ΧΟ. πολλῶν κακῶν Ἕλλησιν αἰτίαν ἔχει
σῆς μητρὸς Ἑλένη σύγγονος δόμοις τε σοῖς.
215 ΗΛ. οἴμοι· γυναῖκες, ἐξέβην θρηνημάτων.
ξένοι τινὲς παρ᾽ οἶκον οἵδ᾽ ἐφεστίους
εὐνὰς ἔχοντες ἐξανίστανται λόχου·
φυγῆι σὺ μὲν κατ᾽ οἶμον, ἐς δόμους δ᾽ ἐγὼ
φῶτας κακούργους ἐξαλύξωμεν ποδί.
220 ΟΡ. μέν᾽, ὦ τάλαινα· μὴ τρέσηις ἐμὴν χέρα.
ΗΛ. ὦ Φοῖβ᾽ Ἄπολλον, προσπίτνω σε μὴ θανεῖν.
ΟΡ. ἄλλους κτάνοιμι μᾶλλον ἐχθίους σέθεν.
ΗΛ. ἄπελθε, μὴ ψαῦ᾽ ὧν σε μὴ ψαύειν χρεών.
ΟΡ. οὐκ ἔσθ᾽ ὅτου θίγοιμ᾽ ἂν ἐνδικώτερον.
225 ΗΛ. καὶ πῶς ξιφήρης πρὸς δόμοις λοχᾶις ἐμοῖς;
ΟΡ. μείνασ᾽ ἄκουσον, καὶ τάχ᾽ οὐκ ἄλλως ἐρεῖς.
ΗΛ. ἕστηκα· πάντως δ᾽ εἰμὶ σή· κρείσσων γὰρ εἶ.
ΟΡ. ἥκω φέρων σοι σοῦ κασιγνήτου λόγους.
ΗΛ. ὦ φίλτατ᾽, ἆρα ζῶντος ἢ τεθνηκότος;
230 ΟΡ. ζῆι· πρῶτα γάρ σοι τἀγάθ᾽ ἀγγέλλειν θέλω.
ΗΛ. εὐδαιμονοίης μισθὸν ἡδίστων λόγων.
ΟΡ. κοινῆι δίδωμι τοῦτο νῶιν ἀμφοῖν ἔχειν.
ΗΛ. ποῦ γῆς ὁ τλήμων τλήμονας φυγὰς ἔχων;
ΟΡ. οὐχ ἕνα νομίζων φθείρεται πόλεως νόμον.
235 ΗΛ. οὔ που σπανίζων τοῦ καθ᾽ ἡμέραν βίου;
ΟΡ. ἔχει μέν, ἀσθενὴς δὲ δὴ φεύγων ἀνήρ.
ΗΛ. λόγον δὲ δὴ τίν᾽ ἦλθες ἐκ κείνου φέρων;
ΟΡ. εἰ ζῆις, ὅπως τε ζῶσα συμφορᾶς ἔχεις.
ΗΛ. οὔκουν ὁρᾶις μου πρῶτον ὡς ξηρὸν δέμας;
240 ΟΡ. λύπαις γε συντετηκός, ὥστε με στένειν.
ΗΛ. καὶ κρᾶτα πλόκαμόν τ᾽ ἐσκυθισμένον ξυρῶι.
ΟΡ. δάκνει σ᾽ ἀδελφὸς ὅ τε θανὼν ἴσως πατήρ.
ΗΛ. οἴμοι· τί γάρ μοι τῶνδέ γ᾽ ἐστὶ φίλτερον;
ΟΡ. φεῦ φεῦ· τί δ᾽ αὖ σοῦ σῶι κασιγνήτωι δοκεῖς;
245 ΗΛ. ἀπὼν ἐκεῖνος, οὐ παρὼν ἡμῖν φίλος.
ΟΡ. ἐκ τοῦ δὲ ναίεις ἐνθάδ᾽ ἄστεως ἑκάς;
ΗΛ. ἐγημάμεσθ᾽, ὦ ξεῖνε, θανάσιμον γάμον.
ΟΡ. ὤιμωξ᾽ ἀδελφὸν σόν. Μυκηναίων τίνι;
ΗΛ. οὐχ ὧι πατήρ μ᾽ ἤλπιζεν ἐκδώσειν ποτέ.
250 ΟΡ. εἴφ᾽, ὡς ἀκούσας σῶι κασιγνήτωι λέγω.
ΗΛ. ἐν τοῖσδ᾽ ἐκείνου τηλορὸς ναίω δόμοις.
ΟΡ. σκαφεύς τις ἢ βουφορβὸς ἄξιος δόμων.
ΗΛ. πένης ἀνὴρ γενναῖος ἔς τ᾽ ἔμ᾽ εὐσεβής.
ΟΡ. ἡ δ᾽ εὐσέβεια τίς πρόσεστι σῶι πόσει;
255 ΗΛ. οὐπώποτ᾽ εὐνῆς τῆς ἐμῆς ἔτλη θιγεῖν.
ΟΡ. ἅγνευμ᾽ ἔχων τι θεῖον ἤ σ᾽ ἀπαξιῶν;
ΗΛ. γονέας ὑβρίζειν τοὺς ἐμοὺς οὐκ ἠξίου.
ΟΡ. καὶ πῶς γάμον τοιοῦτον οὐχ ἥσθη λαβών;
ΗΛ. οὐ κύριον τὸν δόντα μ᾽ ἡγεῖται, ξένε.
260 ΟΡ. ξυνῆκ᾽· Ὀρέστηι μή ποτ᾽ ἐκτείσηι δίκην.
ΗΛ. τοῦτ᾽ αὐτὸ ταρβῶν· πρὸς δὲ καὶ σώφρων ἔφυ.
***
ΧΟΡ. Η αδερφή της μάνας σου η Ελένη,
φταίει για τις τόσες συμφορές που βρήκαν
τους Έλληνες και το δικό σου σπίτι.
(Η Ηλέκτρα αιφνιδιάζεται από την απροσδόκητη εμφάνιση του Ορέστη και του Πυλάδη).
ΗΛΕ. Άα! φίλες, σταματάω τους θρήνους. Κάποιοι
ξένοι, κρυμμένοι εδώ κοντά στο σπίτι,
βγαίνουν απ᾽ την κρυψώνα τους· μπρος, τρέχα
στον δρόμο εσύ κι εγώ μες στην καλύβα
φεύγοντας, να σωθούμε απ᾽ τους κακούργους.
220 ΟΡΕ. Μα στάσου, δύστυχη, μη με φοβάσαι.
ΗΛΕ. Ω! Φοίβε, σου προσπέφτω μη με σφάξουν.
ΟΡΕ. Μακάρι να θανάτωνα άλλους πιότερο
σε μένα μισητούς παρά σε σένα.
ΗΛΕ. Φύγε κι ό,τι δεν πρέπει μην αγγίζεις.
ΟΡΕ. Τίποτα πιο σωστό απ᾽ το να σ᾽ αγγίξω.
ΗΛΕ. Γιατί εδώ πλάι με σπαθί με παραμονεύεις;
ΟΡΕ. Στάσου ν᾽ ακούσεις, δίκιο θα μου δώσεις.
ΗΛΕ. Στα χέρια σου είμαι, είσαι ο δυνατότερος.
ΟΡΕ. Ήρθα φέρνοντας νέα του αδερφού σου.
ΗΛΕ. Καλέ μου, τάχα ζει ή πάει στον Άδη;
230 ΟΡΕ. Ζει· πρώτα θέλω τα ευχάριστα ν᾽ ακούσεις.
ΗΛΕ. Να ᾽χεις καλό για τα γλυκά σου λόγια.
ΟΡΕ. Αυτό και για τους δυο μας λέω να γίνει.
ΗΛΕ. Σε ποιά πικρή εξορία πλανιέται ο δόλιος;
ΟΡΕ. Μαραίνεται απ᾽ τη μια πόλη στην άλλη.
ΗΛΕ. Το καθημερινό του δεν του λείπει;
ΟΡΕ. Το ᾽χει, μα είναι αδύναμος ο εξόριστος.
ΗΛΕ. Για ποιά λοιπόν αιτία σε στέλνει εκείνος;
ΟΡΕ. Να μάθει αν ζεις, και πώς περνά η ζωή σου.
ΗΛΕ. Κοίτα λοιπόν πώς έχω μαραζώσει.
240 ΟΡΕ. Σε λιώσαν τόσο οι πίκρες, που λυπάμαι.
ΗΛΕ. Και τα μαλλιά μου ολότελα κομμένα.
ΟΡΕ. Σε τρώει ο πόνος του αδερφού και του πατέρα.
ΗΛΕ. Άαχ! τί πιο απ᾽ αυτούς αγαπημένο;
ΟΡΕ. Ώω! Για τον αδερφό σου τί πιστεύεις;
ΗΛΕ. Μακριά μου εκείνος και όχι εδώ να με συντρέξει.
ΟΡΕ. Κι απόμακρα απ᾽ την πόλη γιατί μένεις;
ΗΛΕ. Γάμο θανάσιμο έχω κάνει, ξένε.
ΟΡΕ. Θρηνώ τον αδερφό σου. Πήρες Μυκηναίο;
ΗΛΕ. Όχι όποιον θα ᾽θελε ο γονιός να πάρω.
250 ΟΡΕ. Λέγε μου να τα πω στον αδερφό σου.
ΗΛΕ. Εδώ στο σπίτι του, μακριά απ᾽ την πόλη, μένω.
ΟΡΕ. Τέτοιο καλύβι σε σκαφτιά ή τσοπάνο αξίζει.
ΗΛΕ. Φτωχός, καλή η γενιά του κι έχει σέβας.
ΟΡΕ. Και ποιός ο σεβασμός του αντρός σου;
ΗΛΕ. Δεν τόλμησε το στρώμα μου ν᾽ αγγίξει.
ΟΡΕ. Μην έχει τάμα στους θεούς ή δεν σε θέλει;
ΗΛΕ. Δεν στέργει να ντροπιάσει τους γονιούς μου.
ΟΡΕ. Πώς δεν σε χάρηκε, μια και σε πήρε;
ΗΛΕ. Δεν λογαριάζει αφέντη αυτόν που μ᾽ έδωσε.
260 ΟΡΕ. Κατάλαβα· την τιμωρία φοβάται του Ορέστη.
ΗΛΕ. Κι αυτό φοβάται, μα είναι μυαλωμένος.
σῆς μητρὸς Ἑλένη σύγγονος δόμοις τε σοῖς.
215 ΗΛ. οἴμοι· γυναῖκες, ἐξέβην θρηνημάτων.
ξένοι τινὲς παρ᾽ οἶκον οἵδ᾽ ἐφεστίους
εὐνὰς ἔχοντες ἐξανίστανται λόχου·
φυγῆι σὺ μὲν κατ᾽ οἶμον, ἐς δόμους δ᾽ ἐγὼ
φῶτας κακούργους ἐξαλύξωμεν ποδί.
220 ΟΡ. μέν᾽, ὦ τάλαινα· μὴ τρέσηις ἐμὴν χέρα.
ΗΛ. ὦ Φοῖβ᾽ Ἄπολλον, προσπίτνω σε μὴ θανεῖν.
ΟΡ. ἄλλους κτάνοιμι μᾶλλον ἐχθίους σέθεν.
ΗΛ. ἄπελθε, μὴ ψαῦ᾽ ὧν σε μὴ ψαύειν χρεών.
ΟΡ. οὐκ ἔσθ᾽ ὅτου θίγοιμ᾽ ἂν ἐνδικώτερον.
225 ΗΛ. καὶ πῶς ξιφήρης πρὸς δόμοις λοχᾶις ἐμοῖς;
ΟΡ. μείνασ᾽ ἄκουσον, καὶ τάχ᾽ οὐκ ἄλλως ἐρεῖς.
ΗΛ. ἕστηκα· πάντως δ᾽ εἰμὶ σή· κρείσσων γὰρ εἶ.
ΟΡ. ἥκω φέρων σοι σοῦ κασιγνήτου λόγους.
ΗΛ. ὦ φίλτατ᾽, ἆρα ζῶντος ἢ τεθνηκότος;
230 ΟΡ. ζῆι· πρῶτα γάρ σοι τἀγάθ᾽ ἀγγέλλειν θέλω.
ΗΛ. εὐδαιμονοίης μισθὸν ἡδίστων λόγων.
ΟΡ. κοινῆι δίδωμι τοῦτο νῶιν ἀμφοῖν ἔχειν.
ΗΛ. ποῦ γῆς ὁ τλήμων τλήμονας φυγὰς ἔχων;
ΟΡ. οὐχ ἕνα νομίζων φθείρεται πόλεως νόμον.
235 ΗΛ. οὔ που σπανίζων τοῦ καθ᾽ ἡμέραν βίου;
ΟΡ. ἔχει μέν, ἀσθενὴς δὲ δὴ φεύγων ἀνήρ.
ΗΛ. λόγον δὲ δὴ τίν᾽ ἦλθες ἐκ κείνου φέρων;
ΟΡ. εἰ ζῆις, ὅπως τε ζῶσα συμφορᾶς ἔχεις.
ΗΛ. οὔκουν ὁρᾶις μου πρῶτον ὡς ξηρὸν δέμας;
240 ΟΡ. λύπαις γε συντετηκός, ὥστε με στένειν.
ΗΛ. καὶ κρᾶτα πλόκαμόν τ᾽ ἐσκυθισμένον ξυρῶι.
ΟΡ. δάκνει σ᾽ ἀδελφὸς ὅ τε θανὼν ἴσως πατήρ.
ΗΛ. οἴμοι· τί γάρ μοι τῶνδέ γ᾽ ἐστὶ φίλτερον;
ΟΡ. φεῦ φεῦ· τί δ᾽ αὖ σοῦ σῶι κασιγνήτωι δοκεῖς;
245 ΗΛ. ἀπὼν ἐκεῖνος, οὐ παρὼν ἡμῖν φίλος.
ΟΡ. ἐκ τοῦ δὲ ναίεις ἐνθάδ᾽ ἄστεως ἑκάς;
ΗΛ. ἐγημάμεσθ᾽, ὦ ξεῖνε, θανάσιμον γάμον.
ΟΡ. ὤιμωξ᾽ ἀδελφὸν σόν. Μυκηναίων τίνι;
ΗΛ. οὐχ ὧι πατήρ μ᾽ ἤλπιζεν ἐκδώσειν ποτέ.
250 ΟΡ. εἴφ᾽, ὡς ἀκούσας σῶι κασιγνήτωι λέγω.
ΗΛ. ἐν τοῖσδ᾽ ἐκείνου τηλορὸς ναίω δόμοις.
ΟΡ. σκαφεύς τις ἢ βουφορβὸς ἄξιος δόμων.
ΗΛ. πένης ἀνὴρ γενναῖος ἔς τ᾽ ἔμ᾽ εὐσεβής.
ΟΡ. ἡ δ᾽ εὐσέβεια τίς πρόσεστι σῶι πόσει;
255 ΗΛ. οὐπώποτ᾽ εὐνῆς τῆς ἐμῆς ἔτλη θιγεῖν.
ΟΡ. ἅγνευμ᾽ ἔχων τι θεῖον ἤ σ᾽ ἀπαξιῶν;
ΗΛ. γονέας ὑβρίζειν τοὺς ἐμοὺς οὐκ ἠξίου.
ΟΡ. καὶ πῶς γάμον τοιοῦτον οὐχ ἥσθη λαβών;
ΗΛ. οὐ κύριον τὸν δόντα μ᾽ ἡγεῖται, ξένε.
260 ΟΡ. ξυνῆκ᾽· Ὀρέστηι μή ποτ᾽ ἐκτείσηι δίκην.
ΗΛ. τοῦτ᾽ αὐτὸ ταρβῶν· πρὸς δὲ καὶ σώφρων ἔφυ.
***
ΧΟΡ. Η αδερφή της μάνας σου η Ελένη,
φταίει για τις τόσες συμφορές που βρήκαν
τους Έλληνες και το δικό σου σπίτι.
(Η Ηλέκτρα αιφνιδιάζεται από την απροσδόκητη εμφάνιση του Ορέστη και του Πυλάδη).
ΗΛΕ. Άα! φίλες, σταματάω τους θρήνους. Κάποιοι
ξένοι, κρυμμένοι εδώ κοντά στο σπίτι,
βγαίνουν απ᾽ την κρυψώνα τους· μπρος, τρέχα
στον δρόμο εσύ κι εγώ μες στην καλύβα
φεύγοντας, να σωθούμε απ᾽ τους κακούργους.
220 ΟΡΕ. Μα στάσου, δύστυχη, μη με φοβάσαι.
ΗΛΕ. Ω! Φοίβε, σου προσπέφτω μη με σφάξουν.
ΟΡΕ. Μακάρι να θανάτωνα άλλους πιότερο
σε μένα μισητούς παρά σε σένα.
ΗΛΕ. Φύγε κι ό,τι δεν πρέπει μην αγγίζεις.
ΟΡΕ. Τίποτα πιο σωστό απ᾽ το να σ᾽ αγγίξω.
ΗΛΕ. Γιατί εδώ πλάι με σπαθί με παραμονεύεις;
ΟΡΕ. Στάσου ν᾽ ακούσεις, δίκιο θα μου δώσεις.
ΗΛΕ. Στα χέρια σου είμαι, είσαι ο δυνατότερος.
ΟΡΕ. Ήρθα φέρνοντας νέα του αδερφού σου.
ΗΛΕ. Καλέ μου, τάχα ζει ή πάει στον Άδη;
230 ΟΡΕ. Ζει· πρώτα θέλω τα ευχάριστα ν᾽ ακούσεις.
ΗΛΕ. Να ᾽χεις καλό για τα γλυκά σου λόγια.
ΟΡΕ. Αυτό και για τους δυο μας λέω να γίνει.
ΗΛΕ. Σε ποιά πικρή εξορία πλανιέται ο δόλιος;
ΟΡΕ. Μαραίνεται απ᾽ τη μια πόλη στην άλλη.
ΗΛΕ. Το καθημερινό του δεν του λείπει;
ΟΡΕ. Το ᾽χει, μα είναι αδύναμος ο εξόριστος.
ΗΛΕ. Για ποιά λοιπόν αιτία σε στέλνει εκείνος;
ΟΡΕ. Να μάθει αν ζεις, και πώς περνά η ζωή σου.
ΗΛΕ. Κοίτα λοιπόν πώς έχω μαραζώσει.
240 ΟΡΕ. Σε λιώσαν τόσο οι πίκρες, που λυπάμαι.
ΗΛΕ. Και τα μαλλιά μου ολότελα κομμένα.
ΟΡΕ. Σε τρώει ο πόνος του αδερφού και του πατέρα.
ΗΛΕ. Άαχ! τί πιο απ᾽ αυτούς αγαπημένο;
ΟΡΕ. Ώω! Για τον αδερφό σου τί πιστεύεις;
ΗΛΕ. Μακριά μου εκείνος και όχι εδώ να με συντρέξει.
ΟΡΕ. Κι απόμακρα απ᾽ την πόλη γιατί μένεις;
ΗΛΕ. Γάμο θανάσιμο έχω κάνει, ξένε.
ΟΡΕ. Θρηνώ τον αδερφό σου. Πήρες Μυκηναίο;
ΗΛΕ. Όχι όποιον θα ᾽θελε ο γονιός να πάρω.
250 ΟΡΕ. Λέγε μου να τα πω στον αδερφό σου.
ΗΛΕ. Εδώ στο σπίτι του, μακριά απ᾽ την πόλη, μένω.
ΟΡΕ. Τέτοιο καλύβι σε σκαφτιά ή τσοπάνο αξίζει.
ΗΛΕ. Φτωχός, καλή η γενιά του κι έχει σέβας.
ΟΡΕ. Και ποιός ο σεβασμός του αντρός σου;
ΗΛΕ. Δεν τόλμησε το στρώμα μου ν᾽ αγγίξει.
ΟΡΕ. Μην έχει τάμα στους θεούς ή δεν σε θέλει;
ΗΛΕ. Δεν στέργει να ντροπιάσει τους γονιούς μου.
ΟΡΕ. Πώς δεν σε χάρηκε, μια και σε πήρε;
ΗΛΕ. Δεν λογαριάζει αφέντη αυτόν που μ᾽ έδωσε.
260 ΟΡΕ. Κατάλαβα· την τιμωρία φοβάται του Ορέστη.
ΗΛΕ. Κι αυτό φοβάται, μα είναι μυαλωμένος.