Θεωρώ ότι η Ιστορία του Θουκυδίδη είναι ένα από τα πιο τρομακτικά αναγνώσματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο αναγνώστης τρομάζει πρώτα απ' όλα με την αγριότητα των γεγονότων που περιγράφονται. Μπροστά στον Πελοποννησιακό πόλεμο, που είναι στην ουσία ένας μεγάλος εμφύλιος πόλεμος, με πολλούς μικρότερους εμφυλίους πολέμους στο εσωτερικό του, οι μεταγενέστεροι εμφύλιοι πόλεμοι (και ο πρόσφατος δικός μας) είναι πολεμικά παιδικά παιχνίδια. Τι να σας θυμίσω; Ότι από τα 180 καράβια και τους 70000 στρατιώτες των Αθηναίων και των συμμάχων τους δεν γυρίζει πίσω ούτε ένας; Ότι σώζονται την τελευταία στιγμή, πριν από τους Μηλίους που δεν σώθηκαν, οι Μυτιληνιοί, γιατί οι Αθηναίοι αλλάζουν την τελευταία στιγμή γνώμη, οπότε σκοτώνουν μόνο 1000 πρωταίτιους πολίτες; Ότι οι τιμημένες από τους Περσικούς πολέμους Πλαταιές σβήνουν από τον χάρτη σ' αυτόν τον πόλεμο, και ότι οι Αιγινήτες εξοντώνονται περίπου όλοι; Ότι οι μισοί Κερκυραίοι εναλλάξ αφανίζουν τους άλλους μισούς, στην πιο άγρια εμφύλια σύρραξη που έχει ποτέ περιγραφεί σε κείμενο;
Πιο τρομακτικός και από τα ίδια τα γεγονότα είναι ο τρόπος που ο Θουκυδίδης επιλέγει για να τα εξιστορήσει. Το μέγεθος των απωλειών, αναφέρεται μεν σχολαστικά, προσπερνιέται δε κατά κανόνα χωρίς σχόλια. Η περιγραφή μιας μνημειώδους καταστροφής είναι εξονυχιστική, γίνεται όμως με τον τρόπο ενός ψυχρού ουδέτερου παρατηρητή (ο λιμός στην Αθήνα ή το τέλος των Αθηναίων στη Σικελία είναι τα πιο εντυπωσιακά παραδείγματα). Τον Θουκυδίδη τον ενδιαφέρουν οι αιτίες μιας καταστροφής, και γι' αυτό προβάλλει τις εναλλακτικές λύσεις που προσφέρονται στους πρωταγωνιστές των γεγονότων μέσα από τις περίφημες δημηγορίες του πολλές φορές σε ένα εξωπραγματικό σκηνικό όπου μελλοθάνατοι χωρίς την παραμικρή αγωνία συζητούν με τους εκτελεστές τους σε έναν αγώνα λόγων με εντυπωσιακά εκατέρωθεν επιχειρήματα. Ποτέ μια οιμωγή για την ανθρώπινη μοίρα, ποτέ μια ρητή καταδίκη του πολέμου, σπάνιος ο έπαινος της επιείκειας. Η καταστροφή μοιάζει να είναι το φυσικό επακόλουθο της ίδιας της ανθρώπινης φύσης, που σχοινοβατεί ανάμεσα στην επιδίωξη της ισχύος, της τιμής και του συμφέροντος και στο «αντί-παλον δέος», στον φόβο δηλαδή που προκαλεί ο αντίπαλος.
Πώς μπορούμε λοιπόν να μην τρομάζουμε όταν διαβάζουμε τον Θουκυδίδη;
Νομίζω ότι ακόμη και ο Πλάτων, δηλαδή ο πιο ικανός, γοητευτικός, πολυμήχανος και ραδιούργος αρχαίος στοχαστής, τρομάζει διαβάζοντας τον Θουκυδίδη. Λέγεται συνήθως ότι ο Πλάτων προτείνει την «υπόθεση» των Ιδεών, την ύπαρξη δηλαδή αναλλοίωτων ηθικών αξιών ως απάντηση στον ηθικό σχετικισμό των Σοφιστών. Η ανθρώπινη συμπεριφορά πρέπει να κατευθύνεται από σταθερές αρχές, που δεν αλλάζουν με τον χρόνο, τις συγκυρίες και τις πλειοψηφίες. Αντί λοιπόν για το μέτρον άνθρωπος του Πρωταγόρα, ο Πλάτων υποτίθεται ότι προτείνει ότι οι Ιδέες είναι το πραγματικό μέτρον. Οι Σοφιστές όμως είναι στην ουσία μια πλατωνική κατασκευή. Και το πρωταγόρειο μέτρον άνθρωπος είναι μεγάλη πρόοδος μπροστά στην θουκυδίδεια παντελή απουσία μέτρου. Σε ένα πανέμορφο κείμενο είναι ο ίδιος ο Πλάτων που βάζει στο στόμα του αρχηγέτη των Σοφιστών Πρωταγόρα τη θέση ότι όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι έχουν εκ φύσεως, έμφυτες δηλαδή, την αιδώ και την δί-κην, τα σωτήρια δώρα του Δία προς όλους τους ανθρώπους (Πλάτων, Πρωταγόρας 322d). Ποια όμως αιδώ και ποια δί-κην έχει ο άνθρωπος του Θουκυδίδη; Ο Θουκυδίδης μάλλον θα γελούσε με την αφέλεια του μύθου του Πρωταγόρα, αφού η δική του «φύσις των ανθρώπων» δεν είναι ούτε καν η ηρακλείτεια δίκη-έρις, ούτε καν η αναξιμάνδρεια ανταπόδοση της αδικίας κατά το χρεών και κατά του χρόνου τάξιν. Είναι σκέτος αγών, σκέτη έρις, σκέτο συμφέρον, σκέτη επικράτηση. Σήμερα λοιπόν σκέφτομαι ότι οι πλατωνικές Ιδέες θα μπορούσαν να αποτελούν απάντηση του Πλάτωνα στον Θουκυδίδη και όχι στους Σοφιστές.
Μάταια προσπαθεί ο αναγνώστης να βρει μια δίοδο διαφυγής από το θουκυδίδειο ψυχρό σύμπαν. Μήπως στο τέλος η αρετή επιβραβεύεται; Αστεία πράγματα. Η ίδια η αρετή, ακόμη και ως λέξη σπανίζει στο κείμενο του Θουκυδίδη. Η μόνη παραχώρηση που κάνει ο Θουκυδίδης είναι να πει ότι το τέλος του Νικία δεν ήταν αντάξιο ενός ανθρώπου που έκανε κανόνα της ζωής του το καθήκον προς την πόλη (θ.86)- άρα υποθέτουμε ότι μάλλον τον θεωρεί ενάρετο. Ποιος από τους πρωταγωνιστές του Πελοποννησιακού πολέμου περιγράφεται θετικά από τον Θουκυδίδη (θέτω το ερώτημα, μήπως και από αυτό μπορεί κανείς να βγάλει συμπεράσματα για τις αξίες του Θουκυδίδη); Η απάντηση είναι: Καλός είναι μόνο ο νικητής. Καλά λόγια, με το σταγονόμετρο κι αυτά, λέει ο Θουκυδίδης για τον Βρασίδα (μια σπάνια περίπτωση όπου η επιείκεια δικαιώνεται από το αποτέλεσμά της), εμμέσως για τον Περικλή, αφού του γράφει αυτόν τον εκπληκτικό Επιτάφιο, για τον σκοτεινό Αντιφώντα, που εκτός από καταπληκτικός ρήτορας (και το λέει αυτό ο μέγιστος των ρητόρων), είναι ο κρυφός υποκινητής της ολιγαρχικής εκτροπής του 411 π.Χ., για τον Ερμοκράτη, τον δήμιο των Αθηναίων στη Σικελία, και για ένα δύο άλλους. Ο Αλκιβιάδης δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός, αλλά είναι σίγουρα «θαυμαστός» με την αρχαιοελληνική σημασία. Και ο Κλέων είναι σίγουρα κακός, αλλά αυτό δεν εμποδίζει τον Θουκυδίδη να βάζει στο στόμα του μια εντυπωσιακή δημηγορία για το ζήτημα της Μυτιλήνης. Άρα δεν υπάρχουν καλοί και κακοί στον Θουκυδίδη, αλλά μόνο νικητές και ηττημένοι.
Και φθάνουμε στα πολιτεύματα, και ειδικότερα στη στάση του Θουκυδίδη απέναντι στη δημοκρατία.
Αν δεν ξέραμε τίποτε από άλλες πηγές, το κείμενο του Θουκυδίδη δεν μας δίνει το δικαίωμα να πούμε με ασφάλεια αν είναι φιλοολιγαρχικός ή φιλοδημοκρατικός. Εντυπωσιακό επίτευγμα (μια πλευρά της περίφημης θουκυδί-δειας αμεροληψίας), αν σκεφτεί κανείς ότι οι λέξεις δημοκρατία και ολιγαρχία διατρέχουν όλη την Ιστορία, εφόσον, κατά τον Θουκυδίδη, ο Πελοποννησιακός πόλεμος χωρίζει τους εμπολέμους σε δύο στρατόπεδα: από τη μια πλευρά Δωριείς ολιγαρχικοί, από την άλλη πλευρά Ίωνες δημοκρατικοί. Ο κανόνας αυτός έχει και τις εξαιρέσεις του, αλλά είναι εντυπωσιακά λίγες αν σκεφτεί κανείς το πλήθος των εμπόλεμων πόλεων. Η Κέρκυρα λ.χ. είναι δωρική αποικία, αλλά τελικά επικρατούν οι δημοκρατικοί μετά από μια σκληρή εμφύλια διαμάχη. Μία από τις εξαιρέσεις είναι σημαίνουσα και θα επανέλθουμε σ' αυτήν: Οι Συρακούσες είναι δωρική πόλη αλλά μένει ως το τέλος του πολέμου δημοκρατική.
Αυτή η ομοιογένεια εξηγείται χωρίς να χρειάζεται να καταφύγουμε σε φυλετικούς λόγους. Μετά τους Περσικούς πολέμους και μέχρι τον Πελοποννησιακό, οι ελληνικές πόλεις εξαναγκάσθηκαν από την πίεση των γεγονότων να πάρουν θέση: θα ήσουν ή με τους Σπαρτιάτες ή με τους Αθηναίους. Οι Σπαρτιάτες, μας λέει ο Θουκυδίδης, άσκησαν μια χαλαρή κυριαρχία στους συμμάχους τους, χωρίς να τους απομυζούν, αφού ωστόσο φρόντισαν κατά κανόνα να επιβάλουν στις πόλεις του δικού τους στρατοπέδου ολιγαρχικό πολίτευμα (Α.18). Οι Αθηναίοι από την άλλη ουσιαστικά υποδούλωσαν τους συμμάχους τους, οπότε δεν ήταν φυσικά ανεκτικοί και στο θέμα του πολιτεύματος.
Ως προς τα αίτια του πολέμου ο Θουκυδίδης είναι σαφής. Κατά τη γνώμη του, οι βασικοί υπαίτιοι είναι οι Αθηναίοι: «Η πραγματική αιτία και η πιο ανομολόγητη είναι κατά τη γνώμη μου ότι οι Αθηναίοι καθώς η δύναμή τους είχε αυξηθεί και ενέπνεαν φόβο στους Λακεδαιμόνιους, εξανάγκασαν τους τελευταίους να πάρουν τα όπλα» (Α.23).
Με ποια πλευρά είναι λοιπόν ο Θουκυδίδης; Πώς αντιμετωπίζει την αθηναϊκή δημοκρατία; Μία μόνο φορά εκφέρει προσωπική κρίση, όταν περιγράφει το ολιγαρχικό πραξικόπημα του 411 π.Χ. στην ηττημένη μετά τα Σικελικά Αθήνα. Δεν δείχνει να συμπαθεί τους πραξικοπηματίες, εκτός του Αντιφώντα, όταν όμως ανατρέπονται οι 400 από εσωτερικές έριδες και εγκαθίσταται για λίγο το πολίτευμα των 5000 πολιτών, ο Θουκυδίδης επιδοκιμάζει τη μείξη ολιγαρχίας και δημοκρατίας που προς στιγμή επιβλήθηκε («και φαίνεται ότι ο πρώτος καιρός ήταν μια περίοδος που τα πράγματα της Αθήνας αντιμετωπίστηκαν με τον καλύτερο τρόπο, επί των ημερών μου τουλάχιστον [επι γε εμού]. Διότι έγινε τότε ένας συγκερασμός ολιγαρχίας και δημοκρατίας [ες τους ολίγους και τους πολλούς σύγκρασις] με τον οποίο ορθώθηκε η πόλη από την άθλια κατάσταση που είχε περιπέσει», θ.97). Την ίδια στιγμή προβαίνει ωστόσο στην οξυδερκή παρατήρηση ότι οι ολιγαρχικοί της Αθήνας είναι τόσο μολυσμένοι από το πανίσχυρο μικρόβιο της Δημοκρατίας, που και να επικρατήσουν προς στιγμή, αργά η γρήγορα θα καταρρεύσουν από τις εσωτερικές τους αναπόφευκτες έριδες.
«Και αυτό συνήθως φέρνει την καταστροφή σε μια ολιγαρχία προερχόμενη από δημοκρατικό πολίτευμα· διότι από την πρώτη μέρα οι πρωτεργάτες αξιώνουν όχι να είναι ίσοι αλλά ο καθένας τους πρώτος από όλους, ενώ στη δημοκρατία αποδέχεται κανείς ευκολότερα τις δια ψήφου αποφάσεις διότι δεν θεωρεί ότι υφίσταται μείωση από ομοίους του» (Θ.89).
Εκπληκτική παρατήρηση! Είναι η μόνη εύλογη εξήγηση που έχω διαβάσει, σε αρχαίους και συγχρόνους, για την ανθεκτικότητα της αθηναϊκής δημοκρατίας επί δύο ολόκληρους αιώνες χωρίς ουσιαστική διακοπή.
Μέση στάση λοιπόν; Ίσως, αν συνυπολογίσουμε ότι αφενός μιλάει με μεγαλύτερη συμπάθεια για τους Σπαρτιάτες στρατηγούς (κυρίως τον Αρχίδαμο και τον Βρασίδα) ή ότι θεωρεί τις αποστασίες των συμμάχων από την αθηναϊκή κυριαρχία κινήματα απελευθέρωσης, και αφετέρου είναι αυτός που γράφει και βάζει στο στόμα του Περικλή τον περίφημο Επιτάφιο, το μοναδικό εγκώμιο της αθηναϊκής δημοκρατίας που μας έχει διασωθεί από την κλασσική Ελλάδα.
Κατά τη γνώμη μου, δεν έχει τόση σημασία η προσωπική προτίμηση του Θουκυδίδη προς κάποιο είδος πολιτεύματος όσο το πώς παρουσιάζει τη δημοκρατική Αθήνα - τι χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αποδίδει, πώς εξηγεί τις κινήσεις και τις βλέψεις της.
Θα μείνω σε μια δημηγορία, που θεωρώ εντυπωσιακή, στο 1ο βιβλίο της Ιστορίας του Θουκυδίδη. Μιλούν οι Κορίνθιοι στους Σπαρτιάτες προσπαθώντας να τους πείσουν να μπουν στον πόλεμο κατά τον Αθηναίων, και μας δίνουν μια εικόνα για το τι πιστεύουν οι Έλληνες του 431 π.Χ. για την Αθήνα του Περικλή. Παρόμοια συμπεράσματα θα έβγαιναν ίσως και από πιο γνωστές δημηγορίες, όπως ο διάλογος των Μηλίων ή οι λόγοι Κλέωνος και Διοδότου για τα γεγονότα στη Μυτιλήνη ή ακόμη και ο ίδιος ο Επιτάφιος.
Οι Κορίνθιοι δεν διστάζουν να κατακρίνουν, και μάλιστα κατά πρόσωπον, τους Σπαρτιάτες για την εσωστρέφειά τους και τη δυσπιστία προς τους ξένους, που τους οδηγεί σε αναποφασιστικότητα και σε αδράνεια (Α.69). Έτσι δεν έχουν συνειδητοποιήσει «τι λογής άνθρωποι είναι αυτοί οι Αθηναίοι, και πόσο διαφορετικοί ή μάλλον εντελώς διαφορετικοί είναι από εσάς. Εκείνοι είναι «νεωτεροποιοί» [ο Θουκυδίδης πλάθει για την περίσταση την εκπληκτική αυτή λέξη, που είναι πρακτικά αμετάφραστη, ίσως «επαναστάτες»], ικανοί να συλλάβουν γρήγορα ένα σχέδιο και να εκτελέσουν αμέσως ό,τι αποφάσισαν· εσείς κλίνετε προς τη διατήρηση των υπαρχόντων, δεν επινοείτε τίποτε καινούργιο, δεν διεκπεραιώνετε ούτε τα απαραίτητα. Κι ακόμη αποτολμούν πράγματα πάνω από τις δυνάμεις τους, ριψοκινδυνεύουν παρά τις υπαγορεύσεις της φρόνησης και δεν χάνουν στις δύσκολες καταστάσεις την ελπίδα (παρά δύ-μαμιν τολμηταί, και παρά γνώμην κινδυνευταί και εν τοις δεινοίς ευέλπιδες)... Και ακόμη είναι γεμάτοι αποφασιστικότητα σε σύγκριση μ' εσάς τους διστακτικούς, έτοιμοι να πάνε σε ξένους τόπους ενώ εσείς μένετε πάντα στον δικό σας· γιατί αυτοί νομίζουν ότι κάτι μπορεί να κερδίσουν φεύγοντας, ενώ εσείς πιστεύετε ότι εάν βγείτε πιο έξω μπορεί να διακινδυνεύσετε κι αυτά που έχετε. Όταν νικούν τους εχθρούς προχωρούν όσο το δυνατόν περισσότερο, κι όταν νικηθούν ελάχιστα επηρεάζεται το ηθικό τους. Κι ακόμη θυσιάζουν τα σώματά τους για την πόλη τους σαν να τους ήταν εντελώς ξένα και αφιερώνουν τη σκέψη τους αποκλειστικά σε αυτήν. Κι άμα δεν φέρουν σε πέρας όσα σκέφτηκαν, πιστεύουν ότι έχασαν κάτι από αυτά που είχαν, ενώ άμα αποκτήσουν ό,τι επιδίωξαν το θεωρούν ότι ήταν απλώς η αρχή. Αν πάλι δοκιμάσουν και αποτύχουν σε κάτι, αναπληρώνουν την έλλειψη ελπίζοντας σε κάτι άλλο· γιατί μόνο σ' αυτούς η ελπίδα της απόκτησης των επιδιωκομένων εξομοιώνεται με την απόκτησή τους, επειδή εκτελούν γρήγορα ό,τι αποφασίσουν. Και όλα αυτά τα επιδιώκουν με αδιάλειπτο μόχθο και κινδύνους σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους απολαμβάνοντας ελάχιστα τα αγαθά που έχουν, αφού διαρκώς απαιτούν καινούργια κι ούτε θεωρούν γιορτή άλλο τίποτε από το να κάνουν ό,τι πρέπει, ενώ την ξενοιασιά της απραξίας τη θεωρούν συμφορά όχι μικρότερη από μια επίπονη δραστηριότητα. Έτσι, εάν με δυό λόγια τους χαρακτήριζε κανείς ανθρώπους από τη φύση τους καμωμένους να μην έχουν ούτε οι ίδιοι ησυχία ούτε τους άλλους να τους αφήνουν να βρουν, θα είχε δίκιο» (Α.70).
Η περιγραφή αυτή των Αθηναίων, στην αρχή μάλιστα της Ιστορίας του Πελοποννησιακού πολέμου, είναι απρόσμενη και εντυπωσιακή. Δικαιώνει, νομίζω, όσους βλέπουν την αφήγηση του Θουκυδίδη όχι μόνο ως ιστορία αλλά και ως λογοτεχνική δημιουργία -ως την εκδίπλωση της περιπετείας της Αθήνας, η οποία αποτελεί και τον πραγματικό ήρωα του θουκυδίδειου δράματος. Απαριθμώ τα χαρακτηριστικά που αποδίδει η δημηγορία στους Αθηναίους, ακολουθώντας την εξέλιξη του κειμένου: νεωτεριστές, ρηξικέλευθοι, αποφασιστικοί, παράτολμοι, αισιόδοξοι, εξωστρεφείς, άπληστοι, πατριώτες, επίμονοι, ακούραστοι, ανατροπείς. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ηθικές κρίσεις απουσιάζουν πλήρως από την περιγραφή των Κορινθίων, ενώ καμία αναφορά δεν γίνεται για το ποιος έχει δίκιο ή άδικο στον επικείμενο πόλεμο. Ο συνδυασμός αυτών των ιδιοτήτων των Αθηναίων υποβάλλει στον αναγνώστη έναν βαρύτερο χαρακτηρισμό, που, εδώ τουλάχιστον, δεν διατυπώνεται: οι Αθηναίοι είναι αλαζόνες, δεν σέβονται κανένα όριο. Παραδόξως η αλαζονεία θα προστεθεί, εμμέσως πλην σαφώς, στον ίδιο τον Επιτάφιο, στον ύμνο της Αθήνας που βάζει στο στόμα του Περικλή ο Θουκυδίδης: «Έχοντας δώσει τρανά δείγματα και αψευ-δείς μαρτυρίες για τη δύναμή μας, θα μας θαυμάσουν οι σύγχρονοι και οι μεταγενέστεροι, δίχως καθόλου να χρειαζόμαστε κανέναν Όμηρο για να μας επαινέσει.» (Β.41). Ο ισχυρισμός ότι η δόξα της πόλης σου είναι τόσο μεγάλη ώστε δεν χρειάζεται ένας Όμηρος για να την υμνήσει, είναι ύψιστη εκδήλωση αλαζονείας και αγγίζει για τους Έλληνες τα όρια της ύβρεως, αφού ο Όμηρος είναι ακριβώς το κοινό παρελθόν τους, η κοινή τους παιδεία.
Για τους Κορινθίους -αλλά και τον Θουκυδίδη-, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στη ζωή και στον πόλεμο, «όπως και στις τέχνες», πάντοτε η καινοτομία (τα επιγενόμενα) επικρατεί επί των αρχαιοτρόπων επιτηδευμάτων (Α.71). Το ότι η γνώμη των Κορινθίων αποτυπώνει το πώς ο Θουκυδίδης βλέπει τους Αθηναίους και την αθηναϊκή δημοκρατία φαίνεται αργότερα στην Ιστορία, όταν υιοθετεί την ίδια κατ' ου-σίαν επιχειρηματολογία για να δείξει τη διαφορά Αθηναίων και Λακεδαιμονίων. «Αλλά δεν ήταν η μόνη περίπτωση όπου οι Λακεδαιμόνιοι αποδείχθηκαν οι πιο βολικοί εχθροί για τους Αθηναίους - υπήρξαν και άλλες πολλές. Διότι η πολύ μεγάλη διαφορά των δύο ως προς την ιδιοσυγκρασία, οι μεν γρήγοροι οι άλλοι αργοί, αποφασιστικοί οι πρώτοι άτολμοι οι δεύτεροι, αποτελούσε πολύ μεγάλο πλεονέκτημα για τους Αθηναίους, ιδίως επειδή ήταν ναυτική δύναμη. Αυτό άλλωστε απέδειξαν και οι Συρακούσιοι: επειδή τους έμοιαζαν πάρα πολύ, τους πολέμησαν και πάρα πολύ αποτελεσματικά». (θ.96)
Σε τι όμως έμοιαζαν οι Συρακουσίοι, που ήταν άποικοι και Δωριείς, με τους αυτόχθονες Αθηναίους; Η απάντηση είναι προφανής: ήταν όμοιοι ως προς το δημοκρατικό τους πολίτευμα, που τους έκανε κι αυτούς εξίσου κινητικούς, ριψοκίνδυνους και αδίστακτους, δηλαδή εξίσου αποτελεσματικούς με τους Αθηναίους. Οι Αθηναίοι έχασαν τελικά τον πόλεμο όχι από τους Σπαρτιάτες, τους αντίθετούς τους ως προς το πολίτευμα και την ιδιοσυγκρασία, αλλά από τους ομοίους τους Συρακούσιους. Για τον Θουκυδίδη η αθηναϊκή δημοκρατία μόνο από μια άλλη δημοκρατία μπορούσε να ηττηθεί.
Από τα λεγόμενα του Θουκυδίδη προκύπτει ότι το μεγάλο πλεονέκτημα της δημοκρατίας σε καιρό ανταγωνισμού, στη φυσιολογική δηλαδή κατά τη γνώμη του ανθρώπινη κατάσταση, είναι ότι το γεγονός ότι είναι γρήγορη, επιθετική και αποτελεσματική, ακριβώς γιατί είναι απολύτως ψυχρή. Η δημοκρατία, κατά τον Θουκυδίδη, είναι μια ιδανική πολεμική μηχανή - το εντελώς αντίθετο δηλαδή από ό,τι πιστεύουμε σήμερα για τις σύγχρονες δημοκρατίες.