Ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων γεννήθηκε στη Σπάρτη, περίπου στα μέσα του 14ου αιώνα, κι έζησε τα πρώτα νεανικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη· πιθανότατα πατέρας του ήταν ο Δημήτριος Γεμιστός, άνθρωπος ευσεβής και «πρωτονοτάριος της Μεγάλης Εκκλησίας», γύρω στα τέλη του 14ου αιώνα. (Ο μεγαλύτερος από τους δύο γιους του Πλήθωνα λεγόταν επίσης Δημήτριος). Είναι άγνωστο πού ακριβώς εκπαιδεύτηκε και ποιους δασκάλους είχε· ίσως υπήρξε μαθητής του Δημητρίου Κυδώνη. Οπωσδήποτε είχε την τυπική μόρφωση των λογίων της εποχής των Παλαιολόγων: σπούδασε φιλοσοφία, ιστορία, μαθηματικά, αστρονομία, νομικά και μουσική. Αν πιστέψουμε τον Γεννάδιο Σχολάριο, σε ηλικία περίπου είκοσι ετών έφτασε ως «φυγάς» στην Αδριανούπολη, πρωτεύουσα τότε των Τούρκων, όπου τον δέχτηκε κοντά του κάποιος Ελισσαίος, ένας πολυθεϊστής Ιουδαίος με σημαντική επιρροή στην αυλή «των βαρβάρων». Εκεί άκουσε ίσως για πρώτη φορά και τις διδασκαλίες για τον Ζωροάστρη, τον Αβερρόη και τον Αβικένα· γράφει επικριτικά ο Γεννάδιος: «Τούτον (τον Ζωροάστρην) εγνώρισε σοι πρόσθεν αγνοημένον ο τω δοκεί μεν Ιουδαίος, πολύθεος δε Ελισσαίος· ω μέγα δυναμένω εν τη των βαρβάρων αυλή παρεσιτού την πατρίδα φυγών, ίνα τα καλά παρ’ εκείνω μάθης διδάγματα.» (3) Μετά τον θάνατο του Ελισσαίου, ο Πλήθων επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου δίδαξε για κάποια χρόνια και συνδέθηκε με διάφορους μορφωμένους άνδρες της εποχής· μεταξύ των μαθητών του εκείνη την περίοδο συγκαταλέγεται και ο Μάρκος ο Ευγενικός. (Σύμφωνα πάντα με τον Σχολάριο, ο Ελισσαίος καταδικάστηκε και κάηκε ζωντανός στην πυρά, άγνωστο με ποιες κατηγορίες και από ποιους – πιθανολογείται ότι τον καταδίκασαν μάλλον βυζαντινοί ή δυτικοί της Ιεράς εξέτασης, καθώς οι Τούρκοι τιμωρούσαν με άλλους τρόπους τους «αιρετικούς» και δεν συνήθιζαν να τους καίνε.) Αργότερα πήγε στη Σπάρτη, γύρω στα 1405, όπου έμεινε για την υπόλοιπη ζωή του, ασκώντας δικαστικά καθήκοντα και ασχολούμενος με τη διδασκαλία της φιλοσοφίας και την μελέτη αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων· σύμφωνα με τον Παπαρρηγόπουλο διέσωσε «ουκ ολίγας περικοπάς» αρχαίων κειμένων.
Στην ελληνική ακόμα Πελοπόννησο, ο Πλήθων φέρεται να κατέχει και το ανώτατο δικαστικό αξίωμα· ο Γρηγόριος Μοναχός τον αποκαλεί «προστάτην των νόμων», ενώ άλλος σύγχρονός του, ο Ιερώνυμος Χαριτώνυμος, εγκωμιάζει τη σοφία του, με μάλλον πομπώδεις φράσεις και υπερβολές, όπως έκαναν συχνά πολλοί συγγραφείς του καιρού εκείνου: «Λέγουσιν αυτόν ανώτερον του Μίνω και του Ροδαμάνθυος και του Αριστείδου· βεβαιούσι ότι τοσαύτη μεν ήτο η περί τους νόμους σοφία αυτού, ώστε, αν συνέβαινε ποτέ να απολεσθώσιν, ούτος θα εξέδιδεν αυτούς ακριβέστερον παντός Σόλωνος και Λυκούργου· τοσαύτη δε η περί την διανομήν του δικαίου ακρίβεια, ώστε ο τε ηττηθείς και ο νικήσας απήρχοντο αμφότεροι στέργοντες και προσκυνούντες.» Άλλαξε το όνομά του από Γεμιστός σε Πλήθων, το οποίο φαινόταν αρχαιοπρεπέστερο και θύμιζε τον Πλάτωνα. (Πλήθω σημαίνει «είμαι ή γίνομαι πλήρης από κάτι», παρόμοια σημασία έχει και το αρχαίο ελληνικό γέμω).
Σχεδόν πεντηκοντούτης, εγκαταστάθηκε στον Μυστρά, την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Μορέως, όπου ίδρυσε και φιλοσοφική σχολή, κατά το πρότυπο της πλατωνικής ακαδημίας. Μαθητές του υπήρξαν οι Βασίλειος Βησσαρίων (πρώην ιερομόναχος, λόγιος, ορθόδοξος επίσκοπος και καρδινάλιος της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας), Γεννάδιος Σχολάριος (μοναχός, λόγιος και πρώτος πατριάρχης μετά την άλωση), Ιωάννης Αργυρόπουλος (λόγιος και διδάσκαλος στην Ακαδημία της Φλωρεντίας), Δημήτριος Χαλκοκονδύλης (ιστορικός), Γεώργιος Ερμητιανός και πολλοί άλλοι. Αρχικά φαίνεται να έγραψε κάποια φιλοσοφικά βιβλία, μια «υγιής διδασκαλία» λέει ο Σάθας, άσχετη με τις «παραδοξολογίες» που δίδασκε στα γεράματά του. Ασχολήθηκε με ιστορικά, γεωγραφικά, αστρονομικά και φιλοσοφικά θέματα· αναφέρουμε ενδεικτικά τους επόμενους τίτλους: «Εκ των Διοδώρου και Πλουτάρχου περί των μετά την εν Μαντινεία μάχην εν κεφαλαίοις διάληψις» (εκδ. 1503), (στο βιβλίο υπάρχουν εκτενείς αναφορές στο πολίτευμα της αρχαίας Σπάρτης), «Περί Πελοποννησιακών λόγοι δύο» (1575), «Διαγραφή απάσης Πελοποννήσου παραλίου τε και μεσογείου», «Ιστορία της των Περσών μοναρχίας» (μεταφράστηκε στα ισπανικά και τυπώθηκε το 1604), «Επιτομή εξ Αππιανού, Στράβωνος, Αριστοτέλους, Ξενοφώντος, Διονυσίου Αλικαρνασσέως, Προδίκου κτλ.», «Περί αρετών» (εκδ. 1552,), «Κεφάλαι’ άττα λόγων μουσικών», «Περί σχήματος γης», «Περί Θεού φυσικαί αποδείξεις», «Περί της ενσαρκώσεως του Υιού του Θεού». Το «Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος», αν και δημοσιεύτηκε κατά των Λατίνων, δεν άρεσε καθόλου στην ανατολική εκκλησία· o Μανουήλ ο Πελοποννήσιος, σε μια επιστολή του προς τον αυτοκράτορα χαρακτηρίζει τον Πλήθωνα «αθεώτατον» και «ματαιόφρονα», ενώ θεωρεί ότι το εν λόγω σύγγραμμα γράφτηκε «υπούλως», με στόχο να «διαχλευάσει» την ορθόδοξη πίστη και «κατά της ημών των Χριστιανών θεοσοφίας». Με βάση τα πρώτα έργα, ο Γεμιστός αναδεικνύεται ο σημαντικότερος φιλόλογος και φιλόσοφος του 16ου αιώνα και «πεπειραμένος πολιτικός».
Αναφερόμενος στην καταγωγή των Ελλήνων της Πελοποννήσου και των «πέριξ νήσων» γράφει: «Έλληνες εσμέν το γένος, ων ηγείσθε και βασιλεύετε, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί.»· και αλλού: «Ταύτην γαρ φαίνονται την χώραν Έλληνες αεί οικούντες, οι αυτοί εξότου περ άνθρωποι μνημονεύουσιν, ουδένων άλλων προενωκηκότων· ουδέ επήλυδες κατασχόντες τε άλλους και εκβαλλόντες, και αυτοί υφ’ ετέρων το αυτό έστιν ο πεπονθότες· αλλ’ Έλληνες την δε τη χώρα τουναντίον αυτοί γε αεί φαίνονται κατέχοντες, ούτε ταύτην εκλιπόντες.» Εντούτοις, όπως αναφέρει ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, τον 14ο αιώνα η Πελοπόννησος κατοικείται και από άλλα «γένη» και αυτό φαίνεται να συνέβαλε στην αναρχία που επικρατούσε στην περιοχή· σύμφωνα με τον «Νεκρικόν διάλογον» του Μάζαρι, «εν Πελοποννήσων ώκουν κατά τους χρόνους τούτους αναμίξ γένη πολιτευόμενα πάμπολλα· διότι, παρεκτός των Ελλήνων, οίτινες απετέλουν την κυριωτάτην βάσην του πληθυσμού, εσώζοντο έτι ουκ ολίγοι Σλαύοι και Φράγκοι, επήλθον δε νεωστί ικανοί Αλβανοί και πλην τούτων αναφέρονται Αιγύπτιοι τινές, ήττοι Αθίγγανοι και Ιουδαίοι.» Στα 1427, ο δεσπότης του Μυστρά Θεόδωρος παραχώρησε στον Πλήθωνα ως τιμάρια το κάστρο της Σπάρτης και τις περιοχές Φανάρι και Βρύση.
Στα 1428, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Παλαιολόγος, αφού επικύρωσε με χρυσόβουλο τα κτήματα του Γεμιστού, κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας στην Πελοπόννησο, ζήτησε τις συμβουλές του «θρυλούμενου σοφού» σχετικά με το ζήτημα της ένωσης των δύο εκκλησιών. Οπωσδήποτε ο Γεμιστός βρισκόταν στη Σπάρτη στα 1435, όταν έγραψε τρεις «λόγους» περί της κατάστασης των πραγμάτων στην Πελοπόννησο· οι δύο πρώτοι λόγοι απευθύνονταν προς τον αυτοκράτορα Μανουήλ («Εμμανουήλον») και ο τρίτος ήταν συμβουλευτικός προς τον δεσπότη του Μυστρά Θεόδωρο. Σε αυτά τα υπομνήματα έχει σημασία ν’ αναφερθούμε, καθώς αποτελούν την αναλυτική πολιτική πρόταση του Πλήθωνα για την ανόρθωση της παρακμάζουσας αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα της Πελοποννήσου. Ο Γεμιστός, οπαδός της φιλοσοφίας του Πλάτωνα, επιχείρησε κατά πρώτον να διαδώσει τις πλατωνικές φιλοσοφικές ιδέες και στη συνέχεια να κάνει πράξη ένα συνολικότερο πρακτικό πολιτικό σχέδιο διακυβέρνησης· διακηρυγμένος σκοπός του ήταν να σώσει «το γένος των Ελλήνων».
Σύμφωνα με τα υπομνήματα που υπέβαλλε ο Πλήθων, το «κυριώτατον ενασχόλημα» των κατοίκων της Πελοποννήσου ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία· οι κάτοικοι συντηρούσαν έτσι τις οικογένειές τους, πλήρωναν φόρους κι επιπλέον στρατολογούνταν για τις ανάγκες του δεσποτάτου. Ο κάθε φόρος χωριστά ίσως δεν ήταν βαρύς, όλοι μαζί όμως ήταν πολλοί και ποικίλοι, εισπράττονταν από διάφορους φοροεισπράκτορες και καταβάλλονταν σε χρήμα και όχι σε είδος («αυτούσια προϊόντα»). Σχετικά λίγοι κάτοικοι στρατολογούνταν, οι περισσότεροι άοπλοι, και αυτοί γρήγορα λιποτακτούσαν για να επιστρέψουν στις οικογένειές τους και στις συνηθισμένες εργασίες. Επομένως, οι κάτοικοι της Πελοποννήσου δεν ήταν και πολύ χρήσιμοι στον πόλεμο, αφού, κατά τον Γεμιστό, «ουδείς δύναται συγχρόνως να μετέρχεται τα τε του πολέμου και τα της ειρήνης έργα». Χωρίς εξασκημένους και αφοσιωμένους στρατιώτες, το τείχος του Ισθμού ήταν ανώφελο και ο κίνδυνος μέγας, εφόσον οι Τούρκοι επιχειρούσαν να περάσουν ξανά στον Μορέα. Ο έκτακτος στρατιωτικός φόρος που επιβλήθηκε για την ενίσχυση και τη φύλαξη των οχυρώσεων από μισθοφόρους φαινόταν επίσης παράλογος, αφού καταπίεζε τους «ιθαγενείς» πληθυσμούς και προοριζόταν για τη συντήρηση ξένων στρατευμάτων. Ο Γεμιστός πρότεινε να διαιρεθεί «ο εργατικός λαός» της Πελοποννήσου σε δύο τάξεις: η μία τάξη θ’ ασχολείται αποκλειστικά με τα στρατιωτικά καθήκοντα ενώ η άλλη θα καλλιεργεί τη γη και θα πληρώνει «αποκλειστικώς» τους φόρους· κάθε Πελοποννήσιος θα κατατασσόταν υποχρεωτικά όπου κρινόταν χρησιμότερος. Αν σε κάποια περιοχή, όπως ενδεχομένως η Μάνη, οι κάτοικοι εντάσσονταν όλοι στην «τάξη» των στρατιωτών, έπρεπε οι στρατιώτες να χωριστούν σε «εταιρείες» και ν’ αναλαμβάνουν εκ περιτροπής τα «εργατικά» και τα γεωργικά καθήκοντα.
Πρότεινε ακόμη να καταργηθούν άμεσα όλες οι μικρές και μέτριες εισφορές, μαζί με το πλήθος των αντίστοιχων φοροεισπρακτόρων, και ν’ αντικατασταθούν από έναν μοναδικό ετήσιο φόρο επί της παραγωγής των αγαθών· ο φόρος αυτό θα ήταν σε είδος και θα τον εισέπραττε ένας μόνον καθορισμένος εισπράκτορας, για λογαριασμό του δημοσίου. Σύμφωνα με τις προτάσεις του Γεμιστού, το «τέλος» αυτό θα μπορούσε να καλύψει επαρκώς τις δημόσιες ανάγκες και θα ήταν λιγότερο «καταθλιπτικό» για τους φορολογούμενους. Τα προϊόντα του «εργατικού πλήθους», πάντοτε υπό την εποπτεία του κράτους, θα διανέμονταν σε τρεις «τάξεις» ανθρώπων: «Πρώτον, εννοείται, αυτοί οι παραγωγοί, έπειτα οι παρέχοντες τα της εργασίας κεφάλαια, και τελευταίον οι επιμελούμενοι περί της κοινής ασφαλείας, ευημερίας και τάξεως.» Στους παραγωγούς συμπεριλαμβάνονται γεωργοί, όσοι εργάζονται σε διάφορες παραγωγικές δραστηριότητες, αμπελουργοί και ποιμένες· «κεφάλαια εργασίας» θεωρούνται τα γεωργικά ζώα, οι αμπελώνες, «τα ποίμνια και τα τοιαύτα»· «επιμελητές» ονομάζει τους στρατιώτες και τους πάσης τάξεως άρχοντες, ιδίως δεν «τον τα πάντα διέποντα κυβερνήτην». Οι εργάτες, οι κεφαλαιούχοι και οι μαχητές αποτελούν «τα φυσικά και αναγκαία συστατικά πάσης ευνομούμενης κοινωνίας». Με βάση τα προηγούμενα, τα βασικά προϊόντα της Πελοποννήσου (λάδι, σιτηρά, οίνος, βαμβάκι, αρνιά, γάλα, μαλλί προβάτων κ.α) πρέπει να διαιρούνται σε τρία μέρη· αφού αφαιρεθούν ο σπόρος της επόμενης χρονιά και τα ζώα που προορίζονται για την αναπαραγωγή του ζωικού κεφαλαίου (γεννήτορα κτήνη), ένα μέρος πρέπει ν’ αφήνεται στον άμεσο παραγωγό, άλλο να δίνεται στον «κεφαλαιοδότη», και το τρίτο προορίζεται για το δημόσιο ταμείο. Ο παραγωγός που εργάζεται με δικά του κεφάλαια (λ.χ. έχει αμπελώνα, χωράφια, μύλο ή κοπάδι με ζώα) δικαιούνται να λάβει τα δύο τρίτα των «αυτούσιων προϊόντων». Αν ο «κεφαλαιοδότης» είναι το κράτος, παρέχει δηλαδή τα κεφάλαια της εργασίας που αναφέρθηκαν (λ.χ. γη, ελαιοτριβεία ή ζώα) λαμβάνει ωσαύτως τα δύο τρίτα· όσοι καλλιεργούν τα κτήματα συνεταιρικά (διά κοινής προς έτερον δαπάνης) λαμβάνουν, εκτός από το ένα τρίτο (τριτημόριον), και το ήμισυ της αγροτικής παραγωγής.
Τα δημόσια έσοδα θα κατανέμονται στους «επιμελητές του κοινού συμφέροντος» σε είδος κατά τον εξής τρόπο: για τη διατροφή και τη συντήρηση ενός πεζού στρατιώτη ορίζεται το προϊόν μιας οικογένειας «ειλώτων», ένας ένοπλος ιππέας συντηρείται με τα προϊόντα δύο οικογενειών, ενώ κάθε αξιωματικός, πολιτικός αξιωματούχος, ιερέας ή αρχιερέας λαμβάνει το προϊόν της παραγωγής τριών οικογενειών. Ο ανώτατος άρχοντας επιτρέπεται να ορίζει ο ίδιος όσα χρειάζονται για τη συντήρηση της αυλής του.
Στην «άριστη πολιτεία» που οραματίζεται ο Πλήθων περιορίζεται η κυκλοφορία των νομισμάτων, όσο είναι δυνατόν, «διότι η χώρα κατακλύσθηκε υπό ξένων και κίβδηλων νομισμάτων, εξ ων ολίγοι μεν τινές ωφελούνται, οι δε πολλοί απατώνται αισχρώς.» Αφού οι δαπάνες και οι εισπράξεις γίνονται σε αυτούσια προϊόντα, η ανάγκη του νομίσματος αποβαίνει ελάχιστη. Το εξαγωγικό εμπόριο επίσης περιορίζεται, εφόσον η Πελοπόννησος ήταν σχετικά αυτάρκης και εισήγαγε μόνον μέταλλα και όπλα, τα οποία μπορούσε να τα προμηθευτεί με ανταλλαγή μαλλιού, λίνου, βάμβακος και βύσσου (πρόκειται για έναν εξαιρετικά σπάνιο τύπο μεταξιού, γνωστού και ως «μετάξι της θάλασσας» – η βύσσος, παράγεται από ένα υγρό που εκκρίνει η πίνα, Pinna Nobilis, ένα όστρακο που μοιάζει με τεράστιο μύδι. Για τους αρχαίους Αιγυπτίους, τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους η βύσσος ήταν η εκλεκτότερη υφαντική ύλη, κυρίως εξαιτίας της ιδιότητας της να λάμπει στον ήλιο.) Επιτρέπεται στους ντόπιους και τους ξένους η ατελής εισαγωγή ωφέλιμων προϊόντων, επιβάλλεται όμως βαρύς εξαγωγικός φόρος, σε ό,τι «δύναται ν’ αναλωθεί επωφελέστερον εντός της χώρας», προκειμένου να ικανοποιηθούν οι εγχώριες ανάγκες και να εισπράξει το δημόσια τα έσοδα που χρειάζονται για μισθοδοσίες διάφορων αξιωματούχων, την συντήρηση των γεροντότερων (εις πρεσβείας) και άλλες έκτακτες δαπάνες.
Εισηγείται ακόμη διάφορες βελτιώσεις και αλλαγές στο σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης: «Καθ’ α λέγει [ο Γεμιστός] εν Πελοποννήσω συνέβαινον συχνότατα κακουργήματα, τα οποία κατά τους υφιστάμενους νόμους έπρεπε να τιμωρούνται διά της ποινής του θανάτου. Εν τούτοις η μεν ποινή αύτη έπεσεν εντελώς εις αχρηστίαν, οι δε ένοχοι ή μένουσι ως επί το πλείστον εντελώς ατιμώρητοι ή ακρωτηριάζονται. Και τούτο μεν είναι παντελώς βάρβαρον, η δε ατιμωρησία ήκιστα συντελεί εις την δημόσιαν ασφάλειαν.» Κατά τη γνώμη του Γεμιστού, χρησιμότερο θα ήταν για ορισμένα κακουργήματα να επιβάλλονται «δεσμά» και κυρίως καταναγκαστική εργασία στο τείχος του Ισθμού, προκειμένου ν΄ανακουφιστούν οι στρατιώτες από τις βαριές εργασίες και οι φορολογούμενοι από τις εισφορές.
Η ομοφυλοφιλία, η μοιχεία και άλλες «μιαρές πράξεις» τιμωρούνται με την ποινή του θανάτου:
«Γι’ αυτό και εμείς τιμωρούμε με θάνατο τους περισσότερους απ’ όσους βαρύνονται με τέτοιες μιαρές πράξεις, απαλλάσσοντας τους ίδιους από μια άθλια ζωή και τις πόλεις από την καταισχύνη. Αυτοί λοιπόν που ασελγούν παρά φύση, όσα δηλαδή κρίνονται ένοχοι για διάπραξη μιαρών πράξεων όπως η αρσενοκοιτία (αρρενομιξία), η κτηνοβασία (θηριομιξία) ή οποιαδήποτε άλλη παρόμοια ασελγής πράξη, φανερή ή μυστική, από αυτές που έχουν εφεύρει οι πιο άθλιοι άνθρωποι, πρέπει να εξαγνίζονται με φωτιά, να καίγονται να καίγονται ζωντανοί (πυρί καθαίρειν) και ο δράστης μαζί με το θύμα. Κι’ όταν κάποιος καταδικάζεται για κτηνοβασία, πρέπει επίσης να καίγεται μαζί του και το ζώο.»
Οι μοιχαλίδες καταδικάζονται σε υποχρεωτική πορνεία· με θάνατο στην πυρά τιμωρούνται και οι βιαστές:
«Πρέπει παρομοίως να οδηγούνται στη φωτιά κατά πρώτον οι μοιχοί οι ίδιοι και κατά δεύτερον οι προαγωγοί, είτε είναι άνδρες είτε γυναίκες. Οι μοιχαλίδες γυναίκες να παραδίδονται στην προϊστάμενη των κοινών γυναικών, για να τις κουρέψουν και να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους στην πορνεία. Έτσι, ως αντιστάθμισμα του γεγονότος ότι δεν φύλαξαν καθαρό το συζυγικό τους κρεβάτι, θα διατηρούν, όσον εξαρτάται από αυτές, τη συζυγική πίστη των άλλων γυναικών, προσφέροντας μια θεμιτή θεραπεία σε όσους έχουν μεγάλο πάθος προς τις ερωτικές απολαύσεις. Πρέπει επίσης να καταδικάζεται σε θάνατο στην πυρά όποιος βιάσει μια οποιαδήποτε γυναίκα, εκτός αν πρόκειται για πόρνη, ακόμα κι αν διαπιστωθεί ότι είναι ελευθερίων ηθών, χωρίς όμως να έχει δηλωθεί ποτέ ως πόρνη. Την ίδια ποινή να έχει και όποιος βίασε πόρνη, αν βέβαια την βίασε ακάθαρτη, κατά τη διάρκεια της γυναικείας εμμηνόρροιας.». Λίγο παρακάτω διαβάζουμε: «Όλοι λοιπόν οι παραπάνω, επειδή βαρύνονται με τα πιο ανίερα παραπτώματα, πρέπει να οδηγούνται και να καίγονται σε κάποια ιδιαίτερα νεκροταφεία και όχι στα δημόσια. Γιατί σε κάθε περιοχή πρέπει να υπάρχουν τριών ειδών νεκροταφεία, τα οποία να διακρίνονται μεταξύ τους με ευδιάκριτα όρια: ένα για τους ιερείς, ένα για τον υπόλοιπο λαό και ένα για όλους αυτούς τους εγκληματίες.»
Εξίσου αυστηρές ποινές προβλέπονται και για όσους διδάσκουν αντίθετες θεωρίες – αναφέρονται ονομαστικά μόνον οι σοφιστές, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι παρόμοιες ποινές θα επιβάλλονταν σε όλους τους αντιφρονούντες (λ.χ. τους Χριστιανούς):
«Σ’ αυτό το τελευταίο νεκροταφείο θα πρέπει να καεί ζωντανός και όποιος από τους σοφιστές συλληφθεί να διδάσκει θεωρίες αντίθετες από τις δίκες μας απόψεις (ου και σοφιστών, ην τις παρά τις ημετέρας ταύτας δόξας σοφιζόμενος αλώ, ζων και ούτος κεκαύσεται.)»
Ο «πρότερος έντιμος» βίος λειτουργεί ως ελαφρυντικό:
«Στην περίπτωση όμως που υπάρχει αμφιβολία για τη διάπραξη των αδικημάτων, ο κατηγορούμενος να καταδικάζεται μόνο με την πλειοψηφία των ψήφων. Αντίθετα να αθωώνεται για τη διάπραξη του αδικήματος όχι μόνο αν οι καταδικαστικές ψήφοι αποτελούν μειοψηφία, αλλά κι όταν υπάρχει απόλυτη ισοψηφία. Τέλος καλό είναι στο κεφάλαιο για τις δίκες να προστεθεί κι αυτό το άρθρο: όποιος δικάζεται από το δικαστήριο για αδίκημα τέτοιο που επιφέρει ως ποινή τη θανατική καταδίκη, έχει όμως να επιδείξει κατά τον προηγούμενο χρόνο της ζωής του αρκετές ενάρετες πράξεις, οι οποίες αναμφίβολα είναι ως προς τη σημασία ή τον αριθμό κατά πολύ ανώτερες από το αδίκημα, δεν πρέπει να καταδικάζεται σε θάνατο, αλλά να τιμωρείται με πολύχρονη φυλάκιση.»
Στα 1437, ο Πλήθων, ως επίσημο μέλος της βυζαντινής συγκλήτου, συνόδευσε τον αυτοκράτορα στη περιβόητη σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας· εκεί διορίστηκε από τους Έλληνες μέλος της εξαμελούς επιτροπής «προς κατάρτισιν των προπαρασκευαστικών εργασιών εκάστου τμήματος.» Η βυζαντινή αποστολή, αποτελούμενη από 30 επισκόπους και αρκετούς λαϊκούς, έφτασε αρχές Μαρτίου στη Φερράρα και στις 9 Απριλίου η σύνοδος άρχισε τις εργασίες της που κράτησαν όλο το 1438. Το 1439, λόγω οικονομικών δυσχερειών και μιας επιδημίας που ξέσπασε στη Φερράρα, η σύνοδος μεταφέρθηκε στη Φλωρεντία. Στις 6 Ιουλίου 1439 διακηρύχθηκε τελικά η ένωση σε λατινική και ελληνική γλώσσα στον καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας από τον καρδινάλιο Ιουλιανό Cesarini και τον αρχιεπίσκοπο της Νικαίας Βησσαρίωνα. Βέβαια, η απόφαση σχετικά με το παπικό πρωτείο διατυπώθηκε με σχετική ασάφεια και οι Έλληνες θα μπορούσαν να διατηρήσουν το εκκλησιαστικό τυπικό τους. Ωστόσο σε όλα τα διαφιλονεικούμενα ζητήματα επικράτησε η γνώμη της Ρώμης.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η φιλοσοφική-θεολογική διδασκαλία του Πλήθωνος αναπτύσσεται κυρίως μετά την μετάβαση και παραμονή του στην ιταλική χερσόνησο· εκεί έρχεται σε πρώτη άμεση επαφή με το κίνημα του (νεο)πλατωνισμού και γίνεται δεκτός στην αυλή των ισχυρών Μεδίκων. Ο Σάθας θεωρεί ότι ο πλατωνισμός, από τη γέννησή του, κηρύχτηκε πολέμιος του χριστιανισμού, συμμάχησε με το «εθνισμό» και στήριξε τους διωγμούς που υπέστησαν οι χριστιανοί από τους πρώτους «εθνικούς» αυτοκράτορες· ο «εθνισμός» θριάμβευσε κάποια στιγμή, στα χρόνια του Ιουλιανού, του επονομαζόμενου «Παραβάτη», αλλά στη συνέχεια, ακολουθώντας φθίνουσα πορεία, φάνηκε να σβήνει «εν τη εξορία και τη σιγή»: «Η χριστιανική θρησκεία, αντιμέτωπος παραταχθείσα κατά του επικινδύνου τούτου εχθρού επάταξεν αυτόν μέχρι εξοντώσεως, και την αριστοτελικήν φιλοσοφία ενσωματισθείσα επίσημον μετ’ αυτού εποίησεν διαζύγιο. Η σχολαστική φιλοσοφία είχεν ήδη εκθρονίσει την ακαδημαϊκήν και ουδείς λόγος πλέον περί Πλάτωνος εγένετο.» Είναι
δύσκολο να προσδιορίσουμε ακριβώς την επίδραση της διδασκαλίας του στη Φλωρεντία και γενικότερα στη Δύση· κατά τον Σάθα, ο Πλήθων παρουσίασε την πλατωνική φιλοσοφία στον πανίσχυρο άρχοντα Κόζιμο των Μεδίκων, ο οποίος ενθουσιάστηκε τόσο από τις ιδέες του Γεμιστού, ώστε προσχώρησε στο κίνημα του νεοπλατωνισμού· στη Φλωρεντία έγραψε και το «πονημάτιον» «Περί ως Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται»· την ίδια περίοδο, με προτροπή ίσως του Γεμιστού, συνέλαβε ο Κόζιμο και την ιδέα για την ίδρυση Πλατωνικής Ακαδημίας στη Φλωρεντία, ενώ ανέθεσε στον ουμανιστή νεοπλατωνικό Μαρσίλιο Φιτσίνο την μετάφραση των έργων του Πλάτωνα και των νεοπλατωνικών στη λατινική γλώσσα. (Η Ακαδημία ιδρύθηκε λίγο αργότερα και η μετάφραση των πλατωνικών έργων από την αρχαία ελληνική στη λατινική γλώσσα εκδόθηκε τελικά το 1484, μαζί με τις μεταφράσεις μιας συλλογής ελληνιστικών κειμένων που είχε ανακαλύψει ο μοναχός Λεονάρδος της Πιστόια, τα λεγόμενα «Ερμητικά»· μεταφράστηκαν ακόμη έργα πολλών νεοπλατωνικών φιλοσόφων, του Πορφυρίου, του Ιαμβλίχου, του Πλωτίνου και άλλων.)
Στην εισαγωγή των «Νόμων» προτάσσεται μια σύντομη περίληψη του βιβλίου:
«Το βιβλίο αυτό περιέχει πρώτα Θεολογία σύμφωνα με τον Ζωροάστρη και τον Πλάτωνα. Για τους θεούς που αναγνωρίζονται από τη Φιλοσοφία χρησιμοποιούνται τα πατροπαράδοτα στους Έλληνες ονόματα των θεών. Όσα από τα ονόματα αυτά δεν είναι εναρμονισμένα με τη Φιλοσοφία, εξαιτίας των διαστρεβλώσεων που έκαναν οι ποιητές, προσπαθούμε να τα εναρμονίσουμε με τη Φιλοσοφία. όσο είναι δυνατόν.
Περιέχει στη συνέχεια Ηθική σύμφωνα με τους παραπάνω σοφούς και ακόμη βέβαια τους Στωικούς.
Περιέχει επίσης τις αρχές του σπαρτιατικού πολιτεύματος (Πολιτείαν δε Λακωνικήν), αφού βέβαια αφαιρεθεί απ’ αυτό η υπερβολική σκληραγωγία, που ασφαλώς δεν γίνεται εύκολα αποδεκτή από τους πολλούς, και αφού προστεθεί προπάντων η φιλοσοφία των αρχόντων, το σπουδαιότατο αυτό πλατωνικό πολίτευμα.
Περιέχει ακόμα ευπρεπείς ιεροτελεστίες (αγιστείας ευσταλείς), που δεν είναι εξεζητημένα περίτεχνες, ούτε όμως κατώτερες απ’ ό,τι πρέπει (εκλιπείς).
Περιέχει βέβαια και Φυσική, κυρίως σύμφωνα με τον Αριστοτέλη.
Καταπιάνεται (άπτεται) κάπως το βιβλίο και με τις αρχές της λογικής και με την ελληνική μυθολογία (αρχαιολογίαν) και παράδοση και ως ένα σημείο με τον υγιεινό τρόπο ζωής (υγιεινής διαίτης).»
Σχετικά με την αθανασία της ψυχής ο Πληθών υποστηρίζει την παλαιά διδασκαλία για τις συνεχείς, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, επανόδους των ψυχών στα σώματα και στη ζωή, επανόδους τις οποίες οι πιο πολλοί ονομάζουν μετεμψυχώσεις και πιστεύει ότι οι ψυχές δεν ανυψώνονται ποτέ στην ουράνια βασιλεία (εις τον ουράνιον τόπον ουδέποτε ταύτας ανάγεσθαι):
«Σχετικά τώρα με τη δική μας φύση, πρώτο κεφάλαιο είναι πως η ψυχή μας είναι συγγενική με τους θεούς και γι’ αυτό μένει αθάνατη και αιώνια (αΐδιος) στον ουρανό αυτόν καθ’ όλο τον χρόνο. Δεύτερο κεφάλαιο πως η ψυχή αποστέλλεται από τους θεούς για να ενωθεί κατά τακτά διαστήματα με θνητό σώμα, κάθε φορά και με άλλο, για χάρη της αρμονίας του σύμπαντος, ώστε να επικοινωνεί σε μας και στο δικό μας είδος το θνητό με το αθάνατο στοιχείο και να συνδέονται έτσι μεταξύ τους τα διάφορα μέρη του σύμπαντος.»
Αφού ήταν ήδη γνωστό πως ο Πλήθων ετοίμαζε το βιβλίο του, ο Γεννάδιος Σχολάριος, έγραψε δημόσια υπέρ της αριστοτελικής φιλοσοφίας και κατά του Πλάτωνα, εκβιάζοντας κατά κάποιον τρόπο την απάντηση του Γεμιστού και την υπεράσπιση του πλατωνισμού. Πράγματι ο «φιλόσοφος», όπως τον αποκαλούσαν πολλοί, απάντησε και ακολούθησε σπουδαία δημόσια συζήτηση, με πρωταγωνιστές τους επιφανέστερους εκπροσώπους των δύο φιλοσοφικών «σχολών». Ο Σχολάριος, θέλοντας ίσως να προλάβει τη δημοσίευση του «επίφοβου» βιβλίου κατηγορεί τον Πλήθωνα ότι «τα σαπρά Ελλήνων ανανεοίεν ληρήματα», και θέλει να αναζωπυρώσει «την αλόγιστον εκείνην θεοποιίαν», η οποία είχε σβήσει από καιρό· στο τέλος της επιστολής απειλεί ευθέως τον Έλληνα φιλόσοφο: « …αλλά γένοιτο καμοί τούτον ενστήσασθαι τον αγώνα, και μη πυρ, αλλά λόγους αληθείας επαφείναι τοις γράμμασιν, ως τοις γράψασιν μάλλον πρέποντος του πυρός.»
Πολλά κεφάλαια του βιβλίου θα μπορούσαν ίσως να τα συνυπογράψουν και πιστοί χριστιανοί θεολόγοι, όπως λ.χ. τα σχετικά με τη φύση του «ενός θεού», την αγαθότητα και την αιώνιότητά του· χριστιανικότατα φαίνονται και όσα γράφει για τις αρετές, τη σωφροσύνη και την ανδρεία. Ο Πλήθων όμως δεν αφήνει κανένα περιθώριο συμβιβασμού: από την αρχή ξεκαθαρίζει ότι το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα έχει ως αναπόσπαστο στοιχείο του την λατρεία των θεών, όπως άλλωστε συνέβαινε και στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.
Σε μια νεότερη ελληνική έκδοση των Νόμων, ο μεταφραστής αισθάνεται την ανάγκη να δηλώσει τα θρησκευτικά του φρονήματα: «Η προσήλωση μου στην Ορθοδοξία δεν με εμπόδισε να μεταφράσω το κατεξοχήν «αιρετικό» έργο του Πλήθωνος, γιατί είμαι πεπεισμένος ότι λόγοι ιστορικής αυτογνωσίας επιβάλλουν τη νηφάλια εξέταση των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων λίγα χρόνια πριν από την άλωση της Πόλης»· και αμέσως παρακάτω: «Επίσης, επειδή από μικρός γαλουχήθηκα στα ιδεώδη του Ελληνισμού πιστεύω ότι οφείλεται έστω και ελάχιστος σεβασμός στον ακραιφνή Έλληνα Γεώργιο Γεμιστό, γιατί, παρά το γεγονός της αποστασίας του, αγωνίστηκε με πάθος για την αναγέννηση και σωτηρία του Ελληνισμού.»
Ο Κωστής Παλαμάς, στον «Δωδεκάλογο του γύφτου» ζωντανεύει τη σκηνή της καύσης του βιβλίου και βάζει τους λεγόμενος «εθνικούς» απέναντι στους Χριστιανούς:
«…ξάναβε φωτιά, και γύρω της / ρασοφόροι, καλογέροι, χριστιανοί / τήνε θρέφαν, και το ρύθµιζε το βήµα τους / µια τροµάρα, µια ηδονή.» […]
«Και τους γνώρισα· ήταν οι Πολύθεοι / κι οι χριστιανοµάχοι κι οι εθνικοί, / κι οι φιλόσοφοι, του ονείρου οι κυνηγοί, / στη λατρεία των αγύριστων Ελλήνων / οι γονατιστοί. / Τη φωτιά την αντικρίζανε / σαν ιερό βωµό, / σα να παραφύλαγαν τα λείψανά της / να τα συµµαζώξουνε για το ναό.» […]
«Και µε κοίταξαν και µου είπαν: «Τρέµε, / γύφτε, κι οι άπιστοι όλοι! Καίµε το βιβλίο τ’ αφορισµένο, / το κακούργο, το γραµµένο / απ’ το Γεµιστό, / το βιβλίο που δε θέλει την Παρθένο / και δεν ξέρει το Χριστό, / και σε δόξας ανεβάζει θρόνους / και λατρεύει για θεούς / τα στοιχειά και τους δαιµόνους / και των ψεύτικων ειδώλων τους ναούς!»
Ο Γύφτος, η συνείδηση του ποιητή, επαγγέλεται τη συμφιλίωση των «πολύθεων» με τους Χριστιανούς:
[…] «Έρµη, σκλάβα, πικρή Ρωµιοσύνη, / τη βλαστήµια τ’ αντίθεου την είδα / κατά σε πειρασµός να τη χύνει / σαν τη λέπρα και σαν την ακρίδα! / Ποιός βαστιέται µ’ αδάκρυτα µάτια / να σε ιδεί; Τι αµαρτίες πληρώνεις; / Στα χρυσά ρηγικά σου παλάτια / γνέθει η αράχνη και µύρεται ο γκιώνης.»
«Θά ‘ρθει µέρα, και θα δώσετε τα χέρια σας, / Εθνικοί και Γαλιλαίοι, ανοιχτοµάτες, / ποτισµένοι το βοτάνι της ζωής· /τα φαντάσµατα θα δείτε σα φαντάσµατα / και θ’ απλώσετε τα χέρια, απ’ όσα ζουν να κρατήσετε κι εσείς!»
Στην «Γυφτοπούλα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ο Πλήθων έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, ως «είδος Φάουστ», όπως έγραφε χαρακτηριστικά μια εφημερίδα της εποχής. Σε μια «ιστορική παρέκβαση», εγκιβωτισμένη μέσα στο μυθιστόρημα, ο Παπαδιαμάντης αναφέρεται στον Πλήθωνα και στις πολυσυζητημένες απόπειρες για την ένωση της δυτικής με την ανατολική εκκλησία, εν όψει του διαφαινόμενου τουρκικού κινδύνου. Για τον Πλήθωνα διαβάζουμε: «Στάδιά τινά μακρὰν τῆς Σπάρτης ἔκειτο τὸ Πληθώνειον ἄντρον, ἐν ᾧ κατῴκει ὁ Γεώργιος Γεμιστός, ὁ μετονομασθεὶς Πλήθων, οὗ τὸ κλέος εὐρὺ τότε ἀνὰ πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα.» Και λίγο παρακάτω: «Ὁ Γεώργιος Γεμιστὸς ἦτο ὁ ὀψιγενὴς Ἕλλην πλατωνικὸς τοῦ ΙΕ´ αἰῶνος, ὁ ὀνειροπολήσας νὰ ἀρχίσῃ ἐκ νέου κατὰ τὸν χρόνον ἐκεῖνον τὸ ἔργον τοῦ Ἰουλιανοῦ, ὁ μετὰ τὸν Παραβάτην δεύτερος Παραβάτης. Ὁ Γεώργιος Γεμιστὸς ἦτο ἀνὴρ σοφώτατος καὶ πολυμαθέστατος. Ἦτο τόσον ἀνώτερος τοῦ χρόνου καθ᾽ 〈ὃν〉 ἔζη, ὅσον ἡ ἀρχαία ἐποχὴ ἦτο ἀνωτέρα τῆς τότε ἀθλίας ἐποχῆς, καὶ ὅσον ἡ ἀθλία ἐκείνη ἐποχὴ ἦτο οὐχ ἧττον ἀνωτέρα τῆς σήμερον ἀπροσδιορίστου ἐποχῆς.»
Παρά τις πανθομολογούμενες αρετές του, ο «σοφός» Γεμιστός έσφαλλε, εφόσον πίστευε ότι μπορούσε ν’ αναστήσει θεσμούς και νόμους που χάνονταν μακριά στον ιστορικό χρόνο και είχαν θεσπιστεί σε άλλες, πολύ διαφορετικές ιστορικές συνθήκες: «Ἀλλὰ παρὰ πᾶσαν τὴν σοφίαν καὶ πολυμάθειαν αὐτοῦ ὁ Γεώργιος Γεμιστὸς ἥμαρτε, καὶ ἥμαρτε λίαν ἀδικαιολογήτως. Διότι ἐφαντάσθη ὅτι ἦτο δυνατὸν νὰ ἐπανορθώσῃ θεσμοὺς καὶ ἤθη ταφέντα ἐσαεὶ καὶ κείμενα ὑπὸ τὴν σεσωρευμένην σκωρίαν τοῦ χρόνου.»
Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο φιλόσοφος του Μυστρά ήθελε να επαναφέρει την «παλαιά θρησκεία» των Ελλήνων, την πολυθεΐα, όπως τη χαρακτήριζε ο Γεννάδιος Σχολάριος: «Ὁ Γεώργιος Γεμιστὸς ἐπεθύμει οὐδὲν ἦττον ἢ νὰ ἐπανιδρύσῃ εἰς τὴν Ἑλλάδα τὴν ἀρχαίαν θρησκείαν, τὴν λατρείαν τοῦ Διός, τῆς Ἥρας, τῆς Ἀθηνᾶς, τῆς Ἀφροδίτης καὶ τῶν ἄλλων τῆς ἀρχαιότητος θεῶν.»
Όπως φαίνεται και στο προηγούμενο απόσπασμα, ο Παπαδιαμάντης δεν πιστεύει ότι ο Γεμιστός επιδίωκε κατά κάποιον τρόπο να συνταιριάσει τον χριστιανισμό με τον ελληνισμό ή έστω με τον πλατωνισμό, όπως υποστηρίχτηκε αργότερα· ο Γεμιστός είναι Έλληνας και νοιάζεται πράγματι για τη σωτηρία των Ελλήνων, αλλά πουθενά δεν φαίνεται χριστιανός, αν και θάφτηκε με χριστιανικές τιμές και σύμφωνα με το τυπικό της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας· διότι, ενώ μπορούμε να βρούμε πολλές γενικές ομοιότητες ή παραλληλισμούς ανάμεσα στην φιλοσοφική διδασκαλία του Πλήθωνα και τα ορθόδοξα χριστιανικά δόγματα της εποχής, απουσιάζουν παντελώς οι ξεκάθαρες αναφορές στον χριστιανισμό και τις άλλες μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, τον ιουδαϊσμό και τον μωαμεθανισμό.
Ασφαλώς η σιωπή δεν οφείλεται στην άγνοια· όπως ήταν αναμενόμενο, το τελευταίο βιβλίο του Πλήθωνα προκάλεσε την αντίδραση της εκκλησίας. Ποια τύχη θα μπορούσε να έχει στο ύστερο Βυζάντιο μια φιλοσοφική, πολιτική και θρησκευτική πραγματεία που όχι μόνο δεν αναφέρεται στον Ιησού, αλλά εξυμνεί σε όλους τους τόνους τον Δία και τον Ποσειδώνα;
Σύμφωνα με τον ιστορικό Γιάννη Κορδάτο, ο Γεμιστός είναι «ο θεωρητικός αντιπρόσωπος και απολογητής της (μέσης) αστικής τάξης» και «ρίχνει την ιδέα να καταργηθεί ο φεουδαρχισμός, η γη να γίνει κοινή και οι καλλιεργητές νάχουν το δικαίωμα να καλλιεργούν όπου θέλουν.» Θεωρεί ακόμη πως «τα έβαλε με τον χριστιανισμό, γιατί οι λαϊκές μάζες ήταν φανατικές και στέκονταν εμπόδιο σε κάθε κίνηση μεταρρυθμιστική από τα άνω. Το νέο κράτος χρειαζόταν νέα ιδεολογία και νέα θρησκεία. Η νέα ιδεολογία ήταν ένας ξαναφρεσκαρισμένος νεοπλατωνισμός και η θρησκεία ήταν ο ζωροαστρισμός ανακατεμένος με την ελληνική μυθολογία.»
Η συγκέντρωση της εξουσίας σε έναν μονάρχη και η δημιουργία ουσιαστικά νέων κοινωνικών ομάδων (παραγωγοί, μικροί ιδιοκτήτες, στρατιώτες) εκ των πραγμάτων στρέφεται ενάντια στους παλιούς ιδιοκτήτες και τους γαιοκτήμονες, χωρίς όμως να τους καταργεί ως τάξη· τα μέτρα κατά της κερδοσκοπίας και οι δασμοί θέτουν τα όρια του πλουτισμού: αυτό που προέχει είναι η επιβίωση του κράτους, και μάλιστα σε δύσκολες συνθήκες.
Ο Πλήθων ήταν από τους Έλληνες που είχαν προβλέψει τον τουρκικό κίνδυνο και πιθανότατα πολλοί θα συμμερίζονταν τις απόψεις του για ριζική αλλαγή των πραγμάτων στην Πελοπόννησο ή και σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, όση είχε απομείνει μετά τις αλλεπάλληλες επιδρομές και τα εσωτερικά προβλήματα που την ταλάνιζαν τους τελευταίους αιώνες πριν από την άλωση του 1453. Τα σχέδια του για ριζικές αλλαγές επικεντρώνονται στην Πελοπόννησο, πιθανότατα γιατί πίστευε ότι η Πόλη ήταν πλέον αδύνατο να σωθεί, καθώς είχε περικυκλωθεί ασφυκτικά από τις δυνάμεις των Τούρκων και οι δυτικοί δεν φαίνονταν στην πράξη πρόθυμοι να εκστρατεύσουν εναντίον τους. Αντιθέτως η Πελοπόννησος διέθετε ακόμα ικανούς ελληνικούς πληθυσμούς και πολεμική παράδοση, καθώς, εκτός από τους «πολεμικότατους» Μανιάτες, πολλοί Έλληνες υπηρετώντας ως μισθοφόροι στους Φράγκους απέκτησαν στρατιωτική εμπειρία και το ανάλογο πολεμικό φρόνημα. Τα κείμενα του Γεμιστού για την συγκρότηση εθνικού στρατού και η αντίθεσή του στην χρησιμοποίηση μισθοφόρων δείχνουν πως είχε σαφή και συγκεκριμένη αντίληψη των πραγμάτων.
Την ίδια περίοδο περίπου, ο Μακιαβέλι καταφέρεται επίσης εναντίον των μισθοφόρων, προκειμένου να σωθεί η Ιταλία από τους «βαρβάρους». Τα πολυδάπανα μισθοφορικά στρατεύματα, στην καλύτερη περίπτωση, μπορούσαν ίσως να βοηθήσουν σε κρίσιμες περιστάσεις, εφόσον ο εργοδότης τους ήταν αρκετά ισχυρός, ώστε ν’ ανακόψει την αρπακτική τους διάθεση σε περίπτωση νίκης ή και ήττας. Εύκολα όμως περνούσαν με τον αντίπαλο, η μαχητικότητά τους ήταν μειωμένη και στασίαζαν συχνά. Βαθύς ανθρωπογνώστης ο Γεμιστός ξέρει καλά ότι τίποτε δεν μπορεί ν’ αντικαταστήσει έναν εθνικό στρατό: όποιος είναι αποφασισμένος να πεθάνει για την πατρίδα και την (όποια) πίστη του πολεμάει καλύτερα, όπως έδειξαν πλήθος παραδείγματα στο ιστορικό παρελθόν. Η Σπάρτη, χάρη στο πολίτευμα της, για αιώνες ολόκληρους παρέμεινε ανεξάρτητη, μέχρι και τα χρόνια των Ρωμαίων.
Έχοντας ως πρότυπο παράδειγμα τους μεγάλους νομοθέτες της αρχαιότητας, και ιδίως τον Λυκούργο, ο Πλήθων πιστεύει ότι οι καλοί νόμοι είναι το βασικότερο συνεκτικό στοιχείο μιας οργανωμένης πολιτείας. Παράλληλα, περιγράφει μια τάξη από επαγγελματίες πολεμιστές, η οποία θα ελέγχει ουσιαστικά τους άρχοντες και θα ταυτίσει ενδεχομένως τα συμφέροντά της με την εφαρμογή του Νόμου. (Στη Σπάρτη, η Απέλλα, η συνέλευση των πολεμιστών, και πολλοί άλλοι θεσμοί, έβαζαν φραγμό στην ασυδοσία των αρχόντων – με αυτή την έννοια, το πολίτευμα ήταν μεν «ολιγαρχικό» ή «αριστοκρατικό», δεν μπορούσε όμως να μετατραπεί εύκολα σε προσωπική δικτατορία. Η συγκέντρωση της εξουσίας σε έναν μονάρχη έχει στόχο, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, να μειώσει την ισχύ των παραδοσιακών κυρίαρχων ομάδων). Όπως είδαμε, οι παραγωγοί αναφέρονται ως «είλωτες», ωστόσο προβλέπεται να λαμβάνουν ένα μέρος των προϊόντων, ως ποσοστό, πράγμα που σημαίνει ότι η αύξηση της παραγωγής θα ωφελούσε και τους ίδιους· η ζωή τους γίνεται σεβαστή και η αξιοπρέπεια τους προστατεύεται ρητά από τον Νόμο – στην αρχαία Σπάρτη ήταν απλώς δούλοι. Θεωρητικά τουλάχιστον και με τα μέτρα της εποχής, η κατάσταση των εξαθλιωμένων αγροτών θα ήταν πιθανόν καλύτερη σε σχέση με τα φεουδαρχικού τύπου καθεστώτα που επέβαλλαν οι Φράγκοι στην Πελοπόννησο και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Η μνημειώδης αντίσταση του Σκεντέρμπεη (1443-1468), ο οποίος είχε υπό τις διαταγές του σημαντικές χριστιανικές δυνάμεις της Ηπείρου (κυρίως Ηπειρώτες Έλληνες και Αλβανούς) έδειξε ότι μια ενδεχόμενη συμμαχία θα μπορούσε να σταματήσει την τουρκική επέλαση τουλάχιστον στα όρια της Ηπείρου και της Πελοποννήσου. Τα σχέδια για την οχύρωση του Ισθμού δείχνουν επίσης ότι οι βυζαντινοί Έλληνες είχαν πλήρη επίγνωση του επερχόμενου κινδύνου, αν και την ίδια περίοδο πολλοί συνεργάζονταν με τους Τούρκους και υπονόμευαν στην πράξη την περιβόητη χριστιανική συμμαχία εναντίον των «απίστων». Τα χριστιανικά ιπποτικά τάγματα δεν ήταν παρά δράκες αδίστακτων μισθοφόρων, όπως φάνηκε στην πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολη (1204). Ένα ισχυρό ελληνικό ή έστω χριστιανικό κράτος θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την αντιστροφή της κατάστασης και ν’ αποτελέσει πόλο έλξης για όσους προσχωρούσαν ήδη μαζικά στον ισλαμισμό, είτε από φόβο, είτε με ανταλλάγματα. Αν και δεν έχει σωθεί το μεγαλύτερο μέρος των «Νόμων», μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι ο πολυμαθέστατος Πλήθων είχε συγκεκριμένες προτάσεις για την ανάπτυξη της πολεμικής τεχνολογίας των βυζαντινών και την αξιοποίηση των επιστημονικών γνώσεων της εποχής, υπό την εποπτεία μιας «φωτισμένης» ηγεσίας.
Αν εξετάσουμε το ζήτημα από τη σκοπιά της γενικότερης ευρωπαϊκής ιστορίας, τα κύρια συστατικά στοιχεία του κράτους που προτείνει ο Γεμιστός ταυτίζονται σχεδόν με τις γενικές αρχές στις οποίες στηρίχτηκαν τα καινούργια εθνικά κράτη που άρχισαν να σχηματίζονται αφού διαλύθηκαν τα φεουδαλικά μεσαιωνικά συστήματα και οι αυτοκρατορίες.
Προτείνει τη συγκρότηση αξιόμαχου εθνικού στρατού, όπως και ο Μακιαβέλι την ίδια περίοδο. Ο στρατιώτης-πολίτης είναι βασικό στοιχείο του σύγχρονου κράτους, Ο Πλήθων, ωστόσο, δεν κάνει λόγο για γενική στρατολογία του λαού αλλά για τη δημιουργία μόνιμης εθνικής τάξης πολεμιστών. Με την πάροδο των αιώνων, το λαϊκό στοιχείο θ’ αντικαταστήσει σταδιακά τους μισθοφόρους και τα ποικιλώνυμα στρατιωτικά σώματα που υπηρετούσαν διάφορους τοπικούς άρχοντες. Και στα σύγχρονα κράτη βρίσκουμε μόνιμους εθνικούς στρατούς και ειδικούς επαγγελματίες του πολέμου. (Εκτός των άλλων, η πολυπλοκότητα των οπλικών συστημάτων επιβάλλει εκ των πραγμάτων τη δημιουργία τέτοιων σωμάτων, σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες τουλάχιστον.)
Ο Πλήθων προτείνει εθνική ανεξάρτητη οικονομία, κατά το δυνατόν αυτάρκη, η οποία θα εξασφάλιζε τους οικονομικούς πόρους που ήταν απαραίτητοι για την επιβίωση και την ευημερία του κράτους. Εδώ βρίσκουμε στοιχεία κρατικού προστατευτισμού (δασμοί, φόροι στα εισαγόμενα κλπ.), ώστε το κράτος, ως σύνολο, να μπορεί να ρυθμίζει την οικονομική ζωή – οι έμποροι και οι βιοτέχνες δραστηριοποιούνται στα οικονομικά πεδία που ορίζονται σε γενικές γραμμές από την κεντρική εξουσία· η πολιτεία, ως κεφαλαιοδότης ή «προστάτης» συμμετέχει στην παραγωγική ανασυγκρότηση και την παραγωγή του πλούτου, διατηρώντας καθοριστικό ρόλο στη διανομή του.
Οι προτάσεις για ισχυρό εθνικό νόμισμα και σχετικά δίκαιη φορολογία βασισμένη στο εισόδημα θα εφαρμοστούν τους επόμενους αιώνες συστηματικά. Η άριστη πολιτεία του Πλήθωνα διαθέτει ισχυρή κεντρική εξουσία κι έχει επικεφαλής έναν μονάρχη, με «ενάρετους», «δίκαιους» και ειδικευμένους συμβούλους, οι οποίοι προέρχονται κυρίως από τη μεσαία τάξη των πολιτών· Με άλλα λόγια, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο, ο Έλληνας φιλόσοφος διατυπώνει μια εθνική πολιτική ιδεολογία, όπως έκανε είκοσι αιώνες νωρίτερα ο Πλάτων. Ο Πλήθων προτείνει μάλιστα ξεκάθαρα να τεθεί ο ίδιος επικεφαλής ενός τέτοιου κράτους – ο Μακιαβέλι δεν έχει τέτοιες αξιώσεις.
Ο Πλήθων πέθανε υπέργηρος από φυσικά αίτια στον Μυστρά το 1452· λόγω της καθόδου των Οθωμανών που ακολούθησε μετά από λίγα χρόνια, οι περισσότεροι μαθητές του, ανάμεσα στους οποίους και ο μετέπειτα καρδινάλιος Βησσαρίων, έφυγαν στην Ιταλία, όπου συνέβαλαν σημαντικά στην λεγόμενη Αναγέννηση. Το 1466 Ιταλοί θαυμαστές του με επικεφαλής τον Σιγισμούνδο Μαλατέστα εισέβαλαν στην Λακεδαίμονα, πήραν τα οστά του και τα μετέφεραν στο Ναό των Μαλατέστα (Tempio Malatestiano) στο Ρίμινι όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα, «για να βρίσκεται ο μεγάλος διδάσκαλος μεταξύ ελευθέρων ανθρώπων». Μετά το θάνατό του οι δεσπότες της Πελοποννήσου παρέδωσαν το χειρόγραφο στο Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος, αφού το διάβασε, δεν το αντέκρουσε, όπως είχε αρχικά πει, αλλά το έκαψε δημόσια, καθώς θεωρήθηκε «ειδωλολατρικό» και «σατανικό»· κάλεσε μάλιστα όσους κατέχουν αντίγραφα να τα καταστρέψουν.
Όπως και νάχει, οι προτάσεις του Πλήθωνα δεν εφαρμόστηκαν, και ίσως ήταν αδύνατο να εφαρμοστούν στο σύνολό τους. Αυτό που δεν μπορούσε να γίνει, ήταν η επιστροφή στην παλαιά θρησκεία των Ελλήνων. Πίστευε πραγματικά ο Πλήθων ότι η αλλαγή της θρησκείας θα μπορούσε να επιβληθεί από τους «άρχοντες φιλοσόφους» και ο λαός θ’ ακολουθούσε; Η φιλοσοφική-πολιτική σχολή του Πλήθωνα στον Μυστρά και η αναβίωση των αρχαίων μυστηρίων είχαν σκοπό να διαμορφώσουν τους μελλοντικούς «φιλόσοφους κυβερνήτες», κατά το πρότυπο της Ακαδημίας του Πλάτωνα, και απευθυνόταν μάλλον στις ανώτερες και μορφωμένες τάξεις της κοινωνίας. Ο πολύς λαός όμως, άπαξ και άλλαξε την πίστη του, επέμενε σ’ αυτήν – ο Γεμιστός θεωρούνταν κάτι σαν «μάγος». Ο Δίας δεν μπορούσε ν’ αντικαταστήσει τον Ιησού, ούτε οι ορθόδοξοι επίσκοποι μπορούσαν να δώσουν τη θέση τους σε ιερείς του Δία και του Ποσειδώνα. Οι καιροί και τα πράγματα είχαν αλλάξει και ο Παπαδιαμάντης μάλλον έχει δίκιο όταν γράφει: «Καὶ ὅμως ἦτο εὐφυής, καὶ ἠδύνατο νὰ προΐδῃ ὅτι ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ δὲν ἠδύνατο νὰ ἀντικαταστῇ δι᾽ ἄλλης θρησκείας, πλὴν τῆς ἐλλείψεως πάσης θρησκείας, ὅπως καὶ συνέβη ἐπὶ τῶν ἡμερῶν ἡμῶν.»
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Νίκος Τσιφόρος: Γεώργιος Πλήθων-Γεμιστός
Κείνον τον καιρό ζούσε στο Μωριά, ένας σοφός άνθρωπος, ο περίφημος Γεώργιος Γεμιστός, ο Πλήθων που τον λέγανε… Ο Γεμιστός, Έλληνας μέχρι το μεδούλι του και πολύ σπουδασμένος, αλληλογραφούσε με τον αυτοκράτορα και συναντήθηκε μαζί του στον Ισθμό… Τον έπιασε λοιπόν και του τα ‘πε χύμα:
— Η Πελοπόννησος είναι και πρέπει να ξαναγίνει Ελληνική.
— Ναι, αλλά πώς;
— Θα επιστρατεύσουμε όλους τους Έλληνες, θα τους γυμνάσουμε και θα φτιάξουμε έναν δυνατό στρατό…
Έβαλε κάτω κι ένα σύστημα διατροφής. Να χωρίσουνε στα τρία την παραγωγή, να παίρνει το ένα τρίτο ο πληθυσμός που καλλιεργεί, το άλλο τρίτο οι άρχοντες γαιοκτήμονες και το τελευταίο τρίτο να το έχουνε να διατρέφουνε το στρατό.
Ωραίο ήτανε το σχέδιο αλλά μπήκε στη μέση ο κλήρος.
— Κι εμείς;
— Θα καλλιεργείτε και θα παίρνετε από το μερίδιο των γεωργών.
— Μπα! Εμείς είμαστε άγιοι άνθρωποι. Τσαπί θα πιάσουμε;
— Βρε χριστιανοί μου, έτσι θα κρατήσουμε τον τόπο. Άμα μπουν οι Τούρκοι θα δουλεύετε και θα τρώνε αυτοί…
— Όχι, εμείς είμαστε στρατιώται του Κυρίου.
— Με το σταυρό δεν φεύγουν οι Τούρκοι, θέλουνε σίδερο.
— Όχι.
Πήγανε και στον αυτοκράτορα οι άγιοι άνθρωποι και χαλάσανε τον κόσμο.
— Αν το δεχτείτε, τα χαλάτε με τη θρησκεία….
Λίγο πράμα είναι να τα χαλάσεις με τη θρησκεία;… Ο Μανουήλ, όπως όλοι οι αυτοκράτορες, ήτανε και λίγο στουρνάρι και λίγο υστερικός και λίγο θρησκομανής. Τα χρειάστηκε…
— Μα ξέρετε…
— Θα παρακαλέσωμεν την Δέσποιναν ημών να σας κάμη κακό.
Λες κι ήτανε κόμμα τους η Δέσποινα ημών…
Κιότεψε λοιπόν ο Μανουήλ και έβγαλε απόφαση.
— Γεώργιε Γεμιστέ, δε γίνεται αυτό που λες.
Ποτέ οι άρχοντες δεν ακούνε τους ανθρώπους με μυαλό… Νομίζουνε ότι έχουνε περισσότερο….
— Εμείς θα μετανοήσουμε, απάντησε ο σοφός άνθρωπος.
— Και να δυσαρεστήσουμε το παπαδαριό;
Κι έμεινε το σχέδιο. Ο Γεμιστός όμως έμεινε κι αυτός φίλος του αυτοκράτορα, και του διαδόχου του του Ιωάννη του 8ου, άσχετο αν καμμιά φορά τους ειρωνευόταν άσκημα με κείνα που έγραφε…
Να λοιπόν που οι παπάδες, άλλη μια φορά «δε σώσανε την Ελλάδα». Κι είμαστε περίεργοι ρε παιδιά, να ιδούμε πότε θα την σώσουμε…
Νίκου Τσιφόρου, Εμείς και οι Φράγκοι