θανατώνονταν κι από τους δυο, είτε γιατί δε βοηθούσαν τον αγώνα τους ή γιατί τους φθονούσαν οι άρχοντες ως και την πιθανότητα να επιζήσουν.
[3.83.1] Έτσι γίνηκαν κάθε λογής διαστρεμμένα εγκλήματα ανάμεσα στους Έλληνες κ’ αιτία τους ήταν οι εσωτερικές διενέξεις κ’ επαναστάσεις. Και οι ηθικοί τρόποι που συγγενεύουν τα πιο στενά με την ευγενική φύση, έγιναν καταγέλαστοι και αφανίστηκαν, κ’ επικράτησαν οι οξείες αντιθέσεις των αντιπάλων κομμάτων με διαμετρικά αντίθετα φρονήματα, χωρίς ίχνος αμοιβαίας εμπιστοσύνης.
[3.83.2] Γιατί δεν υπήρχε τίποτα που να διαλύσει τη δυσπιστία αυτή, ούτε λόγος που να δίνει εγγύηση, ούτε όρκος που να φοβάται κανείς να τον πατήσει. Κι όταν επικρατούσαν, όλοι στοχάζονταν πως δεν είχαν καμιάν ελπίδα να εξασφαλιστούνε μόνιμα, γι’ αυτό περισσότερο φρόντιζαν πώς να μην πάθουν αυτοί πρώτοι παρά που μπορούσαν να δώσουν πίστη στους άλλους.
[3.83.3] Και τις περισσότερες φορές επέπλεαν όσοι είχαν τις κατώτερες διάνοιες, γιατί επειδή φοβούνταν τόσο την ίδια τους κατωτερότητα όσο και την εξυπνάδα των αντιπάλων, μήπως γι’ αυτό δεν μπορέσουν να επιβάλουν τη γνώμη τους με τα λόγια, και μήπως με την ευστροφία τους οι άλλοι προφτάσουν να τους συκοφαντήσουν και να εξυφάνουν τα συνωμοτικά τους σχέδια πρωτύτερα, τολμούσαν να κάνουνε πραξικοπήματα με αναίδεια.
[3.83.4] Ενώ όσοι δεν καταδέχονταν να λάβουν τα μέτρα τους έγκαιρα, βέβαιοι πώς θα προαισθάνονταν τον κίντυνο, γιατί νόμιζαν πως δε χρειάζονται οι πράξεις εκεί που έφτανε η γνώση, πιάνονταν αφύλαχτοι και θανατώνονταν.
-----------------------
Ι.)
Αυτή ή τρομερή σύνοψη αποσκοπεί στο να καλύψει τα διάφορα ξεσπάσματα πολιτικής βίας σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, τα όποια από δω και πέρα ο Ιστορικός απλώς τα σημειώνει και τα προσπερνά. Αλλά, εφόσον στις κρίσεις του για τούς διαδόχους του Περικλή ρητά αναφέρει την εμφύλια διαμάχη ως αιτία τής ήττας τής Αθήνας, ό, τι λέει εδώ ισχύει και για την Αθήνα. Επιπλέον, ή στενή αντιστοιχία ανάμεσα στο παραπάνω χωρίο και σ’ εκείνα πού εξετάσαμε προηγουμένως, δείχνει ότι δε θεωρούσε την εμφύλια διαμάχη σαν κάτι πού ξέσπασε απροσδόκητα στην Αθήνα προς το .τέλος τού πολέμου, αλλά σαν το αποκορύφωμα στο όποιο έφτασαν σταδιακά οι προηγούμενες κομματικές διαμάχες. Έτσι, όπως παρατηρήσαμε, η περιγραφή του λοιμού, όπως και η περιγραφή των Κερκυραϊκών, εμφανίζει τις καθιερωμένες αρχές τής ομαλότητας να ανατρέπονται σε περιόδους βαθιάς αναταραχής. Εξάλλου η σύγκρουση ανάμεσα στη βία και στη λογική, πού προέκυψε στη συζήτηση για, την τύχη των Μυτιληναίων, εμφανίζεται εδώ σαν γενικό φαινόμενο τής εμφύλιας διαμάχης. Παρόμοια ο ωμός ωφελιμισμός πού αποκαλύφθηκε τόσο σ’ εκείνη τη συζήτηση όσο και στην όλη περιγραφή της στάσης της Σπάρτης απέναντι στους Πλαταιείς, αντιπροσωπεύει σαφώς ένα στάδιο στη μεταβολή των αξιών που εδώ αποκαλείται χαρακτηριστικό τής εμφύλιας διαμάχης. Αλλά, το σπουδαιότερο απ’ όλα, όσα λέει σ’ αυτό εδώ το χωρίο για τα κίνητρα των κομματικών ηγετών ταυτίζονται σχεδόν πλήρως με όσα είχε πει για το ίδιο θέμα στις κρίσεις του για τούς διαδόχους του Περικλή. Επομένως δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι έβλεπε τον Κλέωνα σαν μια προσωπικότητα που έρρεπε προς την εμφύλια διαμάχη, έναν άνθρωπο βίαιο, που εκμεταλλευόταν για προσωπικό όφελος τα πάθη που ήταν φυσικό να υπάρχουν εκείνο τον καιρό. Έτσι, θα μπορέσει να πει γι’ αυτόν αργότερα ότι παρέτεινε τον πόλεμο, «επειδή πίστευε ότι αν γίνει ειρήνη, τότε οι επιλήψιμες πράξεις του θα γίνονταν πιο φανερές και οι διαβολές του λιγότερο πιστευτές,» μια κρίση που αντιστοιχεί απόλυτα με ό, τι ειπώθηκε εδώ για τα κίνητρα των περισσότερων κομματικών ηγετών. Με λίγα λόγια, αυτή η γενική σύνοψη είναι το κλειδί για να κατανοήσουμε τις συγκεκριμένες παρατηρήσεις του για την πολιτική κατάσταση στην Αθήνα. Οπωσδήποτε διακρίνεται από ασυναγώνιστη δύναμη και βάθος και πουθενά αλλού μέσα στην Ιστορία, με εξαίρεση τις δημηγορίες, δε φαίνεται τόσο καλά η επιθυμία αλλά και η ικανότητα του Θουκυδίδη να βασίσει το έργο του στις διαχρονικές αλήθειες της κοινωνικής εμπειρίας των ανθρώπων.
Μια αξιοσημείωτη αντιστοιχία προς όσα γράφει εδώ ό Θουκυδίδης υπάρχει σ’ ένα γράμμα του Λίνκολ τοϋ Οκτωβρίου 1863, πού άφορα την έκρηξη βίας στη συνοριακή πολιτεία του Μιζούρι (Nicolay and Hay, Complete Works, 1894, II, 420). Δε φαίνεται να υπάρχει καμιά μαρτυρία ότι ο Λίνκολ γνώριζε το έργο του Θουκυδίδη. Αν είναι έτσι, η αντιστοιχία πρέπει να εξηγηθεί από την παρόμοια προσπάθεια των δύο ανδρών να περιγράψουν τη βαθύτερη φύση της αναταραχής. Αφού σημειώσει τα πάθη πού προκαλούνται από τον εμφύλιο πόλεμο, ο Λίνκολ συνεχίζει:
«Αμέσως ή ειλικρίνεια αμφισβητείται και τα κίνητρα δέχονται επίθεση. Όταν έρχεται στ’ αλήθεια ο πόλεμος, το αίμα ζεσταίνεται και το αίμα χύνεται. Η σκέψη αναγκάζεται να πέσει σε σύγχυση. Ή άπατη γεννοβολάει και προοδεύει. Η εμπιστοσύνη πεθαίνει και καθολική καχυποψία βασιλεύει. Ο κάθε άνθρωπος αισθάνεται την παρόρμηση να σκοτώσει τδ γείτονά του, μήπως σκοτωθεί πριν από αυτόν. Εκδίκηση και αντεκδίκηση ακλουθούν. Κι όλα αυτά, όπως είπαμε προηγουμένως, μπορούν να συμβούν ανάμεσα σε τίμιους ανθρώπους· αλλά αυτά δεν είναι όλα. Κάθε βρωμερό πουλί βγαίνει απ’ τη φωλιά του και κάθε σιχαμερό ερπετό σηκώνει κεφάλι. Κι αυτά προσθέτουν το έγκλημα στη σύγχυση. Αυστηρά μέτρα πού θεωρούνται αναγκαία, αλλά οπωσδήποτε σκληρά, τέτοιοι άνθρωποι να κάνουν χειρότερα με την κακοδιοίκηση. Φόνοι για παλιές αντιζηλίες και φόνοι για χρήματα γίνονται κάτω απ’ όποιο μανδύα θα ταίριαζε καλύτερα με την περίπτωση. Όλα αυτά παρέχουν επαρκή αιτιολογία για όσα έγιναν στο Μιζούρι και δε χρειάζεται να αποδοθούν στην αδυναμία ή την κακία κανενός στρατηγού».
ΙΙ) Η επανάσταση στην Κέρκυρα (Γ 70-83)
Η αρχαία ελληνική λέξη στάσις σημαίνει εμφύλια διαμάχη, ανταρσία ή πόλεμο εντός της χώρας και μπορεί επίσης να μεταφραστεί ως επανάσταση. Κατά τον 5ο αιώνα, οι στάσεις ή επαναστάσεις που λάμβαναν χώρα στις ελληνικές πόλεις-κράτη ήταν συνήθως αγώνες των οπαδών της ολιγαρχίας να ανατρέψουν τις δημοκρατίες, ή των οπαδών της δημοκρατίας να ανατρέψουν τις ολιγαρχίες. Οι ολιγαρχίες σήμαιναν ότι το κράτος το εξουσίαζαν οι ολίγοι, μια μειονότητα – ενίοτε μια πολύ μικρή μειονότητα – αποτελούμενη από τους πολίτες που κατείχαν περιουσία και οι οποίοι ήταν οι μόνοι που διέθεταν πολιτικά δικαιώματα. Η δημοκρατία σήμαινε ότι το κράτος το εξουσίαζε ο δήμος, δηλαδή ο λαός, ολόκληρο το σώμα των (αρρένων) πολιτών, που όλοι τους διέθεταν πολιτικά δικαιώματα. Επειδή η ολιγαρχία βασιζόταν εξολοκλήρου στους πλούσιους και ευγενείς, ενώ η δημοκρατία βασιζόταν σε σημαντικό βαθμό στους κοινούς ανθρώπους που είχαν ελάχιστη ή και καθόλου περιουσία, η στάσις ήταν συχνά μια σύγκρουση μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών μιας πόλης. Στο αρχικό τμήμα του έργου του ο Θουκυδίδης σημειώνει εν συντομία διάφορες επαναστάσεις σε αρκετές ελληνικές πόλεις, όπως η επανάσταση εναντίον της ολιγαρχίας που έλαβε χώρα στην Επίδαμνο το 435· ο Θουκυδίδης αναφέρει αυτή την επανάσταση στο πρώτο βιβλίο (Α 24) επειδή, με το να προκαλέσει τις ανταγωνιστικές επεμβάσεις της Κορίνθου και της Κέρκυρας, αποτέλεσε μία από τις εξελίξεις που οδήγησαν στον πόλεμο. Όμως μόνο όταν ο Θουκυδίδης φτάνει στην επανάσταση της Κέρκυρας το 427 απεικονίζει τα γεγονότα της με κάποια λεπτομέρεια, προβαίνοντας στη συνέχεια σε ορισμένους αξιοσημείωτους συλλογισμούς σχετικά με το ίδιο το φαινόμενο της επανάστασης.
Στην αρχή του πολέμου η Κέρκυρα, ένα νησί που βρίσκεται στο Ιόνιο πέλαγος στη βορειοδυτική γωνιά της Ελλάδας, ήταν μια δημοκρατία, σύμμαχος της Αθήνας. Μια ολιγαρχική μερίδα που υποστηριζόταν από την Κόρινθο, σύμμαχο της Σπάρτης, αποπειράθηκε να αποσπάσει την πόλη από την Αθηναϊκή συμμαχία. Ακολούθησαν ταραχές στις οποίες οι θιασώτες της ολιγαρχίας, υποστηρίζοντας ότι η Κέρκυρα κινδύνευε να υποδουλωθεί στην Αθήνα, δολοφόνησαν τον ηγέτη των φιλοαθηναϊκών δημοκρατών και περίπου εξήντα οπαδούς του. Ενθαρρυμένοι από τους Κορινθίους και τους Σπαρτιάτες, υποχρέωσαν την κερκυραϊκή συνέλευση να κηρύξει την ουδετερότητα της Κέρκυρας στον πόλεμο. Στη συνέχεια ο λαός αντιστάθηκε, και ξέσπασαν βίαιες συγκρούσεις. Κατέφτασε ένας πελοποννησιακός στόλος, προξένησε καταστροφές σε κάποια κερκυραϊκά εδάφη και απείλησε να επιτεθεί στην πόλη, αλλά απέπλευσε όταν εμφανίστηκε ένας μεγαλύτερος σε μέγεθος αθηναϊκός στόλος, αποτελούμενος από εξήντα πλοία. Μέσα στην πόλη οι οπαδοί της δημοκρατικής λαϊκής μερίδας άρχισαν να σκοτώνουν τους πολιτικούς αντιπάλους τους. Περίπου πενήντα από τους τελευταίους, οι οποίοι είχαν ζητήσει καταφύγιο ως ικέτες στον ναό της Ήρας, πείστηκαν να βγουν έξω και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Βλέποντας τι είχε συμβεί, ένας πολύ μεγαλύτερος αριθμός ολιγαρχικών αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τον περίβολο του ναού και είτε σκότωσαν ο ένας τον άλλον είτε αυτοκτόνησαν κρεμάμενοι από τα δέντρα ή με άλλους τρόπους. Κατά τη διάρκεια των επτά ημερών που ο αθηναίος στρατηγός Ευρυμέδων και ο στόλος του παρέμειναν στην Κέρκυρα, ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι
«οι Κερκυραίοι εξακολούθησαν να σκοτώνουν όσους συμπολίτες τους θεωρούσαν εχθρούς. Τους κατηγορούσαν ότι θέλησαν να καταλύσουν τη δημοκρατία, αλλά πολλοί σκοτώθηκαν από προσωπικά μίση και άλλοι, που είχαν δανείσει χρήματα, σκοτώθηκαν από τους οφειλέτες τους. Ο θάνατος πήρε χίλιες μορφές και, ό, τι φρικαλέο γίνεται σ’ αυτές τις περιστάσεις, έγινε στην Κέρκυρα, κι ακόμα χειρότερα. Πατέρας σκότωνε το παιδί του, άρπαζαν ικέτες απ’ τους ναούς και τους σκότωναν εκεί μπροστά, και άλλους τους έχτισαν μέσα στο ιερό του Διονύσου και τους άφησαν να πεθάνουν εκεί. Σ’ αυτές τις ακρότητες έφτασε ο εμφύλιος πόλεμος και προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, γιατί ήταν ο πρώτος | που έγινε». (Γ 81)
Φυσικά, στην πραγματικότητα, αυτή δεν ήταν η πρώτη στάσις που είχε μνημονεύσει ο Θουκυδίδης, αλλά ίσως να λέει ότι ήταν η πρώτη επειδή ξεπέρασε όλες τις προηγούμενες στην κλίμακα της βίας και της σφαγής που επέφερε, και θα πρέπει να του φάνηκε ότι αποτελούσε ένα πρότυπο για τη φύση της επανάστασης.
Οι δύο επόμενες ενότητες, Γ 82-83, συνιστούν τον πυρήνα της σκέψης του Θουκυδίδη για την επανάσταση. Σε αυτές αρχικά καταγράφει τη διάδοση των εμφύλιων ταραχών σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο, καθώς οι ολιγαρχικές και οι δημοκρατικές μερίδες σε κάθε πόλη αγωνίζονταν να φέρουν στην πόλη είτε τους Αθηναίους είτε τους Λακεδαιμονίους. Ο Θουκυδίδης εξηγεί ότι αυτό δεν θα μπορούσε να είχε συμβεί σε καιρό ειρήνης, οπότε δεν θα υπήρχε ούτε δικαιολογία ούτε επιθυμία να εισαχθούν ξένοι στη διαμάχη. Όμως εν μέσω πολέμου και οι δύο πλευρές θα μπορούσαν εύκολα να αποκτήσουν συμμάχους για να τους δο’ίσουν βοήθεια και να βλάψουν τους εχθρούς τους, και ως εκ τούτου η δυσάρεστη μένη πλευρά ήταν πολύ πρόθυμη να ζητήσει ξένη βοήθεια:
«Οι εμφύλιες συγκρούσεις έφεραν μεγάλες κι αμέτρητες συμφορές στις πολιτείες, συμφορές που γίνονται και θα γίνονται πάντα όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου, συμφορές που μπορεί να είναι βαρύτερες ή ελαφρότερες κι έχουν διαφορετική μορφή ανά- λογα με τις περιστάσεις. Σε καιρό ειρήνης και όταν ευημερεί ο κόσμος και οι πολιτείες, οι άνθρωποι είναι ήρεμοι γιατί δεν τους πιέζουν ανάγκες φοβερές. Αλλ’ όταν έρθει ο πόλεμος που φέρνει στους ανθρώπους την καθημερινή στέρηση, γίνεται δάσκαλος της βίας κι ερεθίζει τα πνεύματα του πλήθους σύμφιονα με τις καταστάσεις που δημιουργεί». (Γ 82)
Σ’ αυτά τα σχόλιά του για την επανάσταση, ο Θουκυδίδης αποδίδει το βασικό της αίτιο στην ανθρώπινη φύση, όπως αυτή ενεργεί στις σκληρές συνθήκες του πολέμου. Όμως δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι υπαινίσσεται πως οι μελλοντικές επαναστάσεις θα είναι απαραιτήτους μια επανάληψη του παρελθόντος: τα κίνητρά τους προ- κύπτουν μεν από μια κοινή ανθρώπινη φύση και κατά συνέπεια θα πρέπει να επανεμφανιστούν, αλλά ο Θουκυδίδης αναμένει ότι οι επαναστάσεις θα διαφέρουν μεταξύ του; σε κλίμακα και χαρακτήρα ανάλογα με τις συνθήκες.
Μέχρι αυτό το σημείο ο ιστορικός έχει παραμείνει μάλλον αντικειμενικός κατά την αφήγηση των γεγονότων της Κέρκυρας, παρ’ ότι μπορούμε να αντιληφθούμε ότι η σφαγή που περιγράφει του προκάλεσε μια ηθική αποστροφή. Όμως καθώς προχωρά την ανάλυσή του και επισημαίνει ότι οι επαναστάσεις που έπλητταν διαδοχικά τις πόλεις της αρχαίας Ελλάδας προσπαθούσαν να ξεπεράσουν η μια την άλλη στις ακρότητες των μεθόδων και των αντεκδικήσεών τους, φαίνεται να εγείρονται τα πλέον βαθιά του συναισθήματα. Μιλώντας χωρίς να χρησιμοποιεί κανέναν ενδιάμεσο και με ένα πάθος ηθικό και πνευματικό, παρέχει μια σειρά από αξιοσημείωτες παρατηρήσεις – αυτό που ο Hornblower εύστοχα ονομάζει «μια επίδειξη γενικευτικών πυροτεχνημάτων» – που εκθέτουν την παθολογία του επαναστατικού πνεύματος και τα αποτελέσματα της. Το πνεύμα αυτό, όπως το βλέπει ο Θουκυδίδης, αποτελείται από έναν φατριασμό και έναν φανατισμό τελείως αδιάφορο προς οποιουσδήποτε συλλογισμούς περί ανθρωπισμού ή περί νόμου. Εκφράζεται επίσης χαρακτηριστικά με μια διαστροφή της ηθικής και της πολιτικής γλώσσας και αποτίμησης. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι «για να δικαιολογούν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και τη σημασία των λέξεων. Η παράλογη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία και αφοσίωση στο κόμμα, η προσωπική διστακτικότητα θεωρήθηκε δειλία που κρύβεται πίσω από εύλογες προφάσεις, και η σωφροσύνη προσωπίδα της ανανδρείας» (Γ 82). Ο εραστής της βίας απολάμβανε εμπιστοσύνης και ο αντίπαλός του αντιμετώπιζε καχυποψία. Ο συνωμότης θαυμαζόταν, αλλά η εξυπνάδα κάποιου που ανακάλυπτε μια συνωμοσία θαυμαζόταν ακόμη περισσότερο, και κάποιος που παρέμενε μακριά από συνωμοσίες θεωρείτο δειλός και διασπαστής του κόμματος. Αυτός που ξεπερνούσε τους άλλους στη διάπραξη κακών επαινείτο, και το ίδιο συνέβαινε και με τον άνδρα που παρακινούσε κάποιον άλλον να διαπράξει κακό το οποίο ουδέποτε είχε διανοηθεί νωρίτερα. Οι κομματικοί δεσμοί ήταν ισχυρότεροι από τους. δεσμούς του αίματος, επειδή ο ομοϊδεάτης ήταν έτοιμος να τολμήσει οτιδήποτε χωρίς να το εξετάσει. Οι ίδιες οι κομματικές οργανώσεις δεν βασίζονταν στον νόμο ή στο δημόσιο καλό, αλλά στο ιδιοτελές συμφέρον περιφρονώντας τον νόμο. Ο σύνδεσμος της καλής πίστης δεν ήταν πλέον θεϊκός νόμος, αλλά συνεργασία στο έγκλημα. Η εκδίκηση ήταν προτιμότερη από την αυτοσυντήρηση. Οι συμφωνίες τις οποίες συνήπταν | τα μέρη όταν δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, διαρκούσαν μόνο | μέχρι κάποιο μέρος να αποκτήσει τη δύναμη για να τις καταπατήσει. Οι ομοϊδεάτες ευχαριστιούνταν περισσότερο από μια προδοτική πράξη εναντίον ενός εχθρού παρά από μια ανοιχτή πράξη αντεκδίκησης (Γ j 82).
Όπως εξηγεί ο Θουκυδίδης «αιτία όλων αυτών ήταν η φιλαρχία που έχει ρίζα την πλεονεξία και τη φιλοδοξία, που έσπρωχναν τις φατρίες ν’ αγωνίζονται με λύσσα». Εδώ ο Θουκυδίδης εντοπίζει εκείνα τα ορμέμφυτα ή πάθη της ανθρώπινης φύσης που, υπερνικώντας τη λογική και τον ανθρωπισμό, ήταν οι γεννήτορες της επανάστασης. Οι αρχηγοί των κομμάτων και των δύο πλευρών χρησιμοποιούσαν ψεύτικα ονόματα
«ισότητα των πολιτών από τη μια μεριά, σωφροσύνη της αριστοκρατικής διοίκησης από την άλλη. Προσποιούνταν έτσι ότι υπηρετούν την πολιτεία, ενώ πραγματικά ήθελαν να ικανοποιήσουν προσωπικά συμφέροντα και αγωνίζονταν με κάθε τρόπο να νικήσουν τους αντιπάλους τους. Τούτο τους οδηγούσε να κάνουν τα φοβερότερα πράματα επιδιώκοντας να εκδικηθούν τους αντιπάλους τους, όχι ως το σημείο που επιτρέπει η δικαιοσύνη ή το συμφέρον της πολιτείας, αλλά κάνοντας τις αγριότερες πράξεις, με μοναδικό κριτήριο την ικανοποίηση του κόμματός τους. […] Καμιά από τις δύο παρατάξεις δεν είγε κανέναν ηθικό φραγμό κι εκτιμούσε περισσότερο όσους κατόρθωναν να κρύβουν κάτω από ωραία λόγια φοβερές πράξεις». (Γ 82)
Ο Θουκυδίδης ολοκληρώνει με ένα τελευταίο σχόλιο αυτές τις παρατηρήσεις για τις φρικαλεότητες που η στάσις επέφερε στις ελληνικές πόλεις-κράτη:
«Έτσι, οι εμφύλιοι σπαραγμοί έγιναν αιτία ν’ απλωθεί σ’ όλο τον ελληνικό κόσμο κάθε μορφή κακίας, και το ήθος, που είναι το κύριο γνώρισμα της ευγενικής ψυχής, κατάντησε να είναι καταγέλαστο κι εξαφανίστηκε. Ο ανταγωνισμός δημιούργησε απόλυτη δυσπιστία και δεν υπήρχε τρόπος που να μπορεί να τη διαλύσει, ούτε εγγυήσεις ούτε όρκοι φοβεροί. Όλοι, όταν επικρατούσαν, ξέροντας ότι δεν υπήρχε ελπίδα να κρατηθούν μόνιμα στην εξουσία, προτιμούσαν, αντί να δώσουν πίστη στους αντιπάλους τους, να πάρουν τα μέτρα τους για να μην πάθουν οι ίδιοι. Τις περισσότερες φορές επικρατούσαν οι διανοητικά κατώτεροι. Φοβούνταν τη δική τους ανεπάρκεια και την ικανότητα των αντιπάλων τους κι έτσι [.,.] δεν είχαν κανέναν δισταγμό να προχωρήσουν σε βίαιες πράξεις. Όσοι πάλι περιφρονούσαν τους αντιπάλους τους, νόμιζαν ότι μπορούσαν σύγκαιρα να καταλάβουν τα σχέδιά τους. […1 Έτσι, τις περισσότερες φορές, δεν φυλάγονταν και οι αντίπαλοί τους τους αφάνιζαν». (Γ 83)
Θα ήταν δύσκολο να υπερτονίσει κανείς την πνευματική δύναμη ολόκληρης αυτής της ανάλυσης, η οποία αποτελεί ένα από τα ορόσημα της αρχαίας ελληνικής ιστορικής σκέψης. Σύγχρονοι οπαδοί της επανάστασης μπορεί να καταδικάσουν την ανάλυση του Θουκυδίδη ως προκατειλημμένη και μονόπλευρη, αλλά είναι δύσκολο να μην παραδεχτεί κανείς την αλήθεια της. Έχουν υπάρξει πολλές αξιοσημείωτες θεωρητικές αναλύσεις της φύσης της επανάστασης από φιλοσόφους, ιστορικούς ή και επαναστάτες· στους εν λόγω αναλυτές περιλαμβάνονται ο Αριστοτέλης, ο Edmund Burke, ο Tocqueville, ο Μαρξ, ο Λένιν, ο Μάο Τσε-Τουνγκ και άλλοι. Ο Θουκυδίδης ήταν ο πρώτος ιστορικός που αποπειράθηκε αυτό το έργο, και παρήγαγε μεγάλο πλούτο ιδεών πάνω στο αντικείμενο. Οι συλλογισμοί του, όπως έχει παρατηρήσει ο Gomme, μετακινούνται από τη στάσιν στην Κέρκυρα στη στάσιν στον ελληνικό κόσμο και στον πόλεμο μεταξύ της δημοκρατικής Αθήνας και της ολιγαρχικής Σπάρτης ως μία από τις αιτίες της στάσεως, στις οικουμενικές συνθήκες της στάσεως και ξανά πίσω στην Ελλάδα. Λέει λίγα μόνο πράγματα για τους σκοπούς και τα κοινωνικοπολιτικά αίτια της επανάστασης στις ελληνικές πόλεις-κράτη, αλλά πέραν του ότι τονίζει τη σημασία της επέμβασης των μεγάλων δυνάμεων σε αυτές τις συγκρούσεις, επικεντρώνεται στην ψυχολογία τους ως μια βασική εκδήλωση της ανθρώπινης φύσης, στα φονικά κομματικά και ατομικά μίση που απελευθέρωσαν και στις διαστρεβλώσεις που επέφεραν στο γλωσσικό νόημα και στην ηθική περιγραφή. Έχει υποστηριχτεί ότι η εκ μέρους του καταδίκη των κακών που η επανάσταση προκάλεσε στην Ελλάδα δείχνει ότι δεν έκανε διάκριση μεταξύ των ηθικών κρίσεων που είναι εφαρμοστέες στη συμπεριφορά των κρατών και εκείνων που είναι εφαρμοστέες στη συμπεριφορά των ατόμων μέσα στα κράτη, χρησιμοποιώντας το ίδιο πρότυπο και για τις δύο. Το συμπέρασμα αυτό μου φαίνεται αμφίβολο όταν θυμηθούμε το πόσο συχνά σκιαγραφεί, χωρίς κανένα ηθικό σχόλιο, το ιδιοτελές συμφέρον, την επιθυμία για επέκταση και την αποφασιστικότητα για τη διατήρηση της αυτοκρατορίας και του status που κυριαρχούσαν στη συμπεριφορά της Αθήνας και της Σπάρτης, τόσο απέναντι στους συμμάχους τους όσο και μεταξύ τους. Ο Θουκυδίδης φαίνεται να αντιμετωπίζει την κατάσταση της πόλης-κράτους κατά τη διάρκεια μιας επανάστασης ως ειδική περίπτωση στην οποία η πολιτική κοινότητα, έχοντας αποσυντεθεί μέσα στην εμφύλια και στην κομματική διαμάχη, έχει πάψει να υπάρχει. Όταν αυτό έχει συμβεί, αυτό που δρα δεν είναι πλέον η πόλη, αλλά οι φατρίες που την ελέγχουν, και οι ηθικές επικρίσεις του έχουν να κάνουν με αυτήν ακριβώς την κατάσταση.
Το πλέον εντυπωσιακό και πρωτότυπο τμήμα της ανάλυσής του για την επανάσταση είναι η περιγραφή της επίδρασής της στη γλώσσα και στην ηθική αποτίμηση, υπό την επιρροή των κομματικών συμφερόντων και παθών. Οι αιχμηρές παρατηρήσεις του γι’ αυτό το ζήτημα μπορεί να θυμίσουν στον σημερινό αναγνώστη την ολοκληρωτική κοινωνία, που βασικά είχε ως πρότυπο τον σοβιετικό κομμουνισμό, την οποία ο βρετανός συγγραφέας Τζορτζ Όργουελ απεικόνισε στο περίφημο ουτοπικό μυθιστόρημά του 1984. Και σε εκείνη την κοινωνία η σημασία των λέξεων έχει αλλάξει, όπως καταδεικνύεται από τα τρία συνθήματα του κυβερνώντος κόμματος: «Ο πόλεμος είναι ειρήνη», «Η ελευθερία είναι σκλαβιά» και «Η άγνοια είναι δύναμη». Οι σύγχρονοι αναγνώστες μπορεί επίσης να φέρουν στο μυαλό τους τις αντίστοιχες μεταβολές στο γλωσσικό νόημα που έχει να επιδείξει η ιστορία του 20ού αιώνα, όταν τα μονοκομματικά συστήματα του κομουνιστικού κόσμου ονόμαζαν τους εαυτούς τους «λαϊκές δημοκρατίες» και περιέγραφαν το εκλογικό σύστημα του ενός μόνο υποψηφίου ως «ελευθερία εκλογής». Μπορούν αντίστοιχα να θυμηθούν τις ηθικές αρχές που διδάσκονταν στη Σοβιετική Ένωση, στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας j και σε άλλα κομμουνιστικά κράτη, οι οποίες περιλάμβαναν την αποδοχή των κατασκόπων και των πληροφοριοδοτών, της μυστικής αστυνομίας και της δολοφονίας πολιτικών εχθρών, καθώς και τις j ηθικές αρχές που προπαγανδίζονταν στη ναζιστική Γερμανία, οι οποίες περιλάμβαναν την αποδοχή του φυλετικού μίσους, του επιθετικού εθνικισμού και της γενοκτονίας του εβραϊκού λαού.
Ο Θουκυδίδης μπορεί να αποκάλυψε τα μύχια προσωπικά του συναισθήματα σχετικά με τα κακά της επανάστασης στη δήλωσή του ότι «το ήθος [το εύηθες], που είναι το κύριο γνώρισμα της ευγενικής ψυχής, κατάντησε να είναι καταγέλαστο κι εξαφανίστηκε» (Γ 83). Τι εννοούσε με τη λέξη «ήθος» σε αυτό το πλαίσιο; Πιστεύω ότι μάλλον είχε στο μυαλό του την ειλικρίνεια, την ευθύτητα, την έλλειψη διπροσωπίας και πονηριάς. Αυτά αποτελούσαν ένα μεγάλο κομμάτι της ευγενικής φύσης και η εξαφάνισή τους, την οποία ο Θουκυδίδης θεώρησε ότι έλαβε χώρα κατά τις επαναστατικές κομματικές συγκρούσεις που διασπούσαν τις πόλεις, ήταν ένα από τα πράγματα για τα οποία θρηνούσε περισσότερο.
Έπειτα από την περιγραφή των «παθών που οι πολίτες της Κέρκυρας, πρώτοι απ’ όλους τους Έλληνες επέδειξαν ο ένας απέναντι στον άλλον» (Γ 85, μτφ. του συγγραφέα), ο Θουκυδίδης ολοκληρώνει εν συντομία την ιστορία της κερκυραϊκής επανάστασης σε μερικές ακόμη ενότητες. Αφήνει το επαναστατικό σκηνικό στην Κέρκυρα με τους δημοκρατικούς να έχουν τον έλεγχο, ενώ περίπου εξακόσιοι επιζήσαντες του ολιγαρχικού κόμματος, οι οποίοι είχαν οχυρωθεί σε ένα βουνό του νησιού, εξαπέλυαν καταστρεπτικές επιδρομές εναντίον των κατοίκων του νησιού (Γ 85). Επιστρέφει σ’ αυτό το σκηνικό δύο χρόνια αργότερα, το 425, όταν οι κερκυραίοι δημοκράτες, βοηθούμενοι από αθηναϊκά στρατεύματα, επιτέθηκαν και κατέλαβαν το ορεινό φρούριο αιχμαλωτίζοντας τους κατόχους του. Σε ένα τρομακτικό τελευταίο επεισόδιο, αφηγείται το πώς οι κατακτητές υποχρέωσαν τους αιχμαλώτους να διέρχονται σε ομάδες των είκοσι ανάμεσα σε δύο φάλαγγες ενόπλων που τους χτυπούσαν και τους λόγχιζαν- η πορεία τους συνεχίστηκε εν μέσω μαστίγωσης, μέχρι που τελικά τους σκότωσαν. Άλλοι αιχμάλωτοι, αρνούμενοι να βγουν από το κτίριο όπου κρατούνταν, φονεύτηκαν από επιτιθέμενους που ξήλωσαν τη στέγη και άρχισαν να ρίχνουν βέλη και κεραμίδια. Πολλοί αιχμάλωτοι αυτοκτόνησαν. Η σφαγή συνεχίστηκε για ένα ημερονύκτιο, και την αυγή οι Κερκυραίοι πέταξαν τα πτώματα σε κάρα και τα μετέφεραν έξω από την πόλη. Όλοι οι αιχμάλωτοι πέθαναν, ενώ οι γυναίκες που αιχμαλωτίστηκαν μαζί τους εξανδραποδίστηκαν. Έτσι ο λαός κατέστρεψε τους αντιπάλους του στην Κέρκυρα και, όπως γράφει ο Θουκυδίδης, τουλάχιστον για την υπόλοιπη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου «ό, τι απόμεινε από τους ολιγαρχικούς δεν ήταν άξιο λόγου».
ΙΙΙ)
Ας ξεκινήσουμε, όπως αρχίσαμε αυτό το βιβλίο, με τον πόλεμο και την πολιτική. Το σχόλιο του Θουκυδίδη «ό δε πόλεμος… βίαιος διδάσκαλος…», είναι τόσο γνωστό, ώστε είναι εύκολο να ξεχώσουμε ότι πρόκειται για τολμηρή και εντυπωσιακή προσωποποίηση. Ο Θεόπομπος, τον επόμενο αιώνα, προσωποποίησε τον πόλεμο σε μια παραβολή για τον Πόλεμο και την Ύβρη, ενώ ο Περικλής είπε ότι είδε τον Πόλεμο να πλησιάζει από την Πελοπόννησο3. Φαίνεται ότι, ακόμη και για ρεαλιστές, όπως ο Θουκυδίδης, ο Περικλής και ο Θεόπομπος, ο «Πόλεμος» είχε σχεδόν ανθρώπινες διαστάσεις – χωρίς να είναι κάτι αφηρημένο – για πολύ καιρό αφότου οι άλλες αόρατες δυνάμεις της ανθρώπινης εμπειρίας είχαν χάσει τα ερείσματά τους στην φαντασία. Ωστόσο, η επιγραμματική φράση του Θουκυδίδη είναι τόσο ισχυρή, ώστε απέσπασε το εξής σχόλιο: «Αν ο Θουκυδίδης ήθελε οι αναγνώστες του να αντλήσουν ένα ηθικό δίδαγμα από το έργο του, αυτό είναι το βίαιος διδάσκαλος ο πόλεμος». Ο Θουκυδίδης είχε στο μυαλό του την καταρράκωση της ηθικής και των αξιών, για την οποία ευθύνεται ο πόλεμος. Διατυπώνει το σχόλιο του κατά την περιγραφή της κερκυραϊκής στάσεως και συνεχίζει λέγοντας ότι ο πόλεμος «αφαιρεί από τους ανθρώπους την ικανότητα να ικανοποιήσουν τις καθημερινές τους ανάγκες και περιορίζει τη σκέψη τους κατά κύριο λόγο στο επίπεδο των άμεσων επιθυμιών τους». Με άλλα λόγια, η θηριωδία αποτελεί αποδοτική στάση σε καιρό πολέμου και η ηθική εγρήγορση ατονεί λόγω των αναγκών της στιγμής. Εδώ υποδηλώνεται μια κάποια μομφή· ο Θουκυδίδης αποστασιοποιείται από τα «κυνικά δόγματα εξουσίας» που εκφράζουν μερικοί από τους ομιλητές του.
Θουκυδίδης και Σοφοκλής.
Η διττή φύση του ανθρώπου συνιστά τον τραγικό του χαρακτήρα.
(Το περίφημο στάσιμο στην ΑΝΤΙΓΟΝΗ και η παθολογία του πολέμου στα ΚΕΡΚΥΡΑΙΚΑ).
Θα ολοκληρώσουμε σήμερα με την τρίτη πλευρά αυτής της τραγικής αντίληψης της ιστορίας. Μια πρώτη μορφή τραγικού στοιχείου στην Ελλάδα είναι ήδη παρούσα στο περίφημο απόσπασμα του Αναξιμάνδρου, το οποίο αναλύσαμε εδώ και δύο χρόνια: η ίδια αρχή διέπει τη γένεση και τη φθορά των πραγμάτων· τα πράγματα επιβάλλουν αμοιβαίως τα μεν στα δε ποινές για την αδικία τους — η αδικία δε αυτή είναι to ίδιο το γεγονός ότι υπάρχουν Την ίδια ιδέα υιοθετεί και ο Ηρόδοτος με έναν άλλο τρόπο —και αυτή ακριβώς η φιλοσοφία της ιστορίας στηρίζει την αφήγησή του—, λέγοντας πως ό, τι είναι μεγάλο πρέπει να γίνει μικρό και ό, τι είναι μικρό θα γίνει μεγάλο. Το ίδιο επαναλαμβάνει και ο Περικλής σε μια δεδομένη στιγμή στον τρίτο λόγο του στο βιβλίο Β” (64-3): πάντα γάρ πέφυκε καί ἐλασσοῦσθαι, διότι όλα τα πράγματα είναι εκ φύσεως καταδικασμένα να εκπέσουν Στον Θουκυδίδη, όπως και στο πρώτο στάσιμο της Αντιγόνης («Πολλά τά δεινά...»), βρίσκουμε επίσης μια άλλη μορφή του τραγικού, η οποία, κατά μία έννοια, πάει πιο μακριά. Ασφαλώς ό,τι είναι μικρό μπορεί πιθανώς να μεγαλώσει και ό, τι έχει αποκτήσει μια κάποια ισχύ μπορεί να καταρρεύσει. Για τον Θουκυδίδη όμως, η μεγέθυνση δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την πτώση. Ξέρει ότι η Αθήνα νικήθηκε, αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτε. Δηλώνει επανειλημμένως ότι οι Αθηναίοι θα μπορούσαν να είχαν αποφύγει την ήττα. Η Σπάρτη νίκησε, οι φρουρές της βρίσκονται παντού, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι αν ο Θουκυδίδης είχε ζήσει, θα είχε κάνει λόγο για αδυσώπητη παρακμή των Αθηνών. Η «Αρχαιολογία» δείχνει καθαρά ότι, από την άποψη της υλικής ισχύος, δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν υπάρχει πρόοδος και ότι όλα καταλήγουν πάντοτε στο ίδιο. Αυτό ακούγεται ιδιαίτερα κοινότοπο στις μέρες μας, τη στιγμή που η δύναμη της ρωσικής και της αμερικανικής αυτοκρατορίας ξεπερνά εκατό φορές τη δύναμη της Ρώμης, αλλά σίγουρα δεν ήταν κοινοτοπία όταν έγραφε ο Θουκυδίδης. Αντίθετα, το αν οι κ.κ. Gorbatchev ή Reagan είναι καλύτεροι από τον Καλιγούλα ή τον Αδριανό, ή αν είναι καλύτεροι οι άνθρωποι που ζουν σε αυτές τις νέες αυτοκρατορίες, είναι βέβαια άλλο ζήτημα. Το θουκυδίδειο τραγικό στοιχείο, όπως και το σοφόκλειο, ανάγονται σε αυτό το ερώτημα.(|) Ο Σοφοκλής, όπως ξέρετε, μας λέει πως ο άνθρωπος είναι το τρομερότερο από όλα τα όντα, ότι εφευρίσκει εργαλεία, ότι εξημερώνει τα ζώα, δημιουργεί τη γλώσσα, και τις πόλεις επίσης, ωθούμενος από ἀστυνόμους ὀργάς – υπέροχη έκφραση – από ενορμήσεις ή πάθη που θεσπίζουν νόμους για τις πόλεις, αυτό που εγώ ονομάζω στη γλώσσα μου θεσμίζοντα πάθη… Και στη συνέχεια το στάσιμον τελειώνει ως εξής: «τέτοια είναι ωστόσο η φύση του ώστε να βαδίζει (ή να έρπει) πάντοτε προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις, άλλοτε προς το καλό κι άλλοτε προς το κακό». Ο Θουκυδίδης δεν λέει κατά βάθος τίποτε διαφορετικό, αλλά ο τόνος είναι πιο σκοτεινός. Ας μην ξεχνάμε ότι γράφει τριάντα ή τριανταπέντε χρόνια μετά την Αντιγόνη (η οποία γράφτηκε το 442) και ότι ο πόλεμος έχει αφήσει τα ίχνη του. Είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει ότι αυτή η τεράστια συσσώρευση, η τεράστια ανάπτυξη δύναμης συμβάδιζε όχι μόνο με εκδηλώσεις αυτής της διττής φύσης, αλλά επίσης – εδώ ο Θουκυδίδης είναι μάλλον πιο απαισιόδοξος από τον Σοφοκλή – με μεγαλύτερη διαφθορά. Διαφθορά που γεννά ο πόλεμος, ο βίαιος διδάσκαλος, και η οποία περιγράφεται θαυμάσια στο απόσπασμα που αναφέρεται στον εμφύλιο πόλεμο στην Κέρκυρα: αντιστροφή στη σημασία των λέξεων, γενικευμένο μίσος και ψέμα, ρήξη και των στοιχειωδέστερων δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, κλίση προς την εξουσία και τη φιλαργυρία καλυπτόμενη πίσω από μεγάλα λόγια. Αυτή ακριβώς είναι η πλευρά που, σε σχέση με τον Σοφοκλή, αποτελεί την ιδιαιτερότητα του Θουκυδίδη. Δεν ισχυρίζομαι ότι ο Θουκυδίδης «πηγαίνει πιο μακριά» από τον Σοφοκλή ούτε ότι γνωρίζει περισσότερα από αυτόν – θα προτιμούσα να πω ότι ο Σοφοκλής έχει δίκιο να επιμένει στην ολοκληρωτική ανθρώπινη «διφυΐα». Αλλά ο Θουκυδίδης διέσχισε έναν τρομακτικό πόλεμο, είδε τι σημαίνει η εξάπλωση της ισχύος, η οποία γεννά τον πόλεμο και στη συνέχεια τρέφεται απ’ αυτόν, και πώς όλα αυτά κατέληξαν στην ανατροπή του στοιχείου το οποίο αποτελεί την ίδια την αξία της ζωής μέσα στην κοινωνία. Το έργο του φέρει αναπόφευκτα τα σημάδια αυτής της εμπειρίας.
V)
…στο απόσπασμα, στο οποίο φαίνεται να θέτει τις υψηλότερες ηθικές αρχές, δηλαδή στην ανάλυση των ταραχών της Κέρκυρας (Γ΄,82), κατακρίνει τη διαφθορά, για την οποία δεν έχει την παραμικρή αυταπάτη: όχι μόνο την περιγράφει με μια αμείλικτη οξυδέρκεια, αλλά είναι επίσης βέβαιος ότι θα επανέλθει, γιατί βρίσκεται μέσα στην ανθρώπινη φύση: (καί αἰεῖ ἐσόμενα ἕως ἄν ¨ἡ αὐτή φύσις ἀνθρώπων ἦ)