Πρόλογος
Η κοινωνική εικόνα τής αρχαίας – και όχι μόνον αυτής – Ελληνίδας συχνά εμφανίζεται ομιχλώδης στην πλειονοψηφία των σχετικών με την ίδια μελετών και ερευνών παντός είδους. Εμμέσως ή αμέσως, εκουσίως ή ακουσίως, η αρχαία Ελληνίδα συνδέεται στενά με τον «απομονωμένο γυναικωνίτη» και με την «αυστηρή υποταγή» στον άνδρα. Ακόμη και σε περιπτώσεις όπου αυτή η παρουσίαση δεν πείθει καθ’ ολοκληρίαν, ενίοτε ούτε κατ’ ελάχιστον, η εν λόγω Ελληνίδα θεωρείται εκ των προτέρων ένα ακόμη καταπιεσμένο και ασφυκτικά περιορισμένο πρόσωπο τού αρχαίου κόσμου, ενώ οι λίγο ή πολύ διαφορετικές επί αυτού τού θέματος απόψεις, που κατά καιρούς εμφανίζονται τεκμηριωμένες στην δημοσιότητα, αντιμετωπίζονται με εμφανή ειρωνεία ή έστω με αδικαιολόγητη καχυποψία.
Ένα είδος περιορισμένης κατανόησης θα οφείλαμε, ίσως, έναντι όλων εκείνων των καθ’ υπερβολήν συναισθηματικών γυναικών και ανδρών τής νεότερης εποχής, που έδωσαν και εξακολουθούν να δίνουν μάχες γιά την «ισότητα των δύο φύλων» ή γιά την «χειραφέτηση των γυναικών», και που τοποθετούν την έναρξη αυτών των γοητευτικών διαδικασιών στον δέκατο ένατο ή στον εικοστό αιώνα. Αν και οι προθέσεις τους φαίνονται να είναι αγαθές – στοιχείο που τους καθιστά τουλάχιστον συμπαθείς – η νηφάλια προσέγγιση των ιστορικών δεδομένων δεν δύναται να δικαιώσει τα πορίσματά τους.
Η «θέση» τής γυναίκας στην κοινωνία διαφέρει από εποχή σε εποχή, από πολιτισμό σε πολιτισμό, από έθνος σε έθνος, από τόπο σε τόπο, από οικογένεια σε οικογένεια. Επίσης, αυτή η «θέση» δεν χαρακτηρίζεται αποκλειστικά και μόνον από την ταχεία ή σταδιακή αναβάθμιση, αλλά και από την βραδεία ή απότομη υποβάθμιση. Αφέλεια – αν μη τι άλλο – θα διέκρινε όποια ή όποιον πίστευε ότι η σημερινή αστή Ελληνίδα, που διαμένει μόνιμα στην σύγχρονη Ελλάδα, απολαμβάνει περισσότερα προνόμια από την αρχαία Σπαρτιάτισσα ομοεθνή της, που έζησε κατά την χρυσή εποχή τής Λακωνίας. Αβελτηρία – αν μη τι άλλο – θα διαπιστώναμε σε όποια ή όποιον υποστήριζε ότι η Ελληνίδα των δύο τελευταίων δεκαετιών τού εικοστού αιώνα μορφωνόταν επαρκέστερα από την Μυτιληναία ομοεθνή της κατά τους χρόνους τής θεϊκής Σαπφούς.
Ας εστιάσουμε προσεκτικότερα – περισσότερο από όσο θα βόλευε τους αναμασητές δογματικών ιδεολογημάτων – στην αρχαία ελληνική εποχή, την λεγόμενη «κλασική». Πέρα από την πλήρη ισότητα που αναγνωρίζει το Ολύμπιο Δωδεκάθεο στην αρχαία Ελληνίδα, με τις έξι πανίσχυρες Θεές του δίπλα σε έξι παντοδύναμους Θεούς, ανακαλύπτουμε επίσης ένα μεγάλο πλήθος Ελληνίδων ιερειών, βασιλισσών, φιλοσόφων, ποιητριών, διδασκαλισσών, πολεμιστριών, αθλητριών και εταιρών, των οποίων οι δημιουργίες ή οι βιογραφίες δεν έτυχαν, κατά τους μετέπειτα αιώνες, τής ίδιας προβολής με εκείνες των ανδρών, όχι επειδή κατά την εποχή τους «τις περιόριζε ο γυναικωνίτης» ή «τις καταπίεζε ο άνδρας» ή αποτελούσαν «θύματα τής φαλλοκρατίας», αλλά κυρίως επειδή η ανάμνησή τους έθετε σε θανατηφόρο κίνδυνο την εξηρμένη και επηρμένη ανδροκρατία – πολιτική και κοινωνική και οικονομική – ορισμένων σκοτεινών περιόδων που ακολούθησαν.
Και, ναι μεν, ο αριθμός αυτών των θαυμάσιων γυναικών είναι αισθητά μικρότερος τού αριθμού των αντίστοιχων ανδρών, αλλά μόνον εάν δεν συνυπολογίσουμε τις αφανείς ηρωίδες, δηλαδή τις Ελληνίδες μητέρες, και ιδιαιτέρως τις μητέρες των επιφανών ανδρών. Πρόκειται γιά εκείνες τις όντως πολυάριθμες γυναίκες που ανάλωσαν το σημαντικότερο κομμάτι τού βίου τους στο σαφώς ανεπανάληπτο και προφανώς αναντικατάστατο λειτούργημα τής μητρότητας, το οποίο, καίτοι εντυπώνει διά παντός τα ανεξίτηλα ίχνη του στην ψυχή κάθε γόνου, σχεδόν πάντοτε παραμένει στο παρασκήνιο, ως απολύτως εσωτερική εμπειρία, μακριά από την δημοσιότητα και δίχως εξωτερίκευση, ίσως επειδή θεωρείται ως κατ’ εξοχήν προφανές, ως το πλέον αδιαμφισβήτητο και αναγνωρίσιμο συνολικό βίωμα ή ως ένα εκ φύσεως γενικό δεδομένο γιά κάθε σώφρονα άνθρωπο. Θα ήταν σοβαρό ατόπημα, εξάλλου, να μην αναγνωρίζαμε το γεγονός ότι όπου ανθεί η ενάρετη μητρότητα, εκεί ακμάζει και ο πολιτισμός, ενώ όπου αυτή μειώνεται ποιοτικά ή ποσοτικά, εκεί ριζικώς αποσυντίθενται και εκ θεμελίων καταστρέφονται οι ανθρώπινες κοινωνίες και δημιουργίες.
Επιχειρώντας, λοιπόν, εμπράκτως μία ήπια αναθεώρηση των ατυχώς διαδεδομένων απόψεων γιά την αρχαία Ελληνίδα, αλλά και αναζητώντας λαμπρά και ασφαλή πρότυπα γιά την σύγχρονη απόγονό της, και ίσως γιά κάθε γυναίκα τού πλανήτη, αφιερώνουμε την παρούσα Διατριβή στην διακεκριμένη πυθαγόρεια φιλόσοφο Θεανώ, προς τής οποίας το ιερό πρόσωπο περισσεύει ο θαυμασμός και ο σεβασμός διαπρεπών ανδρών τού αρχαίου κόσμου, όπως τού Διογένη Λαέρτιου, τού Πλούταρχου, τού Ιάμβλιχου, τού Πορφύριου, αλλά και τού Άρειου Δίδυμου, τού Ιωάννη Στοβαίου και τού Κλήμεντα τού Αλεξανδρέα.
Βιογραφικά στοιχεία τής Θεανούς
Οι πληροφορίες γύρω από το πρόσωπο τής φιλοσόφου Θεανούς είναι πολλές, συγκεχυμένες και ενίοτε αλληλοσυγκρουόμενες, ήδη από την αρχαία εποχή. Σε αυτό το γεγονός έχουν συμβάλλει κυρίως δύο στοιχεία: (1) υπό το όνομα Θεανώ έζησαν δύο, ίσως και τρεις, πυθαγόρειες φιλόσοφοι, (2) των οποίων ο βίος, οι ρήσεις και τα έργα αποδόθηκαν αμελώς σε ένα πρόσωπο. Μέσα από τον κυκεώνα των δεδομένων, μία κατά το δυνατόν επιμελημένη έρευνα θα απέδιδε ένα μάλλον σύντομο βιογραφικό σημείωμα τής διακεκριμένης Ελληνίδας.
Η Θεανώ έζησε κατά τον 6ο π.Χ. αιώνα, καταγόταν από τον Κρότωνα και ήταν θυγατέρα τού ιατρού Βροντίνου. Υπήρξε μία από τις επιφανέστερες μαθήτριες – όπως και η Τιμύχα, η Φιλτύς, η Οκκελώ, η Εκκελώ, η Μυία, η Χειλωνίς, η Κρατησίκλεια, η Βαβελύκα, η Λασθένεια, η Αβροτέλεια, η Κλεαίχμα, η Εχεκράτεια, η Τυρσηνίς, η Πεισιρρόδη, η Θεάδουσα, η Βοιώ – και αργότερα σύζυγος τού κατά 30 έτη μεγαλύτερού της γίγαντα τής ελληνικής φιλοσοφίας, Πυθαγόρα τού Σάμιου. Μαζί απέκτησαν πέντε παιδιά: τους Τηλαύγη και Μνήσαρχο, και τις Δαμώ, Μυία και Αριγνώτη. Μετά τον θάνατο τού Πυθαγόρα, η Θεανώ νυμφεύτηκε τον Αρισταίο τον Κροτωνιάτη, διάδοχο τού πρώτου συζύγου της στην διεύθυνση τής σχολής του. Όντας μία από τις πρώτες γυναίκες φιλοσόφους, συγγραφείς και ποιήτριες τής αρχαιότητας, διέδωσε μεθοδικά την πυθαγόρεια διδασκαλία και συνέγραψε ενδιαφέροντα έργα, όπως τα «Περί Πυθαγόρου», «Περί Αρετής», «Παραινέσεις Γυναικείαι» και «Αποφθέγματα Πυθαγορείων». Η σύνεση και η σεμνότητά της υπήρξαν ισάξιες τής ακτινοβόλου σοφίας και τής εξέχουσας σωφροσύνης της.
Η παρούσα «Επιστολή»
Από το σύνολο τού συγγραφικού έργου τής Θεανούς φαίνεται να σώζεται ένα πολύ μικρό απόσπασμα τού «Περί Ευσεβείας» λόγου της, καθώς και επτά προσωπικές επιστολές: προς την Ευβούλη, την Νικοστράτη, την Καλλιστώ, τον ιατρό Ευκλείδη, την Ευρυδίκη, την Ροδόπη και τον Τιμωνίδη. Στην παρούσα Διατριβή παρουσιάζεται μεταφρασμένη στην νέα ελληνική γλώσσα η πρώτη επιστολή, η οποία αφορά την ανατροφή των παιδιών, την «παιδαγωγία». Το αρχαιοελληνικό (πρωτότυπο) κείμενο συμπεριλαμβάνεται στις ακόλουθες εκδόσεις: (1) Mulierum Graecarum, quae oratione prosa usae sunt, fragmenta et elogi, ed. J. Ch. Wolf, Hamburg, 1735, (2) Epistolographi Graeci, ed. R. Hercher, Paris: Didot, 1873, (3) Die Briefe des Pythagoras und der Pythagoreer, ed. A. Städele, Meisenheim am Glan, 1980 και (4) Theano. Briefe einer antiken Philosophin. Griechisch / Deutsch, ed. K. Brodersen, Stuttgart: Reclam, 2010. Οι υποσημειώσεις, που συνοδεύουν την νεοελληνική μετάφρασή του, είναι τού γράφοντος.
Εισαγωγή στην «Επιστολή»
Παρά τις μικρές ή μεγάλες, σημαντικές ή ασήμαντες διαφωνίες των ειδικών επιστημόνων σχετικά με την χρονολόγηση, την προέλευση ή την γλώσσα τής επιστολογραφίας τής Θεανούς, ένα χαρακτηριστικό αυτών των κειμένων δεν αμφισβητείται από κανέναν ερευνητή: η αποτύπωση σε αυτά τής αυθεντικής πυθαγόρειας διδασκαλίας.
Οι επτά σωζόμενες επιστολές είναι «ηθικού», με την φιλοσοφική έννοια τού όρου, περιεχομένου. Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι η Θεανώ είχε ασχοληθεί και με άλλα γνωστικά πεδία – το θεολογικό, το πολιτικό, το κοσμογονικό, το γεωμετρικό, το αστρονομικό – δεδομένο που δεν μας επιτρέπει να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να είχε αλληλογραφήσει και περί αυτών. Ωστόσο, η τεράστια αξία ενός πλήθους αρχαιοελληνικών κειμένων, σχετικών κυρίως με τις λεγόμενες «θετικές επιστήμες», δεν έγινε αντιληπτή κατά τους μετέπειτα αιώνες, γεγονός που οδήγησε τέτοιου είδους έργα στην απόκρυψη ή στην εξαφάνιση.
Η περί παιδαγωγίας επιστολή τής Θεανούς προσεγγίζει το διαχρονικό ζήτημα τής ανατροφής των παιδιών μέσα από τις ακατάλυτες και πάντοτε επίκαιρες αρχές τής περί αρετής διδασκαλίας των πυθαγορείων φιλοσόφων. Θα ήταν αδύνατον να καταστούν πλήρως αντιληπτές οι θέσεις τής Θεανούς, εάν απουσίαζε μία – έστω σύντομη – περιήγηση στην συγκεκριμένη πυθαγόρεια διδασκαλία.
Ο διαπρεπής Πυθαγόρειος φιλόσοφος και συγγραφέας Μέτωπος ο Μεταποντίνος («Ανθολόγιο» Ιωάννη Στοβαίου, κεφάλαιο «Περί Αρετής», παράγραφος 115) επιλέχθηκε ως οδηγός γιά την ανωτέρω περιήγηση. Οι υποσημειώσεις, που συνοδεύουν το ακόλουθο κείμενό του, είναι τού γράφοντος.
«Αρετή τού ανθρώπου είναι η τελειότητα τής φύσης τού ανθρώπου, γιατί καθένα από τα όντα γίνεται τέλειο και έξοχο σύμφωνα με την αρετή τής δικής του φύσης. Αρετή τού ίππου είναι εκείνη που οδηγεί την φύση τού ίππου στο έπακρο, και η ίδια αναλογία ισχύει γιά το καθένα από τα μέρη τής φύσης του. Αρετή των ματιών είναι η οξυδέρκεια. Αυτή είναι το έπακρο τής φύσης των ματιών. Αρετή των αυτιών είναι η οξυηκοΐα. Αυτή είναι το έπακρο τής φύσης των αυτιών. Αρετή των ποδιών είναι η ταχυποδία. Αυτή είναι το έπακρο τής φύσης των ποδιών.
Γιά κάθε αρετή είναι αναγκαίο να έχει τρία στοιχεία: λόγο, δύναμη, προαίρεση. Με τον λόγο κρίνει κ’ εξετάζει[1], με την δύναμη αντέχει κ’ επικρατεί[2], με την προαίρεση στέργει και αγαπά[3]. Η κρίση και η εξέταση ανήκουν στο διανοητικό μέρος τής ψυχής[4], η αντοχή και η επικράτηση είναι χαρακτηριστικό τού αλόγου μέρους τής ψυχής[5], η στοργή και η αγάπη είναι κοινό χαρακτηριστικό και τού διανοητικού και τού αλόγου μέρους τής ψυχής. Η προαίρεση συνίσταται από διάνοια και όρεξη[6]. Η διάνοια προέρχεται από το λογικό μέρος τής ψυχής, και η όρεξη από το άλογο.
Το πλήθος όλων των αρετών μπορεί κάποιος να το δει μέσα από τα μέρη τής ψυχής. Ομοίως και την γένεση και την σύσταση τής αρετής. Δύο είναι τα πρώτα μέρη τής ψυχής: το λογιστικό και το άλογο. Με το λογιστικό κρίνουμε κ’ εξετάζουμε, με το άλογο ορμούμε και ορεγόμαστε. Αυτά τα δύο ή συμφωνούν ή διαφωνούν μεταξύ τους. Η διαμάχη και η διαφωνία τους προέρχεται από την υπερβολή και από την έλλειψή τους. Είναι φανερό ότι, όταν το λογιστικό μέρος τής ψυχής επικρατεί επάνω στο άλογο, γεννιέται η καρτερία και η εγκράτεια. Όταν το άλογο μέρος τής ψυχής επικρατεί επάνω στο λογιστικό, γεννιέται η ακράτεια και η μαλθακότητα. Όταν το λογιστικό μέρος οδηγεί και το άλογο έπεται και αμφότερα συμφωνούν μεταξύ τους[7], αυτό είναι η αρετή. Η καρτερία και η εγκράτεια γεννιούνται με λύπη, αλλά η καρτερία γεννιέται με την αντοχή στην καταπόνηση, η εγκράτεια με την αντοχή στην ηδονή, ενώ η ακράτεια και η μαλθακότητα με την έλλειψη αντοχής και επικράτησης. Γι’ αυτό συμβαίνει ν’ αποφεύγουν οι άνθρωποι τ’ αγαθά εξαιτίας τής λύπης, και να τ’ αποβάλλουν εξαιτίας τής ηδονής. Οι έπαινοι και οι ψόγοι και τα ωραία και τα κακά – όλα όσα σχετίζονται με τον άνθρωπο – γίνονται σ’ αυτά τα μέρη τής ψυχής. Γενικά, η σύσταση τής αρετής γίνεται μ’ αυτόν τον τρόπο.
Τα είδη και τα μέρη της θα εξετάζονταν έτσι: επειδή τα μέρη τής ψυχής είναι δύο, το λογιστικό και το άλογο, και με το λογιστικό κρίνουμε κ’ εξετάζουμε, ενώ με το άλογο ορμούμε και ορεγόμαστε, και μέρη τού αλόγου είναι το θυμοειδές[8] και το επιθυμητικό[9], και το πρώτο, που είναι σαν αμυντικό και υπερασπιστικό των άλλων, ονομάζεται θυμοειδές, ενώ το δεύτερο, που είναι σαν να ορέγεται και να ποθεί την οικεία σύσταση τού σώματος[10], ονομάζεται επιθυμητικό, τότε είναι φανερό ότι το πλήθος των αρετών και οι διαφορές και οι ιδιότητές τους ακολουθούν κατ’ αναλογία προς αυτά τα μέρη τής ψυχής, διότι αρετή τού λογιστικού μέρους τής ψυχής είναι η φρόνηση, η οποία είναι συνήθεια κριτική κ’ εξεταστική, και αρετή τού θυμοειδούς είναι η ανδρεία, η οποία είναι συνήθεια που αντιμετωπίζει και υποφέρει τα δεινά, και αρετή τού επιθυμητικού είναι η σωφροσύνη[11], η οποία είναι μετριότητα κ’ εγκράτεια προς τις σωματικές ηδονές, ενώ αρετή όλης τής ψυχής είναι η δικαιοσύνη, γιατί οι άνθρωποι γίνονται φαύλοι εξαιτίας είτε τής κακίας είτε τής ακράτειας είτε τής θηριότητας[12] και αδικούνται μεταξύ τους εξαιτίας είτε τού κέρδους είτε τής ηδονής είτε τής φιλοδοξίας[13], άρα η κακία είναι συγγενικότερη με το λογιστικό μέρος τής ψυχής, διότι η φρόνηση ταιριάζει με την επινοητικότητα, ενώ η κακία με την πονηριά, αφού η συνήθεια τής πανουργίας από κάπου βρίσκει τρόπο ν’ αδικεί, και η ακράτεια είναι μάλλον συγγενικότερη με το επιθυμητικό, γιατί η εγκράτεια είναι επικράτηση επάνω στην ηδονή, ενώ ακράτεια είναι η ήττα από την ηδονή, και η θηριότητα είναι συγγενικότερη με το θυμοειδές γιατί, όταν κάποιος καταβάλλεται από την επιθυμία γιά κακοποίηση, όχι ως άνθρωπος, αλλά ως θηρίο, αυτό ονομάζεται θηριώδες χαρακτηριστικό.
Συνακόλουθα είναι και τ’ αποτελέσματα αυτών των διαθέσεων, εξαιτίας των οποίων γίνονται. Η πλεονεξία προέρχεται από την κακία, και η κακία από το λογιστικό μέρος τής ψυχής. Η φιλοδοξία προέρχεται από το θυμοειδές. Αυτή, όταν εγγίζει την υπερβολή, γεννά την θηριότητα[14]. Η ηδονή, πάλι, βρίσκεται στο επιθυμητικό, και όταν αναζητείται σφοδρότερα, γεννά την ακράτεια. Άρα, αφού η αδικία προέρχεται από τόσες αιτίες, είναι φανερό ότι η δικαιοπραγία[15] προέρχεται από εξίσου τόσες.
Εκ φύσεως η αρετή είναι αγαθοποιός κ’ επωφελής, ενώ η κακία κακοποιός και βλαπτική. Επειδή το ένα μέρος τής ψυχής οδηγεί και το άλλο έπεται, οι αρετές και οι κακίες βρίσκονται γύρω απ’ αυτά και μέσα σ’ αυτά. Είναι φανερό ότι άλλες αρετές οδηγούν, άλλες έπονται και άλλες συντίθενται και από τα δύο[16]. Οδηγεί, γιά παράδειγμα, η φρόνηση, κ’ έπεται η ανδρεία και η σωφροσύνη, και σύνθεσή τους είναι η δικαιοσύνη.
Τα πάθη είναι η ύλη τής αρετής[17]. Η αρετή βρίσκεται γύρω τους και μέσα τους. Άλλο πάθος είναι εκούσιο και άλλο ακούσιο. Εκούσιο είναι η ηδονή, ακούσιο η λύπη. Αυτά τα επιτείνουν και τα χαλαρώνουν οι άνθρωποι που ζουν σε οργανωμένες κοινωνίες[18], συναρμόζοντας τ’ άλογα προς τα λογικά μέρη τής ψυχής. Όριο τής συναρμογής είναι να μην εμποδίζεται ο νους – ούτε από την έλλειψη ούτε από την υπερβολή – ώστε να επιτελεί το δικό του έργο, διότι το χειρότερο έχει ταχθεί παράλληλα, γιά χάρη τού καλύτερου, όπως μέσα στον κόσμο το κάθε μέρος, που πάντοτε πάσχει, υπάρχει γιά χάρη εκείνου που πάντοτε ενεργεί, ενώ στην συζυγία των ζώων υπάρχει το θηλυκό γιά χάρη τού αρσενικού. Το αρσενικό σπέρνει την ψυχή γεννώντας. Το θηλυκό παρέχει μόνον την ύλη σ’ εκείνο που γεννιέται.
Στην ψυχή, το άλογο υπάρχει γιά χάρη τού λογικού, διότι το συναίσθημα και η επιθυμία έχουν ταχθεί παράλληλα προς το πρώτο μέρος τής ψυχής[19]. Το ένα[20] είναι σαν δορυφόρος και σωματοφύλακας, το άλλο[21] σαν οικονόμος και διαχειριστής των αναγκαίων. Ο νους, που έχει εγκατασταθεί στο υψηλότερο μέρος τής κορυφής τού σώματος, έχοντας θέα περιαυγή και διαυγή, επιζητά την φρόνηση των όντων. Αυτό είναι το κατά φύση έργο του: να επιζητήσει, ν’ αποκτήσει και ν’ ακολουθήσει όσα είναι καλύτερα από τον ίδιο[22], και όσα είναι πολυτιμότατα, γιατί αρχή, αιτία και κανόνας τής ανθρώπινης ευδαιμονίας είναι η επίγνωση των θεϊκών και των πολυτιμότερων στοιχείων».
Ευκρινέστερα καθίστανται τα διδάγματα τής εν λόγω επιστολής τής Θεανούς, εάν στο πρόσωπο τής δυστυχούς Ευβούλης, παραλήπτριας τού κειμένου, αναγνωρίσουμε με πολλή παρρησία την, κατά δυστυχία, συντριπτική πλειονοψηφία των Ελληνίδων μητέρων, οι οποίες έζησαν ή ζουν στην Ελλάδα, μέσα στις τελευταίες τρεις ή τέσσερις ηθικώς, κοινωνικώς και πολιτικώς καταστρεπτικές δεκαετίες. Χαρακτηριζόμενες από υπερπροστασία έναντι των παιδιών τους, από παντελή άγνοια ακόμη και ορισμένων θεμελιωδών αρχών τής παιδαγωγικής, από αδικαιολόγητη αλαζονεία εξαιτίας τής ικανότητάς τους γιά τεκνογονία, αλλά και από κολοσσιαία συμπλέγματα ανοχής, ενοχής, μεγαλείου, κατωτερότητας ή στέρησης, οι αξιολύπητες αυτές μητέρες, συνεπικουρούμενες και από την απουσία ή – ενίοτε – την επιβλαβή παρουσία των αποχαυνωμένων ή περιθωριοποιημένων συζύγων τους, παραδίδουν σταδιακά έναν ολόκληρο λαό στα ανίκανα χέρια μαλθακών, οκνηρών, πονηρών, δουλοπρεπών, μαινόμενων και αμαθών απογόνων. Κατ’ εξοχήν τραγική, επίσης, συνέπεια αυτής τής ζοφερής πραγματικότητας είναι ο ανηλεής διωγμός που υφίσταται, με κάθε μέσο και κάθε τρόπο, η ενάρετη Ελληνίδα μητέρα και τα ορθώς ανατραφέντα παιδιά της, δηλαδή η μοναδική ελπίδα σωτηρίας γιά το σύνολο τού σύγχρονου ελληνισμού.
Παρά ταύτα, στην εποχή τής Θεανούς και τής Ευβούλης, φαινόμενα, όπως τα προαναφερθέντα, δεν είχαν λάβει την επικίνδυνα μεγάλη έκταση που κατέχουν σήμερα. Η φιλόσοφος, λοιπόν, καλείται να παράσχει συμβουλές σε μία μητέρα που ανήκει στην μειονοψηφία και που υφίσταται τις οδυνηρές συνέπειες των ατυχών παιδαγωγικών επιλογών της επειδή – κατά τα γραφόμενα – έχει παρασυρθεί από την οικογενειακή ευπορία της. Ενώ πρωταρχικό αίτιο τής αποχαλίνωσης των παιδιών παραμένει πάντοτε η αμάθεια, η άγνοια τής μητέρας, ως βασικές δευτερογενείς αιτίες τής νοσηρής κατάστασης μπορούμε να διακρίνουμε την τρυφηλή ζωή, η οποία γεννά την μαλθακότητα, και την πλήρη ανοχή, η οποία εκτρέφει την αναίδεια. Με άλλους όρους, το λογιστικό μέρος τής ψυχής, η λογική, έχει υποχωρήσει έναντι τού αλόγου, τόσο στην μητέρα, όσο και στα παιδιά, με αποτέλεσμα την επικράτηση τού παραλογισμού και τής νοητικής, ψυχικής και σωματικής φθοράς.
Η κυριαρχία τού αλόγου μέρους τής ψυχής, συνεπάγεται την εμφάνιση και αύξηση τής ακράτειας και τής μαλθακότητας, επειδή ο άνθρωπος άγεται και φέρεται ανεξέλεγκτα από τα πάθη και τις επιθυμίες του, τα συναισθήματα και τις ορέξεις του. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η μητέρα παρασύρεται από ένα είδος ακατάσχετης αγάπης, αρνούμενη να κατανοήσει την ενίοτε ανεπανόρθωτη ζημία που ακουσίως επιφέρει στον χαρακτήρα των παιδιών της, ενώ αυτά, διανύοντας την πλέον ρευστή και ευμετάβολη ηλικία τού βίου τους, κατά την οποία ακόμη διαπλάθουν το ήθος τους, αφελώς εκλαμβάνουν ως φυσιολογική την παράλογη μητρική συμπεριφορά, οπότε την επιζητούν ολοένα και περισσότερο επειδή, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ικανοποιούν αμέριμνα, αλλά και ασύστολα, τις επίσης ασυλλόγιστες επιθυμίες τους, με μοναδικό γνώμονά τους την προσωπική ευχαρίστησή τους. Φαύλος κύκλος «κακίας» και έλλειψη «μέτρου».
Από την άλλη πλευρά, η επίτευξη τής αρετής, ως «τελειότητας τής φύσης τού ανθρώπου», προϋποθέτει την μεθοδική άσκηση των παιδιών στην αντιμετώπιση των παθών, είτε των εκουσίων είτε των ακουσίων. Στην εν λόγω περίπτωση, τα παιδιά τής Ευβούλης, έχοντας παραδοθεί εξολοκλήρου στα εκούσια πάθη, αφενός αδυνατούν να τα ελέγξουν και αφετέρου αγνοούν ή παραβλέπουν την ύπαρξη, την δράση, αλλά και την αντιμετώπιση των ακουσίων παθών. Από την σοφή Θεανώ, λοιπόν, προτείνεται ως ασφαλής και καρποφόρα μία μορφή διαπαιδαγώγησης, χάριν τής ευόδωσης τής οποίας η μεν μητέρα καλείται να οριοθετήσει και να εποπτεύσει αυστηρά την αγάπη και την στοργή προς τα παιδιά της, άρα να υποστεί μία ίσως επώδυνη, αλλά λίαν ωφέλιμη επιτήρηση των παθών της εκ μέρους τής λογικής, τα δε παιδιά – πάντοτε στα πλαίσια τού μέτρου – να αποκτήσουν εμπειρία, μεταξύ άλλων, τής στέρησης, τής καταπόνησης, τής επίπληξης, τού κόπου, τής ντροπής, τής άρνησης και των παρομοίων, ώστε να καταστούν ενάρετοι άνθρωποι.
Θεανώ η Πυθαγορεία
«Επιστολή περί Παιδαγωγίας»
Η Θεανώ χαιρετίζει την Ευβούλη:
Ακούω ότι ανατρέφεις τα παιδιά σου με τρυφηλότητα[23]. Χαρακτηριστικό, όμως, τής καλής μητέρας δεν είναι να επιμελείται την ευχαρίστηση των παιδιών της, αλλά να τα οδηγεί προς την σωφροσύνη[24]. Κοίταξε, λοιπόν, να μην κάνεις το έργο μιάς μητέρας που κολακεύει, αλλά μιάς μητέρας που αγαπά[25]. Όταν η ευχαρίστηση και τα παιδιά μεγαλώνουν μαζί, αυτά γίνονται ακόλαστα[26]. Γιατί, τι είναι γιά τους νέους γλυκύτερο από την συνηθισμένη ευχαρίστηση;
Φίλη μου, η ανατροφή των παιδιών δεν χρειάζεται να γίνεται η διαστροφή τους, και η τρυφηλότητα είναι διαστροφή τής φυσιολογικής κατάστασης, καθώς αυτά γίνονται φιλήδονα στις ψυχές και ηδυπαθή στα σώματα, φυγόπονα στις πρώτες και μαλθακά στα δεύτερα.
Τα ανατρεφόμενα παιδιά πρέπει να προετοιμάζονται και έναντι όσων πραγμάτων τα φοβίζουν, ακόμη και αν χρειάζεται να λυπηθούν ή να καταπονηθούν, ώστε να μην είναι δούλοι των παθών[27] τους, αχόρταγα στην ευχαρίστηση και οκνηρά στην καταπόνηση, αλλά να εκτιμούν προπάντων τα ωραία, να επιμένουν σε αυτά και να απέχουν από τα πάθη. Ούτε να τα κάνεις αδηφάγα στην διατροφή, ακόρεστα στην ευχαρίστηση, ατιμώρητα στα αχαλίνωτα παιχνίδια τους, ούτε να τα αφήνεις να λένε τα πάντα και να επιχειρούν τα πάντα – κυρίως όταν φοβάσαι εάν κλάψουν, όταν φιλοτιμείσαι[28] εάν γελάσουν, και εάν γελάς ακόμη και όταν χτυπούν την τροφό τους ή όταν σου κακομιλούν – παρέχοντάς τους δροσιά κατά το θέρος, ζέστη κατά τον χειμώνα και πολλή χλιδή. Τα φτωχά παιδιά δεν δοκιμάζουν τίποτε από αυτά, και ανατρέφονται εύκολα και δεν μεγαλώνουν λιγότερο, ενώ τα καταφέρνουν πάρα πολύ καλά.
Εσύ, όμως, φροντίζεις τα παιδιά σου σαν να είναι απόγονοι τού Σαρδανάπαλου[29], και με τις διασκεδάσεις αδυνατίζεις την αρρενωπή φύση τους. Τι να κάνει κάποιος με ένα παιδί που κλαίει εάν δεν φάει νωρίτερα, ή που, όταν τρώει, ζητά τα πλέον γευστικά εδέσματα, που μαραζώνει με την ζέστη και γίνεται πτώμα με το ψύχος, που αντιμιλά όταν κάποιος το επιτιμά, που λυπάται όταν κάτι δεν εξυπηρετεί την ευχαρίστησή του, που θλίβεται όταν δεν μασά, που σπαταλά τον χρόνο του επειδή έτσι ευχαριστιέται, και που μαλακίζεται[30] τριγυρίζοντας εδώ κ’ εκεί;
Πρόσεξε, φίλη μου, και έχε κατά νου ότι τα σπάταλα παιδιά γίνονται ανδράποδα όταν φτάσουν στην ανδρική ηλικία. Κράτα μακριά τους τις τέτοιου είδους διασκεδάσεις, δώσ’ τους ανατροφή αυστηρή, όχι τρυφηλή, άφησέ τα να δοκιμάσουν και πείνα και δίψα, αλλά ακόμη και ψύχος και καύσωνα, και ντροπή μεταξύ των συνομηλίκων και των επιστατών[31] τους, επειδή έτσι συμβαίνει να γίνονται αυτά ευγενικά στην ψυχή, είτε με την ανάταση[32] είτε με την ένταση[33].
Οι καταπονήσεις, φίλη μου, είναι γιά τα παιδιά ένα είδος υποστρώματος κατά την τελείωση τής αρετής, το οποίο, όταν απλωθεί ικανοποιητικά, δέχεται με τον πλέον οικείο τρόπο την βαφή τής αρετής[34]. Κοίτα, λοιπόν, φίλη μου, μήπως τα παιδιά, εξαιτίας τής τρυφηλότητας, γεννήσουν τις κακίες[35] τής αναίδειας και τής μεγάλης αχρειότητας, όπως ακριβώς τα κακοφροντισμένα αμπέλια που δίνουν ελλιπή καρπό.
Να είσαι γερή.
***
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
1. Ogilvie M. - Harvey J., Biographical Dictionary of Women in Science, Routledge, 2000.
2. Osen, L. M., Women in Mathematics, MIT Press, 1975.
3. Plant, I. M., Women Writers of Ancient Greece and Rome, University of Oklahoma Press, 2004.
4. Τσακνάκης, Α., Ο Κώδικας τής Αρετής των Πυθαγορείων, ιδιωτική ψηφιακή έκδοση, 2014.
----------------------
[1] Διακρίνει (το αγαθό από το κακό) και ελέγχει.
[2] Υπομένει (τις αντιξοότητες) και νικά.
[3] Επιλέγει (το αγαθό) και προδιατίθεται ευνοϊκά (έναντι τού αγαθού).
[4] Στο λογικό.
[5] Τού βουλητικού (επιθυμητικού) και τού θυμοειδούς (συναισθηματικού).
[6] Διάθεση και πόθος γιά κάτι.
[7] Δηλαδή, και το λογιστικό γνωρίζει γιατί άρχει (κυβερνά, διοικεί), και το άλογο γνωρίζει γιατί άρχεται (κυβερνιέται, διοικείται).
[8] Έδρα των συναισθημάτων.
[9] Έδρα των επιθυμιών.
[10] «Οικεία σύσταση τού σώματος»: τα εκ φύσεως αναγκαία στοιχεία που συνθέτουν και διατηρούν ζωντανό το σώμα.
[11] «Η σωφροσύνη είναι η αρετή τού επιθυμητικού, η οποία δεν τους αφήνει να ορέγονται τις απολαύσεις των φαύλων ηδονών (...). Χαρακτηριστικό τής σωφροσύνης είναι να μην θαυμάζει κάποιος τις απολαύσεις των σωματικών ηδονών, και να είναι ανόρεκτος ενώπιον κάθε απολαυστικής αισχρής ηδονής, και να φοβάται την κακή φήμη, και στον βίο του ν’ αντιτάσσεται ομοίως και στα μικρά και στα μεγάλα. Την σωφροσύνη ακολουθεί η ευταξία, η κοσμιότητα, η αιδημοσύνη κ’ η ευλάβεια» (Αριστοτέλης, «Ανθολόγιο» Ιωάννη Στοβαίου, κεφάλαιο «Περί Αρετής», παράγραφος 194).
[12] Τής αποκτήνωσης, τής βαρβαρότητας.
[13] Που κάποιος επιδιώκει εις βάρος των άλλων.
[14] Επειδή ο υπερβολικά φιλόδοξος άνθρωπος «πατά επί πτωμάτων» προκειμένου να προβληθεί και ν’ αναδειχθεί.
[15] Η πρακτική εφαρμογή τής δικαιοσύνης.
[16] Και από αρετές που οδηγούν, και από αρετές που έπονται.
[17] Η αρετή γεννιέται όταν αρχίζουμε ν’ αντιμετωπίζουμε τα πάθη.
[18] Οι πολιτισμένοι άνθρωποι, των οποίων η κοινωνία διέπεται από δίκαιους νόμους και κανόνες ορθής συμβίωσης.
[19] «Πρώτο μέρος» και «μάτι» και «νους» τής ψυχής είναι το λογικό μέρος της.
[20] Το άλογο μέρος τής ψυχής.
[21] Το λογικό μέρος τής ψυχής.
[22] Καλύτερα από τον ίδιο τον νου.
[23] Ότι τα κακομαθαίνεις, ότι τα κάνεις μαλθακά.
[24] Ο Μέτωπος (ό.π.) διδάσκει ότι «το πλήθος όλων των αρετών μπορεί κάποιος να το δει μέσα από τα μέρη τής ψυχής», «τα μέρη τής ψυχής είναι δύο, το λογιστικό και το άλογο, και με το λογιστικό κρίνουμε κ’ εξετάζουμε, ενώ με το άλογο ορμούμε και ορεγόμαστε, και μέρη τού αλόγου είναι το θυμοειδές και το επιθυμητικό, και το πρώτο, που είναι σαν αμυντικό και υπερασπιστικό των άλλων, ονομάζεται θυμοειδές, ενώ το δεύτερο, που είναι σαν να ορέγεται και να ποθεί την οικεία σύσταση τού σώματος, ονομάζεται επιθυμητικό». Γι’ αυτόν τον λόγο, «αρετή τού επιθυμητικού είναι η σωφροσύνη, η οποία είναι μετριότητα κ’ εγκράτεια προς τις σωματικές ηδονές».
[25] Που αγαπά αληθινά, που επιθυμεί το πραγματικό καλό των παιδιών της.
[26] Ο Πυθαγόρειος φιλόσοφος Θεάγης («Ανθολόγιο» Ιωάννη Στοβαίου, κεφάλαιο «Περί Αρετής», παράγραφος 117) διευκρινίζει: «Ο διάκοσμος τής ψυχής έχει ως εξής: το πρώτο στοιχείο της είναι το λογικό, το δεύτερο το συναίσθημα, το τρίτο η επιθυμία» και «όταν αυτά τα τρία στοιχεία γίνουν ένα, μόλις δεχτούν την συναρμογή, τότε η αρετή και η ομόνοια γεννιούνται στην ψυχή». Και προσθέτει: «Η σύνταξη τής ψυχής κατά την ορθή αναλογία και η παράβαση τής ορθής αναλογίας είναι – αντίστοιχα – κατεύθυνση προς το σωστό και απόκλιση από το σωστό» και «τού μη σωστού τα είδη είναι δύο: η υπερβολή και η έλλειψη. Υπερβολή είναι το περισσότερο από το σωστό, και έλλειψη το λιγότερο». Επίσης: «Όταν η επιθυμία αστοχεί κατ’ έλλειψη, ονομάζεται μισηδονία. Όταν αστοχεί καθ’ υπερβολή, ακολασία».
[27] Αλλά να κυριαρχούν επάνω στα πάθη τους. «Τα πάθη είναι η ύλη τής αρετής. Η αρετή βρίσκεται γύρω τους και μέσα τους. Άλλο πάθος είναι εκούσιο και άλλο ακούσιο. Εκούσιο είναι η ηδονή, ακούσιο η λύπη. Αυτά τα επιτείνουν και τα χαλαρώνουν οι άνθρωποι που ζουν σε οργανωμένες κοινωνίες, συναρμόζοντας τ’ άλογα προς τα λογικά μέρη τής ψυχής. Όριο τής συναρμογής είναι να μην εμποδίζεται ο νους – ούτε από την έλλειψη ούτε από την υπερβολή – ώστε να επιτελεί το δικό του έργο» (Μέτωπος, ό.π.). «Όταν εναρμονιστούν τα συναισθήματα με τις επιθυμίες, εξαιρούνται οι κακίες και τα πάθη, και γεννιούνται οι αρετές και τα ήθη» (Θεάγης, ό.π.).
[28] Όταν «το παίρνεις επάνω σου», όταν «καμαρώνεις».
[29] Πρόκειται γιά τον διαβόητο Ασσύριο ηγεμόνα Ασσουρμπανιπάλ (7ος αιώνας π.Χ.), τού οποίου το όνομα έχει συνδεθεί με την άκρα φιληδονία και την υπερβολική ακολασία και βιαιότητα, διαχρονικά χαρακτηριστικά των βάρβαρων ανθρώπων.
[30] Στο πρωτότυπο κείμενο συναντούμε την σκληρή λέξη «βατταλίζεται», η οποία δύναται να εμπεριέχει τις έννοιες «συμπεριφέρεται σαν κίναιδος», «χάνει άσκοπα και ανώφελα τον χρόνο του» και «καθίσταται ολοένα και περισσότερο μαλθακός».
[31] Των παιδαγωγών και των διδασκάλων τους.
[32] Την πνευματική, ψυχική και σωματική άνοδο, την βαθμιαία τελείωση.
[33] Την εντεινόμενη και ελεγχόμενη δοκιμασία και προσπάθεια.
[34] Σε αυτή την περίοδο ο λόγος είναι μεταφορικός.
[35] «Το λογικό, λοιπόν, επικρατεί στην γνώση, το συναίσθημα επικρατεί στο πάθος, και η επιθυμία είναι αυτή που επικρατεί στο επιθυμητικό είδος. Όταν αυτά τα τρία στοιχεία γίνουν ένα, μόλις δεχτούν την συναρμογή, τότε η αρετή και η ομόνοια γεννιούνται στην ψυχή. Όταν επαναστατούν και το ένα αποσπάται από το άλλο, τότε στην ψυχή γεννιέται η κακία και η ασυμφωνία» και «η συνολική συναρμογή, που δεν γίνεται κατά την ορθή αναλογία, ονομάζεται κακία» (Θεάγης, ό.π.).