Σκέφτομαι πως, στις περιπετειώδεις ταινίες εποχής, όταν μια σκηνή εκτυλίσσεται στο δάσος, δεν έχει σημασία σε ποιο δέντρο θα σκαρφαλώσει ο καλός: ο κακός θα περάσει από κάτω.
Σκέφτομαι πως είναι αλήθεια ότι όσοι λένε: «Τι Αριστερά, τι Δεξιά, τα ίδια σκατά είναι», είναι κατά κανόνα «δεξιοί».
Σκέφτομαι πως δεν είμαι προληπτικός, αλλά σε μια πιστωτική μου κάρτα γράφει: Ερβέ Λε Τελιέ, λήγει 03/2001, κι αυτό δεν είναι και πολύ αισιόδοξο.
Σκέφτομαι πως θα θελα να χω έναν αυτόματο τηλεφωνητή που να προσαρμόζει το μήνυμά του στο πρόσωπο που καλεί.
Σκέφτομαι πως είναι πολύ δύσκολο να συγκρατήσεις τα γέλια σου όταν κάποιος υπεύθυνος του σούπερ μάρκετ σού συστηθεί ως προϊστάμενος των λαχανικών ή των κατεψυγμένων.
Σκέφτομαι πως δεν έχω δει ποτέ μου σκυλί να δουλεύει σαν το σκυλί.
Σκέφτομαι ότι, στα δεκαπέντε δευτερόλεπτα που μοιράζεσαι ένα ασανσέρ με μια ωραία γυναίκα, είναι σχεδόν αδύνατον να της επιδείξεις την ευφυΐα, τη χάρη και το χιούμορ σου.
Σκέφτομαι πως ένας απ τους λόγους για τους οποίους δεν έχω κάνει ποτέ bunjee-jumping, είναι ότι δε θα μ άρεσε καθόλου να κατουρηθώ πάνω μου και να μαι ανάποδα.
Σκέφτομαι πόσο με είχε εντυπωσιάσει ένας καθηγητής μαθηματικών, τυφλός εκ γενετής, που σχεδίαζε τέλειους κύκλους και συνήθιζε να λέει: «Βλέπετε;».
Σκέφτομαι πως, αν ζούσα απένταρος στους δρόμους, θα μισούσα θανάσιμα τα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης μετρητών.
Σκέφτομαι πως δεν έχω τίποτα να σου πω, αλλά αυτό δεν οφείλεται στο ότι δεν σ αγαπώ πια, ακόμα κι όταν σ αγαπούσα, πάλι δεν είχα να σου πω τίποτα.
Σκέφτομαι πως αυτό που μ ερεθίζει στον Προυστ, είναι ότι περιγράφει τόσο καλά τις μεταστροφές των αισθημάτων, ώστε, αφού τον διαβάσεις, είναι αδύνατον πια να αισθάνεσαι όπως πριν.
Σκέφτομαι πως το σχήμα της Γαλλίας δεν θυμίζει τόσο εξάγωνο όσο ένα χοντρό, τρομοκρατημένο ανθρωπάκι, που προσπαθεί ν απομακρυνθεί απ τη Γερμανία.
Σκέφτομαι πως είναι καλύτερα να μένεις σ ένα άσχημο κτίριο που να βλέπει σ ένα ωραίο, παρά το αντίστροφο.
Σκέφτομαι πως, αφού ο έρωτας είναι μια εξίσωση με δύο αγνώστους δεν μπορεί να έχει μία και μόνη λύση.
Σκέφτομαι πως, αν ήμουν ένα ωραίο πριγκιπόπουλο, δε θα χρειαζόταν να σου μιλήσω τόσην ώρα για να σε σαγηνεύσω.
Σκέφτομαι πως, ό,τι κι αν έγινε, δε θα ξεχάσω ποτέ τη μελωδία του σοβιετικού εθνικού ύμνου.
Σκέφτομαι πως δε θα γραφα τα ίδια βιβλία αν δεν είχα υπολογιστή. Μπορεί και να μην έγραφα καν.
Σκέφτομαι πως, αφού, όταν συντρίβεται ένα αεροπλάνο, δε σώζεται παρά το μαύρο κουτί, θα πρεπε να ταξιδεύουμε σε μαύρο κουτί.
Σκέφτομαι πως, αν ήμουν βασιλιάς, θα χα κι εγώ δικαίωμα σ ένα προσωνύμιο – ποιο, όμως; Ερβέ ο Μέγας, Ερβέ ο Τρελός ή, απλώς, Ερβέ ο Πρώτος;
Σκέφτομαι πως είμαι τόσο δειλός, που δεν έχω το θάρρος να μαι τελείως δειλός.
Σκέφτομαι πως, αν έχω γίνει πιο απαιτητικός ως προς τον καφέ απ ό,τι ως προς τις ανθρώπινες σχέσεις, ίσως οφείλεται στο ότι είναι πια εύκολο να βρεις καλό καφέ.
Σκέφτομαι πως πολύ θα το θελα, σε μια δεξίωση, να πάω σε μια κοπέλα και να της πως, χωρίς να λέω ψέματα, γιατί αυτό θα ταν το αληθινό μου όνομα: My name is Bond… James Bond.
Σκέφτομαι πως δεν κατάφερα να γράψω εκείνο το μυθιστόρημα με παραγράφους γραμμένες σε τραπουλόχαρτα, έτσι ώστε, ανακατεύοντάς τα, να προκύπτει κάθε φορά και μια διαφορετική ιστορία.
Σκέφτομαι πως ο λεγεωνάριος στο Μπεν Χουρ που ξέχασε να βγάλει το ρολόι του, έχει συμβάλει τα μάλα στη μυθοποίηση της ταινίας.
Σκέφτομαι πως ο Χίτλερ, θα μπορούσε τουλάχιστον να έχει χρησιμέψει στο να αποδειχθεί ότι το ν αγαπάς τα σκυλιά και είσαι χορτοφάγος, από μόνο του, δε σημαίνει απολύτως τίποτα.
Σκέφτομαι πως, ένα απ τα πιο γλυκά πράγματα της ζωής, είναι κι αυτό το χαμόγελο που ανταλλάσσεις με μιαν άγνωστη καθισμένη σ ένα απομακρυσμένο λεωφορείο, και πως δεν πρέπει ποτέ να τρέξεις από πίσω του.
Σκέφτομαι πως, αν ήμουν πραγματικά σνομπ, θ άνοιγα ένα αγγλικό εστιατόριο.
Σκέφτομαι πως οι αμνησιακοί δεν έχουν ζήσει τίποτα αξέχαστο.
Σκέφτομαι πως το χρώμα των ματιών σου πρέπει να ναι το 574 στην κλίμακα Pantone.
Σκέφτομαι πως μου είναι αδύνατον να φανταστώ ποιος ηθοποιός μπορεί να με ενσαρκώσει σε μια ταινία.
Σκέφτομαι πως είναι δύσκολο να καμαρώνεις για την επιτυχία ενός βιβλίου σου, αφού κάτι τέτοιο σημαίνει πως αρέσει σε όλους αυτούς που σχεδόν ποτέ δεν αγοράζουν βιβλία.
Σκέφτομαι πως, αν με ρωτούσαν ποια βιβλία θα παιρνα μαζί μου σ ένα έρημο νησί, θα ανέφερα βιβλία που έχω ήδη διαβάσει, ενώ θα προτιμούσα να χω μαζί μου βιβλία που δεν έχω διαβάσει ακόμα.
Σκέφτομαι πως, μια μέρα (μόνο και μόνο για να χαρώ νομίζοντας ότι μιλούν για μένα), όταν ακούσω: «Διάβασες αυτό το μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε τις προάλλες και που δε θυμάμαι πώς το λένε;» θα τιτλοφορήσω ένα απ τα μυθιστορήματά μου « Αυτό το μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε τις προάλλες και που δε θυμάμαι πώς το λένε».
Σκέφτομαι πως ένας υποψήφιος τίτλος βιβλίου είναι κι αυτή η φράση με την οποία είδα να διαφημίζεται ένα μυθιστόρημα κατασκοπίας: «30% περισσότερο κείμενο».
Σκέφτομαι πως ο Θεός θα πρέπει να σκέφτεται τι θλιμμένοι που είναι οι άνθρωποι στη Γη, αφού όσοι προσεύχονται, σπανίως είναι στα μεγάλα κέφια τους.
Σκέφτομαι πως, αν το χιόνι ήταν κόκκινο, κόκκινες θα ταν και οι πολικές αρκούδες.
Σκέφτομαι πως, διαιρώντας τα χιλιόμετρα που διανύουμε με αυτοκίνητο, δια του χρόνου που χρειάζεται να μαζέψουμε τα χρήματα για να το αγοράσουμε, βρίσκουμε περίπου την ταχύτητα βαδίσματος.
Σκέφτομαι πώς βρίσκεις ποιος απ όλους είναι ο μηχανικός αυτοκινήτων: είναι ο μόνος που καταλαβαίνει τι σημαίνει η φράση: «Είναι το ντελκό».
Σκέφτομαι πως οι άνθρωποι διαβάζουν λίγο, και, καμιά φορά, σκέφτομαι πως έχω ένα μερίδιο της σχετικής ευθύνης.
Σκέφτομαι να αρχίσω να γυρίζω τα βιβλιοπωλεία, να ζητάω βιβλία του Ερβέ Λε Τελιέ, κι αν δεν έχουν, να λέω, αναστενάζοντας: «Τι να κάνουμε… Μήπως έχετε, τουλάχιστον, του Βικτόρ Ουγκό;».
Σκέφτομαι πως στ αλήθεια μπορεί κανείς να πεθάνει από αγάπη. Χτες, π.χ., παραλίγο να με πατήσει ένα λεωφορείο, γιατί κοίταζα μια κοπέλα που διέσχιζε το δρόμο.
Σκέφτομαι πως η ιδέα ότι ο ύπνος μοιάζει με το θάνατο, με αποτρέπει συχνά απ το να κοιμηθώ, αλλά δε θα μ αποτρέψει απ το να πεθάνω.
Σκέφτομαι πως μπορεί ο Θεός να ενέπαιξε τους ανθρώπους με το να τους πετάξει κατακέφαλα έναν Μότσαρτ, μα πιο πολύ ενέπαιξε τον Μότσαρτ.
Σκέφτομαι πως δε θα θελα να με θάψουν με το ρολόι μου, για να μην ξέρουν τα σκουλήκια την ώρα του φαγητού.
Σκέφτομαι πως το Ρουί Μπλα γράφτηκε σε δεκαεννέα μέρες, και Το μοναστήρι της Πάρμας, σε πενήντα τρεις.
Σκέφτομαι πως, μια μέρα, θα μπορούμε να φοράμε μια κάσκα εικονικής πραγματικότητας και, χωρίς να το κουνήσουμε απ το σπίτι μας, να ταξιδεύουμε στη Βενετία και να αισθανόμαστε όλη τη βαβούρα της και, ίσως, τη μυρωδιά του καφέ.
Σκέφτομαι πως το μοναδικό ποίημα που το ξέρω όλο απέξω, είναι «Οι Περσίδες» του Αραγκόν: Περσίδες Περσίδες Περσίδες… είκοσι φορές.
Σκέφτομαι πως στη Γκόθαμ Σίτι ο καιρός είναι πάντα μουντός, έτσι ώστε να μπορούν να προβάλλουν στα σύννεφα το σύμβολο του Μπάτμαν.
Σκέφτομαι πόσα και πόσα δεν είχε δημιουργήσει ο Μότσαρτ στο είκοσί του, ενώ εγώ, ακόμα κι αν άρχιζα αυτή τη στιγμή να μαθαίνω σολφέζ και πιάνο, δε θα μαι παρά ένας γέρος-θαύμα.
Σκέφτομαι πως, αν έπεφτα από ένα αεροπλάνο με την κάμερά μου, έχοντας ξεχάσει το αλεξίπτωτό μου, δε θα κινηματογραφούσα όλη μου την πτώση.
Σκέφτομαι πως η φώκια θα πρέπει να ταν το αγαπημένο ζώο του προέδρου Τσαουσέσκου: δεν τρώει κρέας, αντέχει στο κρύο και χειροκροτεί όλη την ώρα.
Σκέφτομαι πως, μια μέρα, θα μπορούσε ν ανέβει στο θέατρο το κείμενο στο οποίο ο Φρανσουά Λε Λιονέ περιγράφει πώς, όντας κρατούμενος σ ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως, «ξεναγούσε» τους συγκρατούμενους του στο Μουσείο του Λούβρου, χωρίς να παραλείψει ούτε μία αίθουσα.
Σκέφτομαι πως, και φέτος, τα χαλασμένα στρείδια θα σκοτώσουν πολύ περισσότερους ανθρώπους απ όσους οι τίγρεις της Βεγγάλης.
Σκέφτομαι πόσο εύκολο είναι να σαι ταπεινόφρων, ιδίως όταν έχεις κάθε λόγο να μην είσαι.
Σκέφτομαι πως θα πρεπε να καθιερωθεί μια Ημέρα των Τυφλών, κι όλοι να την περνάμε με τα μάτια δεμένα.
Σκέφτομαι πως ένα από τα πράγματα για τα οποία τρελαίνομαι στο σινεμά, είναι όταν ο κακός είναι απίστευτα κακός και λέει στον ήρωα: «At last, we meet again, Mister Bond».
Σκέφτομαι πως οι προδότες και οι λιποτάκτες προηγούνται κατά τι ως προς την επικείμενη ειρήνη.
Σκέφτομαι πως ένας απ τους νόμους της δημοσιογραφίας είναι ότι ο λόγος του αριθμού των θυμάτων μιας θεομηνίας προς την απόσταση από τον τόπο στον οποίο συνέβη, είναι σταθερός.
Σκέφτομαι πως, στον «Τιτανικό», λίγο πριν τη μοιραία στιγμή, όλο και κάποιος στο μπαρ θα ζητούσε παγάκια.
Σκέφτομαι πως πραγματικά ηλίθιος είναι αυτός που κοιτάζει το φεγγάρι όταν του δείχνεις το δάχτυλό σου.
Σκέφτομαι πως ο Νταλί είχε δίκιο: ο σκεπτόμενος του Ροντέν είναι σαν να κάθεται στην τουαλέτα.
Σκέφτομαι ότι όλα τα μανιτάρια τρώγονται, μερικά όμως μόνο μια φορά.