Οι Τελευταίες Ημέρες της Στρογγυλής, η Μυστική Σαντορίνη, η Ατλαντίδα, οι Τελχίνες και οι Αβυσσαίοι Μεγάλοι Παλαιοί.
Υπάρχουν μέρη μακρινά, που στον αέρα τους πλανάται ακόμα η μαγεία που δεν χωράει στην νωθρή καθημερινή πραγματικότητα της πόλης. Σ’ αυτό λοιπόν το μέρος που διάλεξα για μια μικρή, αλλά αναγκαία αποτοξίνωση, βρήκα διάχυτη πολύ περισσότερη μαγεία απ’ ότι είχα φανταστεί και, ειλικρινά, από την πρώτη μέρα που πάτησα στο νησί, με τρώει η επιθυμία να σας μιλήσω γι’ αυτό. Από το σημείο που παρατηρώ, και που οι ντόπιοι κάποτε παραφυλούσαν για πειρατές, απλώνεται μπροστά μου ολόκληρη η χιλιοταλαιπωρημένη Θήρα («Σαντορίνη» είναι το Φράγκικο όνομα, που βαφτίστηκε την εποχή των Σταυροφοριών, εξ’ αιτίας μιας παλιάς εκκλησίας της Αγίας Ειρήνης), αυτή τουλάχιστον που απέμεινε απ’ την αρχαία Στρογγύλη, ύστερα από χιλιάδες χρόνια σμίλευσής της από την Φύση.
Μια από τις φοβερότερες εκρήξεις ηφαιστείων στα χρόνια απ’ τα οποία έχει ακόμα μνήμες ο άνθρωπος, η καταβύθιση ολόκληρου του δυτικού τμήματος του νησιού, που άφησε απέναντι την Θηρασία αντικριστά με το μικρό Ασπρονήσι να θωρούν ατέρμονα τις απόκρημνες ακτές της γης με την οποία ήταν κάποτε ένα, η ανάδυση στην μέση του κόλπου, της Ιεράς, λίγο πριν την Ρωμαϊκή κατοχή, που ύστερα από μια βαθιά ανάσα και την εμφάνιση της Θείας (Παλαιάς Καμένης), θα βουτήξει πάλι κάτω απ’ το νερό, για να ξαναβγεί χίλια εξακόσια χρόνια αργότερα, τότε που το νησί έχει πέσει στους Οθωμανούς και να γίνει ένα με την Νέα Καμένη, την άχαρη μάζα γης, που ύστερα από το μάσημα τριών χιλιετηρίδων, ξέβρασε το φοβερό τέρας που παραμονεύει στο βάθος της καλντέρας, δημιουργώντας μια βραχονησίδα που μοιάζει να ’πεσε απ’ το φεγγάρι.
Έτσι, για να θυμίζει ότι το νησί που σήμερα έχει το σχήμα του μισοφέγγαρου, ήταν κάποτε ολόγιομο, τότε που οι πρώτοι Έλληνες την αποκαλούσαν Στρογγύλη. Κι όμως τα βίαια αυτά ξεσπάσματα σ’ αυτή την μεριά της Γης δεν στέρησαν καθόλου τον τόπο από την απέραντη ομορφιά που κάποτε του χάρισε τ’ όνομα Καλλίστη και που, πράγματι, έτσι θ’ άξιζε να λέγεται μέχρι σήμερα.
«Ο χώρος είναι Ιερός», έχει γράψει στο βράχο ο μοναχός (;) Αγαθάγγελος Καφούρος, δίπλα ακριβώς, την κατάρα «Εξολόθρευσε Κύριος πάντα τα χείλη τα δόλια και γλώσσαν μεγαλορρήμονα», που μάλλον απευθύνεται σε όσους συνηθίζουν να μαρτυρούν μυστικά και να μιλούν πολύ (κάποιους σαν κι εμάς δηλαδή). Μπροστά μου, τώρα, ο αινιγματικός Σκάρος, ορθώνεται σαν ένας πελώριος Κέλτικος μεγάλιθος, ή μια γιγάντια βολίδα, απ’ αυτές που κάποτε τίναζε αλαφιασμένο το ηφαίστειο! Προεξέχοντας απ’ την ακτή, αγναντεύει επιβλητικός την καλντέρα, ένας ακούραστος φρουρός τετρακόσια μέτρα ψηλότερα απ’ την επιφάνεια της θάλασσας. Το μονοπάτι που μέχρι κάποιο σημείο περιβάλει τον ογκόλιθο (και που αν δεν θέλετε το όνομά σας να συνδεθεί με την τοποθεσία, μην επιχειρήσετε να διαγράψετε ολόκληρο τον περίγυρό του) είναι αρκετά επικίνδυνο σε ορισμένα σημεία, αλλά το θέαμα που ακολουθεί αποζημιώνει. Τα ερείπια των κτισμάτων αντίθετα, είναι σχεδόν ισοπεδωμένα και σπάνια τα ξεχωρίζει κανείς από τα βράχια, αφήνοντας ένα ερώτημα να πλανάται στον στοιχειωμένο άνεμο αυτού του μνημείου.
Γιατί ο χώρος αυτός είναι ιερός;
Παίρνοντας όμως τον δρόμο της επιστροφής, στο σημείο που σχηματίζεται η φυσική γέφυρα που ενώνει την άκρη του ψηλού απόκρημνου βράχου με την μικρή χερσόνησο, εκεί που μια δεύτερη ζωγραφισμένη μ’ ασβέστη επιγραφή επιμένει πως ο χώρος είναι ιερός, το βλέμμα μου πέφτει σε μια τρύπα, στο πλάι και κάτω ακριβώς από την γέφυρα, κρυμμένη έτσι, που να μην μπορείς να την δεις όταν ακολουθείς το μονοπάτι προς το Σκάρο, αλλά μόνο όταν έχεις την αντίθετη κατεύθυνση. Κατεβαίνοντας μπροστά της, βλέπω ότι είναι μια μικρή είσοδος που οδηγεί προς τα κάτω σ’ ένα υπόγειο δωμάτιο. Χωρίς δεύτερη σκέψη εισβάλλω στον σκοτεινό χώρο, γλιστρώντας πάνω στα χαλάσματα.
Το δωμάτιο που αποκαλύπτεται είναι εντελώς άδειο, εκτός από τις πέτρες που έχουν κατρακυλήσει στην μια του άκρη, από το μάλλον πρόσφατο άνοιγμα της μικρής εισόδου, αλλά εξετάζοντας προσεκτικά όλες τις γωνίες του, σε κάποιο σημείο του τοίχου, βλέπω ένα νέο μικρό άνοιγμα στο πέτρινο δάπεδο. Αρχικά μοιάζει σαν αποχέτευση, αλλά πλησιάζοντας αντιλαμβάνομαι πως μόνο αυτό δεν είναι! Αντ’ αυτού, εμφανίζεται μια τετράγωνα σμιλευμένη τρύπα, αρκετή για να χωρέσει έναν άνθρωπο, που για μερικά μέτρα κατεβαίνει κάθετα προς τα κάτω. Στον πάτο της, το φως του φακού αποκαλύπτει ένα δεύτερο δωμάτιο, ένα επίπεδο χαμηλότερα απ’ αυτό που βρίσκομαι. Δυστυχώς δεν έχω μαζί μου σχοινιά και τον υπόλοιπο απαραίτητο εξοπλισμό για να συνεχίσω την κατάβαση –ποιος ξέρει πόσα ακόμη χαμηλότερα δωμάτια, είναι κρυμμένα στην βάση του μεγάλιθου– κι έτσι αφήνω την συνέχεια στην φαντασία σας και σ’ εκείνους που, αψηφώντας τις απειλές του Αγαθάγγελου, θ’ επιχειρήσουν ν’ ακολουθήσουν τα βήματά μου. Ένα πράγμα πάντως είναι σίγουρο, ότι «ο χώρος είναι ιερός!»
Επειδή μ’ ενδιαφέρει ιδιαίτερα το θέμα της Κούφιας Γης, ένα πράγμα που με κατέπληξε στο νησί είναι ότι είναι κούφιο! Η τέφρα από την έκρηξη του ηφαιστείου έθαψε το μεγαλύτερο μέρος του κάτω από ένα παχύ στρώμα κίσσηρης, σχηματίζοντας ολόκληρους λόφους από ελαφρόπετρα, τόνοι από την οποία μάλιστα χρησιμοποιήθηκαν κατά την κατασκευή της διώρυγας του Σουέζ. Στην πλαγιά ενός τέτοιου λοφίσκου, αναζήτησα την Παναγία την Τρύπα, (Παναγία Τρύπα έχει και στην Γορίτσα του Βόλου) μια παλιά εκκλησία που ήταν κάποτε καταφύγιο των χωρικών απ’ τους πειρατές, μια και είναι συνδεδεμένη με ένα κρυφό δίκτυο σπηλαίων. Ακολουθώντας ένα ξεχασμένο μονοπάτι δίπλα στο χωριό του Βόθωνα, έφθασα μπροστά σ’ αυτόν το λοφίσκο. Ξέρετε τι είδα; Δύο κλειδωμένες πόρτες σκαλισμένες στο βράχο, ένα μικρό καμπαναριό, μια πέτρινη σκάλα που οδηγεί προς τα πάνω σε μια άλλη πόρτα στην μέση του λόφου κι ένα μικρό παράθυρο «από το πουθενά», ακόμα ψηλότερα. Αυτή είναι η εκκλησία. Ολόκληρος ο βράχος κι ότι άλλο συνδέεται αόρατα μ’ αυτόν! Αλλά ούτε είναι και η μοναδική εκκλησία του νησιού που είναι χτισμένη πάνω σε σπήλαια.
Στο μέσα βουνό, που χωρίζει το Καμάρι από την Περίσσα, ανάμεσα σε μικρά βάραθρα και πολύπλοκα σπήλαια, βρίσκεται το εκκλησάκι της Κατεφειανής, που κάποτε επίσης αποτέλεσε καταφύγιο για τους ντόπιους. Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, οι Περισσιώτες το προτιμούσαν απ’ το γειτονικό κάστρο του Εξωμύτη, ή τον γουλά του Νημποριού, όπου ακόμα σώζονται ερείπια της αρχαίας πόλης Ελευσίνας. Κοιτώντας βέβαια απ’ την πλευρά της Περίσσας, το εκκλησάκι της Κατεφειανής σφηνωμένο στους βράχους, περίπου στην μέση της κατακόρυφης πλαγιάς, αναρωτιέται εύλογα κανείς, πώς σκαρφάλωναν οι ντόπιοι εκεί πάνω, αφού δεν υπάρχει κανένα εμφανές μονοπάτι που να οδηγεί σ’ αυτό!
Το μοναδικό ανηφορικό μονοπάτι που είδα, ακολουθεί μια δυτικότερη κατεύθυνση, σκαρφαλώνοντας μέχρι την κορυφή του βουνού, όπου βρίσκεται η Αρχαία Θήρα. Ανάμεσα στα ερείπια που σώζονται απ’ την δωρική αποικία του 9ο αι. π.κ.ε. και τους μεταγενέστερους οικισμούς, υπάρχει και σπήλαιο-άντρο του Ερμή και ναός του Πύθιου Απόλλωνα, και Πτολεμαϊκό ιερό αφιερωμένο στην Ίσιδα, τον κριτή του Κάτω κόσμου, Σέραπι και τον ψυχοπομπό Άννουβι, ενώ στο Ιερό Τέμενος του Αρτεμίδωρου, που φρουρεί την Νότια πλευρά του οικισμού, εκτός των άλλων Θεών, λατρεύονταν επίσης οι Διόσκουροι κι οι Κάβειροι, αλλά και η μάγισσα της υποχθονίας Εκάτη (που έχει μεγάλη σχέση με κάποια μαυροφορεμένη γριά χωρίς πρόσωπο).
Και μπορεί τα χρόνια να κύλησαν, όμως όλες αυτές οι παγανιστικές θεότητες, ή τα στοιχειακά επέζησαν στην συνείδηση των κατοίκων του νησιού, μέσα από την παράδοση. …Στο Μεγαλοχώρι, λένε οι παλιοί, από την πλευρά του γκρεμού που βλέπει στην καλντέρα και στη θέση που κάποτε αποκαλούσαν «Χορεύτρα», επειδή συνήθιζαν να χορεύουν Νύμφες ή νεράιδες, υπάρχει μια σπηλιά, απ’ όπου έβγαιναν καλικάντζαροι, τριχωτοί και μιαροί στην όψη, που επί πλέον μπορούσαν να πάρουν διάφορες μορφές. Ο φοβερότερος απ’ αυτούς ήταν ο Μεσανύχτης, που έβγαινε πάντα τα μεσάνυχτα και προκαλούσε τον τρόμο των φτωχών κατοίκων, που δεν αρκούσε να κλειδώσουν μόνο την πόρτα του σπιτιού τους αλλά έπρεπε να κρεμάσουν κι ένα ρούχο από πίσω για να μη τυχόν και μπει από την κλειδαρότρυπα (…ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτές οι λαογραφικές παραδόσεις κι έτσι κάποιες ιστορίες παραμένουν στη μνήμη μας, κι αν επανειλημμένα αναφέρομαι στα χρόνια απ’ τα οποία ο άνθρωπος έχει ακόμα μνήμες, είναι γιατί τώρα θα σας μιλήσω για άλλα χρόνια, απ’ τα οποία κάθε θύμηση έχει χαθεί).
Είναι γνωστό ότι η Σαντορίνη έχει από πολλούς ταυτιστεί με την Ατλαντίδα, όπως άλλωστε και καμιά διακοσαριά άλλα μέρη (ανάμεσα σ’ εκείνους που την έχουν κάπου ανακαλύψει, είναι και κάποιος που σήμερα υπόσχεται ξενάγηση στη βυθισμένη πόλη, αντί του ποσού των 8.000.000 δολαρίων). Επειδή η Ατλαντίδα έχει μεγάλη σχέση με την έρευνα που κάνω, έχω μελετήσει αρκετά πολλές θεωρίες και έχω φθάσει σε κάποια συμπεράσματα.
Καταρχήν, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι η Σαντορίνη δεν είναι η χαμένη Ατλαντίδα (όπως δεν είναι ούτε η Κρήτη, ούτε η Τροία, ούτε η Αρκαδία, ούτε η Ερυθρά θάλασσα, ούτε ο Καύκασος, ούτε η Ινδία, ούτε οι Κάτω χώρες κλπ), πράγμα που δεν μειώνει σε τίποτα το πανέμορφο νησί και τον πολιτισμό που αναπτύχθηκε πάνω του κατά τη δεύτερη χιλιετηρίδα π.κ.ε. Γιατί δηλαδή έχει μεγάλη σημασία να λέμε «η χαμένη Ατλαντίδα» κι ακούγεται πολύ πιο χαμηλότονα «η χαμένη Στρογγύλη»;
Αφού κι αυτοί ακόμα που υποστηρίζουν ότι η Ατλαντίδα είναι η Σαντορίνη, απ’ τα μνημεία του ίδιου μεγάλου πολιτισμού αντλούν τα στοιχεία τους, απ’ τα δεδομένα που άφησε πίσω της η προϊστορική πόλη του Ακρωτηρίου, όταν εγκαταλείφθηκε την εποχή της έκρηξης του ηφαιστείου. Και τέλος πάντων, απ’ όσους έχουν κατά καιρούς βαφτίσει έτσι κάποιες περιοχές επειδή αναγνωρίζουν ένα στοιχείο της Ατλαντίδας όπως το περιγράφει ο Πλάτωνας (κι ας είναι τα ευρήματα αντίθετα με άλλα δεκαπέντε στοιχεία που αναφέρει ο ίδιος), έχει άραγε σκεφτεί κανείς, ότι μπορεί αυτό που βλέπει να είναι μια αποικία που με κάποιον τρόπο, ίσως να έχει προκύψει από τους ίδιους που δημιούργησαν τον πολιτισμό της Ατλαντίδας; Όχι, θα έλεγαν οι περισσότεροι, και ίσως στην βιασύνη τους επάνω να συμπλήρωναν «αφού η Ατλαντίδα δεν υπήρξε, είναι μυθική!». Έ, λοιπόν, η Ατλαντίδα υπήρξε, αλλά δεν βρίσκεται στην Σαντορίνη.
Αυτό φυσικά το γνώριζα προτού φθάσω στο νησί. Δεν χρειάστηκε να διαβάσω παρά μόνο τα ίδια τα έργα του Πλάτωνα που θεωρούνται υπαίτια για την αποκάλυψη του Ατλάντιου μύθου, δηλαδή τον πρόλογο που γίνεται στον Τίμαιο και τον ημιτελή Κριτία. Τα ίδια έργα ασφαλώς έχουν διαβάσει κι όλοι αυτοί που κατά καιρούς έχουν «ανακαλύψει» την Ατλαντίδα σε κάθε Σαντορίνη. Πραγματικά αναρωτιέμαι αν όλοι διαβάζουμε τα ίδια ή διαφορετικά κείμενα.
Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι η μυθική ήπειρος χρησιμοποιείται από τον μεγάλο φιλόσοφο ως παράδειγμα ενός ουτοπικού πολιτισμού που καταρρέει εξαιτίας της ηθικής φθοράς, ή απληστίας των κατοίκων του. Μετά από λεπτομερέστατες μακροσκελείς περιγραφές της γεωλογικής διαμόρφωσης του νησιού, των ιερών που φιλοξενούνται πάνω του, των έργων που έκαναν οι κάτοικοι του και βέβαια της απαραίτητης γενεαλογίας της μυθικής τους φυλής, ο Κριτίας ξαφνικά διακόπτεται μόλις ακριβώς αρχίζει να περιγράφεται η φθορά αυτής της κοινωνίας, αφήνοντας απ’ έξω το σημείο στο οποίο θα ’πρεπε σύμφωνα με τις παραπάνω απόψεις να δοθεί η μεγαλύτερη βαρύτητα του έργου, δηλαδή στην περιγραφή του ηθικού κατρακυλίσματος και στην καταστροφική σύγκρουση με τους Αθηναίους. Δεν πιστεύω λοιπόν ότι ο Κριτίας εγκαταλείφθηκε ηθελημένα.
Επίσης δεν συμφωνώ μ’ όλους τους σύγχρονους τρομερούς ψυχολόγους που μπαίνουν στο μυαλό του κάθε Πλάτωνα και ξέρουν ότι ο Πλάτωνας είπε αυτό και εννοούσε εκείνο και πολύ περισσότερο εκείνους που γενικά ερμηνεύουν την μυθολογία ξεγυμνώνοντάς την από εικόνες ρεαλισμού και μεταμορφώνοντάς την σε ιδέες και λεκτικά σχήματα που χρησιμοποιούνται πάντοτε «αλληγορικά».
Αγαπητοί κύριοι ψυχολόγοι, σταθείτε για μια στιγμή και δείτε από μια γωνιά τον εαυτό σας και θυμηθείτε τι κάνατε σήμερα το πρωί, ή την προηγούμενη εβδομάδα, ή τα τελευταία χρόνια, ή ακόμα και σε όλη σας τη ζωή… Οποιαδήποτε κίνηση ή πράξη έχετε κάνει, είχε σίγουρα κάποιον λόγο και κάποιο βαθύτερο αίτιο, κι ασφαλώς μπορεί να ερμηνευτεί με διάφορους τρόπους και να βρεθούν σ’ αυτήν συγκεκριμένα κίνητρα κι αιτίες. Όμως αν όλα αυτά τα καταγράφατε στο χαρτί, θα δεχόσασταν να σας πει κάποιος ότι τίποτε απ’ όλα αυτά δεν συνέβη στ’ αλήθεια, δηλαδή δεν ζήσατε, κι ότι τα γραφόμενά σας είναι απλά αλληγορικά;
Οι σύγχρονοι τουριστικοί οδηγοί της Σαντορίνης αναφέρουν ότι η έκρηξη του ηφαιστείου, που σύμφωνα με μια άποψη οδήγησε στο μύθο της Ατλαντίδας, έγινε περίπου το 1.500 π.κ.ε. Ο Πλάτωνας, ισχυρίζονται κάποιοι, ή ο Σόλωνας απ’ τον οποίον κληρονόμησε την θρυλική ιστορία, απλά μπέρδεψε τα Αιγυπτιακά ιερογλυφικά και έβαλε ένα μηδενικό παραπάνω. «Θα σου μιλήσουμε για τα κατορθώματα των προγόνων σας που εσείς τώρα έχετε ξεχάσει, και που έγιναν πριν 9.000 χρόνια», έλεγαν οι Αιγύπτιοι ιερείς στο Σόλωνα, αλλά πριν «900 χρόνια» εννοούσαν, επιμένουν μερικοί, που αν προστεθούν στο 600 π.κ.ε, που περίπου έκανε το ταξίδι του στην Αίγυπτο ο Σόλωνας, κολλάει μια χαρά με την έκρηξη του ηφαιστείου της Στρογγύλης το 1500 π.κ.ε.
Άρα λοιπόν, η Σαντορίνη είναι η Ατλαντίδα, αφού πράγματι ένα μεγάλο μέρος του νησιού καταβυθίστηκε μετά την έκρηξη, άλλοι πάλι λένε ότι η Ατλαντίδα ήταν η Κρήτη, που μπορεί να μην βούλιαξε, αλλά μισή ώρα μετά την έκρηξη, δέχθηκε τεράστια παλιρροιακά κύματα (τσουνάμι) ύψους εκατό μέτρων και στην συνέχεια ένα σωρό άλλες θεομηνίες, που έστω και λίγο καθυστερημένα, πενήντα χρόνια αργότερα, οδήγησαν στην κατάρρευση του Μινωικού πολιτισμού.
Με βάση τα τελευταία πορίσματα από μελέτες τέφρας που βρέθηκε στους πάγους της Γροιλανδίας, με την μέθοδο του ραδιενεργού άνθρακα και της δεντροχρονολόγησης καθώς και την μαρτυρία σημαντικών διαταραχών στο οικοσύστημα του πλανήτη σε χρονικές στιγμές του παρελθόντος που έχουν ήδη αναγνωριστεί, η επιστημονική άποψη που σήμερα επικρατεί είναι πως η έκρηξη του ηφαιστείου της Στρογγύλης έγινε μεταξύ του 1.640-1.620 π.κ.ε. κι όχι εκατό χρόνια αργότερα, όπως μέχρι πρόσφατα πιστευόταν (κι όπως οι ξεναγοί λένε ακόμα στους τουρίστες που επισκέπτονται την Σαντορίνη).
Οι αρχαιολόγοι που συνάντησα στο Ακρωτήρι, συμφωνούν μ’ αυτήν την άποψη, που μετά από μια διαμάχη στους αρχαιολογικούς κύκλους, (αναμενόμενης, αφού τώρα θα πρέπει ν’ αναζητήσουν νέα αίτια για την εξαφάνιση του Μινωικού πολιτισμού) φαίνεται πλέον σιωπηλά να επικρατεί. Μιλώντας σήμερα για την έκρηξη του ηφαιστείου, προτιμούν πλέον να την τοποθετούν χρονικά στην Υστερο-Μινωική ΙΑ περίοδο (περίπου 1.700-1.500 π.κ.ε), αποφεύγοντας συγκεκριμένες λεπτομέρειες.
Μαζί φυσικά καταρρέει κι ο μύθος της «κατά λάθος προσθήκης ενός μηδενικού», που για κάποιους είχε λειτουργήσει ως το βασικότερο επιχείρημα σύνδεσης της έκρηξης του ηφαιστείου με την Ατλαντίδα. Ήθελα να ‘ξερα, αν οι ίδιοι θεωρούσαν ηλίθιο τον Πλάτωνα, το Σόλωνα, ή τους ιερείς της Σάιδας, αφού, ενώ αναφέρονται ως μέσα καταστροφής της Ατλαντίδας σεισμοί και καταποντισμοί, εντούτοις παραλείπεται οποιαδήποτε αναφορά στην έκρηξη ενός ηφαιστείου και τα τρομερά γεγονότα που ακολούθησαν και συντάραξαν ολόκληρο τον πλανήτη, κρύβοντας τον ήλιο για μέρες ολόκληρες πίσω από ένα πέπλο τέφρας, σε κάθε άκρη της γης.
Άλλωστε την εποχή που ακολούθησε την συγγραφή των έργων, κανείς από τους αρχαίους μελετητές του φιλοσόφου –ούτε καν εκείνοι που αμφισβήτησαν την εγκυρότητα της ιστορίας– δεν έκανε καμία σύγκριση της Ατλαντίδας με την Θήρα, ή τον Μινωικό πολιτισμό. Σήμερα, δυόμισι χιλιάδες χρόνια αργότερα, έχουμε καλύτερες μνήμες από τότε;
Κι ερχόμαστε πάλι στην παρατήρηση που έκανα νωρίτερα για τ’ ότι ο καθένας διαβάζει ότι θέλει. Ο Πλάτωνας δεν έγραψε έτσι απλά ότι τα γεγονότα αυτά συνέβησαν 9.000 χρόνια πριν την εποχή του Σόλωνα, για να μπορεί κανείς να συζητάει για ένα «λαθάκι» κάποιου αριθμού. Οι ιερείς λένε στο Σόλωνα ότι όλα αυτά έγιναν χίλια χρόνια πριν την εμφάνιση του πολιτισμού της Αιγύπτου, μιλούν για κατακλυσμούς που ακολούθησαν μεταγενέστερα, αναφέρουν ότι τότε δεν υπήρχαν ακόμα πλοία, με λίγα λόγια ένα σωρό λεπτομέρειες που περιορίζουν χρονικά την Ατλαντίδα τουλάχιστον δύο, αν όχι τρεις χιλιάδες χρόνια πριν την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, κι αν φυσικά έχει κάποιος λόγους ν’ αμφισβητήσει τον Πλάτωνα που την τοποθετεί μεταξύ 9.500-8.500 π.κ.ε.
Αντίστοιχο φαινόμενο παρουσιάζεται και στην διαμάχη για την γεωγραφική τοποθέτηση της Ατλαντίδας.
Ο Πλάτωνας, δεν λέει απλά ότι βρίσκεται «έξω από τις στήλες του Ηρακλέους», ώστε να μπορούν ορισμένοι να ισχυρίζονται ότι δεν εννοούσε τα στενά του Γιβραλτάρ, που ήταν έτσι γνωστά, αλλά τα στενά του Βοσπόρου, ή το Σουέζ, ή τις στήλες του ανακτόρου της Κνωσού, αλλά μας λέει επίσης ότι αντικρίζει την περιοχή που αποκαλείται «Γάδειρον», και πρόκειται για την φοινικική πόλη «Γαδίρ», πάνω στο νησί Ευρισθεία, που στους χάρτες του Κλαύδιου Πτολεμαίου εμφανίζεται σαν ένα μεγάλο νησί έξω ακριβώς απ’ το Γιβραλτάρ με το όνομα «Γάδηρα», ή το Ισπανικό λιμάνι Καντίζ, ή Καντίθ (ή Καντάθ, θά ‘λεγε ο Λάβκραφτ), που πήρε τ’ όνομά της απ’ την αρχαία Φοινικική Γαδίς, στο λασπωμένο βυθό της οποίας κάποια στιγμή ανακαλύφθηκε μια ακόμη αρχαιότερη πόλη, αλλά οι έρευνες διακόπηκαν απότομα, λόγω της ύπαρξης υποθαλάσσιας Αμερικανικής βάσης πυρηνικών υποβρυχίων.
Εξάλλου, ο Πλάτωνας δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο διαχωρισμό των Ατλάντων, από τις φυλές που κατοικούν απ’ την μέσα μεριά της Ευρώπης, κι αναφέρει ότι στις κατακτήσεις της Ατλαντίδας είχε προσαρτηθεί το μέρος της Λιβύης (Αφρικής) μέχρι την Αίγυπτο και της Ευρώπης ως την Τυρρηνία (Δυτική Ιταλία, η περιοχή που άνθισε ο πολιτισμός των Ετρούσκων). Επίσης γίνονται αναλυτικές περιγραφές των αξιοθαύμαστων έργων που έγιναν πάνω στο νησί, όπως η διάνοιξη καναλιών και τούνελ, η εξόρυξη μετάλλων και λίθων, η κατασκευή αγαλμάτων και ναών, ενώ γίνεται λόγος για τη μεγάλη χρήση ελεφάντων σ’ αυτά.
Ελέφαντες απ’ όσο ξέρω στην Σαντορίνη δεν υπήρξαν, αυτό τουλάχιστον φαίνεται απ’ τις τοιχογραφίες του Ακρωτηρίου, που έχουν αποτυπώσει σημαντικές παραστάσεις από την χλωρίδα και πανίδα της εποχής. Αντίθετα, στα παράλια της Βορειοδυτικής Αφρικής που σκιάζει η γιγάντια οροσειρά Άτλας, προτού βουτήξει στον Ατλαντικό προς την μεριά των Κανάριων νήσων, ο Πλίνιος, τον 1ο αι. μ.κ.ε, παρατηρεί ασυνήθιστα πολλούς ελέφαντες.
Ο ίδιος άλλωστε, καταγράφοντας τις τρομερές ιστορίες που απέτρεπαν τους Ρωμαίους απ’ τις μυστηριώδεις βουνοκορφές, λέει ότι κατοικούνται από φυλές που δεν εμφανίζονται ποτέ την ημέρα, και την νύχτα οι φωνές τους σκορπούν τον τρόμο, ανάμεσα σε τύμπανα και φοβερές αστραπές, που σκιαγραφούν σιλουέτες τραγοπόδαρων θεών και Σατύρων. Η οροσειρά του Άτλαντα, κατά τον Ηρόδοτο κατοικείται από την άγνωστη φυλή των Ατλάντων, για τους οποίους ο Πλίνιος λέει ότι ζουν μέσα σε σπηλιές κι επικοινωνούν μεταξύ τους όχι με φωνές, αλλά με παράξενα τσιρίγματα (για να μη σας πω δηλαδή τι λέει για τους μεταλλαγμένους γείτονές τους…)
Αυτοί βέβαια είναι πολύ μεταγενέστεροι μύθοι, εμπλουτισμένοι με τα δεδομένα της εποχής τους. Στον καιρό της Ατλαντίδας δεν υπήρχε ούτε ο Ποσειδώνας, ούτε οι άλλοι Ολύμπιοι Θεοί. Εκείνος που λατρευόταν στην μυθική ήπειρο ήταν το «αρχέτυπο» του κερασφόρου Θεού της καταιγίδας Βάαλ (ίσως τότε να ονομαζόταν «Άτλας»), που συμβολίζει την ένωση της Θεάς της θάλασσας Ασεράχ, με τον υπέρτατο ταυρικό ηλιακό Θεό Ελ. Αναπαράσταση της θεϊκής ένωσης, είναι η τελετή του λυσίματος των ιερών ταύρων, μέσα στο χώρο του μεγάλου ναού της Ατλαντίδας, που ήταν αφιερωμένος στην θεότητα της θάλασσας και του ωκεανού-προστάτη του νησιού.
Ο Πλάτωνας περιγράφει παραστατικά την τελετή, κατά την οποία οι δέκα βασιλείς, οπλισμένοι μόνο με θηλιές και ξύλα, κυνηγούν τους ταύρους, μέχρι να πιάσουν εκείνον που τελικά θα επέλεγε ο Θεός για να θυσιαστεί. Η ίδια θαλασσινή θεότητα μεταγενέστερα θα γίνει γνωστή σαν Τιαμάτ, ή Δάγωνας, ή Νηρέας, ή Πρωτέας και τελικά Ποσειδώνας (του οποίου ιερό ζώο είναι ο ταύρος), που εκτός των άλλων είναι και Θεός των σεισμών, που μέσα απ’ την οργή του, κατέστρεψαν την Ατλαντίδα.
Αν οι αρχαιολόγοι βρουν κάποια στιγμή κάτω απ’ τις πυραμίδες την «Αίθουσα των αρχείων», όπως έχει προφητεύσει ο Κέησυ θα πρέπει μάλλον να περιμένουν μια σειρά από πινακίδες με σχέδια των διαφόρων φάσεων της Ατλαντίδας, που θ’ αποτελούνται από εικόνες κι όχι λέξεις, (αφού δεν υπήρχε καμία γραφή τόσο παλιά), εκτός αν η ιστορία έχει μεταγενέστερα καταγραφεί στο «βιβλίο του Θωθ» (που ίσως βρίσκεται πίσω απ’ το «Νεκρονομικόν» του Λάβκραφτ), και που γράφτηκε όταν πλέον ο Ποσειδώνας είχε ήδη κυριαρχήσει ως ύψιστος θαλασσινός Θεός.
Όσο για την πηγή αυτού του πολιτισμού;
Κάποια γνώριμη φωνή, μου λέει ότι η μυστική γνώση που οδήγησε στην εμφάνιση αυτού του μεγάλου πολιτισμού, δόθηκε στους Ατλάντιους από τους Νέφιλιμ. Αυτούς προσπαθούσαν να τιμήσουν οι δέκα βασιλείς της Ατλαντίδας, όταν φορούσαν τις ιερές γαλάζιες στολές, που σύμφωνα με τον Πλάτωνα, στο τέλος των λατρευτικών τελετουργιών της ταυρικής θυσίας αφιέρωναν στους Θεούς. Απόηχοι του θρυλικού Νεφιλιμικού πολιτισμού εμφανίζονται τόσο στην Θήρα, όσο και στην Μινωική Κρήτη.
Για παράδειγμα, τα γνωστά «ταυροκαθάψια», αναπαριστάνουν την τελετή της θυσίας των ταύρων, που ως εκ τούτου θεωρούνταν τόσο ιερά ζώα, ώστε η βασίλισσα Πασιφάη να γεννήσει απ’ το σπέρμα ενός λευκού ταύρου, τον τρομερό Μινώταυρο, που επτά χιλιάδες χρόνια μετά την ήττα των Ατλάντων, τιμωρούσε ακόμα τους Αθηναίους.
Την αρχέγονη σχέση μαρτυρούν και τα γαλάζια φορέματα που σε εξαιρετικές περιπτώσεις ενδύονται οι ιέρειες, όπως παρουσιάζουν ευρήματα της Μινωικής Κρήτης. Οι ίδιες παραδόσεις διατηρούνται και στην αρχαία Στρογγύλη, αφού σ’ όλες τις τοιχογραφίες που έχουν βρεθεί στο Ακρωτήρι, τα πρόσωπα που απεικονίζονται φορούν, αντί για στολές, γαλάζιες περούκες (οι αρχαιολόγοι τα ερμηνεύουν ως «μερικώς ξυρισμένα κεφάλια», μετατρέποντάς τους σ’ ένα είδος αρχαίων… πανκ). Σε συγκεκριμένη τοιχογραφία που βρέθηκε σε κτήριο του Ακρωτηρίου (Δυτική Οικία, 1ος όρ., δωμ.5, νότια πλευρά), από μια σκηνή που περιγράφει μια εικόνα δύο πόλεων, απεικονίζονται και Νέφιλιμ, αν και οι περισσότεροι αρχαιολόγοι που δεν έχουν ακούσει αυτή την λέξη, συνήθως τους ερμηνεύουν ως «αγρότες», που για κάποιον άγνωστο λόγο φορούν μια μακριά στολή γεμάτη φτερά.
Έχουμε λοιπόν την πηγή, έχουμε και το αποτέλεσμα, το ερώτημα ωστόσο παραμένει, πώς ο πολιτισμός της Ατλαντίδας μεταφέρθηκε στα Αιγαιοπελαγίτικα νησιά, χιλιάδες χρόνια μετά την καταβύθισή της; Αυτή η απορία με βασάνιζε για πολλές μέρες, μέχρι που τελικά επισκέφτηκα το Ακρωτήρι. Εκεί μου δόθηκε η μαγική λέξη που ξεκλείδωνε αυτό το αίνιγμα!
Τώρα που κοιτάζω τις φωτογραφίες που έφερα πίσω από την Σαντορίνη, αναρωτιέμαι πως δεν το είχα καταλάβει νωρίτερα, εκείνη ακριβώς την στιγμή που στάθηκα στα πόδια του Σκάρου, του φοβερού αμφίβιου γίγαντα που πέτρωσε, για να φρουρεί ακούραστα, πάνε τρεις χιλιάδες εξακόσια χρόνια τώρα, την μαγική καλντέρα. Από πόσο μακριά ήρθε άραγε αυτό το πλάσμα; Από άλλους πλανήτες, άγνωστους κόσμους, μακρινές θάλασσες;
Κι αν τέλος πάντων είναι κι αυτό ένα απ’ τα καμώματα της φύσης, τι ήταν αυτό που είδε η γη, η σιωπηλή σμιλεύτρα που τόσο πολύ της αρέσει –σαν τους Τελχίνες κι αυτή– να φτιάχνει αγάλματα από χώμα και βράχο, μιμούμενη κάθε τι που της κάνει εντύπωση και θέλει για πάντα να το κρατήσει; Και διαβάζοντας θαρρείς το απορημένο μου μυαλό, ο Σκάρος ξεροβήχει και μου αποκρίνεται, και με μια γερή ανάσα σαν το δυνατό άνεμο που φυσά εκεί πάνω, ο πανάρχαιος βράχος μου λέει όλη την ιστορία.
Η Ατλαντίδα υπήρχε τοπικά και χρονικά εκεί ακριβώς που την περιγράφει ο Πλάτωνας. Μετά την ήττα από τους Αθηναίους, όταν βασιλιάς της Αθήνας λένε πως ήταν ο Ωγύγης, κατά την βασιλεία του οποίου η Αθήνα επλήγει από έναν κατακλυσμό προγενέστερο εκείνου του Δευκαλίωνα, το νησί-ήπειρος της Ατλαντίδας καταβυθίστηκε, αλλά, όπως είπε κι ο Πλάτωνας σε ρηχά νερά, δημιουργώντας μια λασπώδη θάλασσα που για χιλιάδες χρόνια ήταν αδύνατο να την περάσουν πλοία. Όπως παραδέχονται κι οι γεωλόγοι, πριν από περίπου δέκα χιλιάδες χρόνια, η θερμοκρασία του πλανήτη ξαφνικά ανέβηκε, που συνοδεύτηκε κι από μια απότομη αύξηση των βροχοπτώσεων.
Έτσι κλείνει η τελευταία εποχή των πάγων, το λιώσιμο των οποίων ανεβάζει την στάθμη του Ατλαντικού ωκεανού κατά περίπου δέκα (άλλοι πάλι λένε εκατό) μέτρα. Αυτή η πλημμύρα ήταν αρκετή για να σκεπάσει το μεγάλο μέρος των πεδιάδων της νήσου, όχι όμως και των βουνών της, όπως εκείνα που περικύκλωναν το εξωτερικό μέρος της, καταλήγοντας σε απόκρημνες ακτές, ή αυτά που περιέβαλαν το κεντρικό νησί, σχηματίζοντας έτσι μικρά αποκομμένα νησάκια, στην μέση ενός ρηχού ωκεανού, κάνοντάς τον να μοιάζει περισσότερο με μια τεράστια κοραλλιογενή ατόλη.
Το πλησιέστερο απ’ αυτά, κατά το Στράβωνα (με βάση την Ομηρική Οδύσσεια) λίγο έξω απ’ τις Ηράκλειες στήλες, ήταν η Ωγυγία (που κατοικεί η κόρη του Άτλαντα, Καλυψώ), που ίσως ονομάστηκε έτσι προς τιμή του νικηφόρου βασιλιά των Αθηναίων, ενώ επίσης χαρακτηρίζεται και σαν «ομφαλός της θάλασσας». Άλλα πάλι, πιο μακρινά νησιά, έγιναν αργότερα γνωστά ως νήσοι των Εσπερίδων (που κατοικεί ο Άτλας), νήσοι των Μακάρων και των Ηλυσίων πεδίων, αλλά και αποτέλεσαν την βάση της μυθολογίας των μαγικών νησιών του «αλλόκοσμου», που οι Κέλτες αναζητούσαν από την αρχαιότητα, μέχρι την εποχή του Αγίου Μπρέναν.
Εκεί λοιπόν διασώθηκε το κύριο μέρος του πολιτισμού της Ατλαντίδας, απ’ τους κατοίκους που γλίτωσαν την πρώτη καταστροφή, αν και ένα ασθενέστερο μέρος του, μεταφέρθηκε από τις αποικίες της Αφρικής και της Ιβηρικής χερσονήσου (η τύχη των οποίων δεν σχολιάζεται από τον Πλάτωνα) δια μέσου δύο παράλληλων μεταναστευτικών ρευμάτων. Το πρώτο, θα ιδρύσει τον Αιγυπτιακό πολιτισμό λίγο μετά την καταστροφή και λίγο αργότερα θα περάσει στην γη του Ιορδάνη, χτίζοντας την πρώτη Ιεριχώ (8.000 π.κ.ε), για να εγκατασταθεί τελικά στην γη των Σουμέριων, την Μεσοποταμία.
Όλες αυτές οι περιοχές, συμφωνούν οι αρχαιολόγοι, εκείνη την εποχή, ξαφνικά γνωρίζουν την καλλιέργεια της γης. Το δεύτερο κύμα, περισσότερο βαρβαρικό και πολεμοχαρές, αποδεκατισμένο απ’ τον πόλεμο με τους λαούς της Ευρώπης και τις πλημμύρες που το έπληξαν επίσης σε μεγάλο βαθμό, θ’ ακολουθήσει μια πιο αργή πορεία, ομάδες κυνηγών που θα διασχίσουν την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη (από κει μια μικρή φατρία θα περάσει και στις Βρετανικές νήσους), στην συνέχεια τον Καύκασο και στην περιοχή της Κασπίας θάλασσας, ενώ, τελικά θα φτάσουν μέχρι τον Ινδό ποταμό (χωρίς ωστόσο ν’ αποτελεί τον πρώτο πολιτισμό της Ινδίας), απ’ όπου αργότερα θα ξεπηδήσει το αναγνωρίσιμο φύλο της Άριας φυλής.
Χαρακτηριστικά λατρευτικά έθιμα των Ατλάντων θα διατηρηθούν για χιλιάδες χρόνια σ’ ολόκληρη αυτήν την περιοχή. Ο Θεός των Κελτών Κέρνουννος, έχει κέρατα ταύρου και κυβερνά κάθε δύναμη ανάμεσα στην ζωή και το θάνατο, φρουρώντας παράλληλα τις Πύλες που οδηγούν στον Κάτω κόσμο. Οι ταύροι επίσης χρησιμοποιούνται στις τελετές των δρυίδων, όπως άλλωστε και στην Μιθραϊκή θρησκεία, που θεωρούνται τα ιερότερα των ζώων. Στην «μαγεμένη» Έφεσο, ο Ποσειδώνας λατρευόταν ανάμεσα σε ταύρους, που απεικονίζονται κατ’ επανάλειψη και στα ευρήματα των αρχαίων οικισμών Χάραππα και Μοχέντζο Ντάρο, ενώ στη νοτιότερη περιοχή της Ινδίας, το Ταμίλ Ναντού, ανάμεσα στους σημερινούς απογόνους των Βραχμάνων, ακόμα και στις μέρες μας επιβιώνει το έθιμο του κυνηγιού των ταύρων, από άντρες με γυμνά χέρια.
Όμως αργότερα, ένας νεώτερος κατακλυσμός (του Νώε/Ουτναπίστιμ/Δευκαλίωνα – που οι Γεωλόγοι αποδίδουν σε υπερχείληση της Μαύρης θάλασσας) θα σαρώσει και τα δύο αυτά ρεύματα, κι έτσι σ’ όλη αυτήν την έκταση, ο μυθικός πολιτισμός να παραμείνει σαν μακρινή ανάμνηση, στην συνείδηση των μακρινών απογόνων και μεταγενέστερων κατοίκων της περιοχής.
Ο πολιτισμός των Ατλάντων ωστόσο δεν θα χαθεί, αφού οι ομάδες που έμειναν αποκομμένες πάνω στα νησιά του Ατλαντικού, ακολουθώντας δύο εντελώς διαφορετικές πορείες, θα καταφέρουν να επιβιώσουν και να εγκαταλείψουν τις αρχαίες βουνοκορφές, προτού η μυθική ήπειρος βουλιάξει για δεύτερη φορά, γλιστρώντας τώρα μέσα σε ωκεάνια ρήγματα και σε ασύλληπτα βάθη. Εκείνοι που βρίσκονταν κοντά στις ακτές της Αμερικανικής ηπείρου, θα διαφύγουν προς το εσωτερικό της γης, μέσα από υπόγεια τούνελ, τα οποία μερικώς έσκαψαν, αφού ανακάλυψαν αρχαιότερα τούνελ κάτω από τα ορυχεία απ’ όπου νωρίτερα έβγαζαν πέτρες και χαλκό (για αυτά τα παλαιότερα τούνελ, υπεύθυνο λέγεται πως είναι το πανάρχαιο «Τάγμα του Λαβυρίνθου», που δεν είναι άσχετο με τους «Μεγάλους Παλαιούς», αλλά εγώ επιμένω να φαντάζομαι γιγάντια μυρμήγκια).
Όσοι πρόλαβαν να χρησιμοπιήσουν αυτά τα τούνελ, τελικά θα φτάσουν (ίσως μετά από ολόκληρες γενεές) στην Κεντρική και Νότια Αμερική, όπου αρχικά θα υποδουλώσουν τους Ολμέκους κι αργότερα θα ιδρύσουν τον πολιτισμό των Μάγια (που άλλωστε διηγούνται πως οι λευκοί πρόγονοί τους βγήκαν μέσα από τούνελ, προερχόμενοι από το βυθισμένο νησί «Αζτλάν»), ή και τους μεταγενέστερους Ίνκας, που είναι γνωστό ότι κατείχαν τα υπόγεια περάσματα και στις προφητείες τους μιλούσαν για υπόγεια βασίλεια. Στην Αμερικάνικη ήπειρο, το Ατλάντειο γενεαλογικό δέντρο συνεχίζεται μέχρι τους Σιου και τους Χόπι, που επίσης ισχυρίζονται ότι οι πρόγονοί τους ήρθαν απ’ το εσωτερικό της γης.
Στα αινιγματικά οροπέδια των Χιλιανών Άνδεων, οι ανθρωπολόγοι πρόσφατα ανακάλυψαν μια φυλή γαλάζιων ανθρώπων κι ύστερα από μελέτες, απέδωσαν το χρώμα του δέρματός τους στην έλλειψη οξυγόνου, που παρατηρείται σ’ αυτά τα υψίπεδα που φθάνουν μέχρι έξι χιλιάδες μέτρα πάνω απ’ την επιφάνεια της θάλασσας. Το ίδιο φυσικά θα συνέβαινε και έξι χιλιάδες μέτρα κάτω απ’ την επιφάνεια της θάλασσας, αν κάποιοι ζούσαν σε τέτοιο βάθος, χαρακτηριστική άλλωστε είναι και η μορφή του Ετρουσκικού Χαρούν, του αδερφού του Μίνωα, Ραδάμανθυ, ή του Ευρυνόμου, του βαθυγάλαζου ανθρωπόμορφου Θεού του Κάτω κόσμου, που στην Ελληνική μυθολογία κατασπαράζει τις ένοχες ψυχές.
Μέχρι στιγμής περιγράψαμε επιγραμματικά τρία μεταναστευτικά ρεύματα. Αυτό που μένει και που θα μας απασχολήσει περισσότερο, είναι το μέρος της Ατλάντιας φυλής που επέζησε στα νησιά εκείνα, που τέσσερις ή πέντε χιλιάδες χρόνια πριν από τον τελευταίο κατακλυσμό, βρέθηκαν ξαφνικά απομονωμένα, στην μέση του ωκεανού. Σαν τον Κριτία τώρα, ο Σκάρος μου ζητάει να μη βιαστώ να τον διακόψω, αλλά ν’ ακούσω με συγκατάβαση την συνέχεια της ιστορίας.
Εκεί λοιπόν οι Ατλάντες, μέσα από μια διαδικασία φυλετικής μετάλλαξης, είτε μέσω πειραμάτων του DNA, είτε εξ’ αιτίας ενός φυσικού γενετικού εκφυλισμού, θα αποκτήσουν αμφίβεια χαρακτηριστικά που θα τους επιτρέψουν να επιβιώνουν στο νερό. Μην φαντάζεστε βέβαια την εικόνα του Patrick Duffy, που βλέπαμε στην τηλεόραση παλιά, ή του γαλαζόδερμου Aquaman (για όσους ασχολούνται με παλιά κόμιξ), αλλά μάλλον εκείνη των Αβυσσαίων (Deep Ones), που τους προσδίδει ο Λάβκραφτ στην «σκιά πάνω από το Ίνσμουθ». Προσομοιώνοντας την μορφή των πλέον συνηθισμένων ψαριών στις λασπωμένες αμμουδερές ακτές τους, των σαλαχιών (που έχω δει να βγαίνουν χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα μέχρι και την άκρη του κύματος στην αμμουδιά), πήραν έτσι μια ανθρωποσελαχοειδή όψη, με την οποία σ’ εμάς είναι γνωστοί ως «Τελχίνες».
Αυτή η μορφή ταιριάζει μ’ εκείνη των περιβόητων «διαβολόψαρων» (που κυκλοφορούν στο εμπόριο αποξηραμένα), αλλά την επόμενη φορά που θα ψαρέψει κάποιος ένα τέτοιο, ζωντανό, από περιέργεια, ας δοκιμάσει να τ’ ανακρίνει! Μ’ αυτήν λοιπόν την μορφή οι Τελχίνες επέζησαν και μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, όταν η μυθική ήπειρος αυτή την φορά χάθηκε για πάντα σε απώτερα βάθη.
Οι Τελχίνες περιγράφονται σε διάφορες μυθολογίες, όπως στην περίπτωση του αρχαίου Θεού των Σουμερίων Οάννες, του αρχηγού της αμφίβιας φυλής Ακπάλους («Ανένδοτοι») με το ψαρίσιο σώμα και τα χαρακτηριστικά και πόδια ανθρώπου. Ο Οάννες βγήκε απ’ τα νερά του Περσικού κόλπου, με σκοπό να εκπολιτίσει τους Σουμέριους, μαθαίνοντάς τους έτσι να χτίζουν πόλεις και ναούς, να καλλιεργούν την γη και τους μύησε στις τέχνες και τις επιστήμες. Σε μια Ασσυριακή σφραγίδα απεικονίζεται μια ομάδα από Ακπάλους συγκεντρωμένη γύρω από έναν «ομφαλό», απ’ αυτούς που είναι διασκορπισμένοι σε διάφορα σημεία της γης.
Ο μύθος λέει, ότι από εκείνο το σημείο οι ψυχές μπορούσαν να περνούν από την μια διάσταση στην άλλη, ή σε κάποιο άλλο σημείο του διαστήματος, αφού μπορούσε ν’ ανοίγει ενεργειακές τρύπες (επίσης γνωστές σαν «ορκίδες», ή «σκουληκότρυπες», ή «αστροπύλες») που ένωναν κάποιον άλλο πλανήτη με «αρχαία πηγάδια» της Γης. Οι αινιγματικοί Ντόγκον από το Μαλί μιλούν με την σειρά τους για τους «Νόμμος» (πως λέμε… «Ευρυνόμος»), αμφίβια πλάσματα που προέρχονται από το διάστημα και που προτιμούν να ζουν στο νερό, αν και μπορούν να ζήσουν και στην στεριά.
Οι Ντόγκον τα περιγράφουν με ανθρωπο-ιχθυοειδή χαρακτηριστικά, με δέρμα ψαριού και σχήμα σαλαχοειδές. Τον δε πλανήτη Σείριο Β’, τον αποκαλούσαν «πό-τόλο», που επιμένει μου φέρνει στο μυαλό την Ινδική «Πατάλα», το βασίλειο του Κάτω κόσμου. Αν δεν το καταλάβατε, απλά προσπαθώ να σας πω ότι οι μετα-Ατλάντιοι Τελχίνες/Ακπάλους/Νόμμος έχουν μεγάλη σχέση με την Κούφια Γη.
Ο Παράκελσος, για παράδειγμα, μιλώντας για τα γνωμικά (gnomes), στα οποία πρωτοαναφέρθηκε ο Βιργίλιος, τα παρουσιάζει ως πνεύματα που κατοικούν σε υπόγειους λαβύρινθους (όπως τα Νάγκας στην Πατάλα) και εξηγεί ότι η ονομασία τους προκύπτει απ’ τις ελληνικές λέξεις «Γη» και «Νόμος» (η τελευταία μπορεί και να κατάγεται από τον Σείριο Β΄), ενώ επιμένει ότι προέρχονται από την Κνωσό (!). Αυτά τα νανικά γνωμικά είναι γνωστά στη Βρετανία σαν «Κορέντς», (ή «Παλαιοί») κι απ’ αυτά προέκυψε η αρχέτυπη εικόνα των καλικάντζαρων.
Αλλά και οι ίδιες ακόμα οι ιχθυόμορφες θεότητες που αντικατέστησαν την αρχέγονη θαλάσσια θεότητα, μητέρα των Τιτάνων και προστάτιδας της Ατλαντίδας, οι Φοινικο-Ασσυριακοί Ατάργης και Δάγωνας, (κυρίαρχος θεός των Φιλισταίων, που προέρχονται απ’ τους αρχαίους Κρήτες), ο γέροντας Νηρέας ή ο Πρωτέας, που μπορεί ν’ αλλάζει μορφές, ο θαλάσσιος γκριζογάλαζος δαίμονας Γλαύκος και η γενιά του, οι Τρίτωνες κι οι ιχθυοκένταυροι, οι Νηρηίδες κι οι Ωκεανίδες, είναι άμεσα συνδεδεμένες με την μεταλλαγμένη φυλή. (Σκεφτείτε μόνο πόσες μορφές θα δοκίμασαν οι Άτλαντες, μέχρι να καταλήξουν σ’ αυτήν των Τελχίνων).
Από ιστορική σκοπιά, οι Τελχίνες τοποθετούνται απ’ τους αρχαιολόγους πίσω απ’ το όνομα «Φοίνικες», τον θαλασσινό λαό που πιστεύεται ότι πρώτος διέσχισε την Μεσόγειο μέχρι τον Ατλαντικό ωκεανό, αλλά δεν αποκλείεται τελικά ν’ ακολούθησε αντίστροφη διαδρομή. Μέχρι πού έφθασαν οι Φοίνικες; Ένα αρχαίο πλοίο ανακαλύφθηκε κάτω από τα λείψανα ενός πιο σύγχρονου ναυαγίου στο βυθό των νησιών Μπαχάμες. Δεν ήταν δύσκολο ν’ αναγνωριστεί ως Φοινικικό, αφού στην πλώρη των πλοίων τους σκάλιζαν νανικούς αμφίβιους θεούς!
Αλλά κι αν ακόμα οι Φοίνικες προέρχονταν από μια φυσιολογική ανθρώπινη φυλή, φθάνοντας σε μυθικούς χρόνους μέχρι την Ισπανική Ανδαλουσία, όπου ίδρυσαν την αρχαία Γαδίς (ερείπια της οποίας ξεκινούν από το 3.000 π.κ.ε), στην ίδια περιοχή που τοποθετείται η ακόμα αρχαιότερη μυθική Ταρσίδα, ή Ταρτησσός, τότε ήρθαν σίγουρα σε επαφή με τους Τελχίνες, που οδήγησαν τον πολιτισμό τους σε μεγάλη ακμή, μέχρι να καταστραφούν ολοκληρωτικά από τον Αλέξανδρο, ο οποίος στο δρόμο για την Αίγυπτο, «συμβολικά» σταύρωσε δύο χιλιάδες Φοίνικες, εξαφανίζοντάς τους απ’ την Ιστορία.
Στο Αιγαίο η μυθολογία θέλει τους Τελχίνες (κι η αρχαιολογία τους Φοίνικες) να εμφανίζονται πρώτα στην Κρήτη, όπου η γνώση που διατηρούν είναι πολύτιμη για την άνθηση του Μινωικού πολιτισμού. Κάποιες περιγραφές τους θέλουν δίχως χέρια ή πόδια, άλλες με μεμβράνες ανάμεσα στα δάχτυλα, αλλά πάντως μιλούν για αμφίβια πλάσματα με ιχθυοειδή χαρακτηριστικά. Οι «γιοι του ωκεανού», ή «αυτοί που ήρθαν απ’ τη θάλασσα» (κατά τον Διόδωρο), οι «μισοί άνθρωποι-μισοί ψάρια» (Suetonius, 1ος αι. μ.κ.ε), είναι γνώστες της μεταλλουργίας, όπως οι Ατλάντιοι ήταν οι πρώτοι γνώστες του ορείχαλκου (το ίδιο και οι νάνοι του Τόλκιν, που δημιουργεί κρυφά ο αντίστοιχος του Ποσειδώνα, Θεός Αουλέ) κι απ’ ότι φαίνεται ο Δαίδαλος διδάχθηκε –αν δεν ήταν ο ίδιος ένας– απ’ αυτούς.
Είναι επίσης οι πρώτοι που κατασκευάζουν αγάλματα, αλλά το ίδιο ακριβώς έχει ειπωθεί και για τους Ατλάντιους, ενώ κατέχουν το υπερόπλο που αποκαλείται «Κακό Μάτι» –το οποίο μάλιστα εμφανίζεται και σε Ασσυριακές σφραγίδες δίπλα στον Οάννες– και προκαλούν μ’ αυτό καταιγίδες και τρικυμίες (αλλά και κατά την άποψη του Κέησυ, η Ατλαντίδα καταβυθίστηκε από την υπερβολική χρήση τέτοιων όπλων – κρυστάλλων). Άλλοτε θεωρούνται ευεργέτες των ανθρώπων, λόγο της γνώσης που μεταφέρουν κι άλλοτε αντιμετωπίζονται σαν δαίμονες (σχεδόν με την σημερινή έννοια της λέξης) που έχουν μαγικές ικανότητες.
Σ’ αυτό άλλωστε οφείλουν και τ’ όνομά τους, αφού η λέξη «Τελχίνες» προκύπτει από το «θελγίνες», ή γόητες, που στην αρχαία Ελλάδα σήμαινε «μάγοι» (απ’ την «γοητεία» προέρχεται και το ξόρκι, ή «γητειά»). Οι ίδιοι πάντως παρουσιάζονται ιδιαίτερα αλαζόνες και φυσικά «καυχώνται ότι μπορούν ν’ αλλάζουν μορφές» (όπως, ας πούμε, ο Θεός Πρωτέας, ή οι καλικάντζαροι της Σαντορίνης).
Οι Τελχίνες λέγεται ότι βγήκαν στην Κρήτη απ’ το άντρο του Διός, στο όρος Ίδη, απ’ όπου συμπτωματικά κατά το Δάντη, πηγάζουν όλοι οι ποταμοί του Κάτω κόσμου, και στο οποίο, ο Μίνωας αποσύρεται κάθε φορά που θέλει να πάρει μια σοβαρή απόφαση, ή να γράψει κάποιον καινούριο νόμο (ή μήπως νόμμο;). Ο χαρακτήρας του Μίνωα σαν «κριτής» τονίζεται ιδιαίτερα, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους δέκα βασιλείς – κριτές της Ατλαντίδας. Οι πολύμορφοι Τελχίνες αλλού ταυτίζονται κι αλλού συνδέονται γενεαλογικά, με τους Κάβειρους, τους Κορύβαντες, τους Ιδαίους Δακτύλους, και τους Κουρήτες (στους οποίους η Κρήτη ίσως οφείλει τ’ όνομά της) που έρχονται εκ Φρυγίας, από το εκεί όρος Ίδη, που επικοινωνεί δια μέσου τούνελ ή κάποιου «ομφαλού», με το Κρητικό Άντρο του Διός και το Κυπριακό Ιδάλιον όρος, αν όχι δηλαδή με τη λίμνη Αβέρνους της Ιταλίας (τα γνωμικά που ήρθαν απ’ την Κνωσό) ή τον ομφαλό της Ωγυγίας στον Ατλαντικό.
Σαν Κουρήτες, μεγάλωσαν και τον Δία, στο σπήλαιο του Κρητικού Ίδη, μαζί με την ωκεανίδα Καφείρα (Καφείρα, Καφούρος, χμμμ… κάτι «περίεργο» μου ψιθυρίζει ο Σκάρος). Από την Κρήτη, η αμφίβια φυλή περνά στην Κύπρο (ξέρετε πως) κι αργότερα στην Ρόδο, το νησί του Θεού Ήλιου, που τότε ονομάζεται Τελχινία, στην Τήλο και μετά στην Κέα (τελικά φθάνουν μέχρι την Σικυώνα – Αιγειάλη, όπου πολύ αργότερα καταβυθίζεται κι η τελευταία ίσως αποικία τους, η αρχαία Ελίκη) κι ανάμεσα σε όλα αυτά τα νησιά, που η μυθολογία επιμένει ότι πρωτοκατοικήθηκαν από Τελχίνες, για να ξαναγυρίσουμε εκεί που αρχίσαμε, και στην αρχαία Στρογγύλη.
Οι κάτοικοί της, που απ’ ότι φαίνεται δεν ξεπερνούσαν το 1,60 μ. σε ύψος, αναφέρει ο Ησίοδος ότι κατείχαν την γνώση του ορείχαλκου, πράγμα άλλωστε εμφανές από τα σημερινά ευρήματα. Ωστόσο δεν γίνεται κανένας συσχετισμός με τους Τελχίνες, που μετέφεραν την γνώση των μετάλλων στους ανθρώπους, ούτε στην γνωστή μυθολογία έχει συγκεκριμένα καταγραφεί η άφιξή τους στη Στρογγύλη (πέρα από κάποιον ίσως υπαινιγμό στα Αργοναυτικά του Απολλόδωρου).
Οι ανασκαφές στην προϊστορική πόλη του Ακρωτηρίου έφεραν στο φως τμήματα ενός παράλιου οικισμού, τα κτήρια του οποίου έχουν αποκαλυφθεί στις δύο πλευρές ενός μεγάλου δρόμου. Αυτόν το δρόμο, χωρίς να γνωρίζει κανείς σήμερα γιατί, ο Σπύρος Μαρινάτος τον ονόμασε «οδό Τελχίνων». Το 1974, και ενώ οι ανασκαφές βρίσκονταν ακόμα σε εξέλιξη, ο καθηγητής Μαρινάτος βρήκε τραγικό θάνατο από ατύχημα στον ίδιο χώρο. (Επίσημα, γλίστρησε από κάποιον τοίχο και χτύπησε το κεφάλι του σε μια πέτρα).
Το παράδοξο με τον οικισμό του Ακρωτηρίου, είναι ότι παρότι πιθανολογείται ότι στέγαζε όσους κατοίκους έχει σήμερα τον χειμώνα όλο το νησί, δεν έχουν βρεθεί πτώματα (ή, αν έχουν βρεθεί, για κάποιο λόγο δεν θέλουν να μας τα δείξουν). Μέχρι πρόσφατα, επικρατούσε η άποψη πως οι κάτοικοι εγκατέλειψαν την πόλη, παίρνοντας μαζί τα πολύτιμα αντικείμενά τους, προειδοποιημένοι από κάποιον μεγάλο σεισμό. Κι αυτή ακόμα η άποψη, προβλημάτιζε τους αρχαιολόγους, γιατί είναι εντελώς ασυνήθιστο να εγκαταλείπεται μια πόλη, ειδικά την περίοδο της ακμής της, εξ’ αιτίας απλά κάποιου σεισμού.
Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα δημιουργούν τα ίχνη που μαρτυρούν την παρουσία κάποιων κατοίκων κατά την διάρκεια της έκρηξης του ηφαιστείου. Αυτούς ο Μαρινάτος τους ονόμασε «τρωγλοδύτες», ερμηνεύοντάς τους ως συνεργείο που επιδιόρθωνε τις ζημιές του σεισμού. Φυσικά ούτε αυτών τα πτώματα βρέθηκαν. Τα μόνα οστά που βρέθηκαν ήταν (;) κατσίκας, κι αυτό δηλώνει ότι τουλάχιστον κάποιοι κάτοικοι ήταν παρόντες μέχρι την τελευταία στιγμή. Οι σύγχρονες μελέτες πάντως, υποστηρίζουν ότι οι τρωγλοδύτες του Μαρινάτου, ήταν τελικά όλος ο πληθυσμός της πόλης, όπως φαίνεται από τα πολλά επισκευαστικά έργα που έμειναν ημιτελή κατά την έκρηξη του ηφαιστείου. Όμως αν επισκεφθεί κανείς την Πομπηία, στην γειτονική Ιταλία, θ’ αρχίσει να σκέφτεται έντονα ότι κάτι δεν πάει καλά. Φαίνεται πως οι κάτοικοι της Στρογγύλης, ήξεραν να ερμηνεύουν τα σημάδια του ηφαιστείου, που οι Ρωμαίοι χίλια επτακόσια χρόνια αργότερα αγνοούσαν.
Προσπαθώ να φανταστώ τις τελευταίες ώρες της Στρογγύλης, τον κρατήρα που δεν έχει ακόμα καταρρεύσει να υψώνεται σαν θεόρατο βουνό που καπνίζει απειλητικά, σεισμούς που ενδεχομένως ανά διαστήματα ταρακουνούν το νησί και τους αινιγματικούς κατοίκους της προϊστορικής πόλης να κοιτούν τρομαγμένοι ο ένας τον άλλον. Στο μυαλό μου έρχεται ο Έντουαρντ Μπάλγουερ Λύττον και το έργο του Οι Τελευταίες Ημέρες της Πομπηίας, και στην συνέχεια η Επερχόμενη Φυλή, όπου οι κάτοικοι της υποχθονίας, κατέχουν έναν πολιτισμό το ίδιο ουτοπικό με αυτόν της Ατλαντίδας.
Οι πρόγονοι των Βριλια, λέει ο Λύττον, ήταν αμφίβια, αν και τους συγκρίνει περισσότερο με αρχέγονους βατράχους, κι ύστερα πάλι σκέφτομαι μια άλλη ιστορία του Κάτω κόσμου, τους Βάτραχους του Αριστοφάνη. O Πλίνιος, προτού χαθεί ο ίδιος στην φοβερή έκρηξη του Βεζούβιου, γράφει στην Φυσική Ιστορία του, για ένα ασυνήθιστο είδος σαλαχιού, που οι Έλληνες ονομάζουν «βάτραχο», ενώ επίσης, καταγράφει πραγματικές μαρτυρίες αξιόπιστων προσώπων, για συναντήσεις με Τρίτωνες, Νηρηίδες και αμφίβια που κατοικούν σε σπηλιές του βυθού, όταν δεν κυκλοφορούν στην στεριά, και άλλα πολλά μυθικά πλάσματα της θάλασσας – που ξέρει πολύ καλά να ξεχωρίζει απ’ τα σημερινά γνωστά μεγάλα θηλαστικά.
Ανάμεσά τους αναφέρει κι έναν «άνθρωπο της θάλασσας», που εμφανίζεται συχνά στον κόλπο Γαδιτάνο (την θάλασσα της Καντίζ, που λέγαμε πριν) και σκαρφαλώνει ύπουλα στα πλοία, όπως άλλωστε στην Κέλτικη μυθολογία συνηθίζουν και οι «γαλάζιοι άνθρωποι», ίσως περισσότερο γνωστοί σαν «Γλαυκίδες», οι γιοι του θαλάσσιου άρχοντα και γιου του Μίνωα, Γλαύκου και της «Ευπλοκάμιας» (Κθουλοειδούς) μάγισσας Κίρκης.
Οι “Na fir Ghorm”, σύμφωνα με τους Χάϊλαντερς, κατοικούν μέσα σε σπήλαια στα βάθη του καναλιού Minch, στα νησιά Εβρίδες ή Υβρίδες (που ποιος ξέρει που οφείλουν τ’ όνομά τους) και μαρτυρίες για επιθέσεις τους σε πλοία, κυκλοφορούν ανάμεσα στους Σκωτσέζους ναυτικούς μέχρι τουλάχιστον το 14ο αι. Οι «γαλάζιες γυναίκες» με τις οποίες συγγενεύουν, είναι βέβαια πολύ γνωστότερες, αφού όλοι μας τις ξέρουμε σαν γοργόνες.
Ο Δίας θύμωσε με τους Τελχίνες, επειδή βοήθησαν τον βασιλιά της Ατλαντίδας Κρόνο να τον πολεμήσει, ή γιατί ανακάτευαν με θείο τα υπόγεια νερά της Στυγός, σκορπώντας το θάνατο σε ζώα και φυτά (συνεχίζοντας ίσως με την Αλχημιστική τους γνώση τα γενετικά πειράματα), ή τέλος πάντων εξ’ αιτίας του αλαζονικού χαρακτήρα τους και γι’ αυτό τους έριξε στον Τάρταρο. Άλλες πάλι αρχαίες αναφορές θέλουν τον Ποσειδώνα να τους προφυλάσσει απ’ την οργή του Δία, κρύβοντάς τους κάτω απ’ την Γη.
«Ίσως έχουν φτιάξει κάποιο υπόγειο καταφύγιο», λέω στον φύλακα του αρχαιολογικού χώρου του Ακρωτηρίου, που φαίνεται να συμφωνεί μαζί μου. «Λίγο πιο πάνω, στο βουνό, έχουν βρει δύο σπήλαια», μου εκμυστηρεύεται εκείνος. «Έχουν ανοιχθεί από ανθρώπινα χέρια, κι είναι άγνωστο σε τι χρησίμευαν. Αλλά, αφού είχαν την δυνατότητα ν’ ανοίγουν τρύπες στην κανονική γη του νησιού, τότε σίγουρα κάποια στιγμή θα τους βρούμε, σε κανένα καταφύγιο».
Δεν ξέρω, Σκάρε, τι λες κι εσύ για όλ’ αυτά;
«Το καταφύγιο θα βρεθεί. Οι κάτοικοι όμως, αμφιβάλλω αν θα είναι παγιδευμένοι στην άκρη του.» μου απαντά,