Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

ΑΙΣΩΠΟΣ - Μῦθοι (191.1-195.1)

191. ΟΝΟΣ ΑΛΑΣ ΓΕΜΩΝ
[191.1] ὄνος ἅλας γέμων ποταμὸν διέβαινεν. ὀλισθήσας δὲ ὡς κατέπεσεν εἰς τὸ ὕδωρ, ἐκτακέντος τοῦ ἁλὸς κουφότερος ἐξανέστη. ἡσθεὶς δὲ ἐπὶ τούτῳ ἐπειδὴ ὕστερον σπόγγους ἐμπεφορτισμένος κατά τινα ποταμὸν ἐγένετο, ᾠήθη, ὅτι, ἐὰν πάλιν πέσῃ, ἐλαφρότερος διεγερθήσεται. καὶ δὴ ἑκὼν ὠλίσθησε. συνέβη δὲ αὐτὸν τῶν σπόγγων ἀνασπασάντων τὸ ὕδωρ μὴ δυνάμενον ἐξανίστασθαι ἐν τούτῳ ἀποπνιγῆναι.
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι διὰ τὰς ἰδίας ἐπινοίας λανθάνουσιν εἰς συμφορὰς ἑαυτοὺς ἐμβάλλοντες.

192. ΟΝΟΣ ΚΑΙ ΗΜΙΟΝΟΣ
[192.1] ὀνηλάτης ἐπιθεὶς ὄνῳ καὶ ἡμιόνῳ γόμους ἤλαυνεν· ὁ δὲ ὄνος, μέχρι μὲν πεδίον ἦν, ἀντεῖχε πρὸς τὸ βάρος. ὡς δὲ ἐγένοντο κατά τι ὄρος, μὴ δυνάμενος ὑποφέρειν παρεκάλει τὴν ἡμίονον μέρος τι τοῦ γόμου αὐτοῦ προσδέξασθαι, ἵνα τὸ λοιπὸν αὐτὸς διακομίσαι δυνηθῇ. τῆς δὲ παρ᾽ οὐδὲν θεμένης αὐτοῦ τοὺς λόγους ὁ μὲν κατακρημνισθεὶς διερράγη, ὁ δὲ ὀνηλάτης ἀπορῶν ὅ τι ποιήσει, οὐ μόνον τοῦ ὄνου τὸν γόμον τῇ ἡμιόνῳ προσέθηκεν, ἀλλὰ καὶ τὴν βύρσαν τοῦ ὄνου ἐπεσώρευσεν. ἡ δὲ οὐ μετρίως καταπονηθεῖσα ἔφη· «δίκαια πέπονθα. εἰ γὰρ παρακαλοῦντι τῷ ὄνῳ μικρὰ κουφίσαι ἐπείσθην, οὐκ ἂν νῦν μετὰ τοῦ αὐτοῦ φορτίου καὶ αὐτὸν ἔφερον».
οὕτω καὶ τῶν δανειστῶν ἔνιοι, ἵνα μικρὰ τοῖς χρεώσταις μὴ παράσχωσι, πολλάκις καὶ αὐτὸ τὸ κεφάλαιον ἀπόλλουσιν.

193. ΟΝΟΣ ΒΑΣΤΑΖΩΝ ΑΓΑΛΜΑ
[193.1] ὄνῳ τις ἐπιθεὶς ἄγαλμα ἤλαυνεν εἰς πόλιν. πάντων δὲ τῶν συναντώντων προσκυνούντων τῷ ἀγάλματι ὑπολαβὼν ὁ ὄνος, ὅτι αὐτῷ προσκυνοῦσιν, ἀναπτερωθεὶς ὠγκᾶτο καὶ οὐκέτι περαιτέρω προβαίνειν ἐβούλετο. καὶ ὁ ὀνηλάτης αἰσθόμενος τὸ γεγονὸς τῷ ῥοπάλῳ αὐτὸν παίων ἔφη· «ὦ κακὴ κεφαλή, ἔτι καὶ τοῦτο λοιπὸν ἦν ὄνον ὑπ᾽ ἀνθρώπων προσκυνεῖσθαι».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ τοῖς ἀλλοτρίοις ἀγαθοῖς ἐπαλαζονευόμενοι παρὰ τοῖς εἰδόσιν αὐτοὺς γέλωτα ὀφλισκάνουσιν.

194. ΟΝΟΣ ΑΓΡΙΟΣ
[194.1] ὄνος ἄγριος ὄνον ἥμερον θεασάμενος ἔν τινι εὐηλίῳ τόπῳ προσελθὼν ἐμακάριζεν αὐτὸν ἐπὶ τῇ εὐεξίᾳ τοῦ σώματος καὶ τῇ τῆς τροφῆς ἀπολαύσει. ὕστερον δὲ ἰδὼν αὐτὸν ἀχθοφοροῦντα καὶ τὸν ὀνηλάτην ὄπισθεν ἑπόμενον καὶ ῥοπάλοις αὐτὸν παίοντα εἶπεν· «ἀλλ᾽ ἔγωγε οὐκέτι σε εὐδαιμονίζω. ὁρῶ γάρ, ὅτι οὐκ ἄνευ κακῶν μεγάλων τὴν ἀφθονίαν ἔχεις».
οὕτως οὐκ ἔστι ζηλωτὰ τὰ μετὰ κινδύνων καὶ ταλαιπωριῶν περιγινόμενα κέρδη.

195. ΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΕΤΤΙΓΕΣ
[195.1] ὄνος ἀκούσας τεττίγων ᾀδόντων ἥσθη ἐπὶ τῇ εὐφωνίᾳ καὶ ζηλώσας αὐτῶν τὴν ἡδύτητα εἶπε· «τί σιτούμενοι τοιαύτην φωνὴν ἀφίετε;» τῶν δὲ εἰπόντων «δρόσον» ὁ ὄνος προσπαραμένων τῇ δρόσῳ λιμῷ διεφθάρη.
οὕτως οἱ τῶν παρὰ φύσιν ἐπιθυμοῦντες πρὸς τῷ μὴ ἐπιτυχεῖν, ὧν ἐφίενται, καὶ τὰ μέγιστα δυστυχοῦσιν.

***
191. Ο γάιδαρος και το φορτίο από αλάτι.
[191.1] Μια φορά ο γάιδαρος πάσχιζε να διασχίσει τον ποταμό φορτωμένος με πολύ αλάτι. Έτυχε λοιπόν να γλιστρήσει και να πέσει μέσα στο νερό. Το αλάτι τότε έλιωσε, και ο γάιδαρος, άμα ξανασηκώθηκε, αισθανόταν πολύ πιο λαφρύς και ευχαριστήθηκε πολύ με τούτο. Γι᾽ αυτό σε επόμενη περίσταση, όταν βρέθηκε ξανά κοντά στο ποτάμι, φορτωμένος αυτή τη φορά με σφουγγάρια, θάρρεψε πως θα γίνει το ίδιο: αν δηλαδή βουτήξει πάλι στα νερά, θα σηκωθεί πάνω ξαλαφρωμένος. Έτσι το σκέφτηκε και γλίστρησε επίτηδες. Κοιτάξτε όμως τί του συνέβη: τα σφουγγάρια ρούφηξαν το νερό και βάρυναν, τόσο που ο γάιδαρος δεν μπορούσε πια να σηκωθεί από το βάρος και συνεπώς πνίγηκε επιτόπου.
Έτσι παθαίνουν και ορισμένοι άνθρωποι: Με τα ίδια τους τα τεχνάσματα ρίχνονται σε συμφορές, δίχως να το καταλάβουν.

192. Ο γάιδαρος και η μουλάρα.
[192.1] Ήταν ένας αγωγιάτης που φόρτωσε καλά τα δυο του ζώα, τον γάιδαρο και τη μουλάρα του, και τα έβγαλε στον δρόμο. Ο γάιδαρος, λοιπόν, όσο πήγαιναν στο ίσιωμα, άντεχε το βάρος. Μόλις όμως πήραν την ανηφόρα στο βουνό, δεν βαστούσε πια. Γι᾽ αυτό βάλθηκε να εκλιπαρεί τη μουλάρα, μήπως δεχτεί εκείνη ένα μέρος του φορτίου του, έτσι ώστε να μπορέσει ο ίδιος να κουβαλήσει το υπόλοιπο. Φυσικά, η μουλάρα δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Το αποτέλεσμα: ο γάιδαρος γκρεμοτσακίστηκε κάτω και καταξεσκίστηκε. Και ο αγωγιάτης, μη ξέροντας τί άλλο να κάνει, φόρτωσε στη μουλάρα όχι μόνο το αγώγι του ψόφιου γαιδάρου αλλά και το τομάρι του από πάνω. Τότε η μουλάρα ζορίστηκε απίστευτα και αναλογίστηκε: «Μωρέ καλά να πάθω. Γιατί δεν άκουσα τον γάιδαρο όταν με παρακάλαγε να τον ανακουφίσω από λιγουλάκι βάρος; Δεν θα χρειαζόταν τώρα να κουβαλάω ολόκληρο το φορτίο του και τον ίδιον συν τοις άλλοις».
Αυτό ακριβώς παθαίνουν μερικοί τοκογλύφοι: Μη θέλοντας να δεχτούν ένα μικρό κούρεμα στα χρέη των οφειλετών τους, καταλήγουν πολλές φορές να χάσουν ολόκληρο το κεφάλαιο.

193. Ο γάιδαρος που κουβαλούσε το άγαλμα.
[193.1] Μια φορά κάποιος άνθρωπος φόρτωσε στον γάιδαρό του ένα άγαλμα και κίνησαν για την πόλη. Όπως ήταν επόμενο, κάθε φορά που συναντούσαν διαβάτες στον δρόμο, όλοι τους έπεφταν και προσκυνούσαν το άγαλμα του θεού. Έλα όμως που ο γάιδαρος νόμισε ότι το προσκύνημα απευθυνόταν προς την αφεντιά του! Το πήρε πάνω του, λοιπόν, και γι᾽ αυτό βάλθηκε να γκαρίζει με την ψυχή του και δεν εννοούσε να προχωρήσει σπιθαμή παραπέρα. Τότε ο αγωγιάτης κατάλαβε τί είχε συμβεί, και αμέσως άρχισε τον γάιδαρο στις ξυλιές με τη μαγκούρα του, φωνάζοντας: «Βρε χαμένο κορμί, αυτό μας έλειπε τώρα, να αρχίσουμε να προσκυνούμε και τα γαϊδούρια!».
Το δίδαγμα του μύθου: Όποιος κομπάζει για πράγματα που δεν του ανήκουν γίνεται γελοίος στα μάτια όσων τον γνωρίζουν.

194. Ο όναγρος.
[194.1] Μια φορά και έναν καιρό ο όναγρος αντίκρισε τον κατοικίδιο γάιδαρο να στέκεται σε μια μεριά στη λιακάδα. Πήγε λοιπόν κοντά του και βάλθηκε να του πλέκει το εγκώμιο: τί καλοκαμωμένο σώμα που έχει και πόσο καλά τρέφεται! Πιο ύστερα, ωστόσο, τον παρατήρησε και σε άλλη φάση: τουτέστιν να κουβαλάει φορτία, και ο αγωγιάτης να τον ακολουθεί καταπόδι και να τον βαράει με τη μαγκούρα. Τότε βέβαια ο όναγρος άλλαξε γνώμη: «Αμ δεν σε μακαρίζω πλέον. Καθώς βλέπω, τα άφθονα αγαθά σου συνοδεύονται και από μεγάλα δεινά».
Έτσι είναι: Τα κέρδη που αποκτώνται με κινδύνους και ταλαιπωρίες δεν αξίζει να τα ζηλεύουμε.

195. Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια.
[195.1] Μια φορά ο γάιδαρος άκουσε τα τζιτζίκια να λαλούνε και ευφράνθηκε με τον μελωδικό σκοπό τους. Ζήλεψε λοιπόν τον γλυκό τους ήχο και τα ρώτησε: «Καλά, τί τρώτε και κάνετε τόσο όμορφη τη φωνή σας;». «Εμείς; Δροσιά σκέτη», αποκρίθηκαν τα τζιτζίκια. Τότε ο γάιδαρος αποφάσισε να τρέφεται και αυτός με σκέτη δροσιά, και έμεινε πιστός σε τούτη τη δίαιτα μέχρι που ψόφησε από την πείνα.
Έτσι γίνεται και με τους ανθρώπους: Όσοι ποθούν πράγματα αντίθετα με τη φύση τους, όχι μόνο δεν πετυχαίνουν όσα θέλουν αλλά πέφτουν κιόλας σε φριχτή δυστυχία.

Προσπάθησαν να ορίσουν τον έρωτα και ‘πεσαν σε ανακρίβειες

Έρωτας. Τι σημαίνει άραγε έρωτας; Ένας αδιευκρίνιστος κι επιτακτικός επισκέπτης. Ένα κουβάρι από συναισθήματα και πάθη. Μια χημική αντίδραση που προκαλείται ανάμεσα στα κύτταρα δυο ανθρώπων. Ρώτα με τι είναι ο έρωτας μα πες μου πρώτα αν είσαι ρομαντικός, ρεαλιστής ή επιστήμων. Ίσως να μην υπάρχει μοναδική απάντηση, μα μία για τον καθένα, αυτή που ψάχνει να ακούσει, αυτή που χρειάζεται για να νιώσει ικανοποίηση. Ναι, θα βρω μια ερμηνεία να σου απαντήσω. Καλύτερα δεν είναι όμως να τον νιώσεις;

Κι αν συμφωνήσεις, ξέρω, θέλεις να μάθεις περισσότερα. Ένιωσες, μα τι απ’ όλα; Κρύβει ο έρωτας πλευρές αμέτρητες, έβδομους ουρανούς κι αιματηρές κολάσεις. Ένα χάος και ψάχνεις τι νιώθεις, γιατί το νιώθεις, τι συμβαίνει, πώς γίνεται η μια στιγμή να είναι φως κι η άλλη αβύθιστο σκοτάδι.

Μπορεί ο έρωτας να σπάσει σε κατηγορίες; Να τυποποιηθεί, να πάρει μια ταμπέλα και να μπει στη λίστα με τα πράγματα που ταξινόμησε ο άνθρωπος; Ίσως μπορεί, μα αν είναι αλήθεια κανείς δε θα το μάθει. Πρακτικό να βάζεις ετικέτες κι η άβυσσος του έρωτα αποτελεί μεγάλη πρόκληση.

6 κατηγορίες. 6 είδη αγάπης, έρωτα ή όπως αλλιώς θέλεις εσύ να το ονομάσεις. Σκέψου τον αγαπημένο σου, αυτόν που νιώθεις άνθρωπό σου. Μια θα μοιάζει καθρέφτης για τους δυο σας. Κι αν δεν; Είμαστε καταδικασμένοι ανίκανοι να κλείσουμε τον έρωτα σ’ ένα κουτί.

Νιώθεις παθιασμένα. Η σχέση σας είναι αισθησιακή, βαθιά σεξουαλική, γεμάτη ένταση και πάθος. Αν σε ρωτήσουν, απαντάς «χημεία». Κι αγαπημένη λέξη; Κεραυνοβόλος. Σ’ αρέσει και να ρωτάς και να απαντάς και να μαθαίνεις, γιατί είναι δικός σου, γιατί του ανήκεις και σου ανήκει, κι αν υπήρχε το άλλο σου μισό το έχεις βρει.  Δε θα χωρίσεις, γιατί αν ναι, θα έρθει μόνο αγωνία. Ιδανικός ο έρωτας κι ας πει ο κόσμος ότι θέλει. -Έρως.

Τα πάντα για σένα είναι παιχνίδι. Σ’ αρέσει η διασκέδαση, θέλεις να κάνεις πράγματα μαζί του, να βγαίνετε, να πίνετε, να νικάς, να τον πειράζεις. Το να τον κατακτήσεις ήταν έπαθλο και τώρα απολαμβάνεις κεκτημένα. Κι αν δε βλέπεις έναν σοβαρά, κανένα πρόβλημα, βλέπεις όλους τους άλλους ανέμελα. Γιατί να περιοριστείς όταν υπάρχουν τόσοι εκεί έξω για να παίξεις; -Λούδους. (στα ελληνικά, πες το «παιχνίδι»).

Δέσμευση, κοινά ενδιαφέροντα, φιλία. Πόσο βαθιά μετράνε για σένα αυτές οι λέξεις; Ήσασταν φίλοι μα κάπως βγήκατε απ’ τη ζώνη κι αγαπηθήκατε. Υπάρχει κατανόηση και δε φοβάσαι να είσαι ο εαυτός σου. Οι δύσκολες στιγμές δε σε τρομάζουν, νιώθεις πως έχεις χτίσει οικογένεια. Είναι ο άνθρωπος που κέρδισε μια θέση δίπλα στους δικούς σου, κι αν κάποτε σου φύγει, τίποτα δε θα αλλάξει, κανένα συναίσθημα δε θα χαθεί. -Στοργή.

Το ξέρεις πως δε φλερτάρεις με την τρέλα κι ας αμφιβάλεις πού και πού. Δεν είσαι συνηθισμένος, έχεις απαιτήσεις, εμμονές, θέλεις να το ζήσεις και θα το ζήσεις. Υπάρχει κάτι μαγικό ανάμεσά σας, κάτι ιδιαίτερο, κάτι που δεν μπορεί να αντιληφθεί ο έξω κόσμος. Έχεις ανάγκη να αγαπάς κι έχεις ανάγκη να σε αγαπάει, ζηλεύεις και απολαμβάνεις την κτητικότητα· είναι άραγε έμμονη ιδέα ή απλώς ένας τρελός έρωτας; Οι άλλοι ψάχνουν στα βαρετά, σε μια ασφάλεια και μια τακτοποιημένη ζωή. Για σένα αυτά είναι ρηχά, βρήκες ψυχή και δε σε νοιάζει το περίγραμμα. -Μανία.

Νιώθεις την αγάπη στην πιο αγνή μορφή της. Θέλεις να δίνεις, να χαρίζεις, να προσφέρεις κι αν κάποιος σε έκοβε θα ξεχείλιζε αγάπη. Ανιδιοτελής, άνευ όρων, άνευ δεύτερων σκέψεων. Κι αν σε πουν αφελή, γελάς ειρωνικά. Δεν το έχουν νιώσει, πώς να ξέρουν; Θέλεις απλώς να φροντίζεις, να προκαλείς ευτυχία, γιατί σ’ εκείνο το χαμόγελο κρύβεται και το δικό σου. Αν χρειαζόταν, θα περίμενες για μια ζωή. Κι αν κάποτε ξεχνάς τον εαυτό σου, δε σε νοιάζει, είναι άλλη η προτεραιότητά σου. -Αγάπη.

Ποτέ δεν αγαπούσες τις ρομαντικές ιστορίες, πάντα σου φαίνονταν μελό. Βλέπεις τα πράγματα πρακτικά, όπως θα έπρεπε να είναι, κι αν κάποιος ζωγραφίσει μια καρδιά, τον διορθώνεις λέγοντας πως μέσα του δε χτυπάει ένα σχήμα σαν ενωμένα ερωτηματικά. Αγαπάς τον ρεαλισμό, τη λογική. Κι έχεις και κάποιες απαιτήσεις. Προσφέρεις και θέλεις να προσφέρει, ώστε μαζί να πετύχετε τους στόχους, να προοδεύσετε και να ανταμειφτείτε. Είναι σημαντική η αλληλοβοήθεια. Κι αν σας κατηγορούν πως είστε μαζί από ανάγκη, γιατί χρειάζεστε ο ένας το στο στήριγμα του άλλου, κατά βάθος συμφωνείς. Έτσι δεν είναι καλύτερα τα πράγματα;  Συνεργάζεσαι και συμβιώνεις. -Πράγμα.

Τι λες, βρήκες σε μια από τις κατηγορίες του Τζον Άλαν Λι τον έρωτά σου; Εκείνος έτσι τον διαίρεσε, τον ξεχώρισε και του έβαλε και χρώματα για να τον συμβολίζουν. Κόκκινο για τον έρωτα, μπλε στον λούδο, κίτρινο στη στοργή. Και στα άλλα τρία χάρισε μωβ για τη μανία, πορτοκαλί στην αγάπη και πράσινο στο πράγμα. Ποιο είναι τάχα το δικό σου αγαπημένο χρώμα;

Χρωματικός κύκλος για τη θεωρία της αγάπης. Έτος 1973, Καναδάς. Πήρε τον έρωτά μου και τον ανάλυσε σαν να είναι εύκολη χημεία. Έψαξα στις κατηγορίες και βρήκα στοιχεία μου σε όλες. Τι πλάσμα ανεξήγητο και τι έρωτας, που θα είναι ο δικός μου και κατά πάσα πιθανότητα κι ο δικός σου.

Λυπάμαι Λι, μα η θεωρία σου φαίνεται να μπάζει από κάπου. Ποιος θα μπορούσε ποτέ να κατανοήσει τον έρωτα σε βάθος, να ψάξει στον πυρήνα, να μάθει, να αντιληφθεί, κι ύστερα να τον διαιρέσει; Ο έρωτας είναι μυστήριο. Καλύτερα ο καθένας μας να προσπαθήσει να λύσει το δικό του.

Η αυτολύπη και η λύπηση των άλλων ως πηγές κατάθλιψης

Η αυτολύπη είναι μια εξαιρετικά κοινή αιτία της κατάθλιψης και προκύπτει από την πεποίθηση ότι:
(α) δεν είναι απλώς λυπηρό και άτυχο να συμβαίνουν δυσάρεστα γεγονότα, αλλά είναι κυριολεκτικά φρικτό, καταραμένο και καταστροφικό και
(β) ότι ο συναισθηματικός πόνος επιβάλλεται από έξω και όχι από μέσα.

Για να ανακουφίσει την κατάθλιψη που προκαλείται από την αυτολύπη, αρχικά γίνεται προσπάθεια από τον ψυχοθεραπευτή, να προσδιοριστεί εάν η κατάσταση είναι πραγματικά τόσο άσχημη όσο ο πελάτης την αντιλαμβάνεται. Αν δεν είναι, του δείχνει γιατί δεν είναι τόσο απαίσια. Ένας νεαρός, που απορρίφθηκε από την αρραβωνιαστικιά του, πιστεύει ότι έρχεται το τέλος του κόσμου, ότι η απόρριψή του είναι απόδειξη της κατωτερότητάς του και ότι δεν θα ερωτευτεί ποτέ ξανά.

Όλα αυτά είναι παράλογα - δεν μπορούν να αποδειχθούν. Μπορεί να αποδειχθεί ότι, ακόμη και χωρίς βοήθεια, θα ξεπεράσει τελικά αυτά τα συναισθήματα, ότι υπάρχουν εκατοντάδες άλλες γυναίκες οι οποίες μπορεί να τον ενδιαφέρουν και ότι η απόρριψή της δείχνει περισσότερο το γούστο της παρά την προσωπικότητά του.

Αντί να λυπάται για τον εαυτό του για το λυπηρό γεγονότος, καλείται να το δει για αυτό που είναι (ένα συχνό περιστατικό, από  το οποίο αν και θλιβερό, μπορεί να επωφεληθεί).

Όταν δεν το βλέπει πια ως ζήτημα ζωής και θανάτου, οι λόγοι του για τη λύπη του παύουν να υφίστανται.

Σε περίπτωση που το περιστατικό είναι πραγματικά κάποιο καταστροφικό γεγονός, πρέπει να δει ότι:
(α) ο πόνος που επιβάλλεται από τον εαυτό, κάνει τα πράγματα χειρότερα, ότι
(β) θα πρέπει να προσπαθήσει να αποφύγει αυτόν τον συναισθηματικό πόνο, επειδή είναι εντελώς νευρωτικό να κάνει τα πράγματα χειρότερα όταν η πραγματικότητα είναι ήδη πολύ δύσκολη, και
(γ) να δει ότι είναι η συναισθηματική του διαταραχή, σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, είναι το μεγαλύτερο μέρος της δυστυχίας του. Είναι αυτό που κάνει κάποιος στον εαυτό του με το να αισθάνεται λύπη για τον εαυτό του που έχει χάσει την οικογένειά του που τελικά γίνεται πιο οδυνηρό από την πραγματική απώλεια.

Όταν τεθεί η ερώτηση, αλλά «Γιατί μου συνέβη αυτό;» η απάντηση είναι, «Γιατί όχι;». Εφόσον συμβαίνει σε κάποιον στον κόσμο, αν αυτά τα ατυχή γεγονότα δεν του συμβαίνουν κάποιες φορές αυτό απλώς σημαίνει ότι συμβαίνουν πιθανώς σε κάποιον άλλο. Και με τη σειρά τους αυτοί σκέφτονται το ίδιο ερώτημα, επειδή αρνούνται να το δουν ως ένα τυχαίο γεγονός, μία ύπαρξη γεμάτη με αμέτρητους κινδύνους, διανέμοντας τις σκληρές πράξεις του χωρίς λόγο και λόγο.

 

Η λύπηση των άλλων

Η λύπηση των άλλων είναι η τρίτη και τελευταία μέθοδος με την οποία προκαλείται η ψυχολογική κατάθλιψη. Αν και είναι ένα σημάδι του πολιτισμού να συμπονούμε τους άλλους, είναι επίσης ένα σφάλμα το ότι συχνά το κάνουμε αυτό σε λανθασμένο βαθμό.

Πρέπει να υπάρχει διάκριση μεταξύ ενδιαφέροντος (η οποία είναι "υγιής" συμπεριφορά, οδηγεί σε εποικοδομητική δράση και προκαλεί λίγο προσωπικό πόνο), και υπερβολικής ανησυχίας, (η οποία είναι ανθυγιεινή, συχνά παράγει μικρή εποικοδομητική δράση και παράγει πολύ πόνο).

Η λύπηση για τους άλλους προκύπτει από τις παράλογες πεποιθήσεις όπως ότι
(α) πρέπει να αναστατωθεί κανείς από τις διαταραχές και τις δυσκολίες άλλων ανθρώπων και
(β) είναι ζωτικής σημασίας για εμάς το τι κάνουν οι άλλοι άνθρωποι και ότι πρέπει να καταβάλουμε μεγάλες προσπάθειες για να τους αλλάξουμε ώστε να είναι όπως θα θέλαμε.

Η πρώτη από αυτές τις παράλογες πεποιθήσεις αντιμετωπίζεται με το να αναρωτηθεί κανείς τι καλό κάνει στον πάσχων εάν αυτός, υποφέρει μαζί του. Αντί να προσφέρει στο θύμα ένα μοντέλο μη-διαταραγμένης συμπεριφοράς για να μιμηθεί, του δείχνει ότι και αυτός θα ήταν εξίσου διαταραγμένος, αν αντιμετώπιζε μία τέτοιο ατυχία. Επιπλέον, δείχνοντας στον πάσχοντα υπερβολική δόση συμπάθειας, το να ξεπεραστεί η φυσική (αλλά νευρωτική) τάση του ίδιου για οίκτο γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Αντί από ένα μόνο άτομα που σκέφτεται καταστροφικά τώρα υπάρχουν δύο.

Πώς μπορώ να ξέρω πότε φροντίζω αρκετά και πότε φροντίζω υπερβολικά

Σε περίπτωση που κάποιος ρωτήσει: «Πώς μπορώ να ξέρω πότε φροντίζω αρκετά και πότε φροντίζω υπερβολικά;», η απάντηση είναι απλά, «Όταν πονάει». Το ενδιαφέρον είναι ένας βαθμός φροντίδας που μας κρατάει παραγωγικούς και αρκετά σταθερούς ώστε να δουλέψουμε υπέρ του ατόμου που φροντίζουμε. Το υπερβολικό ενδιαφέρον συμπάσχει περισσότερο από το παραγωγικό ενδιαφέρον και είναι σπατάλη χρόνου και ενέργειας που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν διαφορετικά.

Επιστήμονες καταλήγουν πως οι άθεοι είναι πιο έξυπνοι

Οι Miron Zuckerman, Jorda n Silberman and Judith A. Hall από το πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ και το πανεπιστήμιο του Νορθίστερν διεξήγαγαν μία στατιστική ανάλυση συνδυάζοντας 63 διαφορετικές επιστημονικές μελέτες και απέδειξαν πως υπάρχει αντιστρόφως ανάλογη σχέση ανάμεσα στη θρησκευτικότητα και την ευφυΐα/νοημοσύνη. Με λίγα λόγια όσο πιο πολύ πιστεύει κανείς τόσο χαμηλότερα παραμένουν τα επίπεδα νοημοσύνης του.
 
Η αντιστρόφως ανάλογη αυτή σχέση ήταν εντονότερη σε φοιτητές πανεπιστημίου και περισσότερο αδύναμη ανάμεσα σε εφήβους και παιδιά.
 
Η θρησκευτικότητα στην έρευνα ορίζεται ως ο βαθμός ανάμειξης/συμμετοχής σε μερικές ή σε όλες τις πλευρές μία θρησκείας. Για παράδειγμα πίστη στο υπερφυσικό ακόμη και με κοστοβόρες δεσμεύσεις προς αυτό όπως η προσφορά ιδιοκτησίας ως θυσία. Ή μία άλλη πλευρά είναι η συμμετοχή σε κοινά τελετουργικά όπως η επίσκεψη στην εκκλησία ή σε ασθενέστερες υπαρξιακές ανησυχίες όπως ο θάνατος και η πίστη στον παράδεισο.
 
Χωρίς να γίνεται απολύτως σαφές το γιατί οι μη θρησκευόμενοι είναι περισσότερο ευφυείς η διαφορά ποικίλει σύμφωνα με την ηλικία. Στο Πανεπιστήμιο για παράδειγμα το χάσμα είναι ισχυρότερο. Ίσως σε αυτό οφείλεται το γεγονός πως πολλοί φοιτητές ενδεχομένως να τείνουν να «ασπαστούν» τον αθεισμό υιοθετώντας μία αντικομφορμιστική στάση.
 
Άλλωστε το πανεπιστήμιο τείνει να δημιουργεί νέες εικόνες στους φοιτητές καθώς αυτοί εκτείθενται σε νέα ερεθίσματα χάνοντας πλέον τις απόψεις και τα πιστεύω του παρελθόντος. Σαφέστατα, δεν αποκλείεται να τείνουν προς ακριβώς την αντίθετη κατεύθυνση και να γίνουν ακόμη πιο θρησκευόμενοι. Αυτές οι αλλαγές οφείλονται συχνά στο γεγονός ότι οι μαθητές «διανύουν μία περίοδο ανακαλύψεων η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό της ενήλικης ζωής που αρχίζει να ξεδιπλώνεται μπροστά τους και καιώς «ο χωρισμός από το πατρικό σπίτι και η έκθεση σε ένα περιβάλλον το οποίο ενθαρρύνει την αμφισβήτηση μπορούν να επιτρέψουν στην επικράτηση της νοημοσύνης επί των θρησκευτικών πιστεύω. Η μελέτη προσθέτει επίσης πως χρησιμοποιώντας την κριτική ανάλυση οι πιο ευφυείς φοιτητές είναι ίσως πιο πιθανό να αποφύγουν τη θρησκεία. Εάν ο αθεισμός απορρίπτεται από το πατρικό, η υψηλότερη ευφυία μπορεί να διευκολύνει την αντίσταση του ατόμου στις πιέσεις συμμόφωσης προς τη θρησκευτικότητα από τον περίγυρο.
 
Ενώ αργότερα στη ζωή, οι πιο έξυπνοι άνθρωποι έχουν περισσότερες πιθανότητες να παντρευτούν και να παραμείνουν παντρεμένοι, γεγονός που τους καθιστά λιγότερο εξαρτημένους από την προσκόλληση που παρέχει η λειτουργία της θρησκείας. Οι πιο έξυπνοι άνθρωποι είναι επίσης πιο πιθανό να έχουν θέσεις εργασίας υψηλότερου επιπέδου και να περάσουν περισσότερο χρόνο φοίτησης στο σχολείο, γεγονός που οδηγεί σε υψηλότερη αυτοεκτίμηση και "ενθαρρύνει τον έλεγχο των προσωπικών πεποιθήσεων" σύμφωνα με τη μελέτη.
 
Το πέρασμα του χρόνου ωστόσο και η γήρανση φέρνουν τον άνθρωπο πιο κοντά στο να συνειδητοποιήσει τη θνητότητά του. Η έρευνα αυτή διήρκεσε περίπου 80 έτη και έχει εστιάσει άτομα όλων των ηλικιών. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις μπορούν να βοηθήσουν περισσότερο στη διαχείριση του φόβου και της απελπισίας ενόψει επικείμενου θάνατου κάποιου προσώπου. Ωστόσο στην μελέτη δεν αποδείχθηκε πως άτομα υψηλής νοημοσύνης απώλεσαν τα ισχυρά τους πιστεύω ενάντια στη θρησκεία στα βαθειά τους γεράματα.

Για την επέτειο της 25ης Μαρτίου

«Δεν θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά,
να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές
που σιγά – σιγά βουλιάζει»
 
Αυτά τα λόγια, αναφέρει ο νομπελίστας ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης σ’  ένα ποίημά του, και αυτά τα λόγια μου ήρθαν στο νου, όταν μου ανατέθηκε να μιλήσω για τη σημερινή γιορτή, η οποία, πραγματοποιείται και φέτος όπως κάθε χρόνο, για να τιμήσουμε όσους  ξεσηκώθηκαν το 1821 για να αποτινάξουν την οθωμανική κυριαρχία κάτω από την οποία βρίσκονταν οι Έλληνες για σχεδόν 400 χρόνια, σβησμένοι από τον κατάλογο των ελεύθερων εθνών…
 
Αυτές τις ημέρες, στις εκδηλώσεις που γίνονται στα σχολεία και αλλού για να τιμηθεί η επέτειος της Επανάστασης του 1821 περισσεύουν τα μεγάλα λόγια για να υμνήσουν το γεγονός και έτσι το απομακρύνουν από την ουσία του. Η Επανάσταση του 1821 δεν χρειάζεται μεγάλα λόγια για να αναδειχθεί· είναι από μόνη της ένα μεγάλο γεγονός, το σημαντικότερο γεγονός της νεότερης ιστορίας μας. Είναι η επανάσταση ενός λαού που, απογοητευμένος από τη στάση των τότε Με-γάλων Δυνάμεων, αποφασίζει να πιστέψει στον εαυτό του και να προσπαθήσει με τις δικές του δυνάμεις να διεκδικήσει τη Λευτεριά του: «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη / των Ελλήνων τα ιερά / και σαν πρώτα ανδρειωμένη / χαίρε ω χαίρε Ελευθεριά» γράφει ο Σολωμός στον «Ύμνο εις την Ελευθερία». Με την Επανάσταση του 1821, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο προοίμιο του πρώτου Συντάγματος, που ψηφίστηκε από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, «Το  ελληνικόν  έθνος κηρύττει  ενώπιον  Θεού  και  ανθρώπων  την  πολιτικήν  αυτού  ύπαρξιν  και  ανεξαρτησίαν».
 
Πως φτάσαμε όμως ως την κήρυξη της Επανάστασης του 1821; Είχαν προηγηθεί 400 χρόνια καταπίεσης, διώξεων και αυθαιρεσίας από την Οθωμανική εξουσία, καταπίεσης που οδηγούσε τα πιο δυναμικά στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας είτε στη μετανάστευση (έτσι έχουμε τη δημιουργία του παροικιακού ελληνισμού που βοήθησε τα μέγιστα στην υπόθεση της Ελευθερίας), είτε όσοι δεν αντέχουν να ζουν κάτω από την οθωμανική κυριαρχία καταφεύγουν στα βουνά και εκεί σχηματίζουν ένοπλα σώματα που μάχονται την οθωμανική εξουσία. Αυτούς η εξουσία θα τους ονομάσει απαξιωτικά κλέφτες. Οι κλέφτες, όπως αναφέρει κάπου ο Μακρυγιάννης, θα αποτελέσουν τη μαγιά της λευτεριάς.
 
Σε αυτά τα 400 χρόνια είχαν προηγηθεί και άλλες προσπάθειες οι Έλληνες να αποτινάξουν την Οθωμανική κυριαρχία και να κερδίσουν την Ελευθερία τους. Η διαφορά όμως των προηγούμενων εξεγέρσεων από την Επανάσταση του 1821 είναι ότι οι προηγούμενες εξεγέρσεις έγιναν με τη βοήθεια ή την υποκίνηση κάποιας ξένης δύναμης (των Βενετών αρχικά και των Ρώσων κατά το β΄μισό του 18ου αι.), ενώ τώρα το έθνος αποφασίζει να στηριχτεί στις δικές του δυνάμεις. Και αυτό μέσα σ’ ένα αρνητικό διεθνές περιβάλλον απέναντι σε κάθε επαναστατικό κίνημα από τις δυνάμεις της Ιερής Συμμαχίας, η οποία είχε συγκροτηθεί το 1815 στο συνέδριο της Βιέννης. Οι Έλληνες δεν λογάριασαν με τη λογική ούτε τη δύναμη του αντιπάλου, ούτε τι στάση θα κρατούσαν οι τότε μεγάλες Δυνάμεις. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στο λόγο που εκφώνησε στην Πνύκα στους μαθητές του Γυμνασίου Αθηνών τον Οκτώβριο του 1838: «Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».  
 
Και αυτό δεν θα ήταν δυνατόν να συμβεί, αν δεν είχε προηγηθεί στο β΄μισό του 18ου και στις αρχές του 19ου αι. η αναγέννηση της Παιδείας, που ονομάστηκε αργότερα από τους μελετητές Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Παντού, ιδρύονταν σχολεία και φωτισμένοι Δάσκαλοι του Γένους όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Μοισιόδακας, ο Άνθιμος Γαζής, ο Ρήγας Βελεστινλής κ.α. δίδασκαν σ’ αυτά και έτσι το έθνος μας αποκτά τη συνείδηση της ύπαρξής του και στη συνέχεια την επιθυμία να αγωνιστεί για να αποτινάξει τον οθωμανικό ζυγό. Χωρίς το Νεοελληνικό Διαφωτισμό οι επαναστατικές ιδέες της Φιλικής Εταιρίας δεν θα έβρισκαν γόνιμο έδαφος στις καρδιές των υπόδουλων Ελλήνων. Δανείζομαι και πάλι ένα απόσπασμα από το λόγο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα: «Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία».
 
Δεν θα αναφερθώ εδώ με λεπτομέρεια στα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης· άλλωστε δεν είναι αυτός ο σκοπός μιας ομιλίας για να τιμηθεί η επέτειος της έναρξης της Επανάστασης. Θα ήθελα να σταθώ όμως σε δύο σημεία του Αγώνα που, αν και δεν ανήκουν στις ένδοξες στιγμές του, πρέπει όμως να αναφέρονται για να αποκτήσουμε επιτέλους εθνική αυτογνωσία ως λαός. Το ένα είναι οι δύο εμφύλιοι πόλεμοι που έγιναν μέσα στην Επανάσταση κατά τα έτη 1823 & 1824, οι οποίοι έθεσαν σε κίνδυνο την Επανάσταση και το άλλο τα δάνεια του Αγώνα.
 
Αν και τα δύο πρώτα χρόνια οι Έλληνες αγωνίστηκαν ενωμένοι κατά των Οθωμανών και κατάφεραν να ελευθερώσουν σχεδόν ολόκληρη την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, τα νησιά του Αργοσαρωνικού, τις Κυκλάδες τη Σάμο και τα Ψαρά, εντούτοις κατά τα έτη 1823 & 1824 ξεσπούν δύο Εμφύλιοι πόλεμοι για την εξουσία, οι οποίοι έθεσαν σε διακινδύνευση την έκβαση του Αγώνα. «Η Διχόνοια που βαστάει / Ένα σκήπτρο η δολερή / Καθενός χαμογελάει, / Πάρ’ το, λέγοντας, και συ», γράφει ο Σολωμός σε μια στροφή του «Ύμνου εις την Ελευθερία». Οι Τούρκοι εκμεταλλεύτηκαν τις εμφύλιες διαμάχες και, σε συνεργασία με τους Αιγύπτιους,  κατά τα έτη 1825 – 1827 ανακαταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, τη Στερεά Ελλάδα, τα Ψαρά την Κάσο & την Κρήτη. Η Επανάσταση πέρασε δύσκολες στιγμές και μόνο στην Ανατολική Πελοπόννησο & στα νησιά του Αργοσαρωνικού απομένουν ορισμένες επαναστατικές εστίες. Χρειάστηκε τελικά η παρέμβαση των τριών Δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας και η Ναυμαχία του Ναυαρίνου για να κερδίσουμε την ανεξαρτησία μας. Αυτό είχε σαν συνέπεια οι Μεγάλες Δυνάμεις να αυτοαναγορευτούν σε Προστάτιδες Δυνάμεις και να θέσουν την ανεξαρτησία της Ελλάδας υπό την εγγύησή τους.  Αυτό σήμαινε ότι διατηρούσαν για τον εαυτό τους το δικαίωμα να παρεμβαίνουν στα εσωτερικά του καινούργιου κράτους, κάτι που έκαναν σε όλη τη διάρκεια του 19ου αι. και σε μεγάλο μέρος του 20ου αι. Ενώ, αν οι Έλληνες συνέχιζαν ενωμένοι τον Αγώνα για Ανεξαρτησία και δεν ξεσπούσαν οι εμφύλιες συγκρούσεις του 1823 –1824, αυτό θα το είχαμε αποφύγει σε μεγάλο βαθμό…
 
Και έρχομαι τώρα στο ζήτημα των δύο δανείων που πήραν από την Αγγλία οι Έλληνες κατά τη διάρκεια του Αγώνα για να καλύψουν τις οικονομικές ανάγκες του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Το ζήτημα έχει δύο διαστάσεις: τη διπλωματική και την καθαρά οικονομική. Όσον αφορά τη διπλωματική διάσταση, τα δάνεια αυτά ήταν μια μορφή έμμεσης αναγνώρισης από την Αγγλία της διοίκησης της επαναστατημένης Ελλάδας ως εμπόλεμο κράτος. Όσον αφορά την καθαρά οικονομική διάσταση, τα δάνεια δόθηκαν με επαχθείς όρους και μικρό μόνο μέρος του ονομαστικού κεφαλαίου τους έφτασε στην Ελλάδα για να καλύψει τις ανάγκες του Αγώνα. Ακόμα όμως και αυτό το μικρό μέρος των χρημάτων που έφτασε στην Ελλάδα σπαταλήθηκε από τις κυβερνήσεις των ετών 1825 – 1826 στις εμφύλιες συγκρούσεις. Έτσι, ταυτόχρονα σχεδόν με τη γέννηση του νεοελληνικού κράτους, ξεκινά και μια από τις παθογένειες που αντιμετωπίζουμε σαν χώρα μέχρι σήμερα: αυτή της οικονομικής μας εξάρτησης από το εξωτερικό.
 
Παρ’ όλα αυτά, η Ελληνική Επανάσταση είναι το μείζον γεγονός της νεότερης ιστορίας μας αφού με τον ηρωισμό τους οι Έλληνες εκείνης της γενιάς κατάφεραν να ελευθερώσουν μια μικρή έστω γωνιά της ελληνικής γης που περιλάμβανε τη Στερεά, την Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες, τις Βόρειες Σποράδες και τα νησιά του Αργοσαρωνικού. Το αποτέλεσμα αυτό δεν ανταποκρίνονταν στις θυσίες που έκαναν και άλλες περιοχές που επαναστάτησαν, όπως η Κρήτη, η Σάμος, η Χίος, η Κάσος, τα Ψαρά, που τελικά έμειναν εκτός των εδαφών που συμπεριλήφθηκαν στο νεοελληνικό κράτος. Αυτή η μικρή γωνιά όμως που ελευθερώθηκε αποτέλεσε το εφαλτήριο για την απελευθέρωση και των υπόλοιπων αλύτρωτων περιοχών στα χρόνια που ακολούθησαν.

Οι Φιλικοί

Κατά πως γράφει ο χαρισματικός συγγραφέας, με την οξυδερκή, διεισδυτική ματιά και τη γοητευτική γραφίδα Κωστής Παπαγιώργης, στο έξοχο δοκίμιό του περί Εμμανουήλ Ξάνθου του Φιλικού: «Σε αντίθεση με την Επανάσταση που βρήκε πρόθυμους Έλληνες και ξένους ιστορικούς, η Φιλική Εταιρεία ατύχησε σ’ αυτό το θέμα. Ευτυχώς, όμως, είχαμε την απερίγραπτη εχθρότητα μεταξύ Εμμανουήλ Ξάνθου και Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου, η οποία ήταν αφορμή για να γραφτεί η ιστορία του συνωμοτικού σωματείου. Αν ο Ξάνθος παρέμενε άφωνος, η Φιλική Εταιρεία θα είχε στερηθεί τον ιστορικό της”. Το κακό ξεκίνησε όταν ο Φιλήμων έγραψε στο δοκίμιό του ότι, οι 3 ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας ήταν: Σκουφάς, Τσακάλωφ και Αναγνωστόπουλος. Δηλαδή, ο Ξάνθος δεν ήταν στην αρχική τριάδα. Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον εφοβήθηκε! Άρχισαν συκοφαντίες μεταξύ των δύο. Αυτό ήταν το σκηνικό, όταν το 1816 εμφανίστηκε ο Γαλάτης στη νεοϊδρυθείσα Φιλική Εταιρεία.

Η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε το 1816 στην Οδησσό από τους Σκουφά, Τσακάλωφ, και Ξάνθο. Ήταν μια μυστική εταιρεία (συντροφική οργάνωση). Σκοπός της ήταν η οργάνωση και προετοιμασία της απελευθέρωσης της Ελλάδας από την Τουρκοκρατία. Οι Φιλικοί εμπνεύστηκαν από το παράδειγμα του Ρήγα, αλλά η μέθοδος του Ρήγα ερχόταν σε αντίθεση με τα σχέδια των διαφωτιστών (Κοραή κ.ά.) που ήθελαν την επιμόρφωση του λαού αλλά όχι επανάσταση, ενώ ο Ρήγας συνδύαζε και τα δύο παραπάνω. Η οργάνωση άρχισε από τη Ρωσία και από εκεί στην Πόλη και μετά στην Ελλάδα. Όμως, μετά τον θάνατο του Σκουφά το 1818 προεκλήθηκαν έριδες, μεταξύ των μελών, περί των Αρχών (διοίκησης) και προς αποφυγήν ναυαγίου, έφτιαξαν κατά τόπους «υπό εταιρείες» που με τους αποστελλομένους « Αποστόλους» ενεργούσαν την κατήχηση των εταίρων και την είσπραξη των χρηματικών καταβολών για τον εξοπλισμό του Έθνους.

Οι Φιλικοί είχαν περάσει την εντύπωση ότι πίσω από την κίνησή τους κρύβεται το Ανακτοβούλιο της Πετρουπόλεως. Όταν το 1820 αυτό διεψεύσθη, ανέθεσαν τη Διοίκηση της Εταιρείας στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, αφού πρώτα αρνήθηκε ο Ιωάννης Καποδίστριας. Έτσι, μετά τη συνάντηση της 1ης Οκτωβρίου 1820 στη Βεσσαραβία, η Εταιρεία ουσιαστικά διελύθη. Έκτοτε κατηγορήθηκαν για όλες τις στρατιωτικές και διπλωματικές αποτυχίες του αγώνα, ότι δηλαδή αυτοί ήταν απαράδεκτοι, ελλιπείς σε διαφώτιση, ενώ υπήρξαν και πολλές οικονομικές ατασθαλίες. Προς υπεράσπιση της Εταιρείας ο Ιωάννης Φιλήμων έγραψε το “Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας”

Ο Νικόλαος Γαλάτης γεννήθηκε το 1792 στην Ιθάκη. Κατήγετο από αριστοκρατική Επτανησιακή οικογένεια, η οποία εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 14ο αιώνα, που πιθανόν να συγγένευε με εκείνη του Καποδίστρια. Ο πατέρας του Κωνσταντίνος Γαλάτης ήταν εύπορος και ίσως διπλωμάτης στο επάγγελμα. Ο Γαλάτης σπούδασε στο Σχολείο της Σμύρνης και ολοκλήρωσε τη μαθητεία του στο Εθνικό Γυμνάσιο Κυδωνιών. Εργάστηκε για μερικούς μήνες ως γραφέας στην υπηρεσία του Αλή Πασά, λόγω των γαλλικών και ιταλικών που γνώριζε. Στη Φιλική Εταιρεία τον εμύησε στις 7 Ιουλίου 1816 στην Οδησσό ο Σκουφάς, λίγο μετά την ίδρυσή της. Τον Σκουφά, στην κυριολεξία, τον κατέκτησε ο Γαλάτης με την ευφυΐα του. Προφανώς, υπερείχε του Σκουφά όσον αφορά στην καταγωγή, την ευφυΐα και τη μόρφωση. Αλλά ο Φιλήμων έγραψε στα απομνημονεύματά του ότι ο Γαλάτης ήταν πανούργος και υποκριτής, αλλά έδειχνε μεγάλο θάρρος, ενθουσιασμό και αισιοδοξία ενώ υπέσχετο ως κατορθωτά τα δύσκολα, αλλά και τα φύσει ακατόρθωτα. Ο Σκουφάς εντυπωσιάστηκε από το «φανφαρόνο» Γαλάτη και του ανέθεσε την αποστολή της επαφής με τον Ιωάννη Καποδίστρια στην Πετρούπολη.

Πριν δει τον Καποδίστρια ο Γαλάτης έστειλε δύο επιστολές στην Πετρούπολη για να δώσει κύρος στην αποστολή του. Φόρεσε και ένα παράσημο και, οξύνους αλλά και δραστήριος και τερατωδώς παράτολμος ως ήτο, είπε ότι είναι Κόμης και απεσταλμένος του Ελληνικού Έθνους. Το τι διημείφθη μεταξύ Καποδίστρια και Γαλάτη είναι άγνωστον. Λέγεται ότι ο Καποδίστριας του είπε ότι δεν θα διαβάσει τα έγγραφα και διέταξε να τον στείλουν στις Ηγεμονίες. Πάντως, το ότι πήγε στον Καποδίστρια ήταν κορυφαίο τόλμημα, που κανείς δεν απεπειράτο. Ο Ξάνθος πήγε το 1817 στην Πετρούπολη, αλλά απέτυχε να πείσει τον Καποδίστρια. Μάλιστα, ο Γαλάτης στην Πετρούπολη διέπρεψε καθότι κατόρθωσε να κατηχήσει και να μυήσει στην Εταιρεία τον πρώην ηγεμόνα της Μολδαβίας, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο τον Φιραρή, τον οποίον ο Τσακάλωφ δεν τολμούσε να πλησιάσει. Για την ακρίβεια, οι υπόλοιποι Φιλικοί για δύο χρόνια είχαν κατηχήσει μόνον τρία άτομα.

Ο Κανδηλώρος γράφει ότι “άνοιξε στην Εταιρεία τις μεγάλες πόρτες και τα μεγάλα πορτοφόλια, και επομένως οφείλεται ευγνωμοσύνη στο Γαλάτη”. Επιπλέον, τα οικονομικά της Εταιρείας ήταν σε μαύρα χάλια. Το ταμείο της είχε μόνο 10 φλωριά. Ο Γαλάτης έφερε 1000 φλωριά και κατόπιν 1000 γρόσια από τον Μαυροκορδάτο, 20 φλωριά από το Ριζάρη και 50 φλωριά από τον Πεντεδέκα.
Εκεί, όμως, αρχίζει και η καχυποψία απέναντι στον… “τυχοδιώκτη” Γαλάτη. Πρέπει να τονιστεί ότι για τις ικανότητες του Γαλάτη, δεν αμφέβαλλε κανείς. Μάλιστα, όταν τον έδιωξαν από τη Ρωσία για τις Ηγεμονίες, στη Μολδαβία δεν σταμάτησε την κατήχηση και μυεί τον Λεβέντη, τον Φαρμάκη και τον Γεωργάκη Ολύμπιο. Προσπάθησε, επίσης, να μυήσει και τον Καραγεώργη της Σερβίας! Θα μπορούσε να αποδώσει κανείς την φιλική στάση των ηγεμόνων, των οποίων οι επικράτειες κατέστησαν θέατρο των πρώτων επιχειρήσεων της Επανάστασης, στο Νικόλαο Γαλάτη. Μέχρι τότε η δράση του υπερτερούσε παντός άλλου Φιλικού. Αλλά αιωρείτο το ερώτημα: με τι χρήματα ζει ο Γαλάτης; Πάντως 1000 φλωριά βρέθηκαν σημειωμένα στον κατάλογο του Σέκερη. Το πιθανότερο είναι ότι, όπως και τόσοι άλλοι Φιλικοί, να έβαζε χέρι στις εισφορές των κατηχουμένων. Ο Τσακάλωφ, φέρεται ως κατηγορών τον Γαλάτη, ότι ζητούσε χρήματα από την Εταιρεία, άλλως θα τους πρόδιδε στην Πύλη. Δεν υπάρχει όμως απόδειξη γι’ αυτό. Λέγεται, επίσης, ότι ο Γαλάτης ήθελε να του δώσουν το Ταμείο και τα Αρχεία της Εταιρείας, για να είναι αυτός το “Κέντρον”. Και τότε κατά τον Πατριαρχέα, οι Φιλικοί εγνωμοδότησαν για το θάνατό του.

Ο Γαλάτης με τον υπηρέτη του ήταν το πρώτο θύμα των Φιλικών. Ο Καμαρινός, με τον υπηρέτη του, το δεύτερο. Υπάρχουν υπόνοιες, επίσης, και για το τέλος του Υπάτρου, που δολοφονήθηκε από τους Εταίρους για τη σωτηρία της Εταιρείας, με το φόβο μήπως βασανιστεί και προδώσει τα μυστικά της. Αρκούσε μια συκοφαντία για να γραφεί το όνομά σου στη μαύρη λίστα. Υποψήφιοι, επίσης, ήσαν ο Άνθιμος Γαζής και ο Γρηγόριος Δίκαιος (Παπαφλέσσας) το 1816. Ο Γαλάτης, σύντομα αφού εμφανίστηκε στην Οδησσό 23 χρόνων, κατέστη το πρώτο σοβαρό πρόβλημα της Εταιρείας και η δολοφονία του κλόνισε τα οργανωτικά της ήθη. Όμως, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η εμφάνιση του Γαλάτη, έδωσε μεγάλη ώθηση στην Εταιρεία, που λειτουργούσε μέχρι τότε υποτυπωδώς. Η εντύπωση του Ξάνθου στο πρόσωπο του Γαλάτη, τον αποχαρακτηρίζει από “προδότη”, αίρει το δόλιο “ενταφιασμό” του και τον προβιβάζει σε “μοιραίο ιστορικό πρόσωπο”.

Αυτός που εξετέλεσε. κατ’ εντολήν των Φιλικών, τον Γαλάτη, ήταν ο Παναγιώτης Δημητρακόπουλος, ο οποίος είχε υπηρετήσει στα στρατιωτικά σώματα των ξένων στα Επτάνησα. Επειδή δεν μπορούσαν να τον σκοτώσουν στην Πόλη, τότε, χάλκευσαν, το 1819, μια αποστολή στο Μοριά, όταν ο Γαλάτης ήλθε με τον υπηρέτη του, και όπου τον σκότωσε ο Δημητρακόπουλος, που ήξερε από όπλα. Ο Φιλήμων περιγράφει, ότι ο Γαλάτης, πληγωμένος, εκ των όπισθεν, με το πρώτο βόλι, ξιφούλκησε κατά του φονιά του, αλλά έφαγε και ένα δεύτερο κατάστηθα. Ξεψυχώντας μετά 15 λεπτά, φέρεται ως είπων: “Αχ! Με φάγατε! Τι σας έκαμα;” Ο φόνος έγινε στην Ερμιονίδα. Ο Τσακάλωφ που παρευρίσκετο, φυγαδεύτηκε πρώτα στη Μονεμβασιά και από εκεί στη Μάνη και Ιταλία.

Το ζήτημα που παραμένει αδιευκρίνιστο, γύρω από το Νικόλαο Γαλάτη, είναι αν οι Φιλικοί εκτέλεσαν έναν όντως προδότη, ή θέλησαν να απαλλαγούν από έναν άνθρωπο ανώτερο τους; Κατά πως γράφει ο Ελευθέριος Μωραϊτίνης-Πατριαρχέας στην εξαίρετη πραγματεία του με τίτλο “Ο φιλικός Νικόλαος Γαλάτης”, που κυκλοφόρησε το 2002, αυτό που καταδίκασε τον Νικόλαο Γαλάτη ήταν η αρχηγική φιλοδοξία, και “για να δικαιολογηθεί αυτός ο θάνατος κατασκευάστηκε ο θρύλος της προδοσίας”. Πιστεύει ότι χωρίς αυτόν η Φιλική Εταιρεία θα ήταν απλά στο όνειρο των τριών Ιδρυτών της. Αυτό δείχνει να συμμερίζεται και ο Κωστής Παπαγιώργης. Ο Νικόλαος Υψηλάντης στα απομνημονεύματα του, που παρουσιάστηκαν στη Γαλλική από τον Δ. Καμπούρογλου και μεταφράστηκαν κατόπιν από τον Πατριαρχέα, λέγει ότι, ο Γαλάτης εχάθη εξαιτίας της επιπολαιότητάς του, αλλά η μνήμη του πρέπει να είναι σεβαστή υπό των συμπατριωτών του, καθ’όσον υπήρξε το πρώτο θύμα εις την προσπάθεια αυτών δια την απελευθέρωσιν του Έθνους.
Ο κλήρος για τον πρώτο θάνατο, όχι από δολοφονία, αλλά από ασθένεια, στη Φιλική Εταιρεία, έπεσε στο Νικόλαο Σκουφά. Ο Νικόλαος Σκουφάς γεννήθηκε στο Κομπότι της Άρτας το 1779. Προήρχετο εκ πτωχής οικογένειας. Μετά τις εγκυκλίους σπουδές του, άνοιξε στην Άρτα ένα μαγαζί, όπου πωλούσε “σκούφιες”, από όπου πήρε και το επώνυμό του. Κατόπιν μετέβη στην Οδησσό, όπου εργάστηκε σε Έλληνες μεγαλεμπόρους και στη συνέχεια παρά τον Πάλλη στη Μόσχα. Επανελθών στην Οδησσό, ασχολήθηκε, μετά από πρότασή του, με την ίδρυση και οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας, μετά των Τσακάλωφ και Ξάνθου το 1814. Ο Σκουφάς είχε προεπαναστατική παιδεία, ως προκατηχήμενος από τον Κωνσταντίνο Ράδο, ο οποίος είχε κάνει σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Πίζας και είχε μυηθεί στον Καρμποναρισμό. Το 1815 στην Οδησσό κατέστρωσε με τον Τσακάλωφ και Ξάνθο το πρώτο σχέδιο οργάνωσης της Φιλικής Εταιρείας, οπότε και προσηλύτισε τον Άνθιμο Γαζή. Μετά την άρνηση του Καποδίστρια να ηγηθεί της Επαναστάσεως, εσκόπευε να μεταφέρει την έδρα της Φιλικής Εταιρείας στην Ελλάδα (Μάνη ή Πήλιο). Το 1818 ευρισκόμενος στην Πόλη έπαθε καρδιακή προσβολή, αλλά συνέχισε να εργάζεται, καταρτίζοντας, για πρώτη φορά, κατάλογο των Φιλικών και επέλεξε τους πρώτους μελλοντικούς Αποστόλους. Πέθανε στις 31 Ιουλίου 1818 στην Πόλη και ετάφη στην Εκκλησία των Ταξιαρχών στο Αρναούτκιοϊ. Ο Νικόλαος Σκουφάς υπήρξε ανήρ περιώνυμος, ο κατ’εξοχήν θεμελιωτής της Φιλικής Εταιρείας. Στη βραχύβια ζωή του απέδειξε ότι ήταν πατριώτης, άξιος, σώφρων και αποφασιστικός. Ήταν ο Πρωταπόστολος και η κεντρομόλος δύναμις της Φιλικής Εταιρείας. Ήταν άνδρας ανεπίληπτος, αφιερωμένος στον αρχικό σκοπό. Πρωτεργάτης. Δυστυχώς, δεν βρέθηκε το αρχείο του.

Ο Θεσσαλός φιλόλογος Αριστείδης Παππάς μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στα 36 του χρόνια τον Οκτώβριο του 1818, στην Ιταλία. Υπήρξε επιφανής διαφωτιστής. Το πιο σημαντικό συμβάν στη ζωή του, σύμφωνα με τις σημειώσεις του μεγάλου Ρώσου ποιητή Α.Σ. Πούσκιν είναι ότι ο “Αριστείδης Παππάς εστάλη από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη ως κομιστής επιστολής του προς τον ηγέτη των Σέρβων Μίλος Ομπρέντοβιτς για την υπογραφή σχεδίου για την επιθετική και αμυντική συμμαχία” μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας. Όμως, ο Αριστείδης Παππάς κατά την αποστολή του, συνελήφθη, τον Ιανουάριο 1821, από τον Αλέξανδρο Σούτσο, αποκεφαλίστηκε και το κεφάλι του, μαζί με τα έγγραφα, στάλθηκαν στην Πόλη.

Οι Φιλικοί παραμερίστηκαν με την Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου τον Ιανουάριο του 1822.

ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΤΗΣ 25ης ΜΑΡΤΙΟΥ 1821

Ο ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
(Υπό του Υποστρατήγου ε.α. Θεοδώρου Ποτέα)

Η 25η ΜΑΡΤΙΟΥ 1821

Η 25η Μαρτίου είναι η ημέρα της Ελληνικής μεγαλουργίας, την οποίαν όλος ο εντός και εκτός της Ελλάδος Ελληνισμός εορτάζει και πανηγυρίζει με Εθνικήν συγκίνηση και ακράτητον Εθνικόν ενθουσιασμόν. Είναι η ημέρα, η χαρμόσυνη και ιστορική, η οποία συμπυκνώνει όλον το ιστορικόν νόημα του Ελληνικού γένους και αποτελεί ανεξάντλητη πηγή ζωής δια τον Ελληνισμόν και δίδαγμα μέγα δια την ανθρωπότητα. Είναι η ημέρα, η οποία όσος χρόνος κι αν παρέλθει, θα παραμένει εσαεί, φωτιζομένη από το ανέσπερον φως του παγκοσμίου θαυμασμού και θα αποτελεί δι’ όλους τους Έλληνας «εορτήν εορτών και πανήγυριν πανηγύρεων».


Είναι η αθάνατη εκείνη ημέρα, που υπενθυμίζει το μεγαλύτερον Εθνικόν γεγονός του 19ου αιώνος και που περικλείει ανάγλυφη την ιστορίαν του αιωνίου και ενδοξοτάτου Ελληνικού Έθνους. Του Έθνους, το οποίον υπερήφανον και περιβεβλημένον αειθαλείς δάφνες δόξης και τιμής, αλλά και κατάφορτον θυσιών παγκοσμίου απηχήσεως, βαδίζει θεία βουλήσει και δυνάμει, τον δρόμον των μεγάλων του πεπρωμένων και προσβλέπει πάντοτε με ευγνωμοσύνη προς τους ήρωας και συντελεστάς της μεγαλοδόξου ιστορικής σταδιοδρομίας του.

Είναι η ημέρα, την οποίαν από τα βάθη των αιώνων, η ανταύγεια της Σαλαμίνος, του Μαραθώνος και των Πλαταιών χαιρετίζει με έκφραση ευγνωμοσύνης εκείνων, που εκληροδότησαν την βαρείαν Ελληνική κληρονομιά προς τους χτεσινούς ήρωας, την μνήμη των οποίων θα αναπολήσει και εορτάσει αύριον ολόκληρος η Ελλάς.

«Ελλάς Ανάστα Χαίρε! ».

«Ήλθεν η ώρα πλέον, όπως απαλλαγής των δεσμών σου και ελευθερωθής από τον δυσβάστακτον της δουλείας σου ζυγόν, υπό τον οποίον επί τέσσαρας αιώνας εστέναζες ».
 
Αλήθεια! Τι ιερώτερον, τι τιμιώτερον αλλά και τι πολυτιμότερον μπορεί να υπάρξη δια το Ελληνικόν Έθνος από την ημέραν αυτήν; 

Ποίος Έλλην αγνοεί και τίνος την μνήμην διαφεύγει το γεγονός ότι η Ελληνική φυλή, η υπερασπίσασα την απολίτιστη και βάρβαρη τότε Ευρώπη επί χίλια εκατόν χρόνια ως Ανατολική Ρωμαική Αυτοκρατορία και ακολουθούσα πάντα τον δρόμον των μεγάλων της ιδανικών, έφθασε μέχρι του έτους 1453, οπότε και έπεσε; Έπεσεν υπό τα αδιάκοπα κτυπήματα των αιώνων και της αγνωμοσύνης της τότε Ευρώπης.

Από της μοιραίας εκείνης ημέρας, Τρίτης 29ης Μαΐου 1453, η Ελλάς ολόκληρη, περιέπιπτεν ημιλιπόθυμος εις την αφάνεια και τον απελπισμόν. Από τότε, διεγράφετο από τον κατάλογον των κρατών και εκοιμάτο κάτω από τα ερείπια ενός ενδόξου και λαμπρού παρελθόντος. Από της ζοφεράς εκείνης νύκτας της πτώσεως, άρχισε να απλώνεται επί του Έθνους μας η δουλεία και η δυστυχία και ένα σκοτάδι γεμάτο πόνους και δοκιμασίες να περιβάλλη την αδάμαστη φυλή μας.


Και η άλλοτε ένδοξη και υπερήφανη Ελλάς, η διδάξασα τον κόσμον και διαδώσασα παντού ανα τον κόσμον, τα φώτα της προόδου και του πολιτισμού, περιέπιπτε σε βαθύ σκοτάδι δουλείας.

Η Ελλάς, που κατά το διάστημα της τρισχιλιετούς σταδιοδρομίας της επί της ιστορικής σκηνής, υπήρξε το παγκόσμιον διδακτήριον των αιώνων, ο βωμός της ακτινοβολίας του πνεύματος, από το οποίον εφωτίζετο και εθερμαίνετο ολόκληρος η πνευματική ανθρωπότης ωδηγείτο τώρα, στενάζουσα και καταφρονημένη, προ του κατακτητού. Ωδηγείτο με δεμένας τας χείρας, με πληγωμένους τους πόδας και με σκεπασμένη από καπνούς και στάχτη την κεφαλή της, όπου άλλοτε έφερεν υπερήφανα το διπλούν διάδημα της σοφίας και της τέχνης.

Η Ελλάς, η βασίλισσα του πνευματικού κόσμου, που ανέκαθεν με την πέννα του πνεύματος εις το ένα χέρι της και με το ξίφος της δίκης εις το άλλο, άνοιγε τον πλατύ δρόμο του πολιτισμού και της ελευθερίας, δια να τον παραδώσει εις την υποανάπτυκτη τότε ανθρωπότητα, ωδηγείτο τώρα αιχμάλωτη, φέρουσα επί της κεφαλής της, αντί στεφάνου δόξης και τιμής, τον ακάνθινον του μαρτυρίου στέφανον.

Και χαμηλώνουσα τα λευκά και πληγωμένα φτερά της δόξης της, εις μάτην προσπαθούσε να σκεπάση και προστατεύση τα αγαπημένα τέκνα της, που περιεπλανώντο εδώ κι εκεί, ανά τα σπήλαια των βουνών, τα κύματα των θαλασσών και τας αφιλοξένους αυλάς των ξένων, φέροντα καταφανή επί του μετώπου των, τα ίχνη της δουλείας και της ντροπής.

Μάνα φωνάζει το παιδί και το παιδί η Μάνα. Όμως, δεν έχει η Μάνα πια παιδί και το παιδί γονέους. Τα σκλαβωμένα Ελληνόπουλα, σύροντα τις αλυσίδες της σκλαβιάς των, ατένιζον πάντοτε με ελπιδοφόρο βλέμμα προς την ελευθερία.

Η κατάσταση αυτή της δουλείας, διήρκεσε δυστυχώς περίπου τέσσαρας αιώνας. Η Ελλάς εφαίνετο, ότι είχε πλέον τελείως εξαφανισθή από το πρόσωπον της γής. Εφαίνετο, ότι είχε τελείως καταποντισθή, υπό τα κύματα της Ιστορίας, όπως τόσοι άλλοι λαοί και ότι παρέμενε μόνον, ως μία ιστορική και γεωγραφική έννοια.

Και αυτοί ακόμη, οι αγνώμονες Χριστιανικοί λαοί της Δύσεως, οι φωτισθέντες και εκπολιτισθέντες από τον Ελληνισμόν, ενόμιζον ότι κάτω από τα ερείπια της βασιλίδος των πόλεων, είχε πλέον ταφή δια παντός και ολόκληρος ο Ελληνισμός. Ο Ελληνισμός εκείνος, του οποίου ο πολιτισμός εκυμάτιζεν επί χιλιετίας επί των επάλξεων της ανθρωπότητος, του οποίου το υπέροχο πνεύμα εχώρισε τον κόσμον εις πολιτισμένον και βάρβαρον και είχε στήσει τόσα και τόσα τρόπαια εις τα πεδία του πνεύματος και εις τα τοιαύτα των μαχών.

Πόσον όμως ηπατήθησαν και πόσον επλανήθησαν, διότι δεν αποθνήσκουν εύκολα οι λαοί εκείνοι, τους οποίους εμπνέει και θερμαίνει αιώνων δόξα, παραδόσεις ευγενείς και ιδεώδη μεγάλα. Καταστρέφονται και αποθνήσκουν οι λαοί, που δεν έχουν ιστορίαν και εθνικά ιδανικά. Όχι όμως και οι Έλληνες, που έχουν αποστολήν και διαθήκην ιεράν, γραμμένη με αίμα ηρώων.


Δια τούτο, μέσα εις την ψυχήν των υποδούλων Ελλήνων ο πόθος της ελευθερίας, ποτέ δεν έσβησε, διότι ήτο αυτή δια τον Έλληνα ο αιώνιος και ακατάλυτος νόμος, το θεμελιώδες συστατικόν του πολιτισμού του. Δεν κατόρθωσαν να τον εξαλείψουν ούτε ο χρόνος, ούτε το φρικιαστικό παιδομάζωμα, μα ούτε και το θέαμα των πυρπολουμένων σπιτιών. Αι διηγήσεις, οι θρύλλοι και oι προφητείες συντηρούσαν εις την Ελληνικήν ψυχήν ακοίμητον τον πόθον της ελευθερίας.

«Μη σκιάζεστε στα σκότη» ενθάρρυναν τα Ελληνόπουλα, οι μπροστάρηδες στον μετέπειτα αγώνα, ήρωες, η λευτεριά σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι, της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει».
 
Και νά! Η ιστορική ώρα εσήμανε. Ιδού! Έφθασεν η ευλογημένη εκείνη ημέρα, η 25η Μαρτίου του 1821, που η προνομιούχος του κόσμου φυλή, η ουδέποτε νεκρωθείσα, ανεκαλείτο και πάλιν, από την νεκροφάνειαν εις την ζωήν, από την δουλείαν εις την ελευθερίαν. Και όπως λέγει και ο ποιητής δια την Ελληνικήν ψυχήν:

«Δεν χάνομαι στα τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνω, 
στη ζωή ξαναφαίνομαι και λαούς Ανασταίνω…».
 
Τούτο κι έγινε! Ο Ελληνικός λαός, κληρονόμος και θεματοφύλακας του γνησιωτέρου πνευματικού θησαυρού της ανθρωπότητος, εκαλείτο να αγωνισθή εναντίον μιάς Οθωμανικής Λερναίας Ύδρας, της οποίας η κεφαλή εδροσίζετο εις τον Δούναβιν και οι πόδες της εκαίοντο εις τας αμμώδεις εκτάσεις της Αφρικής.

Ιδού ανέτειλεν η 25η Μαρτίου του 1821, που η φλόγα της ελευθερίας εφούντωσε και εφώτισεν ολόκληρη την Ελλάδα. Παντού αντήχησεν η αθάνατη Ελληνική κραυγή: «Ελευθερία ή Θάνατος!». Και εξηγέρθησαν όλοι οι Έλληνες, εις μίαν υπεράνθρωπη προσπάθεια, οι δούλοι κατά το σώμα, αδούλωτοι όμως κατά την ψυχήν και το φρόνημα δια να δώσουν το παρόν εις το προσκλητήριον της Ιστορίας και να αποτινάξουν τον τουρκικόν ζυγόν. Ήταν ένα «ΟΧΙ άλλο πιά, στη στεριά δεν ζεί το ψάρι, ουτ΄ανθός στην αμμουδιά». Τα αθάνατα Ελληνόπουλα, έχοντα συναίσθηση της βαριάς κληρονομιάς των πολεμούσαν τον κατακτητήν και τα χείλη των εψέλιζαν:

«Ώ γενναίοι του Λεωνίδα, για ξανάλθετε σε μας, τα παιδιά σας θέλ’ ιδήτε πόσο μοιάζουνε με σας!».
 
Και μη νομίσετε ότι, επεδόθησαν εις τον αγώνα των, από απελπισίαν ή παραφροσύνη, έστω κι αν η λογική απέκλειε κάθε πιθανότητα νίκης. Όχι! Οι άνθρωποι αυτοί, είχαν μίαν πρωτοφανή και ακαταμάχητον αυτοπεποίθηση, η οποία εξεχύνετο αυθόρμητα και ανεξάντλητα από τα βάθη της ελληνικής ψυχής. Οι καλλιεργούντες το εύοσμον της ελευθερίας δένδρον αρματωλοί και κλέφτες, σαν αετοί πετούν, με φλογισμένη την καρδιά από της Πατρίδος την ελευθερία, προσπαθούντες να καλύψουν εντός ολίγου το ιστορικόν χάσμα τετρακοσίων ετών.


Σφίγγουν στα χέρια των τα καρυοφύλλια και δημιουργούντες Σαλαμίνες και νέους Μαραθώνες, τολμούν πράγματι το αδιανόητον και εκτελούν το αφάνταστον. Ο ηρωισμός, η θυσία και τα κατορθώματα των συντελεστών του Εθνοσωτηρίου εκείνου πατριωτικού ξεσηκωμού όπως: Του πολέμαρχου Οδυσσέα Ανδρούτσου, ο οποίος μετέβαλλε το πλινθόκτιστο εκείνο Χάνι της Γραβιάς εις φρούριο απόρθητο και παρημπόδισε την εισβολή του Ομέρ Βρυώνη εις Πελοπόννησον. Του οπλαρχηγού Αθανασίου Διάκου, ο οποίος αντέστει ηρωικώς παρά την γέφυρα του Σπερχειού εις Αλαμάνα και ο οποίος πριν θανατωθή κατά τρόπον οικτρόν, εψέλισε το αμίμητον εκείνο:

«Για δες καιρό, που διάλεξε ο Χάρος να με πάρη,
τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά και βγάζ’ η γη χορτάρι…».
 
Του παράτολμου πυρπολητή Κωνσταντίνου Κανάρη, ο οποίος υψώνων πυρίνην ρομφαίαν επί των εχθρικών πλοίων κατηύγαζε τις Ελληνικές θάλασσες και συνεκίνει ολόκληρον την Ευρώπη. Των νεαρών Ιερολοχιτών, οι οποίοι , δια πρώτην φοράν τότε, ελάμβανον το όπλον εις χείρας των, βέβαιοι όμως πως ''θέλει αρετήν και τόλμην η Ελευθερία'', αντέστησαν καρτερικά εις το Δραγατσάνι και εις τον τάφον των οποίων κατόπιν ο ποιητής, εσκόρπισε τα ωραιότερα άνθη της τέχνης του ειπών:

«Ας μη βρέξη ποτέ το σύννεφο
κι ο άνεμος σκληρός, ας μη σκορπίση 
το χώμα το μακάριο που σας σκεπάζει…».

Και τόσων άλλων, δείχνουν το μεγαλείον της Ελληνικής ψυχής και αποτελούν τα ωραιότερα παραδείγματα καθήκοντος προς την πατρίδα. Ουδεμία λοιπόν ιστορία, έχει να επιδείξει τοιαύτα κατορθώματα αυτοθυσίας και ηρωισμού.Και όποιος θέλει να εύρη μεγαλουργήματα εφάμιλλα, πρέπει και πάλιν τας δέλτους της Ελληνικής Ιστορίας να ξεφυλίση. Το περιφρονητικόν «Μολών λαβέ» του Λεωνίδα γίνεται η ηρωική απάντησις του Διάκου εις τα ίδια στενά: 

« Σκυλιά, κι αν με σουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη.
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός και θα πεθάνω!».
 
Και ήδη καιρός να σταματήσωμεν εις το σημείον αυτό και καλούμεθα όπως, Στώμεν Ευλαβώς, Στώμεν μετά θαυμασμού πρό της αιωνίου Ελλάδος, πρό της 25ης Μαρτίου του 1821, ήτις αποτελεί το φωτεινόν μετέωρον της δόξης και της τιμής. Χωρίς τους αγώνας αυτών, θα είχομεν καταποντισθή μέσα εις τας θύελλας και τους κυκλώνας της ιστορίας, όπως τόσοι άλλοι λαοί, οι οποίοι απώλεσαν και γλώσσα και εθνικήν συνείδησιν και ιδίαν εθνική οντότητα.

Χωρίς αυτόν τον ξεσηκωμόν που έκαμαν οι πατέρες μας, πολεμώντας πιστοί εις τας παραδόσεις των Θερμοπύλων, ένας εναντίον εκατό, πεζοί εναντίον καβαλλαρέων, κλεφτουριά εναντίον οργανωμένων στρατών, μπουρλότα εναντίον πολυκρότων ναυαρχίδων, θα είμαστε ακόμη σήμερα υποανάπτυκτοι, ταπεινωμένοι ραγιάδες.

Συνεπώς, αν εμείς υπάρχωμεν σήμερα ως κράτος ελεύθερον και κατέχωμεν θέσιν έντιμον και σεβαστήν εις τον κόσμον, αν αναπνέωμεν τον καθαρόν αέρα της ελευθερίας, απηλλαγμένοι του εφιάλτου της δουλικής υποτελείας και αν βλέπωμεν την κυανόλευκον θροιζομένην από την αύραν της ελευθερίας, το οφείλομεν εις τον ηρωισμόν και την αυτοθυσίαν εκείνων, οι οποίοι δια της θυσίας των καθηγίασαν τον αγώνα, ετόνισαν την ηθική του σημασίαν δια τον Ελληνισμόν, αλλά και την αξία του δια την μετέπειτα πορείαν του Έθνους.


Δι’ αυτόν τον λόγον, αυτήν την τρισμέγιστη ημέρα, πρέπει να θυμόμαστε τους προσφάτους προγόνους μας, με αισθήματα βαθυτάτης ευγνωμοσύνης. Να τους απονέμουμε κάθε δόξα και τιμή και με φανατισμόν να τους επαναλαμβάνουμε σταθερά μίαν υπόσχεση: «δεν θα προδώσουμε την ιστορία τους». 

Ένα μόνον είναι λυπηρόν, που δεν εγεννήθη ακόμη εις την νεωτέραν Ελλάδα ένας ιστορικός, ένας νέος Θουκυδίδης ή ένας Όμηρος δια να αποθανατίση εις αναγλύφους εκφράσεις τα κατορθώματα εκείνων, οι οποίοι ηγωνίσθησαν δια να μας κληροδοτήσουν ό,τι πολυτιμότερον και προσφιλέστερον έχει ο άνθρωπος: «πατρίδαν ελευθέραν», χάριν της οποίας, η υπερτάτη του ανθρώπου θυσία αποτελεί ιερόν χρέος, προς τις ιστορικές και Ελληνορθόδοξες καταβολές μας, τις οποίες πρέπει να σεβόμαστε.

Προς αυτούς λοιπόν, τους πρώτους σημαιοφόρους των ελευθεριών του Ευρωπαικού κόσμου, τους συντελεστάς της ελευθερίας μας, τους ενδόξους προμάχους και ελευθερωτάς της πατρίδος μας, τους οποίους η μοίρα θέλησε να οδηγήση εις την αθανασίαν από την πύλην της ωραιοτέρας θυσίας, ας στρέφωμεν ευλαβώς την φαντασία μας. Άς κλίνωμεν ευλαβώς το γόνυ προ αυτών και τας ιεράς σκιάς των ας τας ραίνωμεν διαρκώς με τα αμάραντα και αθάνατα της ευγνωμοσύνης μας άνθη.

Δόξα λοιπόν, τιμήν και ευγνωμοσύνην εις την μνήμην όλων εκείνων, οι οποίοι συνετέλεσαν εις την ανάσταση και το μεγαλείον του Έθνους μας, οι αγώνες των οποίων τονίζουν έντονα το καθήκον μας να παραμείνουμε πιστοί στις προγονικές μας αρχές και αξίες και να υπερασπισθούμε με πάθος και αυταπάρνηση « τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι » ό,τι εκείνοι με την θυσία των μας παρέδωσαν. Ιδιαίτερα σήμερα, που τα Εθνικά μας θέματα βρίσκονται «επί ξυρού ακμής, οι δε καιροί, ου μενετοί». Τους το υποσχόμεθα και θα αναφωνούμε πάντοτε μετά του ποιητού:

«Χίλιες φορές αθάνατοι, πατέρες Τουρκομάχοι,
Σεις που τον Μάρτη κάματε, μια τέτοια σχόλη ν’άχη!».
 
Τελειώνοντας, ένα ακόμη λόγο έχω να σας πω, δεν έχω άλλον κανένα.

«Μεθύστε με το αθάνατο κρασί του εικοσιένα!».

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΟΤΕΑΣ 
(Υποστράτηγος ε.α.)

Δεν χρειάζεσαι σώσιμο άνθρωπέ μου, μόνο αγάπη

Κανένας φύλακας άγγελος, κολλητός, πολύτιμος συνεργάτης, αδερφός, πατέρας, μάνα, σύντροφος ερωτικός, ή ό,τι άλλο θες δεν θα σε «σώσει» στα δύσκολα όσο κι αν το ζητάς, ή νιώθεις πως έχεις ανάγκη.

Όταν τα ζόρια σκάνε μύτη και είναι μάλιστα χοντρά, ασυναίσθητα ψάχνουμε έναν ώμο ν’ ακουμπήσουμε, ένα χέρι να κρατήσουμε, δυο μάτια να μας κοιτάξουν στοργικά, δυο χείλη να ψελλίσουν «Είμαι εδώ» και να το εννοούν.

Δεν γνωρίζω τελικά κατά πόσο ανάγκη τα έχουμε όλα αυτά, όταν υποσυνείδητα αυτό που ψάχνουμε είναι μια «σανίδα σωτηρίας». Όταν βρισκόμαστε σε θέση συναισθηματικής ευαλωτότητας, το μυαλό παίζει περίεργα παιχνίδια άλλωστε.

Δεν χρειάζεσαι σώσιμο άνθρωπέ μου. Μόνο αγάπη. Αγάπη από εσένα, για σένα. Φροντίδα από εσένα, για σένα. Δύναμη από εσένα, για σένα.

Θα μου πείτε: «Μα καλά, οι άνθρωποι είμαστε όντα κοινωνικά, δεν είναι σημαντικές οι σχέσεις μας με τους άλλους;». Μα ποιος είπε το αντίθετο… Σημαντικές μόνο; Σημαντικότατες!

Απλά τυχαίνει να πιστεύω βαθιά πως η πιο σημαντική σχέση που μπορούμε να αναπτύξουμε ποτέ με κάποιον, η πιο ουσιαστική και η πιο δεμένη είναι με τον εαυτό μας. Τόσο απλά.

Η ιστορία έχει αποδείξει ουκ ολίγες φορές πως στα δύσκολα με δέλτα κεφαλαίο, ξαφνικά όλοι χάνονται, δεν είναι σε φάση, ή απλά δεν αντέχουν, συν ότι ο κάθε ένας από όλους περνάει τα δικά του και λοιπά και λοιπά και λοιπά…

Ναι εντάξει, δε θέλουμε να το παραδεχτούμε. Θέλουμε να αποδείξουμε ότι είμαστε περιτριγυρισμένοι από αγάπη και αληθινούς ανθρώπους στη ζωή μας, πως όλα είναι τέλεια, έχουμε βρει την ιδανική φιλία, τον ιδανικό σύντροφο, την ιδανική δουλειά και πάει λέγοντας.

Η αλήθεια είναι όμως πως αν κοιτάξουμε λίγο πέρα απ’ την επιφάνεια και δούμε την ουσία, καταρρίψουμε το «φαίνεσθαι» και έρθουμε κατά μέτωπο με το «είναι», τότε όλα είναι εμείς. Τα πάντα. Τα όνειρα, οι φόβοι μας, η τρέλα, τα παράξενά μας… η δύναμή μας.

Και ακριβώς για όλα τα παραπάνω, έχω να προτείνω μόνο αυτό: Αγάπη σε όλους, μα πάνω απ’ όλα στον εαυτό μας. Καθόλου εγωιστικό, πολύ ουσιαστικό και βαθιά ειλικρινές.

Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΣΤΗ ΠΝΥΚΑ

Η Ομιλία του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα

«Κατά την 7 Οκτωβρίου ο στρατηγός Θ. Κολοκοτρώνης, σύμβουλος εν ενεργεία, επισκεφθείς το Ελληνικόν Γυμνάσιον της καθέδρας ηκροάσθη μίαν και ημίσειαν ώραν τον πεπαιδευμένον γυμνασιάρχην κ. Γεννάδιον παραδίδοντα. Ενθουσιασθείς και από την παράδοσιν και από την θέαν τοσούτων μαθητών είπε προς τον Γεννάδιον, την οποίαν συνέλαβεν επιθυμίαν του να ομιλήση, ει δυνατόν, και ο ίδιος προς τους νέους μαθητάς. Την πρότασίν του αυτήν απεδέχθη ο κ. Γυμνασιάρχης με την μεγαλυτέραν ευχαρίστησαν και προσδιόρισε την 10ην ώραν της επιούσης ως ημέρας εορτασίμου. Αλλά το πλήθος των μαθητών και η στενότης του Γυμνασίου παρεκίνησε τους διδασκάλους να εξέλθωσιν εις την Πνύκα, ως μέρος ευρύχωρον και μεμακρυσμένον οπωσούν. Την επαύριον, δυο απεσταλμένοι μαθηταί επροσκάλεσαν από της οικίας του τον στρατηγόν Κολοκοτρώνην εις την Πνύκα. Οι κάτοικοι των Αθηνών ηγνόουν μέχρις εκείνης της στιγμής την περίστασιν ταύτην. Μα ή φήμη διεδόθη, συνέρρευσε πλήθος διαφόρων επαγγελμάτων και τάξεων άνθρωποι. Ο δε στρατηγός Κολοκοτρώνης, περιτριγυρισμένος και από τους μαθητάς και από τούτους επί του βήματος της Πνυκός ομίλησε τον ακόλουθον λόγον, του οποίου εγγυώμεθα το ακριβές, καθ' όσον δυνάμεθα να ενθυμηθώμεν»...


Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης απηύθυνε στην Πνύκα, τον πιο κάτω λόγο προς τους νέους του Α΄ Γυμνασίου της Αθήνας:

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΙΩΝ» στις 13 Νοεμβρίου 1838.

Παιδιά μου!

Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ' αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ' αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ' ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.

Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ' απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.

Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. 
 
Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα· διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.

Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.

Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.

Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε!.

Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ' αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Άλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ισως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του. 

 
Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί. Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ' επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.

Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν και το εμπόριο και ή γεωργία και οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα ή παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει. Αλλά διά να αυξήσομεν, χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η όποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου. Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας, δεν είναι προσωρινός, αλλ' η βασιλεία του είναι διαδοχική και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν κι εσείς και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία. Και αυτοί, οι Εβραίοι, οι όποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους.

Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.

Τελειώνω το λόγο μου.

Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων !
Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι !
Ζήτω η Ελληνική Νεολαία !

Τι λένε ιστορία;

Η ιστορία είναι, βέβαια, αρχαιοελληνική λέξη, αλλά δεν έχει  το  ίδιο  νόημα  από  την  αρχαιότητα  έως  σήμερα. Εξάλλου ούτε στην αρχαιότητα συμφωνούσαν όλοι για το περιεχόμενό της. Απέκτησε σιγά-σιγά τις σημασίες που την αποτελούν και οι οποίες ενοποιήθηκαν με διάφορες διαδικασίες.

Ιστορία σήμαινε έρευνα, αλλά και το παρελθόν: την εξύμνηση των κατορθωμάτων, την καταγραφή σε καταλόγους όσων κατά καιρούς θεωρούνταν σημαντικά γεγονότα, αλλά και το πνεύμα μιας δύναμης κοινωνικής ενδελέχειας:
 
«Η Ιστορία θα κρίνει», λέμε. Ταυτόχρονα, άλλες έννοιες μας φέρνουν σε μια λαϊκή χρήση του όρου: «Ιστορία μου, αμαρτία μου», σημαίνει «λάθος μου μεγάλο», κατά το πασίγνωστο λαϊκό άσμα της Ρίτας Σακελλαρίου.
 
«Έχω ιστορίες» σημαίνει πως είμαι μπλεγμένος σε «φασαρίες». Και στις δυο περιπτώσεις η ιστορία εγγράφεται ως κάτι αρνητικό και ενοχλητικό. Στην ευτυ­χία δεν χωράει ιστορία.
Αν οι άνθρωποι ήταν ευτυχισμένοι, οι σελίδες της ιστορίας θα ήταν λευκές.
Μια παρα­δοχή από τον Πλάτωνα και τους ουτοπιστές ώς τον Χέγκελ. Η πιο γνωστή pop χρήση του όρου περιέχεται στη διάκριση μεταξύ ιστορίας και story.
 
Τελικά, μιλώντας για ιστορία, πρέπει να έχουμε στον νου μας όχι έναν ιδεότυπο πώς δει ιστορίαν συγγράφειν,  αλλά ένα σμήνος εννοιών. Αν αναζητούμε μια έννοια η οποία να καλύπτει αυτό το  σμήνος,  θα μπορούσαμε να  πούμε  ότι η ιστορία, ως όρος και έννοια, είναι ένας γλωσσικός και πολιτισμικός δείκτης διαφορετικών τρόπων κατανόησης της κοινωνικής χρονικότητας. Οι τρόποι αυτοί διαφέρουν τόσο ως προς τις διάφορες ιστορικές εποχές, όσο και αναμεταξύ τους.
 
Η  αντίληψη  περί  ιστορίας και η νοηματοδότηση του όρου «ιστορία» εξαρτάται από την ιστορικότητα την οποία παράγει κάθε κουλτούρα. Δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο βλέπει κάθε κοινωνία τον εαυτό της, καθορίζει και το  ιστορικό της βλέμμα-  και αντίστροφα: η κουλτούρα είναι ιστορικά προσδιορισμέ­νη όχι μόνο εξαιτίας της διαμόρφωσής της στον χρόνο,αλλά και διότι οι αντιλήψεις για τον χρόνο αποτελούν ένα υφάδι της κουλτούρας. Αν αποπειραθούμε να δούμε  την  ιστορία  πέραν  των  ευρωπαϊκών  διανοητικών ορίων, θα αντιληφθούμε αφενός τη μεγάλη διαφοροποί­ηση των αντιλήψεων περί ιστορίας, αφετέρου τη σύνδε­σή τους με τις πολιτισμικές πρακτικές.
 
Μπορεί να δοθεί ένας ορισμός;
Ένας από τους ανανεωτές των  ιστορικών σπουδών,  ο Johan Huizinga (Ολλανδία, 1872-1945), επιχείρησε στον μεσοπόλεμο να συζητήσει έναν ορισμό της ιστορίας για τις διαφορετικές μορφές ιστορικής γραφής και συνείδη­σης οι οποίες είναι ανεξάρτητες από το ευρωκεντρικό μοντέλο.
 
 Άσκησε κριτική στους ορισμούς που θεωρώ­ντας την ιστορία επιστήμη, την έβλεπαν ως διαδοχικές φάσεις μιας εξέλιξης: απλή περιγραφή –  διδακτική ιστορία –  γενετικο-εξελικτική επιστήμη. Είναι σαφές ότι το σχήμα αυτό δεν κάλυπτε τις μορφές που πήρε η ιστορία σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Καθώς η ιστορία αποδί­δει ορισμένες πλευρές του παρελθόντος μέσα από ιδιαίτερες μορφές αναπαράστασης, αυτές εξαρτώνται από τους αντιληπτικούς τρόπους τους οποίους έχει αναπτύ­ξει κάθε πολιτισμός.
 
Επομένως, οι μορφές κατανόησης δεν είναι κοινές για όλους·  εξαρτώνται από τις πολιτι­σμικές διαφορές. Αυτό σημαίνει πως οι πολιτισμοί δεν είναι το αντικείμενο,  αλλά το υποκείμενο γραφής της ιστορίας. Αυτό ισχύει και για τις επί μέρους πολιτισμι­κές ομάδες. Κάθε πολιτισμός έχει το παρελθόν που του αξίζει, γι’ αυτό και οι πολιτισμοί αναπτύσσουν ιδιαίτερες μορφές  αναπαράστασης του  παρελθόντος.  Και  αντίστροφα, κάθε παρελθόν μπορεί να αποτελέσει ιστορικό παρελθόν αν έχει νόημα για κάποιο πολιτισμό. Αν υπάρχει  μια  ιδιαιτερότητα του  σύγχρονου  δυτικού  πολιτισμού είναι ότι θεωρεί ως παρελθόν του όχι ένα ιδιαίτερο παρελθόν, αλλά το παρελθόν του κόσμου· ότι έχει αναπτύξει  μια  παγκόσμια  ιστορία.
 
Ο  Huizinga  κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η ιστορία είναι μια διανοητική πρα­κτική με την οποία μια κοινωνία κάνει απολογισμό του παρελθόντος.  Ο ορισμός αυτός καλύπτει σίγουρα δια­φορετικές εποχές και ταυτόχρονα τις ανάγκες για αυθεντικότητα και αξιοπιστία της γνώσης.
 
Το ζήτημα, όμως, είναι να δούμε τι ενδιαφέρει κάθε πολιτισμό ως προς την ιστορία.  Γιατί αν κάθε πολιτισμός δημιουργεί μια δική του διανοητική μορφή αντίληψης του παρελθόντος, τότε θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η κριτική επιστημονική μέθοδος είναι όχι μια γενική, όχι η τελική, αλλά μια μορ­φή σκέψης για το παρελθόν που έχει αναπτύξει ο σημε­ρινός πολιτισμός. Είναι μια διανοητική μορφή ανάμεσα στις άλλες. Αλλά είναι και η μορφή, διαμέσου της οποίας βλέπουμε  τις  άλλες.  Ωστόσο,  στην  προσέγγιση  του Ολλανδού ιστορικού υπάρχουν δύο αδύνατα σημεία. Το πρώτο αφορά τον ιστορικό χρόνο.
 
Η διάκριση παρελθόντος-παρόντος είναι αποτέλεσμα μιας πολιτισμικής επε­ξεργασίας η οποία είναι διαφορετική σε κάθε κουλτού­ρα.  Υπάρχουν μορφές ιστορίας που αφορούν την εξερεύνηση όχι μόνο του παρελθόντος αλλά και του μέλλοντος. Κι αν λογαριάσουμε τη σύγχρονη ιστοριογραφία που καταπιάνεται με σύνθετους τρόπους αντίληψης του χρόνου, τότε καταλήγουμε ότι συνδέεται με τον ιστορι­κό χρόνο και όχι με μία μόνο διάστασή του, την παρελθούσα. Το δεύτερο σημείο αφορά το αν η ιστορία περιο­ρίζεται στο να είναι απλώς και μόνο ένας τρόπος αντί­ληψης του παρελθόντος.
 
Γιατί η ιστορία έχει συγκεκρι­μένη πολιτισμική σημασία και ιδιαίτερο νόημα για κάθε κοινωνία. Από αυτό το νόημα εξαρτάται το περιεχόμε­νό της.  Η  ιστορία, δηλαδή, δεν παράγεται απλώς από την κουλτούρα μιας κοινωνίας ή μιας εποχής· είναι συ­στατικό μέρος της, αλλά μπορεί να κάθεται σε θρόνο ή σε σκαμνάκι.  Το περιεχόμενο και οι τρόποι που το εκφράζει, εξαρτώνται από αυτή τη θέση.

Οι μεγάλες επαναστάσεις πριν την Επανάσταση του 1821

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 ήταν η απαρχή του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Οι υποδουλωμένοι για 400 χρόνια Έλληνες είχαν πάρει τα όπλα στα χέρια και αποφάσισαν πως δεν θα ζουν πλέον κάτω από τον οθωμανικό ζυγό.

Κάθε χρόνο την 25η Μαρτίου γιορτάζουμε την αρχή της επανάστασης που είχε σαν αποτέλεσμα σήμερα να ζούμε ελεύθεροι. Για την ιστορία, η ελληνική επανάσταση κηρύχτηκε την 21η Φεβρουαρίου 1821 στο Γαλάτσι από το Δημήτριο Αργυρόπουλο, ωστόσο καθιερώθηκε με βασιλικό διάταγμα να γιορτάζετε κάθε χρόνο την 25η Μαρτίου.

Για να φθάσουν όμως οι υποδουλωμένοι να εξεγερθούν κατά των Οθωμανών, προηγήθηκαν πολλές άλλες επαναστάσεις. Υπολογίζεται ότι είχαν δημιουργήσει 16 επαναστατικά κινήματα και είχαν εξεγερθεί 124 φορές!

Δείτε τις προσπάθειες των Ελλήνων να απελευθερωθούν από τον τουρκικό ζυγό και απέτυχαν, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στην Ελληνική Επανάσταση του 1770, ή αλλιώς «Ορλωφικά», τότε που η Ρωσία για να πετύχει τους σκοπούς της έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην εξέγερση, η οποία απέτυχε και «πνίγηκε» στο αίμα.

Οι μεγάλες βλέψεις 
Η Ρωσία από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου (1689-1725) καθίσταται ως μια ισχυρή ευρωπαϊκή δύναμη η οποία αποτελεί τον κύριο αντίπαλο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σκοπός της αυτοκρατορίας ήταν η ανάπτυξη που θα επιτυγχάνονταν με τον έλεγχο της Μαύρης Θάλασσας και κατά συνέπεια την πρόσβαση στους πολυπόθητους για τη Ρωσία εμπορικούς δρόμους του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.
Οι βλέψεις της Ρωσίας για τον έλεγχο του εμπορίου παρέμεναν επί σειρά ετών, με την ένταση ολοένα και να αυξάνεται μεταξύ της ίδιας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Συχνά οι δύο χώρες οδηγούνταν σε συγκρούσεις οι οποίες εν τέλει δεν άλλαξαν εκείνη την εποχή τον χάρτη της περιοχής.
Τα αποτελέσματα δεν ικανοποιούσαν την τσαρική Ρωσία. Η ένταση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία αυξήθηκε στα χρόνια της (Μεγάλης) Αικατερίνης Β’ (1762-1796). Η Αικατερίνη Β’ με τις… μεγάλες βλέψεις αποφάσισε να δώσει σάρκα και οστά στο σχέδιο των προκατόχων της και αρχικά διέταξε τη δημιουργία ρωσικού στόλου ο οποίος θα είχε δυναμική παρουσία στο Αιγαίο. Όμως ο καλύτερος τρόπος για να «χτυπήσεις» τον εχθρό σου είναι από «μέσα». Γι αυτό το λόγο έπρεπε να συμμετάσχουν και οι Έλληνες….

Ο εχθρός του εχθρού είναι φίλος 
Μέρος του ρωσικού σχεδίου δράσης ήταν η εξέγερση των ορθοδόξων χριστιανικών πληθυσμών της βαλκανικής χερσονήσου, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου. Στους ορθόδοξους πληθυσμούς συγκαταλέγονταν οι Έλληνες της Ρούμελης, της Πελοποννήσου και των νησιών του Αιγαίου. Η Ρωσία ήταν τότε η «προστάτιδα» των ορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή είχε πάρει και επισήμως στα μάτια του κόσμου αυτό το ρόλο), με αποτέλεσμα να την εμπιστεύονται οι υποδουλωμένοι και ταυτόχρονα ορθόδοξοι κάτοικοι των Βαλκανίων.

Το σχέδιο των Ορλώφ, ο ενθουσιασμός των Καλαματιανών και οι όροι των Μανιατών
Οι ευνοούμενοι συνεργάτες της Μεγάλης Αικατερίνης, αδερφοί Γκριγκόρι, Αλεξέι και Φιοντόρ Ορλώφ την έπεισαν για το σχέδιο που είχαν εκπονήσει και προέβλεπε την επέμβαση των ρωσικών ναυτικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Πριν αρχίσουν οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα, οι αδερφοί Ορλώφ εγκαταστάθηκαν κρυφά στη Βενετία και είχαν επαφές με Έλληνες που ζούσαν στην πόλη και πράκτορες τους που πήγαιναν στην κατεχόμενη τότε Ελλάδα.
Κύριοι συνεργάτες των Ορλώφ στην Ελλάδα ήταν οι: Γεώργιος Παπαζώλης, Εμμανουήλ Σάρρος, αρχιμανδρίτης Αδαμόπουλος. Ο Παπαζώλης σε επαφές που έκανε στην Πελοπόννησο βρήκε ανταπόκριση για την επανάσταση, εκτός από τη Μάνη που αρχικά τον αντιμετώπισαν με δυσπιστία.
Ο Γεώργιος Παπαζώλης κατευθύνθηκε στην Καλαμάτα όπου και αντιμετωπίστηκε με μεγάλο ενθουσιασμό η εκδοχή μιας επανάστασης για την ελευθερία. Με τον πλούσιο γαιοκτήμονα της περιοχής και έμπορο, Παναγιώτη Μπενάκη, συγκεντρώθηκαν στον πύργο-σπίτι του μαζί με τους προύχοντες και τους κληρικούς.
Με τον ενθουσιασμό να είναι μεγάλος, όλοι υπέγραψαν έγγραφο στο οποίο προβλεπόταν πως μόλις εμφανίζονταν τα ρωσικά πλοία στον Μοριά, θα εξεγείρονταν πάνω από 100.000 Έλληνες. Ακολούθησε και η υπόσχεση των Μανιατών υπό έναν όρο: θα βοηθούσαν μόνο αν οι ρωσικές δυνάμεις ήταν κάτω από 10.000 άνδρες.
Ακολούθησαν οι επαφές των Ορλώφ με τον γόνο γνωστής ηπειρωτικής οικογένειας που κατοικούσε στη Βενετία, Πάνο Μαρουτσή. Ο Μαρουτσής τους παρείχε πολύτιμη βοήθεια αναφορικά με τις δυνάμεις των Τούρκων στην Ελλάδα ενώ τους παρείχε σημαντικές στρατιωτικές πληροφορίες και τους εφοδίασε με χάρτες. Ορλώφ και Μαρουτσής κατέστρωναν σχέδια και στρατολογούσαν εθελοντές. Αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Βενετία και να καταλήξουν στο δουκάτο της Τοσκάνης αφού το σχέδιο τους είχαν ανακαλύψει οι τοπικές αρχές.

Επιχείρηση εξέγερση 
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1768 ξεκίνησε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος. Ήταν η τέλεια ευκαιρία για την Μεγάλη Αικατερίνη να εξεγείρει τους χριστιανούς των Βαλκανίων δίνοντας στον ρωσοτουρκικό πόλεμο χαρακτηριστικά σταυροφορίας κατά του ισλαμισμού.
Ο ενθουσιασμός των Ελλήνων τότε ήταν ιδιαίτερα μεγάλος. Προϋπάρχοντα ρόλο έπαιζαν οι κληρικοί όλων των βαθμίδων που διέδιδαν τις προφητείες για την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και προμήθευαν τους εξεγερμένους με πολεμοφόδια. Οι πράκτορες της Μεγάλης Αικατερίνης έπαιξαν ρόλο στην ανάταση του ηθικού των Ελλήνων.
Παράλληλα, στην Πελοπόννησο αποθηκεύονταν τρόφιμα και προμήθειες με τη βοήθεια επιφανών προσώπων με οικονομική άνεση (Ηλεία-Ζαΐμης, Μπενάκης, Μάνη-Μαυρομιχάλης).
Δυστυχώς κάποιες από τις οικογένειες που συμμετείχαν στην εκστρατεία για τη συγκέντρωση πολεμοφοδίων και μισθοφόρων, συνεργάζονταν με τους Τούρκους με αποτέλεσμα να μαθευτεί το σχέδιο για επανάσταση.

Οι υποδουλωμένοι Έλληνες και το ξανθό γένος 
Σημαντικό ρόλο στην επανάσταση έπαιξε η συναισθηματική φόρτιση των χριστιανών εκείνη την εποχή που εξευτελίζονταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τότε ήταν εμφανής η στροφή του ελληνισμού προς τη Ρωσία που θεωρούνταν ως πιο φιλική πολιτισμικά από τους Τούρκους.
Παράδειγμα της στροφής των Ελλήνων προς τη Ρωσία ήταν η μεγάλη απήχηση των «χρησμών» του Αγαθάγγελου που αναφερόταν στο «ξανθό γένος» που έμελλε να ελευθερώσει τους υπόδουλους Έλληνες από τον οθωμανικό ζυγό. Εξ άλλου, από το 1753 ο ευεργέτης Ιωάννης Πρίγκος που ζούσε τότε στο Άμστερνταμ αποκαλούσε τη Ρωσία «κοινή των ορθοδόξων μητέρα και μόνη ελπίδα και καταφυγή του δυστυχούς μας γένους».

17 Φεβρουαρίου 1770
Στα τέλη του Ιουλίου 1769 άρχισε η αποστολή της πρώτης ρωσικής ναυτικής μοίρας στο Αιγαίο, με διοικητή τον ναύαρχο Γκριγκόρι Σπιρίντοφ και τον Άγγλο αξιωματικό Γκρέιγ. Χρέη τοποτηρητή του στόλου είχε ο Μυκονιάτης πλοίαρχος Αντώνιος Ψαρός.
Λίγο αργότερα ξεκίνησε από τη Βαλτική δεύτερη ρωσική μοίρα, με διοικητή τον Σκοτσέζο Έλφινστον και, στις αρχές Ιουνίου, αναχώρησε για το Αιγαίο και τρίτη ρωσική δύναμη, με διοικητή τον Δανό υποναύαρχο Αρφ. Ο Φιόντορ Ορλώφ έσπευσε να συναντήσει το μεγαλύτερο τμήμα του ρωσικού στόλου στην Μαόν της Μινόρκας, απέσπασε ένα πολεμικό και με τρία ακόμη πλοία, τα οποία είχε εξοπλίσει στο Λιβόρνο, έφτασε στις 17 Φεβρουαρίου 1770 στο Οίτυλο της Μάνης και κήρυξε την επανάσταση.
Οι επαναστάτες συγκρότησαν αμέσως δύο λεγεώνες (συνολικά περίπου 1.450 άνδρες) και την 1 Μαρτίου άρχισε η πολιορκία της Κορώνης. Παράλληλα επαναστατική δύναμη Μανιατών και Ρώσων κυρίευσε τον Μυστρά, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ο πρώτος πυρήνας ελληνικής κυβέρνησης με επικεφαλής τον Αντώνιο Ψαρρό.
Ο Μυστράς έπαιξε καταλυτικό ρόλο καθώς προκάλεσε την επανάσταση και σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου.  Οι κάτοικοι της Κορινθίας, της Αργολίδας, της Κυπαρισσίας και της Αχαίας αποφάσισαν να εξεγερθούν ενάντια στον τουρκικό ζυγό. Ακολούθησαν και άλλες περιοχές: Κρήτη, Ήπειρος, Μεσολόγγι.
Δυστυχώς οι επιχειρήσεις για την απελευθέρωση εξελίχτηκαν γρήγορα σε άγριες λεηλασίες και σφαγές αμάχων.
Η τελική αναμέτρηση των επαναστατών με τους Οθωμανούς έγινε στην Τριπολιτσά στις 29 Μαρτίου του 1770. Τα ελληνικά στρατεύματα καταστράφηκαν, ιδιαιτέρως από το μένος των Τουρκαλβανών που επιδόθηκαν σε φοβερές σφαγές και λεηλασίες.
Την αποτυχία της Τριπολιτσάς αντιστάθμισε για λίγο η κατάληψη του Ναυαρίνου από τους Ρώσους στις 10 Απριλίου και η άφιξη του Αλεξέι Ορλώφ.
Όμως η αποτυχία των επαναστατών στο στενό του Ριζόμυλου, στον Μελίπυργο και κυρίως στην Μεθώνη οδήγησε σε άδοξο τέλος την επιχείρηση των Ορλώφ και των Ελλήνων της Πελοποννήσου…
Πως η Ρωσία κατάφερε τελικά να παίξει ρόλο χωρίς να βγει στην Ανατολική Μεσόγειο
Μετά το τέλος του ρωσοτουρκικού πολέμου το 1774, υπογράφτηκε μεταξύ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Ρωσίας η Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή. Η συμφωνία ήρθε μετά από την πρόταση για ειρήνη από τους Οθωμανούς που είχαν χάσει έδαφος εξαιτίας του πολέμου. Η Ρωσία της Μεγάλης Αικατερίνης δέχτηκε και επέβαλε όρους στη Συνθήκη οι οποίοι της έδιναν τη διπλωματική βάση για να παρέμβει στα εσωτερικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή έπαιξε σημαντικό ρόλο και στη ζωή των Ελλήνων. Μετά την υπογραφή της πολλοί αποφάσισαν να εγκατασταθούν στη Ρωσία, ιδρύοντας οικισμούς σε εκτάσεις που είχε παραχωρήσει η ίδια η Μεγάλη Αικατερίνη σε Έλληνες.
Το σημαντικότερο άρθρο της Συνθήκης για τους Έλληνες ήταν το 7ο κατά το οποίο: «Η Πύλη υπόσχεται να παρέχει συνεχή προστασία στη Χριστιανική Θρησκεία και τις εκκλησίες αυτής».

Αν σκοτωθούν οι Έλληνες, ποιος θα πληρώνει το χαράτσι; 
Μόλις αποχώρησαν οι Ρώσοι, τα μέλη της οθωμανικής κυβέρνησης ήταν εξοργισμένα με την επανάσταση και προτάθηκε η σφαγή όλων των Ελλήνων, ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου. Όλοι συμφώνησαν εκτός από τον αρχιναύαρχο Χασάν Τζεζαϊρλή, ο οποίος κατόρθωσε τελικά να επιβάλει την άποψή του με το απίστευτο επιχείρημα «εάν φονευθώσιν όλοι οι Έλληνες, ποίος θα πληρώνη το χαράτσι;»

«Ερήμωσε η Πελοπόννησος από την αλβανική πανώλη»
Μετά την επανάσταση οι συνθήκες στην Πελοπόννησο ήταν δραματικές. Οι Οθωμανοί είχαν διατάξει τους Αλβανούς να καταστείλουν τους Έλληνες. Για εννέα συνεχόμενα χρόνια λεηλατούσαν την χερσόνησο, έκαιγαν, έσφαζαν, εξανδραπόδιζαν και πουλούσαν τους κατοίκους. Οι κάτοικοι της Βοστίτσας (Αιγίου) σφάχτηκαν όλοι, οι Σπέτσες ερημώθηκαν. Όταν δεν έβρισκαν πρόχειρη λεία ανάγκαζαν οι Αλβανοί τους Πελοποννήσιους να υπογράψουν χρεωστικές ομολογίες και πολλοί είχαν τέτοιες στα χέρια τους για πεντακόσιες ή εξακόσιες χιλιάδες γρόσια. Άλλοι πωλούνταν ως δούλοι.
Έλληνες πουλήθηκαν στην Αφρική και σε Τούρκους της Ρούμελης. Όσοι κατάφεραν να γλυτώσουν κρύφτηκαν στα βουνά ή κατέφυγαν στα Επτάνησα.
Όπως αναφέρει ο Σάθας «Τα πάντα είχεν αφανίσει η Αλβανική πανώλης. Εκεί ένθα προ ολίγου υπήρχον πόλεις και κώμαι πολύανδροι και ευδαίμονες, ήδη έβλεπέ τις θανάτου ερήμωσιν, και πυριφλεγή ερείπια. Η Πελοπόννησος πάσα είχε σχεδόν απογυμνωθή κατοίκων».
Η οθωμανική κυβέρνηση είχε διατάξει επανηλλειμένως τους Αλβανούς να αποχωρήσουν όμως εκείνοι αψηφούσαν τα διατάγματα των σουλτάνου και έφθασαν στο σημείο να επιτίθονται σε Τούρκους και να ζητούν μισθούς και φόρους. Εν τέλει ο σουλτάνος αποφάσισε την εξόντωσή τους και την ανέθεσε στον Χασάν Τζεζαϊρλή. Οι Αλβανοί διεμύνησαν πως δεν θα αποχωρήσουν αν οι Πελοποννήσιοι δεν τους… πληρώσουν και ο σουλτάνος έστειλε δύο νομομαθείς προκειμένου να διαπιστώσουν αν ισχύουν οι αξιώσεις τους. Δεν εξέδωσαν απόφαση αλλά ο Τζεζαϊρλή διατάχθηκε να προχωρήσει.

Κλέφτες του Μοριά και Οθωμανοί εναντίον Αλβανών 
Ο στόλος του Χασάν έφτασε στην Αργολίδα και οι δυνάμεις του στρατοπέδευσαν στο Άργος. Η κύρια δύναμη των Αλβανών από δέκα χιλιάδες άντρες ήταν οχυρωμένη στην Τριπολιτσά. Στις 10 Ιουλίου 1779 ο Χασάν, ύστερα από νυκτερινή πορεία, εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά μπροστά τους.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αναφέρει ότι η δύναμη του Χασάν ήταν έξι χιλιάδες άντρες και τρεις χιλιάδες Κλέφτες του Μοριά που ενώθηκαν μαζί του ύστερα από «μπουγιουρντί (προσκυνοχάρτι)» που τους έστειλε ο αρχιναύαρχος για «να ευρή ο ραγιάς το δίκηό του». Ο πατέρας του Θεόδωρου, ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης, απέφυγε να δηλώσει υποταγή στον Χασάν, κατέλαβε όμως με χίλιους άντρες τα στενά των Τρικόρφων, δυτικά της Τριπολιτσάς, για να εμποδίσει την υποχώρηση των Αλβανών. Ο Χασάν έστειλε τότε στον Κολοκοτρώνη μήνυμα «να πάγη σε δαύτονε διά να τον προσκυνήση» αλλά αυτός προφασίστηκε την κρισιμότητα των περιστάσεων και ο αρχιναύαρχος τον πίστεψε (ή έκανε πως τον πίστεψε) και του έστειλε μάλιστα και δώρα!
Ο Χασάν επιτέθηκε αμέσως στους Αλβανούς οι οποίοι αμύνθηκαν λυσσωδώς αλλά τελικά τράπηκαν σε φυγή και κατασφάχτηκαν.
Μετά την νίκη του ο Χασάν διέταξε ν’ ανεγερθεί μπροστά από την ανατολική πλευρά της Τριπολιτσάς «πυραμίς εκ τεσσάρων χιλιάδων κεφαλών προσκεκολλημένων δι’ άμμου και ασβέστου» με επιγραφή που απειλούσε με θάνατο αυτόν που θα τολμούσε να την γκρεμίσει.
Ύστερα ο Χασάν άρχισε τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και σύντομα η Πελοπόννησος απαλλάχτηκε οριστικά από τους Αλβανούς.

Επαναστάσεις πριν το 1821
Τα Ορλωφικά ήταν η μεγαλύτερη και η πιο πολύνεκρη επανάσταση πριν το 1821. Είχαν προηγηθεί όμως και άλλες. Ιδού οι κυριότερες:
1463: Δέκα χρόνια μόνο μετά την άλωση της Πόλης, σημειώνεται επαναστατικό κίνημα σε Σπάρτη, Λακεδαίμονα και Αρκαδία με επικεφαλής τους Πέτρο Μπούα και Μιχαήλ Ράλλη.
1481: Ο Κροκόδειλος Κλαδάς και οι Μανιάτες αγωνιστές επαναστάτησαν. Έφτασαν ως την Ήπειρο κι απελευθέρωσαν την περιοχή της Χιμάρας. Αβοήθητος από τη Δύση, που τον είχε ενθαρρύνει, ο Κλαδάς αιχμαλωτίστηκε, εννέα χρόνια αργότερα, και γδάρθηκε ζωντανός.
1489: Ο τελευταίος του βυζαντινού οίκου, Ανδρέας Παλαιολόγος, με σύμμαχο τον Κάρολο Η’ της Γαλλίας απελευθέρωσε την Ήπειρο και μεγάλο μέρος της Θεσσαλίας. Το κίνημα ήταν μεγάλο με τους Τούρκους να υποχωρούν. Όμως τα χριστιανικά κράτη συμμάχησαν κατά του Καρόλου με αποτέλεσμα να γυρίσει στη Γαλλία. Ο Παλαιολόγος έμεινε χωρίς συμμάχους και η επανάσταση «πνίγηκε» στο αίμα με τους Έλληνες να σφάζονται ανηλεώς μέχρι το 1496.
1532: Επανάσταση σε Κορώνη και Πάτρα με αρχηγούς τον Νικόλαο Μαμωνά-Παλαιολόγο, τον Μιχαήλ Καλόφωνο και άλλους.
1565: Πνίγεται στο αίμα ο ξεσηκωμός στην Ήπειρο, με αιτία το παιδομάζωμα.
1571: Η ναυμαχία της Ναυπάκτου, το 1571 με την καταστροφή του τουρκικού στόλου, έδωσε νέες ελπίδες. Η συμμαχία Ενετών, Ισπανών και πάπα ώθησε σε νέα επανάσταση. Οι ξεσηκωμένοι εγκαταλείφθηκαν για μια ακόμη φορά. Ακολούθησαν σφαγές στην Παρνασσίδα, στη Θεσσαλονίκη, στο Αιγαίο. Οι μητροπολίτες Πατρών και Θεσσαλονίκης κάηκαν ζωντανοί.

Η Ναυμαχία της Ναυπάκτου σε απεικόνιση του 1574
1585: Οι αρματολοί της Βόνιτσας Θόδωρος Μπούας Γρίβας και της Ηπείρου Πούλιος, Δράκος και Μαλάμος ελευθέρωσαν Βόνιτσα, Ξηρόμερο, Άρτα και βάδισαν για τα Γιάννενα. Νικήθηκαν, όμως, και οι πολλοί σκοτώθηκαν. Ο Μπούας έφυγε στην Ιθάκη, όπου πέθανε υποκύπτοντας στα τραύματά του.
1612: Επανάσταση στα Γιάννενα από τον ηρωικό Δεσπότη Τρίκκης Διονύσιο τον «Σκυλόσοφο». Η επανάσταση των χωρικών απέτυχε και ο Δεσπότης γδάρθηκε ζωντανός από τους Τούρκους.
1684: Οι Έλληνες ξεσηκώνονται στο πλευρό των Ενετών και ελευθερώνουν τον Μωριά. Η ελευθερία αυτή θα κρατήσει μέχρι το 1715.
1778-1793: Ο «πειρατής» Λάμπρος Κατσώνης κυριαρχεί στο Αιγαίο και προξενεί στον τουρκικό στόλο τεράστιες καταστροφές.