Η παράβαση των Ιππέων
Ο Αριστοφάνης αρχικά (427-425 π.Χ.) ανέθετε τη διδασκαλία των έργων του σε άλλους. Για πρώτη φορά ανέλαβε ο ίδιος τη διδασκαλία το 424 π.Χ. και ήρθε πρώτος με τους Ιππείς. Το έργο αποτελεί σφοδρή επίθεση εναντίον του πανίσχυρου δημαγωγού Κλέωνα, στην οποία πρωτοστατούν οι (συντηρητικοί) ιππείς, που συγκροτούν τον χορό. Ο Κλέων (Παφλαγόνας) εμφανίζεται στην αρχή ως ο ευνοούμενος δούλος του προσωποποιημένου Δήμου, στο τέλος όμως εξουδετερώνεται από τον Αλλαντοπώλη, σύμφωνα με ένα χρησμό που προέλεγε ότι ο φαύλος δούλος θα εξουδετερωθεί από κάποιον ακόμα πιο φαύλο.
Το απόσπασμα που ακολουθεί αποτελεί την παράβαση του έργου, που παρουσιάζει πρόσθετο ενδιαφέρον και για τον λόγο ότι ο ποιητής κάνει συγκεκριμένες αναφορές στους σημαντικότερους παλαιότερους κωμικούς ποιητές. Η παράβαση (και ο αγώνας) είναι τα πιο χαρακτηριστικά δομικά στοιχεία της Αρχαίας κωμωδίας (περίπου: της κωμωδίας του πέμπτου αιώνα). Η παράβαση είναι το δραματικά πιο αποφορτισμένο τμήμα του έργου και εκφέρεται εξ ολοκλήρου από τον χορό, αφού προηγουμένως έχουν αποσυρθεί οι υποκριτές. Ο χορός, ως πρόσωπο του δράματος ή εξ ονόματος του ποιητή, απευθύνεται στο κοινό και μιλάει, μεταξύ άλλων, για θέματα της τέχνης του κωμικού ή της επικαιρότητας. Στην πλήρη μορφή της η παράβαση απαρτίζεται από επτά μέρη, που διαφοροποιούνται πρωτίστως ως προς το μέτρο και δευτερευόντως ως προς το περιεχόμενο και ενδεχομένως τον τρόπο εκφοράς. Τα επτά μέρη είναι τα εξής: 1) κατακελευσμός (προτροπή του χορού προς τον εαυτό του, προκειμένου να αρχίσει τους αναπαίστους), 2) κυρίως παράβαση ή ανάπαιστοι, 3) πνίγος (απνευστί εκφερόμενη αναπαιστική ενότητα), 4) ωδή, 5) επίρρημα (κατά γράμμα: αυτό που λέγεται μετά -εδώ μετά την ωδή), 6) αντωδή, 7) αντεπίρρημα. Μετρικά η αντωδή είναι απολύτως όμοια με την ωδή και το αντεπίρρημα με το επίρρημα. Η ωδή και η αντωδή είναι λυρικές συνθέσεις (συχνά ύμνοι προς θεούς), ενώ το επίρρημα και το αντεπίρρημα σχεδόν πάντα γράφονται σε συγκεκριμένο μέτρο και έχουν ορισμένο αριθμό στίχων. Στην (πλήρη) παράβαση των Ιππέων τα μέρη έχουν ως εξής: 1) κατακελευσμός (στ. 498-506), 2) κυρίως παράβαση ή ανάπαιστοι (στ. 507-546), 3) πνίγος (στ. 547-550), 4) ωδή (στ. 551-564), 5) επίρρημα (στ. 565-580), 6) αντωδή (στ. 581-594), 7) αντεπίρρημα (στ. 595-610).
Ἱππῆς 498-610
κατὰ νοῦν τὸν ἐμόν, καί σε φυλάττοι
500 Ζεὺς Ἀγοραῖος· καὶ νικήσας
αὖθις ἐκεῖθεν πάλιν ὡς ἡμᾶς
ἔλθοις στεφάνοις κατάπαστος.
ὑμεῖς δ᾽ ἡμῖν προσέχετε τὸν νοῦν
τοῖς ἀναπαίστοις,
505 ὦ παντοίας ἤδη μούσης
πειραθέντες καθ᾽ ἑαυτούς.
εἰ μέν τις ἀνὴρ τῶν ἀρχαίων κωμῳδοδιδάσκαλος ἡμᾶς
ἠνάγκαζεν λέξοντας ἔπη πρὸς τὸ θέατρον παραβῆναι,
οὐκ ἂν φαύλως ἔτυχεν τούτου· νῦν δ᾽ ἄξιός ἐσθ᾽ ὁ ποητής,
510 ὅτι τοὺς αὐτοὺς ἡμῖν μισεῖ τολμᾷ τε λέγειν τὰ δίκαια,
καὶ γενναίως πρὸς τὸν Τυφῶ χωρεῖ καὶ τὴν ἐριώλην.
ἃ δὲ θαυμάζειν ὑμῶν φησιν πολλοὺς αὐτῷ προσιόντας
καὶ βασανίζειν πῶς οὐχὶ πάλαι χορὸν αἰτοίη καθ᾽ ἑαυτόν,
ἡμᾶς ὑμῖν ἐκέλευε φράσαι περὶ τούτου. φησὶ γὰρ ἁνὴρ
515 οὐχ ὑπ᾽ ἀνοίας τοῦτο πεπονθὼς διατρίβειν, ἀλλὰ νομίζων
κωμῳδοδιδασκαλίαν εἶναι χαλεπώτατον ἔργον ἁπάντων·
πολλῶν γὰρ δὴ πειρασάντων αὐτὴν ὀλίγοις χαρίσασθαι·
ὑμᾶς τε πάλαι διαγιγνώσκων ἐπετείους τὴν φύσιν ὄντας
καὶ τοὺς προτέρους τῶν ποιητῶν ἅμα τῷ γήρᾳ προδιδόντας·
520 τοῦτο μὲν εἰδὼς ἅπαθε Μάγνης ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις,
ὃς πλεῖστα χορῶν τῶν ἀντιπάλων νίκης ἔστησε τροπαῖα·
πάσας δ᾽ ὑμῖν φωνὰς ἱεὶς καὶ ψάλλων καὶ πτερυγίζων
καὶ λυδίζων καὶ ψηνίζων καὶ βαπτόμενος βατραχείοις
οὐκ ἐξήρκεσεν, ἀλλὰ τελευτῶν ἐπὶ γήρως, οὐ γὰρ ἐφ᾽ ἥβης,
525 ἐξεβλήθη πρεσβύτης ὤν, ὅτι τοῦ σκώπτειν ἀπελείφθη·
εἶτα Κρατίνου μεμνημένος, ὃς πολλῷ ῥεύσας ποτ᾽ ἐπαίνῳ
διὰ τῶν ἀφελῶν πεδίων ἔρρει, καὶ τῆς στάσεως παρασύρων
ἐφόρει τὰς δρῦς καὶ τὰς πλατάνους καὶ τοὺς ἐχθροὺς προθελύμνους·
ᾆσαι δ᾽ οὐκ ἦν ἐν συμποσίῳ πλήν· «Δωροῖ συκοπέδιλε»,
530 καὶ «τέκτονες εὐπαλάμων ὕμνων» οὕτως ἤνθησεν ἐκεῖνος.
νυνὶ δ᾽ ὑμεῖς αὐτὸν ὁρῶντες παραληροῦντ᾽ οὐκ ἐλεεῖτε,
ἐκπιπτουσῶν τῶν ἠλέκτρων καὶ τοῦ τόνου οὐκέτ᾽ ἐνόντος
τῶν θ᾽ ἁρμονιῶν διαχασκουσῶν· ἀλλὰ γέρων ὢν περιέρρει,
ὥσπερ Κοννᾶς, στέφανον μὲν ἔχων αὗον, δίψῃ δ᾽ ἀπολωλώς,
535 ὃν χρῆν διὰ τὰς προτέρας νίκας πίνειν ἐν τῷ πρυτανείῳ,
καὶ μὴ ληρεῖν, ἀλλὰ θεᾶσθαι λιπαρὸν παρὰ τῷ Διονύσῳ.
οἵας δὲ Κράτης ὀργὰς ὑμῶν ἠνέσχετο καὶ στυφελιγμούς,
ὃς ἀπὸ σμικρᾶς δαπάνης ὑμᾶς ἀριστίζων ἀπέπεμπεν,
ἀπὸ κραμβοτάτου στόματος μάττων ἀστειοτάτας ἐπινοίας·
χοὗτος μέντοι μόνος ἀντήρκει, τοτὲ μὲν πίπτων, τοτὲ δ᾽ οὐχί.
541 ταῦτ᾽ ὀρρωδῶν διέτριβεν ἀεί, καὶ πρὸς τούτοισιν ἔφασκεν
ἐρέτην χρῆναι πρῶτα γενέσθαι πρὶν πηδαλίοις ἐπιχειρεῖν,
κᾆτ᾽ ἐντεῦθεν πρῳρατεῦσαι καὶ τοὺς ἀνέμους διαθρῆσαι,
κᾆτα κυβερνᾶν αὐτὸν ἑαυτῷ. τούτων οὖν οὕνεκα πάντων,
545 ὅτι σωφρονικῶς κοὔκ ἀνοήτως εἰσπηδήσας ἐφλυάρει,
αἴρεσθ᾽ αὐτῷ πολὺ τὸ ῥόθιον, παραπέμψατ᾽ ἐφ᾽ ἕνδεκα κώπαις,
θόρυβον χρηστὸν ληναΐτην,
ἵν᾽ ὁ ποιητὴς ἀπίῃ χαίρων
κατὰ νοῦν πράξας,
550 φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ.
Ἵππι᾽ ἄναξ Πόσειδον, ᾧ
χαλκοκρότων ἵππων κτύπος
καὶ χρεμετισμὸς ἁνδάνει
καὶ κυανέμβολοι θοαὶ
555 μισθοφόροι τριήρεις,
μειρακίων θ᾽ ἅμιλλα λαμ-
πρυνομένων ἐν ἅρμασιν
καὶ βαρυδαιμονούντων,
δεῦρ᾽ ἔλθ᾽ εἰς χορόν, ὦ χρυσοτρίαιν᾽, ὦ
560 δελφίνων μεδέων Σουνιάρατε,
ὦ Γεραίστιε παῖ Κρόνου,
Φορμίωνί τε φίλτατ᾽ ἐκ
τῶν ἄλλων τε θεῶν Ἀθη-
ναίοις πρὸς τὸ παρεστός.
565 εὐλογῆσαι βουλόμεσθα τοὺς πατέρας ἡμῶν, ὅτι
ἄνδρες ἦσαν τῆσδε τῆς γῆς ἄξιοι καὶ τοῦ πέπλου,
οἵτινες πεζαῖς μάχαισιν ἔν τε ναυφράκτῳ στρατῷ
πανταχοῦ νικῶντες ἀεὶ τήνδ᾽ ἐκόσμησαν πόλιν·
οὐ γὰρ οὐδεὶς πώποτ᾽ αὐτῶν τοὺς ἐναντίους ἰδὼν
570 ἠρίθμησεν, ἀλλ᾽ ὁ θυμὸς εὐθὺς ἦν ἀμυνίας·
εἰ δέ που πέσοιεν εἰς τὸν ὦμον ἐν μάχῃ τινί,
τοῦτ᾽ ἀπεψήσαντ᾽ ἄν, εἶτ᾽ ἠρνοῦντο μὴ πεπτωκέναι,
ἀλλὰ διεπάλαιον αὖθις. καὶ στρατηγὸς οὐδ᾽ ἂν εἷς
τῶν πρὸ τοῦ σίτησιν ᾔτησ᾽ ἐρόμενος Κλεαίνετον·
575 νῦν δ᾽ ἐὰν μὴ προεδρίαν φέρωσι καὶ τὰ σιτία,
οὐ μαχεῖσθαί φασιν. ἡμεῖς δ᾽ ἀξιοῦμεν τῇ πόλει
προῖκα γενναίως ἀμύνειν καὶ θεοῖς ἐγχωρίοις.
καὶ πρὸς οὐκ αἰτοῦμεν οὐδὲν πλὴν τοσουτονὶ μόνον·
ἤν ποτ᾽ εἰρήνη γένηται καὶ πόνων παυσώμεθα,
580 μὴ φθονεῖθ᾽ ἡμῖν κομῶσι μηδ᾽ ἀπεστλεγγισμένοις.
ὦ πολιοῦχε Παλλάς, ὦ
τῆς ἱερωτάτης ἁπα-
σῶν πολέμῳ τε καὶ ποη-
ταῖς δυνάμει θ᾽ ὑπερφερού-
585 σης μεδέουσα χώρας,
δεῦρ᾽ ἀφικοῦ λαβοῦσα τὴν
ἐν στρατιαῖς τε καὶ μάχαις
ἡμετέραν ξυνεργὸν
Νίκην, ἣ χορικῶν ἐστιν ἑταίρα
590 τοῖς τ᾽ ἐχθροῖσι μεθ᾽ ἡμῶν στασιάζει.
νῦν οὖν δεῦρο φάνηθι· δεῖ
γὰρ τοῖς ἀνδράσι τοῖσδε πά-
σῃ τέχνῃ πορίσαι σε νί-
κην εἴπερ ποτὲ καὶ νῦν.
595 ἃ ξύνισμεν τοῖσιν ἵπποις, βουλόμεσθ᾽ ἐπαινέσαι.
ἄξιοι δ᾽ εἴσ᾽ εὐλογεῖσθαι· πολλὰ γὰρ δὴ πράγματα
ξυνδιήνεγκαν μεθ᾽ ἡμῶν, εἰσβολάς τε καὶ μάχας.
ἀλλὰ τἀν τῇ γῇ μὲν αὐτῶν οὐκ ἄγαν θαυμάζομεν,
ὡς ὅτ᾽ εἰς τὰς ἱππαγωγοὺς εἰσεπήδων ἀνδρικῶς,
600 πριάμενοι κώθωνας, οἱ δὲ καὶ σκόροδα καὶ κρόμμυα·
εἶτα τὰς κώπας λαβόντες ὥσπερ ἡμεῖς οἱ βροτοὶ
ἐμβαλόντες ἀνεφρυάξανθ᾽· «ἱππαπαῖ, τίς ἐμβαλεῖ;
ληπτέον μᾶλλον. τί δρῶμεν; οὐκ ἐλᾷς, ὦ σαμφόρα;»
ἐξεπήδων τ᾽ εἰς Κόρινθον· εἶτα δ᾽ οἱ νεώτατοι
605 ταῖς ὁπλαῖς ὤρυττον εὐνὰς καὶ μετῇσαν βρώματα·
ἤσθιον δὲ τοὺς παγούρους ἀντὶ ποίας Μηδικῆς,
εἴ τις ἐξέρποι θύραζε κἀκ βυθοῦ θηρώμενοι·
ὥστ᾽ ἔφη Θέωρος εἰπεῖν καρκίνον Κορίνθιον·
«δεινά γ᾽, ὦ Πόσειδον, εἰ μηδ᾽ ἐν βυθῷ δυνήσομαι
610 μήτε γῇ μήτ᾽ ἐν θαλάττῃ διαφυγεῖν τοὺς ἱππέας.»
***
η δική μου καρδιά όπως ποθεί·
ο Αγοραίος ο Δίας1 να σου γίνει βοηθός·500
κι αφού βγεις νικητής, να γυρίσεις σ᾽ εμάς
με πολλά στο κεφάλι στεφάνια.
Στους ανάπαιστους2 τώρα προσέξτε
που θα πούμε, ω εσείς505
που και μόνοι σας είδη της μούσας πολλά
δοκιμάσατε ως τώρα.
Απ᾽ τους γέρους δασκάλους Χορών κωμικών3
αν κανένας μας πίεζε να βγούμε
ν᾽ απαγγείλουμε στίχους μπροστά στους θεατές
σε παράβαση, εμείς τέτοια χάρη
δεν του κάναμε πρόθυμα· αλλά ο ποιητής
που μας έβαλε τώρα τ᾽ αξίζει,
γιατί εχθρεύεται αυτούς που μισούμε κι εμείς510
και τολμά να φωνάζει το δίκιο
και το Σίφουνα4 ορμά να χτυπήσει,χωρίς
να δειλιάσει, τον άγριο Κυκλώνα.
Όσο τώρα για κείνο που κάνουν πολλοί
από σας, που τον βρίσκουνε, λέει,
κι απορούν και ρωτούν γιατί τόσον καιρό
δε ζητούσε Χορό στ᾽ όνομά του,
την εξήγηση ανάθεσε τώρα σ᾽ εμάς
να σας δώσουμε. Λέει ο ποιητής μας
πως ο λόγος της άργητας τούτης, δεν είν᾽515
η αμυαλιά, μα πιστεύει πως είναι
η δουλειά του δασκάλου Χορών κωμικών
το πιο δύσκολο πράμα στον κόσμο·
της ριχτήκανε πάμπολλοι ως τώρα, μα αυτή
χαμογέλασε μόνο σε λίγους.
Ξέρει εκείνος εξάλλου, έχει δει από καιρό,
πως η γνώμη σας εύκολα αλλάζει
και ξεχνάτε, απαρνιέστε τους πρώτους ποιητές,
τα γεράματα μόλις τους βρούνε·
ξέρει πόσες το Μάγνη5 έχουν βρει συμφορές,520
μόλις άρχισε ο δόλιος ν᾽ ασπρίζει,
ενώ ενάντια σ᾽αντίπαλους είχε Χορούς
νίκης τρόπαια στημένα ένα πλήθος·
απ᾽ το στόμα του πόσες ακούατε φωνές,
φτεροθρόισμα και χτύπο κιθάρας,
πράσινο είχε βατράχι βαφτεί, και για σας
το Λυδό, το ζουζούνι είχε κάμει·
μα τι τ᾽ όφελος; αχ, όταν γέρασε πια,
-νιος σαν ήταν, αυτό δε γινόταν-
του ᾽πατε «έξω», γιατί των αστείων η πηγή525
στην ψυχή του είχε τώρα στερέψει.
Ο Κρατίνος6 -θυμάται κι αυτόν ο ποιητής-
σαν ποτάμι σε ολόστρωτους κάμπους
από επαίνους ζωσμένος εκύλαε γραμμή
και κατέβαζε μες στα νερά του
συγκλαδόκορμα δρυά και πλατάνια ψηλά,
μα κι αντίπαλους μ᾽ όλες τις ρίζες·
«Καλοδούλευτων ύμνων τεχνίτες», «Δωρώ530
συκοπέδιλη»·7 σ᾽ όλα τα γλέντια
μήπως άκουγες κι άλλο τραγούδι απ᾽ αυτά;
τόση δόξα είχε τότε ο Κρατίνος·
τώρα στάλα σπλαχνιά δεν αισθάνεστ᾽ εσείς,
σαν κοιτάτε ανοστιές ν᾽ αραδιάζει,
να μην έχει στη λύρα του μείνει χορδή,
να της πέφτουνε πια τα στριφτάρια
κι όλ᾽ οι αρμοί της να χάσκουν· κι αυτός, ο φτωχός,
τριγυρνά δω κι εκεί, ο γεροντάκος,
σαν κανένας Κοννάς,8 με στεφάνι ξερό
στο κεφάλι και ψόφιος της δίψας,
πρυτανείο ενώ του ᾽πρεπε, μέσα σ᾽ αυτό535
γιατί τις τόσες του νίκες να πίνει,9
κι αντί σάχλες να λέει, να κοιτά ως θεατής
πλάι στο Διόνυσο, με όψη γελάτη.
Μα κι ο Κράτης10 σαν πόσους θυμούς από σας
δε δοκίμασε, πόσα στραπάτσα,
που από στόμα ηχερό, σαν πιτούλες, για σας
εξεφούρνιζε τα έξυπνα αστεία,
και χορτάτοι από τέτοιο προσφάι, που πολύ
δε σας στοίχιζε, φεύγατε πίσω·
τούτος όμως, μια πέφτοντας, μια πάλι ορθός,540
είν᾽ ο μόνος που βάσταξε ωστόσο.
Να ποιοι λόγοι αναγκάζαν λοιπόν τον ποιητή
ν᾽ αναβάλλει· σκεφτότανε κιόλας
λαμνοκόπος να γίνει πως ταίριαζε, πριν
στο τιμόνι να βάλει το χέρι,
κι αφού μάθει τιμόνι, στην πλώρη να πάει,
τους καιρούς από κει ν᾽ αγναντεύει,
κυβερνήτης να γίνει αυτεξούσιος στερνά.
Για όλ᾽ αυτά, κι επειδή φέρθηκε έτσι
μετρημένα, επειδή δε σαλτάρισε εδώ545
μ᾽ αμυαλιά ν᾽ αραδιάζει παλάβρες,
βροντερά ας κυματίσουν τα ζήτω γι᾽ αυτόν,
για τιμή του ποιητή μας υψώστε
-στην ενδέκατη απάνω κουπιά11-
αχολόι των Ληναίων12 γιορτινό,
με αναγάλλια να φύγει από δω,
σαν του δώσετε αυτό που ποθεί,
κι η χαρά στη θωριά του να λάμψει.550
Ω Ποσειδώνα,13 θεέ των αλόγων εσύ, που σ᾽ ευφραίνουν
τα χλιμιντρίσματα,
ποδοβολές των ατιών βροντερές,
πολεμοκάραβα γρήγορα
με μαυρογάλαζα πάνω στις πλώρες τους έμβολα
και είναι πηγή πλουτοφόρα,14555
ξεσυνερίσματα
αρματοδρόμων νεαρών, οπού παν με καμάρι
κι όταν η τύχη βαριά τους χτυπά,
έλα σ᾽ εμάς, στο Χορό το δικό μας,
ω χρυσοτρίαινε, θεέ του Σουνίου πολυλάτρευτε,560
των δελφινιών βασιλιά,γιε του Κρόνου, Γεραίστιε·15
πάνω απ᾽ τους άλλους θεούς
τώρα ο Φορμίωνας16 εσέν᾽ αγαπά, μα κι οι άλλοι Αθηναίοι.
Να παινέσουμε ποθούμε τους πατέρες μας, γιατί565
άντρες ήταν, της πατρίδας και του πέπλου αντάξιοι· αυτοί
με καράβια του πολέμου και στις μάχες της στεριάς
πάντα και παντού νικώντας δόξασαν την πόλη μας·
απ᾽ αυτούς ποτέ κανένας, τους εχθρούς κοιτάζοντας,
δεν τους μέτρησε· η καρδιά του στην αντίσταση έμπαινε·570
αν στον ώμο απάνω, κάπου σε μια μάχη, πέφτανε,
τίναζαν το χώμα, αρνιόταν που είχαν πέσει, και ξανά
πιάναν τον αγώνα. Ούτ᾽ ένας στρατηγός απ᾽ τους παλιούς
με του Κλεαίνετου17 το μέσο δε ζητούσε διατροφή·
τώρα, η πρωτοκαθεδρία κι η τροφή18 αν δεν τους δοθούν,575
δεν πηγαίνουνε στη μάχη. Χάρισμα την πόλη εμείς
και τους ντόπιους θεούς, αντρεία, θα τους διαφεντέψουμε.
Ένα μόνο σας ζητούμε: ειρήνη αν γίνει κάποτε
κι ησυχάσουμε απ᾽ τους κόπους, να δεχτείτε να ́χουμε
μαλλιά πλούσια,19 και τριμμένα με την ξύστρα τα κορμιά.20580
Ω της Αθήνας φυλάχτρα, Παλλάδα κυρά μας αφέντρα
χώρας ιερότατης,
που όλες τις άλλες αυτή ξεπερνά
και στους ποιητές και στον πόλεμο
κι είναι στη δύναμη πρώτη, ω Παλλάδα μας, πρόβαλε·585
πάρε μαζί σου τη Νίκη,
συναγωνίστρια
πάντα δική μας σε κάθε εκστρατεία μας και μάχη,
πάρ᾽ τηνε κι έλα, Παλλάδα, σ᾽ εμάς
είν᾽ η συντρόφισσ᾽ αυτή των Χορών μας
στέκεται αυτή στο πλευρό μας αντίκρυ σε αντίπαλους.590
Τώρα, ω θεά, φανερώσου σ᾽ εμάς, έλα, πρόβαλε·
πιότερο απ᾽ άλλες φορές
τώρα να δώσεις τη νίκη, θεά, στη δική μας ομάδα.
Τ᾽ άλογά μας, για όσες χάρες έχουν, θα παινέσουμε.595
Και τ᾽ αξίζουν· γιατί πλήθος δύσκολες, βαριές δουλειές,
και πολέμους και γιουρούσια, τράβηξαν μαζί μ᾽ εμάς.
Δε θαυμάζουμε όμως τόσο τα έργα τους τα στεριανά,
όσο που κρεμμύδια, σκόρδα και παγούρια αγόρασαν600
και πηδήσανε σαν άντρες μες στ᾽ αλογοκάραβα·
όπως κάνουνε οι άνθρωποι, πιάσαν τότε τα κουπιά
και βαλθήκανε να λάμνουν χλιμιντρώντας: «κάργα μπρος·
φόρα δώστε, μην κοιμάστε· βρε αστεράτο, δεν τραβάς;»
Φτάσαμε στην Κόρινθο·21έξω πήδησαν, και τα πιο νια
νυχοσκάβανε γιατάκια κι έτρεχαν να βρουν τροφές·605
αντίς μηδικό γρασίδι,22 τους καβούρους τσάκωναν,
απ᾽ τη θάλασσα ή σα βγαίναν έξω, και τους έτρωγαν·
κι όπως λέει ο Θέωρος,23 κάποιος Τσαγανός Κορίνθιος
είπε: «Φρίκη, ω Ποσειδώνα· τούτοι οι καβαλάρηδες
με τσακώνουνε σε κύμα, σε βυθό και σε στεριά.»
------------------
Το απόσπασμα που ακολουθεί αποτελεί την παράβαση του έργου, που παρουσιάζει πρόσθετο ενδιαφέρον και για τον λόγο ότι ο ποιητής κάνει συγκεκριμένες αναφορές στους σημαντικότερους παλαιότερους κωμικούς ποιητές. Η παράβαση (και ο αγώνας) είναι τα πιο χαρακτηριστικά δομικά στοιχεία της Αρχαίας κωμωδίας (περίπου: της κωμωδίας του πέμπτου αιώνα). Η παράβαση είναι το δραματικά πιο αποφορτισμένο τμήμα του έργου και εκφέρεται εξ ολοκλήρου από τον χορό, αφού προηγουμένως έχουν αποσυρθεί οι υποκριτές. Ο χορός, ως πρόσωπο του δράματος ή εξ ονόματος του ποιητή, απευθύνεται στο κοινό και μιλάει, μεταξύ άλλων, για θέματα της τέχνης του κωμικού ή της επικαιρότητας. Στην πλήρη μορφή της η παράβαση απαρτίζεται από επτά μέρη, που διαφοροποιούνται πρωτίστως ως προς το μέτρο και δευτερευόντως ως προς το περιεχόμενο και ενδεχομένως τον τρόπο εκφοράς. Τα επτά μέρη είναι τα εξής: 1) κατακελευσμός (προτροπή του χορού προς τον εαυτό του, προκειμένου να αρχίσει τους αναπαίστους), 2) κυρίως παράβαση ή ανάπαιστοι, 3) πνίγος (απνευστί εκφερόμενη αναπαιστική ενότητα), 4) ωδή, 5) επίρρημα (κατά γράμμα: αυτό που λέγεται μετά -εδώ μετά την ωδή), 6) αντωδή, 7) αντεπίρρημα. Μετρικά η αντωδή είναι απολύτως όμοια με την ωδή και το αντεπίρρημα με το επίρρημα. Η ωδή και η αντωδή είναι λυρικές συνθέσεις (συχνά ύμνοι προς θεούς), ενώ το επίρρημα και το αντεπίρρημα σχεδόν πάντα γράφονται σε συγκεκριμένο μέτρο και έχουν ορισμένο αριθμό στίχων. Στην (πλήρη) παράβαση των Ιππέων τα μέρη έχουν ως εξής: 1) κατακελευσμός (στ. 498-506), 2) κυρίως παράβαση ή ανάπαιστοι (στ. 507-546), 3) πνίγος (στ. 547-550), 4) ωδή (στ. 551-564), 5) επίρρημα (στ. 565-580), 6) αντωδή (στ. 581-594), 7) αντεπίρρημα (στ. 595-610).
Ἱππῆς 498-610
ΧΟΡΟΣ
ἀλλ᾽ ἴθι χαίρων, καὶ πράξειαςκατὰ νοῦν τὸν ἐμόν, καί σε φυλάττοι
500 Ζεὺς Ἀγοραῖος· καὶ νικήσας
αὖθις ἐκεῖθεν πάλιν ὡς ἡμᾶς
ἔλθοις στεφάνοις κατάπαστος.
ὑμεῖς δ᾽ ἡμῖν προσέχετε τὸν νοῦν
τοῖς ἀναπαίστοις,
505 ὦ παντοίας ἤδη μούσης
πειραθέντες καθ᾽ ἑαυτούς.
εἰ μέν τις ἀνὴρ τῶν ἀρχαίων κωμῳδοδιδάσκαλος ἡμᾶς
ἠνάγκαζεν λέξοντας ἔπη πρὸς τὸ θέατρον παραβῆναι,
οὐκ ἂν φαύλως ἔτυχεν τούτου· νῦν δ᾽ ἄξιός ἐσθ᾽ ὁ ποητής,
510 ὅτι τοὺς αὐτοὺς ἡμῖν μισεῖ τολμᾷ τε λέγειν τὰ δίκαια,
καὶ γενναίως πρὸς τὸν Τυφῶ χωρεῖ καὶ τὴν ἐριώλην.
ἃ δὲ θαυμάζειν ὑμῶν φησιν πολλοὺς αὐτῷ προσιόντας
καὶ βασανίζειν πῶς οὐχὶ πάλαι χορὸν αἰτοίη καθ᾽ ἑαυτόν,
ἡμᾶς ὑμῖν ἐκέλευε φράσαι περὶ τούτου. φησὶ γὰρ ἁνὴρ
515 οὐχ ὑπ᾽ ἀνοίας τοῦτο πεπονθὼς διατρίβειν, ἀλλὰ νομίζων
κωμῳδοδιδασκαλίαν εἶναι χαλεπώτατον ἔργον ἁπάντων·
πολλῶν γὰρ δὴ πειρασάντων αὐτὴν ὀλίγοις χαρίσασθαι·
ὑμᾶς τε πάλαι διαγιγνώσκων ἐπετείους τὴν φύσιν ὄντας
καὶ τοὺς προτέρους τῶν ποιητῶν ἅμα τῷ γήρᾳ προδιδόντας·
520 τοῦτο μὲν εἰδὼς ἅπαθε Μάγνης ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις,
ὃς πλεῖστα χορῶν τῶν ἀντιπάλων νίκης ἔστησε τροπαῖα·
πάσας δ᾽ ὑμῖν φωνὰς ἱεὶς καὶ ψάλλων καὶ πτερυγίζων
καὶ λυδίζων καὶ ψηνίζων καὶ βαπτόμενος βατραχείοις
οὐκ ἐξήρκεσεν, ἀλλὰ τελευτῶν ἐπὶ γήρως, οὐ γὰρ ἐφ᾽ ἥβης,
525 ἐξεβλήθη πρεσβύτης ὤν, ὅτι τοῦ σκώπτειν ἀπελείφθη·
εἶτα Κρατίνου μεμνημένος, ὃς πολλῷ ῥεύσας ποτ᾽ ἐπαίνῳ
διὰ τῶν ἀφελῶν πεδίων ἔρρει, καὶ τῆς στάσεως παρασύρων
ἐφόρει τὰς δρῦς καὶ τὰς πλατάνους καὶ τοὺς ἐχθροὺς προθελύμνους·
ᾆσαι δ᾽ οὐκ ἦν ἐν συμποσίῳ πλήν· «Δωροῖ συκοπέδιλε»,
530 καὶ «τέκτονες εὐπαλάμων ὕμνων» οὕτως ἤνθησεν ἐκεῖνος.
νυνὶ δ᾽ ὑμεῖς αὐτὸν ὁρῶντες παραληροῦντ᾽ οὐκ ἐλεεῖτε,
ἐκπιπτουσῶν τῶν ἠλέκτρων καὶ τοῦ τόνου οὐκέτ᾽ ἐνόντος
τῶν θ᾽ ἁρμονιῶν διαχασκουσῶν· ἀλλὰ γέρων ὢν περιέρρει,
ὥσπερ Κοννᾶς, στέφανον μὲν ἔχων αὗον, δίψῃ δ᾽ ἀπολωλώς,
535 ὃν χρῆν διὰ τὰς προτέρας νίκας πίνειν ἐν τῷ πρυτανείῳ,
καὶ μὴ ληρεῖν, ἀλλὰ θεᾶσθαι λιπαρὸν παρὰ τῷ Διονύσῳ.
οἵας δὲ Κράτης ὀργὰς ὑμῶν ἠνέσχετο καὶ στυφελιγμούς,
ὃς ἀπὸ σμικρᾶς δαπάνης ὑμᾶς ἀριστίζων ἀπέπεμπεν,
ἀπὸ κραμβοτάτου στόματος μάττων ἀστειοτάτας ἐπινοίας·
χοὗτος μέντοι μόνος ἀντήρκει, τοτὲ μὲν πίπτων, τοτὲ δ᾽ οὐχί.
541 ταῦτ᾽ ὀρρωδῶν διέτριβεν ἀεί, καὶ πρὸς τούτοισιν ἔφασκεν
ἐρέτην χρῆναι πρῶτα γενέσθαι πρὶν πηδαλίοις ἐπιχειρεῖν,
κᾆτ᾽ ἐντεῦθεν πρῳρατεῦσαι καὶ τοὺς ἀνέμους διαθρῆσαι,
κᾆτα κυβερνᾶν αὐτὸν ἑαυτῷ. τούτων οὖν οὕνεκα πάντων,
545 ὅτι σωφρονικῶς κοὔκ ἀνοήτως εἰσπηδήσας ἐφλυάρει,
αἴρεσθ᾽ αὐτῷ πολὺ τὸ ῥόθιον, παραπέμψατ᾽ ἐφ᾽ ἕνδεκα κώπαις,
θόρυβον χρηστὸν ληναΐτην,
ἵν᾽ ὁ ποιητὴς ἀπίῃ χαίρων
κατὰ νοῦν πράξας,
550 φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ.
Ἵππι᾽ ἄναξ Πόσειδον, ᾧ
χαλκοκρότων ἵππων κτύπος
καὶ χρεμετισμὸς ἁνδάνει
καὶ κυανέμβολοι θοαὶ
555 μισθοφόροι τριήρεις,
μειρακίων θ᾽ ἅμιλλα λαμ-
πρυνομένων ἐν ἅρμασιν
καὶ βαρυδαιμονούντων,
δεῦρ᾽ ἔλθ᾽ εἰς χορόν, ὦ χρυσοτρίαιν᾽, ὦ
560 δελφίνων μεδέων Σουνιάρατε,
ὦ Γεραίστιε παῖ Κρόνου,
Φορμίωνί τε φίλτατ᾽ ἐκ
τῶν ἄλλων τε θεῶν Ἀθη-
ναίοις πρὸς τὸ παρεστός.
565 εὐλογῆσαι βουλόμεσθα τοὺς πατέρας ἡμῶν, ὅτι
ἄνδρες ἦσαν τῆσδε τῆς γῆς ἄξιοι καὶ τοῦ πέπλου,
οἵτινες πεζαῖς μάχαισιν ἔν τε ναυφράκτῳ στρατῷ
πανταχοῦ νικῶντες ἀεὶ τήνδ᾽ ἐκόσμησαν πόλιν·
οὐ γὰρ οὐδεὶς πώποτ᾽ αὐτῶν τοὺς ἐναντίους ἰδὼν
570 ἠρίθμησεν, ἀλλ᾽ ὁ θυμὸς εὐθὺς ἦν ἀμυνίας·
εἰ δέ που πέσοιεν εἰς τὸν ὦμον ἐν μάχῃ τινί,
τοῦτ᾽ ἀπεψήσαντ᾽ ἄν, εἶτ᾽ ἠρνοῦντο μὴ πεπτωκέναι,
ἀλλὰ διεπάλαιον αὖθις. καὶ στρατηγὸς οὐδ᾽ ἂν εἷς
τῶν πρὸ τοῦ σίτησιν ᾔτησ᾽ ἐρόμενος Κλεαίνετον·
575 νῦν δ᾽ ἐὰν μὴ προεδρίαν φέρωσι καὶ τὰ σιτία,
οὐ μαχεῖσθαί φασιν. ἡμεῖς δ᾽ ἀξιοῦμεν τῇ πόλει
προῖκα γενναίως ἀμύνειν καὶ θεοῖς ἐγχωρίοις.
καὶ πρὸς οὐκ αἰτοῦμεν οὐδὲν πλὴν τοσουτονὶ μόνον·
ἤν ποτ᾽ εἰρήνη γένηται καὶ πόνων παυσώμεθα,
580 μὴ φθονεῖθ᾽ ἡμῖν κομῶσι μηδ᾽ ἀπεστλεγγισμένοις.
ὦ πολιοῦχε Παλλάς, ὦ
τῆς ἱερωτάτης ἁπα-
σῶν πολέμῳ τε καὶ ποη-
ταῖς δυνάμει θ᾽ ὑπερφερού-
585 σης μεδέουσα χώρας,
δεῦρ᾽ ἀφικοῦ λαβοῦσα τὴν
ἐν στρατιαῖς τε καὶ μάχαις
ἡμετέραν ξυνεργὸν
Νίκην, ἣ χορικῶν ἐστιν ἑταίρα
590 τοῖς τ᾽ ἐχθροῖσι μεθ᾽ ἡμῶν στασιάζει.
νῦν οὖν δεῦρο φάνηθι· δεῖ
γὰρ τοῖς ἀνδράσι τοῖσδε πά-
σῃ τέχνῃ πορίσαι σε νί-
κην εἴπερ ποτὲ καὶ νῦν.
595 ἃ ξύνισμεν τοῖσιν ἵπποις, βουλόμεσθ᾽ ἐπαινέσαι.
ἄξιοι δ᾽ εἴσ᾽ εὐλογεῖσθαι· πολλὰ γὰρ δὴ πράγματα
ξυνδιήνεγκαν μεθ᾽ ἡμῶν, εἰσβολάς τε καὶ μάχας.
ἀλλὰ τἀν τῇ γῇ μὲν αὐτῶν οὐκ ἄγαν θαυμάζομεν,
ὡς ὅτ᾽ εἰς τὰς ἱππαγωγοὺς εἰσεπήδων ἀνδρικῶς,
600 πριάμενοι κώθωνας, οἱ δὲ καὶ σκόροδα καὶ κρόμμυα·
εἶτα τὰς κώπας λαβόντες ὥσπερ ἡμεῖς οἱ βροτοὶ
ἐμβαλόντες ἀνεφρυάξανθ᾽· «ἱππαπαῖ, τίς ἐμβαλεῖ;
ληπτέον μᾶλλον. τί δρῶμεν; οὐκ ἐλᾷς, ὦ σαμφόρα;»
ἐξεπήδων τ᾽ εἰς Κόρινθον· εἶτα δ᾽ οἱ νεώτατοι
605 ταῖς ὁπλαῖς ὤρυττον εὐνὰς καὶ μετῇσαν βρώματα·
ἤσθιον δὲ τοὺς παγούρους ἀντὶ ποίας Μηδικῆς,
εἴ τις ἐξέρποι θύραζε κἀκ βυθοῦ θηρώμενοι·
ὥστ᾽ ἔφη Θέωρος εἰπεῖν καρκίνον Κορίνθιον·
«δεινά γ᾽, ὦ Πόσειδον, εἰ μηδ᾽ ἐν βυθῷ δυνήσομαι
610 μήτε γῇ μήτ᾽ ἐν θαλάττῃ διαφυγεῖν τοὺς ἱππέας.»
***
ΧΟΡΟΣ
Στο καλό, στο καλό, κι όλα νά ᾽ρθουν σ᾽ εσένα δεξιά,η δική μου καρδιά όπως ποθεί·
ο Αγοραίος ο Δίας1 να σου γίνει βοηθός·500
κι αφού βγεις νικητής, να γυρίσεις σ᾽ εμάς
με πολλά στο κεφάλι στεφάνια.
Στους ανάπαιστους2 τώρα προσέξτε
που θα πούμε, ω εσείς505
που και μόνοι σας είδη της μούσας πολλά
δοκιμάσατε ως τώρα.
Απ᾽ τους γέρους δασκάλους Χορών κωμικών3
αν κανένας μας πίεζε να βγούμε
ν᾽ απαγγείλουμε στίχους μπροστά στους θεατές
σε παράβαση, εμείς τέτοια χάρη
δεν του κάναμε πρόθυμα· αλλά ο ποιητής
που μας έβαλε τώρα τ᾽ αξίζει,
γιατί εχθρεύεται αυτούς που μισούμε κι εμείς510
και τολμά να φωνάζει το δίκιο
και το Σίφουνα4 ορμά να χτυπήσει,χωρίς
να δειλιάσει, τον άγριο Κυκλώνα.
Όσο τώρα για κείνο που κάνουν πολλοί
από σας, που τον βρίσκουνε, λέει,
κι απορούν και ρωτούν γιατί τόσον καιρό
δε ζητούσε Χορό στ᾽ όνομά του,
την εξήγηση ανάθεσε τώρα σ᾽ εμάς
να σας δώσουμε. Λέει ο ποιητής μας
πως ο λόγος της άργητας τούτης, δεν είν᾽515
η αμυαλιά, μα πιστεύει πως είναι
η δουλειά του δασκάλου Χορών κωμικών
το πιο δύσκολο πράμα στον κόσμο·
της ριχτήκανε πάμπολλοι ως τώρα, μα αυτή
χαμογέλασε μόνο σε λίγους.
Ξέρει εκείνος εξάλλου, έχει δει από καιρό,
πως η γνώμη σας εύκολα αλλάζει
και ξεχνάτε, απαρνιέστε τους πρώτους ποιητές,
τα γεράματα μόλις τους βρούνε·
ξέρει πόσες το Μάγνη5 έχουν βρει συμφορές,520
μόλις άρχισε ο δόλιος ν᾽ ασπρίζει,
ενώ ενάντια σ᾽αντίπαλους είχε Χορούς
νίκης τρόπαια στημένα ένα πλήθος·
απ᾽ το στόμα του πόσες ακούατε φωνές,
φτεροθρόισμα και χτύπο κιθάρας,
πράσινο είχε βατράχι βαφτεί, και για σας
το Λυδό, το ζουζούνι είχε κάμει·
μα τι τ᾽ όφελος; αχ, όταν γέρασε πια,
-νιος σαν ήταν, αυτό δε γινόταν-
του ᾽πατε «έξω», γιατί των αστείων η πηγή525
στην ψυχή του είχε τώρα στερέψει.
Ο Κρατίνος6 -θυμάται κι αυτόν ο ποιητής-
σαν ποτάμι σε ολόστρωτους κάμπους
από επαίνους ζωσμένος εκύλαε γραμμή
και κατέβαζε μες στα νερά του
συγκλαδόκορμα δρυά και πλατάνια ψηλά,
μα κι αντίπαλους μ᾽ όλες τις ρίζες·
«Καλοδούλευτων ύμνων τεχνίτες», «Δωρώ530
συκοπέδιλη»·7 σ᾽ όλα τα γλέντια
μήπως άκουγες κι άλλο τραγούδι απ᾽ αυτά;
τόση δόξα είχε τότε ο Κρατίνος·
τώρα στάλα σπλαχνιά δεν αισθάνεστ᾽ εσείς,
σαν κοιτάτε ανοστιές ν᾽ αραδιάζει,
να μην έχει στη λύρα του μείνει χορδή,
να της πέφτουνε πια τα στριφτάρια
κι όλ᾽ οι αρμοί της να χάσκουν· κι αυτός, ο φτωχός,
τριγυρνά δω κι εκεί, ο γεροντάκος,
σαν κανένας Κοννάς,8 με στεφάνι ξερό
στο κεφάλι και ψόφιος της δίψας,
πρυτανείο ενώ του ᾽πρεπε, μέσα σ᾽ αυτό535
γιατί τις τόσες του νίκες να πίνει,9
κι αντί σάχλες να λέει, να κοιτά ως θεατής
πλάι στο Διόνυσο, με όψη γελάτη.
Μα κι ο Κράτης10 σαν πόσους θυμούς από σας
δε δοκίμασε, πόσα στραπάτσα,
που από στόμα ηχερό, σαν πιτούλες, για σας
εξεφούρνιζε τα έξυπνα αστεία,
και χορτάτοι από τέτοιο προσφάι, που πολύ
δε σας στοίχιζε, φεύγατε πίσω·
τούτος όμως, μια πέφτοντας, μια πάλι ορθός,540
είν᾽ ο μόνος που βάσταξε ωστόσο.
Να ποιοι λόγοι αναγκάζαν λοιπόν τον ποιητή
ν᾽ αναβάλλει· σκεφτότανε κιόλας
λαμνοκόπος να γίνει πως ταίριαζε, πριν
στο τιμόνι να βάλει το χέρι,
κι αφού μάθει τιμόνι, στην πλώρη να πάει,
τους καιρούς από κει ν᾽ αγναντεύει,
κυβερνήτης να γίνει αυτεξούσιος στερνά.
Για όλ᾽ αυτά, κι επειδή φέρθηκε έτσι
μετρημένα, επειδή δε σαλτάρισε εδώ545
μ᾽ αμυαλιά ν᾽ αραδιάζει παλάβρες,
βροντερά ας κυματίσουν τα ζήτω γι᾽ αυτόν,
για τιμή του ποιητή μας υψώστε
-στην ενδέκατη απάνω κουπιά11-
αχολόι των Ληναίων12 γιορτινό,
με αναγάλλια να φύγει από δω,
σαν του δώσετε αυτό που ποθεί,
κι η χαρά στη θωριά του να λάμψει.550
Ω Ποσειδώνα,13 θεέ των αλόγων εσύ, που σ᾽ ευφραίνουν
τα χλιμιντρίσματα,
ποδοβολές των ατιών βροντερές,
πολεμοκάραβα γρήγορα
με μαυρογάλαζα πάνω στις πλώρες τους έμβολα
και είναι πηγή πλουτοφόρα,14555
ξεσυνερίσματα
αρματοδρόμων νεαρών, οπού παν με καμάρι
κι όταν η τύχη βαριά τους χτυπά,
έλα σ᾽ εμάς, στο Χορό το δικό μας,
ω χρυσοτρίαινε, θεέ του Σουνίου πολυλάτρευτε,560
των δελφινιών βασιλιά,γιε του Κρόνου, Γεραίστιε·15
πάνω απ᾽ τους άλλους θεούς
τώρα ο Φορμίωνας16 εσέν᾽ αγαπά, μα κι οι άλλοι Αθηναίοι.
Να παινέσουμε ποθούμε τους πατέρες μας, γιατί565
άντρες ήταν, της πατρίδας και του πέπλου αντάξιοι· αυτοί
με καράβια του πολέμου και στις μάχες της στεριάς
πάντα και παντού νικώντας δόξασαν την πόλη μας·
απ᾽ αυτούς ποτέ κανένας, τους εχθρούς κοιτάζοντας,
δεν τους μέτρησε· η καρδιά του στην αντίσταση έμπαινε·570
αν στον ώμο απάνω, κάπου σε μια μάχη, πέφτανε,
τίναζαν το χώμα, αρνιόταν που είχαν πέσει, και ξανά
πιάναν τον αγώνα. Ούτ᾽ ένας στρατηγός απ᾽ τους παλιούς
με του Κλεαίνετου17 το μέσο δε ζητούσε διατροφή·
τώρα, η πρωτοκαθεδρία κι η τροφή18 αν δεν τους δοθούν,575
δεν πηγαίνουνε στη μάχη. Χάρισμα την πόλη εμείς
και τους ντόπιους θεούς, αντρεία, θα τους διαφεντέψουμε.
Ένα μόνο σας ζητούμε: ειρήνη αν γίνει κάποτε
κι ησυχάσουμε απ᾽ τους κόπους, να δεχτείτε να ́χουμε
μαλλιά πλούσια,19 και τριμμένα με την ξύστρα τα κορμιά.20580
Ω της Αθήνας φυλάχτρα, Παλλάδα κυρά μας αφέντρα
χώρας ιερότατης,
που όλες τις άλλες αυτή ξεπερνά
και στους ποιητές και στον πόλεμο
κι είναι στη δύναμη πρώτη, ω Παλλάδα μας, πρόβαλε·585
πάρε μαζί σου τη Νίκη,
συναγωνίστρια
πάντα δική μας σε κάθε εκστρατεία μας και μάχη,
πάρ᾽ τηνε κι έλα, Παλλάδα, σ᾽ εμάς
είν᾽ η συντρόφισσ᾽ αυτή των Χορών μας
στέκεται αυτή στο πλευρό μας αντίκρυ σε αντίπαλους.590
Τώρα, ω θεά, φανερώσου σ᾽ εμάς, έλα, πρόβαλε·
πιότερο απ᾽ άλλες φορές
τώρα να δώσεις τη νίκη, θεά, στη δική μας ομάδα.
Τ᾽ άλογά μας, για όσες χάρες έχουν, θα παινέσουμε.595
Και τ᾽ αξίζουν· γιατί πλήθος δύσκολες, βαριές δουλειές,
και πολέμους και γιουρούσια, τράβηξαν μαζί μ᾽ εμάς.
Δε θαυμάζουμε όμως τόσο τα έργα τους τα στεριανά,
όσο που κρεμμύδια, σκόρδα και παγούρια αγόρασαν600
και πηδήσανε σαν άντρες μες στ᾽ αλογοκάραβα·
όπως κάνουνε οι άνθρωποι, πιάσαν τότε τα κουπιά
και βαλθήκανε να λάμνουν χλιμιντρώντας: «κάργα μπρος·
φόρα δώστε, μην κοιμάστε· βρε αστεράτο, δεν τραβάς;»
Φτάσαμε στην Κόρινθο·21έξω πήδησαν, και τα πιο νια
νυχοσκάβανε γιατάκια κι έτρεχαν να βρουν τροφές·605
αντίς μηδικό γρασίδι,22 τους καβούρους τσάκωναν,
απ᾽ τη θάλασσα ή σα βγαίναν έξω, και τους έτρωγαν·
κι όπως λέει ο Θέωρος,23 κάποιος Τσαγανός Κορίνθιος
είπε: «Φρίκη, ω Ποσειδώνα· τούτοι οι καβαλάρηδες
με τσακώνουνε σε κύμα, σε βυθό και σε στεριά.»
------------------
1 Ο προστάτης της αγοράς, του χώρου και των συναθροίσεων. Υπήρχε βωμός του στην αγορά και στην Πνύκα.
2 Η κυρίως παράβαση (εδώ στ. 507-546), που σχεδόν πάντα είναι γραμμένη σε αναπαιστικό τετράμετρο, αποκαλείται και απλώς "οι ανάπαιστοι". Ο Σταύρου μεταφράζει σε (τονικούς) αναπαίστους.
3 Εννοεί τους κωμικούς ποιητές που ήσαν και οι χοροδιδάσκαλοι, εκτός και αν ανέθεταν τη διδασκαλία του χορού και τα σχετικά με την προετοιμασία της παράστασης σε άλλα πρόσωπα.
4 Σίφουνας (Τυφώς)· εκατοντακέφαλο τέρας, γιος της Γης και πατέρας των θυελλωδών ανέμων. Σίφουνας και Κυκλώνας (στ. 511) χαρακτηρίζεται ο Κλέων.
5 Αθηναίος κωμικός ποιητής που ανήκει στην πρώτη γενιά των κωμικών (χρονικά η δράση του καλύπτει το β᾽ τέταρτο του 5ου αι.). Πρέπει να ήταν εξαιρετικά δημοφιλής, αφού κατάφερε να κερδίσει 11 νίκες στα Μεγάλα Διονύσια, κάτι που κανένας άλλος ομότεχνός του δεν το πέτυχε. Από το έργο του δεν σώζεται σχεδόν τίποτα.
6 Ο Κρατίνος μαζί με τον Εύπολη και τον Αριστοφάνη αποτέλεσαν αργότερα τον κανόνα των τριών μεγάλων κωμικών. Συναγωνίζεται και με τον νεαρό Αριστοφάνη έως το 423 π.Χ., αλλά ουσιαστικά ανήκει στην προηγούμενη γενιά. Φαίνεται ότι αποφασιστική ήταν η συμβολή του στη διαμόρφωση της κωμωδίας, κυρίως της πολιτικής, στις δεκαετίες πριν από την εμφάνιση του Αριστοφάνη. Ο Κρατίνος, ο οποίος εδώ παρουσιάζεται περίπου ως ξοφλημένος, παρόλο που συμμετέχει στον ίδιο αγώνα, κατάφερε την επόμενη χρονιά (423 π.Χ.) με το έργο του Πυτίνη (φλασκί για κρασί) να καταλάβει την πρώτη θέση, ενώ ο Αριστοφάνης με τις Νεφέλες κατετάγη τρίτος. Από το έργο του σώζονται αρκετά αποσπάσματα, τα οποία επιβεβαιώνουν τη φήμη του ως μεγάλου κωμικού.
7 Σύμφωνα με τον αρχαίο σχολιαστή, το "Δωρώ συκοπέδιλη" (Δωροῖ συκοπέδιλε) είναι η αρχή ενός -προφανώς εξαιρετικά δημοφιλούς- άσματος, που περιλαμβανόταν στην κωμωδία του Ευμενίδες (απόσπ. 70). Από το ίδιο άσμα προέρχεται και το «καλοδούλευτων ύμνων τεχνίτες». Το Δωροῖ συκοπέδιλε σχηματίστηκε, φαίνεται, κατά το ομηρικό Ἥρη χρυσοπέδιλε, με σαφή την πρόθεση να παραπέμπει σε γνωστές αθηναϊκές πληγές, την δωροδοκία (η Δωρώ είναι επινόηση του Κρατίνου) και τη συκοφαντία (συκο-πέδιλε).
8 Η πλειονότητα των μελετητών, ακολουθώντας τα αρχαία σχόλια, δέχεται ότι ο Κοννάς είναι μειωτική παραφθορά του Κόννος. Ο Κόννος ήταν φημισμένος μουσικός, που δίδαξε τη μουσική, μεταξύ άλλων, και στον Σωκράτη. Ενώ είχε κερδίσει νίκες σε Ολυμπιακούς μουσικούς αγώνες, εθεωρείτο απλοϊκός και ζούσε σε ένδεια και παρακμή. Ένα χρόνο μετά τους Ιππείς, ο κωμικός ποιητής Αμειψίας ήρθε δεύτερος με την κωμωδία Κόννος. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι ο Κοννάς και ο Κόννος είναι διαφορετικά πρόσωπα.
9 Κανονικά η τιμητική διάκριση ήταν αίτηση στο πρυτανείο, αλλά ο Κρατίνος ήταν γνωστός πότης.
10 Κωμικός ποιητής της προηγούμενης γενιάς - η δράση του καλύπτει περίπου την εικοσαετία 450-430 π.Χ.. Αρχικά υπήρξε ηθοποιός του Κρατίνου. Κέρδισε τρεις νίκες στα Μεγάλα Διονύσια. Κατά τον Αριστοτέλη είναι ο πρώτος κωμικός που εγκατέλειψε την προσωπική σάτιρα και άρχισε να συνθέτει κωμωδίες με γενικότερες υποθέσεις που είχαν εσωτερική συνοχή.
11 Από τα συμφραζόμενα είναι σαφές ότι ο ποιητής ζητάει την καθολική επιδοκιμασία, αλλά δεν γνωρίζουμε τι σημαίνει ακριβώς η φράση (κατά λέξη) «με ένδεκα κουπιά» (ἐφ᾽ ἕνδεκα κώπαις). Σύμφωνα με μία άποψη, τα ένδεκα κουπιά είναι τα 10 δάχτυλα και η γλώσσα, οπότε το νόημα θα ήταν ίσως «με χειροκροτήματα και επευφημίες».
12 Μετά τα Μεγάλα Διονύσια (περίπου τέλη Μαρτίου), τα Λήναια (περίπου δύο μήνες νωρίτερα) είναι η δεύτερη σε σημασία διονυσιακή γιορτή, στο πλαίσιο της οποίας δίνοντανθεατρικές παραστάσεις. Εδώ η πρωτοκαθεδρία ανήκε στην κωμωδία: παίζονταν πέντε κωμωδίες (όσες και στα Μεγάλα Διονύσια) και μόνο 4 ή 6 τραγωδίες (έναντι 9 στα Μεγάλα Διονύσια), ενώ δεν φαίνεται να παίζονταν σατυρικά δράματα. Τα Λήναια γιορτάζονταν το μεσοχείμωνο, χωρίς την παρουσία ξένων, και θεωρείται ότι είχαν ένα εντονότερα αθηναϊκό χρώμα. Οι Ιππείς παίζονταν στα Λήναια.
13 Η ωδή και η αντωδή αναφέρονται στους δύο θεούς που διεκδίκησαν κάποτε την πόλη της Αθήνας, στον Ποσειδώνα και την Αθηνά. Ο χορός των ιππέων επικαλείται τον ίππιο Ποσειδώνα, τον προστάτη των ίππων και των ιππέων.
14 Τα πολεμικά πλοία ονομάζονται πλουτοφόρα (μισθοφόροι), ή γιατί εισέπρατταν τις εισφορές από τους συμμάχους ή γιατί έδιναν μισθό στα πληρώματα.
15 Στο Σούνιο, όπως και στη Γεραιστό (ΝΔ Εύβοια), υπήρχε ναός του Ποσειδώνα. Στη θάλασσα του Σουνίου κάθε τέσσερα χρόνια γίνονταν αγώνες πλοίων. Στη Γεραιστό γιορτάζονταν τα Γεραίστεια.
16 Αθηναίος ναύαρχος που αναφέρεται επανειλημμένα από τον Αριστοφάνη και εμφανιζόταν ως πρόσωπο στο έργο του Εύπολη Ταξίαρχοι. Στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου ήταν ο ναύαρχος που είχε τις μεγαλύτερες επιτυχίες. Πιθανώς πέθανε το 429/428 π.Χ.
17 Ο Κλεαίνετος ήταν ο πατέρας του Κλέωνα.
18 προεδρία (θέση στην πρώτη σειρά στο θέατρο και άλλα δημόσια θεάματα) και σίτηση στο πρυτανείο ήταν τιμητικές διακρίσεις. Η εξασφάλισή τους, χωρίς την υποστήριξη ισχυρών πολιτικών, δεν πρέπει να ήταν ιδιαίτερα εύκολη.
19 Οι (νεαροί) Αθηναίοι αριστοκράτες, από τους οποίους προέρχονταν οι ιππείς, έτρεφαν μακριά μαλλιά, αλλά αντιμετωπίζονταν με καχυποψία, επειδή τα μακριά μαλλιά θεωρούνταν ένδειξη φιλολακωνικών ή αντιδημοκρατικών φρονημάτων.
20 Την ξύστρα (ο αρχαίος όρος είναι στλεγγίς και αργότερα ξύστρα) τη χρησιμοποιούσαν στο λουτρό, για να απομακρύνουν από το σώμα τους το λάδι με το οποίο αλείφονταν για την άσκηση στην παλαίστρα. Δεν γνωρίζουμε γιατί η συγκεκριμένη ενέργεια μπορούσε να θεωρηθεί επίμεπτη.
21 Τον προηγούμενο χρόνο (425 π.Χ.) διακόσιοι ιππείς έλαβαν μέρος στην εκστρατεία στην Κόρινθο και συνέβαλαν αποφασιστικά στη νίκη των Αθηναίων στη μάχη που δόθηκε υπό την ηγεσία του Νικία αμέσως μετά την αποβίβαση.
22 Εξαιρετική τροφή για άλογα (κάτι σαν τριφύλλι) που έγινε γνωστή στην Ελλάδα μετά τους Περσικούς πολέμους.
23 Πιθανώς πρόκειται για τον παράσιτο και κόλακα του Κλέωνα. Κωμωδείται επανειλημμένα από τον Αριστοφάνη.