...ΤΡΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΜΕ ΑΓΑΠΗ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ
Όταν ξεκινά κανείς μια σχέση αισθάνεται έντονα συναισθήματα, τα οποία δεν είναι πάντα απαραιτήτως αγάπη. Ωστόσο, το ερωτευμένο άτομο συχνά δεν αναγνωρίζει ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο, και μπερδεύει αυτά τα συναισθήματα με την αληθινή αγάπη. Το αποτέλεσμα είναι ότι καταλήγει να βρίσκεται μπερδεμένο, απογοητευμένο, ή ακόμα και προδομένο από τον/τη σύντροφό του, γιατί έγινε παρεξήγηση και ο άλλος δεν εννοούσε αυτά που ο ερωτευμένος πίστεψε ότι άκουσε.
Πόθος/Ερωτική Έλξη
Αυτό το έντονο συναίσθημα που τόσοι άνθρωποι έχουν νιώσει και σε τόσες πολλές περιπτώσεις το έχουν μπερδέψει με την αγάπη. Πρόκειται περισσότερο για έντονη «χημεία», οι φερομόνες (χημικά στοιχεία που έχει κάθε άνθρωπος) του ενός ατόμου που ταιριάζουν όπως το κλειδί στην κλειδαριά με τις φερομόνες ενός άλλου ατόμου και δημιουργούν τη σπίθα του σωματικού πάθους. Αυτό το συναίσθημα της έντονης ερωτικής έλξης συχνά το αποκαλούμε «έρωτας με την πρώτη ματιά» ή «κεραυνοβόλος έρωτας», αφού πράγματι η ένταση του συναισθήματος είναι τέτοια, που συγκλονίζει αυτόν που το αισθάνεται.
Τρεις λόγοι που μπερδεύει κανείς τον πόθο με την αγάπη:
Όταν κάποιος αισθάνεται πόθο για κάποιο άλλο άτομο, συνήθως μπερδεύει αυτό το συναίσθημα με την αγάπη για τρεις λόγους:
η έλξη είναι ακαριαία και εντονότατη, επομένως μοιάζει να είναι «μοιραίο γεγονός».
Κατά δεύτερο λόγο, το ότι πρόκειται για δύο αγνώστους σημαίνει ότι κανείς μπορεί να φανταστεί ό,τι επιθυμεί για το άλλο άτομο (άρα δε βασίζεται στην πραγματικότητα του ποιος είναι ο άλλος, αλλά στο τι θα ήθελε να είναι ο άλλος) και, βέβαια, οι φαντασιώσεις είναι πάντα τέλειες!
Τέλος, ο ερωτοχτυπημένος δεν έχει αντικρίσει το ποιος στ’ αλήθεια είναι ο σύντροφός του, γιατί είναι παγιδευμένος στη δίνη της σεξουαλικής έντασης και του πάθους, οπότε βλέπει αυτό που θέλει να δει. Αν ο έρωτας είναι τυφλός, τότε το πάθος από μόνο του βγάζει τα μάτια αυτού που το αισθάνεται και δεν αφήνει χώρο για λογικές σκέψεις.
Είναι φυσιολογικό;
Είναι λοιπόν φυσιολογικό να αισθάνεται κανείς πόθο και έντονη ερωτική έλξη; Η απάντηση είναι: βεβαιότατα! Όμως, θα πρέπει κανείς να γνωρίζει τη διαφορά ανάμεσα στον πόθο και την αγάπη, ώστε να μην τα μπερδέψει.
Τον πρώτο καιρό μιας σχέσης είναι φυσιολογικό να αισθάνεται κανείς έντονο ερωτικό πόθο και να μην μπορεί να «ξεκολλήσει» από τον άλλον, όμως, καθώς η γνωριμία προχωράει και βλέπει κανείς τον χαρακτήρα και τα ελαττώματα του άλλου, αποφασίζει αν πρόκειται για αγάπη ή για πάθος.
Συχνά, όταν κανείς «δει» το αντικείμενο του πόθου του στο φως της ημέρας, συνειδητοποιεί ότι δεν του αρέσει όσο νόμιζε ή φανταζόταν, με αποτέλεσμα η σχέση να πάρει τέλος. Η αγάπη δεν είναι ταυτόσημη με την σκέτη σωματική έλξη (παρόλο που η ερωτική έλξη είναι σημαντικό στοιχείο της), αλλά χρειάζεται και άλλα συστατικά, και, κυρίως χρόνο και υπομονή για να καλλιεργηθεί.
Και βέβαια, πολλές φορές το ξεκίνημα της αγάπης και μιας βαθιάς, ουσιαστικής σχέσης ξεκινάει από έντονο σεξουαλικό πάθος (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το σεξουαλικό πάθος από μόνο του οδηγεί κάθε φορά στην αγάπη).
Έμμονη Ιδέα
Όταν το άλλο άτομο γίνει έμμονη ιδέα στον ερωτευμένο, συνήθως αυτός το εκλογικεύει λέγοντας «αφού δεν μπορώ να σκεφτώ κανέναν άλλον, άρα είμαι ερωτευμένος/η με και αγαπάω αυτό το άτομο». Η εμμονή είναι παρόμοια με το πάθος, αλλά είναι ακόμα πιο παραπλανητική και καταστροφική. Ενώ ο πόθος είναι περαστικός και ξεθωριάζει όταν οι ερωτευμένοι γνωριστούν καλύτερα και διαπιστώσουν τις διαφορές τους, η έμμονη ιδέα παραμένει, ακόμα και όταν ο ερωτευμένος δει τα ελαττώματα του άλλου. Και ενώ το σεξουαλικό πάθος μπορεί να οδηγήσει σε μια ουσιαστική ερωτική σχέση, η εμμονή σκοτώνει την αγάπη.
Η εμμονή σκοτώνει την αγάπη
Όσο περισσότερο χρόνο και προσπάθεια επενδύσει κανείς σε μια άρρωστη εμμονή για ένα πρόσωπο ή μια σχέση, τόσο πιο σίγουρο είναι ότι τα πράγματα θα πάνε από το κακό στο χειρότερο. Οι άνθρωποι που είναι σε κατάσταση έμμονης ιδέας με κάποιον άλλον, λόγω του ότι σκέφτονται μόνο σχετικά με τον άλλο και τη σχέση τους, συχνά χάνουν την επαφή με τον ίδιο τους τον εαυτό. Αυτή η απώλεια του εαυτού και της ατομικότητας δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο συμπεριφοράς όπου το άτομο με την εμμονή γίνεται όλο και πιο εξαρτημένο από το αντικείμενο του έρωτά του και από τη σχέση.
Έρωτας χωρίς ανταπόκριση
Ακόμα και η αγάπη χωρίς ανταπόκριση (όπου ο ένας είναι μόνος ερωτευμένος και του έχει γίνει έμμονη ιδέα ο άλλος, ο οποίος δεν είναι ερωτευμένος) μπορεί να γίνει έμμονη ιδέα με καταστροφικές ψυχολογικές συνέπειες.
Όταν το ένα άτομο είναι ερωτευμένο φουλ και το άλλο δεν είναι, όταν πιστεύει ότι έχει μια σχέση και το άλλο άτομο δεν το πιστεύει, όταν το ένα άτομο είναι αφοσιωμένο και το άλλο δεν το έχει πάρει στα σοβαρά, τότε υπάρχει η βάση για να δημιουργηθεί εμμονή.
Τα σημάδια της εμμονής:
Αν όλος ο χρόνος και κόπος σας πηγαίνει σε ένα άτομο (που δεν ανταποκρίνεται)
Αν διαρκώς προσπαθείτε να ευχαριστήσετε τον/τη σύντροφό σας
Αν η σχέση σας δεν έχει αμοιβαιότητα (από άποψη σεβασμού, βαθμό αφοσίωσης) και διαρκώς κάνετε συμβιβασμούς και υποχωρήσεις,
τότε, πιθανότατα η σχέση σας βασίζεται σε έμμονα συναισθήματα και όχι σε αληθινή αγάπη.
Ριμπάουντ (Rebound)
Όπως ο γνωστός όρος στο μπάσκετ, έτσι και στις σχέσεις: όταν μια σχέση ξεκινά ξαφνικά, πριν καλά-καλά τελειώσει η προηγούμενη. Αυτές οι σχέσεις σπάνια βασίζονται στην αγάπη και αποτελούν έναν τρόπο για να τονώσει το άτομο -του οποίου τελείωσε η σχέση- την αυτοπεποίθησή του και να νιώσει όμορφα και συντροφικά. Πολλές φορές το συναίσθημα μοιάζει με αγάπη, γιατί οι άνθρωποι που τελειώνουν μια σχέση θέλουν να ξαναγαπήσουν, όμως όταν αυτό γίνεται πολύ σύντομα, δεν προλαβαίνει να τελειώσει μέσα του η συναισθηματική αναταραχή της προηγούμενης σχέσης για να επενδύσουν στην επόμενη.
Το άτομο που βγαίνει από την προηγούμενη σχέση και αμέσως κάνει μια νέα, έχει συνηθίσει να είναι ερωτευμένο, θέλει να έχει μια σχέση και, χωρίς πολλή σκέψη, επιλέγει κάποιο νέο πρόσωπο για να είναι μαζί του, πείθοντας τον εαυτό του ότι έχει ερωτευτεί ξανά. Συχνά το άτομο αυτό επιθυμεί και αναπολεί ακόμα την προηγούμενή του σχέση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θέλει πίσω τον παλιό του σύντροφο, απλώς θέλει μια σχέση. Σε μια τέτοια ριμπάουντ φάση, το άτομο θέλει απλώς κάποιον, οποιονδήποτε σύντροφο και δεν είναι έτοιμο να επενδύσει πραγματικά σε μια νέα σχέση. Έτσι, πρόκειται για σχέση-ψυχολογικό τραυμαπλάστ, αφού οι παλιές πληγές δεν έχουν ακόμα επουλωθεί.
Σημάδια της ριμπάουντ σχέσης:
Όταν η παλιά σχέση με κάποιον τρόπο μπερδεύεται με τη νέα
Το άτομο φέρνει τα προβλήματα της προηγούμενης στη νέα σχέση
Υπάρχουν εκκρεμότητες από την προηγούμενη σχέση
Ο/η σύντροφος από την προηγούμενη σχέση επανεμφανίζεται (είτε ως φυσικό πρόσωπο είτε ως παράδειγμα)
Είναι λοιπόν σημαντικό να μπορεί κανείς να αξιολογήσει αν τα συναισθήματά του εμπίπτουν σε μία από τις τρεις κατηγορίες της έντονης ερωτικής έλξης, της εμμονής, ή της ριμπάουντ σχέσης, ώστε να ξέρει που βρίσκεται, τι ζητάει, και -κυρίως- τι μπορεί να πάρει από τη σχέση του.
ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΣΤΑΔΙΑ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑΕΙ ΤΟ ΖΕΥΓΑΡΙ
Δύο άνθρωποι πριν καταλήξουν να είναι «επισήμως» ζευγάρι, περνάνε από διάφορες δοκιμασίες και διάφορα στάδια. Τα πιο βασικά στάδια είναι τα ακόλουθα σύμφωνα με την S. Campbell (Το Μυθικό ταξίδι του ζευγαριού εκδ. Δίαυλος).
Πρώτο Στάδιο – Ειδύλλιο
Είναι το στάδιο όπου όλα είναι μαγικά. Γνωρίζουμε κάποιον, μας ελκύει, αρχίζουμε να νιώθουμε τη φλόγα να ανάβει. Αισθανόμαστε ότι είναι ξεχωριστός, μοναδικός. Πιστεύουμε πως το σύμπαν συνωμότησε για να τον βρούμε, αναζητάμε γύρω μας σημάδια που να επιβεβαιώνουν ότι είναι το άλλο μας μισό, η αδελφή ψυχή μας. Για παράδειγμα, αν δεν καθυστερούσαμε στο ραντεβού μας με τη φίλη μας, δεν θα πέφταμε πάνω του, αν δεν χρειαζόταν να κάνουμε τα σεμινάρια ηλεκτρονικών υπολογιστών, δεν θα τον γνωρίζαμε, αν δεν μέναμε από λάστιχο, δεν θα τον συναντούσαμε, και η λίστα συνεχίζεται. Μας αρέσει να πιστεύουμε ότι μέσα στην πεζή και πολλές φορές άχαρη πραγματικότητα που ζούμε υπάρχει κάτι μαγικό που «τυχαία» βρίσκεται στο δρόμο μας και μας συνεπαίρνει.
Η ζωή σαν παραμύθι
Ό έρωτας από μόνος του έχει κάτι ξεσηκωτικό.Έχει την ικανότητα να μας κάνει να πετάμε, να ταξιδεύουμε νοερά, παρόλο που είμαστε κολλημένοι στη γη. Μας ενεργοποιεί, μας ζωντανεύει, μας κινητοποιεί. Όταν, λοιπόν, βρούμε το πρόσωπο αναφοράς, αφηνόμαστε στη διαδικασία και ευελπιστούμε να ρουφήξουμε την κάθε στιγμή. O σύντροφος μας δεν μπορεί παρά να είναι ο πρίγκιπας του παραμυθιού.
Εμφανίστηκε για να μας σώσει από την καθημερινότητά μας. Κοντά του νιώθουμε πριγκίπισσες, λαμπερές, αέρινες. Αφού είναι πρίγκιπας, δε δικαιούται να έχει ψεγάδια, ελαττώματα. Δεν μπορεί παρά να είναι τέλειος. Είναι πάντα εκεί όταν τον χρειαζόμαστε, μας ακούει συνέχεια ό,τι και να του λέμε, δεν βαριέται, δεν γκρινιάζει, δεν κουράζεται. Μαντεύει κάθε μας σκέψη πριν ακόμη την εξωτερικεύσουμε, βρίσκει χαριτωμένο κάθε ελάττωμά μας, συμφωνεί με τις επιλογές μας. Έχουμε τόσο πολύ απορροφηθεί ο ένας από τον άλλον, ώστε κόβουμε κάθε επαφή με τον έξω κόσμο. Ζούμε την απόλυτη ταύτιση. Έχουμε την πεποίθηση πως είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλον. Η ερωτική μας διάθεση είναι στα καλύτερά της! Είναι, όμως, πράγματι έτσι;
Τα αρνητικά συναισθήματα κάτω από το χαλί
Σε αυτό το στάδιο εξιδανικεύουμε τον σύντροφο μας καταπιέζοντας όποια αρνητικά συναισθήματα μπορεί να προκύψουν. Χρησιμοποιούμε τον σύντροφο μας σαν ένα μαγικό χάπι που μόλις το πάρουμε θα γίνουμε αμέσως καλά, ό,τι και να συνεπάγεται για τον καθένα μας αυτό: για κάποιους μπορεί να είναι να αφήσουμε πίσω τη μοναξιά μας, για άλλους μπορεί να είναι να βγούμε από μία σχέση που δεν μας ικανοποιεί πια, κ.ο.κ. Μέσα από τα σημάδια που βρίσκουμε στο περιβάλλον μας (αποκαλώντας τα «τύχη», «πεπρωμένο», «κισμέτ», «μοίρα») διατηρούμε το ζωτικό μύθο ψέματος που μας βοηθάει να συνεχίσουμε να ζούμε. Η αλήθεια πολλές φορές πονάει, και είναι αποκαρδιωτική.
Στο μυθιστόρημα της Ασένα «Ούτε Έρωτας Υπάρχει»(εκδ. Ωκεανίδα), διαβάζουμε:
«Ο έρωτας τελειώνει τη στιγμή που γνωρίζεις καλά εκείνον με τον οποίο είσαι ερωτευμένη. Γιατί ο άνθρωπος ερωτεύεται ένα όνειρο που δημιουργεί για τον εαυτό του. Ταυτίζει αυτό το όνειρο με τον εαυτό του, του αποδίδει χαρακτηριστικά ίδια με τα δικά του. Όμως ο άλλος δεν είναι ο εαυτός του, ούτε έχει καμιά σχέση με τις ιδιότητες, τις ομορφιές που του αποδίδει εκείνος που είναι ερωτευμένος μαζί του… γι’ αυτό οι ερωτευμένοι των θρύλων, που ποτέ δεν συναντιούνται, διατηρούν μέχρι τις μέρες μας την αίγλη τους.»
Ένα όμορφο ψέμα, λοιπόν, είναι ό,τι έχουμε περισσότερο ανάγκη. Πόσο καιρό, όμως, μπορούμε να βιώνουμε αυτήν την κατάσταση; Προσγειωνόμαστε κάποτε στην πραγματικότητα; Τι προϋποθέτει αυτό;
Επαφή με την πραγματικότητα
Δεν μπορούμε να βιώνουμε αυτήν την κατάσταση εσαεί, γιατί οι σχέσεις εξελίσσονται, δε μένουν στάσιμες. Εκεί έχουμε, λοιπόν, την πρώτη ρήξη: ή θα αποδεχτούμε την πραγματικότητα και θα περάσουμε στο επόμενο στάδιο, ή με τις πρώτες δυσκολίες θα προσγειωθούμε ανώμαλα και θα το βάλουμε στα πόδια. Το να μπορέσουμε να περάσουμε στο επόμενο στάδιο προϋποθέτει ότι έχει έρθει η ώρα να κατέβουμε από το ροζ συννεφάκι μας και να μετουσιώσουμε όλο αυτό το αχαλίνωτο πάθος σε οικειότητα και συντροφικότητα. Σημαίνει ότι δεν έχουμε πια ανάγκη τη φαντασιωτική εικόνα που έχουμε φτιάξει για τον άλλον για να μπορούμε να συνυπάρχουμε. Ξέρουμε ποιος είναι ο άλλος και που στέκεται και επιθυμούμε να είμαστε μαζί του πάραυτα. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε ωριμάσει, έχουμε ενηλικιωθεί συναισθηματικά.
Στο ίδιο μυθιστόρημα της Ν. Ασένα, η ηρωίδα συνειδητοποιεί την πραγματικότητα:
«Εγώ κοιτάζω συνέχεια τον Γκιουρκάν… Αγωνίζομαι μέσα μου για να νιώσω ένα συναίσθημα. Δεν νιώθω τίποτα… Τι περίεργο… Πώς ήμουνα τρελή από έρωτα γι’ αυτό τον άνθρωπο, και πώς έκλαιγα από θλίψη όταν έφευγε για τη δουλειά, κι έλεγα, χωρίζουμε, δεν θα τον δω μέχρι το βράδυ, πώς έβγαινα τα βράδια στους δρόμους περιμένοντας να γυρίσει. Πώς τρελαινόμουν από τη λαχτάρα μου να τον αγγίξω… Και πώς, αργότερα, έφτανα σε καταστάσεις αλλοφροσύνης από τα νεύρα όταν με άγγιζε.
Φαίνεται λοιπόν πως τίποτα δεν είναι σημαντικό παρά μόνο για εκείνη τη στιγμή. Φαίνεται πως ακόμα και τα πιο έντονα συναισθήματα είναι σημαντικά μόνο για εκείνη τη στιγμή. Φαίνεται πως όλα περνούν και μπορούν, εκατό τα εκατό, ν’ αλλάξουν πρόσωπο. Φαίνεται πως στην πραγματικότητα τίποτα δεν είναι σημαντικό. Φαίνεται πως τίποτα δεν είναι αληθινό…»
Ανώμαλη προσγείωση
Τι συμβαίνει, όμως, όταν αρνούμαστε να βγούμε από αυτό το στάδιο; Κάποιοι από μας δεν αντέχουμε να βλέπουμε το όνειρο να μετατρέπεται σε εφιάλτη, θέλουμε να βρισκόμαστε σε μία σχέση με την προϋπόθεση να υπάρχει αυτό το έντονο πάθος. Η έλλειψη αυτού κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ότι έφτασε το τέλος. Δεν είμαστε διατεθειμένοι να μείνουμε σε μία σχέση εφόσον υπάρχουν αρνητικά σημάδια. Αφού μπορούμε να έχουμε το καλύτερο, γιατί να συμβιβαστούμε με τη »φθορά; Έτσι, είτε θα παραμείνουμε σε μία δυσλειτουργική σχέση όπου θα χωρίζουμε και θα επανασυνδεόμαστε ώστε να κρατιέται η φλόγα ζωντανή, είτε θα ψάχνουμε συνέχεια καινούρια πρόσωπα αναφοράς να εναποθέτουμε τις ελπίδες και το πάθος μας μέχρι αυτό να σβήσει.
Ο Α. Μποττόν στο βιβλίο του «Μικρή Φιλοσοφία του Έρωτα» (εκδ. Πατάκης) μας δίνει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
«Ο Μποντλαίρ έχει γράψει ένα ποίημα σε πρόζα για κάποιον που περνάει όλη τη μέρα περιδιαβαίνοντας το Παρίσι μαζί με μια γυναίκα, την οποία αισθάνεται έτοιμος να ερωτευτεί. Επειδή συμφωνούν σε μύρια όσα, κατά το απόβραδο έχει σιγουρευτεί ότι βρήκε την τέλεια σύντροφο, με την ψυχή της οποίας μπορεί να ενωθεί η δική του. Διψασμένοι, πηγαίνουν σ’ ένα λαμπρό νέο καφέ στη γωνία ενός βουλεβάρτου, κι αυτός παρατηρεί να στέκονται απ’ έξω τα μέλη μιας εξαθλιωμένης εργατικής οικογένειας, που χάσκουν μπροστά στις τζαμαρίες, κοιτάζοντας τους κομψούς πελάτες, τους κατάλευκους τοίχους και τα επίχρυσα στολίδια. Τα μάτια των ταλαίπωρων θεατών είναι γεμάτα δέος μπροστά σε τόσο πλούτο και ομορφιά, γεγονός που προκαλεί οίκτο στον αφηγητή και τον κάνει να ντραπεί για την προνομιούχο θέση του.
Στρέφεται τότε προς την αγαπημένη του, ελπίζοντας ότι θα δει τις δικές του σκέψεις να ανακλώνται στα μάτια της. Αλλά η γυναίκα με την ψυχή της οποίας ετοιμαζόταν να ενωθεί η δική του λέει ορθά κοφτά ότι δεν τους αντέχει αυτούς τους άθλιους και του ζητά να πει στον ιδιοκτήτη να βάλει αμέσως να τους διώξουν. Δεν έχει τέτοιες στιγμές κάθε ειδύλλιο; Αντί για μάτια που να καθρεφτίζουν τη σκέψη μας, μια (κωμικοτραγική) απόκλιση- και αδιάφορο αν αιτία είναι η πάλη των τάξεων ή ένα ζευγάρι παπούτσια.»
Προσωπική ευθύνη
Το να ψάχνουμε συνέχεια το πάθος στη ζωή μας συμβολίζει τη συνεχή μας ανάγκη να εξελίσσουμε τη ζωή μας, να τη γεμίζουμε συνέχεια με έντονες εμπειρίες. Φοβόμαστε να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα, φοβόμαστε να ωριμάσουμε. Προφανώς έχουν υπάρξει στη ζωή μας διάφορες δυσάρεστες καταστάσεις (π.χ. απώλειες) που μας έχουν πείσει ότι μόνο όταν βιώνουμε έντονα τις καταστάσεις και είμαστε σε διαρκή αναζήτηση της ευτυχίας, τότε μόνο ζούμε. Έτσι, αν τα πράγματα αρχίσουν να μην πηγαίνουν καλά στη σχέση μας, είναι προτιμότερο να αποδώσουμε ευθύνες στο σύντροφο μας από το να πάρουμε εμείς την ευθύνη στο κομμάτι που μας αναλογεί. Είναι για μας προτιμότερο να φύγουμε από τη σχέση παρά να μείνουμε και να δουλέψουμε πάνω σε αυτήν.
Τα άτομα, όμως, που θα παραμείνουν στη σχέση ξεπερνώντας τα εμπόδια του πρώτου σταδίου, θα περάσουν στο δεύτερο στάδιο:
Δεύτερο Στάδιο - Αγώνας για Επικράτηση
Εδώ έρχεται η συνειδητοποίηση ότι ο σύντροφος μας δεν είναι αυτό που θέλουμε να πιστεύουμε, και ότι πιθανόν να μην ήταν αλλά ούτε και να γίνει ποτέ. Η ελπίδα και ο ενθουσιασμός δίνουν τη θέση τους στη ματαίωση και στην απογοήτευση αντίστοιχα. Συμπεριφορές που παλιά τις βρίσκαμε χαριτωμένες και τις ενισχύαμε, τώρα μας εκνευρίζουν. Κάποιοι συμβιβασμοί που κάναμε στην αρχή της σχέσης για το καλό της σχέσης ξεχνιούνται. Μας ενοχλεί, ακόμη, που ο σύντροφος μας αναπνέει. Αναρωτιόμαστε που πήγε το πρόσωπο που ερωτευτήκαμε και τη θέση του πήρε αυτός ο ξένος. Αντιστεκόμαστε στην αλλαγή που έχει επιφέρει η ίδια η σχέση και ίσως ακόμα να διατηρούμε την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να αλλάξουμε τον άλλον, να τον κάνουμε να συμμορφωθεί με τη φαντασιωτική εικόνα που έχουμε για αυτόν.
Όταν διαπιστώνουμε ότι δεν είναι δυνατό να αλλάξουμε το σύντροφο μας, λειτουργούμε με διάφορους τρόπους: είτε γινόμαστε επιθετικοί με τον άλλον (αποδίδοντάς του εξ’ ολοκλήρου ευθύνες), είτε αποσυρόμαστε και κλεινόμαστε στον εαυτό μας (και έτσι γινόμαστε μελαγχολικοί και καταθλιπτικοί’), είτε βγάζουμε παθητική επιθετικότητα (δηλαδή βγάζουμε το θυμό μας με ύπουλο τρόπο, όπως με κλάμα, με πείσμα, με σιωπή, που είναι έμμεσες μορφές κακοποίησης).
Μπαίνουμε σε μία διαδικασία εκδίκησης του άλλου, επειδή τόλμησε να μην ανταποκριθεί στις προσδοκίες μας. Το παιχνίδι που παίζουμε είναι εξουσιαστικό, θέλουμε να δείξουμε στον άλλον ότι έχουμε τη δύναμη να κινούμε τα νήματα, ότι δε μας έχει «του χεριού του». Στην προσπάθεια αυτή ο στόχος μας δεν είναι να διεκδικήσουμε τον άλλον, αλλά να του δείξουμε ότι έχουμε το πάνω χέρι. Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό;
Παιδική ηλικία
Στην πραγματικότητα, αυτή μας η στάση έχει τις ρίζες της στην παιδική ηλικία όπου είχαμε βιώσει απώλεια (των γονέων μας, της παιδικής μας ηλικίας, της αθωότητάς μας) και έτσι ζητάμε από τον σύντροφο μας να μας γιατρέψει τις παλιές πληγές και να μας θεραπεύσει από τα βαθιά παιδικά μας τραύματα. Βιώνουμε μία σύγκρουση: από τη μία θέλουμε να φέρουμε τα πρόσωπα του παρελθόντος στο παρόν (νοερά, σε ασυνείδητο επίπεδο) για να ταχτοποιήσουμε τους ανοιχτούς μας λογαριασμούς μαζί τους, ενώ από την άλλη θέλουμε να ζήσουμε κάτι διαφορετικό μέσα από το πρόσωπο του συντρόφου μας και μέσα από τη νέα μας σχέση. Νομίζουμε ότι αυτή τη φορά θα τα καταφέρουμε, γιατί έχουμε τον έλεγχο της κατάστασης. Άλλωστε, δεν είμαστε πια παιδιά…
Γνώριμα μοτίβα συνδιαλέξεων
Με τα πρώτα σημάδια που θα μας θυμίσουν παρελθοντικές σχέσεις, χάνουμε τον έλεγχο και ερχόμαστε σε ρήξη με το σύντροφο μας. Αντιγράφουμε παλιά μοτίβα συμπεριφοράς, τα οποία μας είναι οικεία και ξέρουμε πώς να τα χειριζόμαστε. Αυτό δε σημαίνει ότι τα χειριζόμαστε με ώριμο τρόπο, απλά ότι τα αντιμετωπίζουμε. Και πάλι κολλάμε, και πάλι αναβιώνουμε συγκρούσεις, και πάλι πονάμε, και πάλι αναρωτιόμαστέ «μα γιατί αυτό να συμβαίνει πάντα σε μένα;». Δε βλέπουμε καθόλου ότι εμείς το προκαλέσαμε. Δεν καταλαβαίνουμε ότι συνέχεια θα το κάνουμε αυτό (καταναγκασμός της επανάληψης) μέχρι να συνειδητοποιήσουμε τι συμβαίνει και πόσο από αυτό που μας συμβαίνει είναι δικό μας κομμάτι. Όταν το συνειδητοποιήσουμε, θα μπορέσουμε να αποδεχτούμε εμάς, το σύντροφο μας, αλλά και τις εξελίξεις της σχέσης, που θα μας πάνε στο επόμενο στάδιο.
Τρίτο Στάδιο – Σταθερότητα
Σε αυτό το στάδιο αρχίζουμε να παίρνουμε την ευθύνη για τα κομμάτια που μας αναλογούν. Ψάχνουμε να βρούμε πού φταίξαμε, αν μπορούμε να διορθώσουμε κάτι στη συμπεριφορά μας και πώς μπορεί να γίνει αυτό. Αποδεχόμαστε και τις αδυναμίες τις δικές μας, αλλά και του συντρόφου μας. Κατανοούμε ότι οι άλυτες συγκρούσεις μέσα μας εκφράζονται ουσιαστικά σα συγκρούσεις μεταξύ ημών και ίων συντρόφων μας. Δηλαδή, γίνεται ένα καθρέφτισμα στη σχέση των εσωτερικών μας συγκρούσεων. Τι κάνουμε σε αυτήν την περίπτωση;
Αντιμετώπιση πραγματικότητας
Το μόνο σίγουρο είναι ότι πρέπει να δούμε τι συμβαίνει. Τι φέρνουμε εμείς στη σχέση; Τι φέρνει ο σύντροφος μας στη σχέση; Τι φέρνει η μεταξύ μας χημεία στη σχέση; Τι μας χωρίζει; Τι μας κρατάει ενωμένους; Πώς να αντέξουμε την αβεβαιότητα και να την κάνουμε να λειτουργήσει υπέρ μας;
Οι λύσεις είναι μέσα μας, δεν θα έρθουν από έξω. Πολλές φορές έχουμε την χάση να πιστεύουμε ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα αν π.χ., πάμε ένα ταξίδι, αν βρούμε μία δουλειά που να μη μας αγχώνει, αν καταφέρουμε να αποκτήσουμε περισσότερα χρήματα ώστε να μη δυσκολευόμαστε με την καθημερινότητα κλπ. Αυτά, όμως, είναι δικαιολογίες να μην δούμε τι γίνεται στην πραγματικότητα. Αν θέλουμε να είμαστε καλά μεταξύ μας, θα πρέπει να μάθουμε να μην επηρεαζόμαστε από τις συνθήκες. Πάντα θα υπάρχουν δυσκολίες και εμπόδια στη ζωή μας αλλά δεν είναι η ύπαρξη αυτών που δυσχεραίνει τη σχέση μας. Αυτά όλα είναι αφορμές. Η αιτία είναι ο εσωτερικός μας αναβρασμός που πατάει πάνω στις δυσκολίες και βρίσκει έδαφος να εκφραστεί. Πρέπει να έχουμε/να αποκτήσουμε σταθερή ταυτότητα ώστε να μην κλονιζόμαστε με το παραμικρό.
Παγίδα του 3ου σταδίου
Έτσι, σε αυτό το στάδιο χρησιμοποιούμε τις συγκρούσεις όχι για να επιβληθούμε (βλ. Στάδιο 2), αλλά για να κατανοήσουμε τον εαυτό μας. Επίσης, μπορούμε και αφήνουμε κάποιες φορές να περνάνε οι συγκρούσεις χωρίς να εμμένουμε σε αυτές, αλλά αυτό γίνεται επειδή το επιλέγουμε ως την καλύτερη λύση τη δεδομένη στιγμή κι όχι από φόβο μην επέλθει η ρήξη (βλ. Στάδιο 1). Υπάρχει, όμως, μία παγίδα σε αυτό το στάδιο: η σταθερότητα μπορεί να οδηγήσει στη ρουτίνα, στο «βόλεμα», με κίνδυνο να επαναπαυόμαστε και να μην δημιουργούμε τις κατάλληλες συνθήκες για τη δοκιμή καινούριων πραγμάτων. Αν δε ρισκάρουμε κατά καιρούς, και δεν καλοδεχόμαστε κάποιες αλλαγές, μπορεί να βαλτώσουμε. Αν, όμως, συνδυάσουμε τη σταθερότητα με ανανέωση τότε προχωράμε στο επόμενο στάδιο.
Στο βιβλίο του Μποττόν «Μικρή φιλοσοφία του Έρωτα» ο ήρωας συνειδητοποιεί:
«Στο απόγειο του έρωτα, λοιπόν, αισθανόμαστε και οι δυο τον πειρασμό να τερματίσουμε πρόωρα τη σχέση, για να μη δούμε τη λήξη της να υποκινείται από τον άλλο ή από τη ρουτίνα ή από την οικειότητα. Μερικές φορές κυριαρχούσε μέσα μας μια παρόρμηση (εμφανής στους άσκοπους καβγάδες μας) να σκοτώσουμε το ειδύλλιο μας πριν φτάσει στο φυσικό του τέλος, με φόνο που δε θα τον διαπράτταμε από μίσος αλλά από υπερβολικό έρωτα- ή, μάλλον, από το φόβο που μπορεί να επιφέρει ο υπερβολικός έρωτας. Οι ερωτευμένοι είναι πάντα πιθανό να δολοφονήσουν την ερωτική τους ιστορία, επειδή αδυνατούν να ανεχτούν την αβεβαιότητα, το ρίσκο που αποφέρει ο πειραματισμός τους με την ευτυχία.»
Τέταρτο Στάδιο – Δέσμευση
Σε αυτό το στάδιο δενόμαστε ουσιαστικά με τον άλλον, γνωρίζοντας την πλήρη εικόνα του αλλά και την δική μας εικόνα μέσα στη σχέση. Είναι το στάδιο που ενώ αγαπάμε τον άλλον ξέρουμε συνειδητά ότι δε μας αρέσουν όλα πάνω του. Παρόλα αυτά, εν γνώσει μας επιλέγουμε να είμαστε μαζί του. Η σχέση μας σε αυτό το σημείο φέρνει ένα νέο συμβόλαιο: να συμβιώνουμε χωρίς να είμαστε εξαρτημένοι ο ένας από τον άλλον (πράγμα, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, είναι δύσκολο όταν έχουμε πίσω μας «μισοτελειωμένες» δουλειές από το παρελθόν). Στόχος μας είναι η προσωπική ανάπτυξη του εαυτού μας αλλά και του συντρόφου μας.
Μαζί, αλλά με έναν άλλο τρόπο
Είναι δύσκολο να συνταιριάξουμε αυτονομία με οικειότητα και συντροφικότητα αλλά και την ωριμότητα με τις ευθύνες που αυτό συνεπάγεται. Χρειάζεται αποδοχή άνευ όρων, δηλαδή να δεχόμαστε τον άλλον για αυτό που είναι και να μην θέλουμε να τον αλλάξουμε. Η ματαιόδοξη προσπάθεια για αλλαγή κάνει τον άλλον να αμύνεται, να αντιστέκεται, και μοιραία αυτό οδηγεί σε αδιέξοδο. Το να έχουμε μία υγιή σχέση συνεπάγεται ότι δεν έχουμε ανάγκη να εξουσιάσουμε και να επιβληθούμε στον άλλον, ότι δεν είναι απαραίτητο να σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο ούτε να αισθανόμαστε το ίδιο για όλα τα θέματα, αλλά ούτε και να είμαστε απορροφημένοι από τον άλλον σε τέτοιο σημείο ώστε να χάνουμε την ατομικότητά μας.
Εδώ ισχύει το παλιό ρητό που λέει: «αν αγαπάς κάτι, άφησέ το να φύγει. Αν γυρίσει, θα είναι για πάντα δικό σου. Αν δεν γυρίσει, δεν ήταν και ούτε θα είναι ποτέ». Επομένως, χρειάζεται να νιώθει ο άλλος ελεύθερος στη σχέση του μαζί μας, έτσι ώστε να μπορεί ανά πάσα στιγμή να φύγει αλλά να μην το κάνει γιατί επιλέγει να είναι μαζί μας, γιατί νιώθει έντονα την αίσθηση του ανήκειν. Έτσι, μπορούμε να προχωρήσουμε και στο επόμενο στάδιο.
Πέμπτο Στάδιο – Συν-δημιουργία
Είναι το στάδιο όπου εμείς ως ζευγάρι δημιουργούμε κάτι από κοινού και το μοιραζόμαστε με τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει μία κοινή καλλιτεχνική έκφραση, ένα βιβλίο/άρθρο που γράφουμε και οι δύο, αλλά ακόμη και ένα παιδί που φέρνουμε μαζί στον κόσμο. Αυτό σημαίνει ότι συνεργαζόμαστε με τον σύντροφο μας γνωρίζοντας, πλέον, από τα προηγούμενα στάδια πώς μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο.
Εμείς οι δύο και ο περίγυρος μας
Μας ενδιαφέρει να βγούμε από τη δυαδικότητα της σχέσης και να εμπεριέξουμε και άλλους μέσα στους κόλπους της. Η αγάπη, η χαρά, η ευτυχία, είναι από τα λίγα συναισθήματα που όταν τα μοιραζόμαστε πολλαπλασιάζονται, θέλουμε να κάνουμε αυτό το άνοιγμα, γιατί μας δυναμώνει ως ζευγάρι. Παύουμε να ασχολούμαστε με τη σχέση αυτή καθ’ αυτή, αλλά αντιμετωπίζουμε τη σχέση ως εφαλτήριο για να πειραματιστούμε με νέες καταστάσεις και καινούρια πρόσωπα βασισμένοι στις εμπειρίες που στην πάροδο του χρόνου έχουμε αποκομίσει ως ζευγάρι.
Παγίδα του 5ου σταδίου
Η ανάγκη μας αυτή να κοιτάμε προς τα έξω, μπορεί να γίνει μπούμερανγκ και να αποδυναμώσει τη μεταξύ μας σχέση. Χρειάζεται να δούμε κατά πόσο χρησιμοποιούμε τη σχέση για να την διευρύνουμε μέσα από τους άλλους ή χρησιμοποιούμε τους άλλους για να μπορεί να υφίσταται η σχέση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μπορεί να είναι η γέννηση ενός παιδιού που και οι δύο θέλαμε πολύ, αλλά μετά από αυτήν εμείς λειτουργούμε σχεδόν αποκλειστικά ως γονείς καταπιέζοντας ή και αγνοώντας τις ανάγκες μας ως ζευγάρι, θεωρητικά, σε αυτό το στάδιο θα πρέπει η γέννηση του παιδιού να μας δέσει αφού είναι το δικό μας δημιούργημα, η δική μας επιθυμία που πήρε σάρκα και οστά.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
i. Τα στάδια είναι ενδεικτικά
Όσον αφορά στα στάδια, υπάρχει μία δυσκολία να περάσουμε από το ένα στάδιο στο άλλο. Πολλοί από μας καθηλώνονται (κολλάνε) σε κάποιο στάδιο για αρκετό καιρό μέχρι να δουλέψουμε το θέμα που μας απασχολεί και προβληματίζει. Μπορεί, δηλαδή, να μη φτάσουμε καν στο τελευταίο στάδιο. Επίσης, δεν είναι απαραίτητο να ξεκινήσουμε όλοι από το πρώτο στάδιο (του ειδυλλίου). Κάποιοι από μας έχουμε γνωρίσει το σύντροφο μας αρχικά ως φίλο, και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα γίναμε ζευγάρι. Συν τοις άλλοις, δεν υπάρχει κανόνας ότι πρέπει όλοι να περάσουμε από όλα αυτά τα στάδια με την ίδια ακριβώς σειρά. Υπάρχουν ατομικές διαφορές αλλά και το κάθε ζευγάρι ξεχωριστά θέτει τους δικούς του κανόνες.
ίί. Προϋποθέσεις για διαπροσωπικές σχέσεις
Το σημαντικό που πρέπει να έχουμε υπόψη μας είναι ότι υπάρχουν κάποιες αρχές για τη δημιουργία αλλά και διατήρηση υγιών σχέσεων όπως το να σεβόμαστε τα όρια του εαυτού μας και του συντρόφου μας, να αποδεχόμαστε τη διαφορετικότητά μας, να φροντίζουμε για τη συνεχή μας ανάπτυξη και πρόοδο, να ενθαρρύνουμε τη συνισότητα αλλά και τη συμπληρωματικότητα, αλλά και να αντέχουμε τη μη τελειότητα.
ίίί. Οι σχέσεις θέλουν δουλειά
Είναι απαραίτητο να αντιμετωπίζουμε τη σχέση ως πρόκληση και να δουλεύουμε πάνω σε αυτήν χωρίς να καταβαλλόμαστε από τα εμπόδια που κατά καιρούς προκύπτουν. Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι ως προς τους στόχους μας οι οποίοι προκύπτουν από την κοινή εμπειρία με το σύντροφο μας. Μέσα από τους κοινούς μας στόχους και το μοίρασμα διαμορφώνεται η οικειότητα, και αυτό δηλώνει ότι υπάρχει αγαπητική σχέση, δόσιμο, προσφορά. Έχει ιδιαίτερη σημασία να ξέρουμε ότι από όλους τους πιθανούς συντρόφους που θα μπορούσαμε να έχουμε επιλέγουμε να είμαστε με τον συγκεκριμένο, και αυτό είναι που κάνει τελικά τη διαφορά.
ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΣΤΗ ΣΧΕΣΗ: ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ vs ΥΠΟΤΑΓΜΕΝΟΣ
Στους περισσότερους από εμάς η λέξη σαδομαζοχισμός (S-M) φέρνει στο μυαλό την εικόνα από την ταινία 50 αποχρώσεις του γκρι, ενός κόκκινου δωματίου με μαστίγια. Ο σαδομαζοχισμός ταυτίζεται με την σεξουαλική συμπεριφορά και τον σωματικό πόνο. Όταν μια ρομαντική σχέση ή ένας γάμος έχει βασικά γνωρίσματα τον απόλυτο έλεγχο (σαδιστικά στοιχεία) και την υποταγή (μαζοχιστικά στοιχεία), τότε τα σαδομαζοχιστικά στοιχεία παίρνουν μια άλλη ψυχοκοινωνική διάσταση, που επηρεάζουν την δυναμική στη σχέση.
Το ποιος θα υπερισχύσει σε μια σχέση όταν και οι δυο έχουν έντονες προσωπικότητες, θυμίζει τη μάχη των δυο φύλων. Τα σαδομαζοχιστικά στοιχεία δεν είναι στατικά, μεταβάλλονται, κάποιος ο οποίος είναι υποτακτικός μπορεί να θελήσει να αλλάξει ρόλο (swing) και ο φαύλος κύκλος εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου συνεχίζεται. Αυτό συμβαίνει, διότι η ανασφάλεια στη μία περίπτωση εκφράζεται επιθετικά, ενώ στην άλλη παθητικά.
Τα παιχνίδια εξουσίας αρχίζουν από τον/τη σύντροφο που πιστεύει ότι πρέπει να έχει τον έλεγχο της σχέσης. Στα παιχνίδια εξουσίας, στόχος είναι η ανισότητα στους συντροφικούς ρόλους και το μέσο οι χειριστικές συμπεριφορές. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι κανόνες της σχέσης και οι απαιτήσεις διατυπώνονται ευθέως στον/στη σύντροφο υπό τη μορφή προφορικού συμβολαίου -π.χ. «για να είμαστε μαζί, δεν θα κάνεις τίποτα, χωρίς να με ρωτήσεις».
Το πρόβλημα συνήθως προκύπτει, όταν ο κυρίαρχος φορά τη μάσκα του «εμείς» και καθώς εξασφαλίζει την εμπιστοσύνη, αποκαλύπτει το πραγματικό προσωπείο του «εγώ». Όταν ο/η σύντροφος που θέλει να κυριαρχήσει αντιμετωπίζει αντίδραση, τότε επικαλείται τη δύναμη της συνήθειας, την χρησιμοποίει με μεθοδικότητα, ώστε να κάνει τον/τη σύντροφο να συνηθίσει να αποδέχεται κάθε παράλογη απαίτηση, ως φυσιολογική. Σε αυτή την περίπτωση, ο κυρίαρχος μπορεί να ανταμείβει την ανοχή του υποταγμένου με δώρα, προκειμένου να συγκαλύψει τα μελανά σημάδια της σχέσης.
«Πώς μπορεί όμως κάποιος, ο οποίος βιώνει συγκρούσεις εξουσίας στη σχέση του, να μπορεί να διακρίνει αν έχει το ρόλο του κυρίαρχου ή του υποταγμένου;».
Σύμφωνα με έρευνες, το 80% των γυναικών είναι πιο πρόθυμες να αναλάβουν το ρόλο της υποτακτικής, όταν συναντήσουν το σωστό κυρίαρχο αρσενικό. Το αίτιο, σύμφωνα με την εξελικτική ψυχολογία, είναι η αρχέγονη πεποίθηση ότι, αν ένας άνδρας δεν μπορεί να κουμαντάρει μια γυναίκα, τότε δεν θα μπορέσει ούτε να την προστατεύσει. Σαφώς και οι χειραφετημένες γυναίκες έχουν και αυτές δίψα για εξουσία, συνεπώς οι σαδομαζοχιστικές τάσεις δεν έχουν αρσενική ή θηλυκή ταυτότητα.
Κυρίαρχος/συναισθηματικό Βαμπίρ: «Μπορεί να παραπονιέται, αλλά έτσι θέλει να του/της φέρομαι, δεν καταλαβαίνει αλλιώς»
Οι κυρίαρχοι στην αρχή μοιάζουν πολύ τέλειοι για να είναι αληθινοί. Στην πορεία της σχέσης βγάζουν προς τα έξω ένα χαρακτήρα εγωιστή, επίμονο, και αναίσθητο.
Δίνουν προτεραιότητα στις δικές τους ανάγκες, αδιαφορώντας για τα «θέλω» και τις ανάγκες του/της συντρόφου τους. Η σχέση τους με ένα άτομο υποτακτικό λειτουργεί ως μέσω επιβεβαίωσης της ανωτερότητάς τους. Το γεγονός ότι υπερισχύουν στη σχέση τους, τους δεσμεύει και τους εμποδίζει να ζητήσουν βοήθεια, διότι κάτι τέτοιο θα κλόνιζε την εικόνα τους ως ανεξάρτητων και ισχυρών.
Ο ρόλος τους είναι καθοδηγητικός (έμμεσα ή άμεσα) και αυταρχικός: αρέσκονται να δίνουν εντολές, π.χ. «έλα», «φύγε», και να έχουν απαιτήσεις. Τους αρέσει να συμβουλεύουν, χωρίς να δέχονται το αντίστροφο. Οι κυρίαρχοι παίρνουν αποφάσεις για τον/τη σύντροφό τους από τα πιο ασήμαντα, όπως το τι εκπομπή θα δουν στην τηλεόραση, τι θα φάνε το βράδυ, ακόμα με ποιους θα συναναστρέφονται. Οι κυρίαρχοι αποθαρρύνουν τις πρωτοβουλίες του/της συντρόφου τους, με πάγια τακτική την επίκριση -π.χ. «το φόρεμα που αγόρασες δεν σου πάει», «έπρεπε να με ρωτήσεις πριν αγοράσεις tablet, δεν ξέρεις από αυτά!». Τα πικρόχολα σχόλια μπορεί να σας κάνουν να αναρωτηθείτε: «Μα, γιατί κάθεται μαζί μου, εφόσον δεν του/της αρέσω;».
Ο ουσιαστικός διάλογος για να επιλυθούν τυχόν διαφορές είναι σχεδόν ανύπαρκτος, γιατί οι κυρίαρχοι δεν πρόκειται ποτέ να παραδεχτούν ότι κάνουν λάθος, προβάλλοντας δικαιολογίες και υπερασπίζοντας την στάση τους. Μπορεί να είναι τιμωρητικοί -π.χ. να μην παρέχουν στον άλλο αυτό που χρειάζεται, όπως τα χρήματα για να μπορέσει να αγοράσει αυτό που θέλει. Στο χειρότερο σενάριο ενδεχομένως να ασκήσουν λεκτική ή σωματική βία. Σε πιο ακραίες περιπτώσεις, για τους κυρίαρχους ο δυναμισμός «χρωματίζεται» μέσα από επιθετική συμπεριφορά.
Υποταγμένος/ πειθήνιο όργανο: «Γιατί κάθομαι και ανέχομαι τα πάντα; Μήπως τελικά είμαι μαζόχα;».
Επειδή οι κυρίαρχοι θέλουν να έχουν πάντα τον έλεγχο της κατάστασης, δημιουργούν τις συνθήκες και επιλέγουν να κάνουν σχέση με άτομα που έχουν κάποια χαρακτηριστικά προθυμοποιημένου θύματος, έτσι ώστε όχι απλά να ανέχονται, αλλά και να... γουστάρουν τη σαδιστική συμπεριφορά.
Οι εν δυνάμει υποτακτικοί από την άλλη έλκονται από την ανάγκη των κυρίαρχων να αγαπηθούν. Οι υποτακτικοί συνήθως είναι χαμηλών τόνων και αποφεύγουν να τραβάνε την προσοχή (προκλητικό ντύσιμο, συμπεριφορά). Από το πρώτο ραντεβού στοχοποιούν τον εαυτό τους ως πειθήνιο όργανο, εν ολίγοις προτρέπουν τους άλλους να πάρουν αποφάσεις -π.χ. ποιο εστιατόριο να επιλέξουν, τι να παραγγείλουν από το μενού, τι ώρα να επιστρέψουν σπίτι κτλ.
Είναι άτομα που έχουν μάθει να υπακούν, προσαρμόζονται εύκολα σε καινούργιες καταστάσεις και είναι πρόθυμοι να κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους, για να πετύχει η σχέση. Επειδή έχουν πλούσιο συναισθηματικό κόσμο και αντιλαμβάνονται το πώς νιώθει ο άλλος (ενσυναίσθηση) -δυστυχώς, όμως, υποθέτουν ότι και οι άλλοι καταλαβαίνουν-, κάνουν πολλές φορές το λάθος να μην συζητάνε ανοιχτά για τις δικές τους ανάγκες, γιατί πιστεύουν ότι οι άλλοι θα καταλάβουν. Προσδοκούν από τον/τη σύντροφο την προστασία, την εμπιστοσύνη και την αφοσίωση.
Καμιά σύγχρονη κοινωνία δεν επιβάλει σε κάποιον να είναι υποτακτικός, χωρίς τη συγκατάθεση του. Εύλογο λοιπόν είναι το ερώτημα γιατί κάποιοι που είναι δυναμικοί, εργατικοί και φιλόδοξοι, επιλέγουν συνειδητά να είναι/έχουν το ρόλο του πειθήνιου οργάνου στη σχέση τους.
Η απάντηση κρύβεται στην απελευθέρωση από την ανάληψη ευθυνών. Η παράδοση άνευ όρων δημιουργεί συναισθηματική απελευθέρωση των καταπιεσμένων συναισθημάτων τους.
Οι υποτακτικοί μέσα από τη σχέση τους με τον/την κυρίαρχο αναβιώνουν συναισθήματα και καταστάσεις που είναι γνώριμες από την παιδική τους ηλικία. Μπορεί οι υποτακτικοί να αποφεύγουν να παίρνουν αποφάσεις, αυτό όμως δεν σημαίνει και ότι δεν θέλουν να ρωτάνε τη γνώμη τους.
Οι υποτακτικοί, για να παραδώσουν τον έλεγχο της σχέσης, πρέπει να νιώθουν ένα είδος ασφάλειας. Γι' αυτό το λόγο, οι κυρίαρχοι πρέπει να είναι αξιόπιστοι και να κρατάνε το λόγο τους.
Ο αγώνας ανάμεσα στο ζευγάρι στο ποιος θα βάλει τις δικές του ανάγκες και επιθυμίες σε προτεραιότητα παρεμποδίζουν την καλλιέργεια ενσυναίσθησης, συνεργασίας και επικοινωνίας ανάμεσα στο ζευγάρι και σίγουρα αποτελούν μια ένδειξη μη υγιούς σχέσης.
Στην προσπάθεια οι κυρίαρχοι να αλλάξουν τους συντρόφους τους, ώστε να προσαρμοστούν στις δικές τους προσδοκίες, καταλήγουν να «συνθλίβουν» την ιδιαιτερότητα των συντρόφων τους.
Η σχέση εξάρτησης που καλλιεργούν οι κυρίαρχοι περιορίζει την προσωπική ανάπτυξη των συντρόφων τους -θα έλεγε κανείς ότι μια τέτοιου είδους σχέση μοιάζει με... χρεοκοπία. Ένα άλλο πρόβλημα που μπορεί να προκύψει σε μια τέτοια είδους σχέση, είναι ότι οι κυρίαρχοι μπορεί να καταχραστούν την εξουσία και εκεί συναντάμε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας.
Σε αυτήν την περίπτωση, οι υποτακτικοί ναι μεν αντισταθμίζουν τις απώλειες που απορρέουν από την έλλειψη λήψης αποφάσεων με την σταθερότητα που παίρνουν από τη σχέση, όμως μόνο όταν οι κυρίαρχοι συμπεριφέρονται με τη μάσκα του σεβασμού.
Τα παιχνίδια εξουσίας σε μια σχέση συνοδεύονται από συνεχείς διαπραγματεύσεις και καβγάδες, που ενδέχεται να την κλονίσουν. Σαφώς και ανούσιες αφορμές, όπως που θα πάνε διακοπές το καλοκαίρι, μπορεί να προκαλέσουν καβγάδες και ίσως να καταλήξουν σε χωρισμό. Το πραγματικό αίτιο της σύγκρουσης, όμως, είναι το ποιος έχει το πάνω χέρι στην σχέση.
Εν κατακλείδι, όπως και το τάνγκο, η ρομαντική σχέση είναι δυαδική και αφορά στο «εμείς», χωρίς να αποδυναμώνει το «εγώ». Ο μόνος τρόπος να σπάσει ο φαύλος κύκλος των παιχνιδιών εξουσίας, είναι με μικρές αλλαγές στη συμπεριφορά μας και με αναγνώριση των ρεαλιστικών αναγκών του/της συντρόφου μας. Αν τον/την αγαπάτε, τολμήστε την αλλαγή!