Τι δεν κατάλαβε ο Αστερίξ
Τι είδους λαός ήταν αυτοί οι Ρωμαίοι; Αν πιστέψουμε τον Αστερίξ, που τους γνώριζε από πρώτο χέρι, ήταν τρελοί. Δυστυχώς ή ευτυχώς, εμείς δεν έχουμε τη δυνατότητα να τους γνωρίσουμε από τόσο κοντά· έχουμε, όμως, τα γραπτά που μας άφησαν οι ίδιοι οι Ρωμαίοι, τα κτίρια και τα μνημεία τους, καθώς και τις μαρτυρίες άλλων λαών της αρχαιότητας. Και όλα αυτά μάλλον διαψεύδουν τον Αστερίξ.
Στις πρώτες αρχές της, η ρωμαϊκή κοινωνία ήταν καθαρά αγροτική και στηριζόταν στη συνοχή της οικογένειας, που ήταν πατριαρχική. Οι πάντες όφειλαν τυφλή υπακοή στον πατέρα-αφέντη, κι αυτός είχε κάτω από την αυστηρή επίβλεψή του τους πάντες και τα πάντα: τη σύζυγο, τα παιδιά, τους υπηρέτες, τα ζωντανά και τα σπαρτά. Καλός άνθρωπος για τους Ρωμαίους σήμαινε καλός νοικοκύρης· και ο καλός νοικοκύρης έπρεπε πάνω απ᾽ όλα να διακρίνεται από πνεύμα οικονομίας. Στην καλύτερη περίπτωση αυτό σήμαινε ότι τα έξοδα δεν ήταν περισσότερα από τα έσοδα και όλοι είχαν ακριβώς ό,τι χρειάζονταν για να ζουν με αξιοπρέπεια· στη χειρότερη περίπτωση σήμαινε απλώς τσιγκουνιά. Ως φαίνεται, οι παλιοί Ρωμαίοι ήταν βασικά τσιγκούνηδες - αλλά αυτό δεν το πρόσεξε ο Αστερίξ.
Μια καλή απόδειξη γι᾽ αυτό μπορούμε να βρούμε στο βιβλίο που έγραψε ένας πολύ σημαντικός Ρωμαίος. Έζησε από το 234 μέχρι το 149 π.Χ., τον λέγανε Κάτωνα, κουρευόταν και χαμογελούσε σπάνια, αλλά ήταν έντιμος και τον εμπιστεύονταν όλοι οι συμπολίτες του. Το βιβλίο του είχε για θέμα τη διαχείριση του νοικοκυριού και κυρίως τα καθήκοντα του γεωργού στη διάρκεια του χρόνου. Γράφει, λοιπόν, ο γερο-Κάτωνας ότι ένας καλός νοικοκύρης πρέπει να φροντίζει έγκαιρα τις εποχιακές γεωργικές εργασίες, να κάνει τακτική συντήρηση στα γεωργικά του εργαλεία για να τα διατηρεί σε καλή κατάσταση και να μην κάνει περιττά έξοδα για πράγματα, αλλά και για πρόσωπα, που είναι άχρηστα:
Αν οι δούλοι αρρωστήσουν, αυτό σημαίνει ότι έτρωγαν περισσότερο από όσο έπρεπε. Τα γερασμένα βόδια, το παλιό αλέτρι, τα παλιά εργαλεία, ο γερασμένος και ο άρρωστος δούλος πρέπει να πουλιούνται. Ο αφέντης του σπιτιού πρέπει γενικά να πουλάει και όχι να αγοράζει.
Δεν ξέρουμε αν το βιβλίο του Κάτωνα έγινε «μπεστ σέλερ»· αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι οι παλιοί Ρωμαίοι θα συμφωνούσαν λίγο πολύ με αυτές τις απόψεις, όχι τόσο επειδή ήταν σκληροί και απάνθρωποι αλλά μάλλον επειδή αγαπούσαν τις πρακτικές λύσεις.
Αυτό το πρακτικό πνεύμα το καλλιεργούσαν από τα πρώτα κιόλας μαθητικά τους χρόνια. Ο Οράτιος, ένας πολύ σημαντικός ρωμαίος ποιητής, αφηγείται το ακόλουθο στιγμιότυπο: σε μια τάξη του δημοτικού τα παιδιά μαθαίνουν πρόσθεση και αφαίρεση· ο δάσκαλος βάζει ασκήσεις και ενθουσιάζεται όταν ακούει τις σωστές απαντήσεις. «Μπράβο, παιδιά!» λέει. «Μεθαύριο που θα μεγαλώσετε θα γίνετε σωστοί νοικοκύρηδες.» Ο Κάτωνας θα συμφωνούσε απόλυτα:
Οι πρόγονοί μας δεν είχαν σε καμιά εκτίμηση την ποίηση, και όποιον ασχολούνταν μ᾽ αυτήν τον χαρακτήριζαν τσαρλατάνο και αγύρτη.
Τάδε έφη ο γερο-Κάτωνας. Είναι αμφίβολο αν ο άνθρωπος αυτός πείστηκε ποτέ ότι οι ποιητές χρειάζονται.
Οι Ρωμαίοι τηρούσαν ευλαβικά τα ήθη και τα έθιμα των προγόνων τους. Βαθμιαία η κοινωνία τους διαμόρφωσε ένα σύνολο αξιών και αρχών που, όπως ήθελαν να πιστεύουν οι ίδιοι, χαρακτήριζε το ρωμαϊκό έθνος από παλιά. Τέτοιες αρετές ήταν, για παράδειγμα, η σοβαρότητα της συμπεριφοράς, η κοινωνική ευπρέπεια, ο λιτός τρόπος ζωής και ο σεβασμός τόσο για την οικογένεια όσο και για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Είναι αλήθεια ότι όλοι οι λαοί διαθέτουν έναν δικό τους κατάλογο με εθνικές αρετές· όμως, τουλάχιστο στην αρχαιότητα, οι Ρωμαίοι είναι οι μόνοι που διαφημίζουν τόσο επίμονα τα εθνικά τους προσόντα και οι μόνοι που χρησιμοποιούν τόσο συστηματικά τα προγονικά «ήθη και έθιμα» ως το σημαντικότερο παιδαγωγικό μέσο. Ένα καλό παράδειγμα τέτοιας αυτοδιαφήμισης μας δίνει ο Κικέρωνας, μεγάλος ρήτορας και πολιτικός:
Ποιος άλλος λαός έδειξε τέτοια σοβαρότητα συμπεριφοράς, τέτοια σταθερότητα χαρακτήρα, τέτοιο ηρωισμό, τέτοια χρηστότητα ήθους, τέτοια εντιμότητα; Ποιοι διέπρεψαν τόσο σε κάθε είδος αρετής ώστε να μπορούν να συγκριθούν με τους πατεράδες μας;
Φυσικά ο Κικέρωνας δεν περιμένει απάντηση (η ερώτηση είναι, όπως λέμε, απλώς ρητορική) - ή, μάλλον, η μόνη απάντηση που περιμένει είναι: «κανείς άλλος». Αλλά την ίδια απάντηση δεν περιμένουν όλοι εκείνοι, σε όποια εθνικότητα και αν ανήκουν, που αναλαμβάνουν να εκφωνήσουν πανηγυρικούς λόγους σε εθνικές γιορτές και επετείους; Όλοι παινεύουμε κάποτε το σπίτι μας για να μην πέσει και μας πλακώσει. Το ερώτημα είναι αν και πόσο το σπίτι μας αξίζει αντικειμενικά το παίνεμα. Και στην περίπτωσή μας: αξίζει τόσο παίνεμα το σπίτι που παινεύει ο Κικέρωνας;
Η αλήθεια είναι ότι ανάμεσα στις διάφορες εθνικές ομάδες που κατοικούσαν στην ιταλική χερσόνησο οι Ρωμαίοι ήταν αυτοί που κατάφεραν να επιβάλουν σταδιακά τη στρατιωτική και πολιτική κυριαρχία τους, να ενώσουν όλη την Ιταλία κάτω από την ηγεμονία τους και στη συνέχεια να επεκταθούν όχι μόνο σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου αλλά και σε πολλές βορειότερες περιοχές της Ευρώπης. Πώς και γιατί απέκτησε τέτοια δύναμη η μικρή και κλειστή γεωργική κοινωνία που αρχικά ήταν περιορισμένη στο Λάτιο, μια περιοχή της κεντρικής Ιταλίας που είχε για πρωτεύουσα της τη Ρώμη;
Η απάντηση που θα έδιναν ο γερο-Κάτωνας, ο Κικέρωνας, αλλά και οι περισσότεροι απλοί Ρωμαίοι είναι: επειδή το ρωμαϊκό έθνος διατήρησε τις αρχές και τις αξίες των παλιών Ρωμαίων. Την ίδια απάντηση φαίνεται να δίνουν και πολλοί σύγχρονοί μας μελετητές της ρωμαϊκής ιστορίας. Και αν τόσοι πολλοί συμφωνούν, τότε ένα μέρος τουλάχιστο της αλήθειας πρέπει να βρίσκεται πράγματι σ᾽ αυτή την απάντηση.
Το ρωμαϊκό σύνταγμα: υπέροχοι πληβείοι, έξυπνοι πατρίκιοι
Τη Ρώμη αρχικά την κυβερνούσαν βασιλείς, και μάλιστα ορισμένοι από αυτούς δεν είχαν καν ρωμαϊκή καταγωγή, όπως για παράδειγμα ο τελευταίος από τους εφτά βασιλείς, ο Ταρκύνιος ο Υπερήφανος. Είτε επειδή η ξενική καταγωγή του βασιλιά προκαλούσε αντιδράσεις είτε επειδή οι αυθαιρεσίες της μοναρχίας δεν ήταν πια ανεκτές είτε και για τους δυο αυτούς λόγους, ο θεσμός της βασιλείας τερματίστηκε το 509 π.Χ. Ο Ταρκύνιος αιφνιδιάστηκε και εγκατέλειψε αρχικά τον θρόνο του αλλά προσπάθησε να τον επανακτήσει με πραξικόπημα - πλην μάταια, γιατί οι Ρωμαίοι το είχαν πάρει απόφαση να διώξουν τον βασιλιά. Μόνο που το κίνημα κατά της βασιλείας δεν ήταν λαϊκό, με τη σημερινή έννοια της λέξης· εκδηλώθηκε από την τάξη των ευγενών, των πατρικίων, και οι πατρίκιοι ήταν αυτοί που αρχικά ρύθμισαν το κενό που άφησε η βασιλική εξουσία, εκλέγοντας αντί για έναν ισόβιο μονάρχη δυο αξιωματούχους, τους υπάτους, με ίσες αρμοδιότητες και με θητεία ενός έτους. Οι ύπατοι κυβερνούσαν σε στενή συνεργασία με τη Σύγκλητο, που αρχικά συγκροτούνταν και αυτή από ευγενείς και ήταν ένα συμβουλευτικό συλλογικό όργανο. Σύγκλητος με συμβουλευτικές αρμοδιότητες υπήρχε και στη διάρκεια της βασιλείας, αλλά οι ισόβιοι μονάρχες, με λίγες εξαιρέσεις, δεν το θεωρούν πάντα υποχρέωσή τους να ακούν συμβουλές και εισηγήσεις, ενώ ένας αξιωματούχος με ετήσια θητεία το βρίσκει μάλλον πιο δύσκολο να κάνει του κεφαλιού του. Έτσι, παρά τη ζηλότυπη διατήρηση της εξουσίας μέσα στον κύκλο των ευγενών, μπορούμε να μιλάμε για ίχνη εκδημοκρατισμού του ρωμαϊκού πολιτεύματος.
Αυτή η διαδικασία εκδημοκρατισμού εντάθηκε μέσα στα επόμενα διακόσια περίπου χρόνια και είχε ως αποτέλεσμα την πολιτική και κοινωνική προκοπή των μη ευγενών ελεύθερων πολιτών, των πληβείων, οι οποίοι τελικά διείσδυσαν σε όλο το φάσμα των πολιτικών αξιωμάτων. Αυτή η διείσδυση δεν έγινε βέβαια επειδή η άρχουσα τάξη αποφάσισε από μόνη της να παραχωρήσει προνόμια στον λαό. Προηγήθηκαν ταξικές συγκρούσεις στη διάρκεια των οποίων οι πληβείοι οργανώθηκαν πολιτικά, δημιούργησαν τους δικούς τους αμυντικούς θεσμούς, όπως ήταν η δημαρχία, και συχνά κατέφυγαν και στη βία.
Εδώ θα πρέπει να ξαναθυμηθούμε τις παραδοσιακές ρωμαϊκές αρετές για τις οποίες κάναμε λόγο πιο πάνω, και πρώτα πρώτα τις αρετές της πρακτικότητας και της κοινωνικής πειθαρχίας. Ο απλός λαός, που δεν είχε ουσιαστικά πολιτικά προνόμια και υπέφερε από τις αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις, έδειξε αξιοθαύμαστη υπομονή και οργανωτικό πνεύμα· από την άλλη πλευρά, οι ευγενείς καταλάβαιναν συχνά ότι ορισμένες παραχωρήσεις ήταν αναγκαίες προκειμένου να διατηρηθεί η κοινωνική ειρήνη, και υπήρξαν πατρίκιοι με φιλολαϊκά αισθήματα που συναίνεσαν σε παραχωρήσεις προς τους πληβείους. Σε πολλές περιπτώσεις, εμφύλιες συγκρούσεις αποφεύχθηκαν εξαιτίας αυτής της διάθεσης πολιτικού συμβιβασμού που έδειξαν και οι δυο πλευρές. Με τον τρόπο αυτό η Ρώμη κατόρθωσε να εγκαταστήσει μια «αριστοκρατική δημοκρατία» - παράδοξο αλλά αληθινό, και κυρίως αποτελεσματικό. Το 366 π.Χ. εξελέγη ο πρώτος πληβείος ύπατος και το γεγονός αυτό άνοιξε την πόρτα σε όλα τα υπόλοιπα αξιώματα για τους πληβείους· και η ίδια η Σύγκλητος, που είχε αποκτήσει αυξημένες αρμοδιότητες και επόπτευε την άσκηση της εξουσίας, έπαψε να είναι αποκλειστικό προνόμιο της παλιάς αριστοκρατίας.
Ελάχιστες κοινωνίες, είτε στην αρχαιότητα είτε στον Μεσαίωνα και τους νεότερους χρόνους, έδειξαν τέτοια ικανότητα πολιτικής προσαρμογής και ρεαλιστικών συμβιβασμών. Οι καλοί νοικοκυραίοι της παλιάς Ρώμης αποδείχτηκαν σοφοί πολίτες και πολιτικοί. Οι Ρωμαίοι ήταν πολύ πιο γνωστικοί από όσο πίστευε ο Αστερίξ και η παρέα του. Οργανωμένοι εσωτερικά, με ένα άγραφο αλλά σεβαστό από όλους σύνταγμα, έχοντας κατορθώσει να ενώσουν υπό την ηγεσία τους και τις άλλες εθνικές ομάδες της Ιταλίας, μέχρι το 3ο αιώνα π.Χ. ήταν έτοιμοι για τις στρατιωτικές κατακτήσεις που θα τους έκαναν κύριους της οικουμένης. Ο Κικέρωνας παίνευε το σπίτι του, αλλά δεν το παίνευε χωρίς λόγο.
Πώς η Μεσόγειος έγινε ρωμαϊκή πισίνα
Ενωμένη υπό την ηγεσία της Ρώμης, η Ιταλία έγινε στρατιωτική υπερδύναμη στη Μεσόγειο· και οι στρατιωτικές υπερδυνάμεις υπάρχουν για να συγκρούονται με άλλες στρατιωτικές υπερδυνάμεις. Τέτοια ήταν τον 3ο αιώνα π.Χ. η Καρχηδόνα, που αναπτύχθηκε στις ακτές της Βόρειας Αφρικής (περίπου εκεί που βρίσκεται η σημερινή Τυνησία) και απέκτησε τεράστιο πλούτο επειδή μπορούσε να ελέγχει το εμπόριο στη δυτική Μεσόγειο. Από το 264 π.Χ. η ιστορία κατέγραψε τρεις Καρχηδονιακούς Πολέμους, και στον δεύτερο από αυτούς (218-201 π.Χ.) οι Ρωμαίοι είδαν τον χάρο με τα μάτια τους όταν ο ιδιοφυής καρχηδόνιος στρατηγός Αννίβας διέσχισε τις Άλπεις με τις ορεινές ταξιαρχίες και τους τεθωρακισμένους ελέφαντές του και βρέθηκε στην καρδιά της Ιταλίας. Αλλά το «καρχηδονιακό έπος» ανέδειξε όλες τις αρετές του ρωμαϊκού λαού. Το αίμα έρρευσε άφθονο, η αντίσταση ήταν λυσσαλέα, και ο Αννίβας, που τελικά υποχρεώθηκε από τα πράγματα να επιστρέψει στην Αφρική, νικήθηκε ολοκληρωτικά από τα ρωμαϊκά στρατεύματα το 201 π.Χ. Η Καρχηδόνα, που συνθηκολόγησε με εξουθενωτικούς όρους, ξανασήκωσε κεφάλι πενήντα χρόνια αργότερα και σβήστηκε τελικά από τον χάρτη το 146 π.Χ. Πάνω στα ερείπιά της δάκρυσε μεγαλόψυχα ο νικηφόρος στρατηγός Σκιπίωνας Αιμιλιανός - και δάκρυσε γιατί συλλογίστηκε ότι και η πανίσχυρη Ρώμη θα μπορούσε κάποτε να υποκύψει στην ίδια μοίρα. Η ιστορία επιβεβαιώνει ότι όλες οι υπερδυνάμεις έχουν ημερομηνία λήξεως· αλλά λίγοι στρατηγοί έχουν τη σοφία του Σκιπίωνα όσο ακμάζει η δύναμή τους.
Μάστορες πιο τρανοί, άλλοι τον μπρούντζο θα σφυρηλατήσουν,
και θα σμιλέψουν από μάρμαρο μορφές που ζωντανές θα μοιάζουν·
ρητορική θα υψώσουν και τους δρόμους τ᾽ ουρανού με το διαβήτη
του αστρονόμου θα μετρήσουν· τους ανατέλλοντες αστέρες θα μας πουν.
Λαούς να κυβερνάς είναι ο κλήρος που σ᾽ εσένα έλαχε, Ρωμαίε:
το νόμο της ειρήνης να περνάς, τους νικημένους να τους σέβεσαι,
τους αλαζόνες να δαμάζεις - τούτη η τέχνη είναι που σου πρέπει.
Οι στίχοι αυτοί γράφτηκαν από τον μεγαλύτερο εθνικό ποιητή των Ρωμαίων, τον Βιργίλιο. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι «άλλοι» είναι οι Έλληνες. Ο ρωμαίος ποιητής φαίνεται να αναγνωρίζει την προτεραιότητα και υπεροχή των Ελλήνων στις καλές τέχνες, στην καλλιέργεια του λόγου και στις επιστήμες. Τι είναι αυτό που αποδίδει, ως αντιστάθμισμα, στο ρωμαϊκό έθνος;
Ρωμαίοι και Έλληνες
Η ιστορία με την Καρχηδόνα είχε ουσιαστικά λήξει το 201 π.Χ. Την ίδια εποχή η Ρώμη έχει, ή επινοεί, λόγους για να στρέψει τις λεγεώνες της στην ανατολική πλευρά της μεσογειακής λεκάνης. Έναν και περισσότερο αιώνα μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου, οι διάδοχοί του διοικούν την τεράστια κληρονομιά του μακεδόνα στρατηλάτη, από την οποία έχουν προκύψει μια σειρά από ανεξάρτητα κράτη. Τα σημαντικότερα είναι αυτά της Αιγύπτου, της Συρίας, της Μακεδονίας και της Περγάμου. Η ελληνική γλώσσα και ο πολιτισμός κυριαρχούν στην ανατολική Μεσόγειο, όπου η Αλεξάνδρεια έχει πάρει τα σκήπτρα από την Αθήνα ως πνευματική πρωτεύουσα του ελληνόφωνου πολιτισμικού χώρου. Πρόκειται για την εποχή (τους τρεις αιώνες μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου) που ονομάζουμε ελληνιστική. Την περίοδο αυτή η Αθήνα, που δεν αποτελεί πλέον κέντρο σημαντικών πολιτικών αποφάσεων, απολαμβάνει τη φήμη που χρωστάει στο παρελθόν της, αλλά εκτός από τα περασμένα μεγαλεία της διαθέτει και δραστήριες φιλοσοφικές σχολές για κάθε γούστο.
Η Ρώμη ήρθε αρχικά σε σύγκρουση με το ελληνιστικό βασίλειο της Μακεδονίας, και από το 214 π.Χ. χρειάστηκε τρεις πολεμικούς γύρους για να υποτάξει τελικά τον τελευταίο μακεδόνα βασιλιά, τον Περσέα, το 168 π.Χ. Μέσα στο ίδιο διάστημα ξεκαθάρισε τους λογαριασμούς της με τον Αντίοχο τον Γ', τον βασιλιά της ελληνιστικής Συρίας, και το 146 π.Χ., τη χρονιά που ισοπεδώθηκε η Καρχηδόνα, άλλες λεγεώνες διέλυσαν την Αχαϊκή Συμπολιτεία και κατέστρεψαν την Κόρινθο.
Από την αρχή της σύγκρουσης με τη Μακεδονία και για μισό περίπου αιώνα οι Ρωμαίοι δεν είχαν αποφασίσει τι ακριβώς έπρεπε να κάνουν με τους Έλληνες του κυρίως ελληνικού χώρου. Πολλοί ρωμαίοι στρατηγοί είχαν ήδη γνωριστεί με τον ελληνικό πολιτισμό και θαύμαζαν τα επιτεύγματα του· στη Ρώμη είχαν σχηματιστεί φιλελληνικοί κύκλοι που περιλάμβαναν στις τάξεις τους σημαντικούς πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες. Προφανώς οι Έλληνες δεν ήταν σαν τους άλλους κατακτημένους λαούς: είχαν τεράστια ιστορία, υψηλό πνευματικό και υλικό πολιτισμό, και ασκούσαν μεγάλη γοητεία στους ρωμαίους διανοούμενους και καλλιτέχνες. Μήπως έπρεπε να τύχουν ιδιαίτερης μεταχείρισης από την πλευρά των νικητών; Παρά το γεγονός ότι η Ρώμη, όπως όλες οι υπερδυνάμεις που ασκούν στρατηγική μεγάλης κλίμακας, δεν στήριζε την εξωτερική της πολιτική σε συναισθηματισμούς και δεν έκανε εύκολα χατίρια, στην περίπτωση της Ελλάδας η ρωμαϊκή ηγεσία αισθανόταν την υποχρέωση να κάνει ορισμένες παραχωρήσεις - και τις έκανε.
Έτσι, το 196 π.Χ., όταν ο πρώτος Μακεδονικός Πόλεμος είχε τελειώσει με νίκη της Ρώμης, οι Μακεδόνες υποχρεώθηκαν να αποσυρθούν από τις κτήσεις τους στη νοτιότερη Ελλάδα και ο ρωμαίος στρατηγός Φλαμινίνος, εν μέρει παίζοντας θέατρο και εν μέρει επιβεβαιώνοντας τα φιλελληνικά του αισθήματα, διακήρυξε επίσημα την ελευθερία των Ελλήνων· επιπλέον, δυο χρόνια αργότερα με εντολή της Συγκλήτου όλα τα ρωμαϊκά στρατεύματα κατοχής αποσύρθηκαν από το ελληνικό έδαφος. Μόνο που αυτό δημιούργησε μάλλον παρά έλυσε τα προβλήματα. Έριδες, διαμάχες, ταραχές, και όποτε χρειαζόταν και σφαγές, ήταν στην ημερήσια διάταξη της ιστορίας των πόλεων της νότιας Ελλάδας. Η Αχαϊκή Συμπολιτεία, που περιελάμβανε όλη σχεδόν την Πελοπόννησο, είχε σοβαρά εσωτερικά προβλήματα και άρχισε να έχει συχνές προστριβές με τις ρωμαϊκές αρχές. Την ίδια εποχή στην Κόρινθο, μετά από κοινωνικές ταραχές, εξελέγη στρατηγός του λεγόμενου «Κοινού» των Αχαιών κάποιος Κριτόλαος που, μετά από φαιδρούς λεονταρισμούς, εισέβαλε με στρατό στην κεντρική Ελλάδα - και προκάλεσε έκτακτη συνεδρίαση της ρωμαϊκής Συγκλήτου που τη φορά αυτή δεν είχε καμιά όρεξη για φιλελληνισμούς. Ο ύπατος Μόμμιος εξουσιοδοτήθηκε να καταστρέψει την Κόρινθο. Οι ιστορικοί λένε ότι το 146 π.Χ. οι Έλληνες έχασαν την Κόρινθο αλλά εξαναγκάστηκαν να βρουν την ηρεμία που δεν μπόρεσαν να εξασφαλίσουν με την ελεύθερη θέλησή τους. Από τη μοιραία αυτή χρονιά και για μερικές εκατοντάδες χρόνια η Ελλάδα δεν έχει αυτόνομη πολιτική ζωή και γίνεται μέρος της ρωμαϊκής επικράτειας. Αλλά στο ίδιο διάστημα οι θηριώδεις κατακτητές, όπως είπε πάλι ο ποιητής Οράτιος, αιχμαλωτίζονται οριστικά από τους νικημένους - με το να παραδοθούν τελείως στην ελληνική κουλτούρα.
Το παιχνίδι του κλεμμένου θησαυρού
Οι ρωμαίοι στρατιώτες, οι λεγεωνάριοι, ήταν πειθαρχημένοι και σκληροτράχηλοι. Οι περισσότεροι από αυτούς στρατολογούνταν από την ιταλική επαρχία, και οι πιο επίλεκτες στρατιωτικές μονάδες συγκροτούνταν από νέους που προέρχονταν από δύσβατα ορεινά μέρη με αγροτοκτηνοτροφικό πληθυσμό. Ελάχιστοι γνώριζαν κάτι περισσότερο από απλή γραφή και ανάγνωση, και κανένας δεν είχε πείρα από πράγματα που ήταν αυτονόητα στη ζωή μιας ελληνικής πύλης, ακόμη και της μικρότερης: δεν είχαν δει ποτέ θέατρο, δεν ήξεραν τι είναι το γυμνάσιο και, πολύ περισσότερο, το ωδείο, δεν είχαν βρεθεί ποτέ μπροστά σε ένα έργο γλυπτικής ή ζωγραφικής. Μόνο με μεγάλη προσπάθεια της ιστορικής φαντασίας μπορούμε να καταλάβουμε την απορία, την έκπληξη ή το δέος αυτών των ανθρώπων όταν έμπαιναν για πρώτη φορά στην Αθήνα, την Κόρινθο, την Αντιόχεια ή την Πέργαμο. Τι ήταν όλοι αυτοί οι περίτεχνοι ναοί με τους ιωνικούς, δωρικούς και κορινθιακούς κίονες; Τι παρίσταναν τα ανάγλυφα πάνω στις μετόπες και τα αετώματα; Τι έκαναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που μαζεύονταν έξω από τα γυμνάσια; Τι υψηλές φιλοσοφίες αντάλλασσαν όλοι αυτοί που ήταν μαζεμένοι στον χώρο της Αγοράς;
Ήδη από παλιά οι Ρωμαίοι είχαν συναντήσει έλληνες αποίκους στη Νότια Ιταλία και τη Σικελία και ήξεραν κάτι για τον ελληνικό τρόπο ζωής. Τώρα όμως οι λεγεώνες των νικητών είχαν βρεθεί στην καρδιά του ελληνισμού - και το κυριότερο, ο υλικός πλούτος και τα καλλιτεχνικά μνημεία των ελληνικών πόλεων ήταν στη διάθεσή τους. Μπορεί οι απλοί στρατιώτες να μην πολυκαταλάβαιναν, οι ανώτεροι αξιωματικοί τους όμως ήξεραν κάτι παραπάνω. Αυτό όμως δεν αποτελούσε αναγκαστικά λόγο για να σεβαστούν τα μνημεία· άλλωστε πολλοί από αυτούς είχαν «παραγγελίες» από πλούσιες και αριστοκρατικές οικογένειες της Ρώμης να μεταφέρουν στην Ιταλία ό,τι μπορούσε να μεταφερθεί: πίνακες, αγάλματα, ακόμη και το περιεχόμενο ολόκληρων βιβλιοθηκών. Έτσι άρχισαν να κάνουν πολύ πριν τον Ελγίνο ακριβώς ό,τι έκανε αιώνες αργότερα και ο καλός εκείνος βρετανός λόρδος.
Ίσως ο μεγαλύτερος Ελγίνος της αρχαιότητας να ήταν μάλιστα ο γνωστός μας ύπατος Μόμμιος, που αφάνισε το 146 π.Χ. την πάμπλουτη Κόρινθο. Η Κόρινθος μετακόμισε στην Ιταλία, συσκευασμένη σε κιβώτια αμφίβολης ανθεκτικότητας που φορτώθηκαν σε πλοία. Ούτε ο Ελγίνος ούτε ο Μόμμιος χρησιμοποίησαν εξειδικευμένους συντηρητές αρχαιοτήτων για το πλιάτσικό τους· γι᾽ αυτό κατάφεραν να καταστρέφουν δυο μάρμαρα για καθένα που έπαιρναν. Η διαφορά ανάμεσα στον βρετανό λόρδο και τον ρωμαίο ύπατο είναι ένα ανέκδοτο: Ο Μόμμιος έβγαλε αυστηρή διαταγή σύμφωνα με την οποία όποιος έκανε ζημιά σε έργο τέχνης κατά τη μεταφορά ήταν υποχρεωμένος να το αντικαταστήσει - πιο φιλότιμος από τον Βρετανό ο Ρωμαίος, αλλά κι οι δυο τους έβλαπταν το ίδιο.
Η Ρώμη μαθαίνει ελληνικά
Η θετική πλευρά αυτής της ιστορίας ήταν ότι το «παιχνίδι του κλεμμένου θησαυρού» επέτρεψε στους κατοίκους της Ρώμης να δουν από κοντά αριστουργήματα της ελληνικής τέχνης. Πολύ γρήγορα η Ρώμη γέμισε από ιδιωτικές «γκαλερί» με ελληνικά εκθέματα, ενώ πολλά από αυτά τα έργα τοποθετήθηκαν και σε δημόσιους χώρους. Το σημαντικότερο ήταν, όμως, ότι οι ελληνικοί θησαυροί ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο το φιλελληνικό ρεύμα στη Ρώμη και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της τέχνης από ντόπιους καλλιτέχνες. Ταυτόχρονα, ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων τόσο από την κυρίως Ελλάδα όσο και από την ελληνόφωνη ανατολική Μεσόγειο άρχισαν να συρρέουν στην πρωτεύουσα της Ιταλίας. Τι ζητούσαν εκεί όλοι αυτοί;
Οτιδήποτε καλό έβλεπαν οι προγονοί μας σε ξένους λαούς, εχθρούς ή συμμάχους, το υιοθετούσαν αμέσως με μεγάλη προθυμία· προτιμούσαν να μιμούνται παρά να φθονούν τα καλά πράγματα.
Σαλλούστιος, ρωμαίος ιστορικός
Η αλήθεια είναι ότι ορισμένοι πήγαν εκεί όχι επειδή το επιθυμούσαν οι ίδιοι αλλά επειδή τους ανάγκασαν οι Ρωμαίοι. Θύματα τέτοιας αναγκαστικής μετανάστευσης ήταν συνήθως άνθρωποι με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, οι Ρωμαίοι έκαναν εισαγωγές καθηγητών, καθένας για λογαριασμό του βέβαια. Έτσι, πολλοί νικηφόροι στρατηγοί έφεραν από την Ελλάδα και από άλλα σημεία του ελληνόφωνου πολιτισμικού χώρου αιχμαλώτους πολέμου και τους ανέθεσαν να κάνουν στα παιδιά τους «ιδιαίτερα μαθήματα» - ανάμεσα στα οποία σημαντικότατη θέση είχε η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας. Και η μόνη ξένη γλώσσα στην οποία άξιζε να πάρεις το «προφίσιενσι» εκείνο τον καιρό ήταν τα ελληνικά. Έτσι, εκτός από το πλιάτσικο οι Ρωμαίοι επινόησαν και έναν άλλο τρόπο για να φέρουν την Ελλάδα στη Ρώμη: την απαγωγή. Πολλοί άλλοι όμως πήγαιναν με τη θέλησή τους: μερικοί, όπως οι γιατροί, για να ασκήσουν την τέχνη τους, άλλοι για να προωθήσουν τα εμπορικά τους συμφέροντα, και άλλοι, όπως οι διάφοροι φιλόσοφοι, για να διδάξουν όσα πίστευαν· και αφού οι Ρωμαίοι δεν είχαν αναπτύξει δικές τους φιλοσοφικές σπουδές, τα φιλοσοφικά φροντιστήρια που άνοιγαν οι έλληνες διανοούμενοι είχαν συνήθως πολλή πελατεία και μεγάλες ουρές.
Ωστόσο, η παρουσία τους στη Ρώμη προκάλεσε πολλές αντιδράσεις ανάμεσα στους πιο παραδοσιακούς Ρωμαίους. Σε μερικές περιπτώσεις υπήρξε απλώς έκφραση δυσπιστίας, άλλες φορές όμως οι ρωμαϊκές αρχές τούς αφαίρεσαν την «άδεια διδασκαλίας» και τους έδιωξαν από την πόλη, προφανώς επειδή πίστευαν ότι τα μαθήματά τους δεν έκαναν καλό στη ρωμαϊκή νεολαία και έρχονταν σε σύγκρουση με τα πατροπαράδοτα ρωμαϊκά ήθη. Τέτοιες δυσπιστίες παρατηρούνται συχνά όταν ένας λαός με απλούστερη μορφή πολιτισμικής οργάνωσης συναντηθεί με πιο σύνθετους και προχωρημένους πολιτισμούς.
Δεν έφταιγε όμως μόνο η παραδοσιακή επιφυλακτικότητα της ρωμαϊκής κοινωνίας. Οι μετανάστες από την ελληνόφωνη Ανατολή και την Ελλάδα δεν ήταν μόνο γιατροί που είχαν πάρει τον ιπποκρατικό όρκο αλλά και κομπογιαννίτες χωρίς σύνορα· δεν ήταν μόνο εμπνευσμένοι καλλιτέχνες αλλά και «αρτίστες» που ανήκαν στον χώρο του υποκόσμου· δεν ήταν μόνο ήσυχοι μετανάστες που έκαναν τίμια τη δουλειά τους αλλά και πεινασμένοι απατεώνες που ήταν έτοιμοι να κάνουν οτιδήποτε για την επιβίωσή τους· δεν ήταν μόνο κάθε είδους επαγγελματίες αλλά και κάθε λογής τσαρλατάνοι.
Αυτό όμως που ερέθιζε περισσότερο όσους νοιάζονταν για τα παραδοσιακά ήθη της ρωμαϊκής κοινωνίας ήταν οι ραγδαίες αλλαγές στον τρόπο ζωής και διασκέδασης που προκαλούσε η ελληνική επίδραση. Ξαφνικά η Ρώμη έμαθε να διασκεδάζει με ελληνικού τύπου συμπόσια, να συχνάζει σε θεατρικές παραστάσεις και σε λογοτεχνικά σαλόνια, να ενδιαφέρεται για γαστρονομία, για υψηλή ραπτική και για καλλυντικά - γενικά να αφιερώνει πολύ περισσότερο χρόνο σε πράγματα που στο παρελθόν ήταν άγνωστα ή θεωρούνταν αταίριαστα με τον ρωμαϊκό τρόπο ζωής. Η βιομηχανία του θεάματος και της ψυχαγωγίας είχαν ελληνική σφραγίδα και ελληνική ορολογία. Ό,τι συμβαίνει σήμερα με τα αγγλικά συνέβαινε τότε στη Ρώμη με τα ελληνικά· γιατί ακόμη και απλοί άνθρωποι, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση, χρησιμοποιούσαν ένα σωρό ελληνικές λέξεις για να αναφερθούν στο καινούργιο σκηνικό που έκανε τη Ρώμη του γερο-Κάτωνα να αισθάνεται και να μιλάει ελληνικά.
Αλλά ο γερο-Κάτωνας αντιστεκόταν. Για τους Έλληνες σπανίως είχε καλό λόγο, και για τους έλληνες γιατρούς που ασκούσαν το επάγγελμά τους στη Ρώμη ήταν βέβαιος για ένα πράγμα: ότι είχαν ορκιστεί και συνωμοτήσει να ξεκάνουν τη ρωμαϊκή φύτρα. Ενώ ο κόσμος γύρω του βούιζε από ελληνικά, εκείνος αρνιόταν να τα μάθει· και όταν με τον καιρό κατάλαβε ότι πάλευε μάταια ενάντια σε μια νέα τάξη πραγμάτων που δεν γινόταν πια να αλλάξει, τότε σε βαθιά γεράματα καταπιάστηκε να μάθει αυτό που για χρόνια περιφρονούσε και φοβόταν μαζί. Πριν πεθάνει θα είχε καταλάβει σίγουρα ότι όσα είχε γράψει παλιότερα για τους «καλούς νοικοκυραίους» θα μάζευαν τώρα σκόνη στα ράφια των βιβλιοθηκών. Οι νέες ρωμαϊκές γενιές από δω και πέρα θα αναζητούσαν την πνευματική τους προκοπή, την κουλτούρα της καθημερινής ζωής, την αισθητική τους, την κοινωνικότητά τους, αλλά και τις ασωτείες και τις υπερβολές τους, στο ελληνικό παράδειγμα. Το 146 π.Χ. η Ελλάδα έγινε ουσιαστικά ρωμαϊκή επαρχία· αλλά ποιος μπορούσε να προβλέψει ότι μέσα στις επόμενες δεκαετίες η κοσμοκράτειρα Ρώμη θα γινόταν ελληνική πόλη;