Ο θρήνος της Ηλέκτρας
Η Ηλέκτρα συγκαταλέγεται από αρκετούς μελετητές στα όψιμα έργα του Σοφοκλή, αν και μια πρωιμότερη χρονολόγηση είναι εξίσου πιθανή. Στο συγκεκριμένο έργο δραματοποιείται το επεισόδιο του μύθου των Ατρειδών που αφορά στην εκδίκηση του Ορέστη για τον φόνο του Αγαμέμνονα, που διέπραξαν η Κλυταιμήστρα και ο Αίγισθος. Είναι το ίδιο θέμα που πραγματεύεται ο Αισχύλος στις Χοηφόρες και ο Ευριπίδης στην δική του Ηλέκτρα,η δραματουργική όμως επεξεργασία του παραδοσιακού αυτού υλικού από τον Σοφοκλή παρουσιάζει σημαντικές διαφορές. Συγκεκριμένα, στη σοφόκλεια εκδοχή η πράξη της εκδίκησης είναι συνειδητή επιλογή του ήρωα και δεν επιβάλλεται, συμπίπτει απλώς με τον χρησμό του Απόλλωνα· επιπλέον δεν απορρέει από τον κύκλο ενοχής και τιμωρίας που ως προγονική κατάρα περνά από γενιά σε γενιά, ενώ ο προβληματισμός για τη μητροκτονία αποτελεί δευτερεύον θέμα. Στο έργο αυτό ο Σοφοκλής τοποθετεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του τη μορφή της Ηλέκτρας και τα ακραία συναισθήματά της: το πάθος της εκδίκησης από το οποίο δονείται, την οδύνη για τον άδικο θάνατο του πατέρα και τη στέρηση του Ορέστη, αλλά και τη λύτρωση που έρχεται στο τέλος με την αποκατάσταση της τάξης στον οίκο των Ατρειδών.
Το έργο αρχίζει με την άφιξη στο παλάτι των Μυκηνών του Ορέστη, του Πυλάδη και του γέροντα Παιδαγωγού. Ο Ορέστης αναφέρεται στον χρησμό του Απόλλωνα και ανακοινώνει το σχέδιό του για την πραγματοποίηση της εκδίκησης. Εν συνεχεία, ενώ οι τρεις άνδρες εγκαταλείπουν τη σκηνή για να προσφέρουν χοές στον τάφο τον Αγαμέμνονα, εμφανίζεται η Ηλέκτρα η οποία θα παραμείνει στο εξής στη σκηνή σχεδόν αδιαλείπτως. Η θρηνητική μονωδία που εκτελεί σε λυρικούς αναπαίστους (οι ανθολογούμενοι εδώ στ. 86-120) αποσκοπεί στην παρουσίαση της δραματικής κατάστασης της ηρωίδας. Ο ατελεύτητος θρήνος, η ζωντανή ανάμνηση του φόνου, τραυματικές εικόνες από την άνομη σχέση Κλυταιμήστρας-Αίγισθου, ο πόθος για εκδίκηση που ενσαρκώνει η επιστροφή του Ορέστη, είναι τα θέματα που θίγονται. Η μονωδία κλείνει με την επίκληση των χθονίων θεοτήτων να έρθουν αρωγοί στο έργο της εκδίκησης.
Ἠλέκτρα 86-120
καὶ γῆς ἰσόμοιρ᾽ ἀήρ, ὥς μοι
πολλὰς μὲν θρήνων ᾠδάς,
πολλὰς δ᾽ ἀντήρεις ᾔσθου
90 στέρνων πλαγὰς αἱμασσομένων,
ὁπόταν δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ·
τὰ δὲ παννυχίδων κήδη στυγεραὶ
ξυνίσασ᾽ εὐναὶ μογερῶν οἴκων,
ὅσα τὸν δύστηνον ἐμὸν θρηνῶ
95 πατέρ᾽, ὃν κατὰ μὲν βάρβαρον αἶαν
φοίνιος Ἄρης οὐκ ἐξένισεν,
μήτηρ δ᾽ ἡμὴ χὠ κοινολεχὴς
Αἴγισθος, ὅπως δρῦν ὑλοτόμοι
σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει.
100 κοὐδεὶς τούτων οἶκτος ἀπ᾽ ἄλλης
ἢ ᾽μοῦ φέρεται, σοῦ, πάτερ, οὕτως
αἰκῶς οἰκτρῶς τε θανόντος.
ἀλλ᾽ οὐ μὲν δὴ
λήξω θρήνων στυγερῶν τε γόων,
105 ἔστ᾽ ἂν παμφεγγεῖς ἄστρων
ῥιπάς, λεύσσω δὲ τόδ᾽ ἦμαρ,
μὴ οὐ τεκνολέτειρ᾽ ὥς τις ἀηδὼν
ἐπὶ κωκυτῷ τῶνδε πατρῴων
πρὸ θυρῶν ἠχὼ πᾶσι προφωνεῖν.
110 ὦ δῶμ᾽ Ἀίδου καὶ Περσεφόνης,
ὦ χθόνι᾽ Ἑρμῆ καὶ πότνι᾽ Ἀρά,
σεμναί τε θεῶν παῖδες Ἐρινύες,
αἳ τοὺς ἀδίκως θνῄσκοντας ὁρᾶθ᾽,
αἳ τοὺς εὐνὰς ὑποκλεπτομένους,
115 ἔλθετ᾽, ἀρήξατε, τείσασθε πατρὸς
φόνον ἡμετέρου,
καί μοι τὸν ἐμὸν πέμψατ᾽ ἀδελφόν.
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ
120 λύπης ἀντίρροπον ἄχθος.
***
κι αγέρα, της γης αδελφέ,
πόσες ακούς θρήνων κραυγές,
πόσες ακούς βροντερές χτυπιές
στέρνων καταματωμένων, κάθε φορά90
που η ζοφερή νύχτα στερεύει.
Όσο για τα νυχτέρια μου, το μισερό
το ξέρει στρώμα του θλιβερού σπιτιού
πόσο θρηνώ για το δυστυχισμένο
τον πατέρα μου που σε βάρβαρη γη95
δεν του χάρισε θάνατο ο Άρης,
η μάνα μου όμως κι ο εραστής ο Αίγισθος,
καθώς οι ξυλοκόποι πελεκούν βελανιδιά,
με φονικό τσεκούρι το κεφάλι τού σκίζουν.
Κι άλλος από μένα κανένας100
δε σε πόνεσε, πατέρα, που τέτοιο
φριχτό, πικρό θάνατο βρήκες.
Μα ποτέ δε θα πάψω να θρηνώ,
να βογγώ γοερά,
όσο θα βλέπω των άστρων το φέγγος105
να τρέμει κι όσο της μέρας το φως·
να σκούζω σαν αηδόνα1 που τα παιδιά της έχασε
και στα πατρικά πεζούλια ο λάλος
να πηγαινοφέρνει τον αντίλαλο.
Της Περσεφόνης και του Χάρου κατοικιά,110
του Κάτω Κόσμου Ερμή, Αρά-κατάρα,2
κόρες θεών, Ερινύες σεμνές3
που βλέπετε τους αδικοχαμένους,
αλλά κι όσους τρυπώνουν σε κρεβάτια ξένα,4
ελάτε, συντρέχτε, πληρώστε του δικού μου115
πατέρα το φόνο
και στείλτε μου τον αδερφό·
γιατί μόνη μου πια δεν μπορώ, δε βαστάω
το βαρύ τ᾽ αντιζύγι της λύπης.
--------------
Το έργο αρχίζει με την άφιξη στο παλάτι των Μυκηνών του Ορέστη, του Πυλάδη και του γέροντα Παιδαγωγού. Ο Ορέστης αναφέρεται στον χρησμό του Απόλλωνα και ανακοινώνει το σχέδιό του για την πραγματοποίηση της εκδίκησης. Εν συνεχεία, ενώ οι τρεις άνδρες εγκαταλείπουν τη σκηνή για να προσφέρουν χοές στον τάφο τον Αγαμέμνονα, εμφανίζεται η Ηλέκτρα η οποία θα παραμείνει στο εξής στη σκηνή σχεδόν αδιαλείπτως. Η θρηνητική μονωδία που εκτελεί σε λυρικούς αναπαίστους (οι ανθολογούμενοι εδώ στ. 86-120) αποσκοπεί στην παρουσίαση της δραματικής κατάστασης της ηρωίδας. Ο ατελεύτητος θρήνος, η ζωντανή ανάμνηση του φόνου, τραυματικές εικόνες από την άνομη σχέση Κλυταιμήστρας-Αίγισθου, ο πόθος για εκδίκηση που ενσαρκώνει η επιστροφή του Ορέστη, είναι τα θέματα που θίγονται. Η μονωδία κλείνει με την επίκληση των χθονίων θεοτήτων να έρθουν αρωγοί στο έργο της εκδίκησης.
Ἠλέκτρα 86-120
ΗΛΕΚΤΡΑ
ὦ φάος ἁγνὸνκαὶ γῆς ἰσόμοιρ᾽ ἀήρ, ὥς μοι
πολλὰς μὲν θρήνων ᾠδάς,
πολλὰς δ᾽ ἀντήρεις ᾔσθου
90 στέρνων πλαγὰς αἱμασσομένων,
ὁπόταν δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ·
τὰ δὲ παννυχίδων κήδη στυγεραὶ
ξυνίσασ᾽ εὐναὶ μογερῶν οἴκων,
ὅσα τὸν δύστηνον ἐμὸν θρηνῶ
95 πατέρ᾽, ὃν κατὰ μὲν βάρβαρον αἶαν
φοίνιος Ἄρης οὐκ ἐξένισεν,
μήτηρ δ᾽ ἡμὴ χὠ κοινολεχὴς
Αἴγισθος, ὅπως δρῦν ὑλοτόμοι
σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει.
100 κοὐδεὶς τούτων οἶκτος ἀπ᾽ ἄλλης
ἢ ᾽μοῦ φέρεται, σοῦ, πάτερ, οὕτως
αἰκῶς οἰκτρῶς τε θανόντος.
ἀλλ᾽ οὐ μὲν δὴ
λήξω θρήνων στυγερῶν τε γόων,
105 ἔστ᾽ ἂν παμφεγγεῖς ἄστρων
ῥιπάς, λεύσσω δὲ τόδ᾽ ἦμαρ,
μὴ οὐ τεκνολέτειρ᾽ ὥς τις ἀηδὼν
ἐπὶ κωκυτῷ τῶνδε πατρῴων
πρὸ θυρῶν ἠχὼ πᾶσι προφωνεῖν.
110 ὦ δῶμ᾽ Ἀίδου καὶ Περσεφόνης,
ὦ χθόνι᾽ Ἑρμῆ καὶ πότνι᾽ Ἀρά,
σεμναί τε θεῶν παῖδες Ἐρινύες,
αἳ τοὺς ἀδίκως θνῄσκοντας ὁρᾶθ᾽,
αἳ τοὺς εὐνὰς ὑποκλεπτομένους,
115 ἔλθετ᾽, ἀρήξατε, τείσασθε πατρὸς
φόνον ἡμετέρου,
καί μοι τὸν ἐμὸν πέμψατ᾽ ἀδελφόν.
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ
120 λύπης ἀντίρροπον ἄχθος.
***
ΗΛΕΚΤΡΑ
Καθάριο φωςκι αγέρα, της γης αδελφέ,
πόσες ακούς θρήνων κραυγές,
πόσες ακούς βροντερές χτυπιές
στέρνων καταματωμένων, κάθε φορά90
που η ζοφερή νύχτα στερεύει.
Όσο για τα νυχτέρια μου, το μισερό
το ξέρει στρώμα του θλιβερού σπιτιού
πόσο θρηνώ για το δυστυχισμένο
τον πατέρα μου που σε βάρβαρη γη95
δεν του χάρισε θάνατο ο Άρης,
η μάνα μου όμως κι ο εραστής ο Αίγισθος,
καθώς οι ξυλοκόποι πελεκούν βελανιδιά,
με φονικό τσεκούρι το κεφάλι τού σκίζουν.
Κι άλλος από μένα κανένας100
δε σε πόνεσε, πατέρα, που τέτοιο
φριχτό, πικρό θάνατο βρήκες.
Μα ποτέ δε θα πάψω να θρηνώ,
να βογγώ γοερά,
όσο θα βλέπω των άστρων το φέγγος105
να τρέμει κι όσο της μέρας το φως·
να σκούζω σαν αηδόνα1 που τα παιδιά της έχασε
και στα πατρικά πεζούλια ο λάλος
να πηγαινοφέρνει τον αντίλαλο.
Της Περσεφόνης και του Χάρου κατοικιά,110
του Κάτω Κόσμου Ερμή, Αρά-κατάρα,2
κόρες θεών, Ερινύες σεμνές3
που βλέπετε τους αδικοχαμένους,
αλλά κι όσους τρυπώνουν σε κρεβάτια ξένα,4
ελάτε, συντρέχτε, πληρώστε του δικού μου115
πατέρα το φόνο
και στείλτε μου τον αδερφό·
γιατί μόνη μου πια δεν μπορώ, δε βαστάω
το βαρύ τ᾽ αντιζύγι της λύπης.
--------------
1 Για τους αρχαίους το κελάδημα του αηδονιού ήταν λυπητερό. Η αιτιολογική εξήγηση που έδιναν ήταν ότι επρόκειτο για τον θρήνο της μεταμορφωμένης σε αηδόνα Πρόκνης, της κόρης του βασιλιά της Αθήνας Πανδίονα, η οποία θρηνούσε για τον γιο της, τον Ίτυ. Σύμφωνα με τον μύθο, ο θρακικής καταγωγής σύζυγος της Πρόκνης Τηρέας εβίασε την αδελφή της Φιλομήλα και στη συνέχεια, για να μην αποκαλυφθεί ο βιασμός, της έκοψε τη γλώσσα· όταν η Φιλομήλα βρήκε τον τρόπο (με ένα κέντημα της) να αποκαλύψει την αλήθεια, η Πρόκνη, για να εκδικηθεί τον Τηρέα, σκότωσε τον γιο του, τον Ίτυ, και με τις σάρκες του παρέθεσε δείπνο στον Τηρέα. Εκείνος, όταν εκ των υστέρων έμαθε την αλήθεια, κατεδίωκε τις δύο αδελφές. Οι θεοί μεταμόρφωσαν και τους τρεις σε πουλιά: την Πρόκνη σε αηδόνι, τη Φιλομήλα σε χελιδόνι και τον Τηρέα σε τσαλαπετεινό.
2 Πρόκειται για την κατάρα που ξεστόμισε ο Αγαμέμνων κατά των δολοφόνων του τη στιγμή του φόνου. Η "κατάρα" αποκαλείται πότνια· ο προσδιορισμός χρησιμοποιείται συνήθως για θεές.
3 Οι Ερινύες ήταν χθόνιες θεότητες που εκδικούνταν εγκλήματα τα οποία σχετίζονταν κατά κύριο λόγο με την οικογένεια.
4 Ο πληθυντικός υπονοεί τη διπλή αποπλάνηση: ο Αίγισθος είχε αποπλανήσει τη γυναίκα του Αγαμέμνονα, όπως ο πατέρας του Θυέστης τη γυναίκα του Ατρέα (πατέρα του Αγαμέμνονα).
Στη σφενδόνη
Ενώ η Ηλέκτρα θρηνεί περιμένοντας να επιστρέψει ο Ορέστης ως εκδικητής και ενώ η Κλυταιμηστρα, ταραγμένη από κάποιο όνειρο, προσφέρει χοές, ο Ορέστης, συνοδευόμενος από τον Πυλάδη και τον Παιδαγωγό, βρίσκεται ήδη στο Άργος, αλλά δεν πρέπει να αποκαλύψει ακόμα την ταυτότητά του, επειδή ένας χρησμός του Απόλλωνα όριζε ότι πρέπει να πάρει εκδίκηση με δόλο, άοπλος και χωρίς στρατό. Έτσι, εμφανίζεται πρώτος στο παλάτι ο Παιδαγωγός, που έρχεται, υποτίθεται, σταλμένος από τον Φανοτέα τον Φωκέα και φέρνει στην Ηλέκτρα και την Κλυταιμήστρα την "ψευδή είδηση" ότι ο Ορέστης, έπειτα από λαμπρή παρουσία σε άλλα αγωνίσματα των Πυθικών αγώνων, σκοτώθηκε στην αρματοδρομία, λίγο πριν από την κατάκτηση της νίκης. Η μακρότατη ρήση του Παιδαγωγού, που ανθολογείται εδώ, συνδυάζει, με τρόπο μοναδικό, την αφηγηματική τέρψη με τη δραματική ένταση. Στο βάθος της σοφόκλειας αφήγησης βρίσκονται τα ομηρικά Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ (Ψ). Από τη ρήση του Παιδαγωγού αφορμάται ο Σεφέρης στο Μυθιστόρημα (ΙϚ᾽).
Ἠλέκτρα 678-763
τἀληθὲς εἰπέ, τῷ τρόπῳ διόλλυται;
κεῖνος γὰρ ἐλθὼν εἰς τὸ κλεινὸν Ἑλλάδος
πρόσχημ᾽ ἀγῶνος Δελφικῶν ἄθλων χάριν,
ὅτ᾽ ᾔσθετ᾽ ἀνδρὸς ὀρθίων γηρυμάτων
δρόμον προκηρύξαντος, οὗ πρώτη κρίσις,
685 εἰσῆλθε λαμπρός, πᾶσι τοῖς ἐκεῖ σέβας·
δρόμου δ᾽ ἰσώσας τῇ φύσει τὰ τέρματα
νίκης ἔχων ἐξῆλθε πάντιμον γέρας.
χὤπως μὲν ἐν παύροισι πολλά σοι λέγω,
οὐκ οἶδα τοιοῦδ᾽ ἀνδρὸς ἔργα καὶ κράτη·
690 ἓν δ᾽ ἴσθ᾽· ὅσων γὰρ εἰσεκήρυξαν βραβῆς,
{†δρόμων διαύλων πένταθλ᾽ ἃ νομίζεται,†}
τούτων ἐνεγκὼν πάντα τἀπινίκια
ὠλβίζετ᾽, Ἀργεῖος μὲν ἀνακαλούμενος,
ὄνομα δ᾽ Ὀρέστης, τοῦ τὸ κλεινὸν Ἑλλάδος
695 Ἀγαμέμνονος στράτευμ᾽ ἀγείραντός ποτε.
καὶ ταῦτα μὲν τοιαῦθ᾽· ὅταν δέ τις θεῶν
βλάπτῃ, δύναιτ᾽ ἂν οὐδ᾽ ἂν ἰσχύων φυγεῖν.
κεῖνος γὰρ ἄλλης ἡμέρας, ὅθ᾽ ἱππικῶν
ἦν ἡλίου τέλλοντος ὠκύπους ἀγών,
700 εἰσῆλθε πολλῶν ἁρματηλατῶν μέτα.
εἷς ἦν Ἀχαιός, εἷς ἀπὸ Σπάρτης, δύο
Λίβυες ζυγωτῶν ἁρμάτων ἐπιστάται·
κἀκεῖνος ἐν τούτοισι Θεσσαλὰς ἔχων
ἵππους, ὁ πέμπτος· ἕκτος ἐξ Αἰτωλίας
705 ξανθαῖσι πώλοις· ἕβδομος Μάγνης ἀνήρ·
ὁ δ᾽ ὄγδοος λεύκιππος, Αἰνιὰν γένος·
ἔνατος Ἀθηνῶν τῶν θεοδμήτων ἄπο·
Βοιωτὸς ἄλλος, δέκατον ἐκπληρῶν ὄχον.
στάντες δ᾽ ὅθ᾽ αὐτοὺς οἱ τεταγμένοι βραβῆς
710 κλήροις ἔπηλαν καὶ κατέστησαν δίφρους,
χαλκῆς ὑπαὶ σάλπιγγος ᾖξαν· οἱ δ᾽ ἅμα
ἵπποις ὁμοκλήσαντες ἡνίας χεροῖν
ἔσεισαν· ἐν δὲ πᾶς ἐμεστώθη δρόμος
κτύπου κροτητῶν ἁρμάτων· κόνις δ᾽ ἄνω
715 φορεῖθ᾽· ὁμοῦ δὲ πάντες ἀναμεμειγμένοι
φείδοντο κέντρων οὐδέν, ὡς ὑπερβάλοι
χνόας τις αὐτῶν καὶ φρυάγμαθ᾽ ἱππικά.
ὁμοῦ γὰρ ἀμφὶ νῶτα καὶ τροχῶν βάσεις
ἤφριζον, εἰσέβαλλον ἱππικαὶ πνοαί.
720 κεῖνος δ᾽ ὑπ᾽ αὐτὴν ἐσχάτην στήλην ἔχων
ἔχριμπτ᾽ ἀεὶ σύριγγα, δεξιὸν δ᾽ ἀνεὶς
σειραῖον ἵππον εἶργε τὸν προσκείμενον.
καὶ πρὶν μὲν ὀρθοὶ πάντες ἕστασαν δίφροις·
ἔπειτα δ᾽ Αἰνιᾶνος ἀνδρὸς ἄστομοι
725 πῶλοι βίᾳ φέρουσιν, ἐκ δ᾽ ὑποστροφῆς
τελοῦντες ἕκτον ἕβδομόν τ᾽ ἤδη δρόμον
μέτωπα συμπαίουσι βαρκαίοις ὄχοις·
κἀντεῦθεν ἄλλος ἄλλον ἐξ ἑνὸς κακοῦ
ἔθραυε κἀνέπιπτε, πᾶν δ᾽ ἐπίμπλατο
730 ναυαγίων Κρισαῖον ἱππικῶν πέδον.
γνοὺς δ᾽ οὑξ Ἀθηνῶν δεινὸς ἡνιοστρόφος
ἔξω παρασπᾷ κἀνοκωχεύει παρεὶς
κλύδων᾽ ἔφιππον ἐν μέσῳ κυκώμενον.
ἤλαυνε δ᾽ ἔσχατος μέν, ὑστέρας ἔχων
735 πώλους, Ὀρέστης, τῷ τέλει πίστιν φέρων·
ὅπως δ᾽ ὁρᾷ μόνον νιν ἐλλελειμμένον,
ὀξὺν δι᾽ ὤτων κέλαδον ἐνσείσας θοαῖς
πώλοις διώκει, κἀξισώσαντε ζυγὰ
ἠλαυνέτην, τότ᾽ ἄλλος, ἄλλοθ᾽ ἅτερος
740 κάρα προβάλλων ἱππικῶν ὀχημάτων.
καὶ τοὺς μὲν ἄλλους πάντας ἀσφαλής δρόμους
ὠρθοῦθ᾽ ὁ τλήμων ὀρθὸς ἐξ ὀρθῶν δίφρων·
ἔπειτα, λύων ἡνίαν ἀριστερὰν
κάμπτοντος ἵππου λανθάνει στήλην ἄκραν
745 παίσας· ἔθραυσε δ᾽ ἄξονος μέσας χνόας,
κἀξ ἀντύγων ὤλισθε· σὺν δ᾽ ἑλίσσεται
τμητοῖς ἱμᾶσι· τοῦ δὲ πίπτοντος πέδῳ
πῶλοι διεσπάρησαν ἐς μέσον δρόμον.
στρατὸς δ᾽ ὅπως ὁρᾷ νιν ἐκπεπτωκότα
750 δίφρων, ἀνωτότυξε τὸν νεανίαν,
οἷ᾽ ἔργα δράσας οἷα λαγχάνει κακά,
φορούμενος πρὸς οὖδας, ἄλλοτ᾽ οὐρανῷ
σκέλη προφαίνων, ἔστε νιν διφρηλάται,
μόλις κατασχεθόντες ἱππικὸν δρόμον,
755 ἔλυσαν αἱματηρόν, ὥστε μηδένα
γνῶναι φίλων ἰδόντ᾽ ἂν ἄθλιον δέμας.
καί νιν πυρᾷ κέαντες εὐθὺς ἐν βραχεῖ
χαλκῷ μέγιστον σῶμα δειλαίας σποδοῦ
φέρουσιν ἄνδρες Φωκέων τεταγμένοι,
760 ὅπως πατρῴας τύμβον ἐκλάχοι χθονός.
τοιαῦτά σοι ταῦτ᾽ ἐστίν, ὡς μὲν ἐν λόγοις
ἀλγεινά, τοῖς δ᾽ ἰδοῦσιν, οἵπερ εἴδομεν,
μέγιστα πάντων ὧν ὄπωπ᾽ ἐγὼ κακῶν.
***
με ποιον τρόπο εχάθηκε;
Εκείνος ήλθε στο καύχημα της Ελλάδας,
τους πολυθρύλητους αγώνες,2
για τη δόξα των δελφικών επάθλων.
Όταν άκουσε την οξύτατη φωνή
του ανδρός που εκήρυξε το αγώνισμα του δρόμου,
που κρίνεται πρώτο,
μπήκε στο στίβο, έλαμπε,685
όλοι όσοι βρέθηκαν εκεί τον θαύμαζαν.
Το τέρμα του δρόμου υπήρξε ισάξιο με τη μορφή του·
βγήκε κρατώντας το βαρύτιμο έπαθλο της νίκης.
Και για να σου λέω πολλά με λίγα λόγια:
τέτοιου ανδρός έργα και θριάμβους δεν γνωρίζω.
Ένα να ξέρεις: σε όσους αγώνες κήρυξαν οι αγωνοθέτες690
απέσπασε όλα τα έπαθλα·
τα πλήθη τον εμακάριζαν, ενώ ακουγόταν το «Αργείος,
το όνομα του Ορέστης, γιος του Αγαμέμνονα
που σήκωσε κάποτε τη δοξασμένη στρατιά της Ελλάδας».3695
Έως εδώ, όλα καλά· όταν όμως κάποιος θεός σε κατατρέχει,
δεν μπορείς να ξεφύγεις, όσο και αν είσαι δυνατός.
Έτσι, μιαν άλλη μέρα, όταν, την ώρα που έβγαινε ο ήλιος,
άρχιζε ο ταχύς αγώνας των αρμάτων,
μπήκε στο στίβο μαζί με πολλούς αρματηλάτες.700
Ένας ήταν Αχαιός, ένας από τη Σπάρτη,
δύο Κυρηναίοι, κυβερνήτες ζυγωτών αρμάτων·4
κοντά σ᾽ αυτούς πέμπτος εκείνος με φορβάδες Θεσσαλικές·5
ο έκτος ήταν Αιτωλός με ξανθά πουλάρια·
ο έβδομος κάποιος από την Μαγνησία705
ο όγδοος είχε άλογα λευκά και ήταν από το γένος των Αινιάνων·6
ο ένατος από την Αθήνα τη θεόκτιστη·
και ακόμα ένας, Βοιωτός, συμπληρώνοντας το δέκατο άρμα.
Στάθηκαν εκεί όπου τους έταξαν με κλήρο οι ορισμένοι κριτές
και όπου παρέταξαν τα άρματα·710
όταν ήχησε η χάλκινη σάλπιγγα, πέταξαν·
οι αρματηλάτες φώναξαν στ᾽ άλογα
και με τα δυο τους χέρια τίναξαν τα ηνία·
το κροτάλισμα των αρμάτων απλώθηκε σε όλο το στίβο·
η σκόνη ανέβαινε ψηλά·
όλοι τους πλάι-πλάι μαστίγωναν τους ίππους χωρίς έλεος,715
θέλοντας ο καθένας ν᾽ αφήσει πίσω τους κύκλους των τροχών
και τα ρουθουνίσματα των αλόγων.
Γιατί τα νώτα των αναβατών, τους τροχούς των αρμάτων
τα έβρεχε ο αφρός, τα ζέσταινε η ανάσα των αλόγων.
Εκείνος, οδηγώντας το άρμα του σύρριζα στην έσχατη στήλη,7720
την άγγιζε ξυστά σε κάθε γύρο με τον άξονα των τροχών,
ενώ χαλάρωνε δεξιά το ακραίο άλογο
και ανέκοπτε τον άλλον που ακολουθούσε κατά πόδας.
Στην αρχή έστεκαν όλοι ορθοί πάνω στα άρματα·
άξαφνα όμως αφηνιάζουν τα ατίθασα πουλάρια του Αινιάνα725
και πάνω στη στροφή, την ώρα που τέλειωναν τον έκτο γύρο
και έμπαιναν ήδη στον έβδομο,
συγκρούονται καταμέτωπα με το άρμα της Κυρήνης.
Από κει και πέρα χτυπούσε ο ένας πάνω στον άλλον
και συντρίβονταν, με τη συμφορά να τους ενώνει·
τα ναυάγια των αρμάτων εσκέπασαν όλο τον κάμπο της Κρίσας.730
Βλέποντάς τους ο έξοχος ηνίοχος των Αθηνών,
εκτρέπει το άρμα και το συγκρατεί,
αφήνοντας να προσπεράσει το κύμα των αρμάτων
που στροβιλίζονταν στη μέση του στίβου·
έσχατος οδηγούσε το άρμα του ο Ορέστης,
που κρατούσε παραπίσω τις φορβάδες του, βέβαιος για την έκβαση·735
μόλις όμως βλέπει τον Αθηναίο να ᾽χει απομείνει μόνος,
αφήνει οξύτατη κραυγή, που σφυρίζει στ᾽ αυτιά των γρήγορων αλόγων,
και τον ακολουθεί· ευθυγραμμίζεται ζυγός με ζυγό,
τα δύο άρματα τρέχουν,
πότε προβάλλει εμπρός το κεφάλι του ενός740
πότε του άλλου.
Όλους τους άλλους γύρους ο δύσμοιρος, χωρίς να πέσει,
κρατήθηκε ορθός με το άρμα του όρθιο·
όταν όμως χαλάρωσε το αριστερό λουρί,
την ώρα που το άλογο βρέθηκε πάνω στη στροφή,
χωρίς να το νιώσει, χτυπάει την άκρη της στήλης,
σπάζουν οι τροχοί εκεί που δένουν με τον άξονα,745
γλιστράει από το άρμα και τυλίγεται στους σχιστούς ιμάντες.
Και καθώς εκείνος έπεφτε στο χώμα,
τα άλογα σκορπίστηκαν στη μέση του δρόμου.
Το πλήθος, όταν τον είδε να εκτινάσσεται από το άρμα,
σπάραξε για το παλληκάρι750
που έπραξε τέτοια έργα
και του έλαχε τέτοια μοίρα,
άλλοτε να σέρνεται με το πρόσωπο στο χώμα,
και άλλοτε τα πόδια του να δείχνουν τον ουρανό,
ώσπου κάποτε οι αρματηλάτες
έκοψαν με κόπο την ορμή των αλόγων
και τον έλυσαν αιμόφυρτο.755
Κανείς από αυτούς που τον αγάπησαν,
αν έβλεπε το θλιβερό κορμί του, δεν θα τον γνώριζε.
Και αφού τον έκαψαν στη νεκρική πυρά,
οι ορισμένοι άντρες από τη Φωκίδα, χωρίς να βραδύνουν,
φέρνουν μέσα σε μικρό χαλκό το μέγα σώμα της πικρής στάχτης,
για να λάβει ως κλήρο τάφο στη γη των πατέρων του.760
Έτσι έγινε αυτό που έγινε, θλιβερό να το λες,
όμως γι᾽ αυτούς που το είδαν -για μας που το είδαμε-
από τα κακά που έχω δει ποτέ μου
το μέγιστο.
-------------
Ἠλέκτρα 678-763
ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
σύ μὲν τὰ σαυτῆς πρᾶσσ᾽, ἐμοὶ δὲ σύ, ξένε,τἀληθὲς εἰπέ, τῷ τρόπῳ διόλλυται;
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
680 κἀπεμπόμην πρὸς ταῦτα καὶ τὸ πᾶν φράσω.κεῖνος γὰρ ἐλθὼν εἰς τὸ κλεινὸν Ἑλλάδος
πρόσχημ᾽ ἀγῶνος Δελφικῶν ἄθλων χάριν,
ὅτ᾽ ᾔσθετ᾽ ἀνδρὸς ὀρθίων γηρυμάτων
δρόμον προκηρύξαντος, οὗ πρώτη κρίσις,
685 εἰσῆλθε λαμπρός, πᾶσι τοῖς ἐκεῖ σέβας·
δρόμου δ᾽ ἰσώσας τῇ φύσει τὰ τέρματα
νίκης ἔχων ἐξῆλθε πάντιμον γέρας.
χὤπως μὲν ἐν παύροισι πολλά σοι λέγω,
οὐκ οἶδα τοιοῦδ᾽ ἀνδρὸς ἔργα καὶ κράτη·
690 ἓν δ᾽ ἴσθ᾽· ὅσων γὰρ εἰσεκήρυξαν βραβῆς,
{†δρόμων διαύλων πένταθλ᾽ ἃ νομίζεται,†}
τούτων ἐνεγκὼν πάντα τἀπινίκια
ὠλβίζετ᾽, Ἀργεῖος μὲν ἀνακαλούμενος,
ὄνομα δ᾽ Ὀρέστης, τοῦ τὸ κλεινὸν Ἑλλάδος
695 Ἀγαμέμνονος στράτευμ᾽ ἀγείραντός ποτε.
καὶ ταῦτα μὲν τοιαῦθ᾽· ὅταν δέ τις θεῶν
βλάπτῃ, δύναιτ᾽ ἂν οὐδ᾽ ἂν ἰσχύων φυγεῖν.
κεῖνος γὰρ ἄλλης ἡμέρας, ὅθ᾽ ἱππικῶν
ἦν ἡλίου τέλλοντος ὠκύπους ἀγών,
700 εἰσῆλθε πολλῶν ἁρματηλατῶν μέτα.
εἷς ἦν Ἀχαιός, εἷς ἀπὸ Σπάρτης, δύο
Λίβυες ζυγωτῶν ἁρμάτων ἐπιστάται·
κἀκεῖνος ἐν τούτοισι Θεσσαλὰς ἔχων
ἵππους, ὁ πέμπτος· ἕκτος ἐξ Αἰτωλίας
705 ξανθαῖσι πώλοις· ἕβδομος Μάγνης ἀνήρ·
ὁ δ᾽ ὄγδοος λεύκιππος, Αἰνιὰν γένος·
ἔνατος Ἀθηνῶν τῶν θεοδμήτων ἄπο·
Βοιωτὸς ἄλλος, δέκατον ἐκπληρῶν ὄχον.
στάντες δ᾽ ὅθ᾽ αὐτοὺς οἱ τεταγμένοι βραβῆς
710 κλήροις ἔπηλαν καὶ κατέστησαν δίφρους,
χαλκῆς ὑπαὶ σάλπιγγος ᾖξαν· οἱ δ᾽ ἅμα
ἵπποις ὁμοκλήσαντες ἡνίας χεροῖν
ἔσεισαν· ἐν δὲ πᾶς ἐμεστώθη δρόμος
κτύπου κροτητῶν ἁρμάτων· κόνις δ᾽ ἄνω
715 φορεῖθ᾽· ὁμοῦ δὲ πάντες ἀναμεμειγμένοι
φείδοντο κέντρων οὐδέν, ὡς ὑπερβάλοι
χνόας τις αὐτῶν καὶ φρυάγμαθ᾽ ἱππικά.
ὁμοῦ γὰρ ἀμφὶ νῶτα καὶ τροχῶν βάσεις
ἤφριζον, εἰσέβαλλον ἱππικαὶ πνοαί.
720 κεῖνος δ᾽ ὑπ᾽ αὐτὴν ἐσχάτην στήλην ἔχων
ἔχριμπτ᾽ ἀεὶ σύριγγα, δεξιὸν δ᾽ ἀνεὶς
σειραῖον ἵππον εἶργε τὸν προσκείμενον.
καὶ πρὶν μὲν ὀρθοὶ πάντες ἕστασαν δίφροις·
ἔπειτα δ᾽ Αἰνιᾶνος ἀνδρὸς ἄστομοι
725 πῶλοι βίᾳ φέρουσιν, ἐκ δ᾽ ὑποστροφῆς
τελοῦντες ἕκτον ἕβδομόν τ᾽ ἤδη δρόμον
μέτωπα συμπαίουσι βαρκαίοις ὄχοις·
κἀντεῦθεν ἄλλος ἄλλον ἐξ ἑνὸς κακοῦ
ἔθραυε κἀνέπιπτε, πᾶν δ᾽ ἐπίμπλατο
730 ναυαγίων Κρισαῖον ἱππικῶν πέδον.
γνοὺς δ᾽ οὑξ Ἀθηνῶν δεινὸς ἡνιοστρόφος
ἔξω παρασπᾷ κἀνοκωχεύει παρεὶς
κλύδων᾽ ἔφιππον ἐν μέσῳ κυκώμενον.
ἤλαυνε δ᾽ ἔσχατος μέν, ὑστέρας ἔχων
735 πώλους, Ὀρέστης, τῷ τέλει πίστιν φέρων·
ὅπως δ᾽ ὁρᾷ μόνον νιν ἐλλελειμμένον,
ὀξὺν δι᾽ ὤτων κέλαδον ἐνσείσας θοαῖς
πώλοις διώκει, κἀξισώσαντε ζυγὰ
ἠλαυνέτην, τότ᾽ ἄλλος, ἄλλοθ᾽ ἅτερος
740 κάρα προβάλλων ἱππικῶν ὀχημάτων.
καὶ τοὺς μὲν ἄλλους πάντας ἀσφαλής δρόμους
ὠρθοῦθ᾽ ὁ τλήμων ὀρθὸς ἐξ ὀρθῶν δίφρων·
ἔπειτα, λύων ἡνίαν ἀριστερὰν
κάμπτοντος ἵππου λανθάνει στήλην ἄκραν
745 παίσας· ἔθραυσε δ᾽ ἄξονος μέσας χνόας,
κἀξ ἀντύγων ὤλισθε· σὺν δ᾽ ἑλίσσεται
τμητοῖς ἱμᾶσι· τοῦ δὲ πίπτοντος πέδῳ
πῶλοι διεσπάρησαν ἐς μέσον δρόμον.
στρατὸς δ᾽ ὅπως ὁρᾷ νιν ἐκπεπτωκότα
750 δίφρων, ἀνωτότυξε τὸν νεανίαν,
οἷ᾽ ἔργα δράσας οἷα λαγχάνει κακά,
φορούμενος πρὸς οὖδας, ἄλλοτ᾽ οὐρανῷ
σκέλη προφαίνων, ἔστε νιν διφρηλάται,
μόλις κατασχεθόντες ἱππικὸν δρόμον,
755 ἔλυσαν αἱματηρόν, ὥστε μηδένα
γνῶναι φίλων ἰδόντ᾽ ἂν ἄθλιον δέμας.
καί νιν πυρᾷ κέαντες εὐθὺς ἐν βραχεῖ
χαλκῷ μέγιστον σῶμα δειλαίας σποδοῦ
φέρουσιν ἄνδρες Φωκέων τεταγμένοι,
760 ὅπως πατρῴας τύμβον ἐκλάχοι χθονός.
τοιαῦτά σοι ταῦτ᾽ ἐστίν, ὡς μὲν ἐν λόγοις
ἀλγεινά, τοῖς δ᾽ ἰδοῦσιν, οἵπερ εἴδομεν,
μέγιστα πάντων ὧν ὄπωπ᾽ ἐγὼ κακῶν.
***
ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
Εσύ κοίταζε τα δικά σου.1 Εσύ όμως, ξένε, λέγε μου την αλήθεια:με ποιον τρόπο εχάθηκε;
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Και μ᾽ έστειλαν γι᾽ αυτό και θα σου πω τα πάντα.680Εκείνος ήλθε στο καύχημα της Ελλάδας,
τους πολυθρύλητους αγώνες,2
για τη δόξα των δελφικών επάθλων.
Όταν άκουσε την οξύτατη φωνή
του ανδρός που εκήρυξε το αγώνισμα του δρόμου,
που κρίνεται πρώτο,
μπήκε στο στίβο, έλαμπε,685
όλοι όσοι βρέθηκαν εκεί τον θαύμαζαν.
Το τέρμα του δρόμου υπήρξε ισάξιο με τη μορφή του·
βγήκε κρατώντας το βαρύτιμο έπαθλο της νίκης.
Και για να σου λέω πολλά με λίγα λόγια:
τέτοιου ανδρός έργα και θριάμβους δεν γνωρίζω.
Ένα να ξέρεις: σε όσους αγώνες κήρυξαν οι αγωνοθέτες690
απέσπασε όλα τα έπαθλα·
τα πλήθη τον εμακάριζαν, ενώ ακουγόταν το «Αργείος,
το όνομα του Ορέστης, γιος του Αγαμέμνονα
που σήκωσε κάποτε τη δοξασμένη στρατιά της Ελλάδας».3695
Έως εδώ, όλα καλά· όταν όμως κάποιος θεός σε κατατρέχει,
δεν μπορείς να ξεφύγεις, όσο και αν είσαι δυνατός.
Έτσι, μιαν άλλη μέρα, όταν, την ώρα που έβγαινε ο ήλιος,
άρχιζε ο ταχύς αγώνας των αρμάτων,
μπήκε στο στίβο μαζί με πολλούς αρματηλάτες.700
Ένας ήταν Αχαιός, ένας από τη Σπάρτη,
δύο Κυρηναίοι, κυβερνήτες ζυγωτών αρμάτων·4
κοντά σ᾽ αυτούς πέμπτος εκείνος με φορβάδες Θεσσαλικές·5
ο έκτος ήταν Αιτωλός με ξανθά πουλάρια·
ο έβδομος κάποιος από την Μαγνησία705
ο όγδοος είχε άλογα λευκά και ήταν από το γένος των Αινιάνων·6
ο ένατος από την Αθήνα τη θεόκτιστη·
και ακόμα ένας, Βοιωτός, συμπληρώνοντας το δέκατο άρμα.
Στάθηκαν εκεί όπου τους έταξαν με κλήρο οι ορισμένοι κριτές
και όπου παρέταξαν τα άρματα·710
όταν ήχησε η χάλκινη σάλπιγγα, πέταξαν·
οι αρματηλάτες φώναξαν στ᾽ άλογα
και με τα δυο τους χέρια τίναξαν τα ηνία·
το κροτάλισμα των αρμάτων απλώθηκε σε όλο το στίβο·
η σκόνη ανέβαινε ψηλά·
όλοι τους πλάι-πλάι μαστίγωναν τους ίππους χωρίς έλεος,715
θέλοντας ο καθένας ν᾽ αφήσει πίσω τους κύκλους των τροχών
και τα ρουθουνίσματα των αλόγων.
Γιατί τα νώτα των αναβατών, τους τροχούς των αρμάτων
τα έβρεχε ο αφρός, τα ζέσταινε η ανάσα των αλόγων.
Εκείνος, οδηγώντας το άρμα του σύρριζα στην έσχατη στήλη,7720
την άγγιζε ξυστά σε κάθε γύρο με τον άξονα των τροχών,
ενώ χαλάρωνε δεξιά το ακραίο άλογο
και ανέκοπτε τον άλλον που ακολουθούσε κατά πόδας.
Στην αρχή έστεκαν όλοι ορθοί πάνω στα άρματα·
άξαφνα όμως αφηνιάζουν τα ατίθασα πουλάρια του Αινιάνα725
και πάνω στη στροφή, την ώρα που τέλειωναν τον έκτο γύρο
και έμπαιναν ήδη στον έβδομο,
συγκρούονται καταμέτωπα με το άρμα της Κυρήνης.
Από κει και πέρα χτυπούσε ο ένας πάνω στον άλλον
και συντρίβονταν, με τη συμφορά να τους ενώνει·
τα ναυάγια των αρμάτων εσκέπασαν όλο τον κάμπο της Κρίσας.730
Βλέποντάς τους ο έξοχος ηνίοχος των Αθηνών,
εκτρέπει το άρμα και το συγκρατεί,
αφήνοντας να προσπεράσει το κύμα των αρμάτων
που στροβιλίζονταν στη μέση του στίβου·
έσχατος οδηγούσε το άρμα του ο Ορέστης,
που κρατούσε παραπίσω τις φορβάδες του, βέβαιος για την έκβαση·735
μόλις όμως βλέπει τον Αθηναίο να ᾽χει απομείνει μόνος,
αφήνει οξύτατη κραυγή, που σφυρίζει στ᾽ αυτιά των γρήγορων αλόγων,
και τον ακολουθεί· ευθυγραμμίζεται ζυγός με ζυγό,
τα δύο άρματα τρέχουν,
πότε προβάλλει εμπρός το κεφάλι του ενός740
πότε του άλλου.
Όλους τους άλλους γύρους ο δύσμοιρος, χωρίς να πέσει,
κρατήθηκε ορθός με το άρμα του όρθιο·
όταν όμως χαλάρωσε το αριστερό λουρί,
την ώρα που το άλογο βρέθηκε πάνω στη στροφή,
χωρίς να το νιώσει, χτυπάει την άκρη της στήλης,
σπάζουν οι τροχοί εκεί που δένουν με τον άξονα,745
γλιστράει από το άρμα και τυλίγεται στους σχιστούς ιμάντες.
Και καθώς εκείνος έπεφτε στο χώμα,
τα άλογα σκορπίστηκαν στη μέση του δρόμου.
Το πλήθος, όταν τον είδε να εκτινάσσεται από το άρμα,
σπάραξε για το παλληκάρι750
που έπραξε τέτοια έργα
και του έλαχε τέτοια μοίρα,
άλλοτε να σέρνεται με το πρόσωπο στο χώμα,
και άλλοτε τα πόδια του να δείχνουν τον ουρανό,
ώσπου κάποτε οι αρματηλάτες
έκοψαν με κόπο την ορμή των αλόγων
και τον έλυσαν αιμόφυρτο.755
Κανείς από αυτούς που τον αγάπησαν,
αν έβλεπε το θλιβερό κορμί του, δεν θα τον γνώριζε.
Και αφού τον έκαψαν στη νεκρική πυρά,
οι ορισμένοι άντρες από τη Φωκίδα, χωρίς να βραδύνουν,
φέρνουν μέσα σε μικρό χαλκό το μέγα σώμα της πικρής στάχτης,
για να λάβει ως κλήρο τάφο στη γη των πατέρων του.760
Έτσι έγινε αυτό που έγινε, θλιβερό να το λες,
όμως γι᾽ αυτούς που το είδαν -για μας που το είδαμε-
από τα κακά που έχω δει ποτέ μου
το μέγιστο.
-------------
1 Απευθύνεται στην Ηλέκτρα.
2 Τα Πύθια γιορτάζονταν κάθε οχτώ χρόνια στους Δελφούς προς τιμήν του Απόλλωνος.
3 Η αναγόρευση του νικητή, που ακολουθούσε έπειτα από κάθε αγώνισμα, περιλάμβανε το όνομα, το πατρώνυμο και το όνομα της πόλης του.
4 Έλληνες από την πόλη και την περιοχή της Κυρήνης (στο πρωτότυπο: Λίβυες). Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Έλληνες έμαθαν από τους Λίβυες να ζεύουν τέσσερα άλογα μαζί στο ζυγό (σνζευγνύναι, βλ. ζνγωτών). Κατ᾽ άλλους το επίθετο ζυγωτών είναι απλώς κοσμητικό.
5 Οι Θεσσαλοί ήσαν φημισμένοι ιππείς.
6 Οι Αινιάνες κατοικούσαν στην περιοχή της Οίτης και στην κοιλάδα του Σπερχειού.
7 Ο λόγος είναι για τη λίθινη στήλη στο πιο απομακρυσμένο σημείο του σταδίου, όπου τα άρματα έκαναν στροφή για να επανακάμψουν στην αφετηρία.