|
Hero
and Leander's farewell - William Turner |
Τραγούδησε, θεά, τον λύχνον, τόν μάρτυρα κρυφών ερώτων, καί τον νυκτερινόν κολυμβητήν τών νυμφικών τραγουδιών, πού διαπλέουν τήν θάλασσαν, καί τόν σκοτεινόν γάμον, πού δέν τόν είδε ή άθάνατη ‘Ηώς (ή αύγή), καί τήν Σηστόν καί τήν ‘Αβυδον, όπου έγινε ο νυκτερινός γάμος τής Ηρούς.
‘Ακούω μαζί τον Λέανδρον, πού κολυμβά καί τόν λύχνον, τόν λύχνον πού άναγγέλλει τήν ύπηρεσίαν (τήν έκδούλευσιν) τής ‘Αφροδίτης, τόν άγγελιαφόρον, πού έτοιμάζει τόν γάμον τής Ήρούς, ή όποία παντρεύεται τήν νύκτα, τόν λύχνον, τήν χαράν τού έρωτος, τόν οποίον μακάρι νά ώδηγούσε ό αίθέριος Ζεύς ύστερα από τόν νυκτερινόν άθλον (τό νυκτερινόν κατόρθωμα) είς τήν συνάθροισιν τών άστρων, Καί να άποκαλέση αυτόν νυμφικόν άστρον τών ερώτων, διότι ύπήρξε βοηθός (ό λύχνος) ερωτομανών πόνων• καί διεφύλαξε τήν άγγελίαν (τήν άποστολήν του ώς άγγελιαφόρου) τών ακατασιγάστων ερώτων, μέχρις ότου εφύσηξε φοβερός εχθρικός άνεμος.
Αλλά έλα, θεά, τραγούδησε μαζί μ’ έμένα το σύγχρονο τέλος τού λύχνου, πού έσβησε, καί τού Λεάνδρου, πού χάθηκε.
‘Η Σηστός καί ή Άβυδος ήσαν απέναντι, πλησίον είς την θάλασσαν, καί είναι πόλεις γειτονικές ό δέ “Ερως, τεντώνοντας τά τόξα του, έρριξε ένα βέλος έναντίον καί τών δύο πόλεων κι’ έφλόγισε ένα νέον καί μίαν παρθένον• καί τό όνομά των ήτο Λέανδρος ό θελκτικός καί ή παρθένος ‘Ηρώ.
Καί ή μέν ‘Ηρώ κατοικούσε είς τήν Σηστόν, ό δέ Λέανδρος είς τήν πόλιν τής ‘Αβύδου, καί ήσαν καί οί δύο των πανέμορφα άστέρια είς τάς δύο πόλεις, όμοια μεταξύ των. ‘Εσύ δέ, έάν κάποτε περάσεις άπό εκεί, να αναζητήσεις για χάρη μου κάποιον πύργον, όπου κάποτε εστέκετο ή Σηστιάς (ή έκ Σηστού καταγομένη) ‘Ηρώ, κρατούσα στά χέρια ένα λύχνον: καί καθοδηγούσε τόν Λέανδρον•
ν’ αναζητήσης επίσης τόν πορθμόν (τό πέρασμα) τής αρχαίας ‘Αβύδου, πού ακούεται ό θόρυβος τής θαλάσσης, όταν είναι ταραγμένη, καί ό όποίος κλαίει (θρηνεί) ακόμη την μοίραν καί τόν έρωτα τού Λεάνδρου.
Αλλά άπό πού ό Λέανδρος, πού είχε τό σπίτι του στήν “Αβυδο, έπόθησε τήν ‘Ηρώ καί παρέσυρε καί έκείνην είς τά δίχτυα τού πόθου; ‘Η ‘Ηρώ, μιά χαριτωμένη παρθένος, πού έτυχε νά έχη θεότρεφτο αίμα, ήταν ιέρεια τής Κύπριδος (τής ‘Αφροδίτης), καί ήταν άπειρος άπό γάμους, καί κατοικούσε είς ένα πύργον τών προγόνων της πλησίον τής γειτονικής θαλάσσης, καί ήταν μιά άλλη βασίλισσα Κύπρις• άπό φρονιμάδα δέ καί συστολή ποτέ δέν συναναστράφηκε συγκεντρωμένες γυναίκες, ούτε ποτέ έλαβε μέρος σε χορό πού προσφέρει χαρά είς τίς νέες τής δικής της ηλικίας, επειδή απέφευγε τις ζηλότυπες κατηγορίες τών γυναικών•
καί πράγματι οι γυναίκες είναι ζηλότυπες για την χαρά τών άλλων’
άλλά πάντοτε εξευμένιζε την Κυθέρειαν Άφροδίτην, καί πολλές φορές κατεπράϋνε μέ θυσίες καί τόν “Ερωτα μαζί μέ τήν επουρανίαν μητέρα του, επειδή έτρεμε (εφοβείτο) τήν φλογεράν φαρέτραν του.
‘Αλλ ούτε μέ αύτόν τόν τρόπον κατόρθωσε νά αποφύγη τά βέλη του πού αποπνέσυν φωτιά.
‘Εφθασε λοιπόν ή παλλαϊκή εορτή τής Κύπριδος, τήν όποίαν τελούν είς τήν Σηστόν πρός τιμήν τού Αδώνιδος καί τής Κυθερείας, κι’ έσπευδαν να έλθουν είς τήν αγίαν ήμέραν όλοι μαζί, όσοι κατοικούσαν είς τά άκρα τών νησιών, πού περιβάλλονται άπό τήν θάλασσαν• άλλοι μεν άπό τήν Αιμονίαν καί άλλοι άπό τήν θαλασσινήν Κύπρον• ούτε καμμιά γυναίκα παρέμενε είς τις πόλεις τών Κυθήρων ούτε κανείς πού νά μή χορεύη εις τα πτερά τού ευώδους (τού μυρωδάτου) Λιβάνου•
ούτε κανείς άπό τούς περιοίκους έλειψε τότε άπό την εορτή, ούτε κάτοικος τής Φρυγίας ούτε αστός τής γειτονικής ‘Αβύδου, ούτε κανείς νέος πού αγαπάει τις κοπέλλες διότι πράγματι εκείνοι (οι νέοι), πηγαίνουν πάντοτε όπου γίνεται λόγος δι’ εορτή, τρέχουν εσπευσμένως εκεί όχι τόσον δια να
προσφέρουν θυσίας εις τούς θεούς, όσον δια τα κάλλη (δια να δουν τα κάλλη) τών παρθένων, πού συγκεντρώνονται εκεί (εις τον τόπον τής εορτής).
Η δε παρθένος ‘Ηρώ επορεύετο (επήγαινε) εις τον ναό τής θεάς, ακτινοβολούσα με τήν λάμψη τού ωραίου προσώπου της, καί έμοιαζε σάν λευκομάγουλη ανατέλλουσα σελήνη, ενώ τα άκρα τών λευκών παρειών της κοκκίνιζαν κυκλικά σάν το δίχρωμο ρόδο, όταν βγαίνει από τούς κάλυκες αληθινά θα μπορούσε κανείς να πει ότι εις τα μέλη τής Ήρους ανεφάνει ένα τοπίον άπό ρόδα διότι το χρώμα τών μελών της έκοκκίνιζε• ένώ δέ έβάδιζε κάτω από τα σφυρά τής κόρης μέ τόν λευκόν χιτώνα έλαμπαν ρόδα•
καί πολλές Χάριτες άπέρρεαν άπό τό σώμα (τής Ηρούς). Οι δε παλαιοί είπαν ψέματα ότι τρείς Χάριτες έγεννήθησαν• καί το μάτι τής Ηρούς γελαστό άνθιζε σάν τα μάτια εκατό Χαρίτων.
‘Αληθινά ή Κύπρις (ή ‘Αφροδίτη) βρήκε ίέρειαν, πού ήτο αντάξιά της.
Ετσι αυτή (ή ‘Ηρώ), αναδειχθείσα πρώτη μεταξύ πολλών γυναικών ως ιέρεια τής Κύπριδος, εφαίνετο σάν νέα Κύπρις.
Είσεχώρησε δέ (ή ‘Ηρώ) είς τάς απαλάς φρένας (είς τά μαλακά μυαλά) τών νέων• καί δέν υπήρχε κανείς άνδρας, πού να μη επιθυμούσε να έχει την ‘Ηρώ μαζί στο δικό του κρεββάτι.
Κι’ αύτή βέβαια, όπου κι’ αν περιεφέρετο μέσα εις τόν ναόν μέ τα ωραία θεμέλια, είχε ώς άκόλουθον τόν νούν καί τα μάτια καί τάς επιθυμίας τών ανδρών•
καί κάποιος μεταξύ τών νέων κατελήφθη άπό θαυμασμόν καί είπε τα έξής λόγια:
Επήγα καί εις την Σπάρτην καί είδα τήν πόλιν ιής Λακεδαίμονος, όπου ακούομεν διά τήν μάχην καί τον άγώνα τών χαρών•
τέτοια όμως νέα ποτέ δεν είδα, τόσον ωραία καί τρυφερή
καί ίσως ή Κύπρις έχει μίαν άπό τις νεώτερες Χάριτες,
Εκουράσθηκα να την παρατηρώ, αλλά όμως δέν έχόρτασα νά τήν βλέπω.
Είθε αμέσως να πεθάνω, αφού προηγουμένως ανεβώ εις το κρεβάτι της Ήρούς’
Δέν θά επιθυμούσα εγώ να είμαι θεός εις τον Όλυμπο, εάν είχα δική μου σύζυγο εις το σπίτι μου την ‘Ηρώ.
‘Εάν όμως δεν αρμόζει εις εμέ να θωπεύω την δική σου ιέρεια,
είθε, ω Κυθέρεια, να μου δώσεις όμοια νέα σύζυγο (σάν την ‘Ηρώ).
Αυτά περίπου έλεγε κάποιος από τούς νέους• κι• άλλος από εδώ, άλλος από εκεί αποκρύπτων τήν πληγήν του (τό ερωτικόν τραύμα) είχε καταληφθή υπό ερωτικής μανίας άπό το κάλλος τής κόρης.
‘Αλλά εσύ, δυστυχισμένε Λέανδρε, καθώς είδες τήν ώραίαν κοπέλλα, δέν ήθελες νά βασανίζης τό μυαλό σου μέ κρυφά κεντρίσματα, αλλά κατενικήθης απροσδόκητα από τα βέλη, πού αποπνέουν φωτιά, καί δεν ήθελες να ζείς αποχωρισμένος από την περικαλλή (τήν ωραιοτάτη) ‘Ηρώ.
Μαζί δέ μέ τάς άκτίνας τών βλεφάρων της έμεγάλωνε καί ή έρωτική φωτιά (τού Λεάνδρου), καί ή καρδιά του έκόχλαζε άπό τήν όρμήν τού άκατανικήτου πυρός.
Διότι τό περιπόθητον κάλλος αψόγου γυναικός καθίσταται όξύτερον είς τούς άνθρώπους άπό ένα πτερωτό βέλος•
καί τό μάτι (τό κοίταγμα μέ τό μάτι) είναι ό δρόμος• από τις βολές τού ματιού γλιστράει ή πληγή (ή ερωτική πληγή) καί βαδίζει πρός τήν καρδιά τού ανδρός.
Κατέλαβε δέ τότε αυτόν (τόν Λέανδρον) έκπληξις, αναίδεια, τρόμος, ντροπή• έτρεμε μέν ή καρδιά του, ή δέ ντροπή ήταν δυνατόν νά τόν κυριεύση•
έκ τής έκπλήξεως τό είδος (ή μορφή του) ήταν άριστον, ο έρωτας όμως τόν άπεχώρισεν άπό τήν έντροπήν•
καί μέ θάρρος άποκλίνων λόγω τού έρωτός του πρός τήν αναίδεια βάδιζε ήσυχα (μέ ηρεμία) καί έστάθηκε άπέναντι άπό τήν κόρην’
καί κοιτάζοντας λοξά έρριξε περιστροφικώς δολερές ματιές, παραπλανώντας τό μυαλό τής κοπέλλας μέ νεύματα, χωρίς νά όμιλή:
Αυτή δε, καθώς αντελήφθηκε τόν δόλιον πόθον τού Λεάνδρου, έχαιρε γιά τήν δόξα• μέ ήσυχίαν (μέ ήρεμίαν) δέ καί αύτή πολλές φορές δέν άπέκρυψε τήν δική της ερωτική ματιά, καί με νεύματα κρυφά έπρόδιδε εΙς τόν Λέανδρον (τήν έρωτικήν της έπιθυμίαν).
Καί πάλιν όμως ή κόρη οπισθοχωρούσε’ αλλά ή καρδιά εκείνου έθερμάνθη (ζεστάθηκε), διότι άντελήφθη ή κόρη τόν πόθον του καί δέν τόν άπέκρουσε.
‘Εφ’ όσον μέν λοιπόν ό Λέανδρος άναζητούσε λαθραίαν ώραν, (ώραν μυστικήν, εύκαιρίαν διά νά πλησιάση κρυφά τήν ‘Ηρώ), ή ‘Ηώς έσταμάτησε τό φώς καί κατέβαινεν εις τήν δύσιν•
άπό δέ τήν άπέναντι περιοχήν άρχισε νά φωτίζη ό άστήρ “Εσπερος μέ τήν βαθειά σκιά του.
Τότε έκείνος (ό Λέανδρος) έπροχώρησε πλησίον πρός τήν κόρην, καθώς είδε νά ξεπηδά μαύρη όμίχλη•
καί μέ ήρεμίαν έπίεζε τά ρόδινα δάκτυλα τής κόρης εστέναζε από τό βάθος (τής καρδιάς του) κατά τρόπον, που δέν είναι δυνατόν νά πή κανείς• έκείνη όμως σιωπηλά, σάν ώργισμένη άπέσπασε (έτράβηξε) τό ρόδινο χέρι της.
‘Εκείνος όμως, όταν άντελήφθη τά ένδοτικά νεύματα τής κόρης, θαρραλέα έσυρε (έτραβούσε) μέ τά χέρια του τόν πολυποίκιλον χιτώνα καί τήν ώδήγησε είς τούς σκοτεινούς χώρους τού πολυτελούς ναού,
Καί μέ όκνηρά βήματα τόν άκολουθούσε ή παρθένος ‘Ηρώ, παριστάνουσα ότι δέν ήθελε, καί ξεφώνησε, άπειλούσα τόν Λέανδρον μέ γυναικεία λόγια:
Ξένε, διατί φέρεσαι μέ μανίαν; διατί, δυστυχισμένε, σύρεις (τραβάς) έμέ τήν παρθένον; πάρε άλλον δρόμον, καί άφησε τόν ίδικόν μου χιτώνα, διά νά άποφύγης τήν όργήν τών πλουσίων γονέων μου.
Δέν άρμόζει σέ σένα νά έγγίζης τήν ίέρειαν τής θεάς Κύπριδος• είναι άδύνατον νά φθάσης εις τό κρεββάτι παρθένου. Αυτά τού είπε απειλητικά ή ‘Ηρώ, πού έμοιαζαν μέ παρθενι κά λόγια.
“Οταν όμως ό Λέανδρος ήκουσε τά άπειλητικά γυναικεία λόγια, κατάλαβε ότι αύτά ήσαν σημάδια (άποδείξεις), πού δείχνουν αί παρθένες. όταν ύποχωρούν όταν θέλουν. Καί πράγματι όταν αί γυναίκες άπειλούν τούς νέους, αύταί οι άπειλαί είναι άφ’ έαυτών άγγελοι (ένδείξεις) έρωτικών συνομιλιών.
Αφού δέ έφίλησε τόν εύώδη καλλίχρωμον αύχένα τής κόρης, κτυπημένος άπό τήν μανίαν τού έρωτικού πόθου, τής είπε αύτά τά λόγια Εσύ είσαι γιά μένα ή άγαπητή Κύπρις ύστερα από τήν Κύπριν καί ή ‘Αθηνά ύστερα άπό τήν Αθηνάν,
διότι έγώ δέν σέ θεωρώ ίσην μέ τίς γήϊνες γυναίκες, άλλά σέ παρομοιάζω μέ τάς θυγατέρας τού Διός, υιού τού Κρόνου. Εύτυχής ήτο έκείνος, πού σε έσπειρε, καί ευτυχισμένη ή μητέρα, πού σ’ έγέννησε,
καί μακαριωτάτη ή κοιλιά, πού σέ κυοφορούσε. ‘Αλλ’ άκουσε τις παρακλήσεις μου καί εύσπλαχνίσου (λυπήσου) τόν ίσχυρόν πόθον μου.
‘Εσύ σάν ίέρεια πού είσαι τής Κύπριδος, πρέπει νά άσκής τά έργα τής Κύπριδος. “Ελα έδώ καί τέλεσε τά θέσμια τού γάμου. Δέν άρμόζει εις τήν Άφροδίτην νά ύπηρετήται άπό παρθένον.
‘Η Κύπρις δέν θερμαίνεται μέ τάς παρθένους. ‘Εάν όμως θελήσης νά μάθης τά έρωτικά θέσμια τής θεάς καί τις άληθινές τελετουργίες, ύπάρχει ό γάμος καί τό κρεββάτι. Σύ δέ, έάν άγαπάς τήν Κυθέρειαν, άποδέξου τόν εύχάριστον θεσμόν τών έρώτων, πού θέλγουν τόν νούν καί έμέ τόν ίδικόν σου ίκέτην πρόσεχε, καί, άν θέλης, πάρε με σύζυγόν σου, έμέ πού μέ έπιασε γιά χάρι σου μέ τά ιδικά σου βέλη ό “Ερως, όταν μέ συνήντησε.
- Ετσι ό ταχύς ‘Ερμής μέ τό χρυσό κηρύκειον έφρόντισε νά είναι ύπηρέτης ό γενναίος ‘Ηρακλής είς τήν νύμφην Ίορδανίαν. •Αλλά έμένα έστειλε σέ σένα ή Κύπρις καί δέν μέ ώδήγησεν ό σοφός ‘Ερμής.
Δέν έχεις λησμονήσει τήν Άταλάντην, τήν κόρην άπό τήν Άρκαδίαν, πού κάποτε άπέφυγε τό κρεββάτι, όταν τήν άγάπησε ό Μελανίων, έπειδή έφρόντιζε τήν παρθενικότητά της• άφού όμως έθύμωσε ή ‘Αφροδίτη, έκείνον πού δέν τόν είχε ποθήσει προηγουμένως, τόν έβαλε όλόκληρον σ’ όλη της τήν καρδιά.
Πείσου καί σύ, άγαπητή μου, στά λόγια μου, διά νά μή διεγείρης τήν όργήν τής ‘Αφροδίτης.
Αυτά τα λόγια είπε (ό Λέανδρος) καί παρέπεισε τό μυαλό τής κόρης, καίτοι αύτή έφαίνετο ότι ήρνείτο, καί παρεπλάνησε τήν καρδιά της μέ λόγια, πού τα γεννάει ο έρως.
‘Η Παρθένος δέ άμίλητη (άφωνος) έμπηξε τήν ματιά της στήν γή, καί άπέκρυπτε άπό ντροπαλότητα ιήν παρειάν της (τό πρόσωπόν της), πού είχε κοκκινίσει, καί έξυνε τήν έπιφάνειαν τής γής μέ τά πόδια της, καί πολλές φορές έντρεπομένη συνέδεε τόν χιτώνά της γύρω άπό τούς ώμους της.
Διότι όλα αύτά προανήγγελλαν ότι έπείσθη (άπό τα λόγια τού Λεάνδρου), ή δέ σιωπή άποτελεί ύπόσχεσιν ότι ή κόρη είχε πεισθή.
Είχε πλέον δεχθή (ή Ηρώ) καί τό γλυκόπικρο ερωτικό κέντρισμα, καί ή καρδιά της έθερμαίνετο (ζεσταίνονταν) μέ τήν γλυκειά φωτιά (φλόγα) τού έρωτος.
Καί θαμβώθηκε άπό τήν όμορφιά τού περιπόθητου Λεάνδρου.
‘Εφ’ όσον μέν λοιπόν ή ‘Ηρώ είχε προσηλωμένα τά μάτια της είς τήν γήν, άλλο τόσο καί ό Λέανδρος δέν άπέκαμε νά βλέπη μέ τά έρωτομανή μάτια του τόν αύχένα τής κόρης μέ τό άπαλόν χρώμα.
Κα άργά όπηύθυνε πρός τόν Λέανδρον γλυκειά φωνή, ένώ άπέσταζε από τό πρόσωπόν της ύγρή κοκκινάδα άπό ντροπή, καί τού είπε:
Ξένε, ίσως καί πέτρα θά μπορέσης να σηκώσης μέ τό ίδικό σου λόγια. Ποιός σού έμαθε τούς δρόμους των πλανερών λόγων;
Ωϊμέ! Ποιός σέ έφερε είς τήν πατρίδα μου; “Ολα όμως αύτά ματαίως τα ξεφώνησες• διότι πώς εσύ, πού είσαι ένας περιπλανώμενος ξένος καί άναξιόπιστος, θά έλθης εις έρωτικήν έπαφήν μέ έμέ;
Άναφανδόν (φανερά) δέν ήμπορούμεν νά κάμωμεν (νά τελέσωμεν) ίερούς γάμους• διότι αύτό δέν θά άρεσε εις τούς γονείς μου• άν όμως θελήσης νά παραμένης εις τήν πατρίδα μου ώς ξένος, πού θά έρχεσαι συχνά, δέν μπορείς κατά τό σκότος νά άποκρύπτης τήν Άφροδίτην. Διότι ή γλώσσα τών όνθρώπων είναι φιλοκατήγορος καί τό έργον πού έκτελεί κάποιος σιωπηρά, τό άκούει είς τάς τριόδους (είς τά τρίστρατα).
Αλλάς πές μου, καί μή τό κρύψης, τό όνομά σου καί τήν πατρίδα σου, διότι τό ίδικόν μου δέν σου διαφεύγει, είναι τό περίφημον Ηρώ.
Η κατοικία μου είναι ένας περιβόητος ύψηλότατος πύργος, όπου διαμένω μονάχη μέ κάποιαν ύπηρέτριαν, έμπρός άπό τήν πόλιν Σηστόν, έπάνω άπό τίς όχθες τής Θαλάσσης μέ τά βαθειά κύματα, καί έχω γείτονα τήν θάλασσαν, κι αύτά όλα έγιναν σύμφωνα μέ τίς μισητές επιθυμίες τών γονέων μου.
Ούτε ύπάρχουν πλησίον μου συνομήλικες, ούτε χοροί νέων παρευρίσκονται• άλλά πάντοτε, νύκτα καί μέρα, βουίζει στά αύτιά μου ό θόρυβος τής άνεμοδαρμένης Θαλάσσης.
Αφού είπε αύτά, άπέκρυψε τό ρόδινο πρόσωπόν της μέ τεμάχιον πανιού, επειδή καί πάλιν ήσθάνετο ντροπή διά τά λόγια της. ‘Ο δέ Λέανδρος, κτυπημένος άπό τό μυτερό κεντρί τού πόθου, έσκέπτετο, πώς θά ήμπορέση νά διεξαγάγη τόν έρωτικόν άγώνα.
Διότι ό δολοπλόκος Ερως, άφού κατανικήσει μέ τά βέλη του ένα άνδρα, καί πάλιν αύτός θά θεραπεύση τήν πληγήν τού άνδρός• καί είς έκείνους πού βασιλεύει, αυτός, πού δαμάζει τά πάντα, είναι καί ό σύμβουλός των• αύτός ό ίδιος βοήθησε τότε καί τόν Λέανδρον, πού κατείχετο άπό τόν πόθον (πρός τήν ‘Ηρώ).
Αφού δέ άργά ώμίλησε, είπε λόγια πολυμήχανα: Παρθένε, για τόν έρωτά μου πρός έσένα θά περάσω καί τό άγριον κύμα, άκόμη καί άν παφλάζη όπως τό πύρ καί άν τά νερά είναι άκατάλληλα για ταξίδι (λόγω τρικυμίας).
Επιζητών τό δικό σου κρεββάτι δέν τρομάζω τό βαρύ κύμα, ούτε φοβούμαι τόν ήχηρόν θόρυβον τής Θαλάσσης. Αλλά πάντοτε έρχόμενος κατά τήν νύκτα ώς ύγρός σύζυγος (ώς σύζυγος πού προέρχεται άπό τά νερά τής Θαλάσσης) θά κολυμβώ εις τόν Ελλήσποντον, πού έχει ισχυρά ρεύματα• διότι ή πόλις τής ‘Αβύδου δέν είναι μακρυά άπό τήν απέναντι εύρισκομένην ίδικήν σου πόλιν.
Μόνον ένα λύχνον γιά μένα βάλε νά φωτίζη άπό τόν ύψηλόν σου πύργον άπό άπέναντι κατά τήν ώραν πού σκοτεινιάζει, διά νά γίνω, άφού άντιληφθώ (τόν λύχνον), πλοίον μεταφέρον τόν ‘Ερωτα, έχων ώς άστέρα (καθοδηγήσεως) τόν ίδικόν σου λύχνον.
Καί κοιτάζοντας (παρατηρώντας) έγώ αύτόν (τόν λύχνον), δέν θά δω ούτε τόν Βοώτην πού δύει, ούτε τόν θρασύν Ώρίωνα ούτε τόν άβρεκτον άστέρα, πού έλκει τήν ‘Αμαξαν• καί θά φθάσω είς τό γλυκύ άγκυροβόλι τής πατρίδος σου, πού είναι στήν άπέναντι άκτή.
‘Αλλά φυλάξου. άγαπητή μου, άπό τούς άνέμους, πού φυσούν σφοδρά, μήπως σβήσουν αύτόν τόν λύχνον, τόν όδηγόν τού βίου μου, πού μού φέρει τό φώς, καί σύ τό ίδικόν μου πραγματικόν όνομα, σού λέγω ότι τό όνομά μου είναι Λέανδρος, σύζυγος τής καλλίζωνης Ήρούς.
Ετσι αύτοί (ό Λέανδρος καί ή Ηρώ) συνεφώνησαν νά σμίξουν σέ κρυφούς γάμους, καί έδωσαν άμοιβαίως βεβαίωσιν, ότι θά διαφυλάξουν (θά διατηρήσουν μυστικήν) καί τήν νυκτερινήν έρωτικήν όμιλίαν (έπαφήν) καί τήν άγγελίαν τών γάμων θά κάμουν μέ τάς μαρτυρίας τού λύχνου•
αύτή μέν νά έκτείνη άναμμένο τό φώς τού λύχνου, αύτός δέ νά διαπλεύση τά μεγάλα κύματα.
‘Αφού δέ διήλθον όλονύχτιες ακόρεστες έρωτικές έπαφές, έχωρίσθησαν μεταξύ των έξ άνάγκης παρά τήν θέλησίν των• έκείνη μέν διέμενε είς τόν ίδικόν της πύργον, άύτός δέ κατά μίαν σκοτεινήν νύκτα, αφού έλαβε σήματα άπό τόν πύργον, διά νά μή παραπλανηθή, έπλεε πρός τήν εύρείαν περιοχήν τής ‘Αβύδου μέ τά ίσχυρά θεμέλια.
Καί νοσταλγούσαν όλονύκτιες κρυφές έρωτικές συνομιλίες, καί πολλές φορές ηύχήθησαν νά έλθη ή νυμφική νύχτα (ή νύχτα πού θά ήρχοντο εις έρωτικήν έπαφήν).
Είχεν έλθει πλέον τό σκοτάδι τής νυκτός μέ τό μαύρο πέπλο, πού φέρει τόν ύπνον εις τούς άνθρώπους, όχι όμως καί εις τόν Λέανδρον, ό όποίος κατείχετο άπό τόν πόθον (πρός έρωτικήν άπόλαυσιν).
Αλλά άνέμενε κοντά εις τίς άκτές τής πολυθορύβου θαλάσσης άγγελίαν λάμπουσαν (φωτεινήν) — μεταδιδομένην μέ τό φώς τού λύχνου — τών γάμων, παραμονεύων τήν μαρτυρίαν τού πολυκλαύστου λύχνου, πού ήτο ό άγγελιαφόρος, ό όποίος βλέπει μακρυά, ό άγγελιαφόρος για τό κρυφό κρεββάτι.
Καθώς όμως ή ‘Ηρώ είδε τήν σκοτεινή μαυρίλα τής μαύρης νυκτός, άναψε τόν λύχνον• καί μέ τό άναμμα τού λύχνου ό “Ερως έφλόγισε τήν καρδιά τού Λεάνδρου, ό όποίος έβιάζετο
ένώ δέ έκαίετο ό λύχνος, μαζί μ’ αύτόν έκαίετο καί ό Λέανδρος.
Άκούων δέ πλησίον τής θαλάσσης τόν πολυθόρυβον βόμβον τών μαινομένων κυμάτων, κατ’ άρχάς μέν έτρεμε, έπειτα όμως, αφού έλαβε θάρρος, είπε αύτά τά λόγια περίπου ώς παρηγορητικά τής καρδιάς του:
Είναι φοβερός ό “Ερως, καί ό πόντος όμως είναι άμείλικτος (σκληρός)• αλλά τής θαλάσσης είναι τό νερό, έμέ όμως μέ φλογίζει έσωτερικώς ή φωτιά τού “Ερωτος.
‘Αρπαξε τό πύρ, καρδιά μου, καί μή φοβήσαι τό νερό, πού τρέχει (ρέει) άφθόνως. “Ελα γιά χάρι μου είς φιλικήν έπαφήν (μέ τό νερό)’ διατί λοιπόν ύπολογίζεις τά κύματα;
Δέν γνωρίζεις, ότι ή ‘Αφροδίτη είναι σπαρμένη (γεννημένη) στή θάλασσα καί ότι αύτή είναι κυρίαρχος τού πόντου (τής Θαλάσσης) καί τών ίδικών μας θλίψεων;
‘Αφού ό Λέανδρος είπε αύτά τά λόγια άπέβαλεν άπό τά άξιέραστα μέλη του (άπό τό άξιέραστο σώμά του) καί μέ τά δύο χέρια του τόν πέπλο καί τόν έσφιξε στό κεφάλι του καί έπήδησεν άπό τήν άκτήν καί ρίχτηκε στήν θάλασσα.
Κι’ έσπευδε συνεχώς πρός τόν λύχνον, πού έλαμπε άπό τό άπέναντι μέρος, καί ήτο αύτός μόνος καί κωπηλάτης καί καράβι πού έπλεε καί έκινείτο από μόνο του.
‘Η δέ ‘Ηρώ άπό ύψηλά από τόν άπόκρημνον πύργον της έφερε τό φώς (βαστάζουσα τόν λύχνον), καί άπό όπου ό άνεμος έφυσούσε ίσχυρές αύρες, πολλές φορές έσκέπαζε τόν λύχνον μέ ένα πανί. μέχρις ότου ό Λέανδρος. άφού ύπέστη πολλές ταλαιπωρίες, έβαλε πόδι εις τήν άκτήν, όπου άγκυροβολούν τα πλοία. Καί τότε άνέβασε αύτόν εις τόν πύργον της• άπό τις θύρες δέ τού πύργου άγκάλιασε σιωπηλά τόν γαμβρόν, πού άσθμαινε (άνέπνεε δύσκολα), καί ένώ έσταζε αύτός άκόμη άφρισμένες σταγόνες τής θαλάσσης, τόν ώδήγησε είς τό βάθος τού νυμφικού παρθενικού δωματίου.
Καί έκαθάρισε όλη τήν έπιδερμίδα του, καί τό σώμά του τό άλειφε μέ λάδι εύοσμο, ρόδινον, καί έξήλειψε τήν όσμήν, πού άπέπνεε τό σώμά του άπό τήν άλμύραν τής Θαλάσσης.
‘Ενώ δέ άκόμη ό Λέανδρος άνέπνεε μέ δυσκολίαν, έχύθηκε έπάνω του είς τά καλοστρωμένα νυμφικά κρεββάτια καί τού έλεγε λόγια, πού άγαπούν οί άνδρες (Πού άρέσουν είς τούς άνδρες), (ή λόγια ένδεικτικά τής άγάπης της πρός τούς άνδρες):
Γαμβρέ μου, πολλά ύπέφερες, καί σού είναι πολύ τό άλμυρό νερό καί ή όσμή άπό τό ψάρια τής πολυθορύβου Θαλάσσης• έλα έδώ, καί άπόθεσε τούς ίδρώτάς σου είς τούς ίδικούς μου κόλπους. Αυτά τού είπε έκείνη• κι αύτός άμέσως τής έλυσε τήν ζώνην, καί έφήρμοσαν τούς νόμους τής Κυθέρειας πού έχει καλές διαθέσεις.
Ητο γάμος, άλλά χωρίς χορόν ήτο κρεββάτι (γαμήλιος πράξις), άλλά χωρίς ύμνους• κανείς άοιδός δέν είπε εύφημιστικό τραγούδι πρός τιμήν τής “Ηρας, πού προστατεύει τόν γάμον•
δέν άστραποβόλησε τό φώς τών λαμπάδων είς τό νυμφικό κρεββάτι ούτε κανείς έπήδησε σέ χορό, μέ γρήγορες πολλές κινήσεις, ούτε ό πατέρας της έτραγούδησε τό γαμήλιο τραγούδι ούτε ή σεβαστή μητέρα της’ άλλ’ άφού έστρωσε τό κρεββάτι σέ ώρες, πού τελειώνουν οί γάμοι, ή σιωπή έστησε τόν νυμφικόν θάλαμον καί ή ομίχλη (ή σκοτεινιά) έφρόντισε τήν νύμφην•
ή νύχτα ήταν έκείνη που παρεσκεύασε εις αυτούς τόν γάμον, ούτε ποτέ ή Ηώς (τό φώς τής ήμέρας) είδε τόν Λέανδρον ώς γαμβρόν είς τό πολυφημισμένα κρεββάτια• καί κολυμπούσε πάλιν πρός τήν περιοχήν τής Αβύδου, πού ήτο άπέναντι (άπό τήν Σηστόν), άνατινέων άκόμη άχόρταστος τούς όλονύκτιους γάμους.
Η δέ ‘Ηρώ μέ τόν έλικοειδή πέπλον, λησμονούσα τούς ίδικούς της γονείς, κατά μέν τήν ήμέραν ήτο παρθένος, κατά δέ τήν νύκτα γυνή (γυναίκα παντρεμένη). Καί οί δύο τους πολλές φορές ηύχήθησαν νά κατέβη είς τήν δύσιν ή Ηώς (νά νυκτώση).
Ετσι αύτοί (ό Λέανδρος καί ή ‘Ηρώ) άποκρύπτοντες τήν έρωτικήν των άνάγκην, έτέρποντο μεταξύ των άπό τήν κρυφήν Κυθέρειαν.
Αλλά έζησαν όλίγον χρόνον, καί ούτε άπέλαυσαν έπί πολύ μεταξύ των τούς πολυπλανεμένους γάμους των•
άλλ• όταν ήλθεν ή έποχή τού παγερού χειμώνος, πού δονούνταν φρικτές οι πολυστρόβιλες θύελλες, τα δέ άσταθή βάθη καί τά ύγρά θεμέλια τής θαλάσσης τά έτράνταζαν συνεχώς οί άνεμοι, πού φυσούν τόν χειμώνα, καί έμαστίγωναν όλην τήν θάλασσαν μέ λαίλαπας• ένώ δέ ήδη χτυπιόταν άπό τά κύματα ή θάλασσα, άνέσυρε μαύρο καράβι άπό τήν είς δύο διηρημένην ξηράν, έπειδή ό ναύτης ήθελε νά αποφύγη τήν χειμερινήν καί μή παρέχουσαν έμπιστοσύνην θάλασσαν.
‘Αλλά ούτε ό φόβος τής χειμερινής θαλάσσης σέ ήμπόδισε, ίσχυρόκαρδε Λέανδρε• ή ύπηρεσία όμως τού πύργου, πού έσήμαινε (πού σού έκαμνε σήματα) τό συνειθισμένο φώτισμα τών γάμων, σέ παρώτρυνε νά άδιαφορήσης διά τήν μαινομένην θάλασσαν, ή άσπλαγχνος καί άναξιόπιστος. • Αλλ’ είθε ή δυστυχής ‘Ηρώ διαρκούντός τού χειμώνος (κατά τήν διάρκειαν τού χειμώνος) νά έμενε μακρυά άπό τόν Λέανδρον καί νά μή άναπτε πλέον τόν όλιγοχρόνιον άστέρα (τόν λύχνον) τών κρεββατιών (γιά τό κρεββάτι).
Αλλά τήν έξηνάγκασε ό πόθος καί ή μοίρα• έπειδή δέ ήτο μαγευμένη, άναβε τό δαυλί γιά τίς μοίρες, καί δέν άναβε πλέον τό δαυλί των Έρώτων.
Ήταν νύχτα, όταν άνεμοι πνέοντες μέ πολύ μεγάλην σφοδρότητα,
άνεμοι, πού έρριιπαν άκόντια μέ τα χειμερινά φυσήματα. έπέπεσαν όμαδικά επάνω στήν ακρογιαλιά.
Τότε άκριβώς καί ό Λέανδρος, μέ τήν ελπίδα τής νύμφης, πού είχε συνηθίσει,
παρεσύρετο έπάνω είς τά νώτα τών κακόηχων θαλασσίων κυμάτων.
Ήδη τό ένα κύμα έκυλίετο έπάνω εις τό άλλο καί τό νερό άνακατωνόταν•
ό πόντος άνεμειγνύετο μέ τόν αίθέρα και από όλες τίς μεριές άνεσηκώνετο ή βοή τών άλληλομαχομένων κυμάτων• ό Εύρος έπνεεν έναντίον τού Ζεφύρου, καί ό Νότος άφινε μεγάλας απειλάς εναντίον τού Βορρά•
καί ό κρότος τής πολυθορύβου Θαλάσσης ήτο άκατάπαυστος.
0 δέ δυστυχής Λέανδρος μέσα στούς άδυσώπητους θαλασσοστροβίλους πολλές φορές παρεκάλεσε τήν θαλασσινήν Άφροδίτην καί πολλές πάλιν φορές τόν ίδιον τόν άνακτα τής Θαλάσσης, τόν Ποσειδώνα•
καί δέν άφησεν άμνημόνευτον τόν Βορέαν τής Αττικής νύμφης•
άλλά κανείς άπ’ αύτούς δέν τόν έβοήθησε, καί ό ‘•Ερως δέν άπέκρουσε τάς μοίρας.
Κτυπούμενος δέ ό Λέανδρος άπό παντού άπό τήν άκαταγώνιστον όρμήν τών έγειρομένων κυμάτων έφέρετο άπό έδώ καί από εκεί, ή όρμή δέ τών ποδών του έγονάτισε (έκάμφθη), καί ή δύναμις τών διαρκώς (άδιακόπως) κινουμένων χεριών του ήτο άκλόνητος.
Καί πολύ νερό έρρεε (έτρεχε) αύτομάτως άπό τόν λαιμόν του, καί έπιε άχρηστο άλμυρό ποτό άπό τήν άπέραντη θάλασσα•
καί τότε έσβησε ό πικρός άνεμος τόν λύχνον καί μαζι μ’ αύτόν καί τήν ψυχήν (τήν ζωήν) καί τόν έρωτα τού πολυταλαιπωρημένου Λεάνδρου.
Εκείνη δέ, έπειδή άκόμη άργοπορούσε (ό Λέανδρος), έστέκετο μέ ξαγρυπνημένα μάτια ταραγμένη από τίς πολύκλαυστες άνησυχίες της.
Καί ήλθεν ή Αυγή, καί ή Ηρώ δέν είδε τόν γαμβρόν, καί παντού έστρεφε τά μάτια της είς τήν εύρείαν έπιφάνειαν τής θαλάσσης,
μήπως άτενίση τόν σύζυγόν της περιπλανώμενον κάπου, ενώ έσβηνεν ό λύχνος. Οταν όμως είδε νεκρόν τόν σύζυγόν της πλησίον εις τήν βάσιν (είς τά θεμέλια) τού πύργου, κόμματιασμένον έπάνω εις τούς βράχους, διέρρηξε (έξέσχισε) τόν ώραίον χιτώνα γύρω
άπό τά στήθη της κι έπεσε άπό τόν ύψηλόν πύργον μέ τό κεφάλι πρός τά κάτω μετά πολλού θορύβου.
Κι’ άπέθανε ή ‘Ηρώ έπάνω εις τόν χαμένον σύζυγόν της, άπέλαυσε δέ ό ένας τόν άλλον καί κατά τήν τελευταίαν καταστροφήν.
Hero and Leander -Henry Hugh Armstead c.1875