ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΥΘΙΟΝΙΚΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΔΑ ΤΟΝ ΑΚΡΑΓΑΝΤΙΝΟ, ΝΙΚΗΤΗ ΣΕ ΑΓΩΝΑ ΑΥΛΟΥ
Εσένα παρακαλώ, φιλέορτη, πανέμορφη [στρ. α]ανάμεσα στις πόλεις των θνητών,ενδιαίτημα της Περσεφόνης,στις πλαγιές του λόφου πόλη καλοχτισμένη,στου Ακράγαντα την πολυβόσκητη ακροποταμιά,ω άνασσα ίλεως γενούκαι, την ευμένεια σμίγοντας των αθανάτων και των θνητών,5δέξου της νίκης τούτο το στεφάνιπου ο ένδοξος Μίδας το φέρνει απ᾽ την Πυθώνα,κι αυτόν τον ίδιο δέξου, της Ελλάδος τον νικητή στην τέχνηπου κάποτε επινόησε η Παλλάδα Αθηνάτον φοβερό τον θρήνο πλέκοντας που βγάζαν οι άγριες Γοργόνες. 10Απ᾽ τις παρθένες άκουσε κι απ᾽ των φιδιών τ᾽ αζύγωτα κεφάλια [στρ. β]το κλάμα να ξεχύνεται, όταν ο Περσέας με κόπο ασήκωτοτη μια απ᾽ τις τρεις εκείνες αδερφές αποκεφάλισε,στη Σέριφο τη θαλασσόδαρτη και στον λαό της τον όλεθρο σκορπώντας.Στ᾽ αλήθεια, λοιπόν, το τερατικό του Φόρκου γένος ταπείνωσεκι έκανε να του βγουν πικρά του Πολυδέκτη15το γλέντι, η δίχως τελειωμό της μάνας του δουλείακαι το στανικό ερωτικό κρεβάτι,σαν έδειξε το κεφάλι της ομορφομάγουλης Μέδουσας
Ο Σταγιρίτης Αριστοτέλης, γεννημένος στην ομώνυμη πόλη το 384 π.Χ., υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους θεμελιωτές της φιλοσοφικής επιστήμης, η γέφυρα ανάμεσα στον κλασικό κόσμο και το μεσαιωνικό και νεότερο στοχασμό. Σπουδασμένος στην Ακαδημία του Πλάτωνα, όπου και παρέμεινε για περίπου 20 χρόνια, κλήθηκε από το βασιλιά Φίλιππο της Μακεδονίας για ν’ αναλάβει την εκπαίδευση του Αλέξανδρου, μετά την ενθρόνιση του οποίου κατεβαίνει ξανά στην Αθήνα. Εκεί, ανάμεσα στον Λυκαβηττό και τον Ιλισό, κοντά στο ναό του Λυκείου Απόλλωνα, ιδρύει την περίφημη «Περιπατητική» σχολή, διότι ο δάσκαλος παρέδιδε πολλές φορές μάθημα περπατώντας στον κήπο. Ένα χρόνο μετά το θάνατο του Αλέξανδρου (το 323 π.Χ.) ο Αριστοτέλης θα πεθάνει στη Χαλκίδα, όπου είχε αποσυρθεί για να μην έχει την τύχη του Σωκράτη, αφού μια μερίδα Αθηναίων τον είχε κατηγορήσει για ασέβεια.
Η ζωή του
Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε στα Στάγιρα της Χαλκιδικής το 384 π.Χ. Ο πατέρας του Νικόμαχος ήταν γιατρός στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’. Ορφανός από χρόνια ο Αριστοτέλης, ήρθε το 367 π.Χ. στην Αθήνα να σπουδάσει στην Ακαδημία, τη σχολή του Πλάτωνα. Ο Πλάτων όμως βρισκόταν τότε (για δεύτερη φορά) στη Σικελία, σε μια προσπάθεια να υλοποιήσει εκεί τις πολιτικές του ιδέες και διδασκαλίες. Όταν δυο χρόνια αργότερα επέστρεψε στην Αθήνα, συνάντησε στη σχολή του το Μακεδόνα Αριστοτέλη, στον οποίο δεν άργησε, κατά τις αρχαίες πληροφορίες μας, να προσδώσει, από θαυμασμό για την «αγχίνοιά» του, όπως λέει η βιογραφική παράδοση, το παρωνύμιο «ο Νους», «ο νους της σχολής».
Ήταν όμως πράγματι το παρωνύμιο αυτό αποτέλεσμα θαυμασμού; Οι αναλύσεις που έχουν επιχειρηθεί, σε συνδυασμό μάλιστα και με το γεγονός ότι ο Πλάτων είχε προσδώσει στον Αριστοτέλη άλλο ένα παρωνύμιο (τον αποκαλούσε «αναγνώστη»), κάνουν ίσως φανερό, ακόμη και αν οι αρχαίες αυτές διηγήσεις είναι μεταγενέστερα πλαστά δημιουργήματα, ότι ήδη από την εποχή αυτή είχε αρχίσει να διαφαίνεται μια όχι ασήμαντη διαφορά στην προσωπικότητα των δυο ανδρών και στη γενικότερη στάση τους απέναντι στη γνώση και στη φιλοσοφία.
Στα είκοσι χρόνια που ο Αριστοτέλης έμεινε στην Ακαδημία κύριο έργο του, μετά τη συμπλήρωση των σπουδών του, είχε την επιστημονική έρευνα και τη διδασκαλία. Οι ιδέες του συχνά τον έφεραν αντιμέτωπο με τους συναδέλφους του στην Ακαδημία. Και του Πλάτωνα οι βασικές διδασκαλίες δεν ξέφυγαν τον έλεγχό του. Έντονη ήταν και η κριτική του σε βάρος άλλων σχολών και των εκπροσώπων τους. Ο χαρακτήρας του δεν θα ήταν ασφαλώς, άσχετος με αυτό, σχεδόν όμως τις περισσότερες φορές ήταν η βαθιά του πίστη πως οι δικές του απόψεις βρίσκονταν πιο κοντά στην αλήθεια που τον εξωθούσε στην αυστηρή κριτική των απόψεων των άλλων. Ο ίδιος μας βεβαιώνει πως όταν είχε να διαλέξει ανάμεσα στους φίλους και στην αλήθεια, θεωρούσε «όσιον προτιμάν την αλήθειαν».
Αμέσως μετά το θάνατο του Πλάτωνα (Μάιος του 347 π.Χ.) ο Αριστοτέλης εγκατέλειψε και την Ακαδημία και την Αθήνα. Δύσκολα πια δέχεται σήμερα κανείς την εξήγηση του Β. Γιέγκερ (W. Jeager-1923) ότι η αναχώρηση του Αριστοτέλη από την πόλη του δασκάλου του ήταν στην πραγματικότητα η έκφραση μιας εσωτερικής κρίσης στη ζωή του: με την απομάκρυνσή του αυτή ο Αριστοτέλης έδινε έκφραση στην ιδεολογική του διάσταση προς το δάσκαλό του. Η σημερινή έρευνα τονίζει με έμφαση το γεγονός ότι καμιά σχετική μαρτυρία δεν ανευρίσκεται ούτε στα έργα του Αριστοτέλη ούτε σε έργα συγχρόνων του ούτε καν στο πλούσιο βιογραφικό υλικό που έφτασε ως εμάς από την αρχαιότητα.
Η σημερινή έρευνα δύσκολα επίσης δέχεται και την άλλη διδασκαλία του Γιέγκερ, ότι ο Αριστοτέλης εγκατέλειψε την Ακαδημία γιατί πικράθηκε, που μετά το θάνατο του Πλάτωνα τη διεύθυνση της σχολής δεν την ανέλαβε αυτός, ο πιο άξιος μαθητής του, αλλά ο Σπεύσιππος, ο ανεψιός του Πλάτωνα από την αδελφή του.
Ο Ινγκ. Ντίρινγκ (Ing. Düring) υπέδειξε ότι η ανάδειξη του Σπεύσιππου σε διευθυντή της σχολής ήταν ό,τι στην πραγματικότητα θα περίμενε κανείς σύμφωνα με το αττικό δίκαιο˙ γι’ αυτό, άλλωστε, δεν μαρτυρούνται για την περίσταση εκείνη εκλογές (κάτι που ήταν η τυπική διαδικασία στην Ακαδημία μόνο ύστερα από το θάνατο του Σπεύσιππου).
Ίσως λοιπόν πιο λογική μένει να είναι η εξήγηση ότι η αναχώρηση του Αριστοτέλη από την Αθήνα ύστερα από το θάνατο του Πλάτωνα οφειλόταν σε λόγους καθαρά πολιτικούς (είναι η εποχή που ισχυροποιείται στην Αθήνα το αντιμακεδονικό κόμμα με επικεφαλής τον Δημοσθένη, ενώ ο Αριστοτέλης δεν έχει διακόψει ποτέ τις σχέσεις του με τη βασιλική αυλή της Μακεδονίας).
Καλεσμένος από τον Ερμία, το φίλο του τύραννο του Αταρνέα, ο Αριστοτέλης εγκαταστάθηκε στην Άσσο, μια πόλη στην παραλία της Μ. Ασίας απέναντι από τη Βόρεια Λέσβο, κλείνοντας έτσι την πρώτη περίοδο της φιλοσοφικής του δραστηριότητας.
Στην Άσσο τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα στράφηκαν προς νέους στόχους: ο Αριστοτέλης ανακάλυψε τον κόσμο των ζώων και των φυτών. Στην Άσσο ή στη Μυτιλήνη, όπου εγκαταστάθηκε λίγο αργότερα (345 π.Χ.), συνάντησε και τον πιο πιστό από κει και πέρα μαθητή, φίλο και συνεργάτη του, τον Θεόφραστο.
Με πρόσκληση του βασιλιά Φίλιππου ο Αριστοτέλης εγκαταστάθηκε το 343 π.Χ. στη Μακεδονία, αναλαμβάνοντας την αγωγή του Αλέξανδρου, του τότε δεκατριάχρονου διαδόχου του θρόνου. Μπορεί να μην είμαστε σε θέση να πούμε πολύ συγκεκριμένα πράγματα για το πόσο τελικά επηρέασε ο φιλόσοφος την πολιτική συμπεριφορά του Αλέξανδρου, για ένα όμως πράγμα φαίνεται ότι μπορούμε να είμαστε βέβαιοι: η αγωγή που πήρε από τον Αριστοτέλη ο Αλέξανδρος έκανε να ριζώσει στην ψυχή του μια βαθιά σχέση με τη γενικότερη παιδεία των Ελλήνων, προπάντων με τη μεγάλη τους ποίηση (οι πληροφορίες που έχουμε μιλούν για μια έκδοση της Ιλιάδας, που ετοίμασε ο δάσκαλος για το μαθητή του).
Το 335 π.Χ. ο Αριστοτέλης επέστρεψε στην Αθήνα: το κλίμα που επικρατούσε τώρα εκεί ευνοούσε, πράγματι, την επάνοδό του στην πόλη, που είχε γίνει γι’ αυτόν μια δεύτερη πατρίδα. Στην Αθήνα συνέχισε τις έρευνές του, παράλληλα όμως ασκούσε και διδακτικό έργο – όχι πια στην Ακαδημία, που τη διηύθυνε τώρα ο Ξενοκράτης, αλλά στο Λύκειο, ένα δημόσιο γυμναστήριο στον Λυκαβηττό.
Η νεότερη έρευνα έδειξε ότι ήταν τελικά αποτέλεσμα σύγχυσης – που υπήρχε ήδη στην αρχαία παράδοση – η άποψη ότι με την επιστροφή του στην Αθήνα ο Αριστοτέλης ίδρυσε δική του σχολή στο Λύκειο, τον Περίπατο. Στην πραγματικότητα ο Περίπατος, η σχολή που θα διαφύλαττε την αριστοτελική διδασκαλία και παράδοση, ιδρύθηκε το 318 (μετά, επομένως, το θάνατο του Αριστοτέλη), όταν ο Δημήτριος ο Φαληρέας εξασφάλισε για τον Θεόφραστο το απαραίτητο οικόπεδο.
Η αναγγελία του θανάτου του Αλέξανδρου στα 323 π.Χ. σήμανε το τέλος της ήρεμης και αποδοτικότατης αυτής (τρίτης) περιόδου της φιλοσοφικής δραστηριότητας του Αριστοτέλη: ο φιλόσοφος κατηγορήθηκε για ασέβεια, επειδή είχε γράψει στη μορφή ενός παιάνα, του παραδοσιακού ύμνου στο θεό Απόλλωνα, ένα ποίημα αφιερωμένο στο φίλο του Ερμία, που είχε βρει στο μεταξύ μαρτυρικό θάνατο – οι Αθηναίοι, ας μην το έλεγαν, είχαν βαθύτατα ενοχληθεί από το γεγονός ότι το ποιητικό αυτό σχήμα είχε χρησιμοποιηθεί για να υμνηθεί ένας δηλωμένος φίλος του βασιλιά της Μακεδονίας. Ο Αριστοτέλης υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα,«για να μη δώσει στους Αθηναίους την ευκαιρία να σφάλουν για δεύτερη φορά σε βάρος της φιλοσοφίας»,«τoπερί Σωκράτην πάθος αινιττόμενος και τον καθ’ εαυτόν κίνδυνον», όπως λέει η αρχαία πηγή μας.
Τη φορά αυτή ο Αριστοτέλης πήγε να ζήσει στη Χαλκίδα, στο σπίτι που είχε εκεί από τη μητέρα του Φαιστίδα. Ο θάνατος τον βρήκε εκεί την επόμενη χρονιά. Ήταν το έτος 322 π.Χ.
Ο Αριστοτέλης είχε στην αρχαιότητα λίγους φίλους και πολλούς εχθρούς. Αυτή η εχθρική, συχνά σχεδόν εμπαθής στάση που τήρησαν πολλοί απέναντι στο φιλόσοφο, άφησε σαφέστατα ίχνη στη σχετική με αυτόν αρχαία Βιογραφική παράδοση. Το αποτέλεσμα είναι, φυσικά, για μας συχνά μια σύγχυση και μια δυσκολία (καμιά φορά αδυναμία) να σχηματίσουμε μέσα μας την πιο σαφή εικόνα για τον άνδρα.
Το έργο του
Ήδη στην αρχαιότητα τα έργα του Αριστοτέλη διακρίνονταν σε δυο ομάδες: στα εξωτερικά (ή εκδεδομένα) και στα ακροατικά (ή μη εκδεδομένα). Με τα πρώτα – πολλά από αυτά (κατά μίμηση του Πλάτωνα;) σε διαλογική μορφή- ο Αριστοτέλης απευθυνόταν σε ένα πλατύτερο αναγνωστικό κοινό, πέρα από τους χώρους όπου δίδασκε· τα δεύτερα είναι τα έργα του που μας σώθηκαν ολόκληρα. Από τα πρώτα έχουμε μόνο αποσπάσματα, που πολύ λίγο μας βοηθούν να σχηματίσουμε ακριβή εικόνα για το περιεχόμενο των έργων από τα οποία προήλθαν. Τα δεύτερα πρέπει να ήταν, στην πραγματικότητα, τα ίδια τα χειρόγραφα που είχε μαζί του ο Αριστοτέλης στην αίθουσα διδασκαλίας- μερικά μάλιστα από αυτά δεν είναι παρά σημειώσεις – στη συντομότερη δυνατή μορφή- του ίδιου του δασκάλου, απλή βοήθεια για τη μνήμη του κατά την ώρα της διδασκαλίας.
Η μυθιστορηματική διάσωση των ακροατικών έργων του Αριστοτέλη, η οποία στέφθηκε από την έκδοσή τους, στο δεύτερο πια μισό του 1ου αι. π.Χ., από το Ροδίτη Ανδρόνικο, μια έκδοση που έδωσε το έναυσμα για μια συστηματική πλέον απασχόληση με τα έργα και τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Σ’ αυτό ακριβώς το ζωηρό ενδιαφέρον χρωστούμε εμείς σήμερα τα έργα του Αριστοτέλη που έχουμε. Την ίδια όμως στιγμή είμαστε υποχρεωμένοι να πούμε ότι το ενδιαφέρον για τα έργα που αποκάλυψε στον κόσμο ο Ανδρόνικος έκανε να ξεχαστούν όλα τα άλλα έργα του Αριστοτέλη, αυτά που είχαν γνωρίσει τη μεγάλη δημοσιότητα. Αν, πάντως, έχουν με αυτόν τον τρόπο χαθεί, οριστικά πλέον για μας, κάποια καθόλου ασήμαντα έργα του Αριστοτέλη, φαίνεται ότι μπορούμε τελικά να είμαστε βέβαιοι ότι «χαμένος» για μας σήμερα Αριστοτέλης στην πραγματικότητα δεν υπάρχει: στα έργα του Αριστοτέλη που μας σώθηκαν πρέπει να έχουμε το σύνολο των διδασκαλιών του.
Τα σημαντικότερα από τα χαμένα έργα του:
1. Περί φιλοσοφίας: Διάλογος (σε 3 βιβλία), όπου γινόταν κυρίως μια γενική επισκόπηση της ιστορικής εξέλιξης της φιλοσοφίας.
2. Προτρεπτικός: Εγκώμιο της φιλοσοφικής γνώσης και προτροπή για πνευματική ζωή.
3. Εύδημος: Διάλογος με θέμα την ψυχή.
4. Περί Ιδεών: Έκθεση των απόψεων του Αριστοτέλη για την πλατωνική θεωρία των Ιδεών.
Τα έργα του Αριστοτέλη που σώθηκαν:
1. Λογικά έργα
Ο Αριστοτέλης δεν θεωρούσε τη λογική κλάδο της φιλοσοφίας, αλλά μια προπαιδεία για τις κύριες φιλοσοφικές ενασχολήσεις. Στα έργα Κατηγορίαι και Περί ερμηνείας εξετάζονται οι έννοιες και οι κρίσεις. Στα Αναλυτικά του μελέτησε εξονυχιστικότατα το συλλογισμό· μαζί διερεύνησε τα θέματα του ορισμού των εννοιών και της επιστημονικής απόδειξης. Τέλος, στα Τοπικά μελέτησε θέματα διαλεκτικής (το ένατο βιβλίο των Τοπικών μας παραδόθηκε και με τον τίτλο Σοφιστικοί έλεγχοι). Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το ότι τη νόηση ο Αριστοτέλης τη μελέτησε σε άμεση συνάρτηση προς το λόγο.
2. Φυσικά και κοσμολογικά έργα
Τα Φυσικά (Φυσικής ακροάσεις, 8 βιβλία), ένα από τα λαμπρότερα έργα του φιλοσόφου, αρχίζει με το λόγο του για τις τέσσερις βασικές αρχές (αρχαί, αίτια) της δικής του ερμηνείας της φύσης: ύλη, είδος = μορφή, κίνησις, τέλος = τελικός προορισμός, τελικός σκοπός (causa materialis, causa formalis, causa efficiens, causa finalis). Η θεωρία του Αριστοτέλη περί τέλους είναι ό,τι για τον Πλάτωνα η θεωρία των Ιδεών. Σ’ αυτά τα συμφραζόμενα ανήκει η πλασμένη από τον Αριστοτέλη λέξη εντελέχεια, με την οποία δήλωνε τη στιγμή της πραγμάτωσης του τέλους, τη στιγμή της κορύφωσης. Στο ίδιο έργο ο Αριστοτέλης μελέτησε με μεγάλη ευστοχία και τα θέματα του χώρου και του χρόνου. Το Περί ουρανού (4 βιβλία) είναι έργο καθαρά κοσμολογικού περιεχομένου. Στα Μετεωρολογικά εξετάζονται πρώτα τα φαινόμενα που παρατηρούνται κάτω από το φεγγάρι ως το εσωτερικό της γης, και στη συνέχεια διερευνώνται οι αλληλεπιδράσεις των τεσσάρων «δυνάμεων» ψυχρού-θερμού, υγρού-ξηρού. Σ’ αυτή την ομάδα ανήκει και το Περί γενέσεωςκαι φθοράς.
3. Ψυχολογικά έργα
Στο έργο Περί ψυχής (3 βιβλία) ο λόγος για την ψυχή δεν αναφέρεται μόνο στον άνθρωπο, αλλά σε όλα τα ζωντανά όντα: η ψυχή, ως μορφή του ζώντος οργανισμού, είναι συγχρόνως και η εντελέχειά του. Εδώ ανήκει και μια ομάδα μικρότερων έργων, που συγκεντρώθηκαν κάτω από το γενικό τίτλο Μικρά φυσικά: όλα τους έχουν θέματα σχετικά με την ψυχή και (συγχρόνως) με το σώμα.
4. Ζωολογικά-βιολογικά έργα
Περί τα ζώα ιστορίαι (10 βιβλία: μια εκπληκτική σε όγκο συλλογή ζωολογικού υλικού), Περί ζώων γενέσεως (5 βιβλία: κύρια θέματα η γένεση και η κληρονομικότητα· η αρχή, στην ουσία, της σημερινής επιστήμης της βιολογίας), Περί ζώων πορείας, Περί ζώων κινήσεως, Περί ζώωνμορίων (εντυπωσιακό το 5ο κεφάλαιο του 1ου βιβλίου!).
5. «Πρώτη φιλοσοφία»
Η ανθρωπότητα φαίνεται ότι χρωστά στο Ροδίτη Ανδρόνικο τη σημαντικότατη και λειτουργικότατη λέξη μεταφυσική: η λέξη μπορεί να γεννήθηκε όταν ο Ανδρόνικος, εκδίδοντας τα αριστοτελικά έργα, αποφάσισε να τοποθετήσει αμέσως μετά τα Φυσικά μια, δίχως φανερή εσωτερική ενότητα, σειρά πραγματειών (14), που α) περιείχαν χρησιμότατες αναδρομές στους παλαιότερους φιλοσόφους, β) συζητούσαν την έννοια του είναι και της ουσίας, γ) παρουσίαζαν την αριστοτελική σύλληψη του θεού (ο θεός του Αριστοτέλη, το πρώτον κινούν ακίνητον, είναι απόλυτα αποδεσμευμένος από την ύλη· είναι μορφή χωρίς ύλη, καθαρή ενέργεια = η πρώτη αρχή και η πρώτη ουσία· δεν είναι ούτε ο δημιουργός ούτε ο κυβερνήτης του κόσμου). Ο ίδιος ο Αριστοτέλης ονόμαζε το μέρος αυτό της φιλοσοφίας του «πρώτην φιλοσοφίαν».
6. Ηθικά έργα
ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ-Αντίγραφο
Τη διδασκαλία του Αριστοτέλη για την αρετή, που μόνο αυτή οδηγεί τον άνθρωπο στην ευδαιμονία, εμείς σήμερα τη διαβάζουμε σε τρία έργα του: στα Ηθικά Νικομάχεια (10 βιβλία), στα Ηθικά Ευδήμια (7 βιβλία) και στα Ηθικά μεγάλα (2 βιβλία) [ τα βιβλία 5-7 των Ηθικών Νικομαχείων είναι ίδια με τα βιβλία 4-6 των Ηθικών Ευδημίων].
Αρετής υπάρχουν, λέει, δυο είδη: η διανοητική (σοφία, φρόνηση) και η ηθική. Η ηθική αρετή ονομάζεται έτσι, επειδή «περιγίνεται εξ έθους», δηλαδή κερδίζεται με τον εθισμό, άρα με την ομοιότροπη επανάληψη σωστών ενεργειών. Είναι στη φύση του ανθρώπου να δέχεται την αρετή, η τελείωσή του όμως σ’ αυτήν γίνεται με την προσωπική του άσκηση. Η αρετή, κατά τον Αριστοτέλη, είναι μεσότητα ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη. Η συμπεριφορά του ανθρώπου είναι σωστή, αν η κάθε του πράξη γίνεται «τη στιγμή που πρέπει, κάτω από τις συνθήκες που πρέπει, εν σχέσει με τους ανθρώπους που πρέπει, για το λόγο που πρέπει, με τον τρόπο που πρέπει».
7.Πολιτικά έργα
Η θεωρητική απασχόληση του Αριστοτέλη με τα «πολιτικά» πράγματα είχε αρχίσει από παλιά και ήταν αδιάλειπτη. Το μαρτυρούν οι τίτλοι των σχετικών έργων του: Πολιτικός, Περί δικαιοσύνης, Περί βασιλείας, Αλέξανδρος ή περί αποίκων, Πολιτείαι, Πολιτικά. Εκτός από το τελευταίο, όλα τα άλλα ανήκουν στα χαμένα έργα του (σε ένα παπυρικό εύρημα του 1891 χρωστούμε το μεγαλύτερο μέρος της Αθηναίων πολιτείας, μιας από τις 158 παρόμοιες «πολιτείες» = «συντάγματα πόλεων» που είχε συγκεντρώσει ο Αριστοτέλης).
Η πολιτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη είναι, στην πραγματικότητα, το δεύτερο κεφάλαιο της «περί τα ανθρώπεια φιλοσοφίας» του (το πρώτο ήταν η ηθική φιλοσοφία του). Αυτό κατά βάθος σημαίνει ότι τα Ηθικά Νικομάχεια και τα Πολιτικά πραγματεύονται ενιαίο θέμα, δηλαδή το θέμα της συμπεριφοράς του ανθρώπου: η ηθική αρετή ήταν για τον Αριστοτέλη (όπως για κάθε αρχαίο Έλληνα, άλλωστε) πολιτική αρετή με άλλα λόγια: το κάθε συγκεκριμένο άτομο φροντίζει να κάνει δικές του τις επί μέρους αρετές, για να μπορέσει να λειτουργήσει σωστά ως πολίτης = ως συμπολίτης.
8. Ρητορικά έργα
Το κύριο ρητορικό έργο του Αριστοτέλη, η Ρητορική τέχνη, αποτελείται από 3 βιβλία. «Τέχνη» (=εγχειρίδιο ρητορικής) είναι κυρίως τα δυο πρώτα βιβλία. Κύριο θέμα τους, οι αποδείξεις (πίστεις), που διακρίνονται σε λογικές = αντικειμενικές και ηθικές = υποκειμενικές. Πολύ ενδιαφέρουσα η διδασκαλία του περί ενθυμήματος = ρητορικού συλλογισμού = συλλογισμού που ξεκινά από πιθανές προτάσεις, δηλαδή από προτάσεις που ζητούν να πείσουν, όχι να αποδείξουν.
Πολύ ενδιαφέρουσες επίσης οι διδασκαλίες του για τα ανθρώπινα πάθη, για το πώς αυτά ξεσηκώνονται στην ψυχή του ανθρώπου την κατάλληλη στιγμή και πώς καταλαγιάζουν όταν έχουν κάνει την εμφάνισή τους σε ακατάλληλη στιγμή, και για τα ήθη, τα νομοτελειακά ψυχικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου κατά ηλικία. Το τρίτο βιβλίο της Ρητορικής έχει για θέμα του πρώτα την λέξιν (=το ύφος) και ύστερα την τάξιν, τη σωστή διάταξη των μερών του ρητορικού λόγου.
9. Ποιητική
Του Αριστοτέλη οι απόψεις για την ποίηση δεν ήταν καθόλου ίδιες με τις απόψεις του δασκάλου του. Άνθρωπος αιτιολογώτατος, όπως ήταν ο Αριστοτέλης, δηλαδή άνθρωπος που θεωρούσε αληθινή μόνο τη γνώση του διότι και των αιτιών, θα ήταν περίεργο να μην ψάξει να βρει το λόγο της ύπαρξης της ποίησης και να μη διερευνήσει τους νόμους της ποιητικής δημιουργίας κυρίως να μην προσπαθήσει – ελεύθερος από τις πολιτικές και παιδαγωγικές σκοπιμότητες του δασκάλου του- να αξιολογήσει την ποίηση και την επίδρασή της. Στο τμήμα της Ποιητικής που μας σώθηκε διαβάζουμε όσα ο φιλόσοφος δίδαξε για την επική ποίηση και για την τραγωδία, και έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι στο χαμένο κομμάτι της ο λόγος θα ήταν για την ιαμβική ποίηση και για την κωμωδία. Στο κεφ. 6 ο περίφημος ορισμός της τραγωδίας, που προκάλεσε ατελείωτες συζητήσεις.
10. Έργα αμφίβολης γνησιότητας.
Στο Αριστοτελικό Corpus περιλαμβάνονται και έργα, για τη γνησιότητα των οποίων δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι.
----------------
Βιβλιογραφία
Εν γένει για την προσωπικότητα και τις διδασκαλίες του Αριστοτέλη:
W. Jaeger, Aristoteles. Grundlegung einer Geschichte seiner Entwicklung,Berlin 1923 (1955) (αγγλ. μετάφρ. R. Robinson, Aristotle. Fundamentals of his Development,Oxford 1947)· W.
Κ. Δ. Γεωργούλης, Αριστοτέλης ο Σταγιρίτης, θεσσαλονίκη 1962·
Ing. Düring, Aristoteles. Darstellung und Interpretation seines Denkens, Heidelberg 1966 (ελλην. μετάφρ. Π. Κοτζιά-Παντελή και Α. Γεωργίου-Κατσιβέλα: Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2 τόμοι: 1991, 1994)·
Μ. Adler, Aristotle for Everybody. Difficult Thought Made Easy, 1978 (ελλην. μετάφρ. Π. Κοτζιά-Παντελή: Ο Αριστοτέλης για όλους. Δύσκολος στοχασμός σε απλοποιημένη μορφή, Αθήνα, Παπαδήμας, 1996).
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ 1864 ΕΩΣ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ 1897
Γενικά
Η κατάσταση που επικράτησε στο εσωτερικό της χώρας μετά την εκθρόνιση του Όθωνα (10 Οκτωβρίου 1862) ήταν ιδιαίτερα ασταθής. Η Εθνοσυνέλευση, για να μπορέσει να επιβάλει την τάξη, χρησιμοποίησε τις στρατιωτικές δυνάμεις, τις οποίες και έθεσε υπό τις άμεσες διαταγές της μέχρι την άφιξη και ενθρόνιση του βασιλιά Γεωργίου Α'. Από τις πρώτες ενέργειες που ακολούθησαν ήταν η οργάνωση ισχυρού στρατού, του οποίου η ύπαρξη κρινόταν τελείως απαραίτητη.
Ωστόσο και πάλι η κατάσταση δε βελτιώθηκε αισθητά, εξαιτίας κυρίως των εσωτερικών πολιτικών αντιπαραθέσεων και της ενεργού, πολλές φορές, αναμίξεως των στρατιωτικών σε αυτές. Νέα και πιο συστηματική προσπάθεια, για την αναδιοργάνωση του στρατού σε όλους τους τομείς και την απεμπλοκή του από την πολιτική και τις άλλες υποχρεώσεις του σε θέματα εσωτερικής τάξεως και ασφάλειας, αναλήφθηκε από το 1877...
Αυτό εξάλλου επέβαλε και η σοβαρή κρίση που δημιουργήθηκε από το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877 και τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που ακολούθησε στις 3 Μαρτίου 1878. Η δημιουργική όμως αυτή προσπάθεια ανακόπηκε το 1880 από την επιστράτευση που κηρύχθηκε τότε. ενόψει της προσαρτήσεως της Άρτας και της Θεσσαλίας. Επακολούθησε η κρίση στη Βαλκανική το 1885, εξαιτίας της προσαρτήσεως της Ανατολικής Ρωμυλίας στη Βουλγαρία, καθώς και νέα επιστράτευση και προώθηση των μονάδων προς τα ελληνοτουρκικά σύνορα στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία.
Η κινητοποίηση αυτή διήρκεσε εννέα μήνες και, πέρα από την αναστολή κάθε προσπάθειας στον οργανωτικό και εκπαιδευτικό τομέα του στρατού, επιβάρυνε το Κράτος με υπέρογκες έκτακτες δαπάνες. Έτσι, παρά την κάποια μικρή πρόοδο που είχε σημειωθεί, ο εκσυγχρονισμός του στρατού δεν έφτασε στο επιθυμητό επίπεδο, με αποτέλεσμα η χώρα να βρεθεί στρατιωτικά ανέτοιμη κατά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897.
Οργάνωση του Στρατού από το 1864 έως το 1876
Στο χρονικό διάστημα από το 1864 έως το 1876 εξακολούθησε να ισχύει ο Οργανισμός του Στρατού του 1833, με τις τροποποιήσεις που στο μεταξύ είχε υποστεί. Ωστόσο, και κατά το διάστημα αυτό, έγιναν ορισμένες σημαντικές αλλαγές στην οργάνωση, σύνθεση και δύναμη του στρατού, ως εξής:
- Υπουργείο Στρατιωτικών: Από το 1871 καταργήθηκαν τα Τμήματα Πυροβολικού και Δικαιοσύνης.
- Αρχηγεία: Το 1866 συστήθηκαν τρία αρχηγεία με έδρα την Αμφιλοχία, τη Λαμία και την Κέρκυρα, με αποστολή τη διοίκηση, εκπαίδευση και επιθεώρηση των στρατιωτικών μονάδων της περιφέρειας τους, ενώ το 1872 συστήθηκαν δύο «Αρχηγεία Μεταβατικού» με αποστολή την πάταξη της ληστείας, η οποία παρουσίαζε μεγάλη έξαρση.
- Χαρτογραφία: To 1870 συστήθηκε, στο Τμήμα Προσωπικού του Υπουργείου Στρατιωτικών, Γραφείο Χαρτογραφίας, με την ονομασία «Γεωδαιτικό Απόσπασμα». Αποστολή του ήταν η χαρτογράφηση του ελληνικού χώρου.
- Πεζικό: Με νόμο του 1864 καταργήθηκαν τα δέκα εφεδρικά τάγματα και τα στελέχη τους τέθηκαν σε αργία, επειδή καταργήθηκαν οι θέσεις τους, ενώ δύο χρόνια αργότερα ορίστηκε η οργάνωση του Πεζικού σε δέκα τάγματα Πεζικού.
- Ιππικό: Το Νοέμβριο του 1868 η Ιππαρχία Λογχοφόρων μετονομάστηκε σε «Ιππαρχία Ακροβολιστών».
- Πυροβολικό: Το 1866 το Οπλοστάσιο αποτελούσαν η Διεύθυνση, ο Λόχος Τεχνιτών, οι Εφορίες Υλικού Πολέμου, το Πυριτιδοποιείο και το Πυροτεχνουργείο.
- Μηχανικό: Το 1865 η Διλοχία Σκαπανέων-Πυροσβεστών μετασχηματίστηκε σε Διλοχία Μηχανικού και τον επόμενο χρόνο σε Τάγμα Σκαπανέων. Αποστολή του ήταν η κατασκευή στρατιωτικών και δημόσιων κτηρίων, οι δημόσιες τεχνικές εργασίες κάθε φύσεως και η πυροσβεστική υπηρεσία στην Αθήνα.
- Άγημα: Το Δεκέμβριο του 1868 συστήθηκε μία ανεξάρτητη μονάδα με την ονομασία «Άγημα», η οποία τέθηκε στην αποκλειστική υπηρεσία του Βασιλιά.
- Εθνοφυλακή: Το 1867 ορίστηκε στην Ενεργό Εθνοφυλακή να περιλαμβάνονται οι άνδρες ηλικίας 21-40 ετών και στη «διαθέσιμη» οι άνδρες ηλικίας 18-20 και 41-50 ετών.
Ο Οργανισμός του Στρατού του 1877
Οργάνωση του Στρατού σε Μεραρχίες και Ταξιαρχίες
΄Το 1877 αναλήφθηκε νέα σοβαρή προσπάθεια για την αύξηση της δυνάμεως του στρατού και τη βελτίωση της μαχητικής του ικανότητας, λόγω των κρίσιμων εθνικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η χώρα εκείνη την περίοδο. Στα πλαίσια της προσπάθειας αυτής, τον Ιούνιο του 1877 συγκροτήθηκαν δύο μεραρχίες, στις οποίες υπάγονταν όλες οι μονάδες Πεζικού.
Κάθε μεραρχία περιλάμβανε επιτελείο και δύο ταξιαρχίες, η καθεμία από τις οποίες διέθετε δύο συντάγματα Πεζικού, ένα τάγμα Ευζώνων, τα ανάλογα τμήματα Ιππικού και Πυροβολικού, καθώς και τις απαραίτητες λοιπές υπηρεσίες. Το σύνταγμα Πεζικού διέθετε δύο τάγματα Πεζικού, των τεσσάρων λόχων. Τέσσερις λόχους διέθετε επίσης και το τάγμα Ευζώνων.
Το Ιππικό αποτελούσε ένα σύνταγμα των δύο επιλαρχιών, από τις οποίες η μία είχε τρεις ίλες και η άλλη δύο. Το Πυροβολικό συγκροτούσαν ένα σύνταγμα Πυροβολικού και το Οπλοστάσιο. Το σύνταγμα διέθετε μία μοίρα Πεδινού και δύο Ορειβατικού Πυροβολικού, των τεσσάρων πυροβολαρχιών η καθεμία.
Το Μηχανικό διέθετε ένα τάγμα Μηχανικού, των έξι λόχων, από τους οποίους τέσσερις Σκαπανέων-Υπονομοποιών, ένας Τηλεγραφητών και ένας Γεφυροποιών. Οι Νοσοκόμοι συγκροτήθηκαν σε δυο λόχους. Η συνολική δύναμη του στρατού, σύμφωνα με τη νέα σύνθεση του, ανερχόταν περίπου σε 24.500 άνδρες.
Νέα αναδιοργάνωση του Στρατού - Επιστράτευση του 1897
Από τις αρχές του 1878 επήλθαν πολλές τροποποιήσεις στον Οργανισμό του Στρατού, οι σημαντικότερες από τις οποίες ήταν οι παρακάτω:
- Υπουργείο Στρατιωτικών: Τον Απρίλιο του 1880 συστήθηκε το «Γραφείο Επιτελικής Υπηρεσίας» στη θέση του Σώματος Γενικών Επιτελών, το οποίο καταργήθηκε.
- Διοίκηση: Οι μεραρχίες και ταξιαρχίες, στις αρχές του 1878, καταργήθηκαν και στη θέση τους συστήθηκαν τέσσερα αρχηγεία στρατού, τα οποία τον επόμενο χρόνο μειώθηκαν σε τρία.
- Πεζικό: Το 1878 το Πεζικό αποτελούσαν δεκαέξι τάγματα Πεζικού και τέσσερα τάγματα Ευζώνων. Στις 7 Απριλίου 1882 τα τάγματα Πεζικού έφθασαν τα είκοσι επτά, ενώ τα τάγματα Ευζώνων τα εννέα. Η οργάνωση αυτή του Πεζικού διατηρήθηκε μέχρι το 1885. οπότε και οργανώθηκε σε δέκα συντάγματα Πεζικού και οκτώ ανεξάρτητα τάγματα Ευζώνων.
- Ιππικό: Στις αρχές του 1881 το Ιππικό αποτελούσαν τρεις ανεξάρτητες ιππαρχίες. που η καθεμιά διέθετε μία έμπεδη ίλη, ενώ ένα χρόνο μετά συγκροτήθηκε και τέταρτη ιππαρχία. Τελικά, από το 1888 το Ιππικό οργανώθηκε σε τρία συντάγματα Ιππικού, των τεσσάρων ιλών το καθένα.
- Πυροβολικό: Το Πυροβολικό, στο οποίο ελάχιστες μεταβολές είχαν γίνει μέχρι το 1881, κατά το έτος αυτό αναδιοργανώθηκε πλήρως.
- Μηχανικό: Κατά το έτος 1879 το Όπλο του Μηχανικού αποτελούσαν το Αρχηγείο, πέντε διευθύνσεις Μηχανικού και δύο τάγματα Σκαπανέων, των τεσσάρων λόχων το καθένα. Ταυτόχρονα, περιορίστηκε στα καθαρώς στρατιωτικά έργα. Το 1881 τα τάγματα Σκαπανέων αυξήθηκαν σε τρία και μετονομάστηκαν σε τάγματα Μηχανικού.
Επίσης, συγκροτήθηκαν τρεις όρχοι Μηχανικού, ένας έμπεδος λόχος και τρεις μεταγωγικοί ουλαμοί Υλικού και Τροφών. Το 1885 το Μηχανικό αποτελούσαν ένα σύνταγμα Μηχανικού, η Σχολή του Συντάγματος, επτά διευθύνσεις Μηχανικού, ένα τοπογραφικό τμήμα και ένας πυροσβεστικός λόχος.
Ανάλογες τροποποιήσεις πραγματοποιήθηκαν στις «Γενικές Υπηρεσίες» του στρατού, στην Υγειονομική Υπηρεσία, στην Οικονομική Υπηρεσία, στη Δικαστική Υπηρεσία, στη Θρησκευτική Υπηρεσία και στη Χωροφυλακή.
Στις 15 Φεβρουαρίου 1897 εξαιτίας της απειλής πολέμου από την Τουρκία, η Ελλάδα κήρυξε επιστράτευση, προσκλήθηκαν έφεδροι υπό τα όπλα και συγκροτήθηκαν νέες μονάδες. Η συνολική δύναμη του Ελληνικού Στρατού ανερχόταν σε 73.142 άνδρες, από τους οποίους 1.742 ήταν αξιωματικοί.
Οπλισμός
Μέχρι το 1877 ο φορητός οπλισμός διέφερε μεταξύ των διαφόρων Όπλων του στρατού. Το 1868 διανεμήθηκαν δοκιμαστικά σε μερικές μονάδες το γαλλικό τυφέκιο Chassepot (Σασσεπώ) υποδείγματος 1866, ενώ το 1876 αγοράστηκαν 8.000 τυφέκια και 500 αραβίδες Μυλωνά υποδείγματος 1872, με τα οποία και οπλίστηκαν ορισμένες μονάδες.
Το Μάρτιο του 1877 τα έφιππα σώματα εφοδιάστηκαν με το γαλλικό περίστροφο υποδείγματος 1877, ενώ το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ορίστηκε το Γαλλικό τυφέκιο Gras (Γκρα), υποδείγματος 1874 και διαμέτρου 11 χιλιοστών, ως το τυφέκιο του στρατού. Αναλυτικά καθορίστηκε ότι τα τάγματα Πεζικού και Ευζώνων, καθώς και η Χωροφυλακή, από το 1880, θα φέρουν τυφέκιο Γκρα, το σύνταγμα Πυροβολικού, οι λόχοι Αγωγέων και οι λόχοι Νοσοκόμων βραχύκανα τυφέκια Γκρα, το σύνταγμα Ιππικού και οι μαθητές της Σχολής Ευελπίδων αραβίδες Ιππικού Γκρα.
Το Πυροβολικό, το Δεκέμβριο του 1866, εφοδιάστηκε με τα Γαλλικά αυλακωτά πεδινά και ορειβατικά πυροβόλα τεσσάρων λίτρων και το αυλακωτό τοπομαχικό πυροβόλο των δώδεκα λίτρων. Το Δεκέμβριο του 1877. όταν εισήχθη στο στρατό το τυφέκιο Γκρα, ορίστηκε ότι οι πεδινές πυροβολαρχίες του Συντάγματος Πυροβολικού θα εφοδιαστούν με πυροβόλα Καιρρ (Κρουπ) των 75 χιλιοστών και με λυόμενα ορεινά οι ορειβατικές. Το τοπομαχικό πυροβολικό θα διέθετε το πυροβόλο των 8,7 εκατοστών.
Εκπαίδευση
Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
Το Νοέμβριο του 1864 καθορίστηκε ο νέος Οργανισμός της Σχολής, σύμφωνα με τον οποίο η διάρκεια της εκπαιδεύσεως ήταν εξαετής. Μετά από δύο τροποποιήσεις του Οργανισμού το 1866 και το 1870, το 1882 ψηφίστηκε από τη Βουλή νέος Οργανισμός της Σχολής. Η σπουδαιότερη καινοτομία του ήταν ότι προέβλεπε εισαγωγή στη Σχολή με αυστηρές εξετάσεις νέων έως δεκαοκτώ ετών, απόφοιτων Γυμνασίου. Έτσι, καταργήθηκαν πολλά θεωρητικά μαθήματα στοιχειώδους εκπαιδεύσεως και ελαττώθηκε ο χρόνος φοιτήσεως σε πέντε χρόνια.
Σχολεία Αξιωματικών - Υπαξιωματικών
Από το 1876 οργανώθηκαν και λειτούργησαν πολλά στρατιωτικά σχολεία για την εκπαίδευση των αξιωματικών και υπαξιωματικών σε συγκεκριμένα αντικείμενα της δραστηριότητας τους. Τα σημαντικότερα από αυτά ήταν ο Εκπαιδευτικός Λόχος, το Προπαρασκευαστικό Σχολείο Έφεδρων Αξιωματικών, το Τάγμα Εκπαιδεύσεως, η Στρατιωτική Σχολή Υπαξιωματικών, το Προπαρασκευαστικό Σχολείο Υπαξιωματικών, το Σχολείο Βολής, το Σχολείο Ιππευτικής και τα Σχολεία Βολής Πεζικού και Πυροβολικού.
Επιπρόσθετα το 1882, μετά από σύμβαση που υπογράφηκε στο Παρίσι, μετακλήθηκε οργανωτική αποστολή από Γάλλους αξιωματικούς με επακεφαλής τον Υποστράτηγο Βοσσέρ. Για τη συμπληρωματική μόρφωση των αξιωματικών, το 1876 ιδρύθηκαν σε όλες τις πόλεις, όπου υπήρχαν στρατιωτικές μονάδες, «Βιβλιοθήκες Φρουράς», αφού η ανεύρεση και αγορά βιβλίων ήταν δύσκολη, ενώ εκδόθηκε και ένας σημαντικός αριθμός νέων Κανονισμών.
Εκπαίδευση των Μονάδων
Από το 1864 η εκπαίδευση γινόταν σε προσωρινά στρατόπεδα που συγκροτούνταν κάθε έτος ανάλογα με τα διαθέσιμα τάγματα. Η διάρκεια της εκπαιδεύσεως ήταν ένας μήνας. Από το 1868 καθορίστηκε ειδικότερα για τα τάγματα Πεζικού και Ευζώνων, καθώς και για τα τμήματα της Χωροφυλακής, να συγκεντρώνονται κάθε χρόνο στην Αθήνα, για ορισμένο χρονικό διάστημα, όπου και θα συμπλήρωναν την εκπαίδευση τους.
Στρατιωτική εκπαίδευση πολιτών και μαθητών
Το 1881 ιδρύθηκαν στις πρωτεύουσες των νομών σχολεία σκοποβολής, με σκοπό την εξάσκηση των πολιτών στη χρήση των όπλων και στη βολή, ενώ το 1883 καθορίστηκε η εισαγωγή των στρατιωτικών ασκήσεων στα δημόσια και ιδιωτικά Γυμνάσια, ως υποχρεωτικού μαθήματος.
Στρατολογία - Επιστράτευση
Στρατολογία
Το Δεκέμβριο του 1876 εκδόθηκε ο Νόμος «Περί Προσωρινού Οργανισμού των κατά Ξηρά Δυνάμεων», ο οποίος καθόριζε ότι ο Στρατός Ξηράς περιλάμβανε τον Ενεργό Στρατό, την Εφεδρεία του Ενεργού Στρατού, την Εθνοφρουρά και την Εφεδρεία της Εθνοφρουράς. Με νέο νόμο, της 27ης Νοεμβρίου 1878, εισήχθη η καθολική στρατολογία.
Σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του νόμου αυτού, η στρατιωτική θητεία ήταν υποχρεωτική για όλους τους 'Ελληνες, ηλικίας είκοσι μέχρι σαράντα ετών, που κρίνονταν ικανοί για στράτευση. Η στρατιωτική υπηρεσία διαρκούσε τρία χρόνια στον Ενεργό Στρατό, έξι χρόνια στην Εφεδρεία και δέκα χρόνια στην Εθνοφρουρά. Ο θεσμός της Εθνοφυλακής έπαψε να υπάρχει.
Το 1882, με άλλο νόμο, η θητεία στον Ενεργό Στρατό ορίστηκε να είναι ενός έτους, εκτός από το Ιππικό, το Πυροβολικό, το Μηχανικό και τους Νοσοκόμους, που ήταν διετής. Το 1884 ο χρόνος της υπηρεσίας στην Εθνοφρουρά ορίστηκε σε οκτώ έτη, ενώ η ποινή για τους ανυπότακτους, σε περίπτωση επιστρατεύσεως, ήταν φυλάκιση ενός μέχρι δύο ετών αντί πρόσθετης υπηρεσίας που προβλεπόταν μέχρι τότε.
Επιστράτευση
Τον Ιούλιο του 1880, λόγω της επικείμενης προσαρτήσεως της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, ο Ελληνικός Στρατός τέθηκε για πρώτη φορά σε επιστράτευση, η οποία έληξε στις 7 Απριλίου 1882.
Το 1885, με σκοπό τη μείωση του αριθμού των οπλιτών στη διάρκεια της ειρήνης για λόγους οικονομίας, ορίστηκε η δύναμη του στρατού σε 30.652 άνδρες και προβλέφθηκε η αύξηση της κατά τη διάρκεια επιστρατεύσεως. Το ίδιο έτος δημιουργήθηκε σοβαρή αναταραχή στα Βαλκάνια, εξαιτίας της καταλήψεως της Ανατολικής Ρωμυλίας από τη Βουλγαρία.
Η Ελλάδα κήρυξε επιστράτευση και προώθησε τις δυνάμεις προς τα Ελληνοτουρκικά σύνορα στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Συνολικά κλήθηκαν υπό τα όπλα οι έφεδροι οκτώ κλάσεων. Η επιστράτευση διήρκεσε εννέα μήνες και η απόλυση των εφέδρων έγινε στη συνέχεια τμηματικά. Το Φεβρουάριο του 1897 δημιουργήθηκε νέα σοβαρή κρίση στις σχέσεις με την Τουρκία.
Για την αντιμετώπιση της καταστάσεως άρχισε η σταδιακή κλήση ηλικιών με σκοπό την εμπόλεμη συγκρότηση των υφιστάμενων μονάδων, οι οποίες προωθήθηκαν και πάλι προς τα σύνορα της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, και την 1η Μαρτίου η Κυβέρνηση κήρυξε την επιστράτευση και κάλεσε διαδοχικά στα όπλα και άλλες κλάσεις εφέδρων. Επιπλέον, επιτράπηκε ο σχηματισμός εθελοντικών τμημάτων με τον τίτλο «Λεγεώνες Φιλελλήνων», στις οποίες θα γίνονταν δεκτοί εθελοντές αλλοδαποί.
Νόμος - Τάξη - Πειθαρχία
Πειθαρχικοί Λόχοι - Στρατιωτική δικαιοσύνη
Στις 20 Ιανουαρίου του 1881 συστήθηκε και δεύτερος Πειθαρχικός Λόχος. Στους λόχους αυτούς μετέθεταν τους οπλίτες που υπέπιπταν σε βαριά παραπτώματα και δεν ήταν δυνατό να τους σωφρονίσουν τα υπόλοιπα μέσα πειθαρχίας. Στον τομέα της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης, τον Απρίλιο του 1883, ιδρύθηκε και τρίτο διαρκές στρατοδικείο με έδρα τη Λάρισα.
Το στρατοδικείο αυτό λειτούργησε περιοδικά μέχρι το 1886, οπότε και καταργήθηκε οριστικά. Εξάλλου, στις 21 Νοεμβρίου 1884 ιδρύθηκαν οι Στρατιωτικές Φυλακές της Ακροναυπλίας (στο εκεί Φρούριο), όπου εξέτιαν την ποινή τους όσοι στρατιωτικοί καταδικάζονταν σε ποινές μεγαλύτερες των τριών μηνών. Όσοι καταδικάζονταν σε μικρότερες ποινές τις εξέτιαν στις φυλακές των κατά τόπους φρουραρχείων ή των μονάδων τους.
Δημόσια Ασφάλεια
Με διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών το 1887 καταργήθηκαν τα μεταβατικά στρατιωτικά αποσπάσματα. Η δημόσια ασφάλεια ανατέθηκε αποκλειστικά στη Χωροφυλακή και μόνο σε περίπτωση που οι δυνάμεις της δεν επαρκούσαν θα μπορούσε να ενισχυθεί από τις πλησιέστερες στρατιωτικές μονάδες και κατά προτίμηση από τα ευζωνικά τάγματα.
Οι οπλίτες των μεταβατικών αποσπασμάτων που διαλύθηκαν εντάχθηκαν στις αντίστοιχες μοιραρχίες Χωροφυλακής. Από τους αξιωματικούς όσοι κρίθηκαν αναγκαίοι και κατάλληλοι για την υπηρεσία της δημόσιας ασφάλειας εντάχθηκαν επίσης στις μοιραρχίες, ενώ οι υπόλοιποι επανήλθαν στις μονάδες τους.
Προέλευση - Εξέλιξη - Προαγωγές
Προέλευση
Οι αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού εκείνη την περίοδο προέρχονταν από τις Σχολές Ευελπίδων και Υπαξιωματικών ή με προαγωγή των υπαξιωματικών σε ανθυπασπιστές. Μετά όμως την ίδρυση της Σχολής Υπαξιωματικών έπαψε η προαγωγή των υπαξιωματικών του Πεζικού και του Ιππικού που δεν είχαν αποφοιτήσει από αυτή τη Σχολή.
Από το 1877 επιτράπηκε η πολιτογράφηση και η κατάταξη στο στρατό αλλοδαπών αξιωματικών. Επίσης, από το 1882 επιτράπηκε η κατάταξη στο στρατό, με το βαθμό του ανθυπασπιστή. Ελλήνων υπηκόων που είχαν εκπαιδευθεί σε ξένες στρατιωτικές σχολές και η ηλικία τους δεν υπερέβαινε τα είκοσι πέντε έτη. Αργότερα, με νόμο του 1887 επιτράπηκε να κατατάσσονται, με το βαθμό του ανθυπολοχαγού, οι 'Ελληνες που είχαν εκπαιδευθεί σε ξένες στρατιωτικές σχολές.
Εξέλιξη - Προαγωγές
Οι προαγωγές των αξιωματικών και των υπαξιωματικών σε αξιωματικούς γίνονταν με Βασιλικά Διατάγματα, μετά από σχετικές προτάσεις του Υπουργού των Στρατιωτικών, ενώ οι προαγωγές στους βαθμούς των υπαξιωματικών από τους οικείους διοικητές μονάδων, μετά από επιλογή των κατάλληλων οπλιτών.
Με νόμο του 1887 καθορίστηκε οι ανθυπασπιστές που προέρχονται από τη Σχολή Ευελπίδων και το Σχολείο Υπαξιωματικών να προάγονται σε ανθυπολοχαγούς, αφού συμπληρώσουν ένα χρόνο στο βαθμό του ανθυπασπιστή, ανεξάρτητα από τις κενές θέσεις που υπήρχαν, ενώ, τέλος, με νόμο του 1882 καθορίστηκε όριο ηλικίας των αξιωματικών, μετά την υπέρβαση του οποίου αποστρατεύονταν αυτεπάγγελτα.
Νόμος «Περί Καταστάσεως των Αξιωματικών»
Με ειδική διάταξη που προστέθηκε στο νόμο δημιουργήθηκε η κατάσταση αργίας, εξαιτίας καταργήσεως θέσεως. Σε αυτή την κατάσταση υπάγονταν όσοι αξιωματικοί πλεόναζαν μετά την κατάργηση κάποιων θέσεων.
Με άλλες διατάξεις απαγορεύτηκε η αποστρατεία των αξιωματικών με αίτηση τους στη διάρκεια επιστρατεύσεως, δόθηκε η δυνατότητα στον υπουργό Στρατιωτικών να ανακαλεί προσωρινά στην ενέργεια απόστρατους αξιωματικούς στη διάρκεια επιστρατεύσεως, καταργήθηκαν οι διατάξεις που είχαν θεσπιστεί και ίσχυαν από το 1861 και επέβαλλαν ελάχιστη προίκα για τη χορήγηση άδειας γάμου σε αξιωματικούς και υπαξιωματικούς και. τέλος, ρυθμίστηκαν άλλα θέματα σχετικά με την αργία, διαθεσιμότητα κ.τ.λ. των αξιωματικών.
Στολή
Αξιωματικών
Μέχρι το 1868 οι στολές εξακολουθούσαν να παραμένουν οι ίδιες, με μικρές μόνο παραλλαγές. Τότε καθιερώθηκε η Γαλλικού τύπου στολή, η οποία περιλάμβανε πηλήκιο, χιτώνιο, περισκελίδα και χλαίνη από εριούχο βαθύ μπλε ύφασμα. Εξαίρεση αποτελούσαν το Ιππικό, που η στολή του παρέμεινε πράσινη και το Πεζικό, του οποίου η περισκελίδα ήταν χρώματος γκρι.
Το 1877 καθιερώθηκε, για πρώτη φορά ως μικρή στολή των αξιωματικών, το αυστριακού τύπου χιτώνιο. Η θερινή στολή όλων των αξιωματικών ήταν ακριβώς όμοια με τη χειμερινή, κατασκευασμένη όμως από λινό λευκό ύφασμα και το 1892 καθορίστηκε η μικρή θερινή στολή των αξιωματικών και ανθυπασπιστών.
Η μικρή στολή υπηρεσίας περιλάμβανε μάλλινο πηλήκιο και χιτώνιο χρώματος φαιού, καθώς και λινό παντελόνι ή μάλλινο, όταν φερόταν με μπότες, επίσης χρώματος φαιού. Η μικρή στολή εκτός υπηρεσίας περιλάμβανε λευκό λινό πηλήκιο και χιτώνιο, καθώς και λευκό λινό παντελόνι ή μάλλινο, όταν φερόταν με μπότες.
Για τους αξιωματικούς του Υγειονομικού, Κτηνιατρικού και Φαρμακευτικού καθορίστηκε, από το Δεκέμβριο του 1895, να φέρουν στο περιλαίμιο της μεγάλης στολής, ως διακριτικό, το έμβλημα που παρουσιάζει ένα φίδι να ελίσσεται γύρω από τρεις ράβδους, πλαισιωμένο από δύο κλαδιά δάφνης.
Η στολή των μαθητών της Σχολής Ευελπίδων καθορίστηκε από κίτρινα επωμίδια και περιλαίμιο, πηλήκιο όμοιο με των αξιωματικών με μεταξοκέντητο στέμμα, μοβ μάλλινο μανδύα, κάλυμμα της κεφαλής (παρελάσεων-παρατάξεων) όμοιο με του Πεζικού με κίτρινο λοφίο και διακριτικά των βαθμοφόρων ίδια με αυτά των ομοιόβαθμών τους στρατεύματος.
Οπλιτών
Η στολή των οπλιτών ήταν παρόμοια με αυτή των αξιωματικών. Τελείως διαφορά ήταν η στολή των Ευζώνων, η οποία ήταν σχεδόν ίδια με των Ακροβολιστών και περιλάμβανε γιλέκο (φέρμελη) και ιματίδιο (μεϊντάνι) από λευκό μάλλινο ύφασμα με μάλλινα γαϊτάνια χρώματος μοβ και 5ύο σειρές από δώδεκα κουμπιά, δεξιά και αριστερά του στήθους.
Κόκκινο φέσι (φάριο) με μαύρη μεταξωτή φούντα, στέμμα και εθνόσημο. Λευκές περικνημίδες και μοβ μάλλινες καλτσοδέτες. Φουστανέλα από λευκό ύφασμα. Ζώνη βαμβακερή. Τσαρούχια και φαιή κάπα. Τα διακριτικά των βαθμών ήταν όπως του Πεζικού.
Πολεμικές Σημαίες
Από το 1864 καθιερώθηκε η κατασκευή των πολεμικών σημαιών των ταγμάτων Πεζικού από μεταξωτό ύφασμα, χρώματος κυανού, λευκό σταυρό στη μέση, χρυσόχροα κρόσσια περιφερειακά και την εικόνα του Αγίου Γεωργίου στο κέντρο του Σταυρού. Ο Άγιος Γεώργιος είναι ο προστάτης του Ελληνικού Στρατού, εκτός του Πυροβολικού που έχει ως προστάτιδα την Αγία Βαρβάρα. Επίσης, τα χρυσόχροα κρόσσια συμβολίζουν τις ψυχές που η πατρίδα εμπιστεύεται στη Σημαία.
Διοικητική Μέριμνα
Προμήθειες Υλικών - Κατασκευή Στρατιωτικών Εγκαταστάσεων
Το 1869 συστήθηκε ένα Γνωμοδοτικό Συμβούλιο στο Υπουργείο Στρατιωτικών και μία Επιτροπή Προμηθειών στο Υπουργείο Οικονομικών, για την εκτέλεση των προμηθειών με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Οι σημαντικότερες στρατιωτικές εγκαταστάσεις που κατασκευάστηκαν αυτή την περίοδο ήταν ο στρατώνας του Ιππικού στο Πεδίο του Άρεως (Αθήνα), η κατασκευή πυριτιδαποθηκών, η ανέγερση νέων στρατιωτικών κτηρίων και συντήρηση των παλαιών, η κατασκευή εργοστασίου αρβύλων κ.λπ.
Οικονομικά
Ο προϋπολογισμός του υπουργείου Στρατιωτικών ανερχόταν κατά τα έτη 1864-1897 στο 20-25% του συνολικού κρατικού προϋπολογισμού. Επίσης, περιοδικά χορηγήθηκαν στο υπουργείο Στρατιωτικών έκτακτες πιστώσεις μεγάλου ύψους για την προμήθεια οπλισμού και πυρομαχικών, την κατασκευή στρατιωτικών οδών και άλλων έργων, την κάλυψη απρόβλεπτων δαπανών, εξαιτίας της επιστρατεύσεως και της κινητοποιήσεως του στρατού κατά τα έτη 1880 και 1885. Η εκκαθάριση και η εντολή πληρωμής των στρατιωτικών εξόδων ήταν έργο των Στρατιωτικών Επιμελητηρίων που είχαν συσταθεί στην έδρα κάθε νομού.
Υγειονομική Περίθαλψη
Τον Οκτώβριο του 1887 ιδρύθηκε στην Αθήνα Στρατιωτικό Δαμαλιδοκομείο για την παρασκευή της αναγκαίας ποσότητας δαμαλίδας για τον εμβολιασμό του στρατιωτικού προσωπικού και την προφύλαξη του από την ευλογιά. Το Μάρτιο του 1897 θεσπίστηκε για πρώτη φορά ο θεσμός των γυναικών Αδελφών Νοσοκόμων, των οποίων η προσφορά υπήρξε πράγματι σημαντική, τόσο στην ειρηνική περίοδο όσο και στη διάρκεια του πολέμου.
Λόχος Απομάχων
Το 1871 ο Λόχος Απομάχων καταργήθηκε και με νέο νόμο καθορίστηκαν οι όροι απονομής συντάξεως σε οπλίτες που κρίνονταν σωματικά ανίκανοι, εξαιτίας προχωρημένης ηλικίας ή βλάβης κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας ή ακόμη από τυχαίο συμβάν και δεν είχαν αποκτήσει δικαίωμα συντάξεως, ούτε υπάγονταν στο Νόμο "Περί παθόντων εκ των τραυμάτων ή νοσημάτων πολέμου".
[4.79.1] Ο Μίνωας, βασιλέας των Κρητών και κυρίαρχος των θαλασσών εκείνη την εποχή, όταν έμαθε ότι ο Δαίδαλος είχε διαφύγει στη Σικελία, αποφάσισε να εκστρατεύσει εκεί. Αφού συγκέντρωσε υπολογίσιμη ναυτική δύναμη απέπλευσε από την Κρήτη και πάτησε τη γη του Ακράγαντα, σ’ ένα τόπο ο οποίος για το λόγο αυτό ονομάστηκε Μινώα. Εκεί αποβίβασε τα στρατεύματά του κι απέστειλε αγγελιοφόρους στον βασιλέα Κώκαλο απαιτώντας την απέλαση του Δαιδάλου για να τιμωρηθεί.
[4.79.2] Αλλά ο Κώκαλος ζήτησε να συναντηθεί με τον Μίνωα κι αφού του υποσχέθηκε ότι θ’ ανταποκρινόταν σε όλες τις απαιτήσεις του, τον προσκάλεσε στο σπίτι του. Όταν ο Μίνωας βρέθηκε στο λουτρό για να πλυθεί, ο Κώκαλος φρόντισε να ζεματισθεί από καυτό νερό μέχρι να πεθάνει· παραδίδοντας τη σορό του στους Κρήτες εξήγησε ότι ο θάνατός του προήλθε από γλίστρημα και μοιραία πτώση σε καυτό νερό.
[4.79.3] Ακολούθως οι σύντροφοι του Μίνωα ενταφίασαν το σώμα του βασιλέα αφού οργάνωσαν μεγαλοπρεπείς τελετές και κατασκεύασαν διώροφο τάφο στο υπόγειο του οποίου τοποθέτησαν τη σορό, στο εμφανές επίπεδο δε, ανέγειραν ιερό αφιερωμένο στη θεά Αφροδίτη. Εκεί ο Μίνωας τιμήθηκε από γενεές γενεών· οι κάτοικοι της περιοχής προσέφεραν θυσίες με την πίστη ότι ο βωμός ανήκε στην Αφροδίτη.
[Ακριβώς τέτοιου είδους μνημείο, με το επίπεδο πάνω από τη γη να χρησιμοποιείται ως ιερό και το κρυμμένο στο χώμα να επέχει θέση τάφου, είχε βρεθεί στην Κνωσσό της Κρήτης (βλ. Sir Arthur Evans, The Palace of Minos, 4. 959 ff.) και πλησίον του η κατοικία του ιερέα του ναού. Η ανακάλυψη αυτή συνιστά εντυπωσιακό αποδεικτικό στοιχείο για την αξιοπιστία πολλών πληροφοριών της αρχαίας μυθογραφίας]
Bασιλικός Tάφος-Iερό
Bρίσκεται 600 μ. περίπου N. του ανακτόρου. Φαίνεται ότι εδώ είχε ταφεί κάποιος από τους τελευταίους βασιλιάδες της Kνωσού (17ος- 14ος αιώνας π.X.). Xαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία είναι η είσοδος με αυλή, στοά και ένα μικρό προθάλαμο και υπόστυλη κρύπτη με δύο πεσσούς. Με έναν πλακόστρωτο δρόμο επικοινωνούσε με τη λεγόμενη «Oικία του Aρχιερέα«, στην οποία βρέθηκε πέτρινος βωμός με δύο κίονες, πλαισιωμένος από βάσεις διπλών πελέκεων.
[4.79.4] Όμως, στους πιο πρόσφατους χρόνους, που ακολούθησαν την ίδρυση της πόλης του Ακράγαντα και τη διάδοση της πληροφορίας ότι η σορός του Μίνωα κείτονταν εκεί, φημολογήθηκε ότι ο τάφος είχε αποξηλωθεί και τα οστά είχαν επιστραφεί στους Κρήτες, συμβάν της εποχής που ο Θήρων εξουσίαζε τον λαό του Ακράγαντα.
[Ο Θήρων πέθανε το 472 π.Χ. έχοντας διατελέσει τύραννος της περιοχής για 16 συναπτά έτη (βλ. έργο του ιδίου βιβλίο 11¶53)]
[4.79.5] Οι Κρήτες της Σικελίας ωστόσο, μετά τον θάνατο του Μίνωα ενεπλάκησαν σε αιρετική διαμάχη· όντας ακυβέρνητοι και με τα πλοία τους να έχουν πυρποληθεί από τους Σικανούς (αρχαίοι λαοί της Σικελίας) οι οποίοι υπηρετούσαν τα συμφέροντα του Κωκάλου, εγκατέλειψαν κάθε ελπίδα επιστροφής στην πατρίδα τους και αποφασίζοντας να εγκατασταθούν μόνιμα κάπου στη Σικελία, μέρος αυτών ίδρυσαν εκεί μια πόλη την οποία βάπτισαν Μινώα, στο όνομα του βασιλέα τους, ενώ άλλοι, αφού περιπλανήθηκαν στην ενδοχώρα κατέλαβαν τοποθεσία φυσικά οχυρωμένη όπου έχτισαν την πόλη Ἔγγυον, όνομα εμπνευσμένο από τον χείμαρρο που την διέπλεε ακατάπαυστα.
[Εγγύιον, σε κάποια κείμενα του Πλουτάρχου και του Πτολεμαίου. Στο σημείο αυτό βρίσκεται ένα ενδιαφέρον παράδειγμα για το δέος το οποίο αισθάνονταν οι κάτοικοι για τις Μητέρες (στις οποίες θ’ αναφερθούμε παρακάτω]
Diodori Bibliotheca Historica_ Wikipedia URL [https://en.wikipedia.org/wiki/Engyon]
[4.79.6] Τους ύστερους χρόνους, μετά την πτώση της Τροίας, όταν ο Μηριόνης ο Κρητικός κατέπλευσε στις ακτές της Σικελίας, τον καλωσόρισαν εξαιτίας της συγγένειάς με τους Κρήτες που τον συνόδευαν και μοιράστηκαν μ’ αυτούς την ιθαγένειά τους. Με ορμητήριο μια καλά οχυρωμένη πόλη κι έχοντας υποτάξει κάποιους γειτονικούς λαούς, εξασφάλισαν για τον εαυτό τους αρκετά μεγάλη έκταση.
[4.79.7] Αργά και σταθερά ενδυναμώνονταν και στο διάστημα αυτό έκτισαν ναό αφιερωμένο στις Μητέρες, θεότητες στις οποίες απέδιδαν ασυνήθιστες τιμές, κοσμώντας το ιερό τους με πολλές αναθηματικές προσφορές. Οι καταβολές της λατρείας τους, όπως λένε οι άντρες, προέρχονταν από την πατρίδα τους, την Κρήτη, μιας και οι Κρήτες έτρεφαν επίσης ιδιαίτερη εκτίμηση για τις θεότητες αυτές.
[Θεότητες της Σικελίας ομόλογες της Μητέρας Ρέας των Κρητών]
Διόδωρος Σικελιώτης Ιστορική Βιβλιοθήκη [4-79.1]
Οι κυριότερες αρχαίες Ελληνικές αποικίες στην Σικελία
Γεώργιος Καραϊσκάκης ο «Αχιλλέας της Ρωμιοσύνης» τον χαρακτήρισε ο μεγάλος ποιητής Κωστής Παλαμάς
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ή Καραΐσκος ήταν Έλληνας Επαναστάτης, την εποχή που οι περισσότεροι Ελληνες ήταν ραγιάδες, αρχικά υπήρξε σπουδαίος αρματολός και στη συνέχεια στρατηγός της Επανάστασης του 1821. Το επίθετό του είναι χαϊδευτικό υποκοριστικό του Καραΐσκος, που έφερε ο πατέρας του ήρωα, Δημήτριος Καραΐσκος. Στην παιδική του ηλικία έλαβε το προσωνύμιο το Καραϊσκάκι δηλαδή το άτυχο Καραϊσκόπουλο, λόγω της ορφάνιας του και της παραμέλησής του από τον πατέρα και τα αδέλφια του. Ο ίδιος υπέγραφε επίσημα Καραΐσκος όπως φαίνεται και στη σφραγίδα του του 1816. Πρόκειται για μια σύνθετη λέξη από του τουρκικό Kara και το παλαιότερο οικογενειακό όνομα Ίσκος.
Γεννήθηκε τo 1782, νόθος γιος της Ζωής Διμισκή ή Ντιμισκή, από τη Σκουληκαριά, πρώτης εξαδέλφης του αρματολού των Ραδοβυζίων Γώγου Μπακόλα. Η μητέρα του, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μαυρομματιώτη, που ήταν ο πρώτος σύζυγός της, έγινε καλόγρια γι’ αυτό και του έμεινε η προσωνυμία «ο γιος της καλογριάς». Για την ταυτότητα του πατέρα του θεωρείται πιθανότερο ότι ήταν ο αρματολός του Βάλτου Δημήτριος Καραΐσκος.
Δεν είναι απολύτως εξακριβωμένος ο τόπος γέννησης του Καραϊσκάκη. Οι πρώτοι του βιογράφοι είτε δεν αναγράφουν τον τόπο γέννησης, είτε αναφέρουν διαφορετικές περιοχές όπως ότι γεννήθηκε σε σπηλιά πλησίον του χωριού Μαυρομμάτι Καρδίτσας ή σε μοναστήρι στη Σκουληκαριά Άρτας Η επιτροπή που συνέστησε το Υπουργείο Εσωτερικών το 1927, προκειμένου να επιλύσει το θέμα της γενέτειράς του, κατέληξε στην επίσημη αναγόρευση του Μαυρομματίου ως γενέτειρας του Καραϊσκάκη. Παρ’ όλα αυτά το 1997, στα πλαίσια του σχεδίου Καποδίστριας, αποφασίστηκε να δοθεί το όνομα «Γεώργιος Καραϊσκάκης» στον νεοσύστατο δήμο του νομού Άρτας στον οποίο υπάγεται έως σήμερα η Σκουληκαριά και το 2005 με Προεδρικό διάταγμα καθιερώθηκε επίσημα στη Σκουληκαριά Άρτας δημόσια εορτή τοπικής σημασίας προς τιμή του Γεωργίου Καραϊσκάκη εντείνοντας περαιτέρω τη διαμάχη ως προς τον τόπο γέννησης του ήρωα.
Ο Περραιβός γράφει: «Παρά πολλών λέγεται ότι ο καπετάν Καραΐσκος από τον Βάλτον ηράσθη της Καλογραίας, και έτεκε τον Καραϊσκάκην» ενώ ο Παπαρρηγόπουλος αφήνει κάπως ανοιχτό το ζήτημα: «τις ήτο ο πατήρ αυτού, άδηλον». Ο Βλαχογιάννης κάνει λόγο και για άλλον πατέρα: «Η παράδοση τονέ λέει γυιο του παλιού κλέφτη Καραΐσκου. Άλλη παράδοση τονέ λέει γυιο του καπετάν Αραπογιάννη.» Νεαρός κλέφτης συλλαμβάνεται από τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων και φυλακίζεται (έμεινε δυό χρόνους στην καδένα). Εκεί μαθαίνει λίγα γράμματα. Εμπλέκεται ακόμη στο φόνο του τρομερού Βεληγκέκα, αν δεν τον σκότωσε ο ίδιος. Υπηρέτησε στην αυλή του Αλή και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του περίφημου Πασβάνογλου, του φίλου του Ρήγα Φεραίου.
Φαίνεται ότι προσέλαβε την άκρατον αθυροστομίαν από τη μάνα του και σαφώς δεν αρνούνταν την καταγωγή του: «Η μοναχή εκείνη δεν έκρυπτε το αμάρτημά της· εξεναντίας πασίγνωστος απέβη εις πολλάς επαρχίας δια την περί την γλώσσαν και τον τρόπον τόλμην, εξ ου πρωϊμώτατα έλαβε μεν ο παις το επώνυμον του γιου της καλογραίας, όπερ βραδύτερον εκ διαλειμμάτων απεδίδετο αυτώ, προσέλαβε δε και την άκρατον αθυροστομίαν, ην μέχρι τέλους της ζωής διετήρησεν. Εκ τούτων δε εννοείται ήδη ότι ούδ’ ο Καραϊσκάκης δεν ηρνείτο την καταγωγήν του• εκαυχάτο μάλιστα επ’ αυτή και έλεγεν ότι «καθώς τα εμβολιασμένα δένδρα είναι καλήτερα των κοινών, ούτω πολλάκις οι νόθοι είναι αξιώτεροι των γνησίων». Άλλοτε, με το γνωστό ύφος έλεγε: «Τι θυμώνετε, ωρέ! κι εγώ είμαι είμαι ο γιος της καλογριάς. Eμένα η μάνα μου έφαγε σαράντα χιλιάδες ψωλές ώσπου να με γεννήσει» συναντήθηκε κάποτε με τον πατέρα του αλλά δεν έδωσαν γνωριμιά»
Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα λόγω του οικογενειακού του ιστορικού αλλά κι επειδή αναγκάστηκε να ζει μόνος χωρίς την υποστήριξη των γονέων του. Μεγάλη ψυχολογική και κοινωνική πίεση δέχθηκε λόγω του προηγούμενου. Ήταν φιλόνικος, βλάσφημος και βωμολόχος, χαρακτηριστικά που απέκτησε από αυτά τα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Από την παιδική του ηλικία ήδη, έκανε τα πρώτα βήματά του ως κλέφτης. Ο Καραϊσκάκης έγινε περισσότερο γνωστός μετά την ενηλικίωσή του. Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου και φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε και κάποια γράμματα.
Έτσι αρχικά υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του περίφημου πασά Πασβάνογλου, φίλου του Ρήγα Φεραίου. Στη εκστρατεία εκείνη ο Καραϊσκάκης αιχμαλωτίσθηκε από τις δυνάμεις του Πασβάνογλου και κρατήθηκε για κάποιο χρόνο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην αυλή του Αλή Πασά. Η πιο αμφιλεγόμενη περίοδος της ιστορίας του Καραϊσκάκη θεωρείται η παραμονή του στην αυλή του Αλή Πασά, μέχρι που λιποτάκτησε και πήγε στον Κατσαντώνη, όπως σημειώνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης.
Όπως και να χει, ο πρώην κλέφτης, αληπασαλής και αρματολός, ήταν μούλος, νόθος δηλαδή κι επομένως δεν διέθετε συγγενικό δίκτυο και κληρονομημένο αρματολίκι. Είναι γνωστό ότι τα κλέφτικα και αρματολικά σώματα επανδρώνονταν με βάση συγγενικά ή τοπικά δίκτυα (σαράντα κλέφτες ήμασταν όλοι αδελφοξαδέλφια). Ο καπετάν Καραΐσκος έπρεπε να στηριχθεί στις προσωπικές του ικανότητες. Ο διάλογος με τον Αλή πασά είναι χαρακτηριστικός:’«Πάντοτε δε ο Αλή πασάς έδειξεν ευμένειαν τινά προς τον Καραϊσκάκην, ευμένειαν δηλαδή όσης ήτο δεκτική η μέλαινα εκείνη ψυχή. Και λέγεται ότι ηρώτησεν αυτόν ποτέ, είτε εις την προκειμένην, είτε εις άλλην περίστασιν• τι θέλεις να σε κάμω, μωρέ Καραϊσκάκη; ο δε, μετά της πεποιθήσεως ανέκαθεν είχε προς την ιδίαν αξίαν, αλλά και μετά της ευλαβείας ην δεν ελησμόνει ότι ώφειλε να δεικνύη ως προς δεσπότην δύσπιστον απεκρίθη: «αν με γνωρίζης άξιον δι’ αυθέντην, απεκρίθη, κάμε με αυθέντην αν με γνωρίζης άξιον δια χουσμεκιάρην (υπηρέτην) κάμε με χουσμεκιάρην• αν με γνωρίζης ανάξιον του παντός, ρίψε με εις λίμνης των Ιωαννίνων τον γυαλόν.»
Κατά την πρώτη παραμονή του στην αυλή του Πασά παντρεύτηκε την Εγκολπία Σκυλοδήμου από γνωστή οικογένεια των αρματωλών και απέκτησε την Πηνελόπη, κατόπιν σύζυγο του Ανδρέα Νοταρά υπουργού του Όθωνα και αργότερα απέκτησε την Ελένη και τον Σπύρο, την επιμέλεια των οποίων όταν πέθανε άφησε στον ανιψιό του Μήτρο Σκυλοδήμο. Στη δεύτερη διαμονή του ασχολήθηκε με το εμπόριο σφαγίων. Τα καλοκαίρια διέμενε οικογενειακά κοντά στην Καλαμπάκα. Από μικρός όμως υπέφερε από φυματίωση και τακτικά κατέφευγε σε γιατροσόφους αλλά και Έλληνες και ξένους γιατρούς. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης πήγε στα Επτάνησα για να συμβουλευθεί γιατρούς.
Συμπολεμίστρια και νοσοκόμα του ήταν η Μαριώ, νεοφώτιστη τουρκοκόρη που ακολουθούσε τον στρατηγό στις μετακινήσεις κι επιχειρήσεις του. Η Μαριώ θεωρήθηκε ερωμένη του, πράγμα που δεν επιβεβαιώνεται. Η νεαρή πρώην μουσουλμάνα η πολυθρύλητη Μαριώ ακολουθούσε παντού τον καπετάνιο, οπλισμένη και ντυμένη σαν άντρας: «Είναι αληθές ότι περί τα μέσα της επαναστάσεως, διατελών εξ ανάγκης μακράν της οικογενείας του, προσέλαβε παρ’ αυτώ νεοφώτιστον τινά νέαν, την εν τοις στρατοπέδοις πολυθρύλλητον γενομένην Μαριών, ήτις φέρουσα το ιμάτιον και τον οπλισμόν του στρατιώτου, παρηκολούθησεν αυτόν καθ’ όλας τας τελευταίας της ζωής του εκστρατείας. Αλλά δεν ηλάττωσε την προς την σύζυγον στοργήν ή της προσκαίρου εκείνης συντρόφου παρουσία, ήτις άλλως τε κατήντησεν αναπόφευκτος εις αυτόν, δια την ανάγκην ην είχεν ιδιαζούσης διηνεκούς περιποιήσεως, ένεκα της κακής καταστάσεως της υγείας του»
Γεώργιος Καραϊσκάκης ο «Αχιλλέας της Ρωμιοσύνης» τον χαρακτήρισε ο Κωστής Παλαμάς
Ο Παναγιώτης Σούτσος σε πανηγυρικό λόγο (5 Μαρτίου 1846) περιγράφει τον ηθικόν και φυσικόν χαρακτήρα του μεγάλου Καραΐσκου: «Ο ανήρ αυτός έχων νουν ακατέργαστον, αλλά γεννητικώτατον και οξύτατον, άμοιρος ων παιδείας, αλλ’ αγαπών και τιμών τους πεπαιδευμένους, φιλάσθενος, αλλά καρτερικώτατος εις τας σκληραγωγίας, δαπανών αφειδώς την ιδίαν περιουσίαν εις τας δημοσίας ανάγκας, εκθέτων τους περί αυτόν εις τους υπέρ πατρίδος κινδύνους και πρώτος αυτός εκτιθέμενος, στρατηγηματικώτατος απάντων και των πάντων τας στρατιωτικές γνώμας ακούων και σταθμίζων, ακόρεστος δόξης και ονόματος. Ανάστημα μέτριον, σώμα ισχνόν, χρώμα υπομέλαν, μέτωπον πλατύ, ευρεία εστία σκέψεως, όφρεις πυκναί και πλήρεις μερίμνων, ελαιόμαυροι και μικροί οφθαλμοί, αλλ’ αστράπτοντες, αιθέριον τι πνεύμα υποφουσκώνον τους μυκτήρας του και διακεχυμένον εις όλον το πρόσωπον αυτού κόμη ως χαίτη λέοντος»
Εις εκ των ανδρειοτάτων: Ο αυστηρός και παρατηρητικός Φίνλεϋ, αυτόπτης μάρτυς στην πολιορκία της Ακρόπολης που υπηρετούσε τότε ως εθελοντής ναύτης υπό τον στρατηγό Γόρδωνα, γνώρισε από κοντά όλους σχεδόν τους πρωταγωνιστές των επιχειρήσεων. Μεταξύ άλλων, μάς παραδίδει και μια φυσιογνωμική περιγραφή του Ρουμελιώτη οπλαρχηγού: «Ήτο εις εκ των ανδρειοτάτων και δραστηριωτάτων ανδρών ων είχε φεισθή ο πόλεμος […] αι στρατιωτικαί αρεταί του ήσαν αι εμπρέπουσαι εις αρχηγόν ατάκτων συμμοριών[…]» «Κατά την όψιν και το παράστημα ήτο μεσαίου αναστήματος, ισχνός, μελαψός και βλοσυρός, με λαμπρόν εμψυχωμένον όμμα, όπερ κατεμαρτύρει την ύπαρξιν βοημικού αίματος εις τας φλέβας του. Οι χαρακτήρες του εν αναπαύσει ανελάμβανον την όψιν της ταλαιπωρίας, την οποίαν συνήθως διεδέχετο γοργόν, ανήσυχον βλέμμα»
Ο Κόκκινος στην Ιστορία του γράφει: «Ο Καραϊσκάκης είχεν μέτριο ανάστημα, ήτο μελαψός, με πρόσωπον στεγνωμένον από τη διαβρωτικήν χρονίαν του ασθένειαν (φυματίωση), με μάτια λάμποντα κάτω από πλατειά φρύδια εις το βάθος βαθουλωμένων κογχών, μύτην λεπτήν, με το άκρον και τους ρώθωνας ελαφρώς ανασηκωμένους και λεπτόν μουστάκι. Κατά την συνομιλίαν είχε ελευθεροστομίας αμέτρους. Εχρωμάτιζε την φρασεολογίαν του επί προσώπων και καταστάσεων με λέξεις ωμάς, των οποίων η κοσμιωτέρα ήτο εκείνη του Καμπρόν» (Ο Πιέρ Καμπρόν (1770-1842) ήταν στρατηγός του Ναπολέοντα. Στη μάχη του Βατερλό φέρεται ότι στη φράση Γενναίοι Γάλλοι, παραδοθείτε! αποκρίθηκε: -Σκατά!) Όταν συνωμιλούσε με επιφανείς ξένους, οι διερμηνείς συχνά έφθαναν εις αμηχανίαν κι όταν τα καυστικά λόγια του εξώργιζαν, είχε την δεξιότητα να στρέφη την συνομιλίαν προς την αστειολογίαν, αλλ’ αφού είχεν είπει όσα ήθελε. Έτσι ο Καραϊσκάκης εδημιουργούσεν εχθρούς.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης εφορμά στην Ακρόπολη, έργο του Γεωργίου Μαργαρίτη, 1844
Η Πολεμική Δράση του 1821 – 1827
Όταν το καλοκαίρι του 1820 πολιορκήθηκε ο Αλή Πασάς από τα σουλτανικά στρατεύματα, ο Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του και αγωνίσθηκε υπέρ του. Αργότερα όμως προσχώρησε στους πολιορκητές, αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε και απ’ αυτούς. Κατάφερε δε τότε να αποσύρει από τα πολιορκούμενα Ιωάννινα την οικογένειά του και να τη στείλει στη νήσο Κάλαμο που τότε θεωρούνταν ασφαλές μέρος για τους Έλληνες αμάχους. Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 θέλησε να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας, στην αρχή ανεπιτυχώς διότι οι προύχοντες της περιοχής θεωρούσαν πως «δεν ήταν ακόμη κατάλληλος ο καιρός για επανάσταση καλά ήταν στην βολή τους». Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα όπου εκεί ύψωσε την σημαία της Επανάστασης, η οποία διαδόθηκε πολύ γρήγορα στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου και συμμετείχε ο ίδιος στις γενόμενες εκεί συμπλοκές.
Μόλις ξέσπασε κι επίσημα η Επανάσταση ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου (επαρχία Ραδοβυζίου). Τα Άγραφα και το αρματολίκι αυτών στα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση, τα κατείχαν οι απόγονοι του περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα (που πέθανε το 1872). Ο Καραϊσκάκης από νεαρή ηλικία φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγματι το 1821 βοηθούμενος και από τον Γιαννάκη Ράγκο και τους περί αυτόν Βαλτινούς, αναγνωρισμένος ακόμη και από τις οθωμανικές αρχές της Λάρισας.
Κάτοχος πλέον των Αγράφων, στην αρχή απέφυγε να προσβάλει τους Τούρκους, υποκρινόμενος υποταγή στον Σουλτάνο προκειμένου να αποφύγει επιδρομές Τούρκων στη περιοχή του. Το 1822 ήλθε σε έντονες προστριβές με τον Γιαννάκη Ράγκο που αξίωνε κι αυτός την αρχηγία των Αγράφων. Με την εισβολή των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα (Νοέμβριος 1822) ο Καραϊσκάκης ειδοποίησε από τα Άγραφα τον γέροντα Πανουργιά «ότι διαπραγματεύθηκε προσωρινά με τους Τούρκους να αρχηγέψει στα Άγραφα και έτσι αυτοί να μην έλθουν ενώ τα δικαιώματα θα τα έστελνε ο ίδιος σ’ εκείνους». Έτσι ενωμένοι ο Καραϊσκάκης με τους Στορνάρη και Γρηγόρη Λιακατά, προέβησαν σε συμφωνία με τον Βαλή της Ρούμελης Χουρσίτ Πασά, κερδίζοντας χρόνο και περιμένοντας τα αποτελέσματα των εκστρατειών του κατά του Μεσολογγίου, κατά της Ανατολικής Ελλάδας καθώς και της εκστρατείας του Δράμαλη. Και «αν χρειάζονται στρατιωτική βοήθεια να τους πέμψει» έγραφε τότε ο Καραϊσκάκης.
Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822) μέρος του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή χρειάστηκε από το Αγρίνιο να μετακινηθεί διερχόμενο από τα Άγραφα. Του στρατού αυτού ηγούνταν οι Ισμαήλ Πασάς Πλιάσας, Ισμαήλ Χατζή Μπέντου και Άγος. Ο Καραϊσκάκης προκατέλαβε με χίλιους περίπου άνδρες την διάβαση κοντά στον Άγιο Βλάση και ανάγκασε τους εχθρούς, να οπισθοχωρήσουν στο Αγρίνιο, μετά από πεισματώδη μάχη. Ο ίδιος στη συνέχεια αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα και να μεταβεί στην Ιθάκη προκειμένου να συναντήσει έμπειρους γιατρούς για την αντιμετώπιση της φυματίωσης από την οποία έπασχε. Οι γιατροί λίγες ελπίδες ζωής έδωσαν στον ήρωα και του συνέστησαν να μείνει στο νησί.
Η Επιστροφή και η Δίκη Παρωδεία
Ο Καραϊσκάκης, νοσταλγώντας τη Ρούμελη και τα Άγραφα, επέστρεψε από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι και ζήτησε επίμονα να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων. Αλλά ο πολιτικός κι όχι πολεμιστής Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε. Στα πλαίσια των ενεργειών του Μαυροκορδάτου για ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας και κατάργηση της αυτοτέλειας των οπλαρχηγών εντάσσονται και οι συγκρούσεις του με τον Βαρνακιώτη το 1822, που κατέφυγε τελικά στον Ομέρ Βρυώνη κι αργότερα, το 1824, επίσης στο Μεσολόγγι, με τον Καραϊσκάκη, ο οποίος μόνο μετά την σύγκρουση αυτή, κατά Παπαρρηγόπουλον, «ήρχισε να λαμβάνη συνείδησίν τινα πειθαρχίας».
Οι Τζαβελαίοι αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί ήταν υπέρ του, ενώ εναντίον του ήταν μόνο ο Μαυροκορδάτος, που ηθελημένα παραγνώριζε τον Καραϊσκάκη προκειμένου να υποστηρίξει τον Γιαννάκη Ράγκο. Συνέβησαν τότε και κάποιες συμπλοκές μεταξύ οπαδών του Καραϊσκάκη και Μεσολογγιτών όταν εκείνοι κατέλαβαν το Αιτωλικό και αιφνίδια το Βασιλάδι, τα οποία αργότερα περιήλθαν στην υπό τον Μαυροκορδάτο διοίκηση του Μεσολογγίου. Τότε ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη μετά από ομολογία του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, που είχε μεταβεί στα Γιάννενα, ότι: «ο γιος της Καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό» Έτσι διόρισε επιτροπή προκειμένου να εξετάσει την «αποκάλυψη προδοσίας».
Στις 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε η παραπάνω επιτροπή και στις 2 Απριλίου 1824 (σε 3 μέρες) εκδόθηκε προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη με τον τίτλο «Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος». Κατά την προκήρυξη που ήταν πράξη διοικητική και όχι δικαστική, η εν λόγω επιτροπή έκρινε τον Καραϊσκάκη ένοχο «εσχάτης προδοσίας» άνευ δίκης. Παρ’ όλα αυτά είναι αμφίβολο αν η απόφαση εκείνη της επιτροπής δημοσιεύθηκε ποτέ. Πάντως ο ήρωας στερήθηκε όλων των βαθμών και των αξιωμάτων του και διατάχθηκε να αναχωρήσει από το Αιτωλικό. Οι δε πολίτες διατάχθηκαν να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τον «εχθρό της πατρίδας» τον Καραϊσκάκη, εφόσον αυτός «δεν μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν». Έτσι στις 3 Μαΐου 1824 (ανήμερα της έκδοσης της προκήρυξης) ο Καραϊσκάκης με πολλούς οπαδούς του αναχώρησε από το Αιτωλικό και επιχειρώντας ανεπιτυχώς να καταλάβει τα Άγραφα μετέβη στο Καρπενήσι. Στις 27 Μαΐου του ίδιου έτους ζήτησε εγγράφως συγνώμη από τον Α. Μαυροκορδάτο, που όμως δεν εισακούσθηκε. Τελικά στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του.
Κατά τον γραμματικό και βιογράφο του Καραϊσκάκη Δημήτριο Αινιάνα «η επιστολή αύτη εκ μέρους του Καραϊσκάκη προς τον Ομέρ Βρυόνην είχε γίνει τω όντι». Στη συνέχεια o Αινιάν γράφει ότι, επειδή ο απεσταλμένος του Καραϊσκάκη προς τον Ομέρ Βρυώνη «έλαβε υποδοχήν από τον Μαυροκορδάτον αντί της ανηκούσης εις τοιούτον αμάρτημα ποινής», ήταν εγκάθετος των εχθρών του οπλαρχηγού. Επανέρχεται όμως στο τέλος λέγοντας ότι ο Καραϊσκάκης «εσχεδίασε να καταφύγη εις τον Ομέρ Βρυόνην διά να λάβη συνδρομήν παρ’ αυτού». Κατά τον Παπαρρηγόπουλο «Ότε [ο Καραϊσκάκης] εστερήθη του βαθμού του υπό πολεμικού δικαστηρίου, όπερ συνεκρότησεν επί τούτω ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ήρχισε να εννοή, ότι δεν δύναται να κάμνη ό,τι θέλει ατιμωρητεί. Έκτοτε τωόντι ήρχισε να λαμβάνη συνείδησίν τινα πειθαρχίας». Με το ίδιο πνεύμα και οι Ξένος, Άννινος, Σταματόπουλος, και Κορδάτος. Και τέλος ο ίδιος ο Καραϊσκάκης: «Όταν θέλω γίνομαι άγγελος και όταν θέλω διάβολος. Εις το εξής έχω απόφασιν να γένω άγγελος». Και όντως κράτησε τον λόγο του.
Επιγραμματικά περί του διπλωμάτου πολιτικού (κι όχι πολεμιστή) Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου: Ο Μαυροκορδάτος μετά την επανάσταση ηγήθηκε της αντιπολίτευσης εναντίον του Καποδίστρια, ως εκφραστής της αγγλικής πολιτικής και συμμετείχε ενεργά στην πολιτική ζωή της Ελλάδας διατελώντας τέσσερις φορές πρωθυπουργός. Τον Απρίλιο του 1823 ο Μαυροκορδάτος εκλέχθηκε από την Β΄ Εθνοσυνέλευση Άστρους γραμματέας του Εκτελεστικού και στη συνέχεια πρόεδρος του Βουλευτικού με 41 ψήφους, υπερισχύσας συντριπτικώς του προεστού Αναγνώστη Δεληγιάννη. Το Καλοκαίρι του ίδιου έτους εκδηλώθηκε ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ Βουλευτικού και Εκτελεστικού, τον έλεγχο των οποίων ασκούσαν για το μεν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και οι νησιώτες, για το δε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, οι στρατιωτικοί και οι Πελοποννήσιοι. Η σύγκρουση αυτή σε συνδυασμό με την εκλογή του Μαυροκορδάτου στην προεδρία εξόργισε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο οποίος τον απείλησε λέγοντάς του «Σου λέγω τούτο, κύριε Μαυροκορδάτε, μη καθίσεις πρόεδρος διότι έρχομαι και σε διώχνω με τα λεμόνια, με τη βελάδα όπου ήρθες». Ύστερα από αυτή την προειδοποίηση ο Μαυροκορδάτος αναχώρησε για την Ύδρα συνεργαζόμενος στενότατα με τους Κουντουριώτηδες. Στη συνέλευση του Άστρους εκδηλώθηκε για πρώτη φορά διαμάχη μεταξύ ετεροχθόνων και αυτοχθόνων με πρωταγωνιστές την ομάδα των εκσυγχρωνιστών από τη μία, στην οποία ανήκε και ο Μαυροκορδάτος, και των προεστών από την άλλη.
Ε, ρε Μαυροκορδάτε! Στην περίφημη δίκη του, ελάχιστοι πήραν σοβαρά τις βαριές κατηγορίες που διατυπώθηκαν δια στόματος Στορνάρη: “Σ’ ερωτώ. Αντενεργούσες με γράμματα την εκστρατείαν. Το ηξεύραμεν τούτο, πλην δε μάς έμελεν. Είδες ότι δεν επιτυχαίνεις – επιχειρίσθης όσα κακά ημπόρεσες κατά του Έθνους και της Διευθύνσεως”. Ο οπλαρχηγός δικάστηκε με παρόν το ένοπλο σώμα του και κανείς δεν τόλμησε να εφαρμόσει την ποινή της φυλάκισης. Ο Καραϊσκάκης ουσιαστικά παροπλίζεται. Η επιστολή του Ανδ. Ζαΐμη προς τον Καραϊσκάκη είναι απόδειξη της ιστορικής δικαίωσης του στρατάρχη: «Η Πατρίς εις αυτήν την περίστασιν εγνώρισεν, τι είναι ο Καραϊσκάκης και ότι χωρίς Καραΐσκάκην δεν εκατορθούτο, ό,τι θαυμασίως κατωρθώθη έως την σήμερον» (17-1- 1827). Αναχωρώντας γράφει για τον ποστέλνικο: «Ε, ρε Μαυροκορδάτε. Εσύ την προδοσία μού την έγραψες εις το χαρτί και εγώ γρήγορα ελπίζω να σού τη γράψω εις το μέτωπόν σου. Να φανή ποιός είσαι» και εφάνει, σήμερα γνωρίζουμε τι κατακάθι ήταν ο Μαυροκορδάτος και οι συν αυτό. Η προδοσία της Ελλάδος ήταν πάντοτε υπόθεση των Ραγιάδων.
Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στην Καστέλα, Θεόδωρος Βρυζάκης (1855)
Αρχιστρατηγία του Καραϊσκάκη
Αμέσως μετά την αποκατάστασή του ο Καραϊσκάκης διατάχθηκε από την Κυβέρνηση να εκστρατεύσει στην Ανατολική Στερεά επικεφαλής 300 μισθοφόρων. Επίσης, χωρίσθηκε και η περιοχή των Αγράφων σε δύο τμήματα και το μεν ανατολικό αποδόθηκε στον Καραϊσκάκη, το δε δυτικό στον Γιαννάκη Ράγκο. Έτσι κοντά στα Σάλωνα (Άμφισσα) συγκροτήθηκε το πρώτο ελληνικό στρατόπεδο, ο δε Καραϊσκάκης, που είχε αποκτήσει την γενική εκτίμηση των οπλαρχηγών, εκλέχθηκε από εκείνους «στρατοπεδάρχης απολύτου εξουσίας» Όμως στα τέλη του 1824 και χωρίς σχετική διαταγή της Κυβέρνησης, ο Καραϊσκάκης έλαβε μέρος μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλλα και άλλους Ρουμελιώτες στον 2ο εμφύλιο πόλεμο, κατά των λεγομένων ανταρτών, προχωρώντας ο ίδιος στη λεηλασία των οικιών των Ζαΐμηδων στη Κερπινή των Καλαβρύτων. Αμέσως μετά έσπευσε και συμμετείχε στη μάχη του Κρομμυδίου (περιοχή Μεθώνης). Μετά το τέλος του 2ου εμφυλίου πολέμου ο Κωλέττης ενίσχυσε τον Καραϊσκάκη και μ’ άλλους πολλούς Στερεοελλαδίτες από το Μωριά και τη Ρούμελη, εφοδιάζοντάς τον με χρήματα, τρόφιμα και πολεμικό υλικό.
Στις αρχές του Μαΐου του 1825 ο Καραϊσκάκης επανέρχεται στη Στερεά και κατά τα μέσα του καλοκαιριού βρίσκεται σε πλήρη δράση διορισμένος ως γενικός αρχηγός όλων των εκτός Μεσολογγίου ελληνικών στρατευμάτων, κατά τον ίδιο χρόνο που αυτό πολιορκείτο από τον Κιουταχή και έπειτα από τον Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου. Τότε ο Καραϊσκάκης μαζί με τον Τζαβέλλα καταστρώνουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο περικύκλωσης από ξηράς όλων των των Τούρκων που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι, σε συνεννόηση πάντα με τους πολιορκημένους. Το περίφημο εκείνο σχέδιο άρχισε να εκτελείται τμηματικά από τις 21 μέχρι 25 Ιουλίου 1825 χωρίς όμως να ολοκληρωθεί. Επέφερε όμως διακοπή της πολιορκίας ενώ οι απώλειες των Τούρκων υπήρξαν σοβαρότατες, το δε ηθικό των πολιορκημένων αναπτερώθηκε. Στη συνέχεια ο Καραϊσκάκης με 3.000 άνδρες έσπευσε στα Άγραφα όπου εκεί αποδεκάτισε πολλούς Τούρκους καθώς και τουρκίζοντες χριστιανούς. Από εκεί προχώρησε στη περιοχή Βάλτου και μέσω των τουρκικών οχυρωμάτων, διήλθε την «Λάσπη του Καρβασαρά» όπου έδωσε νικηφόρα μάχη (1 Νοεμβρίου 1825) και τελικά στρατοπέδευσε στο Δραγαμέστο (σημ. Αστακός).
Την νύκτα της 10-11 Απριλίου 1826 όταν το προπύργιο της επανάστασης, η πόλη των «ελεύθερων πολιορκημένων», το Μεσολόγγι έπεσε, ο Καραϊσκάκης βρισκόταν ασθενής στον Πλάτανο της Ναυπακτίας. Πάραυτα έστειλε στη «Γέφυρα της Βαρνάκοβας» παρατηρητές να δουν πόσοι και ποιοι σώθηκαν από την ηρωική εκείνη φρουρά του Μεσολογγίου. Παρότι ο Πλάτανος ήταν έρημος και ο ίδιος ασθενής σε στρώμα, ετοίμασε ψωμί και σφακτά που μοίρασε πλουσιοπάροχα στα «πειναλέα εκείνα λείψανα του Μεσολογγίου»
Στις 17 Ιουνίου ο Καραϊσκάκης μαζί με πολλούς από εκείνους του μαχητές φθάνει στο Ναύπλιο. Η Επανάσταση ήδη στη Δυτική Στερεά είχε σβήσει και στην Ανατολική μόνο η Ακρόπολη των Αθηνών, η Κάζα και τα Δερβενοχώρια κατέχονταν από τους Έλληνες. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, αν και βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο φυματίωσης, υπό την θεραπεία του Ελβετού γιατρού Baily, πρότεινε στην εδρεύουσα «Διοικητική Επιτροπή» να αναλάβει ο ίδιος τον αγώνα στην Στερεά. Είχε όμως προσκληθεί και από τον Κριεζώτη και από τον Βάσσο, που δρούσαν ήδη στην Αττική και στην Ελευσίνα. Ο Α. Ζαΐμης, πρόεδρος της νεοπαγούς Διοικητικής Επιτροπής, θεώρησε τον «Γιο της Καλογριάς» ως τον αξιότερο στρατιωτικό για την γενική αρχιστρατηγία και τον αναγνώρισε ως αρχιστράτηγο, παρότι είχε παλαιότερα κατατρεχθεί από εκείνον και είχε υποστεί λεηλασία της οικίας του.
Στις 19 Ιουλίου 1826 ο Καραϊσκάκης επικεφαλής 680 περίπου ανδρών ξεκίνησε από το Ναύπλιο για την Στερεά στην οποία είχε εισβάλει ο Ομέρ Πασάς (της Καρύστου) και ο Κιουταχής (από Θήβα). Πολύ σύντομα ο Κιουταχής, λόγο της στρατιωτικής δεινότητας του Καραϊσκάκη, βρέθηκε από πολιορκών σε θέση πολιορκούμενου. Με υπόδειξη του Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στην Ελευσίνα γενικό ελληνικό στρατόπεδο. Στις 5-7 Αυγούστου του ίδιου έτους επήλθε η πρώτη αψιμαχία στο Χαϊδάρι, την οποία ακολούθησαν κι άλλες, φοβούμενος ο Κιουταχής την κατά μέτωπο επίθεση από τα κυκλωτικά πάντα σχέδια του Καραϊσκάκη. Στις αψιμαχίες εκείνες ο Καραϊσκάκης και ο Φαβιέρος διαφώνησαν περί της τακτικής του πολέμου. Όταν όμως ο Κιουταχής κατέλαβε την κάτω πόλη των Αθηνών, ο Καραϊσκάκης ενίσχυσε την φρουρά της Ακρόπολης με περιορισμένο σώμα υπό τον Κριεζώτη που κατάφερε και εισήλθε στις 10 Οκτωβρίου 1826. Τον ίδιο μήνα και 15 μέρες μετά (25 Οκτωβρίου) ο Καραϊσκάκης εκστράτευσε στη Βοιωτία, στη Φθιώτιδα και στη Φωκίδα, απ’ όπου και απέκοψε τις τουρκικές εφοδιοπομπές, ολοκληρώνοντας έτσι τον αποκλεισμό του ανεφοδιασμού των Τούρκων.
Νικηφόρες πορείες του Αρχιστράτηγου
Προχωρώντας στη συνέχεια στην πολιορκία των πύργων της Δόμβραινας, διέταξε να αρχίσει και η προσβολή των Τούρκων που βρίσκονταν στην πεδιάδα του χωριού (12 Νοεμβρίου 1826). Δύο μέρες μετά μετέφερε το στρατόπεδό του από τη Δόμβραινα και την Κεκόση στη Μονή Δομπού του Αγίου Σεραφείμ και από εκεί στη Μονή του Όσιου Λουκά και στις 18 Νοεμβρίου στρατοπέδευσε στο Δίστομο, έχοντας ολοκληρώσει τις εκκαθαρίσεις σε όλη την περιοχή. Τις κυκλωτικές αυτές κινήσεις αντελήφθη γρήγορα ο Κιουταχής και ειδοποιεί να σπεύσουν σε βοήθειά του ο Μουσταφάμπεης από την Αταλάντη και ο Καχαγιάμπεης που βρισκόταν νοτιότερα. Αυτοί ενώνοντας τις δυνάμεις τους έσπευσαν να καλύψουν τα νώτα των Τούρκων που πολιορκούσαν την Ακρόπολη.
Στις 18 Νοεμβρίου 1826 ο επικεφαλής των τουρκαλβανικών σωμάτων Μουσταφάμπεης στρατοπέδευσε στη Δαύλεια, δίπλα στη Μονή της Ιερουσαλήμ, προκειμένου να διανυκτερεύσει, προτιθέμενος την επομένη να φθάσει στην Άμφισσα μέσω Αράχοβας. Ο Καραϊσκάκης πληροφορούμενος τις κινήσεις και τις προθέσεις αυτές, την νύχτα της 18ης προς 19η Νοεμβρίου, έσπευσε με 560 άνδρες και προκατέλαβε την Αράχοβα, την οποία οχύρωσε με την αμέριστη βοήθεια των κατοίκων. Στις έξι ημέρες που ακολούθησαν (19-24) οι μάχες που δόθηκαν εντός και εκτός της Αράχοβας υπήρξαν συντριπτικές για τους Τούρκους, που από 2.000 που ήταν, μόλις που διασώθηκαν περί τους 300. Στις μάχες εκείνες σκοτώθηκαν και τέσσερις Τούρκοι αρχηγοί σωμάτων: ο Μουσταφάμπεης, ο αδελφός του Καριοφίλμπεης, ο Ελζάμπεης καθώς και ο Κεχαγιάμπεης. Δυτικά του Ναού του Αγίου Γεωργίου της Αράχοβας, στο τέλος των μαχών, ο Καραϊσκάκης έστησε πυραμίδα από 1.500 κεφάλια τουρκαλβανών στρατιωτών.
Στη συνέχεια, προβλέποντας πως ο Κιουταχής δεν θα μπορέσει να συνεχίσει την πολιορκία χωρίς ανεφοδιασμό, συνέχισε τις εκκαθαρίσεις των περιοχών της Στερεάς. Αρχές Δεκεμβρίου εισήλθε στο Τουρκοχώρι το οποίο και κατέλαβε ενώ με τα ίδια του τα χέρια σκότωσε τον Μεχμέτ Πασά, τα δε λείψανα του στρατού εκείνου τα κατεδίωξε τη Βουδουνίτσα. Στις αρχές Φεβρουαρίου 1827 ανάγκασε και τον Ομέρ Πασά της Εύβοιας που είχε σπεύσει εναντίον του να παραιτηθεί του αγώνα και να επιστρέψει νικημένος στην έδρα του. Στις 23 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στην Ελευσίνα αφού είχε ελευθερώσει όλη την Στερεά Ελλάδα, εκτός του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου.
Η έννοια Πολεμιστής είναι συνώνυμη του Βωμολόχου
Ο Καραϊσκάκης ήταν γνωστός για τις ύβρεις που χρησιμοποιούσε αδιακρίτως· ακόμη και για την οικογένειά του και τον ίδιο. Ιδιαίτερα την περίοδο της Επανάστασης οι ύβρεις που εκτόξευε εναντίον των στρατιωτικών του αντιπάλων, των Μουσουλμάνων εκπροσώπων της Οθωμανικής εξουσίας, δήλωναν την ανατροπή της μέχρι τότε τάξης πραγμάτων, της κοινωνικής ιεραρχίας που βασιζόταν στην ανωτερότητα των Μουσουλμάνων επί των Χριστιανών ζιμμήδων και το αίσθημα ανωτερότητας που η εθνική ιδέα και η συμμετοχή στην Επανάσταση χάριζαν στους πολεμιστές απέναντι στους μέχρι πρότινος κοινωνικά “ανώτερους” αντιπάλους τους.
Ό όρος «βωμολοχία» είναι σύνθετος. Παράγεται από τις λέξεις «βωμός» και «λόχος» (ενέδρα). Εκείνοι πού κατά την αρχαιότητα ελλόχευαν (ενέδρευαν), δηλαδή παραμόνευαν κοντά στους βωμούς για να πάρουν ένα κομμάτι από τα κρέατα των θυσιών, ήταν βωμολόχοι και στη συνέχεια ή έννοια εκφυλίστηκε στην αισχρολογία- χυδαιολογία. Το ΠΑΡΑΜΟΝΕΜΑ είναι ίδιον του ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ άρα και κάθε λέξη ΙΕΡΗ γι’ αυτόν την έχουν εκφυλίσει στο αντίθετο κι επί κακό. Είναι άλλη η έννοια της λέξης βωμολόχος και άλλη η έννοια της λέξης αθυρόστομος. Ο Καραϊσκάκης ήταν και τα δύο, σήμερα δε υπάρχουν μόνο αθυρόστομοι κι ελάχιστοι βωμολόχοι.
>-Ποια κυβέρνησις, καπετάν Νότη;
Ο Σουλιώτης οπλαρχηγός Νότης Μπότσαρης κι ο αρματολός Νικόλας Στορνάρης επισκέφτηκαν τον βαριά ασθενή Καραϊσκάκη για να τον αποχαιρετήσουν. Ο διάλογος σώζεται ατόφιος από τον αγωνιστή Κασομούλη στα απομνημονεύματά του: «-Καπεταναίοι εκστρατεύετε, δεν σας ερωτώ διά πού.
-Και ημείς δεν ηξεύρομεν, του απάντησε ο Νότης. Πηγαίνουμε εις τον Μαχαλάν και όπου μας διορίση η κυβέρνησις, εκεί θέλει εκστρατεύσωμεν».
– Ποια κυβέρνησις, καπετάν Νότη; Το τζιογλάνι του Ρεΐζ – εφέντη ο τεσσαρομάτης; Ποιοι τον έκαμαν Κυβέρνηση; Εγώ κι άλλοι δεν τον γνωρίζομεν! Ή σύναξεν δέκα ανόητους και τον υπέγραψαν δια τας ιδιοτέλειας των; Ιδού ποιοι τον υπέγραψαν: Πρώτον εσύ, όπου όλα τα πράγματα θέλεις να έρχονται με το ζουρνά (δηλ. εύκολα), ο Σκαλτσάς, όπου δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπαγκ – μπαγκ, ο Μακρής, ο μακρολαίμης όπου μόνον το κεφάλι ηξεύρει να ταράζη, ο Μήτζιος Κοντογιάννης, η πουτάνα, όπου αν ήταν γυναίκα, δεν εχόρταινεν με 80.000 φορές την ώραν, ο ξυνόγαλος Γιώργος Τσιόγκας, όπου στραβώνει τα χείλια του με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται και ο αδελφός μου ο Στορνάρης, ο ψεύτης. Δεν την υπέγραψεν ο μπούτζος μου την εκστρατείαν σας.» Σύμφωνα με τις επεξηγήσεις του Βλαχογιάννη, Ρεΐζ – εφέντης είναι ο υπουργός εξωτερικών του Σουλτάνου, τεσσαρομάτη αποκαλεί τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτος επειδή φορούσε γυαλιά, ξυνογαλά λέει τον Τσιόγκα που είχε Σαρακατσάνικη καταγωγή, ενώ ο Μακρής ήταν ψηλόλιγνος και συγκαταβατικός. Αν και η αυθεντική ζωντανή λαϊκή γλώσσα της εποχής ήταν ξεκάθαρα όπλο στον επαναστατικό πόλεμο, οι γραμματικοί – από εθνική αιδημοσύνη – δεν κατέγραψαν ούτε λίγες αράδες από τους βροντερούς λόγους του Κολοκοτρώνη που έκαναν τα παλικάρια να χλιμιντρίζουν. Αγωνιστές που δεν φοβήθηκαν τα φουσάτα του Δράμαλη και τις τούρκικες αρμάδες οπισθοχώρησαν αμαχητί μπροστά στα απαρέμφατα και τις μετοχές των διδασκάλων.
Πόσο δίκιο είχε, σ’ αυτή την εκστρατεία (μάχη του Πέτα) σφαγιάστηκαν όλοι οι Φιλέλληνες και πάρα πολλοί Έλληνες!
> Όταν έμαθε πως η γυναίκα του τον είχε απατήσει, αποφάσισε να τη χωρίσει και να παντρευτεί την όμορφη κόρη του μεγαλοτσιφλικά των Αγράφων Τσολάκογλου, το υποστατικό του οποίου είχε ρημάξει όταν ήταν κλέφτης. Σύντομα όμως έχασε το ενδιαφέρον του κι αφού πέταξε την εικόνα της στα πόδια των στρατιωτών του, φώναξε: «Όποιος την πρωτοπάρει να την έχει! Να την χέσω την πουτάνα!»
> Ο Βλαχογιάννης αναφέρει, εν είδει ιστορικού ανεκδότου, πως δεν είχε διστάσει να προσβάλλει τον «πρωθυπουργό» Κουντουριώτη για την τραγελαφική εκστρατεία εναντίον του Ιμπραήμ που κατέληξε στην οικτρή ήττα των Ελλήνων στο Κρεμμύδι το 1825: «Ώρε Κουντουριώτη, άκουγα και νόμιζα θα είναι γεμάτο μυαλό το κεφάλι σου. Εσύ όμως έχεις τόσο μυαλό όσο εγώ έχω σπόρο στ’ αρχίδια μου»
> Ο έλεγχος των στρατιωτών ήταν από τις μεγαλύτερες δυσκολίες των οπλαρχηγών, οι οποίοι έπρεπε να επινοούν ποικίλες μεθόδους, για να επιβάλλουν τάξη. Το 27 η Συνέλευση της Τροιζήνας όρισε, εν αναμονή του Καποδίστρια, τριμελή διοικητική επιτροπή, ένα Νησιώτη, ένα Μωραΐτη και ένα Ρουμελιώτη, το Γ. Νάκο. Οι Ρουμελιώτες πίστεψαν πως εκπρόσωπός τους ορίστηκε ο Νάκος, για να τον έχουν οι άλλοι του χεριού τους, ώστε να μπει ευκολότερα σε εφαρμογή το σχέδιο της Αγγλίας. Ελευθερία στο Μοριά με αντάλλαγμα την υποταγή της Ρούμελης στο Σουλτάνο. Πράγματι, το μοναδικό προσόν του Νάκου ήταν η όμορφη γυναίκα του, που, όπως ήταν κοινό μυστικό, είχε εραστή τον κόντε Μεταξά. Μόλις οι Ρουμελιώτες μαθαίνουν την εκλογή του Νάκου, γίνονται έξαλλοι, απειλούν να παρατήσουν τον πόλεμο. Μάταια ο Καραϊσκάκης προσπαθεί να τους μεταπείσει. Τελικά, όπως μας πληροφορεί ο Δ. Δημητρακάκης, τους λέει: «Ας τελειώνουμε εδώ τη δουλειά μας και τότε να ιδώ πού θα μ’ πάη ου κερατάς (ο Νάκος) και στου μουνί της π’τάνας της γυναίκας του να κρυφτή, θα βάλω τον μπουτζον του Μεταξά να τον ξετρυπώσ». Αυτό ήταν! Το στράτευμα τραντάχτηκε από τα γέλια και συνέχισε την εκστρατεία.
> Προς τον απεσταλμένο του Σιλιχτάρ Μπόδα, αρχηγό του τουρκικού στρατού στα Τρίκαλα: «Έλα, σκατότουρκε, έλα Εβραίε, απεσταλμένε από τους γύφτους, έλα ν’ ακούσεις τα κέρατα σας, γαμώ την πίστιν σας και τον Μουχαμέτη σας. Τι θαρεύσατε, κερατάδες. Δεν εντρέπεστε να ζητείτε από ημάς συνθήκην με έναν κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην, να τον χέσω και αυτόν και τόν Βεζύρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα».
Έργο του Georg Perlberg
> «Ιδού οι Έλληνες! Αυτοί σας χέζουν και τώρα και πάντα».
> Διεξάγοντας Ψυχολογικόν Πόλεμο: Είναι γνωστό ότι ο Καραϊσκάκης τραυματίστηκε εις την φύσιν εφαρμόζοντας κανονικό ψυχολογικό πόλεμο: «Από όσους πολέμους έκαμε, σημαντικότερος εστάθη εκείνος εις το Κουμπότι, όπου νικήσας τον εχθρόν και τρέψας εις φυγήν, ανέβη εις μίαν πέτραν και ύβριζε τους Τούρκους μεγαλοφώνως· και δια να τους ατιμάση και εξουδενώση περισσότερον, έδειξεν αυτοίς και τον πρωκτόν του γυμνόν. Ένας Τούρκος Γκέκας, κρυμμένος εις κάποια κλαδιά, τον ετυφέκισε, και τον ελάβωσεν εις τους δύο μηρούς και εις την μέση του καυλού» … «Τούτο το έκαμεν όχι ως αισχρουργός, αλλά διά να προξενή και θάρσος εις τους εδικούς του συντρόφους· διότι τότε τρεις χιλιάδες Τούρκοι ενικήθησαν εξαιτίας του, από πολλά ολίγον αριθμό Ελλήνων.»
Ο Παπαρρηγόπουλος αναφέρει επίσης το περιστατικό: «O Καραϊσκάκης τότε εδραμεν εις Μακρυνόρος και εν αρχή του Ιουλίου μηνός 1821 μετέσχε της περί το Κομπότιον προς τον Ισμαΐλ πασάν Πλιάσαν γενομένης συμπλοκής, καθό δεν ηρκέσθη να αγωνισθή εκθύμως, άλλ’ έδωκε και περιττόν τι ανδρείας δείγμα, το οποίον δεν αναφέρομεν ενταύθα ειμή διότι είναι χαρακτηριστικώτατον του ανδρός. Τω όντι, τραπέντων των πολεμίων εις φυγήν, ο Καραϊσκάκης ανέβη εις υψωμά τι και ήρχισεν εκείθεν υβρίζων μεγαλοφώνως• δεν περιωρίσθη δε εις τούτο, αλλ’ ίνα δείξη έτι πλείονα προς αυτούς περιφρόνησιν, απογυμνωθείς, έτρεψεν αυτοίς τα οπίσθια. Τότε όμως Γκέγκας τις, κεκρυμμένος εκεί που πλησίον, πυροβολήσας, επλήγωσεν αυτόν εις τους δύο μηρούς και εις έτι καιριώτερον τι μέρος· προς ίασιν δε της πληγής ταύτης ηναγκάσθη ο θρασύς πολεμιστής μας να μείνει εις Λουτράκιον.»
>Εισβολή των κερατάδων: Την άνοιξη του 1823, ο αρματολός Ράγκος (αυτομόλησε αργότερα) πείθει τον Σουλιώτη Κίτσο Τζαβέλα να μεταβεί στα Άγραφα, ελπίζοντας ότι θα προκαλέσει έτσι την οργή των Τούρκων και θα θέσει σε δυσμένεια τον εχθρό του Καραΐσκάκη. Ο τελευταίος γράφει στον Στορνάρη, εσωκλείοντας ειδικό γράμμα για τους εισβολείς: «Αδελφέ καπετάν Νικόλα, είδα όσα μού γράφεις περί της εισβολής των κερατάδων. Στείλε τους το εσώκλειστον, ετοίμασε τους συντρόφους σου και το γιόμα θα είμαι αυτού. Καραισκάκης.»
Στους Τζαβελλαίους γράφει: «Κίτσο Τζαβέλλα και λοιποί, έμαθα το πέρασμά σας εις Ασπροπόταμον. Πού πάτε, κλέφτες, λησταί της πατρίδος και προδότες, παληοτσάρουχα; τρακόσοι άνθρωποι θα μάς φέρετε την ελευθερίαν; Ή θαρρείτε δεν ηξεύρομεν τους σκοπούς σας; Επουλήσατε την πατρίδα σας και τώρα τρέχετε εδώ να χαλνάτε τον κόσμον; Όχι. Αν είναι το Ρωμέικον να μάς το φέρετε εσείς οι διακόσιοι άνθρωποι, δεν σας θέλομεν. Έχομεν και στράτευμα και άλλες δυνάμεις, όταν μάς διορίσει το έθνος να βαρέσωμεν. Διά τούτο άμα λάβετε το γράμμα, αμέσως να φύγετε, διότι να μη μάς κάμετε άπιστους.» 20 Απρίλης 1823
> Σε γράμμα, τον Απρίλη του 1824, πάλι ο Στορνάρης συμβουλεύει τον γιό της καλογριάς να μείνει ασφαλής στο Γαρδίκι με μερικούς συνδρόφους και να διατάξει τους υπόλοιπους άντρες του να χτυπήσουν τα Τρίκαλα: «[…] τους δε λοιπούς στείλε τους να ενωθούν με ημάς, να ριχθούμεν μια νύχτα εις τα Τρίκκαλα, να τα καύσωμεν, να πετάξωμεν τους Τούρκους από αυτού να τους χαλάσουμε την φωλεάν και να προχωρήσουμε προς τη Λάρισσαν. ο φίλος σου αδελφός Ν. Στορνάρης» Στέλνει μάλιστα ρεχέμι, (όμηρο, ενέχυρο) τον υιόν του Γιαννιόν, πράγμα υποτιμητικό για έναν καπετάνιο και δείγμα σεβασμού. Ο Καραισκάκης κλινήρης και εξαντλημένος, ημιθανής, κατάκοιτος, τρέχεις εις τα χιόνια απάνω εις το κραββάτι, τού απαντά: «Γενναιότατε Καπετάν Νικόλα, Έλαβα το γράμμα σου· είδα όσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια ο πούτζος μου (τούρκικα όργανα του ιππικού), έχει και τρουμπέταις (ελληνικά όργανα). Όποια θέλω θα μεταχειρισθώ. Ταύτα εις απάντηση του γράμματός σου.
> Ο Παπαρρηγόπουλος παραθέτει τα λόγια του καπετάνιου, όταν στρατιώτες είχαν αρχίσει να λιποτακτούν από το στρατόπεδο, με προτροπή κάποιων μπουλουκτσήδων: «Αλλά εν τω μεταξύ γινομένων τούτων των oμιλιών, ανηγγέλλετο ακαταπαύστως των στρατιωτών η λιποταξία και τίνες των αυθαδεστέρων αξιωματικών ετόλμησαν, του αρχηγοί παρόντος, να είπωσι, προτρέποντες και τους άλλους εις φυγήν, ότι αυτοί δεν κάθηνται να γίνωσι θύματα της φιλοδοξίας του Καραϊσκάκη. Ο στρατηγός ούτος, ούτε τον Πλούταρχον ανέγνωσεν, ούτε την νεωτέραν ιστορίαν και όμως μάρτυρες αξιόπιστοι βεβαιούσιν ότι εν τη ευλόγω αυτού αγανακτήσει είπε τότε λέξεις τινάς, αίτινες ενθυμίζουσιν τον τε λόγον του Σύλλα εν τω Ορχομενώ, και τόν του Σουβόρωφ εν Ελουητία, διότι ψυχαί ανάλογοι εις αναλόγους ευρισκόμεναι περιστάσεις, δεν είναι άπορον αν υπό των αυτών κατέχονται ιδεών. «Πηγαίνετε, ανέκραξεν, όπου αγαπάτε. Ο Καραϊσκάκης θέλει επιμείνει εις την θέσιν του και ας χαθή. Όταν όμως σάς ερωτήσωσιν οι άνθρωποι, τι εκάματε τον αρχηγόν σας, ειπέτε, ότι τον παρεδώσαμεν εις τους εχθρούς, διότι δεν ηθέλησε να γίνη αρχηγός της λειποταξίας.» Αι λέξεις αύται, εκφωνηθείσαι με τόνον και με πάθος, επροξένησαν ζωηράν εντύπωσιν εις άπαντας τους παρευρεθέντας αξιωματικούς και στρατιώτας, αλλά δεν ηδυνηθησαν ν’ αναχαιτίσωσι την αρξαμένην λειποταξίαν και το πλείστον του στρατοπέδου μετέβη τω όντι εις Σαλαμίνα»
Πολλά από τα αποσπάσματα με ύβρεις του Καραΐσκάκη είναι κατασκευές των καλαμαράδων ή και απλών ευφάνταστων συγγραφέων. Οι έμμετρες λ.χ. απαντήσεις που βάζει ο Γαζής στο στόμα του αρχηγού ανταποκρίνονται μεν στο όλον ύφος του, νομίζω όμως ότι δεν ειπώθηκαν ακριβώς έτσι αν και το νόημα είναι σωστό: «Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω. Κι εγώ πασά μου ρώτησα τον μπούτζον μου τον ίδιον κι αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω, κι αν έλθεις κατ’ επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω».
Στο τέλος μπλέκει και τους Αρχαίους, κατά τη συνήθεια των γραμματιζούμενων της εποχής: «Αυτή η απόκρισις στοχάζομαι να υπερβαίνει την του Λεωνίδου μολών λαβέ»
>Ο Καραϊσκάκης, κατ’ εξοχήν πολεμιστής και ικανότατος στο να κερδίζει μάχες, όταν κατάλαβε ότι το δικαστήριο του Μαυροκορδάτου θα τον καταδίκαζε σε θάνατο, έψαξε και βρήκε τρόπο ν’ αναβληθεί ή δίκη του. Όταν ό Γαλάνης Μεγαπάνος, δημόσιος κατήγορος, σχολιάζοντας την απάντηση του Καραϊσκάκη ότι το είχε χούι να λέει λόγια, του είπε: «Μα γιατί να το έχεις αυτό το χούι ενώ είσαι πενήντα χρόνων;» Ό Καραϊσκάκης, εκμεταλλευόμενος την ορθάνοιχτη πόρτα και την πνευματική του ετοιμότητα: «Αμ δέν ημπορώ να το κόψω τώρα, Κύρ Πάνο κι εσύ, Κύρ Πάνο, είσαι ογδόντα χρόνων, μα το χούι δεν τ’ αφήνεις να γαμής και δέν μ’ ακούς». Τα γέλια προκάλεσαν σεισμό δέκα ρίχτερ κι η δίκη αναβλήθηκε.
Χτυπήθηκε απο “φιλικό” χέρι και φυσικά χωρίς ποτέ να διευκρινιστεί, αφού οι παρασιτικοί που τον δολοφόνησαν (όπως και τον Καποδίστρια) κυβέρνησαν και κυβερνούν την σκλαβωμένη Ελλάδα μέχρι σήμερα, λέγεται ότι είδε ποιός τον βάρεσε και τα τελευταία του λόγια του αθυρόστομου και βωμολόχου Καραϊσκάκη ήταν: «Αν γίνω καλά θα τον χαλάσω εγώ αυτόν που με βάρεσε, εάν ψοφήσω κλάστε μου το μπούτζο»
Ο γραμματέας του Δημήτριος Αινιάν, στην ολιγοσέλιδη βιογραφία του αναφέρει τον τραυματισμό του αρχιστράτηγου και σημειώνει ότι ο Καραϊσκάκης πριν πεθάνει εμπιστεύτηκε στους Χατζηπέτρο και Γρίβα τα εξής: «Λέγουν ότι εν παρόδω τρόπον τινά ανέφερε εις αυτούς ότι επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον.» Έτσι ή αλλιώς, είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι βασικοί υπαίτιοι της καταστροφής ήταν ο Τσώρτς και κυριότατα ο Κόχραν, οι οποίοι «τοσούτον κακώς διέταξαν τα πράγματα, ώστε αντί θριάμβου κατήνεγκον κατά της Ελλάδος την ολεθριωτάτην των πληγών οι άνδρες διετάχθησαν να προέλθωσιν επί σφαγήν προφανή»
Τοιούτος ην και ο Καραϊσκάκης
Κατά τον Παπαρρηγόπουλο, «εν αρχή της επαναστάσεως ο Καραϊσκάκης είναι ουδέν άλλο, ειμή εις των παλαιών κλεπτών και αρματωλών, ους παρεσκεύασεν η προηγούμενη εποχή κοινά έχων προς τους πλειοτέρους αυτών τα τε προτερήματα και τα ελαττώματα, και τη αλήθεια προς πολλούς εξ αυτών παραβαλλόμενος, πλειότερα ίσως αναδεικνύων τα ελαττώματα ή τα προτερήματα• οι τρόποι του είναι βάναυσοι, οι λόγοι πολλάκις αισχροί, η ηθική αξία της κυβερνητικής του έθνους ενότητος, ακατάληπτος έτι αυτώ• η όλη φιλοτιμία του περιορίζεται εις το να λάβη το αρματωλίκι των Αγράφων. Άλλα περί το 1825, ο αυτός άνθρωπος, ανυψούται βαθμηδόν υπέρ το κοινόν μέτρον των κατά την Ρούμελην συναδέλφων αυτού, φέρων εις μέσον αξιώσεις υψηλοτέρας και γενναιοτέρας…
[…] Ο γιός της καλογριάς ήταν αλαβάστρινο βάζο (αγγείον αλαβάστρινον) και η ομορφιά του μπορούσε να αναδειχθεί μόνο με τη φωτιά μέσα του (ου το κάλλος δεν ηδύνατο να αποβή κατάδηλον ειμή ότε ήπτετο φλόξ εντός αυτού..[…] Τοιούτος ην και ο Καραϊσκάκης.) (6) Οι φλόγες του Αγώνα, οι έσχατοι κίνδυνοι της πατρίδας και η φιλοτιμία ανέδειξαν πράγματι το πατριωτικό ανάστημα του ανδρός. Λίγο πριν οι τύχες του αγωνιζόμενου έθνους περάσουν οριστικά στα χέρια των πολιτικών, ο μεγάλος επαναστάτης θα συλλάβει βαθύτερα το νόημα του εθνικού απελευθερωτικού Αγώνα: «Η πατρίς είναι μία· παντού είναι ο αυτός αγών· ή Ρούμελη ή Πελοπόννησος, το ίδιο κάνει!»
Η κατάρα των Ελλήνων Ραγιάδων
Όταν ο Αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε από την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε «ταμπούρια» (μικρές οχυρώσεις) όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827. Τον ίδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι υπό τον στρατηγό Γενναίο Κολοκοτρώνη, τους Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ά. οπλαρχηγούς έφθασαν σε επικουρία του Αρχιστρατήγου.
Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν και οι, διορισμένοι από τη Συνέλευση της Τροιζήνας (Κυβέρνηση), Κόχραν ως «στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων» και Τσωρτς, ως «διευθυντής χερσαίων δυνάμεων», προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθμιαία περιήλθε σε έριδες, τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση. Οι διορισμοί των ξένων εκείνων προσώπων υπήρξαν αναμφίβολα το μοιραίο σφάλμα που ανέτρεψε την έκβαση του Αγώνα. Και τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τακτικές οργανωμένου στρατού αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις μορφολογικές δυνατότητες της περιοχής, επιζητώντας την έξοδο με κατά μέτωπο επίθεση σε πεδιάδα, επειδή ακριβώς, δεν γνώριζαν το είδος αυτό του πολέμου που επιχειρούσαν μέχρι τότε οι Έλληνες. Έτσι η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη.
Αυτό οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Αυτό το αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις άσκοπες αψιμαχίες και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους «κυνηγά το βόλι». Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη «να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα». Ωκύπους, με τόλμη που άγγιζε τα όρια του παραλογισμού, ο Καραϊσκάκης πολεμούσε στην πρώτη γραμμή των επιχειρήσεων. Ο έμπειρος αρχικλέφτης Κολοκοτρώνης -συνήθιζε να παρακολουθεί τις μάχες με κιάλι από ψηλές κορυφές και γενικώς δεν λέρωνε τα χέρια του με αίματα- τον ορμηνεύει δια χειρός του γραμματικού Μιχάλη Οικονόμου:
«Αδελφέ και παιδί μου Καραΐσκάκη. Καθ’ α μανθάνω από ερχόμενους, εις ασκόπους αψιμαχίας και ακροβολισμούς ματαίους, τους οποίους, ως ανωφελείς και επιζημίους μάλιστα, και να απαγορεύεις πρέπει, ου μόνον τους άλλους παρορμάς εις σέρδαις – άμιλλας – επίσης ασκόπους και επικινδύνους, αλλά και τον εαυτόν σου εις ταύτα εκθέτεις. Το να φονεύονται τινές στρατιώται εν τοιαύταις, κακόν μεν και τούτο. Αλλ” εάν φονεύονται και οπλαρχηγοί, άνευ ανάγκης ή σπουδαίου τινός λόγου, και το υπ” αυτούς σώμα, μικρόν ή μεγάλον, μένη ακέφαλον, τότε αυτό όλον γίνεται νεκρόν και άχρηστον. Το βόλι του εχθρού σκοπεύει και κυνηγεί ως επί το πλείστον τους διακρινόμενους ως αξιωματικούς, και δεν διακρίνει, ούτε εντρέπεται, ούτε σέβεται ή φοβείται τινά. […] Πρόσεχε τον Καραισκάκην! Όχι διά τον Καραισκάκην αυτόν, αλλά διά την πατρίδα, εις την οποίαν ανήκει και είναι πολύ χρήσιμος! Αν ο Θεός μη το δώσει (ο λόγος θάνατον δε φέρνει!) κτυπηθής συ, ήξευρε ότι στρατόπεδον ελληνικόν εις την Ανατολικήν Ελλάδα ή υπέρ των Αθηνών δεν υπάρχει.[…]
Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την κατάσταση της υγείας του αποφάσισε να ανακόψει τους ακροβολισμούς των Τούρκων. Η επιχείρηση ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας συμφωνήσει κανείς να μην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισμούς πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα Κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του γρήγορα κατάλαβαν πως θα κατέληγε. Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε.
Η τελευταία κουβέντα που είπε στους συμπολεμιστές του, κατά τον στρατηγό Μακρυγιάννη που τον επισκέφθηκε, ήταν «Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα». Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σορός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο.
Όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη κάθισε σταυροπόδι και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.
Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη ανέλαβαν ο Κόχραν με τον Τσώρτς την διοίκηση της διεξαγωγής της μάχης στη πεδιάδα του Φαλήρου όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου, στη σημερινή περιοχή Φλοίσβου (Φαλήρου) όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους Έλληνες μέχρι που τους περικύκλωσαν. Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης και η ανακατάληψή της και η διάλυση και του στρατοπέδου του Κερατσινίου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι καθοριστικός παράγοντας για την καταστροφή στο Φάληρο ήταν ο θανάσιμος τραυματισμός του Καραϊσκάκη. Και είναι επίσης γνωστό ότι οι Ελληνες Ραγιάδες δεν φέρθηκαν όπως έπρεπε κατά το σύντομο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από το γεγονός αυτό ως την καταστροφή. Αλλά είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι βασικοί υπαίτιοι της καταστροφής ήταν ο Τσώρτς και κυριότατα ο Κόχραν, οι οποίοι «τοσούτον κακώς διέταξαν τα πράγματα, ώστε αντί θριάμβου κατήνεγκον κατά της Ελλάδος την ολεθριωτάτην των πληγών, οι άνδρες διετάχθησαν να προέλθωσιν επί σφαγήν προφανή». Δεν έλαβε υπ’ όψιν του ο Κόχραν ότι οι πιθανότητες επιτυχίας του παράλογου ούτως ή άλλως σχεδίου του είχαν εκμηδενιστεί μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη οπότε οι οπλαρχηγοί δήλωσαν ανέτοιμοι. Κατά τον αγγλόφιλο Τρικούπη «Τοιαύτα ήσαν τα αποτελέσματα της παραφοράς του Κοχράνου, του κακή μοίρα της Ελλάδος κατά την Αττικήν επιφανέντος».
«Η αποβίβαση του Γεώργιου Καραϊσκάκη στο Φάληρο» Κωνσταντίνος Βολανάκης
Οι πηγές που αναφέρονται στον θάνατο του Καραϊσκάκη χαρακτηρίζονται από ασυμφωνία, φυσικά προπαγανδιστικά για ευνόητους λόγους. Ο Δημήτριος Αινιάν, γραμματέας του Καραϊσκάκη που έγραψε την βιογραφία του το 1833, αναφέρει τον τραυματισμό του αρχιστράτηγου κι ότι ο Καραϊσκάκης πριν πεθάνει εμπιστεύτηκε στους Χατζηπέτρο και Γρίβα πως «Λέγουν ότι εν παρόδω τρόπον τινά ανέφερε εις αυτούς ότι επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον». Δ. Αινιάν, Ο Καραϊσκάκης, σ.185.
Ο Κίτσος Τζαβέλας ήταν αυτός για τον οποίο φημολογήθηκε αμέσως ότι οργάνωσε την δολοφονία του Καραϊσκάκη (Ιωάννης Σταυριανός: Πραγματεία των περιπετειών του βίου μου, Εταιρεία Στερεοελλαδικών Μελετών, 1982, σ. 189. Επίσης Ιωάννης Ζαμπέλιος, Καραϊσκάκης, τραγωδία, πρόλογος). Στο έργο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» του Ιωάννη Ζαμπέλιου, ο αρχιστράτηγος φέρεται να λέει προς τους Χατζηπέτρο και Γρίβα «Αύριον αν είμαι ζωντανός ακόμη, ελάτε να σας πω έναν μυστικόν», αλλά σε υποσημείωση του βιβλίου του αναφέρει δολίως ότι το «μυστικό» αυτό παρεξηγήθηκε και ερμηνεύθηκε εσφαλμένως (sic) ως «δολοφονία από κάποιον Έλληνα».
Μόνο ένας συγγραφέας, αυτόπτης απομνημονευματογράφος, υποστήριξε επίμονα την εκδοχή της δολοφονίας ο Κύπριος αγωνιστής Ιωάννης Σταυριανού, ο οποίος πολέμησε δίπλα στον Καραϊσκάκη μας διαβεβαιώνει, ότι ο αρχιστράτηγος της Ρούμελης δολοφονήθηκε από ελληνικό χέρι κι ότι ο ίδιος υπήρξε αυτόπτης μάρτυς του γεγονότος. Ο Σταυριανός δεν είναι ο μόνος ούτε ο πρώτος που αναφέρει ότι ο Καραϊσκάκης δολοφονήθηκε. Όμως είναι ο μόνος και ο πρώτος, που το αναφέρει σαν πραγματικό γεγονός και όχι σαν αόριστη φημολογία, αναφέρει: Ο Καραΐσκος άμα διέταξε τον υπασπιστήν του να καταδιώξει τους δύο ιππείς, έστρεψεν οπίσω απομακρυνθείς της μάνδρας ικανόν διάστημα. Τότες είδομεν στρατόν και ευθύς ο πυροβολητής ανεμείχθη εις τον στρατόν. Αυτός ήτο ο επικατάρατος δολοφόνος του Καραΐσκου. Οι οφθαλμοί του συντρόφου μου εν ριπή διέτρεξαν τον δολοφόνον και τον αρχηγόν. – Φρικτόν με λέγει εχάθημεν. – Πως, πως, τον απαντώ. – Είδες το όπλον όπου έπεσεν πλησίον του Καραΐσκου; Εκείνος όπου έφευγεν τον εβάρεσεν! – Τον είδα του είπον και στρέφω τους οφθαλμούς μου. Είδα τον Καραΐσκον κρατώντα τον δύο εκ δεξιών και δύο εξ’ αριστερών και τον μετέφερον εις το στρατοπεδαρχείον. Ο Καραΐσκος άμα κτυπηθείς είπεν: Τούτο το ήκουσαν πολλοί, εκ τούτων ίσως ουδείς υπάρχει. Εν ακαρεί δε διεδόθη ότι ο Καραΐσκος εδολοφονήθη συνεργία του Κίτζιου Τζαβέλα και Λάμπρου Βεΐκου, αλλά το διέψευσαν αμέσως δια να μην διχασθεί ο στρατός και δημοσίευσαν, ότι ο Γαρδικιώτης τον εσυνόδευσεν και πολύ επροσπάθησεν να μάθει περί της δολοφονίας και ότι ο Καραΐσκος ομολόγησεν ότι Τούρκος τις, τον οποίον δεν επρόσεξεν τον εκτύπησεν. Περί του υπαρκτού της δολοφονίας του Καραΐσκου τον ερώτησαν να τους ειπεί εμπιστευτικώς πόθεν εβαρέθη, ο Καραΐσκος τους απήντησεν ότι αν ζήσει γνωρίζει ποίος τον εκτύπησεν, ειδεμή ας του κλάσουν τον μπούτζον.
Από τους νεώτερους συγγραφείς ο Γιάννης Βλαχογιάννης υποστήριξε ότι ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος οργάνωσε την δολοφονία του Καραϊσκάκη. Την γνώμη του υιοθέτησαν οι Δημήτρης Φωτιάδης και Δημήτρης Σταμέλος. Ο Γιάννης Κορδάτος διερωτάται αν «Οι Τούρκοι τον πυροβόλησαν ή κάποιος Έλληνας όργανο του Κιουταχή ή του Κόχραν». Οι Αναστάσιος Ορλάνδος, Μέντελσον-Μπαρτόλντι, Κωνσταντίνος Ράδος, Απόστολος Βακαλόπουλος, Κυριάκος Σιμόπουλος και Χρήστος Λούκος πιστεύουν ότι πυροβολήθηκε από Τούρκους. Οι Τρικούπης (που εκφώνησε τον επικήδειο), Παπαρρηγόπουλος, Κόκκινος και πλείστοι άλλοι δεν ασχολούνται με το θέμα. Παραθέτουμε τέλος την τραγική προειδοποίηση του Κολοκοτρώνη: «Μανθάνω, ότι εμβαίνεις εις τους ακροβολισμούς, αυτό δεν είναι έργο ιδικόν σου».
«Αν γίνω καλά θα τον χαλάσω εγώ αυτόν που με βάρεσε, εάν ψοφήσω κλάστε μου το μπούτζο» Γεώργιος Καραϊσκάκης Αρχιστράτηγος της Επανάστασης του 1821 εναντίον των Τούρκων.
Αυτών των Τούρκων που η «πρώτη φορά γάμησε τα» κυβέρνηση τους κουβάλησε στα Ελληνικά νησιά, όντας ανίκανη να φυλάξει τα Ελληνικά σύνορα από τους εισβολείς. Αν θέλετε να ξέρετε το μέλλον σας νεοραγιάδες μελετήστε την ιστορία σας!
----------------- Βιβλιογραφία για μελέτη:
*Αγαπητός, Αγαπητός Σ. (1877). «Οι Ένδοξοι Έλληνες του 1821, ή Οι Πρωταγωνισταί της Ελλάδος». Τυπογραφείον Α.Σ. Αγαπητού, Εν Πάτραις, σσ. 77-89. Ανακτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2009. *Αινιάν, Δημήτριος (1903). «Η βιογραφία του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη, υπό του ιδιαιτέρου γραμματέως του Δ. Αινιάνος». Εκ του Τυπογραφείου Γ.Σ. Βλαστού, Αθήνα 1903. Ανακτήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2011. *Αινιάν, Δημήτριος (1834). «Ο Καραϊσκάκης». Μ. Αστεριάδου, Χαλκίδα 1834. Ανακτήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2011. *Ανδριώτης, Νικόλαος: «Η ετυμολογική προέλευση του επώνυμου Καραϊσκάκης», στο: Αντιχάρισμα στον καθηγητή Νικόλαο Π. Ανδριώτη, ανατύπωση 88 εργασιών του με τη φροντίδα επιτροπής, Θεσσαλονίκη 1976, σ.164-166 *Βλαχογιάννης, Γιάννης: Καραϊσκάκης, Βιογραφία βγαλμένη από ανέκδοτες πηγές, βιβλιογραφία και στοματικές παραδόσεις, εκδ. «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», 1943 *Γαζής, Γεώργιος: Βιογραφία των ηρώων Μάρκου Μπότσαρη και Καραϊσκάκη, 1828