Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια - 9. Ιλιάδα

9.6. Πατρόκλεια


Δυο συγκλονιστικές ραψωδίες (από τις εκτενέστερες του έπους) αφιερώνει ο ποιητής στον Πάτροκλο. Στη ραψωδία Π ο ήρωας (φορώντας την πανοπλία του Αχιλλέα και εφοδιασμένος με τα αθάνατα άλογά του) αριστεύει απωθώντας τους Τρώες ως τις Σκαιές Πύλες. Έτσι όμως προκαλεί τον θέσφατο φόνο του, στον οποίο συνεργούν ο Εύφορβος, ο Απόλλων και ο Έκτωρ. Στη ραψωδία Ρ διακυβεύεται το γυμνό σώμα του νεκρού Πατρόκλου, καθώς το διεκδικούν Τρώες και Αχαιοί. Μετά βίας κατορθώνουν να το αποσπάσουν, για να το μεταφέρουν στα πλοία των Αχαιών ο Μενέλαος και ο Μηριόνης, με την κάλυψη του Τελαμώνιου Αίαντα, ενώ απειλούνται συνεχώς από τον Έκτορα και τον Αινεία. Στο μεταξύ ο Μενέλαος αποστέλλει τον Αντίλοχο, τον γιο του Νέστορα, να φέρει στον Αχιλλέα το θλιβερό μήνυμα για τον θάνατο του εταίρου του, που εκείνος τον αγνοεί.

Ήδη στην αρχή της δέκατης έκτης ραψωδίας επικυρώνεται για δεύτερη φορά ο επικείμενος φόνος του Πατρόκλου: πρώτα από τον ποιητή, μετά από τον Δία. Φτάνοντας καθυστερημένος στη σκηνή του Αχιλλέα ο Πάτροκλος, θρηνώντας σαν μωρό παιδί, εκλιπαρεί τον Αχιλλέα να παραμερίσει τον άκαρδο θυμό του και να επιστρέψει στο πεδίο της μάχης, ώστε να σώσει τους Αχαιούς από τον βέβαιο όλεθρο. Αν, παρά ταύτα, εμποδίζεται από κάποια θεία εντολή, ας αναθέσει τουλάχιστον στον ίδιο την αποστολή αυτή: φορώντας αυτός την πανοπλία εκείνου, με τους Μυρμιδόνες στο πλευρό του, ελπίζει να αποκρούσει τους Τρώες και να ανακουφίσει τους Αχαιούς.

Προτού ωστόσο ακουστεί η απάντηση του Αχιλλέα, ακούγεται η φωνή του ποιητή. Χαρακτηρίζει τον Πάτροκλο νήπιον (που πάει να πει «μωρός»), γιατί δεν υποπτεύεται πως η ικεσία του αυτή θα αποβεί θανατηφόρα, σημαίνοντας το τέλος του (Π 46-47). Στην ανταπόκρισή του ο Αχιλλέας αποκρούει τον έλεγχο του Πατρόκλου για αλύγιστη κι αλύπητη καρδιά, θυμίζοντας την κατάφωρη προσβολή του Αγαμέμνονα, που, αρπάζοντας το νόμιμο γέρας του, του φέρθηκε σαν να ήταν ανυπόληπτος μετανάστης - αυτή η ατίμωση, όσο συνεχίζεται, θα τον κρατεί μακριά από τη μάχη. Δέχεται ωστόσο την εναλλακτική πρόταση: ας πάρει τη θέση του στη μάχη ο Πάτροκλος, ώστε, με τη δική του πανοπλία και με τους ακαταπόνητους Μυρμιδόνες στο πλευρό του, να αποτρέψει του Τρώες από τα πλοία, ανακουφίζοντας τους καταπονημένους Αχαιούς. Όμως εκεί να σταματήσει, να μη γυρέψει κι άλλη δόξα, φιλοδοξώντας να πατήσει αυτός το κάστρο της Τροίας, μήπως και προκαλέσει την εκδίκηση του Απόλλωνα· θα πρέπει, εκτελώντας την περιορισμένη αποστολή του, να γυρίσει αμέσως πίσω (Π 48-100).

Στο μεταξύ, παρά την αντίσταση του Αίαντα, ο Έκτωρ πυρπολεί το πλοίο του Πρωτεσίλαου, που το τυλίγουν τώρα οι φλόγες, θέαμα που αναστατώνει τον Αχιλλέα. Οπότε εξωθεί τον Πάτροκλο να φορέσει αμέσως την πανοπλία του και να βγει στη μάχη. Ο Πάτροκλος οπλίζεται, δίνοντας εντολή στον Αυτομέδοντα να ζέψει και τα αθάνατα άλογα του φίλου του, τον Ξάνθο και τον Βαλίο. Τον οπλισμό των Μυρμιδόνων τον επιβλέπει ο ίδιος ο Αχιλλέας, ερεθίζοντας με τον λόγο του το πολεμικό τους μένος. Μετά προσφέρει τελετουργικά σπονδή στον Δωδωναίο Δία, τον Πελασγικό, αναπέμποντας διπλή ευχή: να πετύχει ο εταίρος του την απώθηση του εχθρού και να επιστρέψει σώος. Ο Δίας εισακούει την πρώτη ευχή, απορρίπτει όμως τη δεύτερη (Π 249-252).

Έτσι η απρόβλεπτη «Πατρόκλεια» επισκιάζεται εξαρχής με τον αναπότρεπτο φόνο του Πατρόκλου, σημαδεμένο, τώρα για δεύτερη φορά, από τον ποιητή και από τον Δία. Επιβεβαιώνεται επομένως και ενισχύεται ο συμπληρωματικός ρόλος του Δία και του ποιητή στη μοίρα του Πατρόκλου. Και η συμπλήρωση αυτή συνεχίζεται, καθώς η «Πατρόκλεια» οδεύει στο μοιραίο τέλος της.

Η συντριπτική αριστεία του Πατρόκλου εξελίσσεται σε ανυποχώρητη έφοδο, παρά τη σύσταση του Αχιλλέα· η εφάρματη επίθεσή του στρέφεται στην τειχισμένη Τροία. Οπότε ο ποιητής αναγνωρίζει πάλι αφροσύνη στην πολεμική έπαρση του ήρωα, ενώ συγχρόνως στοχάζεται: αν ο Πάτροκλος είχε συμμορφωθεί με τη συμβουλή του Αχιλλέα, θα μπορούσε ίσως να αποφύγει τη μαύρη μοίρα του θανάτου. Αλλά ο Δίας, λέει, πάντα υπερτερεί: εκείνος άλλοτε αρπάζει από τα χέρια του αντρείου πολεμιστή τη νίκη και πανικόβλητο τον τρέπει σε φυγή· άλλοτε, όπως τώρα, τον εξωθεί να χτυπηθεί μέχρι τελικής πτώσης, ενισχύοντας το πολεμικό του μένος (Π 684-691). Τούτο σημαίνει ότι ποιητής και Δίας συμβάλλονται, καθένας με τον τρόπο και το κύρος του, στη θανάσιμη μοίρα του Πατρόκλου· στη σύνταξη επομένως και στην πλοκή της «Πατρόκλειας».

Ο φόνος του Πατρόκλου από τον Έκτορα αποτελεί κομβικό σημείο στην εξέλιξη του ιλιαδικού πολέμου, στον βαθμό που προορίζει και τον επόμενο φόνο του Έκτορα από τον Αχιλλέα. Ο προορισμός αυτός δηλώνεται πάλι έμμεσα και άμεσα: έμμεσα από τον θνήσκοντα Πάτροκλο στη ραψωδία Π (843-854)· άμεσα από τον Δία στη ραψωδία Ρ (198-219). Στη μεγαλαυχία του Έκτορα αντιστέκεται ξεψυχώντας ο εταίρος του Αχιλλέα, με μια επίβλεψη και μια πρόβλεψη. Η επίβλεψη: ο δικός του φόνος, λέει, δεν είναι κατόρθωμα εκείνου, που τρίτος στη σειρά τον αποτέλειωσε· οφείλεται στη βουλή του Δία και στην απάτη του Απόλλωνα, που τον κατέστησε ευάλωτο, απογυμνώνοντάς τον από τα όπλα του. Η πρόβλεψη: θα πρέπει ο Έκτωρ να στοχαστεί πως δεν πρόκειται και αυτός να επιβιώσει για πολύ· ο θάνατος έγινε πια παραστάτης του, η μοίρα του θανάτου τον ακούμπησε, θα τον δαμάσει όπου να ᾽ναι ο Αχιλλέας με τα φονικά του χέρια.

Αυτή την επιθανάτια πρόβλεψη θα επιβεβαιώσει ο Δίας στην επόμενη ραψωδία με συμπάθεια. Ο Εύφορβος, που δοκίμασε να σκυλεύσει το σώμα του Πατρόκλου, πέφτει νεκρός από το φονικό δόρυ του Μενελάου. Λάβρος ο Έκτωρ διεκδικεί τώρα από τον Μενέλαο την πανοπλία του Αχιλλέα που τη φορούσε ο απογυμνωμένος νεκρός. Μπρος στην ορμή του ο Μενέλαος υποχωρεί, οπότε ο Έκτωρ γίνεται κύριος των όπλων και ετοιμάζεται να αποκεφαλίσει το σώμα του Πατρόκλου, αλλά επεμβαίνει ο Αίας και αποτρέπει το κακό με την ασπίδα του. Ο Έκτωρ προς στιγμήν οπισθοχωρεί και παραδίδει τα όπλα του Πατρόκλου στους Τρώες, να τα ασφαλίσουν στο κάστρο της Τροίας, προς δόξα και τιμή μελλοντική. Στο μεταξύ, ο Γλαύκος τον ελέγχει για δειλία, οπότε εκείνος αλλάζει στάση: προφταίνοντας τους Τρώες που μετέφεραν τα όπλα του Αχιλλέα στην Τροία, τα παίρνει και τα ντύνεται ο ίδιος. Σ᾽ αυτό το κρίσιμο σημείο μεσολαβεί ο Δίας. Κοιτάζοντας από ψηλά τον Έκτορα, ντυμένο τη μοιραία πανοπλία, τον ελεεί και τον ελεεινολογεί για την αστόχαστη αυτή πράξη. Λέει:

Δεν πάει διόλου ο νους σου στον δικό σου θάνατο, κι ας στέκει κιόλας πλάι σου, ενώ εσύ φορείς τα αθάνατα όπλα εκείνου, που κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί στο ανδρείο μένος του· δεν σου έφτασε που σκότωσες τον πιο αξιαγάπητο και γενναίο εταίρο του, που αφαίρεσες άπρεπα απ᾽ το κεφάλι και τους ώμους του την αρματωσιά του. Και μολαταύτα σου χαρίζω προσώρας δύναμη και δόξα· αντάλλαγμα, αφού δεν σου μέλλεται, σώος γυρίζοντας από τη μάχη, μ᾽ αυτά τα δοξασμένα όπλα του Αχιλλέα να σε δεξιωθεί η Ανδρομάχη.

Συμπέρασμα: όπως προορίστηκε από τον Δία και τον ποιητή ο θάνατος του Πατρόκλου, ομοιότυπα προορίζεται και ο επικείμενος θάνατος του Έκτορα. Στοιχείο που ενισχύει την υπόθεση ότι «Πατρόκλεια» και «Εκτόρεια» αποτελούν δίδυμα επεισόδια, που το ένα προϋποθέτει το άλλο. Αν επομένως για το πρώτο ευθύνεται ο ποιητής της Ιλιάδας, το ίδιο ισχύει και για το δεύτερο. Την επικύρωση της διπλής του έμπνευσης αναζητεί και βρίσκει ο ποιητής στη βουλή του Δία.

Στο πλαίσιο εξάλλου της δέκατης έκτης ραψωδίας επεμβαίνει δραστικά ο Δίας άλλη μία φορά, προοικονομώντας τώρα και τον νεκρώσιμο νόστο του Έκτορα, ο οποίος, με τη βουλή του Δία πάλι, συντελείται, όπως θα δούμε, στην εικοστή τέταρτη ραψωδία του έπους. Συγκεκριμένα:

Στην αριστεία του Πατρόκλου εξέχει, με τα προηγούμενα και τα παρεπόμενά του, ως κορυφαίο κατόρθωμα του ήρωα ο φόνος του Σαρπηδόνα (Π 419-684), που είναι γιος του Δία, αγαπημένος εταίρος του Γλαύκου. Το εταιρικό αυτό ζεύγος, που προέρχεται από τη Λυκία και εντάσσεται στους επικούρους του τρωικού στρατοπέδου, αντιζυγίζει, με την ομόλογη μοίρα του, το πρότυπο εταιρικό ζεύγος του Αχιλλέα και του Πατρόκλου, και από την άποψη αυτή αποτελεί συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην «Πατρόκλεια» και στην «Εκτόρεια».

Αντιδρώντας εδώ βίαια ο Σαρπηδών στις αλλεπάλληλες ανδροκτασίες του Πατρόκλου, ελέγχει τους συμπολεμιστές του από τη Λυκία και αποφασίζει να αντιμετωπίσει τον εταίρο του Αχιλλέα σώμα με σώμα. Ο Δίας, επιβλέποντας την άγρια σύγκρουση και προβλέποντας την έκβασή της, στρέφεται προς την Ήρα και ομολογεί το δίλημμά του: αναρπάζοντας τον γιο του από το πεδίο της μάχης να τον περάσει σώο στη Λυκία; ή να αποδεχτεί το φονικό του τέλος από τα χέρια του Πατρόκλου; Η Ήρα αποκλείει την πρώτη επιλογή, ως παράδειγμα προς αποφυγήν σε ανάλογες περιπτώσεις, και αντιπροτείνει στον Δία να υποχωρήσει στον θάνατο του γιου του, εξασφαλίζοντας όμως την έντιμη μεταφορά του από τον Ύπνο και τον Θάνατο στον δήμο της Λυκίας· όπου δικοί και σύντροφοι θα του αποδώσουν νόμιμες τιμές, υψώνοντας τύμβο και στήλη επιμνημόσυνη πάνω στο μνήμα του.

Ο Δίας συγκατανεύει, κι αρχίζει η σύγκρουση, που καταλήγει στον φονικό ακοντισμό του Σαρπηδόνα. Ο οποίος ξεψυχώντας παρακαλεί τον Γλαύκο να υπερασπιστεί με τους Λυκίους συντρόφους το σώμα του από τη σύληση. Με πληγωμένο χέρι ο Γλαύκος, επικαλείται και δέχεται τη θεραπευτική αρωγή του Απόλλωνα. Μετά απαιτεί τη συμπαράσταση του Έκτορα, οπότε Τρώες και Λύκιοι, Μυρμιδόνες και Αχαιοί συμβάλλονται διεκδικώντας τον νεκρό Σαρπηδόνα. Ο Πάτροκλος εκδικείται τον φόνο του Επειγέα ακοντίζοντας τον Σθενέλεο, ο Γλαύκος χτυπά κατάστηθα τον Βαθυκλέα, ο Μηριόνης τον Λαόγονο, ο Αινείας προκαλεί τον Μηριόνη. Αγνώριστο από τα βέλη, το αίμα και τη σκόνη, το σώμα του Σαρπηδόνα το διεκδικούν με πάθος Αχαιοί και Τρώες.

Ο Δίας εποπτεύει, και ταλαντεύεται: έφτασε η ώρα μήπως να συντελεστεί ο φόνος του Πατρόκλου, να τον σκοτώσει τώρα ο Έκτορας, απογυμνώνοντας το σώμα του από την πανοπλία του Αχιλλέα; Πρόκειται για τελεσίδικη και απερίφραστη πια αναφορά του θεού στον επικείμενο θάνατο του Πατρόκλου, όπου τώρα εξονομάζεται, μαζί με το θύμα, και ο θύτης. Αποφασίζει ωστόσο ο Δίας μικρή αναβολή της φονικής αυτής επιχείρησης. Στο μεταξύ, εξωθεί τον Πάτροκλο να απωθήσει τους Τρώες και τον Έκτορα προς την τειχισμένη Τροία. Καθώς ο Έκτωρ και οι Λύκιοι υποχωρούν, οι Μυρμιδόνες γυμνώνουν τον νεκρό Σαρπηδόνα από τα όπλα του και, με εντολή του Πατρόκλου, τα μεταφέρουν στο δικό τους στρατόπεδο. Τότε ο Δίας εφαρμόζει την άλλη απόφασή του. Καλεί τον Απόλλωνα και παραγγέλλει:

Έλα, Φοίβε, γλίτωσε τώρα από τα φονικά βέλη των Αχαιών, καθάρισε το αιμόφυρτο σώμα του Σαρπηδόνα. Όσο μπορείς μακρύτερα, προς τις ροές του ποταμού πήγαινε να το λούσεις, με λάδι αθάνατο να το αλείψεις, με ρούχο θεϊκό σαβάνωσέ το· μετά το παραδίνεις στον Ύπνο και στον Θάνατο· δίδυμα αδέλφια, γοργοί περαματάρηδες· αυτοί, γρήγορα θα οδηγήσουν τον νεκρό στα μέρη της εύφορης κι απλόχωρης Λυκίας, όπου δικοί και σύντροφοι στο μνήμα του θα υψώσουν τύμβο και στήλη - μόνη τιμή αυτή όποιου πεθαίνει.

Ο Απόλλων εκτελεί επακριβώς την εντολή του Δία, και ο ποιητής την επαναλαμβάνει κατά λέξη. Θυμίζεται πως ο Καβάφης μεταποίησε την αισθητική αυτή περιγραφή στο ποίημά του «Η κηδεία του Σαρπηδόνος», σχεδόν αντιγράφοντας το ομηρικό κείμενο. Έπεται όμως και άλλη επέμβαση του Δία στη σκηνοθεσία της «Πατρόκλειας», τώρα στο πλαίσιο της δέκατης έβδομης ραψωδίας (Ρ 423-455).

Νεκρός ο Πάτροκλος, και πάνω στο σώμα του λυσσομανούν Τρώες και Αχαιοί, ποιος θα το πάρει. Την ίδια ώρα τα αθάνατα άλογα του Αχιλλέα (που έφεραν τον Πάτροκλο στη μάχη), ο Ξάνθος κι ο Βαλίος, στέκουν παράμερα, θρηνώντας τον αμαξηλάτη τους, που τον κοιτούν στον στρόβιλο της σκόνης, θανατωμένο από το φονικό χέρι του Έκτορα. Μάταια ο Αυτομέδων προσπαθεί να τα αποσύρει, τη μια με το μαστίγιο, την άλλη με γλυκόλογα. Εκείνα δεν λεν να υπακούσουν, να γυρίσουν στον Ελλήσποντο, πίσω στα πλοία· αμετακίνητα μένουν εκεί, σαν επιτύμβια στήλη κάποιου που πέθανε (γυναίκα ή άντρα), ζεμένα στο περίκαλλο άρμα, με τα κεφάλια τους σκυμμένα χαμηλά στο χώμα, χύνοντας δάκρυα θερμά από τα βλέφαρά τους. Κλαίνε ποθώντας τον ηνίοχό τους, κι η πλούσια χαίτη τους, ξεφεύγοντας από τη ζεύγλα, κρέμεται πλάι στον ζυγό, και τη μιαίνει η σκόνη. Τα είδε ο γιος του Κρόνου να θρηνούν τα δύο άλογα και τα ελέησε. Κινώντας το κεφάλι του, μίλησε μέσα του:

Δύστυχα, γιατί να σας χαρίσουμε, αθάνατα εσάς κι αγέραστα, σ᾽ έναν θνητό, στον βασιλιά Πηλέα; για να παιδεύεστε με τα δικά τους βάσανα, ζώντας μαζί με δύσμοιρους ανθρώπους; Πλάσμα πιο δύστυχο από τον άνθρωπο δεν βρίσκεται σ᾽ όλη τη γη, όσα έρπουν επάνω της και εισπνέουν τον αέρα της. Όμως δεν πρόκειται κι εγώ ν᾽ αφήσω στο κοσμημένο αμάξι σας ν᾽ ανέβει ο Πριαμίδης Έκτωρ. Φτάνει και περισσεύει που πήρε κι έχει καμαρώντας τα όπλα εκείνα. Στα γόνατα λοιπόν και στην καρδιά σας θα βάλω δύναμη, να σώσετε τον Αυτομέδοντα και να τον φέρετε στα κοίλα πλοία. Γιατί σκοπεύω κι άλλη δόξα στους Τρώες να προσφέρω, σκοτώνοντας να φτάσουν ως τα καλόσελμα καράβια, ώσπου να βασιλέψει ο ήλιος, να πέσει ιερό της νύχτας το σκοτάδι.

Πολυσήμαντη και αποκαλυπτική η ιλιαδική αυτή σκηνή (την μεταποίησε, με τον τρόπο του πάλι, ο Καβάφης στο ποίημα «Τα άλογα του Αχιλλέως»), προάγει εκτός των άλλων ένα βήμα ακόμη τον επικείμενο φόνο του Έκτορα. Επιμένει στην έπαρση του ήρωα, δηλωμένη με την αθέμιτη οικειοποίηση των όπλων του Αχιλλέα, που θεωρείται συμβολικός σφετερισμός της ταυτότητας του αντίπαλου ήρωα. Ενοχή που θα διπλασιαζόταν, αν ο Δίας επέτρεπε στον Έκτορα να σφετεριστεί και τα -αμετακίνητα αυτή τη στιγμή- άλογα του Αχιλλέα. Επειδή μια τέτοια πράξη θα αποτελούσε υπέρβαση του απαγορευτικού ορίου ανάμεσα στην αθανασία και στη θνητότητα, στον βαθμό που τα συγκεκριμένα άλογα είναι αθάνατα κι ο Έκτορας (όπως κι ο Αχιλλέας εξάλλου) θνητός.

Στο τέλος του αποφασιστικού αυτού μονολόγου του ο Δίας προγραμματίζει την τελική πια επίθεση των Τρώων στα πλοία των Αχαιών, τώρα που εξέλιπε η επιθετική αντίσταση του Πατρόκλου. Γεγονός που πρέπει, σύμφωνα με την υπόσχεση του θεού στη Θέτιδα στην πρώτη ραψωδία, να επαναφέρει τον Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης. Έτσι συντονίζονται οι δύο φάσεις της βουλής του Δία: η αρχική, που δεν προέβλεπε ακόμη τον θάνατο του Πατρόκλου· και η ενδιάμεση, που τον εκμαίευσε, προς όφελος της πλοκής του ιλιαδικού πολέμου, όπως τη φαντάστηκε ο ποιητής.

Πώς να περάσεις το cocoon stage για να γίνεις άλλος άνθρωπος

Η πεταλούδα είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά έντομα που μας έχει χαρίσει η φύση, καθώς η εξέλιξή της αποτελεί αντικείμενο μελέτης πολλών επιστημών και πηγή έμπνευσης πολλών τεχνών. Η πεταλούδα που όλοι γνωρίζουμε είναι η τελική μορφή μιας ολόκληρης διαδικασίας μεταμόρφωσης από τη στιγμή της γέννησης σε μορφή κάμπιας (προνύμφες).

Οι κάμπιες έχουν σκωληκόμορφο σώμα και παρουσιάζουν στοματικά μόρια μασητικού τύπου, ενώ συχνά διαθέτουν μεταξοειδείς αδένες και με τα λεπτά στρώματα μεταξιού που παράγουν, δημιουργούν ένα κουκούλι, στο οποίο εισέρχονται και μετατρέπονται σε χρυσαλίδες. Όταν βγαίνουν από το κουκούλι, αποκτούν πλέον τη μορφή ενήλικης πεταλούδας. Το πιο εντυπωσιακό στάδιο είναι εκείνο που η κάμπια επιλέγει να κρεμαστεί ανάποδα από ένα κλαδί, υφαίνει ένα προστατευτικό στρώμα γύρω από τον εαυτό της και παραμένει ακίνητη, ενώ υφίσταται μια σειρά αλλαγών μέσα στο κουκούλι. Αυτό το στάδιο είναι γνωστό ως cocoon stage και είναι στενά συνδεδεμένο με έναν ολόκληρο τομέα της ψυχολογίας. Πώς συνδέεται όμως το cocoon stage με τη ζωή μας;

Το cocoon stage είναι το στάδιο κατά το οποίο συνειδητοποιούμε ότι η ζωή μας αλλάζει και οι παλιοί τρόποι που κάναμε πράγματα δε λειτουργούν πλέον για εμάς. Έχουμε ξεπεράσει το στάδιο της κάμπιας, το στάδιο που ζούμε σύμφωνα με τις κοινωνικές καταστάσεις και τις ανάγκες των άλλων, και τώρα πρέπει να προχωρήσουμε για να αναζητήσουμε μια βαθύτερη σύνδεση με τον εαυτό μας, την ταυτότητά μας και με την υπόλοιπη ζωή μας. Το κουκούλι αντιπροσωπεύει τον προστατευτικό χώρο που χρειαζόμαστε για να εισέλθουμε σε αυτή τη μεταμόρφωση, έναν χρόνο και έναν τόπο για να σκεφτούμε και να τα καταλάβουμε όλα. Είναι μια μεταφορά.

Μπορεί να μην τρέχουμε μακριά από τις ζωές μας, αλλά είναι μια φάση κατά την οποία μπορεί να αποσυρθούμε από ορισμένες δραστηριότητες στη δουλειά και από αλληλεπιδράσεις με τους φίλους για να επικεντρωθούμε στην κατανόηση του τι δε λειτουργεί και τι είναι αυτό που θέλουμε για το μέλλον. Καθώς το στάδιο του κουκουλιού αφορά την αλλαγή, είναι μια δύσκολη στιγμή για τον καθένα, καθώς κάνουμε στην άκρη όσα ζούσαμε για να σφυρηλατήσουμε μια στενότερη σύνδεση με το ποιοι πραγματικά είμαστε στον πυρήνα μας. Μπορεί να αισθανόμαστε ακόμα και ότι χάνουμε τον δρόμο μας, θέτοντας σε κίνδυνο τις κοινωνικές μας σχέσεις και την αίσθηση του ανήκειν, φοβούμενοι ότι αν αφήσουμε ορισμένες πτυχές της ζωής μας, μπορεί να καταλήξουμε σε λάθος επιλογές, καθώς η επιτυχία κατά τη διάρκεια αυτής της μετάβασης δεν είναι εγγυημένη. Κάτι όμως ανακατεύεται μέσα μας.

Συνειδητοποιούμε ότι πρέπει να θέσουμε τα γεγονότα του παρελθόντος σε κατάλληλο πλαίσιο, ώστε να μπορέσουμε να προχωρήσουμε στη νέα ζωή, προετοιμάζοντας τον εαυτό μας για νέες εμπειρίες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τον εαυτό μας, να ανακαλύψουμε τις κρυμμένες πτυχές του και να τον τεντώσουμε με νέους τρόπους. Συνειδητοποιούμε ότι ζούμε σε δύο κόσμους, τον παλιό που δε λειτουργεί πλέον για εμάς και τον νέο, ο οποίος δε μας έχει ακόμη αποκαλυφθεί πλήρως. Μερικοί άνθρωποι μπαίνουν στο cocoon stage, αλλά σύντομα θέλουν να υποχωρήσουν στο στάδιο της κάμπιας, στην αντιληπτή ασφάλεια και ίσως στον ενθουσιασμό της νιότης. Άλλοι παραμένουν κολλημένοι στα κουκούλια τους για το υπόλοιπο της ζωής τους, φοβούνται την αλλαγή και το τι μέλλει γενέσθαι και αγνοούν το κάλεσμα για μεταμόρφωση. Φυσικά, το cocοon stage σχετίζεται και με την αυτοβελτίωσή μας.

Αισθάνεστε ότι η ανάπτυξή σας παραμένει στάσιμη; Είναι πιθανό να βρίσκεστε απλώς σε cocοon stage που είναι φυσικό μέρος της διαδικασίας αυτοβελτίωσης. Κάνετε προσπάθεια, αλλά εξακολουθείτε να νιώθετε ότι τίποτα δεν αλλάζει; Η αυτοβελτίωση είναι συχνά μια οδοντωτή διαδικασία. Η ανάπτυξη δεν είναι γραμμική -αντ ‘αυτού, συχνά είναι γεμάτη κορυφές, κοιλάδες και οροπέδια. Πολλές φορές όταν υιοθετείτε μια νέα συνήθεια θα παρατηρήσετε κάποια άμεσα οφέλη και στη συνέχεια τα πράγματα θα φαίνεται να επιβραδύνουν. Για παράδειγμα, μετά από άσκηση δύο εβδομάδων, οι άνθρωποι συχνά κοιτάζονται στον καθρέφτη και παρατηρούν φυσικές αλλαγές στο σώμα τους. Μπορεί να είναι πραγματικά κίνητρο αυτά τα αρχικά αποτελέσματα, αλλά στη συνέχεια η πρόοδος φαίνεται να αλλάζει ρυθμούς. Μετά από έναν μήνα, μπορεί να αρχίσετε να αισθάνεστε σαν να «διατηρείτε» την τρέχουσα θέση σας και σαν να μην προχωράτε πια. Αυτό είναι κομμάτι της διαδικασίας αυτοβελτίωσης.

Φυσικά όλοι επιθυμούμε άμεσα αποτελέσματα, αλλά ένα μεγάλο μέρος της αυτοβελτίωσης είναι η καλλιέργεια της υπομονής και η αναγνώριση της ευρύτερης διαδικασίας που εκτυλίσσεται. Όταν η ανάπτυξη φαίνεται να επιβραδύνει -ή ακόμα και όταν αισθάνεστε ότι βρίσκεστε σε πλήρη στασιμότητα- είναι σημαντικό να δείτε λίγο πιο μακριά. Το ότι δεν μπορείτε να εντοπίσετε οποιαδήποτε ανάπτυξη δε σημαίνει ότι δε συμβαίνει κιόλας κάτω από την επιφάνεια. Μερικές φορές πρέπει να δώσετε χρόνο για εσωτερικές αλλαγές πριν αρχίσουν να εκδηλώνονται εξωτερικές.

Για να καταλάβουμε πώς περίπου συμβαίνει η αυτοβελτίωση μπορούμε να παρατηρήσουμε και τη μεταμόρφωση της πεταλούδας. Στα πρώτα στάδια της ζωής της, η προνύμφη ή η κάμπια τρέφεται και μεγαλώνει σε μέγεθος, αλλά πριν μπορέσει να φτάσει στο τελικό της στάδιο, πρέπει να περάσει από μια «φάση-κουκούλι». Στη φάση αυτή αισθάνεται σαν να μη συμβαίνει τίποτα και δεν υπάρχουν αλλαγές που να μπορεί να παρατηρήσει κανείς, αφού είναι όλα στάσιμα για τον εξωτερικό παρατηρητή. Απλώς πρέπει να καθίσεις και να περιμένεις.

Στην πραγματικότητα, όμως, η αλλαγή εξακολουθεί να συμβαίνει μέσα στο κουκούλι. Συντελείται ένας πραγματικός μετασχηματισμός, αλλά χρειάζεται χρόνος. Οι μέρες περνούν κι ενώ δε φαίνεται να συμβαίνει απολύτως τίποτα, κάποια στιγμή αναδύεται η όμορφη πεταλούδα και καταλαβαίνεις ότι η αναμονή άξιζε τον κόπο. Η αυτοβελτίωση μπορεί συχνά να λειτουργήσει με τον ίδιο τρόπο. Μπαίνουμε σε «φάσεις- κουκούλι» που δε φαίνεται να συμβαίνει μεγάλη αλλαγή ή ανάπτυξη, αλλά κάποια στιγμή, χωρίς να το περιμένεις, έρχεται η αλλαγή. Όσο κάνετε μικρά πράγματα, φροντίζετε το σώμα και το μυαλό σας, καλλιεργείτε υγιεινές συνήθειες και κάνετε μικρά βήματα καθημερινά, είστε σε καλό δρόμο. Αρκεί να εμπιστευτείτε τη διαδικασία και να μην ανησυχείτε τόσο για τα άμεσα αποτελέσματα. Εάν έχετε σύστημα, τα αποτελέσματα θα φανούν μακροπρόθεσμα. Συχνά η ανάπτυξη συμβαίνει είτε πολύ αργά είτε πολύ γρήγορα. Κατά τη διάρκεια των αργών φάσεων ανάπτυξης, μικροσκοπικά πράγματα προστίθενται σταδιακά για μεγάλες χρονικές περιόδους πριν δει κανείς τη μεγάλη αλλαγή.

Κι όταν συμβεί, τότε είναι που περνάς στο επόμενο επίπεδο στο παιχνίδι της ζωής και ο κύκλος επαναλαμβάνεται. Για τον εξωτερικό παρατηρητή, η επιτυχία μπορεί να φαίνεται να έρχεται από το πουθενά, αλλά το άτομο ξέρει ότι έχει αφιερώσει χρόνια και έχει καταβάλει μεγάλη προσπάθεια. Όταν μια ευκαιρία έρχεται να χτυπήσει την πόρτα, να είσαι εκεί να την αδράξεις και να την εκμεταλλευτείς, αλλά να θυμάσαι πως η επιτυχία δεν έρχεται πάντα μέσα σε μια στιγμή. Η ανάπτυξη συμβαίνει σε κύκλους, οπότε να είστε υπομονετικοί με τον εαυτό σας κατά τη διάρκεια των αργών αλλαγών και στην πορεία όλο και κάτι αξιοσημείωτο μπορεί να σας περιμένει!

Υπερφαγία – Αφαγία: η σχέση μας με την τροφή

Πολλές φορές η ανάγκη να αποκτήσουμε τον έλεγχο στη ζωή μας εκφράζεται μέσω της προσπάθειας για μείωση βάρους μέσα από τον περιορισμό της τροφής μας ή αντίθετα της προσπάθειας για αύξηση του βάρους μας. Είναι πολύ πιο εύκολο να κυνηγούμε με μανία και επιμονή το «ξεφόρτωμα» ή την προσθήκη των κιλών αντί να σκεφτούμε τη σχέση μας με τη διατροφή, τον εαυτό μας και την ίδια τη ζωή.

H πείνα και η τεράστια ανάγκη για τροφή αντικατοπτρίζει συχνά την πείνα μας για αγάπη, αποδοχή και αναγνώριση που πιθανόν έχουμε στερηθεί. Μπορεί να καθρεφτίζει επίσης την έλλειψη χαράς και απολαύσεων στη ζωή μας. Ο ψυχαναγκαστικός έλεγχος της τροφής από την άλλη και η διαρκής προσπάθεια να διατηρήσουμε μια συγκεκριμένη σιλουέτα υπο δηλώνει την καταπίεση και τον έλεγχο μέσα στον οποίο έχουμε μάθει να ζούμε και την αντίστοιχη καταπίεση και έλεγχο που ασκούμε στα συναισθήματα μας και πιθανόν και στους άλλους. Σε ακραίες περιπτώσεις αυτός ο έλεγχος φτάνει στα όρια κακοποίησης του εαυτού μας και στο φαινόμενο της νευρικής ανορεξίας.

Η σχέση μας με το φαγητό, μας καλεί να διερευνήσουμε τη σχέση με τον εαυτό μας, τη σχέση μας με την απόλαυση, τις ενοχές, τον έλεγχο, την ανάγκη μας να αρέσουμε στους άλλους και να μας εγκρίνουν, ως προϋπόθεση αποδοχής του εαυτού μας.

ΟΤΑΝ ΚΑΤΑΦΕΡΟΥΜΕ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΟΥΜΕ ΕΙΣ ΒΑΘΟΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΝ ΑΓΑΠΗΣΟΥΜΕ, ΑΠΛΑ ΟΛΑ ΡΕΟΥΝ ΧΩΡΙΣ ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΠΙΕΣΕΙΣ.

Συχνά πίσω από την κακή σχέση μας με την τροφή κρύβεται κάποιο τραυματικό βίωμα κι ένας γονιός ή καποιο άλλο πρόσωπο που επίσης δεν είχε καθόλου καλή σχέση με το φαγητό και τον εαυτό του. Που ήταν τελειομανής, που παρατηρούσε διαρκώς το σώμα μας, που μας επέκρινε, που μας πίεζε να φάμε ή να μην φάμε. ‘Η μπορεί να κρύβεται κάποιο αυτοτιμωρητικό μοντέλο σκέψης που εδράζεται κι αυτό σε κάποιο τραύμα.

Σε πολλές περιπτώσεις για να πετύχουμε το επιθυμητό βάρος και κυρίως για να τρώμε υγιεινά, χρειάζεται επεξεργασία αυτών των βιωμάτων και επανορθωτικές εμπειρίες με τη συνοδεία του θεραπευτή προκειμένου να αποκαταστήσουμε μια σχέση αγάπης με την Τροφή και τον Εαυτό μας. Γιατί η σχέση μας με το φαγητό είναι ένα ζήτημα σχέσης με τα κρυμμένα συναισθήματα, τις ανικανοποίητες ανάγκες μας και τις πεποιθήσεις που έχουμε διαμορφώσει μέσα από την οικογένεια, τα Mέσα μαζικής ενημέρωσης και τα προβαλλόμενα πρότυπα της εποχής. Είναι όμως και μια σχέση που σχετίζεται άμεσα με το πώς ζούμε, ποια φιλοσοφία έχουμε για τη ζωή, πόσο σεβόμαστε το σώμα μας και γενικότερα εμάς. Και είναι μια σχέση που αξίζει να της αφιερώσουμε χρόνο για να γίνει καλύτερη, όπως όλες οι σχέσεις εξάλλου.

Σημασία έχει να τρώμε υγιεινά, να μην έχουμε προβλήματα υγείας και να αρέσουμε κυρίως σε μας. Δουλεύοντας θεραπευτικά μπορούμε με μεγαλύτερη ευκολία και συνέπεια να ακολουθήσουμε ένα πρόγραμμα υγιούς διατροφής χωρίς να στερούμαστε την απόλαυση και τη γεύση. Γιατί αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα στη ρίζα του κι όχι μόνο την εκδήλωσή του. Όταν καταφέρουμε να γνωρίσουμε εις βάθος τον εαυτό μας και να τον αγαπήσουμε, απλά όλα ρέουν χωρίς καταναγκασμούς και πιέσεις. Γιατί απλώς δεν έχουμε πια την επιθυμία να μας τιμωρούμε ή να μας βλάπτουμε. Γιατί απλώς επιθυμούμε την απόλαυση του φαγητού δίπλα στις άλλες απολαύσεις της ζωής και δεν την καθιστούμε κυρίαρχη και μοναδική απόλαυση.

Ο κόσμος κάνει όσα δεν πρέπει ή δεν κάνει τίποτα… Αντιδράμε αντί να Δράσουμε

– Είναι απλώς η τρέλα όλων αυτών...

– Σαν να έχει ανθίσει το παράλογο.

– Ο κόσμος κάνει όσα δεν πρέπει ή δεν κάνει τίποτα..

– Σαν να μας δοκιμάζουν!

– Μα είναι σαν το όνειρο... όπου αρχίζουν οι εξετάσεις και συ δεν βρίσκεις τα μολύβια σου... τα χάνεις... Μην φοβάσαι

– Ό,τι απειλεί τη φυσική τάξη είναι εκ προοιμίου τερατώδες, ακόμα κι αν είναι «όμορφο» ακόμα κι αν είναι για το «καλό μας».

– Υπάρχει μόνο χάος; Βαναυσότητα;

– Έχουμε όλοι έναν κοινό εχθρό. Κάποιος, κάποια ομάδα ξαναγράφει τους κανόνες της πραγματικότητας. Αν δεν το ελέγξεις.

– Υπάρχει πρόγραμμα, υπάρχει δουλειά που πληρώνει πολύ καλά γι’ αυτό.

– Έχουμε μείνει πίσω. Αντιδράμε αντί να Δράσουμε

– Είναι προφανές ότι τελικά αν είναι να σωθείς από το χάος πρέπει να δεις το χάος κατάματα ...μην φοβηθείς.

– Από την άλλη η συγχώρεση... θέλω να πω, υπάρχει ακόμα η συγχώρεση στον κόσμο σωστά;

– Η καλοσύνη ήταν απλά μια αρρώστια όλον αυτό τον καιρό; Ή βρήκαμε την θεραπεία;

– Θυμάμαι να πιστεύω. Ακόμα πιστεύω ότι είμαι στον κόσμο.

– Έστω και μόνο ένας να θυμάται κι οι υπόλοιποι να ξεχνούν, υπάρχει θεραπεία.

– Αλλά ένας, ένας ακόμα θυμάται. Είμαι στον κόσμο. Είμαι κομμάτι της φύσης του όλου και δεν πιστεύω ότι θέλει να οπισθοδρομήσουμε και να καταστραφούμε για πλάκα.

Με κυρίεψε αυτός ο φόβος, αυτός ο θυμός, αυτή η τρέλα κάτι έσπασε μέσα μου. Ράγισε σαν πλευρό και με πονάει. Δεν θα ζήσω με την σκέψη ότι αγνόησα αυτό το σημάδι.

Ένα κομμάτι σπάει η σωπαίνει για πάντα …Όταν απλά το επιτρέπουμε.

– Το μέλλον του κόσμου βρίσκεται σ αυτό που κάνεις. Το μέλλον του κόσμου εξαρτάται από το παρόν, γι’ αυτό δεν βρίσκεσαι εδώ;

– Δεν ξέρω γιατί βρίσκομαι εδώ, δεν ξέρω πως έφτασα ως εδώ η τι θα κάνω όταν φύγω. Ξέρω τι δεν θα κάνω όμως. Δεν θα παρερμηνεύσω τον πόνο μου δεν θα τον αφήσω να με παρασύρει στο σκοτάδι.

– Είναι το πρώτο βήμα στο να μάθουμε γιατί είμαστε εδώ και τι πρέπει να κάνουμε

– Όλοι έχουμε κρυμμένη καλοσύνη, ανεξάρτητα από την κακία που βγάζει ο καθένας. Δεν είμαστε εδώ για να σφαγιαζόμαστε για φιγούρα και επίδειξη δύναμης.

Είμαι στο Ερεβοκτόνο φως, είμαι το φως και συ το ίδιο!

Κάποιος μου μιλούσε σε κάποιον απαντούσα.

Όταν μιλούσα άκουγα την φωνή μου, όταν μου μιλούσε έβλεπα την μορφή μου…

δεν βγάζεις άκρη στα όνειρα της Κυριακής!

Αρκετοί από εμάς, δεν ζούμε τα όνειρά μας, γιατί ζούμε τους φόβους μας

«Αρκετοί από εμάς, δεν ζούμε τα όνειρά μας, γιατί ζούμε τους φόβους μας» -Les Brown

Δεν μπορώ να χωρίσω, μου λες συχνά. Φοβάμαι...

Τι φοβάσαι; σε ρωτάω κοιτώντας σε στα μάτια.

Και εκεί συχνά κατεβάζεις τα μάτια σου... γιατί στην πράξη φοβάσαι τον εαυτό σου... και νιώθεις άβολα να το σκεφτείς, να το παραδεχτείς.

Μην φοβάσαι.

Μην φοβάσαι να το παραδεχτείς.

Το πρώτο βήμα για να αντιμετωπίσουμε ένα φόβο μας είναι να τον παραδεχτούμε και να αρχίσουμε να τον απομυθοποιούμε.

Τον έχεις βάλει εκεί ψηλά στο βάθρο και τον κοιτάζεις.

Τον κοιτάζεις και σου φαίνεται τεράστιος, γιατί τον καλλιεργείς και τον τρέφεις με σκέψεις, που σε μουδιάζουν.

Και όσο τον κοιτάζεις, τόσο το βάθρο μεγαλώνει, τόσο το κενό ανάμεσά σας μεγαλώνει... και τόσο εσύ γίνεσαι ολοένα και πιο μικρός, πιο μικρή... γιατί νιώθεις ανασφάλεια, νιώθεις άγχος, νιώθεις ανεπάρκεια.

Νιώθεις ένα μούδιασμα σε όλο σου το σώμα.

Μα, να σου πω κάτι, ο φόβος ένα συναίσθημα είναι... όπως όλα τα υπόλοιπα συναισθήματα.

Και μπορείς να σκεφτείς ότι είναι ένα υγιές συναίσθημα και αυτό, όπως και όλα τα υπόλοιπα συναισθήματα, γιατί θεωρητικά υπάρχει για να μας προστατεύει, αρκεί να μην γίνεται εμμονή μας.

Εσύ όμως τον κάνεις πιο δυνατό αποφεύγοντάς τον.

Κοίταξέ τον επιτέλους στα μάτια... και ακόμα και αν μουδιάζεις, ακόμα και αν παγώνεις ολόκληρη, ολόκληρος κοίταξέ τον στα μάτια.

Γιατί με αυτό τον τρόπο δίνεις στον εαυτό σου μία ευκαιρία... μία ευκαιρία να παλέψεις, μία ευκαιρία να αντισταθείς, μία ευκαιρία να νικήσεις.

Κοίταξέ τον και συμπορεύσου μαζί του, μην τον κοιτάζεις απλά για να τον αντιμετωπίζεις και να δίνεις μία καθημερινή μάχη μαζί του, γιατί θα εξαντλείσαι κάθε μέρα και περισσότερο.

Κοίταξέ τον και αγκάλιασέ τον... Κοίταξέ τον και περπάτησε μαζί του... Κοίταξε τον και χάιδεψέ τον, γιατί με αυτό τον τρόπο χαϊδεύεις εσένα.

Κοίταξέ τον και πες του ότι δεν πειράζει ακόμα και αν φοβάσαι, γιατί με αυτό τον τρόπο του δείχνεις ότι δεν πειράζει να υπάρχει στη ζωή σου.

Συχνά μου λες ότι φοβάσαι να βγεις ένα πρώτο ραντεβού με κάποιον.

Ίσως γιατί φοβάσαι ότι θα πληγωθείς, ίσως γιατί φοβάσαι ότι θα σε κοροϊδέψει, ίσως γιατί φοβάσαι ότι θα φοβηθεί, ίσως γιατί ακούς παντού ότι είναι όλοι ακατάλληλοι, ίσως γιατί νιώθεις περισσότερο μεγάλη από όσο θα ήθελες, όχι τόσο λεπτή όσο θα ήθελες, όχι τόσο άνετη όσο θα ήθελες.

Είπαμε όμως... δεν συγκρίνουμε, δεν εστιάζουμε σε τι λένε οι άλλοι, εμπιστευόμαστε εμάς και την κρίση μας.

Πλησιάζει λοιπόν η ώρα του ραντεβού.

Και πριν βγεις, έχεις αδειάσει όλη τη ντουλάπα, έχεις φορέσει όλα σου τα ρούχα και δεν σου αρέσει κανένα, δεν σου αρέσουν τα μαλλιά σου, δεν σου αρέσει το σώμα σου, παρατηρείς την κυτταρίτιδα και τις ρυτίδες σου, ρουφάς την κοιλιά σου, σκέφτεσαι ότι δεν νιώθεις αυτοπεποίθηση και θέλεις να κάνεις ακόμα και εμετό από το άγχος σου.

Οι σκέψεις σου;

Θα με κρίνει... δεν θα του αρέσω, δεν θα της αρέσω... θα με κοιτάζουν όλοι στο μαγαζί... υπάρχουν πολύ πιο όμορφες γυναίκες. . υπάρχουν πολύ πιο όμορφοι άντρες ή πιο επιτυχημένοι, ή πιο έξυπνες.

Και αναρωτιέσαι : γιατί βγήκε μαζί μου; μάλλον γιατί θέλει να με κοροϊδέψει ή μήπως γιατί με λυπάται; Μήπως δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει; Μήπως ήθελε απλά να περάσει το χρόνο του; Μήπως απλά βαριόταν; Μήπως ταυτόχρονα με εμένα βγαίνει και με άλλες, με άλλους; Μήπως απλά για να κάνει σεξ;

Και αν δεν τα σκέφτεσαι όλα αυτά τα σενάρια, μέσα σου λες... «ευτυχώς υπάρχουν και χειρότερες σκέψεις από αυτές που κάνω εγώ».

Και αν τα σκέφτεσαι όλα ταυτόχρονα σκέφτεσαι... «χάλια είμαι, ποτέ δεν θα βελτιωθεί η κατάστασή μου...»

Να σου πω όμως κάτι;

Δεν είσαι η μόνη που σκέφτεσαι έτσι... Δεν είσαι ο μόνος.

Δεν είσαι η μόνη που φοβάται τον καθρέφτη της... Δεν είσαι ο μόνος.

Δεν είσαι η μόνη που κάνεις αυτά τα σενάρια... Δεν είσαι ο μόνος.

Μπορείς όμως να γίνεις αυτή, αυτός που θα θελήσει να δώσει μία ευκαιρία στον εαυτό της, στον εαυτό του και να απολαύσει μία ωραία βραδιά.

Και ακόμα και αν δεν προχωρήσει η σχέση σας, η επικοινωνία σας, ακόμα και αν δεν συνεχίσετε, να θυμάσαι πάντα ότι ποτέ δεν μπορούμε να κρίνουμε το αποτέλεσμα εκ προοιμίου και ότι όλοι δικαιούμαστε μία ευκαιρία να ανθίσουμε και να προσπαθήσουμε.

Να γίνεις αυτός που είσαι

«Τι σου λέει η συνείδηση σου; Να γίνεις αυτός που είσαι.» Φ. Νίτσε

Η τραγωδία της ύπαρξης είναι ότι ο άνθρωπος είναι αδύνατον να αξιοποιήσει όλες τις ικανότητες του στο έπακρο στο σύντομο αυτό φωτεινό διάστημα μεταξύ της αβυσσαλέας ανυπαρξίας που λέγεται ζωή.

Το ευτύχημα της είναι ότι ο άνθρωπος μπορεί να πραγματώσει τον εαυτό του και να αναπτύξει τις δυνατότητές του σε έναν ικανοποιητικό βαθμό.

Ο κάθε ένας από εμάς είναι προορισμένος από τη φύση να αναπτύξει ένα ξεχωριστό και μοναδικό εαυτό.

Δυστυχώς όμως οι περισσότεροι φεύγουν από τη ζωή χωρίς να έρθουν σε επαφή με αυτό το ιερό κομμάτι της ύπαρξης τους. Χάνονται δίχως να προφθάσουν να «γίνουν αυτοί που είναι».

Ο γρανιτένιος αυτός αφορισμός πρωτοειπώθηκε από τον Πίνδαρο, απασχόλησε τον Διογένη, τους Στωικούς, τον Σπινόζα και αποτέλεσε θεμέλιο λίθο και πυλώνα πάνω στον οποίο στηρίχθηκε ολόκληρη η υπαρξιακή φιλοσοφία του Νίτσε.

Τι σημαίνει όμως να «γίνεις αυτός που είσαι;

Πράγματι η φράση έχει ένα βαθύτατα υπαρξιακό νόημα.

Να γίνεις αυτός που είσαι σημαίνει να πραγματώσεις τον εαυτό σου στο μέγιστο δυνατό.

Να αναπτύξεις τις δυνατότητες σου στο έπακρο.

Να έρθεις σε επαφή με τον «εσωτερικό σου δαίμονα», το ιερότερο κομμάτι του εαυτού σου και να τον διατηρήσεις αλώβητο, απερίσπαστο και αιώνιο.

Να μπορέσεις επιτέλους να δεις τον εαυτό σου ως μοναδικό και ξεχωριστό.

Να τον απογυμνώσεις από ό,τι δεν του ανήκει.

Να τινάξεις από πάνω σου τις άθλιες κοινωνικές, ηθικές και θρησκευτικές επιταγές.

Να αφουγκραστείς προσεκτικά την άβυσσο της ύπαρξης σου και να ακούσεις τι έχει να σου πει.

Να «γίνεις αυτός που είσαι» σημαίνει να αποτινάξεις από πάνω σου κάθε λογής εξάρτηση και ιδεοληψία.

Να βρεις τη χαμένη σου ισχύ και πληρότητα.

Να ζήσεις ελεύθερος από οτιδήποτε σκλαβώνει την ύπαρξη σου και βασανίζει το πνεύμα σου.

Να έχεις απόλυτη εμπιστοσύνη στον εαυτό σου και στις κρίσεις σου υπακούοντας την εσωτερική πυξίδα που σε κατευθύνει.

Να αγκαλιάσεις το φόβο και τον κίνδυνο γιατί μόνο έτσι θα αναπτύξεις τον εαυτό σου.

Να πλησιάζεις στην άκρη του γκρεμού και να κοιτάς θαρραλέα χάμω. Να τολμάς.

Σημαίνει να συμπεριφέρεσαι στις καταιγίδες της ζωής όπως ένα δέντρο: βυθίζοντας τις ρίζες βαθύτερα στο έδαφος ώστε να υψωθείς και να γίνεις πιο δυνατός.

Πάντα να σκάβεις, να σκάβεις βαθιά. Εκεί θα βρεις την πηγή, την προσωπική σου αλήθεια, το φως.

Να βρεις τον προορισμό σου και να τον αγκαλιάσεις. Να τον δημιουργήσεις.

Σημαίνει να αποτινάξεις από πάνω σου την ψευδαίσθηση της ασφάλειας. Η έλλειψη και ο κίνδυνος είναι οι βασιλικές οδοί που θα οδηγήσουν στην πραγμάτωση σου.

Να αναλάβεις την ευθύνη της ύπαρξης σου κόβοντας τον ομφάλιο λώρο της προσκόλλησης.

Να γίνεις tabula rasa, ένα λευκό χαρτί πάνω στο οποίο εσύ θα γράψεις την ιστορία σου και θα χαράξεις την πορεία σου.

Για να γίνεις αυτός που είσαι πρέπει να μάθεις ποιος είσαι.

Για να μάθεις ποιος είσαι πρέπει πρώτα να μάθεις ποιος δεν είσαι. Τι σου ανήκει και τι όχι.

Να κάψεις ό,τι είναι ξένο προς τη διάνοια σου και να αναγεννηθείς μέσα από αυτό.

Άλλωστε, όπως πολύ εύστοχα λέει και ο στοχαστής: «Πώς θα ξαναγεννηθείς αν δε γίνεις πρώτα στάχτη»;

Η ουτοπία του έρωτα

Υπάρχει ένας ουτοπικός μύθος. Μια ωραιοποιημένη θεωρία που αγγίζει δειλά την πραγματικότητα και μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, μέσα από τα παραμύθια. Ο μύθος του ιδανικού έρωτα.

Μεγαλώνουμε πιστεύοντας πως σαν βρούμε το ταίρι μας, τα προβλήματα μας θα λυθούν σχεδόν δια μαγείας. Η ευτυχία θα μας κατακλύσει, η ψυχή μας θα ηρεμήσει και η καθημερινότητα μας θα γαληνέψει.. Ζώντας αυτοί καλά και εμείς καλύτερα…

Περνάμε μεγάλο μέρος της ζωής μας αναζητώντας εκείνον τον άνθρωπο που θα μας λυτρώσει. Τον πρίγκιπα με το λευκό άλογο, που θα μας πάρει μακρυά από τη μιζέρια μας. Ή την πριγκίπισσα που είναι φυλακισμένη στο κάστρο και περιμένει κάποιον να την σώσει, ώστε να ζήσουν μια ζωή ονειρεμένη.

Η ανυπομονησία υποσυνείδητα μας ωθεί να εναποθέτουμε εύκολα τις ελπίδες μας, σχεδόν σε όποιον βρεθεί μπροστά μας. Σε κάποιον που τηρεί φαινομενικά έστω και λίγες από τις προϋποθέσεις μας. Εθελοτυφλώντας, βλέποντας ότι η ανάγκη μας προστάζει.

Με την πάροδο του χρόνου όταν η γύμνια των ψυχών επικρατεί και η ύλη αδυνατεί να θαμπώνει άλλο πια, συχνά βλέπουμε ποσό μακρυά είμαστε ο ένας από τον άλλον.. Αλλά κυρίως, πόσο μακριά είμαστε από τον ίδιο μας τον εαυτό.

Καταλήγοντας μετά από καιρό και πάλι μόνοι. Μόνοι, όντας ακόμα και μέσα σε δεσμά σχέσης ή γάμου. Η μοναξιά άλλωστε δεν διστάζει να κυριαρχήσει ακόμα και στις πιο «γεμάτες», φαινομενικά ευτυχισμένες εικόνες.

Συναντάμε κάπου στο μέλλον, τον εαυτό μας κουλουριασμένο σε μια γωνιά του χρόνου, προδομένοι από τα όνειρα μας, πληγωμένοι. Μαζεύοντας τα συντρίμμια μας, μόνο και μόνο για να βρούμε το κουράγιο να ψάξουμε τον επόμενο σύντροφο. Γυρεύοντας με ατέρμονη ελπίδα την αλήθεια του μύθου..

Ανασηκώνουμε τους ώμους, φοράμε με ευκολία την μάσκα που μαγικά καλύπτει όσα θέλουμε να κρύψουμε. Τον πόνο, την θλίψη, τα άλυτα θέματα που κουβαλάμε, αλλά σπάνια θυσιάζουμε τον χρόνο μας ή εκμηδενίζουμε το εγώ μας, για να τα αντιμετωπίσουμε. Ό,τι μας βαραίνει, το θάβουμε μέσα μας. Αγνοώντας πως κάποια στιγμή, όλα θα φανερωθούν, όμως γιγαντωμένα και θα μας στοιχειώσουν.

Πεπεισμένοι πως σύντομα θα βρούμε τον άνθρωπο που η ζωή μας χρωστάει, μετά από τόσες δυσκολίες. Εκείνον που επιτέλους, όπως θελουμε να πιστεύουμε, θα μπορέσει να μας φέρει την λησμονημένη ευτυχία και να εξαγνίσει μια για πάντα όλο όσα μέσα μας καταχωνιάσαμε.

Ο φαύλος κύκλος όμως αυτός θα επαναλαμβάνεται εωσότου λάβουμε το μάθημα που υποβόσκει μέσα από τις πληθώρες παρεμφερείς εμπειρίες. Το δίδαγμα που διάπλατα φωνάζει πως πρέπει να αφοσιωθούμε κυρίως σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας και όχι σε μια διαρκή αναζήτησή συντρόφων ή συλλογή εραστών, εμμονικά καλύπτοντας κενά που η ματαιοδοξία και η παροδικότατα ανοίγει.

Όλα όσα χρειαζόμαστε βρίσκονται μέσα μας. Η ολοκλήρωση μας και η ευτυχία μας, δεν υποβόσκουν σε κάποιον άλλον. Κανείς δεν μπορεί να μας σώσει, μονάχα εμείς τον ίδιο μας τον εαυτό.

Με τον σωστό για εμάς άνθρωπο δίπλα μας, η πορεία μας θα γίνει πιο εύκολη, εφόσον ο ένας θα βρίσκεται δίπλα στον άλλον ουσιαστικά. Εφόσον θα υπάρχει ένα χέρι να μας αγγίζει τρυφερά, ένας ωμός να ακουμπάμε τις πίκρες μας, ένα κορμί να υπερασπίζεται την έξαψη μας..

Όμως, όσο ιδανικός για εμάς και αν τύχει να είναι ο άνθρωπος με τον οποίο θα συναντηθούμε…

Αν εμείς δεν είμαστε καλά με τον εαυτό μας…

Αν εμείς δεν έχουμε βρει τον δρόμο μας… Αν δεν έχουμε ισορροπίσει μέσα μας..

Αν δεν γνωρίζουμε ποιοι πραγματικά είμαστε και τι η ψυχή μας αναζητάει… Αργά ή γρήγορα οι σκιές μας θα προφτάσουν να καλύψουν την πλάνη μας. Και οι μπόρες από τα μαύρα αυτά σύννεφα θα ξεπλύνουν τα ψεύτικα στολίδια.

Καλούμαστε να δούμε ξάστερα μέσα μας. Να κοιτάξουμε την υπόσταση μας. Να ξεγυμνωθούμε από την ύλη που μας περιβάλει και μας ντύνει, παραπλανώντας. Να μάθουμε τους εαυτούς μας. Να μην δειλιάζουμε, όσο δύσκολο και να είναι, να μην τρομάξουμε.

Η μεγαλύτερη αρετή, «γνώθι σαυτόν».

Μονάχα όταν πλησιάσουμε τον εαυτό μας, ίσως καταφέρουμε να επιλέξουμε σωστά τον άνθρωπο που θα μπορέσει να σταθεί δίπλα μας ή θα μπορέσουμε αν τον έχουμε βρει, να τον κρατήσουμε κοντά μας. Μονάχα τότε θα νιώσει το αγνό κάλεσμα μας και οι ψυχές θα μπορέσουν με καθαρότητα να σμίξουν.

Καταλήξαμε να μας ελέγχουν τα πάθη μέσα από όσα η κοινωνία προστάζει και παραγκωνίσαμε την φωνή της καρδιάς και της ψυχής.

Ας πάψουμε να θυσιάζουμε ψυχές στον βωμό των παθών…

Αγάπη – Ελευθερία – Μοναχικότητα

Η αγάπη ως τροφή της ψυχής, η ελευθερία σε όλα τα επίπεδα και την αναγκαία μοναχικότητα για να συνδεθούμε εκ νέου με τον εαυτό μας.

Αγάπη. Πρόκειται για το θεμέλιο της αυτογνωσίας του κάθε ανθρώπου, η αγάπη είναι η μόνη εμπειρία που υπερβαίνει τον χρόνο, είναι η μόνη ελευθερία από την προσκόλληση, είναι οικουμενική, αλλά και επώδυνη… είναι όλα!

Ελευθερία. Αν ο άνθρωπος οραματιστεί τον εαυτό του με φτερά, το ένα θα αντιπροσωπεύει την αγάπη και το άλλο την ελευθερία. Χρειαζόμαστε ελευθερία από τη στρατηγική των θρησκειών, από τα κοινωνικά καλούπια, σεξουαλική ελευθερία και ελευθερία σκέψης για να καταφέρουμε να συνδεθούμε με τον εαυτό μας και με τον υπόλοιπο κόσμο.

…η ελευθερία είναι μια σκάλα. Το ένα άκρο της σκάλας φτάνει στην κόλαση, το άλλο άκρο αγγίζει τον παράδεισο…

Μοναχικότητα. Η μοναχικότητα, δεν είναι μοναξιά. Είναι επιλογή μας, έχει ηρεμία, θετικότητα, μεγαλείο και δύναμη. Όταν την ανακαλύψεις, νιώθεις όμορφα, γαλήνια, χαρούμενα και μοναδικά. Είναι η φύση μας και μόνο έτσι μπορούμε να βρούμε το αληθινό νόημα της ζωής μας. Μαθαίνεις να ΕΙΣΑΙ, τι ΕΙΣΑΙ, γιατί ΕΙΣΑΙ, ποιος ΕΙΣΑΙ.

…μάθε την τέχνη να αφαιρείς, όλα όσα εμποδίζουν την αγάπη…

…το πρώτο πράγμα που πρέπει να συνειδητοποιήσεις είναι πως, είτε το θέλεις, είτε όχι, είσαι μόνος…

…η αναπνοή είναι η ζωή του σώματος και η αγάπη είναι η ζωή της ψυχής!

Το τέλος επιστρέφει πάντα αυτό που αξίζει ο καθένας μας

Η ψυχή πεθαίνει πολύ πριν το θάνατο

Είναι πολύ αργά όταν ανακαλύπτεις πως ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω και τα εγκλήματα του παρελθόντος θα μείνουν πάντα εγκλήματα. Τίποτα δεν μπορεί να τα διορθώσει, ούτε καν να τ’ αγγίξει γιατί είναι πολύ πίσω. Εκεί που δεν μπορεί κανένας να επέμβει.

Η ζωή όμως έχει το ταλέντο να το κάνει ακόμα χειρότερο. Σου επιτρέπει να δεις με την επισημότητα που της αρμόζει, όλη την κατάρρευση του νεανικού σου χρόνου. Απλά θα κοιτάς, κανείς δεν θα βοηθήσει, ψυχή δεν θα απλώσει χέρι για να σώσει έστω κάτι. Γιατί να το κάνει άλλωστε;

Θλίψη, μαυρίλα, κι ένα μέλλον που συνεχίζει με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο να σου θυμίζει όσα έκανες λάθος. Ότι παράτησες, ξέγραψες, εγκατέλειψες και το άφησες να σαπίζει, να λιώνει, να ξεψυχά. Τώρα είναι αργά για δάκρυα και μεταμέλειες. Ο χρόνος λιγοστεύει. Στενεύουν τα περιθώρια. Δεν προλαβαίνεις. Ευτυχώς δεν υπάρχει χρόνος για να κάνεις ακόμα ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Ρήμαξες, κι όταν έχτιζες πατούσες τον κόσμο στο κεφάλι γιατί ήσουν δυνατός, με λάθος δύναμη, την κακή.

Δεν έχει μείνει ν’ απολαύσεις τίποτα λοιπόν. Μόνο ερείπια και κατάντημα. Γιατί το τέλος επιστρέφει πάντα αυτό που αξίζει ο καθένας μας ξεχωριστά. Με μαθηματική ακρίβεια.

Fernando Pessoa: Η ΜΑΝΙΑ ΤΗΣ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑΣ

Για μένα, όλα τα πράγματα είναι ένα αίνιγμα
Που απ’το αυτονόητο ξεκινά
Και με τα συνεχή του ερωτήματα
Κουράζει την καρδιά μου.
Τα πράγματα είναι και φαίνονται και τίποτα δεν αποδίδει
Το μυστικό που περιβάλλει τη ζωή.

Όλων των πραγμάτων πάντα η παρουσία
Ερωτήματα επώδυνα μου θέτει
Επιφορτίζοντας το νου μου με φοβερούς ενδοιασμούς.
Πόσο ψευδής είναι η αλήθεια; Και πόσο φαίνεται
Εφόσον όνειρα είναι όλα, και το παν είναι ένα όνειρο.

Η θέλησή μου εξασθενίζει στο μυστήριο μπροστά
Ξεσκισμένη πολεμά στο μυαλό μου μέσα,
Και η Λογική σαν δειλή τρομάζει
Να διαπιστώσει
Πως όσο περισσότερα τα πράγματα αποκαλύπτουν
Ακόμη περισσότερα τα ίδια κρύβουν

ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ

Η Μάχη του Μαραθώνα και η έκπληξη των Περσών μετά την ήττα τους

Η Μάχη του Μαραθώνα διεξήχθη το 490 π.Χ. ανάμεσα στους Αθηναίους και Πλαταιείς από τη μια πλευρά και τους Πέρσες από την άλλη, στην πεδιάδα του Μαραθώνα της Αττικής. Έληξε με νίκη των Ελλήνων και σήμανε το τέλος της πρώτης απόπειρας της Περσικής αυτοκρατορίας, επί βασιλείας Δαρείου Α’ να υποτάξει τις πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Αρχηγοί των Περσών σ’ αυτήν την εκστρατεία ήταν ο Δάτης κι ο Αρταφέρνης, που ο στρατός τους αποτελούνταν από 100.000 άντρες, ενώ των Ελλήνων ήταν 10.000 Αθηναίοι οπλίτες και 1.000 Πλαταιείς.

Οι δέκα στρατηγοί που ήταν επικεφαλής του Αθηναϊκού στρατού ήταν διχασμένοι για το πώς έπρεπε να δράσουν. Πέντε υποστήριζαν ότι ήταν πολύ λίγοι για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες ενώ οι υπόλοιποι ανάμεσα τους και ο Μιλτιάδης ήταν υπέρ της μάχης. Επειδή βρίσκονταν σε αδιέξοδο αποφάσισαν μάλλον μετά από πρόταση του Μιλτιάδη να ψηφίσει και ο πολέμαρχος, ο Καλλίμαχος. Ο Μιλτιάδης κατάφερε να τον πείσει και οι Αθηναίοι ετοιμάστηκαν για τη μάχη.

Με επικεφαλής το Μιλτιάδη οι Έλληνες νίκησαν τους Πέρσες. Ο τελικός απολογισμός της μάχης ήταν εντυπωσιακός: 6.400 Πέρσες έπεσαν νεκροί έναντι μόλις 192 Ελλήνων.

Όσο για τα τρόπαια της μάχης, εκτός από τα επτά πλοία που κατάφεραν να ακινητοποιήσουν, Αθηναίοι και Πλαταιείς περισυνέλεξαν πλήθος πολύτιμων λαφύρων, μέρος των οποίων αποτέλεσε τον λεγόμενο αθηναϊκό «θησαυρό» στο Μαντείο των Δελφών, ενώ τα υπόλοιπα χρησιμοποιήθηκαν πιθανότατα ως πρώτη ύλη για το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς του γλύπτη Φειδία.

Στη μάχη του Μαραθώνα πολέμησε και τραυματίστηκε και ο τραγικός ποιητής Αισχύλος, ο οποίος αργότερα έλαβε μέρος και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Τελευταία επιθυμία του μάλιστα ήταν μετά θάνατον να τον ενθυμούνται οι συμπατριώτες του ως γενναίο μαραθωνομάχο παρά ως επιτυχημένο τραγωδό.

Σύμφωνα με τον θρύλο, μετά το τέλος της μάχης ένας έλληνας πολεμιστής, ο Φειδιππίδης, άρχισε να τρέχει πάνοπλος προς την πόλη της Αθήνας. Κάλυψε την απόσταση των 40 χλμ. σε μερικές ώρες. Οταν έφτασε στο κέντρο της πόλης, όπου περίμεναν με αγωνία τα γυναικόπαιδα, αναφώνησε «Χαίρετε! Νενικήκαμεν!» και έπεσε νεκρός από την εξάντληση. (Από τη λαϊκή αυτή αφήγηση προέκυψε το 1896, με την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων επί ελληνικού εδάφους, η πρόταση να καθιερωθεί ως επίσημο ολυμπιακό αγώνισμα ο μαραθώνιος δρόμος, που από τότε καλύπτει απόσταση 42 χιλιομέτρων και 195 μέτρων).

Αρκετά είναι τ’ αρχαιολογικά μνημεία που βρέθηκαν στο Μαραθώνα. Υπάρχουν ερείπια από τείχη και τεχνικούς τύμβους. Κοντά στα ερείπια που ήρθαν στο φως ο αρχαιολόγος Ληκ βρήκε τρία αγάλματα.

Μα πιο σημαντικό απ’ τα μνημεία που έχουν διασωθεί είναι ο τύμβος του Μαραθώνα, που στήθηκε απ’ τους Αθηναίους προς τιμή των 192 πεσόντων Ελλήνων στη μάχη του Μαραθώνα.

Βρίσκεται σχεδόν στη μέση της πεδιάδας. Έχει ύψος 9 μ. Πάνω σ’ αυτόν ήταν στημένες 10 στήλες που αντιστοιχούσαν στις 10 φυλές της Αττικής.

Λέγεται μάλιστα πως κι ένα λιοντάρι πέτρινο ήταν φιλοτεχνημένο στην κορυφή του τύμβου, που συμβόλιζε τη λιονταρίσια αντρεία των μαχητών Ο τύμβος ανακαλύφτηκε στις αρχές του 1884 απ’ το Σλήμαν.

Η ΕΚΠΛΗΞΗ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΗΤΤΑ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΜΑΡΑΘΩΝΑ

Περίπου 6.000 Πέρσες έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Οι υπόλοιποι κατάφεραν να διασωθούν επιβιβαζόμενοι στα πλοία τους, που ναυλοχούσαν στον όρμο του Μαραθώνα. Η ήττα των εισβολέων ήταν σοβαρή, αλλά όχι ολοκληρωτική.

Ο Φειδιππίδης μετέφερε το μήνυμα της νίκης, αλλά δεν ήταν ο μόνος που γύρισε τρέχοντας από τον Μαραθώνα….

Το περσικό εκστρατευτικό σώμα διατηρούσε το σύνολο σχεδόν του στόλου του άθικτο και ολόκληρο το ιππικό του, το οποίο δεν είχε εμπλακεί στη μάχη. Επιπλέον, μεγάλο τμήμα του πεζικού παρέμενε αξιόμαχο αν και με σημαντική πτώση του ηθικού εξαιτίας της δεινής ήττας. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τα περσικά πλοία απέπλευσαν από τον Μαραθώνα και αφού παρέλαβαν τους αιχμάλωτους Ερετριείς από την νησίδα Αιγιλία, κατευθύνθηκαν προς το Σούνιο. Ο Αρταφέρνης σχεδίαζε να φτάσει στο Φάληρο, να κάνει απόβαση και να κινηθεί εναντίον της Αθήνας πριν να επιστρέψουν οι Αθηναίοι από τον Μαραθώνα. Ο Έλληνας ιστορικός πιθανολογεί μάλιστα ότι κάποιοι φιλοπέρσες Αθηναίοι ειδοποίησαν τον περσικό στόλο με ηλιακό σήμα, πως η Αθήνα φρουρούνταν ανεπαρκώς.

Ο Φειδιππίδης μετέφερε το μήνυμα της νίκης, αλλά δεν ήταν ο μόνος που γύρισε τρέχοντας από τον Μαραθώνα. Οι Πέρσες όμως άργησαν να αποβιβαστούν. Άλλωστε, η στάση στην νησίδα Αιγιλία δεν έδειχνε ότι βιάζονταν. Το πιθανότερο είναι πως ο Δάτις είχε αποπλεύσει τη νύχτα πριν από τη μάχη με κατεύθυνση το Φάληρο και ο υπόλοιπος στόλος κατευθυνόταν τώρα προς το ίδιο σημείο, ώστε να τον ενισχύσει. Σαν να μην είχαν κάνει ήδη αρκετά, οι Αθηναίοι έπρεπε να τρέξουν από το Μαραθώνα να σώσουν την πόλη τους. Ο Αριστείδης με τους οπλίτες της Αντιοχίδος φυλής παρέμεινε στον χώρο της μάχης για τη φύλαξη των λαφύρων και των τραυματιών, ενώ ο Μιλτιάδης με τις άλλες εννέα φυλές έσπευσε προς την Αθήνα, από τον δρόμο της Κηφισιάς για να προλάβει την περσική απόβαση.

Οι Αθηναίοι ήταν εξαντλημένοι από τη μάχη, αλλά έπρεπε να προστατεύσουν τις εστίες τους…

Οι Αθηναίοι ήταν εξαντλημένοι από τη μάχη, αλλά έπρεπε να προστατεύσουν τις εστίες τους. Είναι πράγματι αξιοθαύμαστο πώς οι Αθηναίοι μετά από τρεις ώρες μάχης, είχαν το κουράγιο όχι μόνο να ξεκινήσουν το δρόμο της επιστροφής αλλά έστω να σύρουν έστω τα πόδια τους. Όμως, στην πόλη βρίσκονταν οι οικογένειές τους. Τα παιδιά, οι σύζυγοι και οι γονείς τους, που έπρεπε να τους προστατεύσουν. Αν και κατάκοποι, οι Αθηναίοι ξεκίνησαν ένα σχεδόν απίστευτο αγώνα δρόμου και έτρεξαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς την πόλη τους. Έφτασαν γύρω στις 4.30-5 και στρατοπέδευσαν στο τέμενος του Ηρακλή στο Κυνόσαργες. Με τη δύση του ηλίου φάνηκαν τα περσικά πλοία στα ανοικτά του φαληρικού όρμου. Δεν γνωρίζουμε αν οι Πέρσες περίμεναν ένα ηλιακό σήμα με μια ασπίδα σηκωμένη από συνωμοτικά χέρια, αλλά αυτό που είδαν πρέπει να τους κλόνισε και να κατέστησε απαγορευτική κάθε σκέψη για απόβαση. Οι αχτίδες του ήλιου που έδυε, αντανακλούσαν πάνω σε 9.000 ασπίδες αποφασισμένων πολεμιστών και έστελναν το μήνυμα, ότι όσο η Αθήνα βασιζόταν σε τέτοιους πολεμιστές, δεν ήταν δυνατόν να υποδουλωθεί. Οι Πέρσες έμειναν για λίγη ώρα με ανοικτά τα πανιά και «ξεκίνησαν και πάλι πίσω για την Ασία»…

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΙΑΝΤΑ

Από τους Αχαιούς πολεμιστές, ο Αίαντας ήταν ο δεύτερος, μετά τον Αχιλλέα, στην παλικαριά: γιγαντόσωμος (το πιο συχνό ομηρικό επίθετό του είναι «μέγας»), γενναίος και φονικός στη μάχη.

Μετά τον θάνατο του Αχιλλέα, στο στρατόπεδο των Αχαιών γίνεται η «όπλων κρίσις», ο διαγωνισμός για ν’ αποφασιστεί ποιος ήρωας θα αποκτήσει τα περιώνυμα όπλα του νεκρού. Διεκδικητές είναι ο Αίαντας κι ο Οδυσσέας. Οι Αχαιοί αποφασίζουν υπέρ του δεύτερου. Ο Αίαντας εξοργίζεται από την απόφαση αυτή, που θεωρεί πως τον αδικεί κατάφωρα.

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΙΑΝΤΑ

[1] Θα ήθελα να μας δίκαζαν οι ίδιοι άνθρωποι που ήσαν παρόντες και στα περιστατικά· γιατί ξέρω ότι τότε θα μπορούσα να σιωπήσω, ενώ αντίθετα αυτός δεν θα αποκόμιζε τίποτε παραπάνω, αν μιλούσε. Τώρα όμως εκείνοι που παραβρέθηκαν σε όσα έγιναν είναι μακριά, και εσείς, οι οποίοι δεν ξέρετε τίποτα, δικάζετε. Πώς όμως είναι δυνατόν να κρίνουν κριτές οι οποίοι δεν γνωρίζουν; Και μάλιστα βασιζόμενοι σε λόγια, ενώ αυτό που συνέβη έγινε με πράξεις.

[2] Έτσι, το σώμα του Αχιλλέα το έφερα εγώ κρατώντας το στα χέρια, ενώ τα όπλα αυτός εδώ, γνωρίζοντας ότι οι Τρώες δεν ήθελαν τόσο τα όπλα, όσο το να περιέλθει στην κυριότητά τους ο νεκρός. Γιατί αν γίνονταν κύριοι του νεκρού, θα κακοποιούσαν το σώμα και θα εξασφάλιζαν τα λύτρα για τον Έκτορα· και τα όπλα αυτά δεν τα αφιέρωσαν στους θεούς, αλλά τα έκρυψαν, [3] επειδή φοβούνταν αυτόν τον έξοχο άνδρα, ο οποίος και πρωτύτερα είχε —νύχτα— κλέψει το άγαλμα της θεάς από το ιερό και το επιδείκνυε στους Αχαιούς, σαν να είχε πράξει κάτι ωραίο. Κι εγώ μεν ζητώ να τα πάρω τα όπλα για να τα δώσω πίσω στους φίλους, ενώ αυτός τα θέλει για να τα πουλήσει, μια και δεν θα τολμούσε να τα χρησιμοποιήσει· γιατί κανένας δειλός δεν θα χρησιμοποιούσε όπλα ξακουσμένα, ξέροντας ότι τα όπλα κάνουν να φανεί η δειλία του. [4] Σχεδόν όλα λοιπόν είναι όμοια. Αυτοί δηλαδή που έστησαν τούτο τον δικαστικόν λέγοντας πως είναι βασιλιάδες ανάθεσαν σε άλλους να κρίνουν για την αρετή, κι εσείς οι ανίδεοι υπόσχεσθε ότι θα βγάλετε απόφαση για πράγματα που δεν τα γνωρίζετε. Εγώ όμως ξέρω τούτο: κανένας άξιος βασιλιάς δεν θα ανέθετε σε άλλους να κρίνουν για την αρετή, όπως κι ένας καλός γιατρός δεν θ᾽ άφηνε στην κρίση ενός άλλου να κάνει μιαν ιατρική διάγνωση.

[5] Κι αν μεν είχα να κάνω με κάποιον όμοιό μου, διόλου δεν θα με πείραζε να ηττηθώ· τώρα όμως δεν υπάρχει πράγμα που να διαφέρει περισσότερο απ᾽ όσο διαφέρουμε εγώ κι εκείνος. Γιατί εκείνος δεν κάνει τίποτε φανερά, ενώ εγώ δεν θα τολμούσα να πράξω τίποτε στα κρυφά. Και δεν θα ανεχόμουν να με κακολογούν ούτε και να μου φέρονται άσχημα, ενώ εκείνος θα ανεχόταν ακόμη και να τον κρεμάσουν, αν ήταν να αποκομίσει κάποιο κέρδος. [6] Αυτός που άφησε τους δούλους να τον μαστιγώνουν και να τον βαριοχτυπούν με ξύλα στη ράχη και με γροθιές στο πρόσωπο, και που έπειτα, φορώντας κουρέλια, τρύπωσε νύχτα στο εχθρικό τείχος, σύλησε το ιερό κι εξαφανίστηκε· κι αυτά θα τα παραδεχτεί ότι τα διέπραξε, κι ίσως σας πείσει κιόλας με τα λόγια του ότι καλώς έγιναν. Θα ᾽χει έπειτα την αξίωση αυτός που θέλει μαστίγωμα, αυτός ο ιερόσυλος, να πάρει τα όπλα του Αχιλλέα;

[7]Λέω λοιπόν σ᾽ εσάς τους ανίδεους κριτές και δικαστές να μην εξετάζετε τα λόγια, όταν κρίνετε για την αρετή αλλά, καλύτερα, τις πράξεις! Γιατί κι ο πόλεμος δεν κρίνεται στα λόγια αλλά στην πράξη· κι ούτε είναι σωστό να αντιμετωπίζει κανείς τους εχθρούς με αντιλόγους αλλά ή θα τους πολεμήσει και θα τους νικήσει ή θα ζήσει ως δούλος στη σιωπή. Προσέξτε τα αυτά και σκεφθείτε: αν δεν κρίνετε σωστά, θα διαπιστώσετε έπειτα ότι ο λόγος είναι εντελώς ανίσχυρος απέναντι στην πράξη, [8] κι ότι δεν είναι δυνατόν να σας ωφελήσει ένας άνθρωπος λέγοντας λόγια, και θα αντιληφθείτε πολύ καλά, ότι πολλά και μεγάλα λόγια λέγονται από ανικανότητα για πράξεις. Επομένως, ή πέστε ότι δεν καταλαβαίνετε όσα λέγονται και σηκωθείτε να φύγετε, ή δικάστε σωστά. Και τούτο όχι στα κρυφά αλλά φανερά, για να νιώσετε ότι κι αυτοί που δικάζουν πρέπει να λογοδοτούν, αν δεν δικάσουν σωστά! Ίσως τότε να αντιληφθείτε ότι δεν κάθεσθε εκεί ως κριτές όσων λέγονται αλλά ως άνθρωποι που διαμορφώνουν γνώμη.

[9] Εγώ σας επιτρέπω να κρίνετε εμένα και τις πράξεις μου, αλλά απαγορεύω στους πάντες να κάνουν εικασίες, και μάλιστα για έναν άνθρωπο που δεν ήλθε με τη θέλησή του στην Τροία, και για μένα που πάντοτε πηγαίνω στη θέση μου πρώτος, μόνος και χωρίς προστατευτικό τείχος.

Αριστοτέλης: ποιος είναι φίλος και τι είναι φιλία;

Ας πούμε τώρα ποιους αγαπούν οι άνθρωποι και θέλουν να τους έχουν φίλους τους και ποιους μισούν, καθώς και για ποιον λόγο –αφού όμως πρώτα δώσουμε τον ορισμό της φιλίας και της αγάπης…

Ας δεχθούμε, λοιπόν, ότι αγαπώ κάποιον και θέλω να τον έχω φίλο μου θα πει θέλω γι’ αυτόν καθετί που το θεωρώ καλό, όχι για να κερδίσω κάτι ο ίδιος, αλλά αποκλειστικά για χάρη εκείνου· κάνω μάλιστα και ό,τι μπορώ για να αποκτήσει αυτά τα καλά εκείνος.

Φίλος είναι το πρόσωπο που αγαπά με τον ίδιο τρόπο που είπαμε και αγαπιέται με τον ίδιο τρόπο: όσοι πιστεύουν ότι η σχέση τους είναι αυτού του είδους, θεωρούν ότι είναι φίλοι. Με όλα αυτά να τα έχουμε δεχτεί, καταλήγουμε πια –υποχρεωτικά– στο ότι φίλος είναι αυτός που χαίρεται με τα καλά και λυπάται με τα δυσάρεστα που συμβαίνουν στον φίλο του – και αυτό όχι για κανένα άλλο λόγο παρά μόνο για χάρη εκείνου.

Η φιλία είναι αρετή ή προϋποθέτει την αρετή, και επιπλέον είναι εντελώς απαραίτητη για τη ζωή. Πραγματικά, κανένας δεν θα επέλεγε να ζει δίχως φίλους, κι ας είχε όλα τα υπόλοιπα αγαθά. Ακόμη και οι πλούσιοι άνθρωποι, όπως και αυτοί που έχουν αξιώματα και εξουσία, έχουν – όλος ο κόσμος το πιστεύει– ιδιαίτερα μεγάλη ανάγκη από φίλους.

Αλήθεια, ποιο το όφελος όλης αυτής της καλής τους κατάστασης, αν δεν υπάρχει η δυνατότητα της ευεργεσίας, η οποία γίνεται κατά κύριο λόγο και στην πιο αξιέπαινη μορφή της προς τους φίλους; Και από την άλλη, πώς θα μπορούσε όλη αυτή η καλή κατάσταση να διατηρηθεί και να διαφυλαχθεί δίχως τους φίλους; Γιατί όσο μεγαλύτερη είναι, τόσο επισφαλέστερη είναι. Αλλά και στη φτώχεια και στις άλλες δυστυχίες της ζωής οι άνθρωποι θεωρούν τους φίλους ως το μόνο καταφύγιο.

Ίσως όμως τα πράγματα θα γίνονταν σαφέστερα σε σχέση με το θέμα αυτό, αν πρώτα γνωρίζαμε ποιο είναι ακριβώς το αντικείμενο της αγάπης, αυτό που γεννάει τη φιλία. Γιατί δεν φαίνεται να κινεί την αγάπη και να γεννάει τη φιλία το καθετί, παρά μόνο αυτό που είναι άξιο να αγαπηθεί και να προκαλέσει τη φιλία, και τέτοιο θεωρείται πως είναι το αγαθό, το ευχάριστο, και το χρήσιμο.

Αυτοί λοιπόν που αγαπούν ο ένας τον άλλον και γίνονται φίλοι για τη χρησιμότητα, δεν αγαπούν τον άλλον καθεαυτόν, αλλά για το αγαθό που μπορεί να πάρουν από αυτόν. Το ίδιο και στην περίπτωση που οι άνθρωποι αγαπούν ο ένας τον άλλον και γίνονται φίλοι για χάρη της ευχαρίστησης· πραγματικά, οι άνθρωποι αγαπούν τους χαριτολόγους όχι για τον χαρακτήρα τους, αλλά γιατί τους είναι ευχάριστοι.

Αυτές, λοιπόν, οι φιλίες είναι φιλίες για έναν λόγο συμπτωματικό, αφού το πρόσωπο που αγαπιέται δεν αγαπιέται επειδή είναι αυτό που είναι, αλλά επειδή εξασφαλίζει σ’ αυτόν που το αγαπάει κάποιο αγαθό ή κάποια ευχαρίστηση. Ε, αυτού του είδους οι φιλίες διαλύονται εύκολα, αν τα δύο μέρη δεν παραμένουν αυτό που ήταν· πραγματικά, αν ο ένας δεν είναι πια ευχάριστος χρήσιμος στον άλλον, ο άλλος παύει να τον αγαπάει.

Αριστοτέλης, Ρητορική

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΕΡΙ ΕΙΡΗΝΗΣ

ΙΣΟΚΡ 8.95–115

(ΙΣΟΚΡ 8. Πίστις: §17–144) Οδυνηρές οι επιπτώσεις και για τους Σπαρτιάτες της επιδίωξης για ανάληψη ηγεμονικού ρόλου – Η φθοροποιός δύναμη της ηγεμονίας – Σύγκρισή της με την τυραννίδα.

[95] Μέγιστον δὲ τεκμήριον· οὐ γὰρ μόνον ἡμᾶς ἀλλὰ καὶ
τὴν Λακεδαιμονίων πόλιν διέφθειρεν, ὥστε τοῖς εἰθισμένοις
ἐπαινεῖν τὰς ἐκείνων ἀρετὰς οὐχ οἷόν τ’ ἐστὶν εἰπεῖν
τοῦτον τὸν λόγον, ὡς ἡμεῖς μὲν διὰ τὸ δημοκρατεῖσθαι
κακῶς ἐχρησάμεθα τοῖς πράγμασιν, εἰ δὲ Λακεδαιμόνιοι
ταύτην τὴν δύναμιν παρέλαβον, εὐδαίμονας ἂν καὶ τοὺς
ἄλλους καὶ σφᾶς αὐτοὺς ἐποίησαν. πολὺ γὰρ θᾶττον ἐν
ἐκείνοις ἐπεδείξατο τὴν φύσιν τὴν αὑτῆς· τὴν γὰρ
πολιτείαν, ἣν ἐν ἑπτακοσίοις ἔτεσιν οὐδεὶς οἶδεν οὔθ’
ὑπὸ κινδύνων οὔθ’ ὑπὸ συμφορῶν κινηθεῖσαν, ταύτην ἐν
ὀλίγῳ χρόνῳ σαλεῦσαι καὶ λυθῆναι παρὰ μικρὸν ἐποίησεν.
[96] ἀντὶ γὰρ τῶν καθεστώτων παρ’ αὐτοῖς ἐπιτηδευμά-
των τοὺς μὲν ἰδιώτας ἐνέπλησεν ἀδικίας, ῥᾳθυμίας,
ἀνομίας, φιλαργυρίας, τὸ δὲ κοινὸν τῆς πόλεως ὑπεροψίας
μὲν τῶν συμμάχων, ἐπιθυμίας δὲ τῶν ἀλλοτρίων, ὀλιγωρίας
δὲ τῶν ὅρκων καὶ τῶν συνθηκῶν. τοσοῦτον γὰρ ὑπερεβά-
λοντο τοὺς ἡμετέρους τοῖς εἰς τοὺς Ἕλληνας ἁμαρ-
τήμασιν, ὅσον πρὸς τοῖς πρότερον ὑπάρχουσιν σφαγὰς
καὶ στάσεις ἐν ταῖς πόλεσιν ἐποίησαν, ἐξ ὧν ἀειμνήστους
τὰς ἔχθρας πρὸς ἀλλήλους ἕξουσιν. [97] οὕτω δὲ φιλο-
πολέμως καὶ φιλοκινδύνως διετέθησαν, τὸν ἄλλον χρόνον
πρὸς τὰ τοιαῦτα πεφυλαγμένως μᾶλλον τῶν ἄλλων
ἔχοντες, ὥστε οὐδὲ τῶν συμμάχων οὐδὲ τῶν εὐεργετῶν
ἀπέσχοντο τῶν σφετέρων αὐτῶν, ἀλλὰ βασιλέως μὲν
αὐτοῖς εἰς τὸν πρὸς ἡμᾶς πόλεμον πλέον ἢ πεντακισχίλια
τάλαντα παρασχόντος, Χίων δὲ προθυμότατα πάντων τῶν
συμμάχων τῷ ναυτικῷ συγκινδυνευσάντων, [98] Θηβαίων
δὲ μεγίστην δύναμιν εἰς τὸ πεζὸν συμβαλομένων, οὐκ
ἔφθασαν τὴν ἀρχὴν κατασχόντες, καὶ Θηβαίοις μὲν εὐθὺς
ἐπεβούλευσαν, ἐπὶ δὲ τὸν βασιλέα Κλέαρχον καὶ στρατιὰν
ἀνέπεμψαν, Χίων δὲ τοὺς μὲν πρώτους τῶν πολιτῶν
ἐφυγάδευσαν, τὰς δὲ τριήρεις ἐκ τῶν νεωρίων ἐξελκύσαντες
ἁπάσας ᾤχοντο λαβόντες.

[99] Οὐκ ἐξήρκεσε δ’ αὐτοῖς ταῦτ’ ἐξαμαρτεῖν,
ἀλλὰ περὶ τοὺς αὐτοὺς χρόνους ἐπόρθουν μὲν τὴν
ἤπειρον, ὕβριζον δὲ τὰς νήσους, ἀνῄρουν δὲ τὰς
ἐν Ἰταλίᾳ καὶ Σικελίᾳ πολιτείας καὶ τυράννους καθίστα-
σαν, ἐλυμαίνοντο δὲ τὴν Πελοπόννησον καὶ μεστὴν
στάσεων καὶ πολέμων ἐποίησαν. ἐπὶ ποίαν γὰρ τῶν
πόλεων οὐκ ἐστράτευσαν; ἢ περὶ τίνας αὐτῶν οὐκ
ἐξήμαρτον; [100] οὐκ Ἠλείων μὲν μέρος τι τῆς χώρας
ἀφείλοντο, τὴν δὲ γῆν τὴν Κορινθίων ἔτεμον, Μαντινέας
δὲ διῴκισαν, Φλειασίους δ’ ἐξεπολιόρκησαν, εἰς δὲ τὴν
Ἀργείαν εἰσέβαλον, οὐδὲν δ’ ἐπαύσαντο τοὺς μὲν ἄλλους
κακῶς ποιοῦντες, αὑτοῖς δὲ τὴν ἧτταν τὴν ἐν Λεύκτροις
παρασκευάζοντες;

Ἥν φασί τινες αἰτίαν γεγενῆσθαι τῇ Σπάρτῃ
τῶν κακῶν, οὐκ ἀληθῆ λέγοντες· οὐ γὰρ διὰ ταύτην
ὑπὸ τῶν συμμάχων ἐμισήθησαν, ἀλλὰ διὰ τὰς ὕβρεις
τὰς ἐν τοῖς ἔμπροσθεν χρόνοις καὶ ταύτην ἡττήθη-
σαν καὶ περὶ τῆς αὑτῶν ἐκινδύνευσαν. [101] χρὴ δὲ τὰς
αἰτίας ἐπιφέρειν οὐ τοῖς κακοῖς τοῖς ἐπιγιγνομένοις,
ἀλλὰ τοῖς πρώτοις τῶν ἁμαρτημάτων ἐξ ὧν ἐπὶ τὴν
τελευτὴν ταύτην κατηνέχθησαν. ὥστε πολὺ ἄν τις
ἀληθέστερα τυγχάνοι λέγων, εἰ φαίη τότε τὴν ἀρχὴν
αὐτοῖς γεγενῆσθαι τῶν συμφορῶν, ὅτε τὴν ἀρχὴν τῆς
θαλάττης παρελάμβανον· ἐκτῶντο γὰρ δύναμιν οὐδὲν ὁμοίαν
τῇ πρότερον ὑπαρχούσῃ. [102] διὰ μὲν γὰρ τὴν κατὰ γῆν
ἡγεμονίαν καὶ τὴν εὐταξίαν καὶ τὴν καρτερίαν τὴν ἐν
αὐτῇ μελετωμένην ῥᾳδίως τῆς κατὰ θάλατταν δυνάμεως
ἐπεκράτησαν, διὰ δὲ τὴν ἀκολασίαν τὴν ὑπὸ ταύτης
τῆς ἀρχῆς αὐτοῖς ἐγγενομένην ταχέως κἀκείνης τῆς
ἡγεμονίας ἀπεστερήθησαν. οὐ γὰρ ἔτι τοὺς νόμους ἐφύ-
λαττον οὓς παρὰ τῶν προγόνων παρέλαβον, οὐδ’ ἐν τοῖς
ἤθεσιν ἔμενον οἷς πρότερον εἶχον, [103] ἀλλ’ ὑπολαβόντες
ἐξεῖναι ποιεῖν αὑτοῖς ὅ τι ἂν βουληθῶσιν, εἰς πολλὴν
ταραχὴν κατέστησαν.

Οὐ γὰρ ᾔδεσαν τὴν ἐξουσίαν ἧς πάντες εὔχο-
νται τυχεῖν, ὡς δύσχρηστός ἐστιν, οὐδ’ ὡς παρα-
φρονεῖν ποιεῖ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτήν, οὐδ’ ὅτι τὴν
φύσιν ὁμοίαν ἔχει ταῖς ἑταίραις ταῖς ἐρᾶν μὲν αὑτῶν
ποιούσαις, τοὺς δὲ χρωμένους ἀπολλυούσαις. [104] καί-
τοι φανερῶς ἐπιδέδεικται ταύτην ἔχουσα τὴν δύναμιν·
τοὺς γὰρ ἐν πλείσταις ἐξουσίαις γεγενημένους ἴδοι τις
ἂν ταῖς μεγίσταις συμφοραῖς περιπεπτωκότας, ἀρξαμέ-
νους ἀφ’ ἡμῶν καὶ Λακεδαιμονίων. αὗται γὰρ αἱ πόλεις
καὶ πολιτευόμεναι πρότερον σωφρονέστατα καὶ δόξαν
ἔχουσαι καλλίστην, ἐπειδὴ ταύτης ἔτυχον καὶ τὴν ἀρχὴν
ἔλαβον, οὐδὲν ἀλλήλων διήνεγκαν, ἀλλ’ ὥσπερ προσήκει
τοὺς ὑπὸ τῶν αὐτῶν ἐπιθυμιῶν καὶ τῆς αὐτῆς νόσου
διεφθαρμένους, καὶ ταῖς πράξεσιν ταῖς αὐταῖς ἐπεχείρη-
σαν καὶ τοῖς ἁμαρτήμασιν παραπλησίοις ἐχρήσαντο καὶ
τὸ τελευταῖον ὁμοίαις ταῖς συμφοραῖς περιέπεσον.
[105] ἡμεῖς τε γὰρ μισηθέντες ὑπὸ τῶν συμμάχων καὶ περὶ
ἀνδραποδισμοῦ κινδυνεύσαντες ὑπὸ Λακεδαιμονίων ἐσώ-
θημεν, ἐκεῖνοί τε πάντων αὐτοὺς ἀπολέσαι βουληθέντων
ἐφ’ ἡμᾶς καταφυγόντες δι’ ἡμῶν τῆς σωτηρίας ἔτυχον.
καίτοι πῶς χρὴ τὴν ἀρχὴν ταύτην ἐπαινεῖν τὴν τὰς
τελευτὰς οὕτω πονηρὰς ἔχουσαν; ἢ πῶς οὐ μισεῖν καὶ
φεύγειν τὴν πολλὰ καὶ δεινὰ ποιεῖν ἀμφοτέρας τὰς πόλεις
ἐπάρασαν καὶ παθεῖν ἀναγκάσασαν;

[106] Οὐκ ἄξιον δὲ θαυμάζειν, εἰ τὸν ἄλλον χρόνον
ἐλάνθανεν ἅπαντας τοσούτων οὖσα κακῶν αἰτία τοῖς
ἔχουσιν αὐτήν, οὐδ’ εἰ περιμάχητος ἦν ὑφ’ ἡμῶν καὶ
Λακεδαιμονίων· εὑρήσετε γὰρ τοὺς πλείστους τῶν ἀνθρώ-
πων περὶ τὰς αἱρέσεις τῶν πραγμάτων ἁμαρτάνοντας,
καὶ πλείους μὲν ἐπιθυμίας ἔχοντας τῶν κακῶν ἢ τῶν
ἀγαθῶν, ἄμεινον δὲ βουλευομένους ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν ἢ
σφῶν αὐτῶν. [107] καὶ ταῦτ’ ἴδοι τις ἂν ἐπὶ τῶν μεγίσ-
των. τί γὰρ οὐχ οὕτω γέγονεν; οὐχ ἡμεῖς μὲν τοιαῦτα
προῃρούμεθα πράττειν, ἐξ ὧν Λακεδαιμόνιοι δεσπόται τῶν
Ἑλλήνων κατέστησαν, ἐκεῖνοι δ’ οὕτω κακῶς προὔστησαν
τῶν πραγμάτων, ὥσθ’ ἡμᾶς οὐ πολλοῖς ἔτεσιν ὕστερον
πάλιν ἐπιπολάσαι καὶ κυρίους γενέσθαι τῆς ἐκείνων σωτη-
ρίας; [108] οὐχ ἡ μὲν τῶν ἀττικιζόντων πολυπραγμοσύνη
λακωνίζειν τὰς πόλεις ἐποίησεν, ἡ δὲ τῶν λακωνιζόντων
ὕβρις ἀττικίζειν τὰς αὐτὰς ταύτας ἠνάγκασεν; οὐ διὰ
μὲν τὴν τῶν δημηγορούντων πονηρίαν αὐτὸς ὁ δῆμος
ἐπεθύμησεν τῆς ὀλιγαρχίας τῆς ἐπὶ τῶν τετρακοσίων
καταστάσης, διὰ δὲ τὴν τῶν τριάκοντα μανίαν ἅπαντες
δημοτικώτεροι γεγόναμεν τῶν Φυλὴν καταλαβόντων;
[109] ἀλλὰ γὰρ ἐπὶ τῶν ἐλαττόνων καὶ τοῦ βίου τοῦ καθ’
ἡμέραν ἐπιδείξειεν ἄν τις τοὺς πολλοὺς χαίροντας μὲν
καὶ τῶν ἐδεσμάτων καὶ τῶν ἐπιτηδευμάτων τοῖς καὶ τὸ
σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν βλάπτουσιν, ἐπίπονα δὲ καὶ χαλεπὰ
νομίζοντας ἀφ’ ὧν ἀμφότερα ταῦτ’ ἂν ὠφελοῖτο,
καὶ καρτερικοὺς εἶναι δοκοῦντας τοὺς ἐν τούτοις ἐμμέ-
νοντας. [110] οἵτινες οὖν, ἐν οἷς ἀεὶ ζῶσιν καὶ περὶ
ὧν αὐτοῖς μᾶλλον μέλει, τὰ χείρω φαίνονται προαιρού-
μενοι, τί θαυμαστὸν εἰ περὶ τῆς ἀρχῆς τῆς κατὰ θάλατταν
ἀγνοοῦσι καὶ μάχονται πρὸς ἀλλήλους, περὶ ἧς μηδεὶς
πώποτ’ αὐτοῖς λογισμὸς εἰσῆλθεν;

[111] Ὁρᾶτε δὲ καὶ τὰς μοναρχίας τὰς ἐν ταῖς πόλεσι
καθισταμένας, ὅσους ἔχουσιν τοὺς ἐπιθυμητὰς καὶ τοὺς
ἑτοίμους ὄντας ὁτιοῦν πάσχειν ὥστε κατασχεῖν αὐτάς·
αἷς τί τῶν δεινῶν ἢ τῶν χαλεπῶν οὐ πρόσεστιν; οὐκ
εὐθὺς ἐπειδὰν λάβωσι τὰς δυναστείας, ἐν τοσούτοις
ἐμπεπλεγμένοι κακοῖς εἰσιν, [112] ὥστ’ ἀναγκάζεσθαι
πολεμεῖν μὲν ἅπασι τοῖς πολίταις, μισεῖν δ’ ὑφ’ ὧν οὐδὲν
κακὸν πεπόνθασιν, ἀπιστεῖν δὲ τοῖς φίλοις καὶ τοῖς
ἑταίροις τοῖς αὑτῶν, παρακατατίθεσθαι δὲ τὴν τῶν
σωμάτων σωτηρίαν μισθοφόροις ἀνθρώποις, οὓς οὐδὲ πώποτ’
εἶδον, μηδὲν δ’ ἧττον φοβεῖσθαι τοὺς φυλάττοντας ἢ
τοὺς ἐπιβουλεύοντας, οὕτω δ’ ὑπόπτως πρὸς ἅπαντας
ἔχειν ὥστε μηδὲ τοῖς οἰκειοτάτοις θαρρεῖν πλησιάζοντας;
[113] εἰκότως· συνίσασι γὰρ τοὺς πρὸ αὑτῶν τετυραννευ-
κότας τοὺς μὲν ὑπὸ τῶν γονέων ἀνῃρημένους, τοὺς δ’
ὑπὸ τῶν παίδων, τοὺς δ’ ὑπ’ ἀδελφῶν, τοὺς δ’ ὑπὸ
γυναικῶν, ἔτι δὲ τὸ γένος αὐτῶν ἐξ ἀνθρώπων ἠφανισ-
μένον. ἀλλ’ ὅμως ὑπὸ τοσαύτας τὸ πλῆθος συμφορὰς
ἑκόντες σφᾶς αὐτοὺς ὑποβάλλουσιν. ὅπου δ’ οἱ πρω-
τεύοντες καὶ δόξας μεγίστας ἔχοντες τοσούτων κακῶν
ἐρῶσι, τί δεῖ θαυμάζειν τοὺς ἄλλους, εἰ τοιούτων ἑτέρων
ἐπιθυμοῦσιν;

[114] Οὐκ ἀγνοῶ δ’ ὅτι τὸν μὲν περὶ τῶν τυράννων
λόγον ἀποδέχεσθε, τὸν δὲ περὶ τῆς ἀρχῆς δυσκόλως
ἀκούετε· πεπόνθατε γὰρ πάντων αἴσχιστον καὶ
ῥᾳθυμότατον· ἃ γὰρ ἐπὶ τῶν ἄλλων ὁρᾶτε, ταῦτ’ ἐφ’
ὑμῶν αὐτῶν ἀγνοεῖτε. καίτοι τῶν φρονίμως διακειμένων
οὐκ ἐλάχιστον τοῦτο σημεῖόν ἐστιν, ἢν τὰς αὐτὰς πράξεις
ἐπὶ πάντων τῶν ὁμοίων φαίνωνται γνωρίζοντες. [115] ὧν
ὑμῖν οὐδὲν πώποτ’ ἐμέλησεν, ἀλλὰ τὰς μὲν τυραννίδας
ἡγεῖσθε χαλεπὰς εἶναι καὶ βλαβερὰς οὐ μόνον τοῖς ἄλλοις
ἀλλὰ καὶ τοῖς ἔχουσιν αὐτάς, τὴν δ’ ἀρχὴν τὴν κατὰ
θάλατταν μέγιστον τῶν ἀγαθῶν, τὴν οὐδὲν οὔτε τοῖς
πάθεσιν οὔτε ταῖς πράξεσιν τῶν μοναρχιῶν διαφέρουσαν.
καὶ τὰ μὲν Θηβαίων πράγματα πονηρῶς ἔχειν νομίζετε,
ὅτι τοὺς περιοίκους ἀδικοῦσιν, αὐτοὶ δ’ οὐδὲν βέλτιον
τοὺς συμμάχους διοικοῦντες ἢ ’κεῖνοι τὴν Βοιωτίαν, ἡγεῖσθε
πάντα τὰ δέοντα πράττειν.

***
Πολύ μεγάλη απόδειξη (αυτού που λέω) είναι το εξής: η ηγεμονία δηλ. κατέστρεψε όχι μόνο εμάς αλλά και την πόλη των Λακεδαιμονίων, ώστε όσοι συνηθίζουν να επαινούν τις αρετές εκείνων δεν μπορούν να προβάλουν αυτό το επιχείρημα, ότι τάχα εμείς επειδή είχαμε δημοκρατικό πολίτευμα διαχειριστήκαμε άσχημα τις υποθέσεις, κι ότι αν οι Λακεδαιμόνιοι έπαιρναν αυτοί την εξουσία θα έκαναν ευτυχισμένους και τους εαυτούς τους και τους άλλους. Γιατί αυτή η εξουσία έδειξε πολύ πιο γρήγορα με εκείνους τη φυσική της ιδιότητα· γιατί το πολίτευμα των Λακεδαιμονίων που σε διάστημα εφτακοσίων χρόνων δεν το είδε κανείς να ταράσσεται ούτε από κινδύνους ούτε από συμφορές, αυτό μέσα σε λίγο χρόνο (αυτή η εξουσία) λίγο έλειψε να το κάνει να κλονιστεί και να καταλυθεί. Γιατί αντί των καθιερωμένων βασικών αρχών και ασχολιών, τους πολίτες σαν άτομα τους γέμισε με αδικία, τεμπελιά, ανομία και φιλαργυρία, ενώ την πολιτική εξουσία με υπεροψία για τους συμμάχους, με επιθυμία για τις ξένες κτήσεις και με αδιαφορία για τους όρκους και τις συνθήκες. Πραγματικά, τόσο πολύ ξεπέρασαν τους δικούς μας στις αδικίες σε βάρος των Ελλήνων, όσο, πέρα από τα κακά που υπήρχαν προηγουμένως, έγιναν αίτιοι σφαγών και επαναστάσεων στις πόλεις, εξαιτίας των οποίων θα έχουν αιώνιες τις εχθρότητες μεταξύ τους. Και έγιναν τόσο φιλοπόλεμοι και φιλοκίνδυνοι, ενώ προηγουμένως προφυλάσσονταν από αυτά περισσότερο από τους άλλους, ώστε δεν λυπήθηκαν ούτε τους συμμάχους τους ούτε τους ευεργέτες τους, αλλά, ενώ ο Πέρσης βασιλιάς τούς έδωσε στον πόλεμο εναντίον μας περισσότερο από πέντε χιλιάδες τάλαντα, ενώ οι Χίοι πιο πρόθυμα από όλους τους συμμάχους κινδύνευσαν μαζί τους με το στόλο τους κι ενώ οι Θηβαίοι πρόσθεταν πολύ μεγάλη δύναμη στις πεζικές δυνάμεις, οι Λακεδαιμόνιοι δεν πρόφτασαν καλά ― καλά να πάρουν την ηγεμονία κι αμέσως στράφηκαν εναντίον των Θηβαίων, έστειλαν εναντίον του Πέρση βασιλιά τον Κλέαρχο με στρατό κι από τους Χίους τους μεν πρώτους πολίτες εξόρισαν και τα πολεμικά τους πλοία, αφού τα έσυραν από τους ναύσταθμους στη θάλασσα, τα πήραν όλα και έφυγαν.

Εντούτοις, δεν αρκέστηκαν σ' αυτά τα εγκλήματα, αλλά την ίδια εκείνη εποχή λεηλατούσαν την Ασιατική γη, ταπείνωναν τα νησιά, ανέτρεπαν τα πολιτεύματα στην Ιταλία και Σικελία κι εγκαθιστούσαν τυράννους, λυμαίνονταν την Πελοπόννησο και την γέμισαν με επαναστάσεις και πολέμους. Εναντίον ποιας, αλήθεια, πόλης δεν εξεστράτευσαν ή ποιαν απ' αυτές δεν έβλαψαν; Δεν αφαίρεσαν από τους Ηλείους μεγάλο μέρος της χώρας τους, δεν λεηλάτησαν τη χώρα των Κορινθίων, δεν διασκόρπισαν τους Μαντινείς, δεν κυρίευσαν ύστερα από πολιορκία τους Φλειασίους, δεν εισέβαλαν στη χώρα των Αργείων και δεν σταμάτησαν καθόλου να βλάπτουν τους άλλους και να παρασκευάζουν την ήττα τους στα Λεύκτρα ;

Αυτή η ήττα ισχυρίζονται μερικοί πως υπήρξε γιά τη Σπάρτη η αιτία των συμφορών της, αλλά δεν λένε την αλήθεια· γιατί οι Λακεδαιμόνιοι δεν μισήθηκαν από τους συμμάχους τους γι' αυτή τους την ήττα, αλλά εξαιτίας της προηγουμένης τους προσβλητικής συμπεριφοράς και την ήττα εκείνη υπέστησαν και την ίδια τους τη χώρα εξέθεσαν σε κίνδυνο. Πρέπει τις αιτίες να αποδίδουμε όχι στις συμφορές που επακολούθησαν αλλά στα αρχικά σφάλματα, από τα οποία έφτασαν σ' αυτή την κατάληξη. Συνεπώς θα έλεγε κανείς πολύ μεγαλύτερη αλήθεια, αν έλεγε πως οι συμφορές γι' αυτούς άρχισαν τότε, όταν έπαιρναν στα χέρια την ηγεμονία στη θάλασσα· γιατί τότε αποχτούσαν δύναμη που δεν έμοιαζε καθόλου μ' αυτήν που είχαν πριν. Γιατί χάρη στην ηγεμονία που είχαν στην ξηρά και στην πειθαρχία και την εγκράτεια που ασκείτο μ' αυτήν εύκολα απόχτησαν την ηγεμονία στη θάλασσα· εξαιτίας όμως της υπερηφάνειας που τους δημιουργήθηκε από αυτή την εξουσία γρήγορα στερήθηκαν και κείνη την ηγεμονία. Γιατί δεν τηρούσαν πια τους νόμους που παρέλαβαν από τους προγόνους τους, ούτε τηρούσαν τα ήθη που είχαν πριν, αλλά νομίζοντας πως μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν περιήλθαν σε μεγάλη σύγχυση.

Γιατί δεν ήξεραν πως η εξουσία που όλοι εύχονται να αποχτήσουν είναι δυσκολομεταχείριστη και κάνει αυτούς που την αγαπούν να μην σκέφτονται σωστά και πως αυτή η εξουσία μοιάζει στη φύση της με τις εταίρες, που κάνουν τους ανθρώπους εραστές τους αλλά και καταστρέφουν όσους υποχωρούν στα πάθη τους. Και πραγματικά έχει σαφώς αποδειχθεί ότι αυτή (η ηγεμονία της θάλασσας) έχει αυτή τη δύναμη· γιατί μπορεί να δει κανείς πως όσοι απόχτησαν πολύ μεγάλη εξουσία έπεσαν σε πολύ μεγάλες συμφορές, αρχίζοντας από μας και τους Λακεδαιμονίους. Γιατί ενώ αυτές οι δυο πόλεις προηγουμένως κυβερνιόντουσαν με πολλή σύνεση και είχαν πολύ καλή φήμη (υπόληψη), αφότου απόχτησαν αυτή την ηγεμονία και πήραν στα χέρια τους την εξουσία, δεν διέφεραν καθόλου η μία από την άλλη, αλλά καθώς αρμόζει να κάνουν όσοι έχουν διαφθαρεί από τις ίδιες επιθυμίες και την ίδια αρρώστια και τις ίδιες πράξεις επιχείρησαν και στα ίδια σφάλματα υπέπεσαν και τελικά υπέστησαν τις ίδιες συμφορές. Από τη μια εμείς, όπως είναι γνωστό, αφού μισηθήκαμε από τους συμμάχους μας και κινδυνέψαμε να εξανδραποδιστούμε σωθήκαμε από τους Λακεδαιμονίους· εκείνοι πάλι ενώ όλοι θέλησαν να τους καταστρέψουν, αφού κατέφυγαν σε μας σώθηκαν με τη μεσολάβησή μας. Και λοιπόν γιατί πρέπει κανείς να επαινεί αυτή την εξουσία που καταλήγει σε τόσο κακό τέλος; Ή γιατί δεν πρέπει να την μισεί και να την αποφεύγει αυτήν που παρέσυρε και τις δύο πόλεις να διαπράξουν πολλά και φοβερά και τις ανάγκασε να τα υποστούν;

Αλλά δεν πρέπει να απορούμε που τον προηγούμενο χρόνο όλοι είχαν την εσφαλμένη γνώμη πως αυτή ήταν η αιτία των κακών για όσους την ασκούσαν ούτε που ήταν περιζήτητη από μας και τους Λακεδαιμονίους· γιατί θα βρείτε πως οι περισσότεροι άνθρωποι κάνουν σφάλματα στην εκλογή των πραγμάτων και πως επιθυμούν πιο πολύ τα κακά παρά τα καλά και σκέφτονται καλύτερα για τους εχθρούς τους παρά για τον εαυτό τους. Κι αυτά μπορεί κανείς να τα παρατηρήσει για τα σπουδαία ζητήματα· γιατί ποιο σπουδαίο θέμα δεν έγινε έτσι; Εμείς δεν προτιμούσαμε να κάνουμε τέτοια πράγματα, απ' τα οποία οι Λακεδαιμόνιοι έγιναν δεσπότες των Ελλήνων και εκείνοι πάλι δεν έγιναν τόσο κακοί ηγεμόνες, ώστε ύστερα από λίγα χρόνια να επικρατήσουμε πάλι εμείς και να τους σώσουμε; Η πολυπραγμοσύνη των οπαδών των Αθηναίων δεν έκανε διάφορες πόλεις να στραφούν προς τη Σπάρτη και η έπαρση των οπαδών της Σπάρτης δεν ανάγκασε τις ίδιες να στραφούν προς την Αθήνα; Ο ίδιος ο λαός, εξαιτίας της φαυλότητας των δημαγωγών, δεν επεθύμησε την ολιγαρχία που ιδρύθηκε από τους τετρακοσίους, και εξαιτίας της παραφροσύνης των τριάκοντα τυράννων δεν γίναμε όλοι μας πιο δημοκρατικοί απ' αυτούς που κατέλαβαν τη Φυλή; Αλλά και στα μικρότερα ζητήματα και στην καθημερινή ζωή μπορεί κανείς να αποδείξει πως οι πιο πολλοί ευχαριστούνται με τα φαγητά και τις απασχολήσεις που βλάπτουν και το σώμα και την ψυχή, θεωρούν όμως κοπιαστικά και δύσκολα εκείνα που μπορούν και τα δύο αυτά να ωφελήσουν και νομίζουν πως είναι καρτερικοί όσοι εμμένουν σ' αυτά. Άνθρωποι λοιπόν, οι οποίοι προτιμούν καταφανώς τα χειρότερα από κείνα που διαρκώς ζουν και για τα οποία πολύ ενδιαφέρονται, τι το παράξενο είναι που αγνοούν την ουσία της ηγεμονίας στη θάλασσα και μάχονται μεταξύ τους γι' αυτή, για την οποία ποτέ ως τώρα δεν σκέφτηκαν;

Βλέπετε και τα τυραννικά καθεστώτα που εγκαθίστανται στις πόλεις πόσοι τα επιθυμούν και είναι πρόθυμοι να πάθουν οτιδήποτε, προκειμένου να τα καταλάβουν σ' αυτά όμως τι φοβερό και τι δύσκολο δεν υπάρχει; Μόλις πάρουν την εξουσία οι τύραννοι, δεν μπλέκονται σε τόσες συμφορές, ώστε αναγκάζονται να βλέπουν ως εχθρούς όλους ανεξαίρετα τους πολίτες και να μισούν εκείνους από τους οποίους δεν έπαθαν κανένα κακό και να μην έχουν εμπιστοσύνη στους φίλους και τους συντρόφους τους, αλλά να εμπιστεύονται τη ζωή τους σε μισθοφόρους, τους οποίους δεν είδαν ποτέ, να φοβούνται πιο πολύ αυτούς που τους φρουρούν παρά αυτούς που τους επιβουλεύονται και τόσο να υποπτεύονται όλους, ώστε να μην αισθάνονται ασφαλείς ακόμα και όταν πλησιάζουν τους πιο στενούς τους συγγενείς; Και φυσικά· γιατί γνωρίζουν καλά πως όσοι κυβέρνησαν απολυταρχικά πριν απ' αυτούς άλλοι σκοτώθηκαν από τους γονείς τους, άλλοι από τα παιδιά τους, άλλοι από τους αδελφούς τους, άλλοι από τις γυναίκες τους, και πως το γένος τους έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης. Παρόλα αυτά όμως θεληματικά υποτάσσονται σε τόσες πολλές συμφορές. Εκεί λοιπόν που όσοι κατέχουν τα πρωτεία και έχουν πολύ μεγάλη υπόληψη επιθυμούν τόσο μεγάλες συμφορές, γιατί πρέπει να παραξενεύεται κανείς με τους άλλους που επιθυμούν κι αυτοί άλλα παρόμοια;

Δεν αγνοώ όμως ότι θεωρείτε σωστά τα λόγια μου για τους τυράννους, αλλά αγανακτείτε για τα λόγια μου περί της ηγεμονίας· γιατί έχετε πάθει κάτι το πιο άσχημο και οκνηρό από όλα· όσα δηλ. βλέπετε στους άλλους, αυτά για τον εαυτό σας τα αγνοείτε. Και όμως των συνετών ανθρώπων η μεγαλύτερη απόδειξη είναι αυτό, αν δηλ. αναγνωρίζουν τα ίδια αποτελέσματα σε όλες τις όμοιες περιπτώσεις. Γι' αυτά όμως σεις ποτέ ως σήμερα δεν δείξατε ενδιαφέρον, αλλά την εξουσία των τυράννων την θεωρείτε σκληρή και βλαβερή όχι μόνο για τους άλλους αλλά και γι' αυτούς που την ασκούν, ενώ την ηγεμονία στη θάλασσα την θεωρείτε το μεγαλύτερο αγαθό, η οποία όμως δεν διαφέρει καθόλου από την τυραννία ούτε στα παθήματα ούτε στις πράξεις. Και νομίζετε πως οι υποθέσεις των Θηβαίων βρίσκονται σε κακή κατάσταση, γιατί αδικούν τους γείτονές τους, αντίθετα εσείς, ενώ δεν διοικείτε τους συμμάχους σας καλύτερα από ό,τι εκείνοι τη Βοιωτία, έχετε τη γνώμη ότι κάνετε όσα πρέπει.