191. ΟΝΟΣ ΑΛΑΣ ΓΕΜΩΝ
[191.1] ὄνος ἅλας γέμων ποταμὸν διέβαινεν. ὀλισθήσας δὲ ὡς κατέπεσεν εἰς τὸ ὕδωρ, ἐκτακέντος τοῦ ἁλὸς κουφότερος ἐξανέστη. ἡσθεὶς δὲ ἐπὶ τούτῳ ἐπειδὴ ὕστερον σπόγγους ἐμπεφορτισμένος κατά τινα ποταμὸν ἐγένετο, ᾠήθη, ὅτι, ἐὰν πάλιν πέσῃ, ἐλαφρότερος διεγερθήσεται. καὶ δὴ ἑκὼν ὠλίσθησε. συνέβη δὲ αὐτὸν τῶν σπόγγων ἀνασπασάντων τὸ ὕδωρ μὴ δυνάμενον ἐξανίστασθαι ἐν τούτῳ ἀποπνιγῆναι.
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι διὰ τὰς ἰδίας ἐπινοίας λανθάνουσιν εἰς συμφορὰς ἑαυτοὺς ἐμβάλλοντες.
192. ΟΝΟΣ ΚΑΙ ΗΜΙΟΝΟΣ
[192.1] ὀνηλάτης ἐπιθεὶς ὄνῳ καὶ ἡμιόνῳ γόμους ἤλαυνεν· ὁ δὲ ὄνος, μέχρι μὲν πεδίον ἦν, ἀντεῖχε πρὸς τὸ βάρος. ὡς δὲ ἐγένοντο κατά τι ὄρος, μὴ δυνάμενος ὑποφέρειν παρεκάλει τὴν ἡμίονον μέρος τι τοῦ γόμου αὐτοῦ προσδέξασθαι, ἵνα τὸ λοιπὸν αὐτὸς διακομίσαι δυνηθῇ. τῆς δὲ παρ᾽ οὐδὲν θεμένης αὐτοῦ τοὺς λόγους ὁ μὲν κατακρημνισθεὶς διερράγη, ὁ δὲ ὀνηλάτης ἀπορῶν ὅ τι ποιήσει, οὐ μόνον τοῦ ὄνου τὸν γόμον τῇ ἡμιόνῳ προσέθηκεν, ἀλλὰ καὶ τὴν βύρσαν τοῦ ὄνου ἐπεσώρευσεν. ἡ δὲ οὐ μετρίως καταπονηθεῖσα ἔφη· «δίκαια πέπονθα. εἰ γὰρ παρακαλοῦντι τῷ ὄνῳ μικρὰ κουφίσαι ἐπείσθην, οὐκ ἂν νῦν μετὰ τοῦ αὐτοῦ φορτίου καὶ αὐτὸν ἔφερον».
οὕτω καὶ τῶν δανειστῶν ἔνιοι, ἵνα μικρὰ τοῖς χρεώσταις μὴ παράσχωσι, πολλάκις καὶ αὐτὸ τὸ κεφάλαιον ἀπόλλουσιν.
193. ΟΝΟΣ ΒΑΣΤΑΖΩΝ ΑΓΑΛΜΑ
[193.1] ὄνῳ τις ἐπιθεὶς ἄγαλμα ἤλαυνεν εἰς πόλιν. πάντων δὲ τῶν συναντώντων προσκυνούντων τῷ ἀγάλματι ὑπολαβὼν ὁ ὄνος, ὅτι αὐτῷ προσκυνοῦσιν, ἀναπτερωθεὶς ὠγκᾶτο καὶ οὐκέτι περαιτέρω προβαίνειν ἐβούλετο. καὶ ὁ ὀνηλάτης αἰσθόμενος τὸ γεγονὸς τῷ ῥοπάλῳ αὐτὸν παίων ἔφη· «ὦ κακὴ κεφαλή, ἔτι καὶ τοῦτο λοιπὸν ἦν ὄνον ὑπ᾽ ἀνθρώπων προσκυνεῖσθαι».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ τοῖς ἀλλοτρίοις ἀγαθοῖς ἐπαλαζονευόμενοι παρὰ τοῖς εἰδόσιν αὐτοὺς γέλωτα ὀφλισκάνουσιν.
194. ΟΝΟΣ ΑΓΡΙΟΣ
[194.1] ὄνος ἄγριος ὄνον ἥμερον θεασάμενος ἔν τινι εὐηλίῳ τόπῳ προσελθὼν ἐμακάριζεν αὐτὸν ἐπὶ τῇ εὐεξίᾳ τοῦ σώματος καὶ τῇ τῆς τροφῆς ἀπολαύσει. ὕστερον δὲ ἰδὼν αὐτὸν ἀχθοφοροῦντα καὶ τὸν ὀνηλάτην ὄπισθεν ἑπόμενον καὶ ῥοπάλοις αὐτὸν παίοντα εἶπεν· «ἀλλ᾽ ἔγωγε οὐκέτι σε εὐδαιμονίζω. ὁρῶ γάρ, ὅτι οὐκ ἄνευ κακῶν μεγάλων τὴν ἀφθονίαν ἔχεις».
οὕτως οὐκ ἔστι ζηλωτὰ τὰ μετὰ κινδύνων καὶ ταλαιπωριῶν περιγινόμενα κέρδη.
195. ΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΕΤΤΙΓΕΣ
[195.1] ὄνος ἀκούσας τεττίγων ᾀδόντων ἥσθη ἐπὶ τῇ εὐφωνίᾳ καὶ ζηλώσας αὐτῶν τὴν ἡδύτητα εἶπε· «τί σιτούμενοι τοιαύτην φωνὴν ἀφίετε;» τῶν δὲ εἰπόντων «δρόσον» ὁ ὄνος προσπαραμένων τῇ δρόσῳ λιμῷ διεφθάρη.
οὕτως οἱ τῶν παρὰ φύσιν ἐπιθυμοῦντες πρὸς τῷ μὴ ἐπιτυχεῖν, ὧν ἐφίενται, καὶ τὰ μέγιστα δυστυχοῦσιν.
***
191. Ο γάιδαρος και το φορτίο από αλάτι.
[191.1] Μια φορά ο γάιδαρος πάσχιζε να διασχίσει τον ποταμό φορτωμένος με πολύ αλάτι. Έτυχε λοιπόν να γλιστρήσει και να πέσει μέσα στο νερό. Το αλάτι τότε έλιωσε, και ο γάιδαρος, άμα ξανασηκώθηκε, αισθανόταν πολύ πιο λαφρύς και ευχαριστήθηκε πολύ με τούτο. Γι᾽ αυτό σε επόμενη περίσταση, όταν βρέθηκε ξανά κοντά στο ποτάμι, φορτωμένος αυτή τη φορά με σφουγγάρια, θάρρεψε πως θα γίνει το ίδιο: αν δηλαδή βουτήξει πάλι στα νερά, θα σηκωθεί πάνω ξαλαφρωμένος. Έτσι το σκέφτηκε και γλίστρησε επίτηδες. Κοιτάξτε όμως τί του συνέβη: τα σφουγγάρια ρούφηξαν το νερό και βάρυναν, τόσο που ο γάιδαρος δεν μπορούσε πια να σηκωθεί από το βάρος και συνεπώς πνίγηκε επιτόπου.
Έτσι παθαίνουν και ορισμένοι άνθρωποι: Με τα ίδια τους τα τεχνάσματα ρίχνονται σε συμφορές, δίχως να το καταλάβουν.
192. Ο γάιδαρος και η μουλάρα.
[192.1] Ήταν ένας αγωγιάτης που φόρτωσε καλά τα δυο του ζώα, τον γάιδαρο και τη μουλάρα του, και τα έβγαλε στον δρόμο. Ο γάιδαρος, λοιπόν, όσο πήγαιναν στο ίσιωμα, άντεχε το βάρος. Μόλις όμως πήραν την ανηφόρα στο βουνό, δεν βαστούσε πια. Γι᾽ αυτό βάλθηκε να εκλιπαρεί τη μουλάρα, μήπως δεχτεί εκείνη ένα μέρος του φορτίου του, έτσι ώστε να μπορέσει ο ίδιος να κουβαλήσει το υπόλοιπο. Φυσικά, η μουλάρα δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Το αποτέλεσμα: ο γάιδαρος γκρεμοτσακίστηκε κάτω και καταξεσκίστηκε. Και ο αγωγιάτης, μη ξέροντας τί άλλο να κάνει, φόρτωσε στη μουλάρα όχι μόνο το αγώγι του ψόφιου γαιδάρου αλλά και το τομάρι του από πάνω. Τότε η μουλάρα ζορίστηκε απίστευτα και αναλογίστηκε: «Μωρέ καλά να πάθω. Γιατί δεν άκουσα τον γάιδαρο όταν με παρακάλαγε να τον ανακουφίσω από λιγουλάκι βάρος; Δεν θα χρειαζόταν τώρα να κουβαλάω ολόκληρο το φορτίο του και τον ίδιον συν τοις άλλοις».
Αυτό ακριβώς παθαίνουν μερικοί τοκογλύφοι: Μη θέλοντας να δεχτούν ένα μικρό κούρεμα στα χρέη των οφειλετών τους, καταλήγουν πολλές φορές να χάσουν ολόκληρο το κεφάλαιο.
193. Ο γάιδαρος που κουβαλούσε το άγαλμα.
[193.1] Μια φορά κάποιος άνθρωπος φόρτωσε στον γάιδαρό του ένα άγαλμα και κίνησαν για την πόλη. Όπως ήταν επόμενο, κάθε φορά που συναντούσαν διαβάτες στον δρόμο, όλοι τους έπεφταν και προσκυνούσαν το άγαλμα του θεού. Έλα όμως που ο γάιδαρος νόμισε ότι το προσκύνημα απευθυνόταν προς την αφεντιά του! Το πήρε πάνω του, λοιπόν, και γι᾽ αυτό βάλθηκε να γκαρίζει με την ψυχή του και δεν εννοούσε να προχωρήσει σπιθαμή παραπέρα. Τότε ο αγωγιάτης κατάλαβε τί είχε συμβεί, και αμέσως άρχισε τον γάιδαρο στις ξυλιές με τη μαγκούρα του, φωνάζοντας: «Βρε χαμένο κορμί, αυτό μας έλειπε τώρα, να αρχίσουμε να προσκυνούμε και τα γαϊδούρια!».
Το δίδαγμα του μύθου: Όποιος κομπάζει για πράγματα που δεν του ανήκουν γίνεται γελοίος στα μάτια όσων τον γνωρίζουν.
194. Ο όναγρος.
[194.1] Μια φορά και έναν καιρό ο όναγρος αντίκρισε τον κατοικίδιο γάιδαρο να στέκεται σε μια μεριά στη λιακάδα. Πήγε λοιπόν κοντά του και βάλθηκε να του πλέκει το εγκώμιο: τί καλοκαμωμένο σώμα που έχει και πόσο καλά τρέφεται! Πιο ύστερα, ωστόσο, τον παρατήρησε και σε άλλη φάση: τουτέστιν να κουβαλάει φορτία, και ο αγωγιάτης να τον ακολουθεί καταπόδι και να τον βαράει με τη μαγκούρα. Τότε βέβαια ο όναγρος άλλαξε γνώμη: «Αμ δεν σε μακαρίζω πλέον. Καθώς βλέπω, τα άφθονα αγαθά σου συνοδεύονται και από μεγάλα δεινά».
Έτσι είναι: Τα κέρδη που αποκτώνται με κινδύνους και ταλαιπωρίες δεν αξίζει να τα ζηλεύουμε.
195. Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια.
[195.1] Μια φορά ο γάιδαρος άκουσε τα τζιτζίκια να λαλούνε και ευφράνθηκε με τον μελωδικό σκοπό τους. Ζήλεψε λοιπόν τον γλυκό τους ήχο και τα ρώτησε: «Καλά, τί τρώτε και κάνετε τόσο όμορφη τη φωνή σας;». «Εμείς; Δροσιά σκέτη», αποκρίθηκαν τα τζιτζίκια. Τότε ο γάιδαρος αποφάσισε να τρέφεται και αυτός με σκέτη δροσιά, και έμεινε πιστός σε τούτη τη δίαιτα μέχρι που ψόφησε από την πείνα.
Έτσι γίνεται και με τους ανθρώπους: Όσοι ποθούν πράγματα αντίθετα με τη φύση τους, όχι μόνο δεν πετυχαίνουν όσα θέλουν αλλά πέφτουν κιόλας σε φριχτή δυστυχία.
[191.1] ὄνος ἅλας γέμων ποταμὸν διέβαινεν. ὀλισθήσας δὲ ὡς κατέπεσεν εἰς τὸ ὕδωρ, ἐκτακέντος τοῦ ἁλὸς κουφότερος ἐξανέστη. ἡσθεὶς δὲ ἐπὶ τούτῳ ἐπειδὴ ὕστερον σπόγγους ἐμπεφορτισμένος κατά τινα ποταμὸν ἐγένετο, ᾠήθη, ὅτι, ἐὰν πάλιν πέσῃ, ἐλαφρότερος διεγερθήσεται. καὶ δὴ ἑκὼν ὠλίσθησε. συνέβη δὲ αὐτὸν τῶν σπόγγων ἀνασπασάντων τὸ ὕδωρ μὴ δυνάμενον ἐξανίστασθαι ἐν τούτῳ ἀποπνιγῆναι.
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι διὰ τὰς ἰδίας ἐπινοίας λανθάνουσιν εἰς συμφορὰς ἑαυτοὺς ἐμβάλλοντες.
192. ΟΝΟΣ ΚΑΙ ΗΜΙΟΝΟΣ
[192.1] ὀνηλάτης ἐπιθεὶς ὄνῳ καὶ ἡμιόνῳ γόμους ἤλαυνεν· ὁ δὲ ὄνος, μέχρι μὲν πεδίον ἦν, ἀντεῖχε πρὸς τὸ βάρος. ὡς δὲ ἐγένοντο κατά τι ὄρος, μὴ δυνάμενος ὑποφέρειν παρεκάλει τὴν ἡμίονον μέρος τι τοῦ γόμου αὐτοῦ προσδέξασθαι, ἵνα τὸ λοιπὸν αὐτὸς διακομίσαι δυνηθῇ. τῆς δὲ παρ᾽ οὐδὲν θεμένης αὐτοῦ τοὺς λόγους ὁ μὲν κατακρημνισθεὶς διερράγη, ὁ δὲ ὀνηλάτης ἀπορῶν ὅ τι ποιήσει, οὐ μόνον τοῦ ὄνου τὸν γόμον τῇ ἡμιόνῳ προσέθηκεν, ἀλλὰ καὶ τὴν βύρσαν τοῦ ὄνου ἐπεσώρευσεν. ἡ δὲ οὐ μετρίως καταπονηθεῖσα ἔφη· «δίκαια πέπονθα. εἰ γὰρ παρακαλοῦντι τῷ ὄνῳ μικρὰ κουφίσαι ἐπείσθην, οὐκ ἂν νῦν μετὰ τοῦ αὐτοῦ φορτίου καὶ αὐτὸν ἔφερον».
οὕτω καὶ τῶν δανειστῶν ἔνιοι, ἵνα μικρὰ τοῖς χρεώσταις μὴ παράσχωσι, πολλάκις καὶ αὐτὸ τὸ κεφάλαιον ἀπόλλουσιν.
193. ΟΝΟΣ ΒΑΣΤΑΖΩΝ ΑΓΑΛΜΑ
[193.1] ὄνῳ τις ἐπιθεὶς ἄγαλμα ἤλαυνεν εἰς πόλιν. πάντων δὲ τῶν συναντώντων προσκυνούντων τῷ ἀγάλματι ὑπολαβὼν ὁ ὄνος, ὅτι αὐτῷ προσκυνοῦσιν, ἀναπτερωθεὶς ὠγκᾶτο καὶ οὐκέτι περαιτέρω προβαίνειν ἐβούλετο. καὶ ὁ ὀνηλάτης αἰσθόμενος τὸ γεγονὸς τῷ ῥοπάλῳ αὐτὸν παίων ἔφη· «ὦ κακὴ κεφαλή, ἔτι καὶ τοῦτο λοιπὸν ἦν ὄνον ὑπ᾽ ἀνθρώπων προσκυνεῖσθαι».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ τοῖς ἀλλοτρίοις ἀγαθοῖς ἐπαλαζονευόμενοι παρὰ τοῖς εἰδόσιν αὐτοὺς γέλωτα ὀφλισκάνουσιν.
194. ΟΝΟΣ ΑΓΡΙΟΣ
[194.1] ὄνος ἄγριος ὄνον ἥμερον θεασάμενος ἔν τινι εὐηλίῳ τόπῳ προσελθὼν ἐμακάριζεν αὐτὸν ἐπὶ τῇ εὐεξίᾳ τοῦ σώματος καὶ τῇ τῆς τροφῆς ἀπολαύσει. ὕστερον δὲ ἰδὼν αὐτὸν ἀχθοφοροῦντα καὶ τὸν ὀνηλάτην ὄπισθεν ἑπόμενον καὶ ῥοπάλοις αὐτὸν παίοντα εἶπεν· «ἀλλ᾽ ἔγωγε οὐκέτι σε εὐδαιμονίζω. ὁρῶ γάρ, ὅτι οὐκ ἄνευ κακῶν μεγάλων τὴν ἀφθονίαν ἔχεις».
οὕτως οὐκ ἔστι ζηλωτὰ τὰ μετὰ κινδύνων καὶ ταλαιπωριῶν περιγινόμενα κέρδη.
195. ΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΕΤΤΙΓΕΣ
[195.1] ὄνος ἀκούσας τεττίγων ᾀδόντων ἥσθη ἐπὶ τῇ εὐφωνίᾳ καὶ ζηλώσας αὐτῶν τὴν ἡδύτητα εἶπε· «τί σιτούμενοι τοιαύτην φωνὴν ἀφίετε;» τῶν δὲ εἰπόντων «δρόσον» ὁ ὄνος προσπαραμένων τῇ δρόσῳ λιμῷ διεφθάρη.
οὕτως οἱ τῶν παρὰ φύσιν ἐπιθυμοῦντες πρὸς τῷ μὴ ἐπιτυχεῖν, ὧν ἐφίενται, καὶ τὰ μέγιστα δυστυχοῦσιν.
***
191. Ο γάιδαρος και το φορτίο από αλάτι.
[191.1] Μια φορά ο γάιδαρος πάσχιζε να διασχίσει τον ποταμό φορτωμένος με πολύ αλάτι. Έτυχε λοιπόν να γλιστρήσει και να πέσει μέσα στο νερό. Το αλάτι τότε έλιωσε, και ο γάιδαρος, άμα ξανασηκώθηκε, αισθανόταν πολύ πιο λαφρύς και ευχαριστήθηκε πολύ με τούτο. Γι᾽ αυτό σε επόμενη περίσταση, όταν βρέθηκε ξανά κοντά στο ποτάμι, φορτωμένος αυτή τη φορά με σφουγγάρια, θάρρεψε πως θα γίνει το ίδιο: αν δηλαδή βουτήξει πάλι στα νερά, θα σηκωθεί πάνω ξαλαφρωμένος. Έτσι το σκέφτηκε και γλίστρησε επίτηδες. Κοιτάξτε όμως τί του συνέβη: τα σφουγγάρια ρούφηξαν το νερό και βάρυναν, τόσο που ο γάιδαρος δεν μπορούσε πια να σηκωθεί από το βάρος και συνεπώς πνίγηκε επιτόπου.
Έτσι παθαίνουν και ορισμένοι άνθρωποι: Με τα ίδια τους τα τεχνάσματα ρίχνονται σε συμφορές, δίχως να το καταλάβουν.
192. Ο γάιδαρος και η μουλάρα.
[192.1] Ήταν ένας αγωγιάτης που φόρτωσε καλά τα δυο του ζώα, τον γάιδαρο και τη μουλάρα του, και τα έβγαλε στον δρόμο. Ο γάιδαρος, λοιπόν, όσο πήγαιναν στο ίσιωμα, άντεχε το βάρος. Μόλις όμως πήραν την ανηφόρα στο βουνό, δεν βαστούσε πια. Γι᾽ αυτό βάλθηκε να εκλιπαρεί τη μουλάρα, μήπως δεχτεί εκείνη ένα μέρος του φορτίου του, έτσι ώστε να μπορέσει ο ίδιος να κουβαλήσει το υπόλοιπο. Φυσικά, η μουλάρα δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Το αποτέλεσμα: ο γάιδαρος γκρεμοτσακίστηκε κάτω και καταξεσκίστηκε. Και ο αγωγιάτης, μη ξέροντας τί άλλο να κάνει, φόρτωσε στη μουλάρα όχι μόνο το αγώγι του ψόφιου γαιδάρου αλλά και το τομάρι του από πάνω. Τότε η μουλάρα ζορίστηκε απίστευτα και αναλογίστηκε: «Μωρέ καλά να πάθω. Γιατί δεν άκουσα τον γάιδαρο όταν με παρακάλαγε να τον ανακουφίσω από λιγουλάκι βάρος; Δεν θα χρειαζόταν τώρα να κουβαλάω ολόκληρο το φορτίο του και τον ίδιον συν τοις άλλοις».
Αυτό ακριβώς παθαίνουν μερικοί τοκογλύφοι: Μη θέλοντας να δεχτούν ένα μικρό κούρεμα στα χρέη των οφειλετών τους, καταλήγουν πολλές φορές να χάσουν ολόκληρο το κεφάλαιο.
193. Ο γάιδαρος που κουβαλούσε το άγαλμα.
[193.1] Μια φορά κάποιος άνθρωπος φόρτωσε στον γάιδαρό του ένα άγαλμα και κίνησαν για την πόλη. Όπως ήταν επόμενο, κάθε φορά που συναντούσαν διαβάτες στον δρόμο, όλοι τους έπεφταν και προσκυνούσαν το άγαλμα του θεού. Έλα όμως που ο γάιδαρος νόμισε ότι το προσκύνημα απευθυνόταν προς την αφεντιά του! Το πήρε πάνω του, λοιπόν, και γι᾽ αυτό βάλθηκε να γκαρίζει με την ψυχή του και δεν εννοούσε να προχωρήσει σπιθαμή παραπέρα. Τότε ο αγωγιάτης κατάλαβε τί είχε συμβεί, και αμέσως άρχισε τον γάιδαρο στις ξυλιές με τη μαγκούρα του, φωνάζοντας: «Βρε χαμένο κορμί, αυτό μας έλειπε τώρα, να αρχίσουμε να προσκυνούμε και τα γαϊδούρια!».
Το δίδαγμα του μύθου: Όποιος κομπάζει για πράγματα που δεν του ανήκουν γίνεται γελοίος στα μάτια όσων τον γνωρίζουν.
194. Ο όναγρος.
[194.1] Μια φορά και έναν καιρό ο όναγρος αντίκρισε τον κατοικίδιο γάιδαρο να στέκεται σε μια μεριά στη λιακάδα. Πήγε λοιπόν κοντά του και βάλθηκε να του πλέκει το εγκώμιο: τί καλοκαμωμένο σώμα που έχει και πόσο καλά τρέφεται! Πιο ύστερα, ωστόσο, τον παρατήρησε και σε άλλη φάση: τουτέστιν να κουβαλάει φορτία, και ο αγωγιάτης να τον ακολουθεί καταπόδι και να τον βαράει με τη μαγκούρα. Τότε βέβαια ο όναγρος άλλαξε γνώμη: «Αμ δεν σε μακαρίζω πλέον. Καθώς βλέπω, τα άφθονα αγαθά σου συνοδεύονται και από μεγάλα δεινά».
Έτσι είναι: Τα κέρδη που αποκτώνται με κινδύνους και ταλαιπωρίες δεν αξίζει να τα ζηλεύουμε.
195. Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια.
[195.1] Μια φορά ο γάιδαρος άκουσε τα τζιτζίκια να λαλούνε και ευφράνθηκε με τον μελωδικό σκοπό τους. Ζήλεψε λοιπόν τον γλυκό τους ήχο και τα ρώτησε: «Καλά, τί τρώτε και κάνετε τόσο όμορφη τη φωνή σας;». «Εμείς; Δροσιά σκέτη», αποκρίθηκαν τα τζιτζίκια. Τότε ο γάιδαρος αποφάσισε να τρέφεται και αυτός με σκέτη δροσιά, και έμεινε πιστός σε τούτη τη δίαιτα μέχρι που ψόφησε από την πείνα.
Έτσι γίνεται και με τους ανθρώπους: Όσοι ποθούν πράγματα αντίθετα με τη φύση τους, όχι μόνο δεν πετυχαίνουν όσα θέλουν αλλά πέφτουν κιόλας σε φριχτή δυστυχία.