Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Η ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΙΛΗΤΟΥ

1. Ἀ­πό τίς κο­σμο­γο­νί­ες στήν κο­σμο­λο­γί­α.

Ἄν ὑ­πάρ­χει μιά φι­λο­σο­φί­α πού βλέ­πει τόν κό­σμο ὡς πρό­βλη­μά της κεν­τρι­κό καί σχε­δόν ἀ­πο­κλει­στι­κό, εἶ­ναι ἡ ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή φι­λο­σο­φί­α στήν πρώ­τη πε­ρί­ο­δο τῆς ἱ­στο­ρί­ας της, πρίν ἀ­πό τό Σω­κρά­τη. Ὁ φι­λό­σο­φος τα­ῆς κλασ­σι­κῆς Ἀ­θή­νας θε­ω­ρεῖ­ται ὁ­ριο, για­τί, ὁ­πως ση­μει­ώ­νει ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, «Πε­ρί ζῴ­ων μο­ρί­ων» A 1,642a 28 ἔπ., «ἐ­πί Σω­κρά­τους τοῦ­το μέν ηὐ­ξή­θη [sc. τό ὁ­ρί­σα­σθαι τήν οὐ­σί­αν], τό δέ ζη­τεῖν τά πε­ρί φύ­σε­ως ἔ­λη­ξε». Ἡ φυ­σι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα γί­νε­ται γιά τόν Ἕλ­λη­να τῶν ἀρ­χα­ϊ­κῶν κυ­ρί­ως χρό­νων τό πρῶ­το ἐ­ρέ­θι­σμα πού βά­ζει σέ κί­νη­ση τό πνεῦ­μα του καί τό ὁ­δη­γεῖ στό νά γεν­νή­σει τή φι­λο­σο­φί­α. Ἔ­τσι μπο­ροῦ­με νά πού­με ἀ­πό τήν ἀρ­χή ὁ­τι στήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ ἀν­θρώ­που ἡ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση τοῦ κο­σμο­λο­γι­κοῦ προ­βλή­μα­τος καί ἡ γέν­νη­ση τῆς φι­λο­σο­φί­ας συμ­πί­πτουν. Ἡ ἑλ­λη­νι­κή κο­σμο­λο­γί­α πού ἐγ­και­νι­ά­ζε­ται μέ τήν ἔν­νοι­α τοῦ νε­ροῦ καί ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται μέ τήν ἔν­νοι­α τοῦ ἀ­τό­μου, ση­μα­δεύ­ε­ται ἀ­πό μιά σει­ρά σταθ­μούς, πού δι­α­μορ­φώ­νουν συ­στή­μα­τα καί σχο­λές στό χῶ­ρο τοῦ προ­βλη­μα­τι­σμοῦ της. Ὁ πρῶ­τος ἀ­πό αὐ­τούς τούς σταθ­μούς εἶ­ναι ἡ σχο­λή τῆς Μι­λή­του, πού δι­α­τύ­πω­σε τήν ὑ­λο­ζω­ι­στι­κή ἑρ­μη­νεί­α τοῦ κό­σμου.

Λέ­γον­τας ὅ­τι ἡ προ­σω­κρα­τι­κή φι­λο­σο­φί­α ἔ­χει τόν κό­σμο ὡς πρό­βλη­μά της κεν­τρι­κό καί σχε­δόν ἀ­πο­κλει­στι­κό, δέν πα­ρα­θε­ω­ροῦ­με τό γε­γο­νός ὁ­τί οἱ ἐκ­πρό­σω­ποί της ἔ­χουν ἀ­πό­ψεις καί γιά τόν ἄν­θρω­πο, τήν κοι­νω­νί­α, τό κρά­τος, τή γνώ­ση καί τήν πρά­ξη. Εἴ­μα­στε ὁ­μως ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νά ἐ­ξη­γή­σο­με ὁ­τι οἱ ἀ­πό­ψεις αὐ­τές ἀ­πο­τε­λοῦν προ­ε­κτά­σεις τῆς φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας τους. Ὁ ἄν­θρω­πος καί ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά του ἐ­δῶ ἐ­ξε­τά­ζον­ται ὡς ἄ­με­σα ἐ­ξαρ­τή­μα­τα τοῦ φυ­σι­κοῦ κό­σμου. Δέν ἔ­χουν γί­νει ἀ­κό­μα ἀν­τι­κεί­με­να εἰ­δι­κῶν κλά­δων τοῦ ἐ­πι­στη­τοῦ.

Μέ τήν ἁ­πλή δή­λω­ση ὅ­τι οἱ Προ­σω­κρα­τι­κοί προ­σπά­θη­σαν πρῶ­τοι νά ἐ­ξη­γή­σουν τή σύ­στα­ση τοῦ κό­σμου ἀ­σφα­λῶς δέν γί­νε­ται φα­νε­ρό σέ ὁ­λες τίς δι­α­στά­σεις του τό μέ­γε­θος τοῦ ἐγ­χει­ρή­μα­τος. Ὅ­ταν αὐ­τοί οἱ στο­χα­στές ξε­κι­νοῦν, ὁ δρό­μος τῆς ἐ­πι­στή­μης δέν ἔ­χει ἀ­κό­μα χα­ρα­χθῆ, καί πρέ­πει νά τόν ἀ­νοί­ξουν οἱ ἴ­διοι. Στήν ἐ­πο­χή τους τό μό­νο δε­δο­μέ­νο εἶ­ναι ἡ δι­ά­χυ­τη ἀ­πο­ρί­α μπρο­στά στήν ποι­κι­λί­α τῶν φυ­σι­κῶν φαι­νο­μέ­νων, στήν ἀ­δι­ά­κο­πη γέ­νε­ση καί φθο­ρά, σέ ὁ­λα ὁ­σα συμ­βαί­νουν στή στε­ριά καί στή θά­λασ­σα, στόν οὐ­ρα­νό ψη­λά καί μέ­σα στή ζω­ή τῶν ζώ­ων καί τῶν φυ­τῶν, ἀ­πο­ρί­α πού ἔ­χει πη­γή της τοῦ ἀρ­χα­ϊ­κοῦ Ἕλ­λη­να τήν ἐ­φη­βι­κή ὁρ­μή γιά γνώ­ση. Ἀλ­λά τό πα­ρα­στα­τι­κό ὑ­λι­κό εἶ­ναι φτω­χό, τά ὄρ­γα­να λεί­πουν καί ἡ κρι­τι­κή γιά τό κύ­ρος τῆς γνώ­σης εἶ­ναι ἀ­νύ­παρ­κτη. Ἔ­τσι οἱ πρω­το­πό­ροι της κο­σμο­λο­γί­ας πρέ­πει μα­ζί μέ τή θε­ω­ρί­α τους νά οἰ­κο­δο­μή­σουν καί τή γλώσ­σα τῆς φι­λο­σο­φί­ας, τήν ὁ­ρο­λο­γί­α τῆς ἐ­πι­στή­μης καί τόν κρι­τι­κό λό­γο. Ἡ συ­νέ­χεια τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ καί τοῦ εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ πνεύ­μα­τος ἔ­δει­ξε τήν ἐ­πι­τυ­χί­α αὐ­τῶν τῶν στο­χα­στών. Σή­με­ρα ὁ­λοι ξέ­ρο­με ὁ­τι οἱ βά­σεις τῆς φι­λο­σο­φί­ας καί τῆς ἐ­πι­στή­μης βρί­σκον­ται στήν προ­σω­κρα­τι­κή φι­λο­σο­φί­α καί ὁ­τι ἀ­πό αὐ­τήν δι­α­τυ­πώ­θη­καν οἱ κυ­ρι­ώ­τε­ρες ἔν­νοι­ες ὁ­λων τῶν κλά­δων τοῦ ἐ­πι­στη­τοῦ. Εἰ­δι­κά γιά τό πρό­βλη­μά μας πρέ­πει νά θυ­μη­θοῦ­με ὅ­τι οἱ αὐ­το­νό­η­τες πιά ἔν­νοι­ες κό­σμος, φύ­ση, ἄ­πει­ρο, χῶ­ρος, χρό­νος, ἄ­το­μο, κε­νό, ὕ­λη, δύ­να­μη, μέ­γε­θος, κί­νη­ση, ἀ­ριθ­μός, συ­νε­χές, μέ­ρος, ὁ­λο, φθο­ρά, ἕ­νω­ση, δι­ά­λυ­ση καί ἕ­να πλῆ­θος ἄλ­λες ἔν­νοι­ες τῆς φυ­σι­κῆς πέ­ρα­σαν στή γλώσ­σα τῆς ἐ­πι­στή­μης καί κα­θι­ε­ρώ­θη­καν, ἀ­φοῦ τίς εἰ­ση­γή­θη­καν οἱ Προ­σω­κρα­τι­κοί.

Ἡ κο­σμο­λο­γί­α εἶ­ναι ἀ­νά­στη­μα τῆς κοι­νω­νί­ας τοῦ 6ου αἰ­ώ­να π.Χ. Τό­τε ὁ Ἕλ­λη­νας ἔ­χει ἀ­φή­σει πί­σω του τή γνω­στή μας ἀ­πό τήν ἐ­πι­κή ποί­η­ση παι­δι­κή ψυ­χο­λο­γί­α του, ἡ συ­νεί­δη­σή του εὐ­ρύ­νε­ται καί βα­θαί­νει, αἰ­τή­μα­τα προ­σω­πι­κά τόν κα­τα­κλύ­ζουν καί τόν χα­ρα­κτη­ρί­ζει πιό κρι­τι­κή στά­ση ἀ­πέ­ναν­τι στή ζω­ή. Τό ὡ­ρί­μα­σμα ἀρ­χί­ζει, ὁ­ταν ἡ ζω­ή στήν Ἑλ­λά­δα μέ τούς ἀ­ποι­κι­σμούς, τή ναυ­τι­λί­α καί τό ἐμ­πό­ριο παίρ­νει μορ­φή ἀ­στι­κή. Τό­τε στά λι­μά­νια τῆς Με­σο­γεί­ου δι­α­σταυ­ρώ­νον­ται τ’ ἀ­γα­θά τα­ῆς γῆς καί οἱ ἰ­δέ­ες τῶν ἀν­θρώ­πων. Μέ τοῦ­τα οἱ Ἕλ­λη­νες πλου­τί­ζουν τά σπί­τια τους, μ’ ἐ­κεῖ­νες τό μυα­λό τους. Ἡ ζω­ή προ­ά­γε­ται καί ἐ­κλε­πτύ­νε­ται. Οἱ δρό­μοι τῆς θά­λασ­σας δεί­χνουν ἀ­κό­μα στούς φτω­χούς πο­λί­τες τόν τρό­πο νά ὑ­ψώ­σουν ἀ­νά­στη­μα μπρο­στά στούς κλη­ρο­νο­μι­κούς κυ­ρί­ους τῆς γῆς τους. Ἔ­τσι σχη­μα­τί­ζε­ται μιά ἰ­σχυ­ρή με­σαί­α τά­ξη, πού μπο­ρεῖ ν’ ἀμ­φι­σβη­τεῖ στούς εὐ­γε­νεῖς τό ἀ­πο­κλει­στι­κό δι­καί­ω­μα στήν ἐ­ξου­σί­α. Οἱ τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες τοῦ 7ου αἰ­ώ­να καί ὁ­λό­κλη­ρος ὁ 6ος χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται ἀ­πό σκλη­ρούς πο­λι­τι­κούς ἀ­γῶ­νες καί με­τα­πο­λι­τεύ­σεις. Σ’ αὐ­τή τήν πε­ρί­ο­δο οἱ πιό πολ­λές καί οἱ πιό ση­μαν­τι­κές ἑλ­λη­νι­κές πό­λεις περ­νοῦν ἀ­πό τή βα­σι­λεί­α στή δη­μο­κρα­τί­α, ἄλ­λες ἄ­με­σα, ὁ­που οἱ λα­ϊ­κό­τε­ρες τά­ξεις κα­τορ­θώ­νουν νά ἐ­πι­βά­λουν ἀ­νό­θευ­τη τή βού­λη­σή τους, καί ἄλ­λες ἔμ­με­σα, ὁ­που ἰ­σχυ­ρά πρό­σω­πα, οἱ τύ­ραν­νοι, τίς χει­ρα­γω­γοῦν ἕ­ναν και­ρό, κρα­τών­τας γιά προ­σω­πι­κή τους ὠ­φέ­λεια τά προ­νό­μια πού ἀ­φαι­ροῦν ἀ­πό τους κλη­ρο­νο­μι­κούς ἄρ­χον­τες. Ὁ­πωσ­δή­πο­τε ὁ­μως τό φε­ου­δαρ­χι­κό σύ­στη­μα πα­ρα­χω­ρεῖ βαθ­μια­ία τή θέ­ση του στό κρά­τος τοῦ δι­καί­ου. Τό δί­και­ο γί­νε­ται ὁ νέ­ος δι­αν­θρώ­πι­νος δε­σμός. Ἡ νέ­α μορ­φή τοῦ κρά­τους ἀ­φή­νει στόν πο­λί­τη ὁ­λο­έ­να πιό πλα­τιά πε­ρι­θώ­ρια ἐ­λευ­θε­ρί­ας καί ὁ­λο­έ­να πιό πολ­λές δυ­να­τό­τη­τες γιά συμ­με­το­χή στά κοι­νά. Ἀ­κό­μα καί ἡ θρη­σκεί­α τήν ἔ­πο­χη αὐ­τή μπαί­νει σέ κά­ποι­ο κρι­τι­κό στά­διο. Τή δυ­να­μω­μέ­νη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή ζω­ή τοῦ Ἕλ­λη­να δέν τήν ἱ­κα­νο­ποι­οῦν πιά οἱ πα­λι­ές ἱ­ε­ρο­τε­λε­στί­ες, καί γί­νε­ται αἰ­σθη­τή ἡ ἀ­νάγ­κη γιά πιό προ­σω­πι­κή σχέ­ση μέ τό θε­ό. Τήν ἀ­πο­μά­κρυν­ση τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ πνεύ­μα­τος ἀ­πό τό μυ­θι­κό κό­σμο καί τή στρο­φή του στό ἐ­γώ, τό ἐ­δῶ καί τό τώ­ρα τήν πα­ρα­κο­λου­θοῦ­με κυ­ρί­ως ἀ­πό τά κεί­με­να τῶν λυ­ρι­κῶν ποι­η­τῶν, πού ἐκ­φρά­ζουν μιά βαθ­μί­δα πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς με­τα­γε­νέ­στε­ρη ἀ­πό τήν ἐ­πι­κή ποί­η­ση καί προ­γε­νέ­στε­ρη ἀ­πό τήν προ­σω­κρα­τι­κή φι­λο­σο­φί­α. Στή λυ­ρι­κή ποί­η­ση ἀ­κρι­βῶς συ­ναν­τοῦ­με τά πρῶ­τα προ­σω­πι­κά ἐ­ρω­τή­μα­τα γιά τόν κό­σμο, τό θε­ό, τόν ἄν­θρω­πο, τήν ψυ­χή, τή ζω­ή, τή γνώ­ση καί τήν πρά­ξη, δη­λα­δή αὐ­τά πού ὁ­δη­γοῦν στή φι­λο­σο­φί­α.

Ὡς τή στιγ­μή πού οἱ Ἕλ­λη­νες ἔ­κα­ναν συ­νεί­δη­σή τους τό πρό­βλη­μα τοῦ κό­σμου, στό χῶ­ρο πού κα­τοι­κοῦ­σαν, ὁ­πως καί στό χῶ­ρο τῶν ἄλ­λων λα­ῶν, εἶ­χαν δι­ά­δο­ση ὁ­ρι­σμέ­νοι μύ­θοι, πού προ­βάλ­λον­τας μιά γε­νε­α­λο­γί­α ἀ­πό θε­ϊ­κά ὄν­τά ἐ­πι­χει­ροῦ­σαν νά ἐ­ξη­γή­σουν ὄ­χι τό­σο τήν οὐ­σί­α καί τή δο­μή τοῦ κό­σμου ὁ­σο τή χρο­νι­κή ἔ­ναρ­ξή του καί τήν ἱ­ε­ραρ­χί­α τῶν δυ­νά­με­ών του. Ἀ­πη­χή­σεις ἀ­πό τέ­τοι­ες ἑρ­μη­νεῖ­ες συ­ναν­τοῦ­με στόν Ὅ­μη­ρο, στόν Ἡ­σί­ο­δο, στούς Ὀρ­φι­κούς, στόν Ἐ­πι­με­νί­δη, στόν Ἀ­κου­σί­λα­ο καί στό Φε­ρε­κύ­δη.

Στόν Ὅ­μη­ρο, «Ἰ­λιας» Ξ 201 καί 244 ἔπ., ὁ Ὠ­κε­α­νός καί ἡ Τη­θύς, μορ­φές πού ἐν­σαρ­κώ­νουν τίς δυ­νά­μεις τοῦ ὕ­γροῦ καί τοῦ στε­ρε­οῦ στοι­χεί­ου, εἶ­ναι οἱ γο­νεῖς τῶν θε­ῶν καί φυ­σι­κά οἱ προ­πά­το­ρες ὁ­λων τῶν ὄν­των τοῦ κό­σμου: «’Ὠκεανόν τέ, θε­ῶν γέ­νε­σιν, καί μη­τέ­ρα Τη­θύν». Στήν ἴ­δια ρα­ψω­δί­α, 258, ὑ­πο­δη­λώ­νε­ται καί δεύ­τε­ρος κο­σμο­γο­νι­κός μύ­θος, ἴ­σως τό­σο πα­λιός ὁ­σο καί ὁ πρῶ­τος. Σύμ­φω­να μέ αὖ­τον ἡ κυ­ρί­α τῶν θε­ῶν καί τῶν ἄν­θρω­πων εἶ­ναι ἡ Νύ­χτα, πράγ­μα πού ἔκ­φρα­ζει τήν πρω­τό­γο­νη ἀν­τί­λη­ψη ὅ­τι μιά χα­ώ­δης σκο­τει­νή οὐ­σί­α ἦ­ταν ἡ πρώ­τη ὕ­λη τοῦ κό­σμου.

Κα­τά τόν Ἡ­σί­ο­δο, «Θε­ο­γο­νί­α» 116 ἔπ., πρῶ­τα ἔ­γι­νε τό Χά­ος, ὕ­στε­ρα ἡ Γῆ, ὕ­στε­ρα ὁ Ἔ­ρω­τας, τρεῖς πα­ρα­στά­σεις πού ὑ­πο­δη­λώ­νουν, θά λέ­γα­με, μιά νη­πια­κή ἀν­τί­λη­ψη τοῦ χώ­ρου, τῆς ὕ­λης καί τῆς ἔλ­ξης: «Ἤ­τοι μέν πρώ­τι­στα Χά­ος γέ­νε­τ’· αὐ­τάρ ἔ­πει­τα | Γαῖ’ εὐ­ρύ­στερ­νος, πάν­των ἕ­δος ἀ­σφα­λές αἰ­εί | κτλ. ἠ­δ’ Ἔ­ρος». Ὅ­λα τά ὄν­τα ἔ­χουν τήν ἀρ­χή τους σ’ αὐ­τή τήν τριά­δα. Ἀ­πό τό Χά­ος γεν­νι­έ­ται τό σκο­τά­δι καί ἡ Νύ­χτα, ἀ­πό τό Σκο­τά­δι καί τή Νύ­χτα ὁ Αἰ­θέ­ρας καί ἡ Μέ­ρα. Ἡ Γῆ γεν­νᾶ τόν Οὐ­ρα­νό, τά Βου­νά καί τή Θά­λασ­σα : «Ἐκ Χά­ε­ος δ’ Ἔ­ρε­βός τέ μέ­λαι­να τε Νύξ ἐ­γέ­νον­το· | Νυ­κτός δ’ αὐ­τ’ Αἰ­θήρ τέ καί Ἡ­μέ­ρη ἐ­ξε­γέ­νον­το·| οὕς τέ­κε κυ­σα­μέ­νη Ἐ­ρέ­βει φι­λό­τη­τι μι­γεῖ­σα. | Γαῖ­α δέ τοι πρῶ­τον μέν ἐ­γεί­να­το ἴ­σον ἑ­ω­υ­τῇ | Οὐ­ρα­νόν ἀ­στε­ρο­ενθ’, ἵ­να μιν πε­ρί πά­σαν ἐ­έρ­γοι,| ὄ­φρ’ ἐ­ΐ­η μα­κά­ρεσ­σι θε­οῖς ἕ­δος ἀ­σφα­λές αἰ­εί. | Γεί­να­το δ’ Οὔ­ρε­α μα­κρά, θε­άν χα­ρί­εν­τας ἐ­ναύ­λους | Νύμ­φέ­ων, αἵ ναί­ου­σιν ἀ­ν’ οὔ­ρε­α βησ­σή­εν­τα. | Ἥ δέ καί ἄ­τρυ­γε­τον πέ­λα­γος τέ­κεν, οἴδ­μα­τι θυῖ­ον, | Πόν­τον».

Κα­τά τούς Ὀρ­φι­κούς φαί­νε­ται ὅ­τι τά πρῶ­τα ὄν­τα πού γεν­νή­θη­καν ἤ πού ἦ­ταν αἰ­ώ­νια, εἶ­ναι τό Χά­ος, ἡ Νύ­χτα, τό Σκο­τά­δι καί τά Τάρ­τα­ρα. Ἡ Νύ­χτα γέν­νη­σε ἕ­να αὐ­γό καί ἀ­πό αὐ­τό βγῆ­κε ὁ Ἔ­ρω­τας, πού ἑ­νώ­θη­κε μέ τό Χά­ος, και γέν­νη­σε τους Θε­ούς, τον Ὠ­κε­α­νό και τη γῆ. Στους «Ὄρ­νι­θες» τοῦ Ἀ­ρι­στο­φά­νη, 693 ἑπ. συ­ναν­τοῦ­με μιά πα­ρω­δί­α αὐ­τῆς τῆς δι­δα­σκα­λί­ας. Χο­ρός α­πό που­λιά δι­η­γεῖ­ται τρα­γου­δών­τας : «Χά­ος ἦν καί Νύξ Ἔ­ρε­βός τε μέ­λαν πρῶ­τον καί Τάρ­τα­ρος εὐ­ρύς, | γῆ δ’ οὐ­δ’ ἀ­ήρ οὐ­δ’ οὐ­ρα­νός ἦν·Ἐ­ρέ­βους δ’ ἐν ἀ­πεί­ρο­σι κόλ­ποις | τί­κτει πρώ­τι­στον ὑ­πη­νέ­μιον Νύξ ἡ με­λα­νό­πτε­ρος ᾠ­όν, | ἕξ οὗ πε­ρι­τελ­λο­μέ­ναις ὥ­ραις ἔ­βλα­στεν Ἔ­ρως ὁ πο­θει­νός, | στίλ­βων νῶ­τον πτε­ρύ­γοιν χρυ­σαῖν, εἰ­κώς ἀ­νε­μώ­κε­σι δί­ναις. | Οὗ­τος δέ Χά­ει πτέ­ρό­εν­τι μι­γείς νυ­χί­ῳ κα­τά Τάρ­τα­ρον εὐ­ρύν | ἐ­νε­ότ­τευ­σεν γέ­νος ἡ­μέ­τε­ρον, καί πρῶ­τον ἀ­νή­γα­γεν εἰς φῶς. | Πρό­τε­ρον δ’ οὐκ ἦν γέ­νος ἀ­θα­νά­των, πρίν Ἔ­ρως ξυ­νέ­μει­ξεν ἅ­παν­τα· | ξυμ­μι­γνυ­μέ­νων δ’ ἑ­τέ­ρων ἑ­τέ­ροις γέ­νε­τ’ οὐ­ρα­νὁς ὠ­κε­α­νός τέ | καί γῆ πάν­των τέ θε­ῶν μα­κά­ρων γέ­νος ἄ­φθι­τον». Βα­σι­κά καί στούς Ὀρ­φι­κούς κυ­ρια­ρχεῖ ἡ ἀν­τί­λη­ψη πού ἐκ­φρά­ζε­ται στή «Θε­ο­γο­νί­α» τοῦ Ἡ­σι­ό­δου. Τό Χά­ος, πα­ρά­στα­ση τοῦ ἄ­πει­ρου χώ­ρου, βρί­σκε­ται καί ἐ­δῶ στό προ­οί­μιο τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας. Ἡ Νύ­χτα, τό Σκο­τά­δι καί τά Τάρ­τα­ρα δέν εἶ­ναι πα­ρά εἰ­κό­νες συμ­πλη­ρω­μα­τι­κές τοῦ Χά­ους. Τό αὐ­γό τῶν Ὀρ­φι­κῶν, ὡς δεύ­τε­ρο ὄν με­τά τό Χά­ος, ἀν­τι­στοι­χεῖ στή Γῆ τοῦ Ἡ­σι­ό­δου, ἀ­φοῦ τό­σο το ἕ­να ὅ­σο καί τό ἄλ­λο ὑ­πο­δη­λώ­νουν τήν ἔν­νοι­α μί­ας πρώ­της μορ­φῆς τῆς ὕ­λης ἤ ἀρ­χῆς τα­ῆς ζω­ῆς. Καί ἀ­κο­λου­θεῖ ὡς ὑ­πο­δή­λω­ση τῆς ἔν­νοι­ας τῆς ἕλ­ξης, κοι­νός καί στίς δυ­ό δι­δα­σκα­λί­ες, ὁ Ἔ­ρω­τας, πού ἑ­νώ­νει τά πρῶ­τα ὄν­τα ἤ ἑ­νώ­νε­ται μέ αὐ­τά καί γεν­νᾶ τίς δυ­νά­μεις τοῦ κό­σμου καί ὅ­λο τόν κό­σμο.

Κα­τά τόν Ἐ­πι­με­νί­δη] ἄ­πο­σπ. 5 Diels, πρῶ­τα ἔ­γι­νε ὁ Ἀ­έ­ρας καί ἡ Νύ­χτα, ὕ­στε­ρα, ἀ­πό τό ζευ­γά­ρω­μά τους, τά Τάρ­τα­ρα, ὕ­στε­ρα δυ­ό Τι­τά­νες, πού ἑ­νώ- θη­καν καί ἔ­κα­ναν ἕ­να αὐ­γό, πη­γή ὅ­λης τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας. Στόν Ἀ­κου­σί­λα­ο, ἀ­πο­σπ. 1 Diels, τό Χά­ος εἶ­ναι πά­λι στήν ἀρ­χή τα­ῆς δη­μι­ουρ­γί­ας. Ἀ­πό αὐ­τό βγαί­νουν τό Σκο­τά­δι («Ἔ­ρε­βος») καί ἡ Νύ­χτα, καί ἀ­πό τήν ἕ­νω­σή τους ὁ Αἰ­θέ­ρας, ὁ Ἔ­ρω­τας καί ἡ δύ­να­μη τοῦ πνεύ­μα­τος («Μῆ­τις») καί ὕ­στε­ρα ὄ­λα τά ἄλ­λα ὄν­τα. Εἶ­ναι φα­νε­ρό ὅ­τι οἱ ἀ­πη­χή­σεις τῶν κο­σμο­γο­νι­κῶν μύ­θων στόν Ἐ­πι­με­νί­δη καί στόν Ἀ­κου­σί­λα­ο ἀ­πο­τε­λοῦν πα­ραλ­λα­γές τοῦ μύ­θου τόν Ὀρ­φι­κῶν. Τό Χά­ος, τό αὐ­γό, ὁ Ἔ­ρω­τας εἶ­ναι οἱ ὅ­ροι τῆς ὀρ­φι­κῆς ἑρ­μη­νεί­ας. Χω­ρίς δυ­σκο­λί­α μπο­ροῦ­με νά ταυ­τί­σο­με ἀ­κό­μα καί τόν Ἀ­έ­ρα τοῦ Ἐ­πι­με­νί­δη μέ τό ὀρ­φι­κό Χά­ος, ἀ­φοῦ γιά κά­θε πρω­τό­γο­νη ἀν­τί­λη­ψη τό­σο τό πρῶ­το ὅ­σο καί τό δεύ­τε­ρο ἐκ­φρά­ζουν τήν ἔν­νοι­α τοῦ κε­νοῦ χώ­ρου.

Κα­τά τό Φε­ρε­κύ­δη, ἀ­πο­σπ. 1 Diels, ὑ­πάρ­χουν τρί­α ὄν­τα αἰ­ώ­νια, ὁ Δί­ας, ὁ Χρό­νος καί ἡ Γῆ : «Ζάς μέν καί Χρό­νος ἦ­σαν ἀ­εί καί Χθο­νί­η». Ὁ Δί­ας παίρ­νει γυ­ναί­κα του τή Γῆ καί τῆς προ­σφέ­ρει ὡς γα­μή­λιο δῶ­ρο (ἀ­πο­σπ. 2) ἕ­ναν πέ­πλο, πού ὑ­φαί­νει ὁ ἴ­διος καί πού τόν δι­α­κο­σμεῖ κεν­τών­τας ἀ­πά­νω του τή στε­ριά καί τή θά­λασ­σα, δη­λα­δή ὁ­λό­κλη­ρο τόν κό­σμο: «Τό­τε Ζᾶς ποι­εῖ φᾶ­ρος μέ­γα τέ καί κα­λόν καί ἐν αὐ­τᾧ ποι­κίλ­λει Γῆν καί Ὠ­γη­νόν καί τά Ὠ­γη­νοῦ δώ­μα­τα». Ἔ­τσι ἡ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ κό­σμου στον Φε­ρε­κύ­δη ἑρ­μη­νεύ­ε­ται ὡς ἔρ­γο τέ­χνης, βγαλ­μέ­νο ἀ­πό τά χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ. Ἡ ἀρ­χή «Ζάς» τοῦ Φε­ρε­κύ­δη φαί­νε­ται να ἀ­πέ­χει πά­ρα πο­λύ ἀ­πό την ἀρ­χή «Χά­ος» τοῦ Ἡ­σι­ό­δου και τα­ῶν Ὀρ­φι­κῶν, ἀλ­λά αὐ­τό δεν εἶ­ναι ἀ­λή­θεια για­τί ὁ Συ­ρια­νός θε­λό­γος, ὅ­πως δεί­χνει ἡ μαρ­τυ­ρί­α 9 Diels, μέ τόν ὅ­ρο «Ζάς» έν­νο­εῖ βα­σι­κά τόν αἰ­θέ­ρα, τόν ὑ­πέρ­γει­ο ἐ­να­έ­ριο χῶ­ρο, πού γιά τήν πρω­τό­γο­νη ἀν­τί­λη­ψη εἶ­ναι πα­ρά­στα­ση συγ­γε­νι­κή τοῦ Χά­ους. Ὡ­στό­σο ὑ­πάρ­χει ἕ­να νέ­ο στοι­χεῖ­ο στήν πρώ­τη ἀρ­χή τοῦ Φε­ρε­κύ­δη. Ὁ Δί­ας ἀ­πο­τε­λεῖ μορ­φή πιό ὁ­ρι­σμέ­νη ἀ­πό τό Χά­ος, ἀ­φοῦ πρό­κει­ται γιά τό πρό­σω­πο τοῦ πιό με­γά­λου θε­οῦ τῶν Ἑλ­λή­νων καί ἀ­φή­νει νά ὑ­πο­δη­λω­θῆ γιά πρώ­τη φο­ρά ἡ ἔν­νοι­α μιάς πνευ­μα­τι­κῆς ἀρ­χῆς, ἐ­νέρ­γειας δη­μι­ουρ­γοῦ τοῦ κό­σμου. Νέ­ο στοι­χεῖ­ο πε­ρι­έ­χε­ται ἐ­πί­σης στήν πα­ρά­στα­ση τοῦ Χρό­νου, μο­λο­νό­τι ἡ πα­ρά­στα­ση αὐ­τή δέν εἶ­ναι ἄ­γνω­στη στόν ὀρ­φι­κό κύ­κλο.

Θά λέ­γα­με λοι­πόν ὁ­τι ὁ κο­σμο­γο­νι­κός μύ­θος στό Φε­ρε­κύ­δη ἀ­πο­τε­λεῖ κρά­μα ἀ­πό πο­λύ πα­λαι­ά καί πο­λύ νέ­α στοι­χεῖ­α, ἀ­φοῦ ἀ­πό τή μιά φαί­νε­ται νά κα­ταν­τᾶ πα­ρα­μύ­θι καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη νά προ­α­ναγ­γέλ­λει τή με­τά­βα­ση ἀ­πό τό μύ­θο στό λό­γο. Ὅ­μως ἡ ἀ­λή­θεια δέν εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ἔ­τσι, για­τί στήν ἐ­πο­χή πού ὁ Φε­ρε­κύ­δης συν­θέ­τει τή θε­ο­λο­γί­α του, οἱ πρῶ­τοι κο­σμο­λό­γοι, ὁ Θα­λῆς καί ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος, ἔ­χουν ἡ­δη προ­η­γη­θῆ, ἑ­πο­μέ­νως ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη ἀ­πο­τε­λεῖ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ζω­ῆς. Ἔ­τσι ὁ θε­ο­λό­γος ἔ­χει τήν εὐ­χέ­ρεια νά δα­νεί­ζε­ται ἔν­νοι­ες ἀ­πό τίς πρω­το-ε­πι­στη­μο­νι­κές κα­τα­κτή­σεις τοῦ τό­που του καί νά τίς ντύ­νει μέ πρό­σω­πα μυ­θι­κά, γιά νά κά­νει μιά θε­ο­λο­γι­κή ποί­η­ση. Γι’ αὐ­τό ἡ ἀ­ξί­α τοῦ μύ­θου στό Φε­ρε­κύ­δη εἶ­ναι πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη. Ὡ­στό­σο μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με ὅ­τι ἀ­πό αὐ­τή τήν προ­σμί­ξη τοῦ μυ­θι­κοῦ μέ τόν πρω­το-ε­πι­στη­μο­νι­κό λό­γο βγαί­νει μιά προ­ϋ­πο­τύ­πω­ση τοῦ «ἔ­νυ­λου εἴ­δους» τῆς ἀ­ρι­στο­τε­λι­κῆς ὀν­το­λο­γί­ας : Ἡ ἐ­νέρ­γεια στό πρό­σω­πο τοῦ Δί­α ζευ­γα­ρώ­νε­ται μέ τήν ὕ­λη στό πρό­σω­πο τῆς Γῆς καί τή ντύ­νει μέ τίς μορ­φές τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας.

Τε­λευ­ταί­α στόν κό­σμο τῆς ἔ­ρευ­νας ση­μει­ώ­νε­ται ἰ­δι­αί­τε­ρος ζῆ­λος στήν προ­σπά­θεια νά ἐ­ξη­γη­θῆ ἡ γέν­νη­ση τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς κο­σμο­λο­γί­ας μέ­σα ἀ­πό τόν πα­ρα­στα­τι­κό κύ­κλο αὐ­τῶν τῶν κο­σμο­γο­νι­κῶν μύ­θων τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ καί τοῦ ἐ­ξω­ελ­λη­νι­κοῦ χώ­ρου. Ἔ­τσι ἀ­να­ζη­τοῦν σ’ αὐ­τούς τους μύ­θους τά σπέρ­μα­τα τῶν προ­βλη­μά­των καί τά στοι­χεῖ­α τῆς με­θό­δου τῆς προ­σω­κρα­τι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας. Ἡ τά­ση αὐ­τή δι­και­ώ­νε­ται βέ­βαι­α ἀ­πό τήν ἀ­νἀγ­κη νά ἀ­ξι­ο­λο­γή­σο­με τό ὑ­πό­στρω­μα τῆς φι­λο­σο­φί­ας, νά γνω­ρί­σο­με τήν ἀ­φε­τη­ρί­α της, ἀλ­λά δέν ἑρ­μη­νεύ­ει κα­θαυ­τό τό φαι­νό­με­νο τῆς με­τά­βα­σης ἀ­πό τό μύ­θο στό λό­γο.

Ἐ­κεῖ­νο πού συ­χνά πα­ρα­θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πό τους νε­ό­τε­ρους ἐ­ρευ­νη­τές εἶ­ναι τό γε­γο­νός ὅ­τι οἱ ὁ­μοι­ό­τη­τες τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν κο­σμο­λο­γι­κῶν θε­ω­ρι­ῶν μέ τίς κο­σμο­γο­νι­κές δο­ξα­σί­ες, ντό­πι­ες καί ξέ­νες, εἶ­ναι στήν ἐ­πι­φά­νεια, ὄ­χι στό βά­θος : Οἱ δο­ξα­σί­ες ἔ­χουν νά κά­νουν μέ πα­ρα­στά­σεις, ἐ­νῶ οἱ θε­ω­ρί­ες λει­τουρ­γοῦν με ἔν­νοι­ες, οἱ πρῶ­τες ἀ­πο­τε­λοῦν μυ­θι­κές ἐ­πι­νο­ή­σεις, ἐ­νῶ οἱ δεύ­τε­ρες συν­θέ­τουν λο­γι­κές ἐ­ξη­γή­σεις. Ἄν το στοι­χεῖ­ο τοῦ μύ­θου μό­νο του ἦ­ταν ἱ­κα­νό να γεν­νή­σει την ἐ­πι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη, θα ἔ­πρε­πε ὅ­λοι οἱ λα­οί τοῦ ἀρ­χαί­ου κό­σμου, ἀ­φοῦ εἶ­χαν μύ­θους να φτά­σουν και στη φι­λο­σο­φί­α. Ὅ­μως εἶ­ναι γνω­στό ὅ­τι οἱ ἀρ­χαῖ­οι λα­οί πρίν ἀ­πό τούς Ἕλ­λη­νες δέν μπό­ρε­σαν νά ὁ­δη­γη­θοῦν πο­τέ σέ ἀ­φαί­ρε­σεις, γε­νι­κεύ­σεις καί ἀ­να­κά­λυ­ψεις φυ­σι­κῶν καί ἱ­στο­ρι­κῶν νό­μων. Ἔ­μει­ναν σέ ἐ­πι­δό­σεις πά­νω σέ ὁ­ρι­σμέ­νους πρα­κτι­κούς το­μεῖς τοῦ ἐ­πι­στη­τοῦ, με­τρή­σεις, ἀ­θροί­σεις καί γε­νι­κά ἐμ­πει­ρι­κές γνώ­σεις. Οἱ Ἕλ­λη­νες πῆ­ραν βέ­βαι­α ἀ­πό τούς λα­ούς τῆς Μέ­σης Ἀ­να­το­λῆς καί μυ­θο­λο­γι­κό ὑ­λι­κό καί πρα­κτι­κές γνώ­σεις, ἄ­γνω­στο ὅ­μως σέ ποι­ό βαθ­μό, ἀ­φοῦ δέν μπο­ροῦ­με νά ὑ­πο­λο­γί­σο­με τί εἶ­χαν κλη­ρο­νο­μή­σει ἄ­με­σα ἀ­πό τόν αἰ­γαῖ­ο πο­λι­τι­σμό. Ση­μα­σί­α πάν­τως ἔ­χει τό γε­γο­νός ὅ­τι τά στοι­χεῖ­α, πού πῆ­ραν οἱ Ἕλ­λη­νες ἀ­πό ἄλ­λους λα­ούς, τά ἐ­πε­ξερ­γά­στη­καν μέ τό δι­κό τους πνεῦ­μα, πού βα­σι­κά γνω­ρί­σμα­τά του εἶ­ναι ἡ σα­φή­νεια καί ὀ­ξυ­δέρ­κεια. Ἀ­πό αὐ­τη τή ζύ­μω­ση προ­έ­κυ­ψε ὁ ὀρ­θος λό­γος, πού ἐκ­δη­λώ­νε­ται ὡς ἀ­φαί­ρε­ση καί θε­ώ­ρη­ση τοῦ ὅ­λου, ὡς τά­ση γιά γε­νί­κευ­ση, ὡς δι­α­μόρ­φω­ση τα­ῆς εἰ­κό­νας σέ ἔν­νοι­α καί ὡς δι­α­τύ­πω­ση νό­μων. Θά λέ­γα­με μα­ζί μέ τό Guthrie ὅ­τι ἄν ὁ Ἕλ­λη­νας τῆς ἀρ­χα­ϊ­κῆς πε­ρι­ό­δου κα­τα­τρι­βό­ταν μέ με­τρή­σεις καί πα­ρα­τη­ρή­σεις πά­νω σέ με­μο­νω­μέ­να θέ­μα­τα, ὡς τό­τε ὁ ἀ­να­το­λί­της καί ὅ­πως σή­με­ρα ὁ εἰ­δι­κός ἐ­πι­στή­μων, ἡ φι­λο­σο­φί­α δέν θά γεν­νι­ό­ταν πο­τέ! Δέν ξέ­ρει κα­νείς ἄν ἡ σα­φή­νεια τῶν γραμ­μῶν, πλα­στι­κό­τη­τα τῶν σχη­μά­των, ἡ δι­α­φά­νεια, ἡ κα­θα­ρό­τη­τα καί ἡ ἐ­πο­πτι­κό­τη­τα, πού εἶ­ναι γνω­ρί­σμα­τα τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ χώ­ρου, δέν ἔ­γι­ναν μέ τόν και­ρό γνω­ρί­σμα­τα καί τοῦ νοῦ τῶν κα­τοί­κων του καί δέν τοῦ ἔ­δω­σαν τήν εὐ­χέ­ρεια σέ κά­ποι­α στιγ­μή τῆς ἱ­στο­ρί­ας του νά ἀ­να­στή­σει ἀ­πό τίς νε­φε­λο­γεν­νη­μέ­νες μυ­θι­κές μορ­φές τίς πλα­στι­κές ἔν­νοι­ες καί ἀ­πό τίς προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νες φυ­σι­κές δυ­νά­μεις τούς τε­τρά­γω­νους νό­μους τοῦ πνεύ­μα­τος.

Ἡ ἱ­στο­ρι­κή στιγ­μή πού συν­τε­λέ­στη­κε ἡ γέν­νη­ση τοῦ ὀρ­θοῦ λό­γου εἶ­ναι ὁ ἕ­κτος αἰ­ώ­νας. Προ­η­γή­θη­κε μα­κρό­χρο­νη ἐ­ξε­λι­κτι­κή δι­α­δι­κα­σί­α, πού τά ση­μά­δια της εἶ­ναι φα­νε­ρά καί μέ­σα στήν ἴ­δια τή μυ­θο­λο­γί­α τῶν Ἑλ­λή­νων. Πο­λύ πρίν ἐκ­δη­λω­θῆ ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη τους, οἱ Ἕλ­λη­νες βαθ­μια­ία φορ­τί­ζουν μέ λό­γο τούς μύ­θους, πού παίρ­νουν ἀ­πό τους ἄλ­λους λα­ούς, καί με τή σα­φή­νεια καί τήν ὀ­ξυ­δέρ­κεια τοῦ νοῦ τους προσ­δί­δουν σ’ αὐ­τούς πλα­στι­κό­τη­τα καί ἐ­πο­πτι­κό­τη­τα, ἄ­γνω­στη στήν ἐ­ξω­ελ­λη­νι­κή μορ­φή τους. Οἱ ἱ­στο­ρι­κοί ὅ­ροι τῆς δι­ερ­γα­σί­ας πού ὁ­δη­γεῖ τούς Ἕλ­λη­νες στήν ἐ­πι­στή­μη εἶ­ναι μέ­σα στήν ἐ­λευ­θε­ρί­α, πού γεν­νή­θη­κε στίς ἀν­θη­ρές πό­λεις τῶν ἀρ­χα­ϊ­κῶν χρό­νων. Ἡ σκέ­ψη μέ­σα σ’ αὐ­τές λει­τουρ­γεῖ χω­ρίς τούς φραγ­μούς τοῦ δόγ­μα­τος καί ἡ γνώ­ση δέν φυ­λα­κί­ζε­ται πί­σω ἀ­πό τά ἀ­δι­α­πέ­ρα­στα τεί­χη ἑ­νός ἱ­ε­ρα­τεί­ου, ἀλ­λά προ­σφέ­ρε­ται στό λα­ό ὡς θεί­α δω­ρε­ά καί ἀ­νοί­γει τή λε­ω­φό­ρο τῆς ἐ­θνι­κῆς παι­δεί­ας του. Ἡ τά­ση γιά δι­α­φω­τι­σμό εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο αἰ­σθη­τή ἀ­κρι­βῶς στούς Ἕλ­λη­νες κο­σμο­λό­γους. Αὐ­τοί ἀ­πο­τολ­μοῦν γε­νι­κό­τε­ρα τό­σο ἀ­μεί­λι­κτη κρι­τι­κή τοῦ βα­σι­σμέ­νου στό μύ­θο γνω­σια­κοῦ, λα­τρευ­τι­κοῦ, κοι­νω­νι­κοῦ και πο­λι­τι­κοῦ κα­τε­στη­μέ­νου τῆς ἐ­πο­χής τους, ὥ­στε ὁ­ρι­σμέ­νοι του­λά­χι­στο ἀ­πό αὐ­τούς ἀν­τι­με­τώ­πι­σαν δυ­σμέ­νει­ες και δι­ώ­ξεις. Στά κεί­με­νά τους ἡ ἀ­πό­στα­ση ἀ­πό το μύ­θο πα­ρου­σι­ά­ζε­ται συν­τε­λε­σμέ­νη και ἔ­χει ἀρ­χί­σει ἤ­δη ἡ ἀν­τι­μα­χί­α ἐ­πι­στή­μης και μύ­θου πού θα συ­νε­χι­στή ὡς τό τέ­λος τοῦ εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ ὡς ἀν­τί­θε­ση τῆς φαν­τα­σί­ας καί τῆς λο­γι­κής.

2. Ἡ θά­λασ­σα.

Ἡ προ­σπά­θεια γιά τόν προσ­δι­ο­ρι­σμό τῆς οὐ­σί­ας τοῦ κό­σμου καί τήν ἑρ­μη­νεί­α τῆς δο­μῆς του ἐγ­και­νι­ά­ζε­ται μέ τήν ἀ­να­ζή­τη­ση τοῦ πρώ­του ά­νά­με­σα στά στοι­χεῖ­α, πού συν­θέ­τουν τά σώ­μα­τα. Κα­τά τήν ἀν­τί­λη­ψη τῶν πρώ­των φι­λο­σό­φων αὐ­τή ἡ πρώ­τη ὕ­λη θά ἔ­πρε­πε νά ἀ­πο­τε­λεῖ τή βά­ση ὄ­χι μό­νο γιά τή σύ­στα­ση τῶν σω­μά­των ἀλ­λά καί γιά τήν ὕ­παρ­ξη τῶν στοι­χεί­ων. Θά ἔ­πρε­πε δη­λα­δή νά ἀ­πο­τε­λεῖ τή στα­θε­ρή οὐ­σί­α, πού μο­λο­νό­τι ἀλ­λοι­ώ­νε­ται ποι­ο­τι­κά καί με­τα­μορ­φώ­νε­ται σέ ἄλ­λα στοι­χεῖ­α, πού μέ τήν προ­σμι­ξή τους γί­νε­ται ἡ σύν­θε­ση τῶν σω­μά­των, ὅ­μως μέ­νει αἰ­ώ­νια στό βά­θος ὁ­λων τῶν ὄν­των καί δέν φθεί­ρε­ται οὔ­τε μέ τήν ἀ­πο­σύν­θε­ση τῶν σω­μά­των οὔ­τε μέ τή με­τα­τρο­πή τῶν στοι­χεί­ων. Ὁ πρῶ­τος ἀ­να­βαθ­μός σ’ αὐ­τή τήν πο­ρεί­α τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ στο­χα­σμοῦ εἶ­ναι ἡ ἔν­νοι­α τοῦ νε­ροῦ. Ὁ Θα­λῆς (πε­ρί­που 625-546) εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού κα­τά τή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Δι­ο­γέ­νη τοῦ Λα­ερ­τί­ου 1.27= μάρ­τυ­ρία 1 Diels «ἀρ­χήν τῶν πάν­των ὕ­δωρ ὑ­πε­στή­σα­το».

Αὐ­τή ἡ πρώ­τη σύλ­λη­ψη, θε­ω­ρη­μέ­νη ἀ­πό τήν ὀ­πτι­κή γω­νί­α τοῦ τέ­λους τῆς φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας, φαί­νε­ται βέ­βαι­α ἁ­πλο­ϊ­κή καί σχε­δόν μυ­θι­κή, ἐν­σαρ- κώ­νει ὅ­μως μιά οὐ­σι­α­στι­κή δι­α­φο­ρά ἀ­π’ ὅ­λες τίς μέ­χρι τό­τε ἑρ­μη­νεί­ες τοῦ κό­σμου: Ἐ­κεῖ­νες ἔ­κα­ναν τήν ἀ­να­γω­γή τῶν φυ­σι­κῶν φαι­νο­μέ­νων σέ μιά μορ­φή μυ­θι­κή, σ’ ἕ­να προ­σω­πι­κό θε­ό. Ὁ σο­φός της Μι­λή­του κά­νει τήν ἀ­να­γω­γή σέ μιά γυ­μνή φυ­σι­κή δύ­να­μη. Ἀ­πό τοῦ νά φαν­τά­ζε­ται κα­νείς, ὅ­πως ὁ Ὅ­μη­ρος (βλ. σέλ. 339) ὅ­τι ἡ ἀρ­χή τῶν ὄν­των βρί­σκε­ται στό πρό­σω­πο τοῦ Ὠ­κε­α­νοῦ μέ­χρι τοῦ νά συμ­πε­ραί­νει ὅ­τι αὐ­τή ἡ ἀρ­χή εἶ­ναι τό ἴ­διο τό ὑ­γρό στοι­χεῖ­ο, ὑ­πάρ­χει βέ­βαι­α κά­ποι­α ἀ­πο­στα­ση. Οὐ­σι­α­στι­κά πρό­κει­ται γιά τήν πρώ­τη ἀ­πο­μύ­θω­ση τοῦ κό­σμου. Ἡ προ­η­γού­με­νη σκέ­ψη τοῦ ἀν­θρώ­που κα­τα­δυ­να­στευ­ό­ταν ἀ­πό τή δύ­να­μη τοῦ νε­ροῦ καί τή θε­ο­ποι­οῦ­σε. Τώ­ρα ὁ ἄν­θρω­πος δα­μά­ζει αὐ­τή τή δύ­να­μη, τήν ἀ­ξι­ο­λο­γεῖ καί τῆς ἀ­να­γνω­ρί­ζει μιά ὁ­ρι­σμέ­νη θέ­ση μέ­σα στόν κό­σμο. Πρῶ­τα ὁ ἄν­θρω­πο, ἦ­ταν πιό κά­τω ἀ­πό τό νε­ρό, για­τί τό νε­ρό ἦ­ταν θε­ός. Τώ­ρα ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι πιό πά­νω ἀ­πό τό νε­ρό, για­τί τό νε­ρό εἶ­ναι σῶ­μα.

Ἴ­σως δέν θά ἦ­ταν ἄ­στο­χο νά ὑ­πο­στη­ρί­ξει κα­νείς ὅ­τι αὐ­τή ἡ κα­τά­κτη­ση τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ πνεύ­μα­τος εἶ­ναι σχε­τι­κή μέ μιάν ἄλ­λη πού ἔ­χει προ­η­γη­θῆ, δη­λα­δή μέ τήν κα­τά­κτη­ση τῆς Με­σο­γεί­ου. Τήν ὥ­ρα πού ὁ Θα­λῆς ἀρ­θρώ­νει τό λό­γο του, οἱ Ἕλ­λη­νες ὁ­ρι­ζουν τό ὑ­γρό στοι­χεῖ­ο ἀ­πό τόν Εῦ­ξει­νο Πόν­το ὡς τό Γι­βραλ­τάρ καί ἀ­πό τό δέλ­τα τοῦ Νεί­λου ὥς τή Μασ­σα­λί­α. Μό­νο ἡ πα­τρί­δα τοῦ Θα­λῆ ἔ­χει γί­νει μη­τέ­ρα ἐ­νε­νήν­τα πό­λε­ων στις ὄ­χθες τα­ῆς τε­ρά­στιας αὐ­τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς λί­μνης. Ὁ ἴ­διος ὁ ἀρ­χη­γός τα­ῆς ἑλ­λη­νι­κῆ­ε κο­σμο­λο­γί­ας ἔ­χει ἐ­πο­πτεί­α τοῦ με­γα­λεί­ου της, κα­θώς τα­ξι­δεύ­ει για να γνω­ρί­σει τη σο­φί­α τα­ῶν ἄλ­λων λα­ῶν. Ἀλ­λά ἡ πο­λι­τι­κή ὑ­πο­δο­μή αυ­τό­ῦ τοῦ πο­λι­τι­κοῦ κα­τωρ­θώ­μα­τος τοῦ ἀρ­χα­ϊ­κοῦ Ἕλ­λη­να δεν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται ὥς ἐ­δῶ. Ἡ νέ­α κοι­νω­νι­κή τά­ξη, πού ἀ­νε­βαί­νει αὐ­τή τήν ἔ­πο­χη καί ἀμ­φι­σβη­τεῖ στούς γαι­ο­κτή­μο­νες τήν ἀ­πο­κλει­στι­κή δι­α­χεί­ρι­ση τῆς ἐ­ξου­σί­ας, ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό κα­ρα­βο­κυ­ραί­ους, ἐμ­πο­ρευ­ό­με­νους καί γε­νι­κά ἐ­παγ­γελ­μα­τί­ες, πού ἀν­τλοῦν τήν οἰ­κο­νο­μι­κή, ἑ­πο­μέ­νως καί τήν κοι­νω­νι­κή δύ­να­μή τους ἀ­πό τή θά­λασ­σα. Ἔ­τσι ἡ ση­μα­σί­α τοῦ ὑ­γροῦ στοι­χεί­ου δε­σπό­ζει στήν ἰ­δε­ο­λο­γί­α τῆς νέ­ας κοι­νω­νί­ας τό­σο, ὥ­στε νά δη­μι­ουρ­γοῦν­ται ψυ­χο­λο­γι­κές του­λά­χι­στο προῦ­πο­θέ­σεις προ­βο­λῆς της καί σέ ἐ­πί­πε­δο κο­σμο­λο­γι­κό. Ὁ Θα­λῆς το­πο­θε­τεῖ τόν ἑ­αυ­τό του στόν ἰ­δε­ο­λο­γι­κό χῶ­ρο ὄ­χι τῆς τά­ξης μέ τά προ­νό­μια τοῦ αἵ­μα­τος ἀλ­λά ἐ­κεί­νης πού τά δι­και­ώ­μα­τά της τά στη­ρί­ζει στήν ἐρ­γα­σί­α ἤ κα­λύ­τε­ρα στήν εὐ­φυί­α, στή βού­λη­ση καί στή φυ­σι­κή δύ­να­μη. Ἀ­πό τή σκο­πιά τῆς ἐ­πο­χῆς του ὁ Μι­λή­σιος σο­φός, ὅ­ταν βά­ζει τό νε­ρό «ἀρ­χήν τῶν πάν­των», συ­νει­δη­τά ἡ ἀ­συ­νεί­δη­τα, ἀ­δι­ά­φο­ρο, ὅ­μως κα­τα­θέ­τει μιά μαρ­τυ­ρί­α ἐ­νι­σχυ­τι­κή στόν ἀ­γώ­να τῆς νέ­ας κοι­νω­νί­ας. Ἡ θέ­ση του στό κο­σμο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα πο­λι­τι­κά ἑρ­μη­νεύ­ε­ται: Ὁ κό­σμος τῆς θά­λασ­σας ἔ­χει τόν πρῶ­το λό­γο, ὄ­χι ἡ τά­ξη τῶν κλη­ρο­νο­μι­κῶν κυ­ρί­ων τῆς γῆς. Καί ὅ­ταν, ὁ­πως θά δοῦ­με στή συ­νέ­χεια, ὁ Θα­λῆς ὑ­πο­στη­ρί­ζει ὅ­τι ἡ γῆ πλέ­ει σάν κα­ρά­βι πά­νω στή θά­λασ­σα, πά­λι σ’ αὐ­τή τή θέ­ση ὑ­πο­δη­λώ­νε­ται ἡ ἰ­δε­ο­λο­γί­α τῆς νέ­ας κοι­νω­νί­ας : Ὁ κό­σμος τῆς γῆς στη­ρί­ζε­ται στόν κό­σμο τῆς θά­λασ­σας.

Ἀ­πό κα­θα­ρά κο­σμο­λο­γι­κή ἄ­πο­ψη τώ­ρα θά πρέ­πει κα­νείς νά ἀ­να­ρω­τη­θῆ πῶς ὁ Θα­λῆς σκέ­φτη­κε νά αἰ­τι­ο­λο­γή­σει τά ὄν­τα μέ τό νε­ρό καί ὄ­χι μέ ἕ­να ἄλ­λο στοι­χεῖ­ο. Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, «Τά με­τά τά Φυ­σι­κά» A 3, 983b 20 ἑπ. ὑ­πο­θέ­τει ὁ­τι ὁ Μι­λή­σιος ἔ­φτα­σε σ’ αὐ­το, πα­ρα­τη­ρών­τας ὅ­τι ἡ τρο­φή ὅ­λων τῶν ζων­τα­νῶν ὀρ­γα­νι­σμῶν, ἡ θερ­μο­κρα­σί­α τους καί τά σπέρ­μα­τά τους ἔ­χουν φύ­ση ὑ­γρή, πράγ­μα πού ση­μαί­νει ὅ­τι μέ­σα τους ἔ­χουν νε­ρό : «Ἀλ­λά Θα­λῆς μέν ὁ τῆς τοια­ύτης ἀρ­χη­γός φι­λο­σο­φί­ας ὕ­δωρ φη­σίν εἶ­ναι κτλ., λα­βῶν ἴ­σως τήν ὑ­πο­λη­ψιν ταύ­την ἐκ τοῦ πάν­των ὁ­ρᾶν τήν τρο­φήν ὑ­γράν ὖ­σαν καί αὐ­τό τό θερ­μόν ἐκ τού­του γι­γνό­με­νον καί τού­τῳ ζῶν (τό δ’ ἐξ οὗ γί­γνε­ται, τοῦ­τ’ ἔ­στιν ἀρ­χή πάν­των), διά τέ δή τοῦ­το τήν ὑ­πό­λη­ψιν λα­βών ταύ­την καί διά τό πάν­των τά σπέρ­μα­τα τήν φύ­σιν ὑ­γράν ἔ­χειν τό δ’ ὕ­δωρ ἀρ­χή τῆς φύ­σε­ώς ἐ­στι τοῖς ὑ­γροῖς». Ἡ πι­θα­νό­τη­τα νά πλη­σιά­ζει ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης τήν ἀ­φε­τη­ρια­κή σκέ­ψη τοῦ Θα­λῆ ἐ­νι­σχύ­ε­ται ἀ­πό τό γε­γο­νός ὁ­τι ἕ­νας συ­νε­χι­στής τῆς θε­ω­ρί­ας τοῦ σο­φοῦ τῆς Μι­λή­του στόν 5ο αἰ­ώ­να, ὁ Ἵπ­πων ὁ Ρη­γῖ­νος) μέ πα­ρα­τη­ρή­σεις τοῦ πά­νω στή φυ­σι­ο­λο­γί­α τοῦ ὀρ­γα­νι­σμοῦ ἐ­πι­χει­ρεῖ νά δώ­σει νέ­ο κύ­ρος στήν ἀρ­χή τοῦ νε­ροῦ. Ἔ­τσι ὁ Ἵπ­πων, σύμ­φω­να μέ τή μαρ­τυ­ρί­α 11 Diels, φαί­νε­ται νά πι­στεύ­ει ὅ­τι ὁ ὀρ­γα­νι­σμός ἔ­χει μιά δι­κή του ὑ­γρό­τη­τα, πού τοῦ ἐ­πι­τρέ­πει τίς λει­τουρ­γί­ες τῶν αἰ­σθή­σε­ων καί τήν ἴ­δια τή ζω­ή καί ὅ­τι ὅ­ταν ἡ ὑ­γρό­τη­τα αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους βρί­σκε­ται στο βαθ­μό πού πρέ­πει, ὁ ὀρ­γα­νι­σμός ὑ­για­ίνει, ἐ­νῶ ὅ­ταν ἡ ὑ­γρό­τη­τα μει­ω­θεί ἤ χα­θεῖ, οἱ αἰ­σθή­σεις δεν λει­τουρ­γούν και ὁ ὀρ­γα­νι­σμός πε­θαί­νει: «Ἐν ἡ­μῖν οἰ­κεί­αν εἶ­ναι ὑ­γρό­τη­τα, κα­θ’­ἥν και αἰ­σθα­νό­με­θα και ᾖ ζῶ­μεν·ὅ­ταν μέν οὖν οἰ­κεί­ως ἔ­χῃ «τοια­ύτη ὑ­γρό­της, ὑ­για­ίνει το ζῷ­ον, ὅ­ταν δε ἀ­να­ξη­ραν­θῆ, ἀ­ναι­σθη­τεῖ το ζῷ­ον και ἀ­πο­θνῄ­σκει».

Γιά νά δοῦ­με σω­στά πῶς ὁ Θα­λῆς ἐν­νο­οῦ­σε τό ρό­λο τοῦ ὕ­γροῦ στοι­χεί­ου μέ­σα στόν κό­σμο, πρέ­πει νά στα­θοῦ­με στήν ἱ­στο­ρι­κή πε­ρι­ο­χή πρίν ἀ­πό τό σχη­μα­τι­σμό τῆς ἔν­νοι­ας τοῦ στοι­χεί­ου καί τῆς δι­ά­κρι­σης τῆς ὕ­λης ἀ­πό τήν ἐ­νέρ­γεια, γε­γο­νό­τα πού ἀ­πο­τε­λοῦν κα­τα­κτή­σεις τῆς ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή γλώσ­σας. Στήν ἐ­πο­χή τοῦ Θα­λή ἡ λο­γι­κή ἑρ­μη­νεί­α τοῦ κό­σμου βρί­σκε­τα ἀ­κό­μα στό πρῶ­το στά­διο, δη­λα­δή ἐν­το­πί­ζε­ται στήν προ­σπά­θεια νά ἀ­φαι­ρε­θοῦν ἀ­πό τίς φυ­σι­κές δυ­νά­μεις τά θε­ϊ­κά προ­σω­πεῖ­α καί νά ἀ­να­γνω­ρι­στοῦν τά μέ­ρη τοῦ κό­σμου κα­θαυ­τά. Ἔ­τσι ὁ Θα­λῆς ἐγ­κα­τα­λεί­πει τό εἴ­δω­λο τοῦ θε­οῦ Ὠ­κε­α­νοῦ ὡς πα­τέ­ρα ὅ­λων τῶν ὄν­των καί ἀ­να­γνω­ρί­ζει τόν ἴ­διο τόν Ὠ­κε­α­νό ὡς πη­γή τους. Στό ὑ­γρό σῶ­μα, πού οἱ Ἕλ­λη­νες ὀ­νο­μά­ζουν ὠ­κε­α­νό ἤ πόν­το ἤ θά­λασ­σα, ὡς τά χρό­νια τοῦ Θα­λῆ βλέ­πουν ὄ­χι τό στοι­χεῖ­ο τας φυ­σι­κῆς ἀλ­λά ἕ­να τμῆ­μα τοῦ κό­σμου. Σ’ αὐ­τό τό τμῆ­μα ὁ Θα­λῆς ἀ­να­γνω­ρί­ζε τήν πρω­το­πο­ρεί­α γιά τήν κα­τα­γω­γή καί τόν ἀ­παρ­τι­σμό τῆς φύ­σης. Ὁ Θα­λῆς δέν ἔ­χει ἀ­κό­μα ἰ­σχυ­ρι­στῆ ὅ­τι ἡ οὔ­σια ὅ­λων τῶν ὄν­των εἶ­ναι ἡ θά­λασ­σα, ὅ­τι ὅ­λα εἶ­ναι θά­λασ­σα, κα­τά τόν τρό­πο πού δυ­ό γε­νι­ές ἀρ­γό­τε­ρα ὅ Ἡ­ρά­κλει­τος, ἀ­πο­σπ. 30 Diels, θά κη­ρύ­ξει ὅ­τι ὅ­λα εἶ­ναι φω­τιά. Ἡ θά­λασ­σα εἶ­ναι κοι­ταγ­μέ­νη ἀ­πό τό Θα­λή ὁ­πωσ­δή­πο­τε ὡς μή­τρα τῆς ζω­ῆς καί ἴ­σως πιό γε­νι­κά ὡς πρῶ­το δο­μή­σι­μο ὑ­λι­κό τοῦ κό­σμου, ὄ­χι ὅ­μως ὡς λο­γι­κή ἀρ­χή, ὅ­πως ἑρ­μη­νεύ­ει ἡ ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή σχο­λή. Ἀ­κό­μα θά ἦ­ταν πρό­ω­ρο γιά τό Θα­λή νά ἔ­χει θε­ω­ρί­ες γιά τή δι­α­δι­κα­σί­α τοῦ με­τα­σχη­μα­τι­σμοῦ τῆς ὕ­λης, πού ὁ­δη­γεῖ στή δο­μή καί τή λει­τουρ­γί­α τοῦ κό­σμου, καί νά ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θῆ μέ ἐ­ξει­δι­κευ­μέ­να προ­βλή­μα­τα τῆς φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας. Ὡ­στό­σο ἡ ση­μα­σί­α τοῦ Θα­λῆ ὡς ἀρ­χη­γοῦ της ἑλ­λη­νι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας καί ἐ­πι­στή­μης δέν πρέ­πει γι’ αὐ­τό τό λό­γο οὔ­τε νά ἀ­γνο­η­θῆ οὔ­τε νά ὑ­πο­τι­μη­θή. Για­τί ὅ­σο εἶ­ναι ἀ­λή­θεια τό ὅ­τι ὁ πρῶ­τος συ­στη­μα­τι­κός νοῦς πά­νω στό πρό­βλη­μα τοῦ κό­σμου εἶ­ναι ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος. ἄλ­λο τό­σο εἶ­ναι ἀ­λή­θεια καί αὐ­τό πού ἔ­χει ἤ­δη πα­ρα­τη­ρή­σει ὁ Popper, ὅ­τι δη­λα­δή ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος δί­νει ἀ­παν­τή­σεις σέ προ­βλή­μα­τα, πού κα­τά κά­ποι­ον τρό­πο ἔ­χουν τε­θῆ ἀ­πό πρίν, δη­λα­δή ἀ­πό τό Θα­λῆ.

Ὁ Ἀ­έ­τιος 1,7,11 = μάρτ. 23 μᾶς κά­νει νά στα­θοῦ­με στή φρά­ση «δι­ή­κειν δέ καί διά τοῦ στοι­χει­ώ­δους ὑ­γροῦ δύ­να­μιν θεί­αν κι­νη­τι­κήν αὐ­τοῦ». Ἡ δι­α­τύ­πω­ση εἶ­ναι βέ­βαι­α πε­ρι­πα­τη­τι­κή, ἀλ­λά ὑ­πο­δη­λώ­νει τό γε­γο­νός ὅ­τι ὁ Μι­λή­σιος δέ­χε­ται τό φυ­σι­κό σῶ­μα, ὄ­χι σάν τό νε­κρό στοι­χεῖ­ο τῆς ἀ­ρι­στο­τε­λι­κῆς με­τα­φυ­σι­κῆς ἀ­φαί­ρε­σης, στε­ρη­μέ­νο ἀ­πό τήν ἐ­νέρ­γεια, ἄλ­λα ὡς ὕ­λη καί ἐ­νέρ­γεια μα­ζί. Θά ἡ­μα­στε πιό κον­τά καί στή γλώσ­σα καί στή σκέ­ψη τοῦ σο­φοῦ τα­ῆς Μι­λή­του ἄν λέ­γα­με σέ ὁ Θα­λῆς καί οἱ λοι­ποί ὑ­λο­ζω­ι­στές τό φυ­σι­κό σῶ­μα ὡς κο­σμο­λο­γι­κή ἀρ­χή. Πρό­κει­ται γιά τό ἀ­πό­σπα­σμα 30, πού ἐ­ξη­γεῖ ὅ­τι ὁ κό­σμος εἶ­ναι μιά πάν­τα ζων­τα­νή φω­τιά, «πῦρ ἀ­εί­ζω­ον». Κα­τά τήν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ Ἡ­ρα­κλεί­του ἡ ζω­ή πού ὑ­πάρ­χει μέ­σα στή φω­τιά καί πού ἀ­πο­τε­λε­ΐ τή δη­μι­ουρ­γι­κή αἰ­τί­α τοῦ φυ­σι­κοῦ κό­σμου, δέν εἶ­ναι κά­τι πού ἔρ­χε­ται ἀ­π’ ἔ­ξω καί ζευ­γα­ρώ­νε­ται μέ τή φω­τιά οὔ­τε κά­τι πού ὀ­φεί­λει τήν ὕ­παρ­ξή του σέ κά­ποι­α ἄλ­λη κο­σμο­λο­γι­κή ἀρ­χή, για­τί μό­νη κο­σμο­λο­γι­κή ἀρ­χή εἶ­ναι ἡ φω­τιά· ἡ ζω­ή πού χα­ρα­κτη­ρί­ζει μό­νι­μα τή φω­τιά εἶ­ναι σύμ­φυ­τη μέ αὐ­τήν καί ἀ­πο­τε­λοῦν ταυ­τό­τη­τα. Ἡ ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή δι­ά­κρι­ση τῆς ὕ­λης ἀ­πό τήν ἐ­νέρ­γεια γιά τή σκέ­ψη του­λά­χι­στο τῶν ἀρ­χα­ϊ­κῶν χρό­νων εἶ­ναι ἔν­νοι­α ἀ­δι­α­νό­η­τη. Ἔ­τσι κα­τά τό «πῦρ ἄ­ει­ζω­ον» τοῦ Ἡ­ρα­κλεί­του δι­και­ού­μα­στε νά φαν­τα­στοῦ­με ἕ­να «ὕ­δωρ ἀ­εί­ζω­ον» τοῦ Θα­λή, ὅ­πως ἐ­πί­σης ἕ­να «ἄ­πει­ρον ἀ­εί­ζω­ον» τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου καί ἕ­ναν «ἀ­έ­ρα ἀ­εί­ζω­ον» τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη.

Ἡ ἀ­που­σί­α κει­μέ­νου τοῦ Θα­λῆ μᾶς στε­ρεῖ τήν ἐ­πο­πτεί­α τοῦ λει­τουρ­γι­κοῦ ρό­λου, πού ὁ σο­φός ἀ­πο­δί­δει στό ὑ­γρό στοι­χεῖ­ο. Γιά νά πά­ρο­με μιά ἰ­δέ­α γι’ αὐ­το τό πράγ­μα, εἴ­μα­στε ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νά κα­τα­φύ­γο­με πά­λι σέ φι­λο­σό­φους νε­ό­τε­ρους τοῦ Θα­λῆ. Σύμ­φω­να μέ τά «Με­τε­ω­ρο­λο­γι­κά» τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, Β 1, 353b 6 ἑπ., ὁ μα­θη­τής τοῦ Θα­λῆ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος, μάρτ. 27 Diels, δί­δα­σκε ὅ­τι ἡ γῆ ἦ­ταν κά­πο­τε ὁ­λό­κλη­ρη σκε­πα­σμέ­νη ἀ­πό τό ὑ­γρό στοι­χεῖ­ο, ὅ­τι ἡ θά­λασ­σα εἶ­ναι ὑ­πό­λειμ­μα ἐ­κεί­νου τοῦ ἀρ­χι­κοῦ ὕ­γροῦ καί ὅ­τι μέ τίς ἐ­ξα­τμί­σεις πού προ­κα­λεῖ ὁ ἥ­λιος κά­πο­τε ὁ­λό­κλη­ρη ἡ γῆ μπο­ρεῖ νά γί­νει στε­ριά. Αὐ­τη ἡ θέ­ση τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου θά μπο­ροῦ­σε ἴ­σως νά θε­ω­ρη­θῆ ὡς πρώ­τη ἔν­δει­ξη τοῦ ρό­λου τοῦ ὑ­γροῦ στοι­χεί­ου κα­τά τή θε­ω­ρί­α τοῦ Θα­λῆ. Ἐ­ξάλ­λου ὁ Ξε­νο­φά­νης καί ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος, πρῶ­τοι φι­λό­σο­φοι, πού ἀ­πό τό ἔρ­γο τους σώ­θη­καν κά­πως δι­ε­ξο­δι­κά ἀ­πο­σπά­σμα­τα, μᾶς ἐ­πι­τρέ­πουν μέ αὐ­το­λε­ξεί σω­ζό­με­νες προ­τά­σεις τους πά­νω στό ρό­λο τοῦ νε­ροῦ νά φαν­τα­στοῦ­με τήν ἔκ­θε­ση τοῦ Θα­λῆ σ’ αὐ­το τό ση­μεῖ­ο της. Κα­τά τό ἀ­πό­σπα­σμα 26 Farina τοῦ Ξε­νο­φά­νη ἡ θά­λασ­σα εἶ­ναι ἡ πη­γή τοῦ νε­ροῦ καί τοῦ ἀ­νέ­μου. Για­τί χω­ρίς τό με­γά­λο πόν­το, λέ­ει ὁ Ξε­νο­φά­νης, προ­ε­κτεί­νον­τας τήν ὁ­μη­ρι­κή ἀν­τί­λη­ψη («Ἰ­λιάς» Φ 195 ἑπ.), οὔ­τε τά σύν­νε­φα θά ὑ­πῆρ­χαν οὔ­τε τά ρεύ­μα­τα τῶν πο­τα­μῶν οὔ­τε ἀ­πό τον αἰ­θέ­ρα τό νε­ρό τῆς βρο­χῆς. Καί κα­τα­λή­γει: Ὁ με­γά­λος πόν­τος εἶ­ναι ὁ πα­τέ­ρας τῶν νε­φῶν καί τῶν ἀ­νέ­μων καί τῶν πο­τα­μῶν. Ἡ κεν­τρι­κή θέ­ση πού δί­νει στή θά­λασ­σα ὁ Ξε­νο­φά­νης δέν ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται μό­νο ἀ­πό αὐ­τό τό ἀ­πό­σπα­σμα ἀλ­λά καί ἀ­πό τή γε­νι­κό­τε­ρη θε­ω­ρί­α του (μάρτ. 32, 33, 38, 40 καί 43) ὅ­τι ἀ­κό­μα καί τά οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα σχη­μα­τί­ζον­ται ἀ­πό τίς ἀ­να­θυ­μιά­σεις τῆς θά­λασ­σας. Στη­ριγ­μέ­νος σ’ αὐ­τό τό προ­η­γού­με­νο ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος, μιά γε­νιά νε­ό­τε­ρος τοῦ Ξε­νο­φά­νη, θά δώ­σει στή θά­λασ­σα ἀ­νά­λο­γη θέ­ση μέ­σα στή φυ­σι­κή θε­ω­ρί­α του. Ἀ­πό τό ἀ­πό­σπα­σμα 31 τοῦ σο­φοῦ της Ἐ­φέ­σου μα­θαί­νου­με ὅ­τι το πρῶ­το σῶ­μα πού σχη­μα­τί­ζε­ται ἀ­πό το «ἀ­εί­ζῳ­ον πῦρ», θα λέ­γα­με ἀ­πό τη θερ­μι­κή έ­νέρ­γεια τοῦ σύμ­παν­τος, εἶ­ναι ἡ θά­λασ­σα· ‘πό το σῶ­μα της θά­λασ­σας το μι­σό γί­νε­ται στε­ριά και το ἄλ­λο μι­σό θύ­ελ­λες ἤ πύ­ρι­να ρεύ­μα­τα, πού, μπο­ρού­με να συμ­πλη­ρώ­σου­με, γεν­νοῦν οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα και φαι­νό­με­να. Και στους δύ­ο λοι­πόν ἐκ­προ­σώ­πους τοῦ ἀρ­χα­ϊ­κοῦ δι­α­φω­τι­σμοῦ ἡ θά­λασ­σα κρα­τᾶ μιά τό­σο κεν­τρι­κή θέ­ση, πού δέν θά ἦ­ταν ἄ­στο­χο νά ἑρ­μή­νευ­τῆ ὡς ἀ­να­λαμ­πή τῆς θε­ω­ρί­ας τοῦ πρώ­του κο­σμο­λό­γου. Καί ἐ­πει­δή καί οἱ δύ­ο φι­λό­σο­φοι, πού τά λό­για τους ἐ­πι­κα­λε­στή­κα­με, μι­λοῦν ὄ­χι γιά νε­ρό ἤ γιά ὑ­γρό ἀλ­λά γιά θά­λασ­σα ὡς πρῶ­το φυ­σι­κό μέ­γε­θος, φτά­νο­με στή σκέ­ψη ὁ­τι καί ὁ Θα­λῆς, αὐ­τός ὁ ἀ­πο­λο­γητ τοῦ κό­σμου τῆς θά­λασ­σας, ἀ­κρι­βῶς τή «θά­λασ­σα», ὄ­χι τό «ὕ­δωρ» ἡ τό «ὑ­γρόν», εἶ­πε ἀρ­χή τῶν ὄν­των.

Ἀ­πο­μέ­νει νά σχη­μα­τί­σο­με γνώ­μη γύ­ρω ἀ­πό τό κο­σμο­εί­δω­λο τοῦ Θα­λῆ. Καί ἐ­δῶ ὅ­μως οἱ μαρ­τυ­ρί­ες εἶ­ναι φτω­χές, ἄν καί, ὅ­ταν πρό­κει­ται γιά ἐ­πι­δό­σεις τοῦ σο­φοῦ σέ με­μο­νω­μέ­να προ­βλή­μα­τα τῆς ἀ­ριθ­μη­τι­κῆς καί τῆς γε­ω­με­τρί­ας, τῆς μη­χα­νι­κῆς καί τῆς ἀ­στρο­νο­μί­ας, εἶ­ναι μᾶλ­λον φλύ­α­ρες καί ἴ­σως τοῦ ἀ­πο­δί­δουν πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­π’ ὅ­σα σκέ­φτη­κε. Ἄν δέν μᾶς ἀ­πα­τᾶ ὁ δο­ξο­γρά­φος Ἀ­έ­τιος 2,13,1 = μάρτ. 17a καί 3,11,1 = μάρτ. 15, ὁ Θα­λῆς πί­στευ­ε ὁ­τι ὁ­λα τά οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα ἔ­χουν φύ­ση ὅ­μοι­α μέ τή φύ­ση τῆς γῆς ἀλ­λά εἶ­ναι σέ δι­ά­πυ­ρη κα­τά­στα­ση, καί ὅ­τι στό κέν­τρο τοῦ οὐ­ρά­νιου χώ­ρου βρί­σκε­ται ἡ γῆ. Ἀ­να­φο­ρι­κά μέ τή γῆ πε­ρισ­σό­τε­ρη ἐμ­πι­στο­σύ­νη ἐμ­πνέ­ει ἡ ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή μαρ­τυ­ρί­α, «Πε­ρί οὐ­ρα­νοῦ» Β 13. 294a 28 ἔπ. = μαρτ. 14 ὅ­τι ὁ Θα­λῆς τή φαν­τα­ζό­ταν νά πλέ­ει σάν κα­ρά­βι πά­νω στό νε­ρό : «Ἐ­φ’ ὕ­δα­τος κεῖ­σθαι. Τοῦ­τον γάρ ἀρ­χαι­ο­τα­τον πα­ρει­λή­φα­μεν τόν λό­γον, ὅν φα­σιν εἰ­πεῖν Θα­λῆν τόν Μι­λή­σιον ὡς διά τό πλω­τήν εἶ­ναι μι­έ­νου­σαν ὥ­σπερ ξύ­λο­νἤ­ἡ τί τοι­οῦ­τον ἕ­τε­ρον». Ἡ θέ­ση αὐ­τή, μό­λο πού ἠ­χεῖ πα­ρά­δο­ξα καί φαί­νε­ται ἁ­πλο­ϊ­κή ἤ ἀ­κό­μα καί μυ­θι­κή, ὄ­χι μό­νο ἐ­ναρ­μο­νί­ζε­ται ἀ­πό­λυ­τα μέ τήν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ νε­ροῦ ὡς πρώ­του δο­μή­σι­μου ὕ­λι­κοῦ τοῦ κό­σμου, ἀλ­λά καί ἀ­πο­τε­λεῖ βῆ­μα στόν ἀ­γώ­να γιά τήν ἀ­πο­μύ­θω­ση τοῦ κο­σμο­ει­δώ­λου τῶν Ἑλ­λή­νων. Τό πράγ­μα παίρ­νει πε­ρισ­σό­τε­ρη κα­θα­ρό­τη­τα, ὁ­ταν θυ­μη­θοῦ­με τούς στί­χους ἅ 52-54 τῆς «Ὀ­δυσ­σεί­ας», ὁ­που ἐκ­φρά­ζε­ται ἡ ἀρ­χαι­ό­τε­ρη ἑλ­λη­νι­κή ἀν­τί­λη­ψη γι’ αὐ­τό τό θέ­μα : Ἡ γῆ μα­ζί μέ τόν οὐ­ρα­νό στη­ρί­ζε­ται δυ­ό κο­λό­νες, πού τίς ση­κώ­νει ὁ Ἄ­τλας. Λέ­γον­τας ὁ Θα­λῆς ὁ­τι ἡ γῆ ἀ­κουμ­πᾶ στή θά­λασ­σα, ἀ­νοί­γει τό δρό­μο γιά νά ὑ­πο­στη­ρί­ξει σέ λί­γο ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος (βλ. σέλ. 352) ὁ­τι ἡ γῆ δέν στη­ρί­ζε­ται που­θε­νά. Στήν ἀ­φε­τη­ρί­α τῆς θε­ω­ρί­ας ὁ­τι ἡ γῆ ἀ­κουμ­πᾶ στή θά­λασ­σα ἀ­να­κα­λύ­πτο­με ποι­κί­λους μέ­σο­γεια­κούς μύ­θους γιά χῶ­ρες ἡ νη­σιά πού πλέ­ουν (π.χ. ἡ Δῆ­λος), καί εἰ­δι­κώ­τε­ρα τή γνω­στή ἀ­πό τόν Ὅ­μη­ρο, «Ἰ­λιάς» Σ 607, ἀν­τί­λη­ψη ὅ­τι ἡ γῆ εἶ­ναι ζω­σμέ­νη γύ­ρω τρι­γύ­ρω ἀ­πό τόν Ὠ­κε­α­νό, ἀν­τί­λη­ψη πού μέ τή σει­ρά της ἀ­νά­γε­ται σέ ἀ­να­το­λι­κά προ­τυ­πα, καί ἀρ­κεῖ γι’ αὐ­τό νά φέ­ρει κα­νείς στό νοῦ του τούς στί­χους τοῦ Δαυ­ίδ 23,3 «αὐ­τός [sc. ὁ κύ­ριος] ἐ­πί θα­λασ­ςῶν ἐ­θε­με­λί­ω­σεν αὐ­τήν[sc. Την γῆν» και 135,6 «τῷ στε­ρώ­σαν­τι[sc. Κυ­ρί­ῳ] την γῆν ἐ­πί τῶν ὑ­δά­των».

Πα­ρα­δό­σεις, ὅ­πως αὐ­τές, ὅ­τι ὁ Θα­λῆς ἐ­χώ­ρι­σε «την τοῦ παν­τός οὐ­ρα­νοῦ σφαῖ­ραν εἰς κύ­κλους πέν­τε, οὕ­στι­νας προ­σα­γο­ρεύ­ου­σι ζώ­νας» (Ἀ­έ­τιος 2, 12,1 = μάρτ. 13c), ὅ­τι «πρῶ­τος τό τοῦ ἡ­λί­ου μέ­γε­θος (τοῦ ἡ­λια­κοῦ κύ­κλου ὥ­σπερ καί τό τῆς σε­λή­νης μέ­γε­θος) τοῦ σε­λη­ναί­ου ἑ­πτα­κο­σι­ο­στόν καί εἰ­κο­στόν μέ­ρος ἀ­πε­φή­να­το» (Δι­ο­γέ­νης 1,24= μάρτ. 1), ὅ­τι «πρῶ­τος ἔ­φη ὑ­πό τοῦ ἡ­λί­ου φω­τί­ζε­σθαι τήν σε­λή­νην» (Ἀ­έ­τιος 2,27,5= μάρτ. 17b), ὅ­τι «εὗ­ρε τόν ἥ­λιον ἐ­κλεί­πειν ἐξ ὑ­πο­δρο­μής σε­λή­νης» («Σχό­λια εἰς Πλά­τω­νος Πο­λι­τεί­αν» 600a = μάρτ. 3), ὅ­τι προῦ­πο­λό­γι­σε τήν ἡ­λια­κή ἔ­κλει­ψη τῆς 28ης Μα­ΐ­ου 584 (μάρτ. 5), ὅ­τι μέ­τρη­σε τό ὕ­ψος τῶν πυ­ρα­μί­δων «τήν βα­κτη­ρί­αν στή­σας ἐ­πί τῷ πέ­ρα­τι τῆς σκιᾶς ἥν ἡ πυ­ρα­μίς ἐ­ποί­ει, γε­νο­μέ­νων τῇ ἐ­πα­φῇ της ἀ­κτῖ­νος δυ­οῖν τρι­γώ­νων» (Πλού­ταρ­χος, «Συμ­πό­σιον» 2,147a = μάρτ. 21) καί ὅ­τι με­τα­τό­πι­σε τήν κοί­τη τοῦ πο­τα­μοῦ Ἄ­λυ, γιά νά πε­ρά­σει ὁ στρα­τός τοῦ Κροί­σου (Ἡ­ρό­δο­τος 1,75= μάρτ. 6), μᾶς ἐ­πι­τρέ­πουν νά φαν­τα­στοῦ­με ὅ­τι ἐ­πε­ξερ­γά­στη­κε τίς γνώ­σεις πού πῆ­ρε «εἰς Αἴ­γυ­πτον ἐλ­θών» (Πρό­κλος, «Εἰς τό πρῶ­τον τῶν Εὐ­κλεί­δου στοι­χεί­ων» 65,3 = μάρτ. II) καί ὅ­τι οἰ­κο­δό­μη­σε εὐ­ρύ βά­θρο γνω­ρι­μί­ας τοῦ κό­σμου, γιά νά στη­ρί­ξει ἐ­πά­νω του τή φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α του, τήν πρώ­τη θε­ω­ρη­τι­κή στιγ­μή τοῦ εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ

3. Τό ἀ­πέ­ραν­το.

Τό κο­σμο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα πού ἐγ­και­νί­α­σε ὁ Θα­λῆς εἶ­χε τή συ­νέ­χειά του στό μα­θη­τή καί συμ­πο­λί­τη του Ἀ­να­ξί­μαν­δρο (πε­ρί­που 610-546). Ὁ δεύ­τε­ρος ὑ­λο­ζω­ι­στής φαί­νε­ται νά ἀ­να­ζή­τη­σε τή φυ­σι­κή ἀρ­χή τοῦ κό­σμου σέ πλαί­σια εὐ­ρύ­τε­ρα ἀ­πό τό σῶ­μα τῆς θά­λασ­σας. Στό αἴ­τη­μά του αὐ­τό μπο­ροῦ­σαν νά ἀν­τα­πο­κρι­θοῦν κυ­ρί­ως οἱ πα­ρα­στά­σεις τοῦ χά­ους, τοῦ αἰ­θέ­ρα καί τοῦ ἀ­έ­ρα, πού δέ­σπο­ζαν στήν ἐ­πο­χή του, κα­θώς φαί­νε­ται ἀ­πό τά κεί­με­να τοῦ Ἡ­σι­ό­δου, τῶν Ὀρ­φι­κῶν, τοῦ Ἐ­πι­με­νί­δη καί τοῦ Φε­ρε­κύ­δη (βλ. σέλ. 339-341). Μέ τίς πα­ρα­στά­σεις αὐ­τές τό ἑλ­λη­νι­κό πνεῦ­μα εἶ­χε τήν πρώ­τη του ἐ­νο­ρα­ση τοῦ δι­α­στη­μι­κοῦ γώ­ρου. Μπρο­στά στήν ἀ­πε­ραν­το­σύ­νη του στά­θη­κε καί ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος καί ὅ­ρι­σε τήν ἀρ­χή τοῦ κό­σμου μέ τόν ὅ­ρο τοῦ Ἀ­πέ­ραν­του.

Τό νό­η­μα πού ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ἔ­δι­νε στόν ὅ­ρο, πού ὁ ἴ­διος ἐ­σχη­μά­τι­σε, οὐ­σι­α­στι­κο­ποι­ών­τας τό οὐ­δέ­τε­ρο τοῦ ἐ­πι­θέ­του «ἄ­πει­ρος», ἀ­πο­τέ­λε­σε πρό­βλη­μα τό­σο γιά τούς ἀρ­χαί­ους ὅ­σο καί γιά τούς νε­ο­τέ­ρους. Ἔ­τσι δό­θη­καν στόν ὅ­ρο ποι­κί­λες ἑρ­μη­νεῖ­ες, ἀν­τλη­μέ­νες δυ­στυ­χῶς ὄ­χι μό­νο ἀ­πό τή γλώσ­σα τῆς φυ­σι­κῆς. Ἄν ὅ­μως ἡ ἑρ­μη­νεί­α προ­σα­να­το­λι­στῆ μέ ἀ­κρί­βεια στόν νο­η­μα­τι­κό πε­ρί­γυ­ρο τῆς ἰ­ω­νι­κῆς φυ­σι­κῆς, ὁ προ­βλη­μα­τι­σμός δέν δι­και­ο­λο­γεῖ­ται. Οἱ Ἴ­ω­νες, ὅ­πως εἶ­ναι γνω­στό φλέ­γον­ταν ἀ­πό την έ­πι­θυ­μία να ἐ­ξα­κρι­βώ­σουν την ὕ­λη και τη σύ­στα­ση τοῦ κό­σμου και οἱ ἀρ­χές τα­ῆς φυ­σι­κῆς θε­ω­ρί­ας τους εἶ­ναι μό­νο σώ­μα­τα: Θά­λασ­σα, ἀ­έ­ρας, φω­τιά, δη­λα­δή ἔν­νοι­ες χώ­ρου-ὄγ­κου. Με ποι­ο δι­καί­ω­μα λοι­πόν θα δί­να­με στην ἀρ­χή τοῦ δεύ­τε­ρου κο­σμο­λό­γου τῆς Μι­λή­του ἕ­να νό­η­μα δι­α­φο­ρε­τι­κό; Θε­σπί­ζον­τας ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος τόν ὅ­ρο «ἄ­πει­ρον» ὡς ἀρ­χή τοῦ κό­σμου, δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν να πρό­σφε­ρε τούς σύγ­χρο­νούς του ἕ­να νό­η­μα λι­γό­τε­ρο προ­σι­τό ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο πού ἐγ­κλεί­ουν οἱ ὅ­ροι θά­λασ­σα, ἀ­έ­ρας, φω­τιά. Ἔ­τσι τό «ἄ­πει­ρον» μό­νο τήν κοι­νή ση­μα­σί­α τοῦ ἀ­πέ­ραν­του, δη­λα­δή ἀ­προ­σμέ­τρη­του χώ­ρου-ὄγ­κου μπο­ρεῖ νά ἑρ­μη­νευ­τῆ. Ἄλ­λω­στε τή ση­μα­σί­α αὐ­τή καί μό­νο δι­και­ο­λο­γεῖ ἡ φι­λο­σο­φι­κή γλώσ­σα τοῦ ἕ­κτου αἰ­ώ­να, κα­θώς βγαί­νει ἀ­πό τή χρή­ση τοῦ ὅ­ρου στούς πιό κον­τι­νούς στόν Ἀ­να­ξί­μαν­δρο, δη­λα­δή στόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη μάρτ. 6 Diels, καί στόν Ξε­νο­φά­νη, ἄ­πο­σπ.28 Diels (πρβλ. Εὐ­ρι­πί­δη, ἀ­πό­σπ. 941,1 Nauck, καί Λεύ­κιπ­πο, μάρτ. 1 καί 24 Diels). Ἄ­πει­ρο, χά­ος, ἀ­χα­νές ἀ­κό­μα ἀ­έ­ρας καί αἰ­θέ­ρας, εἶ­ναι ἔν­νοι­ες σχε­δόν ταυ­τό­ση­μες στήν πρω­τό­γο­νη ἀν­τί­λη­ψη. Μέ ἄλ­λα λό­για, ὅ­πως ὁ Θα­λῆς ἀ­πο­μυ­θώ­νει τόν ὁ­μη­ρι­κό Ὠ­κε­α­νό, ἔ­τσι καί ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ἀ­πο­μυ­θώ­νει τό ἡ­σι­ό­δει­ο Χά­ος. Καί ὁ μα­θη­τής τοῦ πρώ­του κο­σμο­λό­γου τῆς Μι­λή­του ἀ­φαι­ρεῖ ἕ­να θε­ϊ­κό προ­σω­πεῖ­ο καί ἀ­πο­λύ­πτει ἕ­να γυ­μνό φυ­σι­κό μέ­γε­θος. Ἡ ἀ­πο­μύ­θω­ση θά συ­νε­χι­στή, κα­θώς θά πε­ρι­γρά­φον­ται τά γνω­ρί­σμα­τα τοῦ ἀ­πέ­ραν­του. Σύμ­φω­να με τά ἀ­πο­σπά­σμα­τα 2 καί 3 τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου τό ἀ­πέ­ραν­το εἶ­ναι «ἀ­γή­ρω» «ἀ­θά­να­τον» καί «ἀ­νώ­λε­θρον». Τέ­τοι­ες ἰ­δι­ό­τη­τες κο­σμοῦ­σαν ὡς τώ­ρα μό­νο τή θε­ο­τη­τα. Ἀ­πό τώ­ρα καί ἔ­πει­τα στήν ἑλ­λη­νι­κή σκέ­ψη θά συν­θέ­τουν τήν ἔν­νοι­α τῆς ἀ­φθαρ­σί­ας τῆς ὕ­λης.

Πῶς ἀ­πό τό ἀ­πέ­ραν­το ἐ­ξη­γεῖ­ται ἡ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ σύμ­παν­τος κα­τά τή θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου, τό ξέ­ρο­με μέ κά­ποι­α σχε­τι­κή σα­φή­νεια μό­νο ἀ­πό μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ψευ­δό-Πλου­τάρ­χου, «Στρω­μα­τεῖς» 2 = μάρτ. 10. Σύμ­φω­να με αὐ­τήν ἀ­πό τό ἀ­πέ­ραν­το ἀ­πο­χω­ρί­στη­κε τό σπέρ­μα τοῦ θερ­μού και τοῦ ψυ­χροῦ, πού ἐ­δῶ πρέ­πει νά νο­η­θοῦν ὡς οὐ­σί­ες, ὄ­χι ὡς ποι­ό­τη­τες· ἀ­πό αὐ­τές τίς δυ­ό ἀν­τί­θε­τες οὐ­σί­ες σχη­μα­τί­στη­κε στόν ἀ­έ­ρα ἡ κα­λύ­τε­ρα, ὅ­πως ἐν­νο­οῦ­με ἐ­μεῖς, στόν κε­νό γῶ­ρο γύ­ρω ἀ­πό τή γῆ, δη­λα­δή τό κέν­τρο τοῦ κό­σμου κα­τά τόν Ἀ­να­ξί­μαν­δρο, μιά πύ­ρι­νη σφαί­ρα, ὅ­πως στο δέν­δρο ὁ φλοι­ός, ὅ­ταν αὐ­τό τό πε­ρί­βλη­μα ἔ­σκα­σε καί τά κομ­μά­τια τῆς πύ­ρι­νης μά­ζας ἐ­κτο­ξεύ­τη­καν στό δι­ά­στη­μα καί πε­ρι­κλεί­στη­καν σέ σφαῖ­ρες, ἀ­πο­τε­λέ­στη­καν ὁ ἥ­λιος, ἡ σε­λή­νη καί τά ἄ­στρα : «Φη­σί δέ τό ἐκ τοῦ ἀι­δί­ου γό­νι­μον θερ­μοῦ τέ καί ψυ­χροῦ κα­τά τήν γέ­νε­σιν τοῦ­δε τοῦ κό­σμου ἀ­πο­κρι­θῆ­ναι καί τι­να ἐκ τού­του φλο­γός σφαί­ραν πε­ρι­φυ­ῆ­ναι τῷ πε­ρί τήν γῆν ἀ­έ­ρι ὡς τῷ δέν­δρῳ φλοι­όν· ἧ­στι­νος ἀ­πορ­ρα­γεί­σης καί εἴς τι­νας ἀ­πο­κλει­σθεί­σης κύ­κλούς ὑ­πο­στῆ­ναι τόν ἥ­λιον καί τήν σε­λή­νην καί τούς ἀ­στέ­ρας». Ἐ­δῶ ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή πα­ρά­δο­ση, μάρτ. 17, προ­σγρά­φει στόν Ἀ­να­ξί­μαν­δρο τήν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι μέ τόν πα­ρα­πά­νω τρό­πο γεν­νι­οῦν­ται ἀ­πό τό ἀ­πέ­ραν­το ἀ­με­τρη­τα ἡ­λια­κά συ­στή­μα­τα, πού ὑ­πάρ­χουν ό­χι μό­νο δι­α­δο­χι­κά ἀλ­λά και ταυ­τό­χρο­να. Ἔ­τσι ἐμ­φα­νί­ζει τον Ἀ­να­ξί­μαν­δρο ὡς πρό­δρο­μο τα­ῶν Ἀ­το­μι­κῶν στη θε­ω­ρί­α τοῦ ἄ­πει­ρου πλή­θους κό­σμων. Ὁ Cornfordκά­νει πο­λύ ἀμ­φί­βο­λο το κύ­ρος αύ­τῆς τῆς πα­ρά­δο­σης, κα­θώς δεί­χνει ὅ­τι στον αἰ­ώ­να τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου ἡ προ­σπά­θεια τῶν Ἑλ­λή­νων δέν ἦ­ταν ἀ­κό­μα και­ρός νά ξε­πε­ρά­σει τή φι­λο­δο­ξί­α του νά ἐ­ξη­γή­σει τή σύ­στα­ση τοῦ δε­δο­μέ­νου καί μο­να­δι­κοῦ κό­σμου τῆς ἐμ­πει­ρί­ας.

Ἀ­πό τό πρῶ­το ἀ­πο­σπα­σμα τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου μα­θαί­νο­με ὅ­τι κά­θε φυ­σι­κό ὄν ὀ­φεί­λει τήν ὕ­παρ­ξή του σέ δο­μή­σι­μα ὑ­λι­κά πού ἀ­φαί­ρε­σε ἀ­πό ἄλ­λα φυ­σι­κά ὄν­τα καί ὅ­τι μέ τόν ἀ­φα­νι­σμό του ἐ­πι­στρέ­φει αὐ­τά τά ὑ­λι­κά στά ὄν­τα, πού τά ἔ­χα­σαν, δι­α­δι­κα­σί­α πού ἐ­πι­βάλ­λε­ται ἀ­πό τό νό­μο τῆς ἀ­νάγ­κης· δη­λα­δή τά ὄν­τα τι­μω­ροῦν­ται καί πλη­ρώ­νουν ἀ­μοι­βαί­α καί σύμ­φω­να μέ τή χρο­νι­κή τά­ξη γιά τήν ἀ­μοι­βαί­α ἀ­δι­κί­α πού ἔ­χουν κά­νει, προ­κα­λών­τας μέ τή γέν­νη­σή τους τό θά­να­το ἄλ­λων ὄν­των :«Ἐξ ὧν δέ ἡ γέ­νε­σίς ἐ­στι τοῖς οὖ­σι, καί τήν φθο­ράν εἰς ταῦ­τα γί­νε­σθαι κα­τά τό χρε­ῶν δι­δό­ναι γάρ αὐ­τά δί­κην καί τί­σιν ἀλ­λή­λοις της ἀ­δι­κί­ας κα­τά τήν τοῦ χρό­νου τά­ξιν». Τό κεί­με­νο αὐ­τό φα­νε­ρώ­νει ὅ­τι τό ἑλ­λη­νι­κό πνεῦ­μα ἔ­χει ἡ­δη κα­τα­κτή­σει ὁ­ρι­σμέ­νες ἔν­νοι­ες, βα­σι­κές γιά τή θε­ω­ρί­α τῆς φύ­σης : Τήν ἔν­νοι­α, ὄ­χι πιά τήν πα­ρά­στα­ση, τα­ῆς ἀ­νάγ­κη­ς’)(«χρε­ών»), τήν ἔν­νοι­α τῆς σχέ­σης(«ἀλ­λή­λοις») καί τήν ἔν­νοι­α τῆς τά­ξης τῶν πραγ­μά­των μέ­σα στό χρό­νο («κα­τά τήν τοῦ χρό­νου τά­ξιν»). Ὁ νό­μος τῆς με­τα­βο­λῆς αἰ­τι­ο­λο­γεῖ­ται ἐ­δῶ ἀ­κό­μα μέ ἔν­νοι­ες τῆς ἠ­θι­κῆς: Ἡ γέ­νε­ση κά­θε ὄν­τος συμ­βαί­νει μέ τήν ἐ­ξόν­τω­ση ἕ­νος ἄλ­λου· ἔ­τσι κά­θε ὄν βα­ρύ­νε­ται ἀ­πό τή γέν­νη­σή του μέ ἕ­να ἔγ­κλη­μα, πού τι­μω­ρεῖ­ται μέ θά­να­το. Τό ὄν θά φθα­ρῆ καί θά πα­ρα­χω­ρή­σει τή θέ­ση του σέ κά­ποι­ο ἄλ­λο, ὅ­πως τό ἴ­διο μέ τή γέν­νη­σή του πῆ­ρε τή θέ­ση κά­ποι­ου προ­η­γού­με­νου. Ἡ γέν­νη­ση λοι­πόν εἶ­ναι ἔγ­κλη­μα, ὁ θά­να­τος τι­μω­ρί­α. Δύ­ο γε­νι­ές ἀρ­γό­τε­ρα ὁ Ἕλ­λη­νας θά μπο­ρεῖ νά δι­α­τυ­πώ­σει αὐ­τή τή δι­α­δι­κα­σί­α μέ τή γλώσ­σα τῆς φυ­σι­κῆς. Ἔ­τσι ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος, ἀ­πο­σπ. 36 θά πεῖ: «Ψυ­χή­σιν θά­να­τος ὕ­δωρ γε­νέ­σθαι, ὕ­δα­τι δέ θά­να­τος γῆν γε­νέ­σθαι κτλ.» Ή, ἀ­κό­μα κα­λύ­τε­ρα, ἀ­πό­σπ. 31 : «Πυ­ρός τρο­παί πρῶ­τον θά­λασ­σα, θα­λάσ­σης δέ τό μέν ἥ­μι­συ γῆ, τό δέ ἥ­μι­συ πρη­στήρ». Ἐ­κεῖ­νο ὁ­μως πού ἔ­γει με­γα­λύ­τε­ρη ση­μα­σί­α εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος, ὅ­πως πα­ρα­τή­ρη­σε ὁ Vlastos, ἔ­χει φτά­σει στήν ἰ­δέ­α ἕ­νος νό­μου αὐ­τορ­ρυθ­μι­ζό­με­νης ἰ­σορ­ρο­πί­ας μέ­σα στή φύ­ση.

Εἶ­ναι φα­νε­ρό ἀ­π’ ὅ­σα εἴ­πα­με ὅ­τι ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος πού ἔ­χει ὁ­ρι­σμέ­νη εἰ­κό­να τοῦ σύμ­παν­τος. Τά οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα εἶ­ναι ἀ­πο­σπά­σμα­τα ἀ­πό τήν πρώ­τη πύ­ρι­νη μά­ζα τοῦ κό­σμου. Ἡ ὕ­λη τους ἔ­χει πά­ρει σχῆ­μα τρο­χοῦ καί μιά ἀ­έ­ρι­νη σφαί­ρα εἶ­ναι τό πε­ρί­βλη­μά τους. Σέ ὁ­ρι­σμέ­να ση­μεῖ­α τό πε­ρί­βλη­μα δι­α­θέ­τει στό­μια, ἀ­π’ ὅ­που ἡ πύ­ρι­νη μά­ζα στέλ­νει πρός τά ἔ­ξω τίς φλό­γες της, καί ἔ­τσι τά οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα γί­νον­ται ἀν­τι­λη­πτά στίς αἰ­σθή­σεις μας. Ὅ­ταν τά στό­μιά τους φρά­ξουν, ση­μαί­νει ἔ­κλει­ψη (βλ. γνω­στό ἀ­κό­μα ὅ­τι αὐ­τή ἡ δι­ά­τα­ξη τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου εἶ­χε καί ὀ­πα­δούς στούς αἰ­ῶ­νες πού ἀ­κο­λού­θη­σαν : «Ἀ­να­ξί­μαν­δρος καί Μη­τρό­δω­ρος ὁ Χί­ος καί Κρά­της ἀ­νω­τά­τω μέν πάν­των τόν ἥ­λιον τε­τά­χθαι, με­τ’ αὐ­τόν δέ τήν σε­λή­νην, ὑ­πό δέ αὐ­τούς τά ἀ­πλα­νῆ τῶν ἄ­στρων καί τούς πλά­νη­τας». Ἡ θέ­ση αὐ­τή ὑ­πο­δη­λώ­νει ὅ­τι κα­τά τόν Ἀ­να­ξί­μαν­δρο ἀ­νά­με­σα στή γῆ καί στόν ἥ­λιο εἶ­ναι ἡ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πό­στα­ση, ὕ­στε­ρα ἔρ­χε­ται ἡ ἀ­πό­στα­ση ἀ­πό τή γῆ σε­λή­νη καί τε­λευ­ταί­α ἡ ἀ­πό­στα­ση τῶν ἄλ­λων ἄ­στρων, δη­λα­δή οἱ πλα­νῆ­τες καί οἱ ἀ­πλα­νεῖς πλη­σιά­ζουν τή γῆ πε­ρισ­σό­τε­ρο καί ἀ­πό τό φεγ­γά­ρι. Αὐ­τή ἡ δι­ά­τα­ξη τῶν οὐ­ρά­νι­ων σω­μά­των μέ­σα στό δι­ά­στη­μα σέ σχέ­ση μέ τη γῆ ἔ­χει ἀ­να­το­λι­κή κα­τα­γω­γή.

Ὁ ἥ­λιος τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου εἶ­ναι κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Δι­ο­γέ­νη 2 μάρτ. 1 «κα­θα­ρώ­τα­τον πῦρ» καί ὄ­χι μι­κρό­τε­ρος ἀ­πό τή γῆ. Ἀ­κρι­βε­στε­ρα κα­τά τόν Ἀ­έ­τιο 2,20,1 καί 2,21,1 = μάρτ. 21, ὁ πυ­ρή­νας του εἶ­ναι ἴ­σος μέ τόν ὄγ­κο τῆς γῆς, ἄλ­λα ἡ πε­ρι­φέ­ρειά του εἶ­ναι 27 (ἡ 28) φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πό ἐ­κεί­νη της γῆς, ἐ­νῶ ἡ πε­ρι­φέ­ρεια τῆς σε­λή­νης εἶ­ναι 18 (ἤ 19) φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πό ἐ­κεί­νη της γῆς. Ἡ μέ­τρη­ση τοῦ ὄγ­κου τό­σο τα­ῶν οὐ­ρά­νι­ων σω­μά­των ὅ­σό καί τῆς ἴ­διας της γής – ὅ­πως θά δοῦ­με, θε­ω­ρεῖ­ται κύ­λιν­δρος μέ ὕ­ψος τό 1/3 τοῦ πλά­τους της – μέ πολ­λα­πλά­σια καί ὑ­πό­πολ­λα­πλά­σια τοῦ ἱ­ε­ροῦ ἀ­ριθ­μοῦ 3 μᾶς ὁ­δη­γεῖ πραγ­μα­τι­κά σέ πο­λύ πα­λαι­ά τυ­πά στο­χα­σμού. ‘Ὡστόσο ἡ γνω­ρι­μί­α τῆς κο­σμο­γέ­νε­σης τοῦ Ἄ­να­ξι­μάν­δρου δέν μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νά φαν­τα­στοῦ­με οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­πό τή γῆ ἡ ἴ­σα μέ αὐ­τήν. Ἡ γῆ, σύμ­φω­να μέ τίς ἐ­ξη­γή­σεις πού δό­θη­καν καί πού πρό­κει­ται νά δο­θοῦν πιό κά­τω, ὑ­πο­χρε­ω­τι­κά πρέ­πει νά θε­ω­ρεῖ­ται κέν­τρο ὁ­λό­κλη­ρής της κο­σμι­κῆς μά­ζας τό­σο πρίν ὅ­σο καί με­τά τό σχῆ­μα­τι­σμό τοῦ σύμ­παν­τος. Ἄν λοι­πόν ὁ­ρι­σμέ­να τμή­μα­τα πού ἀ­πο­σπά­στη­καν ἀ­πό τό σύ­νο­λο τῆς κο­σμι­κῆς μά­ζας ἦ­ταν με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­πό τή γῆ, δέν θά μπο­ροῦ­σε βέ­βαι­α νά γί­νει λό­γος γιά κεν­τρι­κή θέ­ση τῆς γῆς μέ­σα στό κο­σμι­κό σύ­στη­μα, ἀ­φοῦ αὐ­τό­μα­τα στήν ἀν­τί­λη­ψη τῶν θε­ω­ρη­τῶν τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης ὁ ἄ­ξο­νας τοῦ κό­σμου θά με­τα­το­πι­ζό­ταν. Τό πράγ­μα φω­τί­ζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἄν πα­ρα­κο­λου­θή­σο­με τή θε­ώ­ρη­ση τοῦ ἥ­λιου ἀ­πό Ἕλ­λη­νες πού σκέ­φτη­καν ὕ­στε­ρα ἀ­πό τόν Ἀ­να­ξί­μαν­δρο. Ἔ­τσι ὁ Ξε­νο­φά­νης δυ­ό γε­νι­ές ἀρ­γό­τε­ρα, θά μας δι­δά­ξει, μάρτ. 32, 33, 40, 41 καί 41a, ὅ­τι, ὅ­πως ὅ­λα τά οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα ἔ­τσι καί ὁ ἥ­λιος ἡ κα­λύ­τε­ρα οἱ ἥ­λιοι, για­τί ὁ Ξε­νο­φά­νης δέ­χε­ται ἕ­να πλῆ­θος ἥ­λιους, πού λει­τουρ­γο­ΰν πά­νω ἀ­πό τίς δι­ά­φο­ρες ζῶ­νες καί πε­ρι­ο­χές τῆς γῆς δέν εἶ­ναι πα­ρά σώ­μα­τα κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ἐ­φή­με­ρα, ἀ­θροί­σμα­τα ἀ­πό σπί­θες μέ πη­γή τίς ἀ­να­θυ­μιά­σεις τῆς θά­λασ­σας καί μέ πραγ­μα­τι­κό, ὄ­χι φαι­νο­με­νι­κό ἄ­ναμ­μα καί σβή­σι­μο πρω­ί βρά­δι. Ὕ­στε­ρα ἀ­πό τόν Ξε­νο­φά­νη ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος, ἄ­πο­σπ. 3 καί 6, θά μᾶς πεῖ ὅ­τι δ ἥ­λιος ἔ­χει πλά­τος ἑ­νός πο­διοῦ καί ὅ­τι εῖ­ναι και­νούρ­γιος κά­θε μέ­ρα, ἐ­νῶ ὁ Ἀ­να­ξα­γό­ρας, πού ἡ δρά­ση του το­πο­θε­τεῖ­ται ὄ­χι πια στους ἀρ­χα­ϊ­κούς ἀλ­λά στους κλασ­σι­κούς χρό­νους, πρέ­πει να ἐ­κα­νε ἐκ­πλη­ξη με τον ἰ­σχυ­ρι­σμό του, ὅ­τι ὁ ἥ­λιος εἶ­ναι «μεί­ζων» ἤ και «πολ­λα­πλά­σιος» τα­ῆς Πε­λο­πον­νή­σου (μαρτ. 1.42 και 72 Diels). Ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος φαν­τά­ζε­ται τον ἥ­λιο σαν ἕ­να τρο­χό με ἀ­ξο­νι­κό κέν­τρο, ἀ­κτί­νες καί πε­ρι­φέ­ρεια. Τό ἀ­ξο­νι­κό κέν­τρο εἶ­ναι γε­μά­το φω­τιά πού ἀ­πό τίς ἀ­κτί­νες δι­ο­χε­τεύ­ε­ται πρός τήν πε­ρι­φέ­ρεια. Ἡ σε­λή­νη κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Δι­ο­γέ­νη 2,1 = μάρτ. 1 παίρ­νει τό φῶς της ἀ­πό τόν ἥ­λιο, ἐ­νῶ κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ἀ­ε­τί­ου 2,25,1 καί 2,28,1 = μάρτ. 22 εἶ­ναι αὐ­τό­φω­τη. Ἡ πρώ­τη ἐκ­δο­χή δέν φαί­νε­ται πι­θα­νή, μιά καί δε­χό­μα­στε ὅ­τι ὁ ’Ἀναξίμανδρος φαν­τά­ζε­ται τή σε­λή­νη ὅ­μοι­α μέ τόν ἥ­λιο, δη­λα­δή τρο­χό μέ τή γνω­στή δο­μή του, καί ὅ­τι ἐ­ξη­γεῖ τό γέ­μι­σμα καί τό ἄ­δεια­σμά της ἀ­πό τά γυ­ρί­σμα­τα τοῦ τρο­χοῦ.

Στό κέν­τρο τοῦ κό­σμου βρί­σκε­ται ἡ γῆ (μάρτ. 1, 2 καί 26), πού βέ­βαι­α δέν ἀ­κουμ­πᾶ οὔ­τε στή θά­λασ­σα τοῦ Θα­λῆ (βλ. σέλ. 347) οὔ­τε που­θε­νά ἀλ­λοῦ, ἀλ­λά μέ­νει με­τέ­ω­ρη, για­τί ἀ­πέ­χει τό ἴ­διο ἀ­πό παν­τοῦ. Ἐ­δῶ πρό­κει­ται γιά ἀ­πο­φαν­ση, πού, ὅ­πως δεί­χνει ὁ Dicks, Astronomy 44 ἑπ., ὑ­πο­δη­λώ­νει τήν τά­ση γιά ἀ­πο­μύ­θω­ση τοῦ κό­σμου, ὄ­χι τίς ἀ­δύ­να­τες γιά τόν ἕ­κτο αἴ­ω­να γνώ­σεις μα­θη­μα­τι­κῆς φυ­σι­κῆς. Γιά τό σχῆ­μα τῆς γῆς ὁ Δι­ο­γέ­νης 2,1 = μάρτ. 1 λέ­ει ὅ­τι εἶ­ναι σφαι­ρι­κό, ἀλ­λά καί σ’ αὐ­τη τήν πε­ρί­πτω­ση δέν φαί­νε­ται νά φέρ­νει εἰ­δή­σεις ἐ­ξα­κρι­βω­μέ­νες. Τρεῖς ἄλ­λοι συγ­γρα­φεῖς, ὁ Ἰπ­πό­λυ­τος, «Ἔ­λεγ­χος» 1,6,3 = μάρτ. 11, ὁ Ψευ­δο-Πλού­ταρ­χος, «Στρω­μα­τεῖς» 2= μάρτ. 10, καί ὁ Ἀ­έ­τιος 3,10,2= μάρτ. 25, δη­λώ­νουν ὅ­τι ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος τό φαν­τα­ζό­ταν κυ­λιν­δρι­κό, σάν σπόν­δυ­λο ἀ­πό κο­λό­να, σύλ­λη­ψη πού φυ­σι­κά μπο­ρεῖ νά θε­ω­ρη­θῆ σκα­λο­πά­τι γιά τήν κα­τά­κτη­ση τῆς ἔν­νοι­ας τῆς γή­ι­νης σφαι­ρι­κό­τη­τας. Κα­τά τόν Ψευ­δο-Πλού­ταρ­χο ἀ­κό­μα ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ἔ­λε­γε ὅ­τι τό ὕ­ψος της εἶ­ναι τό ἕ­να τρί­το τοῦ πλά­τους της. Σύμ­φω­να μέ τά «Με­τε­ω­ρο­λο­γι­κά» τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη Β 1, 353b 6 ἑπ. = μάρτ. 27, ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος δί­δα­σκε ὅ­τι ἡ γῆ ἦ­ταν κά­πο­τε ὁ­λό­κλη­ρη σκε­πα­σμέ­νη ἀ­πό τό ὑ­γρό στοι­χεῖ­ο, ὅ­τι ἡ θά­λασ­σα εἶ­ναι ὑ­πό­λειμ­μα ἔ­κει­νου τοῦ ἀρ­χι­κοῦ ὑ­γροῦ καί ὅ­τι μέ τίς ἐ­ξα­τμί­σεις πού προ­κα­λεῖ ὁ ἥ­λιος κά­πο­τε ὁ­λό­κλη­ρη μπο­ρεῖ νά γί­νει στε­ριά. Ὁ Ἀ­λέ­ξαν­δρος ὁ­ἁ­φρο­δι­σι­εύς, «Εἰς Με­τε­ω­ρο­λο­γι­κά» 67,3= μάρτ. 27 δη­λώ­νει ὅ­τι αὐ­τἠ τή θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου τήν ἀ­κο­λου­θεῖ ὁ Δι­ο­γέ­νης ὁ Ἀ­πολ­λω­νιά­της. Φαί­νε­ται ἀ­κό­μα ὅ­τι ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος πού κα­τα­σκεύ­α­σε χάρ­τη τῆς ὑ­δρο­γεί­ου. Ὅ­πως λέ­ει ὁ Ἀ­γα­θή­με­ρος 1,1 = μάρτ. 6 «πρῶ­τος ἐ­τόλ­μη­σε τήν οἰ­κου­μέ­νην ἐν πί­να­κι γρά­ψαι» ἤ κα­τά τή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Στρά­βω­να 1,7= μάρτ. 6 «ἐκ­δοῦ­ναι πρῶ­τον γε­ω­γρα­φι­κόν πί­να­κα». Καί σ’ αὐ­τό τό ἐ­πί­τευγ­μα ἡ ἐ­πι­στή­μη δι­α­βλέ­πει βα­βυ­λω­νια­κό ἡ γε­νι­κά ἀ­να­το­λι­κό προ­τυ­πο. Ἡ πα­ρά­δο­ση τοῦ ἔ­χει πρό­σγρά­ψει ἀ­κό­μα πλού­σι­ες γνώ­σεις πά­νω σέ ἀ­στρο­νο­μι­κα καί με­τε­ω­ρο­λο­γι­κά θέ­μα­τα, ὅ­πως οἱ ἀ­πό­στα­σεις τῶν οὐ­ρά­νι­ων σω­μά­των, οἱ ἰ­ση­με­ρί­ες, οἱ ἐ­κλεί­ψεις, οἱ βρον­τές, οἱ ἀ­στρα­πές, οἱ βρο­χές, οἱ ἄ­νε­μοι κτλ. Ἐ­δῶ πρέ­πει νά ση­μει­ώ­σο­με ὅ­τι γιά τήν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ἀ­στρο­νο­μί­ας καί τῆς με­τε­ω­ρο­λο­γί­ας σ’­αὐ­τά τά χρό­νια πού συ­νε­τέ­λε­σαν ἀ­πό τή μια οἱ ἐ­πι­δό­σεις τῶν λα­ῶν στήν ἀ­στρο­λο­γί­α, πού ἱ­κα­νο­ποι­οῦ­σε την πε­ρι­έρ­γεια τῶν ἀν­θρώ­πων πά­νω στο ἄν τά ἄ­στρα ἐ­πη­ρε­ά­ζουν και ὡς ποι­ο, και ἀ­πό την ἄλ­λη οἱ ἀ­νάγ­κες τα­ῶν Ἑλ­λή­νων οἱ σχε­τι­κές με τις καλ­λι­έρ­γει­ες και τις ἐ­κτε­τα­μέ­νες θα­λάσ­σι­ες ἐ­πι­χεί­ρη­σεις τους. Βέ­βαι­α γιά ἀ­στρο­νο­μι­κές γνώ­σεις πού θά ξε­περ­νο­ΰ­σαν τό γνω­στό ἀ­πό τήν ποί­η­ση πρα­κτι­κό ἐ­πί­πε­δο καί θά ἔ­φτα­ναν στή μα­θη­μα­τι­κή θε­ω­ρί­α, ὅ­πως δεί­χνει ὁ Dicks, Solstices 39ἑπ., δεν μπο­ρεῖ νά γί­νει ἀ­κό­μα λό­γος στόν ἕ­κτο αἰ­ώ­να.

Ἰ­δι­αί­τε­ρα τρα­βᾶ τήν προ­σο­χή μας ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου γιά τήν κα­τα­γω­γή τῆς ζω­ῆς. Ὁ Ἰπ­πό­λυ­τος, «Ἔ­λεγ­χος» 1.6.6=11. τοῦ ἀ­πο­δί­δει τήν ἄ­πο­ψη ὅ­τι τά «ζῷ­α γί­νε­σθαι (ἐξ ὕ­γροῦ) ἐ­ξα­τμι­ζο­μέ­νου ὑ­πό τοῦ ἡ­λί­ου» πράγ­μα πού ση­μαί­νει πε­ρί­που ὅ­τι αἰ­τι­ο­λο­γοῦ­σε τήν ἐμ­φά­νι­ση τῆς ζω­ῆς ἀ­πό θερ­μο­κρα­σια­κές με­τα­πτώ­σεις πά­νω στόν πλα­νή­τη. Κα­τά τόν Ἀ­έ­τιο 5,19,4 = μάρτ. 30 πί­στευ­ε ὅ­τι τά πρῶ­τα ζῶ­α γεν­νή­θη­καν μέ­σα στό ὑ­γρό στοι­χεῖ­ο καί ἦ­ταν κλει­σμέ­να σέ «φλοι­ούς» ἀγ­κα­θω­τούς· σέ προ­χω­ρη­μέ­νη ἡ­λι­κί­α ἀ­πο­ξε­ραί­νον­ταν, ἔ­σκα­ζε ὁ φλοι­ός τους καί σέ λί­γο πέ­θαι­ναν : «Ἐν ὑ­γρῷ γεν­νη­θῆ­ναι τά πρῶ­τα ζῶ­α φλοι­οῖς πε­ρι­ε­χό­με­να ἀ­καν­θώ­δε­σι, προ­βαι­νού­σης δέ τῆς ἡ­λι­κί­ας ἀ­πο­βαί­νειν ἐ­πί τό ξη­ρό­τε­ρον καί πε­ριρ­ρη­γνυ­μέ­νου τοῦ φλοι­οῦ ἐ­π’ ὀ­λί­γον χρό­νον με­τα­βι­ῶ­ναι». Ὅ­σο γιά τήν κα­τα­γω­γή τοῦ ἀν­θρώ­που φαί­νε­ται ὅ­τι ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος εἶ­χε φτά­σει σ’ ἕ­να εἶ­δος θε­ω­ρί­ας τῆς ἐ­ξε­λί­ξε­ως. Ξε­κι­νών­τας, ὅ­πως λέ­ει ὁ Ψευ­δο-Πλού­ταρ­χος, «Στρω­μα­τεῖς» 2 = μάρτ. 10 ἀ­πό τή σκέ­ψη ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι τό μό­νο ἴ­σως ζῷ­ο πού δέν ἔ­χει αὐ­τάρ­κεια, μέ τή γέν­νη­σή του, ἀλ­λά χρει­ά­ζε­ται γιά πο­λύν και­ρό τή φρον­τί­δα τῆς μη­τέ­ρας, ἔ­φτα­σε στό συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι, ἄν ὁ ἄν­θρω­πος ἦ­ταν ἀ­νά­με­σα στά πρῶ­τα ζῶ­α τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας, θά μπο­ροῦ­σε εὔ­κο­λα νά ἐ­ξα­φα­νι­στῆ, καί γι’ αὐ­τό πρέ­πει νά βρί­σκε­ται στό τέρ­μα μί­ας ἐ­ξε­λι­κτι­κῆς πο­ρεί­ας: «Ἔ­τι φη­σίν, ὅ­τι κα­τ’ ἀρ­χάς ἐξ ἀλ­λο­ει­δῶν ζῴ­ων ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­γεν­νη­θη, ἐκ τοῦ τά μέν ἄλ­λα δί’ ἑ­αυ­τῶν τα­χύ νέ­με­σθαι, μό­νον δέ τόν ἄν­θρω­πον πό­λυ­χρο­νίου δεῖ­σθαι τι­θη­νή­σε­ως· διό καί κα­τ’ ἀρ­χάς οὐκ ἄν πο­τε τοι­οῦ­τον ὄν­τα δι­α­σω­θῆ­ναι». Μπρο­στά σέ τέ­τοι­α εἴ­δη­ση γί­νε­ται πιό ἔν­το­να αἰ­σθη­τή ἡ ἔλ­λει­ψη ἀ­πο­σπα­σμά­των καί μαρ­τυ­ρι­ῶν, πού νά προ­σκο­μί­ζουν πε­ρισ­σό­τε­ρα στοι­χεῖ­α γύ­ρω ἀ­πό αὐ­τή τή θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου. Τό μό­νο πού μπο­ροῦ­με νά προ­σθέ­σο­με, βγαί­νει ἀ­πό μιά εἴ­δη­ση τοῦ Πλου­τάρ­χου, «Συμ­πο­σια­κά» 8,4,730e = μάρτ. 30, πρβλ. μάρτ. 11, πού πα­ρου­σιά­ζει τον Ἀ­να­ξί μαν­δρο «τῶν ἀν­θρώ­πων πα­τέ­ρα καί μη­τέ­ρα κοι­νόν ἀ­πο­φή­νας τόν ἰ­χθῦν». Γε­νι­κεύ­ον­τας μπο­ρο­ΰ­με νά ποῦ­με μα­ζί μέ τόν ν. Fritz ὅ­τι ὁ με­γά­λος ρό­λος πού ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ἀ­πο­δί­δει στό ὑ­γρό στοι­χεῖ­ο, τό­σο σέ σχέ­ση τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς γῆς ὅ­σο καί μέ τήν κα­τα­γω­γή τῆς ζω­ῆς, δεί­χνει τήν ἐ­πί­δρά­ση τοῦ Θα­λή στό δι­ά­δο­χό του.

4. Ὁ ἀ­έ­ρας

Ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος (πε­ρί­που 565-525) πρέ­πει να ξε­κι­νᾶ ἀ­πό την ἐ­πι­θυ­μί­α να κα­τα­στή­σει πιο συγ­κε­κρι­μέ­νη την κο­σμο­λο­γι­κή ἀρ­χή τοῦ δα­σκά­λου του. Μέ βά­ση τήν ἐμ­πει­ρί­α τῆς γή­ι­νης ἀ­τμό­σφαι­ρας φτά­νει στό συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι ὁ ἀ­έ­ρας ἀ­πο­τε­λεῖ τό πε­ρι­ε­χό­με­νο ὁ­λο­κλη­ρου τοῦ δι­α­στη­μι­κοῦ χώ­ρου ἤ μᾶλ­λον ὅ­τι ἡ ἀ­έ­ρι­νη μά­ζα ἀ­παρ­τί­ζει τό κο­σμι­κό δι­ά­στη­μα ὡς τά ἔ­σχα­τα ὅ­ριά του. Ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος εἶ­χε θε­ω­ρή­σει ὡς ἀρ­χή τοῦ κό­σμου τό ἀ­πέ­ραν­το δι­ά­στη­μα. Ὁ μα­θη­τής του τό γε­μί­ζει μέ τή μά­ζα τοῦ ἀ­έ­ρα. Ἔ­τσι ἡ κο­σμο­λο­γι­κή ἀρ­χή τοῦ δα­σκά­λου συγ­κε­κρι­με­νο­ποι­εῖ­ται. Αὐ­τή τήν ἀ­έ­ρί­νη μά­ζα, πού ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης τή θε­ω­ροῦ­σε ὡς πρώ­τη ὕ­λη καί γεν­νη­τι­κή αἰ­τί­α τοῦ κό­σμου, τήν ἐν­νο­οῦ­σε βέ­βαι­α, ὅ­πῶς καί οἱ ἄλ­λοι ὑ­λο­ζω­ι­στές τίς κο­σμο­λο­γι­κές ἀρ­χές τους, ὡς ἔμ­ψυ­χη καί αὐ­το­κί­νη­τη ἡ κα­λύ­τε­ρα ὡς ταυ­τό­ση­μη μέ τήν ψυ­χή καί συ­νε­κτι­κό δε­σμό τοῦ συμ­παν­τος. Τό γε­γο­νός ὅ­τι στόν ἀ­έ­ρα εἶ­ναι πιό ἔν­το­να αἰ­σθη­τή ἡ κι­νη­τι­κό­τη­τα ἀ­σφα­λῶς θά ἔ­παι­ξε τό ρό­λο του στήν ἐ­κλο­γή αὐ­τοῦ τοῦ σώ­μα­τος ὡς αὐ­το­κί­νη­της ἀρ­χῆς. ὉὉ ἴ­διος ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης λέ­ει στό δεύ­τε­ρο ἀ­πό­σπα­σμα του ὅ­τι, ὅ­πως ἡ ψυ­χή μας, πού εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­έ­ρας, μᾶς συ­νέ­χει, δη­λα­δή δι­α­σφα­λί­ζει τήν ἑ­νό­τη­τά μας, ἔ­τσι καί ὁ­λό­κλη­ρο τόν κό­σμο τόν συ­νέ­χει γύ­ρω τρι­γύ­ρω μιά πνο­ή καί ἕ­νας ἀ­έ­ρας : «Οἶ­ον ἡ ψυ­χή ἡ ἡ­μέ­τε­ρα ἀ­ήρ οὖ­σα συγ­κρα­τεὶ ἡ­μας, καί ὅ­λον τόν κό­σμον πνεῦ­μα καί ἀ­ήρ πε­ρι­έ­χει». Ὅ­πως πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Gigon 103, τό ἀ­πό­σπα­σμα μᾶς ὁ­δη­γε­ϊ στήν ἰ­δέ­α ἑ­νός κό­σμου, πού τό σῶ­μα του εἶ­ναι ζων­τα­νό ὅ­πως τό σῶ­μα τοῦ ἀν­θρώ­που. Γι’ αὐ­τή τή σύλ­λη­ψη ὁ πιό ἄ­με­σος πρό­δρο­μος τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη, ἀ­πό τήν πε­ρι­ο­χή τοῦ μύ­θου βέ­βαι­α, εἶ­ναι ὁ Ἐ­πι­με­νί­δης. Αὐ­τός εἶ­χε φαν­τα­στῆ ὡς πρῶ­το ὄν τοῦ κό­σμου τό θε­ό Ἀ­έ­ρα (βλ. σέλ. 340).

Ἕ­νας ὀ­πα­δός τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη ἕ­κα­το χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, ὁ Δι­ο­γέ­νης ὁ Ἀ­πολ λω­νιά­της, ἀ­να­νε­ώ­νει καί ἀ­να­πτύσ­σει τή θε­ω­ρί­α τοῦ ἀ­έ­ρα, ἐ­νι­σχύ­ον­τας τη μέ τή γνώ­ση τῆς ἐ­ξει­δι­κευ­μέ­νης φυ­σι­ο­λο­γί­ας. Ἀ­πό τά σω­ζό­με­να ἀ­πο­σπά­σμα­τα τοῦ ἔρ­γου του τό πέμ­πτο θά μπο­ροῦ­σε νά θε­ω­ρη­θῆ ὡς τό ἀρ­χαι­ό­τε­ρο ἑρ­μη­νευ­τι­κό σχό­λιο πά­νω στήν κο­σμο­λο­γι­κή ἀρ­χή τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη. Καί μοῦ φαί­νε­ται, λέ­ει ὁ Δι­ο­γέ­νης, ὅ­τι αὐ­τό πού κα­τέ­χει τή νό­η­ση εἶ­ναι ὅ,τι οἱ ἄν­θρω­ποι ὀ­νο­μά­ζουν ἀ­έ­ρα, καί αὐ­τό κυ­βερ­νᾶ τά πάν­τα καί εἶ­ναι κυ­ρί­αρ­χο πά­νω σέ ὅ­λα τά πράγ­μα­τα· δη­λα­δή μοῦ φαί­νε­ται ὅ­τι αὐ­τό τό ἴ­διο εἶ­ναι θε­ός καί φτά­νει παν­τοῦ καί δι­ευ­θε­τεῖ τά πάν­τα καί ὑ­πάρ­χει μέ­σα σέ ὁ,τι­δή­πο­τε. Καί δέν ὑ­πάρ­χει οὔ­τε ἕ­να πράγ­μα πού νά μή με­τέ­χει σ’ αὐ­τό· δέν με­τέ­χουν ὅ­μως ὅ­λα μέ τόν ἴ­διο τρό­πο, ἀλ­λά ὑ­πάρ­χουν πολ­λοί τρό­ποι καί τοῦ ἴ­διου τοῦ ἀ­έ­ρα καί τῆς νό­η­σης· για­τί ὁ ἀ­έ­ρας ἐκ­δη­λώ­νε­ται μέ πολ­λούς τρό­πους, δη­λα­δή εἶ­ναι καί πιό θερ­μός καί πιό ψυ­χρός καί πιό ξη­ρός καί πιό ὑ­γρός καί πιό ἀρ­γο­κί­νη­τος καί πιό γρή­γο­ρος, καί ἔ­χει μέ­σα του πολ­λούς ἄλ­λους τύ­πους με­τα­βο­λῆς καί ἄ­πει­ρους τύ­πους ὀ­σμῆς καί χρώ­μα­τος : «Καί μοί δο­κεῖ τό τήν νό­η­σιν ἔ­χον εἶ­ναι ὁ ἀ­ήρ κα­λού­με­νος ὑ­πό τῶν ἄν­θρω­πων καί ὑ­πό τού­του πάν­τα και κυ­βερ­νᾶ­σθαι και πάν­των κρα­τεῖν· αὐ­τό γάρ μοι τοῦ­το θε­ός δο­κεῖ μοι εῖ­ναι και ἐ­πί πᾶν ά­φῖ­χθαι και πάν­τα δι­α­τι­θέ­ναι και ἐν παν­τί ἐ­νεῖ­ναι. Και ἔ­στιν οὐ­δέ ἕν ὅ τι μη με­τέ­χει τού­του· με­τέ­χει δε οὐ­δέ ἑν ὁ­μοί­ως το ἑ­τε­ρον τῷ ἑ­τέ­ρῳ, ἀλ­λά πολ­λοί τρό­ποι και αυ­τό­ῦ τοῦ ἀ­έ­ρος και τα­ῆς νο­ή­σιός εἰ­σίν· ἔ­στι γάρ πο­λύ­τρο­πος, καί θερ­μό­τε­ρος καί ψυ­χρό­τε­ρος και ξη­ρό­τε­ρος καί ὑ­γρό­τε­ρος καί στα­σι­μώ­τε­ρος καί ὀ­ξυ­τέ­ρην κί­νη­σιν ἔ­χων, καί ἄλ­λαι πολ­λαί ἑ­τε­ροι­ώ­σι­ες ἔ­νει­σι καί ἡ­δο­νῆς καί χροι­ῆς ἄ­πει­ροι». Και ἡ ψυ­χή ὅ­λων τῶν ζῴ­ων, συ­νε­χί­ζει ὁ Δι­ο­γέ­νης, εἶ­ναι τό ἴ­διο πράγ­μα, δη­λα­δή ἀ­έ­ρας, πού εἶ­ναι πιό θερ­μός βέ­βαι­α ἀ­πό ἐ­κεῖ­νον πού μᾶς πε­ρι­βάλ­λει ἐ­ξω­τε­ρι­κά, ἀλ­λά πιό ψυ­χρός ἀ­πό ἐ­κεῖ­νον πού ἀ­νή­κει στή σφαῖ­ρα τοῦ ἥ­λιου. Καί ἡ θερ­μό­τη­τα αὐ­τή, λέ­ει, δέν εἶ­ναι ὅ­μοι­α ἀ­νά­με­σα σ’ ὁ­λα τά ζῶ­α (ἀ­φοῦ δέν εἶ­ναι οὔ­τε ἀ­νά­με­σα στούς ἀν­θρώ­πους), ἀλ­λά εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κή ὄ­χι βέ­βαι­α σέ με­γά­λο βαθ­μό, ἀρ­κε­τά ὅ­μως ὥ­στε νά πα­ραλ­λάσ­σουν. Στ’ ἀ­λή­θεια λοι­πόν, λέ­ει, κα­νέ­να ἀ­π’ ὅ­σα με­τα­βάλ­λον­ται δέν μπο­ρεῖ νά γί­νει ὅ­μοι­ο μέ κά­τι ἄλ­λο, προ­τοῦ γί­νει ταυ­τό­ση­μο στήν οὐ­σί­α. Ἀ­φοῦ λοι­πόν, συ­νε­χί­ζει, οἱ τρό­ποι τῆς με­τα­βο­λῆς εἶ­ναι ποι­κί­λοι, ποι­κί­λα καί πολ­λά εἶ­ναι καί τά ζῷ­α καί ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ πλή­θους τῶν τύ­πων τῆς με­τα­βο­λῆς δέν μοιά­ζουν με­τα­ξύ τους οὔ­τε στή μορ­φή οὔ­τε στή δί­αι­τα οὔ­τε στή νο­η­μο­σύ­νη: «Καί πάν­των τῶν ζῴ­ων δέ ἡ ψυ­χή τό αὐ­τό ἔ­στιν, ἀ­ήρ θερ­μό­τε­ρος μέν τοῦ ἔ­ξω ἐν ᾦ ἐ­σμεν τοῦ μέν­τοι πα­ρά τῷ ἡ­λί­ῳ πολ­λόν ψυ­χρό­τε­ρος. Ὅ­μοι­ον δέ τοῦ­το τό θερ­μόν οὐ­δε­νός τῶν ζῴ­ων ἔ­στιν (ἐ­πεί οὐ­δέ τῶν ἀν­θρώ­πων ἀλ­λή­λοις), ἀλ­λά δι­α­φέ­ρει μέ­γα μέν οὔ, ἀλ­λ’ ὥ­στε πα­ρα­πλή­σια εἶ­ναι. Οὐ μέν­τοι ἀ­τρε­κέ­ως γέ ὅ­μοι­ον οὐ­δέν οἶ­ον τέ γε­νέ­σθαι τῶν ἑ­τε­ροι­ου­μέ­νων ἕ­τε­ρον τῷ ἑ­τέ­ρῳ, πρίν το αὐ­τό γέ­νη­ται. Ἅ­τε οὖν πο­λυ­τρό­που ἐ­ού­σης τα­ῆς ἑ­τε­ροι­ώ­σιος πο­λύ­τρο­πα και τά ζῷ­α καί πολ­λά καί οὔ­τε ἰ­δέ­αν ἀλ­λή­λοις ἐ­οι­κό­τα οὔ­τε δί­αι­ταν οὔ­τε νό­η­σιν ὑ­πό τοῦ πλή­θε­ος τῶν ἑ­τε­ροι­ώ­σε­ων». Καί κα­τα­λή­γει ὁ Δι­ο­γέ­νης : Ὅ­μως ὅ­λα μέ τήν ἴ­δια οὐ­σί­α καί ζοῦν καί βλέ­πουν καί ἀ­κοῦν, καί ἔ­χουν καί τίς ἄλ­λες πνευ­μα­τι­κές λει­τουρ­γί­ες ἀ­πό τήν ἴ­δια οὐ­σί­α: «Ὅ­μως δέ πάν­τα τῷ αὐ­τῷ καί ζῇ καί ὁ­ρᾷ καί ἀ­κου­ει, καί τήν ἄλ­λην νό­η­σιν ἔ­χει ἀ­πό τοῦ αὐ­τοῦ πάν­τα».

Ὁ ἀ­έ­ρας τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη, ὁ­πως μᾶς βε­βαι­ώ­νουν οἱ μαρ­τυ­ρί­ες 5. 6 και 7 εἶ­ναι ἄ­πει­ρος, καί κα­τά τή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Ἰπ­πο­λύ­του, «Ἔ­λεγ­χος» 1, μάρτ. 7 σ’ αὐ­τόν ὀ­φεί­λουν τή γέ­νε­σή τους καί τά τω­ρι­νά καί τά πε­ρα­σμέ­να καί τά μελ­λον­τι­κά καί οἱ θε­οί καί τά ἀ­θά­να­τα πράγ­μα­τα καί ὅ­λα τά ἄλ­λα πού προ­έρ­χον­ται ἀ­πό αὐ­τά : «Ἐξ οὗ τά γι­νό­με­να καί τά γε­γο­νό­τα καί τά ἐ­σό­με­να καί θε­ούς καί θεῖ­α γί­νε­σθαι, τά δέ λοι­πά ἐκ τῶν τού­του ἀ­πο­γό­νων». Ὁ­λό­κλη­ρο τό κο­σμι­κό σύ­στη­μα ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης τό ἐ­ξη­γεῖ μέ τήν ἀ­ραί­ω­ση καί τήν πύ­κνω­ση τοῦ ἀ­έ­ρα. Οἱ ποι­κί­λες οὐ­σί­ες δέν ἀν­τι­πο­ο­σω­πεύ­ουν πα­ρά βαθ­μούς τῆς πυ­κνό­τη­τάς του. Συγ­κε­κρι­μέ­να, ὁ ἀ­έ­ρας ὅ­ταν ἀ­ραι­ώ­νε­ται γί­νε­ται φω­τιά, ὅ­ταν πυ­κνώ­νε­ται, ἄ­νε­μος, ὕ­στε­ρα σύν­νε­φο, νε­ρό, χώ­μα, πέ­τρω­μα, καί ἀ­πό αὐ­τά ὅ­λα τά ἄλ­λα. Ἡ κί­νη­ση τοῦ ἀ­έ­ρα εἶ­ναι αἰ­ώ­νια, καί ἀ­πο­τε­λεῖ τήν αἰ­τί­α τῶν με­τα­βο­λῶν: «Δι­α­φέ­ρειν [sc. τόν ἀ­έ­ρα] μα­νό­τη­τι καί πυ­κνό­τη­τι κα­τά τάς οὐ­σί­ας. Και ἀ­ραι­ού­με­νον μέν πῦρ γί­νε­σθαι, πυ­κνού­με­νον δε ἄ­νε­μον, εἶ­τα νέ­φος, ἔ­τι δε μᾶλ­λον ὕ­δωρ, εἶ­τα γῆν, εἶ­τα λί­θους, τά δε ἄλ­λα ἐκ τού­των. Κί­νη­σιν δε και οὗ­τος [sic ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης] ἀί­διον ποι­εῖ δι­’­ἥν και την με­τα­βο­λήν γί­νε­σθαι». Δυ­στυ­χῶς, ὅ­πως συμ­βαί­νει και με τους προ­η­γού­με­νους ὑ­λο­ζω­ι­στές, ἔ­τσι καί στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη ἡ ἀ­πώ­λεια τοῦ κει­μέ­νου του μᾶς στε­ρεῖ πολ­λές γνώ­σεις ἀ­πό τή θε­ω­ρί­α του στίς λε­πτο­μέ­ρει­ές της. Τίς πα­ρα­πά­νω εἰ­δή­σεις τίς ὀ­φεί­λο­με στήν ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή πα­ρά­δο­ση. Ἡ δι­α­τύ­πω­ση εἶ­ναι τοῦ Σιμ­πλι­κί­ου, «Εἰς Φυ­σι­κῆς» 24, 28 ἑπ. = μάρτ. 5.

Μέ τήν ἀρ­χή τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη πα­ρα­τη­ροῦ­με μιά ὀ­πι­σθο­δρό­μη­ση καί μιά πρό­ο­δο στό κο­σμο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα τῶν Ἑλ­λή­νων. Ἀ­πό τή μιά ση­μει­ώ­νε­ται ἐ­πι­στρο­φή σ’ ἕ­να φυ­σι­κό σῶ­μα προ­σι­τό στήν ἄ­με­ση ἐμ­πει­ρί­α καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη ξε­πέ­ρα­σμα τῆς ἀ­να­ξι­μαν­δρι­κης ἀν­τί­λη­ψης ὅ­τι τό ζε­στό καί τό κρύ­ο εἶ­ναι αὐ­θυ­πό­στα­τες οὐ­σί­ες (βλ. σέλ. 349), για­τί ἐ­δῶ ἑρ­μη­νεύ­ον­ται ὡς ποι­ο­τι­κές κα­τα­στά­σεις τοῦ ἀ­έ­ρα, πού ὅ­μως ἔ­χουν τή βά­ση τους σέ ἀ­να­λο­γί­ες πο­σο­τι­κές. Πρέ­πει νά ὁ­μο­λο­γή­σο­με ὅ­τι ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης κα­τορ­θώ­νει ἐ­πι­δέ­ξια νά πε­ρι­σώ­σει τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς ἀρ­χι­κής αἰ­τί­ας τοῦ κό­σμου, γε­γο­νός πού τόν ἀ­πο­δει­κνύ­ει μο­νι­στή μέ συ­νέ­πεια. Ὁ μο­νι­σμός τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη μέ τόν ἀ­έ­ρα προ­ε­τοι­μά­ζει τό μο­νι­σμό τοῦ Ἡ­ρα­κλεί­του μέ τή φω­τιά.

Ἀ­πό τήν ἀ­να­ξι­με­νι­κή κο­σμο­γέ­νε­ση οἱ ἀρ­χαῖ­ες μαρ­τυ­ρί­ες μᾶς ἐ­πι­τρέ­πουν νά σχη­μα­τί­σο­με τήν ἀ­κό­λου­θη εἰ­κό­να : Μέ τή συμ­πύ­κνω­ση τοῦ ἀ­ε­ρα, ὅ­πως μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὁ Ψευ­δο-Πλού­ταρ­χος, «Στρω­μα­τεῖς» 3 = μάρτ. 6, σχη­μα­τί­στη­κε πρῶ­τα ἡ γῆ, καί ἀ­πό τή μά­ζα της τά ἄλ­λα οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα : «Πί­λου­μέ­νου δέ τοῦ ἀ­έ­ρος πρώ­την γε­γε­νῆ­σθαι τήν γῆν κτλ., καί τόν ἥ­λιον καί τήν σε­λή­νην καί τά λοι­πά ἄ­στρα τήν ἀρ­χήν τα­ῆς γε­νέ­σε­ως ἔ­χειν ἐκ γῆς». Γιά τόν τρό­πο πού ἔ­γι­νε αὐ­τό ὁ Ἰπ­πό­λυ­τος, «Ἔ­λεγ­χος» 1,7,5= μάρτ. 7, ση­μει­ώ­νει ὅ­τι ἡ ὑ­γρα­σί­α τῆς γῆς ἐ­ξα­τμί­στη­κε, ἀ­ραι­ώ­θη­κε καί γί­νη­κε φω­τιά, πού ἔ­μει­νε με­τέ­ω­ρη καί δι­α­μορ­φώ­θη­κε σέ ἄ­στρα: «Γε­γο­νέ­ναι δέ τά ἄ­στρα ἐκ γῆς διά τό τήν ἰκ­μά­δα ἐκ ταύ­της ἀ­νί­στα­σθαι, ἧς ἀ­ραι­ου­μέ­νης τό πῦρ γί­νε­σθαι, ἐκ δέ τοῦ πυ­ρός με­τε­ω­ρι­ζο­μέ­νου τούς ἀ­στέ­ρας συ­νί­στα­σθαι». Ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη εἶ­ναι μᾶλ­λον πα­ραλ­λα­γή ἐ­κεί­νης τοῦ δα­σκά­λου του. Καί ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος (βλ. σέλ. 349) δε­χό­ταν ὡς πρώ­τη δι­α­μόρ­φω­ση τῆς ὕ­λης καί κέν­τρο τοῦ κό­σμου τόν ὄγ­κο τῆς γῆς, ἀ­π’ ὅ­που μέ ἔ­κρη­ξη ἀ­πο­σπά­στη­καν τμή­μα­τά της καί ἀ­πο­τέ­λε­σαν τά οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα. Στόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη γί­νε­ται πιό ξε­κά­θα­ρη ἡ γε­ω­κεν­τρι­κή ἀν­τί­λη­ψη. Ὅ,τι πι­στεύ­ει ὁ ση­με­ρι­νός ἄν­θρω­πος γιά τό ρό­λο τῆς μά­ζας τοῦ ἥ­λιου στό ἡ­λια­κό μας σύ­στη­μα, οἱ ἀρ­χα­ϊ­κοί Ἕλ­λη­νες τό πί­στευ­αν γιά τή μά­ζα τῆς γῆς. Ἐ­δῶ θά μπο­ροῦ­σε κα­νείς νά προ­σθέ­σει ὅ­τι ἡ ἰ­δέ­α τῆς κα­τα­γω­γῆς τοῦ οὐ­ρα­νοῦ ἀ­πό τή γῆ ἔ­χει ρί­ζες στήν ἑλ­λη­νι­κή σκέ­ψη, ἀ­φοῦ στόν Ἡ­σί­ο­δο, «Θε­ο­γο­νί­α» 126 ἔπ., 150 χρό­νια πρίν ἀ­πό τόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη, δι­α­βά­ζο­με : «Γαῖ­α δέ τοι πρῶ­τον μέν ἐ­γεί­να­το ἴ­σον ἑ­ω­υ­τῇ | Οὐ­ρα­νόν ἀ­στε­ρό­ενθ’, ἵ­να μιν πε­ρί­πᾶ­σαν ἐ­έρ­γει,| ὄ­φρ’ εἴ­η μα­κά­ρεσ­σι θε­οῖ­ςἕ­δος ἀ­σφα­λές αἰ­εί». Ἡ δο­ξο­γρα­φί­α τοῦ Ἀ­ε­τί­ου 2,2,4= μαρτ. 12 ἀ­πο­δί­δει στον Ἀ­να­ξι­μέ­νη τη θε­ω­ρί­α ὅ­τι ὁ κό­σμος ἔ­χει κί­νη­ση ὅ­μοι­α με την πε­ρι­στρο­φή τα­ῆς μυ­λό­πε­τρας, ἐ­νῶ στον Ἀ­να­ξί­μαν­δρο προ­σγρά­φει τή γνώ­μη ὅ­τι ἡ κί­νη­ση τοῦ κό­σμου εἶ­ναι ὅ­μοι­α μέ τήν πε­ρι­στρο­φή τοῦ τρο­χοῦ. Ἄν οἱ εἰ­δή­σεις αὐ­τές ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται στά πράγ­μα­τα, ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης πρέ­πει νά εἶ­χε τρο­πο­ποι­ή­σει ἐ­λα­φρά τήν ἄ­πο­ψη τοῦ δα­σκά­λου του. Σύμ­φω­να μέ τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Σιμ­πλι­κί­ου, «Εἰς Φυ­σι­κῆς» 1121,12 ἔπ. 11, ὁ κό­σμος τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη εἶ­ναι αἰ­ώ­νιος καί φθαρ­τός. Ἡ θέ­ση αὐ­τή δέν συν­θέ­τει βέ­βαι­α οὔ­τε ὀ­ξύ­μω­ρο οὔ­τε πα­ρα­δο­ξο­λό­γη­μα. Ὁ κό­σμος εἶ­ναι αἰ­ώ­νιος, για­τί ὑ­πάρ­χει πάν­τα, ἀλ­λά εἶ­ναι καί φθαρ­τός, για­τί ὁ­λο­έ­να με­τα­βάλ­λε­ται, ἑ­πο­μέ­νως ὑ­πάρ­χει πάν­τα, χω­ρίς πο­τέ νά εἶ­ναι ὁ ἴ­διος. Καί σ’­αὐ­τή τήν ἀν­τί­λη­ψη ὁ μα­θη­τής δέν ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται πο­λύ ἀ­πό τό δά­σκα­λο σέλ. 349 ἑπ.).

 Ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης ἐ­πε­ξερ­γά­ζε­ται καί συμ­πλη­ρώ­νει τήν εἰ­κό­να πού εἶ­χαν σχη­μα­τί­σει γιά τόν κό­σμο οἱ προ­η­γού­με­νοι ὑ­λο­ζω­ι­στές συμ­πο­λί­τες του. Τον οὐ­ρά­νιο χῶ­ρο, κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ἀ­έ­τιου 2,11,1 = μάρτ. 13, ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης τόν φαν­τά­ζε­ται σάν μιά σφαῖ­ρα, πού κλεί­νει μέ­σα της, καί στό κέν­τρο της, τή γῆ. Ὁ δο­ξο­γρά­φος πι­στεύ­ει ὅ­τι σ’ αὐ­τή τή θέ­ση ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης ἔ­χει μα­θη­τή τόν Παρ­με­νί­δη: «Ἀ­να­ξι­μέ­νης καί Παρ­με­νί­δης την πε­ρι­φο­ράν τήν ἐ­ξω­τά­τω τῆς γῆς εἶ­ναι τόν οὐ­ρα­νόν». Τή σφαῖ­ρα αὐ­τή ὁ τε­λευ­ταῖ­ος ὑ­λο­ζω­ι­στής πρέ­πει νά τή φαν­τα­ζό­ταν σάν σῶ­μα στε­ρε­ό μέ­νο ἀ­πό κά­ποι­α κρυ­σταλ­λι­κή μά­ζα, ἀ­φοῦ ὁ ἴ­διος δο­ξο­γρά­φος, : μάρτ. 14, τοῦ προ­σγρά­φει τήν αἰ­γυ­πτια­κῆς ἴ­σως κα­τα­γω­γής ἄ­πο­ψη ὅ­τι τά ἄ­στρα εἶ­ναι καρ­φω­μέ­να σάν καρ­φιά πά­νω στήν κρυ­σταλ­λώ­δη ἐ­πι­φά­νεια τοῦ οὐ­ρα­νοῦ : «Ἥ­λων δί­κην κα­τα­πε­πηγ­μέ­να τά ἄ­στρα τῷ κρυ­σταλ­λο­ει­δεῖ». Ἡ θέ­ση αὐ­τή προ­φα­νῶς ἀ­να­φέ­ρε­ται στούς ἀ­πλα­νεῖς, για­τί οἱ πλα­νῆ­τες στή θε­ώ­ρη­ση τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη με­τε­ω­ρί­ζον­ται, ὅ­πως θά δοῦ­με, στόν ἀ­έ­ρα καί ἀ­κο­λου­θοῦν τρο­χι­ές. Ἡ ἐκ­δο­χή γιά τόν οὐ­ρά­νιο θό­λο ὡς κρυ­σταλ­λι­κή μά­ζα εἶ­ναι βέ­βαι­α ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς ἀ­να­ξι­μαν­δρι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας, μάρτ. 17, ὅ­τι ὁ οὐ­ρα­νός εἶ­ναι κα­μω­μέ­νος ἀ­πό ἕ­να μίγ­μα θερ­μοῦ καί ψυ­χροῦ, ἀλ­λά μᾶς ὁ­δη­γεῖ πο­λύ πί­σω, στό προ­ε­πι­στη­μο­νι­κό στά­διο τῆς ζω­ῆς τῶν Ἕλ­λή­νων ὁ οὐ­ρα­νός ἦ­ταν νο­η­τός σάν σῶ­μα στε­ρε­ό. Στόν Ὅ­μη­ρο, «Ἰ­λιάς» Ρ «Ὀ­δύσ­σεια» Γ 2, ὁ 329 καί ρ 565, ὁ οὐ­ρα­νός πε­ρι­γρά­φε­ται ἄλ­λο­τε χάλ­κι­νος καί ἄλ­λο­τε ὡς σι­δε­ρέ­νιος. Στό κέν­τρο τῆς οὐ­ρά­νιας σφαί­ρας βρί­σκε­ται, ὅ­πως εἴ­πα­με, ἡ γῆ, πού κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ἀ­ε­τί­ου 3,10,3 20, εἶ­ναι τρα­πε­ζό­σχη­μη, πράγ­μα πού ση­μαί­νει ὅ­τι ἐ­δῶ ἔ­χο­με σχη­μα­τι­κή πα­ραλ­λα­γή τοῦ ἐ­πί­πε­δου τοῦ Θα­λή (βλ. σέλ. 347) καί τοῦ σπον­δύ­λου τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου (βλ. σέλ. 352). Ὅ­πως ὁ πρῶ­τος ὑ­λο­ζω­ι­στής τή φαν­τά­ζε­ται νά πλέ­ει πά­νω στό νε­ρό (βλ. σέλ. 347) καί ὁ δεύ­τε­ρος νά με­τε­ω­ρί­ζε­ται στό κέν­τρο τοῦ ἀ­πέ­ραν­του χώ­ρου (βλ. σέλ. 00), ἔ­τσι καί ὁ τρί­τος καί τε­λευ­ταῖ­ος τα­ῆς σχο­λῆς τα­ῆς Μι­λή­του τη θέ­λει ν’­ἀ­κουμ­πᾶ πά­νω σ’­ἕ­να στρῶ­μα ἀ­έ­ρος. Ἡ ἀν­τί­λη­ψη αὐ­τή θη­τεύ­ει στο γε­νι­κό κρι­τή­ριο τα­ῆς σχο­λῆς, ὅ­τι ἡ γῆ πρέ­πει να στη­ρί­ζε­ται πά­νω στην άρ­χι­κή ὕ­λη τοῦ σύμ­παν­τος, εἴ­τε τη λέ­με νε­ρό εἴ­τε ἄ­πει­ρο εἴ­τε ἀ­έ­ρα. Ἀ­πό φυ­σι­κο­τε­χνι­κή ἄ­πο­ψη ὁ με­τε­ω­ρι­σμός τῆς γῆς ἑρ­μη­νεύ­ε­ται μέ τό με­γά­λο πλά­τος, πού κα­τά τήν ὁ­μό­φω­νη βε­βαί­ω­ση τῶν ἀρ­χαί­ων μαρ­τυ­ρι­ῶν (6, 7 καί 20) τῆς ἀ­να­γνω­ρί­ζει ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης. Ὅ­πως ἐ­ξη­γεῖ ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, «Πε­ρί οὐ­ρα­νοῦ» Β 13, 294b 13 ἑπ. = μάρτ. 20, πού προ­σθέ­τει στόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη καί ὀ­πα­δούς γι’ αὐ­τή του τήν ἀν­τί­λη­ψη τόν Ἀ­να­ξα­γό­ρα καί τό Δη­μο­κρι­το, «τό πλά­τος αἴ­τιον εἶ­ναί φα­σι τοῦ μέ­νειν αὐ­τήν. Οὐ γάρ τέ­μνειν ἀλ­λ’ ἐ­πι­πω­μα­τί­ζειν τόν ἀ­έ­ρα τόν κά­τω­θεν». Ὁ ἥ­λιος καί τό φεγ­γά­ρι, πού, ὁ­πως καί τά ἄλ­λα οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα, εἶ­ναι, κα­θώς εἴ­δα­με, ἀ­πο­σπά­σμα­τα τῆς γή­ι­νης μά­ζας, σύμ­φω­να μέ τίς μαρ­τυ­ρί­ες τοῦ Ἀ­ε­τί­ου 2, 20,2 καί 2,22,1 = μάρτ. 15, ἐ­πί­σης 2,25,2 = μάρτ. 16, καί τοῦ Ἰπ­πο­λύ­του, «Ἔ­λεγ­χος» 2,7,4 == μάρτ. 7, θε­ω­ροῦν­ται ἀ­πό τόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη κα­μω­μέ­να ἀ­πό φω­τιά, μέ πλά­τος πού τούς ἐ­πι­τρέ­πει νά στη­ρί­ζον­ται στά στρώ­μα­τα τοῦ ἀ­έ­ρα. Γιά τήν πυ­ρα­κτω­μέ­νη μά­ζα τοῦ ἥ­λιου ὁ Ψευ­δο-Πλού­ταρ­χος, «Στρω­μα­τεῖς» 3= μάρτ. 6, μᾶς δι­α­βι­βά­ζει τήν ἀ­να­ξι­με­νι­κή αἰ­τι­ο­λό­γη­ση : «Διά τήν ὀ­ξεῖ­αν κί­νη­σιν καί μά­λ’ ἱ­κα­νῶς θερ­μήν ταύ­την καῦ­σιν λα­βεῖν». Ὅ­σο γιά τό φῶς τοῦ φεγ­γα­ριοῦ, ὁ Θέ­ων ὁ Σμυρ­ναῖ­ος 198,14= μάρτ. 16, λέ­γον­τας ὅ­τι «ἐκ τοῦ ἥ­λιου ἔ­χει τό φῶς» πα­ρου­σιά­ζει τόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη νά μέ­νει πι­στός στή θε­ω­ρί­α τοῦ Θα­λή. Ὁ Gigon 109 πα­ρα­τη­ρεῖ εὔ­στο­χα ὅ­τι μέ τόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη ἡ ἑλ­λη­νι­κή σκέ­ψη ἔ­χει ἀρ­χί­σει νά ἀ­να­γνω­ρί­ζει στόν ἥ­λιο μιά θέ­ση κεν­τρι­κή, ἀ­φοῦ τόν θε­ω­ρεῖ, ὅ­πως θά δοῦ­με, πη­γή ὅ­λων τῶν με­τε­ω­ρο­λο­γι­κῶν φαι­νο­μέ­νων. Ὁ ἐ­ρευ­νη­τής αὐ­τος ἔ­χει ἐ­πί­σης δί­κιο, ὅ­ταν ἀ­να­ζη­τεῖ στίς ρί­ζες αὐ­τῆς της ἀ­να­ξι­με­νι­κῆς θε­ω­ρί­ας τό ρό­λο πού ἔ­παι­ξαν ἑλ­λη­νι­κές καί ἀ­να­το­λι­κές δο­ξα­σί­ες γιά τό θε­ό Ἥ­λιο.

Ὅ­ταν ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης, σύμ­φω­να μέ τίς μαρ­τυ­ρί­ες τοῦ Ἀ­ε­τί­ου 2,13,10 = μάρτ. 14 καί τοῦ Ἰπ­πο­λύ­του, «Ἔ­λεγ­χος» 1,7,4= μάρτ. 7, θε­ω­ρεῖ τά ἄ­στρα «πύ­ρι­να», δέν κά­νει ἄλ­λο ἀ­πό τό νά μέ­νει πι­στός σέ πά­για ἡ­δη ἀν­τί­λη­ψη (βλ. σέλ. 347 καί 350). Καί ἡ ἐ­ξή­γη­ση τοῦ για­τί δέν γί­νε­ται αἰ­σθη­τή ἡ θερ­μό­τη­τά τους στή γῆ ἔρ­χε­ται ἀ­πό τόν Ἰπ­πό­λυ­το, «Ἔ­λεγ­χος» 1,7,6= μάρτ. 7 : «Διά τό μῆ­κος τῆς ἀ­πο­στά­σε­ως». Ὁ Ἰπ­πό­λυ­τος μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ἀ­κό­μα, καί μα­ζί του συμ­φω­νοῦν ὁ Ἀ­έ­τιος 2,16,6= μάρτ. 14 καί ὁ Δι­ο­γέ­νης 2, 3 = μάρτ. 1, ὅ­τι κα­τά τόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη τά ἄ­στρα, πού «ὅ­πως καί ἡ γῆ ἀ­κουμ­ποῦν στόν ἀ­έ­ρα, κι­νοῦν­ται σέ τρο­χι­ές πού περ­νοῦν ὄ­χι κά­τω ἀ­πό τή γῆ ἀλ­λά γύ­ρω ἀ­πό αὐ­τή, καί ἀ­κρι­βῶς, σύμ­φω­να μέ τήν ἐ­ξή­γη­ση τοῦ Ἰπ­πο­λύ­του, πού πρέ­πει νά δι­α­σώ­ζει αὐ­θεν­τι­κή πα­ρο­μοί­ω­ση τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη, οἱ τρο­χι­ές τῶν ἄ­στρων γύ­ρω ἀ­πό τή γῆ εἶ­ναι ὅ­πως ὁ γύ­ρος τοῦ κα­πέλ­λου στό κε­φά­λι. Τό πρό­τυ­πο τῆς θέ­σης αὐ­τῆς τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη ἴ­σως βρί­σκε­ται στούς Βα­βυ­λω­νί­ους. Ἡ δι­δα­σκα­λί­α γιά τήν κί­νη­ση τῶν ἄ­στρων ἀ­να­φέ­ρε­ται φυ­σι­κά στούς πλα­νή­τες, ἀ­φοῦ οἱ ἀ­πλα­νεῖς θε­ω­ροῦν­ται, ὅ­πως εἴ­πα­με, σάν καρ­φιά καρ­φω­μέ­να στην ἐ­σω­τε­ρι­κή ἐ­πι­φά­νεια τοῦ κρυ­στάλ­λι­νου τει­χώ­μα­τος τοῦ οὐ­ρά­νιου θό­λου.

Ἀ­κο­λου­θών­τας τό πνεῦ­μα μί­ας ἐ­πο­χῆς, πού με­λε­τοῦ­σε μέ πά­θος τά πό φυ­σι­κά φαι­νό­με­να καί προ­σπα­θοῦ­σε νά τά ἑρ­μη­νεύ­σει (πρβλ. σέλ. 352 ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης ἀ­σχο­λή­θη­κε καί μέ τή με­τε­ω­ρο­λο­γί­α. Κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, «Με­τε­ω­ρο­λο­γι­κά» Β 7, 365b 6 ἑπ. = μάρτ. 21, ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης ἐ­ξη­γεῖ τους σει­σμούς ἀ­πό τά ρήγ­μα­τα τῆς γῆς, πού ἔ­χουν τήν αἰ­τί­α σέ κά­ποι­α ξη­ρα­σί­α, ὁ­πό­τε συμ­βαί­νουν κα­το­λι­σθή­σεις. Τίς τρο­πές ἄ­στρων τίς ἀ­πο­δί­δει κα­τά τόν Ἀ­έ­τιο 2,23,1 = μάρτ. 15 στήν ἐ­ξώ­θη­ση ἀ­πό πυ­κνό ἀν­τι­κρου­ό­με­νο ἀ­έ­ρα. Ὁ ἄ­νε­μος κα­τά τίς μαρ­τυ­ρί­ες τοῦ Γα­λη­νοῦ «Εἰς Ἱπ­πο­κρά­τους Πε­ρί χυ­μῶν» 3,16,395 = μάρτ. 19, καί τοῦ Ἱπ­πο­λύ­του «Ἔ­λεγ­χος» 1,7,7= μάρτ. 7, δέν εἶ­ναι πα­ρά συμ­πυ­κνω­μέ­νος ἀ­έ­ρας, πού κι­νεῖ­ται βί­αι­α σπρωγ­μέ­νος ἀ­πό κά­ποι­α αἰ­τί­α καί ἴ­σως ἐμ­πε­ρι­έ­χει νε­ρό. Ἄν ὁ Ἀ­έ­τιος 3,7,1 = μάρτ. 24, προ­σκο­μί­ζει κά­ποι­α σω­στή εἴ­δη­ση, πρέ­πει καί ὁ δά­σκα­λος τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη νά θε­ω­ροῦ­σε τόν ἄ­νε­μο δι­α­μόρ­φω­ση τοῦ ἀ­έ­ρα, μέ τή δι­α­φο­ρά ὁ­τι ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος κα­τά τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, «Με­τε­ω­ρο­λο­γι­κά» Β 1, 353b 6 ἑπ. = μάρτ. 27, ἐ­ξη­γοῦ­σε τήν κί­νη­ση τοῦ ἀ­νέ­μου ἀ­πό τίς ἐ­ξα­τμί­σεις πού ἐ­νερ­γεῖ ὁ ἥ­λιος. Τά σύν­νε­φα σχη­μα­τί­ζον­ται πα­χυν­θέν­τος ἐ­πί πλεῖ­ον τοῦ ἀ­έ­ρος», καί μέ τή συμ­πί­ε­σή τους ἡ βρο­χή ( 7 καί 17). Τό χα­λά­ζι ὀ­φεί­λε­ται στό πή­ξι­μο τοῦ νε­ροῦ τῆς βρο­χῆς κα­τά τήν κά­θο­δό του. Τό χι­ό­νι κα­τά τόν Ἀ­έ­τιο 3,4,1 = μάρτ. 17, γί­νε­ται ὅ­ταν τό νε­ρό πά­ρει μα­ζί του καί κά­ποι­α πνο­ή ἀ­έ­ρα, ἐ­νῶ κα­τά τόν Ἱπ­πό­λυ­το, «Ἔ­λεγ­χος» 1,7,7 = μάρτ. 7, ὅ­ταν τά ἴ­δια τά σύν­νε­φα εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ὑ­γρά καί πή­ξουν, προ­τοῦ ἀ­να­λυ­θοῦν σέ νε­ρό. Οἱ ἴ­δι­ες μαρ­τυ­ρί­ες μᾶς προ­σκο­μί­ζουν στοι­χεῖ­α καί γιά τό πῶς ἐ­ξη­γεῖ ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης τίς ἀ­στρα­πές. Αὐ­τές γί­νον­ται ὅ­ταν σκί­ζον­ται τά σύν­νε­φα. Ἡ ἐ­ξή­γη­ση αὐ­τή ταυ­τί­ζε­ται μ’ ἐ­κεί­νη τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου (μάρτ. 23). Ὁ Ἀ­έ­τιος 3,3,2= μάρτ. 17, δι­α­σώ­ζει καί μιά με­τα­φο­ρι­κή εἰ­κό­να τῆς ἀ­να­ξι­με­νι­κῆς ἑρ­μη­νεί­ας γιά τήν ἀ­στρα­πή, ὅ­ταν λέ­ει «προ­στι­θείς [sc. ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης] τό ἐ­πί τῆς θα­λάσ­σης, ἥ­τις σχι­ζο­μέ­νη ταῖς κὠ­παις πα­ρα­στίλ­βει». Τέ­λος τό οὐ­ρά­νιο τό­ξο σχη­μα­τί­ζε­ται, ὅ­ταν οἱ ἀ­κτί­νες τοῦ ἥ­λιου πέ­σουν κα­τά τόν Ἀ­έ­τιο 3,5,10= μάρτ. 18 πά­νω σέ πυ­κνό καί μαῦ­ρο σύν­νε­φο, ἐ­νῶ κα­τά τόν Ἰπ­πό­λυ­το, «Ἔ­λεγ­χος» 1,7,8 = μάρτ. καί τά Σχό­λια στόν Ἄ­ρα­το 515,27 = μάρτ. 18, ὅ­ταν πέ­σουν σέ πα­χύ καί πυ­κνό ἀ­έ­ρα. Ὅ­λες αὐ­τές οἱ πα­ρα­τη­ρή­σεις, πού γιά τό ση­με­ρι­νό ἄν­θρω­πο ἔ­χουν ἐ­λά­χι­στο ἐν­δι­α­φέ­ρον, γιά τήν κοι­νω­νί­α τῆς ἐ­πο­χῆς τους εἶ­χαν με­γά­λη ση­μα­σί­α, για­τί ἄ­νοι­γαν νέ­ους δρό­μους στήν ἀν­τι­κει­με­νι­κή γνώ­ση καί ὅ­ρι­ζαν στούς λα­ούς τή δύ­να­μη τοῦ φό­βου.

Ἔ­τσι οἱ Μι­λή­σιοι ὁ­λο­κλη­ρώ­νουν τήν πρώ­τη συ­στη­μα­τι­κή προ­σπά­θεια τῶν Ἑλ­λή­νων γιά λο­γι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῶν φυ­σι­κῶν φαι­νο­μέ­νων. Αὐ­τοί στρώ­νουν τό δρό­μο στίς με­γά­λες σχο­λές τῶν ἀρ­χα­ϊ­κῶν χρό­νων. Μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς σφαι­ρι­κό­τη­τας τοῦ κό­σμου προ­ε­τοι­μά­ζουν ἀ­πό τή μιά τήν ὑ­περ­βα­τι­κή θε­ο­λο­γί­α τοῦ Ξε­νο­φά­νη καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη τή μα­θη­μα­τι­κή καί ὀν­το­λο­γι­κή σκέ­ψη τῶν Πυ­θα­γο­ρεί­ων καί τῶν Ἐ­λε­α­τῶν, ἐ­νῶ μέ τήν ἔμ­ψυ­χη πρω­το­ΰ­λη καί τίς ἀν­τι­θέ­σεις της κά­νουν δυ­να­τή τή θε­ω­ρί­α τοῦ Ἡ­ρα­κλεί­του γιά τό «ἀ­εί­ζω­ον πῦρ» καί γιά τήν ἁρ­μο­νί­α πού στη­ρί­ζε­ται σέ ἀν­τίρ­ρο­πες δυ­νά­μεις.

ΤΙ ΣΥΜΒΟΛΙΖΑΝ ΤΟ ΔΙΚΡΑΝΟ ΤΟΥ ΑΔΗ ΚΑΙ Η ΤΡΙΑΙΝΑ ΤΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ;

H Tρίαινα δεν είναι απλά το όπλο του Ποσειδώνα, που το κρατά αντί για σκήπτρο, είναι και το κατεξοχήν σύμβολό του, που η παρουσία του είναι κυρίαρχη σε κάθε εκδήλωση προς τιμήν του Θεού και κυρίως στην εορτή των Ισθμίων και των Ποσειδέων. Τα Ίσθμια ήταν οι αγώνες, που γίνονταν προς τιμήν του Ποσειδώνος στον Ισθμό της Κορίνθου. Μπορεί να μην είναι τόσο γνωστοί σήμερα όσο οι Ολυμπιακοί Αγώνες, αλλά οι αγώνες αυτοί είχαν μεγάλη απήχηση κατά την Αρχαιότητα και έναν πολύ ιδιαίτερο χαρακτήρα, αφού τους νικητές στεφάνωναν με στεφάνι από σέλινο (ένα καθαρά νεκρικό σύμβολο -αφού στεφάνι από σέλινο φορούσαν στις κηδείες- που ερχόταν να υπενθυμίσει στον αθλητή ότι παρά τη νίκη του δεν έπαυε να είναι θνητός). Παράλληλα, όμως, έδιναν στους νικητές ως βραβείο και ένα κλαδί από έλατο, δηλαδή κλαδί από δένδρο αειθαλές, θέλοντας έτσι να τονίσουν ότι ο ίδιος ο αθλητής μπορεί να έφευγε από αυτόν τον κόσμο, αλλά η νίκη του θα ήταν αθάνατη. Βέβαια, οι περισσότεροι μελετητές λένε πως το έλατο (χριστουγεννιάτικο δένδρο) είναι «δάνειο» από τη Δυτική παράδοση, όμως τα πράγματα μάλλον δεν είναι έτσι.
 Ο μήνας Ποσειδεών (αφιερωμένος στον Ποσειδώνα) είναι ο Δεκέμβρης και είδαμε πως το έλατο ήταν αφιερωμένο στον Θεό του Πόντου, επειδή ακριβώς με την αθάνατη ορμή του ο Θεός προτρέπει τους ανθρώπους να αφήσουν πίσω τους αθάνατα έργα.

Επιπλέον, τον Αττικό μήνα Ποσειδεώνα, οι Αθηναίοι εόρταζαν τα Ποσείδεα, προς τιμήν του Φυτάλμιου Ποσειδώνα, δηλαδή του Ποσειδώνα που μέσω του υγρού στοιχείου του ύδατος γονιμοποιεί τη φυτική ζωή. Οπότε, ενισχύεται η άποψη ότι το έλατο δεν είναι δυτική «παραγωγή», αλλά αρχαία ελληνική τελικά, αφού στο φυτικό βασίλειο το δένδρο αυτό είναι ο αναμφισβήτητος βασιλιάς της διατήρησης της ζωής, χάρη στη διατήρηση του επιβλητικού φυλλώματός του όλο το χρόνο. Λέμε ακόμη ότι κάθε τέσσερα χρόνια, οι Αθηναίοι τελούσαν τη συγκεκριμένη εορτή στον επιβλητικό Ναό του Ποσειδώνος στο Σούνιο, μεταφέροντας κλάδους ελάτης (πίτυς, στην αρχαία ελληνική), πιθανόν από την Πάρνηθα. Χαρακτηριστικό είναι το θέμα που είχε η ζωφόρος του Ναού (φτιαγμένου από τον λεγόμενο «αρχιτέκτονα του Θησείου»), όπου απεικονιζόταν τον τέλος του ευνοούμενου του Θεού Ποσειδώνα, του Καινέα. Κατά τη μάχη των Κενταύρων με τους Λαπίθες, οι Κένταυροι, επειδή δεν μπορούσαν να σκοτώσουν τον Καινέα, που τον είχε κάνει αθάνατο ο Ποσειδών, τον έχωσαν στο χώμα χτυπώντας τον με κορμούς ελάτης, επειδή ακριβώς μόνο με το ιερό δένδρο του Θεού μπορούσαν να νικήσουν τη δύναμη του ευνοουμένου του και να τον θανατώσουν.

Όμως, το κατεξοχήν σύμβολο του Ποσειδώνα είναι, όπως είπαμε, η Τρίαινα, και μ’ αυτήν θα ασχοληθούμε πιο κάτω.

Η εκδοχή ότι η Τρίαινα συμβολίζει τα τέσσερα στοιχεία (τα τρία στοιχεία με τις τρεις αιχμές και το τέταρτο στο στέλεχος, που αντιπροσωπεύει τη Γη επειδή ακριβώς ακουμπά στη γη) δε με βρίσκει σύμφωνη. Η Τρίαινα είναι μια έκφραση της τριπλής ποσειδωνίας δύναμης –όπως το λέει και το όνομά της- και όχι των τεσσάρων στοιχείων. Είναι η δύναμη του Θεού του υγρού στοιχείου στη θάλασσα (πόντος), στη στεριά (σεισμοί – πηγές – ποταμοί – λίμνες κ.λ.π.), αλλά και εντός των εμβίων όντων και του ανθρώπου. Ας μην ξεχνάμε ότι είμαστε 70% νερό.

Άρα, το σύμβολο του Ποσειδώνος, του αδελφού του Διός, του Διός του Πόντου, είναι η απόλυτη έκφραση της τριπλής δύναμής του, που άλλοτε ταράζει, κι άλλοτε κατευνάζει την αναταραχή που ο ίδιος προκαλεί. Και πιο συγκεκριμένα, η Τρίαινα εντός των εμβίων όντων και εντός του ανθρώπου είναι αυτή που κυβερνά το συναίσθημα. Η εσωτερική αυτή Τρίαινα άλλοτε ταράζει τα εσωτερικά μας ύδατα και έχουμε συναισθηματική… θύελλα, κι άλλοτε τα γαληνεύει, οπότε αισθανόμαστε όμορφα και ήρεμα. Ο άνθρωπος είναι συναισθηματικό ον, επειδή ακριβώς κυριαρχείται από το νερό. Είναι, όμως, και ενορατικό ον, εξαιτίας αυτής ακριβώς της συναισθηματικής – αισθαντικής του φύσης. Γι’ αυτό, οι Ινδοί συμβολοποιούν την Τρίαινα (trishula στα σανσκριτικά, που σημαίνει «τρεις λόγχες») επί των τριών οφθαλμών: τα δυο μας μάτια και το τρίτο μάτι ανάμεσα στα άλλα δύο. Και αποδίδουν την Τρίαινα στον Θεό Σίβα, ενώ επιμένουν ότι η Τρίαινα αυτή είναι όπλο ενάντια στο κακό. Και βεβαίως, η ενόραση, η διαίσθηση είναι το απόλυτο όπλο που μας προστατεύει από τις κακόβουλες ενέργειες και τις επιβουλές. Όταν κάτι το αντιλαμβανόμαστε, μπορούμε και να το αποφύγουμε.

Οι αρχαίοι γνώριζαν καλά τις ιδιότητες του ποσειδωνίου τριπλού συμβόλου. Πολλοί, βέβαια, ερμηνεύουν λάθος (δηλαδή, το ταυτίζουν με την Τρίαινα) αυτό που αναφέρει ο Ορφέας στον ύμνο που αφιερώνει στον Θεό Ποσειδώνα: «ος τριτάτης έλαχες μοίρης», δηλαδή: σου έλαχε η Τρίτη μοίρα, το τρίτο μερίδιο. Γιατί αυτό σημαίνει «μοίρα» για τους Αρχαίους Έλληνες, το μερίδιο που αναλογεί στον καθένα, η «νόμιμη μοίρα», που λέμε και σήμερα –και όχι η έννοια του ανατολίτικου «κισμέτ», όπου όλα είναι εκ των προτέρων γραμμένα και άρα, αναπόφευκτα. Όμως, με την έννοια της εδώ αναφερομένης «μοίρας» δεν εννοείται η τριπλή δύναμη του Θεού (Τρίαινα), αλλά η Τρίτη διαδοχή (νόμιμη μοίρα), όπως θα το διαπιστώσουμε και αμέσως μετά κατά την ανάλυση του Σκήπτρου του Άδη.

Την Τρίαινα χάρισαν στον Ποσειδώνα οι Τελχίνες, που τον ανέθρεψαν κιόλας, σύμφωνα με ένα μύθο. Οι Τελχίνες ήταν αμφίβια όντα, τα οποία έκαναν πολλές εφευρέσεις, γνώριζαν τις επιστήμες και έζησαν πριν τον Κατακλυσμό του Ωγύγου. Ο μύθος μάς δείχνει, λοιπόν, πόσο αρχαία είναι η λατρεία του Ποσειδώνα, αλλά και το ίδιο το σύμβολο της Τρίαινας, το οποίο, σύμφωνα με κάποιους μελετητές, ανάγεται στον καιρό της… Ατλαντίδας, αφού οι Άτλαντες στην πρωτεύουσά τους, την Ποσειδωνία, τιμούσαν τον Ποσειδώνα και είχαν ως σύμβολό τους την Τρίαινα. Άλλωστε, υπάρχει και η περίφημη γιγάντια Τρίαινα των Άνδεων σε παραθαλάσσια απότομη περιοχή του Περού, που είναι γνωστή και ως Κηροπήγιο των Άνδεων (Καντελάμπρο ντε λος Άντες). Όταν τα ίδια σύμβολα εμφανίζονται ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού δεν μπορεί παρά να σημαίνουν μια πανάρχαια κοινή προέλευση…

Περνάμε τώρα στο κυρίως σύμβολο του τρίτου πρεσβύτερου αδελφού, του Θεού Άδη ή Πλούτωνα.

Το Δίκρανο ή Σκήπτρο του Άδη είναι το κατεξοχήν σύμβολο της θνητότητάς μας. Δύο στοιχεία κυριαρχούν στον αποσυμβολισμό του: η ζωή και ο θάνατος. Γι’ αυτό έχει δύο αιχμές (Δίκρανον). Και παρά το γεγονός ότι στον Ορφικό Ύμνο, ο Πλούτων (Άδης), ο τρίτος αδελφός του Διός, που σημαίνει ακριβώς αυτή την έλλειψη του Θεού (Ά-δης > εκεί που δεν υπάρχει Δίας / Ζευς, εκεί που δεν υπάρχει Ζωή), αναφέρεται και αυτός ότι «έλαχε της τριτάτης (τρίτης) μοίρας», όπως και ο έτερος αδελφός του ο Ποσειδών καθώς είδαμε πιο πάνω, είναι σαφές ότι εδώ ως τρίτη μοίρα υπονοείται ο χθόνιος (επίγειος) κόσμος (χθόνα παμβασίλεια), ο κόσμος αυτός που τον μοιράζονται οι τρεις αδελφοί (Ζευς, Ποσειδών και Πλούτων), ως οι τρίτοι κατά σειράν στη διαδοχή της βασιλείας του κόσμου. Ο πρώτος βασιλιάς της γης ήταν ο Ουρανός (Ουρανίωνες), ο δεύτερος ήταν ο γιος του ο Κρόνος και ο τρίτος στη διαδοχή της βασιλείας ήταν ο γιος του Κρόνου, ο Ζευς, ο οποίος συμβασιλεύει μαζί με τους δύο άλλους πρεσβύτερους αδελφούς του. Γι’ αυτό, οι Ορφικοί Ύμνοι Ποσειδώνος και Πλούτωνος δε μιλούν για «βασίλειο», αλλά για «μοίρα», για διαδοχή, κληρονομιά.
 
Επανερχόμενοι στο Δίκρανο του Άδη (το οποίο πολύ κακώς αργότερα δαιμονοποιήθηκε και αποδόθηκε από αδαείς φανατικούς ως τα… κέρατα του Βελζεβούλ στην Κόλαση), επαναλαμβάνουμε πως το σκήπτρο αυτό έχει δύο μόνο «αιχμές», ζωή και θάνατο δηλαδή, αλλά συμβολοποιεί παράλληλα και τη δυνατότητα της θέωσης και της απαλλαγής από τη θνητότητα. Σύμφωνα με την επικρατούσα και στην αρχαία εικονογραφία και αγγειογραφία εκδοχή, οι δύο αυτές «αιχμές» του δόρατος του Πλούτωνα είναι τα δύο ανορθωμένα φτερά του αετού, της θεωμένης ψυχής, που πετά ελεύθερη και αθάνατη στον αιθέρα του Διός, καθώς, ως γνωστόν, ο αετός είναι το ιερό πουλί του Διός.

Απιστία: Λύση ή Φυγή;

FilariosisΌταν η σχέση αρχίσει να βαλτώνει, το ζευγάρι παραιτείται ψυχολογικά και ενδεχομένως και σεξουαλικά. Αυτό δε σημαίνει ότι οι σύντροφοι δεν έχουν σεξουαλικές ανάγκες, γι΄αυτό μπορεί να μετατοπιστούν σε κάποιο άλλο άτομο.
   
Η ύπαρξη του τρίτου προσώπου, πέρα από τις ηθικές προεκτάσεις υποδηλώνει ότι η σχέση του παντρεμένου ζευγαριού περνάει από σοβαρή κρίση. Το θέμα είναι ότι γίνεται προσπάθεια να ξεπεραστεί ένα πρόβλημα χωρίς να αντιμετωπίζεται επί της ουσίας. Πρόκειται για μία τεχνητή απόδραση, η οποία καλύπτει την ανάγκη για κάτι φρέσκο, για νέες εντάσεις ως αντίδοτο στο βάλτωμα. Μέσα από τα μάτια της ερωμένης/ του εραστή ο/ η σύζυγος παίρνει ένα θετικό καθρέφτισμα ότι αξίζει, ότι είναι επιθυμητός/ή, ευχάριστος/η, ποθητός/ή. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με το μεγεθυντικό φακό των αδυναμιών και ελαττωμάτων του/της που εκφράζονται στην οικογένεια.

Κάτι που πρέπει να τονιστεί είναι ότι στη θέση του τρίτου προσώπου θα μπορούσε να είναι η αφοσίωση στο ρόλο του γονέα ή σε κάποια επαγγελματική δραστηριότητα. Οτιδήποτε δηλαδή παρεμβάλλεται ανάμεσα στο ζευγάρι με απώτερο σκοπό να βάλουν τα θέματά τους κάτω από το χαλί ώστε να μη χρειαστεί να τα αντιμετωπίσουν. Παρόλο που τα παραπάνω δεν είναι «παράνομα», είναι εξίσου καταστροφικά για τη σχέση.

Τι Είναι Αυτό που Συνιστά Απιστία;
Για κάποια άτομα η ερωτική συνεύρεση είναι ο μοναδικός παράγοντας που αποτελεί απιστία. Για κάποια άλλα, απιστία μπορεί να αποτελέσουν και άλλες μορφές οικειότητας, όπως ένα δώρο από το σύντροφό τους σε κάποιο άτομο του αντίθετου φύλου, ένα φιλί, ένα άγγιγμα, κ.ο.κ.

Ο ορισμός της απιστίας μπορεί να είναι κάτι πολύ γενικό και ευρύ, ή κάτι πολύ συγκεκριμένο. Εξαρτάται από τους «άτυπους κανόνες» που έχουν συμφωνήσει οι δύο σύντροφοι από τη στιγμή που αποφασίζουν να δεσμευτούν.

Συνήθως υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά που μπορεί να θεωρηθούν ότι συμβάλλουν στην απιστία.

 Το ένα είναι η μυστικοπάθεια, όπου για παράδειγμα, ο ένας σύντροφος συναντιέται κάποιες φορές για καφέ με ένα τρίτο πρόσωπο και δεν το λέει στο σύντροφό του, παρόλο που δεν υπάρχει φανερά κάτι σεξουαλικό σε αυτή τη συνάντηση.

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η συναισθηματική εμπλοκή ενός τρίτου προσώπου που μαθαίνει για τα τρωτά σημεία του γάμου ενός ζευγαριού: όταν για παράδειγμα, ο σύντροφος εκμυστηρεύεται σε μια γνωστή του ότι ο γάμος του περνάει κρίση και ταυτόχρονα της περνάει ασυνείδητα το μήνυμα ότι είναι ευάλωτος και διαθέσιμος.

Ένα τρίτο χαρακτηριστικό είναι η σεξουαλική έλξη που μπορεί αρχικά να εκφράζεται λεκτικά ανάμεσα σε δύο άτομα ενώ το ένα είναι δεσμευμένο, όπως για παράδειγμα ένα σχόλιο του τύπου «στις ομορφιές σου είσαι σήμερα, κολάζεις και τους παντρεμένους». Έτσι δημιουργείται αύξηση της σεξουαλικής έντασης λόγω του απαγορευμένου καρπού.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι οι επαγγελματικοί και κοινωνικοί χώροι που κινείται κάποιος και συγκεκριμένα, αν επικρατεί ή ενθαρρύνεται μια ανεκτική ατμόσφαιρα στη δημιουργία εξωσυζυγικών σχέσεων. Αυτό αυξάνει τις πιθανότητες να ενδώσει κανείς στον πειρασμό.

Επίσης, ένα τελευταίο χαρακτηριστικό αφορά στην αναβίωση παιδικών τραυμάτων: όταν κάποιος μεγαλώνει σε μία οικογένεια όπου ο ένας γονέας απιστούσε, θα μεταφέρει αυτό το βίωμα/ αυτή την κατάσταση στην ενήλική του ζωή είτε ως άπιστος είτε ως απατημένος.

Η γυναίκα που μεταμορφώνει τις κούκλες των πολυεθνικών

Το τελευταίο διάστημα, πολύς λόγος γίνεται για τις κούκλες με τις οποίες παίζουν τα μικρά κορίτσια και τα πρότυπα ομορφιάς που δημιουργούν σε αυτά.
Για το ιδανικό σώμα, τα μαλλιά, το χρώμα του δέρματος, το μακιγιάζ.

Ψυχολόγοι λένε ότι οι κούκλες αυτές, δημιουργούν στα νεαρά κορίτσια υψηλές προσδοκίες που αυξάνουν τις ανασφάλειες τους, αφού ελάχιστη σχέση έχουν με την πραγματικότητα.

Μαμάδες σε όλο τον κόσμο αγωνίζονται για να αλλάξουν αυτή την κατάσταση.

Κάτι τέτοιο προσπαθεί να κάνει και η γυναίκα που βλέπετε στο βίντεο. Παίρνει μια ιδιαίτερα δημοφιλή κούκλα, τη γδύνει και ξεβάφει εντελώς το πρόσωπό της, δημιουργώντας κάτι εντελώς απροσδόκητο. Μια πανέμορφη φυσική κούκλα, που μοιάζει με τα κορίτσια που θα παίξουν μαζί της. Το βίντεο έχει πάνω από 2 εκατομμύρια προβολές και αξίζει να το παρακολουθήσετε.

Το αποτέλεσμα είναι πραγματικά πανέμορφο!

Απωθημένα: τα θάβουμε, αλλά πάντα είναι εδώ…

Λόγια που ποτέ δεν είπαμε, λόγια που διστάσαμε ή δεν τολμήσαμε να εκφράσουμε, χαμένες ευκαιρίες, όνειρα που δεν καταφέραμε να πραγματοποιήσουμε ή έστω να προσπαθήσουμε, ατέλειωτες σκέψεις με εικασίες και πιθανά σενάρια.

Τι θα γινόταν αν τολμούσαμε τη στιγμή που έπρεπε… προχωρώντας ή αφήνοντας πίσω μας όσα έγιναν ή τελικά δεν έγιναν; Και γιατί δεν τολμήσαμε;

Δειλία; Φόβος; Ακατάλληλες συνθήκες; Αμφιβολίες; 

Πάντα σε ανύποπτο χρόνο έρχονται στην επιφάνεια και κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Μας υπενθυμίζουν τα αν, που προσπαθήσαμε επιμελώς να θάψουμε, αναζωπυρώνουν σενάρια και υποθέσεις, που όταν ξυπνάνε δίνουν τροφή στη μνήμη μας και δεν την αφήνουν ήσυχη…

Γιατί τα απωθημένα ζουν μέσα στη μνήμη και τρέφονται από αυτή, ενώ την τροφοδοτούν με ελπίδες και την γεμίζουν με σχέδια και στόχους, που κατά βάθος ξέρουν ότι δεν πρόκειται ποτέ να πραγματοποιηθούν, γιατί δεν είχαν γίνει τη στιγμή που έπρεπε, γιατί τώρα πλέον είναι απλά μια ανάμνηση η οποία παράγεται και αναπαράγεται, αναδιαμορφώνεται και μεταλλάσσεται…

Και το βασικό χαρακτηριστικό των απωθημένων είναι ότι θέλουμε να ζούμε μαζί τους, δεν θέλουμε να ξεκολλήσουμε από αυτά, δεν θέλουμε να τα αποχωριστούμε, γιατί έχουμε πείσει τον εαυτό μας ότι ζώντας με τα απωθημένα είναι σαν να ζούμε με αυτό που δεν πραγματοποιήθηκε, μπορούμε όμως να συνεχίσουμε να ελπίζουμε, να κάνουμε σχέδια και όνειρα και να σκεφτόμαστε αν γινόταν αλλιώς τότε… όλα θα ήταν διαφορετικά. Και ξέρουμε ότι δεν πρόκειται να γίνουν διαφορετικά, ότι είναι πλέον αργά για να αλλάξει κάτι και ότι καλώς ή κακώς έτσι έγιναν τελικά τα πράγματα, όμως, δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε.

Όλα έχουν χαθεί και η λογική μπορεί συχνά να μας το υπενθυμίζει, όμως, εμείς ακόμη ελπίζουμε… Αυτά είναι τα απωθημένα… τα διαγράφουμε για λίγο από τη μνήμη μας, αλλά τα αφήνουμε για πάντα σε ένα βαθύτερο σημείο της μνήμης, γιατί δεν θέλουμε να τα αποχωριστούμε, ακόμη και όταν όλα έχουν σβήσει. Τα απωθημένα συνεχίζουν να υπάρχουν και κατά καιρούς μας υπενθυμίζουν την παρουσία τους, μας λένε ‘εδώ είμαστε… συνέχισε να ελπίζεις… στο ανέλπιστο, στο ανέφικτο, στο τίποτα…’ Και όταν έχει περάσει αρκετός καιρός και τα απωθημένα ζουν στη μνήμη μας, είναι πλέον σε ένα τόσο μη πραγματικό επίπεδο, που το πιο πιθανό είναι να μην θέλουμε καν να πραγματοποιηθούν… Φοβόμαστε ότι θα απογοητευτούμε… γιατί μια χαρά τα έχουμε φτιάξει μέσα στο κεφάλι μας, όμως, αυτά απέχουν πολύ από τις πραγματικές καταστάσεις.

Τα απωθημένα αγγίζουν την τελειότητα, είναι οι ιδανικές καταστάσεις που θα θέλαμε, αλλά που δεν πρόκειται να ζήσουμε και έχουμε πείσει τον εαυτό μας για αυτό. Πάντα θα υπάρχει μια πιο ιδανική κατάσταση από αυτό που ζούμε και πάντα μπορεί να αποκτούμε και νέα απωθημένα, που θα μας συντροφεύουν τα μοναχικά βράδια, υπενθυμίζοντάς μας όλα όσα φοβηθήκαμε, όλα όσα δεν κάναμε, όλα όσα διστάσαμε να πούμε και να προσπαθήσουμε.

Τρέχω, τρέχω συνέχεια.

- Τι κάνεις φίλε μου;
- Άσε, τρέχω.. Τρέχω συνέχεια!
- Και που πας;
- Εεε;

Το να τρέχεις δεν δηλώνει απαραίτητα κίνηση, εξέλιξη. Μπορεί να τρέχεις συνέχεια γύρω από το ίδιο σημείο, μένοντας στάσιμος. Αυτή η φράση είναι για μενα ίσως από τις πιο εκνευριστικές. Γιατί ποτέ δεν το ακούω από ανθρώπους δημιουργικούς με γεμάτο πρόγραμμα. Το ακούω από εκείνους που απλά δεν ξέρουν ή δεν θέλουν να οργανώσουν σωστά τον χρόνο τους με αποτέλεσμα να τρέχουν άσκοπα από εδώ και από εκεί ή που δεν προλαβαίνουν να φέρουν εις πέρας το καθημερινό τους πρόγραμμα. Πολλές φορές χρησιμοποιείται και από αυτούς που το έχουν ως δικαιολογία για να μη κάνουν κάτι άλλο που τους προτείνεις. Όπως και να έχει, το τρέξιμο του μυαλού κατά την γνώμη μου είναι το πιο σκόπιμο και ουσιώδης..

εσείς τι γνώμη έχετε;

Όποιος προοδεύει δεν ρίχνει ευθύνες σε κανέναν…

confucius1Όποιος προοδεύει δεν ρίχνει ευθύνες σε κανέναν, δεν επαινεί κανέναν, δεν επικρίνει κανέναν. Δεν λέει τίποτα ούτε για τη σπουδαιότητα του, ούτε για τις γνώσεις του.

Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι υποκειμενικοί με τον εαυτό τους και αντικειμενικοί με τους άλλους — τρομακτικά αντικειμενικοί μερικές φορές. Ο σκοπός όμως είναι να είμαστε αντικειμενικοί με τον εαυτό μας και υποκειμενικοί με τους άλλους.

Λέει ο Κομφούκιος: «Ο ανώτερος άνθρωπος έχει απαιτήσεις από τον εαυτό του. Ο κατώτερος άνθρωπος έχει απαιτήσεις από τους άλλους».

Να προχωρείς θαρραλέα στη ζωή με εφόδιο τη φιλοσοφία

leonΗ φιλοσοφία μάς προσκαλεί όταν έχουμε φτάσει στην άκρη του σχοινιού, στο μη περαιτέρω, όταν αισθανόμαστε ότι βρισκόμαστε σε αδιέξοδο. Το μυστικό είναι να μην κολλήσουμε τρέμοντας ή σταυρώνοντας τα χέρια αλλά να προχωρήσουμε αποφασίζοντας να θεραπεύσουμε τον εαυτό μας. Η φιλοσοφία μάς παροτρύνει να προχωρήσουμε προς το θάρρος. Κι όπως οι ιππείς προσπαθούν να μάθουν όσο περισσότερα μπορούν για τα άλογα, έτσι κι εμείς πρέπει να προσπαθούμε να μάθουμε όσο περισσότερα μπορούμε για τον εαυτό μας και τους άλλους ανθρώπους.
 
Ως δάσκαλος, ο Επίκτητος έλεγε ότι η αποστολή του είναι να κάνει τους μαθητές του ανεξάρτητους ανθρώπους που να ζουν τη ζωή τους συνειδητά. Οι φιλόσοφοι ίσως λένε κάτι που μπορεί να αντιβαίνει στην κρίση μας, όχι όμως κάτι που αντιβαίνει στη λογική. Ο Κράτης, ένας μαθητής του Διογένη, συνήθιζε να λέει ότι η φιλοσοφία μάς οδηγεί στην απομυθοποίηση των πάντων: στο να βλέπουμε τους ηγεμόνες σαν οδηγούς γαϊδάρων.

Η σοφία — θα συμφωνήσουμε όλοι σ’ αυτό — δεν είναι η συσσώρευση γνώσεων, είναι η παρατήρηση, η σκέψη, η νηφαλιότητα. Οι αφιλοσόφητοι, σύμφωνα με τους Στωικούς, δεν ζουν την «εξετασμένη ζωή» παρά οδηγούνται από το μοιραίο, ζουν τυχαία, χωρίς κατεύθυνση, χωρίς σκοπό — η ζωή τους διαφεύγει. Είναι σαν να μην έζησαν καν…
 
Ένα από τα στοιχήματα του ανθρώπινου πολιτισμού είναι να αποκτήσει το κάθε άτομο έλεγχο της ζωής του, με την παράλληλη παραδοχή ότι κανείς δεν μπορεί να ελέγξει ολοκληρωτικά τη μοίρα. Οι Στωικοί πιστεύουν ότι μόνον οι ασχολούμενοι με τη φιλοσοφία βρίσκουν τον ορθό δρόμο, τον δρόμο που οδηγεί προς την ευτυχία και την ελευθερία. Μόνον ένας φιλόσοφος μπορεί να είναι πραγματικά ελεύθερος, ακόμα κι αν ζει σε καθεστώς δουλοκτησίας.