Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Οι αποτυχημένες προφητείες του Ιησού των Ευαγγελίων

Εισαγωγή
Η θρησκεία που αναφέρεται συχνά σαν θρησκεία της “αγάπης”, κατάφερε να επιβληθεί στον δυτικό κόσμο χρησιμοποιώντας την εξουσία της αυτοκρατορικής Ρώμης. Στην ουσία της, είναι μια αίρεση της εβραϊκής θρησκείας που στηρίζεται σε μυθολογικά στοιχεία που αναφέρονται μόνο στα δικά της κείμενα τα καλούμενα Ευαγγέλια, τα οποία είναι μια περιορισμένη επιλογή των ταγών της του 4ου αι. από ένα μεγάλο σύνολο αντίστοιχων μυθολογικών μεσσιανικών κειμένων από την Εκκλησία, που παρά την δήλωση του θεού τους, σταδιακά έμπλεξαν τον θεό τους με τον Καίσαρα μέχρι που τον καπέλωσαν τελείως. Φυσικά σε αυτά τα κείμενα πρέπει να προστεθεί και η ίδια η Παλαιά Διαθήκη, δηλαδή το μυθολογικό κείμενο που είναι ιερό βιβλίο των Εβραίων, αλλά και μια ιδιαίτερη και δική τους ερμηνεία προφητικών υποτίθεται κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης, ερμηνεία που τονίζουν συνέχεια στα κείμενά τους με τον δικό τους τρόπο.

Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει καμιά ξεκάθαρη ιστορική ή επιστημονική απόδειξη ότι κάτι από όσα αναφέρονται εκεί είναι πραγματικό ή ιστορικό ή περιέχει ίχνος αλήθειας, πέρα από κοινότυπες προτροπές γενικής φύσεως και ελάχιστα ονόματα γνωστών ανθρώπων της εποχής όπως ο Πιλάτος ή ο Βαπτιστής.

Τα Ευαγγέλια φαίνεται να γράφτηκαν στο διάστημα από το τέλος του 1ου με μέσα του 2ου αι. Δηλαδή είναι δύο με τρεις γενιές τουλάχιστον μεταγενέστερα της εποχής που θέλουν να ιστορήσουν. Υπάρχουν πολλές θεωρίες που μιλούν για νεότερη γραφή τους, κυρίως από χριστιανούς θεολόγους, αλλά η τάση είναι ότι γράφτηκαν σχεδόν όλα μετά το 70 κ.ε. και φυσικά την διασπορά των Εβραίων.

Οι συγγραφείς είναι άγνωστοι και σίγουρα δεν είναι οι φερόμενοι. Το πλέον σημαντικό όμως είναι η εύρεση του Σιναϊτικού Κώδικα (γράφτηκε μεταξύ 325-360 κ.ε.) ο οποίος περιλαμβάνει 10% λιγότερο κείμενο από τα γνωστά ευαγγέλια άλλων κωδίκων που φαίνονται λίγο μεταγενέστερα. Αυτό δείχνει για κάποιον που έχει μια στοιχειώδη επαφή με την γραφή της Παλαιάς Διαθήκης, ότι οι νεοφώτιστοι χριστιανοί, ανεξαρτήτως πως και γιατί έγινε το σχίσμα τους, ακολουθούν την λογική του παλαιού εβραϊκού ιερατείου, δηλαδή, την συνεχή μεταβολή και παραλλαγή παλαιότερων κειμένων, προσθέτοντας ότι νομίζουν σταδιακά από αντιγραφή σε αντιγραφή ώστε είναι δύσκολο να βρεθεί το αρχικό κείμενο και ταυτόχρονα φαίνεται ένα αρχαίο κείμενο να αντανακλά νεώτερες ιδεολογίες και να αναφέρει ευφάνταστες προφητείες που όταν αυτές έχουν γραφτεί ήδη φαίνεται να έχουν επαληθευτεί. Οι μεταγενέστεροι όμως αφελείς αναγνώστες, αυτό δεν το γνωρίζουν και έτσι θαυμάζουν την “επαληθευμένη” δύναμη του Γιαχβέ τους.

Αυτό που έχει σημασία για το παρόν κείμενο, είναι να θυμόμαστε ότι τα κείμενα αυτά γράφτηκαν μετά από την καταστροφή του Ναού από τους Ρωμαίους το 70 κ.ε. και ότι μιλάνε για μια εποχή και μια περιοχή, που έβριθε από εκκολαπτόμενους μεσσίες, οι οποίοι υποτίθεται θα ελευθέρωναν τους Εβραίους με τον άλφα ή βήτα τρόπο από την ρωμαϊκή εξουσία, όπως φαντάζονταν ότι τους ελευθέρωσαν οι Μακκαβαίοι από την ελληνοσελευκική επικράτηση.

Θα θεωρήσουμε πάντως για την παρούσα παρουσίαση, ότι αυτά γράφηκαν από τους φερόμενους ως Αποστόλους αν και δεν έχει και πολύ σημασία. Το ερώτημα είναι αν ο Ιησούς, όπως τον παρουσιάζουν, είχε προφητικές επιτυχίες ή όχι...

Οι αδερφοί Ζεβεδαίοι και το προφητευμένο τέλος τους

Καὶ προσκαλεσάμενος τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν. Τῶν δὲ δώδεκα ἀποστόλων τὰ ὀνόματά ἐστιν ταῦτα· πρῶτος Σίμων ὁ λεγόμενος Πέτρος καὶ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, καὶ Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννης ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ...

[Και αφού προσκάλεσε τους δώδεκα μαθητές του, τους έδωσε εξουσία ενάντια σε ακάθαρτα πνεύματα, ώστε να τα βγάζουν, και να θεραπεύουν κάθε νόσο και κάθε ασθένεια. Και τα ονόματα των δώδεκα αποστόλων είναι τούτα· πρώτος, ο Σίμωνας, που λέγεται Πέτρος και ο αδελφός του, ο Ανδρέας· ο Ιάκωβος του Ζεβεδαίου και ο αδελφός του, ο Ιωάννης...]

(Κατά Ματθαίον, 10: 1-2)

ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα.

[Και όταν μπήκε μέσα στο σπίτι, δεν άφησε κανέναν να μπει μέσα, παρά μονάχα τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και τον πατέρα τής κόρης και τη μητέρα.]

(Κατά Λουκάν, 8: 51)

καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὐτῷ οὐδένα συνακολουθῆσαι εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν Ἰακώβου.

[Και δεν άφησε κανέναν να τον ακολουθήσει, παρά μονάχα τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τον αδελφό τού Ιακώβου. ]

(Κατά Μάρκον, 5: 37)

Ἐγένετο δὲ μετὰ τοὺς λόγους τούτους ὡσεὶ ἡμέραι ὀκτὼ καὶ παραλαβὼν τὸν Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος προσεύξασθαι.

[Και μετά τα λόγια αυτά, πέρασαν περίπου οκτώ ημέρες, και παίρνοντας μαζί του τον Πέτρο και τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, ανέβηκε στο βουνό για να προσευχηθεί.]

(Κατά Λουκάν, 9: 28)

Καὶ μεθ' ἡμέρας ἓξ παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην καὶ ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ' ἰδίαν μόνους· καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν.

[Και ύστερα από έξι ημέρες, παίρνει τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και τους ανεβάζει, σε ένα ψηλό βουνό, μόνους, κατ' ιδίαν· και μεταμορφώθηκε μπροστά τους.]

(Κατά Μάρκον, 9: 2)

ἰδόντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης εἶπον· Κύριε, θέλεις εἴπωμεν πῦρ καταβῆναι ἀπὸ οὐρανοῦ καὶ ἀναλῶσαι αὐτούς, ὡς καὶ Ἠλίας ἐποίησε; στραφεὶς δὲ ἐπετίμησεν αὐτοῖς καὶ εἶπεν· Οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματός ἐστε ὑμεῖς· ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε ψυχὰς ἀνθρώπων ἀπολέσαι, ἀλλὰ σῶσαι. καὶ ἐπορεύθησαν εἰς ἑτέραν κώμην.

[Και οι μαθητές του, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, βλέποντας είπαν: «Κύριε, θέλεις να πούμε να κατέβει φωτιά από τον ουρανό, και να τους αφανίσει, όπως έκανε και ο Ηλίας;». Και αφού στράφηκε, τους επέπληξε, και είπε: «Δεν ξέρετε τίνος πνεύματος είστε εσείς· επειδή, ο Υιός τού ανθρώπου δεν ήρθε για να απολέσει ψυχές ανθρώπων, αλλά για να σώσει». Και πήγαν σε μια άλλη κωμόπολη.]

(Κατά Λουκάν, 9: 54-56)

Όλα αυτά για να δούμε ότι οι δύο αδερφοί μαζί με τον Πέτρο είχαν μια ιδιαίτερη σχέση με τον Ιησού· ήταν δηλαδή σχεδόν πάντα μαζί του και προφανώς ιδιαίτερα έμπιστοι, αφού κάνουν και καινοφανείς προτάσεις. Ας δούμε τι προέβλεψε ή προφήτεψε για αυτούς ο Ιησούς:

῏Ησαν δὲ ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαίνοντες εἰς ῾Ιεροσόλυμα· καὶ ἦν προάγων αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ ἐθαμβοῦντο, καὶ ἀκολουθοῦντες ἐφοβοῦντο. καὶ παραλαβὼν πάλιν τοὺς δώδεκα ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, ὅτι Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτὸν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· Διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δυνάμεθα. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ' οἷς ἡτοίμασται. καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου.

[Και ήσαν στον δρόμο ανεβαίνοντας στα Ιεροσόλυμα· και ο Ιησούς προπορευόταν απ' αυτούς, και θαύμαζαν, και ακολουθώντας φοβόνταν. Και παίρνοντας πάλι τούς δώδεκα, άρχισε να τους λέει τα όσα επρόκειτο να του συμβούν· ότι, «δέστε, ανεβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα, και ο Υιός τού ανθρώπου θα παραδοθεί στους αρχιερείς και στους γραμματείς, και θα τον καταδικάσουν σε θάνατο, και θα τον παραδώσουν στα έθνη· και θα τον εμπαίξουν, και θα τον μαστιγώσουν, και θα φτύσουν επάνω του, και θα τον θανατώσουν· και την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί». Τότε, έρχονται σ' αυτόν ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι γιοι τού Ζεβεδαίου, λέγοντας: «Δάσκαλε, θέλουμε να κάνεις σ' εμάς ό,τι σου ζητήσουμε». Και εκείνος τούς είπε: «Τί θέλετε να κάνω σε σας;». Και εκείνοι τού είπαν: «Δώσε σ' εμάς να καθήσουμε ο ένας από τα δεξιά σου, και ο άλλος από τα αριστερά σου μέσα στη δόξα σου». Και ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: «Δεν ξέρετε τι ζητάτε· μπορείτε να πιείτε το ποτήρι, που εγώ πίνω, και να βαπτιστείτε το βάπτισμα, που εγώ βαπτίζομαι;». Και εκείνοι είπαν σ' αυτόν: «Μπορούμε». Και ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: «Το ποτήρι μεν, που εγώ πίνω, θα το πιείτε· και το βάπτισμα, που εγώ βαπτίζομαι, θα βαπτιστείτε· το να καθήσετε, όμως, από τα δεξιά μου και τα αριστερά μου, δεν είναι σε μένα να το δώσω, αλλά σε όσους είναι ετοιμασμένο». Και ακούγοντας οι δέκα, άρχισαν να αγανακτούν για τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη.]

(Κατά Μάρκον, 10: 32-41)

Τότε προσῆλθεν αὐτῷ ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου μετὰ τῶν υἱῶν αὐτῆς προσκυνοῦσα καὶ αἰτοῦσά τι ἀπ’ αὐτοῦ. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ, Τί θέλεις; λέγει αὐτῷ, Εἰπὲ ἵνα καθίσωσιν οὗτοι οἱ δύο υἱοί μου εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου ἐν τῇ βασιλείᾳ σου. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν, Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε· δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ μέλλω πίνειν; λέγουσιν αὐτῷ, Δυνάμεθα. λέγει αὐτοῖς, Τὸ μὲν ποτήριόν μου πίεσθε, τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν τοῦτο δοῦναι, ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται ὑπὸ τοῦ πατρός μου. Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἠγανάκτησαν περὶ τῶν δύο ἀδελφῶν.

[Τότε, ήρθε κοντά του η μητέρα των γιων τού Ζεβεδαίου μαζί με τους γιους της, προσκυνώντας, και ζητώντας απ' αυτόν κάτι. Και εκείνος τής είπε: «Τί θέλεις;». Του λέει: «Πες να καθήσουν αυτοί οι δύο γιοι μου, ένας από τα δεξιά σου, και ένας από τα αριστερά σου, στη βασιλεία σου». Και απαντώντας ο Ιησούς, είπε: «Δεν ξέρετε τι ζητάτε· μπορείτε να πιείτε το ποτήρι, που εγώ πρόκειται να πιω;». Του λένε: «Μπορούμε». Και τους λέει: «Το μεν ποτήρι μου θα πιείτε· το να καθήσετε, όμως, από τα δεξιά μου και από τα αριστερά μου, δεν είναι δικό μου να δώσω, παρά σε όσους είναι ετοιμασμένο από τον πατέρα μου». Και όταν το άκουσαν οι δέκα, αγανάκτησαν ενάντια στους δύο αδελφούς.]

(Κατά Ματθαίον, 20: 20-24)

Είναι προφανές ότι πέρα από την με χριστιανική αγάπη αντίδραση των υπολοίπων (δεν τους κατηγορούμε, απλά δεν είχε γίνει ακόμα η “επιφοίτηση”, όχι ότι όταν έγινε άλλαξε και πολλά στις συμπεριφορές τους αλλά αυτό είναι άλλο θέμα ) καθώς και τις αντιφάσεις, στην μία περίπτωση το ζητάει η μητέρα τους στην άλλη οι ίδιοι, ο Ιησούς αναφέρεται σε μαρτυρικό θάνατο των δύο αδερφών με τον οποίον θα κερδίσουν και την αιτηθείσα θέση κοντά του. Πράγματι, για τον ένα έχουμε το ακόλουθο χωρίο από τις Πράξεις:

Κατ' ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν ἐπέβαλεν Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς τὰς χεῖρας κακῶσαί τινας τῶν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας. ἀνεῖλε δὲ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν Ἰωάννου μαχαίρᾳ.

[Και κατά τον καιρό εκείνο, ο βασιλιάς Ηρώδης επιχείρησε να κακοποιήσει μερικούς από την εκκλησία. Φόνευσε δε με μάχαιρα τον Ιάκωβο, τον αδελφό τού Ιωάννη.]

(Πράξεις, 12: 1-2)

Βέβαια, το “ἀνεῖλε δὲ Ἰάκωβον...μαχαίρᾳ”, δεν είναι ακριβώς μαρτυρικός θάνατος που προέβλεψε ένας θεός που υποτίθεται ήξερε τι έλεγε ακριβώς, αλλά σύντομη θανάτωση χωρίς «πικρό ποτήριο». Αλλά ας δούμε τι έγινε με τον Ιωάννη.

Η orthodoxwiki.org, για το τέλος του έτερου αδελφού του Ευαγγελιστή Ιωάννη αναφέρει:

Μετά την φυγή του από τα Ιεροσόλυμα κήρυξε κυρίως στη Μικρά Ασία και κοιμήθηκε εν ειρήνη σε μεγάλη ηλικία, πιθανώς στην πόλη της Εφέσου.

Είναι προφανές ότι ο Ιησούς των Ευαγγελίων έκανε ένα μικρό λάθος για τον ένα, ενώ για τον άλλο του ξέφυγε τελείως.
40% επιτυχία.

Μήπως ο Ιησούς πίστευε ότι όλοι οι μαθητές του θα θανατωθούν:

Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα μὴ σκανδαλισθῆτε. ἀποσυναγώγους ποιήσουσιν ὑμᾶς· ἀλλ' ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ.

[Αυτά σας τα είπα, για να μη σκανδαλιστείτε. Θα σας κάνουν αποσυνάγωγους· μάλιστα, έρχεται ώρα, κατά την οποία καθένας που θα σας θανατώσει θα νομίσει ότι προσφέρει λατρεία στον Θεό.]

(Κατά Ιωάννην, 16: 1-2)

Παρόντες όλοι οι μαθητές και ο Ιούδας όπως φαίνεται στο κεφ. 13. Είναι ο περίφημος Μυστικός Δείπνος. Φυσικά το συγκεκριμένο δεν μετράει σαν προφητεία γιατί δεν είναι.

Η συντέλεια του κόσμου ή η καταστροφή της Ιερουσαλήμ;
Θεϊκό αίνιγμα...

ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἥξει ταῦτα πάντα ἐπὶ τὴν γενεὰν ταύτην. Ἰερουσαλὴμ Ἰερουσαλήμ, ἡ ἀποκτείνουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν, ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου, ὃν τρόπον ὄρνις ἐπισυνάγει τὰ νοσσία αὐτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε. ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος. λέγω γὰρ ὑμῖν, οὐ μή με ἴδητε ἀπ’ ἄρτι ἕως ἂν εἴπητε, Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι κυρίου.

[Σας διαβεβαιώνω: Όλα αυτά θά 'ρθουν επάνω σ' αυτή τη γενεά. Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, εσύ που φονεύεις τούς προφήτες, κι εσύ που λιθοβολείς τούς απεσταλμένους σε σένα, πόσες φορές θέλησα να συγκεντρώσω τα παιδιά σου, με τον ίδιο τρόπο που η κότα συγκεντρώνει τα μικρά της κάτω από τις φτερούγες της, αλλά δεν θελήσατε; Δείτε, ο οίκος σας αφήνεται σε σας έρημος. Επειδή, σας λέω: Στο εξής, δεν θα με δείτε, μέχρις ότου πείτε: Ευλογημένος ο ερχόμενος στο όνομα του Κυρίου.]

(Κατά Ματθαίον, 23: 36-39)

Και συνεχίζει στο επόμενο κεφάλαιο:

Καὶ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐπορεύετο, καὶ προσῆλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπιδεῖξαι αὐτῷ τὰς οἰκοδομὰς τοῦ ἱεροῦ· ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς, Οὐ βλέπετε ταῦτα πάντα; ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ ἀφεθῇ ὧδε λίθος ἐπὶ λίθον ὃς οὐ καταλυθήσεται. Καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ κατ’ ἰδίαν λέγοντες, Εἰπὲ ἡμῖν πότε ταῦτα ἔσται, καὶ τί τὸ σημεῖον τῆς σῆς παρουσίας καὶ συντελείας τοῦ αἰῶνος. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς, Βλέπετε μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ· πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου λέγοντες, Ἐγώ εἰμι ὁ Χριστός, καὶ πολλοὺς πλανήσουσιν.
[...]
οὕτως καὶ ὑμεῖς, ὅταν ἴδητε ταῦτα πάντα, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ θύραις. ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη ἕως ἂν πάντα ταῦτα γένηται. ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσεται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσιν. Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι τῶν οὐρανῶν οὐδὲ ὁ υἱός, εἰ μὴ ὁ πατὴρ μόνος.

[Και όταν ο Ιησούς βγήκε έξω, αναχωρούσε από το ιερό· και ήρθαν κοντά του οι μαθητές του για να του επιδείξουν τις οικοδομές τού ιερού. Και ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: «Δεν βλέπετε όλα αυτά; Σας διαβεβαιώνω, δεν θα αφεθεί εδώ πέτρα επάνω σε πέτρα, που δεν θα καταγκρεμιστεί». Και ενώ καθόταν επάνω στο Όρος των Ελαιών, ήρθαν κοντά του, κατ' ιδίαν, οι μαθητές, λέγοντας: «Πες μας, πότε θα γίνουν αυτά; Και ποιό θα είναι το σημείο τής παρουσίας σου, και της συντέλειας του αιώνα;». Και απαντώντας ο Ιησούς, τους είπε: «Βλέπετε μήπως κάποιος σάς πλανήσει· επειδή, θά 'ρθουν πολλοί στο όνομά μου, λέγοντας: “Εγώ είμαι ο Χριστός”· και θα πλανήσουν πολλούς».
(...)
«Έτσι κι εσείς, όταν δείτε όλα αυτά, να ξέρετε ότι είναι κοντά, επί θύραις. Σας διαβεβαιώνω, δεν θα παρέλθει αυτή η γενεά, μέχρις ότου γίνουν όλα αυτά. Ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν, τα λόγια μου όμως δεν θα παρέλθουν. Για την ημέρα εκείνη, όμως, και την ώρα, δεν γνωρίζει κανένας, ούτε οι άγγελοι των ουρανών, παρά ο πατέρας μου, μόνο».]


(Κατά Ματθαίον, 24: 1-5 & 33-36)

Στο «Κατά Μάρκον», διαβάζουμε:

Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ ἐκ τοῦ ἱεροῦ λέγει αὐτῷ εἷς τῶν μαθητῶν αὐτοῦ· Διδάσκαλε, ἴδε ποταποὶ λίθοι καὶ ποταπαὶ οἰκοδομαί. καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· Βλέπεις ταύτας τὰς μεγάλας οἰκοδομάς; οὐ μὴ ἀφεθῇ ὧδε λίθος ἐπὶ λίθον ὃς οὐ μὴ καταλυθῇ. Καὶ καθημένου αὐτοῦ εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν κατέναντι τοῦ ἱεροῦ, ἐπηρώτων αὐτὸν κατ' ἰδίαν Πέτρος καὶ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης καὶ Ἀνδρέας· Εἰπὲ ἡμῖν πότε ταῦτα ἔσται, καὶ τί τὸ σημεῖον ὅταν μέλλῃ πάντα ταῦτα συντελεῖσθαι; ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀποκριθεὶς ἤρξατο λέγειν αὐτοῖς· Βλέπετε μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ.
[...]
Ὅταν δὲ ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως τὸ ρηθὲν ὑπὸ Δανιὴλ τοῦ προφήτου ἑστὼς ὅπου οὐ δεῖ -ὁ ἀναγινώσκων νοείτω- τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φευγέτωσαν εἰς τὰ ὄρη.
[...]
ἔσονται γὰρ αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι θλῖψις, οἵα οὐ γέγονε τοιαύτη ἀπ' ἀρχῆς κτίσεως ἧς ἔκτισεν ὁ Θεὸς ἕως τοῦ νῦν καὶ οὐ μὴ γένηται. καὶ εἰ μὴ ἐκολόβωσε Κύριος τὰς ἡμέρας οὐκ ἂν ἐσώθη πᾶσα σάρξ· ἀλλὰ διὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς οὓς ἐξελέξατο ἐκολόβωσε τὰς ἡμέρας.
[...]
Ἀλλ' ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις, μετὰ τὴν θλῖψιν ἐκείνην ὁ ἥλιος σκοτισθήσεται, καὶ ἡ σελήνη οὐ δώσει τὸ φέγγος αὐτῆς, καὶ οἱ ἀστέρες ἔσονται ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πίπτοντες, καὶ αἱ δυνάμεις αἱ ἐν τοῖς οὐρανοῖς σαλευθήσονται. καὶ τότε ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν νεφέλαις μετὰ δυνάμεως πολλῆς καὶ δόξης. καὶ τότε ἀποστελεῖ τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ καὶ ἐπισυνάξει τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτοῦ ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων, ἀπ' ἄκρου τῆς γῆς ἕως τοῦ οὐρανοῦ.
[...]
οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ἴδητε ταῦτα γινόμενα, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ θύραις. ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη μέχρις οὗ πάντα ταῦτα γένηται. ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ ἐμοὶ λόγοι οὐ μὴ παρελεύσονται. Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἢ τῆς ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι ἐν οὐρανῷ οὐδὲ ὁ υἱός, εἰ μὴ ὁ πατήρ. Βλέπετε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε· οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ καιρός ἐστιν.
[...]
γρηγορεῖτε.

[Και ενώ έβγαινε από το ιερό, ένας από τους μαθητές του λέει σ' αυτόν: «Δάσκαλε, δες, τι λογής πέτρες και τι λογής οικοδομήματα!». Και ο Ιησούς, απαντώντας, είπε σ' αυτόν: «Βλέπεις όλα αυτά τα μεγάλα οικοδομήματα; Δεν θα μείνει πέτρα επάνω σε πέτρα, που δεν θα καταγκρεμιστεί». Και ενώ καθόταν στο Όρος των Ελαιών, απέναντι από το ιερό, τον ρωτούσαν κατ' ιδίαν ο Πέτρος και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης και ο Ανδρέας: «Πες μας, πότε θα γίνουν αυτά, και τι θα είναι το σημείο, όταν όλα αυτά πρόκειται να συντελεστούν;». Και ο Ιησούς απαντώντας σ' αυτούς, άρχισε να λέει: «Προσέχετε μήπως κάποιος σάς πλανήσει».
(...)
«Και όταν δείτε το βδέλυγμα της ερήμωσης, αυτό που ειπώθηκε από τον προφήτη Δανιήλ, να στέκεται όπου δεν πρέπει -αυτός που διαβάζει, ας καταλαβαίνει-, τότε, εκείνοι που είναι στην Ιουδαία, ας φεύγουν στα βουνά».
(...)
«Επειδή, εκείνες οι ημέρες θα είναι τέτοια θλίψη, που δεν έχει γίνει από την αρχή τής κτίσης, την οποία ο Θεός έκτισε, μέχρι αυτή την ώρα, ούτε πρόκειται να γίνει. Και αν ο Κύριος δεν συντόμευε τις ημέρες εκείνες, δεν θα σωζόταν καμιά σάρκα· αλλά, χάρη των εκλεκτών, τους οποίους έκλεξε, συντόμευσε τις ημέρες».
(...)
«Αλλά, κατά τις ημέρες εκείνες, μετά τη θλίψη εκείνη, ο ήλιος θα σκοτεινιάσει, και το φεγγάρι δεν θα δώσει το φως του, και τα αστέρια τού ουρανού θα πέφτουν, και οι δυνάμεις, που είναι στους ουρανούς, θα σαλευθούν. Και τότε θα δουν τον Υιό τού ανθρώπου να έρχεται μέσα σε σύννεφα, με πολλή δύναμη και δόξα. Και τότε θα στείλει τούς αγγέλους του, και θα συνάξει τούς εκλεκτούς του από τους τέσσερις ανέμους, από το ένα άκρο τής γης μέχρι το άλλο άκρο τού ουρανού».
(...)
«Έτσι κι εσείς, όταν δείτε να γίνονται αυτά, ξέρετε ότι είναι κοντά, στις θύρες. Σας διαβεβαιώνω ότι, δεν θα παρέλθει αυτή η γενεά, μέχρις ότου γίνουν όλα αυτά. Ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν, τα λόγια μου, όμως, δεν πρόκειται να παρέλθουν. Όσο για την ημέρα εκείνη και την ώρα δεν γνωρίζει κανένας ούτε οι άγγελοι, που είναι στον ουρανό, ούτε ο Υιός, παρά μονάχα ο Πατέρας. Προσέχετε, αγρυπνείτε, και προσεύχεστε· για τον λόγο ότι, δεν ξέρετε πότε είναι ο καιρός».
(...)
«Να είστε σε εγρήγορση».]


(Κατά Μάρκον, 13: 1-5, 14, 19-20, 24-27, 29-33, 36)

Επίσης στο «Κατά Λουκάν»:

Καί τινων λεγόντων περὶ τοῦ ἱεροῦ ὅτι λίθοις καλοῖς καὶ ἀναθήμασι κεκόσμηται, εἶπε· Ταῦτα ἃ θεωρεῖτε, ἐλεύσονται ἡμέραι ἐν αἷς οὐκ ἀφεθήσεται λίθος ἐπὶ λίθῳ ὃς οὐ καταλυθήσεται. ἐπηρώτησαν δὲ αὐτὸν λέγοντες· Διδάσκαλε, πότε οὖν ταῦτα ἔσται, καὶ τί τὸ σημεῖον ὅταν μέλλῃ ταῦτα γίνεσθαι; ὁ δὲ εἶπε· Βλέπετε μὴ πλανηθῆτε· πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου λέγοντες ὅτι ἐγώ εἰμι καί ὁ καιρὸς ἤγγικε. μὴ οὖν πορευθῆτε ὀπίσω αὐτῶν.
[...]
ὅταν δὲ ἴδητε κυκλουμένην ὑπὸ στρατοπέδων τὴν Ἱερουσαλήμ, τότε γνῶτε ὅτι ἤγγικεν ἡ ἐρήμωσις αὐτῆς. τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φευγέτωσαν εἰς τὰ ὄρη.
[...]
ὅτι ἡμέραι ἐκδικήσεως αὗταί εἰσι τοῦ πληρωθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα.
[...]
καὶ πεσοῦνται στόματι μαχαίρας, καὶ αἰχμαλωτισθήσονται εἰς πάντα τὰ ἔθνη, καὶ Ἱερουσαλὴμ ἔσται πατουμένη ὑπὸ ἐθνῶν ἄχρι οὗ πληρωθῶσι καιροὶ ἐθνῶν.
[...]
ἀρχομένων δὲ τούτων γίνεσθαι ἀνακύψατε καὶ ἐπάρατε τὰς κεφαλὰς ὑμῶν, διότι ἐγγίζει ἡ ἀπολύτρωσις ὑμῶν.
[...]
οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ἴδητε ταῦτα γινόμενα, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη ἕως ἂν πάντα γένηται. ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι.

[Και ενώ μερικοί έλεγαν για το ιερό, ότι είναι στολισμένο με ωραίες πέτρες και αφιερώματα, είπε: «Αυτά που βλέπετε, θά 'ρθουν ημέρες, κατά τις οποίες δεν θα μείνει πέτρα επάνω σε πέτρα, η οποία δεν θα γκρεμιστεί». Και τον ρώτησαν, λέγοντας: «Δάσκαλε, πότε, λοιπόν, θα γίνουν αυτά; Και ποιο είναι το σημείο, όταν αυτά πρόκειται να γίνουν;». Και εκείνος είπε: «Βλέπετε, μη πλανηθείτε· επειδή, πολλοί θά 'ρθουν στο όνομά μου, λέγοντας, ότι: “Εγώ είμαι· και ο καιρός πλησίασε”. Μη πάτε, λοιπόν, πίσω απ' αυτούς».
(...)
«Και όταν δείτε την Ιερουσαλήμ περικυκλωμένη από στρατόπεδα, τότε γνωρίστε ότι πλησίασε η ερήμωσή της».
(...)
«Επειδή, αυτές είναι ημέρες εκδίκησης, για να εκπληρωθούν όλα τα γραμμένα».
(...)
«Και θα πέσουν με στόμα μάχαιρας, και θα φερθούν αιχμάλωτοι, σε όλα τα έθνη· και η Ιερουσαλήμ θα είναι πατούμενη από τα έθνη, μέχρις ότου εκπληρωθούν οι καιροί των εθνών».
(...)
«Κι όταν αυτά αρχίσουν να γίνονται, ανασηκωθείτε και σηκώστε ψηλά τα κεφάλια σας· επειδή, πλησιάζει η απολύτρωσή σας».
(...)
«Έτσι κι εσείς, όταν δείτε τούτα να γίνονται, να ξέρετε ότι η βασιλεία τού Θεού είναι κοντά. Σας διαβεβαιώνω ότι, δεν θα παρέλθει αυτή η γενεά μέχρις ότου όλα αυτά γίνουν. Ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν, τα λόγια μου όμως δεν θα παρέλθουν».]


(Κατά Λουκάν, 21: 5-8, 20, 22, 24, 28, 31-33)




(Έβαλα και το [21: 22] γιατί έχει ενδιαφέρον από το στόμα ενός υποτίθεται θεού της “απόλυτης αγάπης” να ακούς για προμελετημένη εκδίκηση).

Για κάποιον λογικό άνθρωπο που καταλαβαίνει Ελληνικά καθώς και την ροή των κειμένων, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα ότι μιλάει ευθαρσώς για την προφητευμένη από τον ίδιο Δευτέρα Παρουσία και την επιστροφή του «με δόξα» στην γη, κάτι που θα γίνει αφού συμβεί μια σειρά καταστροφών, σεισμών και καταλυθεί η Ιερουσαλήμ από τα έθνη, κάτι που ήδη είχε συμβεί την εποχή εκείνη. Το σημαντικό είναι το “οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη ἕως ἂν πάντα γένηται”, που δείχνει κάτι που θα γίνει το πολύ σε 40 χρόνια.

Εδώ οι χριστιανοί θέλουν να κάνουν την πάπια αλλά δεν μπορούν, κάτι πρέπει να πουν σαν δικαιολογία και λένε ότι τους κατέβει:

1. Κάποιοι λένε ότι δεν αναφέρεται στην “συντέλεια” ή την “Δευτέρα Παρουσία”, αλλά στην καταστροφή του ναού του Σολόμωντα που έγινε το 70 κ.ε, αφού λέει ότι δεν θα μείνει λιθάρι πάνω σε λιθάρι “οὐκ ἀφεθήσεται λίθος ἐπὶ λίθῳ ὃς οὐ καταλυθήσεται”, αγνοώντας επιδεικτικά το υπόλοιπο κείμενο. Βέβαια οι παρακάτω εικόνες δείχνουν ότι αυτό δεν συνέβη και βλέπουμε κανονικό τοίχο, με λίθο επί λίθου και από όσο ξέρω δεν είναι ξαναφτιαγμένο αλλά όπως ακριβώς διατηρήθηκε.

Από ότι φαίνεται όμως και εδώ έπεσε έξω ο εκκολαπτόμενος θεός τους, γιατί έχουμε ένα ολόκληρο πλήρες κομμάτι μεγάλου τοίχου από τον ναό, που σημαίνει ότι δεν επιβεβαιώθηκε το “οὐκ ἀφεθήσεται λίθος ἐπὶ λίθῳ ὃς οὐ καταλυθήσεται”. Είναι το γνωστό Τείχος των Δακρύων, απομεινάρι του 2ου ναού που προφανώς υπήρχε την εποχή εκείνη ενσωματωμένος στον 3ο, όπως ίσως φαίνεται και από το διαφορετικό μέγεθος πέτρας κάτω και πάνω.

Όποιος διαβάσει το κείμενο ξανά, θα δει ότι αυτά που αναφέρει δεν έχουν να κάνουν με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ. Γιατί ό ίδιος λέει “οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη ἕως ἂν πάντα γένηται”. Και το συνάδει με το αμέσως προηγούμενο “ἐγγύς ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ”, ή με το “καὶ τότε ἀποστελεῖ τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ καὶ ἐπισυνάξει τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτοῦ ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων, ἀπ' ἄκρου τῆς γῆς ἕως τοῦ οὐρανοῦ”, και φυσικά όλα τα άλλα που αναφέρει νωρίτερα όλο το κείμενο και είναι πολλά.

2. Οι πιο ακραίοι απολογητές έχουν όμως νέες θεωρίες, η μία από αυτές είναι μια θολή ερμηνεία στο τι σημαίνει η λέξη “γενιά” λες και μπορούν να τραβάνε τον όρο “γενιά” από 30 έως μερικές χιλιάδες χρόνια για να τους καλύψει στην προφητεία τους.

3. Άλλοι πανέξυπνοι λένε ότι ο Ιησούς μπλέκει τις δύο προφητείες (ποιός; ο...θεός τους;) και μιλάει ταυτόχρονα και για τις δύο. Φαιδρό και λυπηρό για πιστούς να αναφέρονται έτσι στον θεό τους την στιγμή μάλιστα που από όλους τους άλλους απαιτούν σεβασμό για αυτόν. Φαιδρό ένας προφήτης να μην λέει μια προφητεία ξεκάθαρα αλλά να μπλέκει δύο προφητείες την στιγμή μάλιστα που ξέρουμε ότι η μία όταν γράφονται αυτά έχει ήδη γίνει, άρα θολώνοντας το κείμενο κανένας δεν θα κατηγορήσει τον προφήτη ή τον συγγραφέα για ασύστολες βλακείες. Φαιδρό για έναν θεό, υποτίθεται γιό του ξεκάθαρου Ιεχωβά, που όταν μιλούσε ήταν απόλυτα καταληπτός, είτε διέτασσε δολοφονίες είτε έδινε εντολές στον λαό του με τόση ξεκάθαρη λεπτομέρεια ως και που και πως θα αποπατεί, αυτός ο γιός, να είναι τόσο θολός και μυστηριώδης που να μπλέκει τα λεγόμενά του ενώ ταυτόχρονα να προκαλεί γέλωτα με το «ό έχων ώτα ακούειν ακουέτο».

4. Φυσικά ακούσαμε και αυτό: Κάποιος απολογητής είπε ότι ο Ιησούς, ο πιστευόμενος ως θεός και γιός του θεού Γιαχβέ, είπε συνειδητά ψέματα, γιατί...δεν μπορούσε να πει την αλήθεια, τόσο στο θέμα της γενεάς όσο και στο αμίμητο “Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἢ τῆς ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι ἐν οὐρανῷ οὐδὲ ὁ υἱός, εἰ μὴ ὁ πατήρ”. Δηλαδή στο υπέροχο σημείο που εδώ έχουμε και το αποστολικό πλήγμα της εφεύρεσης του ομοούσιου περί της Αγίας Τριάδας από την Εκκλησία τον 4ου αι., που ο ίδιος ο Ιησούς το αρνείται (το ομοούσιον) αφού δεν ξέρει όπως λέει όσα και ο πατέρας του. Έτσι ο πανέξυπνος στην διαστρέβλωση χριστιανός είναι σίγουρος ότι η πίστη του είναι αληθινή, αφού τα γραπτά του θεού του μπορεί να τα ερμηνεύει όπως ακριβώς του βγαίνουν καλύτερα, αλλά το χειρότερο, να θέλει να επιβάλει και την στρεβλή του ερμηνεία σαν σωστή. Είπε λοιπόν συνειδητά ψέματα ο θεός του, γιατί δεν μπορούσε να πει την αλήθεια. Άραγε άλλη λύση δεν είχε ο υποτιθέμενος θεός να μην πει την αλήθεια αλλά να μην διαψευσθεί όπως ας πούμε “ναι ξέρω την ημέρα και την ώρα αλλά δεν πρόκειται να σας την πω”. Προφανώς για την λογική κάποιων χριστιανών αυτό θα ήταν αδύνατο. Και παρ' όλα αυτά, αυτά τα κείμενα θεωρούνται θεόπνευστα και περιγράφουν αλήθειες όπως διατείνονται οι χριστιανοί. Βέβαια από τότε έχουν περάσει τουλάχιστον 60 γενιές.
Επιτυχία της προφητείας 0%.

Αν και οι κακόμοιροι απολογητές δεν το δέχονται γιατί όπως είδαμε έχουν μια καλή δικαιολογία για την κάθε περίπτωση. Τόσο καλή που ο θεϊκός “μπερδεμένος” για εμάς λόγος ήταν τόσο καθαρός στους επίσης θεόπνευστους και πλημυρισμένους με άγιο πνεύμα ευαγγελιστές του, που θα δούμε παρακάτω τι κατάλαβαν και αυτοί από τα “σοφά” αυτά λόγια.

Ας δούμε τώρα ένα άλλο συμβάν στον «Κατά Μάρκον»:

Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ' ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων.

[Και αφού προσκάλεσε το πλήθος μαζί με τους μαθητές του, τους είπε: «Όποιος θέλει νά 'ρθει πίσω από μένα, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, και ας σηκώσει τον σταυρό του, και ας με ακολουθεί. Επειδή, όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του, θα τη χάσει· και όποιος χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου και εξαιτίας τού ευαγγελίου, αυτός θα τη σώσει. Επειδή, τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο, αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο, ζημιωθεί όμως την ψυχή του; Ή, τι θα δώσει ο άνθρωπος σε ανταλλαγή τής ψυχής του; Δεδομένου ότι, όποιος ντραπεί για μένα και για τα λόγια μου σ' αυτή τη γενεά, τη μοιχαλίδα και αμαρτωλή, και ο Υιός τού ανθρώπου θα ντραπεί γι' αυτόν, όταν έρθει στη δόξα τού Πατέρα του μαζί με τους αγγέλους».]

(Κατά Μάρκον, 8: 34-38)

Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες ὧδε τῶν ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.

[Και τους έλεγε: «Σας διαβεβαιώνω ότι, είναι μερικοί απ' αυτούς που στέκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευτούν θάνατο, μέχρις ότου δουν τη βασιλεία τού Θεού να έρχεται με δύναμη».]

(Κατά Μάρκον, 9: 1)

Δεν είναι άραγε προφανές ότι αναφέρεται στο ίδιο θέμα; Kι όμως οι πανέξυπνοι χριστιανοί απολογητές λένε ότι αυτή η προφητεία δεν έχει σχέση με την άλλη, αλλά επαληθεύθηκε σε...6 (αριθμητικώς: έξη) ημέρες όπως λέει και η συνέχεια του κειμένου:

Καὶ μεθ' ἡμέρας ἓξ παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην καὶ ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ' ἰδίαν μόνους· καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο στίλβοντα, λευκὰ λίαν ὡς χιών, οἷα γναφεὺς ἐπὶ τῆς γῆς οὐ δύναται οὕτω λευκᾶναι. καὶ ὤφθη αὐτοῖς Ἠλίας σὺν Μωϋσεῖ, καὶ ἦσαν συλλαλοῦντες τῷ Ἰησοῦ.

[Και ύστερα από έξι ημέρες, παίρνει τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και τους ανεβάζει, σε ένα ψηλό βουνό, μόνους, κατ' ιδίαν· και μεταμορφώθηκε μπροστά τους. Και τα ιμάτιά του έγιναν αστραφτερά, λευκά σε υπερβολικό βαθμό, σαν χιόνι, που λευκαντής επάνω στη γη δεν μπορεί να λευκάνει. Και φάνηκε σ' αυτούς ο Ηλίας μαζί με τον Μωυσή· και συνομιλούσαν με τον Ιησού.]

(Κατά Μάρκον, 9: 2-4)

Βέβαια είναι πολύ βαρύ το “Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες ὧδε τῶν ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει” για να θεωρήσει κανείς λογικό οτι ο θεός κάνει προφητεία με τόσο βαρύγδουπα λόγια για κάτι που θα δουν 2 μαθητές του σε...6 μέρες. Διότι το “ου μη γεύσωνται θανάτου” θα ήταν μάλλον ειρωνικό και θα έδειχνε ότι ο Ιησούς έπαιζε ηλίθια ή γελοία παιδικά παιχνιδάκια με τους μαθητές του.

Ας δούμε το ίδιο συμβάν στο «Κατά Λουκάν»:

Ἔλεγε δὲ πρὸς πάντας· Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καθ' ἡμέραν, καὶ ἀκολουθείτω μοι. ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ' ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, οὗτος σώσει αὐτήν. τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος κερδήσας τὸν κόσμον ὅλον, ἑαυτὸν δὲ ἀπολέσας ἢ ζημιωθείς; ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους, τοῦτον ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ τοῦ πατρὸς καὶ τῶν ἁγίων ἀγγέλων. λέγω δὲ ὑμῖν ἀληθῶς, εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἳ οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Ἐγένετο δὲ μετὰ τοὺς λόγους τούτους ὡσεὶ ἡμέραι ὀκτὼ καὶ παραλαβὼν τὸν Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος προσεύξασθαι.

[Και έλεγε σε όλους: «Αν κάποιος θέλει νά' ρθει πίσω μου, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, και ας σηκώσει τον σταυρό του, καθημερινά, και ας με ακολουθεί. Επειδή, όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του, θα τη χάσει· και όποιος χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου, αυτός θα τη σώσει. Επειδή, τι ωφελείται ο άνθρωπος αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο, χάσει όμως τον εαυτό του ή ζημιωθεί; Επειδή, όποιος ντραπεί για μένα και τα λόγια μου, γι' αυτόν ο Υιός τού ανθρώπου θα ντραπεί, όταν έρθει μέσα στη δόξα του και του Πατέρα του και των αγίων αγγέλων. Μάλιστα, σας διαβεβαιώνω: Υπάρχουν μερικοί απ' αυτούς που στέκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευτούν θάνατο, μέχρις ότου δουν τη βασιλεία τού Θεού». Και μετά τα λόγια αυτά, πέρασαν περίπου οκτώ ημέρες, και παίρνοντας μαζί του τον Πέτρο, και τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, ανέβηκε στο βουνό για να προσευχηθεί.]

(Κατά Λουκάν, 9: 23-28)

Εδώ έχουμε μια αύξηση των ημερών κατά δύο, βλέπετε ο Λουκάς το έμαθε από τρίτους και έτσι η “προφητεία” του επαληθεύτηκε σε...8 (αριθμητικώς: οκτώ) μέρες.

Ας δούμε όμως τι φαίνεται να πίστευαν σχετικά οι ίδιοι οι πρώτοι χριστιανοί, και μάλιστα οι “πλημυρισμένοι από άγιο πνεύμα” απόστολοι Πέτρος και Παύλος...

ὑμεῖς γὰρ μιμηταὶ ἐγενήθητε, ἀδελφοί, τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ τῶν οὐσῶν ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, ὅτι τὰ αὐτὰ ἐπάθετε καὶ ὑμεῖς ὑπὸ τῶν ἰδίων συμφυλετῶν καθὼς καὶ αὐτοὶ ὑπὸ τῶν ᾿Ιουδαίων, τῶν καὶ τὸν Κύριον ἀποκτεινάντων Ἰησοῦν καὶ τοὺς ἰδίους προφήτας, καὶ ἡμᾶς ἐκδιωξάντων, καὶ Θεῷ μὴ ἀρεσκόντων, καὶ πᾶσιν ἀνθρώποις ἐναντίων, κωλυόντων ἡμᾶς τοῖς ἔθνεσι λαλῆσαι ἵνα σωθῶσιν, εἰς τὸ ἀναπληρῶσαι αὐτῶν τὰς ἁμαρτίας πάντοτε. ἔφθασε δὲ ἐπ' αὐτοὺς ἡ ὀργὴ εἰς τέλος.῾Ημεῖς δέ, ἀδελφοί, ἀπορφανισθέντες ἀφ' ὑμῶν πρὸς καιρὸν ὥρας, προσώπῳ οὐ καρδίᾳ, περισσοτέρως ἐσπουδάσαμεν τὸ πρόσωπον ὑμῶν ἰδεῖν ἐν πολλῇ ἐπιθυμίᾳ. διὸ ἠθελήσαμεν ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς, ἐγὼ μὲν Παῦλος καὶ ἅπαξ καὶ δίς, καὶ ἐνέκοψεν ἡμᾶς ὁ σατανᾶς. τίς γὰρ ἡμῶν ἐλπὶς ἢ χαρὰ ἢ στέφανος καυχήσεως ἢ οὐχὶ καὶ ὑμεῖς ἔμπροσθεν τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ αὐτοῦ παρουσίᾳ; ὑμεῖς γάρ ἐστε ἡ δόξα ἡμῶν καὶ ἡ χαρά.

[Επειδή, εσείς, αδελφοί, γίνατε μιμητές των εκκλησιών τού Θεού, που είναι στην Ιουδαία, εν Χριστώ Ιησού, δεδομένου ότι, κι εσείς πάθατε τα ίδια από τους δικούς σας ομοεθνείς, όπως κι αυτοί από τους Ιουδαίους· οι οποίοι και τον Κύριο Ιησού θανάτωσαν και τους δικούς τους προφήτες, κι εμάς έθεσαν υπό διωγμό, και στον Θεό δεν αρέσουν, και σε όλους τούς ανθρώπους είναι ενάντιοι· οι οποίοι μάς εμποδίζουν να μιλήσουμε προς τα έθνη για να σωθούν, για να αναπληρώσουν τις δικές τους αμαρτίες πάντοτε· έφτασε, όμως, επάνω τους η οργή σε τέλειο βαθμό. Εμείς, όμως, αδελφοί, αφού μείναμε για λίγο καιρό ορφανοί από σας, όσον αφορά την προσωπική μας παρουσία, όχι με την καρδιά, φροντίσαμε περισσότερο με πολλή επιθυμία να δούμε το πρόσωπό σας. Γι' αυτό, θελήσαμε νά 'ρθουμε σε σας και μια και δυο φορές, αλλά μας εμπόδισε ο Σατανάς. Επειδή, ποια είναι η ελπίδα μας ή η χαρά ή το στεφάνι τής καύχησης, αν όχι κι εσείς μπροστά στον Κύριό μας Ιησού Χριστό κατά την παρουσία του; Δεδομένου ότι, εσείς είστε η δόξα μας και η χαρά.]

(Προς Θεσσαλονικείς Α', 2: 14-20)

16 ὅτι αὐτὸς ὁ Κύριος ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται ἀπ' οὐρανοῦ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον, ἔπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρίῳ ἐσόμεθα. Ὥστε παρακαλεῖτε ἀλλήλους ἐν τοῖς λόγοις τούτοις.

[Δεδομένου ότι, ο ίδιος ο Κύριος θα κατέβει από τον ουρανό με πρόσταγμα, με φωνή αρχαγγέλου, και με σάλπιγγα Θεού, κι αυτοί που πέθαναν εν Χριστώ θα αναστηθούν πρώτα· έπειτα, εμείς που ζούμε, όσοι απομένουμε, θα αρπαχτούμε μαζί τους, ταυτόχρονα, με σύννεφα σε συνάντηση του Κυρίου στον αέρα· και έτσι, θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο. Λοιπόν, παρηγορείτε ο ένας τον άλλον μ' αυτά τα λόγια.]

(Προς Θεσσαλονικείς Α', 4: 16-18)

Χριστοῦ οὖν παθόντος ὑπὲρ ἡμῶν σαρκὶ καὶ ὑμεῖς τὴν αὐτὴν ἔννοιαν ὁπλίσασθε, ὅτι ὁ παθὼν ἐν σαρκὶ πέπαυται ἁμαρτίας, εἰς τὸ μηκέτι ἀνθρώπων ἐπιθυμίαις, ἀλλὰ θελήματι Θεοῦ τὸν ἐπίλοιπον ἐν σαρκὶ βιῶσαι χρόνον. ἀρκετὸς γὰρ ὑμῖν ὁ παρεληλυθὼς χρόνος τοῦ βίου τὸ θέλημα τῶν ἐθνῶν κατεργάσασθαι, πεπορευμένους ἐν ἀσελγείαις, ἐπιθυμίαις, οἰνοφλυγίαις, κώμοις, πότοις καὶ ἀθεμίτοις εἰδωλολατρίαις. ἐν ᾧ ξενίζονται μὴ συντρεχόντων ὑμῶν εἰς τὴν αὐτὴν τῆς ἀσωτίας ἀνάχυσιν, βλασφημοῦντες· οἳ ἀποδώσουσιν λόγον τῷ ἑτοίμως ἔχοντι κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς. εἰς τοῦτο γὰρ καὶ νεκροῖς εὐηγγελίσθη, ἵνα κριθῶσι μὲν κατὰ ἀνθρώπους σαρκὶ, ζῶσι δὲ κατὰ Θεὸν πνεύματι. Πάντων δὲ τὸ τέλος ἤγγικε· σωφρονήσατε οὖν καὶ νήψατε εἰς τὰς προσευχάς.

[Επειδή, λοιπόν, ο Χριστός έπαθε κατά σάρκα για χάρη μας, οπλιστείτε κι εσείς το ίδιο φρόνημα· δεδομένου ότι, αυτός που έπαθε κατά σάρκα, έπαυσε από την αμαρτία· για να ζήσετε τον υπόλοιπο χρόνο μέσα στη σάρκα, όχι πλέον στις επιθυμίες των ανθρώπων, αλλά στο θέλημα του Θεού. Επειδή, αρκετός είναι σε μας ο περασμένος καιρός τού βίου, όταν πράξαμε το θέλημα των εθνών, καθώς περπατήσαμε σε ασέλγειες, επιθυμίες, οινοποσίες, γλεντοκόπια, συμπόσια και αθέμιτες ειδωλολατρείες· και γι' αυτό παραξενεύονται, που εσείς δεν συντρέχετε μαζί τους στο ίδιο ξεχείλισμα της ασωτίας, και σας βλασφημούν· οι οποίοι θα αποδώσουν λόγο σ' εκείνον που είναι έτοιμος να κρίνει, ζωντανούς και νεκρούς. Επειδή, γι' αυτό κηρύχθηκε το ευαγγέλιο και προς τους νεκρούς, για να κριθούν μεν σύμφωνα με τους ανθρώπους κατά τη σάρκα, να ζουν όμως σύμφωνα με τον Θεό κατά το πνεύμα. Όλων δε το τέλος πλησίασε· ζήστε, λοιπόν, με σωφροσύνη, και αγρυπνείτε στις προσευχές. ]

(Επιστολή Πέτρου Α', 4: 1-7)

Βλέπουμε ότι σωστά κατανόησαν τα κηρύγματα οι “θεόπνευστοι” όπως και εμείς και περίμεναν από στιγμή σε στιγμή την Δευτέρα παρουσία. Ο Παύλος μάλιστα είναι σίγουρος ότι θα ήταν ζωντανός όταν αυτή συμβεί, και φυσικά υπάρχουν και άλλες ενδείξεις ότι στην πρώτη Εκκλησία αναμενόταν η Δευτέρα παρουσία από στιγμή σε στιγμή και εκεί μπορεί να αποδοθεί ο υπερβολικός ζήλος των πρώτων μαρτύρων να πεθάνουν πρόθυμα για κάτι που ούτως ή άλλως δεν θα αργούσε όπως πίστευαν. Άρα η απόδοση του χρησμού 0%.

Η ανάσταση μετά τρεις ημέρες

Τότε ἀπεκρίθησαν αὐτῷ τινες τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων λέγοντες, Διδάσκαλε, θέλομεν ἀπὸ σοῦ σημεῖον ἰδεῖν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς, Γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ εἰ μὴ τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου. ὥσπερ γὰρ ἦν Ἰωνᾶς ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας, οὕτως ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας. ἄνδρες Νινευῖται ἀναστήσονται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινοῦσιν αὐτήν· ὅτι μετενόησαν εἰς τὸ κήρυγμα Ἰωνᾶ, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Ἰωνᾶ ὧδε. βασίλισσα νότου ἐγερθήσεται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ αὐτήν· ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολομῶνος, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶνος ὧδε.

[Τότε, μερικοί από τους γραμματείς και τους Φαρισαίους απάντησαν, λέγοντας: «Δάσκαλε, θέλουμε να δούμε από σένα ένα σημείο». Και εκείνος, απαντώντας, τους είπε: «Πονηρή και μοιχαλίδα γενεά ζητάει σημείο· αλλά, σημείο δεν θα της δοθεί, παρά μονάχα το σημείο τού προφήτη Ιωνά. Επειδή, όπως ο Ιωνάς ήταν στην κοιλιά τού κήτους τρεις ημέρες και τρεις νύχτες, έτσι θα είναι και ο Υιός τού ανθρώπου στην καρδιά τής γης τρεις ημέρες και τρεις νύχτες. Άνδρες Νινευίτες θα αναστηθούν στην κρίση μαζί μ' αυτή τη γενεά, και θα την κατακρίνουν· επειδή, μετανόησαν στο κήρυγμα του Ιωνά· και δέστε, εδώ είναι κάτι περισσότερο από τον Ιωνά. Η βασίλισσα του Νότου θα σηκωθεί κατά την κρίση μαζί μ' αυτή τη γενεά, και θα την κατακρίνει· επειδή, ήρθε από τα πέρατα της γης για να ακούσει τη σοφία τού Σολομώντα· και δείτε, εδώ είναι κάτι περισσότερο από τον Σολομώντα».]

(Κατά Ματθαίον, 12: 38-42)

Γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ εἰ μὴ τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ. καὶ καταλιπὼν αὐτοὺς ἀπῆλθεν.

[Γενεά πονηρή και μοιχαλίδα ζητάει σημείο· όμως, σημείο δεν θα δοθεί σ' αυτήν, παρά μονάχα το σημείο τού προφήτη Ιωνά. Και αφήνοντάς τους αναχώρησε. ]

(Κατά Ματθαίον, 16: 4)

Ἀναστρεφομένων δὲ αὐτῶν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθήσεται. καὶ ἐλυπήθησαν σφόδρα.

[Και ενώ διέμεναν στη Γαλιλαία, ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: «Ο Υιός του ανθρώπου πρόκειται να παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων· και θα τον θανατώσουν, και την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί». Και λυπήθηκαν υπερβολικά.]

(Κατά Ματθαίον, 17: 22-23)

ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. οἱ δὲ ἠγνόουν τὸ ῥῆμα, καὶ ἐφοβοῦντο αὐτὸν ἐπερωτῆσαι.

[Επειδή, δίδασκε τους μαθητές του, και τους έλεγε ότι ο Υιός τού ανθρώπου παραδίνεται σε χέρια ανθρώπων, και θα τον θανατώσουν· και αφού θανατωθεί, την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί. Εκείνοι, όμως, δεν καταλάβαιναν τον λόγο, και φοβόνταν να τον ρωτήσουν.]

(Κατά Μάρκον, 9: 31-32)

Τῶν δὲ ὄχλων ἐπαθροιζομένων ἤρξατο λέγειν· Ἡ γενεὰ αὕτη γενεὰ πονηρά ἐστι· σημεῖον ζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ εἰ μὴ τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου. καθὼς γὰρ ἐγένετο Ἰωνᾶς σημεῖον τοῖς Νινευῒταις, οὕτως ἔσται καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου τῇ γενεᾷ ταύτῃ σημεῖον.

[Και ενώ τα πλήθη συγκεντρώνονταν, άρχισε να λέει: «Αυτή η γενεά είναι πονηρή· σημείο ζητάει· και σημείο δεν θα της δοθεί, εκτός από το σημείο τού προφήτη Ιωνά. Επειδή, καθώς ο Ιωνάς έγινε σημείο στους Νινευίτες, έτσι θα είναι και ο Υιός τού ανθρώπου σ' αυτή τη γενεά».]

(Κατά Λουκάν, 11: 29-30)

Βλέπουμε εδώ το πόσο σημαντικά είναι τα θαύματα για τους Εβραίους, μια συνήθεια που φυσικά κληρονόμησαν και οι χριστιανοί. Ζητούν συνεχώς «σημεία και τέρατα» και όπως λένε οι ίδιοι οι ευαγγελιστές, ο θεός τους ο Ιησούς έκανε σημεία και τέρατα και ένα από αυτά προφανώς το σπουδαιότερο είναι αυτή η περίφημη “ανάστασή” του. Το εντυπωσιακό αν διαβάσει κανείς τα Ευαγγέλια είναι ότι κατέβηκε όπως ισχυρίζονται ο ίδιος θεός στην Γη, έκανε του κόσμου τα θαύματα, τον είδαν χιλιάδες πιστοί ή μη που πίστεψαν, και εντάξει δεν τον έγραψε η ιστορία, αλλά και αυτοί που υποτίθεται είδαν όλα τα θαύματα, ένας λαός μάλιστα που απαιτεί θαύματα γιατί τελικά δεν πίστεψε; Μα γιατί όπως και στην Παλαιά Διαθήκη τα σημεία και τέρατα γραφόντουσαν εκ των υστέρων για να πείσουν από εκεί και πέρα τους εβραίους έτσι φαίνεται έγινε και με τα Ευαγγέλια.

Επειδή λοιπόν στο ασυνάρτητο και φανταστικό μυθολογικό κείμενο του Ιωνά (που σκοπό έχει να “προφητέψει” την καταστροφή της Νινευή), περιλαμβάνει και ένα παλιό ναυτικό παραμύθι. Σε αυτό αναφέρεται ότι ο ήρωας έμεινε μέσα στο ψάρι που τον κατάπιε τρεις ημέρες και τρεις νύκτες και όταν άρχισε να τραγουδά αυτό τον ξέρασε άθικτο. Είναι λοιπόν προφανές ότι έτσι και ο Ιησούς πρέπει να παραμείνει νεκρός, αφού θανατωθεί τρεις ημέρες και τρεις νύκτες και μετά να αναστηθεί.

Για να καταλάβουμε τι σημαίνει μια τέτοια προφητεία αν φυσικά δεν είναι ένα απλό επικοινωνιακό τέχνασμα ενός αρχαίου σοφιστή ή σύγχρονου πολιτικού που λέει υπερβολές για να συγκινήσει τους πελάτες του, σημαίνει ότι αν ο Ιησούς πέθαινε την Πέμπτη το βράδυ στον σταυρό, έπρεπε να αναστηθεί Κυριακή βράδυ την ίδια ώρα. Μόνο που ο μέσος όρος των Ευαγγελίων είναι 1,5 μέρα δηλ. Σάββατο πρωί η μέρα του εβραϊκού Πάσχα και πιθανόν και νωρίτερα.
Επιτυχία < 50% (φυσικά με το δεδομένο ότι έγινε η ανάσταση, κάτι που ένας λογικός και εχέφρων άνθρωπος δεν μπορεί να δεχθεί).

Εδώ αξίζει να ξατατονίσω το πόσο βολικό ως προϋπόθεση για το “θαύμα” της πολυδιαφημισμένης ήδη από τον ίδιο τον Ιησού “ανάστασης”, είναι το γεγονός ότι σταυρώθηκε εσπευσμένα παραμονή του Πάσχα, με αποτέλεσμα να έπρεπε την επομένη να κατέβει από τον σταυρό για να μην υπάρχει τιμωρημένος την μεγαλύτερη γιορτή των Εβραίων, φυσικά και άλλη μια σύμπτωση ότι μόλις σταυρώθηκε «πέθανε» σε ελάχιστες ώρες και δεν χρειάστηκε να του σπάσουν τα μέλη όπως των άλλων κακούργων που φυσικά δεν είχαν πεθάνει, προσθέτοντας επί πλέον τους νέους συμβολισμούς για το φανταστικό νέο γεγονός που κολλάει στο παλιό της εξόδου και το νοηματοδοτεί σε νέα πορεία.

Για φαντασθείτε πόσες συμπτώσεις έπεσαν ώστε να μην μείνει ο Ιησούς στον σταυρό εσαεί μέχρι να σαπίσει όπως οι άλλοι σταυρωμένοι κακούργοι τις άλλες 364 μέρες του χρόνου, επειδή ήταν παραμονή του Πάσχα δηλαδή την μοναδική μέρα που θα τον κατέβαζαν και φυσικά να πεθάνει ιδιαίτερα γρήγορα στον σταυρό, ώστε να μην χρειαστεί να σπάσουν τα κόκαλά του, ώστε να ταφεί ολόκληρος κανονικά. Το σενάριο αν δεν είχε αυτές τις συμπτώσεις θα ήταν αδύνατο να γίνει πιστευτό γιατί θα έπρεπε να γίνει ενώπιον όλων (ένας αληθινός θεός δεν θα έκανε σωρεία συμπτώσεων για να του βγει το θαύμα με έναν τρόπο λογικοφανή αλλά σπάνιο, που στηρίζεται σε απίθανες συμπτώσεις). Πάνε λοιπόν την επομένη μια, ή δύο ή περισσότερες γυναίκες (ανάλογα πιο Eυαγγέλιο διαβάζετε) και βλέπουν το τάφο άδειο και μαθαίνουν από έναν-δύο...”αγγέλους” (πάλι ανάλογα από πιο Eυαγγέλιο διαβάζετε) ότι ο Xριστός ανέστη. Μάλιστα μετά την υποτιθέμενη ανάσταση ελάχιστοι φαίνεται να τον είδαν, άσε που ήταν και σε μια περίεργη μορφή κάτι μεταξύ ύλης και μη ύλης.

Το φανταστικότερο θαύμα λοιπόν που πιστεύουν οι χριστιανοί ότι έγινε ποτέ, η ανάσταση του ίδιου του θεού τους, δεν το είδε κανείς, το άκουσε από κάποιες γυναίκες που ούτε αυτές το είδαν, αλλά το άκουσαν από έναν...άγγελο και κάποιοι ελάχιστοι μαθητές του τον είδαν υποτίθεται έκτοτε και μίλησαν μαζί του όπως αναγράφουν και τα μυθολογικά κείμενα που λένε Ευαγγέλια, και μόνο αυτά.

Βέβαια για όποιον ανασκαλέψει τις ιστορικές πηγές, θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος-θεός, τουλάχιστον ως άνθρωπος, δεν υπήρξε ποτέ, αφού δεν βρέθηκε μέχρι τώρα καμιά αξιόπιστη πηγή σύγχρονη της εποχής του να δίνει ξεκάθαρες πληροφορίες για αυτόν ή την τόσο δημοφιλή δράση του, τα δε Eυαγγέλια που κάποιοι τα θεωρούν επαρκή απόδειξη, βρίθουν λαθών τόσο στον γεωγραφικό όσο και ιστορικό τομέα, και υπάρχουν όπως είδαμε και βάσιμες υποψίες συνεχούς παραχάραξης από την πρώτη στιγμή που γράφτηκε κάτι για το θέμα αυτό. Είναι μάλλον φαιδρό μετά από όλα αυτά να θεωρείται ότι στον πνευματικό τομέα λέει κάτι χρήσιμο στην ανθρωπότητα.

Τι ήταν τελικά όλη αυτή η ιστορία; Μια αναφορά στην ζωή ενός άσημου μεσσία από τους χιλιάδες της εποχής που του φορτώθηκαν πράγματα και θαύματα για να στηθεί ένα νέο σκηνικό; Ένα καλοστημένο θεατρικό τρυκ για να δημιουργηθεί η νέα αίρεση; Μήπως ήταν συγκερασμός δράσης πολλών μεσσιών σε ένα μυθικό πρόσωπο; Μήπως ήταν συμβολική αναπαράσταση μιας εσσαϊκής σέχτας που κάποιοι θέλησαν να την περάσουν σαν αλήθεια; Η ιστορική επιστήμη κάποια στιγμή θα βρει κάποια άκρη. Μέχρι τότε ας έλθει πάλι ο ορθολογισμός στην ζωή μας και ας απαρνηθούμε μεσαιωνικές και βυζαντινογενείς παράλογες λογικές που κατέστρεψαν την ανθρωπότητα και την ελεύθερη ανθρώπινη έκφραση.

Επίλογος
Το σύνολο απόδοσης του Ιησού λοιπόν από τα ίδια τα εκκλησιαστικά κείμενα, είναι ο μέσος όρος, που βγαίνει κάτω από 30%, πολύ κακή βαθμολογία για υποτιθέμενο θεό. Φυσικά σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και το “ὑμεῖς κατὰ τὴν σάρκα κρίνετε· ἐγὼ οὐ κρίνω οὐδένα. καὶ ἐὰν κρίνω δὲ ἐγώ, ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ ἀληθής ἐστιν, ὅτι μόνος οὐκ εἰμί, ἀλλ' ἐγὼ καὶ ὁ πέμψας με πατήρ” (Κατά Ιωάννην, 8: 15-16), που δείχνει ότι ο Ιησούς πίστευε, ή έτσι ισχυριζόταν, ότι η κρίση του, την οποία δεν την χρησιμοποιούσε, αλλά όταν το έκανε, ήταν αληθινή, επειδή τον έστειλε ο πατέρας του ο γνωστός εβραίος θεός Γιαχβέ.

Αυτό μας δείχνει την ποιότητα των ανθρώπων που γέννησαν η διαμόρφωσαν αυτή την σκιώδη φιγούρα ως ενός υποτιθέμενου θεού, που φαίνεται ήδη ως κακός προφήτης, καθώς και όσων συνειδητά αποδέχονται αυτή την παράνοια σαν οδηγό τους στην πνευματική τους ή την πραγματική τους ζωή. Μια σωστή ρήση όμως που φέρεται να είπε, ότι το “δένδρο φαίνεται από τους καρπούς του” είναι απόλυτα σωστή και έχει εφαρμογή στην Εκκλησία που στήθηκε στο όνομά του, οι καρποί του χριστιανισμού είναι διαχρονικά κακοί, άρα και όλο το οικοδόμημα λάθος.

Η ΧΑΡΑ – Ο ΧΟΡΟΣ – Ο ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΧΕΡΙ. Η ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΠΑΙΓΝΙΟ

Το άρθρο που θα προσπαθήσω να φωτίσω, απ’ όλες τις πλευρές του, αποτελεί μια από τις είκοσι ρίζες της ελληνικής γλώσσας, τουλάχιστον σύμφωνα με την άποψη του ανωτέρου ετυμολογικού λεξικού

Ισχυρίζομαι ευθέως ότι θέτει για πρώτη φορά το ζήτημα της ετυμολογίας της ελληνικής γλώσσας στην ορθή του βάση. Αυτό σημαίνει επίσης πως θεωρώ ότι όλοι οι προηγούμενοι ετυμολόγοι βάδισαν σε λαθεμένα ετυμολογικά μονοπάτια. Δηλώνω ότι αναλαμβάνω αβασάνιστα το οποιοδήποτε κόστος συνεπάγεται αυτή μου η έπαρση. Αισθάνομαι πλήρως την αδυναμία να υποστηρίξω την επίγνωσή μου αυτή. Σε κάθε περίπτωση αντίρρησης, το μόνο που μπορώ να πράξω είναι να παραπέμψω τον διαφωνούντα σ’ αυτό καθ’ εαυτό το έργο.
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ
Ο πρωτόγονος άνθρωπος, αλλά και ο σημερινός όταν χαίρεται γελάει. Χα-χα-νίζει. Έτσι το λένε μέχρι και τώρα. Φαίνεται όμως η αντίδρασή του αυτή να είναι αυθόρμητη και ανακλαστική. Ότι δηλαδή δεν αποτελεί προϊόν παιδείας και μάθησης. Απόδειξη ικανή αποτελεί η συμπεριφορά των βρεφών, τα οποία χαχανίζουν όταν χαίρονται πριν ακόμα αρχίσουν να μιλάνε. Εξ αυτού αναγνωρίζω ως ρίζα τον ήχο χα (χα-χα-χα…, χα-χα-νίζω).
Το βασικό ρήμα της ιστορίας της χαράς είναι το χαίρω (χαίρομαι).
Χα + είρω (= λέω) > χαείρω > χαίρω. Στον μέλλοντα του ρήματος χαίρω, το ρήμα είρω «ξεβρακώνεται» εντελώς: χα-ρήσομαι (ει-ρήσομαι). Στον παρακείμενο και πάλι: κεχα-ρηκα (ει-ρηκα).
Έχουμε και το παιχνίδι των ουρανισκόφωνων (κ-γ-χ). Οι «ψημένες» φωνητικές χορδές των ανδρών εκφέρουν ευκολότερα το κ αντί του χ. Κα-χά-ζω αντί χα-χά-ζω λέγεται το γελάν επ’ ανδρών. Τα λεξικά γράφουν, καχάζω = γελώ ηχηρής, επ’ ανδρών. Και επειδή το χ, αλλά και το ξαδελφάκι του το γ, θέλουν κι αυτά να λάβουν μέρος στην χαρά, το καχάζειν ακούγεται κάπως ως κχε-κχε… κχι-κχι… και κγχα-κγχα.. (όλα τα ξαδελφάκια ομού), το είπανε καγχάζω.
Από το ρήμα αυτό λοιπόν χαίρω γεννώνται τα χαρά, χαίρε χαιρετάω, χαριεντίζομαι, χαιρετούρα, Χαράλαμπος (λάμπω), χαροκοπώ, χαροπός (οψ), χαρωπός (ωψ), αλλά και οι Αχαρνείς!
Και οι Αχαρνείς! Για στάσου βρε αδελφέ. Μήπως το παρατραβάς το πράμμα; Δηλαδή μόνον αυτοί χαίρονταν τότε, ανάμεσα σ’ όλους τους άλλους Έλληνες;
Έψαξα λοιπόν την ιστορία τους, όπως έπραξα και σε κάθε περίπτωση, για να βρω τι το ιδιαίτερο διέθεταν αυτοί έναντι των άλλων Ελλήνων. Όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς μου είπαν τα ίδια κι απαράλλακτα. Ήσαν λέει φιλοπόλεμοι. Χάρμη λέγανε οι Έλληνες την χαρά του πολέμου!
Τι να κάνουμε τώρα εμείς; Ας παραδεχτούμε, βγάζοντας τον σκασμό μας, ότι οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είχαν κι αυτό το κουσούρι, συν τ’ άλλα, να χαίρονται όταν πολεμούν! Λέτε να χαίρονταν για την απαλλαγή από την σκλαβιά, υπολογίζοντας στην πολεμική τους δύναμη, την εξ ασκήσεως αποκτημένη;;; Ποιος ξέρει; Μπορεί να προέρχονταν κι απ’ αυτό.
Επομένως μπορεί το α του Α-χαρνείς, να είναι επιτατικό, και δηλαδή να τους λέγανε Α-χαρμ-είς (μ>ν).
Με την ίδια λογική, που λέτε, ετυμολόγησα κι όλες τις άλλες λέξεις που παράγονται από το χαίρω, όπως χελιδών, χράω, χρέος, χρηστός, χρεμετίζω χαλάω, χάλαζα, χατέω, χαλκός, χαίνω, λαχαίνω χάος χεία, κηρός κλπ. Αν σας ενδιαφέρουν μπορείτε να τις επισκεφτείτε στο λεξικό, ανά πάσα ώρα και στιγμή. Σας περιμένουν καρτερικά, αραδιασμένες η κάθε μια στην ομάδα της, κι όχι σκόρπιες, εδώ κι εκεί, αλφαβητικά.
Στο εξής, τα στοιχεία θα παρατεθούν όπως ακριβώς καταγράφονται μέσα στο λεξικό. Ο λόγος της μεταβολής αυτής είναι ένας και μοναδικός: η μασημένη τροφή κάνει κακό στα «δόντια» του μυαλού. Ή άλλως πως: μπορεί να μάθει κανείς μόνον όσα γνωρίζει.
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΕΙΡΟΣ –ΤΟ ΧΕΡΙ
χειρ, χέρα, χέρι [εκ του χαίρ-ω, α>ε. Το αίσθημα της χαράς δια των χειρών κυρίως εκφράζεται, απανταχού στην υφήλιο αλλά και στα πιθηκοειδή: χειροκροτήματα, ανατάσεις χειρών, χειραψίες, αλληλοκτυπήματα παλαμών, αγκαλιάσματα και παντός είδους χειρονομίες, χειρονόμος (νέμω) = ορχηστής. Χαιρετίζουμε πάντως κυρίως δια των χειρών]- το χέρι είτε ως κλεισμένη είτε ως ανοικτή και αναπεπταμένη παλάμη, επί εχθρικής σημασίας, λαμβάνω κάτι στα χέρια = αναλαμβάνω, επιχειρώ, επί παντός εργαλείου ομοίου προς χέρι.
Όλα τα παράγωγα στο λεξικό.
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ
χορός [χαρά, χειρ, χέρα (ε>ο), δια των χειρών εκφράζεται και αρθρώνεται ο χορός κυρίως, χορεύει δε κάποιος δια των χειρών και καθισμένος].
ΚΙ Ο ΧΑΡΟΣ;
Χάρων [βλ. αιρέω, χειρ > χερ- > χαρ- (ε>α), βλ. χειρόω]- ο Χάρος, ως όνομα του λέοντος, ο πορθμός της Στυγός, θάνατος. Χάρος, Χάροντας, Χαρώνειος, Χαρωνίται, Χάρυβδις (άπτω, πτ>βδ, επτά – έβδομος), Χαρυβδίζω, Χαρυβδηδόν, Χάρυβδη.
Χειρόω = καταβάλλω, υποράσσω, νικώ (την ζωή).
ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΡΙΖΑ ΧΑ-
Ρίζα χα-
χαίρω [αόρ. ε-χά-ρησα, πρκμ. κε-χά-ρηκα, μέλλ. χα-ρήσομαι, χα-ρά, χά-ρις. Η ρίζα φαίνεται χα- + είρω ( = λέγω) > χαείρω > χαίρω, μέλλ. χαρήσομαι (του είρω, ει-ρήσομαι), πρκμ. κεχά-ρηκα (εί-ρηκα). Από τον ήχο του γέλιου χαχα..νίζω, χα-μογελώ. Η ακουστική διαπλοκή των ουρανισκόφωνων (κ, γ, χ) στο γέλιο των είναι χαρακτηριστική. Ακούγεται ως κακα… ιδίως από ώριμους άνδρες (κα-χάζω = γελώ ηχηρής, επ’ ανδρών). Επί το πλείστον ακούγεται ως κχεκχε…, κχικχι…, κχακχα… ή καγχκαγχ… (καγχάζω)]- είμαι, πλήρης χαράς, κατέχομαι από χαρά, ευφραίνομαι, είμαι ευχαριστημένος, ήδομαι. χαίρε, χαίρετε, χαιρετώ, χαιρετίζω, χαιρέτισμα, χαίραθλος (άθλος), χαιρεκακία, χαιρεκακέω, επιχαιρεκακέω, επιχαιρεκακία, χαιρέκακος, επιχαιρέκακος, χαιρηδόν, Χαιρημόνιος,χαιρησιφονέω (φονεύω), χαιροσύνη, Χαιρεθιανά, χαιρετάω, χαιρέτημα, χαιρέτισμα, χαιρετισμός, χαιρετιστήριος, αποχαιρετισμός, χαιρετούρα, χαίρομαι, Χαιρώνεια, α (δασ.) [εκ του χαχα…, το χ σε δασεία]- προς έκφραση γέλιου.
χαρά [χαίρω], χαράγγελος, Χαρά, χαρίεις, χαρι-, χαριεντής, χαριεντίζομαι, χαριέντισμα, χαριεντισμός, χαριεντότης, χαριέντως, χαρίζομαι, χαριεργός, χαρίνος, χάρις, χάριν, χαρίσιος, χάρισμα, χαρισμός, χαριστείον, χαριστέον, χαριστήριος, χαρίστια, χαριστικός, χαριστίων, χάριτερ, χαρητήσια, χαριτία, χαριτο-, χαριτομένος, χαριτόεις, χαριτόω, χαριτώνω, χαριτώνυμος (όνομα), χαρτώπης (ωψ), χάρμα, χάρμη, χαρμονή, χαρμονικός, χαρμοσύνη, χαρμόσυνος, χαρμο-, χαρο-, χαροπός (οψ), ευχαριστώ, ευχαρίστισις, ευχαριστιμένος, χαροπότης, χάροψ, χάρων, Χάρων, Χαρώνιος, Χαρονίται, χαρωπός (ωψ), χάρωψ, χαρτός, Χαράλαμπος (λάμπω), χάρη, Χάρια, Χαρίλαος (λαός), Χάριτες, Χάρμα, Χαρμίδης, Χαροπό, χαρούδια, χαρούμενος, χαροκόπι (κόπτω), χαροκοπείο, χαροκοπιά, χαροκόπος, χαροκοπίστρα, Χαροκόπος, χαροκοπώ, χαροκοπάω.
Αχαρνείς [α (επιτατ.) + χάρμη ( = η χαρά του πολέμου, μ>ν), ήσαν φιλοπόλεμοι], Αχαρναί, Αχαρνές.
χελιδών [χαρά, χαρί-εις + άδω (α>ε, ρ>λ), χαρακτηριστικό το κελάϊδισμά της ωσάν εκ χαράς προερχόμενο]- το χελιδόνι. χελιδόνι, χελιδόνειος, χελιδόνεος, χελιδονίας, χελιδονιδεύς, χελιδονίζω, χελιδονίσματα, χελιδόνιον, χελιδόνιος, χελιδονίς, χελιδόνισμα.
χράω [χάρις = εύνοια, ευμένεια (αρ>ρα)]- χορηγώ ό,τι είναι αναγκαίο, δίνω χρησμό, διακηρύττω, λέγω, προμηνύω ή οδηγώ δια χρησμού, μεσ., συμβουλεύομαι θεό ή μαντείο, ερωτώ θεό ή μαντείο, επί των ζητούντων κάτι από τον μεγάλο βασιλέα, παρέχω κάτι, εφοδιάζω κάποιον με κάτι. χράομαι, χρώμαι (συνηρ.)- αποθετικό, εκ της σημασίας του συμβουλεύομαι μαντείο ή κάνω χρήση αυτού, προκύπτει η κοινή σημασία του μεταχειρίζομαι, θέτω σε ενέργεια κάποια δύναμη της ψυχής μου, κάποιο αίσθημα ή πάθος, κατάσταση ψυχής και τα όμοια, εξασκώ, δοκιμάζω, υποφέρω, χρέομαι (α>ε), κέχρημαι- πρκμ. με σημασία ενεστωτ. = έχω χρεία τινός, επιθυμώ, ως επιτεταμένος ενεστωτ., έχω σε χρήση, έχω, κατέχω, χρέω- δίνω χρησμό, χρη (α>η)- δίνω χρησμό, ενίοτε, είναι δυνατόν ή πιθανόν, η μοίρα, το πεπρωμένο, ανάγκη, χραισμέω, κίχρημι (αναδιπλ.), κιχράω.
χρέος, χρείος, χρέως, χρήος [χράω, χρέομαι]- οφειλή, αναγκαία εργασία, υπόθεση, δουλειά, σχεδόν όπως το χρήμα, κατά χρέος = καθώς είναι πρέπον, καλό, καθήκον, σκοπός, έργο. χρεαγωγός, χρεάρπαξ (αρπάζω), χρεία, χρείη, χρηία, χρειάζομαι, χρειαζόμενα, χρειαζούμενα, χρειασίδι, χρειγιά, χρειακός, χρείμενος, χρειοκόλαξ, χρειόω, χρειώ, χρεώ, χρειώδης, χρειωδώς, χρεο-, χρεω-, χρεωστέω, χρεωστώ, χρεώνω, χρέωσις, χρεώστης, χρεωστικός, χρεοστάσιον (ίστημι), χρήζω, χρήσδω, χρηίσκομαι, χρηίζω, χρήμη, χρημοσύνη, αχρείαστος, αχρειεύω, αχρείος, άχρειος, αχρειο-, αχρειώνομαι, αχρείωσις, εξαχρείωσις, αχρειότης, αχρήιος, χρήμα, χρηματίας, χρηματίζω, χρηματικός, χρημάτισις, χρηματισμός, χρηματιστήριον, χρηματιστής, χρηματιστικός, χρηματίτης, χρηματο-, χρήσις, χρησείδιον, χρησιμεύω, χρήσιμος, χρησιμότης, χρησι-, χρησιμο-, αχρησία, αχρησίμευτος.
χρηστός [ρημ. επίθ. του χράομαι]- χρήσιμος, ωφέλιμος, καλός, υγιεινός, αποτελεσματικός, αγαθός, ικανός, ανδρείος, γενναίος, τίμιος, αξιόπιστος, ευπατρίδης, επί θεών, αγαθός, εύνους, ευμενής, ελεήμων, οικτίρμων, ενίοτε επί κακής σημασίας όπως το ευήθης, ανόητος, μωρός, επί ανδρός, ισχυρός στο σώμα, ικανός προς συνουσία. χρηστώς, χρηστέον, χρηστεύομαι, χρήστης, χρηστήρ, χρηστηριάζω, χρηστήριον, χρηστήριος, χρηστηριώδης, χρηστικός, χρηστο-, χρήστωρ, άχρηστος, αχρηστεύω, άχρηστα, αχρήστευσις, αχρηστία, αχρήστωσις, χρησμός, χρησμο-, χρησμωδέω (άδω), χρησμωδία, χρησμωδικός, χρησμοσύνη, χρησμωδός, κρήγυος (χ>κ + άγω, α>υ)- ωφέλιμος, αγαθός, καλός.
χρεμετίζω [εκ του χρε-ία = ανάγκη, έλλειψη, φυσική ανάγκη, διότι ο ίππος χρεμετίζει όταν αντιληφθεί θηλυκό του είδους του, εξ ου και οι σχετικές έννοιες επ’ ανδρών (λάγνος, ασελγής) ή όταν αντιλαμβάνεται την παρουσία του ιδιοκτήτη του, ο οποίος θα του ικανοποιήσει την ανάγκη της διατροφής και του ποτίσματος. Ο ήχος του χρεμετίσματος δεν φαίνεται να συνάδει με τον ήχο χρε-, ώστε να πρόκειται περί ονοματοποιίας, όπως γνωμοδοτούν οι γραμματικοί]- επί ίππων χλιμιντρώ, μεταφ., επί λάγνων και ασελγών ανδρών. χρεμέτισμα, χρεμετισμός, χρεμετιστικός, χρεμίζω, χλιμιντρίζω (ρ>λ, ε>ι), χλιμιντρώ, χλιμίντρισμα.
χρέμπτομαι [ονοματοποιία]- βήχω για να εκβάλλω φλέγμα. χρέμμα, χρέμψις, αποχρέμπτομαι, απόχρεμψις, αποχρεμπτικό, χαρμπόλα (ρε>αρ), χαρμπολιάρης.
καχάζω, καγχάζω, καγχλάζω, καγχαλάω [βλ. χαίρω]- γελώ ηχηρώς (επ’ ανδρών). χαχανίζω, καχανίζω, καχασμός, κιχλισμός (επί γυναικών), καγχαλίζομαι, κάγχαλος, κάγχασις, καγχαστής, καγχάς, καγχασμός.
χαλάω, χαλαίνω [χαίρω, χαρά (ρ>λ), η χαρά και το γέλιο χαλαρώνουν κάθε προηγηθείσα ένταση είτε σωματική είτε ψυχοπνευματική]- χαλαρώνω, ξετεντώνω, λύω, απολύω, παραβλέπω, αφήνω, υποχωρώ, συγχωρώ, καταβιβάζω, διαλύω. χαλαρώνω, χαλαρός, χαλαρά, χαλαρότης, χαλάρωσις, χάλασις, χάλασμα, χαλασμάτιον, χαλασμός, χαλαστήρια, χαλαστής, χαλώ, χαλνώ, χαλνάω, χαλαστικός, χαλαστόν, Χαλαστραίος, Χαλάστρα, χαλάβρα, χαλαβρώνω, χάρβαλο, χαλάλι, χαλαλίζω, Χάλαρα, Χαλάνδρι, Χαλανδρίτσα, χαλαράδα, χαλαρωτικός, χαλασμένος, χαλαστής, χαλάστρα, χάλαρο, χαλία, χάλια, αγχαλάω (ανά, ν>γ), χάλι, χλαρός (χαλαρός), χλάδω (άδω)- χαίρομαι μεγαλοφώνως, ψοφέω, κέχλαδα (αναδιπλ.), κέχλαδον.
χάλαζα [χαλ-άω + αΐσσω, άσσω (σσ>ζ)]- το χαλάζι. χαλάζι, χαλαζαίος, χαλαζάω, χαλαζεπής (έπος), χαλαζηδόν, χαλαζήεις, χαλαζιάζω, χαλάζιον, χαλάζιος, χαλαζο-, χαλαζόομαι, χαλάζωμα, χαλάζωσις, χαλαζιώδης, χαλαζίας, χαλάζιο, Χαλαζόνι, χαλαζόπληκτος, χαλαζόπτωσις.
χατέω [χα-ρά + δέω ( = ζητώ, δ>τ)]- ποθώ, επιθυμώ θερμώς, θέλω κάτι, χρειάζομαι. χατίζω, χατεύω, χάτις, χατίρι, χητίζω (α>η), χητεία, χήτος, χήτις, χητοσύνη.
χαλεπός [χαίρω, χα-ρά + λείπω (ει>ι), δηλαδή ο αφαιρών την χαρά]- λυπηρός, δύσκολος, βαρύς, φοβερός, ισχυρός, οργίλος, τραχύς, ιδιότροπος. χαλεπώς, χαλεπαίνω, χαλεπήρης, χαλεπότης, χαλεπτύς, χαλέπτω.
καχλάζω [κέχλαδα (βλ. χλάδω) > κεχλάδ-ιω > καχλάζω (ε>α, δι>ζ)]- κατά τον Ησύχ., ιδίως περί του κύματος όταν φερόμενο επί τους κάχληκας (βότσαλα) ψοφεί και ηχεί, επί των κυμάτων, παταγώ, ψοφώ, επί του βράζοντος ύδατος, επί μεγάλης ευγλωττίας. κάχλασμα, καχλασμός, κάχληξ, κοχλάζω(α>ο), κόχλαξ, κοχλακώδης, κόχλασμα, κάχηκες, καχληκοσωροί, κοχλάδι, κοχλίδι, κοχλακίζω, κοχλακώ, κοχλασμός, χοχλίδι (κ>χ), χοχλάδι.
χάλιξ [βλ.καχλάζω, χλάζω > χλα- > χαλ-]- χαλίκι, λιθαράκι. χαλίκωμα, χαλικώδης, χαλίκι, Χαλίκι, χαλικολόγος (συλ-λέγω), χαλικώνω, χαλίκωσις, χαλικωτός, χαλικο-, χαλικώ.
χάλυψ [χαλεπός > χαλοπός > χάλυψ (ο>υ), απαιτεί επίπονη (χαλεπή) κατεργασία για να εξαχθεί από το μετάλλευμα]- ατσάλι, σκληρυμένος σίδηρος. χάλυβας (χάλυβος, γεν. του χάλυψ, π>β), χαλυβδικός, χαλυβικός, χαλυβηίς, χαλύβδινος, χαλυβδώνω, χαλύβδωσις, χαλύβωσις, χαλυβο-, χαλυβουργείο (έργον), χαλυβουργία.
χαλκός [χαλεπός > χαλπός > χαλκός (π>κ), βλ. χάλυψ (για τους ίδιους λόγους)]- το μέταλλο χρώματος ερυθρού. χαλκ-, χαλκεία, χαλκείον, χάλκειος, χαλκήιος, χαλκεο-, χάλκεος, χάλκευμα, χαλκεύς, χαλκευτήριον, χαλκευτικός, χαλκευτός, χαλκεών, χαλκή, χαλκηδόνιον, χαλκηδών, χαλκήεις, χαλκήιον, χαλκήλατος (ελαύνω), χαλκήρης (άρω), χαλκίαν, χαλκιδεύς, Χαλκιδική, Χαλκιδιακός, Χαλκιδίζω, Χαλκιδαϊκός, Χαλκιδικιώτης, Χαλκιδιώτης, Χαλκηδών, χάλκινος, χαλκίδιον, χαλκιδίτις, χαλκίζω, χαλκίναος (ναός), χαλκίνδα, χαλκίον, χαλκισμός, χαλκι-, χαλκο-, χαλκόπτης (έψω), χαλκωρυχείον (ορύσσω), χαλκουργείον (έργον), χαλκόω, χαλκούς, χαλκώνητος (ωνέομαι), χάλκωμα, χαλκώματα, χάλκευσις, Χάλκη, Χαλκιάδες, χαλκιάς, Χαλκιάς.
χαίνω [στον Όμηρο μόνο στον αόρ. χανών και πρκμ. κε-χηνώς. Ο ήχος του χασμουρητού (χασμώμαι, χασμουριέμαι), ακούγεται ξεκάθαρα ως ένα μακρό χχααα… Σε καμμιά δε άλλη περίπτωση δεν ανοίγει ο άνθρωπος το στόμα του (χαίνω, χάσκω) περισσότερο απ’ ότι στο χασμουρητό. Επί πλέον η κατ’ εξοχήν έκφραση της χα-ράς είναι το γέλιο (χασκο-γελώ), το οποίο δι’ ανοικτού στόματος εκφράζεται. Ούτως ή άλλως η ρίζα είναι χα-]- ιδίως σημαίνει ανοίγω το στόμα πολύ, χάσκω εκ κοπώσεως ή εξ ανίας ή εξ ελλείψεως προσοχής, σπανιότερα, ομιλώ με χάσκον στόμα. χανών, χάσκω, χασκάζω, χάσκαξ, χάσκας, χασκογελώ, χασκογελάω, χάσμα, χασμάομαι, χασμώμαι, χασματίας, χασματικός, χασμέομαι, χασμάομαι, χάσμη, χάσμημα, χάσμησις, χασμός, χασμωδέω (ωδή), χασμώδης, χασμωδία, χασμωδιώδης, χασμάδα, χασμάτια, χασματίας, χασμούρημα, χασμουρητό, χασμουριάρης, χασμουριέμαι.
χανδόν [έ-χαν-ον, αόρ, του χαίνω και χάσκω]- με ανοικτό στόμα, απλήστως, αθρόως. χανδός, χανδοπότης, χανδάνω (όπως το χωρώ, μεταφ., είμαι δεκτικός, δηλαδή ανοικτός, είμαι ικανός), χαντάκι, Χάνδαξ, Χάνδακας, χαντάκωμα, χαντακώνω, χάδην, χάδαν, χάννη (νδ>νν), χάννος, χάνος, χανύω, χανύσσω, αχανής, χάνδρα, χάντρα (φέρει διαμπερή οπή).
χήν, χάν, χήνα [κέ-χηνα, πρκμ. του χαίνω και χάσκω, εκ του χάσκοντος ράμφους της όταν φωνασκεί], χηνάριον, χήνειος, χήνεος, χηνέλωψ (ωψ), χηναλώπης, χηνέρως, χήνημα, χηνιδεύς, χηνιδής, χηνίζω, χηνίον, χήνιος, χηνίσκος, χηνο-, χηνύστρα, χηνυστεύω, χηνυστράομαι, χηνώδης, χηνώ.
λαχαίνω [λα (επιτατ.) + χαίνω]- ορύσσω, σκάπτω, κατά Ησύχ. «λαχαίνειν … αφ’ ου και το λάχανον, το μεγάλως χαίνων» ή από το σκάψιμο (λαχαίνω) περί αυτών προς ανάπτυξη. λάχανον, λαχανάριον, λαχανεία, λαχάνευμα, λαχανεύομαι, λαχανεύς, λαχανηρός, λαχανήτης, λαχανίτης, λαχανιά, λαχανίδιον, λαχανίζομαι, λαχανικός, λαχάνιον, λαχανισμός, λαχανο-, λαχανώδης.
χάος [χαίνω, χα-νών]- η πρώτη του κόσμου κατάσταση, τον περί ημάς χώρο, την έκταση του αέρος, την ατμόσφαιρα, την υποχθόνια άβυσσο, το άπειρο σκότος, κάθε μεγάλο και αχανές χάσμα. χαόω, χαώδης, χάνω, χάνομαι, χαμένος, χαμός, χάσιμο, χάση, χασομέρι (ημέρα), χασομεράω, χασομέρης, χασομερώ, χασούρα, χασοφεγγαριά, χασο-.
χαύνος [χαίνω, χάος > χαόος > χαύνος (ο>υ)]- κυρίως χάσκων και εξ αυτού επί της συστάσεως πορώδης, σπογγώδης, χαλαρός, μεταφ. ανούσιος, κενός, μάταιος. χαύναξ, χαυνιάζω, χαυνο-, χαυνότης, χαυνόω, χαύνωμα, χαύνωσις, χαυνωτικός, χαυνών, αχαμνός, αχαμνά, αχαμνάδα, αχάμνια, αχάμνισμα, αχαμναίνω, αχαμνεύω, αχαμνίζω, αχαμνούλης, αχαμνο-.
χεία, χείη [χαί-νω, α>ε]- οπή, μάλιστα φιδιών, φωλιά. οχέα (ο, ευφων., ει>ι), οχέη, χηραμός (ει>η), χηραμίς, χηράμβη, χηραμοδύτης (δύω), χήραψ, χηραμόθεν, χηραμύς, χηραμών, χηλαμός, χήμη, χηβάδα, αχηβάδα (βάδος), χήμωσις.
κηρός [χηρ-αμός = οπή, φέρει οπές (κηρήθρα), χ>κ]- κερί. κηρί, κηρίνη, κήρινθος, κήρινος, κηρίον, κηριόομαι, κηριο-, κηρίτις, κηριώδης, κηρίωμα, κηρίων, κηρο-, κηρόομαι, κηράνθεμον, κηραχάτης (αχάτης), κηραψία (άπτω, άψις), κηρέλαιον, κηρόχρως (χρους), κηρήθρα (αθρόως, α>η), κηρηθροστάτης (ίστημι), κηρικός, Κήρινθος, κηρίτης, κηροπήγιον (πήγνυμι), κερί (η>ε), κερένιος, κερύθρα, Κερί, κέρινος, κερίτης.
γαστήρ [χάσκω (χ>γ), βλ. χανδάνω (μέλλ. χείσ-ομαι, ει>α) = χωρώ, είμαι δεκτικός (δέχεται τις τροφές)]- κοιλιά, το υπογάστριο, το στομάχι ως επιζητόν τροφή, η μήτρα. γαστερόχειρ (χειρ), γαστρόχειρ, γάστρα, γαστραία, γαστρίδιον, γαστρίζω, γαστρι-, γαστρίον, γάστρις, γαστρισμός, γαστρο-, γαστροειδής, γαστρώδης, γαστροιίς, γάστρων, γαστέρα, γαστερό, γαστρερό, γαστρα-, γαστρ-, γαστρικισμός, γαστρικός, γαστρίνη, γκαστρώνω, γκάστρι, γκαστριά, γκάστρωμα, γκαστρωμένος, γλάστρα (γ>γλ), Γλάστρα.
κάπτω [χάσκω > χάκω > χάπω (κ>π) > κάπτω (χ>κ) > χάφτω (π>φ)]- χάφτω, καταπίνω. κάπη- φάτνη, καπάνη, καπαίος, καπανικός, κάμμα (πμ>μμ), κάψις, κάμμαρος, κηφήν (α>η, π>φ, τρώει εντός της κυψέλης μη εργαζόμενος), κηφήνας, κηφήνιον, κηφηνώδης, κηφηναρειό, κηφηναριό, κηφηνο-, κήφος, χάφτω, χάφτας, χάφτης, χάφτισσα, χάβω (π>β), χαψιά, χαψί, χαμψί, κάπηλος (κάπη + ήλ-θον)- ιδίως έμπορος ζωοτροφών, μικρέμπορος, λιανοπωλητής, μεταπράτης, εξαπατών, δόλιος, καπηλείον, καπηλεία, καπήλευμα, καπηλευτής, καπηλευτικός, καπηλικός, καπηλεύω, καπηλίς, καπηλικός, καπηλοδύτης (δύω), καπηλοτριβέω (τριβέω), καπητόν, καπαλίζω, καπαλευτής, καπηλειό, καπουλειό, κύπειρον (α>υ, η>ει)- φυτό χρησιμεύον ως τροφή ίππων, κυπειρίζω, κυπειρίς, κύπειρος, κύπαιρος, κεπφόω (α>ε + φημί, ρίζα φα-, α>ο)- εξαπατώ, κεπφώδης, κέπφος, κέπφωσις.
κίβδηλος [κάπ-ηλος, κεπ-φόω (ε>ι, π>β) + δήλος]- νοθευμένος, νόθος, αχρείος, χαμερπής, απατηλός. κιβδήλευμα, κιβδηλία, κίβδης, κιβδηλεία, κιβδηλεύω, κιβδηλιάω.
χείλος [χάσκω, χεί-α + ροή (ρ>λ), γεν. χεί-λε-ος (ρέ-ω), δηλαδή αυτό από το οποίο ρέουν προς τα έξω, τα εκ του στόματος (χεία) εξερχόμενα (κυρίως λόγια, «άλλα λένε τα χείλη σου…»). Εκτός και αν το –λός έχει σχέση με το λέγω (λό-γος)]- το χείλι, μεταφ. επί πραγμάτων, η άκρη, το ράμφος πτηνών, το χείλος κρατήρα, επί ποταμών, λιμνών. χειλο-, χειλόω, χείλωμα, χειλαράς, χειλάς, χείλι, χειλεο-, αχείλι, χειλικός, χειλίνος, χειλίτις, χειλούσα, χείλωνας.
χελύνη [χείλος, ει>ε, ο>υ]- χείλος. χελύνιον, χελυνοίδης (οίδημα), χέλλος (λν>λλ), χελλών, χελλύσσομαι, χελών, χελύσσομαι, χελύσσω, χελύτις, χελύσκιον, έγχελυς (εν, ιχθύς με μακρύ ράμφος), εγχέλειον, εγχέλης, εγχελυών, εγχελυωπός (οψ), χέλι.
χηλή [χείλος, ει>η, εκ του δισχιδούς των χειλέων]- η οπλή του ίππου, επί βοών, τα νύχια του καρκίνου, επί των νυχιών των πτηνών, όνομα πολλών δισχιδών εργαλείων, ραγάδα, σκάσιμο φτερνών. δίχηλος (δις), τρίχαλος (τρις), διχάλα, χηλόω, χήλωμα, χήλαργος (αργός =ταχύς), χηλοειδής, χηληφόρος, χηλόποδα, χηλίον, χήλωμα, χηλευτής- ράφτης (ράβει δύο άκρα μεταξύ τους), χήλευμα, χήλευσις, χηλευτός, χηλεύω, χηλώτιον, χηλός, χήλινος, χηλάξ.
τράχηλος [κάρα + χηλόω (κεχήλωμαι πόδας = δένω τα πόδια μαζί) > κάρ-χηλος > κράχηλος (αρ>ρα) > τράχηλος (κ>τ), δηλαδή ο συνδέων την κεφαλή με το σώμα (βλ. χηλευτής)]- ο λαιμός, το μεσαίο μέρος του ιστού. τραχηλάγχω (άγχω), τραχήλια, τραχηλιάζω, τραχηλιάω, τραχηλιαίος, τραχηλιαστής, τραχηλίζω, τραχήλιον, τραχηλισμός, τραχηλιστήρ, τραχιλιώδης, σκληροτράχηλος, τραχηλιώτης, τραχηλάς, τραχηλοκοπία (κόπτω), τραχηλόσιμος (σιμός), τραχηλοειδής, τραχηλώδης, τραχήλης, τραχήλιον, τραχηλιά, τραχηλίζω, τραχηλικός, τραχηλίτις, τραχηλο-.
Ρίζα χα- > γα-
γάνυμαι [βλ. χαίρω (χ>γ), ρίζα χα- > γα- > γάομαι > γάνομαι > γάνυμαι (ο>υ)]- χαίρομαι για κάτι, αγάλλομαι, λαμπρύνομαι, φαιδρύνομαι. γανύσκομαι, γανάεις, γανάω, γάνος, γανόω, γάνυσμα, γανώδης, γάνωμα, γάνωσις, γανωτός, γανώνω, γανωματάς, γανωματής, γανωτής, γανωτζής, γάνα, Γαναδιό, γανάρα, γανιά, γανίλα, Γάνος, Γανόχωρα, Γανυμήδης (μέδω), αγανός (α, στερητ.), αγανεύω, αγάνιδα, ευαγής (ευ + γάνος > ευγανής > ευαγνής (γα>αγ) > ευαγής)- λαμπρός, επιφανής, ευάγητος.
αγάλλω [α (επιτατ.) + γάνος > αγάλ-νω (ν>λ) > αγάλλω (λν>λλ)]- μεγαλύνω, τιμώ, παθ., καυχώμαι, ευφραίνομαι, χαίρομαι, τέρπομαι για κάτι. αγαλλίαμα, αγαλλιάομαι, αγαλλίασις, αγαλλιασμός, αγαλλιάω, αγαλλιάομαι, αγαλλιάζομαι, άγαλμα, αγαλματίας, αγαλμάτιον, αγαλματίτης, αγαλματο-, αγαλματόω, αγαλμο-, αγαλματώνω, αγλαός, αγλαΐα, αγλαΐζω, αγλάϊσις, Αγλαΐα, αγλάϊσμα, αγλαϊσμός, αγλαϊστός, αγλαο-, αγλαυρός, Άγλαυρος, γληνός, γλάδω (άδω).
γαίω [γά-νος = έπαρση (α>αι)]- γαυριάω, επαίρομαι. γαυρόω (γάνος > γανορόω, ροή > γαορόω > γαυρόω, ο>υ), γαυριάω, γαύρηξ, γαυρίαμα, γαύρος, γαυρότης, γαύρωμα, αγαυός (α, επιτατ.), γάβρος (γαύρος = άφθονος, υ>β).
γελάω [γάν-ος = χαρά, γαν- > γάλ- (ν>λ) > γελ- (α>ε) > γελάω]- γελώ. γελώ, καταγελώ, περιγελώ, περιγέλαστος, περιγελώμαι, γελανής, γελανόω, γελασείω, γελάσιμος, γελασίνος, γέλασις, γελάσκω, γέλασμα, γελαστής, γελαστικός, γελαστός, γελαστύς, γελόω, γελοιάζω, γελοιασμός, γελοιαστής, γελοιάω, γέλοιος, γελοίος, γελοιότης, γέλιο, γελοιώδης, γελοιωδώς, γέλως, γελωτο-, γέλωτας, γελώων (οι>ω).
χλευάζω [γελοιάζω > γλεοιάζω (ελ>λε) > χλευάζω (γ>χ, οι>υ)]- περιγελώ, εμπαίζω. χλεύαξ, χλευασία, χλεύασμα, χλευασμός, χλευαστής, χλευαστικός, χλεύη, χλεύμενος.
γλεντώ [γελάω > γελάτω > γλάτω > γλεντώ (α>ε)]- διασκεδάζω. γλέντι, γλεντζές, γλεντοκοπώ (κόπτω), γλεντοκόπι, γλεντοκόπημα.
αγάομαι, άγαμαι [α (επιτατ.) + γάν-ος, γαν-άω, δηλαδή αγάνομαι > αγάομαι, ώστε να εξηγούνται τα αγά(ν)ασθε, αγά(ν)ασθαι, ηγά(ν)ασθε, αγάσσομαι (νσ>σσ)]- θαυμάζω (εκ της λαμπρότητάς του κάποιον), εκπλήττομαι, τιμώ, χαίρομαι, ήδομαι, επί κακής σημασίας (εκ φθόνου ή ζηλοτυπίας, εκτός και αν το αρχικό α στις περιπτώσεις αυτές έχει σημασία αρνητική), φθονώ κάποιον, οργίζομαι, είμαι ζηλότυπος. αγαίομαι, αγαίος, αγαλίζομαι, αγαλλιάζω, αγάλιος, αγάζομαι, αγιστής, άγος, άγιος, αγής, εναγής, αγείτης, άγη- θαυμασμός, έκπληξη, φόβος, φρίκη, θάμβος, φθόνος, κακία, μίσος, αγητός, αγατός, αγαστός.
αγαθός [αγάσσομαι, μέλλ. του άγαμαι, σσ>θ]- θαυμαστός, εξαίρετος, καλός, ήπιος, ευγενής, ανδρείος. αγαθώς, αγαθ-, αγαθίζομαι, αγαθικός, αγαθο-, αγαθότης, αγαθόω, αγαθύνω, αγάθωμα, αγαθοσύνη, αγασός (θ>σ), αγαθά, Αγάθεια, αγαθεύω, Αγάθη, αγαθιάρης, αγαθόν, Αγαθόπολις, αγαθούλης, Αγάθων.
γηθέω [γά-νυμαι (α>η) + θέω]- χαίρομαι, αγάλλομαι, χαίρομαι κάνοντας κάτι. γήθος, γηθοσύνη, γηθαλέος, γηθόσυνος, γήθω, γάσσα (θ>σσ).
γαλήνη [γάνος > γανήνη > γαλήνη (ν>λ), φαίνεται σαν γανωμένη, εξ ου λέγεται και είδος αργυρόχρωμου μολυβδούχου γης (ασημόχρωμα)]- ηρεμία θαλάσσης, ανέμων. γαληναία, γαληναίη, γαληναίος, γαλήνεια, γαλάνεια, γαληνής, γαληνός, γαληνιάζω, γαληνιάω, γαληνίζω, γαληνισμός, γαληνότης, Γάλλος (γάλ-νος, λν>λλ)- ποταμός της Φρυγίας και εξ αυτού ιερέας της Κυβέλης (ευνούχος), αγαληνός (α, επιτατ.), αγάλι, αγάλια, γάλι, γάλια, αγαλιάζω, αγαλινά, γαλινά, αγαλιανός, γλάρα, γλαριάζω, γλαρός, γλάρωμα, γλαρώνω.
Ρίζα χα- > χερ-
χειρ, χέρα, χέρι [εκ του χαίρ-ω, α>ε. Το αίσθημα της χαράς δια των χειρών κυρίως εκφράζεται, απανταχού στην υφήλιο αλλά και στα πιθηκοειδή: χειροκροτήματα, ανατάσεις χειρών, χειραψίες, αλληλοκτυπήματα παλαμών, αγκαλιάσματα και παντός είδους χειρονομίες, χειρονόμος (νέμω) = ορχηστής. Χαιρετίζουμε πάντως κυρίως δια των χειρών]- το χέρι είτε ως κλεισμένη είτε ως ανοικτή και αναπεπταμένη παλάμη, επί εχθρικής σημασίας, λαμβάνω κάτι στα χέρια = αναλαμβάνω, επιχειρώ, επί παντός εργαλείου ομοίου προς χέρι. επιχειρώ, επιχείρησις, επίχειρα, επιχείρημα, επιχειρηματίας, επιχειρηματικός, επιχειρηματικότης, επίχειρο, διαχείρησις, διαχειρηστής, διαχειρίζομαι, διαχειρηστικά, διαχειριστικός, πρόχειρος, προχειρότης, προχειρο-, προχειρίζω, πρόχειρο, προχείρισις, προχειρόομαι, προχειροτονέω, χειροτονώ, χειροτονία (ανάταση χειρός, τείνω), χειροτονητής, χειρότονος, χειροτονητός, χειροτονητώς, χειρο-, εγχειρίζω (εν), εγχειρέω, εγχείρημα, εγχειρηματικός, εγχείρησις, εγχειρητής, εγχειρητικός, εγχειρία, εγχειρίδιος, εγχείριον, εγχειριστής, εγχειρο-, εγχειρίδιον, εκεχειρία (ε, ευφων. + κεχείρωμαι, πρκμ. του χειρόομαι = ημερώνω)- διακοπή εχθροπραξιών, ανακωχή, άνεση, αργία, ανάπαυλα, χείρωμα, χειρ-, χειράς, χειραψία (άπτω, άψις), χειριάω, χειρίς, χειρίζω, χείρισμα, χειρισμός, χειριστεύω, χειράγρα (άγρά), χειράφετος (αφήνω), χειρίδιον, χείριξις, υποχείριος, χειρουργέω (έργον), χειρουργία, χειρουργός, Χείρων (ήταν χειρουργός, επιδέξιος), χειρώναξ (άγω, άξω), χειρωνάκτης, χειρωνακτικός, χειρωναξία, Χειρώνιος, Χειρωνίς, χεριάρης (άρω), χερέα, χεριά, χερνής, χερνήτης, χερνήτωρ, χερνιβείον (νίβω), χέρνιβον, χέρνιμμα (βμ>μμ), χερνίπτομαι, χέρνιπτον, χέρνιψ, χερο-, χερύδιον.
χειρόω [βλ. χειρ (επί εχθρικής σημασίας)]- φέρω στην εξουσία μου, κατανικώ, κυριεύω, υποτάσσω, νικώ, καταβάλλω. χειρούμαι, χείρων, χειρείων, χειρότερος, χειρίστως, χείριστος, χειριστότερος (αντί χειρότερος), χερήων.
καρπός [χειρ +άπτω, άψις > χεραπτός > χαρπτός (ε>α) > καρπός (χ>κ)]- ο αρμός του πήχεως με το χέρι. καρπωτός, καρπίζω ( = απελευθερώνω δούλο).
χαλεύω [χειρ, ει>α, ρ>λ]- ψάχνω, ζητώ, αναζητώ. χαλευτής, χαλεύτρα.
χαστούκι [χειρ + τύπτω > χερτύπι > χαρτούπι (ε>α, υ>ου) > χαστούκι (ρ>σ, π>κ)], χαστουκιά, χαστουκίζω.
χράω [χειρόω > χρόω > χράω (ο>α)]- επιπίπτω, επιτίθεμαι, ενσκήπτω μετά βλάβης, έχω διάθεση να πράξω. επιχράω.
δυσχερής [δυσ- + χέρι]- αυτός που δύσκολα μπορεί να πιάσει με τα χέρια του κάποιος, δυσκολοκυβέρνητος, ενοχλητικός, λυπηρός, δύσκολος, εχθρικό. δυσχεραίνω, δυσχέρεια, δυσχείρωμα, δυσχέρανσις.
χραίνω [χειρ > χεραίνω > χραίνω]- εγγίζω ελαφρώς, αλείφω, χρίω, μιαίνω. χρίω (αι>ι), χρίμα, χρίσμα, χρίπτω (άπτω), χρίμπτω, χρισιάζω, χρίσιμος, χρίσις, χριστέον, χριστός, Χριστιανός, χρίζω, κρέμα (χ>κ), χρώννυμι (αι>ω), χροΐζω, συγχροΐζω, σύγχροος, συγχρώζω, συγχρωματίζομαι, συγχρώζομαι, συγχρώτα, σύγχρωτα, συγχρωτίζομαι, χρώζω, χρωΐζω, χροιέω (αι>οι), χρωματίζω, χρώσις, χρωστήρ, χρως, χρόα, χροιά, χρώμα, χρωματεύω, χρωματικός, χρωμάτινος, χρωμάτιον, χρωματισμός, χρωματο-, χρωματίζω, χρωστήρ, χρωτίδιον, χρωτίζω, χροτική, άχραντος (α, στερητ.), αχράαντος.
ωχρός, ώχρος [ω (επιφώνημα άλγους, έκπληξης, φόβου) + χρως, χρόα]- μάλιστα το ωχρό χρώμα εκ φόβου, χλωμός, λευκοκίτρινος, ασπροπράσινος, πρασινοκίτρινος. ώχρα, ωχραίνω, ωχράω, ωχριάω, ώχρωμα, ωχρότης, ωχρο-, ωχραντικός, ωχρία, ωχρίας, ωχρίασις, ωχροειδής.
χλόος, χλούς (συνηρ.) [ω-χρός, ρ>λ]- χρώμα πρασινοκίτρινο ή υποπράσινο, χλωρίαση, ωχρότητα. χλόη, χλοάζω, χλοαίνομαι, χλοανθώ, χλοανός, χλοάω, χλοερός, χλοερο-, χλοερώπις (οψ), χλοη-, χλοιόομαι, χλοο-, χλοώδης, χλωρός, χλωράζω, χλωραίνομαι, χλωράς, χλώρασμα, χλωρότης, χλωράω, χλωραύχην (αυχήν), χλωρεύς, χλωρηίς, χλωρίασις, χλωριάω, χλωρίζω, χλωρίς, χλωρίτις, χλωρίων, χλωροειδής, χλωράδα, χλωρο-, χλώρωμα, χλωρίδα, χλοΐζω, χλόισμα, χλομός, χλομάδα, χλομιάζω, χλόμιασμα, χλουρασία, χλώριον, χλωρίασις, χλωρίνη, χλωρικός, χλωριούχος (έχω), χλούνης (κλέφτης ευναζόμενος στην χλόη, επίθετο αγριόχοιρου), χλούνειος, χλουνάζω, χλουνός (χρυσός, έχει χρώμα κίτρινο), φλωρίον (χλωρός, χ>φ, χρυσό νόμισμα), φλώρος, φλώρι, φλουρί.
χρυσός [ω-χρός, ο>υ, βλ. χλουνός]- χρυσάφι, μάλαμα. χρυσίον, χρουσίον (υ>ου), χρουσούς, χρυσούς, χρυσ-, χρυσάορος (άορ), χρυσάωρ, χρυσάφιον (υποκορ.), χρυσάφι, χρύσαφος, χρύσιος, χρυσήεις, Χρύσης, Χρυσηίς, χρυσήλατος (ελαύνω), χρυσήνιος (ηνία), χρυσήρης (άρω), χρυσιαίος, χρυσιασμός, χρυσίδιον, χρυσιδάριον, χρυσίζω, χρύσινος, χρυσιο-, Χρύσιππος (ίππος), χρυσίς, χρυσίτης, χρυσο-, χρυσών, χρυσωνέω (ωνέομαι), χρυσώνητος, χρυσώπις (ωψ), χρυσώψ, χρυσωπός, χρυσωρυχίον, (ορύσσω), χρυσωρύχος, χρυσοχόος (χέω),χρυσώνω, Χρυσόστομος, χρύσωσις, χρυσωτής, χρυσωτός, Κροίσος (χ>κ, υ>οι, βασιλιάς της Λυδίας, γνωστός για τους αμύθητους θησαυρούς του).
χόλος [χλόος, λο>ολ, εκ του χρώματος (υποπράσινο)]- χολή, μεταφ., πικρή διάθεση προς κάποιον, οργή, οργή με μίσος, άγριος θυμός, πικρία. χολή, χολαγωγός, χολάω, χιλαίνω, χολαίος, χόλαπτος (άπτω), χολέρα, χολεριάω, χολερικός, χολερώδης, χολέω, χολόομαι, χοληγός (άγω), χοληδόχος, χολημεσία (εμώ), χολημετέω, χολικός, χόλιον, χόλιος, χολο-, χολόεις, χολοι-, χολώομαι, χολωτός, χώομαι (χ-ολ-ώομαι), χολωμένος, μελαγχολικός (μέλας, μέλαν, ν>γ), μελαγχολάω, μελαγχολία, μελαγχολικά, μελαγχολώ.
χολάς [χλόος, χόλος, εκ του χρώματός τους και εκ του χρώματος των κοπράνων που περιέχουν (υποπράσινο)]- έντερο. χόλιξ, χολίκιον, χολλάς, χορδή (λ>ρ + άδω)- έντερο, χορδή λύρας ή κιθάρας, αλλαντικό, λουκάνικο, όπως το χόρδευμα. χορδάριο, χορδαψός (άψις, άπτω), χόρδευμα, χορδεύω, χορδο-, χορδοτόνος (τείνω), χορδότονον, κόρδα (χ>κ), κουρδίζω, κουρντίζω, κόρδωμα, κορδώνω, κορδωτός, κουρντιστήρι.
αιρέω (δασ.) [χείρ > χειρέω > ειρέω (το χ σε δασεία) > αιρέω (ε>α), βλ. καίριος]- λαμβάνω με το χέρι, δράττομαι, αρπάζω, λαμβάνω κάτι στα χέρια (είναι άξιον απορίας το ότι οι γραμματικοί δεν πρόσεξαν την ολοφάνερη και κραυγαλέα σχέση μεταξύ των χειρ και αιρέω), λαμβάνω κάποιον από το χέρι, κυριεύω (βλ. χειρόω), εξουσιάζω, υπερισχύω, φονεύω, συλλαμβάνω, πιάνω, αιχμαλωτίζω, εξαπατώ, παγιδεύω και επί καλής σημασίας, πείθω, ελκύω προς το μέρος μου, καθόλου, κερδίζω, αποκτώ, τυγχάνω κάποιον, αποδεικνύω κάποιον ένοχο, καταδικάζω κάποιον με δίκη. αίρεσις- κατάληψις, εκλογή (πιθανόν το πάλαι ποτέ να γίνονταν δείχνοντας τον υποψήφιο δια της χειρός), σχέδιο, σκοπός, τρόπος του σκέπτεσθαι, φιλοσοφική αρχή, αίρεση, σχολή, πρόταση, αιρεσιάρχης, αιρέσιμος, αιρεσιομάχος, αιρεσιώτης, αιρετός, αιρετίζω, αιρετικίζω, αιρετικός, αιρέτις, αιρετισμός, αιρετιστής, αιρετέος, αιρησιτείχης (τείχος), αυθαίρετος (αυτός), αυθαιρετώ, αυθαιρεσία, συναιρέω, συναίρεσις, συναιρετικός, συνηρημένος (αι>η).
καθαιρέω [κατά + αιρέω], καθαίρεσις, καθαιρέτης, καθαιρετός, εξαιρέω, εξαιρώ, εξαιρέσιμος, εξαιρετέος, εξαίρεσις, εξαιρετός, εξαίρετος, εξαιρετικός, εξαίρημα, εξαιρετικώς, εξαιρετικά, αφαιρώ (από), αφαίρεσις, αφαιρέω, αφαιρέτης, αφαιρετέος, αφαιρέτις, αφαιρετός, αφαίρετος, αναφαίρετος, αφαίρεμα, αφαιρεματικός, αφαιρεμένος, αφηρημένος (αι>η), αφηρημάδα, αφηρημένα, αφαιρούμαι, μεθαίρω (μετά), προαιρέω, προαίρεσις, προαιρετικός, αναιρώ, αναίρεμα, αναίρεσις, αναιρέτης, αναιρετικός, αναιρετήριος, αναιρέτις, αναιρεταίον, αναίρετος (αν, αρνητ.).
έλμινς (δασ.) [ελ-ώ (μέλλ. του αιρέω) + μίνθος ( = κόπρος), γεν. έλ-μινθος]- σκουλήκι των εντέρων ή σπόγγων (έχει μεγάλο μήκος). ελμινθιάω, ελμίνθιον, ελμινθοβότανον, εμιγγοβότανο, έλμις, λεβίθα (ελ>λε, μ>β), λεβίθρα, λεβιθόχορτο, έλωρ (ελώ), ελώριον, ελώριος.
καίριος [στον Όμηρο πάντοτε επί τόπου, ο στον προσήκοντα τόπο και ειδικώς επί μελών του σώματος τα οποία είναι επικίνδυνα, εάν χτυπηθούν να πεθάνει ο πληχθείς (ο καιρός ουδέποτε στον Όμηρο). Εκ του αιρέω (το οποίο εκ του χειρ, χ>κ) ή εκ του εξαιρέω ( = καταστρέφω, αφανίζω) > εξαίριος > ξαίριος > καίριος. Από τον Ηρόδοτο και εξής και επί χρόνου, έγκαιρος, κατάλληλος, το κύριο μέρος πράγματος, διαρκών επί κάποιον χρόνο], καιρίως- θανατηφόρος, θανασίμως, στον προσήκοντα καιρό, αρμοδίως, καιρός, καιρικός, καίριμος, καιριολεκτέω, καιριότης, καιρο-, επίκαιρος, επίκαιρα, έγκαιρος(εν).
σίνομαι [ελώ, μέλλ. του αιρέω ( = καταστρέφω, φονεύω, αρπάζω) σελώ (η δασεία σε σ) > σέλομαι > σίνομαι (ε>ι, λ>ν)]- βλάπτω, ζημιώνω, καταστρέφω, αρπάζω. σινάμωρος (μόρος;), σιναμωρέω, σιναμώρευμα, σιναμωρία, σινάπι (άπτω, βλάπτει τα ζώα όταν το τρώνε ώριμο), σίναπυ, σίνηπι, σίνηπυς, σίναπι, σινηπέλαιον, σιναπίζω, σινάπινος, σινάπιον, σινάπισμα, σιναπισμός, σιναπιστέον, σινάπυξ, σιναπίδι, σιναρός, σινάς, σίνδις, σίνδρων, σινέομαι, σίνις, επισινής, επισίνιος, επισίνομαι, σινόδους (οδούς = δόντι), σινόδων, σινότης, σινόω, σίντης, Σίντιες, σίντωρ, σίνων, Σίνδος, Σιντική, σινωτικός, Σίμων (ν>μ), σιμωνία, ασινής (α, αρνητ.), ασινότης, σιληπορδέω (ν>λ, σινάμωρος = αισχρός), σιληπορδία, τσιλημπουρδώ, τσιληπορδώ, τσιλημπούρδημα, τσιλημπούρδισμα.
σίλφη [σίν-ομαι, ν>λ, βλ. σιληπ-ορδέω > σίλπη > σίλφη (π>φ)]- βρομούσα, σκόρος, βιβλιοφάγο σκουλήκι. σίλφιον, σιλφιόεις, σιλφιόω, σιλφιωτός, σίλλυβος (λφ>λλ), σίλυβον.
σιφλόω [σίν-ομαι (ν>λ) + φά-ος (α>ο) > σιλφόω > σιφλόω (λφ>φλ)]- τυφλώνω, ακρωτηριάζω, αφανίζω, σακατεύω, κολοβώνω, βλάπτω. σιφλός- χωλός, μύωπας, πηρός, σακάτης, κενός, κοίλος, κούφιος, άπληστος, πλεονέκτης, πειναλέος, τσιφούτης, τσιφούτης(τ>τσ), σιφνός(λ>ν), σίλφος, σίλφωμα, σιφνεύς, σιφνύω, Σίφνιος (κατ’ Ήσύχ. ακάθαρτος), Σίφνος, σιφνιάζω, σίπαλος (φ>π)- μύωπας, κοντόφθαλμος, σχεδόν τυφλός, τσίμπλα (σ>τσ, π>μπ), τσίμπλης, τσιμπλής, τσιμπλιάρης, τσιμπλιάζω, τσίμπλιασμα, τσιμπλιάρικος.
αλίσκομαι (δασ.) [έλεσκε (αόρ. β΄ του αιρέω), ε>α, ε>ι]- παθ. του αιρέω, λαμβάνομαι, νικιέμαι, συλλαμβάνομαι, καταλαμβάνομαι, επί καλής σημασίας, κερδίζομαι, αποκτούμαι, κατορθώνομαι, ως δικανικός όρος, καταδικάζομαι. άλωσις, αλώσιμος, άλιος, άλιον, αλιόω, ευάλωτος, ευαλούστερος, ανάλωτος (αν στερητ.), αναλόω, αναλώνω, ανάλωμα, ανήλωμα, ανάλωσις, αναλώσιμος, αναλωτής, καταναλίσκω, κατανάλωσις, καταναλωτικός, καταναλωτής, καταναλώνω.
Χάρων [βλ. αιρέω, χειρ > χερ- > χαρ- (ε>α), βλ. χειρόω]- ο Χάρος, ως όνομα του λέοντος, ο πορθμός της Στυγός, θάνατος. Χάρος, Χάροντας, Χαρώνειος, Χαρωνίται, Χάρυβδις (άπτω, πτ>βδ, επτά – έβδομος), Χαρυβδίζω, Χαρυβδηδόν, Χάρυβδη.
χαλινός [αλίσκομαι (εκ του αιρέω, βλ. Χάρων)]- χαλινάρι. χαλινάρι, χαλιναγωγέω, χαλινόω, χαλιναγωγώ, χαλινώνω, χαλίνωσις, χαλινωτήρια.
αρπάζω (δασ.) [ αιρέω (αι>α) + πάσις (σι>ζ), βλ. πάομαι], αρπακτί (άγω, άξω), αρπάγδην, αρπακτά, άρπαξ, αρπαγεύς, αρπάγη, αρπαγμένος, αρπάγιον, άρπαγμα, αρπαγμός, αρπαγή, αρπακτήρ, αρπάκτειρα, αρπαλέος, αρπαλίζω, άρπασμα, αρπεδών, αρπεδόνη, αρπεδονίζω, άρπη, Άρπυιαι (α>υ + ί-ημι), αρπυίας, άρπυς.
ληϊστός [αλίσκομαι > λαΐσκομαι (αλ>λα) > λαϊσκός > λαϊστός (κ>τ) > ληϊστός (α>η)]- ληστευθείς, αποκτημένος από λεία. ληίς, λαΐς, λαία, ληίζομαι, λήζομαι, ληίζω, ληιάνειρα (ανήρ), ληίδιος, ληιάς, ληίει, ληισμαδία, ληισμός, ληιστήρ, ληστήρ, ληιστής, ληστής, ληστός, ληιστύς, ληστεία, ληστεύω, ληστήριον, ληστρικός, ληστικός, λήσταρχος, Λαΐς, Λαΐδα, Λάϊος, λεία, λεηλατεύω (ελαύνω), λεηλάτησις, λεηλασία.
Ελένη (δασ.) [ελώ, μέλλ. του αιρέω]- η καταστρεπτική, ως κύριο όνομα. έλανδρος (ανήρ), ελέναυς (ναύς), Ελένια, Ελενοφόντης (φονεύω), ελέπολις, ελένη, ελάνη (αναλίσκεται), ελένιον, ελετός.
οφείλω [αφείλον (αόρ. του αφαιρέω), α>ο, δηλαδή ότι πρόκειται να μου αφαιρεθεί το χρέος]- χρεωστώ, είμαι υποχρεωμένος να δώσω, υπόκειμαι. αφέλλω, οφειλέσιον, οφειλέω, οφειλή, οφείλημα, οφειλόντως, οφειλομένως, οφειλέτης, όφλημα, όφλησις, οφλητής, οφλισκάνω, οφλός, εξοφλώ, εξόφλησις, εξοφλητήριον, ξοφλάω, ξοφλώ, ξοφλημένος.
χορός [χαρά, χειρ, χέρα (ε>ο), δια των χειρών εκφράζεται και αρθρώνεται ο χορός κυρίως, χορεύει δε κάποιος δια των χειρών και καθισμένος], χοραύλης (αυλός), χοραγός (άγω), χοραγείον, χορηγός, χορηγείον, χορηγέτης, χορηγέω, χορήγημα, χορηγώ, χορηγητήρ, χορηγία, χορηγικός, χορήγιον, χορηγίς, χορεία, χορειάρχης, χορείον, χορείος, χόρευμα, χόρευσις, χορευτής, χορευτικός, χορεύτρια, χορεύω, χορήτις, χορίτις, χορίαμβος (ίαμβος), χοριαμβικός, χορικός, χόριος, χορο-, χοροι-.

Η θρησκεία και ο πιστός δούλος της Γ. Μπαμπινιώτης (« επιστημονικές » απάτες)

Ο υπόδουλος στους ρασοφόρους αυτός «επιστήμων», προκειμένου να στερεώσει τα σαθρά θεμέλια της χριστιανικής θρησκείας, της οποίας είναι δηλωμένος δούλος – ήτοι επιστήμων στην υπηρεσία του σκοταδισμού – δεν διστάζει να σύρει την επιστήμη της ετυμολογίας στο υπόγειό του για να την βιάσει, χάριν του θρησκευτικού χτικιού.
Βασιζόμενος στην ασχετοσύνη των πελατών του (αγοραστών των λεξικών του) δεν θορυβείται καθόλου από το ενδεχόμενο ελέγχου των ψευδών του, προκειμένου να καταθέσει ακόμη μια ομολογία πίστεως στο κυρίαρχο αλλότριο δόγμα του ιουδαιοχριστιανισμού.
Προσέξτε τώρα τι σκάρωσε ο αθεόφοβος, προκειμένου να δώσει τον ορισμό της θρησκείας σύμφωνα με την βόλεψη του κηφηναριού των ρασοφόρων.
Στην ιστοσελίδα του λοιπόν (http://www.babiniotis.gr/wmt/webpages/index.php?lid=1&pid=22&catid=1&apprec=9), για την ερμηνεία της λέξεως θρησκεία γράφει:
Η ελληνική λέξη θρησκεία (τού 5ου αιώνα) παράγεται από το ρήμα θρησκεύω (απ’ όπου και το θρήσκος). Ετυμολογικά η λέξη πρέπει να συνδέεται με δύο διαλεκτικές λέξεις (πιθανότατα ιωνικές), δύο «γλώσσες» τού λεξικογράφου Ησυχίου, τις λέξεις θρήσκω = «νοώ» / θράσκειν = «ἀναμιμνήσκειν» και την ομόρριζη ἐν-θρεῖν = «φυλάσσω, τηρώ». Βάσει αυτών μπορούμε να πούμε ότι στην Ελληνική η λέξη θρησκεία θα σήμαινε «τη νοητική σύλληψη και ανάκληση στον νου, την ανάμνηση τού θείου» (κάτι που θα θύμιζε την περί ιδεών θεωρία τού Πλάτωνος) και, κατ’ επέκτασιν, «την τήρηση αυτής τής νοητικής σχέσης προς το θείο και αυτών που συνδέονται με αυτήν (ευσέβεια, διαφύλαξη, λατρεία)».
Όπως θα διαπιστώσουμε στην συνέχεια όλα όσα λέει παραπάνω είναι συνειδητά ψέματα. Και για να μην εκτεθεί ο ερίφης και ως εντελώς ξεγυμνωμένος, κρατάει μοναχά για στοιχειώδη ασφάλεια το σώβρακό του, διότι λέει «…Ετυμολογικά η λέξη πρέπει να συνδέεται…».
Το πρέπει ασφαλώς δηλώνει την βρώμικη πρόθεσή του, διότι ο επιστήμων στις περιπτώσεις αυτές λέει, ίσως ή πιθανόν.
Τι αναφέρει όμως περί της θρησκείας το λεξικό του Ησύχιου (το οποίο έτυχε να έχω φάτσα κάρτα ολημερίς, μέχρι και για μαξιλάρι επί δυο δεκαετίας και μέχρι την σήμερον). Διευκρίνιση: δεν χρειάζεται να έχετε γνώσεις ετυμολογίας για να αντιληφθείτε την απάτη του κυρίου. Απλώς διαβάστε.
Ότι λοιπόν αναφέρει ο Ησύχιος για την θρησκεία είναι τα παρακάτω:

θρησκεύει.  σέβεται, θεραπεύει, προσεδρεύει, υπηρετεί, τω θεω λατρεύει
θρησκός. ετερόδοξος. ευσεβής.
θρησκώ νόω…… και τα δυο ω με υπογεγραμμένη (προσέξτε ότι ο ερίφης το έκανε θρήσκω = «νοώ»)
θρησκεία. Σέβασμα
Έξω όμως κι απ αυτό στο λεξικό περί του εν-θρειν του Μπαμπινιώτη  γράφει
ενθρείν . φυλάσσειν. Το τηρώ δεν υπάρχει (το πρόσθεσε για να τηρήσει την επιστημονική του ανευλάβεια).

Ποια είναι τώρα τα επιστημονικά στοιχεία περί της ετυμολογίας της λέξεως θρησκεία:

Η ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΑΣ ΘΡΗΣΚΟΣ
Στην ελληνική γλώσσα οι λέξεις σέρνουν πίσω τους ολόκληρη ιστορία. Μάλλον αυτό ισχύει για όλες τις γλώσσες του κόσμου. Λέγεται δε ότι στην ελληνική ισχύει κατ’ εξοχήν. Όπως και να ’χει το πράγμα νομίζουμε ότι πρέπει εξετάσουμε το ζήτημά μας όσο γίνεται πιο εμπεριστατωμένα. Τι πάει να πει δηλαδή θρήσκος, θρησκεία, θρησκεύω, θρησκευτής κ.λπ.

Στο «ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ», LIDDELL & SCOTT, γράφονται:
-  θρήσκος, ίσως εκ του θρέομαι, ψιθυρίζω προσευχάς.
Αυτό που είναι βέβαιο και άξιο προσοχής είναι ότι η λέξη δεν αναφέρεται από κανέναν Έλληνα συγγραφέα, παρά μόνον από χριστιανούς! Ο Ησύχιος, στο περίφημο λεξικό του, 5ος αιων. μ.Χ., την αναφέρει ως θρησκός. Τι ερμηνεία της αποδίδει; Προσέξτε παρακαλώ: ετερόδοξος!!!
Για να πούμε δε όλη την αλήθεια, μόνο ο Ηρόδοτος αναφέρει – όχι την λέξη θρήσκος – τις λέξεις θρησκεία και θρησκεύω, με τις σημασίες της λατρείας του θείου και της πίστης. Η μοναδική του εξαίρεση είναι υπέρ-αρκετή για να επιβεβαιώσει τον κανόνα. Ποιόν κανόνα; Ότι οι Έλληνες αποκαλούσαν θρήσκους τους χριστιανούς και οποιουσδήποτε πιθανόν άλλους οι οποίοι απαρνούνταν τις πάτριες ελληνικές θεότητες χάριν αλλοτρίων.
Γιατί οι Έλληνες αποκάλεσαν με την λέξη αυτή τους ετερόδοξους; Πρέπει να ερμηνεύσουμε ορθά πρώτα την λέξη θρήσκος. Η προαναφερθείσα ετυμολογική ερμηνεία εκ του θρέομαι, νομίζουμε ότι δεν μας πείθει. Η γνώμη μας είναι ότι προέρχεται από τις λέξεις θεός και ρήσκω ( = λέγω), το δε ρήσκω εκ του ερώ. Δηλαδή θε-ρήσκος > θρήσκος με αποβολή του ε. Αλλά και εκ του θρέομαι να προέρχεται δεν αλλάζει και πολύ το πράγμα.
Θρήσκος δηλαδή πάει να πει αυτός που μιλάει πολύ για θεό ή θεούς. Κατά την εκδοχή την εκ του θρέομαι πάει να πει αυτός που μιλάει με τον θεό δια της προσευχής. Τα πράγματα αρχίζουν να μπαίνουν σε κάποια τάξη.
Ας ξεκαθαρίσουμε την δεύτερη εκδοχή. Η λέξη προσευχή δεν απαντάται ούτε μια φορά στην Αρχαία ελληνική γραμματεία! Μάλιστα ούτε μια φορά. Το προαναφερθέν λεξικό αναφέρει για κάθε λέξη όλες τις ιστορικές καταγραφές της. Στην περίπτωση της λέξης προσευχή την αναφέρει μόνον από ιουδαϊκές πηγές. Η αλήθεια είναι ότι και πάλι ο Ηρόδοτος πρώτος αναφέρει το ρήμα προσεύχομαι, με την έννοια του λατρεύω. Κατόπιν το αναφέρουν οι τραγικοί ποιητές.
Στην χριστιανική λατρεία η προσευχή είναι ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της. Φυσιολογικά λοιπόν μπορεί να ονόμασαν οι Έλληνες τους χριστιανούς θρήσκους εκ των πολλών τους προσευχών.
Πάμε στην πρώτη εκδοχή. Την κατ’ εμάς ορθότερη. Την εκ του θεός + ρήσκω. Ότι πρόκειται περί αυτών που μιλούν πολύ για τον θεό.
Πράγματι η θεολογική λογοδιάρροια των χριστιανών πατέρων και θεολόγων δεν έχει κανένα προηγούμενό της και ούτε πρόκειται, στον αιώνα τον άπαντα, να υπάρξει κανένα επόμενο.
Φρίττει κανείς και μόνο με την ιδέα ότι μπορεί να υποχρεωθεί να καταπιαστεί μαζί της. Άπειρες θεολογικές ανοησίες και μπουρδολογίες έχουν καταγραφεί από την χριστιανική πλευρά. Βλέπετε αυτοί δεν υπέστησαν ποτέ καύσεις των βιβλίων τους, όπως οι Έλληνες συγγραφείς, τα έργα των οποίων κατέκαψαν οι χριστιανικές ορδές των κηφήνων καλογήρων, αφήνοντας να τους ξεφύγει μόνον το 5% περίπου της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
Εάν αποτολμήσει κανείς να καταπιαστεί με την χριστιανική θεολογία (θρησκεία) δεν ξέρει από πού ν’ αρχίσει και πού να τελειώσει. Ο κάθε πατέρας ένας υπερ-θρήσκος άνθρωπος. Χρόνια ολόκληρα χρειάζεται κάποιος για να διαβάσει μόνον τα έργα του Ιωάννη του Χρυσόστομου.
Κι επειδή αυτός θεωρείται από τους χριστιανούς ως ο μέγιστος, θα αποτολμήσουμε να καταπιαστούμε μ’ αυτόν ώστε να μην κατηγορηθούμε ως ανεύθυνοι και μεροληπτικοί. Δεν τον ονόμασαν τυχαία Χρυσόστομο οι άνθρωποί.
Ωστόσο επειδή, όπως θα διαπιστώσουμε σε λίγο, η δυσωδία του στόματος του πατρός αυτού είναι τόσο ανυπόφορη και τόσο εξαιρετικά Βρομόστομη, νοιώθουμε την υποχρέωση να προειδοποιήσουμε τους αναγνώστες που θα συνεχίσουν την ανάγνωση του παρόντος, να μην το κάνουν αυτό, εάν πρώτα δεν φορέσουν προστατευτική αντιδυσοσμική μάσκα. Σ’ αντίθετη περίπτωση να είναι βέβαιοι ότι θα μολυνθούν σοβαρά. Δεν θέλουμε να κατηγορηθούμε εύκολα ως ανεύθυνοι σε καμμιά περίπτωση. Τα δείγματα που θ’ αναφέρουμε είμαι λίγα μεν αλλά ικανά για να παρουσιάσουν μια καθαρή εικόνα του.
Ξέρεται γιατί τον ονόμασαν έτσι; μάθετέ το λοιπόν: να πώς χαρακτηρίζει τους πατέρες μας: «μωρούς», τόμος 18 σελ. 17, εκφέροντες «λόγους μάταιους κι ακάθαρτους», 18. 113, «δεισιδαίμονες» 34. 429, αιμομίκτες μετά μητέρων και αδελφών, 34. 497, ασοφότερους από τα ζώα, 34. 497. Επί πλέον «στιγματισμένους, χειρότερους από τους χοίρους που πασαλείβονται με περιττώματα», «κυνικά καθάρματα», «πανάθλιους», «παμμίαρους, αδιάντροπους» και χίλιες δυο άλλες ανυπόστατες λοιδορίες. Όλ’ αυτά και μύρια άλλα είναι γραμμένα στο βιβλίο «ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ», εκδ. «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ» 1980.
Ξέρεται ο Βρωμόστομος αυτός άνθρωπός γιατί τα λέει όλ’ αυτά; Διότι τέτοιοι ακριβώς ήσαν οι καινούργιοι πατέρες του. Ας δούμε μια τέτοια περίπτωση: Βασιλ. Β΄ κεφ. ΙΓ΄ 1 «Έπειτα από αυτά συνέβησαν τα εξής θλιβερά γεγονότα. Αδελφή του Αβεσσαλώμ υιού του Δαβίδ, ήτο η ωραιωτάτη κατά την μορφήν Θημάρ. Αυτήν την ερωτεύθη σφοδρώς ο Αμνών, ο υιός του Δαβίδ..»
Στη συνέχεια περιγράφεται λεπτομερώς πώς ο Αμνών δολίως συνεβρέθη μετά της αδελφής του και πώς ο πατέρας του ο Δαβίδ έμαθε τα ανήκουστα συμβάντα. Αλλά (Β΄ 21) «δεν ετιμώρησε τον Αμνών διότι δεν ήθελε να τον λυπήση, επειδή ήτο πρωτότοκος υιός του και τον αγαπούσε ιδιαιτέρως».
Αυτόν έβαλε προστάτη της παιδείας της η παπαδοκρατούμενη ελληνική πολιτεία!!! Για να παιδαγωγήσει δούλους κι όχι ελεύθερους Έλληνες. Τι δουλειά έχει ο Χρυσόστομος με την δουλεία; Ιδού: Εις Α΄ Κορινθίους Ομιλία, ΙΘ΄ σελ. 535 (εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς» 1980): «Όπως ακριβώς δεν ωφελεί καθόλου η περιτομή ούτε βλάπτει η έλλειψις περιτομής, έτσι ούτε βλάπτει η δουλεία ούτε ωφελεί η ελευθερία. Και για να καταδείξει τούτο με μεγαλυτέραν σαφήνειαν λέγει (αναφέρεται σε λεγόμενα του Αποστόλου Παύλου): Αλλά και αν ημπορείς να γίνεις ελεύθερος, χρησιμοποίησε περισσότερο την δουλείαν, δηλαδή να είσαι περισσότερο δούλος. Και διατί τέλος πάντων αυτόν που δύναται να ελευθερωθεί τον συμβουλεύει να μείνη δούλος. Διότι θέλει να δείξη ότι δεν βλάπτει καθόλου η δουλεία αλλ’ ωφελεί μάλιστα».
Πώς είπατε; Ότι άλλα εννοεί! Μη βιάζεστε, μας το εξηγεί αμέσως στη συνέχεια ο πατέρας Χρυσόστομος. Φρόντισε και γι’ αυτό μην τυχόν του ξεφύγει κανείς με αμφιβολίες. «Και γνωρίζω μεν ότι μερικοί ισχυρίζονται, ότι το χρησιμοποίησε περισσότερο το είπε περί ελευθερίας, υποστηρίζοντες ότι σημαίνει, εάν ημπορείς να ελευθερωθείς, ελευθερώσου… Δεν λέγει λοιπόν τούτο, αλλ’ εκείνο που είπα προηγουμένως, θέλων να δείξη ότι δεν κερδίζει τίποτε περισσότερον αυτός που γίνεται ελεύθερος, και επομένως, λέγει, και αν ακόμα εξαρτάται από σένα να ελευθερωθείς, μάλλον μένε ως δούλος».
Θα μου πείτε ότι αυτά δεν είναι θεολογία αλλά ύμνοι προς την δουλεία. Όχι καλοί μου άνθρωποι, διότι αυτά προκύπτουν από θεϊκές εντολές. Πώς; Από θεϊκές εντολές; Είναι δυνατόν να υπάρχουν θεοί τέτοιας υποστάθμης!!! Γιά ακούστε: Το μάθημα αρχίζει από το πρώτο ευαγγέλιο, το κατά Ματθαίον (5. 9): «… να μη αντιστέκεστε στο πονηρό (σε πάμπολλες άλλες περιπτώσεις τα ευαγγέλια λένε ακριβώς το αντίθετο), αλλ’ όποιος σε κτυπήσει στο δεξί σαγόνι, να του στρέψεις και το άλλο. Και σ’ εκείνον που θέλει να σε πάει στο δικαστήριο και να πάρει το πουκάμισό σου άφησέ του και το επανωφόρι. Και όποιος σου επιβάλλει αγγαρεία ένα μίλι, πήγαινε μαζί του δύο».
Ποιός μιλάει; Ο ίδιος ο Χριστός. Ο «σπείρων τον σπόρον» της δουλικότητας. Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε απόλυτα το γιατί οι Εβραίοι, όχι μόνον δεν τον αναγνώρισαν ως μεσσία, αλλά, τον μισούσαν θανάσιμα.
Δηλαδή τον καιρό που οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονταν υπό Ρωμαϊκό ζυγό, και αγωνίζονταν για την ελευθερία τους, πραγματοποιώντας επαναστάσεις (αναφέρουν τέτοιες και τα ευαγγέλια), αυτός τους δίδασκε δουλικές συμπεριφορές! Καημένοι Εβραίοι πόση διαβολή και συκοφαντία δεχθήκατε από τους χριστιανούς για την υπερήφανη στάση σας υπέρ της ελευθερίας από τον Ρωμαϊκό ζυγό.
Πώς να μην τρελαίνονταν οι άνθρωποι, όταν, την ώρα που πάλευαν να ελευθερωθούν από τον ζυγό του Καίσαρα, ο Ιησούς τους συμβούλευε «απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι». Όταν ο Θευδάς και ο Ιούδας (όπως αναφέρουν τα ίδια τα ευαγγέλια, Πραξ. 5. 34) επαναστάτησαν και σκοτώθηκαν για την ελευθερία της πατρίδας τους. Γιατί να απορούμε που ο Πιλάτος δεν ήθελε να τον σταυρώσει. Γιατί να σταυρώσει κάποιον που έριχνε νερό στον μύλο του.
Ο σπόρος του Χριστού έπιασε τόπο, έπεσε σε γόνιμο έδαφος: (προς Ρωμαίους, 13. 1) «Ας υποτάσσεται ο καθένας στις ανώτερες εξουσίες, διότι δεν υπάρχει εξουσία παρά από τον θεόν… Ώστε εκείνος που αντιτάσσεται εις την εξουσίαν, αντιτάσσεται εις την διαταγήν του θεού και εκείνοι που αντιστάθηκαν θα κατακριθούν… Αυτός είναι ο λόγος που πληρώνεται τους φόρους, διότι οι αρχές είναι υπηρέται του θεού».
Εφεσίους 6. 5 «Οι δούλοι να υπακούετε εις τους κυρίους σας του κόσμου αυτού με φόβον και τρόμον».
Τιμόθεον 6. 1 «Όσοι είναι υπό τον ζυγόν της δουλείας, ας θεωρούν τους κυρίους των αξίους κάθε τιμής, δια να μη δυσφημείται το όνομα του θεού και η διδασκαλία».
Τίτον 2. 9 «Οι δούλοι να υποτάσσονται εις τους κυρίους τους, να είναι εις όλα ευάρεστοι».
Πέτρου 2. 13 «Υποταχθείτε λοιπόν, σε κάθε ανθρώπινη εξουσία χάριν του Κυρίου, διότι αυτό είναι το θέλημα του θεού».
Πέτρου 2. 13 «Οι υπηρέται, να υποτάσσεσθε εις τους κυρίους σας, με τον οφειλόμενο σεβασμό, κι όχι μόνον εις τους καλούς και επιεικείς αλλά και εις τους διεστραμμένους».
Τι λέτε τώρα; Είναι ή δεν είναι θρησκευτικά αυτά τα λόγια. Καθαρίστε τώρα την αντιδυσοσμική σας μάσκα διότι πρόκειται να δεχθεί απόβλητα βόθρου:
Ο προστάτης αυτός της παιδείας του Ελληνικού έθνους έχει συγκεκριμένη άποψη περί παιδείας. Ιδού ποιά είναι: από την «Εις την Α΄ Κορινθίους» Δ΄ ομιλία του, τόμος 18 σελ. 99, όπου ειρωνεύεται τον Πλάτωνα και περιφρονεί τα μαθηματικά «Πόσον εκοπίασεν ο Πλάτων με τους μαθητές του με το να μας συζητεί περί γραμμής και γωνίες και σημείου και περί αριθμών αρτίων και περιττών και ίσων μεταξύ των και ανίσων και δια τέτοια θέματα λεπτεπίλεπτα ως ο ιστός της αράχνης – διότι αυτά είναι δια την ζωήν περισσότερον άχρηστα από εκείνα τα υφάσματα – και χωρίς να ωφελήση πολύ ή ολίγον με τας συζητήσεις αυτάς εγκατέλειψεν έτσι την ζωήν».
Κακόμοιρε ορθόδοξε χριστιανέ που βασανίζεις ακόμα άσκοπα εντελώς τα τέκνα σου με εκατοντάκις λεπτεπιλεπτέστερα ζητήματα, στην παιδεία του προστάτη της Χρυσόστομου!
Όμως όσο και να απεχθάνεται κανείς το φως του ήλιου, όσο και να προσπαθεί να το αποφύγει, κάποια στιγμή θα σηκώσει το βλέμμα του προς αυτό και προς στιγμή τουλάχιστον θα αντιληφθεί το μέγεθος της λαμπρότητάς του.
Ιδού τι μας ομολογεί ο πατήρ Χρυσόστομος: «…δια να καταισχύνωμεν και του Έλληνας. Διότι τώρα, αν και θέλω να απευθύνομαι προς αυτούς, ενώ τους νικώμεν εις τους λόγους και εις την αλήθεια των δογμάτων, επισύρωμεν εις βάρος μας τον χλευασμόν από την σύγκρισιν του βίου, αφού εκείνοι μεν, αν και ευρίσκονται εις την πλάνην και δεν πιστεύουν εις τίποτε ισάξιον με την ιδικήν μας πίστιν, όμως ζουν βίον φιλοσοφίας, ενώ εμείς κάμνομεν το εντελώς αντίθετον». «Εις την Α΄ Κορινθίους» Ομιλία Ζ΄ τόμος 18 σελ. 197. Στον ίδιο δε τόμο σελ. 177 λέει «αλλ’ εγώ τώρα θρηνώ, όταν Έλληνες είναι φιλοσοφώτεροι από εμάς που έχομεν εντολή να μιμούμεθα αγγέλους». Στην δε σελ. 103 του ίδιου τόμου λέει «Ας μιμηθώμεν τουλάχιστον τους βαρβάρους εμείς οι πολίται των ουρανών».
Από τις ομολογίες αυτές μάλλον διαφαίνεται ότι ο συρφετός αυτός του χριστιανικού όχλου δεν είχε καμμιά πιθανότητα να καθιερώσει την θρησκεία αυτή, εάν δεν έπονταν η βία και το μακελειό των Ρωμαίων αυτοκρατόρων κατά των Ελλήνων. Επρόκειτο βεβαίως περί μιάς ουσιαστικής γενοκτονίας.
Αλλά δεν γίνεται να υπάρξει ένας Θεοδόσιος, ένας Αρκάδιος ή ένας Ιουστινιανός (άπαντες δολοφόνοι των Ελλήνων) εάν δεν προηγηθεί ένας Χρυσόστομος. Όπως ούτε Λένιν άνευ Μαρξ. Αλλά ούτε και Χρυσόστομος άνευ Χριστού.
Και εξηγούμαστε: Κατά Λουκάν (19.27) «πλήν τους εχθρούς μου εκείνους τους μη θελήσαντές με βασιλεύσαι επ’ αυτούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου». Τα λόγια αυτά βγαίνουν από το στόμα του θεού της αγάπης παρακαλώ, του Χριστούλη. Μωρέ αυτός δεν ήταν που έλεγε να αγαπάμε του εχθρούς μας! Έλεος κύριε θεολόγε… εξηγήστε μας πριν αποτρελαθούμε, δεν μπορεί κάπου θα σφάλουμε, κάτι παρεξηγούμε.
Έχετε δίκιο αγαπητοί μου αδελφοί, απαντά ο θεολόγος (θρήσκος του κερατά), δεν εννοεί εδώ αυτό που αντιληφθήκατε, και συνεχίζει, πρόκειται για το επιμύθιο της παραβολής των μνων. Είναι παραβολικό, δεν αντιλαμβάνεσθε διότι δεν έχετε καθαρή καρδιά. Δεν τυγχάνετε της χάριτος του θείου Πνεύματος.
Έτσι αποφαίνεται πάντοτε ο θεολόγος, ο κατ’ εξοχήν άνθρωπος του θεού, ο αρχιψευταράς της οικουμένης των ανθρώπων. Τους ερωτώ λοιπόν: καλά εσείς είστε ανώτεροι θεολόγοι από τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο; Αμέσως λαμβάνω απ’ όλους την ίδια απάντηση: μη γένοιτο, εμείς μπροστά στον μέγιστο των αγίων;; Θα παραδεχτείτε λοιπόν την άποψή του περί του προαναφερθέντος χωρίου; Μα φυσικά απαντούν άπαντες. Απαντούν δε με άνεση περί της παραδοχής τους διότι από τους αθεόφοβους αυτούς ουδείς έχει ανοίξει βιβλίο του Χρυσοστόμου.
Με την επαλήθευση δε αυτή αποδεικνύονται και ανήθικοι διότι όταν τους διαβάσεις τον Χρυσόστομο να διευκρινίζει ότι προσέξτε δεν είναι παραβολικό το λεχθέν του Χριστού, που λέει «κατασφάξατέ τους έμπροσθέν μου» όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, τότε οι θεολόγοι αυτοί αντί να παραδεχτούν από την μια την άγνοιά τους για τα ζητήματα των ευαγγελίων, κι από την άλλη το ποιόν του θεού τους, επιδεικνύουν πάντοτε συμπεριφορά υβριστική και επιθετική (ομιλώ εκ πείρας).
Και για του λόγου το αληθές ιδού η άποψη του αγίου περί της επιθυμίας του Χριστού προς σφαγή των απειθούντων προς τις εντολές του: «Λόγος κατά Ιουδαίων» τόμος 34 σελ. 107 «… πράγμα που έπαθαν και οι Ιουδαίοι, οι οποίοι, αφού κατέστησαν τους εαυτούς τους άχρηστους για εργασία έγιναν κατάλληλοι για σφαγή» (οι Ιουδαίοι ουδέποτε δέχτηκαν τον Χριστό ως Μεσσία). Και συνεχίζει ο άγιος «Γι’ αυτό και ο Χριστός έλεγε: τους εχθρούς μου που δεν θέλησαν να βασιλεύσω σ’ αυτούς οδηγήστε τους εδώ και κατασφάξετέ τους».
Ο άγιος λοιπόν πατέρας αυτός μας επιβεβαιώνει κατηγορηματικώς ότι ο Χριστούλης όλ’αυτά τα έλεγε και τα εννοούσε τοις μετρητοίς. Για όσους δεν ευκολύνονται να διαβάσουν τον «Α΄ Λόγον κατά Ιουδαίων» του Χρυσοστόμου, θα σταχυολογήσουμε εδώ μερικούς από τους απάνθρωπους χαρακτηρισμούς του κατά των ανθρώπων αυτών, χάριν του εξανεμισμού κάθε αμφιβολίας για το άσβεστο μίσος του και την γενοκτονική διάθεσή του προς αυτούς.
Τους χαρακτηρίζει λοιπόν: άθλιους και ταλαίπωρους, παράνομους, ασεβείς, ευρισκομένους στο σκοτάδι, συγγενείς των σκύλων, ελεεινότερους πάντων, μέθυσους, πόρνους, χειρότερους των χοίρων και των τράγων, βέβηλους μιαρούς, δαιμονιζόμενους, απάνθρωπους, άρπαγες και ένα σωρό άλλους παρόμοιους χαρακτηρισμούς. Για δε την συναγωγή τους «Ή καλύτερα δεν είναι μόνον πορνείον και θέατρο, αλλά και σπήλαιο ληστών και καταφύγιο θηρίων», επίσης «.. δι’ αυτό λοιπόν προπάντων πρέπει να μισήτε και αυτούς και την συναγωγή τους..».
«Αλλά τώρα έχουν αποστερηθεί κάθε συγγνώμης». Πώς στο όνομα του θεού της αγάπης, της συγχώρησης και της αποδοχής της μετάνοιας αφαιρεί κάποιος άγιος κάθε συγνώμη από κάποιους; Ο ίδιος ο Χριστός επάνω από τον σταυρό δεν παρακάλεσε τον πατέρα του τον Γιαχβέ να συγχωρήσει αυτούς που τον σταύρωναν; Αυτός που διακηρύττει τα αντίθετα δεν είναι αντίχριστος; «Ώστε ως προς την ασέβεια καμμιά διαφορά δεν υπάρχει μεταξύ αυτών και των Ελλήνων».
Ο Νίτσε τίναξε στον αέρα την φλογερή φιλία του με τον Βάγκνερ λόγω του αντισημιτισμού που διέκρινε στον μεγάλο μουσικοσυνθέτη. Και μετά μας είπαν ότι το μίσος του Χίτλερ κατά των Εβραίων πήγασε από τις ιδέες του Νίτσε! Η επίδοση του χριστιανικού κόσμου στο αναποδογύρισμα της ιστορίας είναι πλέον δαιδαλώδης.
Και συνεχίζουμε με τα χείριστα του πατρός της μισαλλοδοξίας και της γενοκτονίας: «Κι αν ακόμη φονεύσει κάποιος κατά το θέλημα του θεού, ο φόνος αυτός είναι από κάθε φιλανθρωπία καλύτερος, ενώ αν κάποιος από λύπη δείξη ευσπλαχνία και φιλανθρωπία, παρά το θέλημα του θεού, θα μπορούσε η φειδώ αυτή να αποβή πιο μιαρή από οποιοδήποτε φόνο»!!! Εάν κανείς διαβάσει αυτά τα απαίσια και σιχαμερά λόγια και εξακολουθεί να θεωρεί το κτήνος αυτό άγιο τότε θα πρέπει να γνωρίζει ότι χρειάζεται επειγόντως ψυχίατρο.
Ασφαλώς πρόκειται για την ιδρυτική διακήρυξη της γενοκτονίας. Για έναν ορισμό της από θετική αλλά και από αρνητική θέση. Όταν ο ταύρος πιάνεται για τα καλά κι από τα δύο κέρατα. Αρκεί ο άγιος να δηλώσει ότι η δολοφονία των ανθρώπων, τους οποίους αυτός μισεί, είναι θέλημα του θεού του. Πράγματι ο κακούργος αυτός Χρυσόστομος χρηματοδότησε ορδές χριστιανών για να δολοφονήσουν Έλληνες και να καταστρέψουν ιερά, ναούς και δημόσια κτίρια του Ελληνισμού.
Η θεωρία όμως θέλει και το παράδειγμά της: «Λόγος κατά Ιουδαίων Δ΄» σελ. 199, «Ο Φινεές λοιπόν, που διέπραξε σε μια στιγμή δύο φόνους, φονεύοντας έναν άνδρα και μια γυναίκα, τιμήθηκε με το αξίωμα της ιεροσύνης, ενώ αυτός όχι μόνον δεν μόλυνε με το αίμα τα χέρια του αλλά καθαρώτερα τα έκαμε». Αυτός είναι ο πατέρας και θεωρητικός των Ιεροεξεταστών του μεσαίωνα. Δεν μπορεί να υπάρξει καμμιά αμφιβολία.
Η γενοκτονική διάθεση ποτίζεται και λιπαίνεται με το μίσος. «Αλλά γι’ αυτό κυρίως μισώ την συναγωγή», σελ. 323, «Γι’ αυτό και εγώ μισώ τους Ιουδαίους». Μωρέ καλά χριστιανόπουλα τι γίνεται εδώ πέρα; Πολύ δούλεμα δεν πέφτει; Αυτός ο αθεόφοβος διατυμπανίζει το μίσος στο όνομα του «αγαπάτε του εχθρούς σας». Είναι καιρός τώρα να κατανοήσετε γιατί η ορθοδοξία έθεσε σε δεύτερη μοίρα τα ευαγγέλια, για να μη πω ότι τα υποβάθμισε κυριολεκτικά, υπέρ των λεγόμενων Πατέρων της εκκλησίας.
Η καραμέλα που πιπιλίζουν τους τελευταίους αιώνες οι ταγοί της ορθοδοξίας λέγεται πατερική παράδοση. Γιατί άραγε; Γιατί ανασυντάχθηκαν ένα σωρό χριστιανικά δόγματα (Ευαγγελιστές κ. ά.) αποκλειστικά στα ευαγγέλια, γράφοντας στα παλιά τους τα παπούτσια πατέρες και αγίους; Αυτοί όλοι κάτι μυρίστηκαν. Κάτι τους βρόμισε ανυπόφορα.
Αλλά ας συνεχίσουμε με τον Ιωάννή, γιατί ο άνθρωπος είναι ατελείωτος στην κακία του. «Κατά Ιουδαίων Λόγος Η΄» σελ. 399, «Υπάρχουν επομένως αμαρτήματα που υπερβαίνουν κάθε συγγνώμη και δεν μπορεί να υπάρξει απολογία γι’ αυτά»!!! Πάει περίπατο η εξομολόγηση και η άφεση αμαρτιών.
Αυτά λοιπόν είναι μερικά δείγμα της μέγιστης επίδοσης του θρήσκου ανθρώπου. Φανταστείτε τι είδους απίστευτα άλλα παρόμοια και φρικαλέα λόγια έχουν ξεστομίσει οι υπόλοιποι πατέρες και θεολόγοι. Θα σας τα παρουσιάσουμε σε σχετικά άρθρα μέσα από την ιστοσελίδα μας.
Η θεολογία των Ελλήνων μπροστά σ’ αυτή των χριστιανών φαντάζει ως μια σκνίπα μπροστά σ’ έναν ελέφαντα. Ούτε ιερά βιβλία ούτε ιερά κείμενα. Μιά προσπάθεια περιγραφής της φύσης και του κόσμου. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις των μυστικοπαθών Ορφικών και Πυθαγόριων θεολογιών δεν μπορούν ν’ αλλάξουν τον φυσιοκρατικό χαρακτήρα της. Σε καμμιά δε περίπτωση δεν μπορούν να χαρακτηριστούν θεοκρατικές και θεοφοβικές. Ουδέποτε καταφέρονται προς άλλους ανθρώπους ή λαούς. Αντιθέτως καλλιεργούν τον σεβασμό και την ανοχή προς τους άλλους.
Η θρησκευτική ανοχή των Ελλήνων δεν ήταν τυχαία. Ήταν θέμα παιδείας και καλλιέργειας. Το έθνος αυτό διαπαιδαγωγούσε τους νέους με την Ιλιάδα του Ομήρου. Και ιδού η συμπεριφορά ενός τέτοιου νέου, ο οποίος κοιμόταν με την Ιλιάδα στην αγκαλιά του, σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες.
Στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της «Εκδοτικής Αθηνών», τόμος Δ΄, σελ. 226 διαβάζουμε: «Ο σεβασμός του Αλέξανδρου προς τους λαούς των χωρών που κατέκτησε, συνυφασμένος και με την γενικότερη πολιτική του, που μέγας στόχος της ήταν η ομόνοια μεταξύ των ηπείρων, πήρε μια ιδιαίτερη χαρακτηριστική έκφραση στη στάση που τήρησε απέναντι στις θρησκείες και στα έθιμα θρησκευτικής λατρείας. Δεν περιορίσθηκε μάλιστα στη θρησκευτική ανεκτικότητα. Φάνηκε να ασπάζεται ο ίδιος την πίστη και υιοθετεί τις λατρείες των Ασιατών και των Αιγυπτίων και επιχείρησε να συναδελφώσει και να καθιερώσει ως ισότιμες και ισοδύναμες τις θεότητες των Ελλήνων και τις θεότητες της Ασίας και της Αιγύπτου. Άνοιξε έτσι τον δρόμο που πάνω του προχώρησε ακόμη περισσότερο ο παιδικός του φίλος και ένθερμος υπερασπιστής της μνήμης του Πτολεμαίος ο Λάγου, όταν ως βασιλεύς σκέφτηκε να συγχωνεύσει στη συμβολική μορφή ενός θεού, που ονομάσθηκε Σάραπις, τον Όλυμπο με τις Αιγυπτιακές θεότητες».
Ας μη λησμονούμε δε, ότι ο Αλέξανδρος με εντολή των Πανελλήνων εξεστράτευσε στην Περσία για λόγους γενικότερης εθνικής άμυνας, αφού δυο φορές και σε οριακό σημείο απέφυγαν οι Έλληνες τον Περσικό ζυγό και πιθανότατα ολόκληρη η Ευρώπη.
Στην Ιλιάδα (Α 423) διαβάζουμε: «…τι ο Δίας επήγε χτες στους άψεγους Αιθίοπες καλεσμένος στον Ωκεανό μακριά, κι οι αθάνατοι τον ακολούθησαν όλοι».
Αυτοί οι Αραπάδες, οι Μάο – Μάο, οι πρωτόγονοι, οι άξιοι περιφρόνησης περισσότερο κι απ’ τα ζώα, που τους μισούς τους ξέκαναν σωματικά και ψυχικά επί τόπου οι χριστιανοί της Δύσης και της Αμερικής και τους άλλους μισούς τους μετέφεραν δούλους, για να τους χρησιμοποιήσουν με τον ποιό απάνθρωπο τρόπο, αυτοί λοιπόν οι «υπάνθρωποι» αποκαλούνται από τον μέγιστο ποιητή των Ελλήνων άψογοι. Όσο και να ψάξει κανείς στο παγκόσμιο λεξιλόγιο δεν πρόκειται ν’  ανακαλύψει κολακευτικότερο επίθετο από το άψογος. Αλλά ο Ξένιος Δίας και τα τέκνα του δεν κάνουν μόνον επισκέψεις. Να που το τέκνο του ο Απόλλων επισκέπτεται για μήνες κατ’ έτος του Υπερβόρειους.
Η αναγνώριση μάλιστα και παραδοχή των άλλων θεών και θρησκειών και ο σεβασμός προς αυτούς έφτασαν σε τόσο υψηλό βαθμό στους Αθηναίους, που για όσους θεούς δεν έτυχε να γνωρίσουν, για να τους τιμήσουν κι αυτούς, τους έστησαν βωμό. Να όμως πώς ο μέγιστος απατεώνας απόστολος Παύλος διαστρέβλωσε την ιστορία αυτή:
Ο Έρασμος στο περίφημο βιβλίο του «Μωρίας Εγκώμιον», εκδ. ΗΡΙΔΑΝΟΣ 1972 Κεφ. 64 σελ. 145, αναφέρει μεταξύ άλλων: «… Αν πρέπει να πιστέψουμε τον άγιο Ιερώνυμο … ο άγιος Παύλος, διαβάζοντας τυχαία την επιγραφή ενός μνημείου στην Αθήνα, την άλλαξε για να έρχεται πιο καλά με όσα εκείνος έλεγε για την χριστιανική πίστη», σχόλ. στις πράξεις των Αποστόλων (17,23). Προσέξτε παρακαλώ περί τι είδους αλλαγή πρόκειται: «Παράλειψε τις λέξεις που μπορεί να έβλαπταν την υπόθεσή του και κράτησε μόνο τις δύο τελευταίες – αγνώστω θεώ – και πάλι τις άλλαξε κομμάτι, γιατί ολόκληρη η επιγραφή έλεγε: ΤΟΙΣ ΘΕΟΙΣ ΑΣΙΑΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΚΑΙ ΑΦΡΙΚΗΣ ΘΕΟΙΣ ΑΓΝΩΣΤΟΙΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙΣ». Και συνεχίζει ο άγιος αυτός του Ελληνισμού άνθρωπος: «Φαίνεται πως αυτό το παράδειγμα πιάσανε ν’ ακολουθούν τα παιδιά οι θεολόγοι. Ψαρεύουν απ’ εδώ κι απ’ εκεί τέσσερις-πέντε λέξεις, στην ανάγκη τις αλλάζουν το νόημα και το ταιριάζουν όπως τους βολεύει και στα κομμάτια αν αυτό που έρχεται πριν ή μετά δεν έχει καμμιά σχέση με το θέμα ή πάει κι αντίθετα. Και το κάνουν αυτό με τόσο πετυχημένη ξεδιαντροπιά που τους ζηλεύουν ακόμη κι οι νομικοί» μετάφρ. Στρατή Τσίρκα.
Τα πνευματικά τέκνα του αρχιαπατεώνα Παύλου, οι λεγόμενοι πατέρες της χριστιανικής πίστης, συνέχισαν την τακτική αυτή της διαστρέβλωσης σε τέτοιο βαθμό, που δεν άφησαν τίποτε το όρθιο από την ιστορία των Ελλήνων. Θα αρκεστούμε εδώ αναφέροντας μόνον ένα παράδειγμα, το οποίο εξακολουθεί να δηλητηριάζει τις ψυχές των Ελληνόπουλων, μέσω κυρίως της παιδείας του, υπό θρησκευτική κατοχή ευρισκομένου και ψευδεπιγράφου, Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων (διάβαζε χριστιανικού θρησκεύματος):
Νικόλαος Τωμαδάκης, καθηγητής της Βυζαντινής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο έργο του «Εισαγωγή εις την Βυζαντινήν Φιλολογίαν» τόμ. Α΄τεύχ. Α΄ έκδ. Β΄ Αθήναι 1956, μας λέει τα εξής: «Ο χριστιανισμός υπήρξε πολέμιος κατά κύριον λόγον του Ελληνισμού, ως ζωής και σκέψεως… Η μεγαλυτέρα διαβολή την οποίαν ενήργησε κατά του κλασσικού κόσμου είναι η εμφάνισις αυτού ως ειδωλολατρικού. Λατρείαν των ειδώλων, δι’ ήν κατηγορούν τα συναξάρια τους μη χριστιανούς συχνότατα, δεν εγνώρισαν οι Έλληνες, εν τούτοις το όνομα Έλλην ταχύτατα συνέπεσε με την έννοια του ειδωλολάτρης».
Αυτές είναι οι επιδόσεις στην απάτη των θρήσκων ανθρώπων. Αυτές είναι οι επιδόσεις των άθρησκων Ελλήνων στην συμπεριφορά τους προς τους άλλους συνανθρώπους τους. Οι Έλληνες λοιπόν δεν ήσαν θρήσκοι. Και να μη μας αποδώσει κανείς τη πρόθεση της υπονόησης, από την πλευρά μας, περί αθεΐας των Ελλήνων. Οι Έλληνες σέβονταν και τιμούσαν τους θεούς τους. Έχει όμως τεράστια σημασία το πώς εννοούσαν οι Έλληνες το θείο και πώς οι Ιουδαιοχριστιανοί. Ουδεμία σχέση υπάρχει μεταξύ των δυο θεωρήσεων. Μάλιστα σαφώς πρόκειται περί εντελώς αντιδιαμετρικών αντιλήψεων. Παρόμοια αντίληψη για το θείο είχαν και οι λοιποί Ευρωπαίοι.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια ωραία Ευρώπη. Ποιές ομορφιές θέλεις και δεν είχε. Βουνά με δάση και κάθε λογιών ζώα. Μ’ εύφορες πεδιάδες, λίμνες, ποτάμια και καρποφόρα δένδρα. Μ’ όλες τις εποχές του χρόνου. Με βροχές, χιόνια, χαλάζια και δροσερούς ανέμους. Μ’ έναν λαμπερό, φωτοδότη κι ζωογόνο ήλιο. Με μια πανέμορφη θάλασσα μ’ ατέλειωτες ακρογιαλιές κι όλων των ειδών τα ψάρια.
Μ’ ανθρώπους δημιουργικούς, μ’ έφεση στα γράμματα, στις τέχνες και στο εμπόριο. Με πόλεις λαμπρές. Στολισμένες με ναούς, δημόσια κτήρια, σχολές και γυμναστήρια.
Μισό λεπτό. Γιατί, τώρα δεν είναι έτσι όπως τα λες; Περίμενε να συνεχίσουμε την ιστορία μας με την χρονολογική της σειρά και βλέπουμε.
Οι άνθρωποί της λοιπόν ήταν γενικά ευχαριστημένοι από την γη, τον ουρανό και την θάλασσά τους. Ήταν φυσικό λοιπόν να θέλουν να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους στα στοιχεία αυτά της φύσης στην οποία κατοικούσαν.
Θέλεις το φιλότιμο, θέλεις η ανάγκη να συνάζονται για να συντρώγουν να συμποσιάζονται και να χορεύουν, βάλε και τον φόβο προς τα στοιχεία της φύσης, όταν αυτά μερικές φορές τους έβλαφταν, πες όλ’ αυτά και μερικά άλλα μαζί συν τις απορίες τους για πολλά φυσικά φαινόμενα, ώθησαν τους ανθρώπους αυτούς στην θεοποίηση των στοιχείων και των φαινομένων της φύσης. Τι ποιό φυσικό απ’ αυτό.
Έπιασαν λοιπόν κι έφτιαξαν θεού της θαλάσσης, του ουρανού και της γης. Της γεωργίας, της κτηνοτροφίας, της ιατρικής, της γονιμότητας, του έρωτα, της επιστήμης και τέλος πάντων θεούς για όλ’ αυτά που τα θεωρούσαν σπουδαία, φυσικά κι ανθρώπινα. Τίποτε δεν άφησαν να μείνει παραπονεμένο. Μέχρι και για τα δέντρα σκάρωσαν θεό. Ακόμα στις πηγές και στα μικρά ρυάκια, που τους δρόσιζαν όταν πορεύονταν με το δροσερό νεράκι τους, έβαλαν τις Ναϊάδες για να τα προσέχουν και να τα προστατεύουν.
Τόσο ευγενικοί και ευγνώμονες ήσαν αυτοί οι άνθρωποι. Αισθάνονταν υποχρεωμένοι για ό,τι τους παρείχε αυτή η θεϊκή φύση. Την σέβονταν λοιπόν και με την θεοποίησή της την προστάτευαν επί πλέον από τους τυχόν ασεβείς. Η οικολογική φροντίδα ήταν γι’ αυτούς αυτονόητη. Όταν στον ποταμό και στην θάλασσα έθεσαν θεό προστάτη ποιός θα μπορούσε να πετάξει τα σκουπίδια του εκεί; Ποιός θα μπορούσε να σκοτώνει αλόγιστα τα θηράματα δίχως να δεχθεί τα βέλη της Αρτέμιδος;
Με λίγα λόγια οι θεοί των Ευρωπαίων ήταν θεοί αυτού του κόσμου. Ένα με τον κόσμο. Ήταν αυτός ο ίδιος ο κόσμος.
Όμως ήρθε ο τρισκατάρατος καιρός που όλος αυτός ο κόσμος ξέπεσε στην δικτατορία του θεού της ερήμου. Του Γιαχβέ. Του θεού των Εβραίων της εξόδου από την Αίγυπτο. Του θεού της ερήμου του Σινά! Του θεού του εκλεκτού του λαού, του Ισραήλ. Αυτόν τον θεό που έπλασε ο Μωυσής, όταν οι Ισραηλίτες ψήνονταν επί σαράντα χρόνια μέσα στην έρημο.
Σαν τι θεό ήθελε να σκαρώσει; Μιά απέραντη καυτή έρημος. Έναν δυνάστη και τύραννο θεός. Αν διαβάσεις την Βίβλο θα φρίξεις με τον χαρακτήρα του. Ο ίδιος αυτός θεός αποδεκάτιζε τον λαό του, μέσα στην έρημο. Ο ίδιος εξωθούσε τον λαό αυτόν να δολοφονεί αγρίως τους λαούς της Παλαιστίνης. Όλα αυτά περιγράφονται με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες στα βιβλία Έξοδος και Αριθμοί της Βίβλου.
Και μόνον ένα χωρίο να διαβάσεις, φτάνει για να καταλάβεις περί τίνος θεού πρόκειται. Ιδού τι έπραττε ο εκλεκτός του λαός κατόπιν εντολής του. Από το βιβλίο Αριθμοί (λα΄ 7) διαβάζουμε: «…και απέκτηναν παν αρσενικόν και τους βασιλείς Μαδιάν απέκτειναν άμα τοις τραυματίες αυτών …». Τέτοια και τρις χειρότερα, όλα γραμμένα στα βιβλία τους, χαρτί και καλαμάρι, θα βρεις ατελείωτα.
Καλά υπάρχει μεγαλύτερο έγκλημα από το να σκοτώσει κανείς τραυματία άνθρωπο;;; Υπάρχει και παραϋπάρχει. Δηλαδή; Οι Ευρωπαίοι μαθητές του θεού αυτού άκουσε τι έκαναν μεταξύ των πολλών άλλων: Μόνο στην Ισπανία η ιερά εξέταση τον Μεσαίωνα έριξε στην πυρά 30000 αθώους ανθρώπους ζωντανούς!!! Μωρέ τι λες τώρα; Μήπως είναι ψέματα; Μα πώς να είναι ψέματα όταν τα λένε οι ίδιοι τους. Αυτοί οι καθολικοί χριστιανοί της Δύσης.
Αν δεν πιστεύεις αυτούς τους ίδιους ρώτα τότε τους άλλους, τους χριστιανούς της Ανατολής, τους ορθόδοξους. Δηλαδή οι ορθόδοξοι γιατί τα λένε, επειδή αυτοί δεν έκαναν τέτοια κακουργήματα; Αμ δε. Αυτοί έκαναν τα τρις χειρότερα. Δηλαδή μπορεί να κάνει κανείς χειρότερο πράγμα από το να ρίξει άνθρωπο ζωντανό στην φωτιά;;; Μάλιστα μπορεί.
Ακουσε τώρα πως τιμωρούσαν, αυτά τα σαδιστικά καθάρματα, οι άγιοι Βυζαντινοί ορθόδοξοι χριστιανοί, τους «κακούς» ανθρώπους, τους άθεους, τους ειδωλολάτρες. Και μάλιστα επειδή είσαι λιγάκι καχύποπτος, θα βάλουμε να σου τα πουν οι ίδιοι οι χριστιανοί.
Στο βιβλίο «Η ΣΕΡΡΑΪΚΗ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΣΥΝΑΔΙΝΟΥ», έκδ. της Μητροπόλεως Σερρών, διαβάζουμε ότι το φουρκισθήναι, δηλαδή παλούκωμα, ήταν ποινή των Τούρκων, οι οποίοι την παρέλαβαν από τους Βυζαντινούς (κατά Φώτιο, Νομοκάνων, τιτλ. Ε΄ κεφ. ΚΕ΄), των οποίων ήταν επινόηση (σελ. 22).
Στη σελ. 25, υποσημείωση 42 διαβάζουμε: «το παλούκωμα (φούρκισμα, ανασκολοπισμός) γίνονταν δημόσια και σε θέση περίοπτη με τον εξής τρόπο. Έπαιρναν μια μακριά σούβλα ως 3 μέτρα σιδερένια ή ξύλινη με σιδερένια μύτη, την οποία κουβαλούσε ο κατάδικος στον ώμο ως τον τόπο του απαίσιου μαρτυρίου. Εκεί τον ξάπλωναν καταγής μπρούμυτα γυμνό μέχρι τη μέση και χειροπόδαρα με ανοιγμένα σκέλια. Ύστερα ο μπόγιας αφού ξέσχιζε το πανταλόνι και φάρδυνε με το μαχαίρι την τρύπα του απευθυσμένου, έχωνε τη σούβλα αλοιμένη με λίπος για να γλιστρά και χτυπώντας σιγανά προσέχοντας να μη βλάψει βασικά όργανα όπως τα έντερα, καρδιά, πλεμόνια, την έβγαζε από το πίσω μέρος της δεξιάς πλάτης».
Κι όλ’ αυτά για να πεθάνει το θύμα όσο το δυνατόν πιό αργά. Περίπου σε πεντέξι μέρες. Δηλαδή αυτός ο θάνατος δεν είναι τρισφρικτότερος απ’ ότι η ρίψη στην πυρά, όπου τελειώνει κανείς μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα;
Καλά, ας πούμε ότι έτσι έχουν αυτά τα πράγματα. Πώς βρέθηκε όμως αυτός ο θεός στη Ευρώπη; Ο θεός της κατάξερης ερήμου στην καταπράσινη Ευρώπη; Ο θεός της δίψας στην χώρα των πηγών, των ποταμών, των λιμνών και των βροχών ; Ήρθε μόνος του; Τον έφεραν κάποιοι;
Όταν η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία άρχιζε να παρακμάζει, διότι όλες οι αυτοκρατορίες, όπως καταγράφει η ιστορία καταλήγουν στην κατάσταση αυτή, ο στρατός της αποτελούνταν κυρίως από μισθοφόρους. Οι περισσότεροι δε ήταν δούλοι ή πρώην δούλοι.
Γέμισε λοιπόν η αυτοκρατορία, απ’ άκρου εις άκρον, με δούλους. Ανθρώπους απελπισμένους κάθε είδους. Αλλοι ήσαν αιχμάλωτοι πολέμου, άλλοι που έχασαν τη γη τους από την απληστία των επιτήδειων γαιοκτημόνων Ρωμαίων, οι οποίοι μέσω της συγκλήτου πολεμούσαν τις φιλολαϊκές πολιτικές των Αυτοκρατόρων και για να μην τα πολυλογούμε τα πράγματα, το μεγαλύτερο μέρος του κοσμάκη ξέπεσε στην δουλεία.
Τον καιρό εκείνο κάποιοι αιρετικοί Εβραίοι, που ονομάστηκαν χριστιανοί, υπόσχονταν στους άμοιρους δούλους σωτηρία από την απελπιστική κατάσταση στην οποία είχαν περιπέσει. Είναι μεγάλη ιστορία το πώς εξαπλώθηκε σ’ όλη την αυτοκρατορία. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι με τον ένα τρόπο ή με τον άλλο εξαπλώθηκε.
Υπόσχονταν λοιπόν σωτηρία αλλά στον άλλο κόσμο, τον μεταθανάτιο. Έτσι κι αλλιώς σ’ αυτόν εδώ τον γήινο χαΐρι και προκοπή δεν επρόκειτο να δουν. Ήταν κάτι το ολοφάνερο.
Εν τω μεταξύ ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ δυτικής και ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Στην τελική μάχη, 18 Σεπτεμβρίου 324, ο Κωνσταντίνος ο Μέγας νίκησε τον Λικίνιο, ο οποίος υπερασπίστηκε την πάτρια θρησκεία των Ρωμαίων έναντι του φιλοχριστιανού αντιπάλου του. Διότι το στράτευμα του τελευταίου αποτελούνταν κυρίως από χριστιανούς.
Με λίγα λόγια ο Κωνσταντίνος και οι διάδοχοί του αφού ανακήρυξαν τον χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας αμέσως άρχισαν ανελέητο διωγμό κατά του ευρωπαϊκού κόσμου που επέμενε στα πάτρια. Έσφαξαν και ρήμαξαν. Δολοφόνησαν χιλιάδες επί χιλιάδων αθώους ανθρώπους. Κατέστρεψαν τα περισσότερα μνημεία του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Και το μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας αυτοί το έπραξαν. Την πυρπόληση της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, όπου υπήρχε καταγεγραμμένος όλος ο πνευματικός, επιστημονικός και καλλιτεχνικός πλούτος της υφηλίου.
Κι επειδή γνώριζαν ότι κυρίως ήσαν Ελληνικά δημιουργήματα, κήρυξαν ανελέητο διωγμό κατά των Ελλήνων και του οτιδήποτε Ελληνικού. Η μεγαλύτερη βρισιά επί Βυζαντινής εποχής ήταν να σε αποκαλέσει κανείς Έλληνα.
Για τους λόγους αυτούς βρέθηκε η θεοσεβούμενη Ευρώπη στην κατοχή των αθεόφοβων θρήσκων. Διότι εάν οι θρήσκοι δεν ήταν αθεόφοβοι δεν θα έπρατταν όλ’ αυτά τα αποτρόπαια εγκλήματα κατά των Ευρωπαίων.
Την πανούκλα αυτή της νοοτροπίας του θρήσκου ανθρώπου θα προσπαθήσουμε, το κατά δύναμιν, να φανερώσουμε στους Ευρωπαίους κι Έλληνες κυρίως ανθρώπους.
Γνωρίζουμε ότι ο θρήσκος θα μας κλωτσήσει. Θα μας διαβάλλει. Το παπαδαριό και οι παρατρεχάμενοί του. Εμείς θα παλεύουμε στην Ευρώπη για τα Ευρωπαϊκά ιστορικά δίκαια. Ο θρήσκος για τα δίκαια του τριτοκοσμικού θεού της ερήμου Γιαχβέ. Αυτό μας αρέσει κι αυτό θα κάνουμε. Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτε περισσότερο απ’ αυτά που χάσαμε.