Ο μεγαλύτερος πολιτικός της νεότερης Ελλάδας, που συνέδεσε το όνομά του με το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας. Δέσποσε στην πολιτική ζωή της χώρας από το 1910 έως το 1936. Η πολιτική του δράση προκάλεσε εντονότατα πάθη για πολλά χρόνια και αποτυπώνονται στις έννοιες «Βενιζελισμός» και «Αντιβενιζελισμός». Διετέλεσε επτά φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας, συνολικά επί δώδεκα χρόνια και πέντε μήνες. Όταν ξεκίνησε η Επανάσταση του 1897 ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν ένας τριαντατριάχρονος δικηγόρος και πολιτικός. Όταν η πολύμηνη επαναστατική περιπέτεια τελείωσε με την εγκαθίδρυση της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας, ο Βενιζέλος είχε αναδειχθεί ως ηγετική πολιτική φυσιογνωμία με διεθνές κύρος...
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος γεννήθηκε στις 11 ή στις 23 Αυγούστου 1864, στις Μουρνιές, ένα προάστιο των Χανίων, στην Τουρκοκρατούμενη Κρήτη. Ήταν το πέμπτο παιδί του Κυριάκου, Χανιώτη εμπόρου, και της Στυλιανής, το γένος Πλουμιδάκη, από Θερισιανή οικογένεια με συμμετοχή στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Μεγαλύτερα αδέλφια του κατά σειρά η Μαρία, η Ελένη, η Αικατερίνη και ο Αγαθοκλής. Ακολούθησε η μικρότερη αδελφή, Ευανθία. Τους χειμερινούς μήνες η οικογένεια κατοικούσε στα Χανιά, στη συνοικία του Τοπανά, πολύ κοντά στο εμπορικό κατάστημα του Κυριάκου και είχε ως θερινή κατοικία το διώροφο σπίτι στις Μουρνιές, όπου γεννήθηκε ο Ελευθέριος, το οποίο σώζεται ως σήμερα.
Δύο χρόνια μετά τη γέννηση του Ελευθέριου, την Κρήτη συντάραξε η μεγάλη Επανάσταση του 1866 - 1869. Παρότι ο Κυριάκος Βενιζέλος είχε αντιταχθεί στην έκρηξη της Επανάστασης, από φόβο μήπως ενοχοποιηθεί για συμμετοχή σε αυτήν, κατέφυγε στα Κύθηρα μαζί με τις οικογένειες φίλων του. Στην αυτοεξορία τον ακολούθησε και η οικογένειά του. Ο Κυριάκος πήγε από τα Κύθηρα στη Σύρο, όπου παρέμεινε για σχεδόν πέντε χρόνια. Εκεί, στη φιλόξενη εμπορική πρωτεύουσα των Κυκλάδων, την Ερμούπολη, ο Ελευθέριος Βενιζέλος άρχισε να αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του. Και εκεί απέκτησε την Ελληνική υπηκοότητα.
Με την παραχώρηση του Οργανικού Νόμου 1868 και τη λήξη της Επανάστασης 1869 επήλθε ειρήνη και σχετική ανάπτυξη στην Κρήτη. Πολλές οικογένειες, ωστόσο, απέφυγαν να επιστρέψουν αμέσως στην πατρίδα τους.
Τα Πρώτα Χρόνια
Ο Ελευθέριος μεγάλωσε στην Τουρκοκρατούμενη Κρήτη, που τελούσε σε συνεχείς εξεγέρσεις, τις οποίες ακολουθούσε πάντα αιματηρή καταστολή. Το όνομά του ήταν μία ακόμα έκφραση του πόθου των Κρητικών για ελευθερία. Ο νονός του, ηγούμενος της μονής της Χρυσοπηγής, του έδωσε το όνομα Ελευθέριος με την ελπίδα ότι αυτός θα ελευθέρωνε την Κρήτη από τον Τουρκικό ζυγό. Μεγάλη επίδραση στη διαπαιδαγώγηση και στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του άσκησε ο πατέρας του Κυριάκος, που ήταν έμπορος και εισαγωγέας. Ο Κυριάκος υπήρξε άνθρωπος ολοκληρωμένος, με οξύνοια, άριστη Ελληνική παιδεία και υψηλό πατριωτικό φρόνημα.
Η πατριωτική του δράση του στοίχισε επανειλημμένες διώξεις, εξορίες και οικονομικές καταστροφές. Η ζωή του κυνηγημένου από τους Τούρκους Κυριάκου ήταν μια ατελείωτη Οδύσσεια. Η οικογένεια άλλαζε συνέχεια τόπο κατοικίας και τα παιδιά του γεννήθηκαν σε διαφορετικούς τόπους: Μουρνιές, Χανιά, Μεσολόγγι, Αθήνα, Σύρο. Το 1861, μετά από μια ακόμα εξορία, επέστρεψε στα Χανιά κοντά στην οικογένειά του και ξεκίνησε μια νέα περίοδο στις εμπορικές του δραστηριότητες. Παράλληλα συνέχισε την πατριωτική του δράση και προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στα εκπαιδευτήρια των Χανίων.
Το 1866 ξέσπασε η μεγάλη Κρητική επανάσταση κατά του Οθωμανικού ζυγού. Ο πατέρας Βενιζέλος, για να αποφύγει τη σύλληψη από τις τουρκικές αρχές των Χανίων, εγκατέλειψε την επιχείρησή του και μαζί με την πολυμελή οικογένειά του κατέφυγε στη Σύρο, νησί που ανήκε στην ελεύθερη Ελλάδα. Ο μικρός Ελευθέριος, που ήταν μόλις δύο ετών, γεύθηκε τότε, για πρώτη φορά, τους πικρούς καρπούς της προσφυγιάς. Στη διάρκεια της αναγκαστικής παραμονής της οικογένειάς του στη Σύρο, παρακολούθησε τα πρώτα μαθήματα στο Δημοτικό Σχολείο της Ερμούπολης. Ο Ελευθέριος ήταν οκτώ ετών όταν, το 1872, επέστρεψε με την οικογένειά του στα Χανιά.
Ο πατέρας του Κυριάκος επανήλθε με επιτυχία στις εμπορικές του δραστηριότητες. Το κατάστημα υαλικών που διατηρούσε βρισκόταν στη σημερινή οδό Χάληδων, αριθμός 7. Το σπίτι βρισκόταν λίγο πιο πάνω στην οδό Χαληδων αριθμό 56. Εκεί πέρασε ο Ελευθέριος τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Το 1876 ο πατέρας του αγόρασε έκταση 2.200 τετραγωνικών μέτρων στην ανερχόμενη κοινωνικά περιοχή της Χαλέπας, στην οποία ήταν ήδη εγκατεστημένα τα Προξενεία και οι κατοικίες των Προξένων, καθώς και των ευπόρων κατοίκων της πόλης. Και από το 1877 άρχισε την κατασκευή της νέας μεγάλης διώροφης κατοικίας του. Όταν η κατασκευή ολοκληρώθηκε το 1880 η οικογένεια εγκαταστάθηκε εκεί.
ΣΠΟΥΔΕΣ
Τα Σχολικά Χρόνια
Κατά τη διάρκεια της αυτοεξορίας της οικογένειας στη Σύρο ο Ελευθέριος φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο της Ερμούπολης. Το 1872, όταν η οικογένεια επέστρεψε στα Χανιά, ο πατέρας του, που φρόντιζε με μεγάλη επιμέλεια για τη μόρφωσή του, τον ενέγραψε στο δημοτικό σχολείο των Αγίων Αναργύρων. Έπειτα φοίτησε στην Ελληνική Σχολή Χανίων 1874. Ο Ελευθέριος ήταν ένα ζωηρό, κοινωνικό και πρόσχαρο παιδί αλλά και με στοιχεία θράσους και υπεροψίας. Ωστόσο, τα χρόνια της εφηβείας επέδρασαν στην προσωπικότητά του.
Εμφάνισε ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα, ξεχώριζε από τους συμμαθητές του και διάβαζε λογοτεχνία με πάθος, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια του πατέρα του, που επιθυμούσε να τον κατευθύνει σε πιο πρακτικά ενδιαφέροντα και προς τον εμπορικό κλάδο. Για τα λόγο αυτόν ο πατέρας του τον έστειλε στη Σχολή Αντωνιάδη στην Αθήνα (1877 - 1879). Η παραμονή του στην Αθήνα κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του σπουδών στη Σχολή Αντωνιάδη διεύρυνε τους πνευματικούς του ορίζοντες, με την καλλιέργεια των ξένων γλωσσών και την επαφή με τα πολιτικά πράγματα της εποχής. Τη χρονιά που ο Ελευθέριος έφυγε στην Αθήνα ο πατέρας του ξεκινούσε την ανέγερση της νέας κατοικίας της οικογένειας στη Χαλέπα, που ήταν τότε προάστιο των Χανίων.
Το σπίτι αυτό, στα κατοπινά χρόνια, συνδέθηκε με τις σημαντικότερες αλλά και δυσκολότερες στιγμές της ζωής του. Οι πολιτικοί ηγέτες της εποχής, ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος και ο Χαρίλαος Τρικούπης, άσκησαν ουσιαστική επιρροή στην διαμόρφωση της πολιτικής του σκέψης. Για οικονομικούς λόγους ο Κυριάκος αποφάσισε ότι την τελευταία τάξη του γυμνασίου ο γιος του θα φοιτούσε στο δημόσιο γυμνάσιο της Ερμούπολης. Από εκεί πήρε το απολυτήριό του τον Ιούλιο του 1880 ο δεκαεξάχρονος Ελευθέριος. Αν και ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε πρόθεση να συνεχίσει τις σπουδές του, ο πατέρας του επέλεξε να τον τοποθετήσει στο κατάστημά του με σκοπό να το αναλάβει.
Πανεπιστημιακές Σπουδές
Απόφοιτος του Γυμνασίου Σύρου τον Ιούλιο του 1880, επέστρεψε στα Χανιά, για να ακολουθήσει το πατρικό επάγγελμα του εμπόρου. Παρέμεινε στα Χανιά, εργαζόμενος στο κατάστημα του πατέρα του για πάνω από ένα χρόνο. Ωστόσο, στα Χανιά και στο εμπορικό περιβάλλον ο Ελευθέριος ασφυκτιούσε. Πόλος έλξης ήταν για αυτόν, όπως και για κάθε άλλο φιλόδοξο νέο της εποχής που ήθελε να σπουδάσει, η Αθήνα, το Πανεπιστήμιο και ιδιαίτερα η Νομική Σχολή. Πολλοί από τους φίλους του βρίσκονταν ήδη εκεί για να σπουδάσουν Νομικά και Ιατρική. Στο διάστημα της παραμονής του στα Χανιά ο νεαρός Ελευθέριος διάβαζε λογοτεχνία και διεύρυνε τις γνώσεις του στα Γαλλικά και τα Γερμανικά.
Ο Κυριάκος δεν συμφωνούσε και αρνήθηκε πεισματικά να δώσει άδεια για συνέχιση των σπουδών του στην Αθήνα. Δεν είχε άλλωστε άλλο γιο. Mε βαριά καρδιά, δεν αντιτάχθηκε στην απόφαση του πατέρα, όμως δεν υποτάχθηκε. Επί ενάμιση χρόνο πάλεψε να μεταπείσει τον πατέρα του. Οι σχέσεις τους πέρασαν μεγάλη δοκιμασία. Η Στυλιανή, στο ρόλο της αιώνιας μάνας, θα είναι η κρυφή σύμμαχός του. Εν τέλει, χάρη στην επιμονή του Προξένου της Ελλάδας στα Χανιά Γεωργίου Ζυγομαλά, η αντίσταση του πατέρα κάμφθηκε και ο νεαρός Ελευθέριος έφυγε για την Αθήνα τον Οκτώβριο του 1881.
Έτσι, τον Οκτώβριο του 1881, ο νεαρός Βενιζέλος εγγράφεται, επιτέλους, στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι σπουδές του όμως δεν είναι χωρίς δυσκολίες. Ήταν υποχρεωμένος να ταξιδεύει στα Χανιά για να βοηθά στην επιχείρησή του τον ήδη άρρωστο και γέρο πατέρα του. Στην Ελληνική πρωτεύουσα έμεινε αρχικά, μαζί με άλλους Κρήτες φοιτητές που βρίσκονταν ήδη στο δεύτερο έτος των σπουδών τους, στην οδό Πινακωτών (σημερινή Χαριλάου Τρικούπη), ενώ τα επόμενα πέντε χρόνια έμεινε μόνος του στην οδό Ομήρου. Οι σπουδές του νεαρού Βενιζέλου στην Αθήνα ήσαν αποσπασματικές και γεμάτες εμπόδια.
Το 1883 πέθανε ο πατέρας του και αναγκάστηκε να επιστρέψει στα Χανιά για να αναλάβει τις ευθύνες της εμπορικής επιχείρησης και της συντήρησης της οικογένειάς του. Ο πατέρας του, άνθρωπος που είχε ζήσει μια ζωή γεμάτη περιπέτειες. Υπήρξε αυταρχικός, αλλά αγαπούσε με πάθος την οικογένειά του. Οι σχέσεις πατέρα και γιου είχαν περάσει διάφορες κρίσεις. Όμως οι στιγμές τρυφερότητας και αγάπης ήταν αυτές, που τους έδεσαν περισσότερο. Στα 19 του γίνεται προστάτης της οικογένειας, διαχειρίζεται με επιτυχία το εμπορικό κατάστημα, ενώ παράλληλα βρίσκει το χρόνο και μελετά τα συγγράμματα και τις σημειώσεις που του στέλνουν από την Αθήνα οι συμφοιτητές του. Δεν είχε ωστόσο την πρόθεση να εγκαταλείψει τις σπουδές του.
Με σύντομες επισκέψεις στην Αθήνα ανανέωνε την εγγραφή του στο Πανεπιστήμιο από το 1883 ως το 1885 και συμμετείχε στις απαραίτητες εξετάσεις. Μετά από αρκετές δυσκολίες κατόρθωσε να εκκαθαρίσει την πατρική επιχείρηση και να επιστρέψει στην Αθήνα το 1885 για να αφοσιωθεί στις σπουδές του. Πήρε το πτυχίο του το 1887 και επέστρεψε νεαρός νομομαθής στα Χανιά. Στις πτυχιακές εξετάσεις, που έγιναν ενώπιον των καθηγητών της Νομικής Σχολής, ο Βενιζέλος προκαλεί αίσθηση με τις απαντήσεις του και με τόλμη ζηλευτή και επιστημονική πληρότητα αντικρούει τις απόψεις του καθηγητή Κρασά για κάποιο νομικό θέμα.
Οι σπουδές του στην Αθήνα, παρότι αποσπασματικές, άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους στην εξέλιξη του Βενιζέλου. Το πνευματικό κλίμα της δεκαετίας του 1880, οι συναναστροφές του και τα διαβάσματά του άσκησαν καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Ιδιαίτερη σημασία είχε, κατά τη δεύτερη φάση των σπουδών του, η ανάδειξή του στο κέντρο του κοινωνικού του κύκλου, η στενή επαφή με την πολιτική ζωή της Ελληνικής πρωτεύουσας και με τις διεθνείς εξελίξεις του Ανατολικού Ζητήματος. Την εποχή αυτή πρέπει να αποκρυσταλλώθηκε η απόφασή του να αναμειχθεί με τα κοινά.
Κορυφαία στιγμή της δραστηριότητας που ανέπτυξε την περίοδο αυτή ήταν η συνέντευξή του με τον Άγγλο πολιτικό Joseph Chamberlain το Νοέμβριο του 1886. Το γεγονός αυτό ανέδειξε το νεαρό φοιτητή σε ανεπίσημο εκπρόσωπο του πολιτικού κόσμου της Κρήτης.
Η Συνέντευξη του Ελευθερίου Βενιζέλου με τον Joseph Chamberlain
Το Νοέμβριο του 1886, περαστικός από την Αθήνα, ο φιλελεύθερος Άγγλος πολιτικός Joseph Chamberlain έδωσε συνέντευξη στην εφημερίδα "Ακρόπολις", στην οποία δήλωσε ότι κατά πληροφορίες του οι Κρήτες επιθυμούσαν να αποσχισθούν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά ήσαν αντίθετοι στην ένωση με την Ελλάδα. Η δήλωση αυτή εξόργισε τους Κρήτες φοιτητές της Αθήνας, οι οποίοι δημοσίευσαν διαμαρτυρία στη "Νέα Εφημερίδα" και ζήτησαν συνάντηση με τον Chamberlain για να του εκθέσουν το Κρητικό ζήτημα.
Αντιπροσωπεία πέντε φοιτητών με προεξάρχοντα τον Ελευθέριο Βενιζέλο συνάντησε τον Άγγλο πολιτικό, ο οποίος τους έθεσε ερωτήσεις. Το περιεχόμενο της συζήτησης δημοσιεύτηκε στη συνέχεια στη "Νέα Εφημερίδα" και κυκλοφόρησε ευρύτατα στον κύκλο των Κρητών της Αθήνας. Λέγεται μάλιστα ότι ο Chamberlain, εντυπωσιασμένος από την ωριμότητα της σκέψης των συνομιλητών του, είπε την επομένη στο Διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Μάρκο Ρενιέρη: "Με άνδρες σαν αυτούς οι οποίοι με επισκέφθηκαν χθες δεν θα έπρεπε να φοβείσθε ότι η Κρήτη δεν θα ελευθερωθεί από τους Τούρκους".
ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Επιστροφή στα Χανιά
Επιστρέφοντας στην Κρήτη είχε αποκτήσει μια στέρεη νομική παιδεία. Ήταν πολύγλωσσος και στο πολυπολιτισμικό περιβάλλον των Χανίων οι ξένες γλώσσες ήταν σπουδαίο εφόδιο. Την περίοδο εκείνη στην Κρήτη συνυπήρχαν Έλληνες, Τούρκοι, Αρμένιοι, Εβραίοι, Ευρωπαίοι και άλλοι. Ο Βενιζέλος παρείχε τη νομική συνδρομή του σε όλους, ανεξαρτήτως θρησκείας και εθνικότητας. Με υψηλή αντίληψη του δικηγορικού λειτουργήματος, σύντομα αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους δικηγόρους της Κρήτης.
Στις αρχές Μαρτίου του 1887 ο Ελευθέριος Βενιζέλος αφού επέστρεψε στα Χανιά, εγκαταστάθηκε στο οικογενειακό σπίτι της Χαλέπας και ανέλαβε πλήρως την ευθύνη της οικογένειας.Για προσωπικούς και για οικονομικούς λόγους ματαίωσε την πρόθεσή του να συνεχίσει τις νομικές σπουδές του στο εξωτερικό. Το 1889 αρραβωνιάστηκε την αγαπημένη του Μαρία Ελευθερίου-Κατελούζου, κόρη του Χανιώτη εμπόρου Σοφοκλή Ελευθερίου-Κατελούζου, αλλά ο γάμος έπρεπε να περιμένει. Η Μαρία ήταν πολύ μικρή, ενώ η σταδιοδρομία του Ελευθερίου είχε μόλις αρχίσει. Από την αρχή το εύρος των δραστηριοτήτων του προδίδει προσωπικότητα ενεργητική, πολυάσχολη και φιλόδοξη.
Η επιτυχημένη επαγγελματική του σταδιοδρομία τού επέτρεψε να τακτοποιήσει τις προσωπικές και αισθηματικές του υποθέσεις. Ο γάμος του με την Μαρία Ελευθερίου-Κατελούζου τελέστηκε τον Ιανουάριο του 1891 και αποτέλεσε ξεχωριστό κοινωνικό γεγονός για τη Χανιώτικη κοινωνία της εποχής. Ο νεαρός Βενιζέλος ήταν ήδη ένας φημισμένος δικηγόρος, είχε εκλεγεί το 1889 βουλευτής, είχε εντυπωσιάσει με το δημοσιογραφικό του ταλέντο και είχε προκαλέσει την Τουρκική διοίκηση με την πατριωτική του δράση. Η παρουσία, στο γάμο, των προξένων των Μεγάλων Δυνάμεων στα Χανιά, φανέρωνε το κύρος και τις σχέσεις που είχε αναπτύξει ο εικοσιεπτάχρονος δικηγόρος.
Μετά το γάμο, το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο επιβλητικό σπίτι της Χαλέπας και απόκτησε δύο παιδιά. Τον Κυριάκο και τον Σοφοκλή. Η γέννηση όμως του Σοφοκλή έμελλε να είναι μοιραία. Η εικοσιτετράχρονη Μαρία πεθαίνει αναπάντεχα από επιλόχεια μόλυνση. Ο πρόωρος θάνατός της συγκλόνισε τον Βενιζέλο, που βρέθηκε ξαφνικά με δύο βρέφη, χωρίς την αγαπημένη του γυναίκα. Απαρηγόρητος από το τραγικό γεγονός που έπληξε την ευαίσθητη ψυχή του, χρειάστηκε αρκετό χρόνο για να ξεπεράσει την απώλεια της συντρόφου του. Έκτοτε και για όλη του τη ζωή, διατήρησε τη χαρακτηριστική γενειάδα, σε ένδειξη πένθους.
Σε όλες του τις δραστηριότητες επιδόθηκε με πάθος και επέδειξε την υψηλή του νοημοσύνη, τη στέρεα αναλυτική του λογική, το ρεαλισμό και τις φιλελεύθερες αρχές, που χαρακτήρισαν τη μεταγενέστερη πολιτική του δράση. Από το 1888 μέχρι το 1909 με διακοπές κατά περιόδους, η σταδιοδρομία του στη δικηγορία ήταν εντυπωσιακή. Αρχικά ως βοηθός στο γραφείο του Σπύρου Μοάτσου, και στη συνέχεια ως συνεργάτης του φίλου του Ιωάννη Ηλιάκη χειρίστηκε πληθώρα υποθέσεων, χωρίς να κάνει διακρίσεις μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων, πρακτική για την οποία κατηγορήθηκε ως Τουρκόφιλος. Χάρη στην επιτυχημένη του σταδιοδρομία δεν άργησε να γίνει ένας επιφανής δικηγόρος των Χανίων.
Παράλληλα επιδόθηκε στη δημοσιογραφία και άρχισε να εκδηλώνει το ενδιαφέρον του για ανάμειξη στα κοινά. Έθεσε δύο φορές υποψηφιότητα για εφέτης στο Εφετείο Χανίων αλλά εξελέγη ως αναπληρωματικός και παραιτήθηκε. Το 1889, όταν ο γαμβρός του Κωνσταντίνος Μητσοτάκης εξελέγη εφέτης, του μεταβίβασε την ιδιοκτησία της εφημερίδας "Λευκά Όρη". Σε συνεργασία με τους φίλους του δικηγόρους Κωνσταντίνο Φούμη, Χαράλαμπο Πωλογιώργη και Ιάκωβο Μοάτσο ανέλαβαν την έκδοση της εφημερίδας υπό το ψευδώνυμο "Λευκορείτες". Στο εξής η εφημερίδα αποτέλεσε το βήμα των πολιτικών του πεποιθήσεων.
ΠΡΩΙΜΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Από αιώνες η Κρήτη ζούσε κάτω από σκληρό ζυγό. Οι συνεχείς και γεμάτοι ένταση απελευθερωτικοί αγώνες κατά του Τούρκου δυνάστη οδήγησαν σε μερική φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Το 1878, με τη λεγόμενη σύμβαση της Χαλέπας, επιβλήθηκε ημιαυτόνομο πολίτευμα. Η Κρητική Συνέλευση (Βουλή) απέκτησε δικαίωμα να ψηφίζει νόμους, οι οποίοι όμως έπρεπε να κυρώνονται από τον Σουλτάνο. Παράλληλα επιτράπηκε η έκδοση εφημερίδων, η δημιουργία και η λειτουργία σχολείων, η σύσταση κομμάτων και ακόμα η Ελληνική γλώσσα έγινε η επίσημη γλώσσα των Δικαστηρίων και της Βουλής. Για πρώτη φορά διορίστηκε Χριστιανός Γενικός Διοικητής Κρήτης.
Τον Απρίλιο του 1889, με βάση τις πρόνοιες του πολιτεύματος του 1878, διενεργήθηκαν εκλογές και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, σε ηλικία μόλις 25 ετών, εξελέγη βουλευτής της κρητικής Βουλής. Εντάχθηκε στη μετριοπαθή πτέρυγα των Φιλελευθέρων, που ήταν οι νικητές των εκλογών, και ακολούθησε τακτική κατευνασμού και συμφιλίωσης απέναντι στους αντιπάλους του. Την περίοδο αυτή το Ελληνικό στοιχείο ήταν κυριευμένο από πολιτικά πάθη και διχασμένο σε αλληλομισούμενες φατρίες. Οι συντηρητικοί, που δεν μπορούσαν να αποδεχθούν την ήττα τους, για να εκβιάσουν και να φέρουν σε δύσκολη θέση τη φιλελεύθερη πλειοψηφία κατέθεσαν ψήφισμα στη Συνέλευση, στις 6 Μαΐου του 1889, και ζητούσαν την άμεση κήρυξη της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα.
Ο Βενιζέλος αντιλήφθηκε αμέσως τους κινδύνους από το δημαγωγικό αυτό διάβημα και το αποδοκίμασε. Ο νεαρός βουλευτής πίστευε ότι η Κρήτη δεν ήταν έτοιμη για νέα επανάσταση, αφού το Ελληνικό κράτος αρνήθηκε να βοηθήσει τους Κρητικούς, γιατί δεν είχε τη δυνατότητα. Ο Βενιζέλος φοβόταν τη βίαιη αντίδραση του Τουρκικού καθεστώτος απέναντι στο, ούτως ή άλλως, επιπόλαιο επαναστατικό κίνημα των συντηρητικών. Τα γεγονότα που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν τους φόβους του. Ο Σουλτάνος επέβαλε δικτατορία και βρήκε την ευκαιρία να αφαιρέσει τα προνόμια που είχε παραχωρήσει το 1878 στον Κρητικό λαό.
Ο ίδιος ο Βενιζέλος, αν και ήταν αντίθετος προς την επαναστατική κινητοποίηση, για να αποφύγει τη σύλληψη κατέφυγε στην ελεύθερη Ελλάδα. Η ανάκληση των προνομίων και το τυραννικό καθεστώς που επικράτησε οδήγησε τους Κρητικούς στην Μεταπολιτευτική Επανάσταση του 1895 - 1896. Ο Σουλτάνος, έπειτα από τις επιτυχίες των επαναστατών και κάτω από τις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, παραχώρησε τότε νέο πολίτευμα, το οποίο έδινε σημαντικά προνόμια στο Χριστιανικό στοιχείο. Το Μουσουλμανικό στοιχείο, με την υποκίνηση της Τουρκικής στρατιωτικής διοίκησης, δεν αποδέχθηκε το νέο καθεστώς και αντέδρασε δυναμικά.
Η Επανάσταση του 1889
Στις 2 Απριλίου 1889 οι Ελευθέριος Βενιζέλος, Κωνσταντίνος Φούμης, Χαράλαμπος Πωλογιώργης και Ιάκωβος Μοάτσος εξελέγησαν για πρώτη φορά πληρεξούσιοι στην Κρητική Συνέλευση. Η παρουσία της ομάδας των Λευκορειτών στη Συνέλευση εισήγαγε στην πολιτική νέο ήθος και νέες ιδέες. Στη Συνέλευση αυτή είχε πλειοψηφήσει η φιλελεύθερη παράταξη με 38 πληρεξουσίους έναντι 11 συντηρητικών. Στην πρώτη του εμφάνιση ο Βενιζέλος πέτυχε να ακυρώσει την πάγια τακτική των προηγούμενων Συνελεύσεων κατά την οποία, το πλειοψηφούν κόμμα χρησιμοποιούσε την αριθμητική του υπεροχή για να αφαιρέσει έδρες από την αντιπολίτευση και την εξοστράκιζε από τις εργασίες της Συνέλευσης.
Με την παρουσία του στη Συνέλευση ο Βενιζέλος προσπάθησε να επιβάλει τη χρήση του επιχειρήματος έναντι της δημαγωγίας και του πολιτικού πάθους, με σκοπό την εξυπηρέτηση όχι προσωπικών σκοπιμοτήτων αλλά του κοινού πολιτικού και εθνικού στόχου. Αλλά στη συνεδρία της 6ης Μαΐου, η συντηρητική αντιπολίτευση, για να τορπιλίσει το έργο της φιλελεύθερης παράταξης, κατέθεσε ψήφισμα για άμεση κήρυξη της ένωσης με την Ελλάδα. Ο Βενιζέλος αποδοκίμασε την πρόταση, αλλά η Οθωμανική διοίκηση αντέδρασε με την επιβολή στρατιωτικού νόμου και την κατάργηση των προνομίων του καθεστώτος της Χαλέπας.
Ο Βενιζέλος είχε ακολουθήσει εξαρχής υπεύθυνη στάση. Πίστευε ότι για το εθνικό θέμα ήταν απαραίτητη η συνεργασία με το Ελληνικό Προξενείο. Αλλά, παρότι αντίθετος στην πρωτοβουλία, αναγκάστηκε να εκπατρισθεί. Η ομάδα των Λευκορειτών φυγαδεύτηκε από τον Πρόξενο της Μεγάλης Βρετανίας Alfred Biliotti και κατέφυγε στην Αθήνα, όπου κατέφυγαν και οι υπεύθυνοι των εξελίξεων. Τριάντα χρόνια αργότερα, με μία τάση να προσδιορίζει αναδρομικά τις επιλογές του στη δημόσια εικόνα που καλλιεργούσε στο εξωτερικό και ειδικά στη διάσκεψη των Παρισίων το 1919, σχολιάζει:
"Μόλις τελείωσα τις σπουδές μου στην Αθήνα, επέστρεψα στην πατρίδα μου και ξεκρέμασα τα φυσεκλίκια μου. Δεν είχα εκδικάσει παρά λίγες υποθέσεις στο δικαστήριο της πατρίδας μου πριν αναγκαστώ να πάρω τα όπλα ενάντια στην Τουρκική Κυβέρνηση. Παρόλο που ο πατέρας μου είχε γεννηθεί στην Ελλάδα, εγώ εθεωρούμην Οθωμανός υπήκοος -συνεπώς επαναστάτης- επειδή η μητέρα μου είχε γεννηθεί υπό το Τουρκικό καθεστώς. Στο τέλος αυτής της Επανάστασης, επέστρεψα πάλι στην πόλη μου και στη δουλειά μου. Δεν είχα όμως το χρόνο να ασχοληθώ με αυτήν για πολύ, γιατί έπρεπε πάλι να εξεγερθώ και να πάρω τα βουνά.
Σύντομα έφτασα στο σημείο όπου έπρεπε να αποφασίσω αν θα έπρεπε να είμαι επαγγελματίας δικηγόρος και επαναστάτης κατά διαστήματα ή επαγγελματίας επαναστάτης και δικηγόρος κατά διαστήματα. Φυσικά έγινα επαγγελματίας επαναστάτης".
Η Εξορία στην Αθήνα
Για το διάστημα των έξι ετών που ακολούθησε την κατάργηση των προνομίων του καθεστώτος της Χαλέπας διαθέτουμε ελάχιστες πληροφορίες. Υπάρχει ωστόσο ένα σημαντικό ατελές χειρόγραφο 146 σελίδων που εκδόθηκε το 1971 με τον τίτλο "Η Κρητική Επανάστασις του 1889. Ένα άγνωστο ιδιόγραφο κείμενο του Εθνάρχου", που εκθέτει τα γεγονότα της Επανάστασης του 1889. Γράφτηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο κατά το διάστημα της αυτοεξορίας του στην Αθήνα ανάμεσα στον Σεπτέμβριο του 1889 και τον Μάιο του 1890. Στο κείμενο αυτό, το μόνο εκτεταμένο κείμενο στο οποίο ο Βενιζέλος εκθέτει με σαφήνεια την υπό διαμόρφωση πολιτική του σκέψη γύρω από το Κρητικό ζήτημα μετά την κατάργηση των προνομίων του καθεστώτος της Χαλέπας.
Είναι σαφής η ταύτισή του με την μετριοπαθή πολιτική της Κυβέρνησης Τρικούπη, ότι δηλαδή ο τελικός σκοπός της ένωσης με την Ελλάδα δεν θα πρέπει να τεθεί σε κίνδυνο από άκαιρες και απροετοίμαστες ενέργειες. Πέρα από το εθνικό θέμα, ωστόσο, διακρίνονται ήδη οι κατευθυντήριες γραμμές ενός προγράμματος για τη συγκρότηση σύγχρονου κράτους, γραμμές που αποτελούν σταθερές της πολιτικής του σκέψης για τα επόμενα τριάντα χρόνια: αποτελεσματική διοίκηση, οικονομία προσανατολισμένη στην ανάπτυξη, ανεξάρτητη δικαιοσύνη, δημόσια ασφάλεια και δίκαιο φορολογικό σύστημα.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ
Οικογενειακή Τραγωδία
Την άνοιξη του 1890, χωρίς να έχει αμνηστευθεί, ο Βενιζέλος επέστρεψε στα Χανιά, αλλά απέσχε από την πολιτική. Τη σκοτεινή περίοδο που ακολούθησε την επιβολή του στρατιωτικού νόμου και την κατάργηση του καθεστώτος της Χαλέπας και για έξι χρόνια φαίνεται ότι ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη δικηγορία.Τον Δεκέμβριο του 1891 παντρεύτηκε την αγαπημένη του Μαρία Ελευθερίου-Κατελούζου. Κατοίκησαν στον άνω όροφο του σπιτιού της Χαλέπας, ενώ η μητέρα του και τα αδέλφια του έμειναν στο ισόγειο. Το 1892 γεννήθηκε ο πρώτος τους γιος, ο Κυριάκος, και το 1894 ο Σοφοκλής.
Τον Νοέμβριο του 1894 η Μαρία πέθανε από επιλόχειο πυρετό. Απαρηγόρητος ο Ελευθέριος για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν αδύνατο να εργαστεί. Από την εποχή αυτή χρονολογείται και το γνώριμο γενάκι που διατήρησε σε όλη του τη ζωή, σημάδι πένθους. Η ευθύνη της οικογένειας εξακολουθούσε να τον απασχολεί. Κατά τη διάρκεια της Μεταπολιτευτικής Επανάστασης του 1895-96 έστειλε τη μητέρα και τα αδέλφια του, καθώς και τους δύο γιους του Κυριάκο και Σοφοκλή, στη Μήλο υπό τη φροντίδα του συζύγου της αδελφής του Ελένης Ανδρέα Νοστράκη. Εκεί από επιδημία γρίπης πέθαναν το 1897 ο αδελφός του Αγαθοκλής και λίγες ώρες αργότερα η μητέρα του.
Η Ζωή της Οικογένειας
Το 1906 πέθανε και η μεγαλύτερη αδελφή του Μαριγώ, που μετά το θάνατο της μητέρας τους είχε αναλάβει τη φροντίδα της οικογένειας. Η οικογένεια τότε αντιμετώπιζε όχι μόνο την τραγικότητα του θανάτου αλλά και σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα. Για τις ανάγκες της Επανάστασης του Θερίσου ο Ελευθέριος είχε παραμελήσει τη δικηγορία και είχε υποθηκεύσει το σπίτι της Χαλέπας στην Τράπεζα έναντι 2.000 εικοσοφράγκων. Το 1906 αποφάσισε να ενοικιάσει το σπίτι της Χαλέπας προκειμένου να εξοφλήσει το δάνειο και να σώσει το σπίτι. Ενοικίασε σπίτι στη γωνία των οδών Μόσχων και Θεοφάνους στον Τοπανά και μετέφερε εκεί το σπίτι και το πολιτικό του γραφείο.
Μαζί του έμεινε η μικρότερη αδελφή του Ευανθία, που ανέλαβε τη φροντίδα του σπιτιού. Ο Κυριάκος και ο Σοφοκλής στάλθηκαν ως οικότροφοι στο Λύκειο "Κοραή" στο Ηράκλειο. Το δικηγορικό του γραφείο μεταφέρθηκε και αυτό, στην οδό Εισοδίων 52.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Οι Προκλήσεις για Ανάμειξη στα Κοινά
Με την εμφάνιση των πρώτων αντιδράσεων στο καταπιεστικό καθεστώς της περιόδου μετά το 1889, ο Βενιζέλος άρχισε να δραστηριοποιείται και πάλι πολιτικά. Από το 1887 και ιδιαίτερα από το 1890, όταν επέστρεψε από την εξορία του στην Αθήνα, ως το 1905 άσκησε τη δικηγορία, από το γραφείο του στο Καστέλι στη σημερινή οδό Κανεβάρο, απέναντι από το σπίτι του φίλου του Αθανασίου Βλούμ. Στην πολιτική έκανε την επανεμφάνισή του, μετά από έξι χρόνια απουσίας, το 1896. Η άφιξη του Καραθεοδωρή Πασά ως Γενικού Διοικητή της Κρήτης το 1895 είχε αποτελέσει πηγή γενικευμένης ικανοποίησης. Ο Βενιζέλος συνδέθηκε μαζί του και τον επισκεπτόταν συχνά.
Την περίοδο αυτή, ωστόσο, απείχε από την πολιτική ζωή. Ζούσε στο κοινωνικό περιβάλλον της Χαλέπας, του Γενικού Διοικητή και των Προξένων και της ανερχόμενης αστικής κοινωνίας των Χανίων.Ωστόσο, από τον Σεπτέμβριο του 1895 άρχισε νέος πολιτικός αναβρασμός. Η Μεταπολιτευτική Επιτροπή, με ηγέτη τον Μανούσο Κούνδουρο, ζήτησε αυτονομία από την Πύλη και εξασφάλισε κατά τη διάρκεια της Μεταπολιτευτικής Επανάστασης (1895 - 1896), το «Νέον Πολίτευμα της Κρήτης». Παρά την αντίθεσή του στην Επανάσταση ο Βενιζέλος, σε μια σύντομη επανεμφάνισή του στην πολιτική σκηνή, τον Αύγουστο του 1896, παρουσιάστηκε στην Επαναστατική Συνέλευση των Κάμπων Κυδωνίας ως πληρεξούσιος της Χαλέπας.
Αλλά αποδοκιμάστηκε και κινδύνευσε από απόπειρα δολοφονίας εναντίον του. Όπως είχε προβλέψει, ωστόσο, το νέο καθεστώς κατέρρευσε υπό το βάρος της αντεπανάστασης του Μουσουλμανικού πληθυσμού. Στις αρχές του 1897 οι συγκρούσεις Χριστιανών και Μουσουλμάνων είχαν επεκταθεί με τους Μουσουλμάνους να επιτίθενται στις πόλεις και τους Χριστιανούς στην ύπαιθρο. Αποκορύφωμα οι δολοφονίες Χριστιανών στο Ηράκλειο και το Ρέθυμνο (12 και 18 Ιανουαρίου) και η πυρκαγιά και οι σφαγές Χριστιανών στα Χανιά (23 Ιανουαρίου).
Η Επανάσταση του 1897
Η ώρα για την ουσιαστική και ηγετική παρουσία του στην Κρήτη ήρθε με την κρίση του 1897 και τις δραματικές της συνέπειες για την εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος. Χωρίς να έχει συμμετάσχει στην προετοιμασία των επαναστατικών γεγονότων, ο Βενιζέλος φαίνεται να εγκαταλείπει τη μετριοπαθή στάση του στο ζήτημα του χειρισμού του Κρητικού ζητήματος και, όπως άλλωστε και η Ελληνική Κυβέρνηση και ιδιαίτερα ο Πρόξενός της στα Χανιά Νικόλαος Γεννάδης, συντάσσεται με τους επαναστάτες.
Η ικανότητά του στην ανάληψη πρωτοβουλιών και στη λήψη αποφάσεων, η ευρύτητα των γνώσεών του και η γλωσσομάθειά του τον ανέδειξαν σύντομα όχι μόνο ηγετική φυσιογνωμία του στρατοπέδου του Ακρωτηρίου, αλλά και προνομιακό συνομιλητή των Προξένων των Δυνάμεων και των Ναυάρχων. Η Επανάσταση έγινε με αίτημα την ένωση με την Ελλάδα. Το αίτημα της ένωσης κινητοποίησε τους Κρήτες επαναστάτες, τον Πρόξενο Γεννάδη και την Εθνική Εταιρεία στην Αθήνα. Αποτέλεσμα η συγκρότηση του στρατοπέδου των επαναστατών στο Ακρωτήρι και η αποστολή από την Ελλάδα εκστρατευτικού σώματος με αρχηγό τον Τιμολέοντα Βάσσο με εντολή να καταλάβει την Κρήτη στο όνομα του Βασιλιά των Ελλήνων.
Ο Βενιζέλος έλαβε μέρος στα επαναστατικά γεγονότα του Ακρωτηρίου, αλλά διακρίθηκε κυρίως στις διαπραγματεύσεις των επαναστατών με τους Ναυάρχους των Δυνάμεων.Αντίθετα από πολλούς πολιτικούς της ελεύθερης Ελλάδας, διακρινόταν για το ρεαλισμό του. Όταν διαπίστωσε, μετά την ήττα της Ελλάδας στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του Απριλίου, ότι η Κρήτη δεν μπορούσε να στηριχθεί στη συνδρομή της Ελλάδας, ότι επομένως ο στόχος της ένωσης ήταν ανέφικτος, είχε την ευελιξία να αποδεχθεί το καθεστώς αυτονομίας.
Τον Ιανουάριο του 1897 έγιναν από τους Μουσουλμάνους φόνοι Ελλήνων στα Χανιά, στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο. Ιδιαίτερα στα Χανιά, ο Μουσουλμανικός όχλος με τη βοήθεια του τακτικού στρατού, λεηλάτησε καταστήματα, προέβη σε σφαγές και έκαψε τη χριστιανική συνοικία των Χανίων. Οι αιματηρές συγκρούσεις Ελλήνων και Τούρκων και το κάψιμο της Χριστιανικής συνοικίας των Χανίων έπεισαν τον Βενιζέλο να λάβει μέρος στην επανάσταση. Άλλωστε αυτή τη φορά και η ελληνική κυβέρνηση ήταν με το μέρος των επαναστατών, γεγονός που επέδρασε στις αποφάσεις του Βενιζέλου, ο οποίος πλέον εγκατέλειψε τη μετριοπαθή διαχείριση του Κρητικού Ζητήματος και σταδιακά έγινε ο ηγέτης των επαναστατών.
Στις 24 Ιανουαρίου του 1897 κι ενώ τα Χανιά καίγονταν, εκατό περίπου επαναστάτες συγκεντρώθηκαν στο Ακρωτήρι, με την απόφαση να διεκδικήσουν με κάθε μέσο την ένωση. Μεταξύ αυτών και ο Ελευθέριος Βενιζέλος που, μετά από τα πρώτα γεγονότα, ξεχωρίζει και αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστή των εξελίξεων. Στη συνέχεια, στο Ακρωτήρι προστέθηκαν και άλλοι επαναστάτες, που, με την ενθάρρυνση της Ελληνικής κυβέρνησης, κήρυξαν την ένωση με την Ελλάδα. Τις επόμενες μέρες η Ελληνική κυβέρνηση έστειλε στρατό στην Κρήτη, παρά τη θέληση των Δυνάμεων, οι οποίες έθεσαν τη μεγαλόνησο υπό την προστασία τους.
Στο μεταξύ, οι επαναστάτες είχαν προωθηθεί στις θέσεις Φρούδια και Προφήτης Ηλίας, για να βρίσκονται πιο κοντά στα Χανιά. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, για να αποτρέψουν τη σύγκρουση, δημιούργησαν ουδέτερη ζώνη μεταξύ Κρητικών και Τούρκων. Η τουρκική διοίκηση όμως προκάλεσε έντεχνα συμπλοκή με τους επαναστάτες, τους οποίους παρέσυραν υποχωρώντας οι Τούρκοι στην ουδέτερη ζώνη. Οι ναύαρχοι του αγκυροβολημένου στον κόλπο των Χανίων στόλου των Δυνάμεων απαίτησαν ν’ αποσυρθούν οι επαναστάτες στις προηγούμενες θέσεις τους, πράγμα που εκείνοι αρνήθηκαν.
Στις 9 Φεβρουαρίου του 1897, στις 3:30 μετά το μεσημέρι, ο Ιταλός Κανεβάρο, επικεφαλής των ναυάρχων, διέταξε το βομβαρδισμό του Επαναστατικού Στρατοπέδου. Μια οβίδα έσπασε τον ιστό της υψωμένης Ελληνικής σημαίας και τότε ο πολεμιστής Σπύρος Καγιαλεδάκης, την ξαναύψωσε κάνοντας το σώμα του ζωντανό κοντάρι. Το γεγονός του βομβαρδισμού προκάλεσε πανελλήνια συγκίνηση και διεθνείς αντιδράσεις. Σε πολλές πόλεις της Ευρώπης έγιναν διαδηλώσεις και ασκήθηκε οξύτατη κριτική για τη στάση των Δυνάμεων. Το επεισόδιο της σημαίας εμψύχωσε το μαχόμενο Κρητικό λαό και έγινε ακατάλυτο σύμβολο της Κρητικής ελευθερίας.
Ο Βενιζέλος συνέταξε έντονη διαμαρτυρία προς τους ναυάρχους, που την υπέγραψαν όλοι οι οπλαρχηγοί, όπου διακήρυττε την αποφασιστικότητα των επαναστατών να συνεχίσουν τον αγώνα τους. Στο μεταξύ η επανάσταση απλώθηκε σ’ όλη την Κρήτη και οι Μεγάλες Δυνάμεις το Μάρτιο του 1897 κήρυξαν τον αποκλεισμό του νησιού. Τον Απρίλιο ξέσπασε Ελληνοτουρκικός πόλεμος, εξαιτίας του Κρητικού Ζητήματος, και η ήττα της Ελλάδας, όπως ήταν φυσικό, επηρέασε την πορεία του. Οι επαναστάτες ήταν πλέον υποχρεωμένοι να αποδεχθούν την αυτονομία που προσέφεραν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Τα γεγονότα επισπεύσθηκαν έπειτα από τις σφαγές στις οποίες προέβησαν οι Τούρκοι στο Ηράκλειο, τον Αύγουστο του 1898.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις παρενέβησαν δυναμικά και υποχρέωσαν την Τουρκία να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Κρήτη, ενώ παράλληλα παραχώρησαν αυτονομία. Η εξέγερση του 1897 ανέδειξε τις ηγετικές και διπλωματικές αρετές του Βενιζέλου. Το 1898, σε ηλικία 34 ετών, είχε περιβληθεί μια αρχηγική αίγλη και ήταν απ’ τα κεντρικά πρόσωπα της κρητικής πολιτικής σκηνής.
Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
Το Δεκέμβριο του 1898 αφίχθηκε στην Κρήτη και ανέλαβε τη διακυβέρνησή της ο πρίγκιπας Γεώργιος, γιος του βασιλιά Γεωργίου Α' της Ελλάδας. Ο πρίγκιπας ήλθε ως εντολοδόχος (Ύπατος Αρμοστής) των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες είχαν διατηρήσει σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις στις πόλεις της Κρήτης. Το νέο αυτόνομο κράτος, το οποίο τελούσε υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου και την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων, είχε αυτόνομη πολιτική στις εσωτερικές υποθέσεις του, στην ουσία όμως δεν είχε δικαίωμα ασκήσεως εξωτερικής πολιτικής. Παρόλα αυτά η άφιξη του Γεωργίου χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από τον Κρητικό λαό, σαν το τελευταίο βήμα πριν από την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Στο έργο της συγκρότησης του νέου κράτους σημαντικό ρόλο έπαιξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος, τον Απρίλιο του 1899, έγινε σύμβουλος (υπουργός) Δικαιοσύνης στην πρώτη κυβέρνηση του πρίγκιπα. Η σύντομη θητεία του στο Υπουργείο ήταν παραγωγική και δημιουργική. Το νομοθετικό του έργο κάλυψε όλους τους τομείς του αστικού και του ποινικού δικαίου και σε ελάχιστο χρόνο δημιούργησε σύγχρονο και αποτελεσματικό δικαιϊκό σύστημα, το οποίο εμπέδωσε αίσθημα δικαιοσύνης και ασφάλειας μεταξύ των κατοίκων της Κρήτης. Ο Βενιζέλος επέμεινε ιδιαίτερα στη διασφάλιση των δικαιωμάτων της Μουσουλμανικής μειονότητας και εισήγαγε διατάξεις, που παρείχαν ισονομία, πολιτική ισότητα και ανεξιθρησκεία.
Στην αρχή οι σχέσεις του Ύπατου Αρμοστή και του υπουργού του υπήρξαν στενές και η συνεργασία τους καλή. Όμως η διεθνής θέση του νέου καθεστώτος, καθώς και οι μελλοντικοί του προσανατολισμοί, έφεραν τα πρώτα σύννεφα στις σχέσεις των δύο ανδρών. Ο Βενιζέλος πίστευε στη σταδιακή προσέγγιση του σκοπού του, που ήταν η ένωση. Για να φτάσουμε όμως ως εκεί, έπρεπε η Κρήτη να κερδίσει πλήρη αυτονομία. Να απαλλαγεί δηλαδή από τη διεθνή προστασία των Δυνάμεων, να αποχωρήσουν τα ξένα στρατεύματα και να δημιουργηθεί Κρητικός στρατός.
Στον αντίποδα, ο πρίγκιπας είχε την αφέλεια να πιστεύει, ότι οι προσωπικές του σχέσεις και οι συμπάθειες που διατηρούσε στις βασιλικές αυλές της Ευρώπης θα αρκούσαν για να υπερπηδηθούν τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κρήτη. Το οξύ πολιτικό αισθητήριο του Βενιζέλου τού επέτρεψε να αντιληφθεί εγκαίρως ότι η εξωτερική πολιτική του πρίγκιπα δεν είχε σοβαρά ερείσματα, κυρίως λόγω της αδυναμίας του Ελληνικού κράτους να στηρίξει στρατιωτικά και διπλωματικά την πολιτική αυτή. Οι διαφορετικές θέσεις μεταξύ των δύο ανδρών στο χειρισμό του Κρητικού Ζητήματος, καθώς και η πολιτική φιλοσοφία του Βενιζέλου που ήταν βασισμένη σε φιλελεύθερες αρχές, διεύρυναν περισσότερο το χάσμα μεταξύ των.
Ο Βενιζέλος από μικρός είχε ζήσει σε ένα περιβάλλον που διασταυρωνόταν οι ιδέες του Ελληνικού αλυτρωτισμού με τις ιδέες του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Η Χαλέπα, την εποχή εκείνη, ήταν το κέντρο της πολιτικής ζωής της Κρήτης, έδρα των προξένων των Μεγάλων Δυνάμεων, τόπος συνάντησης σημαντικών ανδρών, με διάχυτη αντιστασιακή, πολιτική και πνευματική ατμόσφαιρα και με έντονες τις επιρροές από τα σύγχρονα Ευρωπαϊκά ιδεολογικά ρεύματα. Η ατμόσφαιρα αυτή άσκησε σημαντική επίδραση στην ψυχοσύνθεση και σφράγισε την προσωπικότητα του νέου πολιτικού, ο οποίος ήδη την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας είχε σαφείς ιδεολογικούς και πολιτικούς προσανατολισμούς και ήταν ο κυριότερος εκφραστής του φιλελεύθερου πνεύματος στην Κρήτη.
Ήταν φυσικό επομένως να έλθει σε σύγκρουση με τον πρίγκιπα, που ήταν δεδηλωμένος οπαδός της απόλυτης μοναρχίας και θιασώτης απολυταρχικών μεθόδων διακυβέρνησης. Οι διαφορές αυτές μεταξύ των δύο ανδρών, προκάλεσαν, το 1901, την αποπομπή του Βενιζέλου από την κυβέρνηση. Έκτοτε ο κρητικός πολιτικός άσκησε οξύτατη αντιπολίτευση κατά του πριγκιπικού καθεστώτος, πάντα όμως στα πλαίσια της νομιμότητας. Ο πρίγκιπας και το περιβάλλον του αντέδρασαν απέναντι στον κρητικό πολιτικό και του προσήψαν τη χειρότερη κατηγορία: Ήταν ένας ανθενωτικός προδότης. Πίστευαν ότι έτσι θα τον εξόντωναν ηθικά και πολιτικά.
Ο Βενιζέλος έπρεπε να αμυνθεί απέναντι σ’ αυτή τη ρυπαρή συκοφαντική εκστρατεία. Όμως ο δεσποτισμός του καθεστώτος δεν άφηνε πολλά περιθώρια, λογοκρισία του Τύπου, διώξεις των οπαδών του Βενιζέλου, φυλάκιση του ίδιου, παρακολούθηση της αλληλογραφίας και των τηλεγραφικών επικοινωνιών ήταν μερικές από τις ενέργειες που απέβλεπαν στην κατάπνιξη της Βενιζελικής αντιπολίτευσης. Η συμπεριφορά αυτή του παλατιού της Χαλέπας αύξησε την οξύτητα και έκανε αγεφύρωτη τη διαίρεση μεταξύ Πριγκιπικών και Βενιζελικών.
Ηγετική Φυσιογνωμία στην Κρητική Πολιτεία
Τα πρώτα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας ο Βενιζέλος βρισκόταν στο απόγειο της δημιουργικότητας αλλά και της δημοτικότητάς του. Ήταν στενός συνεργάτης του σεβάσμιου πολιτικού Ιωάννη Σφακιανάκη, είχε την εύνοια των Προξένων των Δυνάμεων, της αστικής κοινωνίας των Χανίων αλλά και των συναδέλφων του που αναγνώριζαν τις σπάνιες πνευματικές του ικανότητες και τη νομική του κατάρτιση. Ο ρόλος του Βενιζέλου στη σύσταση της νέας αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας ήταν καθοριστικός και απέδειξε τις ηγετικές αλλά και τις καθαρά πολιτικές του ικανότητες. Αν και προσωρινό, το νέο πολίτευμα έπρεπε να διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά ενός πλήρως λειτουργικού πολιτειακού συστήματος:
Συνταγματικό χάρτη, εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία και διοίκηση. Οι σωζόμενες σημειώσεις του τεκμηριώνουν την άποψη ότι ο ρόλος του στη νέα φάση του Κρητικού ζητήματος ήταν καθοριστικός. Ως μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις με τους Ναυάρχους για τη διαμόρφωση του νέου καθεστώτος. Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής μέχρι την άφιξη του Ηγεμόνα, αλλά και του Ηγεμονικού Συμβουλίου που συγκροτήθηκε μετά την άφιξή του, μέλος της επιτροπής που συγκροτήθηκε για τη σύνταξη του Συντάγματος, έθεσε την κρίση, τις γνώσεις και την εργατικότητά του στις υπηρεσίες του νέου Κράτους.
Στις πρώτες εκλογές της 24 Ιανουαρίου 1899 εξελέγη Πληρεξούσιος Χανίων, και στη συνέχεια, στις 17 Απριλίου, διορίστηκε Ηγεμονικός Σύμβουλος επί της Δικαιοσύνης στην πρώτη «Κυβέρνηση» της Κρητικής Πολιτείας. Στη Συνέλευση πρωταγωνίστησε στις συζητήσεις για την ψήφιση του Συντάγματος. Επέμεινε στη φιλελεύθερη αντιμετώπιση απέναντι στους Μουσουλμάνους και στη θέσπιση εγγυήσεων θρησκευτικής ελευθερίας και πολιτικής ισότητας και ατομικής ελευθερίας. Ωστόσο στο ζήτημα της σχέσης μεταξύ των εξουσιών, κατηγορήθηκε αργότερα, ως πρωτεργάτης της διαμόρφωσής του, ότι πολλές από τις διατάξεις του ήσαν υπερβολικά συντηρητικές, κατηγορία που αποδέχθηκε και ο ίδιος.
Ο Σύμβουλος επί της Δικαιοσύνης
Στη θέση του Συμβούλου επί της Δικαιοσύνης ο Βενιζέλος παρέμεινε δύο χρόνια, από τον Απρίλιο του 1899 ως τον Μάρτιο του 1901.
Επιδόθηκε με υπεράνθρωπη εργατικότητα στο τιτάνιο έργο της αναδιοργάνωσης των δικαστηρίων, της εισαγωγής σύγχρονου δικαστικού συστήματος, της οργάνωσης της πολιτοφυλακής και της χωροφυλακής. Κλεισμένος για μέρες στο γραφείο του, συντροφιά με τα βιβλία του, έθεσε όλες του τις δυνάμεις στην υπηρεσία της συγκρότησης ενός σύγχρονου συστήματος δικαιοσύνης και ασφάλειας. Η τροποποίηση της πολιτικής και της ποινικής δικονομίας, καθώς και του αστικού, του ποινικού και του εμπορικού κώδικα και η οργάνωση των δικαστηρίων ήσαν τα θεαματικά αποτελέσματα της διετούς θητείας του, που μεταμόρφωσε ριζικά την απονομή της δικαιοσύνης στην Κρήτη.
Το έργο του ως Συμβούλου επί της Δικαιοσύνης διακόπηκε απότομα με την αποπομπή του από το αξίωμα αυτό με ηγεμονικό διάταγμα στις 18 Μαρτίου 1901. Η διαφωνία υπέβοσκε από καιρό και οφειλόταν στην άρνηση του Γεωργίου να αναγνωρίσει στους Συμβούλους του δικαιώματα ουσιαστικής συμμετοχής στη διαχείριση των κρητικών υποθέσεων. Ειδικότερα, στο εθνικό ζήτημα ο Βενιζέλος διαφωνούσε με τον Γεώργιο, που θεωρούσε ότι το ζήτημα της ένωσης ανήκε στην αποκλειστική του αρμοδιότητα και προέβαινε σε άστοχες και άκαιρες διεθνείς κινήσεις.
Ο ρεαλιστής Βενιζέλος θεωρούσε ότι η ένωση θα ερχόταν ως επακόλουθο της εσωτερικής οργάνωσης της Κρήτης με τη συγκρότηση στρατιωτικής δύναμης και την εξασφάλιση της αποχώρησης των διεθνών στρατευμάτων από το νησί. Υπέβαλε δύο φορές την παραίτησή του επικαλούμενος την πρώτη φορά λόγους υγείας, τη δεύτερη διαφωνία με το Συμβούλιο και τον Ηγεμόνα. Παράλληλα δημοσιοποίησε τις απόψεις του για το κρητικό ζήτημα στον τύπο της Αθήνας. Η δημοσίευση αυτή αποτέλεσε και το πρόσχημα για την απόλυσή του "επειδή όλως αναρμοδίως υπεστήριξε και δημοσίως εξέθηκε γνώμας επί σπουδαιοτάτου ζητήματος του τόπου αντιθέτους προς το φρόνημα και την εντολήν Ημών".
Στο Περιθώριο της Πολιτικής
Την απόλυση του Βενιζέλου ακολούθησε ενορχηστρωμένη επίθεση όχι μόνο του ηγεμονικού περιβάλλοντος, και κυρίως του ιδιαίτερου γραμματέα, διπλωμάτη Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλου αλλά και των ανακτόρων, της πολιτικής ηγεσίας και της πλειονότητας του αθηναϊκού τύπου. Οι εκλογές του Απριλίου 1901 από τις οποίες απείχε ο Βενιζέλος κατέληξαν σε θρίαμβο της φιλοπριγκιπικής παράταξης. Ήταν φανερό ότι ο Πρίγκιπας Γεώργιος, ξεπερνώντας το θεσμικό του ρόλο, είχε αποδυθεί σε έναν αγώνα πολιτικής εξόντωσης του μόνου πολιτικού του αντιπάλου στην Κρήτη και είχε επιτύχει την απομόνωσή του. Για μικρό διάστημα ο Βενιζέλος φάνηκε να εξαφανίζεται από την ενεργό πολιτική.
Αλλά τον Δεκέμβριο του 1901 με μία σειρά πέντε άρθρων στον «Κήρυκα» με γενικό τίτλο "Γενηθήτω φως" εμφανίστηκε απαντώντας στην επίθεση που δεχόταν και υπερασπιζόμενος την πολιτική του. Σε τρεις περιπτώσεις ο Αρμοστής αντέδρασε κλείνοντας την εφημερίδα και επιβάλλοντας χρηματικό πρόστιμο στο Βενιζέλο. Μετά από μήνυση του φιλοπριγκιπικού Μητροπολίτη Κρήτης μάλιστα του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης μιας βδομάδας την οποία εξέτισε στη φυλακή του Ιτζεδίν. Κατά τη διάρκεια του 1902 ο Βενιζέλος πήγε στην Αθήνα και συναντήθηκε με τον Πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη σε μια προσπάθεια να αποτρέψει το αδιέξοδο.
Η περίοδος της αποχής από την ενεργό πολιτική στην Κρήτη δεν σήμαινε βέβαια ούτε την ολοκληρωτική αποχή από την πολιτική, ούτε φυσικά την πλήρη απομόνωσή του. Την περίοδο μετά το 1897 κύκλοι της Αθήνας αναζητούσαν πολιτικές προσωπικότητες που να μη συνδέονται με τα παλαιά και φθαρμένα κόμματα. Η επίσκεψή του στην Αθήνα συνέπεσε με τις κομματικές ζυμώσεις εν όψει των εκλογών της 17/30 Νοεμβρίου του 1902. Ο Υπουργός Οικονομικών της Κυβέρνησης Ζαΐμη Φωκίων Νέγρης, πιθανότατα σε συνεννόηση με τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, τον κάλεσε να μετάσχει στο εκλογικό ψηφοδέλτιο που ετοίμαζε.
Ο Βενιζέλος ωστόσο απέρριψε την πρόσκληση. Η πρόσκληση, όσο δελεαστική και αν ήταν, ήταν άκαιρη και χωρίς προοπτικές. Πρόσκληση να συμμετάσχει σε μία αναμέτρηση ως απλός υποψήφιος ενός μικρού κόμματος δεν ανταποκρινόταν στις αρχηγικές φιλοδοξίες του Βενιζέλου. Η ώρα να μεταπηδήσει στην πολιτική σκηνή της Αθήνας δεν είχε έρθει. Χωρίς να αφίσταται από τον τελικό στόχο της Ένωσης, για πολλά χρόνια ακόμα συνέχισε να δικηγορεί στα Χανιά, να δημοσιογραφεί στην εφημερίδα του «Κήρυξ» και να μάχεται για την πλήρη εφαρμογή του καθεστώτος της αυτονομίας.
Επιστροφή στην Ενεργό Πολιτική (1905 - 1910)
Ακολούθησε το επαναστατικό κίνημα στο Θέρισο το 1905 και η αντικατάσταση του Πρίγκιπα Γεωργίου στη θέση του Ύπατου Αρμοστή από τον Αλέξανδρο Ζαΐμη το 1906. Το 1905, μετά από όσα είχαν προηγηθεί, είχε ωριμάσει πλέον μεταξύ των παραγόντων της αντιπολίτευσης η αναγκαιότητα της επαναστατικής ρήξης. Πριν να φτάσει ως εκεί, ο Βενιζέλος έκανε μία ύστατη προσπάθεια για συνδιαλλαγή με το παλάτι. Ο πρίγκιπας όμως έκλεισε τις πόρτες ερμητικά και απέκλεισε κάθε συνεννόηση. Δεν έμενε πλέον άλλη διέξοδος από την επαναστατική κινητοποίηση.
Πράγματι, στις 10/23 Μαρτίου 1905, ο πρίγκιπας και οι Δυνάμεις θα πληροφορηθούν ότι ο Βενιζέλος ήταν για μία ακόμα φορά αρχηγός μίας ένοπλης επανάστασης, στο Θέρισο, στους πρόποδες των Λευκών Ορέων, με στενούς συνεργάτες του τους Κωνσταντίνο Μάνο και Κωνσταντίνο Φούμη. Οι επαναστάτες κήρυξαν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και αγνόησαν την απειλητική απαίτηση του πρίγκιπα να διαλυθούν. Ο Βενιζέλος φρόντισε ν’ αποφύγει την αντιπαράθεση με τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες άλλωστε ήταν αντίθετες σε κάθε ιδέα ανακίνησης του Κρητικού Ζητήματος. Ο Ύπατος Αρμοστής όμως, στην προσπάθειά του να καταπνίξει την επανάσταση, ζήτησε τη συνδρομή των ξένων στρατευμάτων.
Η Βρετανία, η Γαλλία και η Ιταλία αρνήθηκαν την ανοικτή επέμβαση. Αντίθετα τα ρωσικά στρατεύματα ενεπλάκησαν σε μάχες με τους επαναστάτες. Μετά από οκτώ μήνες η επανάσταση τερματίστηκε με έναν έντιμο συμβιβασμό. Η Ένωση δεν επιτεύχθηκε, όμως ο δεσποτισμός είχε ηττηθεί και ο δρόμος για μία δημοκρατική διακυβέρνηση στην Κρήτη είχε ανοίξει. Ο Βενιζέλος είχε νικήσει τον αντίπαλό του και ο πρίγκιπας απομονωμένος από τη διεθνή υποστήριξη, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Ύπατη Αρμοστεία και το νησί τον Σεπτέμβριο του 1906. Στο εξής ο Ύπατος Αρμοστής θα διοριζόταν από το βασιλιά της Ελλάδας, με τη σύμφωνη γνώμη των Δυνάμεων, οι οποίες στο τέλος της επανάστασης διαπίστωσαν την αδυναμία τους να επιβάλλουν την πολιτική τους.
Στα πλαίσια αυτά ο πρώην Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξανδρος Ζαΐμης διορίσθηκε Ύπατος Αρμοστής και μία συνταγματική επιτροπή, με επικεφαλής τον Βενιζέλο, κατάρτισε ένα νέο πιο δημοκρατικό Σύνταγμα. Έτσι άρχιζε μία καινούργια περίοδος για την Κρήτη και για τον Βενιζέλο, ο οποίος ήταν πλέον στο επίκεντρο του πανελλήνιου και διεθνούς ενδιαφέροντος. Τα επόμενα χρόνια ο Βενιζέλος επέδειξε σπάνιες ικανότητες στην οικοδόμηση μιας φιλελεύθερης και ευνομούμενης Κρητικής Πολιτείας. Αναδιοργάνωσε το δικαστικό σύστημα, την αστυνομία και δημιούργησε μία αξιόμαχη στρατιωτική δύναμη, την πολιτοφυλακή, με Κρητικούς υπό τη διοίκηση Ελλήνων αξιωματικών.
Η πολιτική σταθερότητα και η ευνομία, που επικράτησαν έκτοτε, επέτρεψαν στις Δυνάμεις να αποσύρουν τα στρατεύματά τους από το νησί. Οι εξελίξεις αυτές ήταν μία δικαίωση της πολιτικής διορατικότητας του Βενιζέλου. Στο μεταξύ οι εξελίξεις στο ανατολικό ζήτημα ήταν ραγδαίες. Στην Τουρκία, τον Ιούνιο του 1908, εκδηλώθηκε το επαναστατικό Κίνημα των Νεοτούρκων, το οποίο προς στιγμήν δημιούργησε την ψευδή εντύπωση ότι η απολυταρχία θα έδινε τη θέση της στη συνταγματική μοναρχία και ότι στο εξής Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί θα ζούσαν υπό καθεστώς ελευθερίας και ισότητας. Σύντομα οι ελπίδες διαψεύσθηκαν. Το νέο καθεστώς ακολούθησε τις παλιές μεθόδους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μπολιασμένες με έντονο εθνικισμό.
Όμως η εσωτερική αστάθεια, που προκάλεσε το Κίνημα των Νεοτούρκων, έδωσε την ευκαιρία στην Αυστροουγγαρία να προσαρτήσει τη Βοσνία – Ερζεγοβίνη και στη Βουλγαρία να ανακηρυχθεί σε ανεξάρτητο κράτος. Το Σεπτέμβριο του 1908, χιλιάδες Κρητικοί κατέκλυσαν το Πεδίον του Άρεως στα Χανιά και απαίτησαν την ένωση με την Ελλάδα. Σχηματίστηκε κυβέρνηση, η οποία ανακοίνωσε ότι θα κυβερνούσε στο όνομα του βασιλιά της Ελλάδας. Το Ελληνικό όμως κράτος ήταν ανίσχυρο ακόμα και η Ελληνική κυβέρνηση, με το φόβο ενός νέου Ελληνοτουρκικού πολέμου, δεν τόλμησε να αναγνωρίσει το νέο καθεστώς. Εξ’ άλλου οι Δυνάμεις ήταν αντίθετες προς νέα αναταραχή στον ευαίσθητο χώρο της Εγγύς Ανατολής.
Το επόμενο διάστημα ο Βενιζέλος, ως Υπουργός Εξωτερικών και ως Πρωθυπουργός, πολιτεύθηκε με ευελιξία και αντιτάχθηκε με τόλμη σε εξτρεμιστικά στοιχεία της Κρήτης που επεδίωκαν βίαιες λύσεις στο Κρητικό Ζήτημα. Για δύο χρόνια ο Βενιζέλος συνεργάστηκε απρόσκοπτα με τον Έλληνα πολιτικό, Αλέξανδρο Ζαΐμη, για τη βελτίωση της εσωτερικής κατάστασης στο νησί και για την προώθηση του εθνικού ζητήματος. Τα γεγονότα του Θερίσου είχαν κάνει το Βενιζέλο ακόμα πιο γνωστό στην Αθήνα. Στο εξής οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελληνική πολιτική σκηνή δεν μπορούσαν να αγνοούν την προσωπικότητα του Βενιζέλου.
Διέθετε ένα σπάνιο συνδυασμό προσόντων: εργατικότητα, εξαιρετικές ικανότητες ανάλυσης της κατάστασης και σύλληψης του προβλήματος, ευρύτητα οριζόντων και άριστη γνώση της τοπικής, εθνικής και διεθνούς πολιτικής πραγματικότητας. Κυρίως όμως ήταν προικισμένος με την ικανότητα να θέτει με ρεαλισμό τη φιλελεύθερη ιδεολογία του στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου. Παρά την ένταση της κομματικής αντιπαράθεσης, κύριοι άξονες της πολιτικής του δράσης στην Κρήτη, πέρα από το γενικότερο πλαίσιο της λύσης του εθνικού ζητήματος, παρέμειναν σε όλη τη διάρκεια της Κρητικής Πολιτείας:
- Ο προσανατολισμός της οικονομίας στην ανάπτυξη
- Η οικοδόμηση ανεξάρτητης δικαιοσύνης
- Η εμπέδωση της δημόσιας ασφάλειας και
- Η εισαγωγή δίκαιου φορολογικού συστήματος
Για το λόγο αυτό, όσο και αν η αντιπαράθεσή του με τον Πρίγκιπα Γεώργιο και το περιβάλλον του, καθώς και η σκληρή αρθρογραφία του κατά της μοναρχίας είχαν δημιουργήσει στην Αθήνα αρνητικό κλίμα για τον «επαναστάτη» Κρήτα πολιτικό, οι αρετές του αυτές, σε συνδυασμό με την άριστη συνεργασία του με τον Ζαΐμη, τη μετριοπάθεια και σύνεση με την οποία χειρίστηκε όλες τις μετέπειτα κρίσεις του Κρητικού ζητήματος, την προθυμία του να συνεργάζεται με τον Αρμοστή και με τον γραμματέα της Αρμοστείας Αλέξανδρο Ραγκαβή, συντέλεσαν καθοριστικά στο να αναδειχθεί το 1910 ως ο μοναδικός πολιτικός που θα μπορούσε να σώσει την Ελλάδα από το πολιτικό, κοινωνικό και θεσμικό αδιέξοδο.
Ο Βενιζέλος στην Αθήνα (Δεκέμβριος 1909)
Η ταπείνωση της Ελλάδας μετά την ήττα του 1897, ο διεθνής διασυρμός εξαιτίας του Κρητικού Ζητήματος, οι χρόνιες αδυναμίες του πολιτικού συστήματος και η φθορά των θεσμών έφεραν το στρατό στο προσκήνιο. Τον Αύγουστο του 1909 εκδηλώθηκε στην Αθήνα στρατιωτικό κίνημα, το οποίο είχε ως αίτημα την ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος και του στρατού. Σύντομα όμως διαπιστώθηκε ότι ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δεν είχε πρόγραμμα και σχέδιο για την έξοδο της χώρας από το πολιτικό αδιέξοδο.
Η βασιλική οικογένεια είχε χάσει το κύρος της και τα παλαιά κόμματα ήταν ανυπόληπτα, το κοινοβούλιο δεν μπορούσε να λειτουργήσει και οι στρατιωτικοί βυθίζονταν στο τέλμα της αδυναμίας τους να κυβερνήσουν. Μέσα σ’ αυτό το χάος, η ηγεσία των κινηματιών κατέφυγε στον Βενιζέλο, στην Κρήτη, και ζήτησε τη βοήθειά του. Ο Κρητικός πολιτικός έφτασε στην Αθήνα το Δεκέμβριο του 1909. Με μετριοπάθεια και ευελιξία απέναντι στα Ανάκτορα και τον παλαιό πολιτικό κόσμο, έδωσε πολιτικές λύσεις και άμβλυνε τις διαφορές που είχε δημιουργήσει η επέμβαση του στρατού.
Οι πληροφορίες για την προσωπική ζωή του Βενιζέλου είναι ελάχιστες. Υπάρχουν ενδείξεις, ωστόσο, ότι η μεταπήδηση του Βενιζέλου στην πολιτική σκηνή της Αθήνας αποτέλεσε ένα σταθμό που άλλαξε και την προσωπική και την πολιτική ζωή του Κρητικού ηγέτη. Η πολιτική προσαρμογή ήταν δύσκολη. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς ο Βενιζέλος αποφάσισε να διευρύνει τον πολιτικό του ορίζοντα, με την εμφάνισή του στην κεντρική πολιτική σκηνή της Ελλάδας. Οπωσδήποτε, φιλοδοξούσε ο ρόλος αυτός να είναι ηγετικός. Διατηρούσε εξαιρετικές σχέσεις με πολλούς εκδότες και δημοσιογράφους εφημερίδων της Αθήνας και μέσα στην ατμόσφαιρα απαξίωσης των παλαιών κομμάτων που κυριαρχούσε στην Ελληνική πρωτεύουσα.
Το όνομά του εμφανιζόταν συχνά ως μία πολλά υποσχόμενη εναλλακτική λύση. Εφημερίδες όπως η "Ακρόπολις" του Βλάση Γαβριηλίδη, "αι Αθήναι" του Γεωργίου Πωπ, ο "Χρόνος" του Κωστή Χαιρόπουλου και η "Εστία" του Αδώνιδος Κύρου, όλες έγκυρες εφημερίδες της εποχής, τον υποστήριξαν στην αρχή. Ο Γεώργιος Πωπ ήταν μάλιστα αυτός που έδωσε το όνομα στο κόμμα που ίδρυσε ο Βενιζέλος στην Ελλάδα (Κόμμα Φιλελευθέρων), όταν έλαβε μέρος επίκεφαλής συγκροτημένης παράταξης στις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου του 1910. Όταν ανέλαβε την ευθύνη να προτείνει λύση στο πολιτικό αδιέξοδο τον Δεκέμβριο του 1909, έπρεπε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτικών ηγετών και του δύσπιστου θρόνου.
Το κατόρθωσε χάρη σε ένα συνδυασμό ρεαλισμού και σπάνιας διαπραγματευτικής ικανότητας. Όταν έφτασε στην Αθήνα στις 27 Δεκεμβρίου 1909, καλεσμένος από το Στρατιωτικό Σύνδεσμο για να μελετήσει την πολιτική κατάσταση και να προτείνει λύση στο αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί από την αδυναμία των στρατιωτικών να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις του κυβερνητικού έργου, αντιμετώπισε γενικευμένη εχθρότητα και καχυποψία:
- Των πολιτικών αρχηγών, που τον θεωρούσαν υπαίτιο του κινήματος του Θερίσου
- Και του Βασιλιά Γεωργίου, που απειλούσε ότι οποιαδήποτε απόπειρα παραβίασης του Συντάγματος θα τον οδηγούσε σε παραίτηση από το θρόνο.
Όταν έφυγε για τα Χανιά είκοσι μέρες αργότερα, ήταν ο κυρίαρχος της Ελληνικής πολιτικής ζωής. Είχε επιβάλει σε όλους, Στρατιωτικό Σύνδεσμο, πολιτικούς αρχηγούς και Θρόνο, μια συμφωνημένη λύση που:
- Εξασφάλιζε πολιτική Κυβέρνηση
- Προωθούσε την επιστροφή στην κοινοβουλευτική ομαλότητα με τη διενέργεια εκλογών για Αναθεωρητική Βουλή και αναθεώρηση του Συντάγματος
- Εξασφάλιζε τη διάλυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου
- Απομάκρυνε τον κίνδυνο νέας έκρηξης του Κρητικού Ζητήματος.
Ο Βενιζέλος Νικητής των Εκλογών της 8 Αυγούστου 1910
Τον Αύγουστο του 1910, εγκατέλειψε την πρωθυπουργία της Κρήτης και εξελέγη ανεξάρτητος βουλευτής Αττικοβοιωτίας. Στις 6 Οκτωβρίου ορκίσθηκε πρωθυπουργός της Ελλάδας. Στις νέες εκλογές της Β' Αναθεωρητικής Βουλής, που διεξήχθησαν στις 28 Νοεμβρίου, το κόμμα των Φιλελευθέρων, το οποίο εν τω μεταξύ ίδρυσε, θα θριαμβεύσει. Ο Βενιζέλος ήταν τότε 46 χρονών. Είχε αποδείξει κιόλας τις ικανότητές του, πολλές φορές. Είχε ψηθεί στο καμίνι της Κρήτης και είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία τα δραματικά γεγονότα της νήσου. Όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση, βρέθηκε μπροστά σε μια χαοτική κατάσταση.
Η χώρα ήταν συντετριμμένη από το βάρος της ήττας του 1897, διεθνώς απομονωμένη, με ανύπαρκτο κρατικό μηχανισμό, αναξιοποίητες τις παραγωγικές πηγές, υποθηκευμένη στο διεθνές κεφάλαιο και με ένα λαό χωρίς ελπίδα και όραμα. Αντιμέτωπος με την καχυποψία των Ανακτόρων και την αδιαλλαξία των αξιωματικών του Στρατιωτικού Συνδέσμου, κατάφερε να επιβληθεί εσωτερικά και να νομιμοποιηθεί με το λαϊκό χρίσμα. Η εξομάλυνση της εσωτερικής κατάστασης και ο ανώδυνος τερματισμός της επέμβασης του στρατού στην πολιτική, αποτέλεσαν το πρώτο σημαντικό έργο του.
Συνεχίσθηκε με ταχείς ρυθμούς η αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων και για το σκοπό αυτό μετακλήθηκαν στρατιωτικές και ναυτικές εκπαιδευτικές αποστολές από τη Γαλλία και τη Βρετανία, γεγονός που προκάλεσε την αντίθεση του διαδόχου Κωνσταντίνου και στρατιωτικών κύκλων, που επιθυμούσαν μετάκληση Γερμανών εκπαιδευτών. Παράλληλα με την εκπαίδευση εντάθηκαν τα εξοπλιστικά προγράμματα και έγιναν νέες παραγγελίες πολεμικού υλικού. Ο Βενιζέλος πίστευε ότι η ενότητα του στρατού και η αξιοποίηση του στελεχικού δυναμικού του, αποτελούσαν πρωταρχικό όρο για την επικείμενη πολεμική προσπάθεια του έθνους.
Γι’ αυτό ανακάλεσε στην υπηρεσία, από τη διαθεσιμότητα που τον είχε θέσει ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, τον διάδοχο Κωνσταντίνο και του ανάθεσε την αρχιστρατηγία, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις των αξιωματικών, αλλά και των πολιτικών του αντιπάλων. Η ώρα για τη μεγάλη εξόρμηση πλησίαζε και απ’ αυτήν δεν εξαίρεσε κανένα. Από τον Κωνσταντίνο, μέχρι τους δύο δικούς του γιους, που κατά τη διάρκεια των πολέμων 1912 - 1913 θα βρεθούν στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Στον αντικειμενικό του στόχο της συναδέλφωσης και της ομοψυχίας ενέταξε τις λαϊκές δυνάμεις, προς τις οποίες έδωσε ελπίδες και οράματα.
Η περίοδος, που άρχισε το 1910, υπήρξε περίοδος ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες καθιέρωσαν στην Ελλάδα το κράτος δικαίου και ανακούφισαν τις λαϊκές τάξεις. Σύγχρονο και προοδευτικό Σύνταγμα, που κατοχύρωνε την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και εισήγαγε διατάξεις για αναγκαστική απαλλοτρίωση των μεγάλων τσιφλικιών. Φιλεργατική πολιτική, που καθιέρωνε το οκτάωρο, την αργία της Κυριακής, την προστασία της γυναίκας και την απαγόρευση της παιδικής εργασίας, η οργάνωση της δημόσιας διοίκησης, υποχρεωτική στοιχειώδης εκπαίδευση, υπήρξαν ορισμένες από τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις της περιόδου αυτής.
Ο Βενιζέλος ήταν φιλόδοξο άτομο. Είναι βέβαιο ότι κάποια αδιευκρίνιστη στιγμή είχε καταλήξει στο συμπέρασμα να επεκτείνει τον ορίζοντα της πολιτικής του σταδιοδρομίας στην Ελληνική πολιτική σκηνή. Η ευκαιρία παρουσιάστηκε στις αρχές του 1910, όταν διαπίστωσε το πολιτικό κενό που υπήρχε στην Ελληνική πολιτική σκηνή και την επιρροή που απέκτησε στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1909 και τον Ιανουάριο του 1910. Στην Ελλάδα οι εκλογές για Διπλή Αναθεωρητική Βουλή προκηρύχθηκαν για τις 8 Αυγούστου. Ο Βενιζέλος, Πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κρήτης από το Μάρτιο, δίσταζε να θέσει υποψηφιότητα. Αλλά το προεκλογικό κλίμα ευνοούσε τις ιδέες του.
Παράλληλα με τα παλαιά κόμματα εμφανίστηκε μεγάλος αριθμός ανεξάρτητων υποψηφίων που στοιχίζονταν γύρω από το σύνθημα «Ανόρθωσις» και που θεωρούσαν τον Βενιζέλο ως το φυσικό τους ηγέτη. Ο Βενιζέλος, μετά από την αναβολή των συνεδριάσεων της Κρητικής Βουλής για τέσσερις μήνες, στις 26 Ιουνίου, έφυγε από την Κρήτη. Σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ο Βενιζέλος παρέμεινε αμφιταλαντευόμενος. Φοβόταν ότι θα εξασφάλιζε τις ψήφους της Αθήνας και του Πειραιά, αλλά όχι των χωρικών της Αίγινας, της Μεγαρίδας και των Μεσογείων. Αλλά μετά τη διαβεβαίωση του Δημάρχου Αθηναίων Σπυρίδωνα Μερκούρη, ότι εκείνος θα του εξασφάλιζε την υποστήριξη των αγροτικών περιοχών της Αττικής, οι φόβοι του κάμφθηκαν.
Και ενώ εκείνος έφυγε για σύντομο ταξίδι στην Ευρώπη για λόγους υγείας, την υποψηφιότητά του έθεσαν λίγες μέρες πριν από τις εκλογές οι «φίλοι» του, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν τότε ο Εμμανουήλ Μπενάκης, ο Γεώργιος Πωπ και ο Σπυρίδων Μερκούρης. Το πολιτικό του πρόγραμμα διοχετεύτηκε στην εφημερίδα του Πωπ Αθήναι. Μετά τη θριαμβευτική του εκλογή ως πρώτου σε ψήφους βουλευτή Αττικοβοιωτίας και αφού παραιτήθηκε από την ηγεσία της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κρήτης, ο Βενιζέλος εμφανίστηκε στην Αθηναϊκή πολιτική σκηνή και συγκεκριμένα στη Βουλή, με στόχο να κυριαρχήσει, στις 3 Σεπτεμβρίου 1910.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος Πρωθυπουργός της Ελλάδας
Από τα Χανιά έφυγε ο Βενιζέλος το απόγευμα της Κυριακής 22 Αυγούστου 1910. Η προοπτική της ανάληψης της πρωθυπουργίας από τον Βενιζέλο είχε γεμίσει προσδοκίες όχι μόνο τους πολιτικούς του φίλους και ψηφοφόρους στην Ελλάδα αλλά και τον υπόδουλο Ελληνισμό, που τη θεωρούσαν ως σημάδι ότι η ώρα της απελευθέρωσης από τους Τούρκους δεν ήταν μακριά. Ανέβηκε στην Αθήνα αφήνοντας στα Χανιά τον επιστήθιο φίλο του Κλέαρχο Μαρκαντωνάκη να χειριστεί τις λεπτομέρειες της μακροχρόνιας, όπως προβλεπόταν, μετεγκατάστασής του. Αρχικά κατέλυσε στο «Μέγα Ξενοδοχείον» της Πλατείας Συντάγματος από την εξώστη του οποίου εκφώνησε το μνημειώδη λόγο του της 5ης Σεπτεμβρίου.
Για μικρά διαστήματα φιλοξενήθηκε σε σπίτια φίλων του: στο σπίτι του Νικολάου Σαλίβερου στη γωνία των οδών Κυδαθηναίων και Θέσπιδος, στη γωνία των οδών Νίκης και Απόλλωνος και, από το 1911 ως το 1914, σε ένα σπίτι στην οδό Ζαλοκώστα πίσω από το Υπουργείο Στρατιωτικών, όπου και περνούσε πολλές ώρες. Το καλοκαίρι του 1914 ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος του παραχώρησε το σπίτι στη γωνία των οδών Πανεπιστημίου και Λυκαβηττού στο οποίο έμεινε μέχρι την αναχώρηση από την Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1920.
Αντιμέτωπος με το Κρητικό Ζήτημα
Όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος μεταπήδησε από την Κρητική στην Ελληνική πολιτική σκηνή, η Κρήτη είχε αποκτήσει την ελευθερία της και η ένωση με την Ελλάδα ήταν θέμα χρόνου και ευνοϊκότερων διεθνών συγκυριών. Εν τούτοις το Κρητικό Ζήτημα αποτελούσε το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, σε σημείο τέτοιο ώστε να απειλείται νέος Ελληνοτουρκικός πόλεμος, με αφορμή την επιμονή των Κρητών βουλευτών να εισέλθουν στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Οι περιστάσεις όμως δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές, δεδομένου ότι η χώρα και στρατιωτικά ανέτοιμη ήταν «…και εγώ δεν θα ήθελον να έλθω εις σύγκρουσιν με την Τουρκία άνευ συμμάχων…», όπως τόνιζε ο ίδιος ο Βενιζέλος λίγα χρόνια αργότερα στη Βουλή.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός αντιστάθηκε σθεναρά στην καταδημαγώγηση του Κρητικού Ζητήματος και το απέσπασε κυριολεκτικώς από το πεζοδρόμιο και για πρώτη φορά το ενέταξε στο γενικότερο στρατηγικό σχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, μαζί με τις υπόλοιπες αλύτρωτες περιοχές του Ελληνισμού. Παρά τις κατηγορίες του Τύπου για προδοσία, τις παραιτήσεις Υπουργών του, τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης, απαγόρευσε την είσοδο των Κρητών βουλευτών στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, διέταξε τη σύλληψή τους από το στρατό και αισθάνθηκε, όπως ομολόγησε, «μεγάλο ψυχικόν άλγος» για τα αιματηρά γεγονότα που επακολούθησαν στην οδό Σταδίου, το Μάιο του 1912.
Ο Βενιζέλος, είχε πάντοτε μία εσωτερική πυξίδα με την οποία κατεύθυνε την πολιτική του και ουδέποτε υπέταξε στη δίνη των γεγονότων ή στις απαιτήσεις της κοινής γνώμης τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας. Μισούσε τη δημαγωγία και είχε το θάρρος να πηγαίνει αντίθετα στο ρεύμα. Και με το πνεύμα μιας ψύχραιμης θεώρησης του συνόλου της εξωτερικής πολιτικής, απεύθυνε, το 1911, αυστηρή προειδοποίηση προς τον Κρητικό λαό τονίζοντας «… ότι είναι αδύνατον να αναγνωρισθεί το δικαίωμα εις αυτούς, αποτελούντας το 1/8 ή το 1/9 του πληθυσμού της Ελλάδος, όπως υπαγορεύσωσι και επιβάλωσιν αυτοί εκβιαστικώς την πολιτικήν αυτών εις το ελεύθερον Βασίλειον…».
Αυτά έλεγε τότε προς τους συμπατριώτες του και τους συναγωνιστές του των πρόσφατων Κρητικών επαναστάσεων ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Έπρεπε να κατανοήσουν όλοι, ότι η χώρα δεν ήταν δυνατόν, όπως το 1897, να συρθεί και πάλι από εξτρεμιστικά στοιχεία σε έναν πόλεμο παρά τη θέληση της υπεύθυνης κυβέρνησης.
Ο ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΣΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ
Έξοδος από την Απομόνωση
Στις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων η διεθνής θέση της χώρας ήταν ιδιαίτερα δυσχερής και η αναζήτηση συμμάχων καθόλου εύκολη υπόθεση. Είχε προηγηθεί ο Μακεδονικός Αγώνας, ο οποίος είχε επιδεινώσει τις σχέσεις της Ελλάδος προς την Τουρκία, Ρουμανία και Βουλγαρία. Οι διαφορές με την Ρουμανία, εξαιτίας του Κουτσοβλαχικού Ζητήματος, είχαν οδηγήσει στη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων το 1906, η οποία διήρκεσε μέχρι το 1911. Εξάλλου, η ισχυροποίηση του Βουλγαρικού παράγοντα και οι βλέψεις του σε ολόκληρη τη Μακεδονία προκαλούσαν πανικό στην Αθήνα, η οποία εξέταζε το ενδεχόμενο της συμμαχίας με την Τουρκία, για την αντιμετώπιση του Βουλγαρικού κινδύνου.
Όμως οι ελπίδες που είχε γεννήσει η νεοτουρκική επανάσταση είχαν διαψευσθεί και κατά συνέπεια η προσέγγιση προς τα σλαβικά έθνη αποτελούσε μονόδρομο. Για τους λόγους αυτούς ο Βενιζέλος καλλιέργησε κλίμα ύφεσης με τη Βουλγαρία και την κρίσιμη στιγμή συνήψε αμυντική συμμαχία με τη χώρα αυτή, χωρίς προηγουμένως να συμφωνήσει τα εδαφικά ανταλλάγματα, πράξη αδιανόητη για όλους τους πολιτικούς αντιπάλους του. Όμως χωρίς αυτήν η Ελλάδα δε θα έμπαινε στον Α' Βαλκανικό Πόλεμο.
Για την πανίσχυρη τότε Βουλγαρία η μόνη διαπραγμάτευση που θα μπορούσε να γίνει αποδεχτή ήταν αυτή που θα έδινε στους Βούλγαρους τη Θεσσαλονίκη. Ο Βενιζέλος άφησε τη διανομή των εδαφών στα όπλα και δικαιώθηκε. Κατά τον Ι. Μεταξά ο πόλεμος εκείνος ήταν ένα ολέθριο λάθος. Κατά τον επιφανέστερο Ρουμάνο πολιτικό της εποχής, Τ. Ιονέσκου, η συμμαχία της Ελλάδος με τη Βουλγαρία, χωρίς εκ των προτέρων διανομή εδαφών, ήταν πράξη πολιτικής μεγαλοφυΐας.
Οι Απελευθερωτικοί Πόλεμοι
Τον Οκτώβριο του 1912 η Βαλκανική Συμμαχία κήρυττε τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι και Μαυροβούνιοι είχαν ενωθεί, για να απελευθερώσουν εκατομμύρια ομοεθνείς τους και για να διώξουν τους Τούρκους από τα Ευρωπαϊκά εδάφη. Ήταν ο πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος. Κατά τη διάρκεια των πολέμων, ο Ελευθέριος Βενιζέλος παρακολουθούσε εκ του σύνεγγυς την εξέλιξη των επιχειρήσεων και ως υπεύθυνος κυβερνήτης καθόριζε τους στρατηγικούς στόχους, στους οποίους υπέτασσε τους επιχειρησιακούς σχεδιασμούς του επιτελείου.
Η στροφή του όγκου του Ελληνικού στρατού, από το Μοναστήρι, που ήταν ο αρχικός σχεδιασμός του Γενικού Επιτελείου, προς τη Θεσσαλονίκη, και η έγκαιρη κατάληψη της πόλης στις 26 Οκτωβρίου 1912, αποτέλεσε κορυφαία έκφραση αυτής της πολιτικής. Τα έντονα διαβήματα του πρωθυπουργού, για αλλαγή της πορείας του Ελληνικού στρατού από το βορρά προς την ανατολή, έφεραν τις πρώτες τριβές με τον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο, έσωσαν όμως την τελευταία στιγμή τη Θεσσαλονίκη από τις επελαύνουσες Βουλγαρικές δυνάμεις.
Για τον Βενιζέλο δεν υπήρχαν όρια μεταξύ πολεμικής στρατηγικής και εξωτερικής πολιτικής, αρκεί έτσι να υπηρετούντο οι εθνικοί στόχοι. Στα πλαίσια αυτά δεν δέχθηκε την ανακωχή που υπέγραψαν οι λοιποί εμπόλεμοι κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο. Έτσι η Ελλάδα συνέχισε τις επιχειρήσεις κατά της Τουρκίας, παράλληλα όμως συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη, που διεξήγοντο στο Λονδίνο. Στο διάστημα αυτό, απελευθερώθηκαν τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και τα Ιωάννινα και έτσι ναυάγησαν τα σχέδια της Ρώμης και της Βιέννης για ένταξη της πόλης στο νέο Αλβανικό κράτος.
Το Μάιο του 1913 υπογράφηκε τελικά, στο Λονδίνο, η συνθήκη ειρήνης μεταξύ της ηττημένης Τουρκίας και των Βαλκανικών κρατών. Η ειρήνη διήρκεσε μόλις ένα μήνα. Όπως αποδείχθηκε η συμμαχία των Βαλκανικών χωρών υπήρξε πρόσκαιρη. Τις είχε ενώσει μόνον το κοινό μίσος για την Τουρκία. Τα συμφέροντά τους είχαν παύσει πλέον να είναι κοινά. Η Βουλγαρία δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένη από τη λεία του πολέμου, διεκδικούσε εδάφη που είχαν καταλάβει στη Μακεδονία ο Ελληνικός και ο Σερβικός στρατός. Ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος ξέσπασε μεταξύ των πρώην συμμάχων, έπειτα από αιφνιδιαστική επίθεση της Βουλγαρίας κατά της Ελλάδας και της Σερβίας.
Ο Βενιζέλος, πριν από την έναρξη των επιχειρήσεων, προσπάθησε να αποφύγει τον πόλεμο και ξεκίνησε συνομιλίες με τη Βουλγαρική κυβέρνηση. Παράλληλα όμως, διεξήγαγε μυστικές διαπραγματεύσεις με τη Σερβία, οι οποίες, έπειτα από προσωπική παρέμβαση του Έλληνα πρωθυπουργού, κατέληξαν στην υπογραφή συνθήκης συμμαχίας, παρά τις αντιρρήσεις του βασιλιά Κωνσταντίνου και του επιτελείου, σε σχέση με τις δεσμεύσεις που αναλάμβανε η Ελλάδα για το μέλλον. Η Βουλγαρία αντιμετωπίζοντας τους δύο συμμάχους αλλά και τη Ρουμανία και την Τουρκία, ηττήθηκε κατά κράτος.
Οι διαπραγματεύσεις για την ειρήνη, που άρχισαν στο Βουκουρέστι, ήταν σκληρές. Οι Βούλγαροι ζήτησαν ανακωχή, όμως ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος, που, μετά τη δολοφονία του πατέρα του Γεωργίου Α', είχε ανέλθει στον θρόνο, αρνιόταν να τη δεχθεί. Ήθελε να εκμηδενίσει στρατιωτικά και να ταπεινώσει τη Βουλγαρία. Ένα απειλητικό ρήγμα στο μέτωπο των Ελληνικών δυνάμεων, συνέτισε τον Έλληνα βασιλιά. Πανικόβλητος, στις 16 Ιουλίου 1913, έστειλε τηλεγράφημα στον Βενιζέλο, στο Βουκουρέστι: «Ο στρατός μας έφθασεν εις τα φυσικά και ηθικά όρια της αντοχής του. Υπό τας συνθήκας αυτάς δεν δύναμαι πλέον να επιμένω αρνούμενος ανακωχήν ή εκεχειρίαν».
Ο Βενιζέλος, που ούτως ή άλλως, διαφωνούσε με την αλαζονική πολιτική του βασιλιά, έσπευσε να προσφέρει ανακωχή, την οποία οι Βούλγαροι αμέσως αποδέχτηκαν. Η αντιπροσωπεία της Βουλγαρίας στο Βουκουρέστι δεν είχε πληροφορηθεί ακόμα τις δυσκολίες του Ελληνικού στρατού. Στη συνέχεια ο Βενιζέλος παραμέρισε τις εξωπραγματικές εδαφικές αξιώσεις του Κωνσταντίνου και ταυτόχρονα εξουδετέρωσε την αντίθεση της αυστροουγγρικής, βρετανικής και ρωσικής διπλωματίας στην παραχώρηση της περιοχής Δράμας – Καβάλας στην Ελλάδα. Στις 28 Ιουλίου / 10 Αυγούστου του 1913 υπογράφηκε η συνθήκη του Βουκουρεστίου.
Η Ελλάδα, μετά από δύο σκληρούς πολέμους είχε διπλασιαστεί. Η Μακεδονία μέχρι την Καβάλα, η Ήπειρος, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και η Κρήτη είχαν ενσωματωθεί στο Ελληνικό βασίλειο. Ήταν ένας θρίαμβος της πολιτικής του Βενιζέλου. Και ο Κωνσταντίνος, αναγνωρίζοντας την προσφορά του, του τηλεγραφούσε στο Βουκουρέστι ότι αποδείχθηκε αντάξιος της πατρίδας.
Την επαύριον της υπογραφής της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, ο Βενιζέλος επιδίωκε την επικράτηση μιας μακράς ειρηνικής περιόδου, η οποία θα επέτρεπε στην Ελλάδα την επούλωση των πληγών του πολέμου, την ομαλή ενσωμάτωση στην εθνική οικονομία των περιοχών που απελευθερώθηκαν και τη συνέχιση της ανασυγκρότησης και ανάπτυξης της χώρας. Στην εξωτερική πολιτική υπερασπιζόταν τις ισορροπίες που διαμορφώθηκαν στη Βαλκανική μετά τη συνθήκη του Βουκουρεστίου, ενώ οραματιζόταν ένα ειρηνικό μέλλον για τους λαούς που διασταύρωσαν τα ξίφη τους στους Βαλκανικούς Πολέμους.
Όμως οι διεθνείς συγκυρίες δεν ευνοούσαν καθόλου αυτή την πολιτική. Η νέα Βαλκανική πραγματικότητα, η οποία προέκυψε από τους δύο πολέμους, ήταν αντίθετη προς τις διεκδικήσεις της Βουλγαρίας και της Τουρκίας, ενώ έθιγε τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας στην περιοχή. Έτσι, στις παραμονές της έκρηξης του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα αντιμετώπιζε την απειλή ενός νέου Ελληνοτουρκικού πολέμου. Οι Τούρκοι διεκδικούσαν τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και εξαπέλυαν απηνή διωγμό κατά του Ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας και της ανατολικής Θράκης.
Ο ρεβανσισμός της Βουλγαρικής ηγεσίας, η εχθρότητα της Αυστροουγγαρίας, οι αντιθέσεις με την Ιταλία στα θέματα των Δωδεκανήσων και στη χάραξη των συνόρων της Αλβανίας, κυρίως όμως η Τουρκική απειλή, υποχρέωναν τον Βενιζέλο να αναζητήσει ισχυρά διεθνή ερείσματα για την αντιμετώπιση των σοβαρών κινδύνων που απειλούσαν τη χώρα.
ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΚΑΙ Ο Α' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914 προσέφερε στον Βενιζέλο μοναδική ευκαιρία να αποκτήσει τα ερείσματα που επεδίωκε. Έτσι, λίγες ημέρες μετά την έναρξη του μεγάλου πολέμου και σε διάστημα ενός μηνός, πρότεινε τρεις φορές στους Αγγλογάλλους συμμετοχή της Ελλάδος στον πόλεμο, στα πλαίσια ευρύτερης σύμπραξης των Βαλκανικών κρατών, από την οποία εξαιρούσε την Τουρκία. Η λογική της πρότασης του Βενιζέλου υπηρετούσε ένα στρατηγικό στόχο. Την εξασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, στα πλαίσια της συμμαχίας της Αντάντ.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός έσπευδε να προλάβει τις εξελίξεις και να εισέλθει πρώτος στην Αντάντ, προκειμένου να εξωθήσει την Τουρκία στο στρατόπεδο των Κεντρικών Δυνάμεων και να προσεταιριστεί τη Βουλγαρία ή να την υποχρεώσει σε ουδετερότητα. Ο Βενιζέλος ήταν από τους ελάχιστους ηγέτες, που διακήρυττε ότι η Αντάντ ήταν εκείνη, που λόγω της κυριαρχίας της στις θάλασσες, θα κέρδιζε τον πόλεμο. Λόγοι επίσης ιδεολογικοί επέβαλλαν στην Ελλάδα να ταχθεί με το μέρος των Δυτικών Δημοκρατιών, απέναντι στη μιλιταριστική Γερμανία.
Οι πρωτοβουλίες αυτές του Βενιζέλου δε βρήκαν ανταπόκριση μεταξύ των Δυτικών συμμάχων, οι οποίοι μετά την προσχώρηση της Τουρκίας στο στρατόπεδο των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, προκειμένου να προσελκύσουν τη Βουλγαρία προς το μέρος τους, πίεζαν την Ελλάδα και τη Σερβία να προβούν σε εδαφικές παραχωρήσεις υπέρ της χώρας αυτής. Η συμμαχική ηγεσία δεν μπορούσε ν’ αντιληφθεί, ότι ο άξονας Αθηνών - Βελιγραδίου αποτελούσε το μοναδικό σταθερό έρεισμα, το οποίο διέθετε στα Βαλκάνια στην αρχή του πολέμου. Η αξιοποίησή του ήταν δυνατόν, αν μη τι άλλο, να εξασφάλιζε την ουδετερότητα της Βουλγαρίας και να επηρέαζε τις τελικές αποφάσεις της Ρουμανίας.
Η ελάχιστα διορατική αυτή πολιτική των Αγγλογάλλων, εκτός του ότι δεν έφερε τη Βουλγαρία στο στρατόπεδό τους, αποδυνάμωσε εσωτερικά τον Βενιζέλο και ενίσχυσε τη φιλογερμανική ουδετερότητα των Ανακτόρων και του Επιτελείου. Τα γεγονότα που ακολούθησαν δοκίμασαν σκληρά την πολιτική των συμμάχων στο Βαλκανικό χώρο και τους ενέπλεξαν στη δίνη του Ελληνικού δράματος, το οποίο στους Έλληνες κόστισε έναν ολέθριο διχασμό και στους συμμάχους την παράταση του πολέμου. Το σφάλμα τους αυτό οι σύμμαχοι το πλήρωσαν σύντομα με την αποτυχημένη επιχείρηση των Δαρδανελλίων, η οποία με τη συμμετοχή του Ελληνικού παράγοντα πιθανότατα θα είχε αίσια έκβαση με ευνοϊκές συνέπειες για τη διάρκεια του πολέμου.
Η εκστρατεία των Αγγλογάλλων κατά των Δαρδανελλίων, ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 1915 και είχε στόχο την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης με συνέπεια την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι σύμμαχοι ζήτησαν τη βοήθεια της Ελλάδας, όμως τελικά ο βασιλιάς, παρά την αντίθετη γνώμη του Βενιζέλου, αρνήθηκε να συμφωνήσει. Η διαφωνία αυτή έφερε, την πρώτη ανοικτή σύγκρουση βασιλιά και πρωθυπουργού και ακολούθως την παραίτηση του Βενιζέλου, ο οποίος μετά από εκλογές επανήλθε πανηγυρικά στην εξουσία τον Αύγουστο του 1915. Ένα μήνα μετά την επάνοδό του στην κυβέρνηση, η Βουλγαρία κήρυσσε επιστράτευση και η Ελλάδα απαντούσε με το ίδιο μέτρο.
Εν τω μεταξύ η Σερβία βρισκόταν σε δεινή θέση λόγω της επικείμενης κοινής επίθεσης Γερμανών και Αυστριακών εναντίον της. Η επίθεση αυτή, σε συνδυασμό με τη βέβαιη προσχώρηση της Βουλγαρίας στο στρατόπεδο των Κεντρικών Δυνάμεων, καθιστούσε αναπόφευκτη τη συντριβή του σερβικού στρατού και την έκλειψη του Σερβικού παράγοντα, από τη Βαλκανική σκακιέρα. Οι παραπάνω εξελίξεις επιβεβαίωναν τους χειρότερους φόβους του Βενιζέλου, ο οποίος εξ αρχής διακήρυττε, ότι ήττα της Σερβίας ισοδυναμούσε με δραματική ανατροπή των στρατηγικών ισορροπιών στη Βαλκανική, που θα οδηγούσε στη δημιουργία μιας πανίσχυρης Βουλγαρίας, την οποία αργά ή γρήγορα θα εκαλείτο η Ελλάδα να αντιμετωπίσει μόνη της, μετά τον πόλεμο.
Ο Βενιζέλος υπενθύμισε τότε στον Κωνσταντίνο τις συμμαχικές υποχρεώσεις της Ελλάδος έναντι της Σερβίας αλλά τα Ανάκτορα και το Επιτελείο προφασίσθηκαν την αδυναμία της Σερβίας να παρατάξει 150.000 στρατό στην κοιλάδα του Αξιού, όπως προέβλεπε σχετικός όρος της Ελληνοσερβικής συνθήκης. Ο Βενιζέλος, με έναν ευφυή ελιγμό και παρά πάσαν προσδοκία, έπεισε, έστω και για λίγες ώρες, τον Κωνσταντίνο να δεχθεί την αποβίβαση Αγγλογαλλικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη, στη θέση των σερβικών, που προέβλεπε η Ελληνοσερβική συνθήκη. Τα επόμενα χρόνια η Θεσσαλονίκη δέχτηκε χιλιάδες στρατό, που συγκρότησε το συμμαχικό μέτωπο της Μακεδονίας.
Μετά τη συγκατάθεση του Βασιλιά, ενήργησε αστραπιαία φοβούμενος υπαναχώρηση του Κωνσταντίνου και ζήτησε από τους συμμάχους την αποστολή των στρατευμάτων αυτών. Πράγματι, οι σύμμαχοι ανταποκρίθηκαν αμέσως και οι δυνάμεις τους, που έδρευαν στην Καλλίπολη, επιβιβάσθηκαν στα πλοία με κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη. Λίγες ημέρες αργότερα η υποβόσκουσα κρίση στις σχέσεις βασιλιά και Βενιζέλου αναζωπυρώθηκε και οδήγησε στην αποπομπή τού προσφάτως εκλεγμένου πρωθυπουργού. Οι δρόμοι των δύο ανδρών χώρισαν οριστικά και ο διχασμός του ελληνικού έθνους, που ήταν η αιτία όλων των δεινών που επακολούθησαν, άρχιζε.
Οι ανακτορικές κυβερνήσεις, που διαδέχθηκαν τον Βενιζέλο, συνέχισαν να ομιλούν περί ουδέτερης Ελλάδος. Στα πλαίσια αυτής της ουδετερότητας ανέχτηκαν απροκάλυπτες επεμβάσεις και καταλήψεις ελληνικών εδαφών από τους Αγγλογάλλους, ενώ ταυτόχρονα αποδέχθηκαν αδιαμαρτύρητα τον ακρωτηριασμό της χώρας με αποκορύφωμα την κατάληψη της ανατολικής Μακεδονίας από το Βουλγαρικό και το Γερμανικό στρατό τον Αύγουστο του 1916. Είχαν παραδώσει τη Μακεδονία σε μιαν ανελέητη Βουλγαρική κατοχή. Εδάφη που κερδήθηκαν με αίμα, εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες που απελευθερώθηκαν στους πρόσφατους πολέμους, παραδίδονταν αμαχητί στους εχθρούς της χώρας.
Θλίψη, οργή και αγανάκτηση απλώθηκαν σε όλη την Ελλάδα. Στις 14 Αυγούστου 1916 η μισή Αθήνα συγκεντρώθηκε κάτω από το σπίτι του Ελευθερίου Βενιζέλου, απ’ όπου ο Έλληνας ηγέτης απεύθυνε ύστατη έκκληση στο βασιλιά να εγκαταλείψει τη φιλογερμανική ουδετερότητα. Τρεις μέρες αργότερα, στη Θεσσαλονίκη, ξεσπά το στρατιωτικό κίνημα, της Εθνικής Αμύνης, κατά της πολιτικής των Ανακτόρων. Στην αρχή ο Ελευθέριος Βενιζέλος αρνήθηκε να το υιοθετήσει. Προσπάθησε για τελευταία φορά να δημιουργήσει γέφυρες προς τα Ανάκτορα των Αθηνών. Όμως δεν βρήκε ανταπόκριση.
Ο κύβος είχε πλέον ριφθεί και ο Βενιζέλος είχε πεισθεί ότι οι βασιλικές κυβερνήσεις οδηγούσαν τη χώρα στην καταστροφή. Κάτω από την πίεση των δραματικών εξελίξεων έγινε για μια ακόμα φορά επαναστάτης. Το Σεπτέμβριο του 1916 εγκαταλείπει την Αθήνα και πηγαίνει στα Χανιά, όπου ήδη είχε εκδηλωθεί λαϊκή εξέγερση, η οποία είχε απλωθεί σε όλη την Κρήτη. Εκεί σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση με το ναύαρχο Κουντουριώτη και ακολούθως περιόδευσε στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, τα οποία προσχώρησαν στην επανάσταση. Αμέσως μετά κατέληξε στη Θεσσαλονίκη, όπου ο λαός του επεφύλαξε πάνδημη υποδοχή. Η Θεσσαλονίκη θα ήταν πλέον η έδρα της προσωρινής κυβερνήσεως του δεύτερου Ελληνικού κράτους.
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Αμέσως μετά την εγκατάστασή της στη Θεσσαλονίκη, η επαναστατική κυβέρνηση έθεσε ως πρωταρχικό στόχο της την οργάνωση του στρατού και την άμεση συμμετοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις, ώστε να μπορέσει η Ελλάδα να επανακτήσει τα καταληφθέντα εδάφη και να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Παρά τις φοβερές δυσκολίες, την αρχική αδυναμία, την απροθυμία των συμμάχων να συνδράμουν την προσπάθεια με οικονομική και στρατιωτική βοήθεια και την υπονόμευση από το κράτος των Αθηνών, η προσωρινή κυβέρνηση συγκρότησε εντός ολίγων μηνών στρατό, κυρίως από εθελοντές, ο οποίος τον Ιούνιο του 1917 αριθμούσε 52.271 οπλίτες και 1.497 αξιωματικούς.
Ο στρατός αυτός έλαβε μέρος σε σημαντικές μάχες και αποτέλεσε τον κορμό του στρατού, που δημιουργήθηκε μετά την ενοποίηση του κράτους. Οι Σύμμαχοι προχώρησαν στην defacto αναγνώριση της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης, αλλά δεν στάθηκαν αποφασιστικά στο πλευρό του Βενιζέλου. Έτσι, οι Βρετανοί, που ενδιαφέρονταν για τη διατήρηση της μοναρχίας στην Ελλάδα, ήλπιζαν, μάταια, σε μια συνδιαλλαγή με τον Κωνσταντίνο, ενώ εκείνος την ίδια ώρα απεύθυνε μυστικές εκκλήσεις στον Γερμανό Αυτοκράτορα για επίθεση κατά των συμμάχων στη Μακεδονία.
Εξάλλου, η οποιαδήποτε ιδέα ανατροπής του Κωνσταντίνου συναντούσε την κατηγορηματική άρνηση του Τσάρου της Ρωσίας και αργότερα την αντίθεση των διαδόχων του, οι οποίοι στο πρόσωπο του Βενιζέλου έβλεπαν ένα σοβαρό εμπόδιο στα σχέδιά τους για την Κωνσταντινούπολη και τη Βαλκανική. Ακόμη η Ιταλική κυβέρνηση υπονόμευε το έργο της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης και επεδίωκε με κάθε μέσο την αποτροπή της ενοποίησης του Ελληνικού κράτους με επικεφαλής τον Βενιζέλο, που η Ιταλική ηγεσία τον θεωρούσε πλέον επικίνδυνο αντίπαλο για τα ιμπεριαλιστικά της όνειρα στη Μικρά Ασία, στο χώρο του Αιγαίου και ευρύτερα στη Βαλκανική χερσόνησο.
Στη Γαλλία η κατάσταση ήταν εξαιρετικά περίπλοκη. Ο πρωθυπουργός Α. Μπριάν ήταν θιασώτης του μετώπου της Θεσσαλονίκης αλλά παράλληλα ακολουθούσε πολιτική συνδιαλλαγής με τον Κωνσταντίνο. Η πολιτική αυτή συνετέλεσε στην πτώση της κυβέρνησής του. Την περίοδο αυτή οι Έλληνες ήσαν όσο ποτέ άλλοτε διχασμένοι. Υπήρχε η Ελλάδα του βασιλιά Κωνσταντίνου, κουνιάδου του Κάιζερ της Γερμανίας, απροκάλυπτα πλέον Γερμανόφιλου, και η Ελλάδα του Ελευθερίου Βενιζέλου, αποφασισμένη να ενταχθεί στο πλευρό της Αντάντ.
Τις αντιδράσεις αυτές εξουδετέρωσε η κυβέρνηση με ευρείες εκκαθαρίσεις στο στρατό και στον κρατικό μηχανισμό και με την επιβολή εκτάκτων μέτρων. Δυστυχώς δεν αποφεύχθηκαν οι ακρότητες, που βάθυναν το διχασμό του λαού. Ο Βενιζέλος αρνήθηκε να κηρύξει δικτατορία και επανέφερε την πολιτειακή νομιμότητα αναβιώνοντας τη Βουλή, που είχε προέλθει από τις εκλογές του Μαΐου 1915, την οποία είχε διαλύσει ο βασιλιάς παραβιάζοντας το Σύνταγμα. Παράλληλα με την πολιτειακή νομιμοποίηση του καθεστώτος Βενιζέλου προχωρούσε η οργάνωση του στρατού και η πολεμική προπαρασκευή. Ήδη στο μέτωπο εμάχετο ο στρατός της Εθνικής Αμύνης.
Η γενικότερη όμως κινητοποίηση των ενόπλων δυνάμεων καθυστερούσε από έλλειψη εφοδίων, τα οποία, παρά τις υποσχέσεις τους, οι Σύμμαχοι δεν ήταν σε θέση να τα προμηθεύσουν. Εξάλλου ο Κωνσταντίνος από την εξορία στην Ελβετία, επεδίωκε την αποτυχία της επιστράτευσης, ώστε η Ελλάδα να μην μπορέσει να παρατάξει αξιόμαχο στρατό, με συνέπεια την καταρράκωση του κύρους του Βενιζέλου και την πτώση του. Τελικά, το Φθινόπωρο του 1917, οι Σύμμαχοι αποφάσισαν να στηρίξουν οικονομικά και στρατιωτικά την πολεμική προσπάθεια της Ελλάδας. Ο Βενιζέλος τούς είχε πείσει ότι η κυβέρνησή του μπορούσε να δημιουργήσει μια στρατιά 300.000 ανδρών.
Το κέρδος για τον Έλληνα πρωθυπουργό ήταν διπλό. Βοήθεια και διατήρηση του μετώπου. Ο στρατός αυτός δημιουργήθηκε και πέτυχε σπουδαία νίκη στο Σκρα ντι Λέγκεν το Μάιο του 1918, νίκη που συνετέλεσε στην απόφαση της συμμαχικής ηγεσίας για ανάληψη γενικής επίθεσης, που εκδηλώθηκε στις 2/15 Σεπτεμβρίου 1918 και οδήγησε στη διάσπαση του Βουλγαρογερμανικού μετώπου και στην παράδοση της Βουλγαρίας. Ήταν η πρώτη αποφασιστική νίκη της Αντάντ κατά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Οπωσδήποτε η συμβολή του μετώπου της Θεσσαλονίκης στην έκβαση του πολέμου ήταν σημαντική.
Η νίκη ήρθε σε μια δύσκολη στιγμή για την Αντάντ και είχε ως αποτέλεσμα την ισχυροποίηση του Ελληνικού παράγοντα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε δικαιωθεί στις επιλογές του. Την ίδια εποχή όμως που διεξαγόταν ο αγώνας στο εσωτερικό του κράτους και στο Βαλκανικό μέτωπο, ο Βενιζέλος είχε αποδυθεί σε ένα εξίσου δύσκολο διπλωματικό αγώνα. Οι ενδοσυμμαχικοί ανταγωνισμοί στον ελληνικό χώρο γεννούσαν καχυποψίες και αντιθέσεις, που δυσχέραιναν το έργο του. Ο Βενιζέλος γνώριζε πολύ καλά, ότι η καθυστερημένη εισδοχή της χώρας στον πόλεμο και τα προηγηθέντα δραματικά εσωτερικά γεγονότα περιόριζαν στο ελάχιστο τις διεθνείς δυνατότητες της χώρας.
Έτσι, σ’ αυτή τη φάση, προσπάθησε να εξουδετερώσει τις εχθρικές διεκδικήσεις οι οποίες απειλούσαν την ακεραιότητα της Ελλάδας. Η Βουλγαρία εξακολουθούσε να κατέχει την ανατολική Μακεδονία και υπήρχε ο κίνδυνος σύναψης χωριστής ειρήνης με τους δυτικούς συμμάχους, για να διατηρήσει τα κατεχόμενα Ελληνικά και Σερβικά εδάφη. Κάποιοι από τους συμμάχους αλληθώριζαν προς την πολιτική αυτή, γιατί ήθελαν ν’ αφαιρέσουν τα περιφερειακά στηρίγματα της Γερμανίας, ώστε να την υποχρεώσουν να υποκύψει. Ο Βενιζέλος ζήτησε τη βοήθεια της Γαλλίας και συνεργάστηκε στενά με τη Σερβική και τη Ρουμανική ηγεσία, για να κάμψει τις δόλιες προθέσεις για χωριστή ειρήνη.
Σοβαρά προβλήματα επίσης δημιουργούσε την εποχή αυτή και η εχθρική στάση της «συμμάχου» Ιταλίας, που είχε καταλάβει τη νότιο Ήπειρο και επεδίωκε τη δημιουργία της Μεγάλης Αλβανίας. Χρειάσθηκαν έντονα διαβήματα του Έλληνα πρωθυπουργού και απόφαση της συμμαχικής συνδιάσκεψης του Ιουλίου 1917, ώστε να υποχρεωθεί η Ρώμη να εκκενώσει τα καταληφθέντα Ελληνικά εδάφη.
Γενικά, η έλλειψη κοινής στρατηγικής των συμμάχων και η απουσία πραγματικού ενδιαφέροντος για το θέατρο των επιχειρήσεων της Θεσσαλονίκης, κυρίως από τους Βρετανούς, που επεδίωκαν πάντα την απόσυρση δυνάμεων και την μεταφορά τους στο Δυτικό Μέτωπο και στην Παλαιστίνη, έθετε σε κίνδυνο τις επιλογές του Βενιζέλου, ο οποίος ήθελε το μέτωπο αυτό να αποτελέσει μια από τις επιθετικές αιχμές της συμμαχίας. Τον Απρίλιο του 1918 με προσωπική παρέμβαση του Έλληνα πρωθυπουργού στη συμμαχική ηγεσία απετράπη, την τελευταία στιγμή, η αποδυνάμωση του μετώπου. Ένα μήνα αργότερα η Ελληνική νίκη στο Σκρα έδωσε νέα πνοή στο μέτωπο και συνέβαλε στη συμμαχική απόφαση για την νικηφόρο επίθεση του Σεπτεμβρίου του 1918.
Αν και ηγέτης μικρού και βαθιά διχασμένου έθνους, είχε βαρύνοντα λόγο και επηρέαζε σημαντικά τις αποφάσεις των πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών της Δύσης. Μετά τον πόλεμο, στη διάρκεια των εργασιών της Διάσκεψης της Ειρήνης, όπως παρατηρεί ο H. A. Gibbons, «ο Έλληνας πρωθυπουργός εξασφάλισε μία θέση στη διάσκεψη, όχι μόνο ενώπιον της κοινής γνώμης αλλά και μεταξύ των συναδέλφων του, που ήταν δυσανάλογη με το μέγεθος και τη σημασία της χώρας του». Ολόκληρος ο Τύπος του αφιέρωνε εγκωμιαστικά σχόλια. Οι «Times» του Λονδίνου έγραψαν πως «ήταν η περίπτωση του προσωπικού θριάμβου».
Οι Σύμμαχοι και η κοινή γνώμη δεν είχαν λησμονήσει ότι ήταν αυτός που πρότεινε την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο την πιο δύσκολη ώρα, τον Αύγουστο του 1914, όταν οι Γερμανοί ήταν έξω από το Παρίσι. Ο Τσώρτσιλ, στο βιβλίο του «The World Crisis», τονίζει ότι «οι προσωπικές του ικανότητες, το γόητρό του, οι περίφημες υπηρεσίες που προσέφερε στους Συμμάχους τού εξασφάλισαν μία θέση σχεδόν ισότητας με τους ηγέτες των σπουδαιότερων νικητριών χωρών και μαζί του η χώρα ανέβηκε σε ιλιγγιώδη ύψη και ατένιζε εκθαμβωτικούς ορίζοντες». Ο Βενιζέλος αγωνίστηκε για τους εθνικούς σκοπούς της χώρας του και πραγματοποίησε τους στόχους που είχε θέσει σε σχέση με τις διεκδικήσεις της Ελλάδας.
Παράλληλα όμως, υπερέβη την εθνική σκηνή· πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών και αγωνίσθηκε για την επικράτηση της ιδέας της. Ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας Άσκουϊθ τον χαρακτήρισε ως την «κυριότερη αυθεντία στο ζήτημα της Κοινωνίας των Εθνών» και ο Μπάλφουρ τον πρότεινε ως πρώτο πρόεδρό της, πρόταση που δεν αποδέχτηκε ο Βενιζέλος. Στις διαπραγματεύσεις της ειρήνης, με ειλημμένη την απόφαση της ηγεσίας των Συμμάχων να διαλύσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο Βενιζέλος προώθησε τις αλυτρωτικές διεκδικήσεις της χώρας και πέτυχε την ανάληψη από την Ελλάδα της αρμοστείας της Σμύρνης και την ενσωμάτωση της ανατολικής Θράκης.
Η πολιτική αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη προστασίας των Ελληνικών πληθυσμών που ζούσαν στα παράλια της Μικράς Ασίας και που, για μια ακόμη φορά, αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο φυσικής εξόντωσης από τους Τούρκους εθνικιστές. Στις 28 Ιουλίου / 10 Αυγούστου 1920 υπογράφηκε στο Παρίσι η Συνθήκη των Σεβρών που αποτέλεσε την κορύφωση των διπλωματικών θριάμβων του Έλληνα πολιτικού. Με τη Συνθήκη αυτή αναγνωριζόταν η προσάρτηση στην Ελλάδα της ανατολικής Θράκης, σε απόσταση 30 χιλιομέτρων από την Κωνσταντινούπολη και της χερσονήσου της Καλλιπόλεως.
Επίσης αναγνωριζόταν στην Ελλάδα δικαίωμα πολιτικής και στρατιωτικής διακυβέρνησης επί της Σμύρνης και της ενδοχώρας της και δυνατότητα, κατόπιν δημοψηφίσματος μετά από μία πενταετία, να ενσωματωθεί η περιοχή στο Ελληνικό κράτος. ώστε να την υποχρεώσουν να υποκύψει. Ο Βενιζέλος ζήτησε τη βοήθεια της Γαλλίας και συνεργάστηκε στενά με τη Σερβική και τη Ρουμανική ηγεσία, για να κάμψει τις δόλιες προθέσεις για χωριστή ειρήνη. Σοβαρά προβλήματα επίσης δημιουργούσε την εποχή αυτή και η εχθρική στάση της «συμμάχου» Ιταλίας, που είχε καταλάβει τη νότιο Ήπειρο και επεδίωκε τη δημιουργία της Μεγάλης Αλβανίας.
Τον Απρίλιο του 1918 με προσωπική παρέμβαση του Έλληνα πρωθυπουργού στη συμμαχική ηγεσία απετράπη, την τελευταία στιγμή, η αποδυνάμωση του μετώπου. Ένα μήνα αργότερα η Ελληνική νίκη στο Σκρα έδωσε νέα πνοή στο μέτωπο και συνέβαλε στη συμμαχική απόφαση για την νικηφόρο επίθεση του Σεπτεμβρίου του 1918.
Δύο μέρες μετά την υπογραφή της συνθήκης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ενώ ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για την Ελλάδα, δέχτηκε δολοφονική επίθεση από απότακτους φιλοβασιλικούς αξιωματικούς στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών, στο Παρίσι. Οι σφαίρες δεν σκότωσαν τον Βενιζέλο, απλώς τον τραυμάτισαν. Τραυμάτισαν όμως θανάσιμα την τελευταία ελπίδα για γεφύρωση του χάσματος, που χώριζε τις δύο μερίδες του Ελληνικού λαού. Η φλόγα, που είχε ανάψει στο Παρίσι, έγινε πυρκαγιά στην Αθήνα. Οι πρώτες ειδήσεις έφερναν τον Βενιζέλο νεκρό. Ο Βενιζελικός κόσμος συγκλονίσθηκε.