Εύλογο ερώτημα πώς ένας χοιροβοσκός μπορεί να αποτελεί ένα σημαντικό πρόσωπο στην Οδύσσεια του Ομήρου.
Κι όμως σε πολλά σημεία αποτελεί πρόσωπο- κλειδί για την εξέλιξη του έπους και αποτελεί επίσης ένα σταθερό άξονα για την επίτευξη της τελικής έκβασης της Οδύσσειας.
Πρώτος ανάμεσα σε κάποιους βοσκούς που παρέμειναν πιστοί στους πραγματικούς κυρίους τους και δεν φέρθηκαν ωφελιμιστικά, όπως θα δούμε πιο κάτω ότι έκανε ο Μελάνθιος που τάχθηκε με το μέρος των μνηστήρων, οι οποίοι είχαν τότε τη δύναμη εκμεταλλευόμενοι την απουσία του Οδυσσέα.
Ο Εύμαιος ήταν ο επικεφαλής στη φροντίδα των κοπαδιών και άνθρωπος με ήθος και πίστη.
Είναι τυχαίο ότι αυτός είναι το μοναδικό πρόσωπο στο οποίο ο ποιητής απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο;
«
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα»
Σίγουρα δεν επρόκειτο για έναν απλό βοσκό. Ήταν ένα παιδί από βασιλική γενιά. Ο ίδιος διηγείται (ραψωδία ο) ότι ήταν γιος του Κτησία, βασιλιά της νήσου Συρίης (Σύρου). Η Σύρος εκείνα τα χρόνια αποτελούσε ανεξάρτητο κρατίδιο με δικό της βασιλιά, και Βουλή γερόντων είχε ένα βασιλιά από όσο είναι γνωστό, τον Κτησία, γιό του Ορμένου. Βασίλευε σε δυο πόλεις που ήταν επάνω σε δύο αντικριστούς λόφους, ανατολικά και δυτικά: Γαλισσά και Φοίνικα (Ποσίδεια). Οι πόλεις αυτές είχαν καλά λιμάνια.
Η τροφός του μικρού Εύμαιου ήταν μια γυναίκα από τη Φοινίκη. Κάποτε πέρασαν από τη Σύρο Φοίνικες έμποροι και την έπεισαν να τους ακολουθήσει για να τη μεταφέρουν με τα καράβια τους στους γονείς της. Αυτή δέχτηκε και πήρε μαζί της το παιδί. Στο ταξίδι η τροφός αρρώστησε και πέθανε. Το πλοίο λόγω κακών καιρικών συνθηκών οδηγήθηκε προς την Ιθάκη. Εκεί οι έμποροι πούλησαν τον Εύμαιο ως σκλάβο στον βασιλιά Λαέρτη.
Όμως για καλή του τύχη, η σύζυγος του Λαέρτη Αντίκλεια τον μεγάλωσε σαν παιδί της και όταν ανδρώθηκε δούλεψε στα χωράφια του βασιλιά και μετά στο χοιροστάσιο.
Ο αρχαιολόγος Νταίρπφελντ, το 1905 πραγματοποιώντας ανασκαφές στη Λευκάδα, στη θέση Χοιροσπηλιά κοντά στο χωριό Εύγηρος, έφερε στο φως πολλά έγχρωμα εγχάρακτα αγγεία Νεολιθικής εποχής. Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο, εκεί πρέπει να είχε κι ο Εύμαιος το χοιροστάσιο του.
Στην παραλία λοιπόν της Ευγήρου με την ονομασία Αφτέλι ή Σκύδι ισχυρίζεται Νταίρπφελντ ότι άραξε το πλοίο του ο Τηλέμαχος γυρνώντας από την Πύλο. Οι ναύτες κατέβασαν τα πανιά, κωπηλάτησαν κι αποβιβάστηκαν στον όρμο. Αφού έφαγαν εκεί, ο Τηλέμαχος τους έστειλε στην πόλη, ενώ αυτός περπάτησε ως το χοιροστάσιο του Ευμαίου.
Ο Εύμαιος, υπόδειγμα πίστης και αφοσίωσης στον Οδυσσέα, είχε καταφύγει σε τεχνάσματα για να διατηρήσει την περιουσία του κυρίου του κατά τη διάρκεια της απουσίας του.
Στη ραψωδία ξ, ο Οδυσσέας ,μετά από προτροπή της Αθηνάς πηγαίνει στην καλύβα του Εύμαιου και εκεί ο χοιροβοσκός χωρίς να τον αναγνωρίσει, τον υποδέχεται με παραδειγματική φιλοξενία. Ο Οδυσσέας ακούει από το βοσκό αλλά και βλέπει με τα ίδια τα μάτια του πώς ο Εύμαιος είχε οργανώσει τη διάσωση των κοπαδιών του.
«Τον βρήκε και καθότανε στα ξώθυρα μονάχος,
μπρος σε μεγάλο αυλόγυρο αψηλόστεκο κι ωραίο,
με δρόμο γύρω, που ίδιος του τον είχε εκεί φτιασμένο
για του ξενιτεμένου του του αφεντικού τους χοίρους,
δίχως να ξέρη η αφέντισσα κι ο γέρος ο Λαέρτης,
από βουνόπετρες συρτές, μ' αγριαπιδιές φραγμένο.
Κι απόξω ορθόστησε πολλά παλούκια πυκνωμένα
γύρω τριγύρω από ιδρυά καλά πελεκημένα•
και χοιρομάντρες δώδεκα μες στην αυλή είχε χτίσει
κοντά κοντά, κι η καθεμιά κλειούσε πενήντα μάνες
γουρούνες χαμοπλαγιαστές• τ' ασερνικά μαντρίζαν
έξω, πολύ πιο λιγοστά• τι οι θεϊκοί οι μνηστήρες
τα τρώγαν, κι ο χοιροβοσκός τους έφερνε ολοένα
κι από 'να, το καλύτερο και πιο παχύ θρεφτάρι•
τρακόσα εξήντα αρσενικά του μνήσκανε μονάχα.
Τέσσερεις σκύλοι σα θεριά ξενύχτιζαν κοντά τους,
που ο πρώτος τώ χοιροβοσκών τους είχε αναθρεμμένους.»
Η αγάπη του πιστού βοσκού για τον Οδυσσέα ήταν αμέριστη και ήξερε ότι τα αισθήματα του κυρίου του ήταν αμοιβαία. Γιαυτό και δεν αντέχει, ξεσπάει κι εκμυστηρεύεται τον πόνο του στον ξένο (Οδυσσέα) μες την απελπισία του ότι δεν περιμένει πια να δει τον Οδυσσέα να επιστρέφει
«Τί τού 'κοψαν οι αθάνατοι το γυρισμό του εκείνου,
που θα μ' αγάπαε γκαρδιακά και θά 'δινέ μου πλούτια,
σπίτι και χτήμα και μαζί γυναίκα ζηλεμένη,
κι όσα ο αφέντης ο καλός χαρίζει σε άνθρωπό του,
που καλοδούλεψε, κι ο θεός τα έργατά του αξαίνει,
καθώς εμένα τα έργατα που κάνω αυτά μου αξαίνει.
Ά γέραζε κι ο αφέντης μου δω πέρα, τι χαρά μου.
Μα χάθηκε, που ας χάνουνταν η φύτρα της Ελένης
αλάκερη, που αντρών ψυχές πλήθος γι' αυτή χαθήκαν•
γιατί για του Αγαμέμνονα τη χάρη κι αυτός πήγε
στο Ίλιο τ' αλογάρικο, τους Τρώες να πολεμήση. »
Και αργότερα συνεχίζει το θρήνο του για το χαμό του κυρίου του:
«Χάθηκ' εκείνος, και σ' εμάς τους φίλους μα σ' εμένα
ακόμα πιότερο άφησε της στέρησης τον πόνο•
τι τέτοιο αφέντη πάγκαλο δε θά 'βρω όπου κι αν πάω,
μήτε στης μάνας μου ξανά και στου κυρού ά γυρίσω
το σπίτι που γεννήθηκα, και μ' έθρεψαν εκείνοι.
Μήτε για κείνους τόσο εγώ δε θά 'κλαιγα, κι ας θέλω
να τους χαρούν τα μάτια μου στην ποθητή πατρίδα•
μα του Οδυσσέα που χάθηκε με συνεπαίρνει ο πόθος.
Πού τ' όνομά του ντρέπουμαι να πω, κι ας λείπη, ώ ξένε,
τι μ' αγαπούσε ολόψυχα και με πονούσε εκείνος•
φίλο αδερφό τον κράζω εγώ, κι ας βρίσκεται μακριά μου.»
Η αφοσίωσή του δεν περιορίστηκε μόνο στον κύριό του, αλλά ήταν ο προστάτης όλης της οικογένειας. Έδειχνε απέραντο σεβασμό στην Πηνελόπη και όπως φαίνεται είχε τη θέση πατέρα για τον Τηλέμαχο, ο οποίος τον σεβόταν και τον αγαπούσε και του εκμυστηρευόταν τα προβλήματά του.
Στη ραψωδία π βλέπουμε με ποιο τρόπο ο Εύμαιος υποδέχεται τον Τηλέμαχο σα να είναι γιος του:
«Tὸ λόγο δὲν ἀπόσωσε, κι ὁ ἀκριβογιός του φάνη,
καὶ στάθηκε στὰ ξώθυρα• ξαφνίζεται ὁ γερούλης,
ἀναπηδάει, καὶ τοῦ 'πεσαν ἀπὸ τὰ χέρια οἱ κοῦπες,
ποὺ τὸ φλογάτο μέσα τους καλόσμιγε κρασί του•
κι ἔτρεξε, βρέθηκε ὀμπροστὰ στὸν ἀκριβό του ἀφέντη,
τοῦ φίλησε τὴν κεφαλή, τὰ δυὸ λαμπρά του μάτια,
τὰ δυό του χέρια, κι ἔχυσε δάκρυο μαργαριτάρι.
Καὶ σὰν ποὺ τρυφερόκαρδος γονιὸς παιδὶ ἀγκαλιάζει,
σὰν ἔρχετ' ἀπ' τᾶ μακρινά, ποὺ ἔλειπε χρόνους δέκα,
κι ἦταν στερνὸ καὶ μοναχό, καὶ τοῦ 'καιγε τὰ σπλάχνα,
ἔτσι ὁ καλὸς χοιροβοσκὸς τὸ θεόμοιαστό του ἀφέντη
στὴν ἀγκαλιά του σφίγγοντας, γλυκὰ τόνε φιλοῦσε,
τὸ χάρο σὰ νὰ ξέφυγε, καὶ τοῦ 'λεγε θρηνώντας•
“Τηλέμαχε, γλυκό μου φῶς, ἦρθες, κι ἐγὼ δὲ θάρριουν
πὼς θὰ σὲ δῶ, σὰν κίνησες στὴν Πύλο μὲ καράβι.
Ἔμπα, παιδάκι μου ἀκριβό, νὰ σὲ χαρῆ ἡ ψυχή μου,
θωρώντας σε ἀπ' τὰ μακρινὰ κοντά μας νιοφερμένο•
τὶ στὴν ξοχὴ δὲν ἔρχεσαι συχνὰ καὶ στοὺς βοσκούς σου,
μόνε στὴ χώρα κάθεσαι, κι αὐτὸ ποθεῖ ἡ καρδιά σου,
νὰ βλέπης πάντα τοὺς κακοὺς μνηστῆρες μαζεμένους.»
Και ο Τηλέμαχος τον αποκαλεί «άττα», προσφώνηση σεβασμού από ένα νεώτερο σε ένα γηραιότερο που αποδίδεται με τη λέξη «παππούλη».
Ο Τηλέμαχος ανησυχεί μήπως κάποιος από τους μνηστήρες κατόρθωσε να πάρει τη θέση του πατέρα του. Όμως ο χοιροβοσκός τον καθησυχάζει και του στρώνει κλαριά και προβιές για να καθίσει και να τον φιλέψει ψωμί και κρασί.
Κατ’ εντολή του Τηλέμαχου, ο Εύμαιος πηγαίνει να ειδοποιήσει την Πηνελόπη για την επιστροφή του γιου της. Είναι η στιγμή που πατέρας και γιος πρέπει να μείνουν μόνοι για να γίνει η αναγνώριση, ενώ δεν ήρθε η ώρα αυτή ακόμα για τον Εύμαιο. Ο Οδυσσέας έχει οργανώσει στο νου του τον τρόπο αναγνώρισής του με κάποιες προτεραιότητες. Πάντα βέβαια του παρίσταται και τον παρακινεί η Αθηνά. Εκείνη λοιπόν τη στιγμή, του παρουσιάζεται η Αθηνά και του ανακοινώνει ότι πρέπει να αποκαλυφθεί πια στο γιο του:
“Διογέννητε τοῦ Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα,
ὅλα πιὰ τώρα ξήγα τα τοῦ γιοῦ σου, μὴν τὰ κρύβης•
κι ἅμα τοιμάσετε μαζὶ τὸ φόνο τῶ μνηστήρων,
στὴ χώρα τὴν περίλαμπρη νὰ πᾶτε• δὲ θ' ἀργήσω
κι ἐγὼ νὰ ἐρθῶ, ποὺ λαχταρῶ ν' ἀγωνιστῶ κοντά σας”.
Η Αθηνά με το χρυσό ραβδί του άλλαξε την όψη διώχνοντας κούραση και γηρατειά και τον στόλισε με καθαρά ρούχα
κι ὁ γιός του σαστισμένος,
γύρναε τὰ μάτια κατ' ἀλλοῦ, θεὸς μὴν τύχη κι ἦταν.
· Καὶ φώναξέ τον, κι εἶπε του με λόγια φτερωμένα•
Ἀλλιώτικος μοῦ φάνηκες, ὦ ξένε, ἀπὸ τὰ πρῶτα•
ἄλλα φορεῖς κι ἡ ὄψη σου κι αὐτὴ ἀλλαγμένη τώρα.
Ἕνας θένα 'σαι ἀπ' τοὺς θεοὺς ποὺ κατοικοῦν τὰ οὐράνια.
Ἐλέησέ μας, σοῦ τάζουμε καλόδεχτες θυσίες,
Τότες τοῦ ἀπάντησε ὁ τρανός, πολύπαθος Δυσσέας•
“Θεὸς δὲν εἶμ' ἐγώ• γιατὶ μὲ θεοὺς μὲ παρομοιάζεις;
παρὰ εἶμ' ἐγὼ πατέρας σου, ποὺ ἐσὺ γι' αὐτὸν πονώντας
τόσα τραβᾶς ἀπὸ κακοὺς καὶ δύστροπους ἀνθρώπους.”
Στο μεταξύ ο Εύμαιος συνοδεύει τον κήρυκα που θα ανακοινώσει επίσημα στην Πηνελόπη την επιστροφή του γιου της. ‘Όμως ο χοιροβοσκός είναι ο έμπιστος, αυτός που θα της ψιθυρίσει τι παραγγέλνει ο γιος της:
«Ἦρθε ὁ μονάκριβός σου γιός, βασίλισσα, ἀπ' τὴν Πύλο.”
Ζυγώνει κι ὁ χοιροβοσκὸς καὶ λέει τῆς Πηνελόπης
ὅλα ὅσα τοῦ παράγγειλε τ' ἀγαπητὸ παιδί της.»
Στον Εύμαιο δεν αποκαλύπτεται ο Οδυσσέας, θέλοντας να προσεγγίσει πρώτα τη γυναίκα του, καθώς φοβάται ότι η χαρά του πιστού βοσκού θα τον κάνει να αποκαλύψει πρώτος το μυστικό στην Πηνελόπη.
«μὴν τύχη
καὶ τόνε δῆ ὁ χοιροβοσκὸς καὶ τόνε νιώση ὀμπρός του,
καὶ δὲν τὸ κρύψη, μόν' τὸ πῆ τῆς ὥριας Πηνελόπης.»
Ο Τηλέμαχος συστήνει στον Εύμαιο να οδηγήσει τον ξένο στο κάστρο με πρόφαση να ζητιανέψει το φαγητό του.
Μαθαίνουμε ότι ο θεοειδής Θεοκλύμενος, μάντης του Απόλλωνα μαντεύει ότι ο Οδυσσέας πατά κιόλας το πόδι του στα πάτρια εδάφη. Το έδαφος αρχίζει να προετοιμάζεται σιγά- σιγά.
Ο Εύμαιος, όπως είδαμε ήταν ο πρώτος ανάμεσα στους άλλους βοσκούς. Αυτός τους δίνει εντολές και τους κατευθύνει. Έτσι εκείνοι μένουν πίσω να φυλάνε το χοιροστάσιο. Ένας είναι ο βοσκός που δεν παρέμεινε πιστός στους κυρίους του, όπως προείπαμε, ο Μελάνθιος ή Μελανθεύς, γιος του Δολίου και αδελφός της δούλας Μελανθούς. Εκείνος πήγε με την πλευρά των μνηστήρων.
Θα τον ακούσουμε να φέρεται αισχρά και να μιλά υβριστικά στον ξένο (Οδυσσέα ) και τον Εύμαιο.
«Ο ένας αγύρτης, κοίτα, δεύτερο μαζί του σούρνει αγύρτη!
Όμοιος τον όμοιο! Τους ζευγάρωσε πάλι ο θεός, ως πάντα!
Που πας με αυτά τα βρωμογούρουνα, χοιροβοσκέ χαμένε,
τον ανεβάσταγο το ζήτουλα, των τραπεζιών τη λέπρα;»
Αργότερα ο Μελάνθιος είναι αυτός που προσπάθησε να προμηθεύσει με όπλα τους μνηστήρες, όταν ο Οδυσσέας άρχισε να τους εξοντώνει.
Η Πηνελόπη ζητά από τον Εύμαιο να πει στον ξένο να έρθει να της τα διηγηθεί ο ίδιος:
«Εύμαιε, για σύρε, αρχοντογέννητε, και πες του ξένου να 'ρθει,
για να του πω το καλωσόρισες και να ρωτήσω αν έχει
μαθές ακούσει, ο καρτερόψυχος που βρίσκεται Οδυσσέας,
για κι αν τον είδε αυτός του᾿ φαίνεται πολυταξιδεμένος.»
Η Πηνελόπη ζητά από την Ευρύκλεια να πλύνει τα πόδια στον ξένο και να τον φροντίσει, οπότε η πιστή γυναίκα αναγνωρίζει το σημάδι που είχε αφήσει στον Οδυσσέα ο κάπρος στον Παρνασό, όταν είχε πάει να συναντήσει τον Αυτόλυκο. Κι εκεί διαβάζουμε όλη την ιστορία η οποία δε θα μας απασχολήσει εδώ.
Άλλος ένας πιστός βοσκός εμφανίζεται που ο ποιητής μας ονοματίζει. Είναι ο Φιλοίτιος «όρχαμος ανδρών», δηλαδή αφεντικό, αρχιβοσκός, βουκόλος.
Φέρνει σφακτά για να απολαύσουν οι μνηστήρες, ενώ εκφράζει τη θλίψη του για τον Οδυσσέα που είναι στον Άδη και την αγανάκτησή του που υπηρετεί τους κάκιστους μνηστήρες. Του περνά η σκέψη από το νου ότι θα έπρεπε να πάρει τα γελάδια και να φύγει, όμως διστάζει γιατί δεν θέλει να αφήσει το παλάτι έρμαιο σε αυτούς.
Έτσι ο Οδυσσέας αναγκάζεται να του μιλήσει λέγοντας:
«Από αχαμνή γενιά κι ανέμυαλος δε φαίνεσαι, βουκόλα
το βλέπω τώρα και μονάχος μου πως είσαι μυαλωμένος.
Μα άκου τα λόγια μου, Πρώτος ο Δίας ας είναι μάρτυρας και της φιλίας η τάβλα
και του Οδυσσέα το τζάκι του άψεγου, που εδέχτει εμέ τον ξένο΄
τον Οδυσσέα θα ιδείς στο σπίτι του, πριν φύγεις, να διαγέρνει,
και τους μνηστήρες με τα μάτια σου, σα θέλεις, θ᾿ αντικρίσεις
μες στο παλάτι να σκοτώνουνται, που τώρα το αφεντεύουν.»
Ο Εύμαιος μαζί με τον Φιλοίτιο κρατούν στη συνέχεια τα νήματα της στήριξης του Οδυσσέα. Ο Οδυσσέας ζητά από αυτούς να τον συμβουλέψουν και όταν βεβαιώνεται για την καλή τους γνώμη, τους αποκαλύπτεται δείχνοντάς τους και το σημάδι του και κάνοντάς τους συνεργούς στο σχέδιο αφανισμού των μνηστήρων. Αν δε αυτό το σχέδιο πετύχει, τους τάζει κτήματα και κατοικία κοντά στον Τηλέμαχο, ώστε να είναι πάντα αδελφοί και φίλοι.
Θα συναντήσουμε συχνά στο κείμενο το χαρακτηρισμό «θεϊκό» (δίος) για τους δύο αυτούς πιστούς βοσκούς. Αυτός ο χαρακτηρισμός περικλείει όλη την εκτίμηση για το πρόσωπό τους, το ήθος και τη σταθερότητα αισθημάτων.
Δίνει εντολή τότε ο Οδυσσέας στο Φιλοίτιο να βάλει κλειδί και κόμπο στην αυλόθυρα. Ο Εύμαιος συστήνει στην Ευρύκλεια να σφαλίσει τις θύρες του παλατιού και να μην αφήσει τις γυναίκες να βγουν από τα δωμάτιά τους.
Όταν όλα είχαν τελειώσει οι δυο βοσκοί, χοιροβοσκός Εύμαιος και βουκόλος Φιλοίτιος έφυγαν να ετοιμάσουν το γεύμα, ενώ ο Οδυσσέας πηγαίνει να συναντήσει το γέρο πατέρα του.
Η τιμωρία του Μελάνθιου ήταν ακρωτηριασμός και κόψιμο μύτης και αυτιών, οπότε επακολούθησε ο θάνατός του.
Για τον Εύμαιο μας αναφέρει ο Πλούταρχος βασιζόμενος σε αρχαία πληροφορία ότι απελευθερώθηκε από τον Τηλέμαχο και έγινε γενάρχης των Κοιλιαδών στην Ιθάκη.
Αυτός ήταν ο Εύμαιος, ο βοσκός που έμεινε και στο πέρασμα των αιώνων ως υπόδειγμα πιστού, εργατικού, έμπρακτα αφοσιωμένου, έντιμου και αξιοπρεπούς ανθρώπου, θα έλεγα σωστού φίλου.
Στον Ιβανόη ο Γουόλτερ Σκοτ(1819), χαρακτηρίζει το χοιροβοσκό Gurth ως «δεύτερο Εύμαιο» με τη στάση του προς τους Νορμανδούς που κατάσχεσαν το κρέας των κοπαδιών.