940 ὦ τέκνον Αἰγέως, οὔτ᾽ ἄβουλον, ὡς σὺ φῄς,
τοὖργον τόδ᾽ ἐξέπραξα, γιγνώσκων δ᾽ ὅτι
οὐδείς ποτ᾽ αὐτοὺς τῶν ἐμῶν ἂν ἐμπέσοι
ζῆλος ξυναίμων, ὥστ᾽ ἐμοῦ τρέφειν βίᾳ.
ᾔδη δ᾽ ὁθούνεκ᾽ ἄνδρα καὶ πατροκτόνον
945 κἄναγνον οὐ δεξοίατ᾽, οὐδ᾽ ὅτῳ γάμοι
ξυνόντες ηὑρέθησαν ἀνόσιοι τέκνων.
τοιοῦτον αὐτοῖς Ἄρεος εὔβουλον πάγον
ἐγὼ ξυνῄδη χθόνιον ὄνθ᾽, ὃς οὐκ ἐᾷ
τοιούσδ᾽ ἀλήτας τῇδ᾽ ὁμοῦ ναίειν πόλει·
950 ᾧ πίστιν ἴσχων τήνδ᾽ ἐχειρούμην ἄγραν.
καὶ ταῦτ᾽ ἂν οὐκ ἔπρασσον, εἰ μή μοι πικρὰς
αὐτῷ τ᾽ ἀρὰς ἠρᾶτο καὶ τὠμῷ γένει·
ἀνθ᾽ ὧν πεπονθὼς ἠξίουν τάδ᾽ ἀντιδρᾶν.
θυμοῦ γὰρ οὐδὲν γῆράς ἐστιν ἄλλο πλὴν
955 θανεῖν· θανόντων δ᾽ οὐδὲν ἄλγος ἅπτεται.
πρὸς ταῦτα πράξεις οἷον ἂν θέλῃς· ἐπεὶ
ἐρημία με, κεἰ δίκαι᾽ ὅμως λέγω,
σμικρὸν τίθησι· πρὸς δὲ τὰς πράξεις ὅμως,
καὶ τηλικόσδ᾽ ὤν, ἀντιδρᾶν πειράσομαι.
960 ΟΙ. ὦ λῆμ᾽ ἀναιδές, τοῦ καθυβρίζειν δοκεῖς,
πότερον ἐμοῦ γέροντος ἢ σαυτοῦ τόδε;
ὅστις φόνους μοι καὶ γάμους καὶ συμφορὰς
τοῦ σοῦ διῆκας στόματος, ἃς ἐγὼ τάλας
ἤνεγκον ἄκων· θεοῖς γὰρ ἦν οὕτω φίλον,
965 τάχ᾽ ἄν τι μηνίουσιν ἐς γένος πάλαι.
ἐπεὶ καθ᾽ αὑτόν γ᾽ οὐκ ἂν ἐξεύροις ἐμοὶ
ἁμαρτίας ὄνειδος οὐδέν, ἀνθ᾽ ὅτου
τάδ᾽ εἰς ἐμαυτὸν τοὺς ἐμούς θ᾽ ἡμάρτανον.
ἐπεὶ δίδαξον, εἴ τι θέσφατον πατρὶ
970 χρησμοῖσιν ἱκνεῖθ᾽ ὥστε πρὸς παίδων θανεῖν,
πῶς ἂν δικαίως τοῦτ᾽ ὀνειδίζοις ἐμοί,
ὃς οὔτε βλάστας πω γενεθλίους πατρός,
οὐ μητρὸς εἶχον, ἀλλ᾽ ἀγέννητος τότ᾽ ἦ;
εἰ δ᾽ αὖ φανεὶς δύστηνος, ὡς ἐγὼ ᾽φάνην,
975 εἰς χεῖρας ἦλθον πατρὶ καὶ κατέκτανον,
μηδὲν ξυνιεὶς ὧν ἔδρων εἰς οὕς τ᾽ ἔδρων,
πῶς ἂν τό γ᾽ ἆκον πρᾶγμ᾽ ἂν εἰκότως ψέγοις;
μητρὸς δέ, τλῆμον, οὐκ ἐπαισχύνῃ γάμους
οὔσης ὁμαίμου σῆς μ᾽ ἀναγκάζων λέγειν
980 οἵους ἐρῶ τάχ᾽; οὐ γὰρ οὖν σιγήσομαι
σοῦ γ᾽ εἰς τόδ᾽ ἐξελθόντος, ἀνόσιον στόμα.
ἔτικτε γάρ μ᾽ ἔτικτεν, ὤμοι μοι κακῶν,
οὐκ εἰδότ᾽ οὐκ εἰδυῖα, καὶ τεκοῦσά με
αὑτῆς ὄνειδος παῖδας ἐξέφυσέ μοι.
985 ἀλλ᾽ ἓν γὰρ οὖν ἔξοιδα, σὲ μὲν ἑκόντ᾽ ἐμὲ
κείνην τε ταῦτα δυσστομεῖν· ἐγὼ δέ νιν
ἄκων τ᾽ ἔγημα, φθέγγομαί τ᾽ ἄκων τάδε.
ἀλλ᾽ οὐ γὰρ οὔτ᾽ ἐν τοῖσδ᾽ ἀκούσομαι κακὸς
γάμοισιν οὔθ᾽ οὓς αἰὲν ἐμφορεῖς σύ μοι
990 φόνους πατρῴους ἐξονειδίζων πικρῶς.
ἓν γάρ μ᾽ ἄμειψαι μοῦνον ὧν σ᾽ ἀνιστορῶ.
εἴ τίς σε, τὸν δίκαιον, αὐτίκ᾽ ἐνθάδε
κτείνοι παραστάς, πότερα πυνθάνοι᾽ ἂν εἰ
πατήρ σ᾽ ὁ καίνων, ἢ τίνοι᾽ ἂν εὐθέως;
995 δοκῶ μέν, εἴπερ ζῆν φιλεῖς, τὸν αἴτιον
τίνοι᾽ ἄν, οὐδὲ τοὔνδικον περιβλέποις.
τοιαῦτα μέντοι καὐτὸς εἰσέβην κακά,
θεῶν ἀγόντων· οἷς ἐγὼ οὐδὲ τὴν πατρὸς
ψυχὴν ἂν οἶμαι ζῶσαν ἀντειπεῖν ἐμοί.
1000 σὺ δ᾽, εἶ γὰρ οὐ δίκαιος, ἀλλ᾽ ἅπαν καλὸν
λέγειν νομίζων, ῥητὸν ἄρρητόν τ᾽ ἔπος,
τοιαῦτ᾽ ὀνειδίζεις με τῶνδ᾽ ἐναντίον.
καί σοι τὸ Θησέως ὄνομα θωπεῦσαι καλόν,
καὶ τὰς Ἀθήνας ὡς κατῴκηνται καλῶς·
1005 κᾆθ᾽ ὧδ᾽ ἐπαινῶν πολλὰ τοῦδ᾽ ἐκλανθάνῃ,
ὁθούνεκ᾽ εἴ τις γῆ θεοὺς ἐπίσταται
τιμαῖς σεβίζειν, ἥδε τῷδ᾽ ὑπερφέρει·
ἀφ᾽ ἧς σὺ κλέψας τὸν ἱκέτην γέροντ᾽ ἐμὲ
αὐτόν τ᾽ ἐχειροῦ τὰς κόρας τ᾽ οἴχῃ λαβών.
1010 ἀνθ᾽ ὧν ἐγὼ νῦν τάσδε τὰς θεὰς ἐμοὶ
καλῶν ἱκνοῦμαι καὶ κατασκήπτω λιταῖς
ἐλθεῖν ἀρωγοὺς ξυμμάχους θ᾽, ἵν᾽ ἐκμάθῃς
οἵων ὑπ᾽ ἀνδρῶν ἥδε φρουρεῖται πόλις.
***
ΚΡ. Εγώ, του Αιγέα γιε, μήτε την πόλη αυτήν άνανδρη940 τη λογάριασα μήτε κι αστόχαστα, όπως εσύ το λες,
συντέλεσα το έργο μου. Ποτέ μου δεν φαντάστηκα
πως κάποιους θα τους έπιανε, για συγγενείς δικούς μου,
τόσος και τέτοιος ζήλος, αυτούς να τρέφουν με το έτσι θέλω.
Πίστευα μέσα μου πως ένας πατροκτόνος, αιμομίκτης,
945 δεν θα γινότανε εδώ δεκτός, ένας που βρέθηκε χωμένος
σ᾽ ανίερους γάμους, παιδιού με μάνα.
Είχα εξάλλου επίγνωση ότι στα χώματά σας σύμβουλος στέκει
συνετός ο Άρειος Πάγος, κι αυτός δεν επιτρέπει
στην πόλη να κυκλοφορούν τέτοιοι αλήτες.
950 Σ᾽ αυτόν στηρίχτηκα κι έβαλα χέρι στο θήραμά μου.
Και μολαταύτα δεν θα το τολμούσα, αν αυτός ο άθλιος
δεν έριχνε βαριές κατάρες πάνω μου, σ᾽ εμένα και στο γένος μου.
Μετά από τόση προσβολή, ένιωσα χρέος
ν᾽ αντιδράσω. Γιατί ο θυμός ποτέ του δεν γερνά·
πεθαίνει με τον θάνατο, και μόνο οι πεθαμένοι
955 μένουν αναίσθητοι.
Απέναντι σ᾽ αυτά εσύ θα πράξεις όπως θες.
Όσο για μένα η μοναξιά, κι ας λέω δίκαια πράγματα,
με κάνει αδύναμο. Κι όμως μπροστά σε τέτοιες πράξεις,
παρά τα τόσα χρόνια μου, θα δοκιμάσω κι εγώ ν᾽ αντισταθώ.
960 ΟΙ. Γλώσσα αναίσχυντη, ποιόν καθυβρίζεις τώρα;
εμένα που είμαι γέρος; ή τα δικά σου γηρατειά;
Που βρώμισες το στόμα σου μιλώντας για φόνους και για γάμους,
για συμφορές που τις φορτώθηκα ο ταλαίπωρος χωρίς να φταίω;
Μπορεί και να ᾽ταν θέλημα θεού, αν οι θεοί οργίστηκαν
965 με τη γενιά μου. Όμως σ᾽ εμένα, πάνω μου, όσο κι αν ψάξεις,
δεν θα βρεις ένοχο στίγμα ανάλογο με τα μεγάλα σφάλματα,
όσα με βάρυναν κι έπληξαν τους δικούς μου.
Πες μου ωστόσο για να μάθω· αν ήταν πεπρωμένο του,
αν στον πατέρα μου έφτασε ο χρησμός πως κάποιο
970 απ᾽ τα παιδιά του θα τον σκότωνε, με ποιό δικαίωμα φορτώνεις
πάνω στους ώμους μου αυτό το όνειδος;
Όταν δεν μ᾽ είχε ακόμη σπείρει εκείνος στην κοιλιά της μάνας μου
κι ήμουν αγέννητος; Αλλά, κι όταν γεννήθηκα,
όπως γεννήθηκα, μαύρη μου συμφορά, όταν
975 με τον πατέρα μου ήλθα στα χέρια και τον σκότωσα,
δίχως να ξέρω το τί κάνω, σε ποιόν το κάνω, πώς
μια τέτοια πράξη αθέλητη μπορείς εσύ σε βάρος μου
να την καταλογίζεις; Αλλά και για της μάνας μου τους γάμους,
της αδελφής σου άθλιε, δεν ντρέπεσαι να μ᾽ αναγκάζεις
980 τώρα να μιλήσω; Γιατί θα πω πώς έγιναν, δεν θα κρατήσω πια
το στόμα μου κλειστό, αφού κι εσύ ξεστόμισες
τ᾽ ανόσια λόγια σου.
Με γέννησε, αυτή με γέννησε, αρχή της συμφοράς μου,
δίχως να ξέρει, δίχως να το ξέρω.
Κι αφού στον κόσμο μ᾽ έφερε, μαζί μου φύτεψε παιδιά,
985 όνειδος φοβερό. Απ᾽ όλα αυτά, ένα καλά το ξέρω·
σ᾽ αρέσει να ονειδίζεις τη μάνα μου κι εμένα.
Κι όμως εγώ ζευγάρωσα μαζί της δίχως να το θέλω,
όπως κι αυτά που ομολογώ, άθελα βγαίνουν απ᾽ το στόμα μου.
Γι᾽ αυτό κανείς εδώ δεν θα με κρίνει ένοχο, πιστεύω,
μήτε για τους παλιούς μου γάμους, που εσύ μου ρίχνεις πάντα
κατά πρόσωπο, μήτε και για τον φόνο του πατέρα μου,
990 που λίγο πριν γι᾽ αυτόν πικρά με κατηγόρησες.
Σ᾽ άλλο ερώτημά μου αποκρίσου τώρα· αν προς στιγμή
στεκόταν πλάι σου θέλοντας κάποιος, τον δίκαιο εσένα,
να σκοτώσει, μήπως θα γύρευες να μάθεις πρώτα
αν ο φονιάς είναι ο πατέρας σου; Ή θα τον τιμωρούσες πάραυτα;
995 Αν τη ζωή σου αγαπάς, πιστεύω πως θα σκότωνες
τον ένοχο, δίχως την ώρα εκείνη να σκεφτείς τί λέει το δίκιο.
Λοιπόν σε τέτοια συμφορά της τύχης βούλιαξα κι εγώ,
μπορεί κάποιος θεός να μ᾽ έσπρωξε. Όμως το αισθάνομαι,
δεν θα ᾽λεγε το αντίθετο και του πατέρα μου η ψυχή, αν ζούσε.
1000 Μα τώρα εσύ, άδικος από φυσικού σου, ωραίο νομίζεις είναι
το καθετί να ξεστομίζεις, ρητό κι απόρρητο, κι έτσι μπροστά
σ᾽ αυτούς τολμάς να μ᾽ ονειδίζεις.
Αλλά και του Θησέα τ᾽ όνομα βρίσκεις καλό να κολακέψεις,
και την Αθήνα βέβαια, που πολιτεύεται τόσο σωστά.
1005 Ωστόσο μέσα στους πολλούς επαίνους, ένα σου ξέφυγε·
αν κάποια χώρα υπάρχει που ξέρει τους θεούς να σέβεται
και να τιμά, η πόλη αυτή σ᾽ αυτό πολύ υπερέχει.
Κι όμως πήγες εσύ κρυφά έναν ικέτη γέροντα να κλέψεις,
να βάλεις χέρι σ᾽ εμένα και τις κόρες μου, τις πήρες κιόλας
για να φύγεις.
1010 Αλλά κι εγώ επικαλούμαι τώρα τις θεές του τόπου,
στα γόνατα προσπέφτω και παρακαλώ, πλάι μου να σταθούν,
να με συντρέξουν, ώστε κι εσύ να μάθεις κάποτε
την πόλη αυτή ποιοί την φρουρούν.
πως κάποιους θα τους έπιανε, για συγγενείς δικούς μου,
τόσος και τέτοιος ζήλος, αυτούς να τρέφουν με το έτσι θέλω.
Πίστευα μέσα μου πως ένας πατροκτόνος, αιμομίκτης,
945 δεν θα γινότανε εδώ δεκτός, ένας που βρέθηκε χωμένος
σ᾽ ανίερους γάμους, παιδιού με μάνα.
Είχα εξάλλου επίγνωση ότι στα χώματά σας σύμβουλος στέκει
συνετός ο Άρειος Πάγος, κι αυτός δεν επιτρέπει
στην πόλη να κυκλοφορούν τέτοιοι αλήτες.
950 Σ᾽ αυτόν στηρίχτηκα κι έβαλα χέρι στο θήραμά μου.
Και μολαταύτα δεν θα το τολμούσα, αν αυτός ο άθλιος
δεν έριχνε βαριές κατάρες πάνω μου, σ᾽ εμένα και στο γένος μου.
Μετά από τόση προσβολή, ένιωσα χρέος
ν᾽ αντιδράσω. Γιατί ο θυμός ποτέ του δεν γερνά·
πεθαίνει με τον θάνατο, και μόνο οι πεθαμένοι
955 μένουν αναίσθητοι.
Απέναντι σ᾽ αυτά εσύ θα πράξεις όπως θες.
Όσο για μένα η μοναξιά, κι ας λέω δίκαια πράγματα,
με κάνει αδύναμο. Κι όμως μπροστά σε τέτοιες πράξεις,
παρά τα τόσα χρόνια μου, θα δοκιμάσω κι εγώ ν᾽ αντισταθώ.
960 ΟΙ. Γλώσσα αναίσχυντη, ποιόν καθυβρίζεις τώρα;
εμένα που είμαι γέρος; ή τα δικά σου γηρατειά;
Που βρώμισες το στόμα σου μιλώντας για φόνους και για γάμους,
για συμφορές που τις φορτώθηκα ο ταλαίπωρος χωρίς να φταίω;
Μπορεί και να ᾽ταν θέλημα θεού, αν οι θεοί οργίστηκαν
965 με τη γενιά μου. Όμως σ᾽ εμένα, πάνω μου, όσο κι αν ψάξεις,
δεν θα βρεις ένοχο στίγμα ανάλογο με τα μεγάλα σφάλματα,
όσα με βάρυναν κι έπληξαν τους δικούς μου.
Πες μου ωστόσο για να μάθω· αν ήταν πεπρωμένο του,
αν στον πατέρα μου έφτασε ο χρησμός πως κάποιο
970 απ᾽ τα παιδιά του θα τον σκότωνε, με ποιό δικαίωμα φορτώνεις
πάνω στους ώμους μου αυτό το όνειδος;
Όταν δεν μ᾽ είχε ακόμη σπείρει εκείνος στην κοιλιά της μάνας μου
κι ήμουν αγέννητος; Αλλά, κι όταν γεννήθηκα,
όπως γεννήθηκα, μαύρη μου συμφορά, όταν
975 με τον πατέρα μου ήλθα στα χέρια και τον σκότωσα,
δίχως να ξέρω το τί κάνω, σε ποιόν το κάνω, πώς
μια τέτοια πράξη αθέλητη μπορείς εσύ σε βάρος μου
να την καταλογίζεις; Αλλά και για της μάνας μου τους γάμους,
της αδελφής σου άθλιε, δεν ντρέπεσαι να μ᾽ αναγκάζεις
980 τώρα να μιλήσω; Γιατί θα πω πώς έγιναν, δεν θα κρατήσω πια
το στόμα μου κλειστό, αφού κι εσύ ξεστόμισες
τ᾽ ανόσια λόγια σου.
Με γέννησε, αυτή με γέννησε, αρχή της συμφοράς μου,
δίχως να ξέρει, δίχως να το ξέρω.
Κι αφού στον κόσμο μ᾽ έφερε, μαζί μου φύτεψε παιδιά,
985 όνειδος φοβερό. Απ᾽ όλα αυτά, ένα καλά το ξέρω·
σ᾽ αρέσει να ονειδίζεις τη μάνα μου κι εμένα.
Κι όμως εγώ ζευγάρωσα μαζί της δίχως να το θέλω,
όπως κι αυτά που ομολογώ, άθελα βγαίνουν απ᾽ το στόμα μου.
Γι᾽ αυτό κανείς εδώ δεν θα με κρίνει ένοχο, πιστεύω,
μήτε για τους παλιούς μου γάμους, που εσύ μου ρίχνεις πάντα
κατά πρόσωπο, μήτε και για τον φόνο του πατέρα μου,
990 που λίγο πριν γι᾽ αυτόν πικρά με κατηγόρησες.
Σ᾽ άλλο ερώτημά μου αποκρίσου τώρα· αν προς στιγμή
στεκόταν πλάι σου θέλοντας κάποιος, τον δίκαιο εσένα,
να σκοτώσει, μήπως θα γύρευες να μάθεις πρώτα
αν ο φονιάς είναι ο πατέρας σου; Ή θα τον τιμωρούσες πάραυτα;
995 Αν τη ζωή σου αγαπάς, πιστεύω πως θα σκότωνες
τον ένοχο, δίχως την ώρα εκείνη να σκεφτείς τί λέει το δίκιο.
Λοιπόν σε τέτοια συμφορά της τύχης βούλιαξα κι εγώ,
μπορεί κάποιος θεός να μ᾽ έσπρωξε. Όμως το αισθάνομαι,
δεν θα ᾽λεγε το αντίθετο και του πατέρα μου η ψυχή, αν ζούσε.
1000 Μα τώρα εσύ, άδικος από φυσικού σου, ωραίο νομίζεις είναι
το καθετί να ξεστομίζεις, ρητό κι απόρρητο, κι έτσι μπροστά
σ᾽ αυτούς τολμάς να μ᾽ ονειδίζεις.
Αλλά και του Θησέα τ᾽ όνομα βρίσκεις καλό να κολακέψεις,
και την Αθήνα βέβαια, που πολιτεύεται τόσο σωστά.
1005 Ωστόσο μέσα στους πολλούς επαίνους, ένα σου ξέφυγε·
αν κάποια χώρα υπάρχει που ξέρει τους θεούς να σέβεται
και να τιμά, η πόλη αυτή σ᾽ αυτό πολύ υπερέχει.
Κι όμως πήγες εσύ κρυφά έναν ικέτη γέροντα να κλέψεις,
να βάλεις χέρι σ᾽ εμένα και τις κόρες μου, τις πήρες κιόλας
για να φύγεις.
1010 Αλλά κι εγώ επικαλούμαι τώρα τις θεές του τόπου,
στα γόνατα προσπέφτω και παρακαλώ, πλάι μου να σταθούν,
να με συντρέξουν, ώστε κι εσύ να μάθεις κάποτε
την πόλη αυτή ποιοί την φρουρούν.