ἀποκραιπαλᾶτε. καὶ τί νῦν ποιήσομεν;
ἐνοχλητέον τοῖς γειτνιῶσι τῷ θεῷ
ἐσθ᾽ ὡς ἔοικε. παιδίον. μὰ τοὺς θεοὺς
460 θεραπαινίδια γὰρ ἀθλιώτερ᾽ οὐδαμοῦ
οἶμαι τρέφεσθαι. παῖδες. οὐδὲν ἄλλο πλὴν
κινητιᾶν ἐπίσταται—παῖδες καλοί—
καὶ διαβαλεῖν ἐὰν ἴδῃ τις. παιδίον.
τουτὶ τὸ κακὸν ‹τί› ἐστί; παῖδες. οὐδὲ εἷς
465 ἐστ᾽ ἔνδον. ἠήν. προστρέχειν τις φαίνεται.
ΚΝ. τί τῆς θύρας ἅπτει, τρισάθλι᾽, εἰπέ μοι,
ἄνθρωπε; ‹ΓΕ.› μὴ δάκῃς. (ΚΝ.) ἐγώ σε νὴ Δία,
καὶ κατέδομαί γε ζῶντα. (ΓΕ.) μή, πρὸς ‹τῶν› θεῶν.
(ΚΝ.) ἐμοὶ γάρ ἐστι συμβόλαιον, ἀνόσιε,
470 καὶ σοί τι; (ΓΕ.) συμβόλαιον οὐδέν· τοιγαροῦν
προσελήλυθ᾽ οὐ χρέος σ᾽ ἀπαιτῶν οὐδ᾽ ἔχων
κλητῆρας, ἀλλ᾽ αἰτησόμενος λεβήτιον.
(ΚΝ.) λεβήτιον; (ΓΕ.) λεβήτιον. ‹ΚΝ.› μαστιγία,
θύειν με βοῦς οἴει ποεῖν τε ταὔθ᾽ ἅπερ
475 ὑμεῖς ποεῖτε; (ΓΕ.) οὐδὲ κοχλίαν ἔγωγέ σε.
ἀλλ᾽ εὐτύχει, βέλτιστε. κόψαι τὴν θύραν
ἐκέλευσαν αἱ γυναῖκες αἰτῆσαί τε με.
ἐπόησα τοῦτ᾽· οὐκ ἔστι· πάλιν ἀπαγγελῶ
ἐλθὼν ἐκείναις. ὦ πολυτίμητοι θεοί,
480 ἔχις πολιὸς ἅνθρωπός ἐστιν οὑτοσί.
(ΚΝ.) ἀνδροφόνα θηρί᾽· εὐθὺς ὥσπερ πρὸς φίλον
κόπτουσιν. ἂν ἡμῶν προσιόντα τῇ θύρᾳ
λάβω τιν᾽, ἂν μὴ πᾶσι τοῖς ἐν τῷ τόπῳ
παράδειγμα ποιήσω, νομίζεθ᾽ ἕνα τινὰ
485 ὁρᾶν με τῶν πολλῶν. ὁ νῦν οὐκ οἶδ᾽ ὅπως
διευτύχηκεν οὗτος, ὅστις ἦν ποτε.
ἐνοχλητέον τοῖς γειτνιῶσι τῷ θεῷ
ἐσθ᾽ ὡς ἔοικε. παιδίον. μὰ τοὺς θεοὺς
460 θεραπαινίδια γὰρ ἀθλιώτερ᾽ οὐδαμοῦ
οἶμαι τρέφεσθαι. παῖδες. οὐδὲν ἄλλο πλὴν
κινητιᾶν ἐπίσταται—παῖδες καλοί—
καὶ διαβαλεῖν ἐὰν ἴδῃ τις. παιδίον.
τουτὶ τὸ κακὸν ‹τί› ἐστί; παῖδες. οὐδὲ εἷς
465 ἐστ᾽ ἔνδον. ἠήν. προστρέχειν τις φαίνεται.
ΚΝ. τί τῆς θύρας ἅπτει, τρισάθλι᾽, εἰπέ μοι,
ἄνθρωπε; ‹ΓΕ.› μὴ δάκῃς. (ΚΝ.) ἐγώ σε νὴ Δία,
καὶ κατέδομαί γε ζῶντα. (ΓΕ.) μή, πρὸς ‹τῶν› θεῶν.
(ΚΝ.) ἐμοὶ γάρ ἐστι συμβόλαιον, ἀνόσιε,
470 καὶ σοί τι; (ΓΕ.) συμβόλαιον οὐδέν· τοιγαροῦν
προσελήλυθ᾽ οὐ χρέος σ᾽ ἀπαιτῶν οὐδ᾽ ἔχων
κλητῆρας, ἀλλ᾽ αἰτησόμενος λεβήτιον.
(ΚΝ.) λεβήτιον; (ΓΕ.) λεβήτιον. ‹ΚΝ.› μαστιγία,
θύειν με βοῦς οἴει ποεῖν τε ταὔθ᾽ ἅπερ
475 ὑμεῖς ποεῖτε; (ΓΕ.) οὐδὲ κοχλίαν ἔγωγέ σε.
ἀλλ᾽ εὐτύχει, βέλτιστε. κόψαι τὴν θύραν
ἐκέλευσαν αἱ γυναῖκες αἰτῆσαί τε με.
ἐπόησα τοῦτ᾽· οὐκ ἔστι· πάλιν ἀπαγγελῶ
ἐλθὼν ἐκείναις. ὦ πολυτίμητοι θεοί,
480 ἔχις πολιὸς ἅνθρωπός ἐστιν οὑτοσί.
(ΚΝ.) ἀνδροφόνα θηρί᾽· εὐθὺς ὥσπερ πρὸς φίλον
κόπτουσιν. ἂν ἡμῶν προσιόντα τῇ θύρᾳ
λάβω τιν᾽, ἂν μὴ πᾶσι τοῖς ἐν τῷ τόπῳ
παράδειγμα ποιήσω, νομίζεθ᾽ ἕνα τινὰ
485 ὁρᾶν με τῶν πολλῶν. ὁ νῦν οὐκ οἶδ᾽ ὅπως
διευτύχηκεν οὗτος, ὅστις ἦν ποτε.
***
ΓΕΤ. Δεν πήρατε μαζί το καζανάκι;Εσείς, μωρέ, είστε τύφλα στο μεθύσι.
Και τώρα τί θα γίνει; Ανάγκη πάσα
του θεού τους γειτόνους να ενοχλήσω.
Πηγαίνει, χτυπά την πόρτα του Κνήμωνα και φωνάζει και το θυρωρό.
Μικρέ! (Μέσα του) Μά τους θεούς, πιο σιχαμένες
460δουλίτσες πουθενά δεν βρίσκονται άλλες.—
(Δυνατά) Παιδιά! (Μέσα του) Δεν ξέρουν τίποτ᾽ άλλο, μόνο
να ξαπλώνονται χάμω… (Δυνατά) Ε ωραία αγόρια,
ανοίχτε. (Μέσα του) Κι αν τις δει κανείς, να βγάζουν
και γλώσσα. (Δυνατά) Εέ, μικρέ! — Μα τί κακό ᾽ναι
τούτο, καλέ; — Παιδιά, παιδιά! — Δεν είναι
μέσα κανείς; — Μα νά, σιμώνει κάποιος.
ΚΝΗ., προβάλλοντας στην πόρτα του, απειλητικός
Γιατί χτυπάς την πόρτα μου, βρε αχρείε;
ΓΕΤ. Μη με δαγκώσεις. ΚΝΗ. Μόνο να δαγκώσω;
Ζωντανό, μά το Δία, θα σε μασήσω.
ΓΕΤ. Στους θεούς σ᾽ εξορκίζω, μην το κάμεις.
ΚΝΗ. Γιατί να μην το κάμω, βρε θεομπαίχτη;
470Ομόλογο μη σου ᾽χω εγώ υπογράψει;
ΓΕΤ. Ομόλογο όχι. Εγώ ήρθα δω σ᾽ εσένα,
όχι κανένα χρέος για ν᾽ απαιτήσω
ούτε με συνοδεία χωροφυλάκων,
μόνο ένα καζανάκι να γυρέψω.
ΚΝΗ. Τί; Καζανάκι; ΓΕΤ. Καζανάκι. ΚΝΗ. Βόδια
λες πως θυσιάζω εγώ, μωρέ αργασμένο
τομάρι; Αυτά που κάνετε εσείς κάνω;
ΓΕΤ. (μέσα του) Ούτ᾽ ένα σαλιγκάρι δε θα δίνεις.
Δυνατά.
Αφεντικό, σ᾽ αφήνω γεια. Οι κυράδες
με πρόσταξαν την πόρτα να χτυπήσω
και να ζητήσω ένα μικρό καζάνι.
Το ᾽καμα. Δεν υπάρχει; Ωραία. Γυρίζω
να τους το πω.
Ξαναμπαίνοντας στο ιερό· μέσα του.
Τρισέβαστοι θεοί μου,
480οχιά σωστή είναι τούτος ο ασπρομάλλης.
ΚΝΗ. Αιμοβόρικα αγρίμια! Ολόισια πάνε
και σου χτυπούνε, σα να σ᾽ έχουν φίλο.
Στην πόρτα μου κανένα τους ας πιάσω,
κι αν δεν τον κάμω να τον έχουν όλοι
οι γύρω για παράδειγμα, ας με πούνε
πως είμαι ένας κοινός θνητός σαν όλους.
Ετούτος που ήρθε τώρα, όποιος και να ᾽ταν,
φτηνά μου ᾽χει γλιτώσει· πώς, δεν ξέρω!