Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Κύκλωψ (552-589)

ΚΥ. οὗτος, τί δρᾶις; τὸν οἶνον ἐκπίνεις λάθραι;
ΣΙ. οὔκ, ἀλλ᾽ ἔμ᾽ οὗτος ἔκυσεν ὅτι καλὸν βλέπω.
ΚΥ. κλαύσηι, φιλῶν τὸν οἶνον οὐ φιλοῦντα σέ.
555 ΣΙ. οὐ μὰ Δί᾽, ἐπεί μού φησ᾽ ἐρᾶν ὄντος καλοῦ.
ΚΥ. ἔγχει, πλέων δὲ τὸν σκύφον δίδου μόνον.
ΣΙ. πῶς οὖν κέκραται; φέρε διασκεψώμεθα.
ΚΥ. ἀπολεῖς· δὸς οὕτως. ΣΙ. οὐ μὰ δί᾽, οὐ πρὶν ἄν γέ σε
στέφανον ἴδω λαβόντα γεύσωμαί τ᾽ ἔτι.
560 ΚΥ. οἱνοχόος ἄδικος. ΣΙ. ‹οὐ› μὰ δί᾽, ἀλλ᾽ οἷνος γλυκύς
ἀπομακτέον δέ σοὐστὶν ὡς λήψηι πιεῖν.
ΚΥ. ἰδού, καθαρὸν τὸ χεῖλος αἱ τρίχες τέ μου.
ΣΙ. θές νυν τὸν ἀγκῶν᾽ εὐρύθμως κἆιτ᾽ ἔκπιε,
ὥσπερ μ᾽ ὁρᾶις πίνοντα χὤσπερ οὐκ ἐμέ.
565 ΚΥ. ἆ ἆ, τί δράσεις; ΣΙ. ἡδέως ἠμύστισα.
ΚΥ. λάβ᾽, ὦ ξέν᾽, αὐτὸς οἰνοχόος τέ μοι γενοῦ.
ΟΔ. γιγνώσκεται γοῦν ἅμπελος τἠμῆι χερί.
ΚΥ. φέρ᾽ ἔγχεόν νυν. ΟΔ. ἐγχέω, σίγα μόνον.
ΚΥ. χαλεπὸν τόδ᾽ εἶπας, ὅστις ἂν πίνηι πολύν.
570 ΟΔ. ἰδού, λαβὼν ἔκπιθι καὶ μηδὲν λίπηις·
συνεκθανεῖν δὲ σπῶντα χρὴ τῶι πώματι.
ΚΥ. παπαῖ, σοφόν γε τὸ ξύλον τῆς ἀμπέλου.
ΟΔ. κἂν μὲν σπάσηις γε δαιτὶ πρὸς πολλῆι πολύν,
τέγξας ἄδιψον νηδύν, εἰς ὕπνον βαλεῖ,
575 ἢν δ᾽ ἐλλίπηις τι, ξηρανεῖ σ᾽ ὁ Βάκχιος.
ΚΥ. ἰοὺ ἰού·
ὡς ἐξένευσα μόγις· ἄκρατος ἡ χάρις.
ὁ δ᾽ οὐρανός μοι συμμεμειγμένος δοκεῖ
τῆι γῆι φέρεσθαι, τοῦ Διός τε τὸν θρόνον
580 λεύσσω τὸ πᾶν τε δαιμόνων ἁγνὸν σέβας.
οὐκ ἂν φιλήσαιμ᾽; αἱ Χάριτες πειρῶσί με.
ἅλις· Γανυμήδη τόνδ᾽ ἔχων ἀναπαύσομαι
κάλλιον ἢ τὰς Χάριτας. ἥδομαι δέ πως
τοῖς παιδικοῖσι μᾶλλον ἢ τοῖς θήλεσιν.
585 ΣΙ. ἐγὼ γὰρ ὁ Διός εἰμι Γανυμήδης, Κύκλωψ;
ΚΥ. ναὶ μὰ Δί᾽, ὃν ἁρπάζω γ᾽ ἐγὼ ᾽κ τῆς Δαρδάνου.
ΣΙ. ἀπόλωλα, παῖδες· σχέτλια πείσομαι κακά.
ΚΥ. μέμφηι τὸν ἐραστὴν κἀντρυφᾶις πεπωκότι;
ΣΙ. οἴμοι· πικρότατον οἶνον ὄψομαι τάχα.

***
ΚΥΚ. (Γυρίζει και βλέπει τον Σιληνό μούσκεμα στο κρασί)
Ρε! Τί κάνεις εκεί πέρα; Πας και πίνεις στα κρυφά;
ΣΙΛ. Όχι! Απλώς ένα φιλάκι μου ᾽δωσε (δείχνει το κρασί) γιατί έχω, λέει,
νόστιμα, γλυκά ματάκια.
ΚΥΚ. Πας φιρί φιρί για κλάμα.
Το κρασάκι τ᾽ αγαπάς, αλλ᾽ αυτό δεν σ᾽ αγαπάει.
555 ΣΙΛ. Μα τον Δία, μ᾽ αγαπάει· είμαι και πολύ ωραίος.
ΚΥΚ. Άντε βάλε μου κρασί, γέμισέ μου το ποτήρι.
ΣΙΛ. (Σκύβει πάνω απ᾽ το κρασί) Για να δούμε… μήπως έπεσε παραπάνω το νερό;
ΚΥΚ. Θα με σκάσεις! Δωσ᾽ μου το έτσι. ΣΙΛ. Όχι βέβαια! Πρώτα βάλε
στα μαλλιά σου το γιορντάνι — μέχρι που να δοκιμάσω
άλλη μια γουλιά από τούτο.
560 ΚΥΚ. Κεραστή, δεν είσ᾽ εντάξει! ΣΙΛ. Κάθε άλλο· μα έχει γλύκα
το κρασάκι, άλλο πράμα!
Άντε και σκουπίσου τώρα, να σου βάλω για να πιεις.
ΚΥΚ. Ορίστε: καθαρίσανε χειλάκια και μουστάκια.
ΣΙΛ. Γείρε τώρα στον αγκώνα σου όμορφα όμορφα και πιες.
Νά: με βλέπεις πώς το πίνω; (Ο Σιληνός βουτάει ολόκληρος μέσα στη νταμιτζάνα και εξαφανίζεται) —Πάντως τώρα δεν με βλέπεις…
565 ΚΥΚ. Βρε, βρε συ, τί πας να κάνεις! ΣΙΛ. Αχ! Γλυκό το μονορούφι!
ΚΥΚ. (Απευθύνεται στον Οδυσσέα) Πιάσε, ξένε, τα σύνεργα και γίνε ο κεραστής μου.
ΟΔΥ. Ξέρει καλά το χέρι μου εμέναν᾽ από αμπέλια.
ΚΥΚ. Άντε λοιπόν και βάλε μου! ΟΔΥ. Σου βάζω· μόνο σώπα.
ΚΥΚ. Αυτό κομμάτι δύσκολο, άμα έχεις πιει καμπόσο.
570 ΟΔΥ. Ορίστε τώρα, πάρε, πιες, σταγόνα μην αφήσεις.
Άμα γευτείς τέτοιο κρασί, μετά … «νῦν ἀπολύοις».
ΚΥΚ. Πωπώ! Μεγάλη υπόθεση, που λες, τούτο τ᾽ αμπέλι!
ΟΔΥ. Κι αν το τραβήξεις μπόλικο μετά από φαγοπότι,
να σου γεμίσει την κοιλιά, να σου την ξεδιψάσει,
σ᾽ ύπνο γλυκό θα βυθιστείς.
575 Άντε, άσπρο πάτο! Ειδαλλιώς, θα σε στεγνώσει ο Βάκχος.
ΚΥΚ. Όι όι όι!
Παραλίγο να βουλιάξω! Τί χαρά — σαν το κρασί, όλη ανέρωτη, αγνή!
Πηγαινοέρχεται ο ουρανός, κι έγινε ένα με τη γη!
580 Βλέπω του Διός τον θρόνο και τους πάναγνους θεούς.
Παιχνιδάκια με τις Νύμφες! Πώς μ᾽ ανάβουν, με κορώνουν!
Φτάνει: πάω να πλαγιάσω με τον Γανυμήδη ετούτον (πάει να αρπάξει τον Σιληνό).
Κάνει πιο καλό κρεβάτι παρά όλες οι Νεράιδες.
Εγώ, ξέρεις, προτιμώ τ᾽ αγοράκια πιο πολύ — τις γυναίκες όχι τόσο.
585 ΣΙΛ. Πριν που είπες «Γανυμήδη», εμένα είχες στο μυαλό σου;
ΚΥΚ. Μάλιστα: θα σ᾽ απαγάγω απ᾽ τη χώρα της Τρωάδος.
ΣΙΛ. Παιδάκια μου, την έβαψα! Αχ, τί με περιμένει!
ΚΥΚ. Μου κάνεις και ναζάκια, βρε; Σιχαίνεσαι που είμαι
λιγάκι σουρωμένος; Μα εγώ είμ᾽ ο εραστής σου!
ΣΙΛ. Αλίμονό μου, θα μου βγει ξινό σε λίγο το κρασί.
(Ο Κύκλωπας μπαίνει στη σπηλιά αγκαλιά με τον Σιληνό)

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Πότε γεννήθηκε και πότε πρωτογράφτηκε η Ελληνική γλώσσα

4.1 Ποιοι και πότε πρωτοέγραψαν Ελληνικά

Ας αρχίσουμε από το πιο εύκολο ερώτημα αυτού του κεφαλαίου. Πότε πρωτογράφτηκε η Ελληνική γλώσσα; Τα πρώτα γραπτά κείμενα της ελληνικής χρονολογούνται στον 14ο-13ο αιώνα π.Χ. Προέρχονται από τα αρχεία των μεγάλων κέντρων (παλατιών, διοικητικών κέντρων) του μυκηναϊκού πολιτισμού: Μυκήνες, Πύλος, Τίρυνθα, Θήβα, αλλά και από τα αρχεία της Κρήτης (Κνωσός, Χανιά), όπου επεκτάθηκε ο μυκηναϊκός πολιτισμός. Ο μυκηναϊκός κόσμος, που εκτεινόταν σε όλη την κεντρική και τη νότια Ελλάδα, αλλά και σε μερικά νησιά, ήταν οργανωμένος σε μικρά κράτη που διοικούνταν από ανακτορικά κέντρα (παλάτια), όπου είχαν την έδρα τους οι βασιλιάδες και η αριστοκρατία που κυβερνούσαν τα κράτη αυτά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Μυκήνες με τα «κυκλώπεια» τείχη τους, την Πύλη των Λεόντων και τους θολωτούς τάφους όπου θάβονταν οι βασιλιάδες. Απόηχο αυτού του κόσμου βρίσκουμε στα τραγούδια του Ομήρου, τα ομηρικά έπη .

Στα μυκηναϊκά παλάτια είχε λοιπόν την έδρα της η κρατική διοικητική μηχανή η οποία διαχειριζόταν τον πλούτο που τη συντηρούσε και της έδινε τη δύναμή της: αγαθά, καλλιέργειες, ανταλλαγές, άνθρωποι (αξιωματούχοι, τεχνίτες, δούλοι). Αυτός ο σύνθετος διοικητικός μηχανισμός είχε (για τους ίδιους λόγους που συζητήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο) την ανάγκη ενός συστήματος καταγραφής και διατήρησης της πληροφορίας. Η ανάγκη δηλαδή για ένα σύστημα γραφής προέκυψε, γιατί η κοινωνική ζωή ήταν πια αρκετά σύνθετη, ώστε να μην εξυπηρετείται από τον προφορικό (και μόνο) λόγο.

Έτσι λοιπόν οι μυκηναίοι άρχοντες αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν ένα σύστημα γραφής κυρίως για τις λογιστικές ανάγκες των βασιλείων τους. Το σύστημα αυτό ονομάστηκε από τους ειδικούς (για λόγους που θα δούμε παρακάτω) γραμμική Β και είναι συλλαβικό. Κάθε σημάδι δηλαδή αντιστοιχεί, όπως λέγαμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, σε μία συλλαβή. Υπάρχουν ενενήντα τέτοια συλλαβικά σημεία καθώς επίσης και εκατό περίπου εικονογράμματα ή ιδεογράμματα. Τα σημεία αυτά, μαζί με άλλα που δηλώνουν αριθμούς, χρησιμοποιούνται για να σημάνουν τα πράγματα (κρασί, λάδι, ανθρώπους, τόπους κλπ.) που καταγράφονται και απαριθμούνται στα κείμενα. 

Τα κείμενα δηλαδή έχουν, όπως είπαμε, λογιστικό χαρακτήρα. Εξυπηρετούν τις λογιστικές ανάγκες ενός σύνθετου διοικητικού μηχανισμού, όπως ακριβώς και στις περιπτώσεις των ανατολικών πολιτισμών που συζητήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Είναι γραμμένα πάνω σε πινακίδες από πηλό. Οι πινακίδες αυτές πλάθονταν από ωμό πηλό, ενισχύονταν εξωτερικά με αχυρένιο πλέγμα και στέγνωναν στον ήλιο. Πινακίδες από πηλό χρησιμοποιούνταν, όπως είδαμε, και στους παλαιότερους ανατολικούς πολιτισμούς. Η διαφορά είναι ότι, ενώ εκεί ψήνονταν, στον μυκηναϊκό κόσμο δεν ψήνονταν αλλά απλά στέγνωναν στον ήλιο και στη συνέχεια αποθηκεύονταν σε ξύλινα κιβώτια ή καλάθια και τοποθετούνταν σε ράφια, όπως γίνεται σήμερα στα αρχεία των δημόσιων υπηρεσιών.

Οι πινακίδες αυτές δεν θα είχαν φτάσει ως εμάς, αν δεν είχε μεσολαβήσει ένα γεγονός που βοήθησε να διατηρηθούν: στις αρχές του 14ου και στην πορεία του 13ου αιώνα π.Χ. τα μυκηναϊκά παλάτια καταστρέφονται. Δεν ξέρουμε ποιοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτές τις καταστροφές. Οι φωτιές όμως στις οποίες παραδόθηκαν τα μυκηναϊκά ανάκτορα έψησαν τις ωμές πινακίδες που ήταν αποθηκευμένες στα αρχεία των παλατιών και έτσι βοήθησαν στη διατήρηση και την ανεύρεσή τους στις ανασκαφές. Ο πηλός σίγουρα δεν θα ήταν το μόνο υλικό πάνω στο οποίο γράφονταν τα κείμενα της γραμμικής Β. Είναι πολύ πιθανόν να χρησιμοποιούσαν δέρματα πάνω στα οποία έγραφαν ή και, πάπυρο. Τα υλικά αυτά όμως δεν αντέχουν στον χρόνο και έτσι δεν έφτασαν ως εμάς.

Μάθαμε να κοσκινίζουμε το συναίσθημά μας και να αμφισβητούμε τα ταλέντα μας

Η σχέση με τον εαυτό μας παίζει να είναι η πιο κακοποιημένη σχέση της ζωής μας. Μας έμαθαν από νωρίς να λογοκρίνουμε τα πάντα πάνω μας γιατί έτσι τους έμαθαν κι εκείνους. Μάθαμε ότι αξίζουμε μόνο όταν έχουμε τα σωστά λεφτά, τη σωστή σχέση και τα σωστά κιλά, εννοείται όλα μαζί συνδυαστικά.

Καθένας μας μέσα του έχει ένα μικρό παιδάκι που πονάει. Πονάει γιατί ποτέ δεν χόρτασε αγάπη κι αποδοχή. Πάντα υπήρχε μια μεζούρα, ένας δοσομετρητής, ένας κόφτης και στα έκοβε εκεί που τα είχες πιο πολύ ανάγκη.

Μετά το τροπάρι το μάθαμε μόνοι μας, για να μη χρειαζόμαστε τους άλλους να μας βασανίζουν. Να μπορούμε και μόνοι μας.

Μάθαμε λοιπόν να λογοκρίνουμε την άποψή μας, να κοσκινίζουμε το συναίσθημά μας, να αμφισβητούμε τα ταλέντα μας, να θάβουμε την αληθινή μας σεξουαλικότητα. Και καταλήξαμε τελικά να συγκατοικούμε με έναν εσωτερικό δυνάστη που μας κλέβει το χαμόγελο, μαζί και τη ζωή. Κι η πλάκα είναι ότι νομίζεις ότι στην κλέβουν οι άλλοι, αλλά στην τελική εσύ την κλέβεις.

Περνάς από τον καθρέφτη και μόνο κουσούρια βλέπεις. Το μάτι πέφτει μόνο στις ατέλειες, ορατές κι αόρατες. Κι όμως αυτές οι ατέλειες είναι η αληθινή σου ομορφιά. Αυτή που δεν σου έμαθαν να αγαπάς.

Κι οι άλλοι σου λένε ότι αξίζεις κι είσαι ο μόνος που δεν το βλέπεις. Και σου λένε ότι είσαι όμορφος και χαμογελάς αμήχανα. Κι ο λόγος που βγάζεις όλη σου την αυστηρότητα στους άλλους και δυστυχώς και στα παιδιά σου, είναι επειδή την βγάζεις πρώτα από όλα στον εαυτό σου. Δυσκολεύεσαι να βρεις το καλό πάνω σου.

Κι όμως η ποιότητα της ζωής σου είναι η ποιότητα της σχέσης σου με τον εαυτό σου. Αυτή είναι η αλήθεια.

Και δώστου κι εξαντλείς την αυστηρότητα στο μικρό παιδάκι που έχεις μέσα σου. Το μαλώνεις, του φωνάζεις, το μειώνεις. Κι αυτό το έρμο δώστου και συρρικνώνεται. Και διψάει για κατανόηση κι επιείκεια. Αλλά εσύ με το που ακούς για επιείκεια τσιτώνεις. Και δώστου κι άλλο μαστίγιο.

Επιείκεια φίλε μου δεν είναι να σου χαριστείς. Επιείκεια όμως είναι να σταματήσεις επιτέλους να εξαντλείς την αυστηρότητα πάνω σου. Πάνω σε αυτό το παιδάκι που σε κοιτάζει φοβισμένο, τρέμοντας την επόμενη έκρηξή σου.

Αλλά μας έμαθαν ότι κι η αυτοεκτίμηση είναι κι αυτή απαγορευμένος καρπός. Μας έμαθαν ότι η πραγματική αυτοαποδοχή κι αυτοαγάπη είναι στην τελική κομπασμός κι αλαζονεία και ναρκισσισμός. Και δώστου το παιδάκι μέσα σου να πονάει, να στενοχωριέται και στο τέλος να αρρωσταίνει. Κι εσύ το πηγαίνεις σε γιατρούς, αλλά μόνο εσύ μπορείς να το θεραπεύσεις φίλε μου.

Μόνο εσύ μπορείς να θεραπεύσεις τις πληγές που έχεις μέσα σου. Μόνο εσύ μπορείς να σε αγαπήσεις πραγματικά.

Και να σου πω και κάτι τελευταίο: Μόνο αυτό το παιδάκι έχεις στην τελική φίλε μου. Μόνοι σας ήρθατε και μόνοι σας θα φύγετε από τον κόσμο αυτό. Ούτε με τα παιδιά σου, ούτε με τα λεφτά σου, ούτε καν με το βρακί σου. Μόνος σου με το δικό σου παιδάκι ήρθες και μόνος σου με το δικό σου παιδάκι θα φύγεις. Κι έχεις μόνο μια επιλογή: να το αγαπήσεις.

Εγώ το δικό μου το παιδάκι το έχω κακοποιήσει αφάνταστα στο παρελθόν. 40 χρόνια ανύπαρκτης αυτοεκτίμησης, εσωτερικής θλίψης κι αρρώστιας για να μάθω επιτέλους να το αποδέχομαι και να το αγαπώ χωρίς κανένα όρο και καμία προϋπόθεση. Κι όταν το αγάπησα πραγματικά, τότε μόνο λυτρώθηκα.

Oταν μοιράζεσαι τη σκέψη των πολλών ξέρεις ποια είναι η δική σου;

Ποιος είναι ο ορισμός της συνείδησης; Πότε μια συνείδηση είναι καθαρή και πότε δεν μπορεί να ηρεμίσει; Γιατί η φωνή της είναι τόσο δύσκολο να ακουστεί; Κι αν κοινή λογική τη χαρακτηρίζει ως ένα σύμπλεγμα βιωμάτων κι αισθήσεων που καθορίζει το σωστό από το λάθος γιατί δρούμε εναντίον της;

Είναι δύσκολο να μιλήσω για κάτι που δεν έχει σαφή επιστημονικό ορισμό. Ίσως αυτό να είναι και μια από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις της επιστημονικής κοινότητας. Ρομπότ να περπατάει, να μιλάει, να γελάει ,ναι, το έχουμε δει, μηχανική κατασκευή όμως που να μπορεί να αντιληφθεί από το μηδέν, την ύπαρξή του και να την εξελίξει δεν έχει μπει στο club των επιτευγμάτων και προσωπικά το απεύχομαι. Κι αυτό γιατί η συνείδηση είναι ένα δώρο της φύσης στον άνθρωπο, που τον διαχωρίζει από τα άγρια ένστικτα των ζώων και σε συνδυασμό με τις βιολογικές μας λειτουργίες τον ανάγει σε εξελιγμένο είδος.

Δε θα μπω σε φροϋδικές αναλύσεις περί του συνειδητού και της συνείδησης γιατί απλώς θα είναι μια αναπαραγωγή των όσων έχουν διατυπωθεί και ερευνηθεί. Και σίγουρα οι γνώσεις μου δεν είναι αυτές για να δώσουν το κάτι παραπάνω. Θα μείνω λοιπόν στην όσο πιο απλή κοινή λογική. Η συνείδηση είναι αυτή που αποτελεί τον πυρήνα της ανθρώπινης μοναδικότητας, πρόκειται για το πιο σημαντικό στοιχείο της ζωής μας και είναι η αναγκαία συνθήκη για να βλέπουμε τον εαυτό μας, να τον ορίζουμε στο μέλλον και να τον αναλύουμε στο παρελθόν. Είναι αυτή που δεν μπορούμε να ξεφορτωθούμε ποτέ, είναι η αλάνθαστη εσωτερική κριτής μας κι αχώριστη οδηγός στο ταξίδι της δικής μας επιβίωσης.

Πολλά έχουν ειπωθεί για την περιφρούρησή της και τον αγώνα που δίνει ο καθείς μας για μια αξιοπρεπή συνείδηση. Φιλόσοφοι και ρήτορες έχουν γράψει και μιλήσει γι’ αυτήν υμνώντας την καθαρότητα της φωνής της. Ακόμα και ο Γάλλος φιλόσοφος Καρτέσιος αναζητώντας τη γνώση μέσα από την ακραία μορφή σκεπτικισμού, δεν τόλμησε να την αμφισβητήσει. Αναφερόμενος σε αυτήν είπε το εξής ορθό: «Δεν μπορείς να αμφισβητήσεις την ύπαρξη της ίδιας σου της συνείδησης». Αν και εκπρόσωπος της ακραίας αμφιβολίας το να αναρωτηθεί αν υπάρχει συνείδηση είναι σαν να αναρωτιόταν αν υπάρχει ο άνθρωπος.

Όντως προβληματισμένη για τον τρόπο που θα απέδιδα το άρθρο, άρχισα να ρωτάω ανθρώπους τι είναι για αυτούς η συνείδηση. Η απάντηση που μου έδωσε ένας έφηβος δεκαέξι ετών ήταν η εξής: «Όσο λιγότερη συνείδηση έχεις τόσο καλύτερα ζεις» .Νομίζω ότι χρωμάτισε ένα μέρος του τοπίου της σημερινής κοινωνικής κατάστασης και του τρόπου που οι άνθρωποι αποποιούνται ευθυνών για μια καθαρή συνείδηση.

Όπως χρωμάτισε και τοπία άλλων εποχών που ήρωες θυσιάστηκαν, φώναξαν, παρακάλεσαν, για να σταματήσουν ασυνείδητες πράξεις που προκάλεσαν καταστροφή στην ανθρωπότητα. Αν λόγου χάρη υπήρχαν άνθρωποι συνειδητοποιημένοι στο κυβερνών κόμμα την εποχή που ο Χίτλερ εγκλημάτησε σε βάρος της ανθρωπότητας ίσως να είχαν ανακόψει την παράνοια αυτού του ανθρώπου. Το βάρος αυτής της καταστροφής δεν αφορά μόνο τον ίδιο, αφορά και όλους εκείνους που τον υποστήριξαν να αποκτήσει τη δύναμη αυτή, που ανέχτηκαν την εξέλιξή του, που αμέλησαν να υψώσουν το ανάστημά τους και να του κόψουν την φόρα στα εγκληματικά του σχέδια. Η συνείδηση γεννά την ευθύνη κι αυτό είναι ένα βάρος που δεν μπορούν όλοι να σηκώσουν.

Προέκταση της ατομικής μας συνείδησης είναι η κοινωνική. Είναι απαραίτητο λοιπόν εφόσον ζούμε σε κοινωνικές ομάδες να διασφαλίζουμε ένα σύστημα αξιών και κανόνων που είναι απαραίτητο για τη συνοχή και την ευημερία της. Τι γίνεται όμως τώρα εδώ; Το εξής παράδοξο. Ας πούμε ότι όλοι γνωρίζουμε ανθρώπους που δεν έχουν λεφτά και έχουν μια επώδυνη ζωή. Εκεί λοιπόν η ανθρωπιστική σου συνείδηση λυπάται για αυτούς τους συνανθρώπους μας. Μια σιωπή όμως επικρατεί, ίσως θα ήθελες να φωνάξεις να αντιδράσεις, αλλά αφού δε μιλάει κανείς γιατί να μιλήσεις εσύ; Από την άλλη όταν συμβεί κάποια πράξη η οποία αφορά στις απολαβές της ζωής σου, αρχίζεις να αντιδράς προκειμένου να ανακτήσεις τα δεδομένα σου. Συσπειρώνεσαι με ανθρώπους που έχουν χάσει κι αυτοί μέρος των κεκτημένων τουs και αντιδράς για εσένα και την ευημερία της κοινωνίας σου. Αυτή η συλλογική αντίδραση απορρέει από τις προσωπικές συνειδήσεις για ένα καλύτερο μέλλον. Και στην πρώτη περίπτωση είναι προσωπική συνείδηση αλλά δεν αφορά άμεσα εσένα. Μήπως η συνείδησή μας τελικά αφορά το ένστικτο της επιβίωσης; Ή μήπως οι θεσμοί που ακολουθούμε δρούνε απροκάλυπτα προς όφελός τους με αποτέλεσμα να αντιγράφονται τέτοιες συμπεριφορές;

Ο άνθρωπος πέρα όλων των άλλων διαθέτει και λογική. Μια έννοια άυλη και υποκειμενική. Από την άλλη και η συνείδηση είναι μια πνευματική κατάσταση άμεσα συνδεδεμένη με την ψυχή και τα βιώματα του κάθε ανθρώπου που δεν είναι μέρος του φυσικού κόσμου. Είναι ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε την ψυχική κατάσταση του συνανθρώπου μας και η αντίδραση που έχουμε απέναντί του. Είναι όταν οραματιζόμαστε τον εαυτό μας σε ένα χιονισμένο τοπίο αγκαλιά με τον άνθρωπό μας, είναι το πισωγύρισμά μας στο παρελθόν και η μεταμέλεια λανθασμένων κινήσεων. Μπερδεύεται όμως η λογική με τη συνείδηση. Ναι μεν η λογική μπορεί να σου πει πως δεν έχεις τα απαιτούμενα χρήματα για μια δωρεά, αλλά η συνείδησή σου να σε ωθήσει να την κάνεις βλέποντας ότι η ανάγκη του συνανθρώπου σου είναι πιο μεγάλη. Αυτός που δε θα δωρίσει δεν είναι κακός άνθρωπος απλά η λογική του μπορεί να υπερτερεί της συνείδησης.

Είναι φορές που ο φρενήρης ρυθμός της εποχής μας μάς κρατά δέσμιους των επιθυμιών μας και ξεχνάμε τις ανάγκες μας. Δεν ακούμε αυτή τη βαθιά φωνή που είναι άμεσα συνυφασμένη με τον εσωτερικό κόσμο μας. Γινόμαστε εγωκεντρικοί δείχνοντας μια υπερευαισθησία σε αδιάφορα θέματα για να καλύψουμε τα κενά της ψυχής μας, ή αλλιώς συνείδησής μας.

Φανταστείτε ότι είμαστε ένα τρένο. Δεσμευμένο πάνω σε συγκεκριμένες ράγες μήκους, πλάτους, πάχους. Χωρίς ράγες δεν πάει πουθενά και όταν τύχει να εκτροχιαστεί, επέρχεται καταστροφή με πιθανές απώλειες ζωών. Ό, τι είναι οι ράγες για το τρένο, είναι και η συνείδηση για τον άνθρωπο.

Έριχ Φρομ: Όλη η ζωή είναι μία διαδικασία γέννησης του εαυτού

Ο αλφαβητισμός μας ξεπερνά το 90% του πληθυσμού. Έχουμε ραδιόφωνο, τηλεόραση, ταινίες, μια εφημερίδα καθημερινά για όλους. Αλλά αντί να μας παρέχουν με ό,τι καλύτερο από το παρελθόν και το παρόν όσον αφορά στη λογοτεχνία και τη μουσική, αυτά τα μέσα επικοινωνίας, συμπληρωμένα με τη διαφήμιση, γεμίζουν τα μυαλά των ανθρώπων με τα φθηνότερα σκουπίδια, χωρίς καμία πραγματικότητα, με σαδιστικές φαντασιώσεις που ένα μορφωμένο άτομο, έστω και λίγο, θα ένιωθε ντροπή να διασκεδάσει ακόμη και περιστασιακά.

Αλλά ενώ το μυαλό όλων, μικρών και μεγάλων, αν και είναι δηλητηριασμένο, ζούμε με την ελπίδα να δούμε ότι δεν προβάλλεται καμία «ανηθικότητα» στην οθόνη. Οποιαδήποτε υπόδειξη ότι η κυβέρνηση πρέπει να χρηματοδοτήσει την παραγωγή ταινιών και ραδιοφωνικών προγραμμάτων που θα διαφωτίζουν και θα βελτιώνουν το μυαλό του λαού μας θα αντιμετωπιζόταν με αγανάκτηση και επίκριση στο όνομα της ελευθερίας και του ιδεαλισμού.

Μειώσαμε το μέσο όρο εργασίας στο μισό περίπου από ό,τι πριν από εκατό χρόνια. Σήμερα διαθέτουμε περισσότερο ελεύθερο χρόνο από όσο τόλμησαν ποτέ να ονειρευτούν οι πρόγονοί μας. Αλλά τι έχει συμβεί; Δεν γνωρίζουμε πώς να χρησιμοποιήσουμε τον πρόσφατα αποκτηθέντα ελεύθερο χρόνο. Προσπαθούμε να σκοτώσουμε το χρόνο που έχουμε κερδίσει και είμαστε ευτυχείς όταν τελειώνει μια άλλη μέρα... Η κοινωνία στο σύνολό της μπορεί να παρουσιάζει μία έλλειψη λογικής.

Αυτό που είναι τόσο παραπλανητικό για την κατάσταση του νου των μελών μιας κοινωνίας, είναι η 'συναινετική επικύρωση' των ιδεών τους. Θεωρείται αφελώς ότι το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων μοιράζεται ορισμένες ιδέες ή συναισθήματα αποδεικνύει την εγκυρότητα αυτών των ιδεών και συναισθημάτων. Δεν υπάρχει τίποτα πιο λανθασμένο από αυτό. Η συναινετική επικύρωση καθ’ αυτή δεν έχει καμιά σχέση με τη λογική ή την ψυχική υγεία... Το γεγονός ότι εκατομμύρια άνθρωποι μοιράζονται τις ίδιες αμαρτίες δεν κάνει αυτές τις αμαρτίες αρετές, το γεγονός ότι μοιράζονται τόσα λάθη δεν κάνει τα λάθη να είναι αλήθειες και το γεγονός ότι εκατομμύρια άνθρωποι μοιράζονται τις ίδιες μορφές ψυχικής παθολογίας, δεν κάνει τους ανθρώπους αυτούς λογικούς.

Η σωματική γέννηση, αν σκεφτούμε την ανθρώπινη, δεν είναι καθόλου καθοριστική και μοναδική πράξη όπως φαίνεται να είναι... Από πολλές απόψεις το βρέφος μετά τη γέννηση δεν διαφέρει από το βρέφος πριν από τη γέννηση. Δεν μπορεί να αντιληφθεί τα εξωτερικά ερεθίσματα, δεν μπορεί να ταΐσει τον εαυτό του. Εξαρτάται πλήρως από τη μητέρα και θα χαθεί χωρίς τη βοήθειά της.

Στην πραγματικότητα, συνεχίζεται η διαδικασία της γέννησης. Το παιδί αρχίζει να αναγνωρίζει τα εξωτερικά αντικείμενα, να αντιδρά ενεργά, να κατανοεί τα πράγματα και να συντονίζει τις κινήσεις του, να περπατάει. Αλλά η γέννηση συνεχίζεται. Το παιδί μαθαίνει να μιλά, μαθαίνει να γνωρίζει τη χρήση και τη λειτουργία των πραγμάτων, μαθαίνει να συνδέεται με άλλους, να αποφεύγει την τιμωρία και να κερδίζει επαίνους και αγάπη.

Σιγά-σιγά, ο αναπτυσσόμενος άνθρωπος μαθαίνει να αγαπάει, να αναπτύσσει λογική, να βλέπει τον κόσμο αντικειμενικά. Αρχίζει να αναπτύσσει τις δυνάμεις του. Να αποκτά μια αίσθηση ταυτότητας, να ξεπερνά την αποπλάνηση των αισθήσεών του για χάρη μιας ολοκληρωμένης ζωής.

Η γέννηση τότε, με τη συμβατική έννοια της λέξης, είναι μόνο η αρχή της γέννησης με την ευρύτερη έννοια. Ολόκληρη η ζωή του ατόμου δεν είναι παρά η διαδικασία της γέννησης του εαυτού του. Πράγματι, θα πρέπει να είμαστε πλήρως γεννημένοι όταν πεθάνουμε, αν και είναι η τραγική τύχη των περισσότερων ατόμων να πεθάνουν πριν γεννηθούν.

Τα ψυχολογικά αποτελέσματα της απομόνωσης είναι ότι ο άνθρωπος υποχωρεί σε έναν δεκτικό εαυτό, εμπορικά προσανατολισμένο και παύει να είναι παραγωγικός. Χάνει την αίσθηση του εαυτού του, εξαρτάται από την έγκριση των άλλων, επομένως τείνει να συμμορφώνεται και να αισθάνεται ανασφαλής. Είναι δυσαρεστημένος, βαριέται και αγωνιά και ξοδεύει το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας του στην προσπάθεια να αντισταθμίσει ή απλά να καλύψει αυτό το άγχος. Η νοημοσύνη του είναι εξαιρετική, η λογική του εκφυλίζεται και, λόγω των τεχνικών του δυνάμεων, θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την ύπαρξη του πολιτισμού και ακόμη και της ανθρώπινης φυλής.

Ο άνθρωπος μπορεί να προστατεύσει τον εαυτό του από τις συνέπειες της δικής του τρέλας μόνο με τη δημιουργία μιας λογικής κοινωνίας που συμμορφώνεται με τις ανάγκες του ανθρώπου, τις ανάγκες που έχουν τις ρίζες τους στις ίδιες τις συνθήκες της ύπαρξής του. Μια κοινωνία στην οποία ο άνθρωπος συνδέεται με τον άνθρωπο με αγάπη, ριζώνει με δεσμούς αδελφοσύνης και αλληλεγγύης, παρά με δεσμούς αίματος και εδάφους. Μια κοινωνία που του δίνει τη δυνατότητα να ξεπεράσει τη φύση με τη δημιουργία και όχι με την καταστροφή, όπου όλοι κερδίζουν την αίσθηση της προσωπικής ταυτότητας, βιώνοντας τον εαυτό τους ως υποκείμενο των δυνάμεών τους και όχι βάσει συμμόρφωσης, όπου υπάρχει σύστημα προσανατολισμού και αφοσίωσης χωρίς ο άνθρωπος να χρειάζεται να στρεβλώνει την πραγματικότητα και να λατρεύει είδωλα.

Η σύγκρουση μεταξύ επιστήμης και θρησκείας βρίσκεται στον εγκέφαλό μας

Η σύγκρουση μεταξύ επιστήμης και θρησκείας μπορεί να έχει την προέλευσή της στη δομή του εγκεφάλου μας, σύμφωνα με ερευνητές του Πανεπιστημίου Case Western Reserve και του Babson College. Οι συγκρούσεις μεταξύ της θρησκευτικής πίστης έναντι των επιστημονικών δεδομένων για να εξηγήσουν τον κόσμο γύρω μας χρονολογούνται από αιώνες και είναι ίσως πιο ορατές σήμερα στα επιχειρήματα μεταξύ της εξέλιξης και του δημιουργισμού.

Για να πιστέψουν σε έναν υπερφυσικό θεό ή σε ένα παγκόσμιο πνεύμα, οι άνθρωποι φαίνεται να καταστέλλουν το εγκεφαλικό δίκτυο που χρησιμοποιείται για την αναλυτική σκέψη και εμπλέκουν το ενσυναισθητικό δίκτυο, λένε οι επιστήμονες. Όταν σκέφτονται αναλυτικά για τον φυσικό κόσμο, οι άνθρωποι φαίνεται να κάνουν το αντίθετο.

«Όταν υπάρχει ζήτημα πίστης, από αναλυτική άποψη, μπορεί να φαίνεται παράλογο», δήλωσε ο Tony Jack, ο οποίος ηγήθηκε της έρευνας. “Αλλά, από όσα καταλαβαίνουμε για τον εγκέφαλο, το άλμα της πίστης στα υπερφυσικά φαινόμενα ισοδυναμεί με την παραίτηση του κριτικού / αναλυτικού τρόπου σκέψης για να μας βοηθήσει να επιτύχουμε μεγαλύτερη κοινωνική και συναισθηματική αντίληψη.”

«Ένα ρεύμα έρευνας στη γνωστική ψυχολογία έχει δείξει και ισχυρίζεται ότι οι άνθρωποι που έχουν πίστη (δηλαδή, είναι θρησκευόμενοι) δεν είναι τόσο έξυπνοι όσο και άλλοι. Στην πραγματικότητα μπορεί να ισχυριστούμε ότι είναι λιγότερο έξυπνοι», δήλωσε ο Ελληνοαμερικανός Ελευθέριος Μπογιατζής, διακεκριμένος καθηγητής πανεπιστημίου και καθηγητής γνωστικής συμπεριφοράς στο Case Western Reserve και μέλος της ομάδας του Jack.

“Οι μελέτες μας επιβεβαίωσαν ότι την στατιστική σχέση, αλλά ταυτόχρονα έδειξαν ότι τα άτομα με πίστη είναι πιο κοινωνικά και με ενσυναίσθηση, ενώ έχουν περισσότερη κατανόηση σε σχέση με εκείνους που δεν πιστεύουν”, είπε.

Σε μια σειρά οκτώ πειραμάτων, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όσο πιο συμπαθητικό είναι το άτομο, τόσο πιο πιθανό είναι θρησκευόμενος.

Αυτό το εύρημα προσφέρει μια νέα εξήγηση για προηγούμενες έρευνες που δείχνουν ότι οι γυναίκες τείνουν να έχουν περισσότερες θρησκευτικές ή πνευματικές κοσμοθεωρίες από τους άνδρες. Το χάσμα μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι οι γυναίκες έχουν ισχυρότερη τάση προς ενσυναίσθηση από τους άνδρες.

Η νέα μελέτη δημοσιεύεται στο online περιοδικό PLOS ONE .

Δομή εγκεφάλου

Η έρευνα βασίζεται στην υπόθεση ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει δύο αντίθετους τομείς σε συνεχή ένταση. Σε προηγούμενες έρευνες έδειξαν ότι ο εγκέφαλος έχει ένα αναλυτικό δίκτυο νευρώνων που μας επιτρέπει να σκεφτόμαστε κριτικά και ένα κοινωνικό δίκτυο που μας επιτρέπει να έχουμε ενσυναίσθηση. Όταν παρουσιάζεται πρόβλημα φυσικής ή ηθικό δίλημμα, ένας υγιής εγκέφαλος πυροδοτεί το κατάλληλο δίκτυο ενώ καταστέλλει το άλλο.

Λόγω της έντασης μεταξύ των δύο δικτύων αυτό σάς δίνει τη δυνατότητα να εμβαθύνετε βαθύτερα στην κοινωνική / συναισθηματική πλευρά. Και αυτό μπορεί να είναι το κλειδί για το γιατί υπάρχουν πεποιθήσεις στο υπερφυσικό πεδίο σε όλη την ιστορία των πολιτισμών. Απευθύνεται σε έναν ουσιαστικά μη υλικό τρόπο κατανόησης του κόσμου και της θέσης μας σε αυτόν.

Έχοντας ενσυναίσθηση δεν σημαίνει απαραίτητα ότι έχετε αντι-επιστημονικές πεποιθήσεις. Αντίθετα, τα αποτελέσματά μας υποδηλώνουν ότι εάν τονίσουμε μόνο την αναλυτική λογική και τις επιστημονικές πεποιθήσεις, όπως υποδηλώνει το νέο αθεϊστικό κίνημα, τότε διακυβεύουμε την ικανότητά μας να καλλιεργούμε διαφορετικός τύπος σκέψης, δηλαδή κοινωνική / ηθική διορατικότητα.

“Αυτά τα ευρήματα συνάδουν με τη φιλοσοφική άποψη, που υποστηρίζεται από τον (Immanuel) Kant, σύμφωνα με τον οποίο υπάρχουν δύο διαφορετικοί τύποι αλήθειας: εμπειρικός και ηθικός.”

Πειράματα και αποτελέσματα

Οι ερευνητές εξέτασαν τη σχέση ανάμεσα στην πίστη στον Θεό ή σε ένα παγκόσμιο πνεύμα με μέτρα αναλυτικής σκέψης και ηθικής ανησυχίας σε οκτώ διαφορετικά πειράματα, το καθένα με 159 έως 527 ενήλικες. Με συνέπεια και στα οκτώ, όσο πιο θρησκευτικό ήταν το άτομο, τόσο πιο ηθική ανησυχία έδειξαν. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε αίτιο και αποτέλεσμα.

Διαπίστωσαν ότι τόσο η πνευματική πίστη όσο και η ενσυναίσθητη ανησυχία συσχετίστηκαν θετικά με τη συχνότητα της προσευχής, τους διαλογισμούς και άλλες πνευματικές ή θρησκευτικές πρακτικές.

Όπως και άλλες μελέτες, αυτά τα πειράματα έδειξαν ότι η αναλυτική σκέψη αποθαρρύνει την αποδοχή πνευματικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων. Αλλά η στατιστική ανάλυση των δεδομένων που συγκεντρώθηκαν και από τα οκτώ πειράματα δείχνει ότι η ενσυναίσθηση είναι πιο σημαντική για τη θρησκευτική πίστη από ότι η αναλυτική σκέψη που ταιριάζει με την δυσπιστία.

Γιατί λοιπόν η σύγκρουση μεταξύ επιστήμης και θρησκείας μπορεί να γίνει τόσο δυνατή;

“Επειδή τα δίκτυα καταστέλλουν το ένα το άλλο, μπορεί να δημιουργήσουν δύο άκρα”, δήλωσε ο Ελευθέριος Μπογιατζής, καθηγητής οργανωσιακής συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Case Western Reserve. «Αναγνωρίζοντας ότι έτσι λειτουργεί ο εγκέφαλος, ίσως μπορούμε να δημιουργήσουμε περισσότερους λόγους και ισορροπία στις συζητήσεις που αφορούν την επιστήμη και τη θρησκεία».

Οι ερευνητές λένε ότι οι άνθρωποι είναι κατασκευασμένοι για να αλληλεπιδρούν και να εξερευνούν χρησιμοποιώντας και τα δύο δίκτυα.

“Αντί να συγκρούεται πάντα με την επιστήμη, υπό τις σωστές συνθήκες, η θρησκευτική πίστη μπορεί να προωθήσει θετικά την επιστημονική δημιουργικότητα και διορατικότητα”, δήλωσε ο Tony Jack “Πολλοί από τους πιο διάσημους επιστήμονες της ιστορίας ήταν πνευματικοί άνθρωποι ή θρησκευόμενοι. Αυτά τα αξιοσημείωτα άτομα ήταν αρκετά πνευματικά εξελιγμένα ώστε να δουν ότι δεν υπάρχει ανάγκη η θρησκεία και η επιστήμη να έρχονται σε σύγκρουση.”

Αναφέρονται μάλιστα στο βιβλίο του Baruch Aba Shalev 100 χρόνια βραβείων Νόμπελ, το οποίο διαπίστωσε ότι, από το 1901 έως το 2000, 654 βραβευμένοι με Νόμπελ, ή σχεδόν το 90%, ανήκαν σε μία από τις 28 θρησκείες. Το υπόλοιπο 10,5 τοις εκατό ήταν άθεοι, αγνωστικοί ή freethinkers.

Ο Jack λέει ότι η σύγκρουση μπορεί να αποφευχθεί αν θυμόμαστε απλούς κανόνες: «Η θρησκεία δεν έχει καμιά θέση να μας λέει για τη φυσική δομή του κόσμου · αυτή είναι η επιστήμη. Η επιστήμη πρέπει να ενημερώνει την ηθική συλλογιστική μας, αλλά δεν μπορεί να καθορίσει τι είναι ηθική ή να μας πει πώς πρέπει να κατασκευάσουμε νόημα και σκοπό στη ζωή μας. ”

Για να ανακαλύψουν βαθύτερα την πίστη, οι ερευνητές σχεδιάζουν μελέτες για να μάθουν εάν τα άτομα που αυξάνουν την ενσυναίσθηση τους αυξάνουν τη θρησκευτική ή πνευματική τους πεποίθηση ή το αντίστροφο.

Σε κάθε δύσκολη στιγμή, κρατήσου από όλα αυτά που γνώρισες όσο καιρό προσπαθούσες

Κοίτα με σε αγαπώ με όλη την δύναμη της ψυχής μου, είμαι δίπλα σου σε κάθε ανηφόρα και κατηφόρα να σου πιάσω το χέρι. Είμαι εκεί για να χαρώ με την χαρά σου και να στεναχωρηθώ με τη λύπη σου, να σε καταλάβω, να σε νιώσω. Μα πιο πολύ είμαι εκεί για να σου θυμίσω πως νιώθω περήφανος για εσένα για όλες τις φορές που μόχθησες και ας απέτυχες. Άλλωστε νικητής της ζωής δεν είναι ο άνθρωπος που πετυχαίνει τα πάντα αλλά αυτός που προσπαθεί μέχρι τέλους και αν αποτύχει δεν τα παρατά.

Η αποτυχία (ο πόνος, η δυσκολία, η στεναχώρια) μπορεί να σου φαίνεται σκληρή και είναι αλλά έχει τον τρόπο της να σου μάθει πολλά και το πιο βασικό να μάθεις να συνεχίζεις. Εκτός από ένα καλό μάθημα είναι και ο τρόπος της ζωής να σου δείξει και άλλα μονοπάτια που ίσως αν δεν μας τα έφερνε στο διάβα μας να μην είχαμε το θάρρος να τα ανακαλύψουμε.

Μπορεί να μη θέλουμε να τα δούμε μετά την απογοήτευση που νιώσαμε, να είμαστε θυμωμένοι με τη ζωή, με τον ίδιο μας τον εαυτό αλλά αν δεν τα περπατήσουμε δεν θα γνωρίσουμε ποτέ το μονοπάτι που η ζωή τόσο απλόχερα μας πρόσφερε και τις στιγμές που θα μας χαρίσει. Καθώς θα περπατάμε βήμα-βήμα τη φορά, κάνοντας και μια στάση για να θαυμάσουμε τις ομορφιές, για να αρπάξουμε τη γνώση και να αφουγκραστούμε τη κάθε στιγμή, θα καταλάβουμε πως αυτός ο δρόμος έχει πολλά να μας προσφέρει.

Σε αυτό το μονοπάτι θα γνωρίσεις ανθρώπους, πόνο, απογοητεύσεις και πολλές χαρές για να γεμίσεις την ψυχή σου με εμπειρίες, με αγάπη, με ευτυχία. Να προσέχεις όμως μη παρασύρεσαι κάθε φορά να την γεμίζεις και με γνώσεις! Η γνώση είναι χαρά, είναι εφόδιο που σε ακολουθεί για πάντα και δεν σε εγκαταλείπει ποτέ, για αυτό μην την απαρνηθείς, είναι η μόνη που σίγουρα θα μείνει μέχρι το τέλος να σου κάνει συντροφιά. Κάθε γνώση που θα βρεις στον δρόμο σου κράτα την σφιχτά, ποτέ να μην μετανιώσεις για την προσπάθεια που έκανες να την αποκτήσεις, είναι σημαντική.

Σε κάθε δύσκολη στιγμή κρατήσου από όλα αυτά που γνώρισες όσο καιρό προσπαθούσες, από τους ανθρώπους που σε αγαπάνε, που αισθάνονται περήφανοι για εσένα και για αυτούς αξίζει να χαμογελάς, πάρε δύναμη από την αγάπη τους. Άλλωστε από ένα σου χαμόγελο παίρνουν δύναμη και αυτοί. Στηρίξου από την γνώση που πήρες και να είσαι περήφανος για τον εαυτό σου, να τον αγαπάς, να του χαρίζεις τα πιο φωτεινά!

Επειδή το συνήθισες δεν σημαίνει πως είναι σωστό

Η συνήθεια είναι μία παγίδα, μία φυλακή η οποία σε αποτρέπει από το ερευνήσεις και να αναζητήσεις δικούς σου δρόμους για το κάθε τι.

Η φράση «τόσα χρόνια το κάνω, τώρα θα αλλάξω» είναι μία καταδίκη. Ναι τώρα θα αλλάξεις, αν το αποφασίσεις εσύ, αν το επιλέξεις εσύ και μόνο εσύ. Αυτή τη φράση μέσα σε 5 λεπτά καταφέρνει ο γιατρός να σου την αλλάξει και από εκεί που «τόσα χρόνια έκανες», ξαφνικά μέσα από τον φόβο αλλάζεις αυτόματα. Ύστερα από λίγο καιρό, εσύ πάλι σε κάποιον άλλον που θα πει την ίδια φράση, θα του πεις με καμάρι, όλα είναι θέμα μυαλού και όλα είναι στο μυαλό. Μα ναι, αν δεν ήταν ο γιατρός και ο φόβος ούτε εσύ θα έβγαινες από την «βολική αλλά καταστροφική σου συνήθεια». Τοποθετούσες πάντα και ακόμη το κάνεις τη φράση «το έχω συνηθίσει» και τη φράση «τόσα χρόνια». Τα χρόνια είναι μία αποφυγή στην αντιμετώπιση της αλλαγής, αφού έτσι κι αλλιώς αλλάζεις. Τί σου δείχνει τόσο το σώμα σου αλλά και οι επιλογές σου; Επειδή είχες συνηθίσει την πάνα 2 με 3 χρόνια, μήπως τι, δεν την έκοψες; Τότε δεν ίσχυε το τόσα χρόνια. Μήπως φοράς ακόμη τα παπούτσια που φορούσες όταν ήσουν παιδί; Όχι έχεις εναρμονιστεί απόλυτα με τις αλλαγές. Οπότε γιατί σε παραμυθιάζεις ότι δεν μπορείς να αλλάξεις;

Μπορείς, όλα τα μπορεί ο άνθρωπος αν επιλέξει να τα κάνει. Γιατί ένας φόβος θα σε κάνει να αλλάξεις μέσα σε λίγα λεπτά;

Οπότε καλό είναι να σταματήσουμε να ωθούμε τους εαυτούς μας μέσα από τη σκλαβιά της συνήθειας, σε δρόμους που ήδη μας έχουν αποδείξει ότι δεν βγαίνουν σε καλοσύνη αλλά ακριβώς το αντίθετο.

Όσο πιο πολύ ένας άνθρωπος είναι δεμένος με συνήθειες τόσο πιο πολύ σκληραίνει ως προς τον εαυτό του και τον απομονώνει από την ζωή, από την ελευθερία, από την αρμονία. Γιατί οι συνήθειες είναι αυτές που σου κάνουν τις μέρες σου να είναι ίδιες και απαράλλακτες. Έτσι ενώ ο χρόνος περνάει, εσύ επιλέγεις τη στασιμότητα και όχι την ελευθερία να πράττεις ανάλογα με τα νέα δεδομένα.

Για να ελευθερωθείς από τις συνήθειες δεν είναι απλό ούτε εύκολο, το πρώτο βασικό συστατικό είναι η γνώση. Για να αλλάξεις μία συνήθεια οφείλεις να μάθεις που σε οδηγεί ακριβώς. Θυμήσου ότι με το άκουσμα της αλήθειας- γνώσης ότι σου συμβαίνει κάτι, από το στόμα του γιατρού, άλλαξες αυτόματα ότι σου ζήτησε. Άρα η γνώση είναι το πρώτο και βασικό κομμάτι για την αλλαγή.

Το επόμενο είναι να καταλάβεις ότι αξίζεις την καλύτερη μεταχείριση, όχι εγωιστικά, αλλά ουσιαστικά και με ουσιαστική φροντίδα. Που σημαίνει πως οι συνήθειες σου, είτε καλές είτε όχι, λειτουργούν αθροιστικά στη ζωή σου, δεν είναι αυτοτελή επεισόδια. Γιατί η ζωή σου έχει μία ροή, οπότε κάθε τι αθροίζεται στο σώμα σου, στις σκέψεις σου, στους πόνους σου, στους φόβους σου, στις αδυναμίες σου, στα συναισθήματα σου. Κάθε τι δεν είναι έξω από σένα αλλά ξεκινάει από σένα και σε σένα επιστρέφει. Όλες οι συνήθειες σου λοιπόν έχουν δημιουργήσει πίσω σου ένα τεράστιο γαϊτανάκι το οποίο είναι δεμένο με τα πόδια σου και το σέρνεις μαζί σου.

Ανακάλυψε απόλυτα τις συνήθειές σου, με ποιο τρόπο ; Γράψε μία σου συνήθεια σε ένα τετράδιο, ύστερα αναζήτησε από τους ανθρώπους σου που γνωρίζεις πως έχει εξελιχθεί η ζωή τους μέσα από αυτή τη συνήθεια. Τι επιπτώσεις είχε; Γιατί την ακολουθείς ; Είναι δική σου επιλογή ή έτσι σε έμαθαν; Τι σημαίνει για σένα αυτή η συνήθεια;Τι σου προσφέρει; Μήπως νομίζεις ότι σου προσφέρει; Τι θα γινόταν αν την άλλαζες αυτή τη συνήθεια;

Υπάρχουν συνήθειες καλές αλλά υπάρχουν και συνήθειες οι οποίες γίνονται μέσα από το υποσυνείδητο χωρίς να έχουμε επίγνωση, όπου αυτές οι συνήθειες μας προκαλούν φθορά και πόνο. Ο λόγος που δεν κάνουμε το βήμα έξω από τη συνήθεια συνήθως είναι τι θα πει ο κόσμος ή καλά τόσα χρόνια όλοι έτσι το κάνουν εγώ θα το αλλάξω. Κι όμως οι αλλαγές στον πλανήτη ήρθαν από τις εξαιρέσεις και όχι από τον κανόνα. Μέσα από τις εξαιρέσεις έγιναν οι μεγαλύτερες ανακαλύψεις όπως το τηλέφωνο, η τηλεόραση, το αυτοκίνητο και τόσα άλλα που μας απλοποιούν τη ζωή.

Βάλε στη ζωή σου τις δικές σου διαδρομές μέσα από τις δικές σου συνήθειες μέσα από την επίγνωση, την επιλογή της γνώσης δηλαδή να ξέρεις τι κάνεις, γιατί, που αποσκοπείς και τι θα σου φέρει η συνήθεια αυτή.

Είσαι ένα μοναδικά σπάνιο πλάσμα και δεν γίνεται να λειτουργείς σαν μαγεμένος σε δρόμους που βρήκες από τον περίγυρο έτσι επειδή στο έμαθαν ή επειδή στο είπαν. Η ζωή είναι δική σου και όχι εγωιστικά αλλά ουσιαστικά θα τη ζήσεις με τις δικές σου επιλογές.

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ: Ο κύριος πρόξενος της ταραχής στη ζωή ενός ανθρώπου είναι η άγνοια του καλού και του κακού

Ο Επίκουρος παρατηρεί πως η ευτυχία κι η αρετή συνδέονται ακατάλυτα μεταξύ τους:

Είναι αδύνατο να ζήσεις ηδονικά χωρίς φρόνηση, ομορφιά και δικαιοσύνη κι είναι αδύνατο να ‘χει η ζωή σου ομορφιά, δικαιοσύνη και φρόνηση, αν δεν έχει και ευχαρίστηση. Όποιος δεν τα διαθέτει αυτά, δεν μπορεί να ζει ευτυχισμένα.

Δεν είναι όλοι οι ηθικοί αναμορφωτές τόσο καίριοι όσο ο Eπίκουρος, στον τρόπο με τον οποίο συνδέει την ευτυχία με την αρετή. Πολλοί ηθικολόγοι θα ήθελαν να πιστέψουμε πως το να ακολουθούμε το μονοπάτι της αρετής είναι «αυτοσκοπός». Αν τους ρωτήσουμε γιατί θα πρέπει να συμπεριφερόμαστε ενάρετα, ο λόγος που προβάλλουν είναι πως το να ασκούμε την αρετή είναι κάτι που από μόνο του μας ανταμείβει. Αυτή η ταυτολογία υποδηλώνει ότι κάθε σκοπούμενη «αρετή» θα πρέπει να επιδιώκεται, ανεξάρτητα που οδηγεί τελικά –ακόμη κι αν δεν οδηγεί πουθενά. Μ’ αυτό το είδος «κυκλικής επιχειρηματολογίας», διαφωνεί ο Επικούρειος συνομιλητής του Κικέρωνα, στο έργο του De Finibus:

Όσοι ταυτίζουν το Ύψιστο Αγαθό αποκλειστικά με την αρετή έχουν παραπλανηθεί από τη λαμπρότητα μιας λέξης και δεν κατανοούν τις αληθινές απαιτήσεις της φύσης.

Αν δεχτούν να ακούσουν τον Επίκουρο, θα απαλλαγούν από το πιο χονδροειδές λάθος. Η σχολή σας μιλάει πολύ για την υπέρτατη ομορφιά των αρετών αν όμως οι αρετές δεν έφερναν την ηδονή, ποιος θα τις θεωρούσε αξιέπαινες ή επιθυμητές;

Την ιατρική την εκτιμούμε, όχι επειδή παρουσιάζει επιστημονικό ενδιαφέρον μα επειδή συμβάλλει στην υγεία.

Την τέχνη της ναυσιπλοΐας την επαινούμε για την πρακτική της αξία όχι την θεωρητική, επειδή εφαρμόζει κανόνες που είναι απαραίτητοι για το ασφαλές ταξίδι.

Έτσι και η Φρόνηση, που θα πρέπει να τη θεωρούμε ως τέχνη του ζην, αν δεν έφερνε αποτελέσματα δεν θα ήταν επιθυμητή όμως είναι μια επιθυμητή αρετή, επειδή εξασφαλίζει και παράγει την ηδονή. Όσο για το νόημα που δίνω στην ηδονή, ήδη θα πρέπει να σας είναι ξεκάθαρο και δεν πρέπει να ‘στε προκατειλημμένοι εναντίον μου εξαιτίας του ότι η λέξη συσχετίζεται με την προστυχιά.

Ο κύριος πρόξενος της ταραχής στη ζωή ενός ανθρώπου είναι η άγνοια του καλού και του κακού, οι λαθεμένες αντιλήψεις μας πάνω σ’ αυτά συχνά μας αποστερούν τις μεγαλύτερες ηδονές και μας βασανίζουν με τους πιο σκληρούς πόνους της ψυχής. Άρα χρειαζόμαστε τη Φρόνηση, για να μας απαλλάξει από τους φόβους και τις ορμές μας, να ξεριζώσει όλα τα λάθη και τις προκαταλήψεις και να μας υπηρετήσει σαν αλάνθαστος οδηγός για την επίτευξη της ηδονής.

Και μόνο η Φρόνηση μπορεί να αποδιώξει τη θλίψη απ’ τις καρδιές και να μας προστατέψει από την ανησυχία και το φόβο. Αν την αφήσεις να σε δασκαλέψει, θα μπορέσεις να ζήσεις γαλήνια και να σβήσεις τις πυρακτωμένες φλόγες της επιθυμίας. Γιατί οι επιθυμίες είναι ανίκανες να βρουν ικανοποίηση και δεν καταστρέφουν μόνο μεμονωμένα άτομα μα οικογένειες ολόκληρες, και μάλιστα συχνά ταρακουνούν τα θεμέλια του κράτους. Αυτές είναι η πηγή του μίσους, των καυγάδων, των ανταγωνισμών, των πολεμικών συγκρούσεων. Κι όχι μόνο δείχνουν το πρόσωπό τους προς τα έξω, όχι μόνο επιτίθενται τυφλά εναντίον άλλων, μα ακόμα κι όταν είναι φυλακισμένες μες στην καρδιά μαλώνουν και τρώγονται μεταξύ τους κι αυτό δε μπορεί παρά να φαρμακώνει τη ζωή στο σύνολό της.

Επομένως, μόνο ο Σοφός, που κλαδεύει την οργιώδη βλάστηση της ματαιοδοξίας και των λαθών, έχει τη δυνατότητα να ζήσει ανενόχλητος από τη θλίψη και το φόβο, ευχαριστημένος μέσα στα όρια που έχει θέσει η φύση των πραγμάτων. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο χρήσιμο για το ευ ζην, από τη διδασκαλία του Επίκουρου σχετικά με τις επιθυμίες.

Αν προσέξουμε ότι η άγνοια και το λάθος υποβιβάζουν το σύνολο της ζωής σε μια σύγχυση, ενώ η Φρόνηση από μόνη της είναι ικανή να μας προστατέψει από τις επιθέσεις της βουλιμίας και τις συμφορές του φόβου, μιας και μας διδάσκει πώς να αντιμετωπίζουμε ακόμα και τα χτυπήματα της τύχης με μετριοπάθεια, και μας δείχνει όλα τα μονοπάτια που οδηγούν στην ηρεμία και τη γαλήνη, τότε γιατί να μην ομολογήσουμε, δίχως δισταγμό, ότι η Φρόνηση είναι επιθυμητή για τις ηδονές που προσφέρει, κι ότι η Αφροσύνη πρέπει να αποφεύγεται λόγω των τραυματικών συνεπειών της;

Πόση σημασία έχει να είσαι συνεπής στις πράξεις σου;

Πόση σημασία έχει να είσαι συνεπής στις πράξεις σου; Έχει πολύ μεγάλη σημασία, μπορεί να είναι η πρώτη απάντηση, αφού η συνέπεια είναι η ουσία της αυθεντικότητας. Οπότε, σκέπτεται ο Μονταίνι, κοίταξε μέσα σου:

Όχι μόνο ο άνεμος των τυχαίων πραγμάτων με κινεί σύμφωνα με την τάση του, αλλά επίσης κινούμαι και ενοχλούμαι από την αστάθεια της στάσης μου: οποιοσδήποτε στρέφει τη βασική του προσοχή στον εαυτό του, δύσκολα θα βρει τον εαυτό του δύο φορές στην ίδια κατάσταση… Μιλώ για τον εαυτό μου με διαφορετικούς τρόπους: κι αυτό επειδή κοιτάζω τον εαυτό μου με διαφορετικούς τρόπους. 

Κάθε είδους αντίφαση μπορεί να βρεθεί μέσα μου, ανάλογα με κάποια αλλαγή ή ιδιότητα: ντροπαλός, αυθάδης, αγνός, λάγνος, ομιλητικός, λιγομίλητος, σκληρός, ασθενικός, έξυπνος, ανόητος, σοβαρός, πρόσχαρος, ψεύτης, ειλικρινής, μορφωμένος, αδαής, γενναιόδωρος, τσιγκούνης και, πάλι, άσωτος.

Το μάθημα είναι να μην ανησυχούμε και τόσο πολύ γι’ αυτήν την «περιστροφή» και «αταξία». Είναι σοφία να την αναγνωρίζουμε και, απλώς, άγνοια να αρνούμαστε ότι αλλάζουμε στο όνομα της συνέπειας.

Fr. Nietzsche: Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα (1)

Φρίντριχ Νίτσε: 1844–1900

Ο Υπεράνθρωπος: Πέραν της φθοράς και της παρακμής

§1

Οι παρούσες συνθήκες θέτουν όλο και νέα αιτήματα σκέψης και περίσκεψης. Γιατί; Επειδή τα συντρίμμια του δυτικού πολιτισμού φράσσουν ανηλεώς τον δρόμο του ανθρώπου προς τη συνεννόηση με το Είναι του εαυτού και του άλλου, δηλαδή προς την αυτοπραγμάτωση της ανθρώπινης ύπαρξης εντός του κόσμου τούτου. Παντού κυριαρχεί ακατανοησία, η οποία μάλιστα νομιμοποιείται θεσμικά, αλλά και ιδεολογικά, ως αυστηρή προσήλωση στο δικαστήριο της «Λογικής». Σε ένα τέτοιο δικαστήριο συνήθως αναζητούν εστία όλα τα θλιβερά και εξόχως υπηρετικά όντα κάθε θρασύδειλου εξουσιασμού. Γι’ αυτό και όποιος το αντιστρατεύεται, το πολεμά, είτε αυθαιρετεί, διαπράττει το ανεξιλέωτο προπατορικό αμάρτημα του «παραλογίζεσθαι» είτε είναι μηδενιστής. Ο Νίτσε ανήκει σε εκείνους τους φιλοσόφους που έχουν στρέψει όλο το βαρύ πυροβολικό της σκέψης τους ενάντια στο ως άνω δικαστήριο και έχουν χαρακτηριστεί ως μηδενιστές. Εν τέλει τι επιδιώκει ο Νίτσε με τη φιλοσοφία του, όπως κυρίως αυτή συγκεφαλαιώνεται μέσα στο μέγιστο έργο του: Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα;

§2

Επιδιώκει την καθίδρυση του υπερανθρώπου, την εγκατάστασή του πάνω στη γη, μέσα στον κόσμο, ως ενός νέου τύπου ανθρώπου που μόνο του οδηγό θα έχει τη δύναμη της βούλησης. Η δύναμη τούτη συμπυκνώνει όλο το νόημα της ζωής και το διαθέτει στον άνθρωπο ως μια νέα δυνατότητα ελεύθερης βίωσης πάνω από τα ερείπια του δυτικού πολιτισμού. Με τη λέξη-έννοια «υπεράνθρωπος» ο Νίτσε δεν εννοεί κάποια ύπαρξη ή δύναμη που έρχεται έξω από το φυσικό σύμπαν του ανθρώπου για να εξουσιάσει κατά τη δική του βούληση τα ενδοκοσμικά του πράγματα, αλλά τον προ-φήτη, τον δημιουργό που εν-θαρρύνεται από τη βούληση για δύναμη για να κηρύξει την κατάφαση της ζωής. Η κήρυξη αυτή δεν είναι μια απλή γνωστοποίηση, διακήρυξη ή ακατάσχετη πολυλογία, όπως συμβαίνει με τις τρέχουσες πολιτικές και άλλες ιδεολογίες· δεν είναι καν ιδεολογία. Απεναντίας είναι ο πιο αρχέγονος αγώνας, ο «πόλεμος πατήρ πάντων» του Ηράκλειτου, που προβάλλει εμπρός μας και μας οικειώνει με την αδάμαστη σκέψη. Πρόκειται για τη σκέψη που δεν ορρωδεί μπροστά σε τίποτα.

§3

Γι’ αυτό και δύναται να στέλνει στη ζωή μας του δημιουργούς, όχι ως επιδρομείς σε αυτό που υπάρχει, αλλά ως αγωνιστές που διεξάγουν έναν αγώνα «ενάντια στην απόλυτη κυριαρχία του χάους» (Χάιντεγκερ). Όπου αυτός ο αγώνας δεν υπάρχει ή σταματά, ο κόσμος εκτρέπεται, μας λέει ο Χάιντεγκερ: «όταν από ένα έθνος εξαφανίζονται οι δημιουργοί, όταν απλώς γίνονται ανεκτοί ως μια περιέργεια του περιθωρίου, ως διακοσμητικά στοιχεία, ως εκκεντρικοί ξένοι προς την πραγματική ζωή· όταν ο αυθεντικός αγώνας σταματά, ή μετατρέπεται σε απλή πολεμική, σε μηχανορραφίες και δολοπλοκίες του ανθρώπου με αυτό που υπάρχει, τότε η παρακμή έχει αρχίσει». Ο Ζαρατούστρα του Νίτσε, στη συνάφεια τούτη, πραγματώνει την ιδέα της αιώνιας επιστροφής, έτσι ώστε ο ως άνω αγώνας να είναι σταθερά εγκατεστημένος στο κέντρο της ανθρώπινης ζωής και να εκτυλίσσεται εκάστοτε ως το αντίπαλο δέος, με συγκεκριμένη μορφή και όχι με ιδεολογικές-αλλοτριωτικές αφαιρέσεις, απέναντι στην ατέρμονη αθλιότητα των παρακμιακών δυνάμεων. Ο εν λόγω αγώνας, σύμφωνα με τον Νίτσε, γίνεται νικηφόρος, όταν είναι συμφιλιωμένος με τον πόνο. Τούτο δεν σημαίνει ότι πρέπει να αναζητεί κανείς οπωσδήποτε τον πόνο ως τέτοιο, αλλά εκεί που τον συναντά –και τον συναντά ως βασική συνθήκη της ζωής του– να μην καταβάλλεται. Στο θεμέλιο του Ζαρατούστρα, εν τέλει, καθιδρύεται ο ανώτερος, ο ισχυρότερος τύπος του Είναι, κατά τον οποίο η αιώνια επιστροφή συντελείται, μεταξύ των άλλων, ως άνοιγμα της ψυχής έξω από τον εαυτό της, για να τον ξανασυναντήσει στον ίδιο κύκλο αλλά με πιο ισχυρή βούληση για δύναμη και βίωση.

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (574b-577b)

[574b] Ἂν δὲ δὴ αὐτῷ μὴ ἐπιτρέπωσιν, ἆρ᾽ οὐ τὸ μὲν πρῶτον ἐπιχειροῖ ἂν κλέπτειν καὶ ἀπατᾶν τοὺς γονέας;Πάντως.
Ὁπότε δὲ μὴ δύναιτο, ἁρπάζοι ἂν καὶ βιάζοιτο μετὰ τοῦτο;
Οἶμαι, ἔφη.
Ἀντεχομένων δὴ καὶ μαχομένων, ὦ θαυμάσιε, γέροντός τε καὶ γραός, ἆρ᾽ εὐλαβηθείη ἂν καὶ φείσαιτο μή τι δρᾶσαι τῶν τυραννικῶν;
Οὐ πάνυ, ἦ δ᾽ ὅς, ἔγωγε θαρρῶ περὶ τῶν γονέων τοῦ τοιούτου.
Ἀλλ᾽, ὦ Ἀδείμαντε, πρὸς Διός, ἕνεκα νεωστὶ φίλης καὶ οὐκ ἀναγκαίας ἑταίρας γεγονυίας τὴν πάλαι φίλην καὶ ἀναγκαίαν [574c] μητέρα, ἢ ἕνεκα ὡραίου νεωστὶ φίλου γεγονότος οὐκ ἀναγκαίου τὸν ἄωρόν τε καὶ ἀναγκαῖον πρεσβύτην πατέρα καὶ τῶν φίλων ἀρχαιότατον δοκεῖ ἄν σοι ὁ τοιοῦτος πληγαῖς τε δοῦναι καὶ καταδουλώσασθαι ἂν αὐτοὺς ὑπ᾽ ἐκείνοις, εἰ εἰς τὴν αὐτὴν οἰκίαν ἀγάγοιτο;
Ναὶ μὰ Δία, ἦ δ᾽ ὅς.
Σφόδρα γε μακάριον, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἔοικεν εἶναι τὸ τυραννικὸν ὑὸν τεκεῖν.
Πάνυ γ᾽, ἔφη.
[574d] Τί δ᾽, ὅταν δὴ τὰ πατρὸς καὶ μητρὸς ἐπιλείπῃ τὸν τοιοῦτον, πολὺ δὲ ἤδη συνειλεγμένον ἐν αὐτῷ ᾖ τὸ τῶν ἡδονῶν σμῆνος, οὐ πρῶτον μὲν οἰκίας τινὸς ἐφάψεται τοίχου ἤ τινος ὀψὲ νύκτωρ ἰόντος τοῦ ἱματίου, μετὰ δὲ ταῦτα ἱερόν τι νεωκορήσει; καὶ ἐν τούτοις δὴ πᾶσιν, ἃς πάλαι εἶχεν δόξας ἐκ παιδὸς περὶ καλῶν τε καὶ αἰσχρῶν, τὰς δικαίας ποιουμένας, αἱ νεωστὶ ἐκ δουλείας λελυμέναι, δορυφοροῦσαι τὸν Ἔρωτα, κρατήσουσι μετ᾽ ἐκείνου, αἳ πρότερον μὲν ὄναρ [574e] ἐλύοντο ἐν ὕπνῳ, ὅτε ἦν αὐτὸς ἔτι ὑπὸ νόμοις τε καὶ πατρὶ δημοκρατούμενος ἐν ἑαυτῷ· τυραννευθεὶς δὲ ὑπὸ Ἔρωτος, οἷος ὀλιγάκις ἐγίγνετο ὄναρ, ὕπαρ τοιοῦτος ἀεὶ γενόμενος, οὔτε τινὸς φόνου δεινοῦ ἀφέξεται οὔτε βρώματος οὔτ᾽ ἔργου, [575a] ἀλλὰ τυραννικῶς ἐν αὐτῷ ὁ Ἔρως ἐν πάσῃ ἀναρχίᾳ καὶ ἀνομίᾳ ζῶν, ἅτε αὐτὸς ὢν μόναρχος, τὸν ἔχοντά τε αὐτὸν ὥσπερ πόλιν ἄξει ἐπὶ πᾶσαν τόλμαν, ὅθεν αὑτόν τε καὶ τὸν περὶ αὑτὸν θόρυβον θρέψει, τὸν μὲν ἔξωθεν εἰσεληλυθότα ἀπὸ κακῆς ὁμιλίας, τὸν δ᾽ ἔνδοθεν ὑπὸ τῶν αὐτῶν τρόπων καὶ ἑαυτοῦ ἀνεθέντα καὶ ἐλευθερωθέντα· ἢ οὐχ οὗτος ὁ βίος τοῦ τοιούτου;
Οὗτος μὲν οὖν, ἔφη.
Καὶ ἂν μέν γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὀλίγοι οἱ τοιοῦτοι ἐν πόλει [575b] ὦσι καὶ τὸ ἄλλο πλῆθος σωφρονῇ, ἐξελθόντες ἄλλον τινὰ δορυφοροῦσι τύραννον ἢ μισθοῦ ἐπικουροῦσιν, ἐάν που πόλεμος ᾖ· ἐὰν δ᾽ ἐν εἰρήνῃ τε καὶ ἡσυχίᾳ γένωνται, αὐτοῦ δὴ ἐν τῇ πόλει κακὰ δρῶσι σμικρὰ πολλά.
Τὰ ποῖα δὴ λέγεις;
Οἷα κλέπτουσι, τοιχωρυχοῦσι, βαλλαντιοτομοῦσι, λωποδυτοῦσιν, ἱεροσυλοῦσιν, ἀνδραποδίζονται· ἔστι δ᾽ ὅτε συκοφαντοῦσιν, ἐὰν δυνατοὶ ὦσι λέγειν, καὶ ψευδομαρτυροῦσι καὶ δωροδοκοῦσιν.
[575c] Σμικρά γ᾽, ἔφη, κακὰ λέγεις, ἐὰν ὀλίγοι ὦσιν οἱ τοιοῦτοι.
Τὰ γὰρ σμικρά, ἦν δ᾽ ἐγώ, πρὸς τὰ μεγάλα σμικρά ἐστιν, καὶ ταῦτα δὴ πάντα πρὸς τύραννον πονηρίᾳ τε καὶ ἀθλιότητι πόλεως, τὸ λεγόμενον, οὐδ᾽ ἵκταρ βάλλει. ὅταν γὰρ δὴ πολλοὶ ἐν πόλει γένωνται οἱ τοιοῦτοι καὶ ἄλλοι οἱ συνεπόμενοι αὐτοῖς, καὶ αἴσθωνται ἑαυτῶν τὸ πλῆθος, τότε οὗτοί εἰσιν οἱ τὸν τύραννον γεννῶντες μετὰ δήμου ἀνοίας ἐκεῖνον, ὃς ἂν αὐτῶν μάλιστα αὐτὸς ἐν αὑτῷ μέγιστον καὶ πλεῖστον [575d] ἐν τῇ ψυχῇ τύραννον ἔχῃ.
Εἰκότως γ᾽, ἔφη· τυραννικώτατος γὰρ ἂν εἴη.
Οὐκοῦν ἐὰν μὲν ἑκόντες ὑπείκωσιν· ἐὰν δὲ μὴ ἐπιτρέπῃ ἡ πόλις, ὥσπερ τότε μητέρα καὶ πατέρα ἐκόλαζεν, οὕτω πάλιν τὴν πατρίδα, ἐὰν οἷός τ᾽ ᾖ, κολάσεται ἐπεισαγόμενος νέους ἑταίρους, καὶ ὑπὸ τούτοις δὴ δουλεύουσαν τὴν πάλαι φίλην μητρίδα τε, Κρῆτές φασι, καὶ πατρίδα ἕξει τε καὶ θρέψει. καὶ τοῦτο δὴ τὸ τέλος ἂν εἴη τῆς ἐπιθυμίας τοῦ τοιούτου ἀνδρός.
[575e] Τοῦτο, ἦ δ᾽ ὅς, παντάπασί γε.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὗτοί γε τοιοίδε γίγνονται ἰδίᾳ καὶ πρὶν ἄρχειν· πρῶτον μὲν οἷς ἂν συνῶσιν, ἢ κόλαξιν ἑαυτῶν συνόντες καὶ πᾶν ἑτοίμοις ὑπηρετεῖν, ἢ ἐάν τού τι δέωνται, [576a] αὐτοὶ ὑποπεσόντες, πάντα σχήματα τολμῶντες ποιεῖν ὡς οἰκεῖοι, διαπραξάμενοι δὲ ἀλλότριοι;
Καὶ σφόδρα γε.
Ἐν παντὶ ἄρα τῷ βίῳ ζῶσι φίλοι μὲν οὐδέποτε οὐδενί, ἀεὶ δέ του δεσπόζοντες ἢ δουλεύοντες ἄλλῳ, ἐλευθερίας δὲ καὶ φιλίας ἀληθοῦς τυραννικὴ φύσις ἀεὶ ἄγευστος.
Πάνυ μὲν οὖν.
Ἆρ᾽ οὖν οὐκ ὀρθῶς ἂν τοὺς τοιούτους ἀπίστους καλοῖμεν;
Πῶς δ᾽ οὔ;
Καὶ μὴν ἀδίκους γε ὡς οἷόν τε μάλιστα, εἴπερ ὀρθῶς [576b] ἐν τοῖς πρόσθεν ὡμολογήσαμεν περὶ δικαιοσύνης οἷόν ἐστιν.
Ἀλλὰ μήν, ἦ δ᾽ ὅς, ὀρθῶς γε.
Κεφαλαιωσώμεθα τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸν κάκιστον. ἔστιν δέ που, οἷον ὄναρ διήλθομεν, ὃς ἂν ὕπαρ τοιοῦτος ᾖ.
Πάνυ μὲν οὖν.
Οὐκοῦν οὗτος γίγνεται ὃς ἂν τυραννικώτατος φύσει ὢν μοναρχήσῃ, καὶ ὅσῳ ἂν πλείω χρόνον ἐν τυραννίδι βιῷ, τοσούτῳ μᾶλλον τοιοῦτος.
Ἀνάγκη, ἔφη διαδεξάμενος τὸν λόγον ὁ Γλαύκων.
Ἆρ᾽ οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὃς ἂν φαίνηται πονηρότατος, καὶ [576c] ἀθλιώτατος φανήσεται; καὶ ὃς ἂν πλεῖστον χρόνον καὶ μάλιστα τυραννεύσῃ, μάλιστά τε καὶ πλεῖστον χρόνον τοιοῦτος γεγονὼς τῇ ἀληθείᾳ; τοῖς δὲ πολλοῖς πολλὰ καὶ δοκεῖ.
Ἀνάγκη, ἔφη, ταῦτα γοῦν οὕτως ἔχειν.
Ἄλλο τι οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅ γε τυραννικὸς κατὰ τὴν τυραννουμένην πόλιν ἂν εἴη ὁμοιότητι, δημοτικὸς δὲ κατὰ δημοκρατουμένην, καὶ οἱ ἄλλοι οὕτω;
Τί μήν;
Οὐκοῦν, ὅτι πόλις πρὸς πόλιν ἀρετῇ καὶ εὐδαιμονίᾳ, τοῦτο καὶ ἀνὴρ πρὸς ἄνδρα;
[576d] Πῶς γὰρ οὔ;
Τί οὖν ἀρετῇ τυραννουμένη πόλις πρὸς βασιλευομένην οἵαν τὸ πρῶτον διήλθομεν;
Πᾶν τοὐναντίον, ἔφη· ἡ μὲν γὰρ ἀρίστη, ἡ δὲ κακίστη.
Οὐκ ἐρήσομαι, εἶπον, ὁποτέραν λέγεις· δῆλον γάρ. ἀλλ᾽ εὐδαιμονίας τε αὖ καὶ ἀθλιότητος ὡσαύτως ἢ ἄλλως κρίνεις; καὶ μὴ ἐκπληττώμεθα πρὸς τὸν τύραννον ἕνα ὄντα βλέποντες, μηδ᾽ εἴ τινες ὀλίγοι περὶ ἐκεῖνον, ἀλλ᾽ ὡς χρὴ ὅλην [576e] τὴν πόλιν εἰσελθόντας θεάσασθαι, καταδύντες εἰς ἅπασαν καὶ ἰδόντες, οὕτω δόξαν ἀποφαινώμεθα.
Ἀλλ᾽ ὀρθῶς, ἔφη, προκαλῇ· καὶ δῆλον παντὶ ὅτι τυραννουμένης μὲν οὐκ ἔστιν ἀθλιωτέρα, βασιλευομένης δὲ οὐκ εὐδαιμονεστέρα.
Ἆρ᾽ οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ περὶ τῶν ἀνδρῶν τὰ αὐτὰ ταῦτα [577a] προκαλούμενος ὀρθῶς ἂν προκαλοίμην, ἀξιῶν κρίνειν περὶ αὐτῶν ἐκεῖνον, ὃς δύναται τῇ διανοίᾳ εἰς ἀνδρὸς ἦθος ἐνδὺς διιδεῖν καὶ μὴ καθάπερ παῖς ἔξωθεν ὁρῶν ἐκπλήττεται ὑπὸ τῆς τῶν τυραννικῶν προστάσεως ἣν πρὸς τοὺς ἔξω σχηματίζονται, ἀλλ᾽ ἱκανῶς διορᾷ; εἰ οὖν οἰοίμην δεῖν ἐκείνου πάντας ἡμᾶς ἀκούειν, τοῦ δυνατοῦ μὲν κρῖναι, συνῳκηκότος δὲ ἐν τῷ αὐτῷ καὶ παραγεγονότος ἔν τε ταῖς κατ᾽ οἰκίαν πράξεσιν, ὡς πρὸς ἑκάστους τοὺς οἰκείους ἔχει, ἐν οἷς [577b] μάλιστα γυμνὸς ἂν ὀφθείη τῆς τραγικῆς σκευῆς, καὶ ἐν αὖ τοῖς δημοσίοις κινδύνοις, καὶ ταῦτα πάντα ἰδόντα κελεύοιμεν ἐξαγγέλλειν πῶς ἔχει εὐδαιμονίας καὶ ἀθλιότητος ὁ τύραννος πρὸς τοὺς ἄλλους;
Ὀρθότατ᾽ ἄν, ἔφη, καὶ ταῦτα προκαλοῖο.
Βούλει οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, προσποιησώμεθα ἡμεῖς εἶναι τῶν δυνατῶν ἂν κρῖναι καὶ ἤδη ἐντυχόντων τοιούτοις, ἵνα ἔχωμεν ὅστις ἀποκρινεῖται ἃ ἐρωτῶμεν;
Πάνυ γε.

***
[574b] Και αν δεν του το επιτρέψουν, δεν θα τολμήσει να κλέψει και να εξαπατήσει τους γονείς του;
Χωρίς αμφιβολία.
Κι αν δεν το κατορθώσει, δεν θα καταφύγει στην αρπαγή και στη βία;
Το πιστεύω.
Και αν αντιτάξουν αντίσταση στη βία του, θα σεβαστεί άραγε τα γερατειά τους και θα τον εμποδίσει τίποτα να τους μεταχειριστεί με τρόπο τυραννικό;
Δεν σου τους εξασφαλίζω πάρα πολύ τους γονείς ενός τέτοιου ανθρώπου.
Αλλά για χάρη μιας φίλης χτεσινής, μιας εταίρας που μαζί της δεν έχει κανέναν αναγκαίο δεσμό, [574c] ή για χάρη ενός νεαρού φίλου, που ως χτες ακόμα του ήταν αδιάφορος, πιστεύεις, Αδείμαντε, ότι θα τολμούσε να σηκώσει χέρι εναντίον της παλαιάς φίλης, της μητέρας του, με την οποία τον ενώνει ο ιερός δεσμός του αίματος, ή εναντίον του αρχαιότερου φίλου, του γέροντα πια πατέρα του, και να τους υποδουλώσει σ᾽ εκείνους τους έρωτές του, αν έφτανε στο σημείο να τους φέρει μέσα στο ίδιο σπίτι;
Ναι, μά την αλήθεια, το πιστεύω.
Πολύ αξιομακάριστο λοιπόν πράγμα φαίνεται πως είναι να γεννήσει κανείς γιο τυραννικό.
Πολύ βέβαια.
[574d] Τί δε; όταν τελειώσουν πια ό,τι είχαν και δεν είχαν οι γονείς του, και πολλαπλασιαστεί μέσα στην καρδιά του το σμήνος των ηδονών, τότε δεν θα τολμήσει πρώτα να τρυπήσει τον τοίχο κανενός σπιτιού ή ν᾽ αδειάσει την τσέπη κανενός νυκτερινού διαβάτη, έπειτα ν᾽ απογυμνώσει και κανέναν ναό; Όλες τότε πλέον οι δοξασίες που είχε από την παιδική του ηλικία για τα καλά και τα άσχημα, και που φαίνονταν δίκαιες, θα υποταχθούν νικημένες στα πάθη του που τώρα τελευταία απελευθερώθηκαν από τη δουλεία κι έγιναν δορυφόροι του Έρωτά του· τα πάθη αυτά που πρωτύτερα, όταν ήταν ακόμα στην εξουσία του πατέρα του και των δημοκρατικών νόμων, μόλις κατά τον ύπνο στα όνειρά του [574e] τολμούσαν ν᾽ απολυθούν, τώρα που ο Έρωτας έγινε τύραννός του, τον κάνουν για πάντα τέτοιον που μόνο κάποτε γινόταν στον ύπνο του· τώρα ούτε ο φοβερότερος φόνος ή το βδελυρότερο φαγητό ή κακούργημα θα τον σταματήσει· [575a] αλλά ο Έρωτας που τυραννικά ζει μέσα του με κάθε αναρχία και ανομία, σαν απόλυτος μονάρχης, θα τον αναγκάσει, όπως ο μονάρχης την πόλη που κυβερνά, όλα να τ᾽ αποτολμήσει, για να θρέψει και τον εαυτό του κι εκείνη την πολυθόρυβη ακολουθία των παθών που άλλα τους μπήκαν απέξω με τις κακές συναναστροφές κι άλλα πάλι μόνα τους γεννήθηκαν μέσα του από την ελευθερία και τη χειραφέτηση που ο ίδιος έδωσε· ή αυτός δεν είναι ο τρόπος που ζει ο τέτοιος άνθρωπος;
Αυτός και όχι άλλος.
Και αν βρίσκονται λίγοι τέτοιοι άνθρωποι σε μια πόλη [575b] και οι άλλοι πολίτες είναι συνετοί, τότε αναγκάζονται να φύγουν, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε κανέναν άλλο ξένο τύραννο, ή για να καταταχθούν ως μισθοφόροι, εάν υπάρχει πουθενά πόλεμος· αν πάλι η πόλη έχει ειρήνη και ησυχία, μένοντας κάνουν τότε πολλά μικρά κακά.
Ποιά εννοείς;
Π.χ. κλοπές, διαρρήξεις, λωποδυσίες, αρπαγές, ιεροσυλίες, σωματεμπορίες· κάποτε δε, αν έχουν κάποιαν ευγλωττία, κάνουν τον συκοφάντη και ψευδομαρτυρούν ή πουλούν τη συνείδησή τους.
[575c] Μικρά είναι τα κακά που λες, αν είναι λίγοι οι τέτοιοι άνθρωποι.
Γιατί βέβαια τα μικρά είναι μικρά, όταν συγκρίνονται με τα μεγάλα, και όλ᾽ αυτά, άμα τα βάλει κανείς κοντά στη διαφθορά και στην αθλιότητα που φέρνει μέσα σε μια πόλη ο τύραννος, δεν πλησιάζουν, όπως λέμε, καθόλου τον στόχο. Όταν όμως σε μια πόλη αυξηθεί ο αριθμός των τέτοιων ανθρώπων και προστεθούν και άλλοι σ᾽ αυτούς, και αισθανθούν την υπεροχή τους, τότε αυτοί, μαζί με τη μωρία του μικρού λαού, προμηθεύουν στην πόλη τον τύραννο, και μάλιστα εκείνον από τον κύκλο τους που [575d] έχει μέσα στην ψυχή του τον μεγαλύτερο και δυνατότερο τύραννο.
Πολύ φυσικά, γιατί αυτός θα είναι και ο τυραννικότερος.
Εάν λοιπόν η πόλη το πάρει απόφαση και κλίνει το κεφάλι χωρίς να φέρει καμιάν αντίσταση, έχει καλώς· ειδεμή, αν θελήσει να εναντιωθεί, όπως κακομεταχειρίστηκε τότε τη μητέρα του και τον πατέρα του, το ίδιο θα κακομεταχειριστεί τώρα και την πατρίδα του, αν μπορέσει· θα την αναγκάσει, αυτή την παλιά του φίλη, τη μητρίδα καθώς τη λέγουν οι Κρήτες, και πατρίδα, να κάνει τον δούλο στους νέους του φίλους που έφερε απέξω και να τους τρέφει. Σ᾽ αυτό το τέλος θα καταλήξουν οι επιθυμίες τού τέτοιου ανθρώπου.
[575e] Σ᾽ αυτό μάλιστα.
Δεν είναι τάχα τέτοια η διαγωγή τους και στον ιδιωτικό τους βίο και πριν ακόμα καταλάβουν την εξουσία; πρώτα, όσοι τους περιστοιχίζουν ή είναι κόλακες πρόθυμοι να τους εξυπηρετούν σε κάθε περίσταση ή και αυτοί οι ίδιοι, όταν έχουν την ανάγκη κανενός, [576a] δεν διστάζουν να ταπεινώνονται και να κάνουν όλες τις απρέπειες για να τους αποδείξουν τάχα την αγάπη τους, μόλις όμως επιτύχουν τον σκοπό τους, ούτε θέλουν πια να τους ξέρουν.
Πολύ σωστά.
Έτσι λοιπόν περνούν όλη τη ζωή τους, χωρίς ποτέ να είναι φίλοι με κανέναν, αλλά πάντοτε ή δεσπότες των άλλων ή δούλοι, και το χαρακτηριστικό ακριβώς του τυραννικού τύπου είναι να μη γνωρίσει ποτέ ούτε την αληθινή ελευθερία ούτε την αληθινή φιλία.
Βεβαιότατα.
Δεν θα είχαμε λοιπόν δίκιο να ονομάσομε τους τέτοιους ανθρώπους άπιστους;
Πώς όχι;
Ακόμη και άδικους στον υπέρτατο βαθμό, αν τουλάχιστον είναι σωστά [576b] όσα πρωτύτερα παραδεχτήκαμε για τη δικαιοσύνη.
Μα βέβαια είναι σωστά.
Ας χαρακτηρίσομε λοιπόν τώρα συνοπτικά τον πιο κακό απ᾽ όλους τους ανθρώπους. Είναι περίπου εκείνος που, όπως τον περιγράψαμε στα όνειρά του, τέτοιος είναι και στην πραγματική ζωή του.
Βεβαιότατα.
Τέτοιος γίνεται ο άνθρωπος που έχοντας από τη φύση του τυραννικότατο χαρακτήρα θ᾽ αποκτήσει μοναρχικήν εξουσία· και όσο περισσότερο ζει ασκώντας τυραννικήν εξουσία τόσο περισσότερο θα γίνεται τέτοιος.
Κατ᾽ ανάγκη, είπε μπαίνοντας στη συζήτηση ο Γλαύκων.

Ο άδικος είναι άθλιος και ο δίκαιος ευδαίμων. Πρώτη απόδειξη: τί συμβαίνει στις αντίστοιχες πολιτείες
Αλλ᾽ εάν είναι ο χειρότερος των ανθρώπων, είπα εγώ, [576c] δεν θα είναι και ο αθλιότερος; και δεν θα είναι τόσο αθλιότερος όσο περισσότερο χρόνο και με τον πιο απόλυτο τρόπο ασκήσει την τυραννική εξουσία; αδιάφορο τί φρονούν γι᾽ αυτό οι πολλοί.
Κατ᾽ ανάγκην είναι όπως τα λες.
Ο τυραννικός λοιπόν άνθρωπος, που τυραννείται από τα πάθη του, δεν αντιστοιχεί κατά την ομοιότητα προς την τυραννούμενη πόλη, όπως ο δημοκρατικός προς τη δημοκρατούμενη, και οι άλλοι ομοίως;
Χωρίς αμφιβολία.
Όποιαν επομένως σχέση έχει μια πόλη προς μιαν άλλη, ως προς την αρετή και την ευδαιμονία, την ίδια σχέση δεν έχει κι ένας άνθρωπος προς έναν άλλο;
[576d] Πώς όχι;
Αλλά ποιά σχέση έχει ως προς την αρετή μια πόλη τυραννούμενη προς εκείνη τη βασιλευόμενη πόλη, που πρώτη την περιγράψαμε;
Είναι ολωσδιόλου αντίθετες· γιατί η μια είναι η καλύτερη και η άλλη η χειρότερη.
Δεν θα σε ρωτήσω ποιά λες καλύτερη και ποιά χειρότερη· γιατί είναι φανερό. Αλλ᾽ άραγε την ίδια ιδέα έχεις και για την ευδαιμονία και την αθλιότητα αυτών των δύο πόλεων ή διαφορετική; Και ας μη συγχύσομε τα πράγματα βλέποντας τον τύραννο μόνο που είναι ένας, ούτε τον μικρό αριθμό των ευνοουμένων του, αλλ᾽ ας μπούμε να εξετάσομε όπως πρέπει ολόκληρη [576e] την πόλη, να χωθούμε παντού και τότε να πούμε τη γνώμη μας για όσα ιδούμε.
Ορθό είναι αυτό που προτείνεις· και είναι φανερό για τον καθένα ότι δεν υπάρχει πόλη αθλιότερη από την τυραννούμενη ούτε ευτυχέστερη από τη βασιλευόμενη.
Δεν θα ήταν άραγε ορθό να προτείνω τα ίδια και για τους ανθρώπους, [577a] και ν᾽ απαιτήσω να κρίνει γι᾽ αυτούς εκείνος μόνο που μπορεί με τη σκέψη να εισδύσει και να εννοήσει κατά βάθος τον χαρακτήρα του ανθρώπου χωρίς να θαμπώνεται, σαν να είναι παιδί, από την εξωτερική παράσταση και τη συνοδεία που βάζουν εμπρός οι τύραννοι, για να εντυπωσιάζουν τον κόσμο; Αν λοιπόν ισχυριζόμουν ότι μόνο εκείνον πρέπει όλοι μας ν᾽ ακούμε που όχι μόνο είναι ικανός να κρίνει, αλλ᾽ έχει ακόμη συζήσει με τους τυράννους και τους έχει παρακολουθήσει στις ιδιωτικές πράξεις τους, πώς φέρνονται προς καθέναν από τους οικείους των, τότε που [577b] παρουσιάζονται χωρίς τη θεατρική στολή τους, ακόμη και πώς φέρνονται κατά τους δημόσιους κινδύνους, αυτόν να παρακαλέσομε, αφού τα γνώρισε όλα καλά, να πει και σ᾽ εμάς σε τί κατάσταση ευδαιμονίας και αθλιότητας βρίσκεται ο τύραννος συγκριτικά με τους άλλους — δεν θα είχα δίκιο;
Ορθότατη θα ήταν και αυτή η πρότασή σου.
Θες λοιπόν να υποθέσομε ότι εμείς είμαστε από τους ικανούς να κρίνουν και από κείνους που έχουν συζήσει με τέτοιους ανθρώπους, για να ᾽χομε κάποιον ν᾽ απαντά στις ερωτήσεις μας;
Θέλω μάλιστα.