ΟΙ. ὦ πάντα τολμῶν κἀπὸ παντὸς ἂν φέρων
λόγου δικαίου μηχάνημα ποικίλον,
τί ταῦτα πειρᾷ, κἀμὲ δεύτερον θέλεις
ἑλεῖν ἐν οἷς μάλιστ᾽ ἂν ἀλγοίην ἁλούς;
765 πρόσθεν τε γάρ με τοῖσιν οἰκείοις κακοῖς
νοσοῦνθ᾽, ὅτ᾽ ἦν μοι τέρψις ἐκπεσεῖν χθονός,
οὐκ ἤθελες θέλοντι προσθέσθαι χάριν,
ἀλλ᾽ ἡνίκ᾽ ἤδη μεστὸς ἦ θυμούμενος,
καὶ τοὐν δόμοισιν ἦν διαιτᾶσθαι γλυκύ,
770 τότ᾽ ἐξεώθεις κἀξέβαλλες, οὐδέ σοι
τὸ συγγενὲς τοῦτ᾽ οὐδαμῶς τότ᾽ ἦν φίλον·
νῦν τ᾽ αὖθις, ἡνίκ᾽ εἰσορᾷς πόλιν τέ μοι
ξυνοῦσαν εὔνουν τήνδε καὶ γένος τὸ πᾶν,
πειρᾷ μετασπᾶν, σκληρὰ μαλθακῶς λέγων.
775 καίτοι τίς αὕτη τέρψις, ἄκοντας φιλεῖν;
ὥσπερ τις εἰ σοὶ λιπαροῦντι μὲν τυχεῖν
μηδὲν διδοίη, μηδ᾽ ἐπαρκέσαι θέλοι,
πλήρη δ᾽ ἔχοντι θυμὸν ὧν χρῄζοις, τότε
δωροῖθ᾽, ὅτ᾽ οὐδὲν ἡ χάρις χάριν φέροι·
780 ἆρ᾽ ἂν ματαίου τῆσδ᾽ ἂν ἡδονῆς τύχοις;
τοιαῦτα μέντοι καὶ σὺ προσφέρεις ἐμοί,
λόγῳ μὲν ἐσθλά, τοῖσι δ᾽ ἔργοισιν κακά.
φράσω δὲ καὶ τοῖσδ᾽, ὥς σε δηλώσω κακόν.
ἥκεις ἔμ᾽ ἄξων, οὐχ ἵν᾽ ἐς δόμους ἄγῃς,
785 ἀλλ᾽ ὡς πάραυλον οἰκίσῃς, πόλις δέ σοι
κακῶν ἄνατος τῆσδ᾽ ἀπαλλαχθῇ χθονός.
οὐκ ἔστι σοι ταῦτ᾽, ἀλλά σοι τάδ᾽ ἔστ᾽, ἐκεῖ
χώρας ἀλάστωρ οὑμὸς ἐνναίων ἀεί·
ἔστιν δὲ παισὶ τοῖς ἐμοῖσι τῆς ἐμῆς
790 χθονὸς λαχεῖν τοσοῦτον, ἐνθανεῖν μόνον.
ἆρ᾽ οὐκ ἄμεινον ἢ σὺ τἀν Θήβαις φρονῶ;
πολλῷ γ᾽, ὅσῳπερ καὶ σαφεστέρων κλύω,
Φοίβου τε καὐτοῦ Ζηνός, ὃς κείνου πατήρ.
τὸ σὸν δ᾽ ἀφῖκται δεῦρ᾽ ὑπόβλητον στόμα,
795 πολλὴν ἔχον στόμωσιν· ἐν δὲ τῷ λέγειν
κάκ᾽ ἂν λάβοις τὰ πλείον᾽ ἢ σωτήρια.
ἀλλ᾽, οἶδα γάρ σε ταῦτα μὴ πείθων, ἴθι,
ἡμᾶς δ᾽ ἔα ζῆν ἐνθάδ᾽· οὐ γὰρ ἂν κακῶς
οὐδ᾽ ὧδ᾽ ἔχοντες ζῷμεν, εἰ τερποίμεθα.
***
ΟΙ. Παντού και πάντα αδίστακτε, στο καθετίμε δίκαιο λόγο μηχανεύεσαι την πανουργία σου.Αλλά και τώρα, δεύτερη φορά, στο δίχτυ σου παςνα με πιάσεις, που αν παγιδευτώ, αφόρητος θα γίνει ο πόνος μου.765Αρχή αρχή, τότε που τα οικεία πάθη πήγαννα μου σαλέψουν το μυαλό, τότε που πίστεψαπως το να φύγω από τον τόπο μου ήταν γλυκιά ανακούφιση,δεν θέλησες, παρότι εγώ το θέλησα, τη χάρη αυτήνα μου προσφέρεις. Όμως μετά, όταν πια μέστωσεκι ημέρεψε ο θυμός μου, όταν μου φάνηκε γλυκύτερο770στο σπίτι να κουρνιάσω, τότε μ᾽ απόδιωξες, μ᾽ εξόρισες,οπότε κι η συγγένεια που λες πήγε περίπατο.Αλλά και τώρα, βλέποντας την πόλη αυτή και τον λαό της όλομε τόση καλοσύνη να με δέχονται, θέλειςνα μ᾽ αποσπάσεις, κρύβοντας την κακία σου μ᾽ άκακα λόγια.Τί ηδονή κι αυτή, αγάπη να προσφέρεις775σ᾽ εκείνους που την απωθούν.Σαν κάποιος που, όταν εσύ σε ζόρι τον εκλιπαρείςγια κάτι, δεν σου το δίνει κι αρνείται τη βοήθειά του.Αντίθετα, όταν σε δει με την ψυχή χορτάτη, κάνειτον γενναιόδωρο, οπότε βγαίνει άχαρη η χάρη του —780καλύτερα να μη σου τύχει μια τέτοια κούφια απόλαυση.Ανάλογες και οι δικές σου προσφορές σ᾽ εμένα,καλές στα λόγια, κακές στην πράξη.Θα το εξηγήσω όμως και σ᾽ αυτούς εδώ, για να τους δείξωτη μοχθηρία σου. Ήλθες όχι για να με πας785στο σπίτι μου, αλλά παράμερα για να με ρίξεις,έξω απ᾽ το σύνορο της πόλης, στον νου σου έχονταςτο πώς η πόλη σου ασφαλής θα μείνει, ανέπαφηαπό τη χώρα αυτή.Αλλά δεν πρόκειται να σου περάσει αυτό, και θα συμβείτο αντίθετο. Για πάντα εκεί, σαν την κατάρα ο ίσκιος μουθα κατοικεί, κι οι προκομμένοι γιοι μου τόση θα πάρουν790απ᾽ τη γη μου, όση για να ταφούν.Λοιπόν τί λες, δεν βρίσκεις πως εγώ φρονώ καλύτερατης Θήβας το συμφέρον;Σίγουρα πιο καλά το σκέφτομαι, αφού κι οι μάρτυρεςβγαίνουν αλάνθαστοι που ακούω, ο Φοίβος λέωκι ο πατέρας του, ο μέγας Δίας.Ενώ εσύ με στόμα απύλωτο μας ήλθες, κι η γλώσσα σου795πάει ροδάνι. Όμως, και με την τόση σου ευγλωττία,μικρό το κέρδος, μεγάλη μάλλον η ζημιά σου.Αλλά το βλέπω, πάνε τα λόγια μου στον βρόντο.Τράβα λοιπόν εσύ τον δρόμο σου, κι άφησε εμάςνα ζούμε εδώ. Έτσι που είμαστε, δεν θα περάσουμεκαι τόσο άσχημα, φτάνει να μείνουμε ικανοποιημένοι.
λόγου δικαίου μηχάνημα ποικίλον,
τί ταῦτα πειρᾷ, κἀμὲ δεύτερον θέλεις
ἑλεῖν ἐν οἷς μάλιστ᾽ ἂν ἀλγοίην ἁλούς;
765 πρόσθεν τε γάρ με τοῖσιν οἰκείοις κακοῖς
νοσοῦνθ᾽, ὅτ᾽ ἦν μοι τέρψις ἐκπεσεῖν χθονός,
οὐκ ἤθελες θέλοντι προσθέσθαι χάριν,
ἀλλ᾽ ἡνίκ᾽ ἤδη μεστὸς ἦ θυμούμενος,
καὶ τοὐν δόμοισιν ἦν διαιτᾶσθαι γλυκύ,
770 τότ᾽ ἐξεώθεις κἀξέβαλλες, οὐδέ σοι
τὸ συγγενὲς τοῦτ᾽ οὐδαμῶς τότ᾽ ἦν φίλον·
νῦν τ᾽ αὖθις, ἡνίκ᾽ εἰσορᾷς πόλιν τέ μοι
ξυνοῦσαν εὔνουν τήνδε καὶ γένος τὸ πᾶν,
πειρᾷ μετασπᾶν, σκληρὰ μαλθακῶς λέγων.
775 καίτοι τίς αὕτη τέρψις, ἄκοντας φιλεῖν;
ὥσπερ τις εἰ σοὶ λιπαροῦντι μὲν τυχεῖν
μηδὲν διδοίη, μηδ᾽ ἐπαρκέσαι θέλοι,
πλήρη δ᾽ ἔχοντι θυμὸν ὧν χρῄζοις, τότε
δωροῖθ᾽, ὅτ᾽ οὐδὲν ἡ χάρις χάριν φέροι·
780 ἆρ᾽ ἂν ματαίου τῆσδ᾽ ἂν ἡδονῆς τύχοις;
τοιαῦτα μέντοι καὶ σὺ προσφέρεις ἐμοί,
λόγῳ μὲν ἐσθλά, τοῖσι δ᾽ ἔργοισιν κακά.
φράσω δὲ καὶ τοῖσδ᾽, ὥς σε δηλώσω κακόν.
ἥκεις ἔμ᾽ ἄξων, οὐχ ἵν᾽ ἐς δόμους ἄγῃς,
785 ἀλλ᾽ ὡς πάραυλον οἰκίσῃς, πόλις δέ σοι
κακῶν ἄνατος τῆσδ᾽ ἀπαλλαχθῇ χθονός.
οὐκ ἔστι σοι ταῦτ᾽, ἀλλά σοι τάδ᾽ ἔστ᾽, ἐκεῖ
χώρας ἀλάστωρ οὑμὸς ἐνναίων ἀεί·
ἔστιν δὲ παισὶ τοῖς ἐμοῖσι τῆς ἐμῆς
790 χθονὸς λαχεῖν τοσοῦτον, ἐνθανεῖν μόνον.
ἆρ᾽ οὐκ ἄμεινον ἢ σὺ τἀν Θήβαις φρονῶ;
πολλῷ γ᾽, ὅσῳπερ καὶ σαφεστέρων κλύω,
Φοίβου τε καὐτοῦ Ζηνός, ὃς κείνου πατήρ.
τὸ σὸν δ᾽ ἀφῖκται δεῦρ᾽ ὑπόβλητον στόμα,
795 πολλὴν ἔχον στόμωσιν· ἐν δὲ τῷ λέγειν
κάκ᾽ ἂν λάβοις τὰ πλείον᾽ ἢ σωτήρια.
ἀλλ᾽, οἶδα γάρ σε ταῦτα μὴ πείθων, ἴθι,
ἡμᾶς δ᾽ ἔα ζῆν ἐνθάδ᾽· οὐ γὰρ ἂν κακῶς
οὐδ᾽ ὧδ᾽ ἔχοντες ζῷμεν, εἰ τερποίμεθα.
***
ΟΙ. Παντού και πάντα αδίστακτε, στο καθετίμε δίκαιο λόγο μηχανεύεσαι την πανουργία σου.Αλλά και τώρα, δεύτερη φορά, στο δίχτυ σου παςνα με πιάσεις, που αν παγιδευτώ, αφόρητος θα γίνει ο πόνος μου.765Αρχή αρχή, τότε που τα οικεία πάθη πήγαννα μου σαλέψουν το μυαλό, τότε που πίστεψαπως το να φύγω από τον τόπο μου ήταν γλυκιά ανακούφιση,δεν θέλησες, παρότι εγώ το θέλησα, τη χάρη αυτήνα μου προσφέρεις. Όμως μετά, όταν πια μέστωσεκι ημέρεψε ο θυμός μου, όταν μου φάνηκε γλυκύτερο770στο σπίτι να κουρνιάσω, τότε μ᾽ απόδιωξες, μ᾽ εξόρισες,οπότε κι η συγγένεια που λες πήγε περίπατο.Αλλά και τώρα, βλέποντας την πόλη αυτή και τον λαό της όλομε τόση καλοσύνη να με δέχονται, θέλειςνα μ᾽ αποσπάσεις, κρύβοντας την κακία σου μ᾽ άκακα λόγια.Τί ηδονή κι αυτή, αγάπη να προσφέρεις775σ᾽ εκείνους που την απωθούν.Σαν κάποιος που, όταν εσύ σε ζόρι τον εκλιπαρείςγια κάτι, δεν σου το δίνει κι αρνείται τη βοήθειά του.Αντίθετα, όταν σε δει με την ψυχή χορτάτη, κάνειτον γενναιόδωρο, οπότε βγαίνει άχαρη η χάρη του —780καλύτερα να μη σου τύχει μια τέτοια κούφια απόλαυση.Ανάλογες και οι δικές σου προσφορές σ᾽ εμένα,καλές στα λόγια, κακές στην πράξη.Θα το εξηγήσω όμως και σ᾽ αυτούς εδώ, για να τους δείξωτη μοχθηρία σου. Ήλθες όχι για να με πας785στο σπίτι μου, αλλά παράμερα για να με ρίξεις,έξω απ᾽ το σύνορο της πόλης, στον νου σου έχονταςτο πώς η πόλη σου ασφαλής θα μείνει, ανέπαφηαπό τη χώρα αυτή.Αλλά δεν πρόκειται να σου περάσει αυτό, και θα συμβείτο αντίθετο. Για πάντα εκεί, σαν την κατάρα ο ίσκιος μουθα κατοικεί, κι οι προκομμένοι γιοι μου τόση θα πάρουν790απ᾽ τη γη μου, όση για να ταφούν.Λοιπόν τί λες, δεν βρίσκεις πως εγώ φρονώ καλύτερατης Θήβας το συμφέρον;Σίγουρα πιο καλά το σκέφτομαι, αφού κι οι μάρτυρεςβγαίνουν αλάνθαστοι που ακούω, ο Φοίβος λέωκι ο πατέρας του, ο μέγας Δίας.Ενώ εσύ με στόμα απύλωτο μας ήλθες, κι η γλώσσα σου795πάει ροδάνι. Όμως, και με την τόση σου ευγλωττία,μικρό το κέρδος, μεγάλη μάλλον η ζημιά σου.Αλλά το βλέπω, πάνε τα λόγια μου στον βρόντο.Τράβα λοιπόν εσύ τον δρόμο σου, κι άφησε εμάςνα ζούμε εδώ. Έτσι που είμαστε, δεν θα περάσουμεκαι τόσο άσχημα, φτάνει να μείνουμε ικανοποιημένοι.