Τόσο οι Επικούρειοι όσο και οι Στωικοί χώριζαν τη φιλοσοφία σε τρεις κλάδους, στην ηθική, στη φυσική και στη λογική, και αμφότεροι θεωρούσαν ότι η φυσική και η λογική υπάγονταν στην ηθική. Και οι δυο σχολές επέμεναν ότι κύριος σκοπός της φιλοσοφίας ήταν η κατάκτηση της ευτυχίας, και ότι για να είναι ευτυχής ο άνθρωπος πρέπει να ζει απαλλαγμένος υπό το άγχος και τον φόβο. Αλλά επειδή, όσο παραμένει αδαής σε σχέση με τις αιτίες των φυσικών φαινομένων, θα συνεχίσει να βασανίζεται από παράλογους φόβους, έπεται ότι πρέπει να μελετήσει τη φυσική καθώς και την ηθική φιλοσοφία. Παρ’ όλο που Επικούρειοι και Στωικοί διαφωνούσαν τόσο στο ζήτημα του υπέρτατου αγαθού όσο και σε πολλά θεμελιώδη προβλήματα της φυσικής, αμφότεροι υποστήριζαν ότι το βασικό κίνητρο για τη διερεύνηση των προβλημάτων αυτών ήταν η κατάκτηση της αταραξίας.
Ο Επίκουρος, που γεννήθηκε στη Σάμο από Αθηναίους γονείς γύρω στο 341 π.Χ. και ίδρυσε τη σχολή του, τον Κήπο, στην Αθήνα στα τέλη του ίδιου αιώνα, δηλώνει κατηγορηματικά στο σύγγραμμά ίου Κύριαιδόξαι (11) ότι «αν δεν μας βασάνιζαν υποψίες για τα ουράνια φαινόμενα και σε σχέση με τον θάνατο, μήπως τελικά σημαίνουν κάτι για μας, και ακόμη η αδυναμία μας να διακρίνουμε τα όρια του πόνου και των επιθυμιών, δεν θα μας χρειαζόταν η μελέτη της φύσης». Και στην Επιστολή προς Πυθοκλήν (85) υποστηρίζει «να θυμάσαι ότι η μελέτη των ουράνιων φαινομένων δεν έχει άλλο σκοπό… από την αταραξία και τη βέβαιη πίστη». Καταφέρεται επανειλημμένα κατά της δεισιδαιμονίας και της μυθολογίας. «Ηλιοστάσια, εκλείψεις, ανατολές και δύσεις» κ.ο.κ. συμβαίνουν «χωρίς την αρωγή ή τη διαταγή» των θεών, και η τακτικότητα των φαινομένων στον ουρανό οφείλεται στη διευθέτηση των ατόμων και όχι στον θεό (Επιστολή προς Ηρόδοτον, 76 κ. εξ.). Αλλά παρ’ όλο που η φυσική επιστήμη χρησιμοποιείται για την κατάρριψη ψευδών θρησκευτικών πεποιθήσεων, η συνέχιση της μελέτης της φυσικής θεωρείται περιττή εφόσον έχει φτάσει κανείς οε κάποιες εξηγήσεις για φαινόμενα τα οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οφείλονται σε υπερφυσικές δυνάμεις ή που θα μπορούσαν, με άλλο τρόπο, να γεννήσουν παράλογους φόβους.
Πάντως, ο ίδιος ο Επίκουρος προχώρησε τις έρευνες του σε ορισμένα προβλήματα της φυσικής πολύ περισσότερο απ’ όσο θα υπέθετε κανείς, με δεδομένα τα κίνητρά του. Οι κύριες πηγές μας για τη φυσική του είναι οι Επιστολές προς Ηρόδοτον και προς Πυθοκλήν, ενώ το λατινικό ποίημα Περί της φύσεως των πραγμάτων (De rerum natura), έργο του ένθερμου οπαδού του Λουκρητίου (1ος αιώνας π.Χ.), είναι επίσης πολύτιμο. Αν και ο ίδιος αρνούνταν οποιαδήποτε οφειλή σε προγενέστερους στοχαστές, οι βασικές φυσικές θεωρίες του προέρχονται από τους ατομικούς του 5ον αιώνα π.Χ., τον Λεύκιππο και τον Δημόκριτο. Όπως και εκείνοι, υποστήριζε ότι μόνον τα άτομα και το κενό υφίστανται. Υπάρχει άπειρος αριθμός ατόμων τα οποία βρίσκονται σε διαρκή κίνηση μέσα σε ένα άπειρο κενό. Συγκρούονται μεταξύ τους και αναπηδούν το ένα πάνω στο άλλο, σχηματίζοντας, έτσι, σύνθετα σώματα· οι δε αισθητές ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τα σώματα αυτά δεν είναι πραγματικές αλλά φαινομενικές. Όλες αυτές οι ιδιότητες όπως η θερμότητα, το χρώμα, η γεύση κ.ο.κ. οφείλονται, και μπορούν να αναχθούν, σε διαφορές στις πρωταρχικές ιδιότητες των ατόμων, όπως το σχήμα και η θέση.
Ως εδώ, ο Επίκουρος απλώς συμβαδίζει με τον Δημόκριτο. Αλλά σε ορισμένα σημεία της θεωρίας του παρέκκλινε από τη δημοκρίτεια διδασκαλία – στις περισσότερες περιπτώσεις, όπως φαίνεται, εν είδει απάντησης στις επικρίσεις που είχε διατυπώσει ο Αριστοτέλης κατά του ατομισμού στην αρχική μορφή του. Ένα από τα ζητήματα που οι προγενέστεροι ατομικοί είχαν αφήσει αναπάντητο αφορά τη φύση των ίδιων των ατόμων. Ενώ είναι βέβαιο ότι πίστευαν πως τα άτομα είναι φυσικώς αδιαίρετα (πως δηλαδή δεν μπορούν να κατατμηθούν), παραμένει ασαφές αν πίστευαν ότι είναι μαθηματικώς διαιρετά (δηλαδή, διαιρετά τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο).[1] Έτσι, ο Αριστοτέλης καταφέρθηκε εναντίον των ατομικών με ένα σκεπτικό που ότι πίστευε πως δεν μπόρεσαν να διακρίνουν μεταξύ της φυσικής και της μαθηματικής αδιαιρετότητας. Η απάντηση του Επικούρου ήταν να θεωρήσει δύο είδη «ελάχιστων» και να καταστήσει σαφή τη διάκρισή ανάμεσά τους. Τα άτομα είναι τα φυσικά «ελάχιστα», οι αδιαίρετες μονάδες από τις οποίες απαρτίζονται τα φυσικά αντικείμενα, αλλά το ίδιο το άτομο έχει μέγεθος και περιλαμβάνει, και αποτελείται από, μαθηματικώς αδιαίρετα μέρη.
Τώρα, όσον αφορά το σχήμα των ατόμων, οι προγενέστεροι ατομικοί μπορεί να θεωρούσαν ότι, όπως ακριβώς τα άτομα ήταν άπειρα σε αριθμό, έτσι άπειρα σε ποικιλία ήταν και τα σχήματά τους. Αλλά τότε θα μπορούσε να διατυπωθεί η ένσταση ότι, αν υπήρχε άπειρη ποικιλία σχημάτων, τότε κάποια από τα άτομα θα ήταν εξαιρετικά μεγάλα, σίγουρα αρκετά μεγάλα ώστε να είναι ορατά. Αυτό δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να γίνει δεκτό, και η απάντηση του Επικούρου ήταν να υποστηρίξει ότι τα σχήματα -και τα μεγέθη- των ατόμων δεν είναι άπειρα, αλλά απροσδιορίστου αριθμού.
Αλλά η σημαντικότερη αναθεώρηση που εισήγαγε ο Επίκουρος αφορά το βάρος. Ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος υποστήριζαν ότι οι πρωταρχικές ιδιότητες των ατόμων είναι μόνον το σχήμα, η διάταξη και η θέση. Στις ιδιότητες αυτές ο Επίκουρος προσέθεσε το βάρος – κατά τους προγενέστερους ατομικούς, μια δευτερεύουσα ιδιότητα η οποία αποκτάται όταν τα άτομα έχουν συναθροιστεί για να δημιουργήσουν έναν κόσμο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Επίκουρος ερμήνευε πολύ διαφορετικά από εκείνους τη διεργασία μέσω της οποίας δημιουργούνται οι κόσμοι. Ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος υποστήριζαν ότι τα άτομα βρίσκονται σε διαρκή κίνηση προς όλες τις κατευθύνσεις και ότι οι τυχαίες συγκρούσεις τους προκαλούν συσφαιρώσεις που με τη σειρά τους προσελκύουν και άλλα άτομα. Αντιθέτως, ο Επίκουρος θεωρούσε ότι πριν από τον σχηματισμό ενός κόσμου όλα τα άτομα κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση μέσα στον χώρο, συγκεκριμένα «προς τα κάτω». Επίσης, ενώ ο Αριστοτέλης, π.χ., είχε υποστηρίξει ότι όσο βαρύτερο είναι ένα σώμα τόσο γρηγορότερα πέφτει, ο Επίκουρος διατεινόταν ότι στο κενό η ταχύτητα δεν εξαρτάται από το βάρος και ότι τόσο τα βαριά όσο και τα ελαφρά άτομα πέφτουν «γρήγορα σαν τη σκέψη». Αλλά τότε, κανένα άτομο δεν θα συναντούσε ούτε θα συγκρούονταν με άλλα άτομα – και κανένας κόσμος δεν θα δημιουργούνταν έτσι, ο Επίκουρος διατύπωσε την περίφημη, ή μάλλον διαβόητη, θεωρία της παρεγκλίσεως. Ενίοτε, ένα άτομο αποκλίνει ελάχιστα από την κάθετη πτώση. Η απόκλιση αυτή δεν αιτιολογείται – είναι απλώς ένα αποτέλεσμα χωρίς αιτία. Πάντως, οι εν λόγω αποκλίσεις πρέπει, όπως πίστευε, να συμβαίνουν τόσο στην αρχή της δημιουργίας ενός κόσμου αλλά και μέσα στους κόσμους μετά τη διαμόρφωσή τους. Παρ’ όλο που οι πηγές μας είναι ελλιπείς και σε ορισμένα σημεία ασαφείς, φαίνεται ότι ο Επίκουρος εφάρμοσε τη θεωρία της απόκλισης στην περιγραφή της ψυχής, προσπαθώντας να διαφυλάξει την ηθική φιλοσοφία του από τον ντετερμινισμό.
Ήδη από την αρχαιότητα το δόγμα αυτό αποτέλεσε αντικείμενο χλεύης. Εντούτοις η ηθική θεωρία δεν είναι τόσο ανόητη όσο έχει πολλές φορές υποστηριχθεί. Όντας υλιστής, ο Επίκουρος ερμήνευε τα νοητικά φαινόμενα ως φυσικές αλληλεπιδράσεις ίων «ατόμων της ψυχής» και το πρόβλημά του ήταν να σηματοδοτήσει την έννοια της ηθικής ευθύνης σε ένα τέτοιο σύστημα. Πολλοί μελετητές διατύπωσαν την άποψη ότι η λύση που έδωσε ήταν η εισαγωγή μιας παρεγκλίσεως στα άτομα της ψυχής για κάθε «ελεύθερη» ενέργεια. Ωστόσο, δεν διαθέτουμε άμεση μαρτυρία ότι αυτή ήταν η πεποίθησή του, και είναι αλήθεια ότι φαντάζει παράδοξο να εξηγεί κανείς την επιλογή μέσω της επέμβασης ενός μη αιτιολογημένου γεγονότος κατά τη στιγμή της απόφασης. Το πιθανότερο είναι (όπως έχει υποστηριχθεί πρόσφατα[2]) ότι η επικούρεια θεωρία περί ευθύνης, όπως άλλωστε και η αντίστοιχη του Αριστοτέλη, εξαρτάται περισσότερο από την έννοια του χαρακτήρα και ότι η λειτουργία της παρεγκλίσεως είναι απλώς η δημιουργία μιας ασυνέχειας, κάποια στιγμή, στις κινήσεις των ατόμων της ψυχής ώστε να υπάρξει περιθώριο για τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής. Η παρέγκλισις δεν χρειάζεται, και στην πραγματικότητα δεν πρέπει, να συμπίπτει χρονικά με τη στιγμή της επιλογής: το μόνο που απαιτείται είναι να επέλθει κάποια στιγμή ώστε να προκύψει μια εξαίρεση στον κανόνα ότι οι αλληλεπιδράσεις τους είναι απολύτως προκαθορισμένες.
Η ερμηνεία του κοσμολογικού σκέλους της θεωρίας της παρεγκλίσεως είναι λιγότερο αμφιλεγόμενη. Εφόσον θεωρούνταν ότι όλα τα άτομα κινούνται με την ίδια ταχύτητα προς την ίδια κατεύθυνση, τότε θα έπρεπε να υπάρχουν εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό προκειμένου να εξηγηθεί η κοσμογονική διαδικασία. Γνωρίζουμε ότι ο κόσμος μας, τουλάχιστον, υπάρχει: συνεπώς, πρέπει, με κάποιον τρόπο να είχαν επέλθει συγκρούσεις ατόμων. Εξάλλου, η πρότασή του ότι ένα μεμονωμένο άτομο αποκλίνει κάθε τόσο από τον κανόνα μπορεί να είναι λιγότερο ανατρεπτική για εμάς σήμερα απ’ όσο για ορισμένους αρχαίους μελετητές. Η επικρατούσα, αν και όχι μοναδική, αρχαία αντίληψη περί φυσικού νόμου ήταν ότι επρόκειτο για μια αναγκαιότητα που ίσχυε σε όλες ανεξαιρέτως τις εκδηλώσεις ενός δοσμένου φαινομένου – σε αντίθεση με τη σύγχρονη αντίληψη του φυσικού νόμου ως δήλωσης μιας στατιστικής πιθανότητας. Εξάλλου, σύμφωνα με την αρχή της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ, η συμπεριφορά ενός μεμονωμένου πυρηνικού σωματιδίου δεν μπορεί να περιγράφει πλήρως – δηλαδή, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ταυτόχρονα τόσο τη θέση όσο και την ορμή του. Ωστόσο, αυτή η επιφανειακή ομοιότητα δεν πρέπει να επισκιάζει τις θεμελιώδεις διαφορές κινήτρων και πλαισίου ανάμεσα στην επικούρεια θεωρία από τη μια και την πυρηνική φυσική από την άλλη. Όταν ο Επίκουρος εισήγαγε τις εξαιρέσεις στον κανόνα που, κατά τα άλλα, πίστευε ότι ισχύει, αντιλαμβανόταν αυτόν τον κανόνα, σύμφωνα και με την επικρατούσα στην αρχαιότητα άποψη, ως αδήριτη αναγκαιότητα – είναι αυτή ακριβώς η αντίληψη που η σύγχρονη έννοια του φυσικού νόμου έχει εκτοπίσει. Η θεωρία της παρεγκλίσεως δεν ήταν τόσο το αποτέλεσμα έρευνας (λογικής ή εμπειρικής) της φύσης των διαθέσιμων δεδομένων σχετικά με τα άτομα, όσο η απέλπιδα προσπάθειά του να αποσυνδέσει με μια κίνηση την κοσμολογία και την ηθική φιλοσοφία του από τις συνέπειες της φυσικής θεωρίας του.
Ο Επίκουρος διατείνεται ότι δεν μπορεί να δοθεί παρά μία και μοναδική ερμηνεία για θεμελιώδεις αρχές όπως το ότι δεν υπάρχει τίποτε εκτός από τα άτομα και το κενό. Αλλά όσον αφορά την αιτιολόγηση επιμέρους φυσικών φαινομένων, ακολουθεί διαφορετική μέθοδο εξήγησης. Εδώ επιμένει ότι κάθε φαινόμενο μπορεί να έχει, και συνήθως έχει πράγματι, περισσότερες από μία αιτίες. Εάν φαίνεται να υπάρχουν περισσότερες από μία πιθανές εξηγήσεις, πρέπει να γίνονται όλες δεκτές. Στην Επιστολή προς Πυθοκλήν (86 στ) υποστηρίζει ότι τα ουράνια φαινόμενα «έχουν πολλαπλές αιτίες»: «αν δεχθούμε μία εξ αυτών και απορρίψουμε κάποια άλλη που είναι εξίσου σύμφωνη με το φαινόμενο, είναι φανερό ότι εγκαταλείπουμε τελείως τη μελέτη της φύσης και διολισθαίνουμε απερίσκεπτα προς τον μύθο».
Στην πράξη εφαρμόζει την παραπάνω αρχή όχι μόνο σε ζητήματα όπως η φύση του κεραυνού και της αστραπής, των κομητών, του χαλαζιού ή των ανεμοστροβίλων -στα οποία το επίπεδο των γνώσεων εκείνης της εποχή ήταν πρωτόγονο- αλλά και οε αστρονομικά προβλήματα τα οποία είχαν ήδη ερευνηθεί εκτενώς και με επιτυχία. Παραθέτω, π.χ., τις παρατηρήσεις του για τις φάσεις της Σελήνης από την Επιστολή προς Πυθοκλήν (94):
«Η λίγωση της σελήνης και ξανά το γέμισμά της μπορεί να προκαλείται από την περιστροφή της ή, επίσης, από τους σχηματισμούς του αέρα ή, πάλι, από την παρεμβολή άλλων σωμάτων, ή με κάποιον άλλο από τους τρόπους με τους οποίους τα επίγεια φαινόμενα μας κατευθύνουν να εξηγήσουμε ένα τέτοιο γεγονός, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εγκλωβίζεται κανείς στη μέθοδο της μίας και μοναδικής εξήγησης ώστε να απορρίπτει αδικαιολόγητα τις άλλες χωρίς πρώτα να έχει εξετάσει τι μπορεί -και τι δεν μπορεί- να ερευνήσει ο άνθρωπος.»
Σε αυτό, και σε πολλά παρόμοια χωρία, γίνεται φανερή η απουσία επιστημονικού πνεύματος, ουσιαστικά η αντιεπιστημονικότητα, του Επικουρισμού. Ο Επίκουρος πιστεύει ότι η έρευνα είναι μάταιη αν δεν συμβάλλει στην αταραξία. Απορρίπτει την βαθύτερη έρευνα με στόχο να διαπιστωθεί ποια από τις αντικρουόμενες εξηγήσεις ενός φαινομένου είναι η ορθή, και καταφέρεται εναντίον όσων επιδίδονταν σε τέτοιες έρευνες, κατηγορώντας τους αφ’ ενός για δογματικότητα σε θέματα στα οποία ισχύει η αρχή των πολλαπλών αιτίων και αφ’ ετέρου για ροπή προς τη δεισιδαιμονία και τον μύθο. Όμως, αυτοί ακριβώς οι αστρονόμοι που ο Επίκουρος απέρριπτε είχαν, πολύ νωρίτερα, βρει τη σωστή εξήγηση για τις φάσεις της Σελήνης.
Ο Επικουρισμός είναι ένα παράξενο αμάλγαμα που συνδυάζει τη σοβαρή έρευνα σε ορισμένα από τα θεμελιώδη προβλήματα της φυσικής με μια κατά βάση αρνητική στάση απέναντι στην έρευνα των επιμέρους φυσικών φαινομένων. Με την εισαγωγή ορισμένων τροποποιήσεων στην ατομική θεωρία ως απάντηση στους επικριτές της, ο Επίκουρος συνεισέφερε στον διάλογο σχετικά με τα θεμελιώδη συστατικά της ύλης. Αλλά σε ειδικότερα ζητήματα τομέων όπως η αστρονομία, μόλις η διερεύνηση έφτανε σε κάποια αληθοφανή εξήγηση ή εξηγήσεις και απομακρυνόταν ο πειρασμός να καταφύγει κανείς στον μύθο, η έρευνα σταματούσε. Ο Επικουρισμός αποτελεί διαφωτιστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οι βαθύτερες φιλοσοφικές παραδοχές επηρέαζαν τη φύση της επιστημονικής έρευνας, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση η επίδραση αυτών των παραδοχών ήταν διττή και αντικρουόμενη, καθώς περισσότερο αντιτάσσονταν στην εμπειρική έρευνα παρά ενθάρρυναν την αφηρημένη διερεύνηση των θεμελιωδών φυσικών προβλημάτων.
Το αντίπαλο, και μακροπρόθεσμα ευρύτερης επιρροής, φιλοσοφικό σύστημα του Στωικισμού θεμελιώθηκε και αναπτύχθηκε από τρεις στοχαστές, τον Ζήνωνα τον Κυτιέα, τον Κλεάνθη τον Άσσιο και τον Χρύσιππο τον Σολέα. Οι δύο πρώτοι ήταν ελάχιστα νεώτεροι του Επικούρου και ο τρίτος κάπου 50 χρόνια μεταγενέστερός τους, αλλά και οι τρεις έδρασαν κυρίως στην Αθήνα. Ενώ οι θεωρίες των Επικούρειων παρέμειναν αξιοσημείωτα σταθερές καθ’ όλη τη διάρκεια του μακρού βίου της σχολής -όπως διαπιστώνουμε και από τον Λουκρήτιο· ο Στωικισμός πέρασε από πολλές φάσεις, όχι μόνο στην πρώιμη περίοδό του, αλλά και, κυρίως, κατά τις περιόδους της λεγόμενης Μέσης και Ύστερης ή Νέας Στοάς, υπό τη διεύθυνση στοχαστών όπως ο Παναίτιος ο Ρόδιος (γενν. περί το 185 π.Χ.), ο Ποσειδώνιος ο Απαμεύς (περ. 130-50 π.Χ.) και ο Σενέκας (1ος αιώνας μ.Χ.). Ωστόσο, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι τα πιστεύω των ιδρυτών της σχολής. Οι κύριες φυσικές θεωρίες ήταν κατά κύριο λόγο έργο του Ζήνωνα, ενώ ο Χρύσιππος ήταν υπεύθυνος για πολλές από τις επιμέρους θεωρίες και τα επιχειρήματα που συνέβαλαν στην εδραίωση του συστήματος έναντι της κριτικής που διατύπωναν οι αντίπαλοί του.
Ο απώτερος σκοπός της μελέτης των φυσικών φαινομένων ήταν, όπως είπαμε, κοινός για τους Στωικούς και τους Επικουρείους: η επίτευξη της αταραξίας. Ωστόσο, κατά τα άλλα, οι δύο σχολές είχαν θεμελιώδεις διαφωνίες σχεδόν σε όλα τα σημαντικά ζητήματα της φυσικής. Ενώ ο Επίκουρος υποστήριζε ότι τα άτομα και το κενό είναι υπαρκτά, οι Στωικοί αρνούνταν ότι υπάρχει κενό μέσα στον κόσμο, αν και δέχονταν την ύπαρξη άπειρου κενού εκτός του κόσμου. Απέρριπταν το επιχείρημα ότι το κενό είναι αναγκαίο για την ερμηνεία της κίνησης. Ο κόσμος είναι ένα πλήρες, αλλά αυτό δεν εμποδίζει την ύπαρξη κίνησης. Όπως τα ψάρια κινούνται μέσα στο νερό, έτσι και κάθε αντικείμενο μπορεί να κινηθεί μέσα στο πλήρες, το οποίο γίνεται αντιληπτό ως ένα ελαστικό μέσο. Στην άποψη ότι η ύλη υπάρχει ως άθροισμα αδιαίρετων μονάδων, οι Στωικοί αντέταξαν ότι ο κόσμος είναι ένα συνεχές η ουσία του οποίου είναι απείρως διαιρετή. Επίσης, ενώ ο Επίκουρος πίστευε ότι ο χώρος και ο χρόνος συγκροτούνται από ελάχιστα μέρη, οι Στωικοί τους αντιλαμβάνονταν ως συνεχή.
Σε αντίθεση με την κατ’ ουσίαν ποσοτική θεωρία των ατομικών, στην οποία οι ποιοτικές διαφορές ανάγονται σε διαφορές ως προς το σχήμα, τη διάταξη και τη θέση των ατόμων, η φυσική των Στωικών ήταν κατά βάσιν ποιοτική. Αφετηρία της κοσμολογίας τους είναι η διάκριση ανάμεσα στις δυο θεμελιώδεις αρχές, την ενεργητική (ποιοῦν) και την παθητική (πάσχον). Το πάσχον είναι η χωρίς ποιοτικές διαφοροποιήσεις ουσία της ύλης (ἀποιος οὐσία τῆς ὕλης). Το ποιούν ορίζεται με διάφορους τρόπους ως αιτία, θεός, λογική, πνεύμα (ζα)ογόνος πνοή), ψυχή και ειμαρμένη. Και οι δύο αρχές έχουν υλική (σωματική) υπόσταση και για να περιγράφουν τη σχέση τους οι Στωικοί χρησιμοποιούσαν τον όρο κρᾶσις δι’ ὅλων, «γενική μίξη», εισάγοντας μια πρωτότυπη θεωρία η οποία ορίζει διάφορες μορφές σύνθεσης. Ως κρᾶσις ορίζεται η εξ ολοκλήρου αλληλοδιείσδυση δύο ή περισσότερων ουσιών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ανάμιξη δύο υγρών όπως ο οίνος και το νερό. Διακρίνεται τόσο από την παράθεσιν – το απλό ανακάτεμα μερών, π.χ. δύο ειδών σπόρων- όσο και από τη σύγχυσιν – στην οποία, όπως σε αυτό που θα ονομάζαμε χημική ένωση, οι συμμετέχουσες ουσίες καταστρέφονται για να δημιουργήσουν μια νέα ουσία. Συνεπώς, η ενεργός αρχή θεωρείται ότι είναι σύμφυτη με ολόκληρο τον κόσμο και ότι διαποτίζει όλα τα μέρη του.
Οι δύο θεμελιώδεις αρχές είναι αγέννητες και άφθαρτες. Αλλά τα φυσικά στοιχεία των υλικών σωμάτων, όπως και το ίδιο το σύμπαν, δημιουργούνται (διακοσμεῖσθαι) και καταστρέφονται (ἐμπυροῦσθαι). Στα χνάρια του Εμπεδοκλή, του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη, οι Στωικοί υποστήριζαν ότι όλες οι άλλες φυσικές ουσίες αποτελούνται από τέσσερα στοιχεία: η φωτιά και ο αέρας, που συνδέονται αντίστοιχα με το θερμό και το ψυχρό, είναι τα πιο ενεργητικά στοιχεία, ενώ το νερό και η γη, που συνδέονται αντίστοιχα με το υγρό και το ξηρό, τα πιο παθητικά. Η διαδικασία της κοσμογονίας αρχίζει όταν η φωτιά μεταβάλλεται πρώτα σε αέρα, μετά σε νερό και, τέλος, σε γη. Αντιστρόφως, ο κόσμος κατά διαστήματα καταστρέφεται όταν η διαδικασία αντιστραφεί και τα άλλα στοιχεία γίνουν και πάλι φωτιά. Έτσι ο κόσμος αρχίζει και τελειώνει ως πϋρ σε μια διαδικασία που επαναλαμβάνεται αενάως.
Ως εδώ, η θεωρία των στοιχείων και η κοσμογονία των Στωικών απηχούν παραδοσιακές πεποιθήσεις, αλλά στη θεωρία περί πνεύματος, επέδειξαν μεγαλύτερη πρωτοτυπία, παρ’ όλο που και στην περίπτωση αυτή δανείζονται στοιχεία από την προγενέστερη φιλοσοφία. Κρίνοντας από τις αντικρουόμενες μαρτυρίες, η ερμηνεία της συγκεκριμένης θεωρίας παρουσίαζε δυσκολίες ακόμη και για τους αρχαίους. Αλλά παρά την ύπαρξη ενός χωρίου που αφήνει να εννοηθεί ότι το πνεύμα είναι ένα πέμπτο στοιχείο ισότιμο με τα άλλα τέσσερα (όπως ο αιθήρ του Αριστοτέλη[3]), είναι μάλλον ξεκάθαρο ότι πρέπει να ταυτιστεί με, ή να θεωρηθεί ως, μια μορφή της ενεργού αρχής: και επειδή είναι πανταχού παρόν, το πνεύμα πρέπει, συνεπώς, να ενυπάρχει σε όλα τα πράγματα, όπως πράγματι μαρτυρούν πολλές πηγές. Το πνεύμα πιστευόταν ότι αποτελείται από αέρα και φωτιά στον βαθμό που τα δύο αυτά στοιχεία είναι τα πιο ενεργητικά. Σύμφωνα με τον Γαληνό (Κ VII 525 11 κ. εξ.), «το πνεύμα δημιουργεί συνεκτικότητα, η ύλη γίνεται συνεκτική, και έτσι λένε ότι ο αέρας και η φωτιά προσδίδουν συνεκτικότητα ενώ η γη και το νερό αποκτούν συνεκτικότητα».
Η θεωρία του πνεύματος μας οδηγεί στη θεωρία των διαφορετικών επιπέδων ενοποιημένης δομής. Σε αντίθεση με τα σύνολα που αποτελούνται από διακριτά στοιχεία, όπως ένας στρατός, ή τις οντότητες λόγω γειτνίασης, οι οποίες αποτελούνται από διασυνδεόμενα στοιχεία, όπως ένα πλοίο, και στις οποίες ένα στοιχείο μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει ακόμη και αν όλα τα υπόλοιπα καταστραφούν, μια ενοποιημένη δομή χαρακτηρίζεται από συμπάθεια μεταξύ των μερών, με αποτέλεσμα όταν επηρεάζεται ένα μέρος να επηρεάζεται και το σύνολο. Αλλά οι ενοποιημένες δομές είναι διαφόρων ειδών. Το απλούστερο είδος, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την πέτρα, το ξύλο και το μέταλλο, χαρακτηρίζεται από τη λεγάμενη ἕξιν, την κατάσταση συνεκτικότητας μεταξύ των μερών. Σε ένα δεύτερο, πιο σύνθετο επίπεδο οργάνωσης, βρίσκουμε την φύσιν, το είδος ενοποιημένης δομής που χαρακτηρίζει, π.χ., τα φυτά. Τρίτον, τα ζώα δεν διαθέτουν μόνο φύσιν, δεδομένου ότι αναπτύσσονται και αναπαράγονται, αλλά και ψυχήν, εφόσον είναι σε θέση να κινούνται και να αισθάνονται. Επομένως, οι ενοποιημένες οντότητες διακρίνονται με βάση το είδος της δομής τους, αλλά σε κάθε περίπτωση αυτό που τις συνέχει είναι το πνεύμα, που γίνεται αντιληπτό όχι ως μια στατική, εξωτερική, περιοριστική δύναμη αλλά ως δυναμική, εσωτερική ένταση.
Η θεωρία αυτή ισχύει για το σύμπαν ως σύνολο, καθώς και αυτό είναι μια «ενοποιημένη» δομή όπως την ορίσαμε παραπάνω. Αναφέρεται, π.χ., ότι ο Χρύσιππος πίστευε πως όλη η ουσία του σύμπαντος ενοποιείται από ένα πνεύμα που τη διαποτίζει συνολικά. Το σύνολο είναι ένα δυναμικό συνεχές στο οποίο, όπως σε έναν ζωντανό οργανισμό, όλα τα μέρη βρίσκονται σε μια κατάσταση έντασης και μεταδίδουν το ένα στο άλλο ό, τι τα επηρεάζει.
Ο παραλληλισμός ανάμεσα στον μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο συγκαταλέγεται στα αγαπημένα θέματα των Στωικών, κατ’ ουσίαν μάλιστα, δεν αποτελεί απλό παραλληλισμό. Το σύμπαν δεν μοιάζει απλώς με ζωντανό οργανισμό, είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Σαν τον άνθρωπο, διαπνέεται από πνεύμα (ζωτική δύναμη), ψυχήν και νοῦν. Η ενεργός αρχή δεν είναι απλώς ένα στοιχείο συνεκτικότητας αλλά και μια γενεσιουργός δύναμη. Σε περιγραφές της κοσμογονικής διεργασίας ο θεός περιγράφεται ως ο «σπερματικός λόγος» του σύμπαντος και αυτή η γενεσιουργός δράση γίνεται αντιληπτή σαν το σπέρμα των ζώων. Εξάλλου, η λογική που ενυπάρχει στο σύμπαν δεν είναι απλώς μια νοήμων αιτία, αλλά και μια δύναμη πρόνοιας. Αλλά η θεία πρόνοια δεν υπονοεί κάποια ρήξη στην αλληλουχία των φυσικών αιτίων και αποτελεσμάτων. Απεναντίας, μάλλον δίνει όνομα στην αλληλουχία αυτή: η διαδοχή αιτίας και αποτελέσματος συνιστά αφ’ ενός μοίρα και αφ’ ετέρου θεία βούληση. Η τύχη αποκλείεται ή μάλλον ερμηνεύεται τελείως υποκειμενικά ως το στοιχείο που παραμένει άδηλο για την ανθρώπινη νόηση. Παρ’ όλο που στην ηθική σφαίρα οι Στωικοί δεν αρνούνταν την ηθική ευθύνη -υποστηρίζοντας, με τη βοήθεια μιας διάκρισης ανάμεσα στα διάφορα είδη αιτίων, ότι μέρος των πράξεών μας τελεί «υπό τον έλεγχό μας», με την έννοια ότι εξαρτάται από τον χαρακτήρα μας- παρέμειναν συνεπείς φυσικοί ντετερμινιστές. Και εδώ, η αντίθεση με τον Επίκουρο είναι εντυπωσιακή. Ενώ εκείνος αρνούνταν ότι ο κόσμος είναι ζωντανός οργανισμός, ότι αποτελεί προϊόν σχεδιασμού και ότι υπάρχει μια αναπόδραστη αλληλουχία αιτίου και αποτελέσματος, οι Στωικοί υιοθετούσαν και τις τρεις πεποιθήσεις. Επίσης διατείνονταν όχι μόνον ότι το μέλλον είναι προκαθορισμένο, αλλά και ότι μπορεί, κατ’ αρχήν, να προβλεφθεί, το οποίο και επεδίωξαν με διάφορες μαντικές μεθόδους.
Δεν είναι δυνατό να αναφερθούμε εδώ ούτε σε λεπτομερείς θεωρίες ούτε σε αμφιλεγόμενες επιμέρους ερμηνείες, ωστόσο δώσαμε, ίσως, ένα επαρκές περίγραμμα των βασικών αρχών της φυσικής των πρώιμων Στανικών. Πρόκειται για την πρώτη πλήρως επεξεργασμένη θεωρία της ύλης ως συνεχούς στην αρχαιότητα. Άλλοι φιλόσοφοι είχαν αρνηθεί την ύπαρξη του κενού και είχαν επιχειρήσει να δώσουν μια ανάλυση των διαφόρων τρόπων μίξης. Αλλά οι Στωικοί ήταν οι πρώτοι που επεξεργάστηκαν ένα λεπτομερές φυσικό σύστημα με βάση την έννοια ενός συνεχούς στο οποίο όλα τα μέρη επικοινωνούν μεταξύ τους. Η έννοια του πνεύματος, η θεωρία της συνολικής μίξης ή αλληλοδιείσδυσης, της λεγάμενης κράσεως, η αρχή της συμπάθειας, η σύλληψη του χώρου και του χρόνου ως δύο συνεχών, αποτελούν όλα μέρος ενός προσεκτικά επεξεργασμένου και αξιοσημείωτα συνεκτικού συνόλου. Η αντίληψη περί αλληλουχίας αιτίου και αποτελέσματος ήταν παρεπόμενο αυτής της θεωρίας. Η πεποίθησή τους ότι το μέλλον είναι προβλέψιμο είναι, με τη σειρά της, συμβατή με, και ουσιαστικά απορρέει από, τον ντετερμινισμό τους. Το να χαρακτηρίσουμε τις προσπάθειές τους στη μαντική ως «αντιεπιστημονικές» είναι εκτός θέματος. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, κατά την αντίληψή τους, η προσπάθεια του φυσικού να διατυπώσει με επαγωγικό τρόπο γενικούς νόμους δεν διέφερε σε τίποτε από την προσπάθεια του μάντη να προβλέψει το μέλλον χρησιμοποιώντας τις παρατηρήσεις και την «τέχνη» του. Η συγκριτική επιτυχία των προβλέψεών τους μπορεί να ποικίλλει, όχι όμως και ο ορθολογισμός των διαδικασιών τους. Στα μάτια των Στωικών, η ορθολογική βάση για την άσκηση της μαντικής, όπως και της ίδιας της επιστήμης, είναι η φιλοσοφική πίστη στην αδιάρρηκτη αλληλουχία αιτίου και αποτελέσματος.
Οι φυσικές θεωρίες του Επικούρου και των πρώιμων Στωικών ήταν αφηρημένα συστήματα, προϊόντα στοχασμού πάνω στο πρόβλημα των θεμελιωδών συστατικών της ύλης. Αν και αμφότερες οι σχολές πρότειναν αιτιώδεις εξηγήσεις πολλών αστρονομικών, μετεωρολογικών και βιολογικών φαινομένων, καμία από τις δύο δεν επιδόθηκε ιδιαίτερα στην εμπειρική έρευνα. Ωστόσο, η αντιπαράθεσή τους ανέδειξε δύο διαμετρικά αντίθετες, αλλά συμπληρωματικές, αντιλήψεις περί ύλης – τον ατομισμό και τη θεωρία του συνεχούς. Η ύλη υπάρχει είτε με τη μορφή διακριτών σωματιδίων, που διαχωρίζονται από το κενό, είτε ως ένα συνεχές που αποτελείται από αλληλοεπικοινωνούντα μέρη. Στην κάθε αντίληψη αντιστοιχεί μια διαφορετική θεωρία της κίνησης – η μια σωματιδιακή και η άλλη κυματική: η κίνηση είτε ερμηνεύεται ως μεταφορά υλικών σωματιδίων μέσω του κενού είτε είναι η διάδοση μιας διαταραχής σε ελαστικό μέσο. Παρά τις θεμελιώδεις διαφορές ανάμεσα στις διάφορες θεωρίες που φέρουν το ίδιο όνομα, μπορεί κανείς να θεωρήσει τον αρχαίο ελληνικό ατομισμό ως το πρότυπο όλων των θεωριών που ανάγουν την ύλη σε σωματίδια, και τη φυσική των Στωικών ως πρόδρομο των μεταγενέστερων θεωριών της ύλης ως συνεχούς. Πράγματι, η μεγαλύτερη σύγχρονη αυθεντία στη φυσική των Στωικών, ο S. Sambursky, υποστηρίζει ότι μπορούμε να διακρίνουμε στο δόγμα του πνεύματος που διαπερνά την ύλη «την πρώτη διατύπωση του πεδίου ισχύος όπως αναπτύχθηκε στη φυσική του 19ου αιώνα», προσθέτοντας, ωστόσο: «με σημαίνουσα διαφορά ότι στην εποχή της μαθηματικής φυσικής αυτή η έτερη έννοια του πεδίου ήταν τελείως απογυμνωμένη από κάθε υπόσταση με την αμιγώς υλική έννοια της λέξης»[4].
Η φυσική επιστήμη συνδέεται στενά με την ηθική και τη θεολογία τόσο στον Επικουρισμό όσο και στον Στωικισμό. Αμφότερες οι σχολές συνέδεαν το πρόβλημα της αιτιότητας εν γένει με το ηθικό ζήτημα της επιλογής και της ευθύνης. Επίσης, και οι δύο θεωρούσαν την κατανόηση της πραγματικής φύσης των θεών ως ένα από τα οφέλη που προέκυπταν από τη μελέτη της φυσικής. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι το κίνητρο για να εγκύψει κανείς στη φυσική επιστήμη ήταν, και στις δύο περιπτώσεις, ηθικής τάξεως, γεγονός που επηρέασε ουσιαστικά τόσο τα είδη των θεμάτων που ερεύνησαν όσο και τον τρόπο διερεύνησης των θεμάτων αυτών. Αν και αμφότερες οι σχολές πίστευαν ότι η ως ένα βαθμό γνώση των βασικών προβλημάτων της φυσικής ήταν ουσιαστικής σημασίας για την επίτευξη της αταραξίας, καμία δεν ενθάρρυνε την σε βάθος έρευνα επιμέρους κλάδων της επιστήμης. Αντιθέτως μάλιστα, η έμφαση που απέδιδαν στους πρακτικούς ηθικούς σκοπούς της θεωρητικής έρευνας -η άποψη ότι η επιστήμη είναι το μέσο προς έναν σκοπό, και όχι ο καθαυτό σκοπός- λειτουργούσε ως ισχυρό αντικίνητρο για την ανάληψη αυτού του είδους έρευνας. Παρ’ όλη τη σπουδαιότητα του έργου τους όσον αφορά τη γενική θεωρία της ύλης, ούτε ο Επίκουρος ούτε οι πρώιμοι Στωικοί[5] προσέφεραν ιδιαίτερα σε τομείς της επιστήμης που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την παρατήρηση. Τα μεγάλα βήματα προόδου που καταγράφηκαν σε τομείς όπως η αστρονομία και η βιολογία κατά τον 3° και τον 2° αιώνα π.Χ. ήταν έργο ανθρώπων που, αν και συχνά επηρεασμένοι από φιλοσοφικές παραδοχές, δεν ήταν πρωτίστως φιλόσοφοι, αλλά μαθηματικοί ή γιατροί’ το έργο αυτών των ανθρώπων πρέπει να δούμε με προσοχή στη συνέχεια, ξεκινώντας από μια σύντομη επισκόπηση των καθαυτό μαθηματικών.
--------------------
[1] Πρβλ. Αρχαία Ελληνική Επιστήμη, σελ. 54.
[2] Πρβλ. D. J. Furley, Two Studies in the Greek Atomists, Princeton University Press, 1967.
[3] Πρβλ. Αρχαία Ελληνική Επιστήμη, ο. 109 κ. εξ.
[4] Physics of the Stoics, Routledge and Kegan Paul, London 1959, σ. 37.
[5]Υπάρχουν, πάντως, εξαιρέσεις μεταξύ των ύστερων Στωικών. Ο σημαντικότερος εξ αυτών είναι ο Ποσειδώνιος, το έργου του οποίου δεν είναι δυνατόν να εξεταστεί εδώ για λόγους χώρου· σημειώνεται μόνο ότι, παρ’ όλο που αυτή η εξαιρετικά αμφιλεγόμενη προσωπικότητα δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί οριστικά όσον αφορά τις περισσότερες πτυχές της, υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία πως επιδόθηκε σε εμπειρικές έρευνες που αφορούσαν ορισμένα φυσικά προβλήματα. Έτσι, γνωρίζουμε από τον Στράβωνα, που συνέγραψε τη Γεωγραφία του τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, ότι αντικείμενο των παρατηρήσεων του Ποσειδωνίου υπήρξε η περιοδικότητα των παλιρροιών, για τις οποίες ήταν ο πρώτος που έδωσε μια ικανοποιητική ερμηνεία.