Σάββατο 25 Μαΐου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Λυσιστράτη (387-432)

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
ἆρ᾽ ἐξέλαμψε τῶν γυναικῶν ἡ τρυφὴ
χὠ τυμπανισμὸς χοἰ πυκνοὶ Σαβάζιοι,
ὅ τ᾽ Ἀδωνιασμὸς οὗτος οὑπὶ τῶν τεγῶν,
390 οὗ ᾽γώ ποτ᾽ ὢν ἤκουον ἐν τἠκκλησίᾳ;
ἔλεγεν ὁ μὴ ὥρασι μὲν Δημόστρατος
πλεῖν εἰς Σικελίαν, ἡ γυνὴ δ᾽ ὀρχουμένη
«αἰαῖ Ἄδωνιν» φησίν. ὁ δὲ Δημόστρατος
ἔλεγεν ὁπλίτας καταλέγειν Ζακυνθίων,
395 ἡ δ᾽ ὑποπεπωκυῖ᾽ ἡ γυνὴ ᾽πὶ τοῦ τέγους
«κόπτεσθ᾽ Ἄδωνιν» φησίν. ὁ δ᾽ ἐβιάζετο,
ὁ θεοῖσιν ἐχθρὸς καὶ μιαρὸς Χολοζύγης.
τοιαῦτ᾽ ἀπ᾽ αὐτῶν ἐστιν ἀκολαστήματα.
Χ. ΓΕ. τί δῆτ᾽ ἄν, εἰ πύθοιο καὶ τὴν τῶνδ᾽ ὕβριν;
400 αἳ τἄλλα θ᾽ ὑβρίκασι κἀκ τῶν καλπίδων
ἔλουσαν ἡμᾶς, ὥστε θαἰματίδια
σείειν πάρεστιν ὥσπερ ἐνεουρηκότας.
ΠΡ. νὴ τὸν Ποσειδῶ τὸν ἁλυκὸν δίκαιά γε.
ὅταν γὰρ αὐτοὶ ξυμπονηρευώμεθα
405 ταῖσιν γυναιξὶ καὶ διδάσκωμεν τρυφᾶν,
τοιαῦτ᾽ ἀπ᾽ αὐτῶν βλαστάνει βουλεύματα.
οἳ λέγομεν ἐν τῶν δημιουργῶν τοιαδί·
«ὦ χρυσοχόε, τὸν ὅρμον ὃν ἐπεσκεύασας,
ὀρχουμένης μου τῆς γυναικὸς ἑσπέρας
410 ἡ βάλανος ἐκπέπτωκεν ἐκ τοῦ τρήματος.
ἐμοὶ μὲν οὖν ἔστ᾽ εἰς Σαλαμῖνα πλευστέα·
σὺ δ᾽ ἢν σχολάσῃς, πάσῃ τέχνῃ πρὸς ἑσπέραν
ἐλθὼν ἐκείνῃ τὴν βάλανον ἐνάρμοσον.»
ἕτερος δέ τις πρὸς σκυτοτόμον ταδὶ λέγει
415 νεανίαν καὶ πέος ἔχοντ᾽ οὐ παιδικόν·
«ὦ σκυτοτόμε, μου τῆς γυναικὸς τοῦ ποδὸς
τὸ δακτυλίδιον πιέζει τὸ ζυγόν,
ἅθ᾽ ἁπαλὸν ὄν· τοῦτ᾽ οὖν σὺ τῆς μεσημβρίας
ἐλθὼν χάλασον, ὅπως ἂν εὐρυτέρως ἔχῃ.»
420 τοιαῦτ᾽ ἀπήντηκ᾽ εἰς τοιαυτὶ πράγματα,
ὅτ᾽ ὢν ἐγὼ πρόβουλος, ἐκπορίσας ὅπως
κωπῆς ἔσονται, τἀργυρίου νυνὶ δέον,
ὑπὸ τῶν γυναικῶν ἀποκέκλεισμαι τῶν πυλῶν.
ἀλλ᾽ οὐδὲν ἔργον ἑστάναι. φέρε τοὺς μοχλούς,
425 ὅπως ἂν αὐτὰς τῆς ὕβρεως ἐγὼ σχέθω.
τί κέχηνας, ὦ δύστηνε; ποῖ δ᾽ αὖ σὺ βλέπεις,
οὐδὲν ποιῶν ἀλλ᾽ ἢ καπηλεῖον σκοπῶν;
οὐχ ὑποβαλόντες τοὺς μοχλοὺς ὑπὸ τὰς πύλας
ἐντεῦθεν ἐκμοχλεύσετ᾽; ἐνθενδὶ δ᾽ ἐγὼ
430 ξυνεκμοχλεύσω. ΛΥ. μηδὲν ἐκμοχλεύετε·
ἐξέρχομαι γὰρ αὐτομάτη. τί δεῖ μοχλῶν;
οὐ γὰρ μοχλῶν δεῖ μᾶλλον ἢ νοῦ καὶ φρενῶν.

***
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
(Μπαίνει αποσταλμένος του δήμου και μαζί του μερικοί τοξότες Σκύθες)
Άναψε βλέπω το γυναικείο γλέντι.
Τούμπανα και κραξιές: «Χαίρε Σαβάζιε»!
Όργια τ᾽ Άδωνη πάνω στην ταράτσα,
390 που ακουγόντανε κάποτε ως την Πνύκα
τότες, που ο γλωσσοκόπανος Δημόστρατος
(που κακοχρονονάχει!) μας ξεγέλαγε
να στείλουμε στη Σικελία το στόλο
κι η γυναίκα του πάνω στη σκεπή
εχόρευε και στρίγγλιζεν: «Αλιά σου,
αγαπημένε μου Άδωνη»! Κι ο άντρας της
μας ζόριζε να μάσουμε στρατό
κι απ᾽ τη Ζάκυνθο. Και την ίδιαν ώρα
μεθυσμέν᾽ η γυναίκα του ξεφώνιζε:
«Κλάφτε τον όμορφο Άδωνη»! Κι εκειός
φαρμακοψύχης, θεοκαταραμένος
λύσσαε στο βήμα!… Νά τί ᾽ναι οι γυναίκες!
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Και τί θα ᾽λεες γι᾽ αυτά που τώρα εκάναν;
400 Πρώτα μας σκυλοβρίσαν και κατόπι
μας περεχύσαν με νερό και τώρα
σταλοβολάμε, λες και κατουρθήκαμε.
ΠΡΟ. Ναι, μά το θαλασσόθεο Ποσειδώνα,
καλά τα λέτε, μα ποιός φταίει; Εμείς!
Εμείς τις κακομάθαμε να θέλουν
λούσα και καλοπέραση. Και νά τες
δε μαζεύονται τώρα. Ένας μας πάει
στο χρυσικό και λέγει του: «Θυμάσαι
τον κολιέ, που μας έφκιασες; Εχτές
που χόρευε η γυναίκα μου, της βγήκε
410 το βαλάνι απ᾽ την τρύπα. Τώρα φεύγω
για την Κούλουρη, αν ευκαιρήσεις πέρνα
απ᾽ το σπίτι να της το ξαναβάλεις»!
Άλλος πάει στον τσαγκάρ᾽ (είναι παιδί,
μα δεν έχει παιδιάτικο εργαλείο!)
και του λέει: «Το λουρί του σανταλιού
της κυράς μου της κόβει το μικρό
δαχτυλάκι, που ᾽ναι τρυφερούλι.
Έλα το γιόμα για ναν της τ᾽ ανοίξεις,
420 να φαρδύνει». Και νά! που καταντήσαμε:
Όταν εγώ, σαν πρόβουλος, κανόνισα
ν᾽ αγοράσουμε ξύλα για κουπιά,
πάει ο παράς. Μας τον βουτήξαν όλον
τα θηλυκά κι αμπάρωσαν την πύλη.
Αλλά καιρό για χάσιμο δεν έχουμε.
(Σ᾽ έναν τοξότη)
Φέρ᾽ εδώ τους λοστούς, για να ξεπλύνουμε
την προσβολή που πάθαμε… Τί στέκεις
σαν κουτορνίθι; Πού κοιτάζεις; Ψάχνεις
για κανένα, δω γύρα, καπηλειό;
Χώστε κάτου απ᾽ την πύλη τους λοστούς,
να την ξηλώσετε. Σας βοηθάω κι εγώ.
ΛΥΣ. (Βγαίνει από το κάστρο)
430 Μη χάνετε τον κόπο! Νά με! βγήκα
μοναχή μου, λοστοί δε σας χρειάζονται.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΑΝΤΕΙΣ - ΕΡΑΤΩ, ΗΡΟΦΙΛΗ

ΕΡΑΤΩ
    Από εδώ θα ανεβείς από μια σκάλα σε ένα ιερό του Πανός. Μέσα στο ιερό είναι χτισμένη στοά και υπάρχει ένα μικρό άγαλμα. Και ο Πάνας επίσης, το ίδιο με τους ισχυρότερους θεούς, μπορεί να εκπληρώνει τις ευχές των ανθρώπων και να ανταποδίδει τα δέοντα στους κακούς. Δίπλα σε αυτόν τον Πάνα μια φωτιά διατηρείται άσβεστη. Λένε ότι τα παλιά τα χρόνια αυτός ο θεός έδινε και χρησμούς και ότι μάντισσα του θεού ήταν η Νύμφη Ερατώ, που παντρεύτηκε τον Αρκάδα, γιο της Καλλιστώς. (Παυσ. 8.37.11)
     
    Με τον Αρκάδα η Ερατώ απέκτησε τρεις γιους, τον Αζάνα, τον Αφείδαντα και τον Έλατο.
     
    ΗΡΟΦΙΛΗ
      Γεννήθηκε στη Μαρπησσό της Τρωάδας από μια Νύμφη και ένα βοσκό της Ίδης. Δεύτερη ηλικιακά από τις Σίβυλλες προέβλεψε ότι η καταστροφή της Τροίας θα ερχόταν από γυναίκα της Σπάρτης. Επιπλέον, όταν οι μάντεις, κυρίως ο Αίσακος, γιος του Πρίαμου από άλλη γυναίκα, την Αρίσβη, προέβλεψαν ερμηνεύοντας όνειρο* της Εκάβης, πως το παιδί που θα γεννιόταν μια ορισμένη μέρα θα προκαλούσε την καταστροφή της Τροίας και ότι όφειλαν να σκοτώσουν μητέρα και παιδί, η Ηροφίλη, ιέρεια του Απόλλωνα, προέτρεψε να σκοτώσουν τον Πάρη που είχε γεννηθεί πριν νυχτώσει εκείνη την ημέρα. Όμως ο Πρίαμος λυπήθηκε το παιδί του και στη θέση του σκότωσε τον Μούνιππο, που επίσης γεννήθηκε την καθορισμένη και προορισμένη ημέρα, γιο της Κίλλας από τον Θυμοίτη, αδελφό ή κουνιάδο του Πριάμου (Ευφορίων, απ. 55).
       
      Σε ύμνο της Δήλου, που η ίδια συνέθεσε προς τιμή του Απόλλωνα, αποκαλούσε τον εαυτό της νόμιμη γυναίκα του θεού αλλά και κόρη του.
       
      Η Ηροφίλη ταξίδεψε σε πολλά μέρη, την Κλάρο, τη Σάμο, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, τη Δήλο, τους Δελφούς, και προφήτευε κάθε φορά πάνω σε μια πέτρα που κουβαλούσε μαζί της. Πέθανε στην Τρωάδα και έδειχναν τον τάφο της στο δάσος του Σμινθίου Απόλλωνα. Όμως η πέτρα πάνω στην οποία προφήτευε βρισκόταν στους Δελφούς.
       
      Νεότερή της ήταν μια άλλη Ηροφίλη, που κατοικούσε κοντά σε μια πηγή νερού στις Ερυθρές της Μικράς Ασίας. Οι Ερυθραίοι έδειχναν μια σπηλιά στο βουνό Κώρυκο,στη νοτιοδυτική πλευρά του Παρνασσού όπου έλεγαν ότι γεννήθηκε η Ηροφίλη, κόρη του ντόπιου βοσκού Θεοδώρου και μιας νύμφης που είχε την επωνυμία Ιδαία, επειδή τότε έλεγαν τις περιοχές με τα πολλά δέντρα «ίδες». (Ηράκλειτος, fr. 92· Παυσ. 10.12.1-3)**.
      ---------------------------
      *Το όνειρο της Εκάβης
      'Οταν ήταν να γεννήσει το δεύτερο παιδί η Εκάβη, είδε στον ύπνο της ότι γέννησε ένα δαυλό αναμμένο που διαμοιραζόταν σε ολόκληρη την πόλη και την έκαιγε. Όταν ο Πρίαμος έμαθε από την Εκάβη το όνειρό της, κάλεσε τον γιο του Αίσακο· γιατί ήξερε να εξηγεί τα όνειρα, τέχνη που έμαθε από τον Μέροπα, παππού του, από την πλευρά της μάνας του. Αυτός είπε ότι το παιδί θα γινόταν η καταστροφή της πατρίδας του και τον συμβούλευσε να το αφήσει έκθετο. Και ο Πρίαμος, όταν γεννήθηκε το παιδί, το έδωσε σε έναν δούλο, που ονομαζόταν Αγέλαος, να το μεταφέρει στην Ίδη και να το αφήσει εκεί. (Απολλόδωρος 3.12)
       
      **Ηροφίλη Σίβυλλα και Ηροφίλη Ερυθραία
      Υπάρχει πέτρα που εξέχει πάνω από τη γη. Πάνω σ’ η αυτή την πέτρα οι Δελφοί λένε ότι στεκόταν και έψαλλε τους χρησμούς της κάποια Ηροφίλη, με την επωνυμία Σίβυλλα. Την παλιά Σίβυλλα, που ήταν και η πιο μεγάλη απ’ όλες, οι Έλληνες έλεγαν ότι ήταν κόρη του Δία και της Λαμίας, της κόρης του Ποσειδώνα και ότι ήταν η πρώτη γυναίκα που έψαλλε χρησμούς, καθώς και ότι πήρε το όνομα Σίβυλλα από τους Λίβυες. Η Ηροφίλη, όμως, ήταν νεότερη απ΄ αυτή, έστω κι αν φαίνεται ότι έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο και ότι έδωσε χρησμό για την Ελένη, ότι θα ανατραφεί στη Σπάρτη για τον όλεθρο της Ασίας και της Ευρώπης και ότι εξαιτίας της θα κυριευτεί το Ίλιο από τους Έλληνες. Οι Δήλιοι μνημονεύουν και ύμνο της γυναίκας αυτής προς τιμήν του Απόλλωνα. Στα έπη της αποκαλεί τον εαυτό της όχι μόνο Ηροφίλη, αλλά και Άρτεμη. Και λέει ότι ήταν σύζυγος του Απόλλωνα, άλλοτε αδελφή και αλλού λέει ότι είναι κόρη του. Αυτά τα έγραψε ενώ βρισκόταν σε κατάσταση μανίας και την κατείχε ο θεός. Σε άλλο μέρος των χρησμών της είπε ότι ήταν κόρη αθάνατης μητέρας, μιας από τις νύμφες της Ίδης, και θνητού πατέρα· έτσι λένε οι στίχοι:

      Γεννήθηκα μισή θνητή και μισή θεά, από αθάνατη
      νύμφη και από πατέρα σιτοφάγο. Από τη μητέρα είμαι
      από την Ίδη και πατρική μου χώρα είναι η ερυθρή
      Μάρπησσος, μητρὸς ἱερή, ποταμός <τ᾽> Ἀιδωνεύς.
      Μάρπησσος, ιερή της μητέρας, και ο ποταμός Αϊδωνέας.

      Αυτοί που κατοικούν στην Αλεξάνδρεια λένε ότι η Ηροφίλη ήταν φύλακας του ναού του Σμινθέα Απόλλωνα. Εκεί με αφορμή το όνειρο της Εκάβης είχε προφητέψει όσα γνωρίζουμε πως πραγματοποιήθηκαν. Η Σίβυλλα αυτή έζησε τον περισσότερο χρόνο της ζωής της στη Σάμο, αλλά έφτασε στην Κλάρο των Κολοφωνίων, στη Δήλο και στους Δελφούς. Κάθε φορά που ερχόταν στους Δελφούς, στεκόταν πάνω σ’ αυτό τον βράχο και έψαλλε. Πέθανε στην Τρωάδα και το μνήμα της είναι στο άλσος του Σμινθέα.Το ελεγείο πάνω στη στήλη είναι το εξής:

      Είμαι η Σίβυλλα, αλάνθαστη προφήτισσα του Φοίβου,
      θαμμένη κάτω από τον πέτρινο τάφο παρθένα,
      που πριν είχα φωνή και τώρα για πάντα άφωνη,
      αφού η φοβερή μοίρα μ’ έριξε σ’ αυτά τα δεσμά.
      Είμαι όμως θαμμένη κοντά στις Νύμφες και στον Ερμή,
      έχοντας μέρος της παλιάς κυριαρχίας μου και
      στον κάτω κόσμο.
       
      Ο πέτρινος Ερμής στέκεται κοντά στο μνήμα και έχει τετράγωνο σχήμα. Στ’ αριστερά, είναι πηγή, που τα νερά της κατεβαίνουν σε κρήνη, και αγάλματα των Νυμφών. Οι Ερυθραίοι –γιατί αυτοί φιλονικούν περισσότερο απ’ όλους τους Έλληνες για την Ηροφίλη– δείχνουν το βουνό που λέγεται Κώρυκο και στο βουνό σπήλαιο, όπου λένε ότι γεννήθηκε η Ηροφίλη και ότι είναι κόρη του ντόπιου βοσκού Θεοδώρου και μιας νύμφης· η νύμφη είχε την επωνυμία Ιδαία, όχι για άλλο λόγο, αλλά επειδή τότε έλεγαν τις περιοχές με τα πολλά δέντρα «ίδες». Τον στίχο που αναφέρεται στη Μάρπησσο και στον ποταμό Αΐδωνέα οι Ερυθραίοι τον αφαιρούν από τους χρησμούς. (Παυσ. 10.12.1-7)

      Οι κλίκες και οι σοβαροφανείς βλάκες

      Η κατακραυγή κατά των βλακών προκαλείται, άλλωστε, από την δεύτερη ομάδα τους, πιο ενοχλητική από την πρώτη, αλλά κ’ εδώ αυτή η κατακραυγή, εφόσον εμφανίζεται σαν λογική κρίση, είναι ακοινωνιολόγητη, δηλαδή αντιεπιστημονική. Μ’ άλλα λόγια κατηγορούνται οι βλάκες της δεύτερης κατηγορίας ότι «ανάξια κατέχουν σπουδαίες θέσεις στην κοινωνία». Αλλά αυτή η κρίση προδίνει πλήρη άγνοια μιας μορφής διαφορισμού. Αυτή η μορφή (δεδομένη με φυσική αναγκαιότητα σαν ο νόμος του διαφορισμού) είναι ο στοιχειώδης κανόνας: «Δέκα βλάκες εναντίον ενός ευφυούς, δέκα ανίκανοι εναντίον ενός ικανού, δέκα αδύνατοι εναντίον ενός δυνατού κ.ο.κ.». Τούτο το φαινόμενο, κλασικό, τυπικό και αιώνιο από όταν υπάρχει ανθρώπινη κοινωνία, μέσα απ’ όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, μπορεί να είναι «τυχαίο»; Αλλά τυχαίο είναι καθετί που δεν μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Ποτέ, όμως, το καθετί που προ πολλού έχει συλληφθεί στον θεμελιώδη νόμο του διαφορισμού. Και από τη μια μεριά το ψυχολογικό ελατήριο του συνασπισμού των οπωσδήποτε «κάτω» εναντίον των οπωσδήποτε «πάνω» είναι κιόλας δεδομένο μέσω του ressenti-ment [= μνησικακία]. Εδώ, ο συνασπισμός των βλακών είναι μια μηχανική οργάνωση με βάση την αρχή της ελάχιστης προσπάθειας, για την αντιμετώπιση ισχυρότερης δύναμης στο πρόσωπο των λίγων ή του ενός. Η οργάνωση αυτή, περιορισμένης έκτασης, ονομάζεται κοινωνιολογικά κλίκα (clique).
       
      Αλλά και οι χωρίς συνασπισμό και οργάνωση, χωρίς «κλίκα», ανερχόμενοι βλάκες ή ανίκανοι γενικώς που επικρατούν μόνο ατομικά, βρίσκονται εντούτοις δεσμευμένοι από τον κοινωνικό διαφορισμό σε ίσο βαθμό με τους οργανωμένους. Γιατί, αντικειμενικά, οι θέσεις που καταλαμβάνουν είναι τέτοιες, ώστε η ανεπάρκεια τους να είναι πλεονεκτική ή ανεκτή, ποτέ, όμως, θέσεις που απαιτούν πραγματικά προσόντα, από τις οποίες, και αν ακόμα φτάσουν σ’ αυτές, ανατρέπονται και γκρεμίζονται με την πρώτη δύσκολη περίσταση και από κάποιον μεγάλο ή μικρό πνέοντα άνεμο. Έτσι π.χ. πολλοί απ’ αυτούς κατέλαβαν διαδοχικά πολλά αξιώματα της κοινωνίας και της Πολιτείας όπως του Προέδρου της Δημοκρατίας, του προέδρου του «Συλλόγου Προστασίας Εγκύων Μυιών», του γενικού γραμματέως της «Γενικής Συνομοσπονδίας Πολιτών Ποντικοπαγίδων» κ.ο.κ., αξιώματα, βέβαια, τα οποία ποτέ δεν θα επιδιώξει ένας σοβαρά απασχολούμενος άνθρωπος. Σ’ αυτά τα αξιώματα πρέπει να προστεθούν και τιμητικές διακρίσεις όπως παράσημα, διπλώματα, δεξιώσεις κ.λπ. οι οποίες ανέκαθεν απετέλεσαν ευπρόσδεκτα και έντονα αναζητούμενα θέματα μεγάλων σατιρικών έργων της λογοτεχνίας, στα οποία απαθανατίστηκε ο ανώνυμος αυτός κοινωνικός τύπος. Την άνοδο του βλάκα διευκολύνουν πολλά ειδικά προσόντα για το σκοπό αυτό: η παντελής έλλειψη προσωπικότητας, η οποία εκδηλώνεται με τη μόνιμη απουσία γνώμης για κάθε θέμα, με το φόβο της ενδεχόμενης διαφωνίας με κάθε άνθρωπο, η ολιγόλογη ανιαρότητά του, που θεωρείται από τους αφελείς βαθειά σκέψη και σοβαρότητα, οφειλόμενη στην πραγματικότητα στην ανεπανόρθωτη έλλειψη πνεύματος και πολιτισμού κ.λπ.
       
      Τέτοιοι π.χ. είναι δύο κλασικοί και αντίθετοι τύποι σοβαροφανών βλακών: ο «ψωνίζων» και ο «causeur».

      Ο «ψωνίζων» έχει φανερό χαρακτηριστικό τη βλακώδη πονηριά στο μέρος εκείνο του ανθρωπίνου σώματος, όπου, στους ανθρώπους, βρίσκεται συνήθως το πρόσωπο. Η ευφυΐα του, που πιστεύει ότι έχει και ότι την κρύβει προσεκτικά, βρίσκεται στο ν’ ακούει μόνο αυτά που λένε οι άλλοι σχολιάζοντας τα μ’ εξυπνακίστικο ηλίθιο μειδίαμα. Δεν απαντάει γιατί δεν είναι «κουτός», βέβαια, να «εκτεθεί». Κάθε άνθρωπο πριν απ’ όλα τον θεωρεί εχθρό του που παραφυλάει να του αρπάξει κάποια εκδήλωση του με σκοπό να τον «εκθέσει» από κακοήθεια στους εχθρούς του. Κάθε άνθρωπο που από την αρχή εκφράζει τη γνώμη του τον θεωρεί χωρίς κανένα δισταγμό «βλάκα», κρύβοντας προσεκτικά ο ίδιος τη δική του ευφυία πίσω από ένα συγκαταβατικό μειδίαμα. Έχει την πανέξυπνη άποψη ότι ήταν ηλίθιοι όλοι όσοι είχαν γνώμη, οι συγγραφείς βιβλίων, ο Καντ άδικα φιλοσόφησε και ο Μπετόβεν έκανε μεγάλη ηλιθιότητα συνθέτοντας τις μουσικές του συμφωνίες. Η περιφρόνηση του προς τους διανοούμενους και κυρίως τους αγωνιζόμενους και προς τους καλλιτέχνες είναι απέραντη. Τους ευφυολόγους τους θεωρεί γελωτοποιούς προορισμένους να τον διασκεδάζουν και γελάει όχι με τα ευφυολογήματα τους αλλά με τη βλακεία τους να λέγουν ευφυολογήματα χωρίς κάποιο πρακτικό σκοπό. Όλες αυτές τις ανοησίες των αποκαλούμενων ευφυών ο «ψωνίζων» καλύπτει με μειδίαμα αυτοπεποίθησης, συγκατάβασης και μετριόφρονης υπεροχής…
       
      Ο causeur συνάδερφος του παραπάνω αποτελεί αληθινή κοινωνική μάστιγα, γιατί θεωρεί σαν causerie το να λέει στους ταλαίπωρους συνανθρώπους του αυτά που διάβασε στις εφημερίδες, αυτά που άκουσε στο ραδιόφωνο, αυτά που του είπαν κάποιοι στο δρόμο, φτάνοντας στα σχόλια του, όταν αποφασίσει να κάνει σχόλια σε δυσθεώρητα ύψη οξυδέρκειας και πνευματικής χάρης: ότι π.χ. τη νύχτα επικρατεί «αναμφίβολα» σκοτάδι, τη βροχή ακολουθεί «οπωσδήποτε» η υγρασία κ.ο.κ. Σ’ αυτά καμιά φορά προστίθεται και η «προστατευτική» στάση του απέναντι στους πνευματικά ανώτερους του, με σκοπό να τους υποτιμήσει στα μάτια του κόσμου κλπ. με γενικό κι ανεπανόρθωτο αποτέλεσμα την κατάκτηση της γενικής «συμπάθειας» του κόσμου και την απονομή του περίφημου διπλώματος του «συμπαθούς», εναντίον του οποίου με σάτιρα που σφάζει ξεσηκώθηκαν όλοι οι πνευματώδεις άνθρωποι των αιώνων, αυτοί που σημάδεψαν τις σελίδες της ιστορίας, θεωρώντας αυτό, άγνωστο γιατί, σαν την χειρότερη βρισιά.

      Με­σότης τις ἄρα ἐστίν ἡ ἀρετή

      1            Εισαγωγή: Ευδαιμονία, τέλος των ανθρωπίνων
       
       
         α) Άμεσα ή έμμεσα, ομολογείται ενίοτε οτι η αριστοτελική ρήση «με­σότης τις ἄρα ἐστίν ἡ ἀρετή» (Ήθ. Νικ. 1106 b 27) παραείναι στρυφνή (έως και ρηχή για μερικούς) - αταίριαστη τέλος πάντων με τον γίγαντα της ηθικής φιλοσοφίας που την διατύπωσε. Ανα­μένεται βέβαια ότι το λάθος είναι δικό-μας κι όχι δικό του. Ενα λάθος που εκδηλώνεται με την αρκετά συχνή «φρονηματιστική» ερμηνεία της ρήσεως - κάτι σαν «μηδέν άγαν» να πούμε:
        -  Συγκινησιακή μετροπάθεια και ισορροπία θυμικού
        -  Κρίση λογική (φρόνηση)
        -  Μεσότητα ηδονής και πόνου
        -  Επιείκεια κατα την εφαρμογή του δικαίου, και τέτοια.
      Συναφές είναι και το κακόζηλο ανέκδοτο του Bertrand Russel
      (1961, σελ. 186) περι του απερχόμενου Δημάρχου αγγλικής πόλεως, ο οποίος σεμνυνόταν οτι κινήθηκε στο στενό όριο μεταξύ μεροληψίας αφενός και αμεροληψίας αφετέρου...
      Και βέβαια, μια τέτοια προσέγγιση δέν προσφέρεται για φι­λοσοφικό βάθος, κι ούτε αναμένεται να παραγάγει πολλά πρα­κτικά αποτελέσματα πέραν των κοινότοπων συμβιοτικών κανό­νων και των όσων προφανών παραδειγμάτων απο κοινωνικά επι­τηδεύματα παραθέτει ο Σταγειρίτης στην αρχή του δευτέρου βι­βλίου των Ήθ. Νικ.' στα οποία το «μηδέν ἄγαν» συνιστά πράγ­ματι εναν χρήσιμο κανόνα - αλλα δέν πάει στη ρίζα του ηθικού ενεργήματος.
      β) Η θέσις αυτής εδώ της εργασίας θα είναι κάπως διαφορετική - όχι δε και κατ’ ανάγκην πρωτότυπη: Ο (μάλλον άχρωμος για τα ση­μερινά ώτα) όρος «μεσάτης» θα ερμηνευθεί ως «βελτιστοποίηση»
      -        μια ερμηνεία η οποία θα δειχθεί οτι είναι συνεπέστερη προς τις αριστοτελικές απόψεις, ενώ συγχρόνως υποβάλλει ποικίλα άλλα ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά του χώρου μέσα στον οποίον θα τελείται:
      -     Δέν θα είναι μονοδιάστατη (όπως λ.χ. «το μέσον μιάς γραμμής» ή «ο μετριασμός δύο ακραίων συναισθημάτων»): Η βελτιστο­ποίηση παραπέμπει σε ποικιλία μεγεθών που πρέπει να σταθμισθούν (βλ. και §4ε πιο κάτω) και σε πλήθος περιστάσεων που επηρεάζουν την απόφαση.
      -     Δέν θα είναι μηχανιστική (όπως λ.χ. η μετρητική πράξη για την εντόπιση ενός μέσου): Η βελτιστοποίηση των «παθών» (για τα οποία γίνεται λόγος στην Ηθική) προϋποθέτει ενα υποκείμενο, το οποίο προκειμένου να μεγιστοποιήσει την ευδαιμονία του, επιλέγει να ικανοποιήσει μία ή περισσότερες αντιφατικές μεταξύ-τους ανάγκες.
      -     Κι επειδή αυτή η βελτιστοποίηση θα είναι αρχικώς ποιοτική (αντί της τελικής οιονεί-ποσοτικής «μεσότητος»), θα ανοίξει την πόρτα για κάθε είδους ικανοποιήσεις: Απ’ το ψωμί και την ασφάλεια, μέχρι το ηλιοβασίλεμα και την υπαρξιακή όαση του Διπλανού. Διότι η εμπειρία δείχνει πως όλα τούτα περιλαμβά­νονται στον Κατάλογο των Αναγκών του Ανθρώπου.
      Ας σημειωθεί πάντως οτι το ενδιαφέρον αυτής εδώ της εργα­σίας δέν θα εστιασθεί στις χαρακτηριολογικές ιδιότητες του αν­θρώπου (οι οποίες ευλόγως, αλλά δυσαναλόγως, απασχολούν μέγα μέρος της αριστοτελικής βιβλιογραφίας), αλλα στην υπέρβαση των ουσιωδών ηθικών διλημμάτων - στις ρίζες δηλαδή της σχέσης του Εγώ με το Σύ.
      γ) Σ’ αυτές τις προεισαγωγικές σημειώσεις πρέπει επίσης να παρατη­ρηθεί οτι η «ανάγνωση» της αριστοτελικής μεσότητος την οποίαν ακολουθούμε, έχει επηρεασθεί απ’ την άποψη οτι καμμιά αντίλη­ψη (άρα και καμμιά θεωρία) της Ζωής και του Κόσμου δεν νοεί­ται «εκτός του Ανθρώπου»: Αυτός αισθάνεται, αυτός συναισθάνεται, αυτός νοεί και αμφιβάλλει, αυτός πάσχει και βρίσκει παρη­γοριά, αυτός συμπάσχει - κι αυτός κάποτε πασχίζει να κατανοή­σει, στήνοντας Θεωρίαν όταν μπορεί[1].
      Κάθε επίκληση εξωγενούς (απριόρι δήθεν) έννοιας είναι κατα­δικασμένη να ικανοποιεί μόνον τους βιαστικούς εραστές της «κομψότητας» των συλλογισμών (τους πανικόβλητους απ’ την απέραντη περιπλοκή των ανθρωπίνων) - μια ικανοποίηση, πά­ντως, που δέν διαρκεί πολύ στην Ιστορία της Φιλοσοφίας, όπου αυτές οι δανειοδοτούμενες θεωρίες κατά της αυτονομίας[2] του Αν­θρώπου, έρχονται και παρέρχονται.
      Αναφερθήκαμε βεβαίως στο σύνολο των εμπειριών, των ανα­γκών και των ικανοποιήσεων ή των στερήσεων του Ανθρώπου - σ’ αμφότερες τις προφάνειες τής Αυτοσυντηρησίας και της Αυτο­ποίησης, σ’ όλες τις υποστασιακές οδούς για το χτίσιμο και τη συ­ντήρηση της Αυτοσυνειδησίας, αυτού του Σκανδάλου του Σύμπαντος. Σ’ έναν τέτοιον ευρύτατο Κατάλογο Αναγκών του Ανθρώ­που (αντιφατικότατων μεταξύ τους) θ’ αναζητηθεί η «βελτιστο­ποίηση». Και τούτο θα είναι η μόνη εφικτή ευδαιμονία.
      Ο Κατάλογος, λοιπόν, των Αναγκών του Ανθρώπου (όπως τον έστησε κι ο Αριστοτέλης, βλ. §2) περιλαμβάνει καί τα «έκτος αγαθά» (η Αυτοσυντηρησία) καί τα «κάλλιστα αγαθά» (η Αυτοεπιβεβαίωση) τα οποία η γρηγορούσα Συνείδησή-μου μπορεί να απολαύσει όταν κατανοεί θεωρητικώς τον Κόσμο κι όταν ανα- στρέφεται τον Πλησίον[3].
      Ετούτη μάλιστα η τελευταία πηγή ηδονής θα αναχθεί σε κο­ρυφαία υποστασιακή πλήρωση απ’ τον Αριστοτέλη (βλ. §3) όταν θα ’πει «τόν δέ φίλον, ἕτερον αὐτον ὄντα» (1169 b7) και «ἄριστον οὐχ ὁ πρός (ἑ)αυτόν τῇ ἀρετῇ, ἀλλά πρός ἕτερον» (1130 al).
      Παρατηρείται παρα ταύτα στη βιβλιογραφία μια δυσχερώς κα- τανοήσιμη σχολαστική τάση. Βαφτίζουν τον Αριστοτέλη «εγωι­στή». Ακούστε λ.χ. τον G. Scarre (1996, σελ. 38): «But his good behaviour towards neighbours is dictated not by the ethical “pull” they exert on him as valuable human beings [...], but by his sense of his own ethical “push” [...]. Any warmth of feeling for other people, is (ethically speaking) incidental».
      Για την κατανόηση του αριστοτελικού έργου, έχει σημασία να σχολιάσουμε απο τώρα αυτήν τη «δικολαβική» στάση.
      Καί η «έλξη» απ’ τον Άλλον, καί η «παρώθησή»-μου προς τον Άλλον, δικά μου συναισθήματα είναι - και μπορούν να είναι εξ ίσου θερμά όσον Εγώ θα το θελήσω. Όθεν, πού έγκειται το επιχείρημα;
      Υποπτεύομαι οτι μια γενικότερη δυσκολία κατανόησης των αρι­στοτελικών θέσεων οφείλεται στο γεγονός οτι ο Σταγειρίτης εκκινά απ’ την ευδαιμονία του ίδιου του ηθικά δρώντος - πράγμα που ξε­νίζει ίσως τους εθισμένους στον θρησκειογενή αυτοβασανισμό.
      Χωρεί λοιπόν ο εξής αντισχολιασμός σε κριτικές σάν αυτή που διατυπώθηκε απ’ τον Scarre:
       (i) Αναγνωρίζουν το φιλάλληλο αποτέλεσμα, μας κατηγορούν όμως για την κατεύθυνση απ’ την οποίαν φθάνομε σ’ αυτό ! Δέν ξεκινάμε δηλαδή απο εναν εξωγενή κανόνα «αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν» - εξωγενή εξ αποκαλύψεως, ή εκ λογικής κατα­σκευής (τύπου Kant ή έστω Rawls) - αλλ’ ανακαλύπτομε τον βιω­ματικό μηχανισμό μέσω του οποίου πλήθος ανθρώπων ετόλμησαν να αισθάνονται όντως αγάπη για τον πλησίον - ακόμη κι άν δέν τους την είχε υπαγορεύσει ο Ιησούς ή ο Kant! Αυτή η απανθρωπική στάση μού φαίνεται τουλάχιστον παράδοξη: Εγώ λαχταράω για τον διπλανό-μου ως ενα alter ego· ζώ με τη χαρά-του, βασα­νίζομαι με τη λύπη του - δίνω και τη ζωή μου για χάρη του («τό τῶν φίλων ἕνεκα πολλά πράττειν [...] κἄν δεῃ] ὑπεραποθνήσειν», 1169 al9-21), κι έρχεσθε εσείς να με βαφτίσετε εγωιστή επειδή ομολόγησα τη Χαρά που νοιώθω;
      (ii) Τί θα θέλατε δηλαδή: Να μήν νοιώθω χαρά; Αλλα τότε, τί; Να έχω πρώτα αποφασίσει οτι «πρέπει να κάνω το καλό», κι ΥΣΤΕ­ΡΑ να χαρώ ο ίδιος; Μά, ούτως ή άλλως, ΕΓΩ την ώρα που θ’ απο­φάσιζα, θα την ένοιωθα τη χαρά προκαταβολικώς! Θα είχα δηλα­δή στήσει πρώτα τη φιλάλληλη Αξίαν. (Διότι ο σύγχρονος στο­χασμός δέν αναγνωρίζει κανέναν άλλον αξιογόνο μηχανισμό πάρεξ την ανθρώπινη συνείδηση). Και θα την είχα στήσει αυτήν την Αξία, επειδή εξ εμπειρίας και αναδράσεως νοιώθω ικανοποίηση απ’ αυτόν τον τρόπο Εκλογής. Άρα; Αρα, έτσι ή άλλιώς, ακόμη κι εκεί­νες οι εξωγενείς εντολές (ή οι ηθο-ρασιοναλιστικές κατασκευές), απο μέναν θα είχαν υιοθετηθεί πριν να εφαρμοσθούν[4].
      Για τί πράγμα λοιπόν κατηγορούμαι; Για το οτι δέν είμαι μαζοχιστής, ούτε φαρισαίος; δ) Πάντως, ο Αριστοτέλης θα μας ’πει σταράτα το προφανές ετούτο: Σκοπός της ζωής είναι η ευδαιμονία: «περί εὐδαιμονίας τύπῳ διελθεῖν, ἐπειδή τέλος αὐτήν τίθεμεν των ανθρωπίνων» (1176 α31-32). Πολλοί (και μέγιστοι) ηθολόγοι που θ’ ακολουθήσουν μέχρι σή­μερα, θα θεμελιώσουν την Ηθική-τους σε πολύ πιό «ευγενικές» τάχα αρχές - ο Αριστοτέλης όμως δέν εδίστασε να αναφέρεται συχνά στην «ηδύτητα» του αγαθού, ούτε και υποτίμησε τη σημα­σία της ικανοποίησης όσων γίνεται περισσοτέρων αναγκών (βλ. §2 παρακάτω). Όπως και η ταπεινότητά μου, δέν θα διστάζω στα επόμενα να ονομάζω «ηδονήν» την ικανοποίηση της όποιας ανά­γκης. (Παρ’ όλο που, δια μέσου των αιώνων, ο όρος «ηδονή» υπέστη καί συνίζηση καί καθίζηση, περιορισθείς κάπου μεταξύ στο­μάχου και γονάτων). Ανάλογα, ο Αριστοτέλης παραδέχεται οτι «περί ἡδονῆς [...] μάλιστα γάρ δοκεῖ συνωκειῶσθαι τῷ γένει ἡμῶν» (1172 α20) - έτσι είμαστε καμωμένοι, και να λείπουν οι φαρισαϊ­σμοί. Πρόκειται άλλωστε περι της στοιχειώδους λογικής αρχής της Αυτοσυντηρησίας. Που δέν αναιρείται απ’ το γεγονός οτι πολλοί «ευλόγως» «ἐμπλέκουσι την ἡδονήν εἰς τήν εὐδαιμονίαν» (1153 bl5). Δέν είναι λοιπόν περίεργο που «το ζῆν, τήν ἡδονήν [...] συνεζεῦχθαι μέν γάρ ταῦτα φαίνεται, καί χωρισμόν οὐ δέχεσθαι» (1175 al9-20), και «ἡ ἡδονή τελειοῖ τάς ἐνεργείας καί τό ζῆν» (1175 α16-17).Έτσι, μπορεί να προκύψει η χημική αντίδραση:
       
      Βίος  >  Ενέργεια[5]  >  Αγαθό  >  Ευδαιμονία
       
      Γι’ αυτόν όμως τον ύπατο και γλυκύτατο σκοπό του βίου, χρειάζονται δράσεις δύσκολες: (ϊ) Να αποχτήσομε την κατάλληλη ηθική δεξιοτεχνία (την «αρετή» δηλαδή), προκειμένου (ϋ) να προβαίνομε σ’ εκείνην την ενέργεια του «αγαθού» («ἡδείαν καθεαυτήν», 1169 b32 και 1170 bl0), ως επιλογή ανάμεσα σε πλήθος δυ­νατές ενέργειες, για να κατορθωθεί η εκάστοτε εφικτή μέγιστη ευδαιμονία. Ακούστε και τον A. MacIntyre (1967, ch. 7) «For Aristotle [...] a virtuous man gets pleasure from virtuous activity and [...] he knows how to choose among pleasures and pains». Και διότι, πράγματι, η αρετή είναι «προαιρετική» (1106 b36) - δηλαδή «it is a state concerned with choice» (Hardie, 1980, σελ. 129).
       
      Σ’ αυτά που ακολουθούν, τα αριστοτελικά παραθέματα είναι εκ προθέσεως πολλαπλά' ώστε να μειωθεί το ενδεχόμενο παρερμηνειών.
            
      2. Απο τί ικανοποιήσεις μπορεί να απαρτίζεται η ευδαιμονία
       
      Φαίνεται οτι ο Αριστοτέλης εμπειρικότατα αποδέχεται την τεράστια ποικιλία των ανθρωπίνων δράσεων και αναγκών, η ικανοποίηση των οποίων (η αντίστοιχη ηδονή δηλαδή) ενδέχεται να οδηγήσει στην ευ­δαιμονία:
      α) Ευδαιμονία «καί ταῶν ἐκτός ἀγαθῶν προσδεομένη· ἀδύνατον γάρ τά καλά πράττειν ἀχορήγητον ὄντα» (1099 a31-33). Καί αυτά τα εξω­τερικά αγαθά συμβάλλουν. Κι άν τύχει να τα διαθέτομε (άν εχομε «ευτυχίαν»), τόσο το καλύτερο για την απόχτηση της «ευδαιμο­νίας». Ο Αριστοτέλης βέβαια φαίνεται να αντιδιαστέλλει «τήν εὐτυχίαν τῇ εὐδαιμονίᾳ» (1099 b8), και αιτιολογεί ως εξής τη σύγ­χυση: «Διά δε τό προσδεῖσθαι τῆς τύχης δοκεῖ τισί ταὐτόν εἶναι ἡ εὐτυχία τῆς εὐδαιμονίας, οὐκ οὖσα» (1153 b21-22).
      β) «[Εὐδαιμονία], λῷστον [τό] ὑγιαίνειν» (1099 a25-27). Η ευεξία που νοιώθεις απ’ τη σωματική σου υγεία συμβάλλει στην ευδαιμονία,
      γ) «Εὐδαιμονία κάλλιστον τό δικαιότατον» (1099 a25-27). Εδώ γίνεται λόγος για την ικανοποίηση μιας ειδικής ενδιάθετης ανάγκης «να φέρεσαι δίκαια στον Άλλον» (πρβλ. §3) - για να ’φχαριστηθείς.
      δ) «[Εὐδαιμονία], ἥδιστον δέ πέφυκεν οὗ τις ἐρᾷ τό τυχεῖν» (1099 a25+28). Το γλυκύτερο όλων για την ευδαιμονία προκύπτει όταν βρεις αυτό που αγαπάς - κι εδώ, η ρητή αντιδιαστολή απ’ τα προηγούμενα (δικαιοσύνη, υγεία) κι απ’ τα επόμενα («εξωτερικά» αγαθά), παραπέμπει νομίζω στην αγάπη προς τον Συνάνθρωπο[6].
      ε) «Ἡ φιλοσοφία θαυμαστάς ἡδονάς ἔχειν καθαρειότητι καί τῷ βεβαίῳ» (1177 a25). «Ἡ τελεία εὐδαιμονία ἐνέργεια δ’ ἐστί θεωρητική» (1177 al8-19). Ιδού δηλαδή οτι αναγνωρίζονται και ηδονές του νού, καθαρές και σίγουρες, που επιστέφουν με ευδαιμονίαν τη θε­ωρητική ενασχόληση.
       
      Μ’ αυτήν την ατελή δειγματοληψία, φαίνεται νομίζω πόσο ευρύ­τατο είναι για τον Αριστοτέλη το φάσμα των αναγκών του Είναι - άρα και πόσο ποικιλότατες είναι οι ηδονές που μας προκαλεί η ικα­νοποίησή τους: Τα εξωτερικά αγαθά (τα οικονομικά λ.χ.), η υγεία του σώματος, η ηδονή των διαπροσωπικών σχέσεων (δικαιοσύνη, αγάπη), κι οι διανοητικές χαρές - ΟΛΑ είναι δυνητικώς συντελεστικά της ευ­δαιμονίας (αλλ’ όχι κατ’ ανάγκην απο μόνα τους). Δείχνει πάντως ο Αριστοτέλης απο τώρα να αναγνωρίζει ως εντονότερες τις ηδονές που προέρχονται απο την ικανοποίηση αναγκών πλησιέστερων προς την υποστασιακή δίψα, τη γνώση του Κόσμου («σοφός μάλιστ’ εὐ­δαίμων», 1179 a32) και πάνω απ’ όλα το καθρέφτισμά μας στον Άλλον («[φίλοι], ὅ δοκεῖ τῶν ἐκτός ἀγαθῶν μέγιστον εἶναι», 1169 blO).[7]
      Στον πραγματικό όμως βίο, πολλές απ’ όλες αυτές τις ηδονές είναι ανταγωνιστικές (ή και αντιφατικές) μεταξύ τους: Γίνεται έτσι προφα­νές οτι η ευδαιμονία θα «κατορθωθεί» (αριστοτελικός όρος) με τη στέρηση έναντι ορισμένων αναγκών και με την ικανοποίηση ορισμέ­νων άλλων (άρα «βελτιστοποίηση»). «Τῷ δή τά λυπηρά ὑπομένειν, [...] ἀνδρεῖοι λέγονται» (1117 a33): Η χαρά την οποία νοιώθει ο ανδρείος ξεπερνάει τις λύπες απ’ τις άλλες στερήσεις, και μεγιστοποιεί την ευ­δαιμονία του. «Τό κατά τήν ἀνδρείαν τέλος ἡδύ, ὑπό τῶν κύκλῳ δ’ ἀφανίζεσθαι, οἷον [...] τοῖς γά πύκταις τό μέν τέλος ἡδύ [...], τό δέ τύτττεσθαι ἀλγεινόν» (1117 bl-4). Εδώ, ο ανδρείος στερείται τη σωματική ευεξία (επιλέγει τους σωματικούς πόνους) ως τίμημα για την υπαρ­ξιακή επιβεβαίωση του στεφάνου της νίκης. Οι κερδοζημίες αφήνουν το μεγαλύτερο θετικό υπόλοιπο. Γι’ άλλη μια φορά, το μέγιστον («ακρότης») θα προκύψει απ’ την αναζήτηση ενός βελτίστου συνδυα­σμού («μεσότης») αντιμετώπισης αναγκών.
      Σε ακραίες περιπτώσεις, θα τις θυσιάσομε όλες τις ικανοποιήσεις, για χάρη μιάς απ’ αυτές - η συνταγή του Αριστοτέλους δέν είναι πε­ριγραφική, φτάνει σου λέει να μεγιστοποιήσεις[8] την ευδαιμονία σου.
      «Ἅπαντα γάρ ὑπάρχει ταῦτα» (υγεία, δικαιοσύνη, αγάπη) «ταῖς ἀρίσταις ἐνεργείαις· ταύτας δε, ἤ μίαν τούτων τήν ἀρίστην, φαμέν εἶναι τήν εὐδαιμονίαν» (1099 a29-30). Την προσωπική-σου ευδαιμονία θα την βρεις σ’ όλα τούτα, ή και σε ένα απ’ όλα αυτά ενδεχομένως. Οπότε πιθανόν θα στερηθείς τα υπόλοιπα - αλλα, παρα ταύτα, θα είσαι ευ­δαίμων: Θα έχεις κατορθώσει μια γεμάτη ζωή.
      Κι όπως βλέπετε, τίμιος διανοητής ο Αριστοτέλης και ανθρωπικότατος, απέφυγε να σας επιβάλλει εναν θαυματουργό κανόνα συμπε­ριφοράς για την ευδαιμονία: «Ὁ δέ μέχρι τίνος καί ἐπί πόσον ψεκτός οὐ ῥάδιον τῷ λόγῳ ἀφορίσαι· οὐδε γάρ ἄλλο οὐδέν ταῶν αἰσθητῶν τά δέ τοιαῦτα ἐν τοῖς καθ’ ἕκαστα, και ἐν τῇ αἰσθήσει ἡ κρίσις» (1109 b20-24). Κι ακόμη: «Οὐ γάρ ῥάδιον διορίσαι το πῶς, καί τίσι, καί ἐπί ποίοις, καί πόσον χρόνον ὀργιστέον, καί μέχρι τίνος ὀρθῶς ποιεῖ τις, ἤ ἁμαρτάνει» (1126 a24). Γενικότερα, δέν υπάρχει «λογικός» κανόνας για τη συμπεριφορά· η συνείδηση του καθενός, ανάλογα με τις περι­στάσεις, αποφασίζει. Τίμια ανθρωπική διαπίστωση, χωρίς τον φόβο μιας περί σχετικισμού μομφής! Δέν είχαμε παρασυρθεί ακόμη τότε στη σύγχυση ανάμεσα στο Ήθος και στο Δίκαιον - στην ηθική επιλογή και στην συμμόρφωση με τους συμβιοτικούς κανόνες. Κι έτσι ο Αρι­στοτέλης, σ’ ενα παρθένο ακόμη φιλοσοφικό έδαφος, μας χάρισε την ανάλυση του ηθικού φαινομένου, στη βάση του οποίου υπάρχει μια επιλεκτική κατα περιστάσεις συμπεριφορά - μια «βελτιστοποίηση» δηλαδή, όπως θα ιδούμε αναλυτικότερα παρακάτω. Έτσι ο Άνθρωπος γίνεται Συγγραφέας του βίου του (ώς εάν να ήταν δυνατόν να γίνει κι αλλιώς...). Κι ας μήν ανησυχούν οι κήνσορες των συμβιοτικών κα­νόνων: Στατιστικώς (και για τα συνήθη προβλήματα της καθημερινό­τητας), σ’ αυτούς τους κανόνες καταλήγει το μεγαλύτερο πλήθος των συνειδήσεων.
       
      3. Η ειδική κατηγορία ηδονών απ’ τις διαπροσωπικές σχέσεις
       
      Ο επιχωριάζων ψόγος κατά του Αριστοτέλους είναι οτι έχτιζε την ευ­δαιμονία σε πλείστα αγαθά, χωρίς να εστιάζει στον τεράστιο πόλο του ηθικού βίου που είναι ο Συνάνθρω­πος. Τα κείμενα όμως δέν δικαιολο­γούν αυτήν την κριτική. Εκτός εάν συνεχίζομε να εκπληττόμεθα για το γεγονός οτι ο αριστοτελικός ρεαλι­σμός ανθρωπικότατα (και αντιφαρισαϊκά) αναγνωρίζει και όλες τις άλλες πηγές δυνητικής ευδαιμο­νίας. Ιδού όμως οτι, παρα ταύτα, μέσα σ’ αυτήν την ποικιλότητα, ο Συνάνθρωπος θα είναι κατα τον Αριστοτέλη το μέγιστο υποστασια­κό καταφύγιο:
      α) Θα υποστηρίξω λοιπόν οτι η αριστοτελική ηθική είναι οντολογική κατα το γεγονός οτι νοεί τον Αλλον[9] ως υποστασιακή προϋπόθε­ση του Εγώ:
      -     ἔστι γάρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός (1166 a32).
      -     τόν δέ φίλον ἕτερον αὐτόν ὄντα (1169 b7).
      -     ὡς δέ πρός ἑαυτόν ἔχει ὁ σπουδαῖος, καί πρός τόν φίλον (1170 b6-7).
      -   κοινωνία γάρ ἡ φιλία, καί ὡς πρός ἑαυτόν ἔχει, οὕτω και προς τον φίλον (1171 b33).
      Αυτή η θεμελιώδης (και εμμόνως επαναλαμβανόμενη) δήλωση, θα αρκούσε για να αναβαθμίσει τους αγαπητικούς κανόνες - κι απ’ τη συμβιοτική σκοπιμότητα, να τους ανεβάσει σε λειτουργικό μηχανισμό της Αυτο-Ποίησης: Το χτίσιμο του Εγώ χάρις στο καθρέφτισμά-του στον Άλλον, κάνει τον Άλλον υποστασιακώς απα­ραίτητον για μένα - γεγονός που καθιστά τη φιλότητα οντολο­γική προϋπόθεση. Καθρεφτίζομαι στα μάτια του Πλησίον για να υπάρξω. Ό,τι κάνω, το συνειδητοποιώ ως προς ενα σύστημα Ανα­φοράς - κι ο συνάνθρωπος είναι ο κυριότερος άξονας αυτού του Συστήματος[10] (ενα είδος «μεσάζοντος», που καθιστά τα πράγματα εκφράσιμα - Λόγος δηλαδή). Ο F. Sparshott (1996, σελ. 287), αυ­τό το «second self» το αποκάλεσε «serving as a projection of the ego», η δέ S. Broadie (2002, σελ. 23) θεωρεί οτι ίσως ο Αριστοτέ­λης θεωρούσε ως δεδομένον οτι «we learn of ourselves through the eyes of those who love us» - καίτοι η ίδια δέν ακολούθησε ρητώς αυτήν την εξηγητική γραμμή στο κείμενό της. β) Έτσι ίσως ερμηνεύεται κι η βαθειά χαρά που παίρνω ΕΓΩ όταν ευεργετώ τον Άλλον, και χτίζω με πρωτόφαντες ηδονές το Είναι. Ηδονές τόσο δυνατές, ώστε ενίοτε και ο θάνατος ακόμα παύει να φοβίζει. Ο Αριστοτέλης προχωρεί και σε συγκεκριμένες περιγρα­φές αυτού του μηχανισμού («αυτοανεύρεσης μέσω του Σύ», θα τον λέγαμε), όταν αναλύει τα κίνητρα του ευεργετούντος:
      «προήσεται γάρ καί χρήματα, καί τιμάς καί ὅλως τά περιμάχητα αγαθά, περιποιούμενος ἑαυτῷ τό καλόν [...]: τό τῶν φίλων ἕνεκα πολλά πράττειν καί τῆς πατρίδος, κἄν δεῃ ὑπεραποθνήσκειν [...] — ὀλίγον γάρ χρόνον ἡσθῆναι σφόδρα μᾶλλον ἕλοιτ’ ἄν ἤ πολύν ἠρέμα [...]. Toῖς δ’ ὑπεραποθνήσκουσι τοῦτ’ ἴσως συμβαίνει· αἱροῦνται δή μέγα καλόν ἑαυτοῖς [...]. Γίγνεται γάρ τῷ μέν φίλῳ χρήματα [...], τό δέ μεῖζον ἀγαθόν ἑαυτῷ ἀπονέμει [...]. Οὕτω μέν οὖν φίλαυτον εἶναι δεῖ [τόν σπουδαῖον]» (1169 al8-35). Αυτό το «φίλαυτον» ακούει ο ηθικός επαρχιωτι­σμός και φρίττει...
      Έχομε εδώ την πιό ξεκά­θαρη ωφελιμιστική ηθική δή­λωση - η οποία όμως έχει ενα ανοιχτά φιλάλληλο πε­ριεχόμενο (και δέν κινδυ­νεύει να λιθοβοληθεί απ’ τους οπαδούς των εξωγενών κα­θηκόντων ηθικής): Ό,τι καλό κάνω για τον Άλλον, το κά­νω για τη σφοδρή ηδονή που νοιώθω Εγώ (σφοδρή και έμ­μονη - «τό καλόν γάρ πολυ­χρόνιον», 1168 al5). Ευεργε­τώντας τον Άλλον, εισπράττω «μέγα καλόν ἐμαυτῷ» - τόσο μέγα, που ακόμα κι ο θάνατος ενίοτε έχει ήσσονα βαρύτητα. Μεγαλοφυιώς (προκλητικά σχεδόν) ο Αριστοτέλης θα διακηρύξει «ὁ ἐπιει­κής (ο υψηλόφρων δηλαδή), φίλαυτος ἄν εἴη»!
      Φτάνει βέβαια να έχει αναπτύξει αυτήν την ιδιοφυή ηδονοθηρία[11], να έχει οξύνει την προς τούτο απαιτούμενη δεξιοτεχνία (την αρετή), για να μπορεί να επιτύχει την βελτιστοποίηση ανάμεσα και σ’ όλες τις υποψήφιες πηγές ηδονής. Προσέξτε δέ οτι μ’ αυτό το «ἡσθῆναι σφόδρα», ο Σταγειρίτης έχει ευθέως νομιμοποιήσει το συναίσθημα ως συστατικόν του ηθικού ενεργήματος - αντί για την ηθική Λογοκρατία η οποία το ξορκίζει... γ) Ενας άνθρωπος μυημένος σ’ αυτή την υποστασιακή χαρά της συν­ουσίας με τον Άλλον, δέν είναι περίεργο που φθάνει σιγά-σιγά να νοιώθει τόσο δυνατά την αυτοπαθή αυτή χαρά, ώστε κατα τη βελτιστοποίηση που ασκεί για την κατόρθωση του αγαθού, τείνει να υποβαθμίζει τις αναπόφευκτες άλλες βλάβες τις οποίες υφίσταται προς τούτο.
      Έτσι λ.χ., επειδή «ἄριστος οὐχ ὁ πρός αὐτόν τῇ ἀρετῇ ἀλλά πρός ἕτερον» (1130 a7), καταλήγει να προτιμά να αδικείται μάλλον, πα­ρά να αδικεί: «ἄμφω μέν φαῦλα καί τό ἀδικεῖσθαι καί. τό ἀδικεῖν ἀλλ’ ὅμως χεῖρον τό ἀδικεῖν» (1138 a30-32).
      Προσέξτε πώς, χάρις σε μια οντολογική θεμελίωση της ηθικής, ο Αριστοτέλης είχε αγγίξει τη χριστιανική εντολή - δυόμιση χι­λιετίες νωρύτερα. Για να μήν υπάρξουν δε ασάφειες ως προς την ύπατη σημασία αυτών των ηθικών ενεργειών, ο Αριστοτέλης θα διακηρύξει οτι «Δικαιοσύνη οὐ μέρος ἀρετῆς, ἀλλ’ ὅλη ἀρετή ἐστιν» (1130 a8). Έχομε εδώ μια γενναία επέκταση της θυσιαστικής φι­λαλληλίας προς κύκλον συνανθρώπων ευρύτερον - κι όχι μόνον προς Φίλους...
      Άλλωστε, το αγαπητικό πάθος του Αριστοτέλη για την πάσχουσα ανθρωπότητα, τον είχε εμπνεύσει να ’πει εκείνο το προφητικότατο «εἰ γάρ ἠδύνατο ἕκαστον τῶν οργάνων κελευσθέν ἤ προαισθανόμενον ἀποτελεῖν τό αὐτοῦ ἔργον [...], οὐδέν ἄν ἔδει οὔτε τοῖς ἀρχιτέκτοσιν ὑπηρετῶν οὔτε τοῖς δεσπόταις δούλων» (ΠολίΤ. 1053 b35-39). Μια φιλάνθρωπος τεχνολογική Ουτοπία, δυό χι­λιάδες χρόνια πρίν απ’ τον Βάκονα και τον Καμπανέλα.
      Μ’ αυτήν λοιπόν την έμμονη συν-Ετεριστική (με τον Έτερον) λειτουργία δομείται το Είναι. Κι έτσι νομίζω οτι ο Αριστοτέλης ενοποιεί de facto την αυτοαναφορικότητα και την ετεροαναφορικότητα, οδηγώντας μας σε μια λεπτοφυή υποστασιακή κατάστα­ση. (Αλήθεια, πώς κατάφερε ο Bertrand Russel να πεί εκείνο το ανήκουστο «λείπει κάθε έννοια φιλανθρωπίας απ’ τον ηθικό οπτι­μισμό του Αριστοτέλους»;)
      δ) Όποιος τόσο ψηλά κατ-Ορθώνει το αγαθό ώστε να ευεργετεί τον Πλησίον, γνωρίζει τις οδύνες που τον περιμένουν - όπως ο πυγ­μάχος που πονάει όταν αγωνίζεται για τη νίκη. Ή όπως η μάννα που γεννά τα τέκνα-της με πόνους - αλλα για τούτο τ’ αγαπάει πιό πολύ. Ή, ακόμη, όπως κι ο ποιητής τα ποιήματά-του.
      Ο Αριστοτέλης, για τούτο το κατεξοχήν ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ (αλλά τόσο χειροπιαστό) έργο του αγαθού, θα χρησιμοποιήσει όλες αυ­τές τις παρομοιώσεις για να μας κάνει να υποπτευθούμε την αγαπητική χαρά που νοιώθει ο ευεργέτης προς το έργο του, δηλαδή προς το ηθικό αγαθό. Λέει:
      -     «οἷον τοῖς γάρ πύκταις τό τέλος ἡδύ [...], τό δέ τύπτεσθαι ἀλγεινόν» (1117 b3-4).
      -     «διά ταῦτα δε καί αἱ μητέρες φιλοτεκνότεραι· ἐπιπονωτέρα γάρ ἡ γέννησις, καί μάλλον ἴσασιν ὅτι, αὐτῶν, δόξειε δ’ ἄν τοῦτο καί τοῖς εὐεργέταις οἰκεῖον εἶναι» (1168 a25-26).
      -     «ὥσπερ τέκνα στέργοντες οἱ ποιηταί τά οἰκεῖα ποιήματα, τοιούτῳ δέ καί τῶν εὐεργετῶν τό γάρ εὖ πεπονθός, ἔργον ἐστίν αὐτῶν» (1168 a2-3).
      - «[ὁ] σπουδαῖος ταῖς κατ’ ἀρετήν πράξεσι χαίρει [...] καθάπερ ὁ μου­σικός τοῖς καλοῖς μέλεσιν ἥδεται» (1170 a8-10).
      Τί το κοινόν έχουν ετούτα τα σπουδαία παραδείγματα; Τον ηδονοπάροχο πόνο της δημιουργίας - τέτοια δημιουργία είναι και η «ενέργεια προς το αγαθόν», και τέτοιες χαρές σου επιφυλάσσει. Μ’ άλλα λόγια ο ευεργέτης νοιώθει ευδαιμονέστερος των ευεργετουμένων (1167 Μ7).Έχει δε τεράστια σημασία να παρατηρήσομε εδώ οτι ο ευεργέτης εισπράττει την ευδαιμονίαν αυτήν «εδώ-και-τώρα». Είμαστε πολύ μακριά απ’ τις ιδεαλιστικές συ­ναλλαγματικές των μελλοντικών παραδείσων. Η αριστοτελική ηθική είναι μια ανθρωπική ακτιβιστική ηθική,
      ε) Αυτή την αριστοτελική αντίληψη της ηθικής ευδαιμονίας ηθέλησα αμυδρώς να υπενθυμίσω μέχρι εδώ. Μιας ευδαιμονίας με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
      -     Δέν υπαγορεύεται απο εναν εξωγενή κατάλογο «υποχρεώσεων».
      -     Αμείβεται μετρητοίς[12].
      -     Συνοδεύεται πάντοτε απο παρενεργείς οδύνες απ’ τις στερή­σεις[13] άλλων αναγκών του βίου - ανάμεσα απ’ τις οποίες ο άν­θρωπος θα κάμει την επιλογή του, βελτιστοποιώντας όμως το τελικό αποτέλεσμα λύπης και χαράς εκάστοτε. Κι ας θυμηθούμε και τον γενικευμένο κατάλογο ηδονών του Αριστοτέλους, απ’ το Σώμα, απ’ τη Διάνοια κι απ’ την Καρδιά (βλ. §2 πιοπάνω).
      στ) Ας μείνομε όμως λίγο σ’ αυτήν την τελευταία προϋπόθεση - τη δυσχερέστερη και σπανιότερη όλων. Η Ιστορία δείχνει πως μόνο
      13. «Kανονίζομεν τάς πράξεις [...] ἡδονῇ καί λύπῃ» (1105 a4). «Ἀρετή περί ἡδονάς καί λύπας ἐστί» (1105 al4).
      οι μεγάλοι αγωνιστές και οι μάρτυρες φθάνουν σ’ αυτήν την ύπα­τη στάθμη αρετών ώστε «φίλων ἕνεκα [...] καί τῆς πατρίδος [...] ὑπεραποθνήσκειν» (1109 al9). Όλοι εμείς οι άλλοι κολυμπάμε, σπασμωδικά ενίοτε, ανάμεσα στον πυθμένα των αμέσων (αλλ’ ανεπαρκεστάτων για την ευδαιμονία) ηδονών, και στ’ αφρόνερα μόνον της υποστασιακής μέθης.
      Πώς λοιπόν θα ακονίσομε και τη δική-μας ικανότητα ν’ απο­λαμβάνομε κι εμείς ενα μέρος αυτής της ηθικής ευδαιμονίας; Εδώ, πρέπει ν’ αναγνωρίσομε τον πραγματισμό του Αριστοτέλους, ο οποίος είχε προαναγγείλει το «κλειδί»: Είπε πρώτον οτι «τό ζῆν, τήν ἡδονήν συνεζεῦχθαι»· δεύτερον «ὁ σπουδαῖος, ταῖς κατ’ ἀρετήν πράξεσι χαίρειν», και τρίτον «ἡ φιλοσοφία θαυμα­στάς ἡδονάς ἔχειν». Επειδή λοιπόν μας υπόσχεται ΗΔΟΝΗΝ, εύκολα κι εμείς υιοθετούμε αυτό το κίνητρον για την ηθική-μας μύηση - όσο δύσκολη κι άν θα είναι. Προσοχή όμως: Ο Αριστο­τέλης ποτέ δεν είπε οτι η ηδονή είναι ο σκοπός μας, είπε απλώς οτι το «αγαθόν» είναι καθεαυτό ηδύ - το αντίστροφο δέν αλη­θεύει. «Ἡ ἡδονή τελειοῖ τάς ἐνεργείας καί τό ζῆν» (1175 al6), ναι. Όμως, «νοσώδη ἔνια τῶν ἡδέων [...], οὐκ ἄριστον ἡ ἡδονή, οτι οὐ τέλος, ἀλλά γένεσις» (1152 b23). «Τοῖς πολλοῖς δέ ἡ ἀπάτη διά τήν ἡδονήν ἔοικε γίνεσθαι· οὐ γάρ οὖσα, ἀγαθόν φαίνεται» (1113 a33-34). Αν ήτανε να ορμάγαμε στα τυφλά προς τις ηδονές ενγένει, η ευδαιμονία θα πήγαινε περίπατο. Κάποια «ενέργεια» χρειάζεται: Η εν τόπω και χρόνω μεγιστοποίηση της ηδονής, χά­ρις στην επιλογή του «αγαθού» - ετούτο όμως είναι έργο ζωής (βλ. §4). (Κι έτσι ερχόμαστε στο πρακτικό μέρος της αξιολογικής-μας καλλιέργειας). Αυτό το έργο είναι πολυσχιδές (σωματι­κό, διανοητικό, ηθικό), και προαπαιτεί μια μακρά μύηση:
      - «οὐκ ἔστιν ἡσθῆναι τήν [ἡδονήν] τοῦ δικαίου μή ὄντα δίκαιον οὐδε τήν τοῦ μουσικοῦ μή ὄντα μουσικόν» (1173 b30).
      -  «τοῦ δέ καλοῦ καί ὡς ἀληθῶς ἡδέος οὐδ’ ἐννοίας ἔχουσιν ἄγευστοι ὄντες» (1179 bl5)· προσέξτε την εμπειρικότητα του επιχειρή­ματος.
      -  «ἀλλά δεῃ προδιειργάσθαι τοῖς ἔθεσι τήν τοῦ ἀκροατοῦ ψυχήν πρός τό καλῶς χαίρειν καί μισεῖν, ὥσπερ γῆν τήν θρέψουσαν τό σπέρμα» (1179 b24-26).
      Οι «άγευστοι» της ιδιοφυούς ηδονής, πρέπει να περάσουν απο «προεργασίαν» για να μάθουν το «καλῶς χαίρειν» - όπως η γή που θέλει όργωμα, ξεπέτρωμα, πότισμα και υπομονή για να καρπίσει! Το καταλαβαίνουμε.
      Στο κάτω-κάτω, «ἡ εὐδαιμονία ἐνέργειά τις ἐστίν, ἡ δ’ ἐνέργεια δῆλον ὅτι γίνεται, καί οὐχ ὑπάρχει ὥσπερ κτῆμά τι» (1169 b29-30). «Ἡ δέ τελεία εὐδαιμονία ὅτι θεωρητική τις ἐστίν ἐνέργεια» (1178 b8). Μας δίνει θάρρος - αλλ’ εμείς, ενώπιον του κόστους των άλλων στερήσεων τις οποίες θα υποστούμε, ενδέχεται να λυγίσομε, προτιμώντας γνωστότερες, προσωρινότερες έστω ηδονές. Ας θυμόμαστε όμως πάντα οτι ο Αριστοτέλης μας έταξε κατι πολύ εντονότερο, «ἡσθῆναι σφόδρα (1169 a23) ἡδονήν [τελειοῦσαν] τό ζῆν» (1175 al6).
      Σας κατανοούμε βέβαια, λέει ο Αριστοτέλης: Ακούσατε «ηδο­νή» και στραφήκατε στις σωματικές ηδονές μόνον (αυτές που μονοπωλούνε το όνομα ηδονή), σ’ αυτές οι οποίες αρχικά είναι οι μόνες γνωστές και εύκολες για όλους (όπως στα παιδιά και στα ζώα). Και νομίζατε πως μόνο αυτές υπάρχουν. Και φαίνονται προτιμότερες επειδή σας διώχνουν εύκολα τη λύπη. Αλλα δέν τις ξέρετε τις άλλες ηδονές να τις χαρείτε. Λοιπόν, σας λέμε οτι ολόκληρη η ζωή του εναρέτου και του σκεπτόμενου ανθρώπου είναι γεμάτη ηδονές!
      -   «Ἀλλ’ εἰλήφασι τήν τοῦ ὀνόματος κληρονομιάν αἱ σωματικαί ἡδοναί διά τό πλειστάκις τε παραβάλλειν εἰς αὐτάς καί πάντας μετέχειν αὐτῶν διά τό μόνας οὖν γνωρίμους εἶναι ταύτας μόνας οἴονται εἶναι» (1153 b33-35). «Ἔτι παιδία καί θηρία διώκει τάς ἡδονάς» (1152 b20).
      -     «Φαίνονται αἱ σωματικαί ἡδοναί αἱρετώτεραι [...] διά τάς ὑπερβολάς τῆς λύπης» (1154 a26-28). «Ἔτι διώκονται [...] ὑπό τῶν ἄλλαις [ἡδοναῖς] μή δυναμένων χαίρειν» (1154b2-3).
      -     «Ὁ βίος [τῶν φιλαρέτων] ἔχει τήν ἡδονήν ἐν ἑαυτῷ» (1099 al7). «Ἡ δέ τοῦ νοϋ ἐνέργεια [...] ἔχει τήν ἡδονήν οἰκείαν, αὕτη δέ συναύξει τήν ἐνέργειαν» (1177 b20-22).[14]
      Με μια τέτοια ανάγνωση της (οντολογικής και πρακτικής συ­νάμα) ηθικής του Αριστοτέλους, είναι ίσως ευκολότερο τώρα να κατανοήσουμε τη διαδικασία της αναζήτησης του Αγαθού, ανά­μεσα απο το εκάστοτε δυσπρόβλεπτο και ποικίλον σύνολο των δυνατών λύσεων οι οποίες προσφέρονται κάθε φορά στη γρηγορούσα συνείδηση, ζ) Μια σύντομη παρέκβαση είναι ίσως εδώ αναγκαία, επειδή η έμ­μονη (και τόσο λειτουργική δέ) επίκληση της ηδονής απ’ τον Αριστοτέλη, φαίνεται οτι έχει σκανδαλίσει πολλούς σύγχρονους Σχολιαστές - οι οποίοι (εξ αγαθής υποθέτω προαιρέσεως) απο­πειρώνται να αποκαταστήσουν τη «φήμη» του Σταγειρίτη με τις ακόλουθες δύο αντιρρήσεις: (ϊ) Μα, ηδονιστής δέν ήταν ο Αρι­στοτέλης, (ii) Κι ούτε Επικούρειος!
      Οι πρώτοι ας μήν ανησυχούν: Ας προσέξουν μόνον τη σύγ­χυση που μπορεί να προκύψει απ’ τη σύγχρονη σημασία του «ηδονιστή» (ως παραδομένου στις σαρκικές απολαύσεις), και τη φιλοσοφική χρήση του όρου «ηδονή» ως ευλογότατου χαρακτη­ριστικού του Αγαθού αφενός - ενώ αφετέρου ο Αριστοτέλης λεπτομερώς απέδειξε οτι η ηδονή δέν συνιστά αγαθόν καθεαυτήν (αλλ’ είναι συχνότατα «νοσώδης»).
      Αλλα κι οι δεύτεροι προστάτες της επαρχιακής φήμης του Αριστοτέλους, στο ίδιο ίσως γλωσσικό ολίσθημα ενδέχεται να έχουν υποπέσει. Διότι, καταρχήν, πλείστες θέσεις του (καλού ερανιστή) Επικούρου ακούονται όντως ως αριστοτελικές, όπως: κριτήριο των πράξεων η ηδονή, ο ύψιστος σκοπός του ανθρώπου το ηδέως ζήν (αλλα με την ψυχική κυρίως, την καταστηματική, ηδονή), η θετική συμβολή και των σωματικών ηδονών στον σκο­πό, αλλα και η χαρά που νοιώθει ο ευεργέτης για τη χαρά που δίνει στους άλλους. Άρα, ο Επίκουρος ήταν ενμέρει αριστοτελι­κός - όχι βέβαια το αντίστροφο. Πολύ δε ολιγότερο οπου ο Αρι­στοτέλης θα τον είχε χαρακτηρίσει (δυσφήμως) ως «ιδιώτην», άν είχε σχολιάσει το «λάθε βιώσας»...
               
      4. Η βελτιστοποίηση των ενεργειών που οδηγεί κάθε φορά στο Αγαθόν
       
      α) Κι ας ξεκινήσουμε υπενθυμίζοντας την συνήθη αριστοτελική ορολογία, οι εκάστοτε ερμηνείες της οποίας συνεπάγονται αφεύκτως και την ευθύνη του αναγνώστη. (Καραδοκεί δηλαδή ο κίν­δυνος να θέλομε να στρώσουμε και τον Αριστοτέλη στα γούστα μας. Δέν είναι όμως κι αυτός άμοιρος ευθυνών: Τα κείμενά του δέν είναι πρότυπα κρυστάλλινου ύφους και μονοσήμαντης ορο­λογίας πάντοτε).
      Αρετή[15] = η αποκτώμενη σπουδαία ικανότητα, άρα και η διάθεσις («έξις»), για επιτέλεση του ενεργήματος (της «ενεργείας»), με το οποίο θα αναζητηθεί και θα επιλεγεί το Αγαθόν.
      Αγαθόν = το αποτέλεσμα εκείνης της επιτυχούς πράξεως (ως
      εκλογής ανάμεσα σε πολλαπλούς υποψηφίους στόχους), η οποία εί­χε τελικόν σκοπό την εν όλω τω βίω μεγιστοποίηση της ικανοποίη­σης που εξαρτάται απο την ενλόγω εκλογή.
      Ηδονή = ευχαρίστηση συμφυής με τη ζωή, επιθυμητή καθεαυτήν, αίσθηση που συνοδεύει και επιστέ­φει ιδιαιτέρως τις σπουδαίες ενέρ­γειες - χωρίς όμως απο μόνη της να διασφαλίζει το αγαθόν.
      Πάθος = συγκινησιακή κατά­σταση (θάρρος, συμπάθεια, επιθυ­μία, οργή κ.λπ.)
      Ευδαιμονία = ύπατος σκοπός του βίου, ύψιστο αγαθό, επιθυ­μητή καθεαυτήν (δέν επιδιώκεται ως μέσον για την επίτευξη άλ­λου σκοπού)' νοείται ως αποτέλεσμα της άσκησης του αγαθού δι’ όλου του βίου' είναι μια ευρύτερη πολυπαραγοντική θεωρη­τική ενέργεια· δέν κτάται αλλα συνεχώς κατακτάται.
      β) Μπροστά, λοιπόν, στην πολλαπλότητα και την αντιφατικότητα των ανθρωπίνων αναγκών, βλ. §2 (και των αντιστοίχων ηδονών τις οποίες συνεπάγεται η ικανοποίησή-τους), ο περίπλοκος βίος τού κάθε χωριστού ανθρώπου απαιτεί Επιλογές·. Κάθε φορά, η πράξη (καθοδηγούμενη απ’ τη δεξιοτεχνία της αρετής) θα ανα­ζητήσει το αγαθόν. Θυμίζουμε εδώ οτι, εξαιτίας του υποστασια­κού μηχανισμού που υπομνήσθηκε στις §§3δ, ε, «αἱ κατ’ ἀρετήν πράξεις [...] εἰσίν ἡδείαι καθ' ἑαυτάς» (1099 al4) κι οτι «τό τε ἁπλῶς ἀγαθόν καί ἡδύ ἁπλῶς ἐστίν» (1156 b23). Άρα, το στοιχείον της ηδονής[16] συνοδεύει πάντα τις επιλογές μας - ο Αρι­στοτέλης δέν εκήρυξε την ασκητικήν (αλλ’ ούτε και την φαρισαϊκήν). Αντιθέτως, θα διακηρύσσει οτι «ἡ δέ ἡδονή τελειοῖ τάς ἐνεργείας· καί τό ζῆν [...] εὐλόγως οὖν καί τῆς ἡδονῆς ἐφίενται· τελεοῖ γάρ ἑκάστῳ τό ζῆν, αἱρετόν ὄν» (1175 al6-17). Επειδή όμως ύπατος σκοπός του βίου είναι η ευδαιμονία, πρέπει αμέσως εδώ να θυμηθούμε ότι «εὐδαίμονα λέγειν [...], μή τον τυχόντα χρό­νον ἀλλά τέλειον βίον» (1101 al5). Πρόσθετο λοιπόν χαρακτηρι­στικό της πιο πάνω επιλογής, είναι να στοχεύσει σ’ εκείνην τη λύ­ση που θα μεγιστοποιήσει την ηδονή (ή θα ελαχιστοποιήσει τη λύπη) σ’ όλον τον χρονικό ορίζοντα της ζωής[17]. Άρα, άλλη μιά βελτιστοποίηση - εν χρόνω αυτή τη φορά. Κι αυτή η εμφανώς εύλογη προϋπόθεση, είναι μεγίστης σημασίας για την ανθεκτικότητα της ηθικής θεωρίας.
      Μ’ αυτά λοιπόν τα γενικά κριτήρια (εμπειρικά και θεωρητικά μαζί), «ἕκαστος γάρ τῷ (ε)αὑτῷ ἀγαθόν εὑρίσκειν, ὥσπερ καί τροφήν»\ (1172 bl4)[18]. Υποστασιακή τροφή θα τη λέγαμε βάσει όσων είδαμε στην §3ε: «Τό γάρ εὖ πεπονθός ἔργον ἐστίν αὐτῶν [τῶν εὐεργετῶν]· τοῦτο δή ἀγαπῶσι [...]. τούτου δ’ αἴτιον ὅτι τό εἶναι πὰσιν αἱρετόν καί φιλητόν· ἐσμέν δ’ ἐνεργείᾳ (τῷ ζῆν γάρ καί πράτ­τειν)» (1168 a3-6). Υπάρχω μέσω της δημιουργικής-μου πράξεως!
      Και γι’ αυτό ο Αριστοτέλης είχε προαναγγείλλει (1104 b33) ΟΤΙ «ὁ ἀγαθός κατορθωτικός ἐστιν ὁ δέ κακός ἁμαρτητικός,[19] μά­λιστα δε περί τήν ἡδονήν»: Την πάτησε δηλαδή ο κακός διότι δέν κατάφερε να κατορθώσει την ηδονή δια βίου. Μόνη αυτή επι­στέφει τις σπουδαίες ενέργειες,
      γ) Πώς όμως καταφέρνει έκαστος να πετύχει κάθε φορά ετούτο το έργον του αγαθού; Εκτός απ’ το «διά βίου» κριτήριο, ο Αριστο­τέλης εμμένει στο κριτήριο της βελτιστοποίησης της ηδονής:
      -     «Tοῖς εὖ ἔχουσιν ἔργοις» (δηλαδή τοῖς ἀγαθοῖς), «οὔτ’ ἀφελεῖν ἔστω, οὔτε προσθεῖναι» (1106 blO). Πρόκειται ακριβώς για τον μαθηματικό ορισμό του μεγίστου! Του μεγίστου της ευδαιμο­νίας - διότι σ’ αυτήν συντελεί το αγαθόν.
      -     Γιατί; Διότι, όπως φαίνεται και στο Σχ. 1 (σελ. 58), «ὡς τῆς μέν ὑπερβολῆς καί τῆς ἐλλείψεως φθειρούσης» (σημεία 1', 2'), «τῆς δέ μεσότητας σωζούσης» (σημείο 3') (1106 bl 1-12). Άρα «με­σότης» εδώ είναι πράγματι μια «μεγιστοποίηση».
      -     Και πώς θα την πετύχομε αυτήν την «μεσότητα» της ευστο­χίας; Ο Αριστοτέλης δέν ντρέπεται να περιγράψει τα ανθρώ­πινα με ειλικρίνειαν, και απαντά: Εμπειρικώς, με δοκιμές[20], «ἀποκλίνειν δέ δεῖ ὁτέ μέν ἐπι τήν ὑπερβολήν, ὁτέ δέ ἐπί τήν ἔλλειψιν οὕτω γάρ ῥᾴστα τοῦ μέσου καί τοῦ εὖ τευχόμεθα» (1109 b25-27). Προσέξτε που ακόμα και το ρήμα τεύχομαι, πα­ραπέμπει σε μια κατασκευή, μια ύφανση ή μια σφυρηλάτηση. Έτσι δημιουργικά κατορθούται το αγαθόν - κι όχι με μια σε­βαστική «υπακοή».
      -     Η αρετή που μας καθοδήγησε στην αναζήτηση της βέλτιστης λύσης, είναι μια «μεσάτης κατά τήν οὐσίαν καί τόν λόγον το τί ἦν» (1107 a6): Αυτή η εμπειρική/έλλογη ικανότητα, όπως ορί­σθηκε, μας βοήθησε να βρούμε ορθή ενδιάμεση λύση - με την οποία κατ-Ορθούται το Αγαθόν. Προσέξτε δέ οτι δέν πρόκει­ται για μια μεσότητα «μήκους», «εντάσεως» ή άλλων μονοδιά­στατων μεγεθών - αλλα για την αναζήτηση μιας λύσεως «ου­σίας» (πρβλ. και §στ πιο κάτω).
      -     Ενα άλλο αριστοτελικό παράδειγμα «κατ είδος» βελτιστοποιήσεως ηδονών υποδηλώνεται με «τάς ἀφ' ἑτέρων ἡδονάς ἐμπό­ρους ταῖς ἐνεργείας εἶναι» (1175 b2). Π.χ. η αντίθεση ανάμεσα:
      (i) σε ακρόαση αυλού και
      (ii) σε φιλοσοφική συζήτηση.
      «Ἡ γάρ ἡδίων τήν ἑτέραν ἐκκρούει» (1175 b7), όπως (α) το τραγηματίζειν (μασουλάω λιχουδιές),
      (β) όταν φαῦλοι οἱ ἀγωνιζόμενοι (ἐν τοῖς θεάτροις).
      Έτσι η Συνείδηση προάγεται εκάστοτε σε βελτιστοποίηση, «καθ’ ἑκάστην γάρ ἐνέργειαν, οἰκεία ἡδονή ἐστιν» (1175 b26), «ἡδοναί [...] δέ σύνεγγυς ταῖς ἐνεργείαις, καί ἀδιόριστοι» (1175 b33).
      -  Επειδή όμως η αρετή αυτή εστόχευσε τελικώς στο άριστον, συ­νιστώ και μιαν ακρότητα: «κατά δέ τό ἄριστον καί τό εὖ [ἡ ἀρετή ἐστίν] ἀκρότης» (1107 a7). Ακρότης, στα αρχαία ελληνι­κά, σημαίνει απλώς κορυφή (και τίποτ’ άλλο). Δηλαδή το σημείον 3' του Σχ. 1 που ακολουθεί.
       
       
               Σχ. 1: Στις τετμημένες εμφανίζονται όλες οι δυνατές λύσεις σε μιά ευθεία αντί σε ενα ολόκληρο επίπεδο. Στις τεταγμένες μετριέται η συμβολή-τους στην ευδαιμο­νίαν. Το σημείο του μεγίστου («ἀκρότης») είναι το «αγαθόν»: Το στόχευσε μια λύση ενδιάμεση («μεσάτης»). Κάθε άλλη λύση θα ήταν «κακή».
       
      -     Το βέλτιστον που μόλις πετύχαμε (το «αγαθόν») είναι ένα και μόνο σημείο πάνω στην καμπύλη όλων των αποτελεσμάτων στο Σχ. 1: «Τό ἀγαθόν πεπερασμένον [...], το κατορθοῦν μονα­χικῶς» (1106 b30-31). Ενώ οι κακές λύσεις (λ.χ. «1» και «2» στο Σχήμα) που οδηγούν σε κακά αποτελέσματα (μειωμένης αποτελεσματικότητας για την ευδαιμονία), είναι άπειρες το πλήθος εκατέρωθεν του μεγίστου: «Τό μέν ἁμαρτάνειν πολλαχῶς ἐστίν (τό γάρ κακόν τοῦ ἀπείρου)» (1106 b29).
      -     Την ίδια έννοια της αστοχίας (της αμαρτίας δηλαδή) έξω απ’ το αγαθόν, ο Αριστοτέλης θα την προβάλλει και ευθύτερα: «Ὁ ἀγαθός κατορθωτικός ἐστιν, ὁ δέ κακός ἁμαρτητικός, μάλιστα δέ περί τήν ἡδονήν» (1104 b34). (Ναι, όλα τούτα ακούγονται μακριά απ’ τη σημερινή αγγελοσατανική αντίληψη αγαθόν/κακόν - αλλ’ η Ιστορία των ιδεών διατηρεί πάντα το δυναμικό της).
      -     Εν πάση περιπτώσει, το αγαθόν θα κατορθωθεί με πολύ μεγά­λη δυσχέρεια «ἔργον ἐστί σπουδαῖον εἶναι», 1109 a24), πάντως δέ με επανειλημμένες δοκιμές («ἐξ ἔθους περιγίγνηται» 1103 a 17, και «κατά τόν δεύτερον φασί πλοῦν τά ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν» 1109 a35). Σε σύγχρονη γλώσσα θα λέγαμε οτι οι Αξίες χτίζονται μόνον μέσω μακράς εμπειρίας και αναδράσεων (πρβλ. και §3, στ), όπως ρητώς υποδηλώνεται απ’ αυτή τη δεύ­τερη δοκιμή («τόν δεύτερον πλοῦν»).
      δ) Εδώ θα είχε τη θέση-της και μια αναφορά στους κατά Αριστοτέλους μύδρους του κλεινού Πλήθωνος. Μου φαίνεται λοιπόν οτι ο Γεμιστός όντως δέν είχε ξεπεράσει την διάκριση ποιότητος/ποσότητος[21]: Πράγματι, για να λειτουργήσει το αριστοτελι­κό προσομοίωμα, προϋποτίθεται η μεταστοιχείωση όλων των υποψηφίων «ενεργειών» σε κοινό νόμισμα «την αντίστοιχη δια βίου ευχαρίστηση που θα προσφέρουν». Έτσι μόνον μπορεί να βρεθεί η (ενδιάμεση) κορυφή της ευχαρίστησης - δηλαδή η «ακρότης» του αγαθού.
      Σ’ αυτό λοιπόν το «αριστοτελικό» προσομοίωμα δέν υφίσταται πλέον η διάκριση ποιότητας και ποσότητας· όλες οι αρχικά ποιοτικές επιλογές έχουν οιονεί-ποσοτικοποιηθεί μέσα στη έμπειρη συνείδηση του σώφρονος σε μονάδες «συναίσθησης», ε) Κάπως έτσι λοιπόν κατ-Ορθούται το αγαθόν, ως ακρότης αποτελεσματικότητας, θαμιστικώς[22] ενίοτε, και μέσω μιας βέλτιστης επιλογής μιας λύσεως ενδιάμεσης («μεσάτης»), την οποία η εμπειρικά καταχτημένη ηθική δεξιοτεχνία (η αρετή) μας οδηγεί να επιλέξομε, απο το άπειρο εκάστοτε πλήθος των ενδεχομένων συνδυασμών «κέρδους και ζημίας» που πρόκεινται στη συνείδη­ση. Η ενέργεια αυτής της βέλτιστης εκλογής, ηδεία καθ’ εαυτήν, είναι αγαπημένο πνευματικό τέκνο της συνείδησης («ἔσται ἐν τῇ ἐνεργείᾳ ἡ ἡδονή», 1175 al, «ἐνεργείᾳ δή ὁ ποιήσας τό ἔργον ἔστι πως· στέργει δή τό ἔργον, διότι καί τό εἶναι», 1168 a7-8).
      Ο Αριστοτέλης, με την φυσικότητα της παρθενικότητας του ηθικού φιλοσοφικού λόγου, δέν είχε σκεφθεί να αμυνθεί έναντι ενός σχετικιστικού ψόγου. Τα (ίσως περιττά) όμως απολογητικά επιχειρήματά του, εύκολα θα πήγαζαν απ’ τα 'Ηθικά Νικομάχεια:
      -     Καί, πρώτον, ο Αριστοτέλης είχε αποδείξει οτι το αγαθόν δέν είναι γένος, αλλά «πολλαχώς λέγεται». (Όποιος διαφωνεί, επι­βαρύνεται και με την υποχρέωση να προσκομίσει τον κατάλο­γο των αγαθών για όλες τις πιθανές περιστάσεις - μαζί με τις αποδείξεις...).
      -     Η ευρύτατη απογραφή των ανθρωπίνων αναγκών την οποία προσφέρει ο Αριστοτέλης, όχι μόνον εκάλυψε όλο το φάσμα τους, αλλα με έμφαση υπογράμμισε την εμπειρικά βεβαιωμένη αύξουσα ηδονή που προσφέρει η ικανοποίηση των αναγκών της Διανοίας και της Καρδίας. Τόσο που θα πει: «δικαιοσύνη οὐ μέρος ἀρετῆς ἀλλ’ ὅλη ἀρετή ἐστιν» (1130 a8), και «τόν δέ φίλον, ἕτερον αὐτόν ὄντα» (1169 b7).
      -Ύστερα, η απόχτηση της ηθικής δεξιοτεχνίας (της αρετής) απαιτεί μαθητείαν μακράν (1109 a24) και ανάδραση επιλο­γών μέσα στη συντεταγμένη ανθρώπινη κοινωνία: Έτσι διοχε­τεύεται στον ασκούμενο και η συσσωρευμένη εμπειρία της Ομάδας.
      - Κι ας μήν ξεχνάμε και την αριστοτελική προϋπόθεση/κριτήριο του Αγαθού, να συμβάλλει στην ευδαιμονία «διά βίου» (1101 al5). Αυτός ο βαθύς χρονικός ορίζοντας, η λυδία λίθος του ηθι­κού ενεργήματος, αποθαρρύνει τις μυωπικές λύσεις του τύπου «εγώ, εδώ και τώρα».
      Σημειώνουμε πάντως οτι ο νόμος των μεγάλων αριθμών (πάμπολλες γενεές, πάμπολλοι άνθρωποι, πάμπολλα περιστατικά ηθικών προκλή­σεων) έχει παραγάγει ήδη τόσο σαφείς απαντήσεις σε πλήθος συμβιοτικά προβλήματα, ώστε οι ίδιες αναζητήσεις αναμένεται να οδηγήσουν στις ίδιες περίπου απαντήσεις περι της Ομάδος - στατιστικώς πάντοτε. Στα πρωτότυπα όμως διλήμματα και στα εν χρόνω μεταβαλλόμενα δεδομέ­να, μια σωστή ηθική θεωρία θα καθοδηγεί καλύτερα απο οποιανδήποτε (ανώφελη άλλωστε εν προκειμένω) μίμηση του παρελθόντος. Και, το κυριότερο, δέν θα αγκυλώνει τις λύσεις, οδηγώντας σε ψευδο-αδιέξοδα.
      Γι’ αυτό κι ο Αριστοτέλης θα ’πει στο τέλος οτι «Κατά τάς ἀρετάς πρός ἀλλήλους πράττομεν ἐν σνναλλάγμασι καί χρείαις καί πράξεσι παντοίαις ἐν τε τοῖς πάθεσι διατηροῦντες τό πρέπον ἑκάστῳ. Ταῦτα δ’ εἶναι φαίνεται πάντα ἀνθρωπικά» (1178 all-14) - υποδηλώνοντας έτσι τον εξωμεταφυσικόν χαρακτήρα του αγαθού.
      στ) Όσο για τη «μεσότητα», δέν είναι εύκολο να κατηγορηθεί ο Αρι­στοτέλης για το ανεπαρκές της ερμηνείας «όχι πολύ κρύο - όχι πολλή ζέστη»...
      Πρώτον, διότι ρητώς απέρριψε την έννοια του μέσου όρου: «εἴτῳ δέκα μνᾶς φαγεῖν πολύ, δύο δέ ὀλίγον, [οὐ γάρ] ὁ ἀλείπτης ἕξ μνᾶς προστάζει· τό πρός ἡμᾶς ΟΥΧ ΟΥΤΩ ληπτέον» (1106 bl)!
      Και έπειτα διότι, ακριβώς για να μήν υποπέσομε στην λανθα­σμένη περι μεσότητος αντίληψη χρησιμοποίησε τυπικά παρα­δείγματα τα οποία κείνται εκτός γραμμικής παρεμβολής:
      (i) «οὐ πᾶσα δ’ ἐπιδέχεται πρᾶξις ὅνδε πᾶν πάθος τήν μεσότητα· ἔνια γάρ εὐθύς ὠνόμασται συνειλημμένα μετά τῆς φαυλότητος» (1107 a9).
      (ii) «τῶν γάρ ἄκρων τό μέν ἐστίν ἁμαρτωλότερον, τό δ’ ἦττον» (1109 a34) - άρα, το στοχαζόμενο «μέσον» δέν βρίσκεται στη... μέση των δύο άστοχων άκρων, αλλα σε ενδιάμεση «κορυφή» («ακρότης»)[23]. Γι’ αυτό και το αρχαιοελληνικόν «μέσον» ορθώς αποδίδεται με το νεοελληνικό «ενδιάμεσον»,
      (iii) «οἷον κύκλου τό μέσον λαβεῖν» (1109 a26) - δισδιάστατη πα­ρομοίωση, αποτρεπτική της συνήθους παρερμηνείας...
      (iv) «μέσον ἐστί [...] τό δ’ ὅτε δεῖ καί ἐφ’ οἷς καί πρός οὕς καί οὗ ἕνεκα καί «ὡς δεῖ» (1106 b22-23) - κι εδώ πιά, ο χώρος της βελ­τιστοποίησης είναι 5-διάστατος, κι αποθαρρύνει ακόμα σα­φέστερα την περι «μέσου όρου» ερμηνεία της αριστοτελικής μεσότητος. Διότι η επιλογή οφείλει να γίνεται κατα τον σω­στό χρόνο, εν αναφορά προς τα ορθά αντικείμενα και τους κατάλληλους ανθρώπους, εξ ορθής αφορμής, και με τον τρό­πο που πρέπει. Ευστόχως δε ο W. Hardie, 1980 (σελ. 132) πα­ρατηρεί οτι «ο Αριστέλης κάνει αυτή τη δήλωση στο καθαυ­τό κέντρον της εκθέσεώς του περι της θεωρίας του μέσου»,
      (v) Τέλος, άς δούμε πώς χρησιμοποιεί τον ίδιο όρο ο Αριστοτέλης στο Περί Ψυχῆς (424 a2-6 και 431 a8-12): Η απτική αίσθηση, μπορεί και διακρίνει ενα εξωτερικό φαινόμενο μέ­σω της σάρκας, όταν η σάρκα έχει διαφορά ιδιοτήτων απ’ το εξεταζόμενο φαινόμενο. Έτσι, λέει, το «αισθάνεσθαι» μοιάζει με το «νοείν», αυτή δε ακριβώς η διακριτική ικανότητά-του ονομάζεται αισθητική μεσάτης.
      Μου φαίνεται λοιπόν οτι ο Αριστοτέλης δίνει στον όρο «με­σάτης» και ενα νόημα «αποφατικόν».
      Ακούστε και τον F. Sparshott (1996, σελ. 98): «It is NOT true that the right amount is intermediate between two equally determinable amounts [...]. Virtue is NOT really a mean between extremes».
      Παρα ταύτα, οι οπαδοί της «απλότητας» στην περι μεσότητος ερμηνεία, επιμένουν. Όπως λ.χ. εξηγεί ο G.J. Hughes (2001, σελ. 63): «Το say that virtues lie in the mean, says no more than that appropriate patterns of response will come somewhere between over-reacting and under-reacting».
      Εικάζω οτι μέρος της ευθύνης για τέτοιες (υπεραπλοποιητικές, ψυχολογικές) προσεγγίσεις την φέρει ίσως ο ίδιος ο Αριστο­τέλης με τα «πρακτικά» παραδείγματα χαρακτηρολογίας τα οποία λεπτομερώς περιέγραφε (καθώς τα Ήθ. Νικ. είναι μάλλον Σημειώσεις μαθημάτων, και έπρεπε να αναφερθούν σε «τρέχου- σες» περιπτώσεις ήθους). Και όταν πρόκειται για ενα «ψυχολο­γικό» χαρακτηριστικό, το πρόβλημα όντως μπορεί να περιορί­ζεται στην αναζήτηση μιας οιονεί ενδιάμεσης λύσεως. Αντιθέτως, όταν πρόκειται για περίπλοκα ηθικά διλήμματα, οι πολυπαραγοντικές επιλογές δέν ευοδούνται με τον κανόνα του «μηδέν ἄγαν». «Knowledge of the mean, cannot just be knowledge of a formula; it must be knowledge of how to apply the rules to choices. And here the notions of excess and defect will not helpus» (A. MacIntyre, 1967). IV αυτές λοιπόν τις ευρύτερες περι­πτώσεις, ο Αριστοτέλης διεύρυνε τον κανόνα (βλ. τα παραθέμα­τα της παρούσας παραγράφου) - για να επιδέχεται, όπως υπο­στηρίζω, την ερμηνεία της βελτιστοποίησης, ζ) Μ’ αυτά που προηγήθηκαν, υποστηρίξαμε οτι για την υπέρβαση των ηθικών διλημμάτων ο Αριστοτέλης υποδεικνύει την ακό­λουθη οδό:
      -Αυτενέργεια (1105 a4 / 1169 b29-30 / 1172 bl4 /1175 al).
      -     Απόκτηση ηθικής εμπειρίας πράξεων (1109 a35 / 1117 bl-4 / 1170 a8-10 / 1179 bl5).
      -     Συν-πάθεια με τον Αλλον (1169 al9-21 /1169 b7), και
      -     Επιλογή της ηδύτερης για την αυτοπλήρωση λύσεως, μέσα στην προοπτική ολόκληρου του βίου (1099 al4 /1138 a30-32/ 1175 b8 /1101 al5).
      Προλέγει δε οτι «είναι πολύ δύσκολο να είναι κάνεις ενάρε­τος» (1109 a24).
      Πώς όμως εξηγείται το οτι, αντί για όλο τούτο το δύσκολο και περίπλοκο αγώνισμα, ο Αριστοτέλης είχε (λέει) προτείνει και μιαν άλλη εκπληκτικώς απλούστερη οδό: Κάνε ό,τι θα έκανε ο δίκαιος ή ο σώφρων[24]. «(Τά) πράγματα δίκαια καί σώφρονα λέγεται, όταν ᾖ τοιαῦτα, οἷα ἄν ὁ δίκαιος ἤ σώφρων πράξειε» (1105 b5-7).
      Θα υποστηρίξω όμως οτι πλημμελώς μάλλον ερμηνεύεται αυ­τή η αριστοτελική θέση:
      (i)                 Και πρώτον, δέν είπε «κάνε ὡς ὁ δίκαιος», αλλ’ ηθέλησε να καταστήσει απαρχής σαφή τον εμπειρικό χαρακτήρα του Αγαθού (αποφεύγοντας τον απόλυτο ανέφικτο ορισμό του, και) παραπέμποντας προσώρας σ’ ενα ιδεατό κοινωνικώς αποδεκτό πρόσωπο - του οποίου όμως σπεύδει στην ίδια παράγραφο (1105 b9) να ορίσει τις ιδιότητες: «Ἐκ τοῦ τά δίκαια πράττειν ὁ δίκαιος γίνεται» - και για να μάθομε ποιά είναι λοιπόν αυτά τα δίκαια, πάμε σου λέει τώρα να ξε­κινήσομε την παρουσίαση της όλης θεωρίας με το κεφαλαιώ­δες παράγγελμα «τί ἐοτιν ἡ ἀρετή σκεπτέον» (1105 bl9). Πάμε να ιδούμε πώς «γίνεται ο δίκαιος»! Καμμία αντίφαση, καμμία φυγομαχία μέσω κυκλικών συλλογισμών.
      (ii)              Πώς άλλωστε θα ήταν δυνατόν, ήδη απ’ την αρχή του 2ου βι­βλίου των Ήθ. Νικ. ο φιλόσοφος να καθιστά περιττήν ολό­κληρη τη λεπτομερή θεωρία του Αγαθού την οποίαν δομεί στο 2ο, το 7ο, το 9ο και το 10ο κυρίως βιβλίο; Ενώ, ίσα-ίσα, όλη η θεωρία περιγράφει πώς μπορεί κάνεις να γίνει Δίκαιος!
      (iii)            Κι επιτέλους, πού να τον ’βρώ κάθε φορά τον «Δίκαιον» (ή τον «Σώφρονα») ο οποίος
                  - να διαθέτει αξιόπιστη βεβαίωση περι της αρετής του,
                   - να έχει καταστήσει λεπτομερώς γνωστές τις πράξεις του, και
                  - να καλύπτει και τα ιδιότυπα, άπειρα το πλήθος, ηθικά δι­λήμματα του δικού-μου βίου;
      Συμπέρασμα: Η αριστοτελική παραπομπή προς τον «Δίκαιον» μοιάζει να είναι ενα ιδεατό παράδειγμα -ένας απο μάς που ωρί­μασε ηθικώς- ένας Άνθρωπος πάντως.
      Αλλ’ είναι δύσκολο να συμμερισθεί κάνεις την άποψη οτι το μέγιστον των φιλοσοφικών προβλημάτων θα βραχυκυκλωθεί με μίαν αναγωγή-του σε ιδεατή μίμηση (;) των πράξεων του «Εναρέτου» - έστω και με την συνεπικουρία αρετολογικών Κανόνων: Η αξιοπιστία καί του Εναρέτου καί των Κανόνων οφείλει προφανώς να προ-κριθεί απ’ τον ηθικώς δρώντα, μέσω διαδικασιών πείρας και επιλογής, σάν αυτές που δια μακρών περιγράφει ο Αριστοτέλης στα Ήθ. Νικ. Οπότε, άν όντως αυτά προ-κριθούν απ’ τον δρώντα, θα έχει αποδειχθεί οτι ετούτος διαθέτει ήδη τα μέσα να λύσει τα ηθικά-του διλήμματα, χωρίς να έχει χρείαν προ­σφυγής στον... Δίκαιον, η) Συγκεφαλαιώνοντας, θα λέγαμε οτι εμείς την αριστοτελική με­σότητα την διαβάσαμε ως μια πολλαπλή βελτιστοποίηση της ενέργειας:
      -     Μέσω επιλογών του είδους των ηδονών («ἡ γάρ ἡδίων τήν ἑτέραν ἐκκρούει»[25], 1175 b8) ή μέσω συνδυασμού ηδονής και λύ­πης («τά λυπηρά ΰπομένειν, [...] ανδρείοι, λέγονται», 1117 a33).
      -     Μέσω επιλογών ικανοποίησης Σωματικών/Ψυχικών αναγκών, αφού αναγνωρίσθηκε πυκνότερη και διαρκέστερη η θεωρητική ηδονή (§3 στ).
      -     Μέσω επιλογών ικανοποίησης Εγώ/Εσύ, επειδή αποδείχθηκε εμπειρικά οτι πολλά καλά που κάνω για τον Άλλον, μου προσπο­ρίζουν έντονη αίσθηση ηδονής για τον Εαυτό μου (§3α έως 3δ).
      -     Μέσω επιλογών Παρόντος/Μέλλοντος, αφού ο συνολικός όγκος της χαράς λογαριάζεται: «Λέγειν εὐδαίμονα [...] μή τόν τυχόντα χρόνον ἀλλά τέλειον βίον» (1101 al5).
       
      Έτσι νομίζω δικαιολογείται πώς η «μεσότης» μπορεί να είναι μόνον ενα πολυπαραγοντικό βέλτιστον που οδηγεί στην «ακρότητα» της ευδαιμονίας, σεβόμενη την ανθρωπική αυτονομία - χωρίς δε να δια­κινδυνεύεται το κοινωνικό συμφέρον.
      ----------------------------
      [1] Ο Αριστοτέλης κηρύσσει, έμμεσα έστω, την ανθρωπική αυτονομία όταν λέει (Ήθ. Νικ. 1113b, 18) «τόν ἄνθρωπον [... ] φατέον ἀρχήν εἶναι [... ] γεννητήν ταῶν πράξεων ὥσπερ καί τέκνων [...]· μή ἔχομεν εἰς ἄλλας ἀρχάς ἀναγαγεῖν παρά τάς ἐν ἡμῖν». Και «άνθρωπος είναι, αρχή των πράξεων» (1112 b32).
      [2] Απ’ αυτή την άποψη μπορώ πολύ καλά να καταλάβω εναν άνθρωπο που νοιώ­θει (αυτός, μέσα του) την ανάγκη ενός θεού, παρα την εξωγενή διήγηση μιας απο­κάλυψης...
      [3] Άλλωστε, για τις σημερινές-μας αντιλήψεις, στη βασική υποστασιακή ηδονή που προσφέρει ο Άλλος, το βρέφος είχε ήδη μυηθεί πολύ νωρίς: Ο Άλλος (η μητέρα, ο πατέρας, η βρεφοκόμος) ανέσυραν το βρέφος απ’ την ασυνειδητοποίητη κατά­σταση του οιονεί πράγματος, και συνοικοδόμησαν το Εγώ του. 
      [4] Δικαίως λοιπόν ελέχθη οτι: «We must take account of our own moral intu­itions. From these, we draw statements that are true but unclear. It is the business of the philosopher to proceed from these to something clearer» (P. Huby, 1967, σελ. 43).
      [5] 5. «ἀλλά μᾶλλον [εὐδαιμονίαν] εἰς ἐνέργειάν τινα θετέον»(1176 bl), «ἡ εὐδαι­μονία ἐνέργεια τίς ἐστίν» (1169 b29) και «ἐνέργεια τίς ἡ εὐδαιμονία» (1100 al5). 
      [6] Ακούστε και τον F. Sparshott, 1996 (σελ. 88-89): «People who are crazy with horses, take pleasure with horses. So a person who is crazy about virtuous living, will presumably take pleasure in it, [...]- not a duty with which they must perpet­ually compel themselves to comply» (πρβλ. 1009 a9). «To become a virtuous person is to transfer the locus of one’s pleasures».
      [7] Ο Pakaluk (2005, σελ. 323) προσφέρει εναν κατάλογο τεσσάρων ιεραρχημέ­νων στοιχείων τα οποία κατα Αριστοτέλην θα συνύφαιναν την ευδαιμονία. Απ’όπου όμως (άς παρατηρηθεί παρεμπιπτόντως) απουσιάζει το αισθητικό ενέργημα... 
      [8] Θα ιδούμε παρακάτω το βασικότατο ερώτημα εντός «πόσου χρόνου» επιθυμώ να νοιώθω αυτήν τη μεγιστοποίηση. 
      [9] Όχι, ο Αριστοτέλης ακόμα δέν αγκαλιάζει ρητώς ολόκληρη την Ανθρωπό­τητα. Είναι πρακτικός, και αναφέρεται πρώτα στους πλησίον. Και μάλιστα (ακόμα πρακτικότερος) θα εστιάζει στους λίγους Φίλους - εκείνους με τους οποίους θα κα­ταστεί εφικτή η υποστασιακή γεφύρωση.
      [10] Θυμηθείτε και τον Πλάτωνα: «Οὐδέν εἶναι ἕν αὐτό καθ’ αὑτό, [...] τό δ’ εἶναι πανταχόθεν ἐξαιρετέον» (θεαίτητος, 157 b). «Ὥστε, εἴτε τις εἶναί τι ὀνομάζει, τινί εἶναι ἤ τινός ἤ πρός τι ῥητέον αὐτῷ» (160 b)! 
      [11] «Διό δεῖ ἦχθαί πως εὐθύς ἐκ νέων, [...] ὥστε χαίρειν τε καί λυπεῖσθαι οἷς δεῖ· ἡ γάρ ὀρθή παιδεία αὕτη ἐστίν» (1104 bl2) - η σωτήρια μύηση σ’αυτήντην ηδονή. 
      [12] «Aristotle concludes with a long and beautiful account of the nobility of self- sacrifice for other’s sake, even at the cost of one’s life, on the grounds that the person who is called upon to make such a sacrifice gains something beyond price» (G. Hughes, 2001). Διαπίστωση ευστοχότατη. 
      [13] «Κανονίζομεν τάς πράξεις[...] ἡδονῇ καί λύπῃ» (1105 a4). «Ἀρετῇ περί ἡδονάς καί λύπας ἐστί» (1105 a14).
      [14] Για εναν λεπτοφυή σχολιασμό της έννοιας της «ηδονής» (της ευχαρίστησης) στον Αριστοτέλη, βλ. και Pakaluk, 2005 (σελ. 286).
      [15] «Τάς δ’ ἀρετάς λαμβάνομεν ἐνεργήσαντες πρότερον, ὥσπερ καί ἐπί τῶν ἄλλων τεχνῶν· ἅ γάρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν, οἷον οικοδομοῦντες οικοδόμοι γίνονται» κ.λπ. (1103 a32-35). «Ἡ δέ ἠθική ἀρετή ἐξ ἔθους περιγίγνεται [...], οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται» (1103 al7 και 19). Ξεκάθαρη δήλωση περι της εμπειρικότητας της Αξίας και περι της ηθικής υπευ­θυνότητας του Ανθρώπου.
      [16] Δέν θα διστάσει δε να ονομάσει «φαύλην» την υπερβολική στέρηση της σω­ματικής χαράς (1151 b24-29).
      [17] Ο καλός ο νοικοκύρης δέν επιλέγει πράξεις στις οποίες θα ξοδέψει όλο το μηνιάτικο την πρώτη μέρα...
      [18] Έ, αυτό είναι που πολλοί δέν συγχωρούν στον Σταγειρίτη (ούτε κι εκείνο το «οὐ ῥάδιον τῷ λόγῳ ἀφορίσαι», 1109 b24). Όπως παρατηρεί κι ο Παιονίδης (2002) «η σύγχρονη ηθική φιλοσοφία [δίνει σημασία] πρωτίστως στις υποχρεώσεις προς τους άλλους και στον σεβασμό των δικαιωμάτων τους». Αναλόγως, η Δραγώνα (1995) σημειώνει «ο καλός άνθρωπος κατα τον Αριστοτέλη δέν είναι ο ηθικά καλός με την αποφασιστική για τα νεότερα χρόνια καντιανή σημασία του όρου». Ο Αριστοτέλης, πράγματι, δέν προσφέρει χρηστομάθειαν καταλόγου «καθηκό­ντων» - αλλ’ αποπειράται να παραγάγει τις προς τον Άλλον συμπεριφορές ως συνεπακόλουθον της Αυτοπραγμάτωσης. Αλλ’ ακριβώς σ’ αυτόν τον μηχανισμό νο­μίζω οτι έγκειται και η θεμελιώδης φιλοσοφική προσφορά-του!
      Απ’ αυτή λοιπόν την άποψη, φοβάμαι οτι ο χαρακτηρισμός της αριστοτελικής ηθικής ως «εγωιστικής», θέτει οξύτατα προβλήματα φιλοσοφικής ορολογίας (πρβλ. και §1γ πιο πάνω)...
      [19] «Άστοχος» δηλαδή (βλ. και §4γ, νii).
      [20] Μας είχε προετοιμάσει άλλωστε όταν περιέγραφε την εκμαθητική (την ακτιβιστική) φύση της Αρετής (βλ. προηγούμενη υποσημείωση «13»).  
      [21] «οὐ τῷ ποιῷ [...] ἀλλά μεγέθει καί σμικρότητι, καί ὅλως τῷ ποσῷ» (Διαφοραί, 328,15-16).
      [22]By trial and error, δηλαδή· τόν όρον οφείλομε στον Γ. Νιτσιώταν (1970).
      [23] Η οποία ελαχιστοποιεί την αστοχία («πολύ γάρ ἀπάγοντες τοῦ ἁμαρτάνειν, εἰς τό μέσον ἤξομεν», 1109 b6)
      [24] Ορισμένες σύγχρονες αρετολογικές θεωρίες στηρίζονται σ’ αυτήν ειδικώς την ερμηνεία της αριστοτελικής ρήσης. Τυπικό ίσως παράδειγμα είναι οι απόψεις της Hursthouse, 1999, η κριτική παρουσίαση των οποίων απο τους Βιρβιδάκην, Καρακατσάνην, 2009, ήταν πολύτιμη και για τον δικό-μας σύντομο σχολιασμό των αρετολογικών θέσεων. 
      [25] Λ.χ. στο δίλημμα «ακρόαση μουσικής ή ακρόαση ομιλίας» ή στο δίλημμα «προσέχω μια κακή θεατρική παράσταση ή απλώς τραγανίζω μύγδαλα». «Καθ’ ἑκάστην γάρ ἐνέργειαν οἰκεία ἡδονή ἐστιν (1175 b26), ἡδοναί [...] δέ σύνεγγυς ταῖς ἐνεργείαις, καί αδιόριστοι» (1175 b33).