Τρίτη 20 Απριλίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Αἴας (364-393)

ΑΙ. ὁρᾷς τὸν θρασύν, τὸν εὐκάρδιον, [στρ. β]
365 τὸν ἐν δαΐοις ἄτρεστον μάχαις,
ἐν ἀφόβοις με θηρσὶ δεινὸν χέρας;
οἴμοι γέλωτος, οἷον ὑβρίσθην ἄρα.
ΤΕΚ. μή, δέσποτ᾽ Αἴας, λίσσομαί σ᾽, αὔδα τάδε.
ΑΙ. οὐκ ἐκτός; οὐκ ἄψορρον ἐκνεμῇ πόδα;
370 αἰαῖ αἰαῖ.
ΤΕΚ. ὦ πρὸς θεῶν ὕπεικε καὶ φρόνησον εὖ.
ΑΙ. ὢ δύσμορος, ὃς χεροῖν
μεθῆκα τοὺς ἀλάστορας,
ἐν δ᾽ ἑλίκεσσι βουσὶ καὶ
375 κλυτοῖς πεσὼν αἰπολίοις
ἐρεμνὸν αἷμ᾽ ἔδευσα.
ΧΟ. τί δῆτ᾽ ἂν ἀλγοίης ἐπ᾽ ἐξειργασμένοις;
οὐ γὰρ γένοιτ᾽ ἂν ταῦθ᾽ ὅπως οὐχ ὧδ᾽ ἔχοι.

ΑΙ. ἰὼ πάντα δρῶν, ἁπάντων τ᾽ ἀεὶ [ἀντ. β]
380 κακῶν ὄργανον, τέκνον Λαρτίου,
κακοπινέστατόν τ᾽ ἄλημα στρατοῦ,
ἦ που πολὺν γέλωθ᾽ ὑφ᾽ ἡδονῆς ἄγεις.
ΧΟ. ξὺν τῷ θεῷ πᾶς καὶ γελᾷ κὠδύρεται.
ΑΙ. ἴδοιμι δή νιν, καίπερ ὧδ᾽ ἀτώμενος.
385 ἰώ μοί μοι.
ΧΟ. μηδὲν μέγ᾽ εἴπῃς· οὐχ ὁρᾷς ἵν᾽ εἶ κακοῦ;
ΑΙ. ὦ Ζεῦ, προγόνων πάτερ,
πῶς ἂν τὸν αἱμυλώτατον,
ἐχθρὸν ἄλημα, τούς τε δισ-
390 σάρχας ὀλέσσας βασιλῆς,
τέλος θάνοιμι καὐτός;
ΤΕΚ. ὅταν κατεύχῃ ταῦθ᾽, ὁμοῦ κἀμοὶ θανεῖν
εὔχου· τί γὰρ δεῖ ζῆν με σοῦ τεθνηκότος;

***
ΑΙ. Καμάρωσε τον θαρραλέο εμένα, τον άφοβο
κι ατρόμητο στης μάχης τη σφαγή,
ν᾽ απλώνει τώρα χέρι φονικό σε ζώα αθώα.
Ω πράξη καταγέλαστη, τί εξευτελισμός.
ΤΕ. Μη, κύριέ μου, πάψε, σε ικετεύω, Αίαντα.
ΑΙ. Δεν πας μέσα καλύτερα; Πάρε τα πόδια σου
370 κι εξαφανίσου. Αιαί σ᾽ εμένα.
ΤΕ. Μη, προς θεού, άλλαξε τρόπο, σκέψου λογικά.
ΑΙ. Κατάρα, ο δύσμοιρος εγώ, που μέσα
από τα χέρια μου, τ᾽ άφησα άθικτα εκείνα
τα καθάρματα, και πέφτοντας σε βόδια ελικοκέρατα,
κοπάδια διαλεχτά, στο μαύρο αίμα τους βουτήχτηκα.
ΧΟ. Γιατί σε σφάζει τόσος πόνος για πράγματα
που έχουν γίνει, και δεν υπάρχει τρόπος να ξεγίνουν;

ΑΙ. Άτιμε εσύ, παντού χώνεις τη μύτη σου, όργανο
380 του κακού, βρόμικε σπόρε του Λαέρτη,
ξέπλυμα του στρατού.
Σίγουρα τώρα θα ξεσπάς σε γέλιο ακράτητο,
από ηδονή σκασμένος.
ΧΟ. Μόνο με θέλημα θεού γελά κι οδύρεται ο καθένας.
ΑΙ. Μονάχα να τον έβλεπα μπροστά μου,
έστω και μες στην τόση συμφορά μου.
Ουαί κι αλίμονο.
ΧΟ. Μη λες μεγάλο λόγο· δεν βλέπεις τί κακό σε βρήκε;
ΑΙ. Ω Δία, ρίζα των προγόνων μου,
πώς θα μπορούσα εκείνη την παμπόνηρη αλεπού,
τη λέρα που μισώ, μαζί του και τους δυο
390 βασιλικούς μας ηγεμόνες, πρώτα να τους αφάνιζα
κι ύστερα να πεθάνω;
ΤΕ. Όταν για σένα ξεστομίζεις τέτοια ευχή, ευχήσου
και για μένα θάνατο. Τί να την κάνω τη ζωή,
μ᾽ εσένα πεθαμένο;

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Προς τα νέα ελληνικά

12.13 Οι διάλεκτοι της νέας Ελληνικής

Μιλήσαμε αρκετές φορές στα προηγούμενα κεφάλαια για τις διαλέκτους της νέας ελληνικής. Λέγαμε λοιπόν ότι η δημιουργία της κοινής θα οδηγήσει τις αρχαίες διαλέκτους στην εξαφάνιση. Αλλά και η ίδια η κοινή θα αρχίσει σιγά σιγά να διασπάται σε ξεχωριστές διαλέκτους. Οι διάλεκτοι της νέας ελληνικής γεννήθηκαν λοιπόν από τη διάσπαση της κοινής. Ένας βασικός διαχωρισμός των νεοελληνικών διαλέκτων είναι σε βόρειες και νότιες. Στις βόρειες διαλέκτους τα [ί] και τα [u] που δεν τονίζονται, χάνονται:

μύτη - μυτ
πουλί - πλι

Τα [e] και [ο] που δεν τονίζονται, γίνονται [ί] και [u]:

άνθρωπος - άνθρουπους
παιδί - πιδί

Από τις άλλες διαλέκτους αξίζει να σημειωθούν τα ποντιακά, που μιλιούνταν στη βορειανατολική Μικρά Ασία μέχρι το 1922 και μιλιούνται ακόμη στην Ελλάδα, τα κυπριακά, τα κρητικά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τσακωνική διάλεκτος, που μιλιέται ακόμη στα ορεινά της ανατολικής ακτής της Πελοποννήσου. Η τσακωνική φαίνεται να συνεχίζει κάποια εκδοχή της αρχαίας δωρικής διαλέκτου της Λακωνίας: ταν αμέρα (με α, όπως στις δωρικές διαλέκτους της αρχαιότητας, αντί για η), α μάτη (= η μήτηρ). Φαίνεται επίσης να διατηρεί το δίγαμμα Ƒ (θυμηθείτε τί λέγαμε γι' αυτό τον φθόγγο) και την αρχαία προφορά [u] του υ: γουναίκα (= γυναίκα), κούνε (= κύων 'σκυλί'). 

Στην Κάτω Ιταλία μιλιούνταν (και μιλιούνται ακόμη) ελληνικές διάλεκτοι. Πρόσφατα χάθηκαν και οι τελευταίοι ελληνόφωνοι ομιλητές στην Κορσική. Σε περιοχές της Συρίας μιλιέται η κρητική διάλεκτος από ελληνόφωνους Τούρκους που εγκατέλειψαν την Κρήτη μετά την αυτονόμησή της και την ένωση της με την Ελλάδα.

Οι διάλεκτοι της νέας ελληνικής είναι σε πορεία εξαφάνισης. Πολλές έχουν ήδη χαθεί. Ο λόγος, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, είναι η επιρροή της κοινής νέας ελληνικής. Καθώς είναι η ισχυρή, κοινωνικά, μορφή γλώσσας, οδηγεί (ή, καλύτερα, οδήγησε) τους ομιλητές των διαλέκτων στην εγκατάλειψη των γλωσσικών αυτών μορφών υπέρ της κοινής νέας Ελληνικής.

Πώς επηρεάζουν οι ανασφάλειες τις ερωτικές μας σχέσεις

Όλοι οι άνθρωποι έχουμε ανασφάλειες. Ανασφάλειες που σχετίζονται με το πόσο αρέσουμε, πόσο θα μας αποδεχτούν κι αν τελικά θα αγαπηθούμε, πόσο ικανοί είμαστε κι αν αξίζουμε, πόσο τα καταφέρνουμε και πόσο «επιτυχημένες» επιλογές κάνουμε.

Οι ανασφάλειες πάντα σχετίζονται με αντίστοιχους φόβους, όπως εγκατάλειψης, απόρριψης, μοναξιάς ή εγκλωβισμού.

Σπάνια θα συναντήσουμε άνθρωπο που δεν έχει καμία ανασφάλεια ή που δεν θα νιώσει ανασφαλής σε κάποια ή κάποιες φάσεις της ζωής του.

Άλλωστε οποιαδήποτε αλλαγή στη ζωή μας επιφέρει άγχος και μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν διαθέτουμε τις απαραίτητες δεξιότητες για να ανταποκριθούμε σε αυτήν (πχ. γάμος, εγκυμοσύνη κι ερχομός παιδιού, χωρισμός, διαζύγιο, αρχή ή τέλος σπουδών, αλλαγές στη δουλειά ή απόλυση, συνταξιοδότηση, τραυματισμοί ή ασθένειες, απώλειες, κ.λπ.).

Όταν όμως οι ανασφάλειες είναι έντονες κι αποτελούν ένα μόνιμο και σταθερό χαρακτηριστικό μας, αυτό μπορεί να αποβεί επιζήμιο, τόσο σε σχέση με την επιλογή συντρόφου, όσο και την παραμονή σε βασανιστικές σχέσεις.

Το αποτέλεσμα είναι συχνά μια σημαντική επιβάρυνση της ψυχικής και σωματικής μας υγείας.

Ασφαλείς και ανασφαλείς ενήλικες

Σύμφωνα με τη θεωρία του δεσμού, οι ενήλικες που δεν έχουν ιδιαίτερες ανασφάλειες (και ανήκουν στον ασφαλή τύπο δεσμού) αισθάνονται άνετα με την οικειότητα, είναι σε θέση να εμπιστευτούν το σύντροφό τους και να στηριχτούν σε αυτόν, και δεν ανησυχούν για το εάν θα εγκαταλειφθούν ή θα αγαπηθούν. Οι άνθρωποι αυτοί κάνουν συνήθως κι αντίστοιχες επιλογές συντρόφων που επιβεβαιώνουν αυτές τους τις προσδοκίες.

Από την άλλη, οι ανασφαλείς ενήλικες χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες:

Στην πρώτη κατηγορία (αμφιθυμικός τύπος δεσμού), οι άνθρωποι προσπαθούν πολύ έντονα και με αγωνία να συνδεθούν με τον άλλον, έχοντας τάσεις εξάρτησης, που συχνά συνοδεύονται από δραματικές συμπεριφορές. Βιώνουν ένα διαρκές στρες που δεν τους επιτρέπει να συναισθανθούν τον άλλον και απειλούνται εύκολα – γίνονται πολύ ζηλιάριδες ή καχύποπτοι. Οι άνθρωποι αυτοί ανησυχούν πολύ αν θα εγκαταλειφθούν ή θα αγαπηθούν.

Στη δεύτερη κατηγορία (αποφευκτικός τύπος δεσμού), οι άνθρωποι τείνουν να κλείνονται στον εαυτό τους, δεν νιώθουν άνετα με την οικειότητα και την εγγύτητα, δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν και να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, και δεν αναγνωρίζουν ούτε ανέχονται τις αδυναμίες τους – για αυτό και συχνά τις σωματοποιούν. Έχουν δυσκολία να στηριχτούν στο σύντροφό τους και στο βάθος φοβούνται ότι θα απορριφθούν. Υπάρχει περίπτωση οι άνθρωποι αυτοί να έχουν έντονα ναρκισσιστικά στοιχεία και να γίνονται οι ίδιοι απορριπτικοί κι επιθετικοί.

Στην τρίτη κατηγορία (αποδιοργανωμένος τύπος δεσμού) οι άνθρωποι συνδυάζουν στοιχεία των δυο προηγούμενων.
 
Ανασφάλειες και βασανιστικές σχέσεις

Έχω συναντήσει στο γραφείο μου ανθρώπους – και περισσότερο γυναίκες – που είναι πολύ ταλαιπωρημένοι προσπαθώντας να παραμείνουν σε βασανιστικές σχέσεις, αγνοώντας όλα τα σήματα που τους δίνει μέχρι και το σώμα τους, ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά (κρίσεις πανικού, ψυχοσωματικά, ακόμη κι αυτοάνοσα).

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις παρατηρώ ότι υπάρχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Αφενός όλοι αναφέρονται σε ένα φόβο μοναξιάς, κι αφετέρου κανείς δεν κάνει επαφή με τα συναισθήματά του. Αναπτύσσουν μηχανισμούς πλήρους συναισθηματικής αποστασιοποίησης ή σχάσης, όπως έχει παρατηρηθεί να συμβαίνει σε ανθρώπους που βρίσκονται σε συνθήκες παρατεταμένου βασανισμού.

Φόβος εγκατάλειψης

Από την άλλη φαίνεται ότι τους ανθρώπους αυτούς τους απασχολεί κυρίως ένα πράγμα: Να μην τους εγκαταλείψει ο/η σύντροφος.

Ο φόβος του αποχωρισμού, της απώλειας και της εγκατάλειψης από τους σημαντικούς άλλους, μπορεί να μας προκαλέσει πολύ μεγάλο άγχος.

Όταν οι ανάγκες πρόσδεσης δεν έχουν καλυφθεί στο παρελθόν, οι άνθρωποι βιώνουν συχνά άγχος και πανικό σε όλη τους τη ζωή.

Στο παρελθόν ο σημαντικός άλλος ήταν συνήθως η μητέρα, ενώ στην ενήλικη ζωή ο σύντροφος. Έτσι αγκιστρώνονται συχνά σε φαντασιώσεις που έχουν να κάνουν με το πώς θα ήθελαν να είναι τα πράγματα ή ο άλλος, κι όχι με το πώς είναι στην πραγματικότητα.

Αυτογνωσία και κριτήρια επιλογής συντρόφου

Αυτό που επίσης παρατηρώ σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι συνήθως οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν ποιοι είναι. Έχουν μια μη ρεαλιστική εικόνα για τον εαυτό τους, εστιάζοντας μόνο στις αδυναμίες τους (πραγματικές ή μη) και καθόλου στα δυνατά τους σημεία ή και το αντίστροφο. Οι άνθρωποι που δεν αναγνωρίζουν αδυναμίες, στο τέλος νιώθουν πολύ ευάλωτοι όταν σωματοποιούν. Τότε γκρεμίζεται όλο το «οικοδόμημα» παντοδυναμίας.

Όταν δεν γνωρίζω ποιος είμαι, δεν γνωρίζω τι χρειάζομαι και τι δεν χρειάζομαι. Κοινώς δεν έχω αναπτύξει κριτήρια επιλογής συντρόφου, βάσει των επιθυμιών, των αναγκών και των τραυμάτων μου (ώστε να αποφεύγω τις καταστάσεις που με τραυματίζουν εκ νέου).

Αυτογνωσία και όρια

Όταν δεν ξέρω ποιος είμαι, ελλοχεύει ένας ακόμη κίνδυνος: να μην γνωρίζω τα όριά μου, δηλαδή τι επιτρέπω και τι όχι, κι έτσι να μην μπορώ να τα επικοινωνήσω και στον άλλον. Κι όταν δεν υπάρχουν όρια, εξελίσσονται μεγάλα δράματα που επιτρέπουν κάθε μορφής κακοποίηση. Όλα τα παραπάνω συνδέονται άμεσα με τις έννοιες της αυτοεκτίμησης και της αίσθησης αξίας του εαυτού. Δεν μπορεί λοιπόν να υπάρξει αυτοεκτίμηση, χωρίς αυτογνωσία.

Προηγούμενες εμπειρίες κι επιλογή συντρόφου

Υπάρχει όμως κι ένα ακόμη σημαντικό θέμα που έχει να κάνει με τις εμπειρίες και τις προσδοκίες μας. Οι συναισθηματικές εμπειρίες που έχουμε από πολύ νωρίς στη ζωή μας από τους σημαντικούς άλλους ή αλλιώς τα «εσωτερικευμένα μοντέλα» καθοδηγούν τις πράξεις, τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας, και μας βοηθούν να κάνουμε προβλέψεις για το τι θα γίνει στις σχέσεις μας και τι προσδοκίες έχουμε από τους άλλους.

Αφορούν άμεσα το αίσθημα προστασίας και ασφάλειας στις σχέσεις μας, την αντίληψη για τον εαυτό μας αλλά και το πόσο αξίζουμε να λάβουμε φροντίδα και να αγαπηθούμε από τους άλλους.

Οι καταγραφές αυτές περιλαμβάνουν γενικευμένες προσδοκίες ότι αυτός που αναμένεται στην ενήλικη ζωή να λειτουργήσει ως «φροντιστής» - δηλαδή ο σύντροφος- θα είναι είτε υπεύθυνος, βοηθητικός και δοτικός, είτε το αντίθετο, δηλαδή ανεύθυνος, απόμακρος κι ενδεχομένως επικίνδυνος.

Καθώς μεγαλώνουμε, οι καταγραφές αυτές εγκαθιδρύονται κι αλλάζουν εξαιρετικά δύσκολα, καθώς οι νέες πληροφορίες που δεν ταιριάζουν στις υπάρχουσες δομές είναι δύσκολο να επεξεργαστούν και τελικά απορρίπτονται. Συχνά δηλαδή οι άνθρωποι κάνουν πολύ παρόμοιες επιλογές που στηρίζονται σε συγκεκριμένες καταγραφές, κι αν βρεθεί στο δρόμο τους κάποιος που είναι διαφορετικός από συγκεκριμένα πρότυπα – είτε δεν θα τον παρατηρήσουν καν, είτε θα τον απορρίψουν.

Εν κατακλείδι

Όλα αυτά γίνονται συνειδητά και οι άνθρωποι, αφού έχουν πρώτα αποκτήσει αυτογνωσία κι έχουν αναπτύξει την απαραίτητη αυτοεκτίμηση, διαμορφώνουν και κριτήρια επιλογής συντρόφου, που στόχο έχουν να τους θρέψουν περισσότερο κι όχι να τους αφήσουν «πεινασμένους», πληγωμένους ή προδομένους.

Προϋπόθεση για τα παραπάνω είναι η επαφή με τα συναισθήματά μας, η έκφρασή τους, αλλά κι ο έλεγχός τους - σε περιπτώσεις που αυτά εκφράζονται με ακραίους τρόπους. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι για να αγαπήσουμε κάποιον χρειάζεται πρώτα να αγαπήσουμε τον εαυτό μας.

Όσες ελευθερίες και αν μας στερήσουν δεν θα μπορέσουν να περιορίσουν την εσωτερική μας ελευθερία

Είμαστε όλοι τόσο ίδιοι αλλά και τόσο διαφορετικοί, έχουμε όλοι μια όμοια εμφάνιση αλλά τόσο διαφορετικό χαρακτήρα, μια ίδια αρχή και τέλος αλλά τόσο διαφορετικές φιλοσοφίες, ένα μέρος που αποκαλούμε σπίτι αλλά υπάρχουν τόσα διαφορετικά σπίτια…

Όλοι έχουμε ένα χόμπι, μια δουλειά για να τα βγάζουμε πέρα με τις ανάγκες της καθημερινότητας, μια ρουτίνα, κάποιον να αγαπάμε και να φροντίζουμε είτε είναι οικογένεια ή σχέση είτε φίλος, το ξεχωριστό μας εαυτό, τα μοναδικά μας συναισθήματα, την πολύτιμη μας ψυχή…

Πότε λοιπόν δεχτήκαμε και θεωρήσαμε φυσιολογικό να κρυφτούμε στο καβούκι μας;

Είμαστε τόσο υπέροχα πλάσματα για να φοβόμαστε να μοιραστούμε τις σκέψεις μας και τις ιδέες μας.

Πότε έγινε ανάγκη να μοιάζουμε τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά για να γίνουμε αποδεκτοί στην κοινωνία;

Επιτρέπουμε επανειλημμένα να δημιουργούμε άμυνες και να κρατάμε κρυφά τα συναισθήματα μας, τις πληγές μας. Συνηθίζουμε να ζούμε διπλή ζωή, πνίγοντας και καταπιέζοντας τον πραγματικό μας εαυτό επειδή φοβόμαστε μην κριθούμε για αυτόν, μην μας θεωρήσουν περίεργους, μην μας λυπηθούν…

Σπουδαίο πράγμα η ελευθερία λόγου, έκφρασης, σκέψης, συναισθημάτων…

Πάντα αναρωτιόμουν τι είναι αυτό που μας καθιστά πραγματικά ελεύθερους. Τι είναι αυτό που μας λείπει, τι είναι αυτό που αποζητάμε για να μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είμαστε ελεύθεροι;

Κάποιοι πιστεύουν ότι η ελευθερία σχετίζεται με την έλλειψη ορίων, να ξεπερνάς τις δυνάμεις και τις δυνατότητες του ίδιου σου του εαυτού, να ξεφεύγεις από τα κατεστημένα και τα πρέπει της κοινωνίας, να πιστεύεις πως κάθε περιορισμός είναι απειλή στην ιδέα της ελευθερίας σου.

Στην πραγματικότητα όμως μπορεί ο φόβος για την στέρηση της ελευθερίας σου να σε κάνει να ζεις ελεύθερα;

Η εμμονή και η συνεχή αναζήτηση της ελευθερίας εξασφαλίζει την πολυπόθητη ελεύθερη ζωή;

Άλλοι πιστεύουν πως η ελευθερία υπάρχει πάντα με μέτρο, ότι τελειώνει εκεί που ξεκινάει ο φόβος. Αρκούνται με την ελευθερία που τους παρέχεται ήδη από την κοινωνία, την εργασία, την οικογένεια και όποια άλλη ασχολία. Δεν την αποζητούν και δεν νιώθουν την ανάγκη για περισσότερη.

Αν δεν έχεις όμως λόγο στην ελευθερία σου πως ξέρεις ότι σου ανήκει;

Η ελευθερία δεν επιβάλλεται από κανένα εξωτερικό φορέα, η ελευθερία ποτέ δεν θα μας ζητήσει να ξεπεράσουμε τα όρια μας για να την συναντήσουμε. Η ελευθερία πηγάζει από μέσα μας, την καλλιεργούμε οι ίδιοι από μικρή ηλικία. Μαθαίνουμε να εξωτερικεύουμε τις απόψεις μας, να έχουμε το θάρρος να σταθούμε στα πόδια μας και να στηρίξουμε τις ιδέες μας.

Ελευθερία είναι να έχεις το κουράγιο να αγαπάς, να νοιάζεσαι.

Ελευθερία είναι να μην έχεις την ανάγκη να μοιάζεις σε κανέναν γιατί αγαπάς ήδη τον εαυτό σου όπως είναι.

Όσες ελευθερίες και αν μας στερήσουν, όσα όρια και αν μας θέσουν, όσες απαγορεύσεις και αν μας τάξουν δεν θα μπορέσουν να περιορίσουν την εσωτερική μας ελευθερία.

Πόση δύναμη και παρηγοριά μπορεί να σου χαρίσει η σκέψη ότι θα είσαι πάντα ελεύθερος, όσο εσύ το επιτρέπεις τον εαυτό σου να είναι;

Στη ζωή παίρνεις εκείνο που σου αξίζει

Η καλοσύνη δεν έχει καμία σχέση με το χρηματικό κέρδος. Η καλοσύνη κερδίζει κάτι πολυτιμότερο, κερδίζει ηρεμία του νου. Ο ενάρετος δεν χρειάζεται να ανησυχεί για πράγματα που αφορούν τα εγκόσμια. Μπορεί να μην έχει παλάτι, αλλά θα ζήσει με μεγαλύτερη ευδαιμονία στην καλύβα του από έναν βασιλιά που ζει στο παλάτι του. Ο ενάρετος δεν θα μπορέσει να αποκτήσει παλάτι, αλλά θα αποκτήσει μακαριότητα. Ο πονηρός θα τα καταφέρει να φθάσει στο παλάτι, αλλά θα χάσει τελείως την ηρεμία του νου, θα χάσει κάθε επαφή με τον εαυτό του.

Επομένως, για μένα είναι πολύ απλό. Εάν θέλεις τον εσωτερικό κόσμο και τα πλούτη, να είσαι καλός, να είσαι ενάρετος, να είσαι ωραίος και να μη ζηλεύεις εκείνους που είναι απλώς πονηροί και κερδίζουν χρήματα, που κάνουν όλων των ειδών τις εγκληματικές πράξεις και ανεβαίνουν σε πόστα και κερδίζουν φήμη και προβολή. Θέλεις να έχεις και τα δύο; Θέλεις χρήματα και εσωτερική αρμονία επίσης; Ζητάς πάρα πολλά. Κάτι πρέπει να αφήσεις και για τον πονηρό! Καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια. Και υποφέρει πολύ μέσα του – κι αυτό είναι μεγαλύτερο βάσανο από όσα γνωρίζεις.

Επομένως, δεν βλέπω γιατί πρέπει η ζωή να ερμηνεύεται με προϊόντα της φαντασίας. Η ζωή είναι, απλά μαθηματικά. Παίρνεις εκείνο που σου αξίζει. Μόνο μη ζητάς κάτι που δεν έχει σχέση με το ήθος σου και δεν θα υπάρχει κανένα πρόβλημα. Τότε, δεν θα το βλέπεις έτσι όπως το βλέπεις τώρα – ότι οι ενάρετοι υποφέρουν.

Όχι, κανείς ενάρετος δεν υποφέρει. Κάθε ενάρετος απολαμβάνει τη μακαριότητα. Και εάν υποφέρει, τότε δεν είναι ενάρετος – είναι, απλώς δειλός. Βασικά, είναι πονηρός αλλά δεν έχει αρκετό κουράγιο να είναι πονηρός, ούτε είναι αρκετά έξυπνος για να είναι πονηρός. Η πονηριά είναι τέχνη.

Οι πονηροί πρέπει, να έχουν αυτά που τους αξίζουν. Οι φαύλοι πρέπει να έχουν αυτά που τους αξίζουν. Αλλά οι καλοί άνθρωποι δεν χρειάζεται να τους ζηλεύουν, γιατί εκείνοι έχουν τον αληθινό θησαυρό, τον εσωτερικό τους κόσμο. Πρέπει να τους συμπονούν. Πρέπει να βλέπουν εκείνους τους φτωχούς, πονηρούς πολιτικούς, τους ζάμπλουτους – πρέπει να βλέπουν την εσωτερική τους φτώχεια, το σκοτάδι μέσα τους, την εσωτερική τους κόλαση και πρέπει να τους συμπονούν, όχι να τους ανταγωνίζονται.

Ο ανεκδήλωτος θυμός είναι δηλητήριο

Πολλές φορές, συμβουλεύοντας κάποιον που έχει πρόβλημα συνεννόησης με ένα δικό του άνθρωπο, του προτείνουμε με θέρμη να μιλήσει ανοιχτά για το πρόβλημά του σ’ αυτόν που του το προξενεί. Να του εξομολογηθεί τις σκέψεις του, την αντίρρησή του, την πίκρα του, το θυμό του. Ό,τι τέλος πάντων μπλοκάρει και ταλαιπωρεί τη σχέση τους. Συχνά μας απαντάει πως όχι, αυτό δε γίνεται.

Και είναι φορές που δεν έχει άδικο. Είτε από εγωισμό είτε από βλακεία, ούτε που διανοείται πως μπορεί να μην είναι σωστός. Υπάρχει μάλιστα η πιθανότητα τα πράγματα μεταξύ τους να εξελιχθούν ακόμα χειρότερα. Δεν είναι πάντοτε εφικτή η ρομαντική ελπίδα ότι μια ειλικρινής εξομολόγηση των πληγωμένων αισθημάτων μας, θα μεταμορφώσει αυτόματα τον άλλον σε έναν άγγελο μετανοίας, που θα πέσει στην αγκαλιά μας και θα μεταμορφωθεί.

Το πλέγμα των σχέσεών μας είναι ένα πολύ μπερδεμένο σύστημα. Όσο στενότερη μια σχέση τόσο πιο περίπλοκη, τόσο πιο δυσνόητη, πιο τυραννική.

Όμως, και παρά την δυσκολία, εγώ επιμένω να πιστεύω πως ένας άνθρωπος πληγωμένος πρέπει να ξανοίγεται και να φανερώνει τι αισθάνεται σ’ αυτόν που τον πλήγωσε και τον πληγώνει. Μια παλιά πληγή δεν τη γιατρεύει πάντα μόνο με το πέρασμά του ο χρόνος, αντιθέτως, ο χρόνος την κακοφορμίζει. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος πρέπει να την ξεσκεπάζει καλύτερα, να φανερωθεί και να ρουφήξει φως. Κι ας μην καταλάβει ο άλλος, κι ας μη διορθωθεί.

Όσο κάποιος δε μιλάει, όσο κρατά βουβή την πίκρα και την ενόχλησή του, θερμαίνεται και φουσκώνει εντός του το παράπονο, η ματαίωση και, ως εκ τούτου, ο θυμός. Και ο ανεκδήλωτος θυμός είναι δηλητήριο.

Όταν ο άλλος σε απογοητεύει, σε χρησιμοποιεί, σε αγνοεί, σε κακοποιεί, θυμώνεις μαζί του. Έτσι συμβαίνει, ασφαλώς, και είναι υγιές, ανθρώπινο και φυσικό. Ωστόσο μέσα σ’ αυτόν το θυμό κατά του άλλου που μας αδικεί και μας πληγώνει, σχεδόν πάντοτε φωλιάζει ένας άλλος βουβός θυμός και γι’ αυτό αγριότερος: ο θυμός κατά του εαυτού μας. Του εαυτού μας που δεν έχει τα κότσια να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, να υποστηρίξει το δίκαιο, την αλήθεια, να υπερασπιστεί τα αισθήματά του, να μιλήσει. Είναι γνωστό και αποδεκτό εκείνο το χριστιανικό που συμβουλεύει να μην κάνεις στον άλλον όσα δε θες να κάνουν σ’ εσένα. Αλλά και δεν θα πρέπει να επιτρέπεις να σου κάνουν όσα άδικα εσύ ποτέ δε θα τους έκανες.

Γι’ αυτό, όταν συμβουλεύω φίλους, προτείνω να ανοίγουν την καρδιά τους και να εκφράζουν αυτό που τους ενοχλεί σ’ αυτόν ακριβώς που τους ενοχλεί απευθείας. «Και να μη σε καταλάβει, θα νιώσεις καλύτερα με τον εαυτό σου που κατόρθωσε και μίλησε. Θα νιώσεις καλύτερα με την αυτοεκτίμησή σου. Δεν είναι λίγο αυτό!»

Δεν έχεις ανάγκη τον καταθλιπτικό συμβιβασμό για να «σώσεις» μια σχέση. Μονάχα η αλήθεια και η αγάπη σώζουν όντως καταστάσεις ζωής. Συμβιβαζόμαστε όταν επιλέγουμε το φόβο κι αυτό, είναι μειωτικό. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο συμβιβασμό και στην παραχώρηση. Το πρώτο ενέχει υπολογισμό και δειλία, ενώ το δεύτερο γενναιότητα και αρχοντιά. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο «απωθώ» και στο «συγχωρώ». Το ένα κλωσάει τον εφιάλτη και την εκδικητικότητα, το άλλο προσφέρει τη φρεσκάδα της νέας ευκαιρίας. Υπάρχει διαφορά, ανάμεσα στο να με καταπατούν και στο να θυσιάζομαι. Το πρώτο είναι σκλαβιά, υποτέλεια, το δεύτερο γενναιότητα αγάπης και κυρίως ελευθερία.

Έχω προσέξει πως όσοι τολμούν ν’ ανοίξουν την καρδιά τους – άσχετα από το αποτέλεσμα και την επιτυχία τους – βγαίνουν ύστερα από αυτό οι ίδιοι με άλλοι διάθεση και άλλο βλέμμα. Με πεποίθηση και με καλή περηφάνια. Με αυτοεκτίμηση και ανακούφιση. Χωρίς το άγχος να εμπλέκονται σε φανταστικούς καβγάδες μέσα στο κεφάλι τους. Και η απαλλαγή από ένα άγχος, κατά τον Φρόιντ, είναι από τις μέγιστες ηδονές.

Βγαίνουν πιο καθαροί κι ανάλαφροι όπως βγαίνουμε από ένα λουτρό. Κι αν δεν έπεισαν τον άλλον τελικά, κι αν δεν μπόρεσαν να βγάλουν μαζί του άκρη, μπόρεσαν να φανούν στα ίδια τους τα μάτια ειλικρινείς και θαρραλέοι. Κι αυτό ήδη είναι νίκη και χαρά μεγάλη.

FRIEDRICH NIETZSCE: Οι χυδαίοι άνθρωποι βλέπουν τα ευγενικά και γενναιόφρονα αισθήματα με δυσπιστία

Οι χυδαίοι άνθρωποι βλέπουν τα ευγενικά και γενναιόφρονα αισθήματα σαν κάτι να τους λείπει, να τους λείπει η ορθότητα, άρα -να τους λείπει-, η αληθοφάνεια.

Όταν μιλούν γι’ αυτό, κλείνουν πονηρά το μάτι, σαν να λένε: «Κάποιο συμφέρον υπάρχει κρυμμένο πίσω απ’ αυτό· δεν μπορεί να δει κανείς τι υπάρχει μέσα σε όλα τα πράγματα», και υποψιάζονται πως το ευγενικό πλάσμα γυρεύει να κερδίσει κάτι μ’ έναν ελιγμό.

Όταν όμως πεισθούν, με αναμφισβήτητο τρόπο, πως ο άνθρωπος αυτός δεν έχει καμιά εγωιστική πρόθεση, και πως περιφρονεί το μικρό κέρδος, τότε βλέπουν τον άνθρωπο αυτόν σαν έναν τρελό· του δείχνουν περιφρόνηση όταν τον βλέπουν να χαίρεται και γελούν με τη λάμψη των ματιών του.

Και αναρωτιούνται: «Πώς μπορεί να είναι χαρούμενος όταν πάθει κάποια ζημιά; Πώς μπορεί να ζητά να ζημιωθεί; Σίγουρα, το πάθος της ευγένειας θα είναι μπερδεμένο με κάποια αρρώστια του λογικού!».

Τέτοιες ερωτήσεις κάνουν μέσα τους, έτσι σκέπτονται, όπως σκέπτεται κάποιος εμπρός στη χαρά που αισθάνεται ένας τρελός για την έμμονη ιδέα του.

Μια χυδαία φύση αναγνωρίζεται εύκολα αν προσέξει κανείς δύο βασικά πράγματα.

Πρώτον -μια χυδαία φύση- δεν λησμονά ποτέ ποιο είναι το συμφέρον της· δεύτερον, η μανία αυτή του σκοπού του κέρδους, είναι σ’ αυτή πιο ισχυρή, παρά το βίαιο ένστικτο. Μέλημά της και αξιοπρέπειά της είναι το να μην παρασύρεται από την άλογη παρόρμηση σε άκαιρες πράξεις. Η ανώτερη φύση είναι πιο παράλογη και αυτό γιατί ο ευγενής, ο γενναιόφρων άνθρωπος υπακούει στα ένστικτά του· στις πιο καλές στιγμές του, σταματάει το μυαλό του.

Ένα αρσενικό ζώο που προστατεύει τα μικρά του βάζοντας σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή, ή που ακολουθεί το θηλυκό στον θάνατο, την εποχή του οργασμού, δεν λογαριάζει ούτε τον κίνδυνο, ούτε καν αυτόν τον ίδιο τον θάνατο, κι αυτό γιατί ακόμα κι η λογική του σταματά, η ευχαρίστηση που του προσφέρουν τα μικρά του ή το θηλυκό του και ο φόβος μην τύχει και τα αποχωρισθεί, το κυριεύουν ολοκληρωτικά, γίνεται πιο ζώο από ό,τι συνήθως είναι, όπως ακριβώς συμβαίνει στον ευγενικό, στον γενναιόφρονα άνθρωπο.

Μέσα του, ο ευγενικός άνθρωπος έχει ένα συγκεκριμένο αριθμό αισθημάτων, είτε έλξεις είτε απωθήσεις είναι αυτές, που μιλάνε με τόση δύναμη, που μπροστά τους η διάνοια δεν μπορεί να κάνει τίποτ’ άλλο παρά να σωπάσει ή και να παραδοθεί και να γίνει υπηρέτης τους. Η καρδιά αλλάζει θέση, ανεβαίνει στον εγκέφαλο και τότε μιλάμε για «πάθος».

Βέβαια, συμβαίνει πολλές φορές να δημιουργείται ένα αντίστροφο φαινόμενο, μια αναστροφή του πάθους κατά κάποιον τρόπο, όπως π.χ. στον Φοντενέλ, που κάποιος του έλεγε μια φορά τοποθετώντας του το χέρι στην καρδιά: «Αυτό που υπάρχει εκεί μέσα, φίλτατέ μου, είναι και αυτό εγκέφαλος».

Στο ευγενικό ον, εκείνο που περιφρονεί ο όχλος, είναι ο παραλογισμός του πάθους του, η λανθασμένη λογική του, και προπαντός όταν αυτό το πάθος αφορά αντικείμενα που η αξία τους του είναι παντελώς χιμαιρική ή αυθαίρετη. Ο όχλος θυμώνει πολύ με όποιον υποκύπτει στο πάθος του στομαχιού του, αλλά καταλαβαίνει την έλξη αυτής της τυραννίας· εκείνο που δεν μπορεί να καταλάβει είναι, π.χ., το πως μπορεί κάποιος να παίζει την υγεία του και την ευτυχία του από πάθος για τη γνώση.

Το γούστο των ανωτέρων φύσεων στρέφεται σε πράγματα εξαιρετικά, σε πράγματα που αφήνουν αδιάφορους τους πιο πολλούς από τους άλλους ανθρώπους και που δεν φαίνονται καθόλου γοητευτικά. Η ανώτερη φύση μετρά τις αξίες σε προσωπική κλίμακα. Γενικά όμως, δεν πιστεύει πως αυτή η κλίμακα προσιδιάζει ιδιαίτερα στην καλαισθητική της ιδιοσυγκρασία. Συμβαίνει το αντίθετο μάλιστα· εκτιμά τις προσωπικές αξίες και μη, και πέφτει έτσι στην ακατανοησία και στο απραγματοποιήσιμο.

Μια ανώτερη φύση είναι πολύ σπάνιο να διατηρήσει αρκετή λογική ώστε να θεωρεί και να μεταχειρίζεται τον μέτριο άνθρωπο σαν τέτοιο· γενικά πιστεύει μυστικά πως το πάθος της είναι σαν το πάθος όλου του κόσμου και η πίστη αυτή αποτελεί τη φλόγα της και την ευφράδειά της.

Αν οι εξαιρετικοί άνθρωποι δεν νιώθουν τον εαυτόν τους, πώς θα μπορέσουν να καταλάβουν τον όχλο και να αναμετρήσουν δίκαια τον κανόνα;

Μιλάνε λοιπόν και αυτοί για τρέλα, για έλλειψη πνεύματος, ωφελιμιστικού φυσικά, και για τον «χιμαιρισμό» της ανθρωπότητας, και παραξενεύονται για το τρένο της ζωής αυτού του ανόητου κόσμου που δεν επιθυμεί να αναγνωρίσει το «μόνο αναγκαίο του πράγμα». Αυτή είναι η αδικία των ευγενικών φύσεων, η αιώνια αδικία.

Φρίντριχ Νίτσε, Η θεωρία του σκοπού της ζωής

Οι δυνατοί δουλεύουν ήσυχα στη γωνία

Σχεδόν παντού στον κόσμο, η παράσταση που δίνουμε στα social media είναι θετική. Βασισμένη στη λογική, «θα ήθελα να σας πω πόσο καλά πάνε τα πράγματα. Δείτε πόσο τέλεια περνάω». Σπανίως λέγεται η αλήθεια: «Φοβάμαι. Παλεύω. Δεν ξέρω».

Όλοι έχουμε μια αδύναμη πλευρά, η οποία δεν είναι ακριβώς κακόβουλη, αλλά τελικά θέλει πάντα να προσελκύει τη μεγαλύτερη δυνατή δημόσια αναγνώριση και προσοχή με τη λιγότερη δυνατή δουλειά.

Είναι σαν να θεωρούμε ότι η σιωπή είναι σημάδι αδυναμίας. Ότι το να μας αγνοούν είναι ταυτόσημο με τον θάνατο (και για το Εγώ αυτό είναι αλήθεια). Γι’ αυτό λοιπόν μιλάμε, μιλάμε, μιλάμε, λες και η ζωή μας εξαρτάται από αυτό.

Στην πραγματικότητα, η σιωπή είναι δύναμη – ειδικά στην αρχή ενός ταξιδιού. Όπως είχε προειδοποιήσει ο φιλόσοφος (και, όπως προκύπτει, εχθρός των εφημερίδων και της φλυαρίας τους) Σαίρεν Κίρκεγκωρ: “Η απλή φλυαρία προκαταλαμβάνει την πραγματική συζήτηση, και η έκφραση του περιεχομένου του νου αδυνατίζει τη δράση παρακωλύοντάς την”.

Και αυτό ακριβώς είναι το ύπουλο στη συζήτηση. Ο καθένας μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του. Ακόμα κι ένα παιδί ξέρει να κάνει ψιλοκουβέντα και να φλυαρεί. Οι περισσότεροι άνθρωποι τα πηγαίνουν σχετικά καλά στην προώθηση και στις πωλήσεις. Τι είναι λοιπόν αυτό που σπανίζει; Η σιωπή. Η ικανότητα να κρατάς συνειδητά τον εαυτό σου εκτός συζήτησης και να υπάρχεις χωρίς την επιβεβαίωσή της. Η σιωπή είναι η ανάπαυλα των δυνατών και σίγουρων για τον εαυτό τους ανθρώπων, ενώ η νοερή απεικόνιση του στόχου μας είναι σημαντική, από ένα σημείο και μετά το μυαλό μας αρχίζει να τη συγχέει με την πραγματική επίτευξη. Το ίδιο ισχύει για τη λεκτικοποίηση των προσδοκιών και των στόχων μας. Ακόμα και το να μιλάμε δυνατά στον εαυτό μας τη στιγμή που προσπαθούμε να λύσουμε δύσκολα προβλήματα έχει αποδειχθεί ότι μειώνει σημαντικά τη διορατικότητα και την ευρηματικότητά μας.

Όσο πιο δύσκολο είναι ένα έργο, τόσο πιο αβέβαιο γίνεται για μας το αποτέλεσμα, τόσο πιο πολύ μας κοστίζει το να συζητάμε για αυτό, και τόσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από την ανάληψη της ευθύνης για την επίτευξή ίου. Έχει απομυζήσει την ενέργεια που χρειαζόμαστε απελπισμένα για να κατακτήσουμε αυτό που ο Στίβεν Πρέσσφιλντ αποκαλεί «Αντίσταση» – το εμπόδιο που στέκεται ανάμεσα σ’ εμάς και στη δημιουργική έκφραση. Η επιτυχία απαιτεί το 100% των προσπαθειών μας, και η συζήτηση διασπαθίζει μέρος αυτής της προσπάθειας προτού προλάβουμε να τη χρησιμοποιήσουμε.

Πολλοί από εμάς υποκύπτουμε στον πειρασμό αυτό, κυρίως όταν νιώθουμε πνιγμένοι, πιεσμένοι ή όταν έχουμε πολλή δουλειά. Στη φάση της «οικοδόμησης» η αντίσταση αποτελεί μια διαρκή πηγή δυσφορίας. Το να μιλάμε -να ακούμε τον εαυτό μας να μιλά, να δίνει παράσταση για ένα κοινό- είναι σχεδόν θεραπευτικό. Μόλις πέρασα τέσσερις ώρες συζητώντας για το συγκεκριμένο θέμα. Αυτό δεν μετράει καθόλου; Η απάντηση είναι όχι.

Η εξαιρετική δουλειά προϋποθέτει μεγάλο αγώνα. Είναι μια διαδικασία που σε στραγγίζει, σου ρίχνει το ηθικό, σε τρομάζει – όχι πάντα, αλλά μπορεί να το νιώσεις όταν βρεθείς στη μέση της διαδρομής. Έτσι μιλάμε για να γεμίσουμε το κενό και την αβεβαιότητα. «Το κενό», είχε πει κάποτε ο Μάρλον Μπράντο -ένας λιγομίλητος ηθοποιός, αν υπάρχει αυτό το είδος- «είναι τρομακτικό για τους περισσότερους ανθρώπους». Είναι σαν να δεχόμαστε επίθεση ή σαν να προκαλούμαστε από τη σιωπή, κυρίως αν έχουμε επιτρέψει στο Εγώ μας να μας λέει ψέματα τα προηγούμενα χρόνια. Κι αυτό είναι καταστροφικό για έναν λόγο: επειδή η εξαιρετική δουλειά και η ανώτερη τέχνη είναι προϊόντα της πάλης μας με το κενό, προκύπτουν όταν αντιμετωπίζουμε το κενό, κι όχι όταν προσπαθούμε να το αποδιώξουμε. Το ερώτημα είναι τι κάνουμε όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια ιδιαίτερη πρόκληση – είτε πρόκειται για έρευνα σε ένα νέο πεδίο, για την έναρξη μιας νέας επιχείρησης , για την παραγωγή μιας ταινίας, για την ενίσχυση ενός σημαντικού σκοπού: Επιδιώκουμε την αναβολή μέσα από τη συζήτηση ή ριχνόμαστε άμεσα στη μάχη;

Οι δυνατοί δουλεύουν ήσυχα στη γωνία. Μετατρέπουν την εσωτερική τους αναταραχή σε προϊόν – και σταδιακά σε ηρεμία. Αγνοούν την παρόρμηση για αναγνώριση προτού κάνουν κάτι. Δεν μιλούν πολύ. Δεν τους πειράζει που κάποιοι άλλοι, οι οποίοι βρίσκονται στο επίκεντρο της δημοσιότητας, μπορεί να παίρνουν τη μερίδα του λέοντος. (Δεν την παίρνουν.) Είναι πολύ απασχολημένοι με τη δουλειά τους για να πράξουν οτιδήποτε άλλο. Και όταν μιλούν – το έχουν κερδίσει.

Η μοναδική σχέση ανάμεσα στη δουλειά και στη φλυαρία είναι ότι η μια σκοτώνει την άλλη.

Αφήστε τους υπόλοιπους να αλληλοχτυπιούνται φιλικά στην πλάτη και γυρίστε στο εργαστήριο, στο γυμναστήριο, στον δρόμο σας.

Γιατί είμαστε χαιρέκακοι;

Σήμερα η χαιρεκακία είναι παντού γύρω μας.

Είναι στον τρόπο με τον οποίο κάνουμε πολιτική, στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τους διάσημους, στα βίντεο ατυχών στιγμών που βλέπουμε στο διαδίκτυο. Όλες αυτές όμως οι μεθυστικές απολαύσεις συνοδεύονται και από ένα αίσθημα δυσφορίας. 

Οι ηθικολόγοι απεχθάνονταν ανέκαθεν τη χαιρεκακία. Ο φιλόσοφος Άρτουρ Σοπενχάουερ την αποκαλούσε «αλάνθαστο σημάδι μιας ριζικά κακής καρδιάς και βαθιάς ηθικής αναξιότητας», το χείριστο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης. (Είπε επίσης ότι όποιος χαίρεται με τον πόνο των άλλων θα έπρεπε να αποβληθεί από την ανθρώπινη κοινωνία.) Κατέληξα να πιστεύω ότι ο Σοπενχάουερ έκανε λάθος. 

Ίσως ανησυχούμε ότι η χαρά μας για τη δυστυχία των άλλων θα διαφθείρει την ψυχή μας, όμως αυτό το συναίσθημα κάθε άλλο παρά «κακό» είναι. Αποκαλύπτει πράγματα που εδώ και χιλιετίες είναι σημαντικά για τις κοινωνίες των ανθρώπων: το ένστικτό μας για δικαιοσύνη και το μίσος μας για την υποκρισία την ανάγκη μας να βλέπουμε τον αντίπαλό μας να υποφέρει, με την ελπίδα ότι εμείς θα κερδίσουμε, την τάση μας να ανταγωνιζόμαστε τους άλλους και να εκλογικεύουμε τις επιλογές μας όταν διαψεύδονται οι προσδοκίες μας τα είδη των διαπροσωπικών μας σχέσεων· ό,τι μας κάνει να γελάμε.

Αν παρατηρήσουμε πιο προσεκτικά αυτό το ενδόμυχο και από πολλούς κατακριτέο συναίσθημα, αν απελευθερωθούμε από την ντροπή και τη μυστικότητά του, θα ανακαλύψουμε πολλά για το ποιοί πραγματικά είμαστε.

Ένα ζεύγος μαύρων οπών σε διαδικασία σύγκρουσης

Η NASA έδωσε στην δημοσιότητα ένα εντυπωσιακό βίντεο της προσομοίωσης μιας συγχώνευσης μεταξύ δύο μεγάλων μαύρων τρυπών. Είναι τα πιο μυστηριώδη κοσμικά σώματα και η αποκρυπτογράφηση της λειτουργίας τους, των μηχανισμών τους και των φαινομένων που παράγουν μπορεί να δώσει τις απαντήσεις που χρειάζονται οι επιστήμονες για κάθε πτυχή της ύπαρξης του Σύμπαντος.

Η μία μαύρη τρύπα έχει μάζα περίπου 200 εκατομμύρια φορές μεγαλύτερη από αυτή του Ήλιου και μια μικρότερη. Η μεγαλύτερη εμφανίζεται στο βίντεο με πορτοκαλί χρώμα και η μικρότερη με γαλάζιο.

Οι επιστήμονες δεν έχουν όμως ακόμη πολλές πληροφορίες για το μπορεί να συμβαίνει όταν δύο μαύρες τρύπες και μάλιστα μεγάλου μεγέθους εμπλέκονται σε μια διαδικασία σύγκρουσης. Ξέρουμε ότι κατά βάση μια τέτοια σύγκρουση καταλήγει σε συγχώνευση όπου τελικά σχηματίζεται μια νέα ακόμη μεγαλύτερη μαύρη τρύπα. Αλλά τα φαινόμενα που παράγονται σε αυτή την διαδικασία δεν έχουν ακόμη γίνει αντιληπτά και κατανοητά από τους επιστήμονες.

Σύμφωνα με την προσομοίωση η διαδικασία δεν είναι βίαιη αλλά εξελίσσεται ένα είδος κοσμικού χορού, όπου η μια πλησιάζει την άλλη και στην συνέχεια απομακρύνεται προκαλώντας κάθε φορά διάφορα φαινόμενα. Με βάση αυτή την προσομοίωση οι επιστήμονες λαμβάνουν σημαντικές πληροφορίες για το τι μπορεί να συμβαίνει όταν συγχωνεύονται δύο μαύρες τρύπες και που οφείλονται και τι σημαίνουν τα δεδομένα που φτάνουν σε εμάς παρατηρώντας ένα τέτοιο φαινόμενο.

Ένα από τα φαινόμενα που η προσομοίωση δείχνει ότι παράγεται από την συγχώνευση είναι αυτό του αποκαλούμενου βαρυτικού φακού. Ενός φαινομένου καμπύλωσης του φωτός κατά το οποίο το φως ενός κοντινότερου στον παρατηρητή κοσμικού σώματος (ενός άστρου ή γαλαξία) λειτουργεί ως μεγεθυντικός φακός επιτρέποντας του να δει ένα άλλο κοσμικό σώμα που «κρύβεται» πίσω τους σε πολύ πιο μακρινή απόσταση.

H προσομοίωση αποκαλύπτει επίσης τις βαρυτικές δυνάμεις και φαινόμενα που αναπτύσσονται κατά την διάρκεια αυτής της συγχώνευσης παρέχοντας νέα πολύτιμα στοιχεία στους επιστήμονες. Αλλά ακόμη και στους μη ειδικούς η παρακολούθηση αυτής της διαδικασίας είναι σίγουρα ένα πολύ ενδιαφέρον θέαμα.

Έφτιαξαν κβαντικό δίκτυο που βασίζεται στην διεμπλοκή

Ολλανδοί ερευνητές ανακοίνωσαν ότι δημιούργησαν το πρώτο κβαντικό δίκτυο πολλαπλών κόμβων, το οποίο συνδέει τρεις κβαντικούς επεξεργαστές μεταξύ τους. Πρόκειται για ένα σημαντικό ορόσημο στον δρόμο προς την υλοποίηση του κβαντικού διαδικτύου στο όχι πολύ μακρινό μέλλον.

Οι ερευνητές της κοινοπραξίας QuTech και του Πολυτεχνείου του Ντελφτ σκοπεύουν -σταδιακά- να προσθέσουν περισσότερα κβαντικά bits στο δίκτυό τους, καθώς και υψηλότερου επιπέδου “στρώματα” υλικού (hardware) και λογισμικού (software). Το μελλοντικό κβαντικό διαδίκτυο θα αποτελείται από αμέτρητες κβαντικές συσκευές και ενδιάμεσους κόμβους

Ερευνητές σε πολλά εργαστήρια ανά τον κόσμο εργάζονται για τη δημιουργία ενός κβαντικού διαδικτύου που θα μπορεί να συνδέει δύο οποιεσδήποτε κβαντικές συσκευές, όπως υπολογιστές ή αισθητήρες, σε μεγάλες αποστάσεις. Ενώ το σημερινό ίντερνετ μεταφέρει πληροφορίες σε μορφή bits που μπορεί να είναι είτε 0 είτε 1, ένα μελλοντικό κβαντικό ίντερνετ θα χρησιμοποιεί κβαντικά bits που θα είναι ταυτόχρονα 0 και 1, κάτι που θα τους προσδίδει τρομερά μεγαλύτερη υπολογιστική ισχύ σε σχέση με σήμερα.

Ένα κβαντικό δίκτυο θα ανοίξει μία γκάμα νέων εφαρμογών, από επικοινωνίες και υπολογιστικό “νέφος” απαραβίαστα από χάκερ μέχρι την πλήρη προστασία της ιδιωτικότητας των χρηστών και την υψηλότατης ακρίβειας τήρηση του χρόνου. Και -όπως με το ίντερνετ πριν 40 χρόνια- θα υπάρξουν πιθανότατα πολλές εφαρμογές που σήμερα δεν μπορούμε να προβλέψουμε.

Τα πρώτα βήματα για ένα κβαντικό ίντερνετ έγιναν την προηγούμενη δεκαετία με τη σύνδεση δύο κβαντικών συσκευών μέσω μίας άμεσης φυσικής σύνδεσης. Όμως, είναι ζωτικό να καταστεί εφικτή η μεταφορά κβαντικών πληροφοριών μέσω ενδιάμεσων κόμβων, ανάλογων των “ρούτερ” του κλασσικού διαδικτύου.

Επιπλέον, αρκετές -πολλά υποσχόμενες- εφαρμογές του κβαντικού διαδικτύου εξαρτώνται από το φαινόμενο της κβαντικής διεμπλοκής και τη μεταφορά κβαντικά “διαπλεκόμενων” bits ανάμεσα σε πολλαπλούς κόμβους. Οι Ολλανδοί ερευνητές είναι οι πρώτοι διεθνώς που συνέδεσαν δύο κβαντικούς επεξεργαστές, όχι άμεσα μεταξύ τους, αλλά μέσω ενός ενδιάμεσου κόμβου, πετυχαίνοντας παράλληλα κβαντική διεμπλοκή ανάμεσα σε πολλαπλούς μεμονωμένους κβαντικούς επεξεργαστές.

Το ολλανδικό -ακόμη στοιχειώδες- κβαντικό δίκτυο αποτελείται από τρεις κβαντικούς κόμβους που βρίσκονται σε κάποια απόσταση μεταξύ τους μέσα στο ίδιο κτίριο. Ο μεσαίος κόμβος έχει φυσική διασύνδεση με τους άλλους δύο κόμβους.

Η πρώτη δοκιμή του ολλανδικού κβαντικού δικτύου εκτός εργαστηρίου, σε υπάρχοντα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, προγραμματίζεται να έχει υλοποιηθεί έως το τέλος του 2022.

Η αξία της αριστείας

Να γίνεις σπουδαίος, να διαπρέψεις, να είσαι ο καλύτερος. Αυτή η ανταγωνιστική διάθεση ήταν η κινητήρια δύναμη της αρχαίας Ελλάδας σε όλους τους τομείς, αυτή είναι και στον σύγχρονο κόσμο, τουλάχιστον στις χώρες που έχουν να επιδείξουν σημαντικά επιτεύγματα. «Πάντα να αριστεύεις και να γίνεσαι καλύτερος απ’ όλους» ήταν η πρώτη προτροπή προς τους νέους, από την εποχή του Ομήρου. Τίποτα δεν πρόσφερε μεγαλύτερη ικανοποίηση από την αριστεία!

Ποιος είναι ο άριστος

Άριστος ήταν ο Αχιλλέας. Αυτός ο οξύθυμος, κακομαθημένος βασιλιάς που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Ήταν όμως ανίκητος στη μάχη! Ήταν η εγγύηση της επιτυχίας για αυτούς που τον είχαν στο πλευρό τους.

Άριστος ήταν ο Οδυσσέας, ο πολυμήχανος και πονηρός Ιθακιώτης, ο οποίος, χωρίς να υστερεί σε γενναιότητα, κέρδιζε τις περισσότερες μάχες με τα λόγια και τις ιδέες του.

Άριστος ήταν ο Θαλής από τη Μίλητο, ένας από τους «φυσικούς φιλοσόφους», τους γεννήτορες της φιλοσοφικής σκέψης. Αρίστευσε στο πνεύμα, γιατί κατάφερε να το χρησιμοποιήσει μ’ έναν τρόπο πρωτόγνωρο για την εποχή του: αντί να παραμείνει προσκολλημένος στην εικόνα που έδιναν οι μυθολογικές αφηγήσεις για τον κόσμο, έψαξε μέσα στον κόσμο να βρει τις απαντήσεις.

Άριστος ήταν ο Θεμιστοκλής, ο καπάτσος και εύστροφος στρατηγός, που ήξερε να πείθει και τους πιο στενοκέφαλους. Η δική του ξεχωριστή ευφυία έσωσε όλον τον πληθυσμό της Αθήνας, τότε που μπήκαν οι Πέρσες και ρήμαξαν τα πάντα.

Άριστος ήταν ο Περικλής, ο ψυχρός κι απόμακρος στρατηγός, που χωρίς ποτέ να χαϊδέψει τ’ αυτιά κανενός, οι Αθηναίοι τον ψήφιζαν για 14 χρόνια. Γιατί ήταν ο καλύτερος ομιλητής, ο καλύτερος στη διαχείριση κρίσεων και τόσο ψύχραιμος που τον αποκαλούσαν Ολύμπιο. Άριστος και στην αντοχή, γιατί παρά το σφυροκόπημα που δέχτηκε από την αντιπολίτευση, εκείνος έπραξε αυτό που θεωρούσε σωστό για την πόλη του. Και από τα δημιουργήματα αυτού του άριστου άνδρα, αντλούμε ακόμα ηθικό και υλικό όφελος.

Άριστος ήταν και ο Αλέξανδρος, ο τόσο ξεχωριστός που ονομάστηκε Μέγας. Άριστος στη δύναμη ψυχής, στην αποφασιστικότητα, στη στρατηγική σκέψη, στην επίτευξη στόχων. Σε αυτόν τον σκληρό πεισματάρη οφείλει η Ελλάδα τη δόξα που μέχρι σήμερα συνοδεύει το όνομά της.

Άριστοι, ο καθένας στον τομέα του, ήταν πολλοί ακόμα, που είχαν την τύχη να ζήσουν σε ένα περιβάλλον που ενθάρρυνε την αριστεία και την επιβράβευε με τιμές εν ζωή και υστεροφημία κατόπιν. Γλύπτες, ποιητές, ρήτορες, φιλόσοφοι, στρατιωτικοί, πολιτικοί, επιστήμονες, αθλητές, άφησαν πίσω τους μια ανεκτίμητη περιουσία – από την οποία ακόμα τρεφόμαστε – επειδή ήθελαν και μπορούσαν να γίνουν άριστοι στο είδος τους. Μπορούσε βέβαια ν’ αριστεύσει κάποιος και στο εμπόριο, αν ενδιαφερόταν μόνο για οφέλη υλικά. Αλλά, οπουδήποτε και αν δοκίμαζε την τύχη του, ήξερε πως υπάρχουν όρια, τα οποία δεν επιτρεπόταν να ξεπεράσει.

Μέτρον άριστον

Οι αρχαίοι λάτρευαν την ισονομία, αλλά δεν έβλεπαν με καλό μάτι την εξίσωση. Αυτός που είχε ένα ιδιαίτερο ταλέντο, όχι μόνο μπορούσε, αλλά και όφειλε να το αναπτύξει και να γίνει σπουδαίος, τιμώντας έτσι τον εαυτό του, την οικογένειά του και την πατρίδα του. Ωστόσο, δεν ήταν αφελείς. Γνώριζαν ότι η ανθρώπινη φιλοδοξία εύκολα οδηγεί στην υπερβολή και τίποτα δεν απεχθάνονταν περισσότερο από την έλλειψη μέτρου. Ο ανταγωνισμός είχε όρια, τα οποία όλοι γνώριζαν από την ημέρα που γεννήθηκαν.

Μπορούμε να τα συνοψίσουμε σε πέντε δελφικά παραγγέλματα:

ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ, τίποτα σε υπερβολή. Ο καθένας οφείλει να συγκρατεί τον εαυτό του μέσα στα όρια που έχει θέσει η κοινωνία που τον ανέθρεψε.

ΥΒΡΙΝ ΜΙΣΕΙ. Η υπέρβαση των ανθρώπινων μέτρων, η υπέρμετρη αλαζονεία δεν μένει ατιμώρητη. Εκείνος που θα πιστέψει πως, επειδή είναι σπουδαίος στον τομέα του, μπορεί να περνιέται για θεός, σύντομα θα χάσει το μυαλό του και θα οδηγηθεί σε παράκρουση. Τότε επεμβαίνει η Νέμεσις, η ύψιστη τιμωρία.

ΥΦΟΡΩ ΜΗΔΕΝΑ, να μην υποβλέπεις κανέναν, όσο ψηλά κι αν φτάσεις. Ο σπουδαίος άνθρωπος οφείλει να είναι ευγενικός και ευπροσήγορος με όλους. Έτσι προστατεύει τον εαυτό του από την αλαζονεία και ωφελεί όλους τους άλλους γύρω του.

ΠΡΑΤΤΕ ΔΙΚΑΙΑ. Να δίνεις στον καθένα αυτό που του αξίζει, έτσι όρισε τη δικαιοσύνη ο Αριστοτέλης. Ούτε να χαρίζεσαι σε αυτόν που δεν αξίζει ούτε να στερείς από αυτόν που δεν αξίζει. Όσο ψηλά κι αν φτάσεις, ποτέ δεν φτάνεις ψηλότερα από τη δικαιοσύνη.

ΠΛΟΥΤΕΙ ΔΙΚΑΙΩΣ. Ο πλούτος δεν ήταν δαιμονοποιημένος στην αρχαία Ελλάδα. Ο άδικος πλούτος ήταν. Μπορούσε κανείς να κυνηγήσει το κέρδος, αν ήθελε, αλλά έπρεπε να το κάνει νόμιμα και να συνεισφέρει το μερίδιο που του αναλογούσε στην πολιτεία.
Γιατί να αριστεύει κάποιος;

Ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί κανείς να κατανοήσει τη ζωή στην ολότητά της και να τη ζήσει όσο το δυνατόν πληρέστερα, είναι η επιδίωξη της αριστείας. Έτσι γεννήθηκε ο πολιτισμός, επειδή ο κάθε άνθρωπος θέλει να γίνεται ικανότερος, να ξεχωρίζει από τους άλλους, να κάνει πράγματα για τα οποία θα τον θαυμάζουν, να ωφελήσει τον εαυτό του και τον κόσμο. Έτσι εξελίχθηκε η σκέψη, η επιστήμη, η τεχνολογία. Κάποιοι άριστοι έκαναν το μεγάλο βήμα και έλυσαν προβλήματα που απασχολούσαν και τους μη άριστους.

Σ’ έναν κόσμο που ο λιγότερο ικανός έχει τις ίδιες απολαβές με τον άριστο, τι θα κινητοποιεί την επιθυμία να γίνει κάποιος καλύτερος; Και τι νόημα έχει να προσπαθεί κανείς να κατακτήσει μια κορυφή, αν φτάνοντας κατάκοπος εκεί πάνω έχουν ήδη φτάσει εκεί οι μέτριοι με ελικόπτερο;

Η επιθυμία να ξεχωρίσουμε, να γίνουμε καλύτεροι και να κάνουμε τη διαφορά, είναι εγγενής. Η επιβράβευση είναι το κίνητρο. Αν δεν υπάρχει το κίνητρο, τότε η επιθυμία είτε θα μαραζώσει κι ένα μεγάλο ταλέντο θα αδρανοποιηθεί είτε θα στραφεί στο περιθώριο της κοινωνίας, αναζητώντας χώρο να εξελιχθεί και να επιβραβευτεί. Αν τον βρει, τότε ο ταλαντούχος άνθρωπος θα στραφεί εναντίον της κοινωνίας την οποία κανονικά θα είχε ωφελήσει.

Πλούταρχος: Ει καλώς είρηται το λάθε βιώσας

Ωστόσο, ούτε καν αυτός που διατύπωσε την αρχή δεν θέλησε να περάσει απαρατήρητος, διότι είπε αυτή ακριβώς την πρόταση για να μην περάσει απαρατήρητος, και απέκτησε με άδικο τρόπο δόξα ανθρώπου με σοφία ξεχωριστή, συστήνοντας την έλλειψη δόξας.

«Μισώ τον σοφιστή, που δεν είναι σοφός για τον εαυτό του».

Για τον Φιλόξενο, τον γιο του Ερύξιδος, και τον Γνάθωνα τον Σικελιώτη, που ήταν τόσο κοιλιόδουλοι, λέγεται ότι φύσαγαν τις μύτες τους στα πιάτα με τις λιχουδιές, ώστε να αποθαρρύνουν τους άλλους συνδαιτυμόνες και να καταβροχθίσουν μόνοι τους τα φαγητά στο τραπέζι. Οι άνθρωποι με ασυγκράτητη και ακόρεστη φιλοδοξία κατηγορούν τη δόξα στους άλλους, σαν να είναι αντεραστές τους, για να την κερδίσουν χωρίς ανταγωνισμούς και κάνουν τα ίδια με τους κωπηλάτες. Όπως εκείνοι, κοιτάζοντας προς την πρύμνη του πλοίου συμβάλλουν στην ορμητική κίνηση στην πλώρη, εφόσον το νερό, που πηγαίνει προς τα πίσω και επιστρέφει, αγκαλιάζει το σκάφος και το βοηθάει να κινηθεί προς τα εμπρός, έτσι και όσοι δίνουν ανάλογες συμβουλές, κυνηγούν τη δόξα, έχοντάς της γυρισμένη την πλάτη. Πράγματι, τι χρειαζόταν να το πει, τι χρειαζόταν να το γράψει και να το εκδώσει μετά για τους χρόνους που θα έρθουν, αν ήθελε να περάσει απαρατήρητος; Ή μήπως ήθελε να περάσει απαρατήρητος από τους ανθρώπους του καιρού του αυτός που δεν ήθελε να περάσει απαρατήρητος ούτε από τους ανθρώπους του μέλλοντος; Τούτο ας το αφήσουμε. Το ίδιο το απόφθεγμα δεν είναι όμως εκ του πονηρού;

«Να περνάς απαρατήρητος» —σαν να είσαι τυμβωρύχος; Άραγε είναι ξεδιάντροπη πράξη η ζωή, ώστε να περνούμε όλοι απαρατήρητοι; Εγώ προσωπικά θα έλεγα:

«Να μην περνάς απαρατήρητος ούτε όταν ζεις άσχημη ζωή, αλλά ας γίνει γνωστή, ας σωφρονιστείς, ας μετανοήσεις. Αν έχεις αρετές, ας μη μείνεις άχρηστος, αν έχεις κακίες, ας μη μείνεις αθεράπευτος».

Καλύτερα είναι να διακρίνεις και να προσδιορίσεις σε ποιον απευθύνεις τη σύστασή σου. Αν (την απευθύνεις) σε κάποιον αμαθή, φαύλο και αναίσθητο, δεν διαφέρεις απ’ αυτόν που λέει:

«Μη δείχνεις ότι έχεις πυρετό» και «μη δείχνεις ότι είσαι φρενοβλαβής για να μη σε καταλάβει ο γιατρός. Πήγαινε να ριχτείς σε κάποιο σκοτεινό μέρος, χωρίς να σε παίρνουν είδηση, εσένα και τις αρρώστιες σου».

Και συ θα πεις:

«Πήγαινε εσύ, που πάσχεις από κακία, αρρώστια ανήκεστη και ολέθρια, και κρύψε τον φθόνο, τη δεισιδαιμονία, όπως τις φλεγμονές, εφόσον φοβάσαι να τις δείξεις σε όσους είναι σε θέση να νουθετούν και να γιατρεύουν».

Ωστόσο, στα πολύ παλιά χρόνια οι άνθρωποι περιποιούνταν φανερά τους αρρώστους, και ο καθένας που είχε κάτι να προσφέρει, όντας παθός ο ίδιος ή έχοντας θεραπεύσει παθόντα, το έλεγε σε όποιον είχε ανάγκη- έτσι μάλιστα, λένε, γεννήθηκε τέχνη σπουδαία, που συγκεντρώθηκε από την εμπειρία. Θα έπρεπε όμως, από την άλλη, να δείχνει κανείς γυμνές και τις αρρωστημένες ζωές και τις αρρώστιες της ψυχής, να τις αγγίζει ο καθένας και να λέει, παρατηρώντας την κατάσταση (του ασθενούς):

«Είσαι οργισμένος; Πάρε αυτή την προφύλαξη. Είσαι ζηλότυπος; Ακολούθησε αυτή τη θεραπεία. Είσαι ερωτευμένος; Κι εγώ κάποτε ερωτεύτηκα αλλά το μετάνιωσα».

Τώρα όμως αρνούνται, κρύβουν, σκεπάζουν και σπρώχνουν πιο βαθιά την κακία μέσα τους. Από την άλλη, αν συμβουλεύεις τους τίμιους να περνούν απαρατήρητοι και να μένουν στο περιθώριο, τότε λες στον Επαμεινώνδα:

«Μην ασκείς τη στρατηγία», στον Λυκούργο: «Μην ορίζεις νόμους», στον Θρασύβουλο: «Μη σκοτώνεις τους τυράννους», στον Πυθαγόρα: «Μη διδάσκεις», στον Σωκράτη: «Μην κάνεις διαλεκτικές συζητήσεις» και στον εαυτό σου πρώτα, Επίκουρε: «Μη στέλνεις γράμματα στους φίλους της Ασίας, μη στρατολογείς ανθρώπους από την Αίγυπτο, μην προστατεύεις του εφήβους της Λαμψάκου, μη στέλνεις βιβλία σε όλους και σε όλες, μην κανονίζεις τα της ταφής σου».

Τι νόημα έχουν τα κοινά τραπέζια; Τι νόημα έχουν οι συγκεντρώσεις των φίλων και των άξιων; Τι νόημα έχουν οι τόσες χιλιάδες στίχοι για,τον Μητρόδωρο, τον Αριστόβουλο, τον Χαιρέδημο, που γράφονται και συντάσσονται με τόσους κόπους για να μην περάσουν απαρατήρητοι ούτε μετά θάνατον, αν ορίζεις με νόμο να λησμονιέται η αρετή, να μένει άπρακτη η τέχνη, η φιλοσοφία να σιωπά και η ευεργεσία να ξεχνιέται;

Αν από τη ζωή αφαιρείς την αναγνώριση όπως από συμπόσιο το φως, επειδή άνθρωποι που περνούν απαρατήρητοι έχουν τη δυνατότητα να κάνουν τα πάντα για την ηδονή, τότε λέγε μου «ζήσε απαρατήρητος». Πολύ ευχαρίστως, αν πρόκειται να ζω με την Ηδεία την εταίρα, να περάσω τη ζωή μου με το Λεόντιο, «να φτύνω το καλό» και να τοποθετώ το αγαθό «στη σάρκα και στους ερεθισμούς».

Αυτές οι τελετές χρειάζονται το σκοτάδι, αυτές (χρειάζονται) τη νύχτα, αυτές ας σκεπάσει η λησμονιά και η ανωνυμία. Αν όμως κάποιος στη σφαίρα της φυσικής φιλοσοφίας εξυμνεί τον θεό, τη δικαιοσύνη και την πρόνοια, στη σφαίρα της ηθικής τον νόμο, την κοινωνία και τη συμμετοχή στη ζωή της πόλης, ενώ στην πολιτική ζωή το σωστό και όχι το ωφελιμιστικό, γιατί να ζήσει απαρατήρητος; Για να μην εκπαιδεύσει κανένα, για να μην εμπνεύσει σε κανένα ζήλο για την αρετή και να μη γίνει καλό παράδειγμα;

Αν ο Θεμιστοκλής ήταν άγνωστος στους Αθηναίους, η Ελλάδα δεν θα είχε απωθήσει τον Ξέρξη, αν στους Ρωμαίους (έμενε άγνωστος) ο Κάμιλλος, η Ρώμη δεν θα παρέμενε πόλη, αν στον Δίωνα (ήταν άγνωστος) ο Πλάτων, δεν θα είχε ελευθερωθεί η Σικελία. Κατά την άποψή μου, όπως το φως δεν κάνει μόνο να φαινόμαστε αλλά και να είμαστε χρήσιμοι ο ένας για τον άλλο, έτσι και η έξοδος από την αφάνεια δίνει στις αρετές τη δυνατότητα όχι μόνο να δοξαστούν αλλά και να εφαρμοστούν στην πράξη. Ο Επαμεινώνδας, που έμεινε ανώνυμος μέχρι τα σαράντα του χρόνια, δεν ωφέλησε σε τίποτε τους Θηβαίους. Ύστερα όμως, που τον εμπιστεύτηκαν και του ανέθεσαν αξιώματα, έσωσε την πόλη από την καταστροφή και ελευθέρωσε την υπόδουλη Ελλάδα, δείχνοντας μέσα στο φως της δόξας την αρετή του εν δράσει στην κατάλληλη στιγμή.

«Γίνεται λαμπερό με τη χρήση, σαν καθαρός χαλκός, ενώ, αν για καιρό μείνει αργό, καταρρέει»,

όχι μόνο «το σπίτι», όπως λέει ο Σοφοκλής, αλλά και το ήθος του ανθρώπου, που στο σκοτάδι της ανωνυμίας και της απραξίας μαζεύει κρούστα μούχλας. Ο υποτονικός βίος που δεν ακτινοβολεί και η ασάλευτη ζωή που ακινητοποιείται στη σχόλη μαραίνει όχι μόνο τα σώματα αλλά και τις ψυχές. Όπως ακριβώς τα κρυμμένα νερά, επειδή καλύπτονται γύρω γύρω από σκιά και κατακάθονται, εφόσον δεν ρέουν, σαπίζουν, έτσι και με τις αδρανείς ζωές, καθώς φαίνεται, αν τύχει να διαθέτουν κάτι χρήσιμο, οι σύμφυτες δυνάμεις τους φθείρονται και γερνάνε.

Δεν παρατηρείς πως, όταν πέσει η νύχτα, τα σώματα καταλαμβάνει, δυσκαμψία και βάρος αλλά και τις ψυχές οκνηρία και αδράνεια, ενώ ο λογισμός, καθώς συρρικνώνεται σαν αμυδρή φωτιά, λόγω της νωθρότητας και της κατάθλιψης, πάλλεται ελαφρά με διακεκομμένες παραστάσεις της φαντασίας και ίσα που δηλώνει ότι ο άνθρωπος ζει.

«Όταν όμως διώξει μακριά τα απατηλά όνειρα» ο ήλιος ανατέλλοντας και, αφού αναμείξει σε ένα μείγμα τα όσα πράττουν και νοούν όλοι οι άνθρωποι, τα φέρει πίσω και τα κάνει να κινηθούν ορμητικά μαζί με το φως, οι άνθρωποι «με καινούριο μυαλό κάθε μέρα», όπως λέει ο Δημόκριτος, που έλκονται από την αμοιβαία έλξη σαν από μεγάλο βάρος, (δεν βλέπεις που) σηκώνονται ο καθένας από διάφορες μεριές για να κάνουν τις δουλειές τους;

Προσωπικά πιστεύω ότι η ίδια η ζωή και γενικά το ότι αναφύεται και μετέχει ο άνθρωπος στη γένεση του έχουν δοθεί από τον θεό για μη μείνει στην αφάνεια. Πράγματι, κινούμενος σε μικρά και διεσπαρμένα σωματίδια μέσα στον θόλο του παντός, είναι αφανής και άγνωστος. Όταν όμως γεννηθεί, καθώς συνενώνεται στον εαυτό του και λαμβάνει μέγεθος, κάνει την εμφάνισή του και γίνεται φανερός από αφανής και ορατός από αόρατος. Η γένεση δεν είναι πέρασμα στην ουσία, όπως λένε ορισμένοι, αλλά πέρασμα της ουσίας στη φανέρωση, διότι δεν δημιουργεί το καθετί απ’ αυτά που γίνονται αλλά το φανερώνει, όπως ακριβώς ούτε η φθορά είναι αναίρεση του όντος στο μη ον, αλλά περισσότερο απομάκρυνση αυτού που διαλύθηκε στην αφάνεια.

Για τον λόγο αυτό, θεωρώντας οι άνθρωποι, σύμφωνα με τους πάτριους και αρχαίους θεσμούς, τον ήλιο ως Απόλλωνα, τον αποκαλούν Δήλιο και Πύθιο, ενώ τον κυρίαρχο του αντίθετου βασιλείου, είτε θεός είναι είτε δαίμων, τον ονομάζουν -λες κι εμείς, όταν διαλυθούμε, βαδίζουμε προς το ανίδωτο και το αόρατο— «άνακτα της αόρατης νύχτας και του άπρακτου ύπνου».

Νομίζω μάλιστα πως και τον ίδιο τον άνθρωπο αποκαλούσαν φώτα οι παλιοί, επειδή στον καθένα λόγω της συγγένειας έχει εμφυτευτεί έρωτας σφοδρός να γίνεται γνωστός και να γνωρίζει. Μα και για την ίδια την ψυχή ορισμένοι φιλόσοφοι θεωρούν πως είναι ως προς την ουσία της φως και μεταξύ άλλων τεκμηρίων αναφέρουν ότι απ’ όλα τα πράγματα η ψυχή δυσανασχετεί προπάντων με την άγνοια (και την αφάνεια), μισεί καθετί χωρίς φέγγος και ταράζεται με καθετί σκοτεινό, εφόσον γι’ αυτή είναι γεμάτα φόβο και υποψία.

Το φως, αντίθετα, της είναι τόσο ευχάριστο και ποθητό, ώστε εξαιτίας του ,σκότους να μην την ευχαριστεί καν κάποιο άλλο από τα φύσει τερπνά πράγματα χωρίς φως, αλλά τούτο, καθώς ανακατεύεται σαν ευχάριστο για όλους καρύκευμα, κάνει κάθε ηδονή, κάθε ασχολία και απόλαυση ιλαρή και ανθρωπινή. Όποιος όμως ρίχνει τον εαυτό του στην αφάνεια, τυλίγεται στο σκοτάδι και θάβει τη ζωή του σε κενό τάφο μοιάζει να τον βαραίνει η ίδια η γένεση και να αποκάμνει με το είναι. Ωστόσο της δόξας και του είναι… χώρος των ευσεβών:

“Γι’ αυτούς λάμπει ζωηρός ο ήλιος,
την ώρα, που εδώ κάτω είναι νύχτα, σε ροδοκόκκινα λιβάδια”,

ενώ… η πεδιάδα ανοίγεται και θάλλει με άνθη δέντρων που δεν βγάζουν καρπό αλλά μπουμπουκιάζουν, και…, ποτάμια ατάραχα και ήρεμα τη διαρρέουν, και περνούν τον καιρό τους παρέα, παραδομένοι στην ανάμνηση και τη συζήτηση του παρελθόντος και του Παρόντος. Η τρίτη είναι η οδός των όσων έζησαν ανόσια και παράνομα, που σπρώχνει τις ψυχές σε ερεβώδες βάραθρο,

«απ’ όπου το απέραντο σκοτάδι ξεφυσούν ποταμοί θολοί ζοφερής νύχτας»,

που δέχονται και κρύβουν με την αφάνεια και τη λήθη τους τιμωρημένους. Ούτε καν γύπες δεν ξεριζώνουν ξανά και ξανά το συκώτι των φαύλων που κείτονται στη γη (αφού έχει καεί ή σαπίσει) ούτε το κουβάλημα βαριών φορτίων πιέζει και καταπονεί τα σώματα των τιμωρουμένων («διότι ίνες δεν συγκρατούν πια τις σάρκες και τα οστά», ούτε στους πεθαμένους υπάρχει υπόλειμμα σώματος που να μπορεί να δεχτεί την επιβολή της σκληρής τιμωρίας). Ένα είναι το κολαστήριο όσων έζησαν κακά, η έλλειψη δόξας, η αφάνεια και η πλήρης εξαφάνιση, που τους τραβάει στον αγέλαστο ποταμό της Λήθης και τους καταποντίζει σε άβυσσο και αχανές πέλαγος, παρασέρνοντας μαζί την αχρηστία, την απραξία, κάθε αφάνεια και αδοξία.

Πλούταρχος, Ηθικά

Βολτέρος: Καλώς (Όλα βαίνουν καλώς)

Προκλήθηκε ένας σχετικός θόρυβος στις σχολές και ομοίως στους πνευματικούς κύκλους, όταν ο Λάιμπνιτς, παραφράζοντας τον Πλάτωνα, θεμελίωσε το οικοδόμημά του, του βέλτιστου των πιθανών κόσμων και θεώρησε ότι όλα έβαιναν προς το καλύτερο.

Ισχυρίστηκε, διανοητής ων στη βόρεια Γερμανία, ότι ο Θεός δεν μπορούσε να πλάσει παρά ένα μόνο κόσμο. Ο Πλάτωνας του κληροδότησε τουλάχιστον την ελευθερία να δημιουργήσει πέντε, αφού δεν υπάρχουν παρά πέντε ομαλά στερεά σώματα: το τετράεδρο ή η τρίπλευρη πυραμίδα, με την ίδια βάση· ο κύβος, το εξάεδρο, το δωδεκάεδρο, το εικοσάεδρο. Αλλά καθώς ο κόσμος μας δεν προσιδιάζει σε κανένα από τα πέντε σώματα του Πλάτωνα, όφειλε να επιτρέψει στο Θεό έναν έκτο τρόπο.

Ας αφήσουμε το θεϊκό Πλάτωνα. Ο Λάιμπνιτς, ο οποίος αναμφίβολα υπήρξε καλύτερος γεωμέτρης από αυτόν, με βαθύτερη μεταφυσική αντίληψη, χάρισε στο ανθρώπινο είδος τη δυνατότητα να διαπιστώσει ότι οφείλουμε να είμαστε ευχαριστημένοι και ότι ο Θεός δεν μπορούσε να κάνει τίποτε περισσότερο για μας· ότι είχε κατ’ ανάγκην επιλέξει μεταξύ όλων των πιθανών μερών, αναντίρρητα, το καλύτερο.

«Τι θα απογίνει το προπατορικό αμάρτημα;» θα του φωνάζαμε. «Θα γίνει ότι είναι δυνατόν να γίνει», ισχυρίζονταν ο Λάιμπνιτς και οι φίλοι του· όμως, δημοσίως, έγραφε ότι το προπατορικό αμάρτημα εντασσόταν αναπόφευκτα στο βέλτιστο των κόσμων.

Τι! Να σε αποδιώχνουν από ένα κόσμο απολαύσεων, όπου θα έπρεπε να ζεις για πάντα, εάν δεν είχες φάει ένα μήλο! Τι! Να κάνεις μέσα στην αθλιότητα παιδιά αξιοθρήνητα, που θα υποφέρουν τα πάνδεινα, που θα κάνουν τους άλλους να πονέσουν! Πώς! Να υπομείνεις όλες τις ασθένειες, να νιώσεις όλες τις πίκρες, να πεθάνεις μέσα στον πόνο και αντί να δροσίζεσαι να καίγεσαι έως την αιωνιότητα! Αυτή η διανομή είναι ότι καλύτερο; Αυτό δεν είναι ιδιαιτέρως καλό για μας· από ποια άποψη αυτό μπορεί να είναι καλό για το Θεό;

Ο Λάιμπνιτς αντιλαμβανόταν ότι δεν είχε τίποτε να απαντήσει: παρ’ όλα αυτά έγραψε εκτενή συγγράμματα τα οποία, αν και δεν τον αντιπροσώπευαν, αποτύπωναν το πνεύμα της εποχής.

Η άρνηση ότι το κακό υφίσταται μπορεί ίσως με ελαφρότητα να εκστομιστεί από ένα Λούκουλλο που ζει καλά και απολαμβάνει ένα καλό δείπνο με τους φίλους και την ερωμένη του στην αίθουσα του Απόλλωνα· ωστόσο, εάν κοιτάξει από το παράθυρο, θα δει δυστυχισμένους· και εάν έχει ο ίδιος πυρετό, θα είναι και αυτός δυστυχισμένος.

Δεν αρέσκομαι διόλου στις αναφορές· αποτελούν, εκ προοιμίου, μια επίπονη εργασία: παραλείπουμε αυτό που προηγείται και αυτό που έπεται του παρατιθέμενου αποσπάσματος και εκτιθέμεθα σε χίλιες δυο αντιπαραθέσεις. Οφείλω εν τούτοις να αναφέρω τον Λακτάνιο, Πατέρα της Εκκλησίας, ο οποίος, στο κεφάλαιο ΙΓ’ της Περί οργής Θεού πραγματείας παρουσιάζει τις θέσεις του Επίκουρου:

«Είτε ο Θεός επιθυμεί να απαλλάξει από το κακό τον κόσμο και το μπορεί, είτε το μπορεί αλλά δεν το επιθυμεί· είτε ούτε το μπορεί ούτε το επιθυμεί· είτε τέλος, το επιθυμεί και το μπορεί. Εάν το επιθυμεί και δεν το μπορεί, πρόκειται για αδυναμία, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τη θεϊκή φύση· εάν το μπορεί και δεν το επιθυμεί, πρόκειται για μοχθηρία και σαφώς, αυτό δεν είναι λιγότερο αντίθετο προς τη θεϊκή φύση· εάν δεν το επιθυμεί ούτε το μπορεί, είναι ταυτοχρόνως μοχθηρία και αδυναμία· εάν το επιθυμεί και το μπορεί (η αρμόζουσα προς τη θεϊκή φύση εκδοχή), από πού άραγε προέρχεται το κακό επί της γης;»

Το επιχείρημα επιτακτικό· επιπλέον ο Λακτάνιος απαντά αδέξια, λέγοντας ότι ο Θεός επιθυμεί το κακό, αλλά μας προίκισε με τη σοφία, διά της οποίας αποκτάται το καλό. Πρέπει να ομολογήσουμε ότι αυτή η απάντηση είναι εξαιρετικά αδύναμη σε σύγκριση με την εγειρόμενη ένσταση· διότι προϋποθέτει ότι ο Θεός δεν μπορούσε να χορηγήσει σοφία, παρά δημιουργώντας απ’ αυτήν το κακό- και ακολούθως μας προκύπτει μια γελοία σοφία!

Η πηγή του κακού πάντοτε υπήρξε μια άβυσσος, που το βάθος της δεν μπόρεσε κανείς να δει. Γεγονός που οδήγησε τόσους φιλοσόφους και νομοθέτες να προσφύγουν σε δύο αρχές, την αρχή του καλού και την αρχή του κακού. Ο Τυφών εκπροσωπούσε την κακή αρχή στην αιγυπτιακή παράδοση, ο Αριμάν στους Πέρσες. Οι Μανιχαίοι υιοθέτησαν, ως γνωστόν, αυτή τη θεολογία. Όμως, καθώς αυτοί οι άνθρωποι δεν μίλησαν μήτε στην αγαθή μήτε στην κακή αρχή, πρέπει να είμαστε δύσπιστοι αφ’ ης στιγμής οι εν λόγω αρχές ενυπάρχουν στο λόγο τους.

Ανάμεσα στην πληθώρα των παραλογισμών αυτού του κόσμου, που συναγωνίζονται αριθμητικά τις δυστυχίες μας, δεν υπάρχει πιο φαιδρός παραλογισμός από την εκδοχή των δύο πανίσχυρων όντων, από τη σύγκρουση των οποίων το ένα θα προσδώσει περισσότερο από τον εαυτό του στον κόσμο, συνάπτοντας μια συμφωνία, όπως οι δύο γιατροί του Μολιέρου: Χορηγήστε μου το εμετικό και θα σας παράσχω αφαίμαξη.

Ο Βασιλείδης μετά τους πλατωνιστές, ισχυρίστηκε, ήδη από τον πρώτο αιώνα της Εκκλησίας, ότι ο Θεός εμπιστεύτηκε τη δημιουργία του κόσμου μας στους κατώτερους αγγέλους του, και αυτοί, μη όντας ικανοί, έκαναν τα πράγματα έτσι όπως τα βλέπουμε. Αυτός ο θεολογικός μύθος καταρρίπτεται από τη δυναμική ένσταση που διατρανώνει ότι δεν προσιδιάζει στη φύση ενός παντοδύναμου και πάνσοφου Θεού να χτίζει έναν κόσμο με αρχιτέκτονες που δεν αντιλαμβάνονται τίποτε από αυτόν.

Ο Σίμων, ο οποίος διαισθάνθηκε την αφοπλιστική δύναμη αυτού του επιχειρήματος, το προκαταλαμβάνει, βεβαιώνοντας ότι ο άγγελος που προΐστατο στο εργαστήριο καταδικάστηκε, επειδή τόσο ανεύθυνα ολοκλήρωσε το έργο που ανέλαβε· όμως η αιώνια καταδίκη του στην κόλαση διόλου δεν μας θεραπεύει.

Η περιπέτεια της Πανδώρας στην ελληνική μυθολογία δεν απαντά επαρκέστερα στην ένσταση. Το κουτί, όπου βρίσκονται όλα τα κακά και στον πάτο του παραμένει η ελπίδα, είναι στην πραγματικότητα μια γοητευτική αλληγορία· όμως αυτός ο μύθος πλάστηκε από τον Ήφαιστο για να εκδικηθεί τον Προμηθέα, που έφτιαξε έναν άνθρωπο από λάσπη.

Στους Ινδούς συναντάται ανάλογη εκδοχή: Ο Θεός, πλάθοντας τον άνθρωπο, του έδωσε φάρμακο που του εξασφάλιζε διαρκή υγεία· ο άνθρωπος φόρτωσε με αυτό το γάιδαρο του, ο γάιδαρος δίψασε, το φίδι του έδειξε την πηγή και ενόσω ο γάιδαρος έπινε, το φίδι άρπαξε το φάρμακο για τον εαυτό του.

Οι Σύροι επινόησαν ότι ο άνδρας και η γυναίκα δημιουργήθηκαν στον τέταρτο ουρανό, τόλμησαν να φάνε μια γαλέτα αντί για την αμβροσία, που ήταν το φυσικό τους έδεσμα. Η αμβροσία εξέρεε από τους πόρους, ενώ η γαλέτρα υπέβαλε το σώμα στη δοκιμασία των κενώσεων. Ο άνδρας και η γυναίκα παρακάλεσαν έναν άγγελο να τους υποδείξει πού είναι το βεστιάριο. «Βλέπετε», τους είπε ο άγγελος, «αυτόν το μικρό, τον τοσοδούλικο πλανήτη, που βρίσκεται μερικές χιλιάδες λεύγες από δω, εκεί είναι το “ιδιαίτερο” του σύμπαντος· πηγαίνετε, όσο το δυνατόν γρηγορότερα».

Πήγαν, και εκεί τους άφησαν και έκτοτε ο κόσμος μας έγινε αυτός που είναι. Εσαεί θα τίθεται το ερώτημα στους Σύρους γιατί ο Θεός επέτρεψε στον άνθρωπο να φάει τη γαλέτα και έτσι συνέβησαν στους ανθρώπους τόσο πολλά και τρομερά δεινά.

Περνώ τάχιστα, προς αποφυγή της πλήξης από αυτόν τον τέταρτο ουρανό στο μιλόρδο Μπόλινγκμπρουκ. Ο άνθρωπος αυτός, που ήταν χωρίς αμφιβολία ιδιοφυής, έδωσε στο διάσημο Ποπ το σχεδίασμα του Όλα βαίνουν καλώς, που ξαναβρίσκουμε λέξη προς λέξη στα δημοσιευθέντα μετά θάνατον έργα του μιλόρδου Μπόλινγκμπρουκ και που ο μιλόρδος Σαφτέσμπουρι είχε ενσωματώσει στον παρελθόν στο έργο του. Χαρακτηριστικά διαβάστε στον Σαφτέσμπουρι το κεφάλαιο περί ηθικολόγων, εκεί θα ανακαλύψετε τα ακόλουθα:

«Έχουμε πολλά να απαντήσουμε σ’ αυτά τα παράπονα για τις ατέλειες της φύσης. Πώς προέκυψε τόσο αδύναμη και ατελής από τα χέρια ενός τόσο τέλειου όντος; Αλλά ωστόσο αρνούμαι ότι είναι ατελής… Η ομορφιά της οφείλεται στις αντιθέσεις, ενώ η οικουμενική αρμονία ξεπηδά από μια αέναη μάχη… Πρέπει κάθε ον να θυσιάζεται για να υπάρξουν κάποια άλλα: τα φυτά για τα ζώα, τα ζώα για τη γη… οι νόμοι δε της κεντρικής δύναμης και της βαρύτητας, που προσδίδουν στα ουράνια σώματα το βάρος και την κίνησή τους, διόλου δεν διαταράσσονται εξαιτίας της αγάπης που εκδηλώνουν προς ένα καχεκτικό ζώο, το οποίο, όσο κι αν προστατεύεται από τους ίδιους νόμους, συντόμως, ελέω των ίδιων αυτών νόμων, θα εξαφανισθεί».

Ο Μπόλινγκμπρουκ, ο Σαφτέσμπουρι και ο Ποπ, μολονότι οι κατ’ εξοχήν ενασχολούμενοι με το εν λόγω ζήτημα, δεν το επιλύουν καλύτερα από τους άλλους: το Όλα βαίνουν καλώς δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά ότι το όλο διέπεται από αμετάβλητους νόμους.

Ποιος άραγε δεν το ξέρει; Δεν μου μαθαίνετε τίποτε, όταν σαν τα μικρά παιδιά παρατηρείτε ότι οι μύγες γεννιούνται για να φαγωθούν από τις αράχνες, οι αράχνες από τα χελιδόνια, τα χελιδόνια από τους αετομάχους, οι αετομάχοι από τους αετούς, οι αετοί για να χτυπηθούν από τους ανθρώπους, οι άνθρωποι για να αλληλοσκοτωθούν και να φαγωθούν από τα σκουλήκια και ακολούθως από τους διαβόλους, τουλάχιστον χίλιους προς έναν.

Ιδού μια σαφής και σταθερή τάξη ανάμεσα στα ζώα όλων των ειδών παντού υπάρχει τάξη. Όταν στην ουροδόχο κύστη μου σχηματίζεται μια πέτρα, αυτό είναι αποτέλεσμα ενός αξιοθαύμαστου μηχανισμού: σακχαρώδεις χυμοί περνούν σταδιακά μέσα στο αίμα μου, φιλτράρονται μέσα στα νεφρά, περνούν από τους ουρητήρες, εναποτίθενται στην ουροδόχο κύστη μου, και εντός της συσσωρεύονται χάρη στην εξαίσια νευτώνεια έλξη· το πετραδάκι σχηματίζεται, μεγαλώνει, και εγώ υποφέρω από κακά χίλιες φορές ισχυρότερα από το θάνατο, χάρη στην ομορφότερη διευθέτηση του κόσμου· ένας χειρουργός, που έχει τελειοποιήσει την τεχνική του Τουμπαλχάιν, βυθίζει ένα οξύ και αιχμηρό σίδερο στο περίνεο και πιάνει την πέτρα με τη λαβή του: η πέτρα θρυμματίζεται από την προσπάθεια που καταβάλλει χάρη σ’ έναν αναγκαίο μηχανισμό-εγώ, εξαιτίας του ίδιου αυτού μηχανισμού, πεθαίνω με φρικτούς πόνους. Όλα βαίνουν καλώς, αυτό αποτελεί την προφανή συνέχεια των αναλλοίωτων φυσικών αρχών: συμφωνώ μ’ αυτά και τα γνώριζα, όπως κι εσείς.

Εάν ήμαστε αναίσθητοι, δεν θα είχαμε να προσάψουμε κάτι σ’ αυτήν τη φυσική νομοτέλεια. Αλλά εδώ δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο· σας ρωτάμε εάν υπάρχουν αισθητά κακά και από πού προέρχονται. «Δεν υπάρχουν κακά», διατείνεται ο Ποπ στην τέταρτη επιστολή του Όλα βαίνουν καλώς· «ή εάν υπάρχουν επιμέρους συγκεκριμένα κακά, αυτά συνθέτουν το γενικό καλό».

Ιδού ένα άκρως παράδοξο γενικό καλό, που το συνθέτουν η πέτρα στα νεφρά, η ποδάγρα, όλα τα εγκλήματα, όλα τα βάσανα, ο θάνατος και η αιώνια καταδίκη.

Η πτώση του ανθρώπου είναι το βάλσαμο που βάζουμε σε όλες αυτές τις ιδιαίτερες ασθένειες της ψυχής και του σώματος, που εσείς αποκαλείτε γενική υγεία:· αλλά ο Σαφτέσμπουρι και ο Μπόλινγκμπρουκ χλευάζουν το προπατορικό αμάρτημα· ο Ποπ δεν αναφέρεται καθόλου σ’ αυτό· είναι φανερό ότι το σύστημά τους υπονομεύει τα θεμέλια της χριστιανικής θρησκείας και δεν εξηγεί απολύτως τίποτε.

Εν τούτοις, αυτό το σύστημα εγκρίθηκε εδώ και λίγο καιρό από πολλούς θεολόγους που ευχαρίστως αποδέχονται τα αντίθετα· στην κατάλληλη στιγμή δεν πρέπει να φθονούμε κανένα για την ανακούφιση που του προσφέρει ο οποιοσδήποτε διαλογισμός πάνω στην πληθώρα των δυστυχών που μας ταλανίζουν. Είναι δίκαιο να παρέχουμε στους απελπισμένους ασθενείς αυτό που επιθυμούν. Φθάσαμε στο σημείο να υποστηρίξουμε ότι πρόκειται για ένα παρηγορητικό σύστημα.«0 Θεός», λέει ο Ποπ, «βλέπει με το ίδιο μάτι να χάνεται ο ήρωας και το σπουργίτι, ένα άτομο ή χιλιάδες πλανήτες καταδικασμένους να χαθούν, μια σαπουνόφουσκα ή έναν κόσμο που σχηματίζεται».

Ορίστε, σας το ομολογώ, πρόκειται για μια ευχάριστη παρηγοριά. Δεν βρίσκετε πως υπάρχει ένα σημαντικό καταπραϋντικό στις οδηγίες του μιλόρδου Σαφτέσμπουρι που βεβαιώνει ότι ο Θεός δεν θα τροποποιήσει τους αιώνιους νόμους του για ένα τόσο αδύναμο όσο ο άνθρωπος ζώο; Πρέπει να ομολογήσουμε τουλάχιστον ότι το αδύναμο αυτό ζώο έχει δικαίωμα να κραυγάσει ταπεινά και να προσπαθήσει να κατανοήσει, κραυγάζοντας, γιατί αυτοί οι αιώνιοι νόμοι δεν έχουν γίνει για το καλό του κάθε ατόμου.

Αυτό το σύστημα του Όλα βαίνουν καλώς δεν παρουσιάζει τον πλάστη παρά σαν ένα βασιλιά πανίσχυρο και μοχθηρό, ο οποίος δεν θορυβείται που η ζωή στοιχίζει σε τετρακόσιες ή πεντακόσιες χιλιάδες ανθρώπους και που οι άλλοι σέρνουν τις μέρες τους, βυθισμένοι στην ανέχεια και τις πίκρες, αρκεί ο ίδιος να εκπληρώσει τα σχέδιά του.

Αντί, λοιπόν, η άποψη του βέλτιστου των πιθανών κόσμων να παρηγορεί, αποκαρδιώνει τους φιλόσοφους που την ασπάζονται. Το ζήτημα του καλού και του κακού παραμένει αξεδιάλυτο χάος για όσους ψάχνουν, καλή τη πίστει, ενώ είναι ένα πνευματικό παιχνίδι για όσους αμφισβητούν: είναι κατάδικοι που παίζουν με τις αλυσίδες τους. Για τον αδαή λαό, μοιάζει με τα ψάρια που μεταφέρουμε από ένα ποτάμι σε μια δεξαμενή· που δεν αμφιβάλλουν ότι βρίσκονται εκεί για να φαγωθούν τη Σαρακοστή: επιπλέον, δεν γνωρίζουμε από μόνοι μας τίποτε απολύτως για τα αίτια της μοίρας μας.

Ας σημειώσουμε στο τέλος όλων σχεδόν των κεφαλαίων της μεταφυσικής τα δύο γράμματα των Ρωμαίων δικαστών, που έβαζαν όταν δεν κατανοούσαν κάποια αιτία: Ν. L., non liquet, αυτό δεν είναι σαφές.

Βολτέρος, Φιλοσοφικό Λεξικό*
-----------------------
*Το Φιλοσοφικό Λεξικό είναι ένα έργο του Βολταίρου, γραμμένο το 1764. Είναι ένα σύνολο άρθρων τόσο φιλοσοφικών όσο και υπεράσπισης της δικαιοσύνης.

Αόρατες σφαίρες: Τι μας έμαθε ο Λουκρήτιος για τις πανδημίες

Μαθήματα συμπεριφοράς μέσα στην πανδημία, από τον Ρωμαίο ποιητή Λουκρήτιο, θαυμαστή του Επίκουρου, από το αριστουργηματικό του ποίημα “Περί της φύσεως των πραγμάτων”, που είναι ύμνος στην ελευθερία από τα δεσμά της θρησκείας, του φόβου, των παθών, της δεισιδαιμονίας και της άγνοιας.

Το 1585, ο μεγαλύτερος Ελισαβετιανός επιστήμονας, ο Thomas Harriot, στάλθηκε από τον προστάτη του, Sir Walter Raleigh, στην νεοαποκτηθείσα αγγλική αποικία στη Βιρτζίνια για να εκτιμήσει τους φυσικούς πόρους, να παρατηρήσει τους κατοίκους των Algonquian και να σταθμίσει τις πιθανότητες επιβίωσης των εποίκων. Ο Harriot, ο οποίος βγήκε από το δρόμο του για να μάθει τουλάχιστον κάποια από τις γλώσσες της Carolina Algonquian και να καθιερώσει αυτό που αποκαλεί «ειδική εξοικείωση με μερικούς από τους ιερείς τους», εντυπωσιάστηκε από πολλά από αυτά που παρατήρησε. Θαύμαζε τις ικανότητες των ιθαγενών στη γεωργία, το κυνήγι και το ψάρεμα. τους εύγλωττους, αξιοπρεπείς ηγέτες τους • τους ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς και τους δεσμούς της φυλής τους.

Οι Άγγλοι ήταν μόνο μια μικρή, ομάδα κουρελιάρηδων ανδρών – ο Raleigh δεν είχε στείλει γυναίκες σε αυτό το διερευνητικό στάδιο – σε μια απέραντη, αχαρτογράφητη γη που κατοικούνταν από καλά οργανωμένους, ευημερούμενους και περήφανους λαούς. Ο Harriot είδε ότι δεν θα μπορούσαν να υποταχθούν αβίαστα. Αλλά, όπως έγραψε στο «Μια σύντομη και αληθινή έκθεση για τη νέα γη της Βιρτζίνια», από το 1588, ήταν πεπεισμένος ότι οι έποικοι θα μπορούσαν να επωφεληθούν από την εκδηλωμένη τεχνολογική τους υπεροχή: «όπλα, βιβλία, γραφή και ανάγνωση, ρολόγια με ελατήρια που φαίνεται να πηγαίνουν μόνα τους »κ.λπ. Και οι νέες αφίξεις, αν και μικρές σε αριθμό, είχαν ένα επιπλέον πλεονέκτημα. Όπου κι αν πήγαν οι Άγγλοι, ο Harriot ανέφερε, εάν κάποιος από τους ντόπιους συνωμοτούσε εναντίον τους,

«μέσα σε λίγες μέρες μετά την αναχώρησή μας από κάθε τέτοια πόλη, οι άνθρωποι άρχισαν να πεθαίνουν πολύ γρήγορα και πολλοί σε σύντομο διάστημα. Σε μερικές πόλεις περίπου είκοσι, σε άλλες περίπου σαράντα, σε άλλες περίπου εξήντα και σε άλλες εξαπλάσιο σκορ, το οποίο στην πραγματικότητα ήταν πάρα πολύ σε σχέση με τον αριθμό τους. . . Η ασθένεια ήταν επίσης τόσο παράξενη, που ούτε ήξεραν τι ήταν, ούτε πώς να την θεραπεύσουν, παρόμοια με την αναφορά των παλαιότερων ανδρών στη χώρα που δεν συνέβη ποτέ πριν, απ’ όσο μπορούσαν να θυμηθούν. “
Ο Harriot παρατήρησε, φυσικά, τις τρομακτικές επιπτώσεις των ιών – ευλογιάς, ιλαράς, γρίπης και παρόμοιων – σε έναν πληθυσμό που είχε εκτεθεί απολύτως σε αυτούς, αλλά ερμήνευε αυτές τις επιπτώσεις ως προληπτική τιμωρία σε εκείνους τους ντόπιους που «χρησιμοποίησαν μερικές πρακτικές εναντίον μας.»

Από την πλευρά τους, οι Algonquians πίστευαν επίσης ότι υπήρχε σχέση μεταξύ των επιδημιών και των νέων αφίξεων, αλλά, όπως σημείωσε ο Harriot, είχαν μια πολύ διαφορετική εξήγηση για το τι συνέβαινε. Υπέθεταν ότι η χούφτα των αποίκων ήταν μόνο η αρχή. Υπήρχαν περισσότεροι, που φοβόταν, ακόμη ότι θα έρθουν, «να σκοτώσουν τους δικούς τους και να πάρουν τη θέση τους».

«Εκείνοι που επρόκειτο να ακολουθήσουν αμέσως [οι πρώτοι Άγγλοι έποικοι]», έγραψε ο Harriot, «φαντάζονταν ότι ήταν στον αέρα, αλλά αόρατοι και χωρίς σώματα, και ότι με τη δική μας ικεσία και για την αγάπη μας οι άνθρωποι πεθαίνουν. . . πυροβολώντας αόρατες σφαίρες σε αυτούς. “

«Αόρατες σφαίρες»: οι Algonquians χρησιμοποίησαν τη δολοφονική τεχνολογία που οι Άγγλοι κουβαλούσαν στη μέση τους, ως μια λαμπρή μεταφορά για την ασθένεια που είχαν επίσης εισάγει οι έποικοι, μια ασθένεια που σωστά φοβούνταν ότι θα διευκόλυνε την καταστροφή της κοινωνίας τους. Το ότι ο Harriot φρόντισε να καταγράψει αυτή τη μεταφορά είναι ένα σημάδι των ασυνήθιστων δώρων του ως εθνογράφου, αλλά μπορεί επίσης να αντανακλά τα κερδοσκοπικά του ενδιαφέροντα. Επισήμως, διατύπωσε την ιδέα, καθησυχάζοντας τόσο στους Άγγλους αναγνώστες του, ότι η ασθένεια έπληξε αυτούς που σχεδίαζαν κρυφά εναντίον των εποίκων, και ως εκ τούτου ότι ήταν «το ιδιαίτερο έργο του Θεού». (Στην κυκλική λογική που χαρακτηρίζει πάντα τέτοιες εξηγήσεις, τα αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη των συνωμοσιών είναι ακριβώς ο θάνατος των φερόμενων συνωμοτών.)

Αλλά ο Harriot μάλλον εθεωρείτο, καθ ‘όλη τη διάρκεια της καριέρας του, ότι ήταν άθεος, και ειδικότερα ότι ήταν μαθητής του αρχαίου επικούρειου φιλόσοφου Λουκρήτιου. Και ο Λουκρήτιος, όπως φαίνεται, αφιέρωσε ιδιαίτερη προσοχή στις επιδημίες.

Στο φιλοσοφικό αριστούργημά του « Περί της φύσεως των πραγμάτων» («On the Nature of Things»), που γράφτηκε γύρω στο 50 π.Χ., ο Λουκρήτιος παρουσίασε τα επιχειρήματα για έναν ριζοσπαστικό υλισμό. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να υποκύπτουν στο φόβο της θεϊκής τιμωρίας, έγραψε ή να εκτελούν δουλικές θυσίες με την ελπίδα των θεϊκών ανταμοιβών. Το σύμπαν δεν είναι το μυστηριώδες παιχνίδι θεών ή δαιμόνων. αποτελείται από άτομα και κενό και τίποτα άλλο. Τα άτομα — ο Λουκρήτιος τα ονόμασε «ημιελασματικά», «οι σπόροι των πραγμάτων» – βρίσκονται σε κίνηση, στροβιλίζονται ατέλειωτα, συγκρούονται, συνδυάζουν, χωρίζουν και ανασυνδυάζονται σε νέα και απρόβλεπτα μοτίβα. Δεν υπάρχει, σε όλο αυτό το κίνημα, κανένα σταθερό σχέδιο, καμία γενική πρόθεση, κανένα ίχνος ευφυούς σχεδιασμού. Αντ ‘αυτού, σε μια απεριόριστη έκταση χρόνου και χώρου, υπάρχουν ατέλειωτες, τυχαίες μεταλλάξεις. Οι παλιές μορφές πεθαίνουν συνεχώς. Νέες φόρμες αυξάνονται συνεχώς.

Για τον Λουκρήτιο, αυτό το όραμα ήταν παρηγορητικό: αντί να ανησυχείτε για τους θεούς ή να ανησυχείτε για τη μετά θάνατον ζωή, θα πρέπει να εστιάσετε την προσοχή σας σε αυτόν τον κόσμο, τον μοναδικό που θα ζήσετε και να κάνετε ήρεμα την ενίσχυση της ευχαρίστησης για τον εαυτό σας και για όλους γύρω σας. Αλλά ήξερε ότι τα νέα που έφερε δεν ήταν καθησυχαστικά. Αν δεν επιβλήθηκαν ασθένειες από θυμωμένους θεούς, έπρεπε ωστόσο να προέρχονται από κάπου, δηλαδή από τα ίδια τα ασταμάτητα στροβιλιζόμενα άτομα που παρήγαγαν οτιδήποτε άλλο. Οι σπόροι των πραγμάτων, έγραψε (στη μετάφραση του Rolfe Humphries):

Είναι απαραίτητoι για να στηρίξουν τη ζωή μας.

Με τον ίδιο τρόπο, είναι προφανές

Ότι γύρω μας τα επιβλαβή σωματίδια

Πετούν, αιωρούμενα σωματίδια ασθένειας και θανάτου.

Όταν τα σωματίδια εχθρικά σε μας αρχίζουν να κινούνται,

η σύγχυση αναδεύεται, “και οι αλλαγές επιβάλλονται / στα γνωστά μας μέρη.”

Σε τέτοιες στιγμές, κάτι περίεργο συμβαίνει στον κόσμο που νομίζαμε ότι γνωρίζαμε τόσο καλά.

Ο ουρανός πάνω από τα κεφάλια μας μοιάζει ταυτόχρονα ίδιος και εξωγήινος,

και τα πράγματα που επιτρέπουν την ύπαρξη να εμφανίζονται βαθιά απειλητικά.

Η πανούκλα, γράφει ο Λουκρήτιος:

Πέφτει στο νερό ή στα χωράφια με τα σιτηρά, πέφτει

Σε άλλη τροφή των ζώων και των ανδρών,

Ή κρέμεται αναρτημένη στον αέρα

Από τον οποίο την εισπνέει η αναπνοή μας , την τραβάει

Όλη μέσα στο σώμα μας.

Μικρό θαύμα που η θλίψη κατεβαίνει στα πρόσωπα των ανθρώπων

και ότι τα μυαλά γίνονται αναστατωμένα με μελαγχολία και φόβο.

Στο « Περί της φύσεως των πραγμάτων», ο Λουκρήτιος τελειώνει με μια οδυνηρή αφήγηση για την καταστροφική επιδημία που έπληξε την Αθήνα κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Το ότι το ποίημα κλείνει απότομα σε μια τόσο σκοτεινή νότα έχει οδηγήσει πολλούς μελετητές στο συμπέρασμα ότι ο Λουκρήτιος πρέπει να το άφησε ατελές. Υπήρχε ακόμη και ένας θρύλος ότι πέθανε ξαφνικά από τα αποτελέσματα ενός φίλτρου αγάπης, που του έδωσε η γυναίκα του.

Ίσως να είναι έτσι. Αλλά ο τρέχων αγώνας μας με την πανδημία κάνει το ποίημα να τελειώνει με διαφορετικό φως. Μια πανούκλα, τελικά, μας δοκιμάζει με μοναδικούς τρόπους. Αδίστακτα μετράει τις αξίες μας, θέτει υπό αμφισβήτηση τις γνωστές μας υποθέσεις, φωτίζει ένα άθλιο φως στην κοινωνική και πολιτική και θρησκευτική μας τάξη.

Καθώς κάθομαι εδώ στην «εθελοντική μου απομόνωση» αναρωτιέμαι αν η εστίαση του τέλους του ποιήματος στην επιδημία θα μπορούσε, στην πραγματικότητα, να ήταν εντελώς σκόπιμη. Σ’ αυτήν ακριβώς την υπαρξιακή πρόκληση, σκέφτηκε ο Λουκρήτιος, πρέπει να απευθύνεται κάθε κοινωνία που αξίζει να κατοικηθεί και κάθε φιλοσοφία που αξίζει να αγκαλιαστεί . Όταν όλα πάνε καλά, είναι αρκετά εύκολο να μελετήσουμε τη θέση μας στον υλικό κόσμο. Αλλά τι γίνεται αν όλα δεν πάνε καλά – εάν οι μεταλλάξεις στους σπόρους των πραγμάτων φέρνουν ασθένεια και θάνατο; Μόνο αν μπορέσετε να αντιμετωπίσετε τις αόρατες σφαίρες γύρω μας, και να παραμείνετε ήρεμοι, να παραμείνετε λογικοί, και κατά κάποιο τρόπο να βρείτε τη χαρά στη ζωή, έχετε μάθει το μάθημα που το ποίημα ξεκίνησε να διδάξει.

Τι είναι η «πραγματικότητα»;

Ένας καθηγητής στην αίθουσα διδασκαλίας συζητά με τους φοιτητές του για το τι είναι η «πραγματικότητα»:

Καθηγητής: Τι είναι η «πραγματικότητα»;
Φοιτητής: Το παρατηρήσιμο σύμπαν;
Καθηγητής: Η απάντηση αυτή θα κολλούσε στον τομέα της Φυσικής… αλλά εδώ είναι η Νευροεπιστήμη. Ποιος έχει να δώσει μια απάντηση που να σχετίζεται με το μυαλό;
Φοιτήτρια: Η πραγματικότητα είναι αυτά που βλέπουμε και ακούμε, έναντι… των φαντασιώσεων, ή των ονείρων, ή και ίσως παραισθήσεων που έχουμε.
Καθηγητής: Παραισθήσεις. Ακούστε τώρα κάτι που θα αλλάξει την συνείδησή σας. Η πραγματικότητα… είναι αποκύημα της φαντασίας σας. Ποιος δεν έχει ξυπνήσει λαχανιασμένος από ένα εφιάλτη… και σκέφτηκε «πάλι καλά που ήταν ένα μόνο όνειρο»;

Επειδή οι νευροχημικές παρορμήσεις που υπάρχουν όταν ονειρευόμαστε… ή φανταζόμαστε, ή όταν έχουμε παραισθήσεις, είναι ακριβώς οι ίδιες… μ’ εκείνες που υπάρχουν στο κρανίο μας όταν τα βιώνουμε πράγματι αυτά.

Εάν αυτό που αντιλαμβανόμαστε είναι συνήθως λάθος… πως μπορούμε να ξέρουμε τι είναι πραγματικό και τι όχι;

ΛΟΓΓΟΣ: Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (4.36.1-4.39.2)

[4.36.1] Ἀνεβόησεν ὁ Διονυσοφάνης μεῖζον τοῦ Μεγακλέους καὶ ἀναπηδήσας εἰσάγει Χλόην πάνυ καλῶς κεκοσμημένην καὶ λέγει· «τοῦτο τὸ παιδίον ἐξέθηκας· ταύτην σοὶ τὴν παρθένον ὄϊς προνοίᾳ θεῶν ἀνέθρεψεν, ὡς αἲξ Δάφνιν ἐμοί. [4.36.2] Λαβὲ τὰ γνωρίσματα καὶ τὴν θυγατέρα, λαβὼν δὲ ἀπόδος Δάφνιδι νύμφην. Ἀμφοτέρους ἐξεθήκαμεν, ἀμφοτέρους εὑρήκαμεν, ἀμφοτέρων ἐμέλησε Πανὶ καὶ Νύμφαις καὶ Ἔρωτι». [4.36.3] Ἐπῄνει τὰ λεγόμενα ὁ Μεγακλῆς καὶ τὴν γυναῖκα Ῥόδην μετεπέμπετο καὶ τὴν Χλόην ἐν τοῖς κόλποις εἶχε. Καὶ ὕπνον αὐτοῦ μένοντες εἵλοντο· Δάφνις γὰρ οὐδενὶ διώμνυτο προήσεσθαι τὴν Χλόην, οὐδὲ αὐτῷ τῷ πατρί.
[4.37.1] Ἡμέρας δὲ γενομένης συνθέμενοι πάλιν εἰς τὸν ἀγρὸν ἤλαυνον· ἐδεήθησαν γὰρ τοῦτο Δάφνις καὶ Χλόη, μὴ φέροντες τὴν ἐν ἄστει διατριβήν. Ἐδόκει δὲ κἀκείνοις ποιμενικούς τινας αὐτοῖς ποιῆσαι τοὺς γάμους. [4.37.2] Ἐλθόντες οὖν παρὰ τὸν Λάμωνα τόν τε Δρύαντα τῷ Μεγακλεῖ προσήγαγον καὶ τῇ Ῥόδῃ τὴν Νάπην συνέστησαν καὶ τὰ πρὸς τὴν ἑορτὴν παρεσκευάζοντο λαμπρῶς. Παρέδωκε μὲν οὖν ἔτι ταῖς Νύμφαις τὴν Χλόην ὁ πατὴρ καὶ μετὰ ἄλλων πολλῶν ἐποίησεν ἀναθήματα τὰ γνωρίσματα καὶ Δρύαντι τὰς λειπούσας εἰς τὰς μυρίας ἐπλήρωσεν.
[4.38.1] Ὁ δὲ Διονυσοφάνης, εὐημερίας οὔσης, αὐτοῦ πρὸ τοῦ ἄντρου στιβάδας ὑπεστόρεσεν ἐκ χλωρᾶς φυλλάδος καὶ πάντας τοὺς κωμήτας κατακλίνας εἱστία πολυτελῶς. [4.38.2] Παρῆσαν δὲ Λάμων καὶ Μυρτάλη, Δρύας καὶ Νάπη, οἱ Δόρκωνι προσήκοντες, ‹Φιλητᾶς καὶ› οἱ Φιλητᾶς παῖδες, Χρῶμις καὶ Λυκαίνιον· οὐκ ἀπῆν οὐδὲ Λάμπις συγγνώμης ἀξιωθείς. [4.38.3] Ἦν οὖν ὡς ἐν τοιοίσδε συμπόταις πάντα γεωργικὰ καὶ ἄγροικα· ὁ μὲν ᾖδεν οἷα ᾄδουσι θερίζοντες, ὁ δὲ ἔσκωπτε τὰ ἐπὶ ληνοῖς σκώμματα· Φιλητᾶς ἐσύρισε, Λάμπις ηὔλησε, Δρύας καὶ Λάμων ὠρχήσαντο, Χλόη καὶ Δάφνις ἀλλήλους κατεφίλουν. [4.38.4] Ἐνέμοντο δὲ καὶ αἱ αἶγες πλησίον, ὥσπερ καὶ αὐταὶ κοινωνοῦσαι τῆς ἑορτῆς. Τοῦτο τοῖς μὲν ἀστυκοῖς οὐ πάνυ τερπνὸν ἦν· ὁ δὲ Δάφνις καὶ ἐκάλεσέ τινας αὐτῶν ὀνομαστὶ καὶ φυλλάδα χλωρὰν ἔδωκε καὶ κρατήσας ἐκ τῶν κεράτων κατεφίλησε.
[4.39.1] Καὶ ταῦτα οὐ τότε μόνον ἀλλ᾽ ἔστε ἔζων τὸν πλεῖστον χρόνον ποιμενικὸν εἶχον, θεοὺς σέβοντες Νύμφας καὶ Πᾶνα καὶ Ἔρωτα, ἀγέλας δὲ προβάτων καὶ αἰγῶν πλείστας κτησάμενοι, ἡδίστην δὲ τροφὴν νομίζοντες ὀπώραν καὶ γάλα. [4.39.2] Ἀλλὰ καὶ ἄρρεν μὲν παιδίον ὑπέθηκαν ‹αἰγὶ› καὶ θυγάτριον γενόμενον δεύτερον ὄϊος ἑλκύσαι θηλὴν ἐποίησαν, καὶ ἐκάλεσαν τὸν μὲν Φιλοποίμενα τὴν δὲ Ἀγέλην· οὕτως αὐτοῖς καὶ ταῦτα συνεγήρασεν. Οὗτοι καὶ τὸ ἄντρον ἐκόσμησαν καὶ εἰκόνας ἀνέθεσαν καὶ βωμὸν εἵσαντο Ποιμένος Ἔρωτος· καὶ τῷ Πανὶ δὲ ἔδοσαν ἀντὶ τῆς πίτυος οἰκεῖν νεὼν Πανὸς Στρατιώτου ὀνομάσαντες.

***
[4.36.1] Τότε ο Διονυσοφάνης έβγαλε φωνή πιο δυνατή κι από του Μεγακλή, πετάχτηκε πάνω και φέρνοντας μέσα τη Χλόη ομορφοστολισμένη λέει: «Νά το παιδί που άφησες έκθετο! Οι θεοί φρόντισαν και σου ανάστησε το κορίτσι μια προβατίνα, όπως μια γίδα μού ανάστησε τον Δάφνη. [4.36.2] Πάρε λοιπόν και τα φασκιά και τη θυγατέρα, κι αφού την πάρεις δώσε την πίσω στον Δάφνη για νύφη. Τους εγκαταλείψαμε και τους δυο, τους βρήκαμε και τους δυο, τους φρόντισαν και τους δυο ο Παν, οι Νύμφες κι ο Έρωτας». [4.36.3] Ο Μεγακλής συμφώνησε με τα λόγια του, έστειλε να φωνάξουν τη γυναίκα του τη Ρόδη κι έσφιξε τη Χλόη στην αγκαλιά του. Αποφάσισαν και να περάσουν τη νύχτα αυτού, γιατί ο Δάφνης ορκιζόταν ότι σε κανένα δε θ᾽ άφηνε τη Χλόη, μήτε και στον ίδιο τον πατέρα της.
[4.37.1] Όταν έφεξε η άλλη μέρα αποφάσισαν να γυρίσουν ξανά στο υποστατικό· ήταν παράκληση του Δάφνη και της Χλόης, που έβρισκαν ανυπόφορη τη ζωή της πόλης, αλλά συμφώνησαν κι οι άλλοι να δώσουν τσοπάνικο χαρακτήρα στο γάμο. [4.37.2] Πήγαν λοιπόν στο Λάμωνα, παρουσίασαν τον Δρύα στο Μεγακλή, σύστησαν τη Νάπη στη Ρόδη κι έκαναν ετοιμασίες για λαμπρή γιορτή. Μπροστά στις Νύμφες παράδωσε τη Χλόη ο πατέρας της, τους αφιέρωσε τα φασκιά κι άλλα πολλά και χάρισε στον Δρύα όσα έλειπαν για να του συμπληρωθούν οι δέκα χιλιάδες.
[4.38.1] Καθώς έκανε καλό καιρό, ο Διονυσοφάνης πρόσταξε να τοποθετήσουν μπροστά στη σπηλιά σωρούς από φρέσκες φυλλωσιές κι έβαλε όλους τους χωριανούς να καθίσουν σε πλούσιο γεύμα. [4.38.2] Ήταν εκεί ο Λάμων κι η Μυρτάλη, ο Δρύας κι η Νάπη, οι συγγενείς του Δόρκωνος, ο Φιλητάς κι οι γιοι του, ο Χρώμης και η Λυκαίνιον· μήτε κι ο Λάμπης, που ᾽χε πάρει συγχώρεση, δεν έλειψε. [4.38.3] Όπως ήταν φυσικό με τέτοιους καλεσμένους, η ατμόσφαιρα ήταν απλοϊκά χωριάτικη: άλλος έλεγε τραγούδια του θερισμού, άλλος τα πειράγματα που συνηθίζονται στο πάτημα των σταφυλιών. Ο Φιλητάς έπαιξε φλογέρα, ο Λάμπης σουραύλι, ο Δρύας κι ο Λάμων χόρεψαν, η Χλόη κι ο Δάφνης φιλιόνταν. [4.38.4] Εκεί κοντά έβοσκαν κι οι γίδες, σα να ᾽παιρναν κι αυτές μέρος στο γλέντι, πράμα που δεν ήταν και τόσο ευχάριστο στους ανθρώπους της πόλης· ο Δάφνης ωστόσο φώναξε μερικές με τ᾽ όνομά τους, τους έδωσε φρέσκη φυλλωσιά και πιάνοντάς τις από τα κέρατα τις φίλησε.
[4.39.1] Όχι μόνο τότε, αλλά και σ᾽ όλη την υπόλοιπη ζωή τους, ο Δάφνης κι η Χλόη περνούσαν τον πιο πολύ καιρό τους κοντά στις στάνες. Για θεούς λάτρευαν τις Νύμφες, τον Πάνα και τον Έρωτα, απόχτησαν πολλά κοπάδια πρόβατα και γίδες κι απ᾽ όλες τις τροφές προτιμούσαν τα οπωρικά και το γάλα. [4.39.2] Το αρσενικό τους παιδί το ᾽δωσαν σε γίδα να το θρέψει, και το κοριτσάκι που γεννήθηκε κατόπι το ᾽βαλαν να βυζάξει προβατίνα· το αγόρι τ᾽ ονόμασαν Φιλοποίμενα και το κορίτσι Αγέλη. Με τον ίδιο τρόπο έζησαν κι αυτά κοντά τους ως τα γεράματα. Στόλισαν και τη σπηλιά, αφιέρωσαν τις εικόνες κι έστησαν και βωμό στον Έρωτα Βοσκό. Στον Πάνα έδωσαν να κατοικεί ναό αντί για την κουκουναριά, και τον ονόμασαν Πάνα Στρατιώτη.