Ι. Οι φωνηεντόληκτοι ενεστώτες σε -i̯o-, δηλαδή τα ρήματα σε -ᾶν (-ῆν), -εῖν, -οῦν, -ίειν, -ύειν, -εύειν
1. Τα ρήματα σε -ᾶν (-ῆν)
§ 179. Τα πρωτογενή ρήματα σε -ᾶν (από το *-ᾱ -i̯o- [1]) είναι πολύ σπάνια: π.χ. δρᾶν 'κάνω', ὑλᾶν 'γαβγίζω', ἰᾶσθαι 'θεραπεύω'. Επίσης τα ρήματα σε -ῆν, που είναι όλα πρωτογενή, δεν συνυπολογίζονται εδώ, και η γλώσσα επιδιώκει να τα αποβάλει εντελώς: εν μέρει διατηρούνται μόνο σε μεμονωμένες διαλέκτους, όπως π.χ. στη δωρ. λῆν 'θέλω'· εν μέρει περνούν στη συζυγία των ρημάτων σε -ᾶν: έτσι το πιο συνηθισμένο από αυτά, το χρῆσθαι, απαντά στην ιωνική-ελληνιστική γλώσσα ως χρᾶσθαι.
§ 180. Τα μετονοματικά σε -ᾶν σχηματίζουν έναν από τους συνηθέστερους ρηματικούς τύπους της ελληνικής.
Για τα παράγωγα σε *-ᾱ- i ̯ ō > -άω από θέματα σε ᾱ, που ακόμη στον Όμηρο αποτελούν την πλειονότητα, αρκούν μερικά συνηθισμένα παραδείγματα:
βοᾶν 'φωνάζω' από το βοή 'φωνή'·
θεᾶσθαι 'βλέπω' από το θέα·
μηχανᾶσθαι 'κατασκευάζω, μηχανεύομαι' από το μηχανή 'τέχνη, τέχνασμα'·
νικᾶν 'νικώ' από το νίκη·
σιγᾶν και σιωπᾶν 'σιωπώ' από τα σιγή και σιωπή.
Επειδή το επίθημα -i̯o-ήταν ένα καθαρά μορφολογικό μέσο για το σχηματισμό ρημάτων από ονόματα, οι σημασιολογικές σχέσεις των μετονοματικών σε -i̯o-με τις βάσεις τους μπορούσαν να πάρουν όλες τις δυνατές αποχρώσεις· το ίδιο συμβαίνει και με τα παράγωγα σε -ᾶν από θέματα σε ᾱ, αφού πρόκειται μόνο για φθογγολογική υποκατηγορία του -i̯o- .
§ 181. Άλλες σχέσεις πρέπει να αναμένουμε, όταν ένα καινούριο επίθημα αποκόπτεται και μεταφέρεται σε άλλα θέματα. Όταν π.χ. από ένα θέμα σε ο, αντί για το βάσει των φθογγολογικών κανόνων -εῖν, σχηματίζεται ένα -ᾶν, πρέπει να υπάρχει μια σημασιολογική συγγένεια μεταξύ αυτού του καινούριου ρήματος σε -ᾶν και ενός ή περισσότερων από τα αρχικά ρήματα σε -ᾶν, που ήταν ισχυρότερη από την τυπική σχέση του θέματος σε ο με το -εῖν. Για τους αναλογικούς, λοιπόν, σχηματισμούς σε -ᾶν πρέπει ν' αναζητήσουμε σημασιολογικά πρότυπα ανάμεσα στα παράγωγα από θέματα σε ᾱ, και μάλιστα με πολλές πιθανότητες επιτυχίας, καθώς η εξάπλωση της αναλογίας κορυφώθηκε στην κλασική εποχή, χωρίς να κατορθώσει να σκεπάσει το παλιό στρώμα - μια ένδειξη για το ότι δεν προκάλεσε ισοπέδωση προς μια γενική σημασιολογική σχέση, όπως στην περίπτωση των -οῦν και -ίζειν, αλλά παρέμεινε προσκολλημένη σε στενά οριοθετημένες εννοιολογικές ομάδες.
§ 182. Φυσικά δεν αποκλείεται η περίπτωση σημαντικής συμμετοχής της τυπικής αναλογίας σε έναν καινούριο σχηματισμό, αλλά έχουν εντοπιστεί ελάχιστα σχετικά παραδείγματα. Από τις γνωστές λέξεις φαίνεται να ανήκει εδώ το (ἀπ-,ὑπ-) ἀντᾶν 'συναντώ'· προφανώς σχηματίστηκε από το επίρρημα ἄντα 'απέναντι' σύμφωνα με τα ζευγάρια: πεῖρα 'προσπάθεια' : πειρᾶν 'προσπαθώ', μοῖρα 'μερίδιο' : μοιρᾶσθαι 'διαιρώ'.
§ 183. Από τις σημασιολογικές ομάδες που στάθηκαν καθοριστικές για τις αναλογικές υπερβάσεις του -ᾶν, στην κλασική εποχή ξεχωρίζει ιδιαίτερα μία, που με ποικίλες αποχρώσεις αποδίδει μια αρρώστια, έναν (αρρωστημένο) πόθο, μια ψυχική διέγερση. Π.χ. τα κορυζᾶν, λεπρᾶν, ποδαγρᾶν 'έχω συνάχι (κόρυζα), λέπρα, ποδάγρα ' αποτέλεσαν πρότυπα για το λοπᾶν 'έχω δερματοπάθεια' (λοπός 'εξωτερική φλούδα, απολέπιση δέρματος'), ὠδινᾶν (ὠδῖνες 'ωδίνες τοκετού')· το μελαγχολᾶν 'έχω μελαγχολία, δυσθυμία' αντί για *μελαγχολεῖν, όπως θα έπρεπε να σχηματιστεί από το μελάγχολος σύμφωνα με την (πρβ. μελαγχολία), προέρχεται από το συνώνυμο χολᾶν (από το χολή).
Μια αρρωστημένη, ανώμαλη επιθυμία εκφράζουν μεταξύ άλλων τα κισσᾶν 'έχω αφύσικη όρεξη (κίσσα)', τομᾶν 'χρειάζομαι επειγόντως εγχείρηση (τομή)', φονᾶν 'ποθώ να σκοτώσω (φονή)'· με αυτά συνδέθηκαν τα μαχλᾶν 'είμαι λάγνος (μάχλος)', θανατᾶν 'λαχταρώ το θάνατο (θάνατος)' κτλ. Από το λυσσᾶν 'είμαι λυσσασμένος' (λύσσα) οδηγηθήκαμε στα συνώνυμα οἰστρᾶν (οἶστρος '(κεντρί) αλογόμυγα(ς), κρίση μανίας'), κακοδαιμονᾶν (κακοδαίμων 'που κατέχεται από κακό δαίμονα') κτλ. Συγγενικό με τα κισσᾶν, μαχλᾶν είναι επίσης το ὀργᾶν 'φουντώνω, φουσκώνω': (ὀργή 'φυσική ορμή')· σύμφωνα με αυτό π.χ. το σφριγᾶν (σφρῖγος, ουδ. 'φούντωμα, φιληδονία'), οἰδᾶν (οἶδος, ουδ. 'οίδημα') (παλιά οἰδάνειν, οἰδαίνειν, οἰδεῖν).
§ 184. Πολλές ονομασίες νόσων έληγαν σε -ία, και έτσι τα μετονοματικά τους σε -ιᾶν: αἱμωδία 'πονόδοντος' - αἱμωδιᾶν, ναυτία - ναυτιᾶν, ὀφθαλμία 'αρρώστια του ματιού' - ὀφθαλμιᾶν, επίσης ἀγωνία 'φόβος' - ἀγωνιᾶν, κτλ.· καθώς τα ὀφθαλμιᾶν και ἀγωνιᾶν μπορούσαν να συνδεθούν απευθείας με τα ὀφθαλμός και ἀγών, ήταν εύκολο να σχηματιστούν με το -ιᾶν ρήματα για αρρώστιες και από άλλα ουσιαστικά: ἰλιγγιᾶν (ἴλιγγος), φθισιᾶν (φθίσις 'φυματίωση'), ψωριᾶν (ψώρα) κτλ. Το -ιᾶν χρησιμοποιήθηκε επίσης για να εκφράσει υπερβολική επιθυμία: ἑλλεβοριᾶν 'χρειάζομαι ηρεμιστικό (ἑλλέβορος), είμαι τρελός', κουριᾶν 'χρειάζομαι κούρεμα (κουρά)', μαθητιᾶν 'θέλω να είμαι μαθητής '. Τα πρότυπα υπήρχαν ήδη έτοιμα στα σπουδαρχιᾶν ' διακατέχομαι από σπουδαρχία (επιθυμία απόκτησης δημόσιου αξιώματος)', στρατηγιᾶν 'επιζητώ το αξίωμα του στρατηγού (στρατηγία)', κ.ά., που μπορούσαν επίσης να συσχετιστούν με τα *σπούδαρχος και στρατηγός.
§ 185. Παραδείγματα για μικρότερες ομάδες και μεμονωμένες αναλογίες:
πελεκ(κ)ᾶν 'πελεκώ με τσεκούρι (πέλεκυς)' σύμφωνα με άλλες λέξεις που δηλώνουν χειρωνακτική εργασία, και πρώτα-πρώτα το τεχνᾶν 'κατεργάζομαι με τέχνη '·
μωμᾶσθαι 'μέμφομαι' (μῶμος 'μομφή') κατά το λωβᾶσθαι 'εξυβρίζω, κακομεταχειρίζομαι' (λώβη 'εξύβριση, προσβολή')·
ἡττᾶσθαι 'ηττώμαι' είναι μετασχηματισμός του *ἡττοῦσθαι (ιων. ἐσσοῦσθαι) (από το ἥττων 'ασθενέστερος') κατά το νικᾶσθαι από το νίκη (πρβ. § 15 υποσημ.)· το ἧττα είναι αναδρομικός σχηματισμός από το ἡττᾶσθαι (πρβ. § 25).
Σχετικά με την οργανική σημασία ορισμένων ρημάτων σε -ᾶν· τυπική, παραγωγική δύναμη, όπως στα ρήματα σε -οῦν, δεν απέκτησε αυτή η παραλλαγή στα ρήματα σε -ᾶν.
§ 186. Τα μη πρωτογενή ρήματα σε -ᾶν δεν εξαντλούνται με τα μετονοματικά· υπάρχουν ακόμη δύο μικρές ομάδες μεταρηματικών, αλλά και οι δύο είναι ολιγομελείς και βρίσκονταν ήδη από την αρχή της παράδοσης σε μαρασμό.
Ο ένας σχηματισμός, -τᾶν ή -ετᾶν, δύσκολα μπορεί να συσχετιστεί με τα ουσιαστικά του ενεργούντος προσώπου σε -της, -έτης, γιατί από το -της σχηματίζεται κατά κανόνα το -τεῖν. Έτσι το ομηρικό ναιετᾶν = ναίειν 'κατοικώ' είναι πολύ συνηθισμένο· αλλά το να(ι)έτης 'κάτοικος' φαίνεται να είναι μεταγενέστερο και τεχνητό. Το εὐχέτης από το εὐχετᾶσθαι = εὔχεσθαι 'ικετεύω, παρακαλώ' απαντά μόνο σε αρχαίους ετυμολόγους. Με το -τᾶν μπορεί να παραβληθεί για παράδειγμα το σκιρτᾶν = σκαίρειν 'σκιρτώ'. Το ερώτημα αν τα λατινικά θαμιστικά σε - t ā re(dict ā re 'δηλώνω' από το d ī cere 'λέω') και - it ā re(agit ā re 'ωθώ' από το agere 'κινώ') ταυτίζονται από την άποψη της ιστορίας της γλώσσας ή είναι μόνο παράλληλα του ελληνικού σχηματισμού μπορεί να μείνει στο σημείο αυτό αναπάντητο· πάντως στα ελληνικά η θαμιστική σημασία δεν παρουσιάζεται σε καμιά περίπτωση. Πρβ. -τάζειν .
Και ο δεύτερος σχηματισμός (του τύπου στρωφᾶν 'γυρίζω πέρα-δώθε' από το στρέφειν) προέρχεται από ουσιαστικά με θέμα αρχικά σε ā, αλλά νωρίς έγινε μεταρηματικό θαμιστικό.
--------------------------
[1] Σχετικά με την ποσότητα του -α- στο -άω. Σχετικά με τον αρχικό σχηματισμό των ενεστώτων όπως σπᾶν (σπάσαι, σπασθῆναι) δεν μπορεί να εξακριβωθεί τίποτε· ακόμη και το μοναδικό παρόμοιο μετονοματικό γελᾶν μπορεί να αναχθεί τόσο στο *γελᾰσ- i ̯ - (από το γέλως) όσο και σε ένα μετασχηματισμό του *γελά-ναι.
Σάββατο 29 Ιουλίου 2023
Δεν υπάρχουν άπιαστα όνειρα, μονάχα αδύναμες επιθυμίες
Ζούμε στην εποχή που τα όνειρα σχεδόν απαγορεύονται. Και γυρεύουμε κυρίως την επιβίωση. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται, μα κυρίως με κοφτές αναπνοές, μισές καρδιές και σπασμένα φτερά. Φοβόμαστε. Για αυτό συμβιβαζόμαστε. Σε πληκτικές εργασίες που προσφέρουν μια κάποια εξασφάλιση, σε οικογενειακές επιχειρήσεις που καθησυχάζουν τις ανασφάλειες και σε προβλέψιμες σχέσεις που φαντάζουν περισσότερο επαγγελματικές συνεργασίες.
Και τα όνειρα μας; Είναι πράγματι άπιαστα ή εμείς δε δείχνουμε διατεθειμένοι να τρέξουμε για να τα προλάβουμε; Στοχεύσαμε στο άπειρο και βυθιζόμαστε τώρα στη ματαίωση των ναρκισσιστικών μας βλέψεων ή κάπου στην πορεία συμπεράναμε πως δεν προοριστήκαμε για τη βίωση των πιο ανομολόγητων πόθων μας;
Και τώρα επιστρέφουμε για λίγο πίσω. Τι βλέπουμε; Ένα παιδί με μάτια που λαμπυρίζουν σαν τα πιο φωτεινά αστέρια του ουρανού δηλώνει εκστασιασμένο:
«Θα φτάσω το φεγγάρι».
«Πιάσε μια σκάλα καλύτερα, μπας και καταφέρεις να φτάσεις πρώτα εκείνα τα σοκολατάκια που έκρυψα στο πιο ψηλό ράφι» απαντάμε χλευαστικά, σχεδόν σαδιστικά.
«Μα καλά οι γονείς του δεν τον προσγειώνουν πριν τον συνθλίψει η σκληρή πραγματικότητα;» αναρωτιόμαστε με την αποδοκιμασία ζωγραφισμένη στο συνετό μα πρόσωπο. Εμείς, που όλα τα μάθαμε από ζωή, που τρέμουμε να αποχωριστούμε τις δυσλειτουργικές μας σταθερές και τις χιλιάδες εξαρτήσεις μας, που βουλιάζουμε στον καναπέ του κυνισμού γιατί κουράγιο δεν βρίσκουμε να κάνουμε ένα βήμα πέρα από τον φαύλο κύκλο μας; Με ποιες ακριβώς αξιώσεις γινόμαστε εμείς το τελωνείο που κόβει φόρους στα ξένα όνειρα;
Και τελικά η πραγματικότητα συνθλίβει με μαθηματική ακρίβεια μόνο τα μέτρια μυαλά και τις πλαδαρές καρδιές. Είμαστε τόσο σπουδαίοι όσο το πείσμα μας να αγγίξουμε τον ήλιο. Και τρέχουμε να συναντήσουμε εκείνο που υποσυνείδητα νιώθουμε πως αξίζουμε. Δεν υπάρχουν τρελά όνειρα μόνα υπέροχα τρελοί άνθρωποι που κινούν γη και ουρανό για μια μεγάλη ιδέα, που ξυπνούν εκστασιασμένοι με ένα όραμα κάθε πρωί και κοιμούνται με μια σπουδαία ελπίδα τις νύχτες. Και οι πόθοι αποτελούν σπόρους που φυτεύονται στην ψυχή γιατί βαθιά μέσα μας διαθέτουμε τη δύναμη να καρπωθούμε τη σοδειά μας.
«Δεν μπορείς», «Γυρεύεις χίμαιρες», «Μάταιη η προσπάθεια σου», θα ψιθυρίζουν πάντα οι δειλοί.
Και όμως. Μπορείς! Αγνόησε τις εσωτερικές αμφιβολίες και τότε οι φωνές των γύρω θα σιγάσουν. Ύστερα πήγαινε για το ένα στο δισεκατομμύριο. Γιατί να μην είσαι εσύ; Γιατί να μην παίξεις στο χρηματιστήριο της ζωής και την απειροελάχιστη πιθανότητα που σου αναλογεί να αγγίξεις τα αστέρια, να γίνεις αυτός που ανέκαθεν ήσουν και να τοποθετήσεις τα θεμέλια ενός κόσμου νέου, όπου οι θαρραλέοι δε θα βαφτίζονται πια αιθεροβάμονες;
Εάν πιστέψουμε στο όνειρο, τότε οι άνθρωποι δε θα βαδίζουν θλιμμένοι στους δρόμους της πόλης, δε θα φορτώνουν σε άλλους τα βαριά απωθημένα που κουβαλούν στους ώμους. Εκείνοι που τολμούν, συνιστούν μια κάποια απειλή για όσους ποτέ δεν άνοιξαν την πόρτα που ξεπροβάλλει πέρα από τη ζώνη ασφαλείας.
Και τώρα σε διακρίνω από μακριά: Βρίσκεσαι στην κορυφή εκείνου του βουνού. Το ήξερα πως θα τα καταφέρεις. Τα καταπράσινα δέντρα ηρεμούν το νου σου και το ξύλινο σπίτι φέρνει δάκρυα στα μάγουλα, δάκρυα κυρίως αναμνήσεων. Θυμάσαι τα λόγια του:
«Θα λαχανιάζεις στις ανηφόρες και θα τρέμεις στις κατηφόρες. Όμως πρέπει να ξεκινήσεις. Μην απαρνιέσαι τα ύψη, μην αποφεύγεις τις πτώσεις και μην κοιτάς κάτω. Αγνόησε όσους επιμένουν πως οι προσδοκίες σου είναι πιο εκλεκτές από τα κυβικά σου και συνέχισε να προχωρείς. Θα έρθουν μοναχικά βράδια και κρύες μέρες μα κάποτε, από την κορυφή του μαγικού σου βουνού θα αναπνεύσεις βαθιά, ξέροντας πως άξιζε κάθε γρατζουνιά της διαδρομής, κάθε πληγή του ταξιδιού. Θυμήσου αυτό που ήδη γνωρίζεις. Δεν υπάρχουν άπιαστα όνειρα, μονάχα ασθενείς επιθυμίες, που συνθλίβονται από την ατολμία των δειλών καρδιών.
Είσαι εκείνο το ένα στο δισεκατομμύριο, το ξεχωριστό γενετικό υλικό που έχει μια αποστολή να εκπληρώσει στη γη. Γίνε κύμα και ενώσου με το θρόισμα του ανέμου, μάθε να επιπλέεις στις θαλασσοταραχές και σάλπαρε αποφασιστικά προς την Ιθάκη. Μη ματαιώσεις την πτήση απλώς επειδή κάποτε σε έπεισαν πως δεν έχεις φτερά για να πετάξεις. Στρέψε το βλέμμα σου στο φως και γίνε ο ήλιος που ανέκαθεν ήσουν».
Και τα όνειρα μας; Είναι πράγματι άπιαστα ή εμείς δε δείχνουμε διατεθειμένοι να τρέξουμε για να τα προλάβουμε; Στοχεύσαμε στο άπειρο και βυθιζόμαστε τώρα στη ματαίωση των ναρκισσιστικών μας βλέψεων ή κάπου στην πορεία συμπεράναμε πως δεν προοριστήκαμε για τη βίωση των πιο ανομολόγητων πόθων μας;
Και τώρα επιστρέφουμε για λίγο πίσω. Τι βλέπουμε; Ένα παιδί με μάτια που λαμπυρίζουν σαν τα πιο φωτεινά αστέρια του ουρανού δηλώνει εκστασιασμένο:
«Θα φτάσω το φεγγάρι».
«Πιάσε μια σκάλα καλύτερα, μπας και καταφέρεις να φτάσεις πρώτα εκείνα τα σοκολατάκια που έκρυψα στο πιο ψηλό ράφι» απαντάμε χλευαστικά, σχεδόν σαδιστικά.
«Μα καλά οι γονείς του δεν τον προσγειώνουν πριν τον συνθλίψει η σκληρή πραγματικότητα;» αναρωτιόμαστε με την αποδοκιμασία ζωγραφισμένη στο συνετό μα πρόσωπο. Εμείς, που όλα τα μάθαμε από ζωή, που τρέμουμε να αποχωριστούμε τις δυσλειτουργικές μας σταθερές και τις χιλιάδες εξαρτήσεις μας, που βουλιάζουμε στον καναπέ του κυνισμού γιατί κουράγιο δεν βρίσκουμε να κάνουμε ένα βήμα πέρα από τον φαύλο κύκλο μας; Με ποιες ακριβώς αξιώσεις γινόμαστε εμείς το τελωνείο που κόβει φόρους στα ξένα όνειρα;
Και τελικά η πραγματικότητα συνθλίβει με μαθηματική ακρίβεια μόνο τα μέτρια μυαλά και τις πλαδαρές καρδιές. Είμαστε τόσο σπουδαίοι όσο το πείσμα μας να αγγίξουμε τον ήλιο. Και τρέχουμε να συναντήσουμε εκείνο που υποσυνείδητα νιώθουμε πως αξίζουμε. Δεν υπάρχουν τρελά όνειρα μόνα υπέροχα τρελοί άνθρωποι που κινούν γη και ουρανό για μια μεγάλη ιδέα, που ξυπνούν εκστασιασμένοι με ένα όραμα κάθε πρωί και κοιμούνται με μια σπουδαία ελπίδα τις νύχτες. Και οι πόθοι αποτελούν σπόρους που φυτεύονται στην ψυχή γιατί βαθιά μέσα μας διαθέτουμε τη δύναμη να καρπωθούμε τη σοδειά μας.
«Δεν μπορείς», «Γυρεύεις χίμαιρες», «Μάταιη η προσπάθεια σου», θα ψιθυρίζουν πάντα οι δειλοί.
Και όμως. Μπορείς! Αγνόησε τις εσωτερικές αμφιβολίες και τότε οι φωνές των γύρω θα σιγάσουν. Ύστερα πήγαινε για το ένα στο δισεκατομμύριο. Γιατί να μην είσαι εσύ; Γιατί να μην παίξεις στο χρηματιστήριο της ζωής και την απειροελάχιστη πιθανότητα που σου αναλογεί να αγγίξεις τα αστέρια, να γίνεις αυτός που ανέκαθεν ήσουν και να τοποθετήσεις τα θεμέλια ενός κόσμου νέου, όπου οι θαρραλέοι δε θα βαφτίζονται πια αιθεροβάμονες;
Εάν πιστέψουμε στο όνειρο, τότε οι άνθρωποι δε θα βαδίζουν θλιμμένοι στους δρόμους της πόλης, δε θα φορτώνουν σε άλλους τα βαριά απωθημένα που κουβαλούν στους ώμους. Εκείνοι που τολμούν, συνιστούν μια κάποια απειλή για όσους ποτέ δεν άνοιξαν την πόρτα που ξεπροβάλλει πέρα από τη ζώνη ασφαλείας.
Και τώρα σε διακρίνω από μακριά: Βρίσκεσαι στην κορυφή εκείνου του βουνού. Το ήξερα πως θα τα καταφέρεις. Τα καταπράσινα δέντρα ηρεμούν το νου σου και το ξύλινο σπίτι φέρνει δάκρυα στα μάγουλα, δάκρυα κυρίως αναμνήσεων. Θυμάσαι τα λόγια του:
«Θα λαχανιάζεις στις ανηφόρες και θα τρέμεις στις κατηφόρες. Όμως πρέπει να ξεκινήσεις. Μην απαρνιέσαι τα ύψη, μην αποφεύγεις τις πτώσεις και μην κοιτάς κάτω. Αγνόησε όσους επιμένουν πως οι προσδοκίες σου είναι πιο εκλεκτές από τα κυβικά σου και συνέχισε να προχωρείς. Θα έρθουν μοναχικά βράδια και κρύες μέρες μα κάποτε, από την κορυφή του μαγικού σου βουνού θα αναπνεύσεις βαθιά, ξέροντας πως άξιζε κάθε γρατζουνιά της διαδρομής, κάθε πληγή του ταξιδιού. Θυμήσου αυτό που ήδη γνωρίζεις. Δεν υπάρχουν άπιαστα όνειρα, μονάχα ασθενείς επιθυμίες, που συνθλίβονται από την ατολμία των δειλών καρδιών.
Είσαι εκείνο το ένα στο δισεκατομμύριο, το ξεχωριστό γενετικό υλικό που έχει μια αποστολή να εκπληρώσει στη γη. Γίνε κύμα και ενώσου με το θρόισμα του ανέμου, μάθε να επιπλέεις στις θαλασσοταραχές και σάλπαρε αποφασιστικά προς την Ιθάκη. Μη ματαιώσεις την πτήση απλώς επειδή κάποτε σε έπεισαν πως δεν έχεις φτερά για να πετάξεις. Στρέψε το βλέμμα σου στο φως και γίνε ο ήλιος που ανέκαθεν ήσουν».
Θεωρία της Φυσικής Σοφίας
Η Θεωρία της Φυσικής Σοφίας υποστηρίζει ότι η εγγενής φύση μας, όταν επιτρέπεται να εκφράζεται ελεύθερα και χωρίς παρεμβολές, κρατά το κλειδί για την αυθεντική σοφία. Αυτή η θεωρία έρχεται σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη ότι η γνώση ή τα εξωτερικά επιτεύγματα καθορίζουν τη σοφία. Αντίθετα, τονίζει τη σημασία του να αγκαλιάζουμε τη ζωή καθώς ξετυλίγεται, αποδεχόμενοι τις χαρές και τις λύπες της και επιτρέποντας στον αληθινό μας εαυτό να καθοδηγεί τις πράξεις μας.
Υποθέσεις της Θεωρίας της Φυσικής Σοφίας:
Φυσική Ισορροπία
Κάθε άτομο έχει μια εγγενή φύση που βρίσκεται σε ισορροπία με το σύμπαν. Η αληθινή σοφία προέρχεται από την αναγνώριση και τη ζωή σε αρμονία με αυτήν τη φύση.
Απλότητα έναντι πολυπλοκότητας
Η γνώση και ο προγραμματισμός, αν και είναι σημαντικά, μπορεί συχνά να περιπλέξουν υπερβολικά τη ζωή. Η αληθινή σοφία βρίσκεται στην απλότητα και στην αγκαλιά της ζωής καθώς αυτή ξεδιπλώνεται.
Αφθονία στον Μινιμαλισμό
Η συσσώρευση πλούτου ή υλικών αγαθών δεν ισοδυναμεί με σοφία ή ευτυχία. Η αληθινή αφθονία βρίσκεται στην ικανοποίηση με αυτά που έχει κανείς.
Εγγενής Εκπλήρωση
Η προσπάθεια να γίνουμε κάτι διαφορετικό από την αληθινή μας φύση οδηγεί στην ανοησία. Η σοφία έγκειται στο να συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε ήδη ολοκληρωμένοι και εκπληρωμένοι στην αληθινή μας φύση.
Ελευθερία Έκφρασης
Η σοφία εκδηλώνεται όταν επιτρέπουμε στην αληθινή, βαθύτερη φύση μας να εκφραστεί ελεύθερα, χωρίς να προσπαθούμε να συμμορφωθούμε με εξωτερικές προσδοκίες ή κοινωνικούς κανόνες.
Επιπτώσεις της θεωρίας
Σύμφωνα με τη Θεωρία της Φυσικής Σοφίας, η αληθινή σοφία δεν είναι προϊόν συσσώρευσης - είτε είναι γνώση, πλούτος ή επιτεύγματα. Αντίθετα, έχει να κάνει με το να ζούμε τη στιγμή, να αποδεχόμαστε τη ζωή όπως είναι και να επιτρέπουμε στην εγγενή μας φύση να καθοδηγεί τις πράξεις μας.
Αυτή η θεωρία προτείνει ότι ο δρόμος προς τη σοφία και την εκπλήρωση δεν είναι να γίνουμε κάτι άλλο, αλλά να συνειδητοποιήσουμε και να εκφράσουμε την αληθινή μας φύση. Μας ενθαρρύνει να εγκαταλείψουμε τις εξωτερικές πιέσεις και τις κοινωνικές προσδοκίες, και αντ' αυτού, να αγκαλιάσουμε την εγγενή μας φύση και να ζήσουμε σε αρμονία με το σύμπαν.
Προάγοντας την αποδοχή, την ικανοποίηση, την απλότητα και την αυθεντικότητα, η Θεωρία της Φυσικής Σοφίας προσφέρει μια αναζωογονητική προοπτική για τη σοφία και έναν οδηγό για μια γεμάτη ζωή. Δεν είναι να προσπαθήσουμε για κάτι, αλλά να αναγνωρίσουμε και να ζήσουμε την αληθινή μας φύση.
Υποθέσεις της Θεωρίας της Φυσικής Σοφίας:
Φυσική Ισορροπία
Κάθε άτομο έχει μια εγγενή φύση που βρίσκεται σε ισορροπία με το σύμπαν. Η αληθινή σοφία προέρχεται από την αναγνώριση και τη ζωή σε αρμονία με αυτήν τη φύση.
Απλότητα έναντι πολυπλοκότητας
Η γνώση και ο προγραμματισμός, αν και είναι σημαντικά, μπορεί συχνά να περιπλέξουν υπερβολικά τη ζωή. Η αληθινή σοφία βρίσκεται στην απλότητα και στην αγκαλιά της ζωής καθώς αυτή ξεδιπλώνεται.
Αφθονία στον Μινιμαλισμό
Η συσσώρευση πλούτου ή υλικών αγαθών δεν ισοδυναμεί με σοφία ή ευτυχία. Η αληθινή αφθονία βρίσκεται στην ικανοποίηση με αυτά που έχει κανείς.
Εγγενής Εκπλήρωση
Η προσπάθεια να γίνουμε κάτι διαφορετικό από την αληθινή μας φύση οδηγεί στην ανοησία. Η σοφία έγκειται στο να συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε ήδη ολοκληρωμένοι και εκπληρωμένοι στην αληθινή μας φύση.
Ελευθερία Έκφρασης
Η σοφία εκδηλώνεται όταν επιτρέπουμε στην αληθινή, βαθύτερη φύση μας να εκφραστεί ελεύθερα, χωρίς να προσπαθούμε να συμμορφωθούμε με εξωτερικές προσδοκίες ή κοινωνικούς κανόνες.
Επιπτώσεις της θεωρίας
Σύμφωνα με τη Θεωρία της Φυσικής Σοφίας, η αληθινή σοφία δεν είναι προϊόν συσσώρευσης - είτε είναι γνώση, πλούτος ή επιτεύγματα. Αντίθετα, έχει να κάνει με το να ζούμε τη στιγμή, να αποδεχόμαστε τη ζωή όπως είναι και να επιτρέπουμε στην εγγενή μας φύση να καθοδηγεί τις πράξεις μας.
Αυτή η θεωρία προτείνει ότι ο δρόμος προς τη σοφία και την εκπλήρωση δεν είναι να γίνουμε κάτι άλλο, αλλά να συνειδητοποιήσουμε και να εκφράσουμε την αληθινή μας φύση. Μας ενθαρρύνει να εγκαταλείψουμε τις εξωτερικές πιέσεις και τις κοινωνικές προσδοκίες, και αντ' αυτού, να αγκαλιάσουμε την εγγενή μας φύση και να ζήσουμε σε αρμονία με το σύμπαν.
Προάγοντας την αποδοχή, την ικανοποίηση, την απλότητα και την αυθεντικότητα, η Θεωρία της Φυσικής Σοφίας προσφέρει μια αναζωογονητική προοπτική για τη σοφία και έναν οδηγό για μια γεμάτη ζωή. Δεν είναι να προσπαθήσουμε για κάτι, αλλά να αναγνωρίσουμε και να ζήσουμε την αληθινή μας φύση.
Πώς και γιατί επιδιώκει κάποιος να είναι το «θύμα»;
Η εμφάνιση της δυναμικής θύμα και θύτης είναι πολύ συχνή στις ανθρώπινες σχέσεις. Πρόκειται για ρόλους, που αναλαμβάνουμε κάθε φορά, που σχετιζόμαστε με τους άλλους, είτε πρόκειται για σημαντικές σχέσεις ζωής είτε για δευτερεύουσες. Αυτοί οι ρόλοι, πολλές φορές, εναλλάσσονται: Αυτοί δηλαδή που τείνουν να είναι θύματα άλλες φορές, ή ακόμα και παράλληλα, μπορεί να είναι και θύτες. Τι είναι όμως το «Victim mentality» (η νοοτροπία του θύματος);
Στην ψυχολογία της προσωπικότητας, ως αυτό-θυματοποίηση ορίζεται η άποψη που υιοθετεί το άτομο ότι δεν έχει τον έλεγχο, επομένως ούτε και την ευθύνη, για ό,τι του συμβαίνει, με αποτέλεσμα να κατηγορεί εξωτερικούς παράγοντες για τα δεινά του (Weber, 2013). Το άτομο λοιπόν, που έχει παγιδευτεί στην εικόνα ενός θυματοποιημένου εαυτού, χαρακτηρίζεται κυρίως από φόβο μοναξιάς. Μπορεί εξίσου να αισθάνεται θυμό και παράπονο ότι η ζωή του είναι γεμάτη αντιξοότητες και «ατυχία». Συχνά κατακλύζεται από αρνητικές σκέψεις και εσωτερική ψυχική πίεση, αισθάνεται αδικημένο, αδιάφορο και ξεχασμένο από τη ζωή και τους γύρω του, με αποτέλεσμα να κατηγορεί τους άλλους για την ατυχία του και για την άσχημη τροπή της ζωής του. Έτσι, αναπτύσσει διάφορες στρατηγικές και συστήματα για να διασφαλίσει τις διαπροσωπικές του σχέσεις. Τείνει να καταπιέζει τον θυμό του, να μην εκφράζει τα συναισθήματά του ανοιχτά και να παρακάμπτει τα θέλω του , με αποτέλεσμα να λειτουργεί παθητικά στις σχέσεις του, προκειμένου να μην τις διαταράξει και πιθανόν να τις χάσει. Με άλλα λόγια, αποφεύγει σθεναρά την όποια αντιπαράθεση μπορεί να συμβεί και υποχωρεί συνεχώς καταλήγοντας να προδίδει τον ίδιο του τον εαυτό. Ακόμα, αποζητά τον οίκτο, τη συμπόνια και τη συμπάθεια, με λανθασμένο ηθικά τρόπο, ηθελημένα ή και άθελά του, στην προσπάθειά του να χειριστεί ανθρώπους και καταστάσεις από ανασφάλεια -μην τυχόν και βρεθεί αγκαλιά με τη μοναξιά.
Το αυτό-θυματοποιημένο άτομο έχει μια διαστρεβλωμένη εικόνα για τον εαυτό του. Διακρίνεται από τη χαμηλή του αυτοεκτίμηση και την έλλειψη θάρρους. Υποτιμά τις ικανότητές του, τα ταλέντα του, τις ανάγκες του, υποβιβάζει τον εαυτό του και παρουσιάζει έντονη αναβλητικότητα και δυσαρέσκεια. Βρίσκεται σε μια διαρκή σύγκριση με τους άλλους ανθρώπους και έχει συνεχώς την ανάγκη της επιβεβαίωσης. Δηλώνει ανίσχυρο να επιλύσει οποιαδήποτε κατάσταση μόνο του ή να διεκδικήσει τις επιθυμίες του. Έτσι, διάγει μια ζωή ατολμίας και παθητικότητας, κάνοντας ταυτόχρονα τους άλλους να το λυπούνται και να θέλουν (μάταια) να το βοηθήσουν. Ουσιαστικά, όμως, αποποιείται τις ευθύνες του και φυσικά τις μεταθέτει στους άλλους. Έτσι, συνειδητά ή και υποσυνείδητα αποφεύγει τις συνέπειες των πράξεών του. Θεωρεί τον εαυτό του έρμαιο των καταστάσεων ή των συνθηκών, αισθάνεται ή δείχνει ανίκανο να δημιουργήσει, να ξεπεράσει δύσκολες συνθήκες, σχέσεις και εν κατακλείδι γενικώς να εξελιχθεί. Είναι δύσκολο για ένα άτομο μ’ αυτήν την τάση να μπορεί ν’ αναλάβει την ευθύνη, επειδή αυτό μπορεί να τον φέρει αντιμέτωπο με τα οδυνηρά συναισθήματα της ντροπής, της ενοχής ή του φόβου απόρριψης και εγκατάλειψης σε περίπτωση που το λάθος του είναι μη αναστρέψιμο.
Η σκέψη αυτή είναι μια διδαχθείσα συμπεριφορά του ατόμου που ξεκινά κατά βάση από τη βρεφική του ηλικία και η ευθύνη βαραίνει κυρίως τους γονείς, καθώς η οικογένεια λειτουργεί ως πρώτος φορέας κοινωνικοποίησης του παιδιού και επιδρά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του και της ταυτότητάς του (John Bowlby, 1968) . Έτσι, οι γονείς που είναι επικριτικοί ή κακοποιητικοί προς τα παιδιά τους, τους δημιουργούν ισχυρά συναισθήματα ντροπής και ενοχής στη ζωή τους. Από την άλλη και το υπερπροστατευτικό περιβάλλον δημιουργεί ακατάλληλες προϋποθέσεις για τη συναισθηματική ωρίμανση ενός ανθρώπου και εμποδίζει την ανάπτυξη εμπιστοσύνης στον ίδιο τον εαυτό του. Με αποτέλεσμα, στη μετέπειτα ζωή του να καθίσταται αδύναμο να χειριστεί τόσο τις καθημερινές αντιξοότητες όσο και τις ανθρώπινες σχέσεις σαν σύνολο. Η θέση του θύματος επιφέρει σοβαρές επιπτώσεις στο συναισθηματικό δέσιμο ενός ατόμου με τους γύρω του, δημιουργεί ανθυγιεινές σχέσεις, ασταθείς φιλίες, γίνεται επιρρεπής στις καταχρήσεις καθώς και στις αγχώδεις διαταραχές. Μπορεί όμως ένας άνθρωπος να ξεφύγει από το «κλουβί» της θυματοποίησης;
Φυσικά και γίνεται. Αρχικά, το άτομο είναι ανάγκη να αναλάβει δράση, να ζητήσει δηλαδή βοήθεια από έναν ειδικό ψυχικής υγείας, ώστε να το καθοδηγήσει βήμα-βήμα στην αλλαγή σκέψης και δράσης. Εν καιρώ, θα είναι σε θέση να αντιληφθεί τα θετικά και τα αρνητικά της θυματοποίησης και τις συνέπειες που αποφέρει αυτή στη μετέπειτα ζωή του όπως, στις διαπροσωπικές του σχέσεις, καθώς και στη σχέση με τον ίδιο του τον εαυτό. Για να αλλάξει ριζικά μια κατάσταση, είναι απαραίτητο να αλλάξει ο τρόπος που την προσεγγίζουμε και κυρίως, η οπτική μας για αυτή. Και όπως είπε και ο Αμερικανός συγγραφέας Dale Carnegie: «Το να λυπάσαι τον εαυτό σου και την κατάστασή σου δεν είναι απλά χάσιμο χρόνου, αλλά η χειρότερη συνήθεια που θα μπορούσες να έχεις».
Στην ψυχολογία της προσωπικότητας, ως αυτό-θυματοποίηση ορίζεται η άποψη που υιοθετεί το άτομο ότι δεν έχει τον έλεγχο, επομένως ούτε και την ευθύνη, για ό,τι του συμβαίνει, με αποτέλεσμα να κατηγορεί εξωτερικούς παράγοντες για τα δεινά του (Weber, 2013). Το άτομο λοιπόν, που έχει παγιδευτεί στην εικόνα ενός θυματοποιημένου εαυτού, χαρακτηρίζεται κυρίως από φόβο μοναξιάς. Μπορεί εξίσου να αισθάνεται θυμό και παράπονο ότι η ζωή του είναι γεμάτη αντιξοότητες και «ατυχία». Συχνά κατακλύζεται από αρνητικές σκέψεις και εσωτερική ψυχική πίεση, αισθάνεται αδικημένο, αδιάφορο και ξεχασμένο από τη ζωή και τους γύρω του, με αποτέλεσμα να κατηγορεί τους άλλους για την ατυχία του και για την άσχημη τροπή της ζωής του. Έτσι, αναπτύσσει διάφορες στρατηγικές και συστήματα για να διασφαλίσει τις διαπροσωπικές του σχέσεις. Τείνει να καταπιέζει τον θυμό του, να μην εκφράζει τα συναισθήματά του ανοιχτά και να παρακάμπτει τα θέλω του , με αποτέλεσμα να λειτουργεί παθητικά στις σχέσεις του, προκειμένου να μην τις διαταράξει και πιθανόν να τις χάσει. Με άλλα λόγια, αποφεύγει σθεναρά την όποια αντιπαράθεση μπορεί να συμβεί και υποχωρεί συνεχώς καταλήγοντας να προδίδει τον ίδιο του τον εαυτό. Ακόμα, αποζητά τον οίκτο, τη συμπόνια και τη συμπάθεια, με λανθασμένο ηθικά τρόπο, ηθελημένα ή και άθελά του, στην προσπάθειά του να χειριστεί ανθρώπους και καταστάσεις από ανασφάλεια -μην τυχόν και βρεθεί αγκαλιά με τη μοναξιά.
Το αυτό-θυματοποιημένο άτομο έχει μια διαστρεβλωμένη εικόνα για τον εαυτό του. Διακρίνεται από τη χαμηλή του αυτοεκτίμηση και την έλλειψη θάρρους. Υποτιμά τις ικανότητές του, τα ταλέντα του, τις ανάγκες του, υποβιβάζει τον εαυτό του και παρουσιάζει έντονη αναβλητικότητα και δυσαρέσκεια. Βρίσκεται σε μια διαρκή σύγκριση με τους άλλους ανθρώπους και έχει συνεχώς την ανάγκη της επιβεβαίωσης. Δηλώνει ανίσχυρο να επιλύσει οποιαδήποτε κατάσταση μόνο του ή να διεκδικήσει τις επιθυμίες του. Έτσι, διάγει μια ζωή ατολμίας και παθητικότητας, κάνοντας ταυτόχρονα τους άλλους να το λυπούνται και να θέλουν (μάταια) να το βοηθήσουν. Ουσιαστικά, όμως, αποποιείται τις ευθύνες του και φυσικά τις μεταθέτει στους άλλους. Έτσι, συνειδητά ή και υποσυνείδητα αποφεύγει τις συνέπειες των πράξεών του. Θεωρεί τον εαυτό του έρμαιο των καταστάσεων ή των συνθηκών, αισθάνεται ή δείχνει ανίκανο να δημιουργήσει, να ξεπεράσει δύσκολες συνθήκες, σχέσεις και εν κατακλείδι γενικώς να εξελιχθεί. Είναι δύσκολο για ένα άτομο μ’ αυτήν την τάση να μπορεί ν’ αναλάβει την ευθύνη, επειδή αυτό μπορεί να τον φέρει αντιμέτωπο με τα οδυνηρά συναισθήματα της ντροπής, της ενοχής ή του φόβου απόρριψης και εγκατάλειψης σε περίπτωση που το λάθος του είναι μη αναστρέψιμο.
Η σκέψη αυτή είναι μια διδαχθείσα συμπεριφορά του ατόμου που ξεκινά κατά βάση από τη βρεφική του ηλικία και η ευθύνη βαραίνει κυρίως τους γονείς, καθώς η οικογένεια λειτουργεί ως πρώτος φορέας κοινωνικοποίησης του παιδιού και επιδρά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του και της ταυτότητάς του (John Bowlby, 1968) . Έτσι, οι γονείς που είναι επικριτικοί ή κακοποιητικοί προς τα παιδιά τους, τους δημιουργούν ισχυρά συναισθήματα ντροπής και ενοχής στη ζωή τους. Από την άλλη και το υπερπροστατευτικό περιβάλλον δημιουργεί ακατάλληλες προϋποθέσεις για τη συναισθηματική ωρίμανση ενός ανθρώπου και εμποδίζει την ανάπτυξη εμπιστοσύνης στον ίδιο τον εαυτό του. Με αποτέλεσμα, στη μετέπειτα ζωή του να καθίσταται αδύναμο να χειριστεί τόσο τις καθημερινές αντιξοότητες όσο και τις ανθρώπινες σχέσεις σαν σύνολο. Η θέση του θύματος επιφέρει σοβαρές επιπτώσεις στο συναισθηματικό δέσιμο ενός ατόμου με τους γύρω του, δημιουργεί ανθυγιεινές σχέσεις, ασταθείς φιλίες, γίνεται επιρρεπής στις καταχρήσεις καθώς και στις αγχώδεις διαταραχές. Μπορεί όμως ένας άνθρωπος να ξεφύγει από το «κλουβί» της θυματοποίησης;
Φυσικά και γίνεται. Αρχικά, το άτομο είναι ανάγκη να αναλάβει δράση, να ζητήσει δηλαδή βοήθεια από έναν ειδικό ψυχικής υγείας, ώστε να το καθοδηγήσει βήμα-βήμα στην αλλαγή σκέψης και δράσης. Εν καιρώ, θα είναι σε θέση να αντιληφθεί τα θετικά και τα αρνητικά της θυματοποίησης και τις συνέπειες που αποφέρει αυτή στη μετέπειτα ζωή του όπως, στις διαπροσωπικές του σχέσεις, καθώς και στη σχέση με τον ίδιο του τον εαυτό. Για να αλλάξει ριζικά μια κατάσταση, είναι απαραίτητο να αλλάξει ο τρόπος που την προσεγγίζουμε και κυρίως, η οπτική μας για αυτή. Και όπως είπε και ο Αμερικανός συγγραφέας Dale Carnegie: «Το να λυπάσαι τον εαυτό σου και την κατάστασή σου δεν είναι απλά χάσιμο χρόνου, αλλά η χειρότερη συνήθεια που θα μπορούσες να έχεις».
Ζω στ’ αλήθεια, σημαίνει...
Ζω στ’ αλήθεια, σημαίνει ότι είμαι αληθινά αυτός που είμαι. Ανεξάρτητα και πέρα από το ποιος είσαι εσύ και τι περιμένεις από μένα.
Η παρουσία σου με ολοκληρώνει και με επιβεβαιώνει, ωστόσο, δεν με καθορίζει.
Ζω «στ’ αλήθεια» σημαίνει, επακριβώς, ότι αφήνω πίσω όλες τις ταυτότητες που δημιούργησα για τους άλλους.
Εγκαταλείπω το ρόλο που επινόησα για να μπω σε μια συγκεκριμένη κοινωνία.
Αφήνω να βγει αυτό που ονομάζω «ο αληθινός εαυτός μου», του οποίου συνώνυμο είναι «ο κρυμμένος ήρωας».
Όμως… πως θα μάθω αν είμαι αυτός που είμαι πραγματικά, ή αν παίζω το ρόλο αυτού που μου είπαν πως είμαι;
Πρώτα πρώτα, παίρνοντας σοβαρά υπόψη την τρίτη από τις τρεις αλήθειες («πάντα μπορεί κανείς να πει όχι»), και παίρνοντας την (ηρωική, το δίχως άλλο) απόφαση να μην αφήσω ποτέ τον εαυτό μου να πιεστεί να γίνει κάτι που δεν είναι.
Αρκετά μ’ αυτό. Δεν χρειάζεται τίποτ’ άλλο.
Μ’ άλλα λόγια:
Κάνω ό, τι κάνω επειδή το θέλω, ή μήπως προσπαθώ να ευχαριστήσω κάποιον;
Το καλύτερο που διαθέτω, έστω κι αν εσάς δεν σας αρέσει, είναι αυτό που είμαι.
Το καλύτερο που διαθέτει ο καθένας από σας, έστω κι αν δεν αρέσει σε κανέναν, είναι αυτό που είναι ο καθένας σας.
Και μπορεί να είμαστε πολλοί αυτοί που δεν μας αρέσει.
Παρ’ όλα αυτά… αξίζει τον κόπο.
Λέω πάντα, πιο πολύ σαν αστείο και λίγο σοβαρά:
Όταν κανείς προσποιείται, όταν υποδύεται μια προσωπικότητα, κερδίζει ένα σωρό σχέσεις, υποκριτικές, διπλωματικές, με πολύ μικρή αξία και ελάχιστη σημασία. Αντίθετα, όταν είναι κανείς αυτός που είναι… δεν τον πλησιάζει ούτε γάτα!
Η παρουσία σου με ολοκληρώνει και με επιβεβαιώνει, ωστόσο, δεν με καθορίζει.
Ζω «στ’ αλήθεια» σημαίνει, επακριβώς, ότι αφήνω πίσω όλες τις ταυτότητες που δημιούργησα για τους άλλους.
Εγκαταλείπω το ρόλο που επινόησα για να μπω σε μια συγκεκριμένη κοινωνία.
Αφήνω να βγει αυτό που ονομάζω «ο αληθινός εαυτός μου», του οποίου συνώνυμο είναι «ο κρυμμένος ήρωας».
Όμως… πως θα μάθω αν είμαι αυτός που είμαι πραγματικά, ή αν παίζω το ρόλο αυτού που μου είπαν πως είμαι;
Πρώτα πρώτα, παίρνοντας σοβαρά υπόψη την τρίτη από τις τρεις αλήθειες («πάντα μπορεί κανείς να πει όχι»), και παίρνοντας την (ηρωική, το δίχως άλλο) απόφαση να μην αφήσω ποτέ τον εαυτό μου να πιεστεί να γίνει κάτι που δεν είναι.
Αρκετά μ’ αυτό. Δεν χρειάζεται τίποτ’ άλλο.
Μ’ άλλα λόγια:
Κάνω ό, τι κάνω επειδή το θέλω, ή μήπως προσπαθώ να ευχαριστήσω κάποιον;
Το καλύτερο που διαθέτω, έστω κι αν εσάς δεν σας αρέσει, είναι αυτό που είμαι.
Το καλύτερο που διαθέτει ο καθένας από σας, έστω κι αν δεν αρέσει σε κανέναν, είναι αυτό που είναι ο καθένας σας.
Και μπορεί να είμαστε πολλοί αυτοί που δεν μας αρέσει.
Παρ’ όλα αυτά… αξίζει τον κόπο.
Λέω πάντα, πιο πολύ σαν αστείο και λίγο σοβαρά:
Όταν κανείς προσποιείται, όταν υποδύεται μια προσωπικότητα, κερδίζει ένα σωρό σχέσεις, υποκριτικές, διπλωματικές, με πολύ μικρή αξία και ελάχιστη σημασία. Αντίθετα, όταν είναι κανείς αυτός που είναι… δεν τον πλησιάζει ούτε γάτα!
Επιστήμονες δημιούργησαν μύγες που αναπαράγονται με… παρθενογένεση
Βρετανοί επιστήμονες δημιούργησαν στο εργαστήριο μύγες ικανές να αναπαράγονται με παρθενογένεση, δηλαδή χωρίς να ζευγαρώνουν ή να γονιμοποιούνται τεχνητά, σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύεται σήμερα στην επιστημονική επιθεώρηση Current Biology.
Ορισμένα είδη ζώων αναπαράγονται με παρθενογένεση, όχι όμως τα θηλαστικά. Τέτοιου είδους αναπαραγωγή έχει παρατηρηθεί σε πουλιά ή σε ερπετά – ένα παράδειγμα είναι ο δράκος του Κόμοντο, η μεγαλύτερη σαύρα στον κόσμο.
Είναι όμως η πρώτη φορά που επιτυγχάνεται κάτι τέτοιο με γενετική τροποποίηση ζώων στο εργαστήριο.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον βιολόγο Αλέξις Σπέρλινγκ του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, αρχικά ανέλυσαν το γονιδίωμα δύο διαφορετικών ποικιλιών μύγας του ίδιου είδους, του Drosophila mercatorum.
Η πρώτη από αυτές τις ποικιλίες αναπαράγεται χωρίς γονιμοποίηση, ενώ η δεύτερη όχι. Εντοπίζοντας τις διαφορές στα γονιδιώματά τους, κατέληξαν σε κάποιες υποθέσεις για τα γονίδια που εμπλέκονται στη διαδικασία της παρθενόγενεσης.
Με βάση αυτές τις υποθέσεις τους, οι ερευνητές τροποποίησαν τα γονίδια ενός άλλου είδους μύγας, του Drosophila melanogaster που αναπαράγεται αποκλειστικά με το ζευγάρωμα μιας θηλυκής με μια αρσενική.
Χρειάστηκαν έξι χρόνια και 220.000 μύγες, όμως τελικά «κατασκεύασαν» στο εργαστήριο μύγες Drosophila melanogaster που αναπαράγονται με παρθενογένεση.
Μολονότι έχουν αυτή τη δυνατότητα, οι γενετικά τροποποιημένες μύγες δεν φαίνονται πρόθυμες να τη χρησιμοποιήσουν: εάν υπάρχει κάπου εκεί κοντά μια αρσενική μύγα, οι θηλυκές στρέφονται πάντα στο κλασικό ζευγάρωμα για να αποκτήσουν απογόνους.
Όσο για αυτές που δεν βρέθηκαν ποτέ κοντά στο άλλο φύλλο, μόνο το 1-2% αναπαράχθηκε τελικά με παρθενογένεση. Αυτό συμβαίνει όταν είναι ηλικίας περίπου 40 ημερών, δηλαδή προς τα μισά της ζωής τους.
Οι θηλυκές μύγες που γεννήθηκαν με παρθενογένεση διαπιστώθηκε ότι, κάποιες φορές, είχαν και αυτές τη δυνατότητα να αναπαραχθούν χωρίς σύντροφο.
Να σημειωθεί ότι όλα τα «μωρά» που γεννιούνται με παρθενογένεση, είτε στις μύγες, είτε σε άλλα ζώα, είναι πάντα θηλυκά.
Ορισμένα είδη ζώων αναπαράγονται με παρθενογένεση, όχι όμως τα θηλαστικά. Τέτοιου είδους αναπαραγωγή έχει παρατηρηθεί σε πουλιά ή σε ερπετά – ένα παράδειγμα είναι ο δράκος του Κόμοντο, η μεγαλύτερη σαύρα στον κόσμο.
Είναι όμως η πρώτη φορά που επιτυγχάνεται κάτι τέτοιο με γενετική τροποποίηση ζώων στο εργαστήριο.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον βιολόγο Αλέξις Σπέρλινγκ του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, αρχικά ανέλυσαν το γονιδίωμα δύο διαφορετικών ποικιλιών μύγας του ίδιου είδους, του Drosophila mercatorum.
Η πρώτη από αυτές τις ποικιλίες αναπαράγεται χωρίς γονιμοποίηση, ενώ η δεύτερη όχι. Εντοπίζοντας τις διαφορές στα γονιδιώματά τους, κατέληξαν σε κάποιες υποθέσεις για τα γονίδια που εμπλέκονται στη διαδικασία της παρθενόγενεσης.
Με βάση αυτές τις υποθέσεις τους, οι ερευνητές τροποποίησαν τα γονίδια ενός άλλου είδους μύγας, του Drosophila melanogaster που αναπαράγεται αποκλειστικά με το ζευγάρωμα μιας θηλυκής με μια αρσενική.
Χρειάστηκαν έξι χρόνια και 220.000 μύγες, όμως τελικά «κατασκεύασαν» στο εργαστήριο μύγες Drosophila melanogaster που αναπαράγονται με παρθενογένεση.
Μολονότι έχουν αυτή τη δυνατότητα, οι γενετικά τροποποιημένες μύγες δεν φαίνονται πρόθυμες να τη χρησιμοποιήσουν: εάν υπάρχει κάπου εκεί κοντά μια αρσενική μύγα, οι θηλυκές στρέφονται πάντα στο κλασικό ζευγάρωμα για να αποκτήσουν απογόνους.
Όσο για αυτές που δεν βρέθηκαν ποτέ κοντά στο άλλο φύλλο, μόνο το 1-2% αναπαράχθηκε τελικά με παρθενογένεση. Αυτό συμβαίνει όταν είναι ηλικίας περίπου 40 ημερών, δηλαδή προς τα μισά της ζωής τους.
Οι θηλυκές μύγες που γεννήθηκαν με παρθενογένεση διαπιστώθηκε ότι, κάποιες φορές, είχαν και αυτές τη δυνατότητα να αναπαραχθούν χωρίς σύντροφο.
Να σημειωθεί ότι όλα τα «μωρά» που γεννιούνται με παρθενογένεση, είτε στις μύγες, είτε σε άλλα ζώα, είναι πάντα θηλυκά.
Επίκουρος: Γεννηθήκαμε μία φορά, δεν υπάρχει τρόπος να γεννηθούμε και δεύτερη
Στην περίφημη επιστολή προς τον Μενοικέα διαβάζουμε:
Κοίτα να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα. Κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθηση μας · όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι’ αυτό η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου: όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια αλλά γιατί μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας. Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που ‘χει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις. Άρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου. Γιατί ό,τι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να σε στεναχωρεί όταν το προσδοκείς. Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς.
Γεννηθήκαμε μια φορά και δε γίνεται να γεννηθούμε και δεύτερη, κι είναι βέβαιο πως δεν θα υπάρξουμε ξανά στον αιώνα τον άπαντα. Εσύ όμως, ενώ δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις την ευτυχία γι’ αργότερα. Κι η ζωή κυλά με αναβολές και χάνεται, κι ο καθένας μας πεθαίνει μες στις έγνοιες.
Ο θάνατος λοιπόν δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πια. Βέβαια, οι πολλοί άλλοτε πασχίζουν ν’ αποφύγουν το θάνατο σαν να ‘ναι η πιο μεγάλη συμφορά, κι άλλοτε τον αποζητούν για να αναπαυθούν από τα δεινά της ζωής. Απεναντίας ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται. Γιατί δεν του είναι δυσάρεστη η ζωή αλλά ούτε και θεωρεί κακό το να μη ζει. Κι όπως με το φαγητό δεν προτιμά σε κάθε περίπτωση το πιο πολύ μα το πιο νόστιμο, έτσι και με τη ζωή: δεν απολαμβάνει τη διαρκέστερη μα την ευτυχέστερη. Κι είναι αφελής όποιος προτρέπει τον νέο να ζει καλά και τον γέρο να δώσει ωραίο τέλος στη ζωή του· όχι μόνο γιατί η ζωή είναι ευπρόσδεκτη αλλά γιατί το να ζεις καλά και να πεθαίνεις καλά είναι μία και η αυτή άσκηση. Όμως πολύ χειρότερος είναι εκείνος που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθείς αλλά μίας και γεννήθηκες, βιάσου να διαβείς τις πύλες τον Άδη
Αν το λέει επειδή το πιστεύει, γιατί δεν αυτοκτονεί; Στο χέρι του είναι να το κάνει, αν το ‘χει σκεφτεί σοβαρά. Αν πάλι το λέει στ’ αστεία, είναι ελαφρόμυαλος σε πράγματα που δεν σηκώνουν αστεία. Ένα τίποτα είναι για μας ο θάνατος. Γιατί ό,τι αποσυντίθεται παύει να αισθάνεται. Κι ό,τι δεν αισθάνεται δεν μας αφορά.
Αυτά λοιπόν, κι όσα σχετίζονται μαζί τους, να τα στοχάζεσαι μέρα και νύχτα, μόνος σου ή με κάποιον σαν και σένα, και ποτέ σου δεν πρόκειται να ταραχτείς, είτε στον ύπνο σου είτε στον ξύπνιο σου• και θα ζήσεις σαν θεός ανάμεσα σε ανθρώπους.
Κοίτα να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα. Κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθηση μας · όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι’ αυτό η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου: όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια αλλά γιατί μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας. Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που ‘χει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις. Άρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου. Γιατί ό,τι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να σε στεναχωρεί όταν το προσδοκείς. Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς.
Γεννηθήκαμε μια φορά και δε γίνεται να γεννηθούμε και δεύτερη, κι είναι βέβαιο πως δεν θα υπάρξουμε ξανά στον αιώνα τον άπαντα. Εσύ όμως, ενώ δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις την ευτυχία γι’ αργότερα. Κι η ζωή κυλά με αναβολές και χάνεται, κι ο καθένας μας πεθαίνει μες στις έγνοιες.
Ο θάνατος λοιπόν δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πια. Βέβαια, οι πολλοί άλλοτε πασχίζουν ν’ αποφύγουν το θάνατο σαν να ‘ναι η πιο μεγάλη συμφορά, κι άλλοτε τον αποζητούν για να αναπαυθούν από τα δεινά της ζωής. Απεναντίας ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται. Γιατί δεν του είναι δυσάρεστη η ζωή αλλά ούτε και θεωρεί κακό το να μη ζει. Κι όπως με το φαγητό δεν προτιμά σε κάθε περίπτωση το πιο πολύ μα το πιο νόστιμο, έτσι και με τη ζωή: δεν απολαμβάνει τη διαρκέστερη μα την ευτυχέστερη. Κι είναι αφελής όποιος προτρέπει τον νέο να ζει καλά και τον γέρο να δώσει ωραίο τέλος στη ζωή του· όχι μόνο γιατί η ζωή είναι ευπρόσδεκτη αλλά γιατί το να ζεις καλά και να πεθαίνεις καλά είναι μία και η αυτή άσκηση. Όμως πολύ χειρότερος είναι εκείνος που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθείς αλλά μίας και γεννήθηκες, βιάσου να διαβείς τις πύλες τον Άδη
Αν το λέει επειδή το πιστεύει, γιατί δεν αυτοκτονεί; Στο χέρι του είναι να το κάνει, αν το ‘χει σκεφτεί σοβαρά. Αν πάλι το λέει στ’ αστεία, είναι ελαφρόμυαλος σε πράγματα που δεν σηκώνουν αστεία. Ένα τίποτα είναι για μας ο θάνατος. Γιατί ό,τι αποσυντίθεται παύει να αισθάνεται. Κι ό,τι δεν αισθάνεται δεν μας αφορά.
Αυτά λοιπόν, κι όσα σχετίζονται μαζί τους, να τα στοχάζεσαι μέρα και νύχτα, μόνος σου ή με κάποιον σαν και σένα, και ποτέ σου δεν πρόκειται να ταραχτείς, είτε στον ύπνο σου είτε στον ξύπνιο σου• και θα ζήσεις σαν θεός ανάμεσα σε ανθρώπους.
Οικονομικό Σοκ για Εκκίνηση του Great Reset
Οι Παγκοσμιοποιητές προτείνουν “οικονομικό σοκ” και κλιματικούς ελέγχους για να ξεκινήσει το “Great Reset”.
Στα τέλη Ιουνίου, κυβερνητικοί ηγέτες και στελέχη από όλο τον κόσμο συναντήθηκαν στην Σύνοδο Κορυφής για ένα νέο παγκόσμιο σύμφωνο χρηματοδότησης στο Παρίσι. Μεταξύ των συμμετεχόντων βρίσκονταν ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες, η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γέλεν, η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα και ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας Ατζέι Μπάνγκα.
Ο υποτιθέμενος σκοπός της συνόδου κορυφής ήταν να βρεθούν οικονομικές λύσεις για την επίτευξη των στόχων της αντιμετώπισης της φτώχειας με ταυτόχρονο περιορισμό των “εκπομπών που θερμαίνουν τον πλανήτη”. Όπως συμβαίνει με όλες τις εκδηλώσεις που σχετίζονται με την δήθεν κλιματική αλλαγή, η συζήτηση στο Παρίσι αναπόφευκτα στράφηκε στον διεθνή συγκεντρωτισμό της εξουσίας και στον σχηματισμό μιας παγκόσμιας κοινοπραξίας για την επίλυση των προβλημάτων που ισχυρίζονται ότι τα κυρίαρχα έθνη δεν μπορούν ή δεν θέλουν να επιλύσουν.
Ωστόσο, αυτό που βλέπω όλο και περισσότερο τα τελευταία δύο χρόνια είναι μια σύγκλιση των αφηγήσεων – οι κεντρικές αλλά και οι διεθνείς τράπεζες ανησυχούν τώρα ξαφνικά περισσότερο για την φορολόγηση του άνθρακα και την υπερθέρμανση του πλανήτη παρά για τον στάσιμο πληθωρισμό και την οικονομική κατάρρευση. Πιθανώς επειδή αυτός ήταν ο στόχος από την αρχή και η οικονομική κατάρρευση είναι μέρος του σχεδίου.
Οι παγκοσμιοποιητές συνδυάζουν τώρα το ζήτημα της δήθεν “κλιματικής αλλαγής” με την διεθνή οικονομική και νομισματική εξουσία. Με άλλα λόγια, δεν κρύβουν πλέον το γεγονός ότι η ατζέντα της “κλιματικής αλλαγής” αποτελεί μέρος της ατζέντας της “Μεγάλης Επαναφοράς”. Προτείνουν μάλιστα να χρησιμοποιηθεί η απειλή της “κλιματικής αλλαγής” ως εφαλτήριο για να δοθεί στις παγκόσμιες τράπεζες μεγαλύτερη εξουσία, έτσι ώστε να υπαγορεύουν την κυκλοφορία του πλούτου και για την αποδόμηση του υπάρχοντος συστήματος, ώστε να αντικατασταθεί με κάποιο άλλο πιο φιλικό προς τους ίδιους.
Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν δήλωσε στους αντιπροσώπους στην σύνοδο κορυφής του Παρισιού ότι “ο κόσμος χρειάζεται ένα σοκ δημόσιας χρηματοδότησης” για την καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη, δημιουργώντας παράλληλα “ισότητα” για τα λιγότερο πλούσια έθνη. Υποστήριξε επίσης ότι το σημερινό σύστημα δεν είναι κατάλληλο για την αντιμετώπιση των “παγκόσμιων προκλήσεων”.
Οι εισηγητές της εκδήλωσης σημείωσαν ότι το διεθνές οικονομικό πλαίσιο έχει πληγεί από μια σειρά κρίσεων, συμπεριλαμβανομένης της π(λ)ανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά εστίασαν στο “αυξανόμενο κόστος των καιρικών καταστροφών που εντείνεται από την υπερθέρμανση του πλανήτη” ως αιτία για την συνεχιζόμενη αποσταθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών συστημάτων.
Αυτό είναι προφανώς ανοησία, αλλά ταιριάζει με τον αφηγηματικό προγραμματισμό που προσπαθούν να δημιουργήσουν οι παγκοσμιοποιητές συνδέοντας την οικονομική παρακμή με την κλιματική αλλαγή. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν μηδενικές αποδείξεις ότι τα παγκόσμια καιρικά φαινόμενα είναι χειρότερα σήμερα απ’ ό,τι ήταν πριν από εκατό χρόνια, προτού οι βιομηχανίες που παράγουν διοξείδιο του άνθρακα γίνουν ευρέως διαδεδομένες. Δεν υπάρχει αποδεδειγμένη σχέση μεταξύ των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και οποιουδήποτε συγκεκριμένου καιρικού φαινομένου. Ο ισχυρισμός είναι απάτη. Δεν υπάρχει καμία ανθρωπογενής κλιματική κρίση.
Πόσοι ακόμη άνθρωποι θα ξεγελαστούν και θα πιστέψουν ότι υπάρχει κλιματική κρίση και για ποιο λόγο μπορεί να αξιοποιηθεί αυτός ο υστερικός φόβος;
Η πρωθυπουργός των Μπαρμπάντος Mia Mottley (όπως και πολλοί παγκοσμιοποιητές) τάχθηκε υπέρ του επαναπροσδιορισμού του ρόλου της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σε μια εποχή κλιματικών κινδύνων. Υποστηρίζει:
“Η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να είναι σε θέση να υποστηρίξει την πολιτική της. Αυτό που απαιτείται από εμάς τώρα είναι ο απόλυτος μετασχηματισμός και όχι η μεταρρύθμιση των θεσμών μας…”
Ο επικεφαλής του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες δήλωσε ότι:
“Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο δημιουργήθηκε στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Bretton Woods, αδυνατεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις και τώρα διαιωνίζει και επιδεινώνει ακόμη περισσότερο τις ανισότητες. Μπορούμε να λάβουμε μέτρα τώρα και να κάνουμε ένα τεράστιο άλμα προς την παγκόσμια δικαιοσύνη κι έχω προτείνει την παροχή κινήτρων ύψους 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως για επενδύσεις στην βιώσιμη ανάπτυξη και την δράση για το κλίμα”.
Παρουσίασαν επίσης ένα σχέδιο για την χρήση του SDR (Special Drawing Rights, δηλ. ένα διεθνές αποθεματικό περιουσιακό στοιχείο που δημιουργήθηκε από το ΔΝΤ για να συμπληρώσει τα επίσημα αποθεματικά των χωρών μελών του. Το SDR δεν είναι νόμισμα) του ΔΝΤ ως μηχανισμού για την ενίσχυση της παγκόσμιας ρευστότητας.
Λάβετε υπόψη σας ότι τα μέτρα τόνωσης της οικονομίας από τις κεντρικές τράπεζες και οι πολιτικές επιτοκίων των παγκόσμιων τραπεζιτών είναι αυτά που προκάλεσαν την τρέχουσα οικονομική κρίση. Δεν ήταν η π(λ)ανδημία, δεν ήταν ο πόλεμος στην Ουκρανία και σίγουρα δεν ήταν η “κλιματική αλλαγή”. Ήταν οι τράπεζες και η χρήση της νομισματικής χειραγώγησης που προκάλεσαν τον υψηλό πληθωρισμό των 40 και αυτό οδήγησε τις κεντρικές τράπεζες σε αύξηση των επιτοκίων και σε οικονομική αδυναμία. Αυτή η στρατηγική έχει προκαλέσει σταθερή κατάρρευση του χρέους και καταστροφές στο χρηματιστήριο στο παρελθόν.
Οι τραπεζίτες και οι παγκοσμιοποιητές είναι η πηγή του προβλήματος, δεν πρέπει να τους ανατεθεί η ευθύνη για την διόρθωσή του.
Και όμως, εδώ είναι, προσπαθώντας να πάρουν τον έλεγχο και να θεσπίσουν ένα σαρωτικό σχέδιο επαναφοράς για την καταστροφή που οι ίδιοι δημιούργησαν.
Πέρυσι ο ΟΗΕ πρότεινε ότι οι ανεπτυγμένες και οι αναδυόμενες οικονομίες, όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα, θα πρέπει να καταβάλλουν ένα είδος φόρου εκπομπών ρύπων, ύψους τουλάχιστον 2,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως σε ένα ταμείο για τις εξελίξεις της “κλιματικής αλλαγής” και ότι ο πλούτος αυτός θα αναδιανέμεται στα φτωχότερα έθνη. Αναδιανομή από ποιον; Από τους παγκοσμιοποιητές, φυσικά.
Άλλες ιδέες που βρίσκονται στο τραπέζι περιλαμβάνουν την φορολόγηση των κερδών από ορυκτά καύσιμα και τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές για την συγκέντρωση κεφαλαίων για το κλίμα. Δηλαδή, σχεδιάζουν να φορολογήσουν το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο έως ότου οι τιμές γίνουν τόσο υψηλές που το ευρύ κοινό δεν θα μπορεί να τις αντέξει οικονομικά.
Ειδικότερα, ο Μακρόν υποστήριξε την ιδέα ενός διεθνούς φόρου στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από την ναυτιλία, δήθεν για να γίνουν ακριβότερα τα υπερπόντια φορτία, ώστε να μειωθεί η ζήτηση για μεταποίηση. Αυτό επεκτείνει τους αυστηρούς κανόνες για τον άνθρακα που εφαρμόζονται ήδη στην ευρωπαϊκή γεωργία.
Όλα αυτά μοιάζουν με ασύνδετα σχέδια που αποσκοπούν απλώς στην διόγκωση των τιμών μέσω διαφόρων μορφών φορολογίας και αναγκάζουν το κοινό να καταναλώνει λιγότερα αγαθά, αλλά εδώ υπάρχει ένα πολύ μεγαλύτερο σχέδιο. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η “κλιματική αλλαγή” δεν είναι παρά ένα όχημα για την επίτευξη ενός πλήρως συγκεντρωτικού παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, πιθανότατα υπό τον έλεγχο του ΔΝΤ, της BIS, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΟΗΕ.
Οι ετήσιες πληρωμές από τα πλουσιότερα έθνη στα παγκόσμια θεσμικά ταμεία είναι μια πράξη φόρου τιμής, μια επίδειξη πίστης και υποταγής. Είναι επίσης ένας τρόπος για ομάδες όπως το ΔΝΤ να δημιουργήσουν ένα σύστημα μεγαλύτερης αλληλεξάρτησης. Εάν τεράστια χρηματικά ποσά ρέουν μέσω των παγκοσμιοποιημένων θεσμών και αυτοί γίνονται οι διαιτητές του τρόπου αναδιανομής αυτού του πλούτου, μπορούν επίσης να δημιουργήσουν ένα σύστημα ανταμοιβών και τιμωριών. Μπορούν να τιμωρούν τις χώρες που δεν ακολουθούν τις επιταγές τους και μπορούν να δίνουν πλεονεκτήματα στις χώρες που ακολουθούν την γραμμή τους.
Όλα αυτά κορυφώνονται με μια νομισματική κρίση, την οποία οι παγκοσμιοποιητές θα χρησιμοποιήσουν ως ευκαιρία για να εισαγάγουν επιτέλους το μοντέλο CBDC (Central Bank Digital Currency). Και μόλις τα CBDCs εφαρμοστούν, η ικανότητά τους να κυριαρχούν στον πληθυσμό θα είναι πλήρης. Ένα σύστημα χωρίς μετρητά, χωρίς προστασία της ιδιωτικής ζωής στις συναλλαγές και με την δυνατότητα να κλείνουν την αγοραστική δύναμη ατόμων και ομάδων κατά βούληση; Είναι το σενάριο των ονείρων ενός ολοκληρωτισμού.
Δεν είναι ψέμα πως το κοινό βομβαρδίζεται συνεχώς με την προπαγάνδα για την υποτιθέμενη υπερθέρμανση του πλανήτη τον τελευταίο καιρό. Οι εξουσίες χρειάζονται μια υπαρξιακή κρίση ως γεννήτρια φόβου. Όταν οι άνθρωποι φοβούνται δεν σκέφτονται λογικά και στρέφονται στους χειρότερους δυνατούς ηγέτες για ανακούφιση. Και μια παγκόσμια απειλή απαιτεί μια παγκόσμια απάντηση, σωστά;
Οι αφηγήσεις περί καταστροφής από την υποτιθέμενη “κλιματική αλλαγή” (αν το κοινό μασήσει την προπαγάνδα) θα επιτρέψουν ένα ευρύ φάσμα συστημικών αλλαγών που δεν έχουν καμία σχέση με το περιβάλλον, παρά μόνο με την οικονομική κυριαρχία/επιβολή κι ολοκληρωτισμό.
Φορολόγηση και αναδιανομή του εθνικού πλούτου.
Η επιβολή του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας ως διαμεσολαβητή για τα παγκόσμια κεφάλαια. Η χρήση του καλαθιού SDR του ΔΝΤ ως defacto παγκόσμια νομισματική ομπρέλα. Η εισαγωγή των CBDCs και μιας κοινωνίας χωρίς μετρητά. Κανένα από αυτά τα πράγματα δεν έχει καμία σχέση με την υποτιθέμενη “κλιματική αλλαγή”, ακόμη και αν αυτή αποτελούσε αληθινή απειλή.
Αλλά τι γίνεται με το μοντέλο της καμένης γης; Αν η απώτερη πρόθεση είναι να καταστραφεί η οικονομία σε σημείο που να πεθάνει το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας, να υποχωρήσει το εμπόριο και να μειωθεί ο πληθυσμός, τότε η επιβίωση θα καθίσταται αφόρητη, τότε θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι οι παγκοσμιοποιητές “σώζουν τον πλανήτη” ξεφορτώνοντας τους ανθρώπους. Υποθέτω ότι αν πιστεύετε ότι η διατήρηση του πληθυσμού σε ένα διαρκές τριτοκοσμικό καθεστώς θα μας σώσει από την “υπερθέρμανση” του πλανήτη, τότε μπορεί να υποστηρίξετε μια τέτοια ατζέντα.
Είτε ο στόχος είναι απλώς η οικονομική μικροδιαχείριση, είτε η αναγκαστική εκκαθάριση της παραγωγής, το αποτέλεσμα θα είναι περισσότερη εξουσία στους διεθνιστές και λιγότερη ελευθερία και ευημερία για όλους τους άλλους.
Μπορούν να το γυρίσουν όπως θέλουν, αλλά όταν οι ελίτ ζητούν ένα “οικονομικό σοκ”, στην πραγματικότητα ζητούν ένα δραματικό στραγγαλισμό του συστήματος, ώστε να μην μπορεί πλέον να συντηρήσει τον υπάρχοντα πληθυσμό. Όταν καλούν για παγκόσμια φορολόγηση και φόρους στο όνομα της “ισότητας”, δεν προσπαθούν να κάνουν όλους εξίσου πλούσιους, αντιθέτως τους θέλουν όλους εξίσου φτωχούς. Και όταν ζητούν την κεντρική εποπτεία των εθνών για χάρη της σωτηρίας του πλανήτη, αυτό που πραγματικά θέλουν είναι η παγκόσμια διακυβέρνηση.
Στα τέλη Ιουνίου, κυβερνητικοί ηγέτες και στελέχη από όλο τον κόσμο συναντήθηκαν στην Σύνοδο Κορυφής για ένα νέο παγκόσμιο σύμφωνο χρηματοδότησης στο Παρίσι. Μεταξύ των συμμετεχόντων βρίσκονταν ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες, η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γέλεν, η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα και ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας Ατζέι Μπάνγκα.
Ο υποτιθέμενος σκοπός της συνόδου κορυφής ήταν να βρεθούν οικονομικές λύσεις για την επίτευξη των στόχων της αντιμετώπισης της φτώχειας με ταυτόχρονο περιορισμό των “εκπομπών που θερμαίνουν τον πλανήτη”. Όπως συμβαίνει με όλες τις εκδηλώσεις που σχετίζονται με την δήθεν κλιματική αλλαγή, η συζήτηση στο Παρίσι αναπόφευκτα στράφηκε στον διεθνή συγκεντρωτισμό της εξουσίας και στον σχηματισμό μιας παγκόσμιας κοινοπραξίας για την επίλυση των προβλημάτων που ισχυρίζονται ότι τα κυρίαρχα έθνη δεν μπορούν ή δεν θέλουν να επιλύσουν.
Ωστόσο, αυτό που βλέπω όλο και περισσότερο τα τελευταία δύο χρόνια είναι μια σύγκλιση των αφηγήσεων – οι κεντρικές αλλά και οι διεθνείς τράπεζες ανησυχούν τώρα ξαφνικά περισσότερο για την φορολόγηση του άνθρακα και την υπερθέρμανση του πλανήτη παρά για τον στάσιμο πληθωρισμό και την οικονομική κατάρρευση. Πιθανώς επειδή αυτός ήταν ο στόχος από την αρχή και η οικονομική κατάρρευση είναι μέρος του σχεδίου.
Οι παγκοσμιοποιητές συνδυάζουν τώρα το ζήτημα της δήθεν “κλιματικής αλλαγής” με την διεθνή οικονομική και νομισματική εξουσία. Με άλλα λόγια, δεν κρύβουν πλέον το γεγονός ότι η ατζέντα της “κλιματικής αλλαγής” αποτελεί μέρος της ατζέντας της “Μεγάλης Επαναφοράς”. Προτείνουν μάλιστα να χρησιμοποιηθεί η απειλή της “κλιματικής αλλαγής” ως εφαλτήριο για να δοθεί στις παγκόσμιες τράπεζες μεγαλύτερη εξουσία, έτσι ώστε να υπαγορεύουν την κυκλοφορία του πλούτου και για την αποδόμηση του υπάρχοντος συστήματος, ώστε να αντικατασταθεί με κάποιο άλλο πιο φιλικό προς τους ίδιους.
Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν δήλωσε στους αντιπροσώπους στην σύνοδο κορυφής του Παρισιού ότι “ο κόσμος χρειάζεται ένα σοκ δημόσιας χρηματοδότησης” για την καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη, δημιουργώντας παράλληλα “ισότητα” για τα λιγότερο πλούσια έθνη. Υποστήριξε επίσης ότι το σημερινό σύστημα δεν είναι κατάλληλο για την αντιμετώπιση των “παγκόσμιων προκλήσεων”.
Οι εισηγητές της εκδήλωσης σημείωσαν ότι το διεθνές οικονομικό πλαίσιο έχει πληγεί από μια σειρά κρίσεων, συμπεριλαμβανομένης της π(λ)ανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά εστίασαν στο “αυξανόμενο κόστος των καιρικών καταστροφών που εντείνεται από την υπερθέρμανση του πλανήτη” ως αιτία για την συνεχιζόμενη αποσταθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών συστημάτων.
Αυτό είναι προφανώς ανοησία, αλλά ταιριάζει με τον αφηγηματικό προγραμματισμό που προσπαθούν να δημιουργήσουν οι παγκοσμιοποιητές συνδέοντας την οικονομική παρακμή με την κλιματική αλλαγή. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν μηδενικές αποδείξεις ότι τα παγκόσμια καιρικά φαινόμενα είναι χειρότερα σήμερα απ’ ό,τι ήταν πριν από εκατό χρόνια, προτού οι βιομηχανίες που παράγουν διοξείδιο του άνθρακα γίνουν ευρέως διαδεδομένες. Δεν υπάρχει αποδεδειγμένη σχέση μεταξύ των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και οποιουδήποτε συγκεκριμένου καιρικού φαινομένου. Ο ισχυρισμός είναι απάτη. Δεν υπάρχει καμία ανθρωπογενής κλιματική κρίση.
Πόσοι ακόμη άνθρωποι θα ξεγελαστούν και θα πιστέψουν ότι υπάρχει κλιματική κρίση και για ποιο λόγο μπορεί να αξιοποιηθεί αυτός ο υστερικός φόβος;
Η πρωθυπουργός των Μπαρμπάντος Mia Mottley (όπως και πολλοί παγκοσμιοποιητές) τάχθηκε υπέρ του επαναπροσδιορισμού του ρόλου της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σε μια εποχή κλιματικών κινδύνων. Υποστηρίζει:
“Η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να είναι σε θέση να υποστηρίξει την πολιτική της. Αυτό που απαιτείται από εμάς τώρα είναι ο απόλυτος μετασχηματισμός και όχι η μεταρρύθμιση των θεσμών μας…”
Ο επικεφαλής του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες δήλωσε ότι:
“Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο δημιουργήθηκε στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Bretton Woods, αδυνατεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις και τώρα διαιωνίζει και επιδεινώνει ακόμη περισσότερο τις ανισότητες. Μπορούμε να λάβουμε μέτρα τώρα και να κάνουμε ένα τεράστιο άλμα προς την παγκόσμια δικαιοσύνη κι έχω προτείνει την παροχή κινήτρων ύψους 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως για επενδύσεις στην βιώσιμη ανάπτυξη και την δράση για το κλίμα”.
Παρουσίασαν επίσης ένα σχέδιο για την χρήση του SDR (Special Drawing Rights, δηλ. ένα διεθνές αποθεματικό περιουσιακό στοιχείο που δημιουργήθηκε από το ΔΝΤ για να συμπληρώσει τα επίσημα αποθεματικά των χωρών μελών του. Το SDR δεν είναι νόμισμα) του ΔΝΤ ως μηχανισμού για την ενίσχυση της παγκόσμιας ρευστότητας.
Λάβετε υπόψη σας ότι τα μέτρα τόνωσης της οικονομίας από τις κεντρικές τράπεζες και οι πολιτικές επιτοκίων των παγκόσμιων τραπεζιτών είναι αυτά που προκάλεσαν την τρέχουσα οικονομική κρίση. Δεν ήταν η π(λ)ανδημία, δεν ήταν ο πόλεμος στην Ουκρανία και σίγουρα δεν ήταν η “κλιματική αλλαγή”. Ήταν οι τράπεζες και η χρήση της νομισματικής χειραγώγησης που προκάλεσαν τον υψηλό πληθωρισμό των 40 και αυτό οδήγησε τις κεντρικές τράπεζες σε αύξηση των επιτοκίων και σε οικονομική αδυναμία. Αυτή η στρατηγική έχει προκαλέσει σταθερή κατάρρευση του χρέους και καταστροφές στο χρηματιστήριο στο παρελθόν.
Οι τραπεζίτες και οι παγκοσμιοποιητές είναι η πηγή του προβλήματος, δεν πρέπει να τους ανατεθεί η ευθύνη για την διόρθωσή του.
Και όμως, εδώ είναι, προσπαθώντας να πάρουν τον έλεγχο και να θεσπίσουν ένα σαρωτικό σχέδιο επαναφοράς για την καταστροφή που οι ίδιοι δημιούργησαν.
Πέρυσι ο ΟΗΕ πρότεινε ότι οι ανεπτυγμένες και οι αναδυόμενες οικονομίες, όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα, θα πρέπει να καταβάλλουν ένα είδος φόρου εκπομπών ρύπων, ύψους τουλάχιστον 2,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως σε ένα ταμείο για τις εξελίξεις της “κλιματικής αλλαγής” και ότι ο πλούτος αυτός θα αναδιανέμεται στα φτωχότερα έθνη. Αναδιανομή από ποιον; Από τους παγκοσμιοποιητές, φυσικά.
Άλλες ιδέες που βρίσκονται στο τραπέζι περιλαμβάνουν την φορολόγηση των κερδών από ορυκτά καύσιμα και τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές για την συγκέντρωση κεφαλαίων για το κλίμα. Δηλαδή, σχεδιάζουν να φορολογήσουν το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο έως ότου οι τιμές γίνουν τόσο υψηλές που το ευρύ κοινό δεν θα μπορεί να τις αντέξει οικονομικά.
Ειδικότερα, ο Μακρόν υποστήριξε την ιδέα ενός διεθνούς φόρου στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από την ναυτιλία, δήθεν για να γίνουν ακριβότερα τα υπερπόντια φορτία, ώστε να μειωθεί η ζήτηση για μεταποίηση. Αυτό επεκτείνει τους αυστηρούς κανόνες για τον άνθρακα που εφαρμόζονται ήδη στην ευρωπαϊκή γεωργία.
Όλα αυτά μοιάζουν με ασύνδετα σχέδια που αποσκοπούν απλώς στην διόγκωση των τιμών μέσω διαφόρων μορφών φορολογίας και αναγκάζουν το κοινό να καταναλώνει λιγότερα αγαθά, αλλά εδώ υπάρχει ένα πολύ μεγαλύτερο σχέδιο. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η “κλιματική αλλαγή” δεν είναι παρά ένα όχημα για την επίτευξη ενός πλήρως συγκεντρωτικού παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, πιθανότατα υπό τον έλεγχο του ΔΝΤ, της BIS, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΟΗΕ.
Οι ετήσιες πληρωμές από τα πλουσιότερα έθνη στα παγκόσμια θεσμικά ταμεία είναι μια πράξη φόρου τιμής, μια επίδειξη πίστης και υποταγής. Είναι επίσης ένας τρόπος για ομάδες όπως το ΔΝΤ να δημιουργήσουν ένα σύστημα μεγαλύτερης αλληλεξάρτησης. Εάν τεράστια χρηματικά ποσά ρέουν μέσω των παγκοσμιοποιημένων θεσμών και αυτοί γίνονται οι διαιτητές του τρόπου αναδιανομής αυτού του πλούτου, μπορούν επίσης να δημιουργήσουν ένα σύστημα ανταμοιβών και τιμωριών. Μπορούν να τιμωρούν τις χώρες που δεν ακολουθούν τις επιταγές τους και μπορούν να δίνουν πλεονεκτήματα στις χώρες που ακολουθούν την γραμμή τους.
Όλα αυτά κορυφώνονται με μια νομισματική κρίση, την οποία οι παγκοσμιοποιητές θα χρησιμοποιήσουν ως ευκαιρία για να εισαγάγουν επιτέλους το μοντέλο CBDC (Central Bank Digital Currency). Και μόλις τα CBDCs εφαρμοστούν, η ικανότητά τους να κυριαρχούν στον πληθυσμό θα είναι πλήρης. Ένα σύστημα χωρίς μετρητά, χωρίς προστασία της ιδιωτικής ζωής στις συναλλαγές και με την δυνατότητα να κλείνουν την αγοραστική δύναμη ατόμων και ομάδων κατά βούληση; Είναι το σενάριο των ονείρων ενός ολοκληρωτισμού.
Δεν είναι ψέμα πως το κοινό βομβαρδίζεται συνεχώς με την προπαγάνδα για την υποτιθέμενη υπερθέρμανση του πλανήτη τον τελευταίο καιρό. Οι εξουσίες χρειάζονται μια υπαρξιακή κρίση ως γεννήτρια φόβου. Όταν οι άνθρωποι φοβούνται δεν σκέφτονται λογικά και στρέφονται στους χειρότερους δυνατούς ηγέτες για ανακούφιση. Και μια παγκόσμια απειλή απαιτεί μια παγκόσμια απάντηση, σωστά;
Οι αφηγήσεις περί καταστροφής από την υποτιθέμενη “κλιματική αλλαγή” (αν το κοινό μασήσει την προπαγάνδα) θα επιτρέψουν ένα ευρύ φάσμα συστημικών αλλαγών που δεν έχουν καμία σχέση με το περιβάλλον, παρά μόνο με την οικονομική κυριαρχία/επιβολή κι ολοκληρωτισμό.
Φορολόγηση και αναδιανομή του εθνικού πλούτου.
Η επιβολή του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας ως διαμεσολαβητή για τα παγκόσμια κεφάλαια. Η χρήση του καλαθιού SDR του ΔΝΤ ως defacto παγκόσμια νομισματική ομπρέλα. Η εισαγωγή των CBDCs και μιας κοινωνίας χωρίς μετρητά. Κανένα από αυτά τα πράγματα δεν έχει καμία σχέση με την υποτιθέμενη “κλιματική αλλαγή”, ακόμη και αν αυτή αποτελούσε αληθινή απειλή.
Αλλά τι γίνεται με το μοντέλο της καμένης γης; Αν η απώτερη πρόθεση είναι να καταστραφεί η οικονομία σε σημείο που να πεθάνει το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας, να υποχωρήσει το εμπόριο και να μειωθεί ο πληθυσμός, τότε η επιβίωση θα καθίσταται αφόρητη, τότε θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι οι παγκοσμιοποιητές “σώζουν τον πλανήτη” ξεφορτώνοντας τους ανθρώπους. Υποθέτω ότι αν πιστεύετε ότι η διατήρηση του πληθυσμού σε ένα διαρκές τριτοκοσμικό καθεστώς θα μας σώσει από την “υπερθέρμανση” του πλανήτη, τότε μπορεί να υποστηρίξετε μια τέτοια ατζέντα.
Είτε ο στόχος είναι απλώς η οικονομική μικροδιαχείριση, είτε η αναγκαστική εκκαθάριση της παραγωγής, το αποτέλεσμα θα είναι περισσότερη εξουσία στους διεθνιστές και λιγότερη ελευθερία και ευημερία για όλους τους άλλους.
Μπορούν να το γυρίσουν όπως θέλουν, αλλά όταν οι ελίτ ζητούν ένα “οικονομικό σοκ”, στην πραγματικότητα ζητούν ένα δραματικό στραγγαλισμό του συστήματος, ώστε να μην μπορεί πλέον να συντηρήσει τον υπάρχοντα πληθυσμό. Όταν καλούν για παγκόσμια φορολόγηση και φόρους στο όνομα της “ισότητας”, δεν προσπαθούν να κάνουν όλους εξίσου πλούσιους, αντιθέτως τους θέλουν όλους εξίσου φτωχούς. Και όταν ζητούν την κεντρική εποπτεία των εθνών για χάρη της σωτηρίας του πλανήτη, αυτό που πραγματικά θέλουν είναι η παγκόσμια διακυβέρνηση.
Ο άνθρωπος πρέπει να συγχωρεί ακόμη και αν ο άλλος δεν το αξίζει.
Να μάθεις να συγχωρείς
Υπάρχουν στιγμές στην ζωή σου που πρέπει να φανείς ανώτερος των περιστάσεων. Υπάρχουν στιγμές στην ζωή σου που δεν φτάνει απλά να είσαι καλός με τους καλούς, αλλά πρέπει να είσαι καλός και με τους σκάρτους.
Όταν μπορέσεις να περάσεις αυτή την λεπτή γραμμή και να γίνεις ΥΠΕΡάνθρωπος, τότε μπορείς να λες στον εαυτό σου πως προσπάθησες και εσύ για να κάνεις καλύτερο αυτό τον κόσμο. Αν απλά αρκείσαι σε αυτά που κάνουν οι πολλοί, τότε μην ζητάς ιδιαίτερα ανταλλάγματα και ξεχωριστή ζωή.
Η μαγκιά στον άνθρωπο είναι να μπορεί να συγχωρεί ακόμη και αν ο άλλος δεν το αξίζει.
Να μπορεί να συγχωρεί ακόμη και αν ο άλλος δεν αλλάζει.
Να μπορεί να συγχωρεί ακόμη και αν ο άλλος δεν το ζητήσει.
Η μαγκιά στον άνθρωπο είναι να καταλάβει πως αν συγχωρήσει κάποιον, δεν το κάνει για τον «κάποιον», αλλά για να έχει καθαρή την ψυχή του.
Και πάντα με την κρυφή ελπίδα πως εκείνος που συγχώρησε, θα γίνει καλύτερος άνθρωπος στο μέλλον. Είτε αντιλήφθηκε την καλοσύνη του, είτε όχι.
Να μάθεις να συγχωρείς. Μόνο έτσι θα μάθεις να ζεις. Αληθινά. Να συγχωρείς.
Υπάρχουν στιγμές στην ζωή σου που πρέπει να φανείς ανώτερος των περιστάσεων. Υπάρχουν στιγμές στην ζωή σου που δεν φτάνει απλά να είσαι καλός με τους καλούς, αλλά πρέπει να είσαι καλός και με τους σκάρτους.
Όταν μπορέσεις να περάσεις αυτή την λεπτή γραμμή και να γίνεις ΥΠΕΡάνθρωπος, τότε μπορείς να λες στον εαυτό σου πως προσπάθησες και εσύ για να κάνεις καλύτερο αυτό τον κόσμο. Αν απλά αρκείσαι σε αυτά που κάνουν οι πολλοί, τότε μην ζητάς ιδιαίτερα ανταλλάγματα και ξεχωριστή ζωή.
Η μαγκιά στον άνθρωπο είναι να μπορεί να συγχωρεί ακόμη και αν ο άλλος δεν το αξίζει.
Να μπορεί να συγχωρεί ακόμη και αν ο άλλος δεν αλλάζει.
Να μπορεί να συγχωρεί ακόμη και αν ο άλλος δεν το ζητήσει.
Η μαγκιά στον άνθρωπο είναι να καταλάβει πως αν συγχωρήσει κάποιον, δεν το κάνει για τον «κάποιον», αλλά για να έχει καθαρή την ψυχή του.
Και πάντα με την κρυφή ελπίδα πως εκείνος που συγχώρησε, θα γίνει καλύτερος άνθρωπος στο μέλλον. Είτε αντιλήφθηκε την καλοσύνη του, είτε όχι.
Να μάθεις να συγχωρείς. Μόνο έτσι θα μάθεις να ζεις. Αληθινά. Να συγχωρείς.
Αληθινή γενναιοδωρία είναι να ξέρεις να αποδέχεσαι την αχαριστία
Σάς έχει τύχει να φερθείτε όμορφα σε έναν άνθρωπο ή να του έχετε προσφέρει από ψυχής κάτι που να είχε ανάγκη ή να βοηθήσατε ένα άτομο να βρει εργασία ή να δουλέψει στην εργασία σας ή άλλοτε να τον βοηθήσατε σε ψυχολογικό επίπεδο ή να τον εξελίξατε σε προσωπικό, σωματικό ή πνευματικό επίπεδο και στο τέλος να μην έδειξε ευγνωμοσύνη για τη βοήθεια που του δώσατε, αντιθέτως να σας προσέβαλε ή και να διέδωσε ψέματα μέσω κουτσομπολιού ή και συκοφαντίας, στρέφοντας εναντίον σας και άλλους ανθρώπους; Εάν ναι, δεν είστε οι μόνοι! Έχει τύχει σε όλους μας!
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν αυτό το φαινόμενο ένα είδος εσχάτης προδοσίας, που φανερώνει άτομο που τείνει προς αναισχυντία. Προφανώς προσδιορίζει μια κατώτερη και φοβισμένη οντότητα – σίγουρα όχι άνθρωπο – καθώς ο τελευταίος στρέφει την έγνοιά του προς τον ουρανό και τα θεία, γνωρίζοντας τη λεγόμενη «ύβρι» που μπορεί να διαπράξει από μια τέτοια πράξη μικρότητας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτή η μικρότητα δεν μπορεί να καταστρέψει τη φήμη, την αξιοπρέπεια ή ακόμη την οικογένεια ή εργασία ενός άλλου ανθρώπου. Είναι ένα άτομο που ζει στις σκιές και τρέφεται από την ενέργεια του μίσους και της κακίας. Σίγουρα δεν φανερώνει ένα σκεπτόμενο ή έξυπνο άτομο. Η πολύ επιτυχημένη ταινία «Η Αμφιβολία» («Doubt») μιλάει ακριβώς για αυτό το φαινόμενο του κουτσομπολιού και της συκοφαντίας που στο τέλος καταστρέφει έναν αθώο άνθρωπο. Στην ουσία το κουτσομπολιό και η συκοφαντία δείχνουν την ποιότητα του ίδιου του ατόμου κι όχι εκείνου που συκοφαντείται. Παρ’ όλα αυτά, ο αντίκτυπος μπορεί να είναι πολύ μεγάλος.
Το ένα πρόβλημα είναι το κουτσομπολιό και η συκοφαντία. Το άλλο είναι η αχαριστία και η αγνωμοσύνη στον άνθρωπο. Αυτά πολλές φορές συνδέονται. Όταν κάποιος είναι αχάριστος, σημαίνει ότι δεν εκτιμάει αυτά που του δόθηκαν ή το καλό που του προσφέρθηκε. Είναι, δηλαδή, αγνώμων. Η αγνωμοσύνη είναι το αντίθετο της ευγνωμοσύνης. Στη θετική ψυχολογία η ευγνωμοσύνη θεωρείται ένα θετικό συναίσθημα και στην πνευματικότητα μια ποιότητα που χρειάζεται να έχουμε, εάν θέλουμε να θεωρούμαστε πνευματικοί. Πρόκειται για μια εσωτερική ή εξωτερική ευχαριστία σε κάποιον που μας βοήθησε σε στιγμές κρίσης ή σε μια δύσκολη στιγμή. Υπάρχουν πολλοί τέτοιοι σπουδαίοι άνθρωποι ανάμεσά μας- από δασκάλους σε σχολεία, εθελοντές σε οργανώσεις, γονείς, φίλους, αγνώστους, γιατρούς, ψυχολόγους, γυμναστές, πνευματικούς ανθρώπους, μη έχοντες οικονομικά, κ.λ.π. Το να ξεχνάς αυτό που σου δόθηκε, ακόμη κι εάν αλλάξεις γνώμη για το άτομο, δεν σημαίνει ότι δεν το πήρες. Ο ανώτερος άνθρωπος θα αντιληφθεί και θα ευχαριστήσει αυτόν που του συμπαραστάθηκε ή τον βοήθησε σε μια στιγμή κρίσης. Φυσικά, δεν είναι αναγκασμένος να είναι μαζί του με κάποιον τρόπο. Η ζωή προχωρά και όλα αλλάζουν. Όμως, το να ευγνωμονείς για αυτό που σου δόθηκε αποτελεί δείγμα αξιοπρέπειας για τον ίδιο σου τον εαυτό.
Τι άλλο όμως συμβαίνει με αυτά τα άτομα; Προφανώς, τέτοια άτομα θέλουν συνέχεια να παίρνουν κι όχι να δίνουν, ζητούν διαρκώς περισσότερα. Καλλιεργούν έτσι έναν εαυτό άπληστο που επιζητά συνεχή προσοχή και «φροντίδα» με όλους τους τρόπους. Τρόπους εγωκεντρικούς και μεμψίμοιρους, όταν δεν ικανοποιούνται οι ανάγκες τους. Το άτομο, δηλαδή, είναι καλό ή κακό ανάλογα με την ικανοποίηση των αναγκών του. Τελικά, αυτό δεν βιώνει την αγάπη, ούτε και την γνωρίζει, παρά το υλικό πεδίο. Η έλλειψη αγάπης κατά την παιδική του ηλικία καθορίζει τις πράξεις του και οι υπόλοιποι καλούνται να του γεμίσουν αυτό το κενό. Το βιβλίο «Το δέντρο που έδινε» του Σελ Σιλβερστάιν περιγράφει στο τέλος ακριβώς αυτό το φαινόμενο. Την αχαριστία και την κακομάθεια του ατόμου που δεν έχει αίσιο τέλος, το τάισμα τέτοιων ανικανοποίητων συμπεριφορών.
Ας δούμε τι λένε οι σοφοί και μεγάλοι άνθρωποι που υπήρξαν κάποτε στη γη:
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν αυτό το φαινόμενο ένα είδος εσχάτης προδοσίας, που φανερώνει άτομο που τείνει προς αναισχυντία. Προφανώς προσδιορίζει μια κατώτερη και φοβισμένη οντότητα – σίγουρα όχι άνθρωπο – καθώς ο τελευταίος στρέφει την έγνοιά του προς τον ουρανό και τα θεία, γνωρίζοντας τη λεγόμενη «ύβρι» που μπορεί να διαπράξει από μια τέτοια πράξη μικρότητας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτή η μικρότητα δεν μπορεί να καταστρέψει τη φήμη, την αξιοπρέπεια ή ακόμη την οικογένεια ή εργασία ενός άλλου ανθρώπου. Είναι ένα άτομο που ζει στις σκιές και τρέφεται από την ενέργεια του μίσους και της κακίας. Σίγουρα δεν φανερώνει ένα σκεπτόμενο ή έξυπνο άτομο. Η πολύ επιτυχημένη ταινία «Η Αμφιβολία» («Doubt») μιλάει ακριβώς για αυτό το φαινόμενο του κουτσομπολιού και της συκοφαντίας που στο τέλος καταστρέφει έναν αθώο άνθρωπο. Στην ουσία το κουτσομπολιό και η συκοφαντία δείχνουν την ποιότητα του ίδιου του ατόμου κι όχι εκείνου που συκοφαντείται. Παρ’ όλα αυτά, ο αντίκτυπος μπορεί να είναι πολύ μεγάλος.
Το ένα πρόβλημα είναι το κουτσομπολιό και η συκοφαντία. Το άλλο είναι η αχαριστία και η αγνωμοσύνη στον άνθρωπο. Αυτά πολλές φορές συνδέονται. Όταν κάποιος είναι αχάριστος, σημαίνει ότι δεν εκτιμάει αυτά που του δόθηκαν ή το καλό που του προσφέρθηκε. Είναι, δηλαδή, αγνώμων. Η αγνωμοσύνη είναι το αντίθετο της ευγνωμοσύνης. Στη θετική ψυχολογία η ευγνωμοσύνη θεωρείται ένα θετικό συναίσθημα και στην πνευματικότητα μια ποιότητα που χρειάζεται να έχουμε, εάν θέλουμε να θεωρούμαστε πνευματικοί. Πρόκειται για μια εσωτερική ή εξωτερική ευχαριστία σε κάποιον που μας βοήθησε σε στιγμές κρίσης ή σε μια δύσκολη στιγμή. Υπάρχουν πολλοί τέτοιοι σπουδαίοι άνθρωποι ανάμεσά μας- από δασκάλους σε σχολεία, εθελοντές σε οργανώσεις, γονείς, φίλους, αγνώστους, γιατρούς, ψυχολόγους, γυμναστές, πνευματικούς ανθρώπους, μη έχοντες οικονομικά, κ.λ.π. Το να ξεχνάς αυτό που σου δόθηκε, ακόμη κι εάν αλλάξεις γνώμη για το άτομο, δεν σημαίνει ότι δεν το πήρες. Ο ανώτερος άνθρωπος θα αντιληφθεί και θα ευχαριστήσει αυτόν που του συμπαραστάθηκε ή τον βοήθησε σε μια στιγμή κρίσης. Φυσικά, δεν είναι αναγκασμένος να είναι μαζί του με κάποιον τρόπο. Η ζωή προχωρά και όλα αλλάζουν. Όμως, το να ευγνωμονείς για αυτό που σου δόθηκε αποτελεί δείγμα αξιοπρέπειας για τον ίδιο σου τον εαυτό.
Τι άλλο όμως συμβαίνει με αυτά τα άτομα; Προφανώς, τέτοια άτομα θέλουν συνέχεια να παίρνουν κι όχι να δίνουν, ζητούν διαρκώς περισσότερα. Καλλιεργούν έτσι έναν εαυτό άπληστο που επιζητά συνεχή προσοχή και «φροντίδα» με όλους τους τρόπους. Τρόπους εγωκεντρικούς και μεμψίμοιρους, όταν δεν ικανοποιούνται οι ανάγκες τους. Το άτομο, δηλαδή, είναι καλό ή κακό ανάλογα με την ικανοποίηση των αναγκών του. Τελικά, αυτό δεν βιώνει την αγάπη, ούτε και την γνωρίζει, παρά το υλικό πεδίο. Η έλλειψη αγάπης κατά την παιδική του ηλικία καθορίζει τις πράξεις του και οι υπόλοιποι καλούνται να του γεμίσουν αυτό το κενό. Το βιβλίο «Το δέντρο που έδινε» του Σελ Σιλβερστάιν περιγράφει στο τέλος ακριβώς αυτό το φαινόμενο. Την αχαριστία και την κακομάθεια του ατόμου που δεν έχει αίσιο τέλος, το τάισμα τέτοιων ανικανοποίητων συμπεριφορών.
Ας δούμε τι λένε οι σοφοί και μεγάλοι άνθρωποι που υπήρξαν κάποτε στη γη:
- «Ουδείς ασφαλέστερος εχθρός από τον ευεργετηθέντα αχάριστο», Καλλίμαχος.
- «Η πιο πικρή απογοήτευση είναι να προσφέρεις καλοσύνη και να ανταποδίδουν με αδικία», Πλάτων.
- «Επακόλουθο της αχαριστίας είναι η αναισχυντία», Ξενοφών.
- «Είναι ανθρώπινο να ακούς να σε κακολογούν μετά από μια ευεργεσία που έκανες», Μ. Αλέξανδρος.
- «Είναι οδυνηρό να ακούς να σε κακολογούν μετά από μια ευεργεσία που έκανες», Πλάτων.
- «Τον αχάριστο άνθρωπο, όταν τον καθίσεις στον ώμο σου, θα προσπαθήσει να ανέβει στο κεφάλι σου», Σαίξπηρ.
Τελικά, αναρωτιέσαι. Σώζεται ο άνθρωπος από τον ιό του κουτσομπολιού, της συκοφαντίας, του ανικανοποίητου και της αγνωμοσύνης; Είναι επικίνδυνος ένας τέτοιος άνθρωπος; Εμείς πώς μπορούμε να φερθούμε;
Ψυχολογικό προφίλ του αχάριστου ανθρώπου
Ξεκινάμε με την προσωπική ανασφάλεια που έχει με τον εαυτό του, τη χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση. Δεν νιώθει καλά με τον εαυτό του και την αξία του κι έτσι θέλει να κατεβάσει και τον άλλον που είναι καλός – επιτυχημένος – πλούσιος – όμορφος -ικανός κ.λ.π. Ως κύρια συναισθήματα καραδοκούν η ζήλια, ο ανταγωνισμός, ο θυμός και το μίσος, καθώς ο ίδιος δεν μπορεί να επιτύχει σε αυτά που ζηλεύει κι επιθυμεί. Νιώθει τεράστια ανεπάρκεια ως προς τις ικανότητές του και, επειδή δεν μπορεί να φτάσει τον στόχο του, προτιμά να συκοφαντήσει. Η παροιμία του Αισώπου «ότι δεν πιάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια» αποτελεί έναν μηχανισμό άμυνας στην ψυχολογία του. Η απογοήτευση ή η μη ενασχόληση του άλλου ατόμου με την προσωπικότητά του, με τα θέματα και τα προβλήματα του, η απόρριψη που βίωσε προφανώς (με δικές του σκέψεις και όχι απαραιτήτως με ρεαλιστική άποψη με βάση τα δεδομένα – αλλά μια διαστρεβλωμένη πραγματικότητα με βάση τις εμπειρίες του από την παιδική του ηλικία και την ανασφάλεια που νιώθει και προβάλει ότι τα έχει ο άλλος) δημιουργούν μια αλληλεπίδραση και ανάδυση πληθώρας μηχανισμών άμυνας μαζί με πολλά αρνητικά συναισθήματα που το διακατέχουν ούτως ή άλλως. Το βίωμα της αδικίας από τη δική του πλευρά που ερμηνεύεται με τρόπο που οδηγεί στη λεγόμενη θυματοποίηση, κάτι που πολλές φορές δημιουργεί αργότερα έναν επικίνδυνο θύτη.
Από συκοφαντία και ψευτιά έχουν δολοφονηθεί ή μπει φυλακή χιλιάδες αθώα άτομα. Οπότε, εδώ χρειάζεται να δούμε ποιος είναι ο «κακός» της υπόθεσης. Αυτός που συκοφαντεί ή αυτός που δεν έχει ιδέα για όλο αυτό που συμβαίνει πίσω από την πλάτη του; Το κουτσομπολιό και η συκοφαντία τραβούν γενικά την προσοχή των ατόμων για να ακούσουν άσχημα σχόλια για άλλους, προσφέροντας συγχρόνως μια απόλαυση στους ακροατές. Μεγαλώνει το αίσθημα της πολυτιμότητας και διαφορετικότητας της προσωπικότητάς μας έναντι αυτού που κατηγορείται. Όμως, τα νοητικά δυνατά άτομα και άτομα που γνωρίζουν την ανθρώπινη μικρότητα και την εγγεγραμμένη στο DNA μας φύση, την τάση μας για ψέμα, αντιλαμβάνονται ότι χρειάζεται να το ερευνήσουν και από την αντίθετη πλευρά. «Είναι αλήθεια όλα αυτά που ακούω; Ας το ερευνήσω και μετά βγάζω συμπέρασμα».
Τελικά, όλα γίνονται από χαμηλή αυτοεκτίμηση, αυτοπεποίθηση, έλλειψη δύναμης για να κατακτήσει αυτά που επιθυμεί. Και όλα πηγάζουν από έλλειψη αγάπης. Εάν το άτομο βίωνε αγάπη για τον εαυτό του, δεν θα είχε την ανάγκη να εκθέσει άλλους ανθρώπους με οποιονδήποτε τρόπο καθώς θα σεβόταν τόσο πολύ τον εαυτό του, που θα έλεγε «μου αρέσει να φέρομαι όπως θα ήθελα να μου φερθούν» εκδηλώνοντας τις ηθικές αξίες που έχει. «Σέβομαι τον εαυτό μου, σέβομαι και τους άλλους και, εάν υπάρχει μια παρεξήγηση με οποιοιδήποτε τρόπο, θα την επιλύσω σαν ώριμος ενήλικας. Θα φερθώ όπως θα ήθελα να μου φερθούν. Με σεβασμό και εστίαση στις καλές σχέσεις μέσω επίλυσης των διαφορών. Μπορεί στο τέλος να μην τα βρούμε, αλλά η σχέση θα έχει ολοκληρωθεί με επίλυση, αγάπη και σεβασμό.
Ψυχολογικό προφίλ του αχάριστου ανθρώπου
Ξεκινάμε με την προσωπική ανασφάλεια που έχει με τον εαυτό του, τη χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση. Δεν νιώθει καλά με τον εαυτό του και την αξία του κι έτσι θέλει να κατεβάσει και τον άλλον που είναι καλός – επιτυχημένος – πλούσιος – όμορφος -ικανός κ.λ.π. Ως κύρια συναισθήματα καραδοκούν η ζήλια, ο ανταγωνισμός, ο θυμός και το μίσος, καθώς ο ίδιος δεν μπορεί να επιτύχει σε αυτά που ζηλεύει κι επιθυμεί. Νιώθει τεράστια ανεπάρκεια ως προς τις ικανότητές του και, επειδή δεν μπορεί να φτάσει τον στόχο του, προτιμά να συκοφαντήσει. Η παροιμία του Αισώπου «ότι δεν πιάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια» αποτελεί έναν μηχανισμό άμυνας στην ψυχολογία του. Η απογοήτευση ή η μη ενασχόληση του άλλου ατόμου με την προσωπικότητά του, με τα θέματα και τα προβλήματα του, η απόρριψη που βίωσε προφανώς (με δικές του σκέψεις και όχι απαραιτήτως με ρεαλιστική άποψη με βάση τα δεδομένα – αλλά μια διαστρεβλωμένη πραγματικότητα με βάση τις εμπειρίες του από την παιδική του ηλικία και την ανασφάλεια που νιώθει και προβάλει ότι τα έχει ο άλλος) δημιουργούν μια αλληλεπίδραση και ανάδυση πληθώρας μηχανισμών άμυνας μαζί με πολλά αρνητικά συναισθήματα που το διακατέχουν ούτως ή άλλως. Το βίωμα της αδικίας από τη δική του πλευρά που ερμηνεύεται με τρόπο που οδηγεί στη λεγόμενη θυματοποίηση, κάτι που πολλές φορές δημιουργεί αργότερα έναν επικίνδυνο θύτη.
Από συκοφαντία και ψευτιά έχουν δολοφονηθεί ή μπει φυλακή χιλιάδες αθώα άτομα. Οπότε, εδώ χρειάζεται να δούμε ποιος είναι ο «κακός» της υπόθεσης. Αυτός που συκοφαντεί ή αυτός που δεν έχει ιδέα για όλο αυτό που συμβαίνει πίσω από την πλάτη του; Το κουτσομπολιό και η συκοφαντία τραβούν γενικά την προσοχή των ατόμων για να ακούσουν άσχημα σχόλια για άλλους, προσφέροντας συγχρόνως μια απόλαυση στους ακροατές. Μεγαλώνει το αίσθημα της πολυτιμότητας και διαφορετικότητας της προσωπικότητάς μας έναντι αυτού που κατηγορείται. Όμως, τα νοητικά δυνατά άτομα και άτομα που γνωρίζουν την ανθρώπινη μικρότητα και την εγγεγραμμένη στο DNA μας φύση, την τάση μας για ψέμα, αντιλαμβάνονται ότι χρειάζεται να το ερευνήσουν και από την αντίθετη πλευρά. «Είναι αλήθεια όλα αυτά που ακούω; Ας το ερευνήσω και μετά βγάζω συμπέρασμα».
Τελικά, όλα γίνονται από χαμηλή αυτοεκτίμηση, αυτοπεποίθηση, έλλειψη δύναμης για να κατακτήσει αυτά που επιθυμεί. Και όλα πηγάζουν από έλλειψη αγάπης. Εάν το άτομο βίωνε αγάπη για τον εαυτό του, δεν θα είχε την ανάγκη να εκθέσει άλλους ανθρώπους με οποιονδήποτε τρόπο καθώς θα σεβόταν τόσο πολύ τον εαυτό του, που θα έλεγε «μου αρέσει να φέρομαι όπως θα ήθελα να μου φερθούν» εκδηλώνοντας τις ηθικές αξίες που έχει. «Σέβομαι τον εαυτό μου, σέβομαι και τους άλλους και, εάν υπάρχει μια παρεξήγηση με οποιοιδήποτε τρόπο, θα την επιλύσω σαν ώριμος ενήλικας. Θα φερθώ όπως θα ήθελα να μου φερθούν. Με σεβασμό και εστίαση στις καλές σχέσεις μέσω επίλυσης των διαφορών. Μπορεί στο τέλος να μην τα βρούμε, αλλά η σχέση θα έχει ολοκληρωθεί με επίλυση, αγάπη και σεβασμό.
Δεν έχω τίποτε να σου πω, όμως σου γράφω τα ίδια, γιατί νιώθω σαν να σου μιλώ
Ο Μύρης στον Λεύκιο
Δεν έχω τίποτε να σου πω, όμως σου γράφω τα ίδια, γιατί νιώθω σαν να σου μιλώ.
Τι τα θες, Λεύκιε, τι τα θες; Καλά σ᾽ τα έλεγα εγώ. Ο αγαπημένος σου Παναίτιος και ο Ποσειδώνιος έφεραν τους Ρωμαίους των ανώτερων τάξεων κοντά στη φιλοσοφία και συγκεκριμένα στη Στοά. Η δημοφιλία αυτή είχε κόστος για τη φιλοσοφία.
Δεν με πειράζουν τα πλατωνικά στοιχεία που εισήγαγαν, που χώρισε ο Ποσειδώνιος την ψυχή σε δύο μέρη, ένα καλό κι ένα κακό. Ταιριάζει, εξάλλου, και στην εποχή μας ο χωρισμός του κόσμου σε δύο επίπεδα – δες μόνο τις λατρείες που κυριαρχούν σήμερα: όλοι αναζητούν τη σωτηρία της ψυχής τους. Ούτε νοιάζομαι που εγκατέλειψε ο Παναίτιος την άποψη ότι ο κόσμος τελικά εκπυρώνεται ή ότι υπάρχει μια συνεχής επανάληψη κοσμικών κύκλων.
Καλά έκαναν οι νέοι Στωικοί που έδωσαν τέτοια αξία στη γενική παιδεία και δεν έμειναν αποκλειστικά στη διδασκαλία των δικών τους δογμάτων, όπως οι Επικούρειοι.
Κι εμείς χάρη σε μια τέτοια παιδεία μάθαμε και καταλάβαμε τόσα πράγματα: διδαχτήκαμε λογοτεχνία και μυθολογία, αλλά βρίσκαμε μέσα σ᾽ αυτές το βαθύτερο νόημά τους, χάρη στην αλληγορική ερμηνεία των κειμένων.
Το κλειδί όμως για τη διάδοση της Στοάς εδώ στη Ρώμη το βλέπω πια ξεκάθαρα: ήταν που ο Παναίτιος έκανε πιο προσιτό το ιδεώδες του σοφού, χαμήλωσε τον πήχυ που λέμε σήμερα. Χάθηκε η αυστηρότητα και υποστηρίχθηκε ότι ο ενάρετος βίος είναι δυνατός χωρίς μεγάλες θυσίες.
Εγώ αυτά, και συγχώρεσέ με, τα λέω συμβιβασμό.
Σας φάνηκε δύσκολο να επιτευχθεί ο στωικός τρόπος ζωής και μειώσατε τις απαιτήσεις σας για να βρείτε οπαδούς, ή τέλος πάντων εκσυγχρονίσατε τη διδασκαλία σας ακολουθώντας τα αιτήματα των καιρών (αν σε ικανοποιεί περισσότερο η τελευταία διατύπωση).
Και τι πετύχατε, κι εσείς αλλά και οι Κυνικοί; Οι φιλόσοφοί σας όχι απλώς συναναστράφηκαν με βασιλείς και τους έδωσαν συμβουλές (αυτό το έκανε και ο θεϊκός Πλάτων), αλλά έφτασαν στο σημείο να αποτελούν την αυλή των ηγεμόνων δίπλα στους γελωτοποιούς, τους χορευτές, τις παλλακίδες και (πού είσαι Πλάτωνα!) τους ποιητές.
Καταλαβαίνω ότι στις μέρες μας, και εδώ και στην Αθήνα και στην Αλεξάνδρεια, όλοι είναι όλα. Για να γίνεις φιλόσοφος παίρνεις ό,τι σου ταιριάζει από τον καθένα: λίγο Πλάτωνα, λίγη Στοά, λίγο Πυθαγόρα, λίγο (πιο λίγο) Αριστοτέλη, μια πινελιά από Κυνικούς – μόνο οι Επικούρειοι μένουν εκτός. Και μήπως αντλούν από πρώτο χέρι; Κάθε άλλο: όπως στο σχολείο, όλοι διαβάζουν συλλογές και ανθολόγια κειμένων, εγχειρίδια και συνόψεις. Με λίγο κόπο μαθαίνουν λίγα πράγματα για όλες τις φιλοσοφίες. Έτσι που πάμε, αύριο θα εκδίδουν βιβλία Ο Πλάτωνας σε τρεις ώρες, Ο Αριστοτέλης για όλους, ή Πώς να γίνεις καλός στωικός σε δέκα μαθήματα. Όλα συμβαίνουν μέσα στις σχολές και μέσα στα βιβλία. Όμως δεν ταιριάζουν όλα μεταξύ τους! Καλά τους τα έγραψε ο Αττικός στο έργο του Εναντίον όσων επιχειρούν να ερμηνεύσουν τον Πλάτωνα μέσω του Αριστοτέλη.
Κάτι λείπει, Λεύκιε, και αυτό το διαισθάνεσαι καλύτερα στη Ρώμη, όπου υπάρχουν τα πάντα: όλες οι φιλοσοφίες, όλες οι θρησκείες, όλες οι φυλές του κόσμου. Σε προλαβαίνω: δεν θεωρώ άχρηστη την περιπλάνησή μου, είδα κι έμαθα πολλά. Έκλεισε κιόλας ένας χρόνος· καιρός να γυρίσω. Αλλά ο νόστος μου δεν είναι τόσο στην πατρίδα, είναι ένας γυρισμός στον ίδιο μου τον εαυτό, μια στροφή στην ψυχή μου. Δεν ήμουν κοσμοπολίτης όταν ξεκίνησα, ούτε έγινα τώρα που γυρνώ. Ο δικός μου τόπος είναι το μέσα μου· εκεί θέλω να πάω, εκεί θέλω να μείνω. Καλό το ταξίδι που μου έδωσε η φιλοσοφία. Αλλά κακά τα ψέματα: θέλω να φτάσω και κάπου.
Άσχετο: άκουσα ότι στην Αλεξάνδρεια άνοιξε σχολή ένας Αμμώνιος (το Σακκάς τι σημαίνει;), μυστήριος άνθρωπος και δυναμικός. Γιατί δεν μου το έγραψες; Προφανώς δεν θα είναι του γούστου σου, για σκληρός πλατωνικός περνιέται, αλλά στα τόσα που μου γράφεις εντύπωση μου κάνει αυτή η παράλειψη.
Και μια και το ᾽φερε η κουβέντα: εγώ όλο για φιλοσοφία σού γράφω κι εσύ τίποτε, λέξη! Μόνο για την υγεία γνωστών και φίλων, τις γιορτές, τον σεισμό. Ούτε μπαίνεις στον κόπο να αντιπαρατεθείς μαζί μου στα φιλοσοφικά! Τι τρέχει, Λεύκιε; Βαρέθηκες τη φιλοσοφία; Βαρέθηκες εμένα; Βρήκες άλλα ενδιαφέροντα και μου τα κρύβεις;
Έγραψα βιαστικά αυτή την επιστολή στο φως του λυχναριού, γι᾽ αυτό αν κάτι μου ξέφυγε μην το κρίνεις αυστηρά. Υγίαινε, φίλτατε Λεύκιε.
Δεν έχω τίποτε να σου πω, όμως σου γράφω τα ίδια, γιατί νιώθω σαν να σου μιλώ.
Τι τα θες, Λεύκιε, τι τα θες; Καλά σ᾽ τα έλεγα εγώ. Ο αγαπημένος σου Παναίτιος και ο Ποσειδώνιος έφεραν τους Ρωμαίους των ανώτερων τάξεων κοντά στη φιλοσοφία και συγκεκριμένα στη Στοά. Η δημοφιλία αυτή είχε κόστος για τη φιλοσοφία.
Δεν με πειράζουν τα πλατωνικά στοιχεία που εισήγαγαν, που χώρισε ο Ποσειδώνιος την ψυχή σε δύο μέρη, ένα καλό κι ένα κακό. Ταιριάζει, εξάλλου, και στην εποχή μας ο χωρισμός του κόσμου σε δύο επίπεδα – δες μόνο τις λατρείες που κυριαρχούν σήμερα: όλοι αναζητούν τη σωτηρία της ψυχής τους. Ούτε νοιάζομαι που εγκατέλειψε ο Παναίτιος την άποψη ότι ο κόσμος τελικά εκπυρώνεται ή ότι υπάρχει μια συνεχής επανάληψη κοσμικών κύκλων.
Καλά έκαναν οι νέοι Στωικοί που έδωσαν τέτοια αξία στη γενική παιδεία και δεν έμειναν αποκλειστικά στη διδασκαλία των δικών τους δογμάτων, όπως οι Επικούρειοι.
Κι εμείς χάρη σε μια τέτοια παιδεία μάθαμε και καταλάβαμε τόσα πράγματα: διδαχτήκαμε λογοτεχνία και μυθολογία, αλλά βρίσκαμε μέσα σ᾽ αυτές το βαθύτερο νόημά τους, χάρη στην αλληγορική ερμηνεία των κειμένων.
Το κλειδί όμως για τη διάδοση της Στοάς εδώ στη Ρώμη το βλέπω πια ξεκάθαρα: ήταν που ο Παναίτιος έκανε πιο προσιτό το ιδεώδες του σοφού, χαμήλωσε τον πήχυ που λέμε σήμερα. Χάθηκε η αυστηρότητα και υποστηρίχθηκε ότι ο ενάρετος βίος είναι δυνατός χωρίς μεγάλες θυσίες.
Εγώ αυτά, και συγχώρεσέ με, τα λέω συμβιβασμό.
Σας φάνηκε δύσκολο να επιτευχθεί ο στωικός τρόπος ζωής και μειώσατε τις απαιτήσεις σας για να βρείτε οπαδούς, ή τέλος πάντων εκσυγχρονίσατε τη διδασκαλία σας ακολουθώντας τα αιτήματα των καιρών (αν σε ικανοποιεί περισσότερο η τελευταία διατύπωση).
Και τι πετύχατε, κι εσείς αλλά και οι Κυνικοί; Οι φιλόσοφοί σας όχι απλώς συναναστράφηκαν με βασιλείς και τους έδωσαν συμβουλές (αυτό το έκανε και ο θεϊκός Πλάτων), αλλά έφτασαν στο σημείο να αποτελούν την αυλή των ηγεμόνων δίπλα στους γελωτοποιούς, τους χορευτές, τις παλλακίδες και (πού είσαι Πλάτωνα!) τους ποιητές.
Καταλαβαίνω ότι στις μέρες μας, και εδώ και στην Αθήνα και στην Αλεξάνδρεια, όλοι είναι όλα. Για να γίνεις φιλόσοφος παίρνεις ό,τι σου ταιριάζει από τον καθένα: λίγο Πλάτωνα, λίγη Στοά, λίγο Πυθαγόρα, λίγο (πιο λίγο) Αριστοτέλη, μια πινελιά από Κυνικούς – μόνο οι Επικούρειοι μένουν εκτός. Και μήπως αντλούν από πρώτο χέρι; Κάθε άλλο: όπως στο σχολείο, όλοι διαβάζουν συλλογές και ανθολόγια κειμένων, εγχειρίδια και συνόψεις. Με λίγο κόπο μαθαίνουν λίγα πράγματα για όλες τις φιλοσοφίες. Έτσι που πάμε, αύριο θα εκδίδουν βιβλία Ο Πλάτωνας σε τρεις ώρες, Ο Αριστοτέλης για όλους, ή Πώς να γίνεις καλός στωικός σε δέκα μαθήματα. Όλα συμβαίνουν μέσα στις σχολές και μέσα στα βιβλία. Όμως δεν ταιριάζουν όλα μεταξύ τους! Καλά τους τα έγραψε ο Αττικός στο έργο του Εναντίον όσων επιχειρούν να ερμηνεύσουν τον Πλάτωνα μέσω του Αριστοτέλη.
Κάτι λείπει, Λεύκιε, και αυτό το διαισθάνεσαι καλύτερα στη Ρώμη, όπου υπάρχουν τα πάντα: όλες οι φιλοσοφίες, όλες οι θρησκείες, όλες οι φυλές του κόσμου. Σε προλαβαίνω: δεν θεωρώ άχρηστη την περιπλάνησή μου, είδα κι έμαθα πολλά. Έκλεισε κιόλας ένας χρόνος· καιρός να γυρίσω. Αλλά ο νόστος μου δεν είναι τόσο στην πατρίδα, είναι ένας γυρισμός στον ίδιο μου τον εαυτό, μια στροφή στην ψυχή μου. Δεν ήμουν κοσμοπολίτης όταν ξεκίνησα, ούτε έγινα τώρα που γυρνώ. Ο δικός μου τόπος είναι το μέσα μου· εκεί θέλω να πάω, εκεί θέλω να μείνω. Καλό το ταξίδι που μου έδωσε η φιλοσοφία. Αλλά κακά τα ψέματα: θέλω να φτάσω και κάπου.
Άσχετο: άκουσα ότι στην Αλεξάνδρεια άνοιξε σχολή ένας Αμμώνιος (το Σακκάς τι σημαίνει;), μυστήριος άνθρωπος και δυναμικός. Γιατί δεν μου το έγραψες; Προφανώς δεν θα είναι του γούστου σου, για σκληρός πλατωνικός περνιέται, αλλά στα τόσα που μου γράφεις εντύπωση μου κάνει αυτή η παράλειψη.
Και μια και το ᾽φερε η κουβέντα: εγώ όλο για φιλοσοφία σού γράφω κι εσύ τίποτε, λέξη! Μόνο για την υγεία γνωστών και φίλων, τις γιορτές, τον σεισμό. Ούτε μπαίνεις στον κόπο να αντιπαρατεθείς μαζί μου στα φιλοσοφικά! Τι τρέχει, Λεύκιε; Βαρέθηκες τη φιλοσοφία; Βαρέθηκες εμένα; Βρήκες άλλα ενδιαφέροντα και μου τα κρύβεις;
Έγραψα βιαστικά αυτή την επιστολή στο φως του λυχναριού, γι᾽ αυτό αν κάτι μου ξέφυγε μην το κρίνεις αυστηρά. Υγίαινε, φίλτατε Λεύκιε.
Η δημιουργία του εαυτού εξαρτάται πλήρως από τη σχέση με τη μητέρα
Σήμερα, οι περισσότεροι νέοι έχουν απορίες για τις σχέσεις τους και το σεξ. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν ενισχύσει τον πανσεξουαλισμό. Στη νεωτερική περίοδο, οι γυναίκες δεν δίνουν στα παιδιά την απόλυτη αγάπη που χρειάζονται γιατί εργάζονται κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μένουν με ένα κενό, το οποίο σπεύδουν να το γεμίσουν με σεξ, συνήθως τα κορίτσια, και με επιθετικότητα, συνήθως οι άνδρες, π.χ. στο γήπεδο.
Το σεξ είναι βασικό κομμάτι της ζωής. Τα στάδια της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης ενός παιδιού χωρίζονται στον πρώτο χρόνο της ζωής του, τη στοματική φάση, στον δεύτερο χρόνο της ζωής του, την πρωκτική φάση, στον τρίτο χρόνο της ζωής του, τη φαλλική φάση, και τέλος στο διάστημα από τον τρίτο ως τον έκτο χρόνο της ζωής του, που ονομάζουμε οιδιποδειακή ή γενετησιακή φάση. Άρα, όταν δεν μπορείς να αλλάξεις την κληρονομικότητα, χρειάζεται να δίνεται η απαραίτητη προσοχή στην ανατροφή ενός παιδιού. Τον πρώτο χρόνο της ζωής του ένα μωρό πρέπει να λαμβάνει τα πάντα, όλα όσα επιθυμεί. Διαφορετικά, μένουν πληγές ανοιχτές και η δημιουργία του εαυτού εξαρτάται πλήρως από τη σχέση με τη μητέρα. Έχει βρεθεί ότι αν η μητέρα είναι καταθλιπτική, αυτό επιδρά σε αντίστοιχα κομμάτια του πρώιμου εγκεφάλου του εμβρύου και μετέπειτα του βρέφους. Το άγχος, επίσης, ξεκινά από την εμβρυϊκή ζωή και εξαρτάται από την ψυχική ζωή της μητέρας.
Τα προβλήματα της οικογένειας ξεκινούν από την υποβάθμιση της γυναίκας. Παλιότερα οι άνδρες την έδερναν, την υποτιμούσαν ή την απατούσαν. Ήταν υποτακτική και δεν είχε ανεξαρτησία. Έτσι, η μητέρα γινόταν προβληματική. Γι’ αυτό βλέπουμε πολλούς νέους, ακόμα και σε μεγάλη ηλικία, να μένουν με τη μητέρα τους. Είναι ο προστάτης-γιος. Ο γάμος είναι μία από τις σημαντικότερες αιτίες της χρόνιας κατάθλιψης. Το 80% των ζευγαριών δεν τα πάνε καλά, το 50% χωρίζουν, το 30% δεν χωρίζουν για κοινωνικο-οικονομικούς λόγους, το 20% είναι σε σχετικά καλό επίπεδο και μόνο το 5%-10% είναι πραγματικά ευτυχισμένοι. Επομένως, η πλειονότητα των σχέσεων είναι ψεύτικες και βολεμένες. Δεν βρήκαν ποτέ το ιδανικό.
Κατά τον δεύτερο χρόνο της ζωής μας όλοι περνάμε μια ομοφυλοφιλική φάση. Επίσης, κάποια ομοφυλοφιλικά στοιχεία τα έχουμε όλοι μέσα μας λόγω ορμονών από τα δύο φύλα, αλλά και επειδή αγαπούσαμε εξίσου τη μητέρα και τον πατέρα μας. Σταδιακά, τα φυσιολογικά ομοφυλοφιλικά αισθήματα τα απωθούμε και ξαναζωντανεύουν στην ηλικία των 12-14 ετών. Τότε σχεδόν όλα τα παιδιά είναι για μια περίοδο ομοφυλοφιλικά. Και στον στρατό αναπτύσσονται αντίστοιχα αισθήματα. Αν εμάς τους δυο μάς αφήσουν σε ένα νησί μόνους μας, είναι σίγουρο ότι θα ξυπνήσει το σεξουαλικό μας ένστικτο, το οποίο θα θέλει εκτόνωση. Υπάρχει και ομοφυλοφιλία που μπορεί να είναι εν μέρει γονιδιακή και, φυσικά, υπάρχουν κι άλλες μορφές, που μπορεί να δημιουργηθούν μέσα στην οικογένεια.
Ο κεραυνοβόλος έρωτας κρατά από έναν μήνα ως ένα έτος. Όταν ακούτε άτομα να λένε στην αρχή της γνωριμίας τους με ένα άλλο πρόσωπο ότι «βρήκαν το άλλο τους μισό» καθώς και ότι «είσαι αυτό που περίμενα», να φεύγετε μακριά. Ο έρωτας είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να μας συμβεί. Μας δίνει χαρά, ευτυχία, ενθουσιασμό και όρεξη για ζωή. Υπάρχουν δύο είδη έρωτα: οι ενήλικοι ή ώριμοι έρωτες, που σχετίζονται με την αγάπη, και οι παλινδρομικοί έρωτες, που καλύπτουν ναρκισσιστικές ανάγκες. Αυτοί είναι συχνά εντονότατοι, αισθανόμαστε απελπισία, νιώθουμε κτητικότητα απέναντι στον άλλον και πολλές φορές διακρινόμαστε για την επιθετικότητά μας. Όλα αυτά προκαλούνται από την αναπόφευκτη ματαίωση των παιδικών επιθυμιών σε μια ενήλικη σχέση. Δεν είναι τυχαίο ότι παθαίνουμε εμμονή. Αναρωτιούνται: «με σκέφτεται;», «θα με πάρει τηλέφωνο;», «με θέλει;». Σκέφτονται, δηλαδή, το αντικείμενο του έρωτά τους ως μια ψυχαναγκαστική εμμονή.
Για παράδειγμα, το κύριο στοιχείο ενός ρομαντικού έρωτα είναι η εξιδανίκευση. Η αγάπη που προσφέρουμε αγγίζει το τέλειο. Δεν χρειάζεται να κάνουμε σεξ με τον άλλον. Όταν επέλθει η οικειότητα, ψυχική και σωματική, βρισκόμαστε στην αρχή του τέλους. Όλα γκρεμίζονται και βλέπουμε τον άλλον όπως είναι και εκεί έρχεται η απογοήτευση. Υπάρχει, βέβαια, και ο ομοιωματικός έρωτας, όταν βρίσκουμε κάποιον ή κάποια σαν εμάς, που είναι η καλύτερη μορφή και μπορεί να κρατήσει για μια ζωή. Όμως, ο τέλειος έρωτας δεν υπάρχει. Προβάλλουμε συνήθως τις δικές μας ανάγκες μέσα από την υποτιθέμενη αγάπη του άλλου.
Αγάπη είναι να μην περιμένεις να πάρεις αλλά να θες να δώσεις, όπως συμβαίνει με τη σωστή μητέρα που δίνει τα πάντα στο παιδί, χωρίς αντάλλαγμα. Αγάπη, φυσικά, σημαίνει νοιάζομαι για κάποιον πέρα από τον ίδιο μου τον εαυτό. Σημαίνει αφοσίωση, ενδιαφέρον, δημιουργείς έναν δεσμό, είτε φιλικό είτε συντροφικό. Στην αγάπη, όταν εναρμονίζεις το σεξ με τις συναισθηματικές ανάγκες μπορείς να βρεις μια μόνιμη ευτυχία, γιατί θα έχεις καταφέρει να έχεις κάποιον που υπάρχει για σένα.
Το σεξ είναι βασικό κομμάτι της ζωής. Τα στάδια της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης ενός παιδιού χωρίζονται στον πρώτο χρόνο της ζωής του, τη στοματική φάση, στον δεύτερο χρόνο της ζωής του, την πρωκτική φάση, στον τρίτο χρόνο της ζωής του, τη φαλλική φάση, και τέλος στο διάστημα από τον τρίτο ως τον έκτο χρόνο της ζωής του, που ονομάζουμε οιδιποδειακή ή γενετησιακή φάση. Άρα, όταν δεν μπορείς να αλλάξεις την κληρονομικότητα, χρειάζεται να δίνεται η απαραίτητη προσοχή στην ανατροφή ενός παιδιού. Τον πρώτο χρόνο της ζωής του ένα μωρό πρέπει να λαμβάνει τα πάντα, όλα όσα επιθυμεί. Διαφορετικά, μένουν πληγές ανοιχτές και η δημιουργία του εαυτού εξαρτάται πλήρως από τη σχέση με τη μητέρα. Έχει βρεθεί ότι αν η μητέρα είναι καταθλιπτική, αυτό επιδρά σε αντίστοιχα κομμάτια του πρώιμου εγκεφάλου του εμβρύου και μετέπειτα του βρέφους. Το άγχος, επίσης, ξεκινά από την εμβρυϊκή ζωή και εξαρτάται από την ψυχική ζωή της μητέρας.
Τα προβλήματα της οικογένειας ξεκινούν από την υποβάθμιση της γυναίκας. Παλιότερα οι άνδρες την έδερναν, την υποτιμούσαν ή την απατούσαν. Ήταν υποτακτική και δεν είχε ανεξαρτησία. Έτσι, η μητέρα γινόταν προβληματική. Γι’ αυτό βλέπουμε πολλούς νέους, ακόμα και σε μεγάλη ηλικία, να μένουν με τη μητέρα τους. Είναι ο προστάτης-γιος. Ο γάμος είναι μία από τις σημαντικότερες αιτίες της χρόνιας κατάθλιψης. Το 80% των ζευγαριών δεν τα πάνε καλά, το 50% χωρίζουν, το 30% δεν χωρίζουν για κοινωνικο-οικονομικούς λόγους, το 20% είναι σε σχετικά καλό επίπεδο και μόνο το 5%-10% είναι πραγματικά ευτυχισμένοι. Επομένως, η πλειονότητα των σχέσεων είναι ψεύτικες και βολεμένες. Δεν βρήκαν ποτέ το ιδανικό.
Κατά τον δεύτερο χρόνο της ζωής μας όλοι περνάμε μια ομοφυλοφιλική φάση. Επίσης, κάποια ομοφυλοφιλικά στοιχεία τα έχουμε όλοι μέσα μας λόγω ορμονών από τα δύο φύλα, αλλά και επειδή αγαπούσαμε εξίσου τη μητέρα και τον πατέρα μας. Σταδιακά, τα φυσιολογικά ομοφυλοφιλικά αισθήματα τα απωθούμε και ξαναζωντανεύουν στην ηλικία των 12-14 ετών. Τότε σχεδόν όλα τα παιδιά είναι για μια περίοδο ομοφυλοφιλικά. Και στον στρατό αναπτύσσονται αντίστοιχα αισθήματα. Αν εμάς τους δυο μάς αφήσουν σε ένα νησί μόνους μας, είναι σίγουρο ότι θα ξυπνήσει το σεξουαλικό μας ένστικτο, το οποίο θα θέλει εκτόνωση. Υπάρχει και ομοφυλοφιλία που μπορεί να είναι εν μέρει γονιδιακή και, φυσικά, υπάρχουν κι άλλες μορφές, που μπορεί να δημιουργηθούν μέσα στην οικογένεια.
Ο κεραυνοβόλος έρωτας κρατά από έναν μήνα ως ένα έτος. Όταν ακούτε άτομα να λένε στην αρχή της γνωριμίας τους με ένα άλλο πρόσωπο ότι «βρήκαν το άλλο τους μισό» καθώς και ότι «είσαι αυτό που περίμενα», να φεύγετε μακριά. Ο έρωτας είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να μας συμβεί. Μας δίνει χαρά, ευτυχία, ενθουσιασμό και όρεξη για ζωή. Υπάρχουν δύο είδη έρωτα: οι ενήλικοι ή ώριμοι έρωτες, που σχετίζονται με την αγάπη, και οι παλινδρομικοί έρωτες, που καλύπτουν ναρκισσιστικές ανάγκες. Αυτοί είναι συχνά εντονότατοι, αισθανόμαστε απελπισία, νιώθουμε κτητικότητα απέναντι στον άλλον και πολλές φορές διακρινόμαστε για την επιθετικότητά μας. Όλα αυτά προκαλούνται από την αναπόφευκτη ματαίωση των παιδικών επιθυμιών σε μια ενήλικη σχέση. Δεν είναι τυχαίο ότι παθαίνουμε εμμονή. Αναρωτιούνται: «με σκέφτεται;», «θα με πάρει τηλέφωνο;», «με θέλει;». Σκέφτονται, δηλαδή, το αντικείμενο του έρωτά τους ως μια ψυχαναγκαστική εμμονή.
Για παράδειγμα, το κύριο στοιχείο ενός ρομαντικού έρωτα είναι η εξιδανίκευση. Η αγάπη που προσφέρουμε αγγίζει το τέλειο. Δεν χρειάζεται να κάνουμε σεξ με τον άλλον. Όταν επέλθει η οικειότητα, ψυχική και σωματική, βρισκόμαστε στην αρχή του τέλους. Όλα γκρεμίζονται και βλέπουμε τον άλλον όπως είναι και εκεί έρχεται η απογοήτευση. Υπάρχει, βέβαια, και ο ομοιωματικός έρωτας, όταν βρίσκουμε κάποιον ή κάποια σαν εμάς, που είναι η καλύτερη μορφή και μπορεί να κρατήσει για μια ζωή. Όμως, ο τέλειος έρωτας δεν υπάρχει. Προβάλλουμε συνήθως τις δικές μας ανάγκες μέσα από την υποτιθέμενη αγάπη του άλλου.
Αγάπη είναι να μην περιμένεις να πάρεις αλλά να θες να δώσεις, όπως συμβαίνει με τη σωστή μητέρα που δίνει τα πάντα στο παιδί, χωρίς αντάλλαγμα. Αγάπη, φυσικά, σημαίνει νοιάζομαι για κάποιον πέρα από τον ίδιο μου τον εαυτό. Σημαίνει αφοσίωση, ενδιαφέρον, δημιουργείς έναν δεσμό, είτε φιλικό είτε συντροφικό. Στην αγάπη, όταν εναρμονίζεις το σεξ με τις συναισθηματικές ανάγκες μπορείς να βρεις μια μόνιμη ευτυχία, γιατί θα έχεις καταφέρει να έχεις κάποιον που υπάρχει για σένα.
Ο Αριστοτέλης και η αποτυχία της μεσαίας τάξης
Αν δεχτούμε ότι οι πλούσιοι επιδιώκουν την ολιγαρχία και οι φτωχοί τη δημοκρατία δε μένει παρά να γίνει κατανοητό ότι η ισορροπία εξασφαλίζεται από την κυριαρχία της μέσης τάξης: «Επειδή στις περισσότερες πόλεις η μέση τάξη είναι μικρή, πάντοτε όποιοι από τους άλλους δύο υπερισχύουν, είτε οι πλούσιοι είτε ο λαός, αποκλίνοντας από το μέσον, προσανατολίζουν το πολίτευμα σύμφωνα με το συμφέρον τους, με αποτέλεσμα να προκύπτει δημοκρατία ή ολιγαρχία». (1296a 23-27). Οι επαναστάσεις και οι αναταραχές δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαρκή σύγκρουση των άκρων, που είναι αδύνατο να συνυπάρξουν: «Επιπλέον, επειδή επαναστάσεις και διαμάχες συμβαίνουν ανάμεσα στο φτωχό λαό και στους πλούσιους, όποιος από τους δύο συμβεί να επιβληθεί στους αντιπάλους του, δεν εγκαθιδρύει πολίτευμα που αποβλέπει στο κοινό συμφέρον και στην ισότητα των πολιτών. Αντίθετα εκλαμβάνουν ως έπαθλο της νίκης τους την επιβολή πολιτεύματος και έτσι οι μεν εγκαθιστούν δημοκρατία, οι δε ολιγαρχία». (1296a 27-32).
Κι όταν λέμε πολίτευμα της μέσης τάξης δεν εννοούμε εκείνο που επιβάλλει τη διεύρυνση της μεσαίας τάξης μόνο ως οικονομικό μέγεθος, αλλά κι ως αντίληψη.
Η αντίληψη του πολιτεύματος ως έπαθλο της κυριαρχίας είναι η κατάδειξη της πιο συμφεροντολογικής πολιτειακής οπτικής, που εξ’ ορισμού ταυτίζεται με την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων επιδιώξεων, ανάλογα με τη δυναμική της ταξικής αναμέτρησης. Η διαιώνιση της αντίληψης αυτής είναι η διαιώνιση του συγκρουσιακού μοντέλου της εξουσίας, αφού ένα πολίτευμα που προκύπτει με τέτοιους όρους δεν μπορεί να παρά να βρίσκεται σε διαρκή επαγρύπνηση. Και η ακατάπαυστη επαγρύπνηση της εξουσίας είναι η ομολογία της υποβόσκουσας έντασης που αδυνατεί να εκτονωθεί και οφείλει να παραμείνει υποβόσκουσα σαν ωρολογιακή βόμβα που διαρκώς αναβάλλει την έκρηξη. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να γίνει λόγος για ισορροπία. Ο διαρκής αναβρασμός είναι η αστάθεια και η σύγχυση σε μια κοινωνία δυσαρμονίας. Το όλο κλίμα δε θα μπορούσε ποτέ να λειτουργήσει προς όφελος της πόλης.
Όμως, και πέρα από τα στενά όρια της πόλης η ωφελιμιστική εκδοχή του πολιτεύματος δε θα μπορούσε παρά να δράσει κερδοσκοπικά. Αυτό ακριβώς είναι το παιχνίδι της ηγεμονίας που κρύβεται πίσω από τη συμμαχική επίφαση και λειτουργεί απομυζητικά: «Ακόμη και εκείνοι που ασκούσαν την ηγεμονία στην Ελλάδα, ο καθένας από τους δύο αποβλέποντας στο δικό του πολίτευμα, επέβαλλαν στις πόλεις άλλοι δημοκρατίες και άλλοι ολιγαρχίες με σκοπό όχι την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πόλεων αλλά των δικών τους». (1296a 32-36).
Αυτό που μένει είναι ο πολιτικός καιροσκοπισμός, που αναγκαστικά στερείται οποιασδήποτε ιδεολογίας, αφού η μόνη δύναμη που κινεί τις πεποιθήσεις είναι το προσωπικό συμφέρον. Υπό αυτούς τους όρους, τα πολιτεύματα λειτουργούν ως δικαιολογία της κυριαρχίας, η οποία οφείλει να επικαλεστεί ένα περιτύλιγμα. Η μετατροπή της πολιτικής ιδεολογίας σε δεκανίκι της ισχύος προεξοφλεί την εκμηδένισή της: «Για τις αιτίες αυτές, λοιπόν, ή ποτέ δεν εμφανίζεται πολίτευμα της μέσης τάξης ή πολύ σπάνια και σε λίγες περιοχές». (1296a 36-38).
Κι όταν λέμε πολίτευμα της μέσης τάξης δεν εννοούμε εκείνο που επιβάλλει τη διεύρυνση της μεσαίας τάξης μόνο ως οικονομικό μέγεθος, αλλά κι ως αντίληψη. Γιατί ο μεσαίος που αποσκοπεί να πατήσει επί πτωμάτων προκειμένου να μεταπηδήσει στους πλούσιους, δεν είναι μεσαίος, αφού δεν αντιλαμβάνεται τον κοινωνικό του ρόλο. Ο μεσαίος είναι μεσαίος με την προϋπόθεση ότι καταλαβαίνει κι είναι ευχαριστημένος από τα πλεονεκτήματα της τάξης του. Με δυο λόγια η μεσαία τάξη δεν προβάλλεται μόνο ως οικονομικό αλλά (πρωτίστως) κι ως ιδεολογικό μέγεθος.
Ο φτωχός, αν φτάσει στο σημείο να στερείται τα βασικά για τη ζωή του, είναι δύσκολο να πλησιάσει την ισορροπία του μεσαίου. Του συνειδητοποιημένου μεσαίου. Γιατί ο μεσαίος που προσπαθεί να μιμηθεί (συνήθως κακέκτυπα) τον μπουρζουά έχοντάς τον ως πρότυπο ή που προσπαθεί να διευρύνει την περιουσία του κάνοντας συνεχώς αιματηρές οικονομίες χωρίς να απολαμβάνει τίποτε είναι μεσαίος μόνο οικονομικά (και ουδόλως ιδεολογικά) και συνήθως, αυτού του είδους οι μεσαίοι, είναι ιδιαιτέρως ευάλωτοι στα καλέσματα της πλουτοκρατίας – αν έρθουν ποτέ.
Η αντίληψη του πολιτεύματος ως έπαθλο της κυριαρχίας είναι η κατάδειξη της πιο συμφεροντολογικής πολιτειακής οπτικής, που εξ’ ορισμού ταυτίζεται με την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων επιδιώξεων, ανάλογα με τη δυναμική της ταξικής αναμέτρησης. Η διαιώνιση της αντίληψης αυτής είναι η διαιώνιση του συγκρουσιακού μοντέλου της εξουσίας, αφού ένα πολίτευμα που προκύπτει με τέτοιους όρους δεν μπορεί να παρά να βρίσκεται σε διαρκή επαγρύπνηση. Και η ακατάπαυστη επαγρύπνηση της εξουσίας είναι η ομολογία της υποβόσκουσας έντασης που αδυνατεί να εκτονωθεί και οφείλει να παραμείνει υποβόσκουσα σαν ωρολογιακή βόμβα που διαρκώς αναβάλλει την έκρηξη. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να γίνει λόγος για ισορροπία. Ο διαρκής αναβρασμός είναι η αστάθεια και η σύγχυση σε μια κοινωνία δυσαρμονίας. Το όλο κλίμα δε θα μπορούσε ποτέ να λειτουργήσει προς όφελος της πόλης.
Όμως, και πέρα από τα στενά όρια της πόλης η ωφελιμιστική εκδοχή του πολιτεύματος δε θα μπορούσε παρά να δράσει κερδοσκοπικά. Αυτό ακριβώς είναι το παιχνίδι της ηγεμονίας που κρύβεται πίσω από τη συμμαχική επίφαση και λειτουργεί απομυζητικά: «Ακόμη και εκείνοι που ασκούσαν την ηγεμονία στην Ελλάδα, ο καθένας από τους δύο αποβλέποντας στο δικό του πολίτευμα, επέβαλλαν στις πόλεις άλλοι δημοκρατίες και άλλοι ολιγαρχίες με σκοπό όχι την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πόλεων αλλά των δικών τους». (1296a 32-36).
Αυτό που μένει είναι ο πολιτικός καιροσκοπισμός, που αναγκαστικά στερείται οποιασδήποτε ιδεολογίας, αφού η μόνη δύναμη που κινεί τις πεποιθήσεις είναι το προσωπικό συμφέρον. Υπό αυτούς τους όρους, τα πολιτεύματα λειτουργούν ως δικαιολογία της κυριαρχίας, η οποία οφείλει να επικαλεστεί ένα περιτύλιγμα. Η μετατροπή της πολιτικής ιδεολογίας σε δεκανίκι της ισχύος προεξοφλεί την εκμηδένισή της: «Για τις αιτίες αυτές, λοιπόν, ή ποτέ δεν εμφανίζεται πολίτευμα της μέσης τάξης ή πολύ σπάνια και σε λίγες περιοχές». (1296a 36-38).
Κι όταν λέμε πολίτευμα της μέσης τάξης δεν εννοούμε εκείνο που επιβάλλει τη διεύρυνση της μεσαίας τάξης μόνο ως οικονομικό μέγεθος, αλλά κι ως αντίληψη. Γιατί ο μεσαίος που αποσκοπεί να πατήσει επί πτωμάτων προκειμένου να μεταπηδήσει στους πλούσιους, δεν είναι μεσαίος, αφού δεν αντιλαμβάνεται τον κοινωνικό του ρόλο. Ο μεσαίος είναι μεσαίος με την προϋπόθεση ότι καταλαβαίνει κι είναι ευχαριστημένος από τα πλεονεκτήματα της τάξης του. Με δυο λόγια η μεσαία τάξη δεν προβάλλεται μόνο ως οικονομικό αλλά (πρωτίστως) κι ως ιδεολογικό μέγεθος.
Ο φτωχός, αν φτάσει στο σημείο να στερείται τα βασικά για τη ζωή του, είναι δύσκολο να πλησιάσει την ισορροπία του μεσαίου. Του συνειδητοποιημένου μεσαίου. Γιατί ο μεσαίος που προσπαθεί να μιμηθεί (συνήθως κακέκτυπα) τον μπουρζουά έχοντάς τον ως πρότυπο ή που προσπαθεί να διευρύνει την περιουσία του κάνοντας συνεχώς αιματηρές οικονομίες χωρίς να απολαμβάνει τίποτε είναι μεσαίος μόνο οικονομικά (και ουδόλως ιδεολογικά) και συνήθως, αυτού του είδους οι μεσαίοι, είναι ιδιαιτέρως ευάλωτοι στα καλέσματα της πλουτοκρατίας – αν έρθουν ποτέ.
Οι μεσαίοι, τρέφοντας το όνειρο του προσωπικού πλουτισμού, υπήρξαν διεκδικητικοί περισσότερο προς τους όμοιούς τους παρά προς τους οικονομικά ισχυρότερους.
Τελικά, η κυριαρχία του πλούτου δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά και ιδεολογικό μέγεθος. Η διάλυση της μεσαίας τάξης αφορά πριν απ’ όλα την αποδόμησή του κοινωνικού της κύρους. Η παρουσίαση του μεσαίου ως φουκαρά, ως μίζερου, ως του ανθρώπου που διαρκώς μετρά, ως λανθάνοντα – αποτυχημένου μπουρζουά που θέλει κι αυτός να κάνει την επίδειξή του, ως πρόθυμου κάθε διαπλοκής προκειμένου να αποκτήσει περισσότερα, είναι η υποτίμηση της μεσαίας τάξης που δεν πρέπει ποτέ να αποκτήσει ιδεολογικό ανάστημα. Η μετατροπή του μεσαίου σε φιλήσυχο ανθρωπάκι που υπομένει τα πάντα προκειμένου να μη χάσει τα ελάχιστα είναι ο θρίαμβος του πλούτου που πλέον γίνεται κοινωνικό πρότυπο. Μ’ αυτό το δεδομένο είναι αδύνατο να τηρηθεί οποιαδήποτε ισορροπία. Οι μεσαίοι μπορούν να ξεπουλήσουν τα πάντα προκειμένου να γίνουν οι ίδιοι πλούσιοι, μπορούν να συγκρουστούν αδυσώπητα με ανθρώπους της δικής τους τάξης, μπορούν να φτάσουν στα άκρα αν μυριστούν κέρδος. Πολλές φορές γίνονται οι πιο πιστοί υπηρέτες της πλουτοκρατίας. Κι αυτή ακριβώς είναι η χρεωκοπία τους.
Φυσικά, ο Αριστοτέλης, όταν αναφέρεται στη μεσαία τάξη δεν έχει στο νου του αυτό. Αναφέρεται στη μεσαία τάξη που έχει συνείδηση του ρόλου της ως εξισορροπητική δύναμη της πολιτείας, δηλαδή ως κύριου διαχειριστή της εξουσίας που οφείλει να συμβιβάσει τα δύο άκρα του πλούτου και της φτώχειας. Μιλάμε δηλαδή για τη μεσαία τάξη που αντιλαμβάνεται πλήρως την κοινωνική της αποστολή. Η κατανόηση και η αποδοχή της επίδρασης μίας τάξης στο πολίτευμα δεν είναι τίποτε άλλο από την αναγνώριση της σημασίας της. Κι αυτό δεν είναι απλώς αυτό που ονομάζουμε ταξική συνείδηση με τα στενά οικονομικά όρια, αλλά με την έννοια της κοινωνικής αποστολής, που ανά πάσα στιγμή θα γεννήσει τη διεκδίκηση.
Η διάλυση της μεσαίας τάξης δεν μπορεί να επιφέρει τίποτε περισσότερο από την όξυνση της φτώχειας και το άνοιγμα της ψαλίδας με τον πλούτο. Η υπέρτατη φτώχεια που οφείλει να συνυπάρξει με τον υπέρτατο πλούτο είναι η κοινωνική πρόκληση που θα γεννήσει τη βία. Η εικόνα του ανθρώπου που τρέφεται απ’ τα σκουπίδια είναι το επιστέγασμα της κοινωνικής αποτυχίας. Γι’ αυτό η μεσαία τάξη οφείλει να σηκώσει ανάστημα. Γιατί οφείλει να διεκδικήσει ισότητα χωρίς ούτε να κόπτεται για την εξουσία ούτε και να ανέχεται να την εξουσιάζουν με τρόπο απροκάλυπτο: «Όμως τώρα επικράτησε στις πόλεις να μη θέλουν οι πολίτες την ισότητα, αλλά ή να επιδιώκουν να εξουσιάζουν ή να ανέχονται να εξουσιάζονται». (1296a 40, 1296b 1-2).
Η μεσαία τάξη ως συνειδητός διαμεσολαβητής των άκρων, δηλαδή ως τάξη που αντιλαμβάνεται τον κοινωνικό της ρόλο κι ως εκ τούτου αντλεί αυτοεκτίμηση δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να υπερασπίσει τα συμφέροντά της. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η επικινδυνότητα του καθορισμού της αποστολής. Γιατί για το φτωχό η διεκδίκηση είναι απολύτως ξεκάθαρη και αφορά τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, όπως βέβαια και για τον πλούσιο που είναι να μη χάσει τα κεκτημένα κι όσο είναι δυνατό να αποκτήσει κι άλλα. Για τη μεσαία τάξη όμως, που αντιλαμβάνεται τη μεσότητα ως προϋπόθεση για την κατάκτηση της ευτυχίας, ο κοινωνικός ρόλος που της αναλογεί δεν αναλώνεται αποκλειστικά στη βελτίωση της οικονομικής της θέσης (χωρίς βέβαια αυτό να της είναι αδιάφορο), αλλά στην κατοχύρωση των οικονομικών της δεδομένων (η μεσαία τάξη που κινδυνεύει να χάσει την οικονομική της δύναμη υποβαθμίζοντας το επίπεδο ζωής της είναι η μεσαία τάξη που έχει ήδη αποτύχει), και κυρίως στη διεύρυνση της πληθυσμιακής της αναλογίας. Γιατί η μεσαία τάξη οφείλει να ξέρει ότι η δύναμή της δεν είναι τίποτε άλλο από την πληθυσμιακή της υπεροχή. Ο Αριστοτέλης αναφερόμενος στα πολιτεύματα του παρελθόντος, τα οποία αποκαλεί αρχαία, είναι σαφής: «Οι αρχαίες αυτές πολιτείες εύλογα ήταν ολιγαρχίες και δημοκρατίες, διότι δεν είχαν πολυάνθρωπη μέση τάξη εξαιτίας του μικρού πληθυσμού, με αποτέλεσμα όντας λίγοι και χωρίς οργάνωση, ανέχονταν να εξουσιάζονται». (1297b 25-28).
Από τη στιγμή που καθίσταται σαφές ότι η δύναμη της μεσαίας τάξης κρύβεται τόσο στη συνείδηση των ανθρώπων που την αποτελούν όσο και στο πληθυσμιακό μέγεθός της, είναι ηλίου φαεινότερο ότι η μεσαία τάξη οφείλει να συμβάλει στο γεφύρωμα των άκρων (πλούσιοι και φτωχοί) και σε οικονομικό επίπεδο. Το να ενισχυθούν οικονομικά οι φτωχοί αποδυναμώνοντας τους πλούσιους, χωρίς βέβαια να απαξιώνονται οι όροι της αξιοκρατίας που οφείλουν να εκδηλωθούν και οικονομικά, θα πρέπει να είναι η σπουδαιότερη επιδίωξή της, αφού αυτή η πολιτική θα επιφέρει ακόμη περισσότερο τη μεσότητα που πρεσβεύει. «…το πολίτευμα το οποίο στηρίζεται στη μεσαία τάξη βρίσκεται πιο κοντά στο λαό παρά στους ολιγαρχικούς και γι’ αυτό είναι το ασφαλέστερο από τα παρόμοια πολιτεύματα». (βιβλίο πέμπτο, 1302a 15 – 20).
Από αυτή την άποψη η υπεράσπιση των κοινωνικών παροχών, ο έλεγχος της εξουσίας ώστε να μη διαπλέκεται με την πλουτοκρατία, η απαίτηση της αντικειμενικής δικαιοσύνης, με δυο λόγια η διαρκής εγρήγορση στην αξιολόγηση της πολιτειακής λειτουργίας θα έπρεπε να είναι το κύριο έργο της μεσαίας τάξης για να παραμείνει ισχυρή. Γιατί αν όλα αυτά δε συμβαίνουν και η τρέχουσα πολιτική ευνοεί την όξυνση του οικονομικού χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών δε θα μπορούσε να υπάρξει άλλο επακόλουθο από τη συρρίκνωση και της μεσαίας τάξης. Και η συρρίκνωση της μεσαίας τάξης είναι η ενδυνάμωση των άκρων που μόνο πολιτειακή ανασφάλεια μπορεί να φέρει.
Αν ρίξουμε μια ματιά στη σύγχρονη εποχή θα δούμε στην πράξη τι σημαίνει να χτυπιέται η μεσαία τάξη από την ενδυνάμωση των άκρων. Η άκρατη φτώχεια που δημιουργείται από την απαξίωση της κοινωνικής πολιτικής και την ενίσχυση της κερδοφορίας των μεγαλοεπενδυτών με την ανεργία, την πτώση των μισθών, την παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου, τη συρρίκνωση των εργασιακών δικαιωμάτων, την ελαστικοποίηση του ωραρίου και πάει λέγοντας, θα ήταν αδύνατο να αφήσει ανέγγιχτη τη μεσαία τάξη. Η αντίληψη του στείρου ωφελιμισμού που υπαγορεύει τη διεκδίκηση μόνο υπό τους όρους της προσωπικής οικονομικής φθοράς στοίχισε (και στοιχίζει) πολύ ακριβά στους μεσαίους, που ασφαλώς δε στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Γιατί απεδείχθη ότι δεν είχαν ούτε συνείδηση της μεσότητας ως επιλογή στην αναζήτηση της ευτυχίας ούτε αντίληψη του κοινωνικού τους ρόλου να διευρύνονται πληθυσμιακά γεφυρώνοντας το χάσμα των άλλων.
Οι μεσαίοι, τρέφοντας το όνειρο του προσωπικού πλουτισμού, υπήρξαν διεκδικητικοί περισσότερο προς τους όμοιούς τους παρά προς τους οικονομικά ισχυρότερους. Η αδιαφορία, η απάθεια και η διεκδίκηση που αναλωνόταν πρωτίστως σε συντεχνιακές μικροσκοπιμότητες προωθώντας το στείρο συνδικαλισμό διέλυσαν κάθε έννοια ενότητας της μεσαίας τάξης. Η επιλογή των προσώπων που θα διαχειρίζονταν την εξουσία έχασε κάθε πολιτικό κριτήριο, αφού όλα τα καθόριζε ο λαϊκισμός και οι συντεχνιακές φατρίες των συμφερόντων. Η κατανάλωση και η συνακόλουθη επιθυμία του εύκολου πλουτισμού ήταν η αλλοτρίωση της μεσαίας τάξης που μοιραία αποπροσανατολίστηκε και πολιτικά.
Κι αν δεχτούμε ότι αυτό (πάνω – κάτω) συνέβη σε όλο το δυτικό κόσμο θα ήταν αδύνατο η Ελλάδα να αποτελέσει εξαίρεση, από τη στιγμή που η ελληνική μεσαία τάξη, ως απολύτως άπειρη και νεόπλουτη, έπεσε στην κατανάλωση με τα μούτρα. (Θα λέγαμε ότι στην ελληνική πραγματικότητα τα όρια της μεσαίας τάξης δεν ξεκαθαρίστηκαν ποτέ με σαφήνεια, αφού ο γιος του φτωχού αγρότη που γίνεται δημόσιος υπάλληλος και παίρνει δάνειο για να χτίσει μεζονέτα, νιώθει μάλλον πλούσιος αστός παρά μέσος). Το θέμα είναι ότι ακόμη και σήμερα, που τα πράγματα δείχνουν να ξεκαθαρίζουν για το που οδεύουν, οι μέσοι είναι περισσότερο διασπασμένοι παρά ενωμένοι. Κι αυτή είναι η πιο κατάφορη απόδειξη της αποτυχίας της μεσαίας τάξης.
Τελικά, αν κοιτάξουμε την ιστορία, είναι μάλλον δύσκολο να εντοπίσουμε μεσαία τάξη που να στάθηκε αντάξια του ρόλου της. Η μεσαία τάξη, αντί να είναι η εξισορροπητική δύναμη ανάμεσα στα άκρα, ήταν μάλλον μια τάξη χωρίς ταυτότητα, μια τάξη που παλαντζάριζε ανάμεσα στη φτώχεια και τον πλούτο νιώθοντας περήφανη που απέφυγε τη φτώχεια, αλλά ταπεινωμένη που δεν έφτασε στον πλούτο. Αντί να δράσει διεκδικητικά για την ισότητα ήταν αυτή που περισσότερο κλεινόταν στο καβούκι της από φόβο μη χάσει κι αυτά που έχει. Επί της ουσίας, έπαιζε μάλλον το παιχνίδι του πλούτου τρέφοντας πάντα την κρυφή ελπίδα να τον κατακτήσει. Κι αυτός είναι και ο λόγος που οι μέσοι δεν είχαν ποτέ την εκτίμηση των φτωχών.
Η αριστοτελική μεσότητα δεν μπόρεσε ποτέ να βρει σοβαρή πολιτειακή εκπροσώπηση: «Όπου πάλι το πλήθος της μέσης τάξης επιβάλλεται και στα δύο άκρα ή μόνο στο ένα από αυτά, εκεί ενδέχεται το πολίτευμα να είναι μόνιμο, γιατί δεν υφίσταται κίνδυνος να συμφωνήσουν οι πλούσιοι με τους φτωχούς εναντίον του. Η εξήγηση είναι ότι ποτέ δε θα θελήσουν να υποταχθούν οι μεν στους δε και ότι, αν ψάχνουν πολίτευμα ικανοποιητικό και για τους δύο συγχρόνως, κανένα άλλο εκτός από αυτό δε θα βρουν, γιατί δε θα ανεχόταν να κυβερνούν διαδοχικά λόγω της αμοιβαίας δυσπιστίας τους. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις ο πιο αξιόπιστος είναι ο διαιτητής, και εδώ διαιτητής είναι η μέση τάξη». (1296b 38-40, 1297a 1-6). Αν δεχτούμε ότι η μεσαία τάξη οφείλει να παίζει το διαιτητή, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι η σωστή της διαιτησία δεν αφορά απλώς τη διαχείριση των ξένων υποθέσεων, αλλά την ίδια την υπόστασή της. Αν μεροληπτεί προς όφελος του πλούτου τότε υποσκάπτει τη θέση της, πράγμα που δεν εννοεί να καταλάβει.
Υπό αυτή την έννοια, όλες οι λειτουργίες του πολιτεύματος αφορούν πάρα πολύ τη μεσαία τάξη, αφού και οι ελάχιστες διαφοροποιήσεις μπορεί να δράσουν μεροληπτικά για τη μία ή την άλλη πλευρά: «Πέντε είναι τα σοφίσματα που χρησιμοποιούνται στα πολιτεύματα για το συμφέρον δήθεν του λαού, τα εξής: για την εκκλησία του δήμου, για τα πολιτικά αξιώματα, για τα δικαστήρια, για τον εξοπλισμό και τη γυμναστική». (1297a 14-18).
Η αναφορά της εκκλησίας του δήμου αφορά βεβαίως τη συμμετοχή των πολιτών στα πολιτικά δρώμενα. Η συμμετοχή του λαού είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της πολιτειακής νομιμότητας, αφού η απόφαση του συνόλου είναι η πιο τρανταχτή επικύρωση κάθε απόφασης. Από την πλευρά της ολιγαρχίας, που θέλει κυρίως τη συμμετοχή των πλουσίων ο Αριστοτέλης σημειώνει: «Το σόφισμα σχετικά με την εκκλησία του δήμου επιτρέπει σε όλους να συμμετέχουν στην εκκλησία, επιβάλλει όμως πρόστιμο στους εύπορους πολίτες, αν δεν προσέρχονται, μάλιστα μόνο σε αυτούς ή σε αυτούς πολύ μεγαλύτερο». (1297a 18-20).
Από την πλευρά της δημοκρατίας πάλι, που θέλει όσο το δυνατό να απομακρύνει τους πλούσιους ο Αριστοτέλης γράφει: «Αντίθετα στις δημοκρατίες σοφίζονται τα εξής: Στους άπορους πολίτες παρέχουν μισθό για την προσέλευσή τους στην εκκλησία και στα δικαστήρια, δεν επιβάλλουν όμως κανένα πρόστιμο στους εύπορους για την αποχή τους». (1297a 35-38). Για να συμπεράνει: «Συνεπώς είναι φανερό ότι, αν κάποιος θέλει να συνδυάσει δίκαια τα δύο πολιτεύματα, οφείλει να συνθέσει τους θεσμούς των δύο πολιτευμάτων, δηλαδή να χορηγεί μισθό στους άπορους και να επιβάλει πρόστιμο στους εύπορους πολίτες». (1297a 38-40).
Ο Αριστοτέλης θα φέρει κι άλλα παραδείγματα θεσμών που λειτουργούν μεροληπτικά στις ολιγαρχίες: «Το σόφισμα για τα πολιτικά αξιώματα δεν επιτρέπει στους κατόχους εισοδήματος να παραιτούνται από τις αρχές, το επιτρέπει όμως στους άπορους πολίτες. Για τα δικαστήρια, επίσης, επιβάλλεται πρόστιμο στους εύπορους, αν δεν προσέρχονται να δικάσουν αλλά όχι και στους άπορους». (1297a 20-23).
Η μεσαία τάξη, ως παράγοντας διατήρησης των κοινωνικών ισορροπιών, οφείλει να δείχνει μεγάλη ευαισθησία σ’ αυτές τις προκλήσεις. Οφείλει δηλαδή να διεκδικεί ένα πολίτευμα που θα είναι πραγματικά κι όχι φαινομενικά ισότιμο για όλους. Η ανοχή σε ανισότητες που αφορούν τη συμμετοχή στις πολιτειακές διαδικασίες και τα αξιώματα, τη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση, τα εργασιακά δικαιώματα, τη φορολογία κι όλα αυτά που αναφέρονται ως στοιχειώδη για την απόδοση της ισονομίας και της αξιοκρατίας, είναι η πολιτική αδιαφορία που αφήνει πλέον τις πολιτικές εξελίξεις στην τύχη τους, κι αυτού του είδους οι συμπεριφορές, κατά κανόνα, εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ισχυρών. Η ταύτιση της εξουσίας με συγκεκριμένα συμφέροντα είναι η απόλυτη πολιτειακή στρέβλωση. Υπό αυτούς τους όρους είναι αδύνατο να μιλάμε για υγιείς δημοκρατίες.
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Τελικά, η κυριαρχία του πλούτου δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά και ιδεολογικό μέγεθος. Η διάλυση της μεσαίας τάξης αφορά πριν απ’ όλα την αποδόμησή του κοινωνικού της κύρους. Η παρουσίαση του μεσαίου ως φουκαρά, ως μίζερου, ως του ανθρώπου που διαρκώς μετρά, ως λανθάνοντα – αποτυχημένου μπουρζουά που θέλει κι αυτός να κάνει την επίδειξή του, ως πρόθυμου κάθε διαπλοκής προκειμένου να αποκτήσει περισσότερα, είναι η υποτίμηση της μεσαίας τάξης που δεν πρέπει ποτέ να αποκτήσει ιδεολογικό ανάστημα. Η μετατροπή του μεσαίου σε φιλήσυχο ανθρωπάκι που υπομένει τα πάντα προκειμένου να μη χάσει τα ελάχιστα είναι ο θρίαμβος του πλούτου που πλέον γίνεται κοινωνικό πρότυπο. Μ’ αυτό το δεδομένο είναι αδύνατο να τηρηθεί οποιαδήποτε ισορροπία. Οι μεσαίοι μπορούν να ξεπουλήσουν τα πάντα προκειμένου να γίνουν οι ίδιοι πλούσιοι, μπορούν να συγκρουστούν αδυσώπητα με ανθρώπους της δικής τους τάξης, μπορούν να φτάσουν στα άκρα αν μυριστούν κέρδος. Πολλές φορές γίνονται οι πιο πιστοί υπηρέτες της πλουτοκρατίας. Κι αυτή ακριβώς είναι η χρεωκοπία τους.
Φυσικά, ο Αριστοτέλης, όταν αναφέρεται στη μεσαία τάξη δεν έχει στο νου του αυτό. Αναφέρεται στη μεσαία τάξη που έχει συνείδηση του ρόλου της ως εξισορροπητική δύναμη της πολιτείας, δηλαδή ως κύριου διαχειριστή της εξουσίας που οφείλει να συμβιβάσει τα δύο άκρα του πλούτου και της φτώχειας. Μιλάμε δηλαδή για τη μεσαία τάξη που αντιλαμβάνεται πλήρως την κοινωνική της αποστολή. Η κατανόηση και η αποδοχή της επίδρασης μίας τάξης στο πολίτευμα δεν είναι τίποτε άλλο από την αναγνώριση της σημασίας της. Κι αυτό δεν είναι απλώς αυτό που ονομάζουμε ταξική συνείδηση με τα στενά οικονομικά όρια, αλλά με την έννοια της κοινωνικής αποστολής, που ανά πάσα στιγμή θα γεννήσει τη διεκδίκηση.
Η διάλυση της μεσαίας τάξης δεν μπορεί να επιφέρει τίποτε περισσότερο από την όξυνση της φτώχειας και το άνοιγμα της ψαλίδας με τον πλούτο. Η υπέρτατη φτώχεια που οφείλει να συνυπάρξει με τον υπέρτατο πλούτο είναι η κοινωνική πρόκληση που θα γεννήσει τη βία. Η εικόνα του ανθρώπου που τρέφεται απ’ τα σκουπίδια είναι το επιστέγασμα της κοινωνικής αποτυχίας. Γι’ αυτό η μεσαία τάξη οφείλει να σηκώσει ανάστημα. Γιατί οφείλει να διεκδικήσει ισότητα χωρίς ούτε να κόπτεται για την εξουσία ούτε και να ανέχεται να την εξουσιάζουν με τρόπο απροκάλυπτο: «Όμως τώρα επικράτησε στις πόλεις να μη θέλουν οι πολίτες την ισότητα, αλλά ή να επιδιώκουν να εξουσιάζουν ή να ανέχονται να εξουσιάζονται». (1296a 40, 1296b 1-2).
Η μεσαία τάξη ως συνειδητός διαμεσολαβητής των άκρων, δηλαδή ως τάξη που αντιλαμβάνεται τον κοινωνικό της ρόλο κι ως εκ τούτου αντλεί αυτοεκτίμηση δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να υπερασπίσει τα συμφέροντά της. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η επικινδυνότητα του καθορισμού της αποστολής. Γιατί για το φτωχό η διεκδίκηση είναι απολύτως ξεκάθαρη και αφορά τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, όπως βέβαια και για τον πλούσιο που είναι να μη χάσει τα κεκτημένα κι όσο είναι δυνατό να αποκτήσει κι άλλα. Για τη μεσαία τάξη όμως, που αντιλαμβάνεται τη μεσότητα ως προϋπόθεση για την κατάκτηση της ευτυχίας, ο κοινωνικός ρόλος που της αναλογεί δεν αναλώνεται αποκλειστικά στη βελτίωση της οικονομικής της θέσης (χωρίς βέβαια αυτό να της είναι αδιάφορο), αλλά στην κατοχύρωση των οικονομικών της δεδομένων (η μεσαία τάξη που κινδυνεύει να χάσει την οικονομική της δύναμη υποβαθμίζοντας το επίπεδο ζωής της είναι η μεσαία τάξη που έχει ήδη αποτύχει), και κυρίως στη διεύρυνση της πληθυσμιακής της αναλογίας. Γιατί η μεσαία τάξη οφείλει να ξέρει ότι η δύναμή της δεν είναι τίποτε άλλο από την πληθυσμιακή της υπεροχή. Ο Αριστοτέλης αναφερόμενος στα πολιτεύματα του παρελθόντος, τα οποία αποκαλεί αρχαία, είναι σαφής: «Οι αρχαίες αυτές πολιτείες εύλογα ήταν ολιγαρχίες και δημοκρατίες, διότι δεν είχαν πολυάνθρωπη μέση τάξη εξαιτίας του μικρού πληθυσμού, με αποτέλεσμα όντας λίγοι και χωρίς οργάνωση, ανέχονταν να εξουσιάζονται». (1297b 25-28).
Από τη στιγμή που καθίσταται σαφές ότι η δύναμη της μεσαίας τάξης κρύβεται τόσο στη συνείδηση των ανθρώπων που την αποτελούν όσο και στο πληθυσμιακό μέγεθός της, είναι ηλίου φαεινότερο ότι η μεσαία τάξη οφείλει να συμβάλει στο γεφύρωμα των άκρων (πλούσιοι και φτωχοί) και σε οικονομικό επίπεδο. Το να ενισχυθούν οικονομικά οι φτωχοί αποδυναμώνοντας τους πλούσιους, χωρίς βέβαια να απαξιώνονται οι όροι της αξιοκρατίας που οφείλουν να εκδηλωθούν και οικονομικά, θα πρέπει να είναι η σπουδαιότερη επιδίωξή της, αφού αυτή η πολιτική θα επιφέρει ακόμη περισσότερο τη μεσότητα που πρεσβεύει. «…το πολίτευμα το οποίο στηρίζεται στη μεσαία τάξη βρίσκεται πιο κοντά στο λαό παρά στους ολιγαρχικούς και γι’ αυτό είναι το ασφαλέστερο από τα παρόμοια πολιτεύματα». (βιβλίο πέμπτο, 1302a 15 – 20).
Από αυτή την άποψη η υπεράσπιση των κοινωνικών παροχών, ο έλεγχος της εξουσίας ώστε να μη διαπλέκεται με την πλουτοκρατία, η απαίτηση της αντικειμενικής δικαιοσύνης, με δυο λόγια η διαρκής εγρήγορση στην αξιολόγηση της πολιτειακής λειτουργίας θα έπρεπε να είναι το κύριο έργο της μεσαίας τάξης για να παραμείνει ισχυρή. Γιατί αν όλα αυτά δε συμβαίνουν και η τρέχουσα πολιτική ευνοεί την όξυνση του οικονομικού χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών δε θα μπορούσε να υπάρξει άλλο επακόλουθο από τη συρρίκνωση και της μεσαίας τάξης. Και η συρρίκνωση της μεσαίας τάξης είναι η ενδυνάμωση των άκρων που μόνο πολιτειακή ανασφάλεια μπορεί να φέρει.
Αν ρίξουμε μια ματιά στη σύγχρονη εποχή θα δούμε στην πράξη τι σημαίνει να χτυπιέται η μεσαία τάξη από την ενδυνάμωση των άκρων. Η άκρατη φτώχεια που δημιουργείται από την απαξίωση της κοινωνικής πολιτικής και την ενίσχυση της κερδοφορίας των μεγαλοεπενδυτών με την ανεργία, την πτώση των μισθών, την παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου, τη συρρίκνωση των εργασιακών δικαιωμάτων, την ελαστικοποίηση του ωραρίου και πάει λέγοντας, θα ήταν αδύνατο να αφήσει ανέγγιχτη τη μεσαία τάξη. Η αντίληψη του στείρου ωφελιμισμού που υπαγορεύει τη διεκδίκηση μόνο υπό τους όρους της προσωπικής οικονομικής φθοράς στοίχισε (και στοιχίζει) πολύ ακριβά στους μεσαίους, που ασφαλώς δε στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Γιατί απεδείχθη ότι δεν είχαν ούτε συνείδηση της μεσότητας ως επιλογή στην αναζήτηση της ευτυχίας ούτε αντίληψη του κοινωνικού τους ρόλου να διευρύνονται πληθυσμιακά γεφυρώνοντας το χάσμα των άλλων.
Οι μεσαίοι, τρέφοντας το όνειρο του προσωπικού πλουτισμού, υπήρξαν διεκδικητικοί περισσότερο προς τους όμοιούς τους παρά προς τους οικονομικά ισχυρότερους. Η αδιαφορία, η απάθεια και η διεκδίκηση που αναλωνόταν πρωτίστως σε συντεχνιακές μικροσκοπιμότητες προωθώντας το στείρο συνδικαλισμό διέλυσαν κάθε έννοια ενότητας της μεσαίας τάξης. Η επιλογή των προσώπων που θα διαχειρίζονταν την εξουσία έχασε κάθε πολιτικό κριτήριο, αφού όλα τα καθόριζε ο λαϊκισμός και οι συντεχνιακές φατρίες των συμφερόντων. Η κατανάλωση και η συνακόλουθη επιθυμία του εύκολου πλουτισμού ήταν η αλλοτρίωση της μεσαίας τάξης που μοιραία αποπροσανατολίστηκε και πολιτικά.
Κι αν δεχτούμε ότι αυτό (πάνω – κάτω) συνέβη σε όλο το δυτικό κόσμο θα ήταν αδύνατο η Ελλάδα να αποτελέσει εξαίρεση, από τη στιγμή που η ελληνική μεσαία τάξη, ως απολύτως άπειρη και νεόπλουτη, έπεσε στην κατανάλωση με τα μούτρα. (Θα λέγαμε ότι στην ελληνική πραγματικότητα τα όρια της μεσαίας τάξης δεν ξεκαθαρίστηκαν ποτέ με σαφήνεια, αφού ο γιος του φτωχού αγρότη που γίνεται δημόσιος υπάλληλος και παίρνει δάνειο για να χτίσει μεζονέτα, νιώθει μάλλον πλούσιος αστός παρά μέσος). Το θέμα είναι ότι ακόμη και σήμερα, που τα πράγματα δείχνουν να ξεκαθαρίζουν για το που οδεύουν, οι μέσοι είναι περισσότερο διασπασμένοι παρά ενωμένοι. Κι αυτή είναι η πιο κατάφορη απόδειξη της αποτυχίας της μεσαίας τάξης.
Τελικά, αν κοιτάξουμε την ιστορία, είναι μάλλον δύσκολο να εντοπίσουμε μεσαία τάξη που να στάθηκε αντάξια του ρόλου της. Η μεσαία τάξη, αντί να είναι η εξισορροπητική δύναμη ανάμεσα στα άκρα, ήταν μάλλον μια τάξη χωρίς ταυτότητα, μια τάξη που παλαντζάριζε ανάμεσα στη φτώχεια και τον πλούτο νιώθοντας περήφανη που απέφυγε τη φτώχεια, αλλά ταπεινωμένη που δεν έφτασε στον πλούτο. Αντί να δράσει διεκδικητικά για την ισότητα ήταν αυτή που περισσότερο κλεινόταν στο καβούκι της από φόβο μη χάσει κι αυτά που έχει. Επί της ουσίας, έπαιζε μάλλον το παιχνίδι του πλούτου τρέφοντας πάντα την κρυφή ελπίδα να τον κατακτήσει. Κι αυτός είναι και ο λόγος που οι μέσοι δεν είχαν ποτέ την εκτίμηση των φτωχών.
Η αριστοτελική μεσότητα δεν μπόρεσε ποτέ να βρει σοβαρή πολιτειακή εκπροσώπηση: «Όπου πάλι το πλήθος της μέσης τάξης επιβάλλεται και στα δύο άκρα ή μόνο στο ένα από αυτά, εκεί ενδέχεται το πολίτευμα να είναι μόνιμο, γιατί δεν υφίσταται κίνδυνος να συμφωνήσουν οι πλούσιοι με τους φτωχούς εναντίον του. Η εξήγηση είναι ότι ποτέ δε θα θελήσουν να υποταχθούν οι μεν στους δε και ότι, αν ψάχνουν πολίτευμα ικανοποιητικό και για τους δύο συγχρόνως, κανένα άλλο εκτός από αυτό δε θα βρουν, γιατί δε θα ανεχόταν να κυβερνούν διαδοχικά λόγω της αμοιβαίας δυσπιστίας τους. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις ο πιο αξιόπιστος είναι ο διαιτητής, και εδώ διαιτητής είναι η μέση τάξη». (1296b 38-40, 1297a 1-6). Αν δεχτούμε ότι η μεσαία τάξη οφείλει να παίζει το διαιτητή, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι η σωστή της διαιτησία δεν αφορά απλώς τη διαχείριση των ξένων υποθέσεων, αλλά την ίδια την υπόστασή της. Αν μεροληπτεί προς όφελος του πλούτου τότε υποσκάπτει τη θέση της, πράγμα που δεν εννοεί να καταλάβει.
Υπό αυτή την έννοια, όλες οι λειτουργίες του πολιτεύματος αφορούν πάρα πολύ τη μεσαία τάξη, αφού και οι ελάχιστες διαφοροποιήσεις μπορεί να δράσουν μεροληπτικά για τη μία ή την άλλη πλευρά: «Πέντε είναι τα σοφίσματα που χρησιμοποιούνται στα πολιτεύματα για το συμφέρον δήθεν του λαού, τα εξής: για την εκκλησία του δήμου, για τα πολιτικά αξιώματα, για τα δικαστήρια, για τον εξοπλισμό και τη γυμναστική». (1297a 14-18).
Η αναφορά της εκκλησίας του δήμου αφορά βεβαίως τη συμμετοχή των πολιτών στα πολιτικά δρώμενα. Η συμμετοχή του λαού είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της πολιτειακής νομιμότητας, αφού η απόφαση του συνόλου είναι η πιο τρανταχτή επικύρωση κάθε απόφασης. Από την πλευρά της ολιγαρχίας, που θέλει κυρίως τη συμμετοχή των πλουσίων ο Αριστοτέλης σημειώνει: «Το σόφισμα σχετικά με την εκκλησία του δήμου επιτρέπει σε όλους να συμμετέχουν στην εκκλησία, επιβάλλει όμως πρόστιμο στους εύπορους πολίτες, αν δεν προσέρχονται, μάλιστα μόνο σε αυτούς ή σε αυτούς πολύ μεγαλύτερο». (1297a 18-20).
Από την πλευρά της δημοκρατίας πάλι, που θέλει όσο το δυνατό να απομακρύνει τους πλούσιους ο Αριστοτέλης γράφει: «Αντίθετα στις δημοκρατίες σοφίζονται τα εξής: Στους άπορους πολίτες παρέχουν μισθό για την προσέλευσή τους στην εκκλησία και στα δικαστήρια, δεν επιβάλλουν όμως κανένα πρόστιμο στους εύπορους για την αποχή τους». (1297a 35-38). Για να συμπεράνει: «Συνεπώς είναι φανερό ότι, αν κάποιος θέλει να συνδυάσει δίκαια τα δύο πολιτεύματα, οφείλει να συνθέσει τους θεσμούς των δύο πολιτευμάτων, δηλαδή να χορηγεί μισθό στους άπορους και να επιβάλει πρόστιμο στους εύπορους πολίτες». (1297a 38-40).
Ο Αριστοτέλης θα φέρει κι άλλα παραδείγματα θεσμών που λειτουργούν μεροληπτικά στις ολιγαρχίες: «Το σόφισμα για τα πολιτικά αξιώματα δεν επιτρέπει στους κατόχους εισοδήματος να παραιτούνται από τις αρχές, το επιτρέπει όμως στους άπορους πολίτες. Για τα δικαστήρια, επίσης, επιβάλλεται πρόστιμο στους εύπορους, αν δεν προσέρχονται να δικάσουν αλλά όχι και στους άπορους». (1297a 20-23).
Η μεσαία τάξη, ως παράγοντας διατήρησης των κοινωνικών ισορροπιών, οφείλει να δείχνει μεγάλη ευαισθησία σ’ αυτές τις προκλήσεις. Οφείλει δηλαδή να διεκδικεί ένα πολίτευμα που θα είναι πραγματικά κι όχι φαινομενικά ισότιμο για όλους. Η ανοχή σε ανισότητες που αφορούν τη συμμετοχή στις πολιτειακές διαδικασίες και τα αξιώματα, τη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση, τα εργασιακά δικαιώματα, τη φορολογία κι όλα αυτά που αναφέρονται ως στοιχειώδη για την απόδοση της ισονομίας και της αξιοκρατίας, είναι η πολιτική αδιαφορία που αφήνει πλέον τις πολιτικές εξελίξεις στην τύχη τους, κι αυτού του είδους οι συμπεριφορές, κατά κανόνα, εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ισχυρών. Η ταύτιση της εξουσίας με συγκεκριμένα συμφέροντα είναι η απόλυτη πολιτειακή στρέβλωση. Υπό αυτούς τους όρους είναι αδύνατο να μιλάμε για υγιείς δημοκρατίες.
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας
ΞΕΝΟΦΩΝ, ΚΥΡΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑ
ΞΕΝ ΚΠαιδ 8.7.17–8.7.28
Μετά το όνειρο που τον προειδοποιούσε για τον θάνατό του (βλ. ΞΕΝ ΚΠαιδ 8.7.1–8.7.4), ο Κύρος κάλεσε τα παιδιά και τα προσφιλή του πρόσωπα και τους απηύθυνε τις τελευταίες επιθυμίες του. Στο παρακάτω απόσπασμα βρίσκει την αφορμή για διδαχή περί ευσέβειας και δίνει οδηγίες για την ταφή του.
[8.7.17] ἀλλὰ πρὸς θεῶν πατρῴων,
ὦ παῖδες, τιμᾶτε ἀλλήλους, εἴ τι καὶ τοῦ ἐμοὶ χαρίζεσθαι
μέλει ὑμῖν· οὐ γὰρ δήπου τοῦτό γε σαφῶς δοκεῖτε εἰδέναι
ὡς οὐδὲν ἔτι ἐγὼ ἔσομαι, ἐπειδὰν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου
τελευτήσω· οὐδὲ γὰρ νῦν τοι τήν γ’ ἐμὴν ψυχὴν ἑωρᾶτε,
ἀλλ’ οἷς διεπράττετο, τούτοις αὐτὴν ὡς οὖσαν κατεφωρᾶτε.
[8.7.18] τὰς δὲ τῶν ἄδικα παθόντων ψυχὰς οὔπω κατενοήσατε οἵους
μὲν φόβους τοῖς μιαιφόνοις ἐμβάλλουσιν, οἵους δὲ παλαμ-
ναίους τοῖς ἀνοσίοις ἐπιπέμπουσι; τοῖς δὲ φθιμένοις τὰς
τιμὰς διαμένειν ἔτι ἂν δοκεῖτε, εἰ μηδενὸς αὐτῶν αἱ ψυχαὶ
κύριαι ἦσαν; [8.7.19] οὔτοι ἔγωγε, ὦ παῖδες, οὐδὲ τοῦτο πώποτε
ἐπείσθην ὡς ἡ ψυχὴ ἕως μὲν ἂν ἐν θνητῷ σώματι ᾖ, ζῇ,
ὅταν δὲ τούτου ἀπαλλαγῇ, τέθνηκεν· ὁρῶ γὰρ ὅτι καὶ τὰ
θνητὰ σώματα ὅσον ἂν ἐν αὐτοῖς χρόνον ᾖ ἡ ψυχή, ζῶντα
παρέχεται. [8.7.20] οὐδέ γε ὅπως ἄφρων ἔσται ἡ ψυχή, ἐπειδὰν
τοῦ ἄφρονος σώματος δίχα γένηται, οὐδὲ τοῦτο πέπεισμαι·
ἀλλ’ ὅταν ἄκρατος καὶ καθαρὸς ὁ νοῦς ἐκκριθῇ, τότε καὶ
φρονιμώτατον αὐτὸν εἰκὸς εἶναι. διαλυομένου δὲ ἀνθρώπου
δῆλά ἐστιν ἕκαστα ἀπιόντα πρὸς τὸ ὁμόφυλον πλὴν τῆς
ψυχῆς· αὕτη δὲ μόνη οὔτε παροῦσα οὔτε ἀπιοῦσα ὁρᾶται.
[8.7.21] ἐννοήσατε δ’, ἔφη, ὅτι ἐγγύτερον μὲν τῶν ἀνθρωπίνων
θανάτῳ οὐδέν ἐστιν ὕπνου· ἡ δὲ τοῦ ἀνθρώπου ψυχὴ τότε
δήπου θειοτάτη καταφαίνεται καὶ τότε τι τῶν μελλόντων
προορᾷ· [8.7.22] τότε γάρ, ὡς ἔοικε, μάλιστα ἐλευθεροῦται. εἰ μὲν
οὖν οὕτως ἔχει ταῦτα ὥσπερ ἐγὼ οἴομαι καὶ ἡ ψυχὴ κατα-
λείπει τὸ σῶμα, καὶ τὴν ἐμὴν ψυχὴν καταιδούμενοι ποιεῖτε
ἃ ἐγὼ δέομαι· εἰ δὲ μὴ οὕτως, ἀλλὰ μένουσα ἡ ψυχὴ ἐν τῷ
σώματι συναποθνῄσκει, ἀλλὰ θεούς γε τοὺς ἀεὶ ὄντας καὶ
πάντ’ ἐφορῶντας καὶ πάντα δυναμένους, οἳ καὶ τήνδε τὴν τῶν
ὅλων τάξιν συνέχουσιν ἀτριβῆ καὶ ἀγήρατον καὶ ἀναμάρτητον
καὶ ὑπὸ κάλλους καὶ μεγέθους ἀδιήγητον, τούτους φοβούμενοι
μήποτ’ ἀσεβὲς μηδὲν μηδὲ ἀνόσιον μήτε ποιήσητε μήτε
βουλεύσητε. [8.7.23] μετὰ μέντοι θεοὺς καὶ ἀνθρώπων τὸ πᾶν γένος
τὸ ἀεὶ ἐπιγιγνόμενον αἰδεῖσθε· οὐ γὰρ ἐν σκότῳ ὑμᾶς οἱ θεοὶ
ἀποκρύπτονται, ἀλλ’ ἐμφανῆ πᾶσιν ἀνάγκη ἀεὶ ζῆν τὰ ὑμέ-
τερα ἔργα· ἃ ἢν μὲν καθαρὰ καὶ ἔξω τῶν ἀδίκων φαίνηται,
δυνατοὺς ὑμᾶς ἐν πᾶσιν ἀνθρώποις ἀναδείξει· εἰ δὲ εἰς
ἀλλήλους ἄδικόν τι φρονήσετε, ἐκ πάντων ἀνθρώπων τὸ
ἀξιόπιστοι εἶναι ἀποβαλεῖτε. οὐδεὶς γὰρ ἂν ἔτι πιστεῦσαι
δύναιτο ὑμῖν, οὐδ’ εἰ πάνυ προθυμοῖτο, ἰδὼν ἀδικούμενον τὸν
μάλιστα φιλίᾳ προσήκοντα. [8.7.24] εἰ μὲν οὖν ἐγὼ ὑμᾶς ἱκανῶς
διδάσκω οἵους χρὴ πρὸς ἀλλήλους εἶναι· εἰ δὲ μή, καὶ παρὰ
τῶν προγεγενημένων μανθάνετε· αὕτη γὰρ ἀρίστη διδασκαλία.
οἱ μὲν γὰρ πολλοὶ διαγεγένηνται φίλοι μὲν γονεῖς παισί,
φίλοι δὲ ἀδελφοὶ ἀδελφοῖς· ἤδη δέ τινες τούτων καὶ
ἐναντία ἀλλήλοις ἔπραξαν· ὁποτέροις ἂν οὖν αἰσθάνησθε
τὰ πραχθέντα συνενεγκόντα, ταῦτα δὴ αἱρούμενοι ὀρθῶς ἂν
βουλεύοισθε. [8.7.25] καὶ τούτων μὲν ἴσως ἤδη ἅλις. τὸ δ’ ἐμὸν
σῶμα, ὦ παῖδες, ὅταν τελευτήσω, μήτε ἐν χρυσῷ θῆτε μήτε
ἐν ἀργύρῳ μηδὲ ἐν ἄλλῳ μηδενί, ἀλλὰ τῇ γῇ ὡς τάχιστα
ἀπόδοτε. τί γὰρ τούτου μακαριώτερον τοῦ γῇ μειχθῆναι, ἣ
πάντα μὲν τὰ καλά, πάντα δὲ τἀγαθὰ φύει τε καὶ τρέφει;
ἐγὼ δὲ καὶ ἄλλως φιλάνθρωπος ἐγενόμην καὶ νῦν ἡδέως ἄν
μοι δοκῶ κοινωνῆσαι τοῦ εὐεργετοῦντος ἀνθρώπους. [8.7.26] ἀλλὰ
γὰρ ἤδη, ἔφη, ἐκλείπειν μοι φαίνεται ἡ ψυχὴ ὅθενπερ, ὡς
ἔοικε, πᾶσιν ἄρχεται ἀπολείπουσα. εἴ τις οὖν ὑμῶν ἢ
δεξιᾶς βούλεται τῆς ἐμῆς ἅψασθαι ἢ ὄμμα τοὐμὸν ζῶντος
ἔτι προσιδεῖν ἐθέλει, προσίτω· ὅταν δ’ ἐγὼ ἐγκαλύψωμαι,
αἰτοῦμαι ὑμᾶς, ὦ παῖδες, μηδεὶς ἔτ’ ἀνθρώπων τοὐμὸν σῶμα
ἰδέτω, μηδ’ αὐτοὶ ὑμεῖς. [8.7.27] Πέρσας μέντοι πάντας καὶ τοὺς
συμμάχους ἐπὶ τὸ μνῆμα τοὐμὸν παρακαλεῖτε συνησθησο-
μένους ἐμοὶ ὅτι ἐν τῷ ἀσφαλεῖ ἤδη ἔσομαι, ὡς μηδὲν ἂν ἔτι
κακὸν παθεῖν, μήτε ἢν μετὰ τοῦ θείου γένωμαι μήτε ἢν
μηδὲν ἔτι ὦ· ὁπόσοι δ’ ἂν ἔλθωσι, τούτους εὖ ποιήσαντες
ὁπόσα ἐπ’ ἀνδρὶ εὐδαίμονι νομίζεται ἀποπέμπετε. [8.7.28] καὶ τοῦτο,
ἔφη, μέμνησθέ μου τελευταῖον, τοὺς φίλους εὐεργετοῦντες
καὶ τοὺς ἐχθροὺς δυνήσεσθε κολάζειν. καὶ χαίρετε, ὦ
φίλοι παῖδες, καὶ τῇ μητρὶ ἀπαγγέλλετε ὡς παρ’ ἐμοῦ· καὶ
πάντες δὲ οἱ παρόντες καὶ οἱ ἀπόντες φίλοι χαίρετε. ταῦτ’
εἰπὼν καὶ πάντας δεξιωσάμενος ἐνεκαλύψατο καὶ οὕτως
ἐτελεύτησεν.
ΞΕΝ ΚΠαιδ 8.7.17–8.7.28
Οι τελευταίες στιγμές του Κύρου
Μετά το όνειρο που τον προειδοποιούσε για τον θάνατό του (βλ. ΞΕΝ ΚΠαιδ 8.7.1–8.7.4), ο Κύρος κάλεσε τα παιδιά και τα προσφιλή του πρόσωπα και τους απηύθυνε τις τελευταίες επιθυμίες του. Στο παρακάτω απόσπασμα βρίσκει την αφορμή για διδαχή περί ευσέβειας και δίνει οδηγίες για την ταφή του.
[8.7.17] ἀλλὰ πρὸς θεῶν πατρῴων,
ὦ παῖδες, τιμᾶτε ἀλλήλους, εἴ τι καὶ τοῦ ἐμοὶ χαρίζεσθαι
μέλει ὑμῖν· οὐ γὰρ δήπου τοῦτό γε σαφῶς δοκεῖτε εἰδέναι
ὡς οὐδὲν ἔτι ἐγὼ ἔσομαι, ἐπειδὰν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου
τελευτήσω· οὐδὲ γὰρ νῦν τοι τήν γ’ ἐμὴν ψυχὴν ἑωρᾶτε,
ἀλλ’ οἷς διεπράττετο, τούτοις αὐτὴν ὡς οὖσαν κατεφωρᾶτε.
[8.7.18] τὰς δὲ τῶν ἄδικα παθόντων ψυχὰς οὔπω κατενοήσατε οἵους
μὲν φόβους τοῖς μιαιφόνοις ἐμβάλλουσιν, οἵους δὲ παλαμ-
ναίους τοῖς ἀνοσίοις ἐπιπέμπουσι; τοῖς δὲ φθιμένοις τὰς
τιμὰς διαμένειν ἔτι ἂν δοκεῖτε, εἰ μηδενὸς αὐτῶν αἱ ψυχαὶ
κύριαι ἦσαν; [8.7.19] οὔτοι ἔγωγε, ὦ παῖδες, οὐδὲ τοῦτο πώποτε
ἐπείσθην ὡς ἡ ψυχὴ ἕως μὲν ἂν ἐν θνητῷ σώματι ᾖ, ζῇ,
ὅταν δὲ τούτου ἀπαλλαγῇ, τέθνηκεν· ὁρῶ γὰρ ὅτι καὶ τὰ
θνητὰ σώματα ὅσον ἂν ἐν αὐτοῖς χρόνον ᾖ ἡ ψυχή, ζῶντα
παρέχεται. [8.7.20] οὐδέ γε ὅπως ἄφρων ἔσται ἡ ψυχή, ἐπειδὰν
τοῦ ἄφρονος σώματος δίχα γένηται, οὐδὲ τοῦτο πέπεισμαι·
ἀλλ’ ὅταν ἄκρατος καὶ καθαρὸς ὁ νοῦς ἐκκριθῇ, τότε καὶ
φρονιμώτατον αὐτὸν εἰκὸς εἶναι. διαλυομένου δὲ ἀνθρώπου
δῆλά ἐστιν ἕκαστα ἀπιόντα πρὸς τὸ ὁμόφυλον πλὴν τῆς
ψυχῆς· αὕτη δὲ μόνη οὔτε παροῦσα οὔτε ἀπιοῦσα ὁρᾶται.
[8.7.21] ἐννοήσατε δ’, ἔφη, ὅτι ἐγγύτερον μὲν τῶν ἀνθρωπίνων
θανάτῳ οὐδέν ἐστιν ὕπνου· ἡ δὲ τοῦ ἀνθρώπου ψυχὴ τότε
δήπου θειοτάτη καταφαίνεται καὶ τότε τι τῶν μελλόντων
προορᾷ· [8.7.22] τότε γάρ, ὡς ἔοικε, μάλιστα ἐλευθεροῦται. εἰ μὲν
οὖν οὕτως ἔχει ταῦτα ὥσπερ ἐγὼ οἴομαι καὶ ἡ ψυχὴ κατα-
λείπει τὸ σῶμα, καὶ τὴν ἐμὴν ψυχὴν καταιδούμενοι ποιεῖτε
ἃ ἐγὼ δέομαι· εἰ δὲ μὴ οὕτως, ἀλλὰ μένουσα ἡ ψυχὴ ἐν τῷ
σώματι συναποθνῄσκει, ἀλλὰ θεούς γε τοὺς ἀεὶ ὄντας καὶ
πάντ’ ἐφορῶντας καὶ πάντα δυναμένους, οἳ καὶ τήνδε τὴν τῶν
ὅλων τάξιν συνέχουσιν ἀτριβῆ καὶ ἀγήρατον καὶ ἀναμάρτητον
καὶ ὑπὸ κάλλους καὶ μεγέθους ἀδιήγητον, τούτους φοβούμενοι
μήποτ’ ἀσεβὲς μηδὲν μηδὲ ἀνόσιον μήτε ποιήσητε μήτε
βουλεύσητε. [8.7.23] μετὰ μέντοι θεοὺς καὶ ἀνθρώπων τὸ πᾶν γένος
τὸ ἀεὶ ἐπιγιγνόμενον αἰδεῖσθε· οὐ γὰρ ἐν σκότῳ ὑμᾶς οἱ θεοὶ
ἀποκρύπτονται, ἀλλ’ ἐμφανῆ πᾶσιν ἀνάγκη ἀεὶ ζῆν τὰ ὑμέ-
τερα ἔργα· ἃ ἢν μὲν καθαρὰ καὶ ἔξω τῶν ἀδίκων φαίνηται,
δυνατοὺς ὑμᾶς ἐν πᾶσιν ἀνθρώποις ἀναδείξει· εἰ δὲ εἰς
ἀλλήλους ἄδικόν τι φρονήσετε, ἐκ πάντων ἀνθρώπων τὸ
ἀξιόπιστοι εἶναι ἀποβαλεῖτε. οὐδεὶς γὰρ ἂν ἔτι πιστεῦσαι
δύναιτο ὑμῖν, οὐδ’ εἰ πάνυ προθυμοῖτο, ἰδὼν ἀδικούμενον τὸν
μάλιστα φιλίᾳ προσήκοντα. [8.7.24] εἰ μὲν οὖν ἐγὼ ὑμᾶς ἱκανῶς
διδάσκω οἵους χρὴ πρὸς ἀλλήλους εἶναι· εἰ δὲ μή, καὶ παρὰ
τῶν προγεγενημένων μανθάνετε· αὕτη γὰρ ἀρίστη διδασκαλία.
οἱ μὲν γὰρ πολλοὶ διαγεγένηνται φίλοι μὲν γονεῖς παισί,
φίλοι δὲ ἀδελφοὶ ἀδελφοῖς· ἤδη δέ τινες τούτων καὶ
ἐναντία ἀλλήλοις ἔπραξαν· ὁποτέροις ἂν οὖν αἰσθάνησθε
τὰ πραχθέντα συνενεγκόντα, ταῦτα δὴ αἱρούμενοι ὀρθῶς ἂν
βουλεύοισθε. [8.7.25] καὶ τούτων μὲν ἴσως ἤδη ἅλις. τὸ δ’ ἐμὸν
σῶμα, ὦ παῖδες, ὅταν τελευτήσω, μήτε ἐν χρυσῷ θῆτε μήτε
ἐν ἀργύρῳ μηδὲ ἐν ἄλλῳ μηδενί, ἀλλὰ τῇ γῇ ὡς τάχιστα
ἀπόδοτε. τί γὰρ τούτου μακαριώτερον τοῦ γῇ μειχθῆναι, ἣ
πάντα μὲν τὰ καλά, πάντα δὲ τἀγαθὰ φύει τε καὶ τρέφει;
ἐγὼ δὲ καὶ ἄλλως φιλάνθρωπος ἐγενόμην καὶ νῦν ἡδέως ἄν
μοι δοκῶ κοινωνῆσαι τοῦ εὐεργετοῦντος ἀνθρώπους. [8.7.26] ἀλλὰ
γὰρ ἤδη, ἔφη, ἐκλείπειν μοι φαίνεται ἡ ψυχὴ ὅθενπερ, ὡς
ἔοικε, πᾶσιν ἄρχεται ἀπολείπουσα. εἴ τις οὖν ὑμῶν ἢ
δεξιᾶς βούλεται τῆς ἐμῆς ἅψασθαι ἢ ὄμμα τοὐμὸν ζῶντος
ἔτι προσιδεῖν ἐθέλει, προσίτω· ὅταν δ’ ἐγὼ ἐγκαλύψωμαι,
αἰτοῦμαι ὑμᾶς, ὦ παῖδες, μηδεὶς ἔτ’ ἀνθρώπων τοὐμὸν σῶμα
ἰδέτω, μηδ’ αὐτοὶ ὑμεῖς. [8.7.27] Πέρσας μέντοι πάντας καὶ τοὺς
συμμάχους ἐπὶ τὸ μνῆμα τοὐμὸν παρακαλεῖτε συνησθησο-
μένους ἐμοὶ ὅτι ἐν τῷ ἀσφαλεῖ ἤδη ἔσομαι, ὡς μηδὲν ἂν ἔτι
κακὸν παθεῖν, μήτε ἢν μετὰ τοῦ θείου γένωμαι μήτε ἢν
μηδὲν ἔτι ὦ· ὁπόσοι δ’ ἂν ἔλθωσι, τούτους εὖ ποιήσαντες
ὁπόσα ἐπ’ ἀνδρὶ εὐδαίμονι νομίζεται ἀποπέμπετε. [8.7.28] καὶ τοῦτο,
ἔφη, μέμνησθέ μου τελευταῖον, τοὺς φίλους εὐεργετοῦντες
καὶ τοὺς ἐχθροὺς δυνήσεσθε κολάζειν. καὶ χαίρετε, ὦ
φίλοι παῖδες, καὶ τῇ μητρὶ ἀπαγγέλλετε ὡς παρ’ ἐμοῦ· καὶ
πάντες δὲ οἱ παρόντες καὶ οἱ ἀπόντες φίλοι χαίρετε. ταῦτ’
εἰπὼν καὶ πάντας δεξιωσάμενος ἐνεκαλύψατο καὶ οὕτως
ἐτελεύτησεν.
***
Αλλά για όνομα των θεών των προγόνων μας, να τιμάτε, παιδιά μου, ο ένας τον άλλο, εάν ενδιαφέρεστε να ευχαριστήσετε και μένα, γιατί βέβαια δεν το ξέρετε σαφώς τούτο, ότι δηλαδή δεν θα είμαι τίποτα, όταν πεθάνω. Επειδή και τώρα δεν τη βλέπετε την ψυχή μας, αλλ' ανακαλύπτετε την παρουσία της από όσα έχουν πραχθή. Δεν καταλάβατε ποιους φόβους εμβάλλουν οι ψυχές των αδικούντων στους φονείς, και ποιους εκδικητές στέλνουν εναντίον των ανθρώπων που δεν τηρούν τις θείες εντολές; Και νομίζετε πως θα ήταν δυνατόν να παραμένουν ακόμη οι τιμές για τους αποθανόντας, αν οι ψυχές δεν αισθάνονταν τίποτα από τις τιμές που τους προσφέρονται; Εγώ τουλάχιστο, παιδιά μου, ούτε τούτο βέβαια πίστεψα ποτέ, ότι δηλαδή η ψυχή, έως ότου βρίσκεται στο θνητό σώμα, ζη, και όταν ελευτερωθή απ' αυτό, πεθαίνει. Γιατί βλέπω ότι και θνητά σώματα, όσο χρόνο υπάρχη μέσα τους η ψυχή, είναι ζωντανά. Ούτε βέβαια τούτο πιστεύω, ότι δηλαδή η ψυχή θα στερήται νου, όταν χωριστή από το αναίσθητο σώμα. Αλλ' όταν ο νους χωριστή από το σώμα αμιγής και καθαρός, τότε φυσικό είναι να έχη μεγάλη σύνεση. Και όταν διαλυθή το ανθρώπινο σώμα, φανερό είναι ότι καθένα από εκείνα που το αποτελούν πάει στα όμοιά του, εκτός από την ψυχή. Μόνη αυτή δεν φαίνεται ούτε ότι υπάρχει ούτε ότι αναχωρεί από το σώμα. Σκεφθήτε, είπε, ότι κανένα άλλο εκτός από τον ύπνο δεν φαίνεται ότι μοιάζει με το θάνατο. Η ψυχή του ανθρώπου στον ύπνο, όπως είναι γνωστό, φαίνεται ότι κατάγεται από τους θεούς, και προβλέπει στον ύπνο τα μέλλοντα. Γιατί τότε, ως φαίνεται, αποκτά την ελευθερία της. Εάν λοιπόν έτσι είναι το πράγμα, όπως εγώ το φαντάζομαι, και η ψυχή αφίνη το σώμα, σεβασθήτε την ψυχή μου και κάμετε όσα σας παρακαλώ να πράξετε∙ εάν όμως δεν έχη έτσι το πράγμα, αλλά η ψυχή μένοντας στο σώμα πεθαίνη μαζί με αυτό, φοβούμενοι τουλάχιστο τους αθάνατους θεούς, που τα βλέπουν όλα και είναι παντοδύναμοι, που φυλάνε αυτή την τάξη του σύμπαντος αμετάβλητη και αιώνια, και άψογη και ανεκδιήγητη ένεκα της ωραιότητος και του μεγέθους (του σύμπαντος ), τούτους φοβούμενοι ούτε να πράξετε ούτε να σκεφθήτε ποτέ πράξη ασεβή και αντιβαίνουσαν στους θείους νόμους. Ύστερα από τους θεούς να σέβεστε όλο το ανθρώπινο γένος που σώζεται με την αέναη διαδοχή. Γιατί οι θεοί δεν σας κρύβουν στο σκότος, αλλ' ανάγκη είναι τα έργα σας να είναι σε όλους φανερά∙ αυτά, αν φαίνωνται δίκαια και ειλικρινή, θα σας κάμουν δυνατούς σε όλους τους ανθρώπους∙ αν όμως σκεφθήτε να αδικήσετε ο ένας τον άλλο, θα πάψουν οι άνθρωποι να σας θεωρούν άξιους της εμπιστοσύνης τους. Γιατί κανείς δεν μπορεί να σας πιστέψη, ουδέ αν πολύ επιθυμήτε τούτο, όταν ιδή ότι σεις αδικείτε τον στενώτερο φίλο σας. Αν λοιπόν σας συμβουλεύω αρκετά πώς πρέπει να φέρεστε μεταξύ σας, έχει καλώς∙ σε ενάντια περίπτωση διδαχθήτε από όσα έχουν γίνει στο παρελθόν, γιατί αυτό είναι αρίστη διδασκαλία. Πολλοί δηλαδή γονείς έζησαν αγαπώντας τα παιδιά τους, και πολλοί αδερφοί αγαπώντας τους αδερφούς τους. Μερικοί όμως έκαμαν τα αντίθετα. Όποιους λοιπόν καταλάβετε ότι ωφέλησαν οι πράξεις τους, τούτων τα έργα αν προτιμήσετε, θα πράξετε ορθά. Και αυτά ίσως είναι πια αρκετά. Το σώμα μου, παιδιά μου, όταν πεθάνω, μη το βάλετε ούτε σε χρυσό, ούτε σε αργυρό, ούτε σε κανένα άλλο πολύτιμο φέρετρο, αλλά θάψετέ το στη γη, όσο το δυνατόν γρηγορώτερα. Γιατί τι άλλο είναι γι' αυτό καλύτερο παρά να αναμιχθή με τη γη που κάνει να φυτρώνουν και να μεγαλώνουν όλα τα ωραία και ωφέλιμα; Εγώ πάντοτε αγάπησα τους ανθρώπους, και τώρα μου φαίνεται ότι ευχαρίστως θα απολαύσω εκείνο το πράγμα που τους ευεργετεί. Αλλ' όμως τώρα πια μου φαίνεται πως αρχίζει να με αφίνη η ψυχή από κει όπου, ως φαίνεται, αρχίζει να φεύγη η ψυχή κάθε ανθρώπου. Αν λοιπόν κανείς από σας θέλη, ή να πιάση το δεξί μου χέρι ή να με ιδή στο πρόσωπο, εφ' όσον ακόμη είμαι ζωντανός, ας έρθη. Όταν πια σκεπαστώ, σας παρακαλώ, παιδιά μου, κανείς πια να μη δη το σώμα μου, ούτε σεις οι ίδιοι να μη το δήτε. Προσκαλέσετε όλους τους Πέρσες και τους συμμάχους στο μνήμα μου, για να χαρούν μαζί μου, γιατί θα βρίσκωμαι πια σε τόπο ασφαλή, ώστε να μη είναι δυνατόν να πάθω πια κανένα κακό, είτε είμαι με τους θεούς, είτε δεν είμαι πια τίποτα. Εκείνους που θα προσέλθουν, αφού τους περιποιηθήτε με όσα είναι συνήθεια να περιποιούνται τους προσερχόμενους στην ταφή πλούσιου ανθρώπου, αποστείλετέ τους πάλι στα σπίτια τους. Και το τελευταίο τούτο, είπε, να ενθυμήστε: αν ευεργετήτε τους φίλους σας, θα μπορέσετε να τιμωρήτε τους εχθρούς σας. Τώρα χαίρετε, αγαπημένα μου παιδιά, και πήτε τούτο εκ μέρους μου και στη μητέρα σας. Και όλοι οι παρόντες και οι απόντες φίλοι χαίρετε. Αφού είπε αυτά, και χαιρέτησε με χειραψία όλους, σκεπάστηκε, και έτσι ετελείωσε.
Αλλά για όνομα των θεών των προγόνων μας, να τιμάτε, παιδιά μου, ο ένας τον άλλο, εάν ενδιαφέρεστε να ευχαριστήσετε και μένα, γιατί βέβαια δεν το ξέρετε σαφώς τούτο, ότι δηλαδή δεν θα είμαι τίποτα, όταν πεθάνω. Επειδή και τώρα δεν τη βλέπετε την ψυχή μας, αλλ' ανακαλύπτετε την παρουσία της από όσα έχουν πραχθή. Δεν καταλάβατε ποιους φόβους εμβάλλουν οι ψυχές των αδικούντων στους φονείς, και ποιους εκδικητές στέλνουν εναντίον των ανθρώπων που δεν τηρούν τις θείες εντολές; Και νομίζετε πως θα ήταν δυνατόν να παραμένουν ακόμη οι τιμές για τους αποθανόντας, αν οι ψυχές δεν αισθάνονταν τίποτα από τις τιμές που τους προσφέρονται; Εγώ τουλάχιστο, παιδιά μου, ούτε τούτο βέβαια πίστεψα ποτέ, ότι δηλαδή η ψυχή, έως ότου βρίσκεται στο θνητό σώμα, ζη, και όταν ελευτερωθή απ' αυτό, πεθαίνει. Γιατί βλέπω ότι και θνητά σώματα, όσο χρόνο υπάρχη μέσα τους η ψυχή, είναι ζωντανά. Ούτε βέβαια τούτο πιστεύω, ότι δηλαδή η ψυχή θα στερήται νου, όταν χωριστή από το αναίσθητο σώμα. Αλλ' όταν ο νους χωριστή από το σώμα αμιγής και καθαρός, τότε φυσικό είναι να έχη μεγάλη σύνεση. Και όταν διαλυθή το ανθρώπινο σώμα, φανερό είναι ότι καθένα από εκείνα που το αποτελούν πάει στα όμοιά του, εκτός από την ψυχή. Μόνη αυτή δεν φαίνεται ούτε ότι υπάρχει ούτε ότι αναχωρεί από το σώμα. Σκεφθήτε, είπε, ότι κανένα άλλο εκτός από τον ύπνο δεν φαίνεται ότι μοιάζει με το θάνατο. Η ψυχή του ανθρώπου στον ύπνο, όπως είναι γνωστό, φαίνεται ότι κατάγεται από τους θεούς, και προβλέπει στον ύπνο τα μέλλοντα. Γιατί τότε, ως φαίνεται, αποκτά την ελευθερία της. Εάν λοιπόν έτσι είναι το πράγμα, όπως εγώ το φαντάζομαι, και η ψυχή αφίνη το σώμα, σεβασθήτε την ψυχή μου και κάμετε όσα σας παρακαλώ να πράξετε∙ εάν όμως δεν έχη έτσι το πράγμα, αλλά η ψυχή μένοντας στο σώμα πεθαίνη μαζί με αυτό, φοβούμενοι τουλάχιστο τους αθάνατους θεούς, που τα βλέπουν όλα και είναι παντοδύναμοι, που φυλάνε αυτή την τάξη του σύμπαντος αμετάβλητη και αιώνια, και άψογη και ανεκδιήγητη ένεκα της ωραιότητος και του μεγέθους (του σύμπαντος ), τούτους φοβούμενοι ούτε να πράξετε ούτε να σκεφθήτε ποτέ πράξη ασεβή και αντιβαίνουσαν στους θείους νόμους. Ύστερα από τους θεούς να σέβεστε όλο το ανθρώπινο γένος που σώζεται με την αέναη διαδοχή. Γιατί οι θεοί δεν σας κρύβουν στο σκότος, αλλ' ανάγκη είναι τα έργα σας να είναι σε όλους φανερά∙ αυτά, αν φαίνωνται δίκαια και ειλικρινή, θα σας κάμουν δυνατούς σε όλους τους ανθρώπους∙ αν όμως σκεφθήτε να αδικήσετε ο ένας τον άλλο, θα πάψουν οι άνθρωποι να σας θεωρούν άξιους της εμπιστοσύνης τους. Γιατί κανείς δεν μπορεί να σας πιστέψη, ουδέ αν πολύ επιθυμήτε τούτο, όταν ιδή ότι σεις αδικείτε τον στενώτερο φίλο σας. Αν λοιπόν σας συμβουλεύω αρκετά πώς πρέπει να φέρεστε μεταξύ σας, έχει καλώς∙ σε ενάντια περίπτωση διδαχθήτε από όσα έχουν γίνει στο παρελθόν, γιατί αυτό είναι αρίστη διδασκαλία. Πολλοί δηλαδή γονείς έζησαν αγαπώντας τα παιδιά τους, και πολλοί αδερφοί αγαπώντας τους αδερφούς τους. Μερικοί όμως έκαμαν τα αντίθετα. Όποιους λοιπόν καταλάβετε ότι ωφέλησαν οι πράξεις τους, τούτων τα έργα αν προτιμήσετε, θα πράξετε ορθά. Και αυτά ίσως είναι πια αρκετά. Το σώμα μου, παιδιά μου, όταν πεθάνω, μη το βάλετε ούτε σε χρυσό, ούτε σε αργυρό, ούτε σε κανένα άλλο πολύτιμο φέρετρο, αλλά θάψετέ το στη γη, όσο το δυνατόν γρηγορώτερα. Γιατί τι άλλο είναι γι' αυτό καλύτερο παρά να αναμιχθή με τη γη που κάνει να φυτρώνουν και να μεγαλώνουν όλα τα ωραία και ωφέλιμα; Εγώ πάντοτε αγάπησα τους ανθρώπους, και τώρα μου φαίνεται ότι ευχαρίστως θα απολαύσω εκείνο το πράγμα που τους ευεργετεί. Αλλ' όμως τώρα πια μου φαίνεται πως αρχίζει να με αφίνη η ψυχή από κει όπου, ως φαίνεται, αρχίζει να φεύγη η ψυχή κάθε ανθρώπου. Αν λοιπόν κανείς από σας θέλη, ή να πιάση το δεξί μου χέρι ή να με ιδή στο πρόσωπο, εφ' όσον ακόμη είμαι ζωντανός, ας έρθη. Όταν πια σκεπαστώ, σας παρακαλώ, παιδιά μου, κανείς πια να μη δη το σώμα μου, ούτε σεις οι ίδιοι να μη το δήτε. Προσκαλέσετε όλους τους Πέρσες και τους συμμάχους στο μνήμα μου, για να χαρούν μαζί μου, γιατί θα βρίσκωμαι πια σε τόπο ασφαλή, ώστε να μη είναι δυνατόν να πάθω πια κανένα κακό, είτε είμαι με τους θεούς, είτε δεν είμαι πια τίποτα. Εκείνους που θα προσέλθουν, αφού τους περιποιηθήτε με όσα είναι συνήθεια να περιποιούνται τους προσερχόμενους στην ταφή πλούσιου ανθρώπου, αποστείλετέ τους πάλι στα σπίτια τους. Και το τελευταίο τούτο, είπε, να ενθυμήστε: αν ευεργετήτε τους φίλους σας, θα μπορέσετε να τιμωρήτε τους εχθρούς σας. Τώρα χαίρετε, αγαπημένα μου παιδιά, και πήτε τούτο εκ μέρους μου και στη μητέρα σας. Και όλοι οι παρόντες και οι απόντες φίλοι χαίρετε. Αφού είπε αυτά, και χαιρέτησε με χειραψία όλους, σκεπάστηκε, και έτσι ετελείωσε.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)