Η περίπτωση της κυρίας Χάτσενς
Ως ενεργός θεραπευτής και δάσκαλος θεραπευτών, έχω μείνει κατάπληκτος από το πόσο συχνά η προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τον ασθενή μέσω των μηχανισμών με τους οποίους εκδηλώνεται η συμπεριφορά του μπλοκάρει την κατανόηση του τι πραγματικά συμβαίνει.
Μία ασθενής, η κυρία Χάτσενς -στην οποία θα επικεντρώσω κάποιες από τις παρατηρήσεις μου- έρχεται στο γραφείο μου για πρώτη φορά. Μια γυναίκα των προαστείων γύρω στα τριανταπέντε, που προσπαθεί να κρατάει μια έκφραση αξιοπρέπειας και εκζήτησης. Αλλά ο καθένας θα μπορούσε να διακρίνει στα μάτια της κάτι από την τρομάρα ενός φοβισμένου ζώου ή ενός χαμένου παιδιού. Ξέρω από όσα μου έχουν ήδη μεταφέρει οι νευρολόγοι που την παρακολουθούν- ότι το τρέχον πρόβλημά της είναι μια υστερική ένταση στον λάρυγγα, εξαιτίας της οποίας η ομιλία της έχει ένα ασταμάτητο βράχνιασμα. Η διαγνωστική υπόθεση που μου έδωσαν τα τεστ Rorschach ήταν πως σε όλη της την ζωή ένιωθε ότι: «αν πω αυτό που πραγματικά αισθάνομαι θα με απορρίψουν οπότε, υπ’ αυτές τις συνθήκες, καλύτερα να μη μιλάω καθόλου». Κατά την διάρκεια αυτής της πρώτης ώρας, επίσης, παίρνω κάποιες ενδείξεις για την γενεσιουργό αιτία του προβλήματός της, καθώς μου αφηγείται την σχέση που έχει με την εξουσιαστική μητέρα της και την γιαγιά της και μου λέει πως έμαθε να φυλάει σθεναρά οποιοδήποτε μυστικό. Όμως, αν, όση ώρα που κάθομαι εδώ, απασχολούν τις σκέψεις μου κυρίως αυτά τα πώς και τα γιατί της γέννησης του προβλήματος, θα πιάσω όλα τα άλλα, εκτός από το σημαντικότερο (και μάλιστα την μόνη πραγματική πηγή δεδομένων που διαθέτω): συγκεκριμένα, αυτό εδώ το πρόσωπο, που τώρα υπάρχει, που γίνεται, που προβάλλει – αυτή την ζώσα ανθρώπινη ύπαρξη που βρίσκεται άμεσα μπροστά μου, στο δωμάτιο.
Έχουν γίνει σ’ αυτήν εδώ την χώρα διάφορες προσπάθειες να συστηματοποιηθεί η ψυχαναλυτική θεωρία με όρους δυνάμεων, δυναμικών και ενεργειών. Η προσέγγιση, όμως, που προτείνω είναι διαμετρικά αντίθετη. Θέση μου είναι ότι η επιστήμη μας θα πρέπει να σχετίζεται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτού που θέλουμε να μελετήσουμε, εν προκειμένω της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν αρνούμαι τα δυναμικά και τις δυνάμεις -κάτι τέτοιο θα ήταν ανόητο- αλλά ισχυρίζομαι ότι έχουν νόημα μόνον στο πλαίσιο του υπαρκτού, ζώντος προσώπου, με άλλα λόγια στο οντολογικό πλαίσιο,
Προτείνω, συνεπώς, να εξετάζουμε το μόνο πραγματικό δεδομένο που έχουμε στην θεραπευτική διαδικασία, με άλλα λόγια το υπάρχον πρόσωπο που κάθεται στο γραφείο μαζί με τον θεραπευτή. (Ο όρος «υπάρχον πρόσωπο» είναι δικός μου και είναι ισοδύναμος με τον γερμανικό Dasein, που μεταφράζεται κυριολεκτικά ως το παρά-όν.) Προσέξτε ότι δεν λέω απλά άτομο ή «πρόσωπο»· αν θεωρήσετε τα άτομα μονάδες ενός συνόλου, με στόχο την στατιστική πρόγνωση -μια ασφαλώς θεμιτή χρήση της επιστημονικής ψυχολογίας- εξ ορισμού αφήνετε έξω από την εικόνα ακριβώς εκείνα τα χαρακτηριστικά που κάνουν το συγκεκριμένο άτομο υπαρκτό πρόσωπο. Ή, όταν τον (ή τήν) θεωρήσετε μια σύνθεση παρορμήσεων και ντετερμινιστική δυνάμεων, ορίζετε ως αντικείμενο μελέτης οτιδήποτε άλλο εκτός από εκείνον που έχει τις εμπειρίες, οτιδήποτε άλλο εκτός από το ίδιο το υπάρχον πρόσωπο. Η θεραπεία είναι μια δραστηριότητα, κατά την οποία δεν μπορούμε παρά να εκλαμβάνουμε το υποκείμενο ως υπαρκτό πρόσωπο.
Aς θέσουμε, λοιπόν, το ερώτημα: Ποιά είναι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά που συγκροτούν αυτόν τον ασθενή ως υπαρκτό πρόσωπο μέσα στον χώρο του γραφείου. Επιτρέψτε μου να προτείνω έξι χαρακτηριστικά, που βρίσκω στην δουλειά μου ως ψυχοθεραπευτού, τα οποία θα ονομάσω αρχές. Μολονότι αυτές οι αρχές είναι προϊόντα πολλής σκέψης και εμπειρίας από πολλές περιπτώσεις, θα τις παρουσιάσω εδώ με επεισόδια από την περίπτωση της κυρίας Χάτσενς.
Πρώτα απ’ όλα, η κυρία Χάτσενς, όπως κάθε υπαρκτό πρόσωπο, έχει κέντρο τον εαυτό της, οπότε μια επίθεση προς αυτό το κέντρο είναι επίθεση προς την ίδια την ύπαρξή της. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που το μοιραζόμαστε με όλα τα ζωντανά όντα. Στα ζώα και τα φυτά είναι αυτονόητο. Ποτέ δεν παύω να θαυμάζω πως, κάθε φορά που κόβουμε την κορυφή ενός πεύκου στο αγρόκτημά μας στο Νιού Χαμσάιρ, το δέντρο στέλνει προς τα πάνω ένα καινούργιο κλωνάρι, Κύριος οίδε από πού, για να γίνει ένα νέο κέντρο. Αλλά αυτή η αρχή έχει ιδιαίτερη ισχύ στα ανθρώπινα όντα και αποτελεί βάση κατανόησης της ασθένειας και της υγείας, της νεύρωσης και της πνευματικής ύγείας.
Η νεύρωση δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως παρέκκλιση από τις συγκεκριμένες θεωρίες μας για το τι πρέπει να είναι ένα πρόσωπο. Δεν είναι η νεύρωση ακριβώς η μέθοδος που χρησιμοποιεί το άτομο προκειμένου να διατηρήσει το κέντρο του, την ίδια την ύπαρξή του; Τα συμπτώματά του είναι τρόποι με τους οποίους συρρικνώνει την έκταση του κόσμου του (πράγμα που φαίνεται τόσο παραστατικά στην αδυναμία της κυρίας Χάτσενς να επιτρέψει στον εαυτό της να μιλήσει), έτσι ώστε το κεντρικό σημείο της ύπαρξής του να προστατευτεί από κάποια απειλή. Ένας τρόπος να κλείσει απ’ έξω κάποιες όψεις του περιβάλλοντος, ώστε να τα καταφέρει να αντιμετωπίσει τις υπόλοιπες. Η κυρία Χάτσενς είχε πάει σε κάποιον άλλο θεραπευτή για έξι συνεδρίες ένα μήνα πριν έρθει σε μένα. Εκείνος της είπε, σε μια εμφανώς απερίσκεπτη προσπάθεια να την καθησυχάσει, ότι ήταν πολύ καθώς πρέπει, πολύ σφιγμένη. Εκείνη αναστατώθηκε πολύ και αμέσως σταμάτησε την θεραπεία. Βέβαια, από τεχνικής πλευράς ο θεραπευτής είχε απόλυτο δίκιο. Από υπαρξιακή σκοπιά έσφαλλε απολύτως. Αυτό που δεν μπόρεσε να δεί, κατά την γνώμη μου, ήταν ότι αυτός ο καθωσπρεπισμός , αυτός ο υπερβολικός αυτοέλεγχος, όχι μόνο δεν ήταν πράγματα που θα ήθελε να ξεπεράσει η κυρία Χάτσενς, αλλά ήταν και μέρος της εγνωσμένης προσπάθειάς της να διατηρήσει το όποιο επισφαλές κέντρο διέθετε. Ακριβώς σαν να έλεγε, «Αν ανοιγόμουν, αν επικοινωνούσα, θα έχανα και τον λίγο χώρο που έχω στην ζωή».
Βλέπουμε εδώ, παρεμπιπτόντως, πόσο ανεπαρκής είναι ο ορισμός της νεύρωσης ως αποτυχημένης προσαρμογής. Η νεύρωση είναι ακριβώς προσαρμογή και αυτό είναι και το πρόβλημά της. Πρόκειται για μιαν απαραίτητη προσαρμογή, μέσω της οποίας μπορεί να διατηρηθεί το κέντρο, έναν τρόπο για να αποδεχθεί το άτομο την μη ύπαρξη, προκειμένου να υπάρξει η πιθανότητα να διατηρήσει ένα ελάχιστο κομμάτι ύπαρξης. Και στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για θείο δώρο όταν θραύεται αυτή η προσαρμογή.
Αυτό είναι το μόνο που μπορούμε να θεωρήσουμε με δεδομένο για την κυρία Χάτσενς, ή μάλλον για περίπου οποιονδήποτε ασθενή, την στιγμή που περνάει την πόρτα μας: ότι και εκείνη, όπως όλα τα έμβια όντα, έχει ανάγκη ενός κέντρου και ότι αυτό το κέντρο έχει διαρραγεί. Με το κόστος μιάς καθόλου ευκαταφρόνητης όχλησης. Έκανε κάποια βήματα – εν προκειμένω ήρθε να ζητήσει βοήθεια. Οπότε, ή δεύτερη αρχή μας είναι: κάθε υπάρχον πρόσωπο έχει το χαρακτηριστικό της αυτοεπιβεβαίωσης, της ανάγκης να διατηρήσει το κέντρο του. Το ιδιαίτερο όνομα που δίνουμε σ’ αυτή την αυτοεπιβεβαίωση στα ανθρώπινα όντα είναι «θάρρος». Το γραπτό του Πάουλ Τίλλια σχετικά με το θάρρος του υπάρχειν είναι πολύ πειστικό και γόνιμο για την ψυχοθεραπεία ως προς αυτό το σημείο. Επιμένει ότι το είναι του ανθρώπου δεν δίνεται αυτομάτως, αλλά εξαρτάται από το θάρρος του ατόμου, και ότι χωρίς θάρρος το άτομο χάνει το είναι του. Αυτό κάνει το θάρρος μια αναγκαία οντολογική επαγωγή. Βάσει αυτού, ως θεραπευτής δίνω μεγάλη σημασία στις εκφράσεις των ασθενών που έχουν να κάνουν με θέληση, αποφάσεις και επιλογή. Ποτέ δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να μου ξεφύγουν κάποια μικρά σχόλια που ενδεχομένως κάνει ο ασθενής, όπως «ίσως να μπορώ», «ίσως να μπορέσω να προσπαθήσω» και άλλα παρόμοια, χωρίς να βεβαιωθώ ότι ξέρει ότι τον άκουσα. Αυτό που λέγεται, ότι η επιθυμία παράγει την θέληση, είναι μόνο μισή αλήθεια εγώ τονίζω περισσότερο την αλήθεια ότι η επιθυμία δεν θα μπορέσει ποτέ να εκδηλωθεί με όλη της την δυναμική, παρά μόνο μαζί με την θέληση.
Καθώς η κυρία Χάτσενς ψιθυρίζει βραχνά, με κοιτάζει με μιαν έκφραση ανάμικτου φόβου και ελπίδας. Είναι προφανές ότι υπάρχει μια σχέση ανάμεσά μας, που δημιουργήθηκε όχι μόνον εδώ μέσα, αλλά ήδη από την αίθουσα αναμονής, ίσως ακόμα και από την στιγμή που σκέφτηκε να έρθει. Μέσα της παλεύει με την πιθανότητα να μοιραστεί κάτι από την ζωή της μαζί μου. Συνεπώς, η τρίτη αρχή μας είναι: όλα τα υπάρχοντα πρόσωπα έχουν την ανάγκη και την δυνατότητα να βγουν έξω από το κέντρο τους για να μοιραστούν με άλλες υπάρξεις. Αυτό εμπεριέχει πάντα κινδύνους. Αν ο οργανισμός το παρακάνει και επιχειρήσει μια πιο μακρινή έξοδο, τότε χάνει το κέντρο του – την ταυτότητά του – ένα φαινόμενο που μπορούμε εύκολα να δούμε στον βιολογικό κόσμο. Η γυφτοκάμπης, επί παραδείγματι, αυξάνεται καταπληκτικά για αρκετά χρόνια, τρώγοντας τα φύλλα των δέντρων με τρομακτικό ρυθμό, καταλήγοντας εν τέλει να εξαντλήσει την τροφή της και να πεθάνει
Αν όμως ο νευρωσικός φοβάται τόσο πολύ μήπως χάσει το κέντρο του, όσο κι αν αυτό είναι πεδίο σύγκρουσης, ώστε να αρνείται να ανοιχτεί, να κλείνεται στο καβούκι του, να περιορίζει τις αντιδράσεις του και να συρρικνώνει τον ζωτικό του χώρο, τότε εμποδίζονται η ανάπτυξη και η εξέλιξή του.
Αυτό είναι το σχήμα των νευρωσικών απωθήσεων και αναστολέων, των συνηθισμένων τον καιρό του Φρόυντ μορφών νεύρωσης. Αλλά το συνηθέστερο σχήμα νεύρωσης, στην σημερινή εποχή του κομφορμισμού και του εξωστρεφούς εαυτού, μπορεί κάλλιστα να παίρνει την εντελώς αντίθετη μορφή – συγκεκριμένα τον διασκορπισμό του ατόμου σε συμμετοχή και ταύτιση με τους άλλους, μέχρι να αδειάσει εντελώς ή ύπαρξή του. Όπως η γυφτοκάμπη, καταστρέφουμε την ίδια μας την ύπαρξη. Σ’ αυτό το σημείο καταλαβαίνουμε την δικαιολογημένη έμφαση που δίνουν από μια σκοπιά ο Μάρτιν Μπουμπερ και από μιαν άλλη ο Χάρρυ Στάκ Σάλλιβαν στο ότι η ανθρώπινη ύπαρξη δεν μπορεί να κατανοηθεί ως εαυτός, αν αποκλειστεί η μετοχή της σε άλλους εαυτούς. Πράγματι, αν η ζήτηση των οντολογικών αρχών του υπάρχοντος προσώπου επιτύχει, θα πρέπει να αληθεύει ότι η παράλειψη οποιασδήποτε από τις έξι θα σήμαινε ότι δεν έχουμε πια να κάνουμε με ανθρώπινη ύπαρξη.
Η τέταρτη αρχή είναι: η υποκειμενική πλευρά του κέντρου είναι ή συναίσθηση. Παλαιοντολόγος Πιέρ Τεγιάρ ντε Σαρντέν περιέγραψε ιδιοφυώς πώς αυτή η επίγνωση κάνει την παρουσία της κατ’ ανερχόμενη κλίμακα σε όλες τις μορφές ζωής, από την αμοιβάδα έως τον άνθρωπο. Ασφαλώς και είναι παρούσα στα ζώα. Ο Χάουαρντ Λίντελ έδειξε πως ή φιλιά, στο φυσικό περιβάλλον της, σηκώνει το κεφάλι της κάθε δέκα δευτερόλεπτα, ακόμα κι όταν κοιμάται, για να κατοπτεύσει τον ορίζοντα, μήπως και κάποιος Εσκιμώος κυνηγός την πλησιάσει ύπουλα με το τόξο και το βέλος του έτοιμα . Αυτή την συναίσθηση των απειλών κατά της ύπαρξής τους που διαθέτουν τα ζώα, ο Λίντελ την ονομάζει επιφυλακή (vigilance) και την ορίζει ως το πρωτογενές, απλό ανάλογο εκείνου που στον άνθρωπο γίνεται άγχος.
Τις πρώτες τέσσερις χαρακτηριστικές αρχές μας τις μοιράζονται από κοινού τόσο ο υπάρχων άνθρωπος όσο και όλα τα έμβια όντα πρόκειται για βιολογικά επίπεδα στα οποία συμμετέχουν και τα ανθρώπινα όντα. Η πέμπτη αρχή, τώρα, αναφέρεται σε ένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό του ανθρώπου, την αυτοσυνειδησία. Η μοναδικά ανθρώπινη μορφή της συναίσθησης είναι η αυτοσυνειδησία. Δεν ταυτίζουμε την συναίσθηση με την αυτοσυνειδησία. Την συναίσθηση την συνδέουμε, όπως μας υπέδειξε λίγο πριν ο Λίντελ, με την επιφυλακή, σύνδεση που υποστηρίζεται από την ετυμολογία awareness: από την αγγλοσαξονική λέξη gewaehr, Waer, που σημαίνει γνώση των εξωτερικών κινδύνων και απειλών. Συμπαράγωγά της είναι τα beware (έχω τον νου μου) και Wary (επιφυλακτικός). Η συναίσθηση σίγουρα είναι αυτό που συμβαίνει κατά την νευρωσική αντίδραση ενός ατόμου μπροστά στην απειλή, κατά την εμπειρία της κυρίας Χάτσενς τις πρώτες ώρες, για παράδειγμα, ότι κι εγώ επίσης αποτελώ απειλή για εκείνη. Την συνειδητότητα, αντίθετα, την ορίζουμε όχι απλώς ως συναίσθηση της απειλής από τον κόσμο, αλλά ως την ικανότητά μου να γνωρίζω ότι ο εαυτός μου είναι εκείνος που απειλείται, ως εμπειρία εαυτού σαν υποκείμενο που διαθέτει ένα κόσμο. Η συνειδητότητα, όπως το θέτει ο Κουρτ Γκόλντσταϊν, είναι η ικανότητα του ανθρώπου να υπερβαίνει την άμεση και συγκεκριμένη κατάσταση και να ζει υπό όρους ενδεχομενικότητας αυτό βρίσκεται κάτω από την ικανότητα του ανθρώπου να χρησιμοποιεί αφαιρέσεις και καθολικεύσεις, να διαθέτει γλώσσα και σύμβολα. Η ικανότητα για συνειδητότητα βρίσκεται στο υπόβαθρο ενός ευρέος πεδίου δυνατοτήτων που έχει ο άνθρωπος μέσα στον κόσμο του και συνιστά το θεμέλιο της ψυχολογικής ελευθερίας. Συνεπώς η ανθρώπινη ελευθερία έχει την οντολογική της βάση και πιστεύω ότι πρέπει να θεωρείται δεδομένη σε κάθε ψυχοθεραπεία.
Στο βιβλίο του The Phenomenon of Man (Το ανθρώπινο φαινόμενο), ο Πιέρ Τεγιάρ ντε Σαρντέν, όπως ήδη αναφέραμε, περιγράφει την συναίσθηση σε όλες τις μορφές της εξελικτικής ζωής. Αλλά στον άνθρωπο αναδύεται μια νέα λειτουργία – συγκεκριμένα η αυτοσυνειδησία. Ο Τεγιάρ ντε Σαρντέν αναλαμβάνει να δείξει κάτι που εγώ τουλάχιστον πίστευα ανέκαθεν, ότι δηλαδή, όταν εμφανίζεται μια καινούργια λειτουργία, τότε σύνολο το προηγούμενο σχήμα, το συνολικό Gestalt του οργανισμού, μεταβάλλεται. Από εκεί και πέρα ο οργανισμός μπορεί να γίνει κατανοητός μόνο με όρους της καινούργιας λειτουργίας. Με άλλα λόγια είναι μισή μόνο αλήθεια ότι ο οργανισμός κατανοείται με όρους των απλούστερων στοιχείων που βρίσκονται πιο κάτω από τον ίδιο στην εξελικτική κλίμακα αυτό είναι εξίσου αληθές με το ότι κάθε νέα λειτουργία σχηματίζει μια νέα πολυπλοκότητα, η οποία ρυθμίζει όλα τα απλούστερα στοιχεία στον οργανισμό. Υπ’ αυτή την έννοια, το απλό μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέ τους όρους του περιπλοκότερου. Αυτό ακριβώς κάνει ή αυτοσυνειδησία στον άνθρωπο. Όλες οι απλούστερες βιολογικές λειτουργίες πρέπει τώρα να κατανοηθούν με όρους της νέας λειτουργίας. Φυσικά κανείς δεν αρνείται, ούτε για μια στιγμή, τις παλιές λειτουργίες ή οποιοδήποτε βιολογικό στοιχείο μοιράζεται ο άνθρωπος με τους λιγότερο πολύπλοκους οργανισμούς. Πάρτε για παράδειγμα την σεξουαλικότητα, την οποία προφανώς μοιραζόμαστε με όλα τα θηλαστικά. Όμως, δεδομένης της αυτοσυνειδησίας, το σεξ γίνεται ένα καινούργιο Gestalt, όπως αποδεικνύεται συνεχώς στις ψυχοθεραπείες. Οι σεξουαλικές ορμές καθορίζονται πλέον από το πρόσωπο του συντρόφου αυτό που σκεφτόμαστε για τον άλλον ή την άλλη, είτε ανήκει στην πραγματικότητα είτε στην φαντασία ή ακόμα και στην απωθημένη φαντασία, δεν μπορεί ποτέ να αγνοηθεί. Το γεγονός ότι το υποκειμενικό πρόσωπο του άλλου, με τον οποίο συνδεόμαστε σεξουαλικά, παίζει ελάχιστο ρόλο στην νευρωσική σεξουαλικότητα, όπως π.χ. στην ψυχαναγκαστική σεξουαλικότητα ή στην πορνεία, απλώς ισχυροποιεί αυτή την θέση ακόμα περισσότερο αυτό ακριβώς είναι που απαιτεί το μπλοκάρισμα, τον αποκλεισμό, την στρέβλωση της αυτοσυνειδησίας. Έτσι, όταν μιλάμε για την σεξουαλικότητα με όρους σεξουαλικών αντικειμένων, όπως έκανε ο Κίνσεϋ, μπορεί να οδηγούμαστε σε ενδιαφέρουσες και χρήσιμες στατιστικές όμως, απλούστατα, δεν μιλάμε για την ανθρώπινη σεξουαλικότητα.
Εννοείται πως τίποτε από όσα λέω εδώ δεν πρέπει να ληφθεί ως αντίθετο προς την βιολογία, ούτε κατ’ ελάχιστον τουναντίον, πιστεύω ότι μόνο μέσα από αυτή την προσέγγιση μπορούμε να κατανοήσουμε την ανθρώπινη βιολογία, χωρίς να την δια στρεβλώνεται. Όπως το έθεσε ωμά ο Κίρκεγκαρντ, φυσικός νόμος εξακολουθεί να ισχύει όπως πάντα». Εκφράζω μόνο την διαφωνία μου προς την άκριτη αποδοχή της υπόθεσης ότι ένας οργανισμός μπορεί να κατανοηθεί αποκλειστικά με όρους των στοιχείων που βρίσκονται κάτω από αυτόν στην κλίμακα της εξέλιξης, μια υπόθεση που μας οδήγησε στο να παραβλέψουμε την αυταπόδεικτη αλήθεια ότι αυτό που κάνει ένα άλογο να είναι άλογο δεν είναι τα στοιχεία που μοιράζεται με τους οργανισμούς που βρίσκονται πιο κάτω από αυτό, αλλά εκείνο που συνιστά ξεκάθαρα την «άλογότητα». Τώρα, στην νεύρωση ασχολούμαστε με εκείνα τα χαρακτηριστικά και τις λειτουργίες που ανήκουν συγκεκριμένα στον άνθρωπο. Είναι εκείνα που έχουν στραβώσει στους διαταραγμένους ασθενείς μας. Η συνθήκη γι’ αυτές τις λειτουργίες είναι η αυτοσυνειδησία – κάτι που συμβαδίζει με την σωστή ανακάλυψη του Φρόυντ ότι το πρότυπο της νεύρωσης χαρακτηρίζεται από καταπίεση και αποκλεισμό της συνειδητότητας. Καθήκον του θεραπευτή είναι όχι μόνο να βοηθήσει τον ασθενή να αποκτήσει συναίσθημα, αλλά κάτι ακόμα πιο σημαντικό να τον βοηθήσει να μεταστοιχειώσει αυτή την συναίσθηση σε συνειδητότητα. Η συναίσθηση είναι η επίγνωση πως κάτι απ’ έξω τον απειλεί μέσα στον κόσμο του- συνθήκη που μπορεί, όπως στην παράνοια και στα νευρωσικά της ισοδύναμα, να συσχετίζεται με μεγάλη δόση εκδραμάτισης. Αλλά η αυτοσυνειδησία φέρνει αυτή την συναίσθηση σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο: να αντιληφθεί ο ασθενής ότι αυτός είναι που απειλείται, ότι αυτός είναι η ύπαρξη που βρίσκεται μέσα στον απειλητικό κόσμο, ότι αυτός είναι το υποκείμενο που έχει έναν κόσμο. Και αυτό του δίνει την δυνατότητα της εν-όρασης, της «ενσυναίσθησης», να δει τον κόσμο και τα προβλήματά του σε σχέση με τον εαυτό του. Οπότε έτσι του δίνει την δυνατότητα να κάνει κάτι γι’ αυτά τα προβλήματα.
Για να ξαναγυρίσουμε στην επί μακρόν σιωπηλή ασθενή μας, ύστερα από κάπου είκοσι πέντε ώρες θεραπείας η κυρία Χάτσενς είδε το εξής όνειρο: έψαχνε, σε ένα ημιτελές οίκημα κάποιου αεροδρομίου το ένα δωμάτιο μετά το άλλο για ένα μωρό. Πίστευε ότι το μωρό ανήκε σε κάποιαν άλλη, αλλά αυτό το άλλο πρόσωπο ίσως την άφηνε να το δανειστεί. Τώρα είχε την εντύπωση ότι είχε βάλει το μωρό σε μια τσέπη της ρόμπας της (ή ίσως της ρόμπας της μητέρας της) και την είχε κυριεύσει το άγχος ότι θα το είχε λιώσει. Προς μεγάλη της χαρά, διαπίστωσε ότι το μωρό ήταν ακόμα ζωντανό. Και αμέσως της ήρθε μια παράξενη σκέψη: “Θα το σκοτώσω;”.
Το οίκημα ήταν στο αεροδρόμιο, στο οποίο εκείνη, γύρω στα είκοσί της, είχε μάθει να πιλοτάρει μόνη της, κάτι που αποτελούν μια σημαντική πράξη επιβεβαίωσης και ανεξαρτησίας από τους γονείς. Το μωρό συνδεόταν με τον μικρότερο γιο της, με τον οποίο ταυτιζόταν τακτικά. Επιτρέψτε μου να παραλείψω τα επαρκέστατα συνειρμικά στοιχεία που έπεισαν τόσο την ίδια όσο κι εμένα ότι το μωρό αντιπροσώπευε για εκείνη. Το όνειρο είναι μια έκφραση της εμφάνισης και της ανάπτυξης της αυτοσυνείδησης, μιας συνειδητότητας για την οποία δεν είναι ακόμα σίγουρη ότι είναι δική της και που μέσα στο όνειρό της σκέφτεται το ενδεχόμενο να την σκοτώσει.
Έξι περίπου χρόνια πριν την θεραπεία της, η κυρία Χάτσενς είχε απαρνηθεί τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των γονιών της, με τους οποίους βρισκόταν σε μια ιδιαίτερα εξουσιαστική σχέση. Στην συνέχεια έγινε μέλος της εκκλησίας της δικής της πίστης. Όμως αυτό δεν τόλμησε ποτέ να το πει στους γονείς της. Τουναντίον, όποτε έρχονταν να την επισκεφτούν, εκείνη πήγαινε μαζί τους στην εκκλησία τους, βιώνοντας μια τρομερή ένταση από τον φόβο μήπως κάποιο από τα παιδιά της αποκαλύψει το μυστικό της. Έπειτα από τριάντα πέντε συνεδρίες, όταν είχε αρχίσει να σκέφτεται σοβαρά να γράψει στους γονείς της και να τους πει για την αλλαγή της πίστης της, πέρασε μια περίοδο δύο εβδομάδων με ημιλιποθυμικά επεισόδια στο γραφείο μου. Ξαφνικά καταλαμβανόταν από έντονη αδυναμία, το πρόσωπό της πάνιαζε, ένιωθε να αδειάζει και να “νερουλιάζει μέσα της” και χρειαζόταν να ξαπλώσει στον καναπέ μου για λίγο. Εκ των υστέρων όνομα σε αυτή την περίοδο “απεγνωσμένη προσπάθεια για λήθη”.
Μετά από αυτή την περίοδο έγραψε στους γονείς της, πληροφορώντας τους μια για πάντα για την αλλαγή στην πίστη της και διαβεβαιώνοντάς τους ότι δεν θα κέρδιζαν τίποτα αν προσπαθούσαν να της επιβληθούν. Στην επόμενη συνεδρία με ρώτησε με πολύ άγχος κατά πόσον πίστευα ότι θα κατέληγε ψυχωσική. Της απάντησα ότι, ενώ ο οποιοσδήποτε άνθρωπος θα μπορούσε κάποια στιγμή να έχει ένα τέτοιο ψυχωσικό επεισόδιο, δεν διέκρινα κάποιον παραπάνω λόγο να συμβεί σε εκείνη από όσο σε οποιονδήποτε άλλον. Και την ρώτησα κατά πόσον ο φόβος της ότι θα γίνει ψυχωσική δεν ήταν μάλλον άγχος που πήγαζε από το ότι αντιμετωπίζει επιτέλους τους γονείς της , καθώς το να είναι ο εαυτός της το ένιωθε ισοδύναμο του να τρελαίνεται. Σημειωτέον ότι έχω προσέξει αρκετές φορές πως το άγχος του να είναι κανείς ο εαυτός του βιώνεται από τον ασθενή ως ισοδύναμο της ψύχωσης. Κάτι που δεν είναι παράξενο, αφού η συνειδητοποίηση από κάποιον των επιθυμιών του και η επιβεβαίωσή τους περιλαμβάνει την αποδοχή της αυθεντικότητας και της μοναδικότητάς του και συνεπάγεται την ετοιμότητά του όχι μόνο να απομακρυνθεί από τις γονεϊκές μορφές, από τις οποίες εξαρτιόταν, αλλά και την ίδια στιγμή να σταθεί μόνος μέσα σε ολόκληρο το ψυχικό σύμπαν του.
Βλέπουμε τις βαθιές συγκρούσεις της ανάδυσης της αυτοσυνειδησίας με τρεις εναργείς τρόπους στην περίπτωση της κυρίας Χάτσενς, της οποίας το κυρίαρχο σύμπτωμα, κατά πολύ ενδιαφέροντα τρόπο, ήταν η άρνηση της μοναδικής στον άνθρωπο ικανότητας που βασίζεται στην συνειδητότητα – πιο συγκεκριμένα: 1) ο πειρασμός να σκοτώσει το μωρό, 2) η «σανίδα σωτηρίας» της λήθης μέσω της λιποθυμίας, σαν να έλεγε «αν δεν είχα συνείδηση των πράξεών μου, θα ξέφευγα από το τρομερό πρόβλημα το να μιλήσω στους γονείς μου», και 3) το άγχος της ψύχωσης.
Και έτσι φτάνουμε στο έκτο και τελευταίο οντολογικό χαρακτηριστικό, το άγχος. Το άγχος είναι η κατάσταση του ανθρώπινου όντος στον αγώνα του εναντίον αυτού που θα μπορούσε να καταστρέψει την ύπαρξή του. Είναι, σύμφωνα με τα λόγια του Τίλλιχ, η κατάσταση του όντος σε σύγκρουση με το μη όν, μια σύγκρουση που ο Φρόυντ απεικόνισε μυθολογικά με το κραταιό και σημαντικό σύμβολο του ενστίκτου του θανάτου. Η μια πλευρά αυτής της μάχης θα γίνεται πάντοτε εναντίον κάποιου πράγματος έξω από τον εαυτό. Αλλά ακόμα πιο σημαντική και σημαδιακή για την ψυχοθεραπεία είναι η εσωτερική πλευρά της μάχης, που την είδαμε στην περίπτωση της κυρίας Χάτσενς – συγκεκριμένα η εσωτερική της σύγκρουση, καθώς έρχεται αντιμέτωπη με την επιλογή αν και πόσο θα σταθεί ενάντια στην ίδια της την ύπαρξη, ενάντια στις δυνατότητές της
Από υπαρξιακή άποψη, παίρνουμε πολύ σοβαρά τον πειρασμό να σκοτώσει το μωρό, δηλαδή να σκοτώσει την ίδια την συνειδητότητά της, με τις μορφές που εκφράστηκε στην περίπτωση της κυρίας Χάτσενς. Ούτε τον υποβαθμίζουμε, ονομάζοντάς τον «νευρωσικό» και απλό παράγωγο ασθένειας, ούτε τον προσπερνάμε διαβεβαιώνοντάς την ότι «εντάξει, αλλά δεν υπάρχει λόγος να το κάνεις». Αν κάναμε κάτι τέτοιο, θα την βοηθούσαμε να προσαρμοστεί, με αντίτιμο την παράδοση ενός κομματιού της ύπαρξής της – συγκεκριμένα της δυνατότητας για πληρέστερη ανεξαρτησία. Η αντιμετώπιση του εαυτού που περιέχεται στην αποδοχή της αυτοσυνειδησίας μόνο απλή δεν είναι: συνεπάγεται, για να δούμε μερικά από τα στοιχεία που την συγκροτούν, να αποδεχτεί το μίσος του παρελθόντος, της μητέρας της προς την ίδια και της ίδιας προς την μητέρα της την αποδοχή των σημερινών κινήτρων της για μίσος και καταστροφή την ανατροπή των εκλογικεύσεων και των ψευδαισθήσεων γύρω από την συμπεριφορά της και τα κίνητρά της και την αποδοχή της ευθύνης και της μοναχικότητας που αυτή συνεπάγεται την παραίτηση από την παιδική παντοδυναμία και την αποδοχή του δεδομένου ότι, μ’ όλο που δεν θα μπορεί ποτέ να έχει απόλυτη βεβαιότητα για τις επιλογές της, εντούτοις θα πρέπει να επιλέγει. Όμως όλα αυτά τα επιμέρους σημεία, τα τόσο αυτονόητα, θα πρέπει να εξεταστούν υπό το φως του ότι η ίδια η συνειδητότητα συνεπάγεται πάντοτε την δυνατότητα το υποκείμενο να στραφεί εναντίον του εαυτού του, να τον απαρνηθεί. Η τραγική φύση της ανθρώπινης ύπαρξης έγκειται στο ότι η ίδια η συνειδητότητα περιλαμβάνει ανά πάσα στιγμή την δυνατότητα και τον πειρασμό της αυτοκτονίας. Ο Ντοστογιέφσκι και οι άλλοι υπαρξιστές πρόδρομοι μας δεν υπέκυπταν στην ποιητική υπερβολή ούτε εκφράζονταν υπό την επίδραση της άμετρης κατανάλωση βότκας, όταν έγραφαν για το αγωνιώδες βάρος της ελευθερίας.
Το γεγονός ότι η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία δίνει έμφαση σε αυτές τις τραγικές όψεις της ζωής δεν σημαίνει φυσικά καθόλου ότι είναι απαισιόδοξη. Εντελώς το αντίθετο. Η αντιμετώπιση της αυθεντικής τραγωδίας είναι μια ύψιστη εμπειρία ψυχικής κάθαρσης, όπως μας υπενθυμίζουν διαχρονικά ο Αριστοτέλης και άλλοι. Η τραγωδία συνδέεται άρρηκτα με την αξιοπρέπεια και το μεγαλείο της ανθρώπινης ύπαρξης και συνοδεύει, πως απεικονίζονται οι δραματικές ιστορίες του Οιδίποδα και του Ορέστη, στον Άμλετ και στο Μάκβεθ, τις στιγμές της μέγιστης ενόρασης του προσώπου.
ROLLO MAY, ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ