Η συνήθεια επιβάλλει να περάσουμε γρήγορα στον τέταρτο αιώνα. Θα λέγαμε πως η σεμνότητα μερικών ιστορικών της Αθήνας δυσανασχετεί στην ιδέα ότι έχουν να ζωγραφίσουν έναν πίνακα, για τον οποίο τα έντονα χρώματα δε συνηθίζονται πια. Θα πίστευε κανείς ότι αρνιούνται να θεωρήσουν άξιο ενδιαφέροντος ένα θέαμα λιγότερο, ίσως, μεγαλοπρεπές απ’ ό, τι στον 5ο αιώνα, αλλά πολύ πιο ανθρώπινο. Δε μας φαίνεται πως μια τέτοια αντίληψη είναι δυνατό να δικαιολογηθεί. Θα πάμε μάλιστα πιο μακριά, διαβεβαιώνοντας ότι η Αθήνα είναι το ίδιο ενδιαφέρουσα την ώρα της παρακμής της όσο και στο μεγαλείο της. Η αιτία βρίσκεται στο ότι τότε, περισσότερο παρά ποτέ, τη βλέπουμε με τα πραγματικά της χαρακτηριστικά. Δεν έχει πια αυτή την όψη της τελειότητας που ήθελε ο Περικλής· δεν έχει ακόμα αυτή την εμφάνιση της εγκατάλειψης και της αδιαφορίας που θα προβάλει μετά τη Χαιρώνεια. Για να την κρίνουμε καλύτερα, ας θυμηθούμε πρώτα πρώτα τις σθεναρές της προσπάθειες στο εξωτερικό, για να αδράξει πάλι την τύχη που μόλις της είχε ξεφύγει. Στη συνέχεια θα βολιδοσκοπήσουμε την εσωτερική της ζωή.
Ένα κράτος που αγωνίζεται με θάρρος μέσα στις αντιξοότητες αξίζει το σεβασμό μας. Έτσι, όποια κι αν είναι τα λάθη της, δεν μπορούμε παρά να κρίνουμε με συμπάθεια την εξωτερική δράση της Αθήνας και την οικονομική της δραστηριότητα κατά την περίοδο που ακολούθησε την καταστροφή του 403 π.Χ. Η πόλη του Περικλή, σκέπτονταν οι αντίπαλοί της, ήταν χεροπόδαρα δεμένη για πολλά χρόνια. Είχε ορκισθεί ότι θα έχει «τους ίδιους εχθρούς και τους ίδιους φίλους με του: Λακεδαιμόνιους και ότι θα τους ακολουθεί κατά γη και κατά θάλασσα, όπου θα την οδηγούσαν». Είχε επίσης υποσχεθεί πως θα συνεισέφερε στις δαπάνες της Πελοποννησιακής Συνομοσπονδίας. Τήρησε τις υποχρεώσεις της για δύο πενταετίες και μετά διέβλεψε μια πιθανή βελτίωση στις σκληρές συνθήκες που της είχαν επιβάλει. Και δε δίστασε. Χωρίς άλλη γραμμή πλεύσης εκτός από την καιροσκοπία, απαλλάσσεται από του< όρους της συνθήκης, που τους κρίνει αβάσταχτους. Και ξεκίνησε πάλι προς τα τολμηρά όνειρα.
Δειλό ξύπνημα στην αρχή. Η Αθήνα ψάχνει να βρει ποιος θα μπορούσε να της έρθει σε βοήθεια. Απευθύνεται στην Περσία· στρέφεται προς τη Θήβα. Επωφελείται από τις πολλαπλές εμπλοκές της Σπάρτης στην Ασία και στην Ελληνική Χερσόνησο και αρχίζει να υψώνει πάλι τα Μακρά της Τείχη κατά τι καλοκαίρι του 394 π.Χ., για να προστατεύεται από κάποιο στρατιωτικό χτύπημα. Διαπραγματεύεται επίσης στη Δύση μι τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο, και πιο κοντά, ραδιουργεί με τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά. Εκεί αρχίζουν να μπαίνουν οι πρώτες βάσεις της νέας συμμαχίας. Η Λακεδαίμονα προσπαθεί να ανακόψει τη φωτιά και προτείνει στη νικημένη του 403 τεράστιες παραχωρήσεις (391 π.Χ.). Πολύ αργά Υπήρχαν πάντα στην Αθήνα άνθρωποι που υποστήριζαν σταθερά την πολιτική της επέκτασης. Υπερισχύουν ακόμη μια φο ρά. Μόλις καθελκύονται οι τριήρεις από τα καινούρια ναυπηγεία του Πειραιά, μεγαλώνουν το πεδίο των επιχειρήσεών τους. Τα πλοία ξαναπαίρνουν το δρόμο για τη Θράκη και τα στενά των Δαρδανελλίων και του Ελλησπόντου. Περιπολούν μπροστά στη Ρόδο. Επιδέξιοι πρέσβεις σπέρνουν ενθαρρυντικά λόγια στην Κύπρο και στην Αίγυπτο, που έχουν επαναστατήσει εναντίον των Αχαιμενιδών. Πρόωρες επιτυχίες. Η Αθήνα τα έχει καταφέρει τόσο καλά, ώστε η Σπάρτη αισθάνεται να απειλείται η ηγεμονία της, εκλιπαρεί τη βοήθεια των Μήδων και πετυχαίνει αυτή την αισχρή ειρήνη που λέγεται Ειρήνη του Μεγάλου Βασιλιά. Σύμφωνα με τους όρους αυ- τής της συνθήκης η Σπάρτη εγκαταλείπει άνανδρα τους αδελφούς της Ιωνίας και πιστεύει πως μπορεί να υπολογίζει στον κυρίαρχο των Σούσων για να επιβάλει σε κάθε ελληνική πολιτεία την αυτονομία και να πετύχει να της παραδοθεί καθεμιά απομονωμένη και ανυπεράσπιστη. Η Αθήνα προσποιείται πως αποδέχεται ό,τι δεν έχει ακόμη τη δύναμη να αρνηθεί. Υποτάσσεται, για να προετοιμάσει καλύτερα το μέλλον (386 π.Χ.).
Όμως η υποχώρησή της απέχει πολύ από το να είναι ειλικρινής και ακόμη λιγότερο απόλυτη. Επιχειρεί μάλιστα σχεδόν αμέσως μετά την Ειρήνη του Βασιλιά μια πολύ όμορφη διπλωματική εκστρατεία. Δεν έχει αποδειχθεί πως βοήθησε τους Βοιωτούς εξόριστους - ανάμεσα στους οποίους ο πιο επιφανής ήταν ο Πελοπίδας - να ανατρέψουν τον φιλολακωνικό κυβερνήτη της Θήβας· όμως δεν τους αποθάρρυνε κατά την απεγνωσμένη τους απόπειρα. Καταφέρνει να κλείσει συμφωνίες με πόλεις που είχαν παραμείνει στο περιθώριο της συνθήκης του 386 π.Χ., τη Χίο, τη Μυτιλήνη, το Βυζάντιο και μερικές άλλες. Τα σύμφωνα αυτά γίνονται πάνω στα παλιά πρότυπα. Ένα βήμα πάρα πέρα και η δεύτερη θαλασσινή συνομοσπονδία γεννιέται. Χωρίς αμφιβολία, δε μοιάζει καθόλου στην πρώτη. Η εξασθενημένη Αθήνα δεν έχει την πολυτέλεια να μιλάει πια με υπεροψία. Πάντως θεμελιώνει τη συμμαχία της με τόση σύνεση και επιδεξιότητα, ώστε ο χρόνος θα εργασθεί στη συνέχεια προς όφελος της. Δεν υπάρχουν πια Αθηναίοι κυβερνήτες ή απειλητικές θέσεις κληρούχων· σε όλους οι Αθηναίοι έχουν υποσχεθεί την πιο πλατιά ελευθερία. Δεν υπάρχει πια ανώτατο συμβούλιο αλλά τρία ισότιμα όργανα με ίσα δικαιώματα, η Βουλή και η Εκκλησία του Δήμου από τη μια μεριά και το Συνέδριο των συμμάχων από την άλλη. Τα όργανα αυτά θα βουλεύονται ξεχωριστά και οι αποφάσεις τους θα έχουν την ίδια αξία. Δεν υπάρχει πια ούτε καν φόρος, αλλά συνεισφορές, συμφωνημένες εθελοντικά από το Συνέδριο, το οποίο τις καθορίζει για κάθε μέλος της συμμαχίας και τις εισπράττει μόνο του. Δεν υπάρχουν πια υπέρμετρα δικαστικά προνόμια προς αποκλειστικό όφελος της Αθήνας. Και για να εμπνεύσει ακόμα περισσότερη εμπιστοσύνη, η πόλη της Παλλάδας κάνει εσωτερικές μεταρρυθμίσεις και οι πολίτες της δέχονται να πληρώνουν και σε καιρό ειρήνης τον κατ’ εξαίρεση φόρο του καιρού του πολέμου, την εισφορά. Επιτέλους, έξοχοι ηγέτες, ο Χαβρίας, ο Τιμόθεος, χωρίς να λογαριάσουμε τον ευφραδή Καλλίστρατο, για τον οποίο πάντως είμαστε τόσο λειψά πληροφορημένοι, είναι έτοιμοι να αναλάβουν τις ευθύνες ενός νέου πολέμου.
Με τέτοιες συνθήκες θα μπορούσαμε να εκπλαγούμε που η επιτυχία δε στεφάνωσε τόσες προσπάθειες. Και όμως είναι γεγονός ότι η συνομοσπονδία δεν πραγματοποίησε πλήρως τις ελπίδες που είχαν θεμελιώσει πάνω της. Χωρίς αμφιβολία αναπτύσσεται για μερικά χρόνια, κυρίως στα νησιά του Αιγαίου. Χωρίς αμφιβολία επιτρέπει στην Αθήνα να εξελιχθεί άνετα ανάμεσα στις αντίζηλές της και να πλησιάσει τη Θήβα, για να πολεμήσει καλύτερα τη Σπάρτη· έπειτα τη Σπάρτη, για να αγωνισθεί καλύτερα κατά της Θήβας. Χωρίς αμφιβολία η Αθήνα πετυχαίνει από αυτό το παιχνίδι της ζυγαριάς μερικά ουσιώδη πλεονεκτήματα· για παράδειγμα, την αναγνώριση των ιδιαίτερών της συμφερόντων στη βόρεια Ελλάδα. Όμως παραμένει εκεί, και το 371 π.Χ. αρχίζουν οι αποτυχίες που δοκιμάζουν σοβαρά τη στερεότητα του έργου της. Δεν πετυχαίνει να εισχωρήσει στην Πελοπόννησο· πολεμάει μπροστά στην Αμφίπολη και αφήνει να της πάρουν την περιοχή του Ωρωπού. Πολλοί και από τους πιο σπουδαίους συμμάχους της την εγκαταλείπουν. Αν και πολεμάει συνεχώς στη Χερσόνησο της Καλλίπολης, στη Θράκη, στην Εύβοια και ως τις ακτές του Ιονίου, όσο να βουλώσει μια ρωγμή από τη μια πλευρά, μια άλλη ανοίγεται αλλού. Γιατί αυτή η αποτυχία, που, ενώ είχε ήδη ετοιμασθεί το 367 π.Χ., συντελείται το 357 π.Χ.; Γιατί αυτή η αργή απόσχιση των συμμάχων, ενώ η γενική κατάσταση θα έπρεπε να τους προτρέψει να συγκεντρωθούν ολοένα και πιο στενά γύρω από την Αθήνα; Ας το πούμε ξεκάθαρα. Βέβαια, η ζηλόφθονη Σπάρτη καραδοκεί πάντα. Βέβαια, η Θήβα είναι ένας κίνδυνος και έχει προαιώνιο μίσος για την Αθήνα. Βέβαια βάρβαρες δυνάμεις, άγνωστες ακόμα ώς χθες, ξεσηκώθηκαν και πρέπει τώρα να τις λογαριάζουν κι αυτές. Βέβαια, υπάρχει η Θράκη που είναι οπωσδήποτε εμπόδιο, παρά τα αισθήματα του νέου της ηγεμόνα, του Κερσοβλέπτη· και η Καρία με τον άρπαγα δυνάστη της Μαύσωλο· και η Μακεδονία που βγαίνει επιτέλους από μια ατελείωτη εφηβεία. Όμως είναι άλλες αιτίες που εξηγούν την απομόνωση της Αθήνας.
Την Αθήνα την εγκαταλείπουν, επειδή η αδυναμία της μεγαλώνει κάθε μέρα· και αυτή η αδυναμία είναι ακριβώς η συνέπεια της πολιτικοκοινωνικής ανέλιξης, που την επιτάχυνε μισός αιώνας εξωτερικών πολέμων και εμφύλιων διαμαχών.
Τι αλλαγές, αλήθεια, στις τάξεις που συνθέτουν τον αθηναϊκό λαό και τι αναστάτωση των θεσμών της! Οι μαρτυρίες αφθονούν στο έργο του Αριστοφάνη καθώς επίσης και στο έργο του ιστορικού Ξενοφώντα, στα γραπτά των φιλοσόφων καθώς και στους λόγους των ρητόρων. Αρκεί να τα θυμηθούμε όλα αυτά, για να έχουμε για την Αθηναϊκή δημοκρατία έναν πίνακα που δε μοιάζει καθόλου μ’ εκείνον που χαράξαμε προηγουμένως.
Δε θα πούμε ποτέ αρκετά που να περιγράφουν με σαφήνεια την καταστροφή της ηγεμονίας, ώστε να οδηγηθούμε στην καταστροφή της δημοκρατίας· την καταστροφή ή - αν η λέξη φαίνεται πολύ βαριά γι’ αυτή την εποχή - την αγιάτρευτη κατάπτωσή της. Και όμως είναι τελείως λογικό, αφού η πρώτη τροφοδοτούσε τη δεύτερη. Να προσθέσουμε πως ο Πελοποννησιακός Πόλεμος είχε διαρκέσει πάρα πολύ, ώστε να προκαλέσει απλώς αυτό που το ονομάζουν κρίση· ο πόλεμος είχε επιφέρει μια μόνιμη αλλαγή στον τρόπο ζωής και, κατά συνέπεια, στη νοοτροπία του λαού, του οποίου το ουσιαστικό στοιχείο ήταν το αγροτικό· το στοιχείο αυτό θα απορροφηθεί από τώρα και στο εξής, σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστο, από το αστικό στοιχείο. Ας προσπαθήσουμε να δούμε καθαρά αυτή την ανέλιξη.
Οι γαιοκτήμονες ευγενείς, σχεδόν όλοι οι Αθηναίοι ευγενείς, εξαφανίζονται. Περισσότερο από τις εκστρατείες, οι τυχοδιωκτισμοί των Τετρακοσίων και των Τριάντα τους έχουν αποδεκατίσει. Τα υπολείμματά τους συγχέονται από δω και πέρα με τους πλούσιους αστούς. Παρά τις λέσχες τους, τις εταιρείες τους, όπου οι επιζώντες τους συναντιούνται τις μέρες της αγωνίας ή των ραδιουργιών με την ευκαιρία μιας δίκης ή μιας εκλογής, μπορούμε να πούμε πως δεν παίζουν πια ρόλο στην ιστορία. Μερικές ενδείξεις έχουν ιδιαίτερη σημασία· η εξάλειψη των ευγενών σε καιρό πολέμου· σε καιρό ειρήνης η απουσία κάθε υποψήφιου της αριστοκρατίας στις εκλογές. Μερικοί, ακόμη, νεαροί καλών οικογενειών γίνονται αιτία να μιλάνε για τους αριστοκράτες αλλά μόνο σε σχέση με σκάνδαλα, με εταίρες υψηλής περιωπής, που αυτοί οι νεαροί τις συντηρούν, και με θορυβώδεις οινοποσίες. Είναι αυτοί οι ίδιοι που, άνδρες σε ώριμη ηλικία, θα μαζεύονται τα βράδια σε συμπόσια και εκεί, με την κούπα στο χέρι, θα συζητούν για τις μεταρρυθμίσεις που θα εισαγάγουν στο πολίτευμα, το οποίο δε λειτουργεί πια· εκείνοι όμως είναι ξένοι στο πολίτευμα αυτό. Θέαμα θλιβερό μιας κάστας που εξαφανίζεται, χωρίς να έχει εκπληρώσει τελείως την αποστολή της.
Πιο δραματικός είναι ακόμα ο μετασχηματισμός της μεσαίας τάξης, αυτού του οχυρού της χώρας και του πολιτεύματος. Και αυτή επίσης έχει χάσει ένα μέρος από το δυναμικό της, αλλά κυρίως την ενότητα που της χρειαζόταν για να δράσει. Από τα μέλη της, άλλα είναι σήμερα φτωχοί και τείνουν να ενωθούν με το προλεταριάτο· άλλοι, που έχουν μπορέσει να σώσουν και μάλιστα να αυξήσουν την περιουσία τους, δε νοιάζονται πια παρά για τα ιδιαιτέρά τους συμφέροντα. Αγγίζουμε εδώ τον κόμπο ακριβώς του ζητήματος, την τύχη των χωρικών μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο.
Όταν είχαν υποχρεωθεί να υποχωρήσουν πίσω από τα Μακρά Τείχη το 431 π.Χ., η απελπισία τους είχε σταθεί αλγεινότατη· θα μπορούσαμε να πούμε ότι αισθάνονταν να τους κόβουν έτσι τη ζωή από τη ρίζα της. «Κοιτάζω από μακριά προς τη μεριά του χωραφιού μου», ομολογεί κάποιος από αυτούς. «Η πόλη μου φέρνει φρίκη και κλαίω για το χωριό μου, το οποίο ποτέ ακόμα δε μου έχει πει: Αγόρασε κάρβουνο, ξίδι, λάδι· που αγνοούσε τη λέξη αγόρασε, αλλά μου τα έφερνε μόνο του όλα». Πόσο βάσιμο ήταν αυτό το συγκινητικό παράπονο! Και όταν οι προσωρινοί κάτοικοι της πόλης γύρισαν σπίτια τους, βρήκαν τα χωράφια τους λεηλατημένα, τα αμπέλια τους καταστραμμένα, τις ελιές τους κομμένες. Μπόρεσαν να σπείρουν πάλι, αλλά με τι μόχθο και με τι πενιχρό όφελος! Μπόρεσαν να αποκαταστήσουν αργά τα κούτσουρα των αμπελιών, όμως για τις ελιές χρειάζονταν αρκετά χρόνια για να δώσουν τουλάχιστο κάποια μέτρια καρποφορία. Ας μην εκπλησσόμαστε που στην κωμωδία ο τόσο γελαστός κάποτε αγρότης είναι αυτές τις μέρες σκυθρωπός. Ας συγκρίνουμε, για παράδειγμα, αυτό το γράμμα ενός φτωχού βοσκού που γράφτηκε πριν τον πόλεμο και το οποίο αποπνέει την ξεγνοιασιά, σε αντίθεση με τις οδυνηρές ομολογίες των απογόνων του. Κάποιος γράφει: «Ο Μνησίεργος στέλνει την καλημέρα του στην οικογένεια και εύχεται το γράμμα του αυτό να σας βρει στην ίδιο καλή υγεία, στην οποία είναι και αυτός. Στείλτε, παρακαλώ μια κουβέρτα από δέρμα προβάτου ή δέρμα γιδιού, χωρίς τρίχωμα, το πιο φτηνό που γίνεται, και παπούτσια. Θα τα πληρώσω με την πρώτη ευκαιρία.» Και άλλοι μουρμουρίζουν: «Τ ζωή κατσούφικη και θλιβερή!... Μοχθούν σκληρά οι σύντροφοι γεωργοί.» Ένα πρόσωπο του Μενάνδρου διαπιστώνει πι κρά πως «η γη έχει πραγματικά την έννοια της δικαιοσύνης αποδίδει ακριβώς τόσο κριθάρι, όσο της εμπιστευτήκαμε». Κάποιος άλλος, ήρωας του Φιλήμονα, διαπιστώνει πως το χωρά φι του «είναι ένας φριχτός κλέφτης, που για είκοσι μεδίμνου επιστρέφει μόλις δεκατρείς». Θα μπορούσαμε να πολλαπλασιάσουμε παρόμοια αποσπάσματα, μα για ποιο λόγο; Τη συνέχεια τη μαντεύουμε. Οι μικροϊδιοκτήτες θα εγκαταλείπουν τη Αττική. Σπάνιοι είναι εκείνοι που δέχονται να γίνουν εκμισθωτές, εκτός αν βρουν να κλείσουν κάποια εκμίσθωση ιδιαίτερα προνομιούχα με το κράτος ή κάποιο ναό· πιο σπάνια ακόμα είναι εκείνοι που δέχονται να τους εκμισθώσουν ως μεροκαματιάρηδες. Οι περισσότεροι προτιμούν να μεταναστεύσουν στην πόλη· εκεί θα κάνουν, αν χρειασθεί, κάποιο όχι κι τόσο κουραστικό επάγγελμα και θα συμπληρώσουν τον προϋπολογισμό τους με μύρια κόλπα. Έτσι γίνονται μια ωραία απρόσμενη ενίσχυση για τους δυσαρεστημένους και τους φωνακλάδες της Εκκλησίας του Δήμου.
Φυσικά οι μεγαλογαιοκτήμονες ήξεραν να βγάλουν καλύτερα οφέλη από τις περιστάσεις. Είχαν κεφάλαια, για να περιμένουν το τέλος της θύελλας· κατά τις εχθροπραξίες, όσο λιγότερο σιτάρι υπήρχε τόσο καλύτερα πουλιόταν. Μετά τον πόλεμο είχαν στρογγυλέψει με χαμηλές τιμές τη γαιοκτησία τους, αγοράζοντας τις γαιοκτησίες των ταπεινών γειτόνων τους που ι χαν περιπέσει σε δυσκολίες, αν και οι μεγαλοκτηματίες άφηναν τους ανθρωπάκους να συνεχίζουν να καλλιεργούν το αγροτεμάχιό τους, αλλά αυτή τη φορά ως εκμισθωτές. Πάντως και γι’ αυτούς τους συνετούς μεγαλοαγρότες η ζωή έχει αλλάξει επίσης. Όπως παλιότερα, οι ευγενείς διαμένουν στην Αθήνα. Οι πιο ευσυνείδητοι, όπως ο Ισχόμαχος, για τον οποίο μιλάει ο Ξενοφώντας, φεύγουν την αυγή από το σπίτι τους έφιπποι και γυρίζουν το βράδυ, αφού περάσουν τη μέρα ανάμεσα στους ανθρώπους τους, ελεύθερους εργάτες και δούλους. Αλλά οι άλλοι, και είναι οι περισσότεροι, αρκούνται να εμπιστεύονται τον επιστάτη τους, να αποταμιεύουν τα εισοδήματά τους, που θα τα κάνουν να καρποφορούν σε διάφορες επιχειρήσεις, και να πηγαίνουν στα κτήματά τους το πολύ δύο φορές το χρόνο, στη σπορά και στο θερισμό. Έτσι η συνήθεια να απουσιάζουν από τη γαιοκτησία θα γίνει ένα από τα κακά από τα οποία θα καταστραφεί η Αττική.
Αυτοί οι ξεριζωμένοι πλούσιοι επιζητούν τη συναναστροφή των άλλων πλούσιων της Αθήνας- γιατί απομένουν ακόμα αρκετοί. Υπάρχουν τόσοι τρόποι να κερδίσουν λεφτά! Η πολιτική είναι ένας από αυτούς, σε μια εποχή όπου οι τύψεις - θα το δούμε πιο κάτω - δεν πνίγουν τη συνείδηση πολλών από εκείνους που παραδίνονται σ’ αυτό το παθιασμένο παιχνίδι, κατά το οποίο «η αρετή και οι άνθρωποι οι σωστοί είναι καταδικασμένοι σε περιφρόνηση». Η εκμετάλλευση των ορυχείων είναι ένας άλλος, κυρίως όταν δε νοιάζονται και τόσο για τα μέσα που χρησιμοποιούν· παράδειγμα ο Δίφυλος, που βγάζει από τα μεταλλεία που του είχαν κατακυρωθεί ενιαύσιο εισόδημα εξακόσια τάλαντα. Και έπειτα υπάρχει, όπως πάντα, το εμπόριο. Δε χάνουν τον καιρό τους με τη διαχείριση κάποιας τράπεζας· η ανάπτυξη των δημοσιονομικών και της πίστωσης επιτρέπει σε μερικούς τολμηρούς ν’ αποκτήσουν .μισητή γενικά φήμη, αλλά και να πραγματοποιήσουν σκανδαλώδη κέρδη· ο Πασίωνας και ο Φορμίωνας χειρίζονται εκατομμύρια. Είμαστε σίγουροι πως έχουν απόλυτη άνεση στις υποθέσεις εισαγωγής δημητριακών και στις υποθέσεις των εξοπλισμών και των παραγγελιών. Ποτέ ο έρωτας του κέρδους δε σάρωσε την Αθήνα όσο κατά τον 4ο αιώνα π.Χ.
Απέναντι στην τάξη που είναι γεμάτη λεφτά, και σε ό, τι απομένει από τη μεσαία τάξη, αντιπαραθέτονται οι προλετάριοι που γεμίζουν την πόλη. Ακόμα τον καιρό του Περικλή η Αθήνα περηφανευόταν πως, αν ο μεγάλος πλούτος δεν ήταν καθόλου κάτι το συνηθισμένο για τους κατοίκους της, η έσχατη φτώχεια ήταν κι αυτή άγνωστη. Και τώρα τι θα μπορούσαν να κάνουν οι Αθηναίοι; Να φύγουν στις αποικίες; Δε χρειάζεται ούτε να το σκέπτονται- οι κληρουχίες είναι νεκρές μαζί με την ηγεμονία. Να στρατολογηθούν ως μισθοφόροι; Πρώτ’ απ' όλα είναι ένα επάγγελμα επικίνδυνο, κι έπειτα δεν υπάρχει πάντα δουλειά. Να μπαρκάρουν ως κωπηλάτες; Είναι ένα σπάνιο κι ανέλπιστο εύρημα, γιατί το κράτος δεν οργανώνει στόλο κάθε μέρα. Τότε; Τα βγάζουν πέρα όπως μπορούν. Άλλοι συνεχίζουν το πατρικό επάγγελμα· οι μικροβιοτέχνες δεν είναι από εκείνους που παραπονιούνται περισσότερο, αν και έχουν να αγωνισθούν ολοένα και περισσότερο ενάντια στον ανταγωνισμό της εργασίας των δούλων. Άλλοι υπολογίζουν στους μισθούς και στα επιδόματα για την παρουσία τους στις διάφορες κρατικές υπηρεσίες, όπως ήταν η Εκκλησία του Δήμου, η Ηλιαία, οι θεωρίες, δηλαδή οι θρησκευτικές αποστολές, ή άλλες δημόσιες υπηρεσίες, αν και η καταστροφή της θαλασσινής συνομοσπονδίας έχει μειώσει τις πηγές του κρατικού ταμείου. Πολλοί καραδοκούν ανήσυχα για κάποια δωρεάν απονομή κριθαριού· αυτοί οι τελευταίοι μοιάζουν μ’ εκείνο τον Αθηναίο του Πλάτωνα,«που δεν μπορούμε να τον ονομάσουμε ούτε έμπορο ούτε εργάτη ούτε ιππέα ούτε οπλίτη αλλά μονάχα φτωχό», και ξέρουν πάρα πολύ καλά πως «η πενία έχει αδελφή της την επαιτεία».
Παντού μια τέτοια δυστυχία θα ήταν κάτι το σοβαρό· στην Αθήνα είναι κάτι πιο σοβαρό από οπουδήποτε αλλού, για δύο λόγους: Ο πρώτος ήταν επειδή φαίνεται καθαρά πως πολυάριθμοι πλούσιοι ήσαν κακοί πλούσιοι, ίσως επειδή ήσαν νεόπλουτοι. Ο Αριστοτέλης αυτούς τους Αθηναίους είχε στο νου του, όταν εφεύρε τον όρο «νεόπλουτοι» για να στιγματίσει τη συμπεριφορά εκείνων, οι οποίοι έκαναν κατάχρηση των χρημάτων τους για να υποτιμήσουν τους συμπολίτες τους, οι οποίοι έκαναν επίδειξη της χλιδής τους, οι οποίοι είχαν την καρδιά κλειστή στην ευσπλαχνία και εξαγρίωναν τους δυστυχισμένους θαμπώνοντάς τους με την πολυτέλειά τους.
Ο δεύτερος λόγος ήταν, επειδή η Αθήνα ήταν δημοκρατία. Τολμήστε λοιπόν ακόμα να επαναλάβετε σε ανθρώπους που πεθαίνουν από την πείνα, ενώ άλλοι είναι χορτάτοι με εξεζητημένες τροφές, που δεν έχουν τα απαραίτητα, όταν άλλοι έχουν και τους περισσεύουν, ότι «η ισότητα εξασφαλίζεται σε όλους με τους νόμους»· ότι «όσο αφορά τη συμμετοχή στη δημόσια ζωή, καθένας πετυχαίνει ανάλογα με την αξία του»· ότι η τάξη στην οποία ανήκει κανείς έχει μικρότερη αξία από ό, τι η ατομική»· ότι «κανείς δεν ενοχλείται από τη φτώχεια και από την ασημότητα της κοινωνικής του θέσης, αν μπορεί να υπηρετήσει την πολιτεία»· ότι «τα μέτρα που εξασφαλίζουν την υπεράσπιση των καταπιεσμένων» δε θα μπορούσαν να παραβιασθούν από κανένα, χωρίς να ξεσηκώσουν κατά του ενόχου «γενική περιφρόνηση»! Πηγαίνετε λοιπόν να προφέρετε στην Πνύκα τις μαγικές λέξεις της ελευθερίας, της φιλανθρωπίας, όταν τα γεγονότα παραμορφώνουν καθημερινά την έννοιά τους. Πηγαίνετε λοιπόν να μιλήσετε για πολιτειακές αρετές στο πλήθος, όταν οι επώνυμοι αρέσκονται στην αγαμία· για τον ιερό χαρακτήρα της οικογένειας, όταν οι ηγέτες της πόλης ζουν με παλλακίδες και διακηρύσσουν κυνικά: «Μια εταίρα είναι πιο αξιαγάπητη από τη νόμιμη σύζυγο. Η μια έχει υπέρ της το νόμο, ο οποίος μας υποχρεώνει να την κρατήσουμε, όσο δυσάρεστη κι αν είναι- η άλλη ξέρει πως πρέπει να κρατάει κοντά της έναν άνδρα με τη δύναμη των καλών υπηρεσιών της· διαφορετικά πρέπει να ψάξει για αντικαταστάτη»! Πηγαίνετε λοιπόν να τους διαβεβαιώσετε ότι είναι ανάγκη κατεπείγουσα να κάνουν παιδιά, όταν οι πολίτες που θα μπορούσαν να τα αναθρέψουν χωρίς την παραμικρή δυσκολία είναι οι πρώτοι που εφαρμόζουν το μαλθουσιανισμό και επιδοκιμάζουν εκείνους που διακηρύσσουν ότι «κανείς δεν είναι πιο κακότυχος από ένα πατέρα, εκτός από ένα πατέρα που έχει πολλά παιδιά». «Δεν πρέπει να έχει κανείς παιδιά»! Πηγαίνετε λοιπόν να κηρύξετε την τιμιότητα στις κρατικές υποθέσεις, όταν δίνετε το παράδειγμα των χειρότερων συμβιβασμών! Πρέπει τώρα να διονυχίσουμε την πολιτική χρεοκοπία της δημοκρατίας, την αργή κατάρρευση των θεσμών της. Αλλά ας μην ξεχνάμε πως η κατάρρευση αυτή είναι πολύ περισσότερο η συνέπεια και λιγότερο η αιτία μιας κοινωνικής χρεοκοπίας, όπου κάθε τάξη είχε το μερίδιό της σε ευθύνες- οι πλούσιοι, οι δυνατοί, οι επώνυμοι με τον τερατώδη εγωισμό τους, την άγνοια των γεγονότων, την ευτέλεια του πνεύματός τους· οι πένητες, οι ταπεινοί, οι μάζες με την ηλίθια ζηλοφθονία τους, τη νωθρότητά τους, την ανόητη επιθυμία τους να μη δέχονται με κανένα τίμημα κανέναν κύριο. Μέσα στους αδελφοκτόνους αγώνες τι γίνεται το πολίτευμα;
Το πολίτευμα διαμελίζεται, όπως άλλωστε μπορεί να το περιμένει κανείς- οι πολλοί εννοούν να χρησιμοποιούν για τους σκοπούς τους τις διευκολύνσεις που φαίνεται να έχουν το δικαίωμα να ελπίζουν από αυτό· μια μειοψηφία προνομιούχων του χρήματος επιδιώκουν να υπονομεύσουν με κάθε αντάλλαγμα τους θεσμούς που λειτουργούν πια κατά των συμφερόντων τους- η κρατική μηχανή τρίζει από όλες τις μεριές.
Ας επιστρέφουμε πρώτα πρώτα στην Εκκλησία του Δήμου- δεν αναγνωρίζουμε πια την παλιά Εκκλησία. Δεν είναι καθόλου πιο πολυάριθμη απ’ όσο ήταν πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Γιατί, αν είναι αλήθεια πως, για να αποφύγουν τις απουσίες των πολιτών, αποφάσισαν να παίρνουν οι παρόντες αρχικά έναν, ύστερα δύο και αργότερα τρεις οβολούς, ακόμα και μία ή μιάμιση δραχμή, πρέπει να θυμόμαστε πως καθορίζουν στην αρχή .κάθε χρονιάς το προορισμένο για τη χρήση αυτή συνολικό ποσό και πως, κατά συνέπεια, μόνο όσοι φτάσουν πρώτοι και βρίσκονται εκεί «στο δεύτερο λάλημα του κόκορα» θα πάρουν την περίφημη αντικαταβολή. Επομένως αυτό που έχει αλλάξει είναι μάλλον η ποσότητα και όχι η ποιότητα των παρευρισκομένων. Με όσα είπαμε πιο πάνω για την αύξηση του αστικού προλεταριάτου και για την άθλια κατάστασή του, άνετα εικάζουμε σε ποια τάξη ανήκουν εκείνοι που τρέχουν από την αυγή στην Πνύκα. Από την άλλη μεριά, όταν οι συνεδριάσεις γίνονται πιο συχνές, στο βαθμό που κάνουν λιγότερο αποτελεσματική εργασία σ’ αυτές, πρέπει επίσης να θεωρήσουμε πως οι πολίτες που έχουν κάποια τακτική ενασχόληση, όσο γλίσχρη κι αν είναι αυτή, δεν μπορούν οπωσδήποτε να την εγκαταλείπουν συνεχώς. Έτσι, τη στιγμή ακριβώς κατά την οποία η Εκκλησία του Δήμου θα αποκτήσει ρόλο σπουδαιότερο από κάθε άλλη φορά, στις συνεδριάσεις της δεν αντιπροσωπεύεται όλη η πόλη αλλά μονάχα ένα τμήμα από τα μέλη της.
Ο Αριστοτέλης, που δεν αγαπάει τη δημοκρατία, είδε παρ’ όλ’ αυτά σωστά - πρέπει να του το αναγνωρίσουμε -, και γι' αυτό αφιέρωσε αρκετά κεφάλαια των Πολιτικών του για να αποδείξει πως η κύρια παντοδυναμία της Εκκλησίας του Δήμου κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. είναι ακριβώς ο θεσμός της αποζημίωσης για την παρουσία σ' αυτή. Καθώς ο λαός αισθάνεται από δω και στο εξής σίγουρος για την πλειοψηφία του στην Εκκλησία του Δήμου, έχει την τάση να αναλαμβάνει ο ίδιος και να διευθετεί σ’ αυτήν τα πιο σοβαρά ζητήματα και να απογυμνώνει από τα προνόμιά της τόσο τη Βουλή όσο και τους διάφορους άρχοντες. Η Αθήνα τόσον καιρό είχε αποφύγει το λάθος να αρκεσθεί σε ένα και μοναδικό, χωρίς αντίβαρο πραγματικό, συλλογικό πολιτειακό όργανο, δηλαδή στην Εκκλησία του Δήμου· σ’ αυτό το λάθος λοιπόν πέφτει τώρα. Η Βουλή συνεχίζει να λέει τη γνώμη της στις εξωτερικές υποθέσεις- στα υπόλοιπα η γνώμη της δεν έχει καθόλου πέραση και ο πρόεδρός της δεν έχει πια το δικαίωμα να είναι πρόεδρος της συνεδρίασης στην Εκκλησία του Δήμου. Οι άρχοντες ζουν μέσα σε διαρκή φόβο μήπως κατηγορηθούν για κάτι, και δεν τρέφουν αυταπάτες για την τύχη που τους παραμονεύει, όταν είναι υποχρεωμένοι να πάρουν κάποιο μέτρο που απαρέσκει στο Δήμο. Κοντολογίς αυτός ο τελευταίος γίνεται ο «τύραννος με τα χίλια κεφάλια», όπως τον κατηγορούν οι θεωρητικοί και κυρίως οι φιλόσοφοι.
Κι έπειτα, ας έστεργε τουλάχιστο να σέβεται τους νόμους! Όμως έχει μάθει τον τρόπο να τους διαστρέφει ή να τους χρησιμοποιεί για αποκλειστικά δικό του κέρδος, τη στιγμή μάλιστα που οι αρχηγοί του - κάποτε ικανοί να του λένε την αλήθεια - δεν έχουν πια στο νου τους παρά να τον κολακέψουν, για να διατηρήσουν όσο γίνεται περισσότερο κάποια εύνοια, χάρη στην οποία δε θα παραμεληθούν τα προσωπικά τους συμφέροντα. Αυτή η απότομη κατάπτωση της δημόσιας ηθικής μετά τη χρεοκοπία του εγχειρήματος για την ανάκτηση της ηγεμονίας στάθηκε το πιο ανησυχητικό σύμπτωμα του 4ου π.Χ. αιώνα.
Τον καιρό του Περικλή είδαμε πως δίπλα στη συνετή και σοφή δράση της Βουλής, η ύπαρξη της «γραφής παρανόμων» ήταν η καλύτερη εγγύηση κατά των επικίνδυνων αυτοσχεδιασμών της Εκκλησίας του Δήμου. Τον καιρό του Δημοσθένη όλα αυτά έχουν αλλάξει. Η περίφημη διαδικασία έχει εκτραπεί από τον αρχικό της σκοπό, έχει χρησιμοποιηθεί από τον καθένα και για το καθετί και έχει χάσει κάθε αποτελεσματικότητα· δεν εμπνέει πια κανένα φόβο και κανένα σεβασμό, και ένας πολιτικός δεύτερης σειράς, σαν τον Αριστοφώντα τον Αζήνιο, θα κάνει τίτλο τιμής το ότι, αν και είχε απειληθεί με τις κυρώσεις της «γραφής παρανόμων» εβδομήντα πέντε φορές, είχε μπορέσει να γλιτώσει εβδομήντα πέντε φορές τις συνέπειές της. Μια άλλη διαδικασία, η «εισαγγελία», η οποία αρχικά είχε επινοηθεί για την καταστολή των εγκλημάτων που δεν είχαν προβλεφθεί από τους νόμους από τους οποίους μπορούσαν να ελπίζουν σωτήρια αποτελέσματα, παραποιήθηκε και εκείνη κατά την εφαρμογή της. Δεν ήταν μόνο ο εξοστρακισμός ανάμεσα στους αθηναϊκούς θεσμούς που η φθορά του ήταν αθεράπευτη. Και ο λαός πρώτος αισθανόταν συγκεχυμένα τον κίνδυνο αυτής της αργής κατάρρευσης του πολιτεύματος. Επικύρωνε πρόθυμα τη διαρκή ύπαρξη ενός συλλογικού οργάνου από άρχοντες στρατολογημένους ανάμεσα στους ηλικιωμένους ηλιαστές, που ονομάζονταν «νομοθέτες». Οι νομοθέτες ήταν ειδικά επιφορτισμένοι - η λέξη δεν είναι υπερβολική αυτή τη φορά - να σπεύδουν σε βοήθεια των νόμων που βρίσκονταν σε κίνδυνο. Όμως για ποιο λόγο; Αφού με ελαφριά καρδία, όταν ένας νόμος ενοχλούσε το λαό σε κάποια από τις ιδιοτροπίες του, εκείνος δεχόταν ένα κατάλληλο ψήφισμα κι έτσι απέφευγε να παραβιάσει το νόμο!
Θέλετε τώρα να δείτε τη φυσιογνωμία του πλήθους και εκείνων που ισχυρίζονται ότι το διευθύνουν; Η μάζα έγινε στρυφνή και μεροληπτική. Όταν ένας ευγενής ζητάει να ακουστεί στην Εκκλησία του Δήμου, η μάζα δείχνεται αμέσως εχθρική. Όταν ένας ρήτορας προφέρει κάποια φράση που της είναι δυσάρεστη, κινδυνεύει να τον γκρεμίσουν από το βήμα, όπως το νεαρό Γλαύκωνα, την κακοτυχία του οποίου μας διηγείται ο Ξενοφώντας. Με το παραμικρό θυμώνει, μουρμουρίζει, καλύπτει τη φωνή του πολίτη που μιλάει. Οι πρώτες παρεμβάσεις του Δημοσθένη είναι και αποτυχίες και ο Πλάτωνας δικαιολογεί τους λεπτεπίλεπτους συμπολίτες του που δεν παίρνουν μέρος καθόλου στη δημόσια ζωή, θυμίζοντας πως κανείς δεν επιτυχαίνει να κάνει τον όχλο να τον ακούσει. Χωρίς αμφιβολία, ένας Περικλής θα το κατόρθωνε ακόμη! Όμως θα το διακινδύνευε να αντιμετωπίσει αυτό το αποχαλινωμένο ακροατήριο; Όπως και να έχει το ζήτημα, οι διάδοχοί του δεν του μοιάζουν καθόλου. Κανένας αριστοκράτης από γεννησιμιού του ούτε μεγαλογαιοκτήμονας ούτε χονδρέμπορος δεν υπάρχει ανάμεσα σ’ εκείνους που λογίζονται ως τα κύρια πρόσωπα της πολιτικής. Υπάρχουν, είναι αλήθεια, μερικοί πλούσιοι. Όσοι παίρνουν συνήθως το λόγο στην Εκκλησία του Δήμου αποκαλούνται επίσημα και μάλιστα και στις επιγραφές ρήτορες, αλλά ο λαός τους ονομάζει αναιδέστερα ομιλητές, «λέγοντες» και «πολιτικούς», ή ακόμα πιο απλά «εκείνους που ασχολούνται με τα δημόσια πράγματα». Τουλάχιστο εκείνοι που κάνουν τη ρητορεία επάγγελμά τους είναι συχνά μορφωμένοι και έχουν την τάση να ειδικεύονται, να μελετούν σε βάθος ένα ζήτημα (π.χ. τα οικονομικά, τη διοίκηση, τις εξωτερικές σχέσεις), έτσι ώστε να επιβάλλονται με τη γνώση τους και να γίνονται, αν η τύχη τους βοηθήσει, κάτι σαν υπουργοί. Όμως γύρω τους περιφέρονται άτομα πιο σκοτεινά, συχνά ύποπτα, ικανά ακριβώς να φωνάζουν και να ερεθίζουν το πλήθος, «κύριοι του θορύβου και της αναστάτωσης», δημαγωγοί, που αυτοτιτλοφορούνται περήφανα οι «σκύλοι του λαού». Οι συκοφάντες, τριγυρισμένοι από κατάσκοπους, προβοκάτορες, έτοιμοι πάντα να καταγγείλουν εγκλήματα, ακόμα και φανταστικά, δεν υποχωρούν μπροστά σε κανένα μέσο, συκοφαντία, διαφθορά, εκβιασμό, για να καταβάλουν τους αντιπάλους τους. Θα έπρεπε να μπορούσαμε να τους ακολουθήσουμε τις μέρες εκλογής, όταν ζητιανεύουν τα ψηφοδέλτια και «πηγαίνουν από τον ένα στον άλλο», «δούλοι της εύνοιας που εξασφαλίζει τις ψήφους», δείχνοντας τις ουλές του πολεμιστή για να προκαλέσουν τον οίκτο των συμπολιτών τους, γενναιόφρονες σε υποσχέσεις, διανομείς δραχμών που δεν τις θεωρούν εξάλλου παρά «προκαταβολές» από τις οποίες ελπίζουν πολύ πως θα ξαναποκτήσουν το διπλάσιο. Με δυο λόγια, οι σύγχρονοί μας πολιτικοί δεν έχουν τίποτα καινούριο να εφεύρουν.
Πώς ξέρουν να εκμεταλλεύονται τη δυστυχία του λαού, τη δυσαρέσκειά του, τη ζηλοφθονία του! Τι τέχνη για να ξυπνήσουν τα άσχημα ένστικτά του! Μήπως χρειάζεται, αναφωνεί μια μέρα με ειλικρίνεια ο Αισχίνης, να είναι η δημοκρατία σαν χτυπημένη από «γεροντάματα και παραλογισμό», για να μάθει ένας ρήτορας ότι ένα από τα επιχειρήματα που θα πλήξει πιο σίγουρα τον εχθρό του είναι να τον ψέξει πως βάζει να τον μεταφέρουν με φορείο στον Πειραιά αντί να πάει με τα πόδια, όπως ο φτωχόκοσμος; Δεν είναι λυπηρό να βλέπουμε έναν άρχοντα της αξίας του Λυκούργου να προτείνει νόμο, για να απαγορεύσει στις εύπορες Αθηναίες να ακολουθούν τη λιτανεία από την Ελευσίνα με αμάξι, επειδή εκείνες που δεν έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν στον εαυτό τους αυτή την πολυτέλεια δυσαρεστούνται; Και δεν υπήρχαν μονάχα αυτές οι μικρότητες! Το πλήθος ξέρει πολύ καλά να χρησιμοποιεί τη δύναμή του - θα το δούμε πιο κάτω - για να πετύχει από το κράτος πλεονεκτήματα πιο ουσιαστικά. Παρενοχλεί χωρίς ανακωχή τους υπεύθυνους αρχηγούς, «τον αγαθιάρη λοχαγό, για να αφαιρέσει για χάρη του τους φραγμούς». Θέλει να συνθλίψουν τους πλούσιους προς όφελος του. Λεηλατεί τη δημόσια οικονομία. «Φεύγετε από την Εκκλησία του Δήμου», λέει ένας πολιτευτής στους συμπολίτες του, «χωρίς να έχετε συζητήσει τίποτα. Μοιραστήκατε μονάχα τα απομεινάρια, όπως μετά από ένα γεύμα με ρεφενέ». Και ο Αριστοτέλης διαπιστώνει απαισιόδοξα: «Η κακία των ανθρώπων τους κάνει άπληστους. Διανέμουν τα πλεονάσματα και οι ανάγκες μένουν οι ίδιες. Είναι πιθάρι χωρίς πάτο η βοήθεια στους φτωχούς».
Τι γίνεται η δικαιοσύνη, όταν ανάλογα με τα πρόσωπα που δικάζονται - πάντα σύμφωνα μ’ ένα σχόλιο του Αριστοτέλη - «η δικαιοκρισία και η αδικία φαίνεται να έχουν τα ίδια δικαιώματα»; Μπορούμε να το αναλογισθούμε, όταν θυμηθούμε τον τρόπο με τον οποίο ήταν οργανωμένη στην Αθήνα. Είχαν συναντήσει άπειρες δυσκολίες, μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, για να στρατολογήσουν δικαστές, επειδή είχε χρειασθεί, εξαιτίας της ένδειας του δημόσιου ταμείου, να τους αφαιρέσουν το μισθό τους· οι δυσκολίες εξακολούθησαν, όταν ο μισθός τούς δόθηκε πάλι- πρώτον, επειδή ήταν ανεπαρκής, ώστε να προσελκύσει τους σοβαρούς ανθρώπους, και δεύτερον, επειδή ο μισθός που διένεμαν στην Εκκλησία του Δήμου κερδιζόταν με λιγότερο κόπο και τους επέτρεπε συνάμα να παρευρίσκονται σε ένα θέαμα που προκαλούσε περισσότερο τα πάθη. Τα μέλη των δικαστηρίων, λοιπόν, δεν ήταν όλα κατ’ επιλογή. Επιπλέον, δεν ήταν πια αδιάφθοροι και ήξερε καθένας ότι ήταν δυνατό να ασκηθεί πάνω τους πίεση αποτελεσματική και οχληρή. «Είναι γνωστό», ομολογεί ο Λυσίας, «ότι η Βουλή δε διαπράττει αδικίες όταν έχει επαρκείς οικονομικές πηγές για τα δημόσια έξοδα, αλλά ότι κατά τις μέρες της απόγνωσης είναι υποχρεωμένη να δέχεται τις καταγγελίες, να δημεύει τα αγαθά των πολιτών και να υπακούει στους πιο ανέντιμους ρήτορες». Όμως η Βουλή είχε ανάγκη σ’ αυτές τις περιπτώσεις από τη σύμπραξη της Ηλιαίας· είχε λόγους να πιστεύει χωρίς αμφιβολία πως εκείνη δε θα την άφηνε μετέωρη. Η Ηλιαία λοιπόν δεν ήταν πιο αμερόληπτη από τη Βουλή. Πιθανότατα δε μεταχειριζόταν με τον ίδιο τρόπο τους πλούσιους και τους φτωχούς, αφού «οι μεγάλοι» είχαν πριν απ’ όλα στο νου τους να πετύχουν τη συγγνώμη του δικαστηρίου πληρώνοντας βαρύ πρόστιμο, και οι «μικροί» επικαλούνταν, αντίθετα, τη δυστυχία τους ως τον καλύτερο τίτλο για την απαλλαγή τους. Πολύ συχνά οι ένορκοι έφταναν στη συνεδρίαση «με προμήθεια κακού θυμού», και κυρίως όταν εμφανίζονταν μπροστά τους «πρόσωπα τετράπηχα ψηλά». Γεύονταν τότε, σαν εκδίκηση για τη μετριότητα της προσωπικής τους κατάστασης, την ευχαρίστηση να κάνουν αυτούς τους ευνοημένους της τύχης να τρέμουν κατά την ακρόαση. Οικτρή διάθεση, για να μείνουν ακριβοδίκαιοι!
Ξέρουμε ότι οι οικονομικοί θεσμοί της Αθήνας δεν είχαν ποτέ σταθεί το καμάρι του πολιτεύματος της και ότι, για να πούμε την αλήθεια, η πολιτεία σ’ αυτό τον τομέα είχε μάλλον ζήσει με τεχνάσματα. Ένα από αυτά ήταν να παίρνει από το φόρο των συμμάχων ό, τι της ήταν απαραίτητο, για να κλείσει τον προϋπολογισμό της. Όμως η κατάσταση έγινε ακόμα πιο τραγική όταν δεν υπήρχαν πια ούτε σύμμαχοι ούτε φόρος, επειδή το δημόσιο ταμείο είχε τότε να προνοήσει για αυξημένες δαπάνες. Ένα πεινασμένο πλήθος, στερημένο τις πενιχρές αμοιβές, τους μισθούς και τα βοηθήματα που του χορηγούσε η πόλη, περίμενε να επιτελέσει εκείνη κάποιο θαύμα για να έρθει σε βοήθειά του και απαιτούσε επιτακτικά αυτό που πίστευε πως του οφειλόταν, επειδή αριθμητικά υπερτερούσε. Δεν του χρειάζονταν πια μονάχα οι μικροαποζημιώσεις που του είχαν καταβάλει μέχρι τότε· το πλήθος ήθελε να διαθέτει, κατά τη βούλησή του και μάλιστα για την ευχαρίστησή του, αυτό που κατά ένα απολαυστικό ευφημισμό αποκαλούσε στην κοινή γλώσσα τα «πλεονάσματα». Είναι απαραίτητο να ξέρουμε, γιο να καταλάβουμε τη λέξη, ότι κάθε ταμείο στην Αθήνα ήταν ανεξάρτητο και είχε τις δικές του πηγές· ότι ήταν τελείως δυνατό να υπάρχει, κατά συνέπεια, αλλού ένα ασήμαντο πλεόνασμα και αλλού, αντίθετα, τεράστιο έλλειμμα και ότι ο λαό απαιτούσε τη μεταφορά του πρώτου πλεονάσματος στο ταμείο που τροφοδοτούσε τα θεάματα, δηλαδή στο ταμείο του θεωρικού. Επιπλέον, εκτός από τη λαϊκή όρεξη, έπρεπε ακόμη να προβλέψουν τη συντήρηση στρατού και στόλου, που κόστιζα· ολοένα και περισσότερο, για λόγους που θα τους εξετάσουμε γρήγορα, καθώς επίσης και μύριες άλλες δαπάνες. Πώς μπορούσε το κράτος να βγει από αυτές τις δυσκολίες;
Να περιορίσουν τον τρόπο της ζωής τους; Δεν έμελλε ούτε καν να σκεφθούν κάτι τέτοιο, και αν ακόμα οι αρχηγοί το είχαν θελήσει, ο πεινασμένος κόσμος θα είχε αντιτεθεί αποφασιστικά. Να ζητήσουν από τον καθένα μια αναλογική των εσόδων τους συμβολή; Αυτή ήταν η αρχή της εισφοράς, έκτακτο φόρος, που είλκε την καταγωγή του από τον καιρό του πολέμου και που τώρα τον εισέπρατταν τακτικά - το είπαμε ήδη - και σε καιρό ειρήνης. Όμως ξέρουμε ποια είχε σταθεί σ’ όλους τους καιρούς η αποστροφή των Αθηναίων πολιτών να εκτελέσουν το φορολογικό τους καθήκον και ότι οι περιουσίες είχαν διαλυθεί κατά τη διάρκεια των μακρών ετών των εχθροπραξιών. Τα βλέμματα στράφηκαν προς τη μειοψηφία που είχε ακόμη περιουσία. Από αυτή περίμεναν ολοκληρωτική θυσία. Αυτό ήταν ένα μέσο, που οι εισηγητές του το παρουσίαζαν ως ηθικό και το οποίο ήταν οπωσδήποτε αποδοτικό, αφού δεν έβλαπτε παρά μια δράκα οικογενειών. Έτσι αρχίζει ένας αγώνας με πολλαπλά επεισόδια ανάμεσα στους εχθρούς της ιδιοκτησίας και σ’ εκείνους που, για να την προστατέψουν καλύτερα, δέχονταν να απορροφηθεί από το κράτος. Βία κατά πονηριάς. Από τη μια πλευρά πέφτουν βροχή τα διατάγματα που συνθλίβουν τους πλούσιους· κάθε μέρα οι λειτουργίες θα γίνουν πιο βαριές· φτάνουν μάλιστα να προσπαθούν να εφαρμόσουν ένα μέτρο που μέχρι τότε δεν είχε τόσο αυστηρή εφαρμογή, την ανταλλαγή των περιουσιών (τήν ἀντίδοσιν) μεταξύ δύο φορολογουμένων, από τους οποίους ο ένας προσπαθεί να αποδείξει πως έχει λιγότερες οικονομικές δυνατότητες από τον άλλο, για ν’ αντέξει το βάρος του εξοπλισμού ενός πλοίου ή της διοργάνωσης ενός διαγωνισμού θεατρικών έργων. Οι ιδιώτες πλαστοποιούν, αποκρύπτουν. Δεν μπορεί όμως να γίνει τίποτα για να κρύψουν τα κτήματα που έχουν· υπάρχει το κτηματολόγιο· όμως κάνουν απάτες κατά τη δήλωση των κινητών τους εισοδημάτων· ψεύδονται όσο μπορούν, δεν αρκούνται να αρνηθούν την περιουσία τους· την κάνουν «αόρατη».
Το κράτος σ’ αυτή τη διαμάχη ήταν σίγουρα χαμένο. Πάντως αμύνεται· συχνά μάλιστα επιτίθεται. Αυξάνει τους έμμεσους φόρους, ζητάει χωρίς ανάπαυλα εκούσια δώρα και καταφεύγει στα πρόστιμα και τις κατασχέσεις. Επιβάλλει την εισφορά μέχρι τα εισοδήματα των 150 δραχμών. Αναδιοργανώνει τον τρόπο είσπραξης, ομαδοποιεί τους φορολογούμενους σε είκοσι συμμορίες, καθεμιά από τις οποίες θα αντιπροσωπεύει το ένα εικοστό του φορολογήσιμου κεφαλαίου και θα πληρώνει το ένα εικοστό των φόρων· ο δυνατός, ο πλούσιος, έφερε τα βάρη του αδύνατου στο εσωτερικό της συμμορίας. Μετά από αυτό, το 362 π.Χ., καθιστά υπεύθυνους των εισπράξεων μέσα σε κάθε συμμορία τους δεκαπέντε πλουσιότερους πολίτες και απαιτεί από αυτούς την προκαταβολή των ποσών που τους ζητάει να μαζέψουν. Εξουσιοδοτεί αρκετούς λειτουργούς, δηλαδή ανάδοχους λειτουργιών, να ενωθούν, για να σηκώσουν πιο άνετα το οικονομικό βάρος μιας λειτουργίας, και αναδιοργανώνει τις λειτουργίες πάνω στο πρότυπο των συμμοριών, αναγκάζοντας όλους εκείνους που ήταν γραμμένοι στους καταλόγους των λειτουργών να σχηματίσουν είκοσι ομάδες και στην κεφαλή καθεμιάς από αυτές τοποθετεί τους δεκαπέντε πιο πλούσιους λειτουργούς. Αυτοί οι τελευταίοι πρέπει να αναδιανείμουν ακριβοδίκαια ανάμεσα σ’ όλους το φορτίο της λειτουργίας. Μάταιος κόπος! Γιατί, κάθε φορά που ο φόρος είναι υπερβολικός, η φορολογήσιμη ύλη αποκρύπτεται. Και η Αθήνα δε θα μπορέσει να αποφύγει τη χρεοκοπία παρά χάρη σε μερικούς αξιοσημείωτους και σοφούς διαχειριστές των οικονομικών· τον Καλλίστρατο τον Αφιδναίο, τον Εύβουλο και το Λυκούργο.
Όλα αυτά όμως είχαν το κόστος τους. Όσο ικανοί κι αν στάθηκαν αυτοί οι διαχειριστές των οικονομικών, η ικανότητά τους είχε οπωσδήποτε κάποια όρια. Έκαναν οικονομίες. Όσο το δυνατό λιγότερες ως προς τις διασκεδάσεις του πλήθους, γιατί εκείνο θα τους απέλυε- όσο το δυνατό περισσότερες ως προς τις δαπάνες, οι οποίες πάντως θα έπρεπε να θεωρούνται ανελαστικές· και τέτοιες ήσαν οι δαπάνες για την άμυνα. Πρέπει να καταλάβουμε πως αυτοί οι κρατικοί υπάλληλοι ζούσαν μέσα στις έγνοιες, γιατί αναγκάζονταν να περικόπτουν αδιάκοπα τις πιστώσεις για το ναυτικό και το στρατό, πράγμα το οποίο ήταν μία από τις αιτίες της πολιτικής κατάπτωσης της Αθήνας τον 4ο αιώνα π.Χ. και της εξαφάνισής της ως δύναμης πρώτης τάξεως.
Και αυτή δεν ήταν η μόνη αιτία, δυστυχώς! Κανένας πια δεν ήθελε να γυμνάζεται· αν έρχονταν δυσκολίες, θα αυτοσχεδίαζαν. Και μόνο η λέξη «πόλεμος» - και μάλιστα σε μια εποχή κατά την οποία οι αγώνες είχαν γίνει φονικοί, από τότε που δεν πολεμούσαν πια εναντίον μισόγυμνων βαρβάρων αλλά ανάμεσα σε καλοοπλισμένους Έλληνες - ήταν ανυπόφορη στα ευαίσθητα αυτιά. Οι οικογενειάρχες αποτρέπανε τα παιδιά τους από τη στρατιωτική προετοιμασία. Και οι πιο πατριώτες το βρίσκανε πολύ φυσικό να πληρώνουν μισθοφόρους για να υπερασπίσουν την πόλη και να σκοτωθούν γι’ αυτή. Στις ώρες τις πιο σοβαρές βρίσκανε, στην ανάγκη, ανάμεσα στους πολίτες μερικούς ιππείς «που δεν είχαν τίποτε να φοβηθούν», αλλά είχανε έλλειψη σε οπλίτες, «οι οποίοι θα ήσαν εκτεθειμένοι» στον κίνδυνο. Ιππείς και οπλίτες είχαν τουλάχιστο ένα σημείο που τους ήταν κοινό, την απειθαρχία. Σύμφωνα με όσα λέει ο Ξενοφώντας, η απειθαρχία δεν υπήρχε στον ίδιο βαθμό ανάμεσα στους ναύτες. Όμως πρέπει να προσθέσουμε πως τα πληρώματα στρατολογούνταν επίσης με πολύ κόπο. Ο Δημοσθένης μπορεί πολύ καλά να αναφωνεί, με κάποια έξαψη αγανάκτησης, ότι η Αθήνα πρέπει να αντιμετωπίσει τους πολλαπλούς κινδύνους που την απειλούν με στρατό, του οποίου ο πυρήνας τουλάχιστο πρέπει να έχει σχηματισθεί από πολίτες· τον ακούνε, τον χειροκροτούνε, αλλά δεν τον ακολουθούν. Θα χρειασθεί η Χαιρώνεια για να ανοίξει τα μάτια των πολιτών της Αθήνας· όμως η δημοκρατία είχε πάψει να ζει.
Είναι βέβαιο πως η δημαγωγία, περισσότερο από κάθε άλλη αιτία, είχε σκοτώσει τη δημοκρατία- η δημαγωγία, αυτή η «διεστραμμένη» μορφή της δημοκρατίας, όπως θα είχε πει ο Αριστοτέλης. Η ιστορία της Αθήνας αποδείχνει πως δε χρειάζονται πάντα αιματηρές επαναστάσεις για να προκαλέσουν κοινωνικές αναστατώσεις τέτοιας ευρύτητας, ώστε να επιφέρουν την καταστροφή του κράτους. Είναι ακριβές ότι μετά τον 6ο αιώνα π.Χ., εάν εξαιρέσουμε κάποιες χρονιές με διαμάχες κατά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, η Αθήνα δε γνώρισε τους εμφύλιους αγώνες που ρήμαξαν τόσες άλλες ελληνικές πόλεις, όπου ευγενείς και ξωμάχοι, πλούσιοι και φτωχοί αλληλοαποδεκατίζονταν με προγραφές ή εκτελέσεις· αυτό συνέβηκε, γιατί η Αθήνα δεν είχε ποτέ οργανωμένα «κόμματα» και οι ευγενείς της έχασαν πολύ νωρίς το ταξικό τους αίσθημα, και ακόμα γιατί ο λαός κατάλαβε πως ήταν πολυαριθμότερος και συνεπώς πιο δυνατός από οπουδήποτε αλλού και ότι μπορούσε να πετύχει με νόμιμη πίεση ό,τι σε άλλα μέρη το αποσπούσε με τη βία. Όμως ας σκεφθούμε κάτι· η Αθήνα στάθηκε μεγάλη όσον καιρό αρίθμησε μεγαλογαιοκτήμονες, μεγαλοαστούς, μεγαλέμπορους· η περιουσία τους ζωντάνευε τους κάμπους, τη θάλασσα, την πόλη. Από τη μέρα που η δυστυχία ώθησε το πλήθος να τους αποσπάσει τα κέρδη τους, η παρακμή αρχίζει. Κατ’ αυτή την έννοια μπορούμε να γράψουμε πως ο 4ος αιώνας π.Χ. στάθηκε αποφασιστικός αιώνας για την ιστορία της Αθήνας, επειδή είδε το πλήθος να επιβάλλει τον ανήλεο νόμο του σε μια μειοψηφία που το είχε οδηγήσει στη δόξα.
Μοιραία εξέλιξη, λογική συνέπεια της πολιτικής του Περικλή και, για να τα συνοψίσουμε όλα σε μια λέξη, του σοσιαλισμού του. Ο μεγάλος Αλκμεωνίδης, για να πραγματοποιήσει ένα πρόγραμμα που η μεγαλουργία του μας συγκινεί ακόμα, δεν είχε διστάσει να μεταμορφώσει ελεύθερους πολίτες σε κρατικούς μισθοσυντήρητους. Όταν πήραν τη συνήθεια να βλέπουν στο κράτος έναν ευεργέτη, κανείς δεν μπορούσε να ελπίζει λογικά πως θα υπήρχαν άνθρωποι που θα έπαυαν να θεωρούν σαν δικαίωμά τους ό,τι δεν ήταν παρά μια ονειρεμένη οπτασία σε καιρό ευημερίας. Ίσως, εξάλλου, να υπήρξε άλλο πράγμα στην Αθήνα. Είναι σχεδόν αδύνατο για οποιονδήποτε αρνείται να παίξει ρόλο δημοκόπου με λαϊκίστικες τάσεις, να μην υπογραμμίσει το πιο αισχρό κακό της δημοκρατίας, το μίσος της κατά των εκλεκτών και επωνύμων- Εκλεκτών και επωνύμων από γεννησιμιού τους. Σ’ ένα πάπυρο που ανακαλύφθηκε πρόσφατα βρίσκουμε να διαβεβαιώνεται χωρίς καμιά αμφιβολία και με την πιο εδραία πεποίθηση το «γεγονός πως από τη φύση είμαστε όλοι και σε όλα πανομοιότυποι από γεννησιμιού μας- όλοι εισπνέουμε τον αέρα με το στόμα και τα ρουθούνια. Επομένως οι άνθρωποι «οι γεννημένοι από καλή γενιά»είναι «γεννημένοι» όπως και οι άλλοι. Οι εκλεκτοί του πλούτου απ’ τη μεριά τους υποκινούν τόση ζηλοφθονία «ώστε», διαπιστώνει ο Ισοκράτης, «οι πιο φτωχοί θα βρίσκανε λιγότερη ικανοποίηση στο να ιδιοποιηθούν τα αγαθά των πλουσίων από το να τους απογυμνώσουν από αυτά». Για τους εκλεκτούς του πνεύματος, τέλος, έχει οπωσδήποτε σημασία ότι ο Αριστοφάνης μπόρεσε να βάλει ένα από τα πρόσωπά του να πει πως «η διακυβέρνηση της πολιτείας δεν είναι υπόθεση κάποιου μορφωμένου»· και έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία ότι στην πατρίδα του Σωκράτη και του Δημοσθένη τους άκουσαν και τους δύο τόσο λίγο και ότι τα πρόσωπα που διεύθυναν την πόλη κατά τη διάρκεια του 4ου π.Χ. αιώνα στάθηκαν μετριότητες, ολοένα και πιο καταθλιπτικές. Κοντολογίς ο λαός έχει κυβερνήτες ανάλογούς του.
Βέβαια η Αθήνα στάθηκε κάποια στιγμή στο χείλος του γκρεμού και κατά κάποιο τρόπο μπόρεσε να δημιουργήσει απατηλές εντυπώσεις. Διατηρεί τον 4ο αιώνα π.Χ. την καλλιτεχνική και την πνευματική υπεροχή της. Είναι πάντα η πρωτεύουσα της διανόησης και η αγαπημένη διαμονή του Πλάτωνα. Είναι η πατρίδα του Ξενοφώντα, το βήμα των μεγάλων ρητόρων. Εξάλλου διστάζει μπροστά σε μερικές υπερβολές. Αφήνει φιλοσόφους και κωμικούς ποιητές να επεξεργάζονται θεωρίες που πρεσβεύουν την ολοκληρωτική κοινοκτημοσύνη· δεν τις εφαρμόζει. Επιτρέπει να μιλάνε για το μοίρασμα των γαιών ή για την κατάργηση των χρεών· όμως συνεχίζει να σέβεται την αρχή της ιδιοκτησίας, πράγμα το οποίο είναι προς τιμή της. Δεν είναι λιγότερο αλήθεια πως υποφέρει από μια βαθιά πολιτικοκοινωνική κακοδαιμονία. «Δεν υπάρχει τίποτε σωστό στους καιρούς που είμαστε», αναστενάζει ο Ευριπίδης· ο Αριστοφάνης απαντάει παρωδώντας τον: «Δεν υπάρχει τίποτε το καλό στην εποχή που ζούμε». Ακούστε, για να τελειώσουμε, αυτές τις θλιβερές σκέψεις. «Η πατρίδα είναι παντού, όπου ζει κανείς άνετα», τολμάει να δηλώσει κυνικά ένα πρόσωπο της κωμωδίας. «Υπάρχουν πολίτες που δέχονται την ιδέα πως η πατρίδα είναι παντού όπου έχουν τα συμφέροντά τους», διαπιστώνει με λύπη ένας ρήτορας. Όταν πλανώνται στον αέρα παρόμοιες κουβέντες, κάτι δεν πάει καλά. Βρίσκεται λοιπόν σε μια κατάσταση ελάχιστης αντίστασης η Αθήνα, όταν θα αντιμετωπίσει τον πιο σοβαρό κίνδυνο που γνώρισε μετά τους Μηδικούς Πολέμους, την επίθεση δηλαδή της Μακεδονίας.
--------------------------------
«Οὐκ ἔστιν οὐδέν ἀθλιώτερον πατρός, πλήν ἕτερος, ἄν ᾖ πλειόνων παίδων πατήρ.» Μένανδρος (απόσπ. 656 KOCK).