Σύγκριση Αθηναίων και Σπαρτιατών
Λίγο πριν από την έκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.), πιθανώς το θέρος του 432 π.Χ., οι Σπαρτιάτες, έπειτα από σύντονες ενέργειες των Κορινθίων, κάλεσαν στη Σπάρτη τους συμμάχους και ζήτησαν από τον καθένα να καταθέσει δημόσια όσα καταμαρτυρούσε στους Αθηναίους. Οι Κορίνθιοι, από το λόγο των οποίων προέρχεται το απόσπασμα, αφού άφησαν πρώτα τους άλλους να οξύνουν το κλίμα, ανέβηκαν τελευταίοι στο βήμα. Στο παρατιθέμενο απόσπασμα καταλογίζουν στους Σπαρτιάτες ότι δεν έχουν συνειδητοποιήσει ποιοι είναι οι Αθηναίοι ούτε πόσο ριζικά διαφέρουν στα πάντα από τους ίδιους και δίνουν -εν μέρει σε σύγκριση με τους Σπαρτιάτες- ένα εντυπωσιακό χαρακτηρισμό των Αθηναίων.
Ἱστορίαι 1, 70
[1.70.1] «καὶ ἅμα, εἴπερ τινὲς καὶ ἄλλοι, ἄξιοι νομίζομεν εἶναι τοῖς πέλας ψόγον ἐπενεγκεῖν, ἄλλως τε καὶ μεγάλων τῶν διαφερόντων καθεστώτων, περὶ ὧν οὐκ αἰσθάνεσθαι ἡμῖν γε δοκεῖτε, οὐδ᾽ ἐκλογίσασθαι πώποτε πρὸς οἵους ὑμῖν Ἀθηναίους ὄντας καὶ ὅσον ὑμῶν καὶ ὡς πᾶν διαφέροντας ὁ ἀγὼν ἔσται. [1.70.2] οἱ μέν γε νεωτεροποιοὶ καὶ ἐπινοῆσαι ὀξεῖς καὶ ἐπιτελέσαι ἔργῳ ἃ ἂν γνῶσιν· ὑμεῖς δὲ τὰ ὑπάρχοντά τε σῴζειν καὶ ἐπιγνῶναι μηδὲν καὶ ἔργῳ οὐδὲ τἀναγκαῖα ἐξικέσθαι. [1.70.3] αὖθις δὲ οἱ μὲν καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες· τὸ δὲ ὑμέτερον τῆς τε δυνάμεως ἐνδεᾶ πρᾶξαι τῆς τε γνώμης μηδὲ τοῖς βεβαίοις πιστεῦσαι τῶν τε δεινῶν μηδέποτε οἴεσθαι ἀπολυθήσεσθαι. [1.70.4] καὶ μὴν καὶ ἄοκνοι πρὸς ὑμᾶς μελλητὰς καὶ ἀποδημηταὶ πρὸς ἐνδημοτάτους· οἴονται γὰρ οἱ μὲν τῇ ἀπουσίᾳ ἄν τι κτᾶσθαι, ὑμεῖς δὲ τῷ ἐπελθεῖν καὶ τὰ ἑτοῖμα ἂν βλάψαι. [1.70.5] κρατοῦντές τε τῶν ἐχθρῶν ἐπὶ πλεῖστον ἐξέρχονται καὶ νικώμενοι ἐπ᾽ ἐλάχιστον ἀναπίπτουσιν. [1.70.6] ἔτι δὲ τοῖς μὲν σώμασιν ἀλλοτριωτάτοις ὑπὲρ τῆς πόλεως χρῶνται, τῇ δὲ γνώμῃ οἰκειοτάτῃ ἐς τὸ πράσσειν τι ὑπὲρ αὐτῆς. [1.70.7] καὶ ἃ μὲν ἂν ἐπινοήσαντες μὴ ἐπεξέλθωσιν, οἰκείων στέρεσθαι ἡγοῦνται, ἃ δ᾽ ἂν ἐπελθόντες κτήσωνται, ὀλίγα πρὸς τὰ μέλλοντα τυχεῖν πράξαντες. ἢν δ᾽ ἄρα του καὶ πείρᾳ σφαλῶσιν, ἀντελπίσαντες ἄλλα ἐπλήρωσαν τὴν χρείαν· μόνοι γὰρ ἔχουσί τε ὁμοίως καὶ ἐλπίζουσιν ἃ ἂν ἐπινοήσωσι διὰ τὸ ταχεῖαν τὴν ἐπιχείρησιν ποιεῖσθαι ὧν ἂν γνῶσιν. [1.70.8] καὶ ταῦτα μετὰ πόνων πάντα καὶ κινδύνων δι᾽ ὅλου τοῦ αἰῶνος μοχθοῦσι, καὶ ἀπολαύουσιν ἐλάχιστα τῶν ὑπαρχόντων διὰ τὸ αἰεὶ κτᾶσθαι καὶ μήτε ἑορτὴν ἄλλο τι ἡγεῖσθαι ἢ τὸ τὰ δέοντα πρᾶξαι ξυμφοράν τε οὐχ ἧσσον ἡσυχίαν ἀπράγμονα ἢ ἀσχολίαν ἐπίπονον· [1.70.9] ὥστε εἴ τις αὐτοὺς ξυνελὼν φαίη πεφυκέναι ἐπὶ τῷ μήτε αὐτοὺς ἔχειν ἡσυχίαν μήτε τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ἐᾶν, ὀρθῶς ἂν εἴποι.»
***
[70] «Αλλ᾽ άλλωστε και ανεξαρτήτως τούτου νομίζομεν ότι έχομεν περισσότερον από κάθε άλλον το δικαίωμα να ψέξωμεν τους φίλους μας, τόσον μάλλον καθόσον πρόκειται περί ζωτικών μας συμφερόντων. Την σπουδαιότητα των συμφερόντων αυτών νομίζομεν ότι δεν αντιλαμβάνεσθε. Ούτε εσκέφθητε ποτέ ποίου είδους άνθρωποι είναι οι Αθηναίοι, προς τους οποίους θ᾽ αναγκασθήτε να πολεμήσετε, και πόσον πολύ, ή μάλλον πόσον εντελώς διαφορετικοί είναι από σας. [2] Εκείνοι τωόντι είναι νεωτερισταί, ικανοί και εις ταχείαν σύλληψιν νέων σχεδίων και εις ταχείαν εκτέλεσιν των άπαξ αποφασισθέντων. Ενώ η ιδική σας ικανότης περιορίζεται εις την διατήρησιν των κεκτημένων, χωρίς τίποτε νέον να επινοήτε και χωρίς καν να φέρετε εις πέρας το απολύτως αναγκαίον. [3] Επί πλέον, εκείνοι μεν και τολμούν υπέρ την δύναμίν των, και διακινδυνεύουν παρά τας υπαγορεύσεις της φρονήσεως, και διατηρούν την αισιοδοξίαν των εν μέσω των κινδύνων. Η ιδική σας αντιθέτως συνήθεια είναι να επιχειρήτε κατώτερα της δυνάμεώς σας, και να δυσπιστήτε και προς εκείνα ακόμη, τα οποία η σκέψις παρουσιάζει ως βέβαια, και όταν περιπέσετε εις κινδύνους, να νομίζετε ότι ουδέποτε θ᾽ απαλλαγήτε απ᾽ αυτούς. [4] Αλλά και περαιτέρω, εκείνοι είναι ακαταπονήτως δραστήριοι, σεις είσθε αναβλητικοί, εκείνοι φίλοι των ταξειδίων, σεις αποστρέφεσθε τας αποδημίας. Διότι εκείνοι μεν θεωρούν τα ταξείδια ως μέσον αυξήσεως του πλούτου των, ενώ σεις φοβείσθε ότι διά νέων επιχειρήσεων ημπορείτε να διακινδυνεύσετε και τα ήδη υπάρχοντα. [5] Οσάκις νικήσουν τους εχθρούς των, ωθούν την εκμετάλλευσιν μέχρι του ακροτάτου δυνατού σημείου, και οσάκις νικηθούν, υποχωρούν όσον το δυνατόν ολιγώτερον. [6]Μεταχειρίζονται τα σώματά των εις την υπηρεσίαν της πατρίδος, ως να ήσαν εντελώς ξένα και όχι ιδικά των, το πνεύμα των όμως θεωρούν ως το ασφαλέστερον εις την διάθεσίν των όργανον, όπως κατορθώσουν να επιτύχουν κάτι τι άξιον λόγου υπέρ αυτής. [7] Και αν μεν δεν επιτύχουν όσα εσχεδίασαν, θεωρούν ότι έχασαν κάτι τι, το οποίον είχαν ήδη. Εάν όμως η επιχείρησίς των στεφθή υπό επιτυχίας, θεωρούν το επιτευχθὲν μικρόν, εν συγκρίσει προς ό,τι υπολείπεται ακόμη να πραχθή. Αλλ᾽ εάν τυχόν αποτύχη καμία των επιχείρησις, αναπληρώνουν το έλλειμμα διὰ της συλλήψεως νέων αμέσως ελπίδων. Διότι εις μόνους αυτούς συμβαίνει ώστε πραγματοποίησις καί επιθυμία, οσάκις συλλαμβάνουν εν σχέδιον, να συμπίπτουν εις εν και το αυτό, ως εκ της ταχύτητος, με την οποίαν επιχειρούν τ᾽ αποφασισθέντα. [8] Αυτός είναι ο πλήρης μόχθων και κινδύνων σκοπός, υπέρ του οποίου αγωνίζονται καθ᾽ όλην των την ζωήν. Και απολαμβάνουν ελάχιστα τα υπάρχοντα, διότι διαρκώς επιζητούν ν᾽ αποκτήσουν περισσότερα. Η εκτέλεσις του καθήκοντος αποτελεί δι᾽ αυτούς την μόνην εορτήν, και θεωρούν την ησυχίαν της απραξίας ως μεγαλυτέραν συμφοράν παρά την επίπονον δράσιν. [9] Ώστε την αλήθειαν θα έλεγε κανείς, εάν συγκεφαλαιώνων ήθελεν είπει περί αυτών ότι εγεννήθησαν, όπως ούτε οι ίδιοι μένουν ήσυχοι, ούτε τους άλλους αφήνουν ησύχους».
Ἱστορίαι 1, 70
[1.70.1] «καὶ ἅμα, εἴπερ τινὲς καὶ ἄλλοι, ἄξιοι νομίζομεν εἶναι τοῖς πέλας ψόγον ἐπενεγκεῖν, ἄλλως τε καὶ μεγάλων τῶν διαφερόντων καθεστώτων, περὶ ὧν οὐκ αἰσθάνεσθαι ἡμῖν γε δοκεῖτε, οὐδ᾽ ἐκλογίσασθαι πώποτε πρὸς οἵους ὑμῖν Ἀθηναίους ὄντας καὶ ὅσον ὑμῶν καὶ ὡς πᾶν διαφέροντας ὁ ἀγὼν ἔσται. [1.70.2] οἱ μέν γε νεωτεροποιοὶ καὶ ἐπινοῆσαι ὀξεῖς καὶ ἐπιτελέσαι ἔργῳ ἃ ἂν γνῶσιν· ὑμεῖς δὲ τὰ ὑπάρχοντά τε σῴζειν καὶ ἐπιγνῶναι μηδὲν καὶ ἔργῳ οὐδὲ τἀναγκαῖα ἐξικέσθαι. [1.70.3] αὖθις δὲ οἱ μὲν καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες· τὸ δὲ ὑμέτερον τῆς τε δυνάμεως ἐνδεᾶ πρᾶξαι τῆς τε γνώμης μηδὲ τοῖς βεβαίοις πιστεῦσαι τῶν τε δεινῶν μηδέποτε οἴεσθαι ἀπολυθήσεσθαι. [1.70.4] καὶ μὴν καὶ ἄοκνοι πρὸς ὑμᾶς μελλητὰς καὶ ἀποδημηταὶ πρὸς ἐνδημοτάτους· οἴονται γὰρ οἱ μὲν τῇ ἀπουσίᾳ ἄν τι κτᾶσθαι, ὑμεῖς δὲ τῷ ἐπελθεῖν καὶ τὰ ἑτοῖμα ἂν βλάψαι. [1.70.5] κρατοῦντές τε τῶν ἐχθρῶν ἐπὶ πλεῖστον ἐξέρχονται καὶ νικώμενοι ἐπ᾽ ἐλάχιστον ἀναπίπτουσιν. [1.70.6] ἔτι δὲ τοῖς μὲν σώμασιν ἀλλοτριωτάτοις ὑπὲρ τῆς πόλεως χρῶνται, τῇ δὲ γνώμῃ οἰκειοτάτῃ ἐς τὸ πράσσειν τι ὑπὲρ αὐτῆς. [1.70.7] καὶ ἃ μὲν ἂν ἐπινοήσαντες μὴ ἐπεξέλθωσιν, οἰκείων στέρεσθαι ἡγοῦνται, ἃ δ᾽ ἂν ἐπελθόντες κτήσωνται, ὀλίγα πρὸς τὰ μέλλοντα τυχεῖν πράξαντες. ἢν δ᾽ ἄρα του καὶ πείρᾳ σφαλῶσιν, ἀντελπίσαντες ἄλλα ἐπλήρωσαν τὴν χρείαν· μόνοι γὰρ ἔχουσί τε ὁμοίως καὶ ἐλπίζουσιν ἃ ἂν ἐπινοήσωσι διὰ τὸ ταχεῖαν τὴν ἐπιχείρησιν ποιεῖσθαι ὧν ἂν γνῶσιν. [1.70.8] καὶ ταῦτα μετὰ πόνων πάντα καὶ κινδύνων δι᾽ ὅλου τοῦ αἰῶνος μοχθοῦσι, καὶ ἀπολαύουσιν ἐλάχιστα τῶν ὑπαρχόντων διὰ τὸ αἰεὶ κτᾶσθαι καὶ μήτε ἑορτὴν ἄλλο τι ἡγεῖσθαι ἢ τὸ τὰ δέοντα πρᾶξαι ξυμφοράν τε οὐχ ἧσσον ἡσυχίαν ἀπράγμονα ἢ ἀσχολίαν ἐπίπονον· [1.70.9] ὥστε εἴ τις αὐτοὺς ξυνελὼν φαίη πεφυκέναι ἐπὶ τῷ μήτε αὐτοὺς ἔχειν ἡσυχίαν μήτε τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ἐᾶν, ὀρθῶς ἂν εἴποι.»
***
[70] «Αλλ᾽ άλλωστε και ανεξαρτήτως τούτου νομίζομεν ότι έχομεν περισσότερον από κάθε άλλον το δικαίωμα να ψέξωμεν τους φίλους μας, τόσον μάλλον καθόσον πρόκειται περί ζωτικών μας συμφερόντων. Την σπουδαιότητα των συμφερόντων αυτών νομίζομεν ότι δεν αντιλαμβάνεσθε. Ούτε εσκέφθητε ποτέ ποίου είδους άνθρωποι είναι οι Αθηναίοι, προς τους οποίους θ᾽ αναγκασθήτε να πολεμήσετε, και πόσον πολύ, ή μάλλον πόσον εντελώς διαφορετικοί είναι από σας. [2] Εκείνοι τωόντι είναι νεωτερισταί, ικανοί και εις ταχείαν σύλληψιν νέων σχεδίων και εις ταχείαν εκτέλεσιν των άπαξ αποφασισθέντων. Ενώ η ιδική σας ικανότης περιορίζεται εις την διατήρησιν των κεκτημένων, χωρίς τίποτε νέον να επινοήτε και χωρίς καν να φέρετε εις πέρας το απολύτως αναγκαίον. [3] Επί πλέον, εκείνοι μεν και τολμούν υπέρ την δύναμίν των, και διακινδυνεύουν παρά τας υπαγορεύσεις της φρονήσεως, και διατηρούν την αισιοδοξίαν των εν μέσω των κινδύνων. Η ιδική σας αντιθέτως συνήθεια είναι να επιχειρήτε κατώτερα της δυνάμεώς σας, και να δυσπιστήτε και προς εκείνα ακόμη, τα οποία η σκέψις παρουσιάζει ως βέβαια, και όταν περιπέσετε εις κινδύνους, να νομίζετε ότι ουδέποτε θ᾽ απαλλαγήτε απ᾽ αυτούς. [4] Αλλά και περαιτέρω, εκείνοι είναι ακαταπονήτως δραστήριοι, σεις είσθε αναβλητικοί, εκείνοι φίλοι των ταξειδίων, σεις αποστρέφεσθε τας αποδημίας. Διότι εκείνοι μεν θεωρούν τα ταξείδια ως μέσον αυξήσεως του πλούτου των, ενώ σεις φοβείσθε ότι διά νέων επιχειρήσεων ημπορείτε να διακινδυνεύσετε και τα ήδη υπάρχοντα. [5] Οσάκις νικήσουν τους εχθρούς των, ωθούν την εκμετάλλευσιν μέχρι του ακροτάτου δυνατού σημείου, και οσάκις νικηθούν, υποχωρούν όσον το δυνατόν ολιγώτερον. [6]Μεταχειρίζονται τα σώματά των εις την υπηρεσίαν της πατρίδος, ως να ήσαν εντελώς ξένα και όχι ιδικά των, το πνεύμα των όμως θεωρούν ως το ασφαλέστερον εις την διάθεσίν των όργανον, όπως κατορθώσουν να επιτύχουν κάτι τι άξιον λόγου υπέρ αυτής. [7] Και αν μεν δεν επιτύχουν όσα εσχεδίασαν, θεωρούν ότι έχασαν κάτι τι, το οποίον είχαν ήδη. Εάν όμως η επιχείρησίς των στεφθή υπό επιτυχίας, θεωρούν το επιτευχθὲν μικρόν, εν συγκρίσει προς ό,τι υπολείπεται ακόμη να πραχθή. Αλλ᾽ εάν τυχόν αποτύχη καμία των επιχείρησις, αναπληρώνουν το έλλειμμα διὰ της συλλήψεως νέων αμέσως ελπίδων. Διότι εις μόνους αυτούς συμβαίνει ώστε πραγματοποίησις καί επιθυμία, οσάκις συλλαμβάνουν εν σχέδιον, να συμπίπτουν εις εν και το αυτό, ως εκ της ταχύτητος, με την οποίαν επιχειρούν τ᾽ αποφασισθέντα. [8] Αυτός είναι ο πλήρης μόχθων και κινδύνων σκοπός, υπέρ του οποίου αγωνίζονται καθ᾽ όλην των την ζωήν. Και απολαμβάνουν ελάχιστα τα υπάρχοντα, διότι διαρκώς επιζητούν ν᾽ αποκτήσουν περισσότερα. Η εκτέλεσις του καθήκοντος αποτελεί δι᾽ αυτούς την μόνην εορτήν, και θεωρούν την ησυχίαν της απραξίας ως μεγαλυτέραν συμφοράν παρά την επίπονον δράσιν. [9] Ώστε την αλήθειαν θα έλεγε κανείς, εάν συγκεφαλαιώνων ήθελεν είπει περί αυτών ότι εγεννήθησαν, όπως ούτε οι ίδιοι μένουν ήσυχοι, ούτε τους άλλους αφήνουν ησύχους».