Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Το μάθημα από το φύλλο ενός δέντρου....

Ρώτησα το φύλλο αν ήταν φοβισμένο, επειδή ήταν φθινόπωρο και τα άλλα φύλλα έπεφταν. Το φύλλο μου είπε :

«Όχι. Κατά τη διάρκεια όλης της άνοιξης και του καλοκαιριού ήμουν απολύτως ζωντανό. Δούλεψα σκληρά για να βοηθήσω το δέντρο να τραφεί. Και τώρα ένα μεγάλο μέρος μου είναι μέσα στο δέντρο. Δεν περιορίζομαι από αυτή τη μορφή. Είμαι επίσης ολόκληρο το δέντρο. Και όταν επιστρέψω στο χώμα, θα συνεχίσω να τρέφω το δέντρο. Επομένως, δεν ανησυχώ καθόλου. Καθώς αφήνω αυτό το κλαδί και πέφτω στο έδαφος, θα γνέψω στο δέντρο και θα του πω : Θα σε δω ξανά πολύ σύντομα.»

Εκείνη τη μέρα ο αέρας φυσούσε πολύ και, έπειτα από λίγο, είδα το φύλλο να αφήνει το κλαδί και να πέφτει στο έδαφος, χορεύοντας χαρωπά, επειδή καθώς έπεφτε, είδε τον εαυτό του εκεί, μέσα στο δέντρο. Ήταν τόσο ευτυχισμένο...
 
Υποκλίθηκα, ξέροντας ότι είχα πολλά να μάθω από το φύλλο....

MATRIX: ΤΟ ΚΙΝΟΥΜΕΝΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ

Η σκέψη δημιουργεί εικόνα, αλλά η εικόνα ποσό πραγματική ειναι;
Ζούμε σε μια εικονική πραγματικότητα που δεν ξέρουμε τι είναι έξωθεν στον ωκεανό ενέργειας του σύμπαντος;
Γιατί η διαδικασία της εξέλιξης επέτρεψε τη δημιουργία της συνείδησης;
Τι σημαίνει να σκέφτεται ή να αισθάνεται κανείς;
Τι είναι ο νους; Πρόκειται για κάτι που υπάρχει πραγματικά; Και αν υποθέσουμε πως υπάρχει σε ποιο βαθμό εξαρτάται απο τις φυσικές δομές, με τις οποίες είναι συνδεδεμένος;
Θα μπορούσε να υπάρξει ανεξάρτητα απο τέτοιες δομές; Ή πρόκειται απλά και μόνο για τις λειτουργίες μιας κατάλληλης φυσικής δομής;
Και εν πάση περιπτώσει, είναι απαραίτητο οι δομές που σχετίζονται με το νου να είναι βιολογικής φύσης (εγκέφαλοι) ή μήπως μπορεί ο νους να σχετισθεί εξίσου καλά με ηλεκτρονικό εξοπλισμό;
Υπακούει ο νους στους νόμους της φυσικής και ποιοι είναι αλήθεια οι νόμοι της φυσικής;
Στην κλασική φυσική υπάρχει το «εκεί έξω», όπως και στην κοινή λογική, ένας αντικειμενικός κόσμος.
Ο κόσμος αυτός εξελίσσεται κατά τρόπο ξεκάθαρο και διέπεται από συγκεκριμένες μαθηματικές εξισώσεις.
Αυτό είναι μια πραγματικότητα τόσο για τις θεωρίες του Maxwell και του Αϊνστάιν, όσο και για το αρχικό Νευτώνειο σύστημα.
Δεχόμαστε ότι η φυσική πραγματικότητα υπάρχει ανεξάρτητα απο εμάς. Και το πώς ακριβώς είναι ο φυσικός κόσμος δεν επηρεάζεται απο τον τρόπο που τον εξετάζουμε.
Τα σώματα και οι εγκέφαλοί μας αποτελούν επίσης τμήμα του κόσμου αυτού.
Ο JOHN SEARLE περιεργως τονίζει ότι:
"...Υπάρχουν δύο ξεχωριστά είδη ουσίας: η «ουσία» που απαρτίζει το πνεύμα και η συνηθισμένη ύλη. Το κατά πόσο και με ποιο τρόπο η κάθε μία απο αυτές μπορεί ή δεν μπορεί να επηρεάζει την άλλη είναι ένα άλλο ερώτημα...."
Μήπως ένα μαθηματικό δίκτυο αποτελούμενο από ανώτερες μαθηματικές εξισώσεις εξουσιάζει την εικονική πραγματικότητα του matrix;
Η γενικότερη άποψη ότι ο εγκέφαλος δεν είναι παρά ένας ψηφιακός υπολογιστής, παραπέμπει στη θεωρία πως η «συνείδηση ενός προσώπου» πρέπει πρακτικά να θεωρείται ένα κομμάτι software και η συγκεκριμένη του μορφή, σαν ενός υλικού ανθρώπινου όντος, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εκτέλεση αυτού του software απο το hardware του εγκεφάλου και του σώματός του.
Όσο κι αν νοιώθουμε ότι η συνειδητή μας βούληση επηρεάζει τον τρόπο που ενεργούμε, όλες μας οι πράξεις καθορίζονται από μαθηματικές εξισώσεις.
Η συνείδηση αποτελεί καθοριστικό συστατικό στοιχείο του τρόπου που κατανοούμε τη μαθηματική αλήθεια με μυστικό κλειδί τον αριθμό 1001.

Από τον παράδεισο των Ιρανών στον παράδεισο της Γένεσης

Από τον παράδεισο των Ιρανών στον παράδεισο της ΓένεσηςΗ λέξη «παράδεισος» προέρχεται από τη μηδική λέξη paridaiza, «περίφραξη», με το pari να σημαίνει «περί» και το daiza «τείχος / τοίχος». Όπως συχνά συνέβη, οι Έλληνες πήραν τα ιρανικά δάνειά τους από τους Μήδους παρά από τους Πέρσες: π.χ. η λέξη σατράπης είναι η μηδική μορφή αυτού του ιρανικού τίτλου (< xšaθrapā(van), -περσική μορφή xšaçapāvan). Το αρχαίο περσικό ισοδύναμο του παραδείσου είναι paridaida. Η εμφάνιση ενός τέτοιου μηδικού όρου ως δανείου στην ελληνική γλώσσα, αλλά και στην ακκαδική, την εβραϊκή και την αραμαϊκή, είναι μία ακόμη απόδειξη για την επίδραση των αινιγματικών Μήδων. Η ίδια η φυλή έχει αφήσει πολύ λίγα ίχνη, η πρώιμη ιστορία της είναι δύσκολο να ανασυσταθεί, αλλά το γεγονός ότι οι Έλληνες ονόμαζαν τους ανατολίτες αντιπάλους τους πρώτα Μήδους και μόνο αργότερα Πέρσες επιβεβαιώνει την προηγούμενη σημασία τους. Ομοίως οι Εβραίοι μιλούν για Μήδους στον Ησαΐα  και στον Ιερεμία, αλλά για Μήδους και Πέρσες στα μεταιχμαλωσιακά βιβλία των Έσδρα, Νεεμία, Εσθήρ και Δανιήλ.
 
Σχεδόν αμέσως μετά την περσική κατάληψη της Βαβυλώνας το 539 π.Χ. βρίσκουμε βαβυλώνια έγγραφα των τελευταίων δεκαετιών του έκτου αιώνα, στα οποία οι αρχές των ναών είναι υπεύθυνες για τη διατήρηση και την ίδρυση pardesu. Ένας από αυτούς είναι αμπελώνας, ένας άλλος σχετίζεται με τη φύτευση φοινικόδεντρων και την κατασκευή τούβλων. Περισσότερες πληροφορίες υπάρχουν στα μόνο λίγο μεταγενέστερα ελαμιτικά κείμενα. Μετά την πτώση της αυτοκρατορίας των Ελαμιτών τον έβδομο αιώνα, οι Πέρσες εγκαταστάθηκαν στο έδαφός της και κράτησαν τα ελαμιτικά ως επίσημη γλώσσα της γραφειοκρατίας τους στην Περσίδα μέχρι γύρω στο 460. Εδώ βρίσκουμε αναφορές στους partetas, λέξη που αντιστοιχεί στην αρχαία περσική paridaida. Από τα κείμενα αναδύονται οι ακόλουθες σημασίες: partetas είναι αποθηκευτικοί χώροι για φυτικά προϊόντα, όπως σύκα, χουρμάδες, ροδάκινα, βερίκοκα, ρόδια και βασιλικά σιτηρά, ως επί το πλείστον αρκετά κοντά στην Περσέπολη. Αν και το μέγεθος ενός partetas ήταν μάλλον μέτριο, ήταν αρκετά μεγάλος ώστε να περιέχει τα πρόβατα για τον εορτασμό μιας θρησκευτικής τελετής, μιας θυσίας στον Ahuramazda.
 
Τέλος, υπάρχει μια σαφής σύνδεση με τα δέντρα. Η κυρίαρχη παρουσία των δέντρων οφείλεται στο ότι οι Πέρσες απέδιδαν ιδιαίτερη αξία στα δέντρα. Αυτό ήδη φαίνεται από επιστολή του Δαρείου Α΄ σε κάποιον Gadatas, τον επιστάτη του τοπικού «παραδείσου», τον παραδεισάριο, ένας όρος που επαναλαμβάνεται στη Συριακή ως pardayspana, στα παλαιότερα κείμενα των Αρμενίων ως partizpan, και στο νεοπερσικό έπος ως palezban. Στην επιστολή ο βασιλιάς επαινεί τον Gadatas για την καλλιέργεια των οπωροφόρων δένδρων της Συρίας στη Δυτική Μικρά Ασία και τον επιτιμά για τη φορολόγηση των ιερών κηπουρών του Απόλλωνα. Κάποιος Πύθιος, ίσως ο εγγονός του Κροίσου, έδωσε στο Δαρείο ένα χρυσό αμπέλι και πλατάνι, που παρέμειναν πολύ γνωστά έως ότου ο Αντίγονος τα έλιωσε το 316 π.Χ. Όταν βρήκε έναν πλάτανο ανατολικά των Σάρδεων, ο Ξέρξης τον διακόσμησε με χρυσό και όρισε έναν μόνιμο φύλακα γι’ αυτόν. Ο Κύρος ο νεότερος έδειξε στον Λύσανδρο τον παράδεισο στις Σάρδεις και ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος είχε φυτεύσει προσωπικά μερικά από τα δέντρα.
 
Συνεπώς: στις αρχές της Περσικής Αυτοκρατορίας δύο στενά συνδεδεμένες λέξεις ήταν σε τρέχουσα χρήση για τον παράδεισο: ο μηδικός όρος paridaiza και ο αρχαίος περσικός paridaida. Η τελευταία λέξη υιοθετήθηκε στην Ελαμιτική, η πρώτη υιοθετήθηκε από τους Βαβυλώνιους, τους Έλληνες και τους Εβραίους. Δεύτερον στην πρώιμη ιρανική ο παράδεισος δεν είχε σταθερή σημασία. Θα μπορούσε να είναι ένα μέρος για αποθήκευση, ένας αμπελώνας, οπωρώνας, ένας στάβλος, δάσος ή φυτώριο δέντρων. Προφανώς, το πιο σημαντικό και ενοποιητικό στοιχείο ήταν ο περίβολος. Τρίτον, καμία από αυτές τις περιγραφές δεν ταιριάζει ακόμα με τον βιβλικό Κήπο της Εδέμ.
 
Η σύνδεση ανάμεσα στα δέντρα και τον παράδεισο εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη, όπου στον Νεεμία (2.8) ο ομώνυμος πρωταγωνιστής ζητά ξύλο από τον επιστάτη του pardes του βασιλιά για να κάνει δοκάρια για τις πύλες του παλατιού. Το χωρίο φαίνεται να προέρχεται από τα αρχικά απομνημονεύματα του Νεεμία, τα οποία χρονολογούνται από το δεύτερο μισό του πέμπτου αιώνα, και ως εκ τούτου είναι μια πολύτιμη μαρτυρία για την ύπαρξη των περσικών παραδείσων, όχι μόνο στη Μικρά Ασία, αλλά και σε άλλα σημεία της περσικής αυτοκρατορίας. Ο Νεεμίας δεν αναφέρει τη θέση του παραδείσου του, αλλά μπορεί να βρισκόταν στο Λίβανο. Δέντρα αναφέρονται επίσης στο Άσμα Ασμάτων (4,13 - 14), που ίσως να γράφτηκε στην Ιερουσαλήμ γύρω στο 400 π.Χ. Εδώ θα βρούμε έναν pardes από ρόδια, με ευχάριστα φρούτα, νάρδο, κρόκο, κάλαμο και κανέλα, με όλα τα δέντρα του λιβανιού. Υπάρχει η πιθανότητα ότι η λέξη «παράδεισος» εμφανίστηκε στην ελληνική λογοτεχνία τον πέμπτο αιώνα. Ο Κλέαρχος (απ. 43a) λέει ότι οι Λυδοί στην πολυτέλειά τους έφτιαξαν παραδείσους, διαμορφώνοντάς τους σαν πάρκα, και έτσι ζούσαν στη σκιά. Καθώς ο Κλέαρχος αλλού χρησιμοποίησε τον ιστορικό Ξάνθο από τη Λυδία, έναν αρχαιότερο σύγχρονο του Ηρόδοτου, φαίνεται πιθανό ότι ο Ξάνθος ίσως ήταν ο πρώτος Έλληνας που χρησιμοποίησε γραπτώς τον όρο παράδεισος. Αυτό δεν είναι απίθανο, δεδομένου ότι καταγόταν από τη Λυδία και ο ίδιος μπορεί κάλλιστα να γνώριζε τους παραδείσους των Σάρδεων προσωπικά. Όπως ταίριαζε σε παράδεισους, αποτελούνταν από δέντρα, αλλά οι Σάρδιοι προφανώς τους είχαν μετατρέψει σε ένα πιο καλλιεργημένο περιβάλλον από τους τυπικούς περσικούς παραδείσους, ίσως με περίπτερα για τους επισκέπτες τους. Σε κάθε περίπτωση, υπήρχε ένα σπίτι και ένα μέρος με κρεβάτι με ουρανό στον βαβυλώνιο παράδεισο, όπου πέθανε ο Μέγας Αλέξανδρος. Εκ πρώτης όψεως μπορεί να είναι έκπληξη το γεγονός ότι ο Κλέαρχος μιλάει για παράδεισους στον πληθυντικό, αλλά τα κείμενα συχνά μιλούν μ’ αυτό τον τρόπο. Ορισμένα παραδείγματα είναι οι παράδεισοι στα Σούσα (Αιλιανός, Περί ζώων 7.1), τα άγρια πάρκα του Φαρνάβαζου (Ξεν., Ελλ. 4.1.15, 33), οι παράδεισοι κυνηγιού που δόθηκαν στον Δημήτριο Πολιορκητή στον τόπο της εξορίας του (Πλούταρχος, Δημήτριος 50) και οι συριακοί παράδεισοι με κυπαρίσσια που αναφέρονται από τον Θεόφραστο (Περί φυτών ιστ. 5.8.1).
 
Από τις μαρτυρίες του Ξενοφώντα (Οικονομικός, Ελληνικά, Κύρου ανάβασις, Κύρου παιδεία) και άλλων Ελλήνων συγγραφέων, αλλά και από τα βιβλικά χωρία, μπορούμε να βγάλουμε τα εξής συμπεράσματα για την έννοια των παραδείσων στην ύστερη αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών: πρώτον, τα χωρία του Νεεμία και το Άσμα Ασμάτων φαίνεται να δείχνουν ότι, εκτός από τους παράδεισους κυνηγιού που βεβαιώνονται από τον Ξενοφώντα, άλλες σημασίες του περσικού παραδείσου, όπως οπωρώνας και τόπος ανάπτυξης δέντρων, παρέμειναν ζωντανές. Δεύτερον, οι πρώιμοι ελληνικοί παράδεισοι συνδέονται με τους ιρανικούς μόνο σε περιορισμένο βαθμό. Δεν είναι οπωρώνες, αμπελώνες ή θέσεις αποθήκευσης -έννοιες για τις οποίες οι Έλληνες βέβαια είχαν τις δικές τους λέξεις. Από την άλλη πλευρά, όπως αναφέρεται ρητά στα Ελλ. 4.1.15, ήταν περιφραγμένοι και από αυτή την άποψη αντικατοπτρίζουν την ιρανική προέλευσή τους. Τρίτον, φαίνεται να είναι ένα σχετικά άγνωστο φαινόμενο για τους Έλληνες, αφού στον Οικονομικό του ο Ξενοφών καλύπτει αποτελεσματικά τον όρο λέγοντας ότι υπάρχουν πάρκα, οι λεγόμενοι παράδεισοι, όπου πηγαίνει ο βασιλιάς. Τέταρτον, αυτοί οι συγκεκριμένοι παράδεισοι χαρακτηρίζονταν από περιορισμένο μέγεθος, την γειτνίαση με άλλους παραδείσους, την παρουσία ζώων, ύδατος (είτε πρόκειται για ποτάμι ή μια λίμνη), τη σημασία των δέντρων και, σε γενικές γραμμές, από πλούσια βλάστηση. Οι εν λόγω παράδεισοι δεν απουσιάζουν από την περσική ενδοχώρα, αφού ο παράδεισος στα Σούσα αρδευόταν (Κτησίας FGrH 688 F 34), και ο τάφος του Κύρου στους Πασαργάδες βρισκόταν σε έναν παράδεισο με ένα άλσος από κάθε λογής δέντρα, αρδευόμενος, και βαθύ χόρτο είχε αναπτυχθεί στο λιβάδι. Πέμπτον, οι παράδεισοι ήταν στην κατοχή της υψηλότερης περσικής αριστοκρατίας. Ως εκ τούτου έγιναν το σύμβολο της περσικής αρχής, όπως φαίνεται να υποδεικνύει η επιλογή των Φοινίκων να θέσουν ως πρώτο στόχο τους στην εξέγερσή τους το 351 π.Χ. τον βασιλικό παράδεισο. Έκτον και τελευταίο, σε αντίθεση με τον παράδεισο της Γένεσης, οι παράδεισοι κυνηγιού ήταν γεμάτοι με άγρια ​​ζώα και μ’ αυτόν τον τρόπο επέτρεπαν στους Πέρσες να διατηρούν τον εαυτό τους καλά προετοιμασμένο για πόλεμο.
 
Μετά την πτώση της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών οι παράδεισοι κυνηγιού γρήγορα εξαφανίστηκαν, αφού το κυνήγι δεν παίζει τον ίδιο ρόλο στη ζωή των διαδόχων τού Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπως μεταξύ των Περσών αρχόντων. Ωστόσο, άλλοι παράδεισοι συνέχισαν να υπάρχουν, αλλά χωρίς τα άγρια ​​ζώα. Μπορούμε να σημειώσουμε αυτή την αλλαγή ήδη αρκετά νωρίς στο τρίτο αιώνα, αφού το 246 π.Χ. η μικρή κρητική πόλη της Ιτάνου αφιέρωσε ένα «ιερό τέμενος» κοντά στην πύλη, πιθανώς ένα είδος δημόσιου κήπου, ως έναν παράδεισο για τον Πτολεμαίο Γ΄ (246-221). Αυτό σίγουρα δεν ήταν ένα πάρκο κυνηγιού. Ούτε, προφανώς, ήταν οι παράδεισοι που συνδέονται με βασιλικές κατοικίες, οι οποίες αναφέρονται σε παπύρους στα τέλη του τρίτου αιώνα. Άλλοι συνδυασμοί ανακτόρων και πάρκων δείχνουν σαφώς ότι οι εν λόγω παράδεισοι ήταν πάρκα. Στο τρίτο και δεύτερο αιώνα, ο παράδεισος συνδέεται με νερό (Αριθμοί 24.6, Ησαΐας 1.30), δέντρα (Ιεζεκιήλ 31.8,9), έρχεται σε αντίθεση με την έρημο (Ησαΐας 51,3) και αποτελεί ένα σημάδι του μεγάλου πλούτου (Ιεζεκιήλ 28.13), αλλά πουθενά δεν ακούμε για ζώα. Στον Εκκλησιαστή, που φαίνεται να χρονολογείται στον τρίτο αιώνα π.Χ., ο Σολομών λέει: «έχω κάνει εγώ κήπους και pardesim, και φύτεψα δέντρα σε αυτά με όλων των ειδών τα φρούτα» (2.5). Όπως στην προαναφερθείσα περίπτωση στο Άσμα Ασμάτων, σύγχρονες μεταφράσεις χρησιμοποιούν τον όρο «οπωρώνας», και μάλιστα, στα σύγχρονα εβραϊκά η λέξη «οπωρώνας» είναι pardes. Περισσότεροι οπωρώνες  αναφέρονται σε μεταγενέστερους παπύρους από την Αίγυπτο, που περιέχουν πολλές αναφορές σε παραδείσους. Αυτοί οι παράδεισοι ήταν χρηστικό κήποι, αφού το μέσο μέγεθος τους είναι εξαιρετικά μικρό, μικρότερο από ένα εκτάριο. Ως εκ τούτου, δεν είναι έκπληξη το γεγονός ότι ακούμε γι 'αυτούς να πωλούνται ή να αγοράζονται. Στα ρωμαϊκά χρόνια οι παράδεισοι έγιναν ακόμη πιο καλλιεργημένοι, όπως προκύπτει ευθέως από τους παράδεισους στα ελληνικά μυθιστορήματα του Λόγγου και του Αχιλλέα Τατίου. Εξακολουθούν να υπάρχουν πηγές και δέντρα, αλλά το τοπίο έχει γίνει πολύ πιο τεχνητό. Βλέπουμε τώρα την παρουσία λιβαδιών και λουλουδιών: τριαντάφυλλα, νάρκισσους και υάκινθους. Αντί για άγρια ζώα ο παράδεισος κατοικείται τώρα από κύκνους, παπαγάλους και παγώνια. 
 
Πριν απαντηθεί το ερώτημα γιατί οι Εβδομήκοντα, τον τρίτο αιώνα π.Χ., επέλεξαν τον όρο «παράδεισος» για να μεταφράσουν την εβραϊκή έκφραση Gan Eden, έχουμε να λύσουμε ένα άλλο πρόβλημα. Γιατί οι μεταφραστές δεν προτιμούν τον εξίσου πιθανό ελληνικό όρο «κήπος»;  Όπως ο παράδεισος, ο κήπος είναι συνδεδεμένος με το νερό (Ησαΐας 1.29), αλλά είναι σαφώς απλούστερος από το μαγευτικό παράδεισο (Δευτερονόμιο11.10, 1 Βασιλέων 20.2). Αυτοί οι κήποι καλλιεργούνταν κατά κύριο λόγο για την παραγωγικότητα τους και ήταν στενά συνδεδεμένοι με τα συγκροτήματα κατοικιών. Ήταν μικροί, περιφραγμένοι, καλλιεργούνταν εντατικά και φημίζονταν για τα λαχανικά και τα λουλούδια τους. Με άλλα λόγια, για τους Εβραίους μεταφραστές η λέξη κήπος δύσκολα έφερνε στο μυαλό την εικόνα ενός βασιλικού πάρκου αντάξιου του Γιαχβέ.
 
Αλλά αν οι μεταφραστές προτίμησαν τη λέξη παράδεισος, ποιον παράδεισο έχουν κατά νου; Μπορούμε να απορρίψουμε τις παλιές περσικές έννοιες «αποθήκη» ή «αμπελώνας» και τη χρήση για κυνήγι στον Ξενοφώντα, δεδομένου ότι ούτε ο Θεός ούτε ο Αδάμ εμφανίζουν κανένα ενδιαφέρον για το κυνήγι, ούτε πίνουν αλκοόλ. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι μπορούμε να αγνοήσουμε επίσης τους παραδείσους της μεταγενέστερης ελληνιστικής και ρωμαϊκής Αιγύπτου, δεδομένου ότι ήταν πάρα πολύ μικροί, πάρα πολύ απλοί και πολύ χρηστικοί για να είναι αντάξιοι του Γιαχβέ. Αυτό μας αφήνει τους σύγχρονους βασιλικού παραδείσους των ελληνιστικών χρόνων, όπως είναι ορατοί σε διάφορες περιγραφές: βασιλικά πάρκα με πολλά δέντρα, κατάλληλα για περπάτημα, λιγότερο άγριοι ​​από τους περσικούς προδρόμους τους, αλλά πιο δασώδεις από τους ύστερους ρωμαϊκούς απογόνους τους. Τέτοια πάρκα φυσικά ταιριάζουν με την εποχή των Εβδομήκοντα, δηλαδή την Αλεξάνδρεια κατά το δεύτερο τέταρτο του τρίτου αιώνα π.Χ.. Οι γνώσεις μας της πρώιμης Αλεξάνδρειας είναι ατελείς, αλλά αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ότι το βασιλικό παλάτι του Πτολεμαίου Β΄ άντλησε έμπνευση από τα περσικά παλάτια με τους παραδείσους. Ο παράδεισός του φαίνεται πράγματι να αποτυπώνεται στην περιγραφή του παλατιού του βασιλιά Αιήτη στην Κολχίδα από τον Απολλώνιο τον Ρόδιο (Αργοναυτικά 3.219 - 29). Υπάρχει επίσης μια σαφής ένδειξη για τη σύνδεση του παραδείσου του Γιαχβέ με τον κόσμο των Πτολεμαίων: η μετάφραση της έκφρασης Gan Eden στη Γένεση (3.23) ως «παράδεισος της τρυφής». Η «τρυφή» ήταν ένας όρος που χρησιμοποιείται ευρέως στη μοναρχία των Πτολεμαίων για να χαρακτηρίσει την ήρεμη ζωή με την ευημερία και τη μεγαλοπρέπειά της. Τρεις βασιλείς επονομάστηκαν «Τρύφων» και διάφορες πριγκίπισσες «Τρύφαινα». Στους ρωμαϊκούς χρόνους η τρυφή έγινε συνώνυμο με την «καλή ζωή». Σαφώς η εποχή των Πτολεμαίων δεν ήταν πλέον η εποχή του Κύρου με τη σωματική ταλαιπωρία και τον ιδρώτα, αλλά ο κόσμος του πλούτου, της άνεσης και της πολυτέλειας. Πίσω από τον παράδεισο του ουράνιου βασιλιά στη μετάφραση των Εβδομήκοντα υποκρύπτονται οι καλλιεργημένοι παράδεισοι των επίγειων Ελλήνων αρχόντων της σύγχρονης Αιγύπτου.

Αριστοτέλης - Ύμνος στην Αρετή

Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης, Ύμνος στην ΑρετήΟ Αριστοτέλης συνέθεσε αυτόν τον ύμνο στη μνήμη του φίλου του Ερμεία. Γύρω στα 350 π.Χ. ο Ερμείας, άνθρωπος ταπεινής καταγωγής και πρώην μαθητής της σχολής του Πλάτωνα, απέκτησε εξουσία σε μια περιοχή της Μικράς Ασίας απέναντι από τη Λέσβο. Οι κυριότερες πόλεις της επικράτειας αυτής ήταν η Άσσος και ο Αταρνεύς. Ο Ερμείας φαίνεται ότι είχε πολιτικούς δεσμούς με το Φίλιππο της Μακεδονίας, αφού ο Δημοσθένης (10, 32)  τον περιγράφει ως άνθρωπο ο οποίος γνωρίζει και συμπράττει στα σχέδια του βασιλιά της Μακεδονίας εναντίον των Περσών. Ο Ερμείας προσκάλεσε τον Αριστοτέλη να έρθει στην Άσσο μαζί με μερικούς μαθητές του (ανάμεσά τους και ο Θεόφραστος). Ο Αριστοτέλης αποδέχτηκε την πρόσκληση και φαίνεται ότι παρέμεινε στην πόλη κατά το χρονικό διάστημα 347-5 π.Χ. Ο Ερμείας ίσως είχε την πρόθεση να προσδώσει αίγλη στην αυλή του με την παρουσία ενός τόσο σπουδαίου φιλοσόφου, όπως είχε κάνει παλαιότερα ο Διονύσιος Β΄ των Συρακουσών με τον Πλάτωνα.
Ωστόσο οι δύο άντρες φαίνεται ότι συνδέονταν και με φιλική ή συγγενική σχέση. Ο Δίδυμος (6, 6, σελ. 23 Diels-Schubart) μας πληροφορεί για την οικειότητα που έδενε τον Ερμεία με τον Αριστοτέλη,ενώ γνωρίζουμε ότι η σύζυγος του Αριστοτέλη Πυθιάς ήταν ανεψιά και υιοθετημένη κόρη του Ερμεία. Το 342/1 π.Χ., και ενώ ο φιλόσοφος βρισκόταν κοντά στον Αλέξανδρο, έφτασε η είδηση ότι ο Ερμείας είχε συλληφθεί από τον Ρόδιο Μέντορα, ο οποίος τον παρέδωσε στο βασιλιά Αρταξέρξη Γ΄. Ο Αρταξέρξης βασάνισε τον Ερμεία, για να του αποκαλύψει ο τελευταίος τα σχέδια του Φιλίππου, όμως ο Ερμείας δεν υπέκυψε. Λίγο πριν πεθάνει ζήτησε να σταλεί μια επιστολή στους φίλους του, με την οποία να τους πληροφορεί ότι δεν έκανε τίποτε ανάξιο της φιλοσοφίας (Δίδυμος 6, 15-17).  
H στάση αυτή του Ερμεία έκανε μεγάλη εντύπωση στον Αριστοτέλη, ο οποίος, όταν επέστρεψε στην Αθήνα το 338 και ίδρυσε το Λύκειο, φρόντισε να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη του Ερμεία με δύο τρόπους. Πρώτον, έστησε άγαλμά του στους Δελφούς με το ακόλουθο επίγραμμα (Διογ. Λαέρτ. 5, 6):
 
«Τούτον τον άνθρωπο τον σκότωσε κάποτε ο βασιλιάς των τοξοφόρων Περσών
ανόσια τον ιερό των μακαρίων θεών νόμο παραβιάζοντας.
Δεν τον νίκησε καθαρά με τη λόγχη του σε ματωμένο αγώνα,
αλλά με τη βοήθεια της πίστης άνδρα δολίου».
 
Δεύτερον, ο Αριστοτέλης εισήγαγε στο Λύκειο τη συνήθεια να άδεται μετά από κάθε γεύμα ένα τραγούδι στη μνήμη του Ερμεία που συνέθεσε ο ίδιος ο φιλόσοφος. Μάλιστα το 323 π.Χ, μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, όταν η Αθήνα τόλμησε να κρατήσει ξανά αντιμακεδονική στάση, κάποιος Δημόφιλος κατηγόρησε τον Αριστοτέλη για ασέβεια, επειδή ακριβώς καθιέρωσε στη σχολή του αυτόν τον παιάνα στον Ερμεία. Εντούτοις, το ποίημα ούτε προσφωνεί τον Ερμεία ως θεό, τονίζοντας μάλιστα το θάνατό του, ούτε και περιλαμβάνει το παιανικό επίφθεγμα που συναντάμε σε άλλους παιάνες, οι οποίοι συντέθηκαν προς τιμήν ανθρώπων για τη θεοποίησή τους (Λύσανδρος, Κρατερός, Πτολεμαίος). Μάλιστα η μόνη αναφορά στον Ερμεία είναι έμμεση: τον αποκαλεί του Αταρνέως το θρέμμα στο στίχο 13-4.
 
            Ο Αριστοτέλης, για να συνθέσει το ποίημα, διάλεξε τη μορφή ενός πινδαρικού ύμνου στην Αρετή, την προσωποποίηση της ανθρώπινης τελειότητας. Για να ακούγεται το ποίημά του ως ύμνος χρησιμοποίησε πολύ το δεύτερο πρόσωπο (στ. 3, 9, 11, 12, 14), όπως ο Πίνδαρος ξεκινούσε συχνά έναν επινίκιο ύμνο με την επίκληση σε κάποια θεότητα. Επίσης, όπως ο Πίνδαρος μετά τον έπαινο της θεότητας περνά σε κάποιο μυθικό παράδειγμα ηρωικής αξίας (π.χ. Ηρακλής, Αχιλλέας κ.τ.λ.) και επαινεί τον αθλητή, για το οποίο συνέθεσε τον ύμνο, έτσι και ο Αριστοτέλης, παράλληλα με τον ύμνο της Αρετής, επαινεί και έναν άνθρωπο, τον Ερμεία.
            Η δομή του ύμνου στην Αρετή είναι σαφής, όπως θα περίμενε κανείς από τον Αριστοτέλη:
            στίχοι 1-8: έπαινος της Αρετής, για χάρη της οποίας ο άνθρωπος είναι έτοιμος να υποφέρει δεινά, ακόμη και το θάνατο. Η κατάκτησή της ισοδυναμεί με την αθανασία.
            9-12: Ηρωικά παραδείγματα το αποδεικνύουν αυτό: τα παιδιά του Δία κέρδισαν την αθανασία χάρη στον αγώνα τους για την κατάκτηση της αρετής, το ίδιο και ο Αχιλλέας και ο Αίας (μέσω του Ομήρου).
            13-8: Το ίδιο και ο Ερμείας, ο οποίος πέθανε για χάρη της Αρετής, θα τιμηθεί από τις Μούσες μ’ αυτό το ποίημα που τιμά την ακλόνητη φιλία.
 
            Αρετή, που των θνητών το γένος με μόχθους πολλούς σε κατακτά,[1]
            της ζωής κάλλιστο θήραμα,
            για τη δική σου όψη, παρθένε,[2]
            ακόμη κι ο θάνατος είναι ζηλευτή στην Ελλάδα μοίρα
            κι η αντοχή σε κόπους φοβερούςκαι ακάματους.
            Τόσο πολύτιμος είναι ο καρπός[3] που τρέφεις μέσα στο νου,
            ισαθάνατος,[4] απ’ το χρυσό ανώτερος
            κι απ’ τους γονείς[5] κι απ’ τον ύπνο που μαλακώνει τα μάτια.[6]
            Για χάρη σου ο γόνος του Δία, ο Ηρακλής, της Λήδας οι γιοι[7]
            πολλά υπέφεραν στους άθλους τους,
            τη δύναμή σου θηρεύοντας,
            από πόθο για σένα ο Αχιλλεύς και ο Αίας πήγαν στο παλάτι του Άδη.
            Για τη δική σου αγαπημένη μορφή, του Αταρνέως
            το θρέμμα[8] έχασε του ήλιου το φως.
            Γι’ αυτό και του αξίζει ο ύμνος των έργων του
            κι αθάνατο θα τον κάνουν οι Μούσες,[9]
            της Μνημοσύνης οι κόρες,
            που ψέλνουν το σέβας του Ξένιου Δία[10] και το βραβείο της σταθερής φιλίας.
 ----------------------------------------------
[1] Η παραδοσιακή ελληνική σοφία από την εποχή του Ησιόδου (Έργα και ημέραι 289-91) τονίζει ότι η κατάκτηση της αρετής απαιτεί κόπους και βάσανα. Με το Σιμωνίδη (PMG 579) η αρετή για πρώτη φορά υψώνεται σε θεότητα. Η αρχαιότερη καταγραφή επίσημης λατρείας της Αρετής είναι από τις Ερυθρές της Μ. Ασίας (ΙΕ 207, γύρω στα 180-50 π.Χ.) και την Πέργαμο (ΑΜ 32, 1907, 311, n. 34 από το 145 π.Χ.).
[2] Στην περίφημη αλληγορία του Προδίκου η Αρετή παρουσιάζεται μπροστά στον Ηρακλή ως μια όμορφη γυναίκα, πρότυπο σεμνότητας και αγνότητας, σε αντίθεση με τη λάγνα Κακία (Ξενοφ., Απομν. 2, 1, 22 κ.εξ.).  
[3] Η εξίσωση Αρετή = καρπός υπάρχει ήδη στον Πίνδαρο, Ολ. 1, 12-3, όπου τα συμφραζόμενα επιβάλλουν να φανταστούμε την Αρετή ως μήλο.
[4] Το επίθετο είναι δημιούργημα του Αριστοτέλη και δηλώνει την αρετή ως αθάνατο καρπό για τον άνθρωπο, ο οποίος την κατακτά. Η έννοια της αθανασίας εδώ είναι η εξής: ο ενάρετος άνθρωπος θα είναι αντικείμενο μνήμης και επαίνου και μετά το θάνατό του, ουσιαστικά για πάντα. Πβ. τους υπέροχους στίχους από την Ανδρομάχη του Ευριπίδη (774-6):
            «Ο χρόνος δεν μπορεί να γυμνώσει τα λείψανα
            των αγαθών ανδρών. Η αρετή
            ακόμη και στους νεκρούς λάμπει».
[5] Η έννοια της έκφρασης «η αρετή είναι ανώτερη κι απ’ τους γονείς» είναι προβληματική στην ερμηνεία της. Υπάρχουν δύο πιθανές ερμηνείες. Σύμφωνα με την πρώτη, η σκέψη του Αριστοτέλη είναι η εξής: «Όσο πολύτιμοι και αν είναι οι γονείς, επειδή μας χάρισαν τη ζωή, ο καρπός της αρετής είναι πολυτιμότερος, επειδή για χάρη του οι άνθρωποι θυσιάζουν αυτή τη ζωή». Σύμφωνα με τη δεύτερη ερμηνεία, ο Αριστοτέλης κάνει υπαινιγμό στην ταπεινή καταγωγή του Ερμεία: «Ο καρπός της αρετής που κέρδισε ο ταπεινής καταγωγής Ερμείας είναι ανώτερος από την ευγενική καταγωγή που επικαλούνται κάποιοι μέσω των γονέων τους».
[6] Ο Αριστοτέλης θέλει να αντιπαραθέσει τη χαλαρότητα του ύπνου με τη διαρκή υπερένταση που είναι αναγκαία για την κατάκτηση της αετής. Στα Ηθικά Νικομ. 1176b34-77a5 οι εξαίρετοι άνθρωποι παρουσιάζονται να χαλαρώνουν μόνο για να αποκτήσουν τη δύναμη για περαιτέρω δράση.
[7] Ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης.
[8] Ο Ερμείας. Το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης θεωρεί επαρκή μόνο αυτήν την έμμεση αναφορά στον Ερμεία, φανερώνει ότι ο ύμνος προοριζόταν για ιδιωτική χρήση και απευθυνόταν σε ανθρώπους που γνώριζαν τα συμφραζόμενα.
[9] Εδώ Μούσες = εγκωμιαστική ποίηση. Η ιδέα ότι η ποίηση προφυλάσσει τη φήμη και την αρετή των ανθρώπων από το θάνατο εκφράζεται με έξοχο τρόπο και από το Βακχυλίδη (3, 90-2):
            «Το φέγγος της αρετής των θνητών δε σβήνει
            μαζί με το σώμα τους, αλλά
            η Μούσα το τρέφει». 
[10] Η αναφορά στον Ξένιο Δία γίνεται, επειδή ο Ερμείας φιλοξένησε στην Άσσο τον Αριστοτέλη.

ΟΙ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΤΕΧΝΗ

Οι ψυχές στην αρχαία ελληνική τέχνη αποδόθηκαν με ποικίλες και ενδιαφέρουσες μορφές. Άλλοτε ως μικρογραφίες θνητών, άλλοτε ως μικροσκοπικές φτερωτές σκιές, ή και όμοιες με τους ζωντανούς. Η ποικιλία αυτή οφείλεται τόσο στις διαφορετικές και αντικρουόμενες συχνά μεταφυσικές αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων, αλλά και στις αισθητικές επιλογές του εκάστοτε καλλιτέχνη.

Οι Έλληνες πίστευαν ότι η ανθρώπινη ύπαρξη αποτελούνταν από δύο διακριτά
στοιχεία, το σώμα και την ψυχή. Το σώμα ήταν το φθαρτό στοιχείο, η σάρκα που προοριζόταν να αποσυντεθεί και έπρεπε μετά θάνατον να καεί ή να ενταφιαστεί. Η ψυχή ήταν το άφθαρτο στοιχείο της ύπαρξης, η πνευματική ουσία που, όταν το άτομο απεβίωνε, εγκατέλειπε το νεκρό σώμα και πετούσε προς έναν άλλο κόσμο : «η μόνη διαπιστούμενη λειτουργία της ψυχής σε σχέση με τον άνθρωπο είναι πως τον εγκαταλείπει».

Ο θάνατος όμως δεν ήταν ένα στιγμιαίο γεγονός, αλλά μια διαδικασία αποτελούμενη από πολλά στάδια, «ένα ταξίδι του οποίου το τέρμα δεν μπορούσε να προσδιοριστεί εκ των προτέρων». Η περαίωση της διαδικασίας επερχόταν όταν όλα τα στάδια της μετάβασης είχαν ολοκληρωθεί με επιτυχία. Η πίστη ότι η ψυχή των νεκρών δεν έβρισκε το δρόμο της στον Κάτω Κόσμο αν δεν φρόντιζαν οι ζωντανοί να εκτελέσουν τα ενδεδειγμένα έθιμα (το πλύσιμο και τον καλλωπισμό του νεκρού, το ξενύχτι και το θρήνο δίπλα στο σώμα και τη μεταφορά στο νεκροταφείο) είναι ευρύτατα διαδεδομένη στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Ο απλός κόσμος πίστευε ότι οι ψυχές των νεκρών που δεν είχαν κατορθώσει να ολοκληρώσουν το ταξίδι με επιτυχία τριγυρνούσαν γύρω από το νεκρό σώμα, στα νεκροταφεία, ή παραμόνευαν τους ζωντανούς στις οικίες που κάποτε ήταν δικές τους.
 
Η απεικόνιση των ψυχών στην αρχαία ελληνική τέχνη παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, αλλά και μεγάλη ποικιλία. Αυτό οφείλεται, ως ένα βαθμό, στη δυσκολία του ακριβούς χωρικού εντοπισμού της ψυχής των νεκρών, που άλλοτε βρίσκεται στα απομεινάρια του σώματος, άλλοτε κατοικεί στα επιτύμβια μνημεία, και άλλοτε ζει στον Κάτω Κόσμο.
 
Δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι κατά τη μυκηναϊκή περίοδο, ή και κατά τους πρώτους τρεις αιώνες της 1ης χιλιετίας, στη λεγόμενη γεωμετρική περίοδο, υπήρχε μια συστηματική προσπάθεια απεικόνισης των ψυχών των νεκρών. Η ανάγκη να αποδώσουν οι καλλιτέχνες με διαφορετικό τρόπο τους θνητούς από τις ψυχές των νεκρών, να δώσουν δηλαδή στους τελευταίους τη διάσταση αόρατων πνευμάτων που κινούνται δίπλα στους ζωντανούς, χωρίς οι τελευταίοι να το αντιλαμβάνονται άμεσα, γεννιέται μόλις στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ., στην αυγή της ανατολίζουσας περιόδου.
 
Η παλαιότερη απεικόνιση της ψυχής εμφανίζεται σε ένα κύπελλο με ψηλό πόδι από τον Κεραμεικό της Αθήνας: παρουσιάζονται θρηνωδοί που περιβάλλουν ένα γραμμικό πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται ένας άνδρας. Ο τελευταίος έχει αποδοθεί σε μικρότερη κλίμακα να ιππεύει ένα άλογο. Ασφαλώς πρόκειται για μια ιδιότυπη προσπάθεια του αγγειογράφου να διαχωρίσει τον κόσμο των ζωντανών από τον κόσμο των ψυχών, όπου ανήκει πλέον ο μικρός ήρωας, που παριστάνεται ως ιππέας. Αν και απλοϊκή, η λύση αυτή επιτυγχάνει να αποδώσει εικονικά κάτι που θεωρητικά είναι αόρατο, την ψυχή. Η λύση αυτή πάντως δεν είχε συνέχεια, καθώς στο δεύτερο μισό του 7ου αιώνα η ψυχή παριστάνεται ως πτηνό.
 
Θα πρέπει να περιμένουμε την αρχαϊκή τέχνη στην πλήρη ανάπτυξή της, τον αττικό μελανόμορφο ρυθμό του 6ου αιώνα, για να συναντήσουμε ένα ολοκληρωμένο σύστημα απεικόνισης των ψυχών. Λόγω των χρωματικών περιορισμών της τεχνικής, οι αγγειογράφοι δεν μπορούν να αποδώσουν το χλωμό χρώμα των νεκρών, που οφείλεται στην έλλειψη αίματος, ούτε το χαρακτηριστικό τους βάδισμα. Εισάγονται τρεις διαφορετικοί τύποι ψυχών, που εν μέρει αντιστοιχούν σε τρεις διαφορετικές, αλλά στενά συνδεδεμένες έννοιες: είδωλον για τις μικρογραφίες των θνητών, σκιά για τις μικροσκοπικές φτερωτές σκιές και εικών ή όναρ για τις εικόνες των νεκρών που είναι όμοιοι με τους ζωντανούς. Είναι καλύτερο να μην επιμένουμε σε τόσο αυστηρές κατηγοριοποιήσεις: σε ορισμένες περιπτώσεις οι διαφορές μπορεί να οφείλονται απλώς σε εικονιστικές ή σε αισθητικές επιλογές των καλλιτεχνών, και όχι στις όποιες μεταφυσικές αντιλήψεις τους.
 Πανομοιότυπο στη μορφή με τον Αχιλλέα αλλά φτερωτό, το είδωλον του Πατρόκλου ξεπηδά από τύμβο. Μελανόμορφη υδρία της Ομάδας του Λεάγρου. 510 π.Χ. Βοστώνη, Μουσείο Καλών Τεχνών.
Τα είδωλα είναι οι ψυχές των νεκρών που αντιγράφουν με ακρίβεια την εικόνα του νεκρού. Συνήθως έχουν πολύ μικρό μέγεθος. Ο τύπος αυτός εμφανίζεται σε περιπτώσεις όπου μια θεότητα, συνήθως ο Ερμής, ζυγίζει τις ψυχές δύο πολεμιστών που πρόκειται να μονομαχήσουν. Στην πλέον συνηθισμένη εκδοχή του, το επεισόδιο της Κηροστασίας, απαντά σε σκηνές μονομαχίας του Αχιλλέα με τον Μέμνονα. Το μικρό μέγεθος ίσως να είναι μια εικονογραφική σύμβαση, με στόχο το διαχωρισμό μεταξύ των ζωντανών και των ψυχών. Αντίθετα, όταν το είδωλον εμφανίζεται μόνο του, τότε έχει φυσιολογικό μέγεθος.
 
Στην υδρία της Βοστώνης, ένα από τα γνωστότερα αγγεία της κατηγορίας αυτής, ο Αχιλλέας έχει δέσει στο άρμα του το κουφάρι του Έκτορα και ετοιμάζεται να το κακομεταχειριστεί. Την ίδια ώρα, στα δεξιά ξεπηδά πάνω από έναν τύμβο το είδωλο του Πατρόκλου, το οποίο είναι πανομοιότυπο με τη μορφή του Αχιλλέα, αλλά έχει φτερά, και ίπταται . Σε αυτόν τον τύπο ειδώλου αντανακλάται η πεποίθηση των αρχαίων Ελλήνων ότι τα φυσικά χαρακτηριστικά της ψυχής ήταν ίδια με τα χαρακτηριστικά του κατόχου της, όταν αυτός ήταν ακόμη ζωντανός.
 
Οι ψυχές των νεκρών απεικονίζονται συχνότερα ως μικροσκοπικές, λιγνές και ανάλαφρες φτερωτές σκιές που μοιάζουν με πεταλούδες. Τα φτερά τονίζουν την ιδιότητά τους να στροβιλίζονται. Δεν έχουν φύλο, φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά ή ενδύματα. Ο τύπος της σκιάς επικρατεί στον 5ο αιώνα. Η προτίμηση των ζωγράφων νεκρικών λευκών ληκύθων είναι σχεδόν καθολική, προφανώς γιατί με τον τύπο αυτό υποδηλώνεται καλύτερα η άυλη υπόσταση της ψυχής. Κατά παράδοξο τρόπο, η ψυχή συνοδεύει τον νεκρό, που έχει αναπαρασταθεί όπως ήταν πριν από το θάνατό του. Ένα ωραίο παράδειγμα είναι μια λευκή λήκυθος στη Νέα Υόρκη . Το είδωλον της ψυχής δεν απεικονίζεται στην ίδια στάση με τον νεκρό, αλλά αντίθετα φέρνει το χέρι στο μέτωπο, σε ένδειξη απόγνωσης και πένθους. Με τον ίδιο τρόπο απεικονίζεται η ψυχή των νεκρών σε σκηνές έκθεσης του σώματος του νεκρού στην οικία του, πριν από την ταφή (πρόθεσις): σε μια λήκυθο λευκού εδάφους, στη Βιέννη, η ψυχή ίπταται πάνω από το ξαπλωμένο κορμί και θρηνεί, αντιγράφοντας τις χει- ρονομίες μιας θρηνωδού.
Όταν τέλειωνε η κηδεία, με την ανατολή του ήλιου, η παρουσία του νεκρού στον πάνω κόσμο είχε ολοκληρωθεί και ξεκινούσε το ταξίδι για τον Άδη. Η βάρκα του Χάροντα περιβάλλεται συχνά από ψυχές: άλλοτε απεικονίζεται μία μόνο, η ψυχή του νεκρού προς τιμήν του οποίου φτιάχτηκε το αγγείο, συχνότερα όμως ο νεκρός εμφανίζεται όπως ήταν πριν από το θάνατο να πλησιάζει τη βάρκα που έχει κυριολεκτικά περικυκλωθεί από το σμήνος των σκιών. Σε πολλές περιπτώσεις, το είδωλο εμφανίζεται να ακολουθεί τον νεκρό, όπως για παράδειγμα σε μια λήκυθο της Βοστώνης . Η νεκρή συνοδεύεται από τη νεαρή υπηρέτριά της, που προπορεύεται. Το είδωλο αντικρίζει τη γυναίκα και κουβαλά μία λουτροφόρο, τελετουργικό αγγείο που χρησιμοποιούσαν οι μελλόνυμφοι για το λουτρό τους. Οι γυναίκες που ολοκλήρωναν το γάμο τους αφιέρωναν τις λουτροφόρους τους στο ιερό της Νύμφης, στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης, όπου στα τέλη της δεκαετίας του 1950 αποκαλύφθηκαν χιλιάδες θραύσματα τέτοιων αγγείων. Όταν η κοπέλα είχε πεθάνει πριν από το γάμο, τότε η λουτροφόρος τοποθετούνταν στον τάφο της. Ορισμένες λογοτεχνικές πηγές αφήνουν να εννοηθεί ότι οι άγαμες γυναίκες που πέθαιναν πρόωρα γίνονταν νύφες του Άδη. Η αντίληψη αυτή επιβεβαιώνεται εδώ: στο δρόμο προς τον Άδη, η ψυχή κουβαλά το αγγείο της για τον επικείμενο «γάμο».
 
Ένα από τα ουσιώδη στοιχεία της ελληνικής θρησκείας ήταν η πεποίθηση ότι η επικοινωνία μεταξύ ζωντανών και νεκρών μπορούσε να αποκατασταθεί με την προσωρινή επάνοδο των ψυχών των νεκρών. Υπό κανονικές συνθήκες, το πέρασμα ανάμεσα στους δύο κόσμους άνοιγε κατά τη διάρκεια συγκεκριμένων χρονικών περιόδων. Στην Αθήνα, αυτό γινόταν κατά τη διάρκεια της δεύτερης ημέρας των Ανθεστηρίων, όταν οι ψυχές των νεκρών επέστρεφαν μεταξύ των ζωντανών, για να εκδιωχθούν τελετουργικά την επομένη. Μία λήκυθος στην Ιένα απεικονίζει τον Ερμή Ψυχοπομπό να κουνά την ψυχουλκό ράβδο και να καθοδηγεί το πέταγμα των ψυχών μέσα και έξω από ένα τεράστιο πιθάρι .
Τραγικός χορός από οπλίτες επιφέρει την επιστροφή του φαντάσματος του νεκρού μέσα από το μνήμα του.Ερυθρόμορφος κιονωτός κρατήρας. 490 π.Χ. Βασιλεία, Antikenmuseum und Sammlung Ludwig.
Όταν το κοινωνικό σύνολο αδυνατούσε να αντιμετωπίσει συνθήκες κρίσης, οι θνητοί κατέφευγαν στη βοήθεια των νεκρών. Η έγερσις των φαντασμάτων ήταν ένα ιδιαίτερα αγαπητό θέμα των τραγωδών της Αθήνας. Σε κάποια άγνωστη δραματική παράσταση, ζωγραφισμένη σε αττικό κρατήρα του Μουσείου της Βασιλείας, ο χορός, αποτελούμενος από νεαρούς οπλίτες, επιφέρει την επιστροφή του φαντάσματος ενός διακεκριμένου νεκρού, ο οποίος μοιάζει να ξεπροβάλλει από το μνήμα του . Ο νεκρός έχει εξέχουσα θέση στην αφήγηση, γι’ αυτό παρουσιάζεται σε σχεδόν κανονικό μέγεθος.
 
Στον 4ο αιώνα, οι αγγειογράφοι της Απουλίας παρουσιάζουν τον Κάτω Κόσμο, όπου βασιλεύουν ο Άδης και η Περσεφόνη μέσα σε ένα ανάκτορο, το οποίο περιβάλλουν γνωστές μυθολογικές μορφές. Σε έναν ελικωτό κρατήρα που κάποτε ανήκε στο Μουσείο J.P. Getty στο Malibu, αλλά που σήμερα έχει επιστραφεί στο ιταλικό κράτος, βλέπουμε στα αριστερά του ναόμορφου οικοδομήματος, που στεγάζει τους θεούς του Κάτω Κόσμου, τον Ερμή και την Εκάτη. Μπροστά από το κτίσμα απεικονίζονται οι Δαναΐδες και στα δεξιά εικονίζεται ο Ορφέας και η Μεγάρα, η πρώτη σύζυγος του Ηρακλή, με τα παιδιά τους, τα οποία ο ήρωας σκότωσε πάνω στην τρέλα του.
H ψυχή μπορούσε να αποχωριστεί από το σώμα και κατά τη διάρκεια του ύπνου. Μια ερυθρόμορφη λήκυθος στο Μουσείο του Τάραντα παρουσιάζει την Αθηνά να ξυπνά τον Θησέα και να τον διατάζει να εγκαταλείψει την Αριάδνη που κοιμάται δίπλα του, στη Νάξο. Ένα μικρό παιδί κοιμάται στα πόδια του ζευγαριού. Στο κεφάλι της Αριάδνης γονατίζει ένα φτερωτό πνεύμα, ο Ύπνος, ενώ ψηλά, στα αριστερά, διακρίνεται μια γυναικεία μορφή που απομακρύνεται πετώντας, αν και δεν έχει φτερά. Είναι η ψυχή της Αριάδνης, που ταξιδεύει την ώρα του ύπνου.
Όσοι είχαν πεθάνει πρόσφατα και παρέμεναν άταφοι βρίσκονταν σε ένα μεταβατικό στάδιο μεταξύ ζωής και θανάτου, που δεν ήταν πάντοτε απροσπέλαστο. Σε μια κύλικα από την Αθήνα εμφανίζεται ένα σπάνιο μυθολογικό επεισόδιο: ο γιος του Μίνωα, ο Γλαύκος, έπεσε μέσα σε ένα πιθάρι με μέλι και πνίγηκε. Ο μάντης Πολύειδος τον ανακάλυψε, αλλά ο Μίνως τους έκλεισε και τους δύο μέσα σε έναν τάφο μέχρι ο Πολύειδος να καταφέρει να φέρει πίσω στη ζωή το αγόρι. Ο μάντης ανέστησε τον πνιγμένο, χάρη στο θαυματουργό φυτό που έφερε στον τάφο ένα φίδι. Στην κύλικα της Αθήνας ο Γλαύκος γονατίζει προς τα αριστερά, σαν κοιμισμένος . Δεν έχει ακόμη περάσει το κατώφλι του θανάτου, ούτε όμως είναι ζωντανός, απλά βρίσκεται προσωρινά εγκλωβισμένος σε έναν ενδιάμεσο χώρο μεταξύ των δύο επιπέδων της ύπαρξης.
 
Οι Έλληνες είχαν συγκεχυμένες και εν πολλοίς αντιφατικές απόψεις για τη μετά θάνατον δραστηριότητα. Η ασάφεια αυτή αντανακλά και στην τέχνη τους. Η αντίληψη ότι οι ψυχές αποτελούν μέλη ενός ανώνυμου και αδιαφοροποίητου πλήθους δεν παραγνωρίζεται, ούτε όμως και υπερισχύει της επιθυμίας να τιμηθούν ξεχωριστά οι ψυχές των νεκρών που οι καλλιτέχνες καλούνται να τιμήσουν με τα μνημεία που διακοσμούν.

Η αλήθεια της ζωής είναι το φιλοσοφικό κενό…

Η αλήθεια της ζωής είναι το φιλοσοφικό κενό……Μέσα στο οποίο ζει ο άνθρωπος και η ανθρώπινη κοινωνία. Την ίδια στιγμή της αμφιβολίας ή και της ψευδαίσθησης, ανακαλύπτεται μια άλλη πραγματικότητα που έχει αξία, γιατί φαίνεται ότι ικανοποιεί τον άνθρωπο που την ακολουθεί.
Η αλήθεια έχει διαφύγει και τα χαρακτηριστικά της δεν μπορούν να προσδιοριστούν άμεσα. Όσο άπειρο φαίνεται το Σύμπαν, άλλο τόσο είναι και η αλήθεια. Παραδεχόμαστε τον αυτοματισμό, γιατί θα ήταν πολύ αστείο να πιστεύουμε το αντίθετο.
Στην έκφραση των βουλήσεων του ανθρώπου επιδρούν τα θυμικά στοιχεία κατά προτεραιότητα που ο πολυμορφισμός ανταποκρινόμενος στον γενικό πολυμορφισμό, δίδει την απάντηση στο ερώτημα της εμπνεύσεως της συμπεριφοράς του ανθρώπου.
Τη συμπεριφορά την εμπνέει ο γενετικός πολυμορφισμός που εδρεύει στα χρωμοσωμάτια του γενετικού μηχανισμού. Είναι ο ίδιος μηχανισμός που προσδιορίζει την αναλογία των φύλων. Από εκεί προσδιορίζεται και η σχέση των καλών προς τους κακούς χαρακτήρες. Δίκαια και σωστά κάθε χαρακτήρας θεωρήθηκε σαν αναλλοίωτα τυπωμένος και δικαιώνεται η γνώμη του Schopenhauer, ότι από τη γέννησή του ο άνθρωπος έχει τις καταβολές του μέλλοντα χαρακτήρα του…
Η λογική είναι άσκηση, κοντά στην κληρονομική καταβολή. Εκφράζει τον εξελιγμένο τύπο προσαρμογής, όπως απαντάται στα συστήματα σχέσεων που μεταβάλλονται με μεγάλη ταχύτητα.
Οι ανθρώπινες σχέσεις ανήκουν στον τύπο των ταχέων μεταβολών, που προκάλεσαν την αντίστοιχη εξέλιξη και ανάπτυξη των διανοητικών οργάνων, που είναι προικισμένα με την ιδιοφυΐα και το προτέρημα της ταχείας δράσης και αντίδρασης, που αναπτύσσεται με την έντονη λειτουργία και από την ανάγκη να υπερνικηθούν προφανώς βιολογικές αντιξοότητες.
Η περαιτέρω ανάπτυξη της λογικής είναι αποτέλεσμα ευρύτερης και πολύπλοκης αναγκαιότητας, που ξεφεύγει από τις αρχικές βιολογικές καταστάσεις, γιατί ήδη στο φανέρωμά της είχε ξεπεραστεί το αρχικό βιολογικό στάδιο και νέοι ορίζοντες ανοίχθηκαν, όταν άρχισαν οι άνθρωποι να ερευνούν και να διαλογίζονται για τα αίτια και για την αξία του εξωτερικού και εσωτερικού κόσμου.
Από τη διάγνωση της θέσης της λογικής πιστεύεται ότι θα γίνει δυνατό να πληροφορηθούμε αν ήλθε για να καταργήσει ή να συμπληρώσει τα κενά μιας προηγούμενης κατάστασης. Και αν μπορεί να βγάλει τον άνθρωπο από την αγωνία, που είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της αστάθειας και της αβεβαιότητας, που επικρατεί ιδιαίτερα στο ανθρώπινο γένος.
Η έλλειψη συνέπειας στις αρχικές σκέψεις οδηγεί σε αντιφάσεις και αδιέξοδα. Το πλαίσιο κάθε δράσης είναι προσδιορισμένο από τη φύση.Η υπέρβαση οδηγεί σε πνευματικές εκτροπές, ενώ η μειωμένη εμφάνιση στην ατέλεια και στην απουσία γενικής συγκατάθεσης. Η έλλογη δράση με το θυμικόν δεν έχουν δημιουργηθεί χωριστά, αλλά είναι τοποθετημένα στην ίδια μονάδα και υπηρετούν την ίδια ιδέα.
Η απόπειρα για μια χωριστή έρευνα μοιάζει με την εξέταση του ίδιου του οργάνου σε μια κατεύθυνση χωρίς να ολοκληρωθεί η λειτουργία στην πληρότητα και στην εντέλεια. Αποδεχόμενοι ή απορρίπτοντας τη θέση του θυμικού ή της συνειδητής με τους κανόνες της λογικής πράξης, διαφοροποιούμε την ίδια οντότητα σε δύο θέσεις, αρνούμενοι άλλοτε τη μια και άλλοτε την άλλη.
Στην παρένθεση αυτή επανέρχεται και η Εγελειανή θέση, που κάνει την εμφάνισή της στις δυαδικές αυτές καταστάσεις, που κατά φυσικό και παραδεδεγμένο λόγο δεν μπορεί μια κατάσταση, που αποτελείται από δύο συνιστώσες, να εξελίσσεται μονοσήμαντα και με μονομέρεια. Στην περίπτωση αυτή δημιουργείται το σχήμα της θέσης και αντίθεσης, από το οποίο παράγεται η πρόοδος.
Με τις προϋποθέσεις αυτές, τέμνοντας την πνευματική πορεία, διαπιστώνουμε ότι σταθερά και απαρέγκλιτα επιδιώχθηκε σ” όλους τους αιώνες η κατάργηση της εξάρτησης του ανθρώπου από τις εξωτερικές και εσωτερικές επήρειες…

Από που βγήκε το σήμα της νίκης και τι σχέση έχει με τους τοξότες;

1Στις 19 Απριλίου του 1415, ο βασιλιάς της Αγγλίας, Ερρίκος Ε’, κήρυξε πόλεμο εναντίον της Γαλλίας.
Ο Άγγλος βασιλιάς επέλεξε να μη βασιστεί τόσο στους ευγενείς ιππότες, που συνήθως αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του στρατού, αλλά σε τοξότες.
Η απόφαση του Ερρίκου, αν και ανορθόδοξη, αποδείχτηκε εξαιρετικά αποτελεσματική.
Μέχρι τότε στους πολέμους συμμετείχαν κυρίως ευγενείς ιππότες, με βαριά πανοπλία και οπλισμό.
Ήταν εκπαιδευμένοι πολεμιστές και ακολουθούσαν τον κώδικα της ιπποσύνης, που απαιτούσε γενναιότητα στη μάχη, αλλά και ηθική ανωτερότητα.
Άγγλος τοξότηςΑντιθέτως οι τοξότες του Ερρίκου προέρχονταν από κατώτερα στρώματα της κοινωνίας και πολλοί ήταν εγκληματίες, που είχαν πάρει χάρη για να πολεμήσουν στο πλευρό του βασιλιά.
Το όπλο τους ήταν το βρετανικό μακρύ τόξο, που αποτελούσε την τελευταία λέξη της τεχνολογίας.
Τα βέλη κάλυπταν απόσταση μέχρι και 250 μέτρα, πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι το συνηθισμένο τόξο και διαπερνούσαν τις χοντρές πανοπλίες των ιπποτών.
Ένας καλός τοξότης μπορούσε να εκτοξεύσει και 12 βέλη το λεπτό.
Το μοναδικό ελάττωμα του όπλου ήταν ότι απαιτούνταν τεράστια δύναμη και τεχνική για να τραβηχτούν οι χορδές του.
Θα ήταν αδύνατον για κάποιον τυχαίο να χρησιμοποιήσει επιτυχώς ένα τέτοιο τόξο, χωρίς μακροχρόνια εκπαίδευση.
Οι Βρετανοί όμως είχαν παράδοση στην τοξοβολία και όλοι οι άντρες εξασκούνταν από πολύ μικρή ηλικία.
Ο Ερρίκος ήξερε ότι ο στρατός του, αν και ελαφρά οπλισμένος, ήταν μια άρτια εκπαιδευμένη και αποτελεσματική φονική μηχανή.

Η πολιορκία του Χαρφλέρ
Στις 13 Αυγούστου του 1415, ο στρατός του Ερρίκου αποβιβάστηκε στη Νορμανδία και πολιόρκησε το γαλλικό λιμάνι Χαρφλέρ.
Ο Ερρίκος υπολόγιζε ότι η πολιορκία θα έληγε γρήγορα, αλλά οι Γάλλοι αντιστάθηκαν σθεναρά.
Οι εβδομάδες περνούσαν, οι Γάλλοι δεν παραδίνονταν και τα εφόδια των Άγγλων μειώνονταν μέρα με τη μέρα.
Τα στρατεύματα του Ερρίκου άρχισαν να αποδεκατίζονται από δυσεντερία και όλα έδειχναν ότι η εκστρατεία θα τελείωνε πριν ακόμα αρχίσει.
Για καλή τους τύχη, οι Γάλλοι παραδόθηκαν ένα μήνα αργότερα, στις 22 Σεπτεμβρίου και άνοιξαν τις πύλες στους αντιπάλους.
Οι Άγγλοι λεηλάτησαν την πόλη, βιάζοντας γυναίκες και κλέβοντας περιουσίες.
Αν και η πόλη ήταν στο έλεος των στρατιωτών, οι Γάλλοι ιππότες που είχαν οργανώσει την άμυνα ήταν προστατευμένοι απ’ τον κώδικα της ιπποσύνης.
Σύμφωνα με το πρωτόκολλο, όταν συλλαμβάνονταν ιππότες, δεν εκτελούνταν αλλά κρατούνταν ως όμηροι και απαιτούνταν λύτρα για την απελευθέρωσή τους.
Επειδή όμως παραδόθηκαν, οι Άγγλοι δεν μπορούσαν να τους αιχμαλωτίσουν και τους άφησαν ελεύθερους, χάνοντας έτσι ένα σημαντικό χρηματικό ποσό.
Οι Άγγλοι συνέχισαν την πορεία τους, κατευθυνόμενοι προς το Καλαί, που σκόπευαν να καταλάβουν.
Στη διαδρομή έκαιγαν καλλιέργειες και κατέστρεφαν οικισμούς για να τρομοκρατήσουν τους Γάλλους.

Η αντίδραση των Γάλλων
Η Γαλλία δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει την επίθεση των Άγλλων.
Ο τρελός βασιλιάς Κάρολος ΣΤ΄ πίστευε ότι ήταν φτιαγμένος από γυαλί και ήταν ανίκανος να κυβερνήσει.
Οι ευγενείς μάχονταν μεταξύ τους για την εξουσία και στο βασίλειο επικρατούσε χάος.
Γι’ αυτό καθυστέρησαν να αντιδράσουν, όταν ο Ερρίκος πολιόρκησε το Χαρφλέρ.
Όμως, μετά την ντροπιαστική παράδοση της πόλης και την αδίστακτη λεηλασία των Άγγλων, οι Γάλλοι συγκροτήθηκαν και πήραν τα όπλα.
Ιππότες από κάθε γωνιά του βασιλείου ταξίδεψαν στη Ρουέν, όπου συντάχθηκε ο στρατός.
Ακόμα και απλοί χωρικοί θέλησαν να πολεμήσουν, αλλά οι ιππότες δεν ήθελαν να οπλίσουν τις κατώτερες τάξεις, γιατί φοβόντουσαν μήπως εξεγερθούν.
Κυρίως όμως, πίστευαν ότι ο πόλεμος ήταν υπόθεση των ευγενών και δεν άρμοζε σε χωρικούς που ήταν ανάξιοι πολεμιστές.
Στο τέλος, οι δυνάμεις των Γάλλων έφταναν τις 30 χιλιάδες.
Οι Άγγλοι δεν ξεπερνούσαν τις 9 χιλιάδες και ο αριθμός συνεχώς μειωνόταν, λόγω της δυσεντερίας.
Ξαφνικά, η πλάστιγγα έγειρε εμφατικά προς την μεριά των Γάλλων, που άρχισαν να καταδιώκουν τους εξασθενημένους Άγγλους.

Η απελπισία των Άγγλων
Ο Ερρίκος είχε αρχίσει να ανησυχεί.
Είχε χάσει 2 χιλιάδες άντρες από δυσεντερία και όσοι απέμεναν κόντευαν να πεθάνουν απ’ την πείνα.
Δεν είχαν υπολογίσει ότι η πολιορκία θα κρατούσε τόσο καιρό και δεν είχαν εφοδιαστεί ανάλογα, με αποτέλεσμα οι στρατιώτες να τρέφονται με βελανίδια και γρασίδι.
Κυνηγημένοι απ’ τον πολυάριθμο γαλλικό στρατό, οι Άγγλοι είχαν πραγματικά απελπιστεί.
Προσπάθησαν να κόψουν δρόμο για το Καλαί, περνώντας από ένα στενό πέρασμα στον ποταμό Σομ.
Ήλπιζαν να φτάσουν στο Καλαί, χωρίς να αντιμετωπίσουν τους Γάλλους, αλλά δεν τα κατάφεραν.
Οι Γάλλοι τους πρόλαβαν και η μάχη ήταν αναπόφευκτη.

Η μάχη του Αζινκούρ
Το βράδυ της 24ης Οκτωβρίου του 1415, οι Γάλλοι γλεντούσαν και θριαμβολογούσαν.
Ήταν σίγουροι για τη νίκη και ανυπομονούσαν να δώσουν ένα γερό μάθημα στους εχθρούς.
Το σχέδιο του ιππότη Ζαν Μπουσικό, που διοικούσε τα γαλλικά στρατεύματα, δεν μπορούσε να αποτύχει.
Ο Μπουσικό δεν υποτίμησε τον αντίπαλο και απέρριψε την κατά μέτωπο επίθεση, που ήξερε ότι είχε αποτύχει πολλές φορές στο παρελθόν όταν πολεμούσαν με τους Άγγλους.
Αντίθετα, θα χρησιμοποιούσε κι αυτός τοξότες, μισθοφόρους απ’ την Ιταλία και μετά θα έστελνε τους ιππότες στα πλευρά του αντίπαλου στρατού, για να τους περικυκλώσει.
Το πρωί της 25ης Οκτωβρίου, οι δύο στρατοί συγκεντρώθηκαν στο στενό πέρασμα μεταξύ του δάσους Τραμεκούρ και του δάσους Αζινκούρ.
Όλο το βράδυ έβρεχε και το έδαφος ήταν γεμάτο λάσπες.
Οι Άγγλοι ήθελαν να δεχτούν κατά μέτωπο επίθεση απ’ τους Γάλλους, γιατί ήξεραν ότι θα υπερτερούσαν σε μια τέτοια επίθεση.
Γι’ αυτό τους προκαλούσαν με κοροϊδίες και βρισιές.
Συγκεκριμένα, οι Άγγλοι έδειχναν στους Γάλλους τα δύο δάχτυλα, τον δείκτη και τον μέσο, με τα οποία τραβούσαν τις χορδές του τόξου.
Προηγουμένως, οι Γάλλοι είχαν σχολιάσει ότι όταν νικούσαν, θα έκοβαν τα δάχτυλα των Άγγλων, για να μην μπορούν να χρησιμοποιούν το τόξο.
Από αυτή τη χειρονομία των Άγγλων πιστεύεται ότι προέρχεται το γνωστό σήμα της νίκης.
Οι κοροϊδίες των Άγγλων λειτούργησαν και οι Γάλλοι Ιππότες επιτέθηκαν κατά μέτωπο, παρακούοντας τις εντολές του Μπουσικό.
Αμέσως οι Άγγλοι άρχισαν να εκτοξεύουν τα βέλη τους, που έσπειραν τον πανικό στους επιτιθέμενους.
Τα άλογα αφήνιασαν και έριξαν τους αναβάτες και οι ιππότες με τη βαριά πανοπλία δεν μπορούσαν να σηκωθούν, αν γλιστρούσαν στο λασπώδες έδαφος,
Το στενό πέρασμα δεν επέτρεπε στους Γάλλους να περικυκλώσουν τους αντιπάλους, όπως είχε υπολογίσει ο Μπουσικό και τα βέλη έπεφταν βροχή.
Ο τεράστιος αριθμός των Γάλλων, που σε άλλη περίπτωση θα ήταν προτέρημα, στο στενό πέρασμα ήταν εμπόδιο.
Επιτέθηκαν με μεγάλη ορμή, αλλά δεν χωρούσαν όλοι, με αποτέλεσμα να ποδοπατούνται.
Όταν πια οι Γάλλοι κατάφεραν να πλησιάσουν αρκετά, ο Ερρίκος διέταξε τους τοξότες να παρατήσουν τα τόξα και να πολεμήσουν σώμα με σώμα.
Οι Άγγλοι ήταν ελαφρά οπλισμένοι, ευκίνητοι και αφού δεν ήταν όλοι ιππότες, ήξεραν να πολεμούν και βρώμικα.
Οι Γάλλοι ιππότες γλιστρούσαν στη λάσπη και δεν προλάβαιναν τα γρήγορα χτύπημα των αντιπάλων τους.
Ο θρίαμβος εξελίχθηκε σε τραγωδία.

Η εκτέλεση των αιχμαλώτων
Δύο ώρες μετά την έναρξη της μάχης, κατέφτασαν οι ενισχύσεις των Γάλλων με επικεφαλής τον αδελφό του Δούκα της Βουργουνδίας, Δούκα του Μπραμπάντ.
Ο Δούκας της Βουργουνδίας ήταν αντίπαλος του Γάλλου βασιλιά Καρόλου ΣΤ’ και είχε απαγορεύσει στον αδελφό του να πολεμήσει υπέρ του βασιλιά.
Ο Δούκας του Μπραμπάντ όμως παράκουσε την οικογένειά του και ακολούθησε τον κώδικα των ιπποτών, που απαιτούσε αφοσίωση στο βασιλιά.
Ο Μπραμπάντ έφτασε στη μάχη πριν το στρατό του και δεν φορούσε καν την πανοπλία του.
Βιαστικά, πήρε την πανοπλία ενός νεκρού ιππότη και ένα τυχαίο λάβαρο και όρμησε στη μάχη.
Μετά από λίγο έφτασαν και οι άντρες του που επιτέθηκαν εναντίον του βασιλιά Ερρίκου και των σωματοφυλάκων του.
Αν έπεφτε ο βασιλιάς, οι Γαλλοί θα νικούσαν, παρά τις τεράστιες απώλειες που είχαν υποστεί.
Τότε ακούστηκε μια εντολή που πάγωσε το αίμα ακόμα και των αδίστακτων Άγγλων στρατιωτών: «Σκοτώστε όλους τους αιχμαλώτους».
Οι Άγγλοι είχαν αιχμαλωτίσει 12 χιλιάδες ιππότες, μεταξύ τους και τον διοικητή Ζαν Μπισουκό.
Ήταν τόσοι πολλοί, που δεν μπορούσαν να τους ελέγξουν και με την άφιξη των γαλλικών ενισχύσεων, οι αιχμάλωτοι άρχισαν να αντιστέκονται.
Ο Ερρίκος, φοβούμενος ότι θα ανατρέψουν τη ροή της μάχης, διέταξε να εκτελεστούν και οι στρατιώτες τους έκαψαν ζωντανούς.
Η απόφαση του Ερρίκου ήταν ανήκουστη και η ασέβεια που έδειξε στους κανονισμούς  της ηθικής τον στιγμάτισε για την υπόλοιπη βασιλεία του.
Ήταν ένα ειδεχθές έγκλημα πολέμου.
Η μάχη του Άζινκούρ δεν ωφέλησε ουσιαστικά τον βασιλιά Ερρίκο που χρειάστηκε να επιστρέψει αμέσως στην Αγγλία και δεν συνέχισε την εκστρατεία.
Όμως ο θρίαμβος των Άγγλων εναντίον των πολυπληθέστερων Γάλλων άφησε ιστορία.
Ήταν άλλη μια μάχη όπου ο «Δαβίδ» νίκησε τον «Γολιάθ» και απέδειξε ότι η τεχνολογία και η τακτική μπορεί να υπερισχύσει της αριθμητικής ισχύος.
Από τη βασιλεία του Ερρίκου Ε’ εμπνεύστηκε ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ για να γράψει το ομώνυμο θεατρικό έργο.

“Αγάπη και Έρωτας”

Το να αγαπάς κάποιον είναι τελείως διαφορετικό από το να είσαι ερωτευμένος με κάποιον.
Η Αγάπη είναι Δύναμη…
και δεν το εννοώ μόνο με την ρομαντική έννοια του Λόγου.
Είναι όντως Δύναμη της Φυσικής, άρα εκφράζεται με ένα διάνυσμα F, ΑΠΟ κάπου (πρόσωπο), ΠΡΟΣ κάπου (πρόσωπο ή πράγμα).
Έχει δηλαδή συγκεκριμένη Φορά και σαν Δύναμη έχει Δράση, προκαλώντας παράλληλα και… Αντίδραση.
Η Αγάπη δεν ζητά ανταλλάγματα… αγαπάς κάποιον (ή κάτι) ακόμη και αν αυτός δεν σε αγαπά (το κάτι σαφώς και δεν έχει Ψυχή, ώστε να αγαπήσει).
Ο Αριστοτέλης συνήθιζε να λέει πως τυχερός είναι αυτός που αγαπά και όχι αυτός που αγαπιέται, γιατί ο πρώτος παράγει Έργο ενώ ο δεύτερος υφίσταται την Ενέργεια του Έργου του πρώτου, και στην Φύση του Ανθρώπου είναι να παράγει Έργο λόγω της Κίνησης.

Ο Έρωτας όμως είναι φύσει ανταποδοτικός…
Δεν μπορείς να είσαι ερωτευμένος ΜΕ κάποιον, αν δεν είναι και αυτός ΜΑΖΙ σου. Σε αυτή την περίπτωση το διάνυσμα της Δύναμης της Αγάπης είναι κυκλικό, Δράση και Αντίδραση είναι όμοιες.
Και για να κλείσω πιο ρομαντικά:
Αυτός που αγαπά “ζει στον κόσμο του”.
Αυτοί που είναι ερωτευμένοι… “ζουν στον κόσμο τους”.

Μια φορά και έναν καιρό μια Εμπειρία

Θέλω να ζωγραφίσω την Σιωπή, αλλά πόσα ηλιοβασιλέματα να υμνήσω;
Πόσες φωνές να σιγήσω;
Πόσα άστρα να αγγίξω;
Μάτια βουβά, βρεγμένα από τα κύματα της ψυχής πώς ζωγραφίζονται;
Μάτια σκοτεινά γεμάτα από σκουριασμένα παλιοσίδερα ξεχασμένα από τα χέρια που τα δούλεψαν ζυμωμένα με ιδρώτα και ελπίδα, με προσδοκία λαίμαργη για όνειρα που ξύπνησαν τρομαγμένα και ξεχάστηκαν μέσα από το παραθύρι του αιώνιου ποτέ, πώς να τα σιάξεις;

Πώς να γκρεμίσω το φράγμα της ομορφιάς και της αντίζηλης ασχήμιας;
Πώς να δω πίσω από το απόσταγμα της ομορφιάς και της πανάγαθης ασχήμιας με τα παράσημα που μου χάρισε γιατί αποκάλυψα θαρραλέα τα μυστικά της;
Η σιωπή κραυγάζει και γεμίζει με χρώματα την παλέτα της αθόρυβης πύλης προς τον καμβά, που μειδιά για τον γρίφο και ελπίζει στην Ανάσταση της Μεγάλης Αποκάλυψης του Άχρονου.
Μεγάλη πολυλογία και ακόμα μου ξεγλυστράς μέσα στα λούσα του ανάκτορου που έχτισε κάποιος σπουδαίος.
Μα πού είσαι επιτέλους;
Ποια νομίζεις ότι είσαι που με βάζεις ενώπιον του Μινώταυρου;
Εγώ την Σιωπή θέλω να ζωγραφίσω. Εσένα. Τι δουλειά έχει μαζί σου αυτός;
Πώς να ζωγραφίσω, με τις σάρκες μου ματωμένες, βορά του θηρίου;
Ωιμέ υπέρτατη θυσία της θείας επιθυμίας να θάψω τους αγαπημένους μου.
Ωιμέ, πώς να θάψω τα άστρα;
Πώς να θάψω τα δειλινά και τα χαμόγελα των δακρύων της χαράς μου που με μαστιγώνουν για την προδοσία μου;
Ωιμέ, πώς να θάψω τις μνήμες των παιδιών που αθώωναν την ύπαρξή μου;
Πώς να θάψω όλα τα πώς, που εκμηδενίζουν ακόμα και την επιθυμία μου να σε ζωγραφίσω;
Αστραπές με κεραυνούς στο μέτωπο των οριζόντων έκαιγαν τα αρχεία των τάφων και των ανακτόρων της μνήμης.
Τα χρώματα ξεπλύθηκαν, ο καμβάς έλιωσε μέσα στα ύδατα του εξαγνιστικού πυρός που έφλεγε την ρότα του πλοίου μέσα στο ταξίδι του χρόνου. Ο χρόνος πήρε των ομματιών του και χάθηκε μαζί με τις αναμνήσεις και τα όνειρα της γεμάτης άλλοθι οικείας θειότητας του παλιού καμβά.
Και τότε μια Grand Entrance και ένα Grand Finale της Σιωπής απλώθηκε στην παλέτα του άχρονου χρόνου και βάφτηκε με τα άχρωμα χρώματα του άγνωστου Θείου στα γνωστά μονοπάτια του αδιαίρετου και ομοούσιου Είναι.
Ο καμβάς, μου έκλεισε πονηρά το μάτι και εγώ χαμογέλασα αφού δεν υπήρχε και κανένας άλλος εκεί, εξαρχής. Μπορείτε να πείτε ούτε και ο καμβάς. Ή αν προτιμάτε παρέμεινα κάτω από το δέντρο, χαμογελώντας.

Το συρματόπλεγμα

Όταν έφτασε μπροστά στον μεγάλο φράχτη είχε περάσει μία. Η γειτονιά κοιμόταν, ίσως να ήταν ακόμα μια δυο παρέες στις καφετέριες στην πλατεία αλλά το σπίτι ήταν μακριά, η κίνηση προς τα εκεί είχε σταματήσει ώρες νωρίτερα.
Τα σκυλιά τον είχαν μυριστεί, αλλά τα ταΐσματα με κόκαλα εδώ και κάμποσο καιρό είχαν πιάσει κόπο. Τον περίμεναν και με το που τον είδαν κούνησαν την ουρά τους. Τους πέταξε πάλι κάτι να τα απασχολήσει και έβγαλε τον κόφτη.
Το συρματόπλεγμα ήταν πίσω από τις πρασιές που περιτριγύριζαν το σπίτι. Οι πράσινοι καλλωπιστικοί θάμνοι ήταν για μόστρα, από πίσω υπήρχε ψηλός πέτρινος φράχτης και πάνω του μισό μέτρο συρματοπλέγματα σε τέσσερις σειρές. «Για τους κλέφτες» έλεγαν, «τα κάγκελα τα καβαλάνε». Είχε κλέφτες πράγματι στην περιοχή, την είχαν ρημάξει τα τελευταία χρόνια, αλλά αν κάποιος ήθελε να μπει, έμπαινε. Όπως κι αυτός. Στη γειτονιά έλεγαν το σπίτι «οχυρό», τους κουτσομπόλευαν ότι κάτι είχαν, ίσως κάποιο φυλαγμένο θησαυρό. Τα ήξερε αυτά ο άντρας της, τα άκουγε, επέμενε για κάγκελα ψηλά όπως υπήρχαν κι αλλού, αλλά τελικά πέρασε το δικό της. Όπως πάντα.

Σε δυο λεπτά ήταν στον κήπο. Τα σκυλιά έτρεξαν κοντά του γρυλίζοντας αλλά όχι με εχθρικές διαθέσεις. Έσκυψε τα χάιδεψε και τα ψέκασε με το υπνωτικό σπρέι που είχε αγοράσει στην Αθήνα. Για περίπου μισή ώρα με τρία τέταρτα δεν θα είχε την έννοια τους. Δεν του χρειαζόταν παραπάνω
Η πόρτα της κουζίνας στην πίσω μεριά του σπιτιού ήταν κλειδωμένη. Το περίμενε. Είχε φτιάξει αντικλείδι, δεν ερχόταν πρώτη φορά. Άνοιξε προσεκτικά και μπήκε.
Δεν χρειαζόταν φακό. Το μικρό σποτ στο χωλ που άφηναν πάντα ανοιχτό φώτιζε αμυδρά και την κουζίνα. Ιδέα της και αυτό, εκείνος τούς το είχε βάλει.
Διέσχισε αθόρυβα το χωλ και τον μικρό διάδρομο που οδηγούσε στο δωμάτιο της. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Δεν μπήκε μέσα, στάθηκε στην πόρτα και την κοίταξε.
Το φως στο διάδρομο, ανοιχτό και αυτό, το δωμάτιο φαινόταν καθαρά. Το σώμα της μισοσκεπασμένο με ένα ελαφρό σεντόνι, τα μαλλιά της σκόρπιζαν πάνω στο κατάλευκο μαξιλάρι. Το σώμα της μισοτυλιγμένο με ένα ελαφρύ σεντόνι, το λεπτό άρωμα της παντού στο χώρο. Το ένα πόδι ξεπρόβαλε, φαινόταν μέχρι ψηλά, μέχρι πολύ ψηλά που να πάρει! Η χυτή γάμπα, το σμιλεμένο μπούτι που κόλαζε κι άγιο… Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά καθώς την παρατηρούσε. Η αναπνοή της κυμάτιζε ανάλαφρα τα μισοκαλυμμένα από το σεντόνι και το νυχτικό της στήθη. Πόσο την ήθελε!
Πρέπει να διαισθάνθηκε την παρουσία του. Την είδε που πάγωσε, τράβηξε το σεντόνι πάνω της και τον κοίταξε. Δεν ήθελε πολύ να τον αναγνωρίσει… «Εσύ…» μουρμούρισε… «τι κάνεις εδώ; τι θέλεις;»
Μια ερώτηση στην οποία δεν μπορούσε να απαντήσει από τότε που σκέφτηκε την επιδρομή του. Δεν απάντησε, την κοίταζε σιωπηλός χωρίς να μπαίνει μέσα, από την πόρτα.
«Πες μου!» θαρρεύτηκε εκείνη. Κάθισε στο μαξιλάρι της και το βλέμμα της έψαξε στο μισοσκόταδο το δικό του. Δεν το είδε, το ένοιωσε. «Ακόμα καλύτερα, φύγε και τελειώνει εδώ! Πριν έρθει ο άνδρας μου και…»
«Ο άνδρας σου λείπει στη Πάτρα για δουλειές, θα έρθει αύριο βράδυ» της είπε ήσυχα. «Τα νέα μαθαίνονται…»
«Ο γιος μου…»
«Ο γιος σου είναι στην Έδεσσα. Εσύ μου το είπες πριν μια εβδομάδα, όταν σου έφτιαχνα τα φώτα στον κήπο, το ξέχασες; Μίλησα το απόγευμα μαζί του στο Facebook. Είμαστε φίλοι, χωρίς να ξέρει ποιος είμαι. Εκεί είναι ακόμα. Μόνη είσαι, πάρε το χαμπάρι…»
«Όλα τα έχεις σκεφτεί ! Τι θες ;»
«Τι λες να θέλω ;»
«Κοίτα... Μην έχουμε κακά ξεμπερδέματα. Έχεις γυναίκα και παιδί…»
«Άσε τα απ έξω! Κακά ξεμπερδέματα έχω από τότε που σε γνώρισα! Πες μου μια φορά που ήρθα για δουλειές και δεν ήσουν μισόγυμνη! Κάθε τόσο με καλούσες, πότε για το ένα πότε για το άλλο. Πες μου ότι δεν άφηνες επίτηδες να φανούν τα στήθια σου λίγο παραπάνω όπως και τα πόδια σου σε κάθε ευκαιρία. Πες μου ότι δεν με κοίταζες λιγωμένα όπως δούλευα! Πες μου ότι δεν τραβούσες τη ματιά μου με κάθε τρόπο! Εσύ μ έφερες εδώ! Με τρέλανες και τώρα μου λες τι θέλω!»
«Τρελάθηκες; Κι αν έχω φίλο;» του είπε περιπαιχτικά καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι. Τυλίχτηκε με τη ανοιχτή ροζ ρόμπα που ήταν στην καρέκλα δίπλα της. Όχι τόσο γρήγορα που να μην απολαύσει το θέαμα άλλη μια φορά. Δεν τον φοβόταν πια, τον προκαλούσε πάλι. «Φαντάσου να μ' έβρισκες στο κρεβάτι με κανέναν άλλο» συνέχισε.
Καθόταν τώρα στο κρεβάτι και είχε ανάψει τσιγάρο. Το χυτό της πόδι ξεπρόβαλε, του φώναζε «χάιδεψε με», η μισάνοιχτη ρόμπα έδειχνε τα στήθια της μέσα από το νυχτικό, δεν φορούσε σουτιέν, δεν έβλεπε τόσο καθαρά, κανείς τους δεν είχε ανάψει το φως, αλλά πήγαινε στοίχημα πως οι ρώγες από μέσα είχαν σκληρύνει… Ένα οχυρό γεμάτο θησαυρούς… Είχε κόψει το ένα συρματόπλεγμα… Το οχυρό καρτέραγε να κόψει και το άλλο, τις άμυνες της, να το αλώσει…
«Αν σε έβρισκα στο κρεβάτι με άλλον» της είπε με γεμάτη ένταση φωνή «θα τον αντιμετώπιζα. Αντρίκια, στα ίσια! Ότι τρέλα και να σκεφτείς μπορώ να την κάνω! Αρκεί να σε έχω! Θέλω να πάμε στη κόλαση παρέα! Κι ότι θέλει μετά ας γίνει »
Τον κοίταξε για μια στιγμή… Ένοιωθε την ματιά της να τον διαπερνά. Τα μηνίγγια του άρχισαν να χτυπούν καθώς σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι. Με αργές κινήσεις έβγαλε τη ρόμπα της και την πέταξε στην καρέκλα. Τον πλησίασε και πάντα κοιτάζοντας τον έπιασε και το νυχτικό της και το έστειλε να κάνει παρέα στη ρόμπα. Μόνο ένα σλιπάκι πάνω της πλέον, δέκα πόντους μακριά του και πλησίαζε… Τα στήθια της κυμάτιζαν… πέντε πόντους μακριά του, όλο και πλησίαζε…
«Ε, αφού έκανες τόσο κόπο» του είπε σιγανά με φωνή βραχνή… «πάμε στην κόλαση όπως λες…» Τώρα οι ρώγες της ακουμπούσαν στο στήθος του, πέτρα ήταν, είχε δίκιο! Τα δάχτυλα της άρχισαν να ξεκουμπώνουν το πουκάμισο του…
«Όχι!» της είπε με σταθερή φωνή τώρα ενώ το χέρι του την απομάκρυνε ήρεμα. «Σου αρέσει να παίζεις με τα αρσενικά, να τα ανάβεις και να παίρνεις στη συλλογή σου όποια γουστάρεις. Στο είπα, ο κόσμος μικρός, όλα μαθαίνονται! Ο άντρας σου κάνει πως δεν βλέπει, πως δεν ξέρει, ίσως έχει αλλού το μυαλό του. Ξεφτίλισες τον φίλο μου τον Μάκη, τον πήρες από τη γυναίκα του για να τον παρατήσεις σε δυο εβδομάδες. Κι αυτός είχε παιδί, τους διέλυσες το σπίτι! Δεν θα γίνω αντικείμενο στη συλλογή σου, μάθε πως υπάρχουν και κάποιοι που δεν θα τους παρατάς, θα σε παρατάνε! Δική μου είσαι να σε κάνω ότι θέλω. Ε δε σε θέλω! Ούτε για να σε πηδήξω και μετά να σε αφήσω σε θέλω!»
Τον κοίταξε παγωμένη καθώς γύρναγε για να φύγει.
«Μπορώ να φωνάξω…» του είπε απότομα. Η όποια ερωτική ένταση είχε χαθεί ανάμεσα τους.
«Δεν είναι το στυλ σου… Να σ’ ακούσει ποιος; Και να σε δουν μισόγυμνη στο κρεβάτι σου και εμένα εδώ παρεούλα; Οι περισσότεροι θα σκεφτούν πως μου άνοιξες την πόρτα και κάποια στιγμή αρπαχτήκαμε. Δεν το θέλεις, πίστεψε με. Αρκετά σου σέρνουν, αυτό θα ξεπέρναγε κάθε όριο ανοχής ακόμα και από τον πλούσιο τον άνδρα σου.»
Έμεινε να τον κοιτά καθώς έφευγε. Τα σκυλιά κοιμόνταν ακόμα. Πέρασε από το κομμένο συρματόπλεγμα και βγήκε. Του φάνηκε πιο άνετο βγαίνοντας...

ΘΑ ΜΕΤΑΝΟΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΟΤΙ ΔΕΝ ΤΟΛΜΗΣΕΣ!

Ρισκάρισε… Αξίζει!

Θα σου δώσω τη διαβεβαίωση αυτή: όταν θα πλησιάζει το τέλος, στο λυκόφως της ζωής σου, αυτό που περισσότερο θα μετανιώνεις δεν θα είναι τα ρίσκα που πήρες. Αντίθετα, αυτό που θα κατακλύσει την καρδιά σου με τη μεγαλύτερη πικρία και θλίψη θα είναι τα ρίσκα που δεν πήρες. Όλες εκείνες οι ευκαιρίες που δεν άρπαξες και οι φόβοι που δεν αντιμετώπισες. Θυμήσου ότι στην αντικρινή όχθη του φόβου βρίσκεται η ελευθερία. Και μείνε εστιασμένος στην ακόλουθη διαχρονική και δοκιμασμένη αρχή: «Η ζωή δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα παιχνίδι στοιχημάτων – όσο περισσότερα είναι τα ρίσκα που θα πάρεις τόσο περισσότερες θα είναι και οι ανταμοιβές». Ή τα λόγια του Σοφοκλή: «Με τους λιγόψυχους δεν είναι οι θεοί».

Για να ζήσεις μια όσο το δυνατόν πληρέστερη ζωή, άρχισε να παίρνεις περισσότερα ρίσκα καινά κάνεις όλα εκείνα που φοβάσαι να κάνεις. Μάθε να αποφεύγεις το «βόλεμα». Μη βαδίζεις στο μονοπάτι το πιο περπατημένο. Σίγουρα είναι πολύ πιο πιθανό να πληγώσεις τα πόδια σου όταν περπατάς στον λιγότερο ταξιδεμένο δρόμο, αλλά αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να φτάσεις κάπου. Όπως μου έλεγε πάντα η σοφή μητέρα μου: «Δεν μπορείς να φτάσεις στο τρίτο σκαλοπάτι, αν δεν τολμήσεις να ξεκολλήσεις το πόδι σου από το δεύτερο». Και όπως είχε παρατηρήσει ο Αντρέ Ζιντ: «Δεν μπορείς να ανακαλύψεις καινούριες στεριές, αν δεν αποδεχτείς ότι νια πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα δεν θα βλέπεις την ακτή».

Το αληθινό μυστικό για μια ουσιαστική ζωή είναι να πάψεις να περνάς τις μέρες σου αναζητώντας την ασφάλεια και να αρχίσεις να επενδύεις το χρόνο σου στην αναζήτηση ευκαιριών. Σίγουρα θα γνωρίσεις κι εσύ αποτυχίες, αν αρχίσεις να ζεις πιο συνειδητά και παθιασμένα. Αλλά η αποτυχία είναι το μέσο που σε μαθαίνει πώς να νικάς. Ή όπως μου είπε κάποτε ο πατέρας μου: « Ρόμπιν, είναι επικίνδυνο να ίσο ρ ροπείς πάνω σε ένα κλαδί. Αλλά εκεί βρίσκονται όλοι οι καρποί».

Όπως είχα γράψει σε κάποιο προηγούμενο μάθημα, η ζωή είναι ζήτημα επιλογών. Οι άνθρωποι που έχουν κατακτήσει την εσωτερική πληρότητα κι έχουν εκπληρώσει τους στόχους τους, απλώς κάνουν σοφότερες επιλογές από τους άλλους. Μπορείς να επιλέξεις να περάσεις τις υπόλοιπες μέρες σου καθισμένος απόλυτα ασφαλής στην όχθη της ζωής ή μπορείς να πάρεις κάποια ρίσκα, να καταδυθείς σε βαθιά νερά και να ανακαλύψεις τα μαργαριτάρια που περιμένουν στο βυθό τους αληθινά τολμηρούς.

 Για να εμπνέομαι και να θυμάμαι ότι πρέπει να υπερβαίνω διαρκώς τα προσωπικά μου όρια, τοιχοκόλλησα στο γραφείο μου, εκεί όπου γράφω, τα ακόλουθα λόγια του Θίοντορ Ρούζβελτ:

«Αυτός που έχει μεγαλύτερη αξία δεν είναι ο επικριτής, ούτε ο άνθρωπος που επισημαίνει πώς σκόνταψε εκείνος που προχωρά με σθένος ή πώς θα μπορούσε να έχει ενεργήσει καλύτερα αυτός που αληθινά ενεργεί. Η δόξα ανήκει στον άνθρωπο που είναι πραγματικά στο στίβο, σε αυτόν που το πρόσωπο του είναι σκαμμένο από τον ιδρώτα και τη σκόνη και το αίμα, που μάχεται γενναία, που κάνει λάθη και γνωρίζει τη ματαίωση ξανά και ξανά, αλλά και που γνωρίζει τους μεγάλους ενθουσιασμούς, τη βαθιά αφοσίωση, και αναλώνει τον εαυτό του σε έναν άξιο σκοπό· σε αυτόν που γνωρίζει στο τέλος το θρίαμβο των μεγάλων κατορθωμάτων και που, ακόμη κι αν αποτύχει, τουλάχιστον αποτυγχάνει έχοντας τολμήσει, έτσι ώστε ποτέ η θέση του δεν θα είναι δίπλα σε εκείνες τις ψυχρές και άτολμες ψυχές που δεν γνωρίζουν ούτε τη νίκη ούτε την ήττα».

Η απογοήτευση, οι στόχοι και το κυνήγι της ευτυχίας

Το να βάζουμε στόχους είναι απόλυτα φυσιολογικό. Εξάλλου, χωρίς στόχους δεν ξέρουμε πού βαδίζουμε.
Είναι πολύ καλό να γνωρίζουμε τι θέλουμε και να το κυνηγάμε μέχρι να το πετύχουμε, ωστόσο, ως γνωστόν, ο δρόμος μέχρι την επιτυχία και την επίτευξη των στόχων μας.. είναι μακρύς και πολλές φορές θα νιώσουμε ότι θέλουμε να τα παρατήσουμε ή ότι τελικά δεν είμαστε αρκετά καλοί εν τέλη, για να γίνουμε αυτό που θέλουμε, με αποτέλεσμα να μπαίνουν δεύτερες σκέψεις στο μυαλό μας για το αν πραγματικά θέλουμε να συνεχίσουμε την προσπάθεια ή όχι.

Εάν το θέλουμε πραγματικά, θα συνεχίσουμε και θα βρούμε την δύναμη! Εάν όμως τα παρατήσουμε επειδή πιστεύουμε πως δεν το θέλουμε τόσο, δεν θα είναι μόνο γιαυτό.. Αλλά και γιατί η απογοήτευση μας έχει κατακλύσει και αυτό ισχύει για τους ανθρώπους οι οποίοι επηρεάζονται πολύ εύκολα.

Η ικανοποίηση που νιώθει κάποιος όταν τα καταφέρνει στο τέλος, δεν συγκρίνεται με τίποτα .. είναι η ευχαρίστηση που νιώθει κανείς όταν ο κόπος του ανταμείβεται. Ξέρει μέσα του, ότι όλα αυτά που πέρασε για να καταφέρει τον στόχο του, όλες οι προσπάθειες και όλα αυτά που στερήθηκε (εξόδους, βόλτες κτλ.) άξιζαν τον κόπο.

Και η αντίδρασή του όταν το πετυχαίνει είναι ένα τεράστιο χαμόγελο που το οφείλει στον εαυτό του και έπειτα στους ανθρώπους που του παρείχαν στήριξη. Δεν πρέπει να τα παρατάμε ποτέ. Θα έρθουν και δύσκολες μέρες /στιγμές.

Όμως, αν έχουμε την θέληση, την όρεξη και την αφοσίωση τότε να είστε σίγουροι ότι το αποτέλεσμα δεν θα είναι άλλο παρά η επίτευξη των ονείρων μας!

Ωχ, εδώ τι απαντάμε; (XII)

Ιδιωτική υπόθεση η προσευχή!

Αναφέρεται στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, κεφ 6, 5-6, ότι δεν πρέπει κάποιος να προσεύχεται επιδεικτικά και επιπλέον, συνεχίζει, να μην προσεύχεται καν δημόσια:
6 Eσύ, απεναντίας, όταν θέλεις να προσευχηθείς, μπες στο δωμάτιό σου και, αφού κλείσεις την πόρτα σου, προσευχήσου κρυφά στον Πατέρα σου, που είναι παρών παντού. Kαι ο Πατέρας σου, που βλέπει τι κάνεις στα κρυφά, θα σε ανταμείψει φανερά.
Δηλαδή επιτάσσει ο κύριος να μην πηγαίνουν σε ναούς οι πιστοί για προσευχή; Άλλος λόγος να πας στο ναό δεν υπάρχει, επίδειξη ενδυμάτων, συζήτηση με συγγενείς και φίλους κ.ο.κ. αποκλείονται. Και τότε, γιατί ζαλίζουν οι παπάδες τον κόσμο με εκείνο το «εν εκκλησίαις ευλογείτε το θεό...»; Μήπως είναι αιρετικοί και βάζουν το ποίμνιο να κάνει πράγματα ενάντια στις γραφές;

Εμένα το μυαλό μου πάει στην υστερόβουλη σκέψη των παπάδων να φέρουν τους οπαδούς κοντά για να τους τσιμπήσουν οβολούς - υπέρ του φιλανθρωπικού έργου, εννοείται!

Απεκπαίδευση

ΑπεκπαίδευσηΌλοι μας έχουμε υποστεί Εκπαίδευση, δηλαδή ουσιαστικά μια υποταγή της συνείδησής μας προς ένα πλήθος από επιβαλλόμενες επιταγές, μια εκπαίδευση που υπερκαλύπτει τον αληθινό εσωτερικό εαυτό μας, και τελικά μάς υπνωτίζει σε έναν επιβαλλόμενο ρόλο.
Για να ανακαλύψουμε τον αληθινό εσωτερικό μας εαυτό, λύνοντας τα προβλήματά μας, χρειαζόμαστε πρώτα μία Αφύπνιση, ώστε τελικά να οδηγηθούμε στην Ανάμνηση του αληθινού μας εαυτού. Για να το επιτύχουμε αυτό, χρειαζόμαστε μία Απεκπαίδευση.

Ερχόμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο χωρίς να γνωρίζουμε τίποτε. Η Γνώση κάθε νέου ανθρώπου από τη στιγμή που γεννιέται, προέρχεται από όλα αυτά που του μεταφέρουν οι προηγούμενοι. Κάθε παιδί γεννιέται σε έναν κόσμο μεγάλων.
Από την πρώτη μέρα του, αρχίζει να εκπαιδεύεται σε ένα οργανωμένο κόσμο που ήδη έχουν φτιάξει κάποιοι άνθρωποι (η απάνθρωποι) πριν από αυτόν. Μπορούμε να αναρωτηθούμε: Πώς γνωρίζει ότι όλα αυτά στα οποία τον εκπαιδεύουν είναι προς όφελος του;
Ψάχνοντας στο λεξικό τη λέξη «εκπαιδεύω» και τη λέξη «παιδαγωγώ», ανακαλύπτουμε ότι είναι ταυτόσημες. Πώς όμως μπορείς να ταυτοποιήσεις την λέξη «εκπαίδευση» με τη λέξη «παιδαγώγηση;»
Τώρα θα μου πείτε: «αφού το παιδί είναι απόγονος, και, σαν απόγονος, τον εκπαιδεύω σε αυτά που μου έμαθαν οι πρόγονοι αφού κι εγώ είμαι απόγονος κλπ κλπ.» Σωστά, αυτά που μας έμαθαν, όμως άλλο είναι να εκπαιδεύσεις το παιδί σε αυτά που μας έμαθαν και άλλο είναι να τού δώσουμε τη δυνατότητα της ανάπτυξης, της καλλιέργειας, της πνευματικότητας του βαθύτερου εσωτερικού του εαυτού.
Κατά την άποψή μου, άλλο είναι το «ανατρέφω» (ανά + τρέφω) = «διαπαιδαγωγώ» κάποιον, δηλαδή τού δίνω τροφή (ενέργεια) για να θυμηθεί αυτά που ήδη ξέρει, και άλλο είναι το «καθοδηγώ», το «εκπαιδεύω», το «μορφώνω» –η όπως αλλιώς θελήσουμε να το πούμε– κάποιον να κάνει κάτι που ουσιαστικά τού υπαγορεύουμε εμείς ότι αυτό είναι το σωστό.
Το παιδί όταν γεννιέται παίρνει πνεύμα (= πνοή, ανάσα) σε καμιά περίπτωση ο γιατρός δεν το εκπαιδεύει να ανασάνει, ένα απαλό χτύπημα στην πλάτη και το παιδί αρχίζει να αναπνέει, ξέρει ήδη τι να κάνει, είναι ήδη προικισμένο με αυτό από τον Δημιουργό του. Τώρα θα μου πείτε: «αν το αφήσω μόνο με την αναπνοή του, αυτό θα πεθάνει αν δεν το ταΐσω» Σωστά, αλλά το ίδιο συμβαίνει και αν δεν το ταΐσουμε με τη δυνατότητα της εσωτερικής του διατροφής, που δεν είναι άλλο από το να τού δώσουμε τη δυνατότητα της επανενθύμισης. Δηλαδή, τη δυνατότητα να θυμηθεί αυτά που ήδη γνωρίζει.
Αιώνες τώρα, από γενιά σε γενιά, οι άνθρωποι παραμένουν σε αυτή την εκπαίδευση, που όλο και πηγαίνει προς τα κάτω και που τελικά μπορεί να μας οδηγήσει προς την καταστροφή του ανθρώπινου γένους.
Άλλωστε, αυτό είναι πλέον φανερό στη δική μας γενιά. Αν σκεφτούμε την –τόσο γρήγορη σε όλα τα επίπεδα– εξέλιξη στην Ιατρική, στην Ψυχολογία, στην Τεχνολογία, κ.ά., ο άνθρωπος παραμένει πολύ φτωχός και ταλαιπωρημένος για να πούμε ότι όλη αυτή η εκπαιδευτική του μόρφωση τον έχει βοηθήσει να ευημερεί…
Κάτω από την ελπίδα και τον φόβο καταστρώνουν τα σχέδια τους πολύ έντεχνα, αυτοί που δεν είναι υπέρ τη ζωής, χωρίς να μπορούν οι άνθρωποι να αντιληφθούν προς τα πού κατευθύνονται –και, μεταφέροντας αυτή την εκπαιδευτική τους διαδικασία από γενιά σε γενιά, έχουν μολύνει σχεδόν όλη την ανθρωπότητα.
Δεν θα αναφερθώ στα περί της ψυχολογίας αυτού του φαινομένου, (διότι θα χρειαζόταν ένα ολόκληρο βιβλίο γι’ αυτό). Όμως θα αναφερθώ σε ένα πολύπλοκο και πολύ σημαντικό για μένα κεφάλαιο: σε αυτό που αποκαλούμε Ναρκισσισμό.

Ο ναρκισσιστής έχει υπερβολικό φόβο του θανάτου. Ένα μέρος του φόβου του θανάτου είναι απαραίτητο σαν ψυχολογική πλευρά του ενστίκτου της επιβίωσης, αλλά το μεγαλύτερο κομμάτι αυτού του φόβου, μετά την παιδική ηλικία, είναι αυτοκαταστροφικό.
Ο άκρατος ναρκισσισμός είναι ο βασικός πρόδρομος της ψυχοπνευματικής ασθένειας.
Ο μύθος του Νάρκισσου, στην πραγματικότητα, διηγείται την τραγωδία της απώλειας του εαυτού μας. Μιας απώλειας που έχει ήδη ξεκινήσει κατά τη διάρκεια της σύλληψης μας και που ολοκληρώνεται στα πρώτα χρόνια της παιδικής μας ηλικίας.

Η Προγεννητική αναφέρει ότι: Το συναισθηματικό DNA των γονέων μεταφέρεται στο έμβρυο, και, όταν αυτό ενηλικιωθεί, σε κάποια χρονική στιγμή πυροδοτείται αυτό το οποίο έχει απωθηθεί ή «εκλογικευτεί» από το άτομο, (και μέχρι να φτάσουμε να πενθήσουμε για αυτή την απώλεια μας, αυτό το σκοτεινό κομμάτι του εαυτού μας θα μάς ταλαιπωρεί.)
«Μια γυναίκα κουβαλάει στη γέννα του παιδιού της την εμπειρία ολόκληρης της ζωής της, φτάνοντας μέχρι πίσω, στη δική της παιδική ηλικία και ακόμη πιο πίσω, στη δική της γέννηση. Μας ενδιαφέρει το τι ξέρει κάθε γυναίκα για τη δική της γέννηση, επειδή συχνά υπάρχει σχέση ανάμεσα στο πώς γεννήθηκε η ίδια και στο πώς θα φέρει στον κόσμο το δικό της παιδί.» (Michel Odent, Birth Revisited)
Μέχρι να ευαισθητοποιηθούμε στον πόνο των μικρών παιδιών, η άσκηση εξουσίας από τους ενήλικες θα θεωρείται φυσιολογική πλευρά της ανθρώπινης συμπεριφορά.
Το να βγάλουμε τον φόβο θανάτου από το κεφάλι μας, δεν είναι εύκολο πράγμα, χρειάζεται πολύχρονη εργασία με τον εαυτό μας, αλλά αξίζει τον κόπο, διότι όσο το καθυστερούμε τόσο πιο πολύ μάς ελέγχουν, και σίγουρα προς τα γεράματα γίνεται σχεδόν ακατόρθωτο να καταφέρουμε να τιθασεύσουμε αυτό το εγωιστικό κομμάτι του εαυτού μας.
Όσο περισσότερο καταφέρνουμε να μειώσουμε τον ναρκισσισμό μας, τον εγωκεντρισμό μας και την αίσθηση ότι είμαστε σπουδαίοι, τόσο λιγότερο φοβόμαστε, όχι μόνο τον θάνατο αλλά και τη ζωή. Και γινόμαστε περισσότερο ικανοί για αγάπη. Επειδή δεν μας βαραίνει πια η ανάγκη να προστατέψουμε τον εαυτό μας, είμαστε πια σε θέση να σηκώσουμε τα μάτια μας από τον εαυτό μας και να κοιτάξουμε πραγματικά τους άλλους.
Αυτό φοβόμαστε περισσότερο, και έτσι μάς ελέγχουν, και αν το συνδέσετε αυτό με την ελπίδα που ανέφερα πιο πάνω (ότι κάτω από αυτήν και τον φόβο καταστρώνουν τα σχέδια τους αυτοί που μάς ελέγχουν), γίνεται εύκολα κατανοητό το γιατί.

«Ο Νάρκισσος κυνηγάει διαρκώς νέα θηράματα και αδιαφορεί για τον πόνο που προκαλεί. Είναι το μοντέλο που περνάει στην πασαρέλα και του αρέσει να αισθάνεται τα βλέμματα θαυμασμού. Είναι οι άνθρωποι του θεάματος που λάμπουν στη σκηνή, αστράφτουν στον καθρέπτη της τηλεοπτικής οθόνης και ευχαριστιούνται να υπογράφουν αυτόγραφα πάνω στη φωτογραφία τους! Γυρίζουν όμως μόνοι στο σπίτι. Ανικανοποίητοι και μόνοι.
Μένουν χωρίς παιδιά, για να μην θυσιάσουν την καριέρα τους! Ο Νάρκισσος, δεν ερωτεύεται. Δεν παντρεύεται, δεν γεννά! Είναι οι ποιητές, οι δημοσιογράφοι που ζουν μόνο για να βλέπουν την υπογραφή τους κάτω από τα βαρύγδουπα λόγια τους! Είναι οι γυναίκες-αράχνες που κάνουν τα πάντα για να σαγηνεύσουν και χαίρονται να βλέπουν τα θύματα τους να υποφέρουν!
Είναι οι άντρες που θέλουν να βλέπουν τον εαυτό τους να καθρεφτίζεται στα υγρά μάτια γυναικών και ανδρών, αλλά δεν σμίγουν με κανέναν. Όταν δεν μπορούν να θαυμάσουν τον εαυτό τους, μαραίνονται! Όλες τους οι σχέσεις είναι ανικανοποίητες! Κυνηγούν τα θύματα τους και χωρίς συναίσθημα τα βλέπουν να ψυχορραγούν.
Είναι παιδιά που γεννήθηκαν από μια πολύ όμορφη ηθική μητέρα και έναν βιαστή πατέρα. Είναι ο τύπος που προκύπτει από τη διασταύρωση Υοσκύαμου και Κρίνου! Είναι ο μικρός αδερφός του Παγκράτιου, που όμως δεν δίνει δεκάρα για κανένα άλλον εκτός από τον εαυτό του! Εγωιστής και ανικανοποίητος!»
Οι νάρκισσοι, όταν δεν μπορούν να θαυμάσουν τον εαυτό τους, μαραίνονται! Αυτό σημαίνει πως πέφτουν σε κατάθλιψη. Ο ενθουσιασμός για την ψεύτικη εικόνα του εαυτού τους δεν τούς προφυλάσσει από την κατάρρευση. Μόνο όσο διαρκεί αυτό το αίσθημα μεγαλείου το άτομο είναι σχετικά εντάξει, διότι έτσι θεωρεί ότι παίρνει αγάπη, μια αυταπάτη που διαιωνίζεται μέχρι να ανακαλύψει την πραγματικότητα της παιδικής του ηλικίας που δεν είναι κάτι άλλο από αυτό που αποκαλούμε απώθηση.

Το κάθε παιδί προσαρμόζεται για να διασφαλίσει την ψευδαίσθηση της αγάπης, της συμπάθειας, και της φροντίδας, αλλά ο ενήλικας δεν χρειάζεται αυτήν την ψευδαίσθηση για να επιβιώσει. Επειδή οι ιδέες μεγαλείου είναι το αντίστροφο της κατάθλιψης, μέσα στα πλαίσια της ναρκισσιστικής διαταραχής, η απελευθέρωση και από τις δυο μορφές αυτής της διαταραχής είναι σχεδόν αδύνατη αν δεν νιώσει κανείς πως πενθεί βαθύτατα για την κατάσταση στην οποία ζούσε ως παιδί.
Σαν παιδιά, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, κανένας δεν μάς αγάπησε για αυτό που πραγματικά ήμασταν, αντίθετα, μάς χρειαζόντουσαν και μας εκμεταλλεύτηκαν για τα επιτεύγματα, την επιτυχία, τις καλές μας ιδιότητες, και –όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω– κάποιοι για άλλους σκοπούς, π.χ. την υποταγή συνειδήσεων.
Όταν αναγνωρίσουμε το μικρό παιδί που έχουμε όλοι μέσα μας, και έρθουμε σε επαφή μαζί του, θα κατανοήσουμε ότι θυσιάσαμε όλη την παιδική μας ηλικία για μια μορφή αγάπης που δεν είχε καμία μα καμία απολύτως σχέση με τον πραγματικό μας εαυτό. Αυτή η ανακεφαλαίωση, το πένθος για την χαμένη μας παιδική ηλικία που θα βγει στην επιφάνεια, αν και είναι κάτι τρομακτικό, εντούτοις είναι άμεσα λυτρωτικό –και μόνο έτσι μπορούμε πλέον να αποδεχτούμε όλη την γκάμα των σχετικών συναισθημάτων, όπως: οργή, απελπισία, φόβο, ζήλια, αποστροφή, κ.ά.
Μέσα στη ζωή, δεν έχουμε μόνο συναισθήματα χαρούμενα και καλά. Όταν μπορέσει κάποιος να φτάσει στην αυτογνωσία, τότε δεν χρειάζεται πλέον να κρατάει κρυμμένο το εσωτερικό του παιδί. Η αλήθεια που ανακαλύπτουμε –το ποιος και γιατί μας προκάλεσε τόσο πόνο– αυτή η αυτογνωσία του παλαιού μας πόνου, μάς απελευθερώνει.
Και θα επαναλάβω ότι, το να μην σε έχουν αγαπήσει για αυτό ακριβώς που ήσουν, δεν μπορεί να επουλωθεί αν δεν γίνει η διεργασία του πένθους.
Στη γλώσσα του Ινδιάνου Σαμάνου Δον Χουάν, ο ανθρωπολόγος συγγραφέας Κάρλος Καστανέντα αναφέρει για τον θάνατο:
«Οι Σύμμαχοι είναι τρομακτικές δυνάμεις με τις οποίες πρέπει κανείς να παλέψει, για να τις δαμάσει. Αυτό συμβαίνει και με τον θάνατο. Ο θάνατος είναι φίλος μας, είναι σύμμαχος μας, βρίσκεται πάντα ένα μέτρο πίσω από τον αριστερό μας ώμο, και, όποτε και αν τον ρωτήσουμε, πάντα μάς λέει: Δεν σε άγγιξα ακόμη»
Ο Καρλ Γιούνγκ αναφέρει:
«Κάθε ανθρώπινο όν έχει μια Σκιά» «Όλοι κλείνουμε μέσα μας έναν εγκληματία, στατιστικά, όπως και έναν αντίστοιχο τρελό ή άγιο»
Η φύση του θηρίου που βρίσκεται εντός μας, είναι η «πανίσχυρη τάση για κυριαρχία». Αυτή η τάση, είναι υπαρκτή σε όλα τα ανθρώπινα όντα. Επειδή αναγνωρίζεται μέσα μας, και αντίκειται των νόμων του κράτους και της θρησκείας, κλπ, αρνούμαστε αυτήν την τάση και την απωθούμε από τη συνείδησή μας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι με αυτό τον τρόπο «ξεμπερδέψαμε».
Απεναντίας, αυτή η ανώριμη στάση απέναντι στη μοχθηρή όψη του εαυτού μας –η άρνησή της– έχει ως επικίνδυνη συνέπεια να «βλέπουμε στον αντίπαλο, τα δικά μας σφάλματα μεγαλωμένα σε απίστευτο βαθμό». Αυτό δεν σημαίνει ότι οι άλλοι είναι άγιοι και εμείς οι κακοί, αλλά ότι ο καθένας προβάλει στον άλλο τη Σκιά του

Γεννιέται ίσως, λοιπόν, σε εσάς, ένα μεγάλο ερώτημα: Ποιοι άραγε είναι αυτοί που δημιούργησαν όλη αυτήν τη βιομηχανία υποταγής συνειδήσεων, μέσα στην οποία ζούμε;
Η αλήθεια είναι ότι δεν έχει και μεγάλη σημασία το ποιος ή ποιοι το κάνουν αυτό.  Όποιοι και αν είναι αυτοί, με τον τρόπο που γίνεται η εκπαίδευσή μας είναι εύκολο και με μαθηματική ακρίβεια να γίνεται χειραγώγηση των μαζών, και ο άνθρωπος να βρίσκεται υπόδουλος, χάνοντας τη δυνατότητα της απελευθέρωσης του.
Το θέμα είναι να μπορέσουμε να αντιληφθούμε αυτό που συμβαίνει και να δράσουμε όχι μόνο σε ατομικό αλλά και σε συλλογικό επίπεδο. Διότι, όποιοι και αν είναι αυτοί ή όσοι και αν είναι, χωρίς τη δική μας συμμετοχή είναι εντελώς αδύναμοι. Είναι δυνατοί και πραγματοποιούν τα σχέδια τους μόνο σε αυτούς που δέχονται τον προγραμματισμό, μέσω των εκπαιδευτικών τους συστημάτων και όχι μόνο.
Αν δεν γίνεται πιστευτό αυτό, ρίξτε μια ματιά στην ιστορία. Παρ’ όλες τις τεχνολογικές επιτεύξεις, τις επιστημονικές ανακαλύψεις, κλπ, οι λαοί όλο και χειροτερεύουν. Όλοι, ή σχεδόν όλοι, είναι μουδιασμένοι, υπνωτισμένοι, ναρκωμένοι. Δεν αντιλαμβανόμαστε ότι όλο αυτό είναι ένα ωραίο περιτύλιγμα υλισμού, για το οποίο, αν καταφέρουμε και κοιτάξουμε αληθινά μέσα μας, θα φρίξουμε από ντροπή που το αφήσαμε να εξελιχθεί μέσα από την δική μας άγνοια.
Είναι γεγονός βεβαία, όπως μας λέει και ο Χέρμαν Έσσε, ότι:
«Αντιλαμβάνομαι σήμερα πως τίποτα στον κόσμο δεν είναι τόσο δυσάρεστο για έναν άνθρωπο, από το να πάρει το μονοπάτι που οδηγεί στον εαυτό του»
Και σε ένα γράμμα προς την οικογένεια του, ο Έσσε αναφέρει: «Αν ήμουν ευσεβιστής και όχι απλώς ένα ανθρώπινο πλάσμα, ίσως να είχα περισσότερες ελπίδες να με καταλάβετε»
Και ο Κάρλος Καστανέντα μάς λέει:
«Κάθε δρόμος είναι μονάχα ένας δρόμος, και δεν είναι ντροπή, ούτε για σένα ούτε για τους άλλους, να τον εγκαταλείψεις κάποια στιγμή, αν έτσι σου υπαγορεύει η καρδιά σου. Κοίταξε κάθε δρόμο, με προσοχή κι επιφυλακτικότητα. Δοκίμασε τον όσες φορές κρίνεις εσύ πως είναι απαραίτητο. Σκέψου και διαλογίσου πάνω σ’ αυτόν. Κι ύστερα, θέσε στον εαυτό σου ένα και μόνο ερώτημα. Έχει αυτός ο δρόμος καρδιά; Αν έχει είναι καλός, αν δεν έχει, είναι άχρηστος»
«Θέλεις να σου πω που οδηγεί ο δρόμος σου; Είναι εύκολο. Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο ίδιο μέρος: Πουθενά. Αυτό που έχει σημασία είναι να ακολουθείς τα Μονοπάτια Που Έχουν Καρδιά. Να ρωτάς, έχει καρδιά το μονοπάτι που βαδίζω; Αν ναι, ακολούθησε το και μην φοβάσαι τίποτε, ακόμη και αν όλος ο κόσμος θέλει να σε αποτρέψει από το να τ’ ακολουθήσεις. Αν όχι, άφησε το, δεν είναι καλό μονοπάτι. Να ψάχνεις πάντα τα μονοπάτια που έχουν καρδιά, κι όταν καταλαβαίνεις ότι δεν έχουν, να μη διστάζεις να τα εγκαταλείπεις. Ποιο μονοπάτι σού λέει η καρδιά σου ότι είναι το σωστό; Σε περιμένει να το βαδίσεις. Πήγαινε. Τα μονοπάτια μπορούν να περιμένουν απίστευτα πολύ. Το πρόβλημα είναι ότι οι άνθρωποι δεν έχουν αρκετό χρόνο στη διάθεση τους»
Ο Βίλχελμ Ράιχ επισημαίνει ήδη από το 1951
«Είναι προφανές ότι το μέλλον των Η.Π.Α., αλλά και του κόσμου γενικά, εξαρτάται από την ορθή ανατροφή των βρεφών κάθε γενιάς, πράγμα που θα τα καταστήσει ικανά να παίρνουν ορθές αποφάσεις όταν ενηλικιωθούν» Και στη συνέχεια, μάς λέει:
«Ο εκπαιδευτικός του μέλλοντος θα κάνει συστηματικά (κι όχι μηχανικά) αυτό που ο καλός εκπαιδευτικός κάνει σήμερα: θα νιώθει τα χαρακτηριστικά της αληθινής Ζωής στο παιδί, θα αναγνωρίζει τα ειδικά χαρακτηριστικά στο συγκεκριμένο άτομο και θα προωθεί την ανάπτυξή του στο τέλειο. Εφ’ όσον η σημερινή πανίσχυρη κοινωνική τάση (που κατευθύνεται ενάντια στα σύμφυτα χαρακτηριστικά της αληθινής συναισθηματικής έκφρασης) διατηρηθεί και στο μέλλον, ο ειλικρινής εκπαιδευτικός θα έχει διπλό καθήκον: θα πρέπει να γνωρίσει τις φυσικές συναισθηματικές εκφράσεις, που μεταβάλλονται από παιδί σε παιδί, και θα πρέπει, επίσης, να μάθει πώς θα αντιμετωπίζει το άμεσο κι έμμεσο κοινωνικό περιβάλλον που εναντιώνεται σ΄ αυτές τις φυσικές εκφράσεις»
Ο άνθρωπος που μας περιγράφει εδώ ο Βίλχελμ Ράιχ, είναι και λέγεται Παιδαγωγός. Είναι πιθανό, ένας παγιδευμένος να βγει από την παγίδα του. Όμως, για να δραπετεύσει κάποιος από μια φυλακή, πρέπει πρώτα να παραδεχτεί ότι βρίσκεται στη φυλακή.
Έχουμε μεγάλο μερίδιο ευθύνης όλοι μας. Αυτό που συμβαίνει στην ανθρωπότητα δεν είναι οι άλλοι, αλλά είμαστε εμείς. Ποτέ κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει όσο επικρατεί το «φταίνε οι άλλοι», ούτε το να βασίζεται σε αυθεντίες, που με την ψευδο-ορθολογική τους στάση πιστεύουν ότι μπορεί να κάνουν θαύματα, με τις οργανώσεις, με την επιβολή νόμων, ή με όλες τις άλλες παρόμοιες επινοήσεις.
Γράφει η Alice Miller: «Οι άνθρωποι θα πρέπει λοιπόν να μπορούν να στηρίζονται στον ίδιο τους τον εαυτό, αν θέλουν να αποφύγουν να γίνουν θύματα διάφορων συμφερόντων και ιδεολογιών»
Κάποιες επονομαζόμενες θεραπευτικές ομάδες προσπαθούν, αλλά δεν μπορούν να παρέχουν, ή να επαναφέρουν στη θέση της, αυτή τη διαδικασία ωρίμανσης. Στόχος τους είναι να «ενδυναμώσουν» τα μέλη τους, παρέχοντάς τους, αφενός, υποστήριξη, και, αφετέρου, την αίσθηση ότι ανήκουν κάπου. Καθώς όμως η καταστολή των συναισθημάτων της παιδικής ηλικίας είναι ο κανόνας σε αυτές τις ομάδες, η κατάθλιψη του ασθενή δεν μπορεί να ξεπεραστεί. Επιπλέον, το άτομο μπορεί να εθιστεί στην ίδια την ομάδα, αφού η ομάδα παρέχει την ψευδαίσθηση ότι το άτομο μπορεί τελικά, ως ενήλικας, να καλύψει (μέσω της ομάδας) τις ανικανοποίητες ανάγκες που έχει από την παιδική του ηλικία.
Με τέτοιου είδους ψευδαισθήσεις κανείς δεν μπορεί να θεραπευτεί πραγματικά. Η εσωτερική μας δύναμη –την οποία ανακαλύπτουμε μέσα από την πρόσβαση στις δικές μας πραγματικές ανάγκες και στα αληθινά συναισθήματά μας, αλλά και μέσα από τη δυνατότητα έκφρασής τους– είναι πολύ ουσιαστική για εμάς, αν θέλουμε να ζήσουμε χωρίς κατάθλιψη και εθισμούς.
Άλλωστε ο δάσκαλος, η διδασκαλία, δεν είναι απλά οι σχέσεις που έχουν ένας φοιτητής και ένας καθηγητής. Ο δάσκαλος είναι αυτός που αναπτύσσει τον μαθητή, είναι αυτός που φέρνει στην επιφάνεια το βαθύτερο εσωτερικό του Είναι, χωρίς να τον «εκπαιδεύει» σε κάτι, –απλά τον καθοδηγεί στην επανενθύμηση αυτών που ήδη γνωρίζει, τον υπηρετεί, τον βοηθά στο να καταφέρει να αναγνωρίσει τη Σκιά του. (Ίσως αυτή η «μαιευτική διαδικασία» να σας θυμίζει κάτι από τους διαλόγους του Σωκράτη;)

Ο Πλάτωνας έλεγε ότι δεν υπάρχει γνώση παρά μόνο Ανάμνηση.
«Λοιπόν, όπως το καταλαβαίνω εγώ, η αρχή της “πνευματικότητας” του ανθρώπου, (δηλαδή της δυναμικής πραγματικότητας του αγώνα για τη δικαίωση του ως πνευματική οντότητα, σε παράδοξη αντιπαράθεση με την άμεση υλική του υπόσταση), στηρίχθηκε στη Σκέψη, την οποία επιστράτευσε –και συνεχίζει να το κάνει μέσα από κάθε νέο βρέφος– για να μπορέσει να επιβιώσει στις αντίξοες συνθήκες στις οποίες εν αγνοία του και άοπλος βρέθηκε, αλλά και για να δώσει ένα ανέλπιστο νόημα στην ίδια του τη μυστηριώδη ύπαρξη.
Και, η Σκέψη, φαίνεται να πυροδοτεί άμεσα τη δημιουργία Λογικής. Η Λογική, κατά τη γνώμη μου, έχει δύο πολύ βασικά –και προκλητικά άγνωστα– χαρακτηριστικά και λειτουργίες: την πρόβλεψη του μέλλοντος και την προέκταση στο Παράλογο. Η Λογική, ουσιαστικά, αποτελεί τη μέθοδο που εφαρμόζει ο άνθρωπος για να προβλέπει το μέλλον και για να αντιλαμβάνεται καταστάσεις που το σώμα του δεν έχει βιώσει»
Και παρακάτω διαβάζω από τον ίδιο: «Νομίζω πως η πιο βασική και συνηθισμένη εφαρμοσμένη λειτουργία της Λογικής είναι να προβλέπει το μέλλον. Μια εκπληκτική ικανότητα που κανένα άλλο πλάσμα δεν διαθέτει σε τέτοιο τεράστιο βαθμό. Είναι μια λειτουργία εστιασμένη αξιοθαύμαστα στο ασώματο, αφού μάς δίνει συνεχώς τη δυνατότητα να αντιλαμβανόμαστε τις καταστάσεις χωρίς να τις έχουμε βιώσει σωματικά και υλικά.
«Ας το δηλώσω ξεκάθαρα: τα μόνα όπλα που διαθέτουν οι λογικοί άνθρωποι –δηλαδή οι άνθρωποι που δεν είναι φυτά– ενάντια στη φυλακή του κόσμου στην οποία βρεθήκαμε, είναι η Σκέψη, η Λογική, η Έμπνευση και η Ελπίδα: δηλαδή η Φαντασία. Διότι, για όσους δεν το κατάλαβαν, παραπάνω επίτηδες αντικατέστησα τη λέξη Φαντασία με τη λέξη Λογική, διότι ουσιαστικά για τη Φαντασία μιλούσα, δηλαδή για τη βασική λειτουργία του ανθρώπινου πνεύματος, τη μόνη που είναι τελείως ανεξάρτητη από το σώμα του και από τις συνθήκες στις οποίες βρίσκεται αυτό. Δυστυχώς, η φαντασία της ανθρωπότητας, δηλαδή η βασική λειτουργία του πνεύματος της ανθρωπότητας, κινδυνεύει θανάσιμα, κάθε στιγμή που περνά»

Ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχουν και κάποιοι επιστήμονες για ό,τι συμβαίνει στην ανθρωπότητα. Διότι Επιστήμη χωρίς Πνευματικότητα, είναι σαν να έχουμε ξύλα για το τζάκι αλλά να μάς λείπουν τα σπίρτα για να ανάψουμε φωτιά. Ο κάθε επιστήμονας θα πρέπει να γνωρίζει ότι υπάρχουν συμπαντικοί νόμοι, και με τις ανακαλύψεις τους δεν θα πρέπει να διαταράσσονται αυτοί οι νόμοι ως προς το φυσικό πεδίο του ανθρώπινου –και όχι μόνο– οργανισμού.
Υπήρξαν επιστήμονες που, όταν είδαν ότι η ανακάλυψη τους μπορεί να χρησιμοποιηθεί από αυτούς που δεν είναι υπέρ της ζωής, και ότι μπορεί να βλαφτεί ο άνθρωπος, παρόλο το χρηματικό έπαθλο και το βραβείο Νόμπελ που θα μπορούσαν να αποκτήσουν, δεν προχώρησαν στο να ανακοινώσουν ευρύτερα αυτή τους την ανακάλυψη, και βέβαια σε όλους αυτούς χρωστάμε ένα μεγάλο ευχαριστώ για το πνευματικό τους επίπεδο.

Η αληθινή Επιστήμη είναι υπέρ του Ανθρώπου και προς το όφελος των ανθρώπων και του κόσμου. Μια επιστήμη που διαταράσσει και φέρνει σε αντίθεση τον Άνθρωπο με τη Φύση, δεν θα έπρεπε να γίνεται αποδεκτή. Όλο αυτό το μικρό άρθρο είναι προσανατολισμένο προς αυτό που ονομάζουμε Παιδεία, διότι χωρίς Παιδεία είναι αδύνατον να υπάρξει αλλαγή του ανθρώπινου γένους.
Και μια διευκρίνηση: Με τη λέξη Πνευματικότητα, εννοώ να είσαι σε αρμονία με μια τάξη πραγμάτων η όποια έχει συμπαντικό χαρακτήρα, και δεν υποδηλώνει καμιά προτίμηση για κάποιο συγκεκριμένο δόγμα ή την αναγκαιότητα να είσαι μέλος κάποιας συγκεκριμένης οργάνωσης. Άλλωστε όλοι οι –ισμοί, στην ουσία έχουν σκλαβώσει την ανθρωπότητα.
Και μιας που, σε τελική ανάλυση, αυτό που συμβαίνει καταλήγει να συνδέεται άμεσα με την υγεία μας, ας μην ξεχνάμε ότι: καμιά αρρώστια δεν είναι μόνο σωματική. Όλες σχεδόν οι αρρώστιες έχουν ψυχο-πνευματικο-νοητικο-κοινωνικο-σωματικό χαρακτήρα.
Και η μεγαλύτερη ίσως διαταραχή που μάς κυβερνά σε όλη μας τη ζωή, είναι το ότι σαν παιδιά δεν μας αγάπησαν για αυτό που πραγματικά ήμασταν.
«Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία», μάς λέει ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος. Και εγώ προσθέτω: Τόλμη για να κινηθείς προς την ελευθερία, και αρετή για να μην την ξανασκλαβώσεις.