Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Χοηφόροι (22-65)

ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
ἰαλτὸς ἐκ δόμων ἔβαν [στρ. α]
χοᾶν προπομπὸς ὀξύχειρι σὺν κόπῳ.
πρέπει παρῂς φοίνισσ᾽ ἀμυγμοῖς
25 ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ,
δι᾽ αἰῶνος δ᾽ ἰυγμοῖσι βόσκεται κέαρ.
λινοφθόροι δ᾽ ὑφασμάτων
λακίδες ἔφλαδον ὑπ᾽ ἄλγεσιν,
30 πρόστερνοι στολμοὶ πέπλων ἀγελάστοις
ξυμφοραῖς πεπληγμένων.

τορὸς γὰρ [Φοῖβος] ὀρθόθριξ δόμων [ἀντ. α]
ὀνειρόμαντις, ἐξ ὕπνου κότον πνέων,
ἀωρόνυκτον ἀμβόαμα
35 μυχόθεν ἔλακε περὶ φόβῳ,
γυναικείοισιν ἐν δώμασιν βαρὺς πίτνων,
κριταί ‹τε› τῶνδ᾽ ὀνειράτων
θεόθεν ἔλακον ὑπέγγυοι
40 μέμφεσθαι τοὺς γᾶς νέρθεν περιθύμως
τοῖς κτανοῦσί τ᾽ ἐγκοτεῖν.

τοιάνδε χάριν ἀχάριτον ἀπότροπον κακῶν, [στρ. β]
ἰὼ γαῖα μαῖα,
45 μωμένα μ᾽ ἰάλλει
δύσθεος γυνά. φοβοῦ-
μαι δ᾽ ἔπος τόδ᾽ ἐκβαλεῖν.
τί γὰρ λύτρον πεσόντος αἵματος πέδοι;
ἰὼ πάνοιζυς ἑστία,
50 ἰὼ κατασκαφαὶ δόμων.
ἀνήλιοι βροτοστυγεῖς
δνόφοι καλύπτουσι δόμους
δεσποτᾶν θανάτοισι.

σέβας δ᾽ ἄμαχον ἀδάματον ἀπόλεμον τὸ πρὶν [ἀντ. β] 55
δι᾽ ὤτων φρενός τε
δαμίας περαῖνον
νῦν ἀφίσταται. φοβεῖ-
ται δέ τις. τὸ δ᾽ εὐτυχεῖν,
60 τόδ᾽ ἐν βροτοῖς θεός τε καὶ θεοῦ πλέον.
ῥοπὴ δ᾽ ἐπισκοτεῖ δίκας
ταχεῖα τοῖς μὲν ἐν φάει,
τὰ δ᾽ ἐν μεταιχμίῳ σκότου
† μένει χρονίζοντ᾽ ἄχη βρύει †
65 τοὺς δ᾽ ἄκραντος ἔχει νύξ.

***
ΠΑΡΟΔΟΣ

ΧΟΡΟΣ
Ήρθα σταλμένη συνοδειά
με νεκρικές χοές απ᾽ τα παλάτια
στηθοδερνάμενη γοργά·
νωπό το γαίμα από τα νύχια μου
στα μάγουλά μου κάνει αυλάκια
κι όσο για θρήνους, βόσκομαι μ᾽ αυτούς καθημερνά!
Ο άγριος ο πόνος μου ξεσκλίδια
κουρέλιασε τα λινά φάδια
30 των πέπλων μου πάνω στα στήθια,
που αγέλαστα χτυπούν τα πάθια
και τα σπαράζ᾽ η συμφορά.

Γιατί φόβος ορθότριχος τρανός,
των παλατιώ ονειροπροφήτης
οργή απ᾽ τα βάθη του ύπνου πνέοντας
νυχτάωρα, μεσ᾽ απ᾽ τ᾽ άδυτα του γυναικίτη,
έκαμε πέφτοντας βαρύς
τρόμου ξεφωνητό ν᾽ αντιβουΐσει.
Και του όνειρου οι εξηγητάδες
είπαν μ᾽ εγγύηση θεϊκιά,
πως έχουν οι κατωκοσμίτες
40 την έχθρα τους για τους φονιάδες
βαριά βαλμένη στην καρδιά.

Με τέτοια χάρη αχάριστη ζητώντας, μάνα ω Γη,
να στρέψει τούτα τα κακά απ᾽ την κεφαλή της
μ᾽ έστειλ᾽ εδώ η γυναίκα η άθεη,
μα τρέμω και να πω την προσταγή της.
γιατί ποιάν έχει ξαγορά το αίμα που θα χυθεί;
Οϊμένα, Εστία, πανάμοιρη
50 και θεμελιοσπίτωμα·
τ᾽ ανήλια ανθρωπομίσητα
σκοτάδια σε σκεπάζουνε
με των κυρίων το θάνατο.

Το πριν το σέβας το άσειστο και ατράνταχτο
που λαού γιόμιζε τ᾽ αυτιά και την καρδιά του,
τώρα πια πάει, και μόνο ο φόβος έμεινε,
60 γιατ᾽ είν᾽ η επιτυχία θεός, και πιο, εδώ κάτω.
Μα άγρυπνη η Δίκη άλλους χτυπά
γοργή καταμεσήμερα,
γι᾽ άλλους χρονίζει η συμφορά
για νά ᾽ρθει μεροσκότεινα
κι άλλους φυλάει μεσάνυχτα.

Η επιρροή του Θουκυδίδη στο σύγχρονο κόσμο

Ο πατέρας του πολιτικού ρεαλισμού διαδραματίζει έναν βασικό ρόλο στην τρέχουσα ισορροπία των θεωριών δύναμης
 
Ο Θουκυδίδης, ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός του 5ου αιώνα π.Χ., είναι όχι μόνο ο πατέρας της επιστημονικής ιστορίας, αλλά και του πολιτικού «ρεαλισμού», του σχολείου της σκέψης που προϋποθέτει ότι οι διακρατικές σχέσεις είναι βασισμένες στο συσχετισμό των δυνάμεων και δύσκολα μεταβάλλονται. Μέσω της μελέτης του πελοποννησιακού πολέμου, ενός καταστρεπτικού πολέμου που άρχισε σε 431 π.Χ. μεταξύ των ελληνικών πόλεων κρατών, ο Θουκυδίδης παρατήρησε ότι η στρατηγική αλληλεπίδρασης των κρατών ακολούθησε ένα ευδιάκριτο και επαναλαμβανόμενο σχέδιο. Σύμφωνα με αυτό, μέσα σε ένα δεδομένο σύστημα των κρατών, μια ορισμένη ιεραρχία μεταξύ των κρατών καθόρισε τη μορφή των σχέσεών τους. Επομένως, υποστήριξε ότι ενώ μια αλλαγή στην ιεραρχία των πιο αδύνατων κρατών δεν είχε επιπτώσεις σε ένα δεδομένο σύστημα, μια διαταραχή της ισορροπίας μεταξύ των ισχυρότερων κρατών θα ανέτρεπε αποφασιστικά τη σταθερότητα του συστήματος. Στη σκέψη του Θουκυδίδη ο Πελοποννησιακός πόλεμος ήταν το αποτέλεσμα μιας συστηματικής αλλαγής, που επήλθε από την αυξανόμενη δύναμη της αθηναϊκής πόλης κράτους, η οποία προσπάθησε να υπερβεί τη δύναμη της ομολόγου της Σπάρτης. Ό,τι  κατέστησε τον πόλεμο αναπόφευκτο ήταν η αύξηση της αθηναϊκής δύναμης και του φόβου που αυτό το γεγονός προκαλούσε στη Σπάρτη. Ο Θουκυδίδης έγραψε προκειμένου να διευκρινιστεί η προκύπτουσα μεταβολή, δηλαδή «μια αλλαγή στην ιεραρχία μεταξύ των κρατών ή στον έλεγχο των διεθνών πολιτικών σχέσεων». 
 
Ο ρεαλισμός του Θουκυδίδη έχει ασκήσει διαχρονική επίδραση στον τρόπο που οι σύγχρονοι αναλυτές αντιλαμβάνονται τις διεθνείς σχέσεις. Προσθέτοντας στις εργασίες Gilpin και του Waltz, ο Leo Strauss του πανεπιστημίου του Σικάγου είδε τον πελοποννησιακό πόλεμο ως περιορισμό των προτάσεων που θα μπορούσαν να παρουσιαστούν και να προσδιοριστούν σε ένα συνεπές πλαίσιο ή να χρησιμεύσουν ακόμη και ως η βάση για μια σειρά νόμων για την επιστήμη της σύγχρονης πολιτικής. Στην πραγματικότητα, οι πολιτικοί επιστήμονες έχουν μεταχειριστεί (βλέπουν) την εργασία του Θουκυδίδη ως συνεπή προσπάθεια να επικοινωνήσουν οι πολιτικές απόψεις που έχουν χρησιμεύσει ως η βάση για το αμερικανικό δόγμα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας στη μετά τον παγκόσμιο πόλεμο εποχή. Κατά συνέπεια, από τη μια πλευρά, ο Θουκυδίδης ήταν ο πρώτος που περιέγραψε τις διεθνείς σχέσεις ως αναρχικές και ανήθικες. Στο «διάλογο των Μηλίων», έγραψε ότι, στις διακρατικές σχέσεις, «ο ισχυρός κάνει ό,τι έχει τη δύναμη να κάνει και ο αδύνατος δέχεται ό,τι πρέπει να δεχτεί». Για το Θουκυδίδη, οι διεθνείς σχέσεις επιτρέπουν στο δυνατό να υλοποιήσει τις επιδιώξεις του σε βάρος του αδυνάτου που πρέπει να τις αποδεχθεί. Αφ’ ετέρου, ο Θουκυδίδης επεξήγησε το φαινόμενο του ψυχρού πολέμου, «της πόλωσης», μεταξύ των κρατών, ως αποτέλεσμα της στρατηγικής αλληλεπίδρασής τους.
 
Ο αντίκτυπος της εργασίας του Θουκυδίδη στους μελετητές της περιόδου του ψυχρού πολέμου συνίσταται σε στοιχεία για τη σχετικότητα της θεωρίας πραγματιστών στο σημερινό κόσμο. Στην πραγματικότητα, ενώ ο πελοποννησιακός πόλεμός είναι χρονολογικά απόμακρος από το παρόν, η επιρροή του Θουκυδίδη στους μελετητές των διεθνών σχέσεων στην περίοδο μετά το1945, και στη συνέχεια στην αμερικανική διπλωματία, είναι άμεση. Συγκεκριμένα, τα θεμέλια της αμερικανικής διπλωματίας κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, όσον αφορά στον ανταγωνισμό μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων και στις ηθικές συνέπειές του ή στα προβλήματα που τίθενται για τα μικρότερα κράτη και εμπλέκονται στη δίνη του διπολικού ανταγωνισμού, προέρχονται από την εργασία του.
 
Οι απόψεις των μελετητών στις αρχές του ψυχρού πολέμου αντλούν συχνά την έμπνευσή τους από την εργασία του Θουκυδίδη. Αυτή η περίοδος έχει προσφέρει έναν σημαντικό όγκο της θεωρητικής βιβλιογραφίας που βρίσκει στον ανταγωνισμό Αθήνας και Σπάρτης ένα προηγούμενο του  Αμερικανοσοβιετικού διπολικού ανταγωνισμού. Οι δομικοί πραγματιστές όπως ο Kenneth Waltz και ο Robert Gilpin διαπίστωσαν ότι ο ελληνικός κόσμος, και ιδιαίτερα η σχέση μεταξύ της Αθήνας και Σπάρτης, δεδομένου ότι ο Θουκυδίδης το περιγράφει, παρείχαν μια αλληγορία για την πόλωση του ψυχρού πολέμου. Το 1947, ο γραμματέας του κράτους George Marshall είχε στρέψει την προσοχή στη σημασία του πελοποννησιακού πολέμου για μια κατανόηση του σύγχρονου κόσμου. «Αναμφίβολα, είπε, εάν ένα άτομο μπορεί να σκεφτεί με πλήρη φρόνηση και σε βάθος, σχετικά με κάποια από τα βασικά ζητήματα σήμερα, δεν είναι δυνατό να μην επανεξετάσει την περίοδο του πελοποννησιακού πολέμου και την πτώση της Αθήνας».
 
Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της πόλωσης της περιόδου του ψυχρού πολέμου, οι σχεδιαστές πολιτικής εξίσωσαν τη δύναμη της Αμερικής με τη δόξα της αρχαίας Αθήνας, κατά την περίοδο πριν τον πελοποννησιακό πόλεμο. Κατά συνέπεια, το 1952, ο Louis J. Halle, στο χρονικό του διευθυντή πολιτικού προγραμματισμού του υπουργείου εξωτερικών, έγραψε ότι «το παρόν, στο οποίο η χώρα μας βρίσκεται, όπως η Αθήνα πριν από τον πελοποννησιακό πόλεμο, και που συναρτάται με το ζήτημα της ηγεσίας του ελευθέρου κόσμου φέρνει το Θουκυδίδη ουσιαστικά στην πλευρά μας... Φαίνεται ότι ο Θουκυδίδης έχει έρθει ακόμα πιο κοντά σε μας, έτσι ώστε τώρα να μιλά στο αυτί μας».
 
Σε όλο τον ψυχρό πόλεμο, πολλοί εστίασαν στα συμπεράσματα που ο Θουκυδίδης συνήγαγε από τη μελέτη της δύναμης και του ανταγωνισμού στα διπολικά συστήματα. Η σύγχρονη ερμηνεία του πελοποννησιακού πολέμου παραφράζει ποιοι πραγματιστές έχουν έρθει να προσδιορίσουν το «δίλημμα ασφαλείας», δεδομένου ότι η δύναμη ενός κατώτερου κράτους σε ένα σχετικά σταθερό διεθνές σύστημα αυξάνεται δυσανάλογα στη σύγκρουση με το κυρίαρχο κράτος. Ο ανταγωνισμός για την υπεροχή οδηγεί σε μια πόλωση του διεθνούς συστήματος. Στη γλώσσα των θεωρητικών παιχνιδιών ένα κέρδος μιας κρατικής δύναμης συνιστά απώλεια για ένα άλλο κράτος. Βεβαίως καθώς η πόλωση προχωρά, το σύστημα γίνεται όλο και περισσότερο ασταθές, και ενισχύει έτσι την πιθανότητα της μεταβαλλόμενης σύγκρουσης.
 
Πράγματι, η μελέτη της του συσχετισμού των δυνάμεων στον ελληνικό κόσμο στην περίοδο μεταξύ των περσικών και πελοποννησιακών πολέμων έχει επηρεάσει την εργασία των συντακτών πραγματιστών όπως ο Robert Gilpin, Kenneth Walls, Joseph Nye, και John Mearsheimer. Επίσης έχει επηρεάσει την αμερικανική διπλωματία όπως απεικονίζεται στην εργασία του Louis Halle στη δεκαετία του '50, και τον Henry Kissinger, όχι μόνο στη διδακτορική του διατριβή, αλλά στη διάρκεια αξιώματός του ως γραμματέα του κράτους στη δεκαετία του '70. Συγκεκριμένα, η αναφορά της παράλληλης διπολικότητας του Πελοποννησιακού και του ψυχρού πολέμου επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ είδαν τον κόσμο ως υπερδύναμη, και τον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίστηκαν τις πολιτικές εξελίξεις και τους πολιτισμούς άλλων χωρών στις μη-δυτικές περιοχές.
 
Ως αποτέλεσμα της μελέτης του πελοποννησιακού πολέμου, ο Θουκυδίδης έκανε μια θεμελιώδη διάκριση μεταξύ του τρόπου που ασκείται η πολιτική μέσα σε ένα ορισμένο κράτος και της πολιτικής που εφαρμόζεται στην αλληλεπίδραση μεταξύ διάφορων κρατών. Αυτή η διάκρισή του αποτελεί ακόμα το αντικείμενο της έντονης συζήτησης στους κύκλους εξωτερικής πολιτικής. Μέσα σε ένα κράτος, οι πολίτες συνυπάρχουν σε μια κοινότητα που είναι το αποτέλεσμα μιας μορφής κοινωνικής σύμβασης, η οποία παρέχει την προστασία των νόμων εις βάρος κάποιας μεμονωμένης ελευθερίας. Ως αποτέλεσμα της νομικής ισότητας την οποία η κοινωνική σύμβαση παρέχει στους πολίτες, ο αδύνατος είναι σε θέση να αντισταθεί στους ισχυρούς και γίνεται αντικείμενο σεβασμού. Στη διεθνή σφαίρα, εντούτοις, δεν υπάρχει καμία κοινωνική σύμβαση μεταξύ των πολιτών των διαφορετικών κρατών, και, δεν υπάρχει κανένας νόμος για να υπερασπίσει τη νομιμότητα και την ηθική των σχέσεων αλληλεπίδράσης μεταξύ των κρατών. Κατά συνέπεια, στις διακρατικές σχέσεις, είναι οι ισχυροί αυτοί που αποφασίζουν πώς ο αδύνατος πρέπει να αντιμετωπιστεί, δεδομένου ότι οι ηθικές κρίσεις είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες. Αυτή η διάκριση μεταξύ της ηθικής των εσωτερικών και διεθνών σχέσεων είναι υπονοούμενη στο «Διάλογο των Μηλίων». Στο εσωτερικό ενός κράτους οι νόμοι υπάρχουν για να μεταχειριστούν εξίσου αδυνάτους και ισχυρούς, ενώ στις διεθνείς διαφωνίες οι ισχυροί εξαναγκάζουν τους αδυνάτους.
 
Η παρουσία της δικαιοσύνης και της ηθικής στο εσωτερικό μιας χώρας και η απουσία τους στις διακρατικές σχέσεις θίγονται και από τον Αριστοτέλη. Θεωρούσε ότι οι άνθρωποι για τις μεταξύ τους υποθέσεις απαιτούν μια αρχή που εδρεύει στη δικαιοσύνη, αλλά όσον αφορά τους ξένους η δικαιοσύνη δεν προκαλεί καμία δική τους ανησυχία.
 
Επιπλέον, προγενέστεροι συγγραφείς έχουν επικυρώσει την άποψη του Θουκυδίδη. Οι Machiavelli και Hobbes, συμφωνώντας με τον Θουκυδίδη προτείνουν ότι, αν και η ηθική έχει την κατάλληλη σφαίρα της εντός της κοινότητας ενός ορισμένου κράτους, η προσπάθεια να ρυθμιστούν οι διακρατικές σχέσεις σύμφωνα με αυτή περιέχει τον κίνδυνο της επέμβασης σε ένα κυρίαρχο κράτος.
      
Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου ψυχρού πολέμου, ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού της Αμερικής με τη Σοβιετική Ένωση για την παγκόσμια ισορροπία της δύναμης, οι ΗΠΑ επενέβησαν στις περιοχές όπως η Λατινική Αμερική, η Μέση Ανατολή, η Αφρική, η Ασία, και η Μεσόγειος, με στόχο την περιστολή της κομμουνιστικής επιρροής. Η κρίσιμη σημασία των επεμβάσεων για τα αμερικανικά συμφέροντα αγνόησε οποιαδήποτε αίσθηση «της ανηθικότητας» που η αμερικανική υποστήριξη για αντικομμουνιστικά και συχνά σκληρά μη δημοκρατικά καθεστώτα μπορεί να είχε προκαλέσει. Εν ολίγοις, η ανησυχία για τα προνόμια της κοινωνίας πολιτών στις Ηνωμένες Πολιτείες συχνά επεκτείνεται στους πολιτισμούς και τις χώρες των οποίων η πολιτική υποταγή διακινδύνευσε να ανατρέψει τη διπολική ισορροπία ψυχρού πολέμου. Αναφέρεται η περίπτωση του Ιράν, της Ελλάδας, της Αιγύπτου, του Ελ Σαλβαδόρ, της Γουατεμάλας, και της Νικαράγουας, για να ονομαστούν μερικά σχετικά παραδείγματα.
 
Ο Θουκυδίδης μπορεί να ήταν ο πατέρας μιας σκληρής άποψης πραγματιστών των διεθνών σχέσεων, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο ίδιος επικύρωσε την ανηθικότητα που επικρατεί στις διεθνείς σχέσεις. Μάλλον, εάν δέχεται τη διάκριση μεταξύ των εσωτερικών και εξωτερικών υποθέσεων στον πελοποννησιακό πόλεμο, γίνεται σαφές ότι, όταν εξετάζει τις σχέσεις των ατόμων μέσα στο κράτος, είναι πράγματι έτοιμος να κάνει τις ηθικές κρίσεις. Στην αναπαραγωγή του «Επιταφίου λόγου του Περικλέους», ο ιστορικός δεν διστάζει να σχολιάσει την τραγωδία της πανούκλας που συμβαίνει την Αθήνα. Επιπλέον, στη συζήτηση πριν από την αποστολή στη Σικελία, ο Θουκυδίδης δεν δίστασε να επαινέσει το Νικία για την αίσθηση ηθικής του, με το ρητό ότι «[ο Νικίας] είχε ρυθμίσει ολόκληρη τη ζωή του από τα υψηλά ηθικά πρότυπα». Για τον σκληρό και άδικο αντίπαλό του Αλκιβιάδη, έγραψε, «ο τρόπος ζωής του τον κατέστησε απαράδεκτο ως πρόσωπο, και έτσι [οι άνθρωποι της Αθήνας] εμπιστεύτηκαν τις υποθέσεις τους σε άλλα χέρια». Τέλος μετά από το ολιγαρχικό χτύπημα και τη συνεργασία του Αλκιβιάδη με τους Πέρσες και τους Σπαρτιάτες για να διαλύσει τη δημοκρατία, ο Θουκυδίδης δήλωσε ότι η δημοκρατία ήταν, στην εμπειρία του, η καλύτερη κυβέρνηση που η Αθήνα είχε γνωρίσει.
 
Έχουν υπάρξει, εντούτοις, μερικές παραπλανητικές παρερμηνείες του Θουκυδίδη. Παραδείγματος χάριν, ο Thomas Hobbes, μεγάλος θαυμαστής του Θουκυδίδη, παρερμήνευσε τον ιστορικό όταν εναρμόνισε τα πολιτικά ενδιαφέροντά του με το έργο του. Έγραψε, στην πραγματικότητα, ότι στον αρχαίο ιστορικό «λιγότερο από όλα άρεσε η δημοκρατία», και ότι «προτιμούσε τη βασιλεία». Επί πλέον μερικοί κλασσικοί μελετητές ανησυχούν για τα συμπεράσματα που έχουν βγει από τους συγχρόνους θεωρητικούς των διεθνών σχέσεων για τον 5ο αιώνα π.Χ. και για τον Πελοποννησιακό πόλεμο υπό την σκιά του ψυχρού πολέμου. Έχει παρουσιαστεί προσφάτως μια ενημερωμένη έκδοση της θέσης του Θουκυδίδη, που υποστηρίζει ότι ο Πελοποννησιακός πόλεμος ήταν η αναπόφευκτη έκβαση της διαίρεσης του Ελληνικού κόσμου σε δύο πόλους δυνάμεων. Με το νέο πρόσχημα η άποψη του Θουκυδίδη ενισχύεται με τα όπλα των σύγχρονων κοινωνικών επιστημών. Η κατάσταση που προκάλεσε προβλήματα στον Ελληνικό κόσμο και οδήγησε στον πόλεμο αποδόθηκε στον «διπολισμό». Τυπικά, τέτοιες λέξεις – όρους έχουμε δανειστεί από τις Πολιτικές Επιστήμες, για να δοθεί ένας αέρας νεωτερισμού, διαφάνειας και αυθεντικότητας σε μια τετριμμένη, αόριστη και εσφαλμένη ιδέα.
 
Πραγματικά, ενώ η χρήση της σκέψης του Θουκυδίδη στη θεωρία για τις διεθνείς σχέσεις είναι χρήσιμη και αποδεκτή στην κοινότητα των πολιτικών επιστημών, η έλλειψη ευκολίας με την οποία οι κλασσικοί μελετητές μελετούν μια τέτοια σχέση δικαιολογεί την εξέταση των πραγματικών αρχών της ισορροπίας των δυνάμεων, όπως προέκυψε από τον Θουκυδίδη. Η σημασία μιας τέτοιας εξέτασης βρίσκεται στους παραλληλισμούς που έχουν γίνει μεταξύ του πελοποννησιακού πολέμου και του ψυχρού πολέμου, και των πρακτικών συνεπειών μιας τέτοιας πολιτικής ανάλυσης στην αμερικανική διπλωματία στην εποχή ψυχρού πολέμου, όσον αφορά στη σχέση ισορροπίας μεταξύ της υπερδύναμης και της περιφερειακής πολιτικής στις περιοχές της αμφισβητημένης επιρροής.
 
Τέλος, το τέλος του ψυχρού πολέμου απαιτεί μια αναθεώρηση της σκέψης του Θουκυδίδη και των θεωριών της διακρατικής συμπεριφοράς που προέρχονται από την εργασία του. Επιπλέον, ακόμη κι αν αποτελούν τη δύναμη της νέας τάξης πραγμάτων, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η δυναμική των διακρατικών σχέσεων κυμαίνεται συνεχώς. Ενώ μπορούν να υπάρξουν ορισμένες σταθερές στη συμπεριφορά των κρατών και των ατόμων, οι δυνατότητες για την αλληλεπίδραση, τη συνεργασία, και τη σύγκρουση υπάρχουν πάντα με νέες και προηγουμένως άγνωστες μορφές. Σε αυτήν την περίπτωση, η μελέτη της ιστορίας είναι μόνο ένας οδηγός, όχι μια συνταγή. Εάν η εργασία του Θουκυδίδη εξετάζεται σε ένα τέτοιο επίπεδο, θα θεωρηθεί αληθινά κτήμα για όλο το χρόνο, ακριβώς όπως ο συντάκτης σκόπευε.

Η φι­λί­α ως κοι­νω­νι­κό και πο­λι­τι­κό α­γα­θό

ἡ γάρ τοῦ συζῆν προαίρεσις φιλία[1]
(η αριστοτελική έννοια της πολιτικής φιλίας)

 
Ει­σα­γω­γή
 
Στό­χος του άρθρου αυ­τού εί­ναι να α­να­δεί­ξει την ε­πι­και­ρό­τη­τα της α­ρι­στο­τε­λι­κής έν­νοι­ας της πο­λι­τι­κής φι­λί­ας για τη νε­ω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή κοι­νό­τη­τα, ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γών­τας πως η φι­λί­α εί­ναι δυ­να­τόν να λει­τουρ­γή­σει ως κοι­νω­νι­κό α­γα­θό. Σε αν­τί­θε­ση με ο­ρι­σμέ­νες α­πό τις κυ­ρί­αρ­χες ερ­μη­νεί­ες της αρ­χαί­ας έν­νοι­ας της φι­λί­ας σύμ­φω­να με τις ο­ποί­ες η φι­λί­α μπο­ρεί να γί­νει κα­τα­νο­η­τή μό­νο ως υ­πο­χρε­ω­τι­κή α­μοι­βαι­ό­τη­τα, υ­πο­στη­ρί­ζω ό­τι η φι­λί­α α­νά­με­σα στους συμ­πο­λί­τες εί­ναι ση­μαν­τι­κή, για­τί συ­νει­σφέ­ρει στην ε­νό­τη­τα τό­σο της κοι­νω­νί­ας ό­σο και του κρά­τους, με­τα­δί­δον­τας συ­ναι­σθή­μα­τα οι­κει­ό­τη­τας και αλ­λη­λεγ­γύ­ης. Υ­πό αυ­τήν την έν­νοι­α, η φι­λί­α εί­ναι δυ­να­τόν να γί­νει κα­τα­νο­η­τή ως μια α­ξι­ό­λο­γη σχέ­ση αν­θρώ­πων στο πλαί­σιο της πο­λι­τεί­ας και της κοι­νω­νί­ας που στη­ρί­ζε­ται στη στορ­γή, την α­γά­πη, τον αλ­τρου­ι­σμό και τη γεν­ναι­ο­δω­ρί­α, α­ρε­τές που α­που­σιά­ζουν α­πό τις σύγ­χρο­νες νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες δυ­τι­κές κοι­νω­νί­ες, οι ο­ποί­ες φαί­νε­ται πως κυ­ρι­αρ­χούν­ται σχε­δόν ε­ξο­λο­κλή­ρου α­πό με­τα­νε­ω­τε­ρι­κά ι­δα­νι­κά. Ε­πι­ση­μαί­νε­ται ό­τι η α­ρι­στο­τε­λι­κή έν­νοι­α της πο­λι­τι­κής φι­λί­ας δεν εί­ναι α­συμ­βί­βα­στη με τη δι­και­ο­σύ­νη και την κυ­ρι­αρ­χί­α των νό­μων και πως η α­νά­λυ­ση του πε­ρι­ε­χο­μέ­νου της εί­ναι ση­μαν­τι­κή, για­τί εί­ναι δυ­να­τόν να μας βο­η­θή­σει να κα­τα­νο­ή­σου­με με κα­λύ­τε­ρο τρό­πο τό­σο την πο­λι­τι­κή ό­σο και την η­θι­κή θε­ω­ρί­α του Α­ρι­στο­τέ­λη εν γέ­νει. Ε­πι­πλέ­ον, ε­ρευ­νά­ται η σχέ­ση με­τα­ξύ φι­λί­ας και δι­και­ο­σύ­νης και υ­πο­στη­ρί­ζε­ται ό­τι - σε αν­τί­θε­ση με την ά­πο­ψη της θε­ω­ρί­ας του φι­λε­λεύ­θε­ρου α­το­μι­κι­σμού - οι έν­νοι­ες της φι­λί­ας και της δι­και­ο­σύ­νης εί­ναι δυ­να­τόν να εί­ναι συμ­βα­τές. Κα­τά τον Α­ρι­στο­τέ­λη η φι­λί­α α­πο­τε­λεί τον συν­τε­λε­στή της πο­λι­τι­κής ο­μό­νοι­ας στο βαθ­μό που, «ό­ταν οι πο­λί­τες εί­ναι φί­λοι, δεν χρει­ά­ζον­ται τη δι­και­ο­σύ­νη» (ΗΝ, VIII.2.1155b21-27).
   
Ει­δι­κό­τε­ρα, θα α­να­λύ­σω αρ­χι­κά την α­ρι­στο­τε­λι­κή έν­νοι­α της πο­λι­τι­κής φι­λί­ας ως έ­να εί­δος «α­μοι­βαί­ας χρη­σι­μό­τη­τας» ή, κα­λύ­τε­ρα, ως «φι­λί­ας του κοι­νού συμ­φέ­ρον­τος», και θα κα­τα­δεί­ξω τη σχέ­ση της με το κρά­τος και την κοι­νω­νί­α. Στη συ­νέ­χεια, θα ε­ξε­τά­σω τη σχέ­ση α­νά­με­σα στη φι­λί­α και τη δι­και­ο­σύ­νη και θα ε­πι­χει­ρή­σω να κα­τα­δεί­ξω το συμ­βα­τό χα­ρα­κτή­ρα της. Συγ­χρό­νως, θα κα­τα­δεί­ξω τη ση­μα­σί­α που ο Α­ρι­στο­τέ­λης α­πο­δί­δει στην έν­νοι­α της ο­μό­νοι­ας για την ε­νό­τη­τα της πο­λι­τι­κής κοι­νω­νί­ας και θα α­να­δεί­ξω τη σχέ­ση της ο­μό­νοι­ας με τη φι­λί­α και τη δι­και­ο­σύ­νη, α­φού κα­τά τον Α­ρι­στο­τέ­λη, η φι­λί­α εί­ναι ση­μαν­τι­κή για την κοι­νω­νί­α, για­τί δη­μι­ουρ­γεί ο­μό­νοι­α, ε­νι­σχύ­ον­τας έ­τσι την κοι­νω­νι­κή ε­νό­τη­τα, την αλ­λη­λεγ­γύ­η και την πο­λι­τι­κή συμ­φω­νί­α, αν­τί­λη­ψη που εν­δέ­χε­ται να συ­νει­σφέ­ρει, μέ­σω της α­ρε­το­λο­γι­κής κρι­τι­κής της οι­κο­νο­μί­ας[2], στη «θε­ρα­πεί­α» των δει­νών των σύγ­χρο­νων δη­μο­κρα­τι­ών, οι ο­ποί­ες προ­ω­θούν νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες οι­κο­νο­μι­κές και κοι­νω­νι­κές πο­λι­τι­κές[3].
     
Η ση­μα­σί­α της φι­λί­ας για τη σύγ­χρο­νη κοι­νω­νί­α
 
Η έν­νοι­α της α­ρι­στο­τε­λι­κής πο­λι­τι­κής φι­λί­ας δεν έ­χει, κα­τά τη γνώ­μη μου, με­λε­τη­θεί ε­παρ­κώς ού­τε α­πό τους σύγ­χρο­νους με­λε­τη­τές του α­ρι­στο­τε­λι­κού έρ­γου, οι ο­ποί­οι α­να­λώ­νον­ται συ­νή­θως σε α­να­λυ­τι­κού τύ­που κει­με­νο­κεν­τρι­κή ε­ξή­γη­ση του έρ­γου του Α­ρι­στο­τέ­λη, αλ­λά ού­τε α­πό τους σύγ­χρο­νους νε­ο­α­ρι­στο­τε­λι­κούς πο­λι­τι­κούς φι­λο­σό­φους, οι ο­ποί­οι α­σχο­λούν­ται σε με­τα­θε­ω­ρη­τι­κό ε­πί­πε­δο με την με­λέ­τη της αρ­χαί­ας ελ­λη­νι­κής πο­λι­τι­κής φι­λο­σο­φί­ας, χω­ρίς ό­μως να με­λε­τούν με ε­ξο­νυ­χι­στι­κό τρό­πο τις στε­ρε­ό­τυ­πες εκ­δό­σεις των α­ρι­στο­τε­λι­κών κει­μέ­νων και συ­χνά χω­ρίς να γνω­ρί­ζουν την αρ­χαί­α ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα, στη­ρι­ζό­με­νοι σε με­τα­φρά­σεις των α­ρι­στο­τε­λι­κών κει­μέ­νων, οι ο­ποί­ες βέ­βαι­α «προ­βάλ­λουν» κά­θε φο­ρά και α­νά­λο­γα με την ε­πο­χή που αυ­τές εκ­πο­νούν­ται,, ως εί­θι­σται, τις προ­σω­πι­κές ερ­μη­νεί­ες των με­λε­τη­τών της αρ­χαί­ας φι­λο­σο­φί­ας που με­τα­φρά­ζουν.
 
Αν­τι­θέ­τως, η έν­νοι­α του «κοι­νού α­γα­θού» εί­ναι ι­δι­αι­τέ­ρως προ­βε­βλη­μέ­νη, κυ­ρί­ως, ό­πως αυ­τή α­να­δεί­χθη­κε α­πό τη δε­κα­ε­τί­α του 1980 και ε­ξής, μέ­σα α­πό τη δι­α­μά­χη α­νά­με­σα σε φι­λε­λεύ­θε­ρους και κοι­νο­τι­στές, αλ­λά και μέ­σα α­πό τη γε­νι­κό­τε­ρη α­να­βί­ω­ση της νε­ο­α­ρι­στο­τε­λι­κής η­θι­κής θε­ω­ρί­ας.[4] Ε­ξαί­ρε­ση α­πο­τε­λεί το ύ­στε­ρο έρ­γο του Alasdair MacIntyre, Dependent Rational Arguments (1999), το ο­ποί­ο σε κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση δεν εν­τάσ­σε­ται στην «κοι­νο­τι­στι­κή» πα­ρά­δο­ση. Στο Dependent Rational Arguments α­να­πτύσ­σε­ται έ­να δι­α­φο­ρε­τι­κό νε­ο­α­ρι­στο­τε­λι­κό ε­πι­χεί­ρη­μα σε σχέ­ση με τις α­ρε­τές, ό­πως και στο ύ­στε­ρο έρ­γο του α­πό το 1997 και με­τά, ό­που έ­χου­με ε­πι­πλέ­ον α­να­βί­ω­ση του νε­ο­μαρ­ξι­σμού του. Στην αγ­γλό­φω­νη πο­λι­τι­κή φι­λο­σο­φί­α οι πο­λι­τι­κές θε­ω­ρί­ες του φι­λε­λεύ­θε­ρου α­το­μι­κι­σμού[5], α­πορ­ρί­πτουν την έν­νοι­α της πο­λι­τι­κής φι­λί­ας και δί­δουν έμ­φα­ση στην έν­νοι­α του «σε­βα­σμού προς τον πο­λί­τη» σε αν­τί­θε­ση προς την έν­νοι­α του «εν­δι­α­φέ­ρον­τος για τον πο­λί­τη» που πρε­σβεύ­ει η α­ρι­στο­τε­λι­κή θε­ω­ρί­α[6]. Μά­λι­στα, η νε­ο­α­ρι­στο­τε­λι­κή κρι­τι­κή στη θε­ω­ρί­α του φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού έ­χει α­πο­δώ­σει αυ­τή την πα­ρα­μέ­λη­ση της φι­λί­ας α­πό τις φι­λο­σο­φι­κές θε­ω­ρί­ες στη στα­δια­κή ε­ξα­το­μί­κευ­ση της κοι­νω­νί­ας και στην α­νά­πτυ­ξη της θε­ω­ρί­ας του α­το­μι­κι­σμού. Στην ε­πο­χή της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας, ό­πως υ­πο­στη­ρί­ζει ο Alasdair MacIntyre, η φι­λί­α έ­χει ε­ξο­στρα­κι­στεί α­πό τον δη­μό­σιο βί­ο και βρί­σκε­ται πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη α­πο­κλει­στι­κά και μό­νον στην ι­δι­ω­τι­κή σφαί­ρα.
 
Η έν­νοι­α της πο­λι­τι­κής κοι­νό­τη­τας ως κοι­νού προ­γράμ­μα­τος εί­ναι ξέ­νη στον σύγ­χρο­νο φι­λε­λεύ­θε­ρο α­το­μι­κι­στι­κό κό­σμο. Με τέ­τοι­ον τρό­πο του­λά­χι­στον αν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε τα σχο­λεί­α, τα νο­σο­κο­μεί­α ή τους φι­λαν­θρω­πι­κούς ορ­γα­νι­σμούς· ό­μως δεν έ­χου­με δι­α­μορ­φω­μέ­νη κα­μί­α μορ­φή κοι­νό­τη­τας που να εν­δι­α­φέ­ρε­ται, με τον τρό­πο που ο Α­ρι­στο­τέ­λης υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι η πό­λις εν­δι­α­φέ­ρε­ται, με το σύ­νο­λο της ζω­ής, ό­χι με ε­κεί­νο ή το άλ­λο α­γα­θό, αλ­λά με το α­γα­θό του αν­θρώ­που κα­θε­αυ­τό. Δεν εί­ναι α­ξι­ο­πε­ρί­ερ­γο ό­τι η φι­λί­α έ­χει πε­ρι­ο­ρι­στεί στον το­μέ­α της ι­δι­ω­τι­κής ζω­ής και έ­τσι ε­κεί έ­χει α­πο­δυ­να­μω­θεί σε σχέ­ση με αυ­τό που κά­πο­τε ή­ταν[7].
 
Πράγ­μα­τι, τό­σο στη νε­ό­τε­ρη ό­σο και στη σύγ­χρο­νη ε­πο­χή, ε­νώ έ­χουν δι­α­τυ­πω­θεί πολ­λές α­πό­ψεις α­να­φο­ρι­κά με το πρό­βλη­μα της πο­λι­τι­κής ε­νό­τη­τας, ε­λά­χι­στες α­πό αυ­τές την συν­δέ­ουν με τη φι­λί­α, ε­νώ οι πε­ρισ­σό­τε­ρες σα­φώς υ­πο­στη­ρί­ζουν ό­τι η φι­λί­α δεν εί­ναι δυ­να­τόν να σχε­τί­ζε­ται με την πο­λι­τι­κή. Το ε­πι­χεί­ρη­μα ό­τι το φι­λι­κό συ­ναί­σθη­μα, και γε­νι­κό­τε­ρα το ε­νερ­γό εν­δι­α­φέ­ρον δη­μι­ουρ­γί­ας φι­λί­ας στο κρά­τος, θα μπο­ρού­σε να βο­η­θή­σει την ε­νί­σχυ­ση των δε­σμών των πο­λι­τών α­πορ­ρί­πτε­ται, ως ε­πί το πλεί­στον, α­πό τους νε­ό­τε­ρους και τους σύγ­χρο­νους πο­λι­τι­κούς στο­χα­στές. Πρώ­τος ο Thomas Hobbes τό­νι­σε ό­τι οι άν­θρω­ποι κι­νούν­ται α­πό ε­γω­ι­στι­κά κί­νη­τρα και υ­πο­στή­ρι­ξε ό­τι η αν­θρώ­πι­νη φύ­ση, ό­ταν α­φε­θεί στον ε­αυ­τό της, εί­ναι ε­γω­ι­στι­κή, ά­πλη­στη και ε­πι­θε­τι­κή χω­ρίς ό­ριο, ο κα­θέ­νας εί­ναι προς τους άλ­λους αν­θρώ­πους ε­χθρός (homo homini lupus) και α­γα­πά μό­νο τον ε­αυ­τό του και φρον­τί­ζει για τους άλ­λους μό­νο κα­θ’ ό­σον αυ­τοί γί­νον­ται μέ­σα για την ι­κα­νο­ποί­η­ση της προ­σω­πι­κής του ευ­τυ­χί­ας[8]. Ε­πί­σης, ο John Locke έ­δω­σε έμ­φα­ση στην α­σφά­λεια, την ι­δι­ο­κτη­σί­α και στο κοι­νό εν­δι­α­φέ­ρον για την ε­λευ­θε­ρί­α[9], ε­νώ κα­τά πα­ρό­μοι­ο τρό­πο ο David Hume ά­σκη­σε κρι­τι­κή στις αρ­χαί­ες πο­λι­τεί­ες και υ­πο­στή­ρι­ξε ό­τι στό­χος των νε­ώ­τε­ρων κρα­τών ο­φεί­λει να εί­ναι η ει­ρή­νη που ε­πι­φέ­ρουν οι εμ­πο­ρι­κές συ­ναλ­λα­γές[10], η ει­ρή­νη δη­λα­δή που ε­πι­τυγ­χά­νε­ται μέ­σω της εμ­πο­ρι­κής κοι­νω­νί­ας (commercial society)[11].
 
Κα­τά πα­ρό­μοι­ο τρό­πο, στην σύγ­χρο­νη ε­πο­χή ο John Rawls υ­πο­στή­ρι­ξε ό­τι η ε­νο­ποι­η­τι­κή δύ­να­μη της κοι­νω­νί­ας εί­ναι δυ­να­τόν να εί­ναι μια κοι­νή έν­νοι­α της δι­και­ο­σύ­νης που ό­λοι θα συμ­φω­νή­σου­με να υι­ο­θε­τή­σου­με, ε­νώ αρ­νεί­ται την πα­ρα­δο­σια­κή ά­πο­ψη για το α­γα­θό σύμ­φω­να με την ο­ποί­α υ­πάρ­χει μό­νο μί­α αν­τί­λη­ψη του α­γα­θού που α­να­γνω­ρί­ζε­ται α­πό ό­λα τα α­γα­θά όν­τα, ά­πο­ψη, που, κα­τά τη γνώ­μη του υ­πο­στη­ρί­ζουν ε­ξί­σου ο Πλά­των και ο Α­ρι­στο­τέ­λης, ό­πως και ο κλα­σι­κός ω­φε­λι­μι­σμός[12]. Ο Rawls ταυ­τί­ζει την ά­πο­ψη του Α­ρι­στο­τέ­λη με αυ­τή του Πλά­τω­να και θε­ω­ρεί κά­θε ά­πο­ψη, η ο­ποί­α δί­δει προ­τε­ραι­ό­τη­τα στην έν­νοι­α του α­γα­θού και υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι σκο­πός της πό­λης εί­ναι η ε­πι­δί­ω­ξη της ευ­δαι­μο­νί­ας, ο­ρα­μα­τί­ζε­ται για το κρά­τος το εί­δος της πο­λι­τι­κής ε­νό­τη­τας που ο Πλά­των εκ­φρά­ζει στο 5ο βι­βλί­ο της Πο­λι­τεί­ας του. Αν­τι­θέ­τως, ο Rawls υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι το ορ­θό ο­φεί­λει να έ­χει προ­τε­ραι­ό­τη­τα έ­ναν­τι του α­γα­θού[13]. Εί­ναι ό­μως σα­φές, ό­πως άλ­λω­στε θα υ­πο­στη­ρι­χθεί στη συ­νέ­χεια, ό­τι ο Α­ρι­στο­τέ­λης α­σκεί κρι­τι­κή στην πλα­τω­νι­κή έν­νοι­α της ε­νό­τη­τας της πό­λης και πως η α­ρι­στο­τε­λι­κή θε­ω­ρί­α για την πο­λι­τι­κή φι­λί­α και την πο­λι­τι­κή ε­νό­τη­τα εί­ναι πο­λύ δι­α­φο­ρε­τι­κή α­πό την πλα­τω­νι­κή.
 
Ο­ρι­σμός της α­ρι­στο­τε­λι­κής πο­λι­τι­κής φι­λί­ας
 
Ο Α­ρι­στο­τέ­λης α­να­φέ­ρε­ται στη φι­λί­α στα Η­θι­κά Νι­κο­μά­χεια, στα Η­θι­κά Ευ­δή­μια, στη Ρη­το­ρι­κή και στα Πο­λι­τι­κά. Και στις δύ­ο η­θι­κές πραγ­μα­τεί­ες του ο Α­ρι­στο­τέ­λης α­να­φέ­ρε­ται ε­κτε­νώς στην «πο­λι­τι­κή φι­λί­α», α­φι­ε­ρώ­νον­τας δύ­ο ο­λό­κλη­ρα βι­βλί­α στα Η­θι­κά Νι­κο­μά­χεια και έ­να στα Η­θι­κά Ευ­δή­μια, αλ­λά πε­ρι­έρ­γως α­να­φέ­ρε­ται σε αυ­τήν μό­νο πε­ρι­στα­σια­κά στα Πο­λι­τι­κά. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι σχο­λια­στές του έρ­γου του εί­τε θε­ώ­ρη­σαν ό­τι η συ­ζή­τη­ση για τη φι­λί­α δεν έ­χει ι­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α για την η­θι­κή και πο­λι­τι­κή θε­ω­ρί­α του και υ­πο­στή­ρι­ξαν ό­τι εί­ναι sui generis εί­τε ε­πι­κεν­τρώ­θη­καν α­πο­κλει­στι­κά στην α­νά­λυ­ση των Η­θι­κών Νι­κο­μα­χεί­ων α­γνο­ών­τας αυ­τήν των Η­θι­κών Ευ­δη­μί­ων. Ε­πι­πλέ­ον, δεν έ­χει με­λε­τη­θεί ε­παρ­κώς η α­ρι­στο­τε­λι­κή έν­νοι­α της πο­λι­τι­κής φι­λί­ας και ο συ­σχε­τι­σμός της με την πο­λι­τι­κή του θε­ω­ρί­α στα Πο­λι­τι­κά. Ε­πί­σης, πο­λύ λί­γα έ­χουν γρα­φεί για τη συ­σχέ­τι­ση που Α­ρι­στο­τέ­λης κά­νει α­νά­με­σα στη φι­λί­α και τη δι­και­ο­σύ­νη, σχέ­ση που ε­πι­ση­μαί­νε­ται α­πό τον ί­διο τον Α­ρι­στο­τέ­λη τό­σο στα Η­θι­κά Νι­κο­μά­χεια ό­σο και στα Η­θι­κά Ευ­δή­μια.
 
Ο Α­ρι­στο­τέ­λης υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι η φι­λί­α α­πο­τε­λεί το «κί­νη­τρο» της κοι­νω­νί­ας, την κι­νη­τή­ρια δύ­να­μη, α­φού «η φι­λί­α α­πο­τε­λεί την ε­πι­δί­ω­ξη μιας κοι­νής κοι­νω­νι­κής ζω­ής (Πολ. 1280b38-39) και υ­πο­στή­ρι­ξε πως η φι­λί­α εί­ναι πιο ση­μαν­τι­κή και α­πό τη δι­και­ο­σύ­νη α­φού δη­μι­ουρ­γεί ο­μό­νοι­α στην πό­λη (HN 1155b21-27)[14]. Κοι­νω­νι­κά όν­τα ό­πως εί­μα­στε α­πό τη φύ­ση μας χρει­α­ζό­μα­στε τους άλ­λους αν­θρώ­πους και μα­θαί­νου­με α­πό μι­κρή η­λι­κί­α να ε­πι­κοι­νω­νού­με και αλ­λη­λε­πι­δρού­με μα­ζί τους, «α­φού ο άν­θρω­πος εί­ναι έ­να πο­λι­τι­κό ζώ­ο που η φύ­ση του εί­ναι να ζει στη συν­τρο­φιά άλ­λων αν­θρώ­πων» (HN 1169b18-19). Πράγ­μα­τι, ο Α­ρι­στο­τέ­λης α­πέ­δι­δε έ­να ι­δι­αί­τε­ρο νό­η­μα στη ση­μα­σί­α της φι­λί­ας υ­πο­στη­ρί­ζον­τας πως «η κοι­νω­νί­α βα­σί­ζε­ται στη φι­λί­α, μια και οι άν­θρω­ποι δεν θα ε­πέ­λε­γαν να α­κο­λου­θή­σουν ού­τε τον ί­διο δρό­μο μα­ζί με τους ε­χθρούς τους» (Πο­λι­τι­κά, 1295b23-25). Κα­τά τον Α­ρι­στο­τέ­λη, «θε­ω­ρεί­ται ό­τι εί­ναι ο ι­δι­αί­τε­ρος ρό­λος της πο­λι­τι­κής τέ­χνης να πα­ρά­γει φι­λί­α, και οι άν­θρω­ποι υ­πο­στη­ρί­ζουν πως η α­ρε­τή εί­ναι χρή­σι­μη α­κρι­βώς γι’ αυ­τόν τον λό­γο, α­φού αυ­τοί που α­δι­κούν­ται α­πό τους άλ­λους δεν εί­ναι δυ­να­τόν να εί­ναι φί­λοι με­τα­ξύ τους» (ΗΕ, 1234b22-25).
 
Κα­τά τον Α­ρι­στο­τέ­λη, η πό­λη υ­πάρ­χει μό­νο ό­ταν υ­πάρ­χει ε­πι­κοι­νω­νί­α, η ο­ποί­α δι­α­σφα­λί­ζε­ται α­πό την ύ­παρ­ξη της φι­λί­ας. Η φι­λί­α α­πο­τε­λεί την προ­αί­ρε­ση της κοι­νω­νί­ας, εί­ναι αυ­τή που κα­θι­στά δυ­να­τή την ε­πι­δί­ω­ξη μιας κοι­νής κοι­νω­νι­κής ζω­ής. Ε­ξη­γεί το ε­πι­χεί­ρη­μά του αυ­τό στο βι­βλί­ο ΙΙΙ των Πο­λι­τι­κών, ό­που χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά α­να­φέ­ρει ό­τι:
 
Γί­νε­ται σα­φές, λοι­πόν, ό­τι η πό­λη δεν προ­ϋ­πο­θέ­τει α­πλώς συγ­κα­τοί­κη­ση στον ί­διο τό­πο και δεν έ­γι­νε με σκο­πό μό­νο να μην α­δι­κούν­ται οι άν­θρω­ποι με­τα­ξύ τους και να ε­ξυ­πη­ρε­τούν­ται με α­μοι­βαί­ες πα­ρο­χές. Ό­λα αυ­τά εί­ναι α­πα­ραί­τη­τα για τη σύ­στα­ση της πό­λης, αλ­λά και πά­λι η ύ­παρ­ξη ό­λων αυ­τών δεν συ­νε­πά­γε­ται α­κό­μη την ύ­παρ­ξη πό­λης. Αν­τί­θε­τα πό­λη εί­ναι οι σχέ­σεις συ­νύ­παρ­ξης των οι­κο­γε­νει­ών και των γε­νών με σκο­πό το ευ ζην, προ­κει­μέ­νου να ε­πι­τευ­χθεί τέ­λεια και αυ­τάρ­κης ζω­ή. Αυ­τό ό­μως δεν εί­ναι ε­φι­κτό, αν οι πο­λί­τες δεν κα­τοι­κούν στον ί­διο τό­πο και δεν συ­νά­πτουν γά­μους με­τα­ξύ τους. Έ­τσι κα­θι­ε­ρώ­θη­καν συγ­γέ­νει­ες εξ αγ­χι­στεί­ας στις πό­λεις, ε­νώ­σεις γε­νών σε φα­τρί­ες, κοι­νές γι­ορ­τές με θυ­σί­ες και κοι­νές δι­α­σκε­δά­σεις. Κά­τι τέ­τοι­ο ό­μως εί­ναι έρ­γο φι­λί­ας, για­τί φι­λί­α εί­ναι η συμ­βί­ω­ση ως ε­λεύ­θε­ρη ε­πι­λο­γή. (Πο­λι­τι­κά, ΙΙΙ. 1280b29-34)
 
Η φι­λί­α εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη για την κοι­νή ζω­ή, για­τί, σύμ­φω­να με το ε­πι­χεί­ρη­μά του ή­δη α­πό τις ε­ναρ­κτή­ρι­ες πα­ρα­γρά­φους των Πο­λι­τι­κών, ο άν­θρω­πος εί­ναι πά­νω α­πό ό­λα έ­να πο­λι­τι­κό ζώ­ο που σχη­μα­τί­ζει βέ­βαι­α πο­λι­τι­κές κοι­νό­τη­τες α­πό α­νάγ­κη αλ­λά κυ­ρί­ως έ­χον­τας ως στό­χο του την ε­ξα­σφά­λι­ση της ευ­δαι­μο­νί­ας. Οι άν­θρω­ποι δη­μι­ουρ­γούν φι­λί­ες ό­χι μό­νο για α­μοι­βαί­α αλ­λη­λο­βο­ή­θεια αλ­λά και για άλ­λους λό­γους:
 
Η πό­λη δεν εί­ναι λοι­πόν τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά η τέ­λεια κοι­νω­νί­α που α­πο­τε­λεί­ται α­πό πε­ρισ­σό­τε­ρες κώ­μες και δι­α­θέ­τει, μπο­ρού­με να πού­με, τη μέ­γι­στη δυ­να­τή αυ­τάρ­κεια· συγ­κρο­τή­θη­κε βε­βαί­ως για την ε­ξα­σφά­λι­ση των α­ναγ­καί­ων για τη ζω­ή προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων, ό­μως υ­πάρ­χει χά­ριν της ευ­δαι­μο­νί­ας. Γι’ αυ­τό κά­θε πό­λη εί­ναι μια φυ­σι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ε­φό­σον αυ­τό ι­σχύ­ει και για τις πρώ­τες μορ­φές κοι­νω­νί­ας. Δι­ό­τι αυ­τή συ­νι­στά γι’ αυ­τές τον σκο­πό τους και η φύ­ση εί­ναι σκο­πός. Δι­ό­τι ό,τι εί­ναι το κά­θε πράγ­μα, α­φού ο­λο­κλη­ρω­θεί η α­νά­πτυ­ξή του, αυ­τό λέ­με ό­τι εί­ναι η φύ­ση του, ό­πως π.χ. του αν­θρώ­που, του ίπ­που, της οι­κί­ας (Πο­λι­τι­κά, 1.1252b 27-1252b 34).
     
Τρί­α εί­δη φι­λί­ας
 
Για να μπο­ρέ­σου­με ό­μως να κα­τα­νο­ή­σου­με την α­ρι­στο­τε­λι­κή έν­νοι­α της πο­λι­τι­κής φι­λί­ας χρει­ά­ζε­ται να ε­ξε­τά­σου­με τον γε­νι­κό ο­ρι­σμό της φι­λί­ας και τις ποι­κί­λες δι­α­κρί­σεις που αυ­τός κά­νει α­νά­με­σα στα δι­α­φο­ρε­τι­κά εί­δη φι­λί­ας και τις μορ­φές της.
 
Ο Α­ρι­στο­τέ­λης (ΗΝ 1155b21 και ΗΕ 1236a32) δι­α­κρί­νει τρί­α εί­δη φι­λί­ας: φι­λί­α που δη­μι­ουρ­γεί­ται εί­τε α­πό (1) χρη­σι­μό­τη­τα, εί­τε (2) α­πό ευ­χα­ρί­στη­ση, εί­τε (3) α­πό α­ρε­τή (διά τό χρή­σι­μον, δι' ἡ­δο­νήν, κα­τ' α­ρε­τήν ἤ α­γα­θόν). Τα τρί­α αυ­τά εί­δη γί­νον­ται πιο κα­τα­νο­η­τά αν πρώ­τα μπο­ρέ­σου­με να γνω­ρί­σου­με το αν­τι­κεί­με­νο της φι­λί­ας, «το φι­λη­τόν», για­τί «δεν φαί­νε­ται να κι­νεί την α­γά­πη και να γεν­νά­ει τη φι­λί­α το κα­θε­τί, πα­ρά μό­νο αυ­τό που εί­ναι ά­ξιο να α­γα­πη­θεί και να προ­κα­λέ­σει τη φι­λί­α, και τέ­τοι­ο θε­ω­ρεί­ται πως εί­ναι το α­γα­θό, το ευ­χά­ρι­στο, και το χρή­σι­μο» (ΗΝ, 1155b17-1156a5). Σε αν­τι­στοι­χί­α με το αν­τι­κεί­με­νο της α­γά­πης βρί­σκον­ται και τα τρί­α εί­δη φι­λί­ας κα­τά τον Α­ρι­στο­τέ­λη, τα ο­ποί­α εί­ναι τα ί­δια στον α­ριθ­μό με τα πράγ­μα­τα που μπο­ρούν να α­γα­πη­θούν, για­τί α­να­φο­ρι­κά με το κα­θέ­να α­πό αυ­τά υ­πάρ­χει μια α­μοι­βαί­α και α­να­γνω­ρί­σι­μη α­γά­πη και αυ­τοί που α­γα­πούν ο έ­νας τον άλ­λον ε­πι­θυ­μούν κα­λό ο έ­νας για τον άλ­λο κα­τά τον τρό­πο με τον ο­ποί­ο α­γα­πούν ο έ­νας τον άλ­λον (NE, 1158a6-10). Οι δι­α­φο­ρε­τι­κοί λό­γοι του να α­γα­πά κά­ποι­ον κα­νείς ε­ξαρ­τών­ται α­πό το κα­τά πό­σον κά­ποι­ος τους α­γα­πά για τη χρη­σι­μό­τη­τά τους, την ευ­χα­ρί­στη­ση που του προ­σφέ­ρουν ή για την τε­λει­ό­τη­τά τους (ΗΝ, 1156a11-26). Η πιο α­λη­θι­νή φι­λί­α εί­ναι βέ­βαι­α αυ­τή με­τα­ξύ των α­γα­θών αν­θρώ­πων, η ο­ποί­α δεν ε­πι­δι­ώ­κει το προ­σω­πι­κό ό­φε­λος αλ­λά το ό­φε­λος του φί­λου. Τέ­λεια εί­ναι η φι­λί­α των αν­θρώ­πων που εί­ναι α­γα­θοί και ό­μοι­οι στην α­ρε­τή (υ­πε­ρο­χή). Τέ­τοι­οι φί­λοι εί­ναι ό­μοι­οι ο έ­νας με τον άλ­λον ε­πει­δή εί­ναι α­γα­θοί και ε­πι­πλέ­ον εί­ναι α­γα­θοί οι ί­διοι α­πό μό­νοι τους. Ό­μως αυ­τές οι φι­λί­ες εί­ναι σπά­νι­ες, ό­πως σπά­νιοι εί­ναι και οι πραγ­μα­τι­κά α­γα­θοί άν­θρω­ποι, και, ό­πως α­να­γνω­ρί­ζει ο Α­ρι­στο­τέ­λης, έ­νας άν­θρω­πος εί­ναι πραγ­μα­τι­κά τυ­χε­ρός αν κα­τα­φέ­ρει να έ­χει μί­α ή δύ­ο τέ­τοι­ες φι­λί­ες στη διά­ρκεια της ζω­ής του (ΗΝ, 1156b 9-19).
 
Στα Η­θι­κά Νι­κο­μά­χεια, ο Α­ρι­στο­τέ­λης α­να­φέ­ρει ό­τι ί­σως τα τρί­α αυ­τά εί­δη φι­λί­ας γί­νουν πιο κα­τα­νο­η­τά αν πρώ­τα μπο­ρέ­σου­με να γνω­ρί­σου­με το αν­τι­κεί­με­νο της φι­λί­ας μας, «το φι­λη­τον»:
 
Ί­σως ό­μως τα πράγ­μα­τα θα γί­νον­ταν σα­φέ­στε­ρα εν σχέ­σει με το θέ­μα αυ­τό, αν πρώ­τα γνω­ρί­ζα­με ποι­ο εί­ναι α­κρι­βώς το αν­τι­κεί­με­νο της α­γά­πης, αυ­τό που γεν­νά­ει τη φι­λί­α. Για­τί δεν φαί­νε­ται να κι­νεί την α­γά­πη και να γεν­νά­ει τη φι­λί­α το κα­θε­τί, πα­ρά μό­νο αυ­τό που εί­ναι ά­ξιο να α­γα­πη­θεί και να προ­κα­λέ­σει τη φι­λί­α, και τέ­τοι­ο θε­ω­ρεί­ται πως εί­ναι το α­γα­θό, το ευ­χά­ρι­στο, και το χρή­σι­μο. Χρή­σι­μο θα λέ­γα­με, θαρ­ρώ, πως εί­ναι αυ­τό μέ­σω του ο­ποί­ου προ­κύ­πτει κά­τι το α­γα­θό ή το ευ­χά­ρι­στο. Αν εί­ναι έ­τσι, τό­τε ά­ξια, λέ­ω, να α­γα­πη­θούν ως τέ­λη εί­ναι το α­γα­θό και το ευ­χά­ρι­στο. Α­λή­θεια ό­μως, τι α­γα­πούν οι άν­θρω­ποι; Το α­γα­θό ή μή­πως αυ­τό που εί­ναι α­γα­θό γι’ αυ­τούς; Πραγ­μα­τι­κά, τα δύ­ο αυ­τά δι­α­φέ­ρουν με­ρι­κές φο­ρές με­τα­ξύ τους. Το ί­διο ι­σχύ­ει και για το ευ­χά­ρι­στο.
 
Κα­τά την κοι­νή αν­τί­λη­ψη: Ο κα­θέ­νας α­γα­πά­ει αυ­τό που εί­ναι α­γα­θό γι’ αυ­τόν τον ί­διο· το α­γα­θό εί­ναι γε­νι­κά ά­ξιο να α­γα­πη­θεί, για το κά­θε ό­μως ε­πι­μέ­ρους ά­το­μο ά­ξιο να α­γα­πη­θεί εί­ναι αυ­τό που εί­ναι α­γα­θό γι’ αυ­τόν τον ί­διο. Ο κα­θέ­νας α­γα­πά­ει ό­χι αυ­τό που εί­ναι α­γα­θό για τον ί­διο, αλ­λά αυ­τό που φαί­νε­ται α­γα­θό -εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, για τη δι­κή μας έ­ρευ­να αυ­τό δεν έ­χει κα­μιά ση­μα­σί­α: για μας «ά­ξιο να α­γα­πη­θεί» θα εί­ναι «αυ­τό που φαί­νε­ται ά­ξιο να α­γα­πη­θεί». (ΗΝ 1155b17-1156a5)
 
Σε αν­τι­στοι­χί­α με το αν­τι­κεί­με­νο της α­γά­πης βρί­σκον­ται και τα τρί­α εί­δη φι­λί­ας κα­τά τον Α­ρι­στο­τέ­λη, τα ο­ποί­α εί­ναι τα ί­δια στον α­ριθ­μό με τα πράγ­μα­τα που μπο­ρούν να α­γα­πη­θούν, για­τί α­να­φο­ρι­κά με το κα­θέ­να α­πό αυ­τά υ­πάρ­χει μια α­μοι­βαί­α και α­να­γνω­ρί­σι­μη α­γά­πη και αυ­τοί που α­γα­πούν ο έ­νας τον άλ­λον ε­πι­θυ­μούν κα­λό ο έ­νας για τον άλ­λο κα­τά τον τρό­πο με τον ο­ποί­ο α­γα­πούν ο έ­νας τον άλ­λον (NE, 1158a6-10). Οι δι­α­φο­ρε­τι­κοί λό­γοι του να α­γα­πά κά­ποι­ον κα­νείς ε­ξαρ­τών­ται α­πό το κα­τά πό­σον κά­ποι­ος τους α­γα­πά για τη χρη­σι­μό­τη­τά τους, την ευ­χα­ρί­στη­ση που του προ­σφέ­ρουν ή για την τε­λει­ό­τη­τά τους:
 
Τρί­α, ε­πο­μέ­νως, εί­δη φι­λί­ας υ­πάρ­χουν, α­κρι­βώς ό­σα εί­ναι και τα πράγ­μα­τα που εί­ναι ά­ξια να α­γα­πη­θούν. Πραγ­μα­τι­κά, στην κα­θε­μιά α­πό τις τρεις αυ­τές πε­ρι­πτώ­σεις υ­πάρ­χει φα­νε­ρή α­μοι­βαί­α α­γά­πη, και αυ­τοί που α­γα­πούν ο έ­νας τον άλ­λο θέ­λουν ο έ­νας το κα­λό του άλ­λου για τον λό­γο α­κρι­βώς που ο έ­νας α­γα­πά­ει τον άλ­λον. Αυ­τοί λοι­πόν που α­γα­πούν ο έ­νας τον άλ­λον και γί­νον­ται φί­λοι για τη χρη­σι­μό­τη­τα, δεν α­γα­πούν τον άλ­λον κα­θε­αυ­τόν, αλ­λά για το α­γα­θό που μπο­ρεί να πά­ρει α­πό αυ­τόν. Το ί­διο και στην πε­ρί­πτω­ση που οι άν­θρω­ποι α­γα­πούν ο έ­νας τον άλ­λον και γί­νον­ται φί­λοι για χά­ρη της ευ­χα­ρί­στη­σης· πραγ­μα­τι­κά, οι άν­θρω­ποι α­γα­πούν τους χα­ρι­το­λό­γους ό­χι για τον χα­ρα­κτή­ρα τους, αλ­λά για­τί τους εί­ναι ευ­χά­ρι­στοι. Και αυ­τοί λοι­πόν που α­γα­πούν τους άλ­λους και τους κά­νουν φί­λους για τη χρη­σι­μό­τη­τά τους τούς α­γα­πούν για χά­ρη αυ­τού που εί­ναι α­γα­θό γι’ αυ­τούς τους ί­διους, και αυ­τοί που α­γα­πούν τους άλ­λους και τους κά­νουν φί­λους τους για χά­ρη της ευ­χα­ρί­στη­σης τούς α­γα­πούν για χά­ρη αυ­τού που εί­ναι ευ­χά­ρι­στο γι’ αυ­τούς τους ί­διους, και ό­χι για­τί το πρό­σω­πο που α­γα­πούν έ­χει αυ­τές κι αυ­τές τις ι­δι­ό­τη­τες, αλ­λά για­τί εί­ναι γι’ αυ­τούς έ­να πρό­σω­πο χρή­σι­μο ή ευ­χά­ρι­στο. Αυ­τές λοι­πόν οι φι­λί­ες εί­ναι φι­λί­ες για έ­ναν λό­γο συμ­πτω­μα­τι­κό, α­φού το πρό­σω­πο που α­γα­πι­έ­ται δεν α­γα­πι­έ­ται ε­πει­δή εί­ναι αυ­τό που εί­ναι, αλ­λά ε­πει­δή ε­ξα­σφα­λί­ζει σ’ αυ­τόν που το α­γα­πά­ει κά­ποι­ο α­γα­θό ή κά­ποι­α ευ­χα­ρί­στη­ση. Αυ­τού του εί­δους οι φι­λί­ες δι­α­λύ­ον­ται εύ­κο­λα, αν τα δύ­ο μέ­ρη δεν πα­ρα­μέ­νουν αυ­τό που ή­ταν· πραγ­μα­τι­κά, αν ο έ­νας δεν εί­ναι πια ευ­χά­ρι­στος ή χρή­σι­μος στον άλ­λον, ο άλ­λος παύ­ει να τον α­γα­πά­ει. Το χρή­σι­μο ό­μως δεν μέ­νει στα­θε­ρά το ί­διο, αλ­λά συ­νε­χώς αλ­λά­ζει. Αν λοι­πόν λεί­ψει ο λό­γος για τον ο­ποί­ο τα δύ­ο αυ­τά ά­το­μα ή­ταν φί­λοι, δι­α­λύ­ε­ται και η φι­λί­α, α­φού η φι­λί­α τους εί­χε δη­μι­ουρ­γη­θεί μό­νο για τον συγ­κε­κρι­μέ­νο λό­γο. (ΗΝ, 1156a11-26)
 
Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, ποι­κί­λα χω­ρί­α στα Η­θι­κά Νι­κο­μά­χεια (1155b21-27; 1158a9; 1166a1-10; 1166b30-1167a3; 1171 a5) και έ­να χω­ρί­ο στη Ρη­το­ρι­κή (1380b36-1381a5) υ­πο­δει­κνύ­ουν πως και τα τρί­α εί­δη φι­λί­ας (συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης και της μορ­φής της πο­λι­τι­κής φι­λί­ας που προ­έρ­χε­ται α­πό το εί­δος της φι­λί­ας που προ­έρ­χε­ται α­πό το χρή­σι­μον ή το ω­φέ­λι­μον) πε­ρι­κλεί­ουν του­λά­χι­στον δύ­ο ση­μαν­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: στορ­γή και εύ­νοι­α (δηλ. αλ­τρου­ι­στι­κό εν­δι­α­φέ­ρον για το κα­λό του φί­λου). Κα­τά τον Α­ρι­στο­τέ­λη,
 
ο χ και ο ψ εί­ναι φί­λοι αν και μό­νο αν (α­αν)
(1)     οι χ και ψ γνω­ρί­ζουν ο έ­νας τον άλ­λο
(2)     οι χ και ψ νι­ώ­θουν α­μοι­βαί­α εύ­νοι­α για χά­ρη του άλ­λου
(3)     οι χ και ψ νι­ώ­θουν α­γά­πη ο έ­νας για τον άλ­λον, και,
(4)     οι χ και ψ α­να­γνω­ρί­ζουν το (2) και το (3)[15].
 
Κα­τά τον Α­ρι­στο­τέ­λη, η φι­λί­α εί­ναι α­ρε­τή ή προ­ϋ­πο­θέ­τει την α­ρε­τή[16]. Πα­ρό­λο που αρ­χι­κά δι­στά­ζει να την χα­ρα­κτη­ρί­σει ως α­ρε­τή και πολ­λές φο­ρές α­να­φέ­ρε­ται σε αυ­τήν ως κα­τά­στα­ση, η φι­λί­α α­πο­τε­λεί κοι­νω­νι­κή α­ρε­τή, για­τί α­να­φέ­ρε­ται προς τον «έ­τε­ρον», τον άλ­λο. Ό­πως ε­πι­ση­μαί­νει ο W. D. Ross, «το η­θι­κό σύ­στη­μα του Α­ρι­στο­τέ­λη, κα­τά το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος του, εί­ναι σα­φώς ε­γω­κεν­τρι­κό», α­φού ο άν­θρω­πος α­πο­σκο­πεί στην προ­σω­πι­κή του ευ­δαι­μο­νί­α: «Στην πε­ρι­γρα­φή της δι­και­ο­σύ­νης υ­πάρ­χει βέ­βαι­α μια εν­δι­ά­θε­τη α­να­γνώ­ρι­ση των δι­και­ω­μά­των των άλ­λων. Αλ­λά στο σύ­νο­λο έρ­γο των Η­θι­κών, αν ε­ξαι­ρε­θούν τα βι­βλί­α που πραγ­μα­τεύ­ον­ται τη φι­λί­α, τί­πο­τε σχε­δόν δεν υ­πο­δη­λώ­νει ό­τι οι άν­θρω­ποι μπο­ρούν και πρέ­πει να ε­πεν­δύ­ουν έν­το­νο προ­σω­πι­κό εν­δι­α­φέ­ρον στους άλ­λους αν­θρώ­πους· με δύ­ο λό­για ο αλ­τρου­ι­σμός α­που­σιά­ζει σχε­δόν ο­λο­κλη­ρω­τι­κά. Στοι­χεί­α μιας ε­γω­ι­στι­κής ά­πο­ψης δι­α­κρί­νον­ται α­κό­μη και στην πε­ρι­γρα­φή της φι­λί­ας, α­φού η φι­λί­α δεν εί­ναι α­πλή ευ­ερ­γε­σί­α αλ­λά α­παι­τεί αν­τα­πό­δο­ση. Ω­στό­σο, το αλ­τρου­ι­στι­κό στοι­χεί­ο δεν πα­ρα­γνω­ρί­ζε­ται· το φι­λείν θε­ω­ρεί­ται ου­σι­α­στι­κό­τε­ρο για τη φι­λί­α α­π’ ό­τι το φι­λεί­σθαι· έ­να ά­το­μο ε­πι­θυ­μεί το κα­λό του φί­λου του για χά­ρη του ί­διου του φί­λου και ό­χι ως μέ­σο για τη δι­κή του ευ­τυ­χί­α (τῷ δέ φίλῳ φα­σί δεῖν βού­λε­σθαι τ' ἀ­γα­θά ἐ­κεί­νου ἕ­νε­κα, ΗΝ 1155b31). Οι ποι­κί­λες μορ­φές φι­λί­ας που α­να­φέ­ρει ο Α­ρι­στο­τέ­λης ε­πι­βε­βαι­ώ­νουν ό­λες τον βα­σι­κά κοι­νω­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα του αν­θρώ­που.
 
Πράγ­μα­τι, κα­τά τον Α­ρι­στο­τέ­λη, τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της φι­λί­ας ε­πε­κτεί­νον­ται και προς τους άλ­λους αν­θρώ­πους και, ό­πως α­να­φέ­ρει, ό­λες οι πα­ροι­μί­ες συμ­φω­νούν σ’ αυ­τό, ό­πως π.χ. «μια ψυ­χή», «ό­λα των φί­λων κοι­νά», «φι­λί­α θα πει ι­σό­τη­τα», «κον­τι­νό­τε­ρο α­πό την κνή­μη εί­ναι το γό­να­το», «σαν πά­νε δυ­ο μα­ζί», «ο ό­μοι­ος τον ό­μοι­ο», «ο κο­λιός με τον κο­λιό», «η κα­λι­α­κού­δα στην κα­λι­α­κού­δα»[17]. Στα Η­θι­κά Νι­κο­μά­χεια ο Α­ρι­στο­τέ­λης ξε­κι­νά τη συ­ζή­τη­σή του α­να­φο­ρι­κά με τη φι­λί­α το­νί­ζον­τας πως «η φι­λί­α εί­ναι α­ρε­τή ή υ­πο­νο­εί την α­ρε­τή» και πως «εί­ναι εν­τε­λώς α­πα­ραί­τη­τη για τη ζω­ή»:
 
Πραγ­μα­τι­κά, κα­νέ­νας δεν θα ε­πέ­λε­γε να ζει δί­χως φί­λους, κι ας εί­χε ό­λα τα υ­πό­λοι­πα α­γα­θά. Α­κό­μη και οι πλού­σιοι άν­θρω­ποι, ό­πως και αυ­τοί που έ­χουν α­ξι­ώ­μα­τα και ε­ξου­σί­α, έ­χουν - ό­λος ο κό­σμος το πι­στεύ­ει - ι­δι­αί­τε­ρα με­γά­λη α­νάγ­κη α­πό φί­λους. Α­λή­θεια, ποι­ο το ό­φε­λος ό­λης αυ­τής της κα­λής τους κα­τά­στα­σης, αν δεν υ­πάρ­χει η δυ­να­τό­τη­τα της ευ­ερ­γε­σί­ας, η ο­ποί­α γί­νε­ται κα­τά κύ­ριο λό­γο και στην πιο α­ξι­έ­παι­νη μορ­φή της προς τους φί­λους; Και α­πό την άλ­λη, πώς θα μπο­ρού­σε ό­λη αυ­τή η κα­λή κα­τά­στα­ση να δι­α­τη­ρη­θεί και να δι­α­φυ­λα­χθεί δί­χως τους φί­λους; Για­τί ό­σο με­γα­λύ­τε­ρη εί­ναι, τό­σο ε­πι­σφα­λέ­στε­ρη εί­ναι. Αλ­λά και στη φτώ­χεια και στις άλ­λες δυ­στυ­χί­ες της ζω­ής οι άν­θρω­ποι θε­ω­ρούν τους φί­λους ως το μό­νο κα­τα­φύ­γιο (ΗΝ, 1155a1- 12).
 
Ε­πι­πλέ­ον, ο Α­ρι­στο­τέ­λης, στο 1380b36-1381a5 της Ρη­το­ρι­κής, κα­θώς εκ­θέ­τει τις δι­ά­φο­ρες α­πό­ψεις που λί­γο πο­λύ ό­λοι πα­ρα­δε­χό­μα­στε, α­να­φε­ρό­με­νος στα πράγ­μα­τα που α­γα­πά­με και που μι­σού­με, το­νί­ζει ό­τι το εν­δι­α­φέ­ρον για τους άλ­λους αν­θρώ­πους α­πο­τε­λεί μέ­ρος της κα­νο­νι­στι­κής ση­μα­σί­ας της φι­λί­ας. Το χω­ρί­ο αυ­τό έ­χει θε­ω­ρη­θεί ό­τι α­πο­τε­λεί την ε­πι­το­μή της α­ρι­στο­τε­λι­κής έν­νοι­ας της φι­λί­ας και ό­τι πε­ρι­έ­χει τον βα­σι­κό ο­ρι­σμό της φι­λί­ας, ο ο­ποί­ος εί­ναι ι­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κός για την κα­τα­νό­η­ση των ε­πι­χει­ρη­μά­των του στα Η­θι­κά Νι­κο­μά­χεια, αλ­λά και την ερ­μη­νεί­α των τρι­ών ει­δών φι­λί­ας που πα­ρου­σιά­ζει ε­κεί ο Α­ρι­στο­τέ­λης. Στο βι­βλί­ο ΙΙ της Ρη­το­ρι­κής ο Α­ρι­στο­τέ­λης α­να­φέ­ρε­ται δι­ε­ξο­δι­κά στα αν­θρώ­πι­να πά­θη, α­πευ­θυ­νό­με­νος στον ρή­το­ρα και τα πά­θη που αυ­τός χρει­ά­ζε­ται να δι­ε­γεί­ρει κα­τά τη διά­ρκεια του λό­γου του. Κα­τά τον Α­ρι­στο­τέ­λη, πά­θη εί­ναι ό­λα αυ­τά που, με το να προ­κα­λούν με­τα­βο­λές στη γε­νι­κό­τε­ρη κα­τά­στα­ση των αν­θρώ­πων, τους κά­νουν να πα­ρου­σιά­ζουν δι­α­φο­ρές στις κρί­σεις τους και, με­τά την εκ­δή­λω­σή τους, α­κο­λου­θεί δυ­σα­ρέ­σκεια ή ευ­χα­ρί­στη­ση, πά­θη δηλ. ό­πως η ορ­γή, η πρα­ό­τη­τα, ο φό­βος και το θάρ­ρος, η ντρο­πή και η α­δι­αν­τρο­πιά, η κα­λο­σύ­νη, ο οί­κτος, η α­γα­νά­κτη­ση, ο φθό­νος και η ζη­λο­τυ­πί­α (Ρη­το­ρι­κή, 1378a19-22). Στη συ­ζή­τη­ση για τα πά­θη συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει και την α­νά­λυ­ση της εύ­νοι­ας και της φι­λί­ας, κυ­ρί­ως για­τί ε­ξε­τά­ζει τη φι­λί­α σε σχέ­ση με το αν­τί­θε­τό της, το μί­σος, που εί­ναι πά­θος.
 
Ας πού­με τώ­ρα ποι­ους α­γα­πούν οι άν­θρω­ποι και θέ­λουν να τους έ­χουν φί­λους και ποι­ους μι­σούν, κα­θώς και για ποι­ο λό­γο, α­φού ό­μως πρώ­τα δώ­σου­με τον ο­ρι­σμό της φι­λί­ας και της α­γά­πης (φι­λί­ας καί φι­λεῖν). Ας δε­χθού­με λοι­πόν ό­τι α­γα­πώ κά­ποι­ον και θέ­λω να τον έ­χω φί­λο μου θα πει θέ­λω γι’ αυ­τόν κα­θε­τί που το θε­ω­ρώ κα­λό, ό­χι για να κερ­δί­σω κά­τι ο ί­διος, αλ­λά α­πο­κλει­στι­κά για χά­ρη ε­κεί­νου· κά­νω μά­λι­στα και ό,τι μπο­ρώ για να α­πο­κτή­σει αυ­τά τα κα­λά ε­κεί­νος. Φίλος εί­ναι το πρό­σω­πο που α­γα­πά με τον ί­διο τρό­πο που εί­πα­με και α­γα­πι­έ­ται με τον ί­διο τρό­πο: ό­σοι πι­στεύ­ουν ό­τι η σχέ­ση τους εί­ναι αυ­τού του εί­δους, θε­ω­ρούν ό­τι εί­ναι φί­λοι. Με ό­λα αυ­τά να τα έ­χου­με δε­χτεί, κα­τα­λή­γου­με πια - υ­πο­χρε­ω­τι­κά - στο ό­τι φί­λος εί­ναι αυ­τός που χαί­ρε­ται με τα κα­λά και λυ­πά­ται με τα δυ­σά­ρε­στα που συμ­βαί­νουν στον φί­λο του -και αυ­τό ό­χι για κα­νέ­να άλ­λο λό­γο πα­ρά μό­νο για χά­ρη ε­κεί­νου[18]. (Ρη­το­ρι­κή, Β, 3, 1380b35-1381a10)
 
Το προ­α­να­φερ­θέν χω­ρί­ο της Ρη­το­ρι­κής (1380b35-1381a10) εί­ναι ι­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κό για την κα­τα­νό­η­ση της α­ρι­στο­τε­λι­κής έν­νοι­ας της φι­λί­ας. Πράγ­μα­τι, έ­χει υ­πο­στη­ρι­χθεί πως στο χω­ρί­ο αυ­τό α­νευ­ρί­σκε­ται ο γε­νι­κός ο­ρι­σμός της φι­λί­ας που κρα­τά το κλει­δί ο­λό­κλη­ρης της ερ­μη­νεί­ας της α­ρι­στο­τε­λι­κής έν­νοι­ας της φι­λί­ας, α­φού σε αυ­τό το χω­ρί­ο ο Α­ρι­στο­τέ­λης υ­πο­δει­κνύ­ει τον κοι­νό πυ­ρή­να ό­λων των φι­λι­κών δε­σμών. Η κεν­τρι­κή, δη­λα­δή, ι­δέ­α που πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στη φι­λί­α εί­ναι αυ­τή του «να κά­νεις κα­λές πρά­ξεις για κά­ποι­ον ό­χι για να κερ­δί­σεις κά­τι ο ί­διος, αλ­λά α­πο­κλει­στι­κά για χά­ρη ε­κεί­νου, ε­πει­δή έ­χεις εν­δι­α­φέ­ρον για ε­κεί­νον και ό­χι, α­πλώς, ε­πει­δή εν­δι­α­φέ­ρε­σαι για τον ε­αυ­τό σου». Το φι­λεῖν ο­ρί­ζε­ται, ε­πο­μέ­νως, ως το να ε­πι­θυ­μείς για κά­ποι­ον πράγ­μα­τα που θε­ω­ρείς κα­λά, έ­χον­τας αυ­τή την ε­πι­θυ­μί­α για χά­ρη του και ε­πι­δι­ώ­κον­τας ό­σο μπο­ρείς ε­νερ­γό­τε­ρα για την πραγ­μα­το­ποί­η­ση αυ­τών των πραγ­μά­των. Ό­πως ε­πι­ση­μαί­νει ο Γρη­γό­ρης Βλα­στός, ο σκο­πός αυ­τού του κεν­τρι­κού α­ρι­στο­τε­λι­κού ο­ρι­σμού «δεν εί­ναι να ε­ξη­γή­σει ό­λες τις χρή­σεις του φιλεῖν, πα­ρά μό­νο ε­κεί­νες οι ο­ποί­ες αν­τα­πο­κρί­νον­ται σ’ αυ­τό που ο Α­ρι­στο­τέ­λης θε­ω­ρεί «ε­στια­κή ση­μα­σί­α» του - δη­λα­δή να συλ­λά­βει το εί­δος ε­κεί­νο της α­γά­πης που μπο­ρού­με να αι­σθα­νό­μα­στε μό­νο για πρό­σω­πα και με κα­νέ­να τρό­πο για πράγ­μα­τα, α­φού, στην πε­ρί­πτω­ση πραγ­μά­των, δεν έ­χει νό­η­μα να πού­με ό­τι θέ­λου­με το κα­λό τους για χά­ρη τους».
 
Κα­τά τον John Cooper, ο ο­ρι­σμός αυ­τός α­πό την Ρη­το­ρι­κή δη­λώ­νει τον πυ­ρή­να της α­νά­λυ­σης του ί­διου του Α­ρι­στο­τέ­λη για τη φι­λί­α, α­φού, σύμ­φω­να με την α­ρι­στο­τε­λι­κή πα­ρου­σί­α­ση της τέ­λειας φι­λί­ας, «τα μέ­ρη α­γα­πούν το έ­να το άλ­λο για τους χα­ρα­κτή­ρες τους και ό­χι α­πλώς και μό­νο ε­πει­δή χαί­ρον­ται ή ω­φε­λούν­ται το έ­να α­πό τη συν­τρο­φιά του άλ­λου»[19] [20]. Το εί­δος αυ­τό της φι­λί­ας α­πο­κα­λεί­ται α­πό τον Cooper «φι­λί­α του χα­ρα­κτή­ρα», εί­ναι α­ξι­ο­λο­γι­κά δηλ. το πρώ­το εί­δος φι­λί­ας, η «πρω­ταρ­χι­κή φι­λί­α». Αυ­τό ό­μως δεν ση­μαί­νει ό­τι το εί­δος της φι­λί­ας κα­τ' ἀ­ρε­τήν τῆς φι­λί­ας διά τό ἀ­γα­θόν α­πο­τε­λεί και το αρ­χι­κό εί­δος φι­λί­ας χρο­νο­λο­γι­κά, α­φού δεν εί­ναι συ­νή­θως η α­γά­πη για τον χα­ρα­κτή­ρα του άλ­λου που μας κά­νει να ε­πι­θυ­μή­σου­με να γί­νου­με φί­λοι με κά­ποι­ον, αυ­τό δηλ. που ση­μα­το­δο­τεί την αρ­χή της φι­λί­ας. Ό­πως το­νί­ζει σε ποι­κί­λα χω­ρί­α ο Α­ρι­στο­τέ­λης, αυ­τό που, συ­νή­θως, ω­θεί τους αν­θρώ­πους να ξε­κι­νή­σουν μια φι­λί­α εί­ναι η ευ­χα­ρί­στη­ση ή η χρη­σι­μό­τη­τα που μας εκ­πέμ­πει ο άλ­λος που μας πα­ρο­τρύ­νει να γί­νου­με φί­λοι μα­ζί του, ε­νώ η φι­λί­α για τον χα­ρα­κτή­ρα του άλ­λου έρ­χε­ται αρ­γό­τε­ρα και πα­γι­ώ­νει την φι­λί­α. Η «φι­λί­α του χα­ρα­κτή­ρα» δι­α­κρί­νε­ται α­πό τα άλ­λα δύ­ο εί­δη φι­λί­ας κα­τά το ό­τι η πε­ρι­γρα­φή υ­πό την ο­ποί­α κά­ποι­ος α­γα­πά κά­ποι­ον α­πο­τε­λεί μί­α πε­ρι­γρα­φή που α­να­φέ­ρε­ται στο σύ­νο­λο του άλ­λου προ­σώ­που που α­πο­τε­λεί το αν­τι­κεί­με­νο της φι­λί­ας, δηλ. σε ό­λες τις ι­δι­ό­τη­τες του άλ­λου αν­θρώ­που και ό­χι μό­νον σε κά­ποι­ες α­πό αυ­τές, ό­πως συμ­βαί­νει με τα άλ­λα εί­δη φι­λί­ας.
 
Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, αυ­τό που ο ο­ρι­σμός α­πό την Ρη­το­ρι­κή μας κα­τα­δει­κνύ­ει με ε­πι­τυ­χί­α εί­ναι ό­τι, για τον Α­ρι­στο­τέ­λη, η φι­λί­α σε γε­νι­κές γραμ­μές σα­φώς εμ­πε­ρι­έ­χει του­λά­χι­στον δύ­ο ση­μαν­τι­κά συ­στα­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: στορ­γή και έ­να αλ­τρου­ι­στι­κό εν­δι­α­φέ­ρον για το κα­λό του φί­λου. Αυ­τό εί­ναι ι­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κό για την κα­τα­νό­η­ση της α­ρι­στο­τε­λι­κής κα­νο­νι­στι­κής έν­νοι­ας της φι­λί­ας στην α­νά­λυ­ση που μας πα­ρέ­χε­ται τό­σο στα Η­θι­κά Νι­κο­μά­χεια ό­σο και στα Η­θι­κά Ευ­δή­μια. Ό­ταν κα­νείς ε­ξε­τά­ζει τη δι­ά­κρι­ση που κά­νει ο Α­ρι­στο­τέ­λης α­νά­με­σα στα τρί­α εί­δη φι­λί­ας κα­θώς και την έν­νοι­α της πο­λι­τι­κής φι­λί­ας, χρει­ά­ζε­ται να λαμ­βά­νει υ­πό­ψη του τον πυ­ρή­να που εί­ναι κοι­νός για ό­λες τις φι­λι­κές σχέ­σεις, ό­πως αυ­τός πε­ρι­γρά­φε­ται στον ο­ρι­σμό της φι­λί­ας που α­να­φέ­ρε­ται στη Ρη­το­ρι­κή.
 
Ο κοι­νός αυ­τός πυ­ρή­νας ό­λων των φι­λι­κών σχέ­σε­ων, α­κό­μη και αυ­τών ε­ρω­τι­κής φύ­σης ή συ­ζυ­γι­κής α­γά­πης, το­νί­ζε­ται και σε άλ­λα χω­ρί­α των α­ρι­στο­τε­λι­κών η­θι­κών έρ­γων. Για πα­ρά­δειγ­μα, στο βι­βλί­ο ΙΧ των Η­θι­κών Νι­κο­μα­χεί­ων, ό­που ε­ξε­τά­ζει την προ­έ­λευ­ση των φι­λι­κών σχέ­σε­ων προς τους γεί­το­νές μας κα­θώς και τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που δι­α­κρί­νουν δι­ά­φο­ρες μορ­φές φι­λί­ας που σχε­τί­ζον­ται με τη σχέ­ση μας προς τον ε­αυ­τό μας, ο Α­ρι­στο­τέ­λης ο­ρί­ζει τον φί­λο ως κά­ποι­ον ο ο­ποί­ος ε­πι­θυ­μεί και πράτ­τει αυ­τά που εί­ναι κα­λά, ή φαι­νο­με­νι­κά κα­λά, για τον φί­λο του, για χά­ρη του φί­λου του και ως κά­ποι­ον που ε­πι­θυ­μεί την ύ­παρ­ξη και τη ζω­ή του φί­λου του για χά­ρη ε­κεί­νου:
 
Οι φι­λι­κές σχέ­σεις του αν­θρώ­που με τους άλ­λους, στις ο­ποί­ες βα­σί­ζον­ται κα­τά κα­νό­να και οι ο­ρι­σμοί της φι­λί­ας, φαί­νε­ται ό­τι έ­χουν την αρ­χή τους στη φι­λι­κή σχέ­ση του αν­θρώ­που με τον ί­διο τον ε­αυ­τό του. Ο­ρι­σμέ­νοι λέ­νε ό­τι φί­λος εί­ναι (1) αυ­τός που θέ­λει και κά­νει σε κά­ποι­ον ό,τι εί­ναι κα­λό (ή ό,τι του φαί­νε­ται πως εί­ναι κα­λό) για χά­ρη ε­κεί­νου, ή (2) αυ­τός που θέ­λει ο φί­λος του να υ­πάρ­χει και να ζει, και αυ­τό το θέ­λει για χά­ρη του ί­διου του φί­λου του (εί­ναι το συ­ναί­σθη­μα που αι­σθά­νον­ται οι μη­τέ­ρες για τα παι­διά τους, κα­θώς και οι φί­λοι που ήρ­θαν σε σύγ­κρου­ση). Άλ­λοι λέ­νε ό­τι φί­λος με κά­ποι­ον εί­ναι (3) αυ­τός που περ­νά­ει ό­λο τον χρό­νο του μα­ζί με ε­κεί­νον· ε­πί­σης (4) αυ­τός που θέ­λει τα ί­δια πράγ­μα­τα που θέ­λει ε­κεί­νος, ή (5) αυ­τός που λυ­πά­ται και χαί­ρε­ται μα­ζί με τον φί­λο του (και αυ­τό ε­πί­σης εί­ναι κά­τι που το συ­ναν­τού­με κα­τά κύ­ριο λό­γο στις μη­τέ­ρες). Με κά­ποι­ο α­πό ό­λα αυ­τά τα στοι­χεί­α ο­ρί­ζουν και τη φι­λί­α. (ΗΝ, 1166a 1-10)
 
Η α­νά­λυ­ση της εύ­νοι­ας πα­ρου­σιά­ζει ι­δι­αί­τε­ρο εν­δι­α­φέ­ρον και ρί­χνει φως τό­σο στα δι­α­φο­ρε­τι­κά εί­δη φι­λί­ας και τις μορ­φές που αυ­τή λαμ­βά­νει, αλ­λά και α­να­φο­ρι­κά με τον γε­νι­κό ο­ρι­σμό της φι­λί­ας που προ­τά­θη­κε προ­η­γου­μέ­νως. Εν­δι­α­φέ­ρον ε­πί­σης πα­ρου­σιά­ζουν τα πα­ρα­δείγ­μα­τα και οι πα­ραλ­λη­λι­σμοί του Α­ρι­στο­τέ­λη, κα­θώς θε­ω­ρεί ό­τι η ευ­νο­ϊ­κή δι­ά­θε­ση εί­ναι μί­α μορ­φή α­νε­νερ­γούς φι­λί­ας. Ό­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ε­πι­ση­μαί­νει στο βι­βλί­ο ΙΧ των Η­θι­κών Νι­κο­μα­χεί­ων.
 
Μοιά­ζει λοι­πόν η ευ­νο­ϊ­κή δι­ά­θε­ση να εί­ναι η αρ­χή μιας φι­λί­ας, ό­πως εί­ναι η αρ­χή του έ­ρω­τα η ευ­χα­ρί­στη­ση που νι­ώ­θει κα­νείς βλέ­πον­τας κά­ποι­ον, για­τί κα­νέ­νας δεν κυ­ρι­εύ­ε­ται α­πό έ­ρω­τα, αν πρώ­τα δεν ευ­χα­ρι­στη­θεί βλέ­πον­τας τη μορ­φή του άλ­λου. Αλ­λά και αυ­τός που ευ­χα­ρι­στι­έ­ται με τη θέ­α της μορ­φής του άλ­λου δεν εί­ναι α­κό­μη ε­ρω­τευ­μέ­νος. Ε­ρω­τευ­μέ­νος θα εί­ναι ό­ταν θα τον πο­θεί α­πόν­τα και ό­ταν θα ε­πι­θυ­μεί την πα­ρου­σί­α του. Με τον ί­διο α­κρι­βώς τρό­πο οι άν­θρω­ποι δεν μπο­ρούν να εί­ναι φί­λοι, αν δεν υ­πήρ­ξαν ευ­νο­ϊ­κά δι­α­τε­θει­μέ­νοι, αυ­τοί ό­μως που εί­ναι ευ­νο­ϊ­κά δι­α­τε­θει­μέ­νοι προς κά­ποι­ον δεν εί­ναι α­κό­μα φί­λοι του, και ο λό­γος εί­ναι ό­τι θέ­λουν μό­νο ό,τι εί­ναι κα­λό γι’ αυ­τόν τον άν­θρω­πο, τί­πο­τε ό­μως δεν εί­ναι πρό­θυ­μοι να κά­νουν μα­ζί του ού­τε και να υ­πο­βλη­θούν σε κό­πους γι’ αυ­τόν. Έ­τσι, μι­λών­τας κα­νείς με­τα­φο­ρι­κά, θα μπο­ρού­σε να πει ό­τι η ευ­νο­ϊ­κή δι­ά­θε­ση εί­ναι μια «α­νε­νερ­γός» φι­λί­α, που ό­μως, αν κρα­τή­σει και­ρό και ο­δη­γή­σει σε μια στε­νό­τε­ρη γνω­ρι­μί­α, γί­νε­ται ό­χι ό­μως φι­λί­α για το ό­φε­λος ού­τε φι­λί­α για την ευ­χα­ρί­στη­ση, για­τί τέ­τοι­α κί­νη­τρα ού­τε ευ­νο­ϊ­κή δι­ά­θε­ση δεν γεν­νούν. (ΗΝ, 1167a1-11)

Στο τε­λευ­ταί­ο αυ­τό ση­μεί­ο ο Α­ρι­στο­τέ­λης φαί­νε­ται να υ­πο­πί­πτει σε μια αν­τί­φα­ση[21], σε σχέ­ση με το προ­α­να­φερ­θέν χω­ρί­ο της Ρη­το­ρι­κής (1380b35-1381a10), αλ­λά και με άλ­λα ση­μεί­α, ό­ταν, πα­ρό­λο που α­να­γνω­ρί­ζει ό­τι και τα τρί­α εί­δη φι­λί­ας που α­να­φέ­ρει εί­ναι φι­λί­α, μι­λά υ­πο­τι­μη­τι­κά για τα δύ­ο «κα­τώ­τε­ρα» εί­δη φι­λί­ας, α­να­φέ­ρον­τας ό­τι κί­νη­τρα ό­πως το ό­φε­λος και η ευ­χα­ρί­στη­ση «δεν γεν­νούν καν ευ­νο­ϊ­κή δι­ά­θε­ση». Ό­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά α­να­φέ­ρει για τα δύ­ο αυ­τά εί­δη φι­λί­ας, τη φι­λί­α για το χρή­σι­μο και τη φι­λί­α για την η­δο­νή, «οἱ μέν οὖν διά τό χρή­σι­μον φι­λοῦΰν­τες ἀλλή­λους οὐ κα­θ' αὐ­τούς φι­λοῦ­σιν, ἀλ­λ' ᾗ γί­νε­ταί τι αὐ­τοῖς πα­ρ' ἀλλή­λων ἀ­γα­θόν, ὁ­μοί­ως δέ καί οἱ δι' ἡ­δο­νήν» (ΗΝ 1156a10-12). Ο­πωσ­δή­πο­τε, σύμ­φω­να με την α­ρι­στο­τε­λι­κή δι­α­πραγ­μά­τευ­ση του θέ­μα­τος, και τα τρί­α εί­δη φι­λί­ας έ­χουν βέ­βαι­α ως κοι­νό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τους τη μη λαν­θά­νου­σα ἀν­τι­φί­λη­σιν, αυ­τή εί­ναι ό­μως ο­ρι­σμέ­νες φο­ρές φαι­νο­με­νι­κή και υ­πο­κρι­τι­κή και γί­νε­ται ου­σι­α­στι­κή μό­νο αν οι φι­λί­ες αυ­τές πε­ρά­σουν στο τρί­το ε­πί­πε­δο της φι­λί­ας του χα­ρα­κτή­ρα, της φι­λί­ας για την α­ρε­τή. Ό­πως ο Α­ρι­στο­τέ­λης φαί­νε­ται να υ­πο­νο­εί, οι φι­λί­ες που συ­νά­πτον­ται για το χρή­σι­μο και το ευ­χά­ρι­στο, πα­ρό­λο που χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται α­πό αν­τι­φί­λη­ση, δεν προ­έρ­χον­ται α­πό ει­λι­κρι­νή αι­σθή­μα­τα, γι’ αυ­τό οι φί­λοι στην ου­σί­α με­τα­χει­ρί­ζον­ται το α­γα­πη­μέ­νο πρό­σω­πο για τα προ­σω­πι­κά τους συμ­φέ­ρον­τα ή την ευ­χα­ρί­στη­σή τους[22]. Ο Α­ρι­στο­τέ­λης ση­μει­ώ­νει στο HN 1157b1-3 ό­τι «εἰς ταῦτα δέ τά εἴ­δη τῆς φι­λί­ας νε­νε­μη­μέ­νης οἱ μέν φαύ­λοι ἔ­σον­ται φί­λοι δι' ἡ­δο­νήν ἤ τό χρή­σι­μον, ταύ­τῃ ὅ­μοι­οι ὄν­τες, οἱ δ’ ἀ­γα­θοί δι’ αύὐτούς φί­λοι· ᾗ γάρ ἀ­γα­θοί. οὗ­τοι μέν οὖν ἁπλῶς φί­λοι, ἐ­κεῖ­νοι κα­τά συμ­βε­βη­κός καί τῷ ὡ­μοι­ῶ­σθαι τού­τοις». Ό­πως εύ­στο­χα ε­πι­ση­μαί­νει η Rosalind Hursthouse, σε άρ­θρο της με το ο­ποί­ο α­παν­τά στην κρι­τι­κή του Talbot Brewer[23], πράγ­μα­τι μό­νο η φι­λί­α του χα­ρα­κτή­ρα έ­χει ως στό­χο της την α­γά­πη του φί­λου μας για τον χα­ρα­κτή­ρα του μό­νο και ό­χι για κά­ποι­ον άλ­λον λό­γο. Πολ­λές μορ­φές φι­λί­ας, ό­πως φι­λί­ες με­τα­ξύ συ­να­δέλ­φων ή η ε­ρω­τι­κή α­γά­πη, πα­ρό­λο που εμ­πε­ρι­έ­χουν ευ­νο­ϊ­κή δι­ά­θε­ση, η εύ­νοι­α αυ­τή δεν εκ­δη­λώ­νε­ται για κα­νέ­ναν άλ­λο λό­γο πα­ρά μό­νο για τον λό­γο αυ­τόν που α­πο­τε­λού­σε και τον σκο­πό της φι­λί­ας, ό­πως λ.χ. η συ­να­δερ­φι­κή συ­νερ­γα­σί­α ή η ι­κα­νο­ποί­η­ση της ε­ρω­τι­κής ε­πι­θυ­μί­ας. Ό­ταν νο­μί­ζου­με ό­τι η φι­λί­α του άλ­λου προ­σώ­που δη­μι­ουρ­γή­θη­κε λό­γω της ποι­ό­τη­τας του χα­ρα­κτή­ρα μας α­πλώς ε­ξα­πα­τού­με τον ε­αυ­τό μας. Αυ­τό ό­μως δεν ση­μαί­νει ό­τι δεν υ­πήρ­χε ευ­νο­ϊ­κή δι­ά­θε­ση[24].
 
Φυ­σι­κά, α­πό μό­νη της η εύ­νοι­α, η ευ­νο­ϊ­κή δηλ. δι­ά­θε­ση, ό­πως ο Α­ρι­στο­τέ­λης ε­πι­ση­μαί­νει στο 1166b30-1167a3 των Η­θι­κών Νι­κο­μα­χεί­ων, αν και φαί­νε­ται να εί­ναι έ­να α­πό τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της φι­λί­ας, να εμ­πε­ρι­έ­χει δηλ. κά­τι α­πό τη φι­λι­κή σχέ­ση, πα­ρό­λα αυ­τά δεν εί­ναι φι­λί­α, α­φού εύ­νοι­α μπο­ρού­με να έ­χου­με α­κό­μη και προς αν­θρώ­πους που δεν γνω­ρί­ζου­με, χω­ρίς καν τα πρό­σω­πα αυ­τά να το γνω­ρί­ζουν τα ί­δια, αλ­λά φι­λί­α κα­τά αυ­τόν τον τρό­πο δεν εί­ναι δυ­να­τόν να έ­χου­με. Εί­ναι δυ­να­τόν λ.χ. να εί­μα­στε ευ­νο­ϊ­κά δι­α­τε­θει­μέ­νοι α­πέ­ναν­τι σε κά­ποι­ον φοι­τη­τή ή φοι­τή­τριά μας χω­ρίς ό­μως αυ­τός να το γνω­ρί­ζει. Κα­τά αυ­τήν την έν­νοι­α, η εύ­νοι­α δεν εί­ναι καν α­γά­πη (φί­λη­σις), α­φού η α­γά­πη προ­ϋ­πο­θέ­τει τη συ­να­να­στρο­φή, ε­νώ η ευ­νο­ϊ­κή δι­ά­θε­ση μπο­ρεί να γεν­νη­θεί ξαφ­νι­κά. Για να εί­ναι κά­ποι­οι φί­λοι, χρει­ά­ζε­ται και οι δύ­ο να α­να­γνω­ρί­ζουν τη φι­λί­α τους. Η εύ­νοι­α, η ευ­νο­ϊ­κή δι­ά­θε­ση, εί­ναι α­ναγ­καί­α προ­ϋ­πό­θε­ση για τη φι­λί­α, αλ­λά ό­χι ε­παρ­κής, α­φού χρει­ά­ζε­ται κά­ποι­ος να εί­ναι ευ­νο­ϊ­κά δι­α­τε­θει­μέ­νος προς κά­ποι­ον άλ­λο για να μπο­ρέ­σει να γί­νει φί­λος του και η εύ­νοι­α, α­πό μό­νη της δεν εί­ναι αρ­κε­τή για να γί­νει κα­νείς φί­λος με κά­ποι­ον, α­φού η φι­λί­α δη­μι­ουρ­γεί­ται α­πό την α­γά­πη που φέρ­νει η συ­να­να­στρο­φή και η α­μοι­βαι­ό­τη­τα.
 
Ο Α­ρι­στο­τέ­λης το­νί­ζει βέ­βαι­α ό­τι «για την α­γά­πη που αι­σθά­νον­ται οι άν­θρω­ποι για τα ά­ψυ­χα πράγ­μα­τα δεν χρη­σι­μο­ποι­εί­ται η λέ­ξη φι­λί­α, α­φού στην πε­ρί­πτω­ση αυ­τή δεν υ­πάρ­χει αν­τα­πό­δο­ση της α­γά­πης, ού­τε αν­τα­πό­δο­ση του κα­λού γι’ αυ­τό το άλ­λο, ε­νώ για τον φί­λο λέ­με ό­τι πρέ­πει να θέ­λου­με το κα­λό, και να το θέ­λου­με για χά­ρη του ί­διου». Ο Α­ρι­στο­τέ­λης ε­πι­ση­μαί­νει ό­τι αυ­τοί που θέ­λουν με αυ­τόν τον τρό­πο το κα­λό για τον άλ­λον χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται α­πλώς ευ­νο­ϊ­κά δι­α­τε­θει­μέ­νοι άν­θρω­ποι, α­φού στην πε­ρί­πτω­ση αυ­τή δεν υ­πάρ­χει η ί­δια θέ­λη­ση για δη­μι­ουρ­γί­α φι­λί­ας και α­πό την πλευ­ρά του άλ­λου, δεν υ­φί­στα­ται δηλ. «άν­τι­φί­λη­σις». Η φι­λί­α δη­μι­ουρ­γεί­ται μό­νον ό­ταν υ­πάρ­χει α­μοι­βαι­ό­τη­τα των αι­σθη­μά­των και ευ­νο­ϊ­κή δι­ά­θε­ση και α­πό τις δύ­ο πλευ­ρές, με τέ­τοι­ον τρό­πο ώ­στε αυ­τή «να εί­ναι φα­νε­ρή στα μά­τια της κά­θε πλευ­ράς». Πολ­λοί εί­ναι ευ­νο­ϊ­κά δι­α­τε­θει­μέ­νοι α­πέ­ναν­τι σε αν­θρώ­πους που δεν τους έ­χουν δει κα­θό­λου ή που τους γνω­ρί­ζουν ε­λά­χι­στα, έ­χουν ό­μως γι’ αυ­τούς τη γνώ­μη πως εί­ναι κα­λοί άν­θρω­ποι ή χρή­σι­μοι, και την ί­δια γνώ­μη μπο­ρεί να έ­χουν γι’ αυ­τούς και άλ­λοι άν­θρω­ποι.
 
Ο­πωσ­δή­πο­τε, δεν εί­ναι δυ­να­τόν να εν­δι­α­φε­ρό­μα­στε για ό­λους τους αν­θρώ­πους με τον ί­διο τρό­πο ού­τε βέ­βαι­α να α­γα­πά­με τους πάν­τες. Εί­ναι δυ­να­τόν βέ­βαι­α να έ­χου­με ευ­νο­ϊ­κή δι­ά­θε­ση προς τους αν­θρώ­πους που γνω­ρί­ζου­με ε­λά­χι­στα ή κα­θό­λου, αλ­λά δεν τρέ­φου­με φι­λι­κά αι­σθή­μα­τα προς αυ­τούς, δεν στε­νο­χω­ρι­ό­μα­στε λ.χ. για κά­ποι­α ά­γνω­στη γυ­ναί­κα που τυ­χαί­α εί­δα­με α­πό μα­κριά στο α­ε­ρο­δρό­μιο να εί­ναι α­να­στα­τω­μέ­νη, ού­τε, βέ­βαι­α, την ί­δια στιγ­μή, εί­μα­στε α­πα­θείς ή α­κό­μη και μο­χθη­ρά α­δι­ά­φο­ροι ό­ταν η κα­λύ­τε­ρή μας φί­λη εί­ναι στε­νο­χω­ρη­μέ­νη μπρο­στά στα μά­τια μας. Συμ­πε­ρι­φο­ρές τέ­τοι­ου εί­δους βρί­σκον­ται στα ό­ρια της πα­θο­λο­γί­ας κα­τά τον Α­ρι­στο­τέ­λη και α­πο­τε­λούν άλ­λω­στε με­ρι­κούς α­πό τους λί­γους λό­γους που δι­και­ο­λο­γούν τη δι­ά­λυ­ση μιας φι­λί­ας, ό­ταν η κα­κί­α και η μο­χθη­ρί­α του άλ­λου θε­ω­ρη­θεί ό­τι δεν ε­πι­δέ­χε­ται θε­ρα­πεί­ας, ό­ταν δη­λα­δή θε­ω­ρή­σου­με ό­τι αυ­τός που α­γα­πού­με δεν εί­ναι δυ­να­τόν να αλ­λά­ξει και να πά­ψει να εί­ναι μο­χθη­ρός. Η δι­ά­λυ­ση της φι­λί­ας εί­ναι θε­μι­τό να γί­νει, κα­τά τον Α­ρι­στο­τέ­λη, δι’ ὑ­περ­βο­λήν μο­χθη­ρί­ας του ε­νός φί­λου: οὐ πᾶ­σιν, ἀλ­λά τοῖς ἀ­νιά­τοις κα­τά τήν μο­χθη­ρί­αν (ΗΝ 1165b 18), ό­ταν δη­λα­δή σε μια φι­λι­κή σχέ­ση έ­χει ε­πέλ­θει με τον χρό­νο ή για άλ­λους δι­α­φο­ρε­τι­κούς λό­γους δυ­σα­να­λο­γί­α, χω­ρίς να εί­ναι δυ­να­τόν να ε­πέλ­θει έ­πα­νόρ­θω­σις εις το ή­θος του ε­νός φί­λου[25].
 
Ε­πί­σης, κα­τά τον Α­ρι­στο­τέ­λη, έ­νας άλ­λος λό­γος δι­ά­λυ­σης της φι­λί­ας, εί­ναι ό­ταν ο άλ­λος, ο υ­πο­τι­θέ­με­νος φί­λος μας, πα­ρου­σί­α­ζε σε ε­μάς έ­να άλ­λο πρό­σω­πο α­πό αυ­τό που πραγ­μα­τι­κά εί­χε, ό­ταν δη­λα­δή μας έ­δι­νε την εν­τύ­πω­ση ό­τι μας α­γα­πού­σε για τον χα­ρα­κτή­ρα μας, ε­νώ, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, συ­να­να­στρε­φό­ταν μα­ζί μας, προ­σποι­ού­ταν δηλ. τον φί­λο, για την ευ­χα­ρί­στη­ση που αν­τλού­σε α­πό ε­μάς ή, α­κό­μη χει­ρό­τε­ρα, για την χρη­σι­μό­τη­τα που του προ­σέ­φε­ρε η φι­λί­α του μα­ζί μας. Υ­πάρ­χουν δηλ. ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις που κά­ποι­ος συ­νά­πτει φι­λί­α μα­ζί μας έ­χον­τας ως στό­χο την ευ­χα­ρί­στη­ση ή την χρη­σι­μό­τη­τα που μας πα­ρέ­χει η φι­λί­α του μα­ζί μας, αλ­λά πα­ρου­σιά­ζει το εν­δι­α­φέ­ρον του αυ­τό προς ε­μάς ως φι­λί­α για τον χα­ρα­κτή­ρα μας. Κα­τά πα­ρό­μοι­ο τρό­πο, εν­δέ­χε­ται κά­ποι­ος να συ­νά­πτει φι­λί­α με ε­μάς για­τί του εί­μα­στε χρή­σι­μοι, αλ­λά να πα­ρου­σιά­ζει τη φι­λί­α του αυ­τή ως φι­λί­α για την ευ­χα­ρί­στη­ση, να εμ­φα­νί­ζε­ται δηλ. ό­τι προ­τι­μά την φι­λί­α μας ε­πει­δή του εί­μα­στε ευ­χά­ρι­στοι, αλ­λά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα να εί­ναι φί­λος με ε­μάς μό­νο ε­πει­δή του εί­μα­στε χρή­σι­μοι. Κα­τά τον Α­ρι­στο­τέ­λη, αν το πρό­σω­πο αυ­τό έ­χει κά­νει σα­φείς τις προ­θέ­σεις του προς ε­μάς, αλ­λά εί­μα­στε ε­μείς ε­κεί­νοι που α­πα­τη­θή­κα­με, που λαν­θα­σμέ­να δηλ. θε­ω­ρή­σα­με ό­τι η φι­λί­α του σή­μαι­νε κά­τι άλ­λο α­πό αυ­τό που στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ή­ταν, τό­τε ο­φεί­λου­με να κα­τη­γο­ρή­σου­με μό­νο τον ε­αυ­τό μας και ό­χι το άλ­λο πρό­σω­πο. Αν ό­μως συ­νει­δη­τά ε­ξα­πα­τη­θού­με κα­τά αυ­τόν τον τρό­πο α­πό τον άλ­λον, τον υ­πο­τι­θέ­με­νο φί­λο μας, τό­τε δεν πρέ­πει σε κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση να κα­τη­γο­ρού­με τον ε­αυ­τό μας, αλ­λά μό­νο το άλ­λο πρό­σω­πο, α­φού ε­κεί­νο ή­ταν που συ­νει­δη­τά μας ε­ξα­πά­τη­σε. Μια τέ­τοι­ου εί­δους συμ­πε­ρι­φο­ρά προς το πρό­σω­πό μας δι­και­ο­λο­γεί α­πο­λύ­τως, κα­τά τον Α­ρι­στο­τέ­λη, την α­πό μέ­ρους μας δι­ά­λυ­ση μιας της φι­λί­ας. Γε­νι­κό­τε­ρα, ο Α­ρι­στο­τέ­λης, ε­νώ α­να­φέ­ρε­ται σε ποι­κί­λα χω­ρί­α για τους λό­γους δι­ά­λυ­σης της φι­λί­ας, φαί­νε­ται να υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση ο­φεί­λου­με να προ­σπα­θού­με να δι­α­τη­ρή­σου­με τη φι­λί­α, ε­πι­μέ­νον­τας στην σχέ­ση μας με τον άλ­λον και δί­δον­τας πολ­λές «δεύ­τε­ρες» ευ­και­ρί­ες στους φί­λους μας.
 
Έ­χει υ­πο­στη­ρι­χθεί α­πό πολ­λούς ό­τι «το να ζει κα­νείς μα­ζί με τον άλ­λο» α­πο­τε­λεί γε­νι­κό­τε­ρα μί­α α­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση για τη φι­λί­α. Για πα­ρά­δειγ­μα, η Martha Nussbaum υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι στον Α­ρι­στο­τέ­λη υ­πάρ­χουν ο­κτώ «προ­ϋ­πο­θέ­σεις για τη φι­λί­α»: α­μοι­βαι­ό­τη­τα στην α­γά­πη, α­νε­ξαρ­τη­σί­α (το αν­τι­κεί­με­νο της φι­λί­ας πρέ­πει να θε­ω­ρεί­ται ως έ­να ον που δι­α­θέ­τει έ­να ξε­χω­ρι­στό α­γα­θό, ό­χι α­πλώς ως έ­να α­πό­κτη­μα ή μια ε­πέ­κτα­ση ε­νός φί­λου, και ο πραγ­μα­τι­κός φί­λος θα εύ­χε­ται στον άλ­λο μό­νο κα­λά πράγ­μα­τα προς χά­ριν αυ­τού του ξε­χω­ρι­στού α­γα­θού), α­μοι­βαί­α ω­φε­λι­μό­τη­τα στην πρά­ξη, να ζει κα­νείς μα­ζί με τον άλ­λο, εμ­πι­στο­σύ­νη, α­μοι­βαι­ό­τη­τα στην ευ­χα­ρί­στη­ση, α­μοι­βαί­α βο­ή­θεια και, τέ­λος, α­μοι­βαί­α έλ­ξη[26]. Ε­πι­πλέ­ον, κα­τά την Nussbaum, υ­πάρ­χουν τρεις μη­χα­νι­σμοί της φι­λί­ας: α­μοι­βαί­ος ε­πη­ρε­α­σμός, κοι­νή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα και συ­να­γω­νι­σμός και μί­μη­ση (φι­λί­α κα­τό­πτρου)[27].
 
Εί­ναι γε­γο­νός ό­τι ο Α­ρι­στο­τέ­λης υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι για να μπο­ρέ­σου­με να ε­πι­τύ­χου­με τη δη­μι­ουρ­γί­α της «φι­λί­ας του χα­ρα­κτή­ρα», η ο­ποί­α α­πο­τε­λεί βέ­βαι­α το α­νώ­τε­ρο εί­δος φι­λί­ας, το να ζει κα­νείς μα­ζί με τον άλ­λο και να μοι­ρά­ζε­ται κοι­νές δρα­στη­ρι­ό­τη­τες σε κα­θη­με­ρι­νή βά­ση α­πο­τε­λεί βα­σι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ο Α­ρι­στο­τέ­λης πι­στεύ­ει ό­τι «οι φί­λοι θα πρέ­πει να περ­νούν τις μέ­ρες τους μα­ζί» (ΗΝ, 1158a9, 1171a5) ή «να βα­δί­ζουν μα­ζί στο χρό­νο» (ΗΝ, 1157b22), α­φού εί­ναι ση­μαν­τι­κό να α­πο­κτά κα­νείς μί­α δι­ε­ξο­δι­κή εμ­πει­ρί­α του χα­ρα­κτή­ρα του άλ­λου και των συ­νη­θει­ών του για να μπο­ρέ­σει να ε­πι­τύ­χει μί­α τέ­τοι­α μορ­φή σχέ­σης, ό­πως η φι­λί­α του χα­ρα­κτή­ρα. Ό­μως, πα­ρό­λα αυ­τά, ο Α­ρι­στο­τέ­λης ε­πί­σης φαί­νε­ται να πι­στεύ­ει ό­τι δεν εί­ναι πάν­το­τε ση­μαν­τι­κό οι φί­λοι να περ­νούν τις μέ­ρες τους μα­ζί σε α­δι­ά­κο­πη συν­τρο­φιά, α­φού φαί­νε­ται να προ­τεί­νει σε δι­ά­φο­ρα μέ­ρη ό­τι δεν εί­ναι α­πα­ραί­τη­το οι άν­θρω­ποι που α­γα­πού­με να εί­ναι συ­νέ­χεια μα­ζί μας, ό­πως άλ­λω­στε η φρά­ση «βα­δί­ζουν μα­ζί στο χρό­νο» υ­πο­δη­λώ­νει. Αυ­τό που έ­χει κυ­ρί­ως ση­μα­σί­α εί­ναι η διά­ρκεια της φι­λί­ας, χρει­ά­ζε­ται δηλ. να υ­πάρ­χει διά­ρκεια του χρό­νου, να έ­χει πε­ρά­σει αρ­κε­τός χρό­νος α­πό τό­τε που ξε­κί­νη­σε η φι­λί­α έ­τσι ώ­στε να εί­ναι δυ­να­τόν να γνω­ρί­σου­με τον χα­ρα­κτή­ρα του άλ­λου. Εί­ναι α­λή­θεια ό­τι ο­ρι­σμέ­νοι άν­θρω­ποι βρί­σκουν ευ­χα­ρί­στη­ση στο να ζουν στην συν­τρο­φιά ο έ­νας του άλ­λου και να κά­νουν κα­λά πράγ­μα­τα ο έ­νας για τον άλ­λον, αλ­λά «άλ­λοι κοι­μούν­ται ή έ­χουν χω­ρι­στεί α­πό την α­πό­στα­ση και δεν λαμ­βά­νουν μέ­ρος στις κοι­νές δρα­στη­ρι­ό­τη­τες της φι­λί­ας, έ­χουν ό­μως πα­ρό­λα αυ­τά την τά­ση να το κά­νουν αυ­τό, για­τί η α­πό­στα­ση δεν δι­α­λύ­ει τη φι­λί­α χω­ρίς λό­γο, αλ­λά α­πλώς δι­α­λύ­ει τη δρα­στη­ρι­ό­τη­τά της (ΗΝ, 1157b5-13). Ε­πι­πλέ­ον, ο Α­ρι­στο­τέ­λης φαί­νε­ται ό­τι πι­στεύ­ει ό­τι α­πο­τε­λεί ορ­θο­λο­γι­κή και πρέ­που­σα αν­τί­δρα­ση που ορ­θώς αν­τι­στοι­χεί στην α­ξί­α της προ­σω­πι­κής στορ­γής και α­γά­πης σε μια α­γα­θή αν­θρώ­πι­νη ζω­ή να α­πο­δί­δει α­ξί­α κα­νείς σ’ αυ­τούς που εί­ναι νε­κροί ό­σο και σ’ αυ­τούς που εί­ναι ζων­τα­νοί. Ό­πως α­να­φέ­ρει, «θε­ω­ρού­με ό­τι α­πο­τε­λεί α­ρε­τή στους αν­θρώ­πους αν α­γα­πούν τους φί­λους τους το ί­διο εί­τε ό­ταν εί­ναι πα­ρόν­τες ή α­πόν­τες, το ί­διο αν εί­ναι ζων­τα­νοί ή νε­κροί (Ρη­το­ρι­κή, 1381b24-26). Η Martha Nussbaum εύ­στο­χα ε­πι­ση­μαί­νει τη δι­α­φο­ρά α­νά­με­σα σε έ­να καν­τια­νό και έ­ναν α­ρι­στο­τε­λι­κό σχε­τι­κά με το θέ­μα αυ­τό, υ­πό την έν­νοι­α ό­τι έ­νας καν­τια­νός θα έ­τει­νε να πι­στεύ­ει ό­τι αυ­τή η αν­τί­δρα­ση α­πο­τε­λεί έ­να α­τυ­χές ψυ­χο­λο­γι­κό γε­γο­νός για πολ­λούς αν­θρώ­πους. Ό­μως, ό­πως ο Α­ρι­στο­τέ­λης α­να­φέ­ρει στα ΗΝ 1099b2-4, «κα­νείς δε θα μπο­ρέ­σει να ζή­σει πο­τέ εν­τε­λώς κα­λά, αν εί­ναι μο­να­χι­κός και ά­τε­κνος· α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο, ί­σως, αν έ­χει υ­περ­βο­λι­κά κα­κά παι­διά ή κα­κούς φί­λους, ή εί­χε κα­λούς που πέ­θα­ναν»[28].
     
Η πο­λι­τι­κή φι­λί­α ως «φι­λί­α κοι­νού συμ­φέ­ρον­τος»
 
Ο Α­ρι­στο­τέ­λης α­να­φέ­ρει ποι­κί­λα εί­δη φι­λί­ας πα­ρό­μοι­α με αυ­τό της πο­λι­τι­κής φι­λί­ας, τα ο­ποί­α ό­λα εμ­πί­πτουν στο σχή­μα των τρι­ών ει­δών της φι­λί­ας που πε­ρι­γρά­φει: φι­λί­ες α­νά­με­σα σε πο­λί­τες, εμ­πό­ρους, ναυ­τι­κούς, α­κό­μη και κλέ­φτες (EE, VII.1242a1-2 και NE, VIII.1161b12). Ό­πως α­να­φέ­ρει, αυ­τές α­πο­τε­λούν πε­ρισ­σό­τε­ρο φι­λί­ες που δη­μι­ουρ­γούν­ται μέ­σα σε μια κοι­νό­τη­τα, για­τί φαί­νε­ται να βα­σί­ζον­ται σε κά­ποι­α μορ­φή συμ­φω­νί­ας. Υ­πό την έν­νοι­α αυ­τή, η φι­λί­α που δη­μι­ουρ­γεί­ται α­νά­με­σα στον οι­κο­δε­σπό­τη και τον κα­λε­σμέ­νο ε­πί­σης εμ­πί­πτει στην κα­τη­γο­ρί­α αυ­τή. Ο Α­ρι­στο­τέ­λης δεν ε­ξη­γεί με σα­φή­νεια το πώς α­κρι­βώς η πο­λι­τι­κή φι­λί­α συν­δέ­ε­ται με τα τρί­α εί­δη φι­λί­ας που πε­ρι­γρά­φει, αλ­λά εί­ναι ξε­κά­θα­ρο πως την λαμ­βά­νει ως μί­α ει­δι­κή μορ­φή φι­λί­ας που βα­σί­ζε­ται στο κοι­νό συμ­φέ­ρον.
 
Στα Η­θι­κά Ευ­δή­μια, ό­που ο Α­ρι­στο­τέ­λης α­να­φέ­ρε­ται συγ­κε­κρι­μέ­να και πιο ε­κτε­νώς στην έν­νοι­α της πο­λι­τι­κής φι­λί­ας, δη­λώ­νε­ται σα­φώς η μορ­φή αυ­τή της φι­λί­ας που ι­σχύ­ει α­νά­με­σα στους πο­λί­τες μιας πό­λης: «η δε πο­λι­τι­κή συ­νέ­στη­κε μέν κα­τά το χρή­σι­μον καί μά­λι­στα. Δια γάρ το μή αύ­ταρ­κείν δο­κου­σι συ­νελ­θείν, ε­πεί συ­νήλ­θόν γ' αν καί του συ­ζήν χά­ριν» (Ηθ. Ευδ., 1242a6-9). Το εί­δος αυ­τό της φι­λί­ας α­νά­με­σα στους πο­λί­τες δη­λώ­νε­ται και στα Η­θι­κά Νι­κο­μά­χεια (1160a11-14): «καί ή πο­λι­τι­κή δέ κοι­νω­νί­α του συμ­φέ­ρον­τος χά­ριν δο­κεί καί έξ άρ­χής συ­νελ­θείν καί δι­α­μέ­νειν· τού­του γάρ καί νο­μο­θέ­ται στο­χά­ζον­ται, καί δί­και­όν φα­σιν εί­ναι το κοι­νή συμ­φέ­ρον».
 
Ο Α­ρι­στο­τέ­λης ε­πι­ση­μαί­νει ό­τι η πο­λι­τι­κή κοι­νω­νί­α δη­μι­ουρ­γεί­ται και ε­πι­βι­ώ­νει για χά­ρη του κοι­νού συμ­φέ­ρον­τος που τα μέ­λη της λαμ­βά­νουν α­πό τη συμ­βί­ω­ση σε αυ­τή, κα­τά τέ­τοι­ο τρό­πο που εί­ναι α­πα­ραί­τη­το μια τέ­τοι­α κοι­νό­τη­τα να έ­χει ως στό­χο της να δι­α­σφα­λί­ζει αυ­τά που χρει­ά­ζον­ται α­πό τα μέ­λη της ώ­στε να υ­πο­στη­ρί­ζουν τη ζω­ή τους (NE, 1160a11-23). Ό­λες αυ­τές οι δι­α­φο­ρε­τι­κές μι­κρές κοι­νό­τη­τες, οι ο­ποί­ες υ­πάρ­χουν στο πλαί­σιο της με­γα­λύ­τε­ρης πο­λι­τι­κής κοι­νό­τη­τας, φαί­νε­ται να υ­πο­τάσ­σον­ται σε αυ­τήν την πο­λι­τι­κή κοι­νό­τη­τα, για­τί η πο­λι­τι­κή κοι­νό­τη­τα στο­χεύ­ει ό­χι σε αυ­τό που εί­ναι ά­με­σα χρή­σι­μο, αλ­λά σε αυ­τό που εί­ναι χρή­σι­μο για το σύ­νο­λο της ζω­ής (NE, 1160a28-30).
 
Η ε­νό­τη­τα της πό­λης: φι­λί­α, δι­και­ο­σύ­νη και ο­μό­νοι­α
 
Το πιο εν­τυ­πω­σια­κό ση­μεί­ο της α­ρι­στο­τε­λι­κής συ­ζή­τη­σης α­να­φο­ρι­κά με την έν­νοι­α της πο­λι­τι­κής φι­λί­ας συ­νί­στα­ται στη σχέ­ση που ε­κεί­νος α­πο­δί­δει α­νά­με­σα στη φι­λί­α και τη δι­και­ο­σύ­νη. Ο Α­ρι­στο­τέ­λης, ή­δη α­πό την αρ­χή της συ­ζή­τη­σής του για τη φι­λί­α στο 1155a 22-27 των Η­θι­κών Νι­κο­μα­χεί­ων, συν­δέ­ει τη φι­λί­α με τη δι­και­ο­σύ­νη και την πό­λη:
 
Φαί­νε­ται ε­πί­σης ό­τι η φι­λί­α συ­νέ­χει και τις πό­λεις, και οι νο­μο­θέ­τες νοι­ά­ζον­ται πιο πο­λύ γι’ αυ­τήν πα­ρά για τη δι­και­ο­σύ­νη (πο­λύ φυ­σι­κό, α­φού η ο­μό­νοι­α φαί­νε­ται πως εί­ναι κά­τι πα­ρό­μοι­ο με τη φι­λί­α): αυ­τήν ε­πι­θυ­μούν κα­τά κύ­ριο λό­γο, και κοι­τά­ζουν κα­τά κύ­ριο λό­γο να δι­ώ­ξουν α­πό την πό­λη τη δι­χό­νοι­α, που τι άλ­λο εί­ναι πα­ρά μί­σος και έ­χθρα; Αν οι άν­θρω­ποι εί­ναι φί­λοι με­τα­ξύ τους, δεν την έ­χουν α­νάγ­κη τη δι­και­ο­σύ­νη, ε­νώ αν εί­ναι δί­και­οι, χρει­ά­ζον­ται ε­πι­πλέ­ον και τη φι­λί­α, και η πιο γνή­σια μορ­φή δι­και­ο­σύ­νης θε­ω­ρεί­ται πως έ­χει ό­λα τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της φι­λί­ας.
 
Η φι­λί­α και η δι­και­ο­σύ­νη φαί­νε­ται ό­τι σχε­τί­ζον­ται με τα ί­δια πράγ­μα­τα και ό­τι α­νευ­ρί­σκον­ται στους ί­διους αν­θρώ­πους:
 
Φαί­νε­ται πάν­τως -ό­πως το εί­πα­με και στην αρ­χή της συ­ζή­τη­σής μας- ό­τι η φι­λί­α και η δι­και­ο­σύ­νη έ­χουν ως αν­τι­κεί­με­νό τους τα ί­δια πράγ­μα­τα και σχε­τί­ζον­ται με τα ί­δια πρό­σω­πα. Σε κά­θε, πράγ­μα­τι, μορ­φή συ­νύ­παρ­ξης και συ­νά­φειας αν­θρώ­πων υ­πάρ­χει, κα­τά την κοι­νή αν­τί­λη­ψη, κά­ποι­α μορ­φή δι­καί­ου, αλ­λά και φι­λί­α. Ο­νο­μά­ζουν, π.χ., οι άν­θρω­ποι φί­λους τους τους συν­τα­ξι­δι­ώ­τες τους και τους συ­στρα­τι­ώ­τες τους, κα­θώς και ό­λους αυ­τούς με τους ο­ποί­ους γε­νι­κά συ­νυ­πάρ­χουν και έρ­χον­ται σε κά­ποι­α άλ­λη τέ­τοι­α συ­νά­φεια. Και ό­σο κρα­τά­ει η συ­νύ­παρ­ξη και η συ­νά­φειά τους, τό­σο κρα­τά­ει και η φι­λί­α τους· για­τί τό­σο κρα­τά­ει α­νά­με­σά τους και η δι­και­ο­σύ­νη. Και η πα­ροι­μί­α «Ό­λα των φί­λων κοι­νά» εί­ναι σω­στή· για­τί η φι­λί­α έ­χει για προ­ϋ­πό­θε­ση τη συ­νύ­παρ­ξη και τη συ­νά­φεια. Τα α­δέλ­φια τώ­ρα, και οι σύν­τρο­φοι έ­χουν κοι­νά τα πάν­τα, ε­νώ οι άλ­λοι ο­ρι­σμέ­να μό­νο πράγ­μα­τα: κά­ποι­οι πε­ρισ­σό­τε­ρα, άλ­λοι λι­γό­τε­ρα -μή­πως και α­πό τις φι­λί­ες δεν εί­ναι κά­ποι­ες πε­ρισ­σό­τε­ρο και άλ­λες λι­γό­τε­ρο φι­λί­ες; Αλ­λά και η δι­και­ο­σύ­νη πα­ρου­σι­ά­ζε­ται με ποι­κι­λί­α μορ­φών. Α­πό την ά­πο­ψη, πράγ­μα­τι, αυ­τή οι σχέ­σεις των γο­νι­ών με τα παι­διά τους και οι σχέ­σεις των α­δελ­φών με­τα­ξύ τους δεν εί­ναι ί­δι­ες, ό­πως δεν εί­ναι ί­δι­ες και οι σχέ­σεις των συν­τρό­φων με­τα­ξύ τους -το ί­διο ι­σχύ­ει και στις άλ­λες μορ­φές φι­λί­ας. Δι­α­φο­ρε­τι­κές εί­ναι, κα­τά συ­νέ­πεια, και οι ά­δι­κες πρά­ξεις στην κα­θε­μιά α­πό τις πε­ρι­πτώ­σεις αυ­τές, και η α­δι­κί­α γί­νε­ται με­γα­λύ­τε­ρη ό­ταν στρέ­φε­ται προς κά­ποι­ον που εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο φί­λος. Πα­ρά­δειγ­μα: εί­ναι φο­βε­ρό­τε­ρο να κλέ­ψει κα­νείς έ­να σύν­τρο­φο πα­ρά έ­ναν συμ­πο­λί­τη· εί­ναι φο­βε­ρό­τε­ρο να μην βο­η­θή­σει τον α­δελ­φό του πα­ρά έ­ναν ξέ­νο· εί­ναι φο­βε­ρό­τε­ρο να χτυ­πή­σει τον πα­τέ­ρα του πα­ρά ο­ποι­ον­δή­πο­τε άλ­λον. Η φύ­ση έ­τσι το ό­ρι­σε, ώ­στε μα­ζί με τη φι­λί­α να αυ­ξά­νει και το δί­και­ο· ο λό­γος εί­ναι ό­τι η φι­λί­α και το δί­και­ο υ­πάρ­χουν με­τα­ξύ των ί­δι­ων αν­θρώ­πων και α­πλώ­νον­ται σε ί­δια έ­κτα­ση. (ΗΝ, 1195b25-1160a)
 
Αρ­κε­τοί εί­ναι οι σύγ­χρο­νοι πο­λι­τι­κοί φι­λό­σο­φοι που ο­ρα­μα­τί­ζον­ται την ε­πι­στρο­φή προς τα ι­δε­ώ­δη της α­ρι­στο­τε­λι­κής πό­λης α­σκών­τας κρι­τι­κή στις σύγ­χρο­νες φι­λε­λεύ­θε­ρες πο­λι­τι­κές θε­ω­ρί­ες, ό­πως οι υ­πο­στη­ρι­κτές της κοι­νο­τι­στι­κής θε­ω­ρί­ας[29]. Αυ­τό που, κα­τά τη γνώ­μη των κοι­νο­τι­στών, α­που­σιά­ζει α­πό τη σύγ­χρο­νη φι­λε­λεύ­θε­ρη θε­ω­ρί­α για το κρά­τος εί­ναι δε­σμοί συ­νο­χής της κοι­νω­νί­ας, εί­ναι «το εν­δι­α­φέ­ρον για τους άλ­λους αν­θρώ­πους» που οι φι­λε­λεύ­θε­ροι το έ­χουν αν­τι­κα­τα­στή­σει με την έν­νοι­α της δι­και­ο­σύ­νης ως «σε­βα­σμού προς τους άλ­λους». Εί­ναι ό­μως συμ­βα­τή η α­ρι­στο­τε­λι­κή θε­ω­ρί­α για την πο­λι­τι­κή φι­λί­α με έ­να κοι­νο­τι­στι­κό ι­δε­ώ­δες που πρε­σβεύ­ει ό­τι για να μπο­ρέ­σου­με να ζή­σου­με χρει­α­ζό­μα­στε μί­α συμ­φω­νί­α α­νοι­κτού φά­σμα­τος μέ­σα σε μια κοι­νό­τη­τα α­γα­θών και α­ρε­τών και ό­τι η συμ­φω­νί­α αυ­τή θα εγ­γυά­ται τους φι­λι­κούς δε­σμούς α­νά­με­σα στους πο­λί­τες[30]; Ή μή­πως, αν­τι­θέ­τως, εί­ναι δυ­να­τόν να εί­ναι συμ­βα­τή με το φι­λε­λεύ­θε­ρο ι­δε­ώ­δες που δί­δει δε­σπό­ζου­σα θέ­ση στη δι­και­ο­σύ­νη κα­τη­γο­ρών­τας τη φι­λί­α ως έν­νοι­α με­ρο­λη­πτι­κή που δεν εί­ναι δυ­να­τόν να σχε­τί­ζε­ται με την η­θι­κή σφαί­ρα;
 
Ε­πι­πλέ­ον, το χω­ρί­ο αυ­τό πα­ρου­σιά­ζει ποι­κί­λα προ­βλή­μα­τα κα­τα­νό­η­σης. Τι εί­ναι αυ­τό α­κρι­βώς που εν­νο­εί ο Α­ρι­στο­τέ­λης ό­ταν λέ­ει ό­τι «η ο­μό­νοι­α εί­ναι κά­τι πα­ρό­μοι­ο με τη φι­λί­α» και ό­τι «η πιο γνή­σια μορ­φή δι­και­ο­σύ­νης έ­χει ό­λα τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της φι­λί­ας» και πώς εί­ναι δυ­να­τόν να κα­τα­νο­ή­σου­με αυ­τήν την έν­νοι­α της ο­μό­νοι­ας και, βέ­βαι­α, πώς εί­ναι δυ­να­τόν να συν­δέ­ε­ται η φι­λί­α με τη δι­και­ο­σύ­νη; Μί­α πρώ­τη αν­τί­δρα­ση προς την ά­πο­ψη αυ­τή του Α­ρι­στο­τέ­λη εί­ναι να υ­πο­στη­ρί­ξει κα­νείς ό­τι αυ­τή εί­ναι μια πο­λύ πε­ρί­ερ­γη θέ­ση, α­φού, εκ πρώ­της ό­ψε­ως του­λά­χι­στον, η φι­λί­α και η δι­και­ο­σύ­νη φαί­νε­ται να έρ­χον­ται σε αν­τί­θε­ση με­τα­ξύ τους. Ό­πως έ­χει ε­πι­ση­μαν­θεί α­πό την Suzanne Stem-Gillet, θυ­μί­ζον­τάς μας το έρ­γο Amicitia του Κι­κέ­ρω­να, η φι­λί­α συ­νή­θως θε­ω­ρεί­ται ως εμ­πό­διο για τη δι­και­ο­σύ­νη, α­φού η προ­σω­πι­κή φι­λί­α εν­δε­χο­μέ­νως να α­πει­λή­σει το κρά­τος αν­τί να το προ­στα­τεύ­σει, ό­ταν συγ­κρού­σεις στα­θε­ρό­τη­τας δη­μι­ουρ­γούν­ται α­νά­με­σα στην πο­λι­τι­κή υ­πο­χρέ­ω­ση και στην ι­δι­ω­τι­κή φι­λί­α[31]. Αυ­τό εί­ναι α­λή­θεια αν σκε­φτού­με ό­τι η φι­λί­α α­ναγ­κα­στι­κά εί­ναι μί­α με­ρο­λη­πτι­κή έν­νοι­α, ε­νώ η δι­και­ο­σύ­νη α­ξι­ώ­νει να εί­ναι α­με­ρό­λη­πτη.
 
Ο­πωσ­δή­πο­τε, μί­α εξ ο­ρι­σμού με­ρο­λη­πτι­κή έν­νοι­α, ό­πως αυ­τή της φι­λί­ας, πα­ρου­σιά­ζει ι­δι­αί­τε­ρες δυ­σκο­λί­ες σε σχέ­ση με την α­με­ρο­λη­ψί­α, έν­νοι­α που πα­ρα­δο­σια­κά προ­τάσ­σει η η­θι­κή. Οι δύ­ο κυ­ρί­αρ­χες σύγ­χρο­νες η­θι­κές θε­ω­ρί­ες, ο δε­ον­το­λο­γί­α και ο ω­φε­λι­μι­σμός, δυ­σκο­λεύ­ον­ται να α­πο­δε­χθούν την κα­θη­με­ρι­νή αν­τί­λη­ψη για τη φι­λί­α, που ως ε­πί το πλεί­στον οι πε­ρισ­σό­τε­ροι α­πό μας έ­χου­με, αν­τι­με­τω­πί­ζον­τάς την ως μια σχέ­ση που ε­πι­φέ­ρει ση­μαν­τι­κές η­θι­κές δυ­σκο­λί­ες και ε­πι­πλο­κές. Η δυ­σκο­λί­α των δύ­ο αυ­τών η­θι­κών θε­ω­ρι­ών πη­γά­ζει α­πό τη βα­σι­κή δέ­σμευ­σή τους προς την α­με­ρο­λη­ψί­α, τον ι­σχυ­ρι­σμό δη­λα­δή ό­τι ό­λα τα πρό­σω­πα εί­ναι ε­ξί­σου ά­ξια εν­δι­α­φέ­ρον­τος. Η βα­σι­κή σύγ­κρου­ση α­νά­με­σα στη φι­λί­α και την α­με­ρο­λη­ψί­α έγ­κει­ται στο ό­τι «η α­με­ρο­λη­ψί­α μας ζη­τά να βλέ­που­με τους πάν­τες ω­σάν να ή­ταν έ­να πρό­σω­πο α­νά­με­σα στους πολ­λούς, και κα­νέ­ναν ως ξε­χω­ρι­στό, ε­νώ, αν­τι­θέ­τως, η φι­λί­α και οι άλ­λες στε­νές σχέ­σεις ζη­τούν να βλέ­που­με τους φί­λους μας ως ξε­χω­ρι­στούς»[32].
 
Στην σύγ­χρο­νη ε­πο­χή, η με­ρο­λη­ψί­α προς τους άλ­λους, η με­ρο­λη­πτι­κή δη­λα­δή συμ­πε­ρι­φο­ρά προς ο­ρι­σμέ­νους αν­θρώ­πους για τους ο­ποί­ους ε­πι­φυ­λάσ­σου­με κά­ποι­α ει­δι­κή με­τα­χεί­ρι­ση, ό­χι μό­νον δεν θε­ω­ρεί­ται α­ξι­ό­λο­γη, αλ­λά α­πο­δο­κι­μά­ζε­ται τό­σο α­πό την η­θι­κή ό­σο και α­πό την η­θι­κό­τη­τα, δηλ. και α­πό την η­θι­κή θε­ω­ρί­α και α­πό τη λα­ϊ­κή η­θι­κή[33]. Η η­θι­κή προ­τάσ­σει να συμ­πε­ρι­φε­ρό­μα­στε α­με­ρό­λη­πτα με τον ί­διο τρό­πο, ε­φαρ­μό­ζον­τας τις αρ­χές της δι­και­ο­σύ­νης, προς ό­λους τους αν­θρώ­πους, χω­ρίς να κά­νου­με δι­α­κρί­σεις α­πέ­ναν­τι στους αν­θρώ­πους που α­γα­πού­με και νι­ώ­θου­με αι­σθή­μα­τα φι­λί­α γι’ αυ­τούς. Γε­νι­κό­τε­ρα, στην ε­πο­χή μας του­λά­χι­στον, δύ­σκο­λα θα μπο­ρού­σε να υ­πο­στη­ρί­ξει κα­νείς δη­μό­σια τη ρή­ση του Σι­μω­νί­δη, «να ω­φε­λείς τους φί­λους σου και να βλά­πτεις τους ε­χθρούς σου»[34], πα­ρό­λο βέ­βαι­α που στην πρά­ξη, εν­συ­ναι­σθη­τι­κά του­λά­χι­στον, την ε­φαρ­μό­ζει. Η α­με­ρο­λη­ψί­α ό­μως, εν­συ­ναι­σθη­τι­κά του­λά­χι­στον, δεν εί­ναι δυ­να­τόν να συμ­βα­δί­ζει με τη φι­λί­α και την α­γά­πη. Ό­πως έ­χει ε­πι­ση­μαν­θεί, «Οι προ­σω­πι­κές σχέ­σεις, εκ πρώ­της ό­ψε­ως του­λά­χι­στον, βρί­σκον­ται σε αν­τί­θε­ση με τα ι­δε­ώ­δη της α­με­ρο­λη­ψί­ας και της α­κρι­βο­δι­κί­ας, για­τί φαί­νε­ται ό­τι οι προ­σω­πι­κές σχέ­σεις εί­ναι με­ρο­λη­πτι­κές και ά­δι­κες α­πό τη φύ­ση τους. Δύ­ο άν­θρω­ποι έ­χουν μί­α προ­σω­πι­κή σχέ­ση μό­νο ό­ταν βλέ­πουν ο έ­νας τον άλ­λο ως ξε­χω­ρι­στό, και ό­χι α­πλώς ως έ­να πρό­σω­πο α­νά­με­σα σε άλ­λα πολ­λά. Αν η η­θι­κή α­παι­τεί να εί­μα­στε α­με­ρό­λη­πτοι και δί­και­οι, τό­τε φαί­νε­ται ό­τι δεν α­φή­νει χώ­ρο για στε­νές σχέ­σεις, για­τί οι στε­νές σχέ­σεις α­να­πτύσ­σον­ται μό­νο με με­ρο­λη­πτι­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά»[35].
 
Η α­με­ρο­λη­ψί­α, του­λά­χι­στον στην α­πό­λυ­τη μορ­φή της, α­παι­τεί να θε­ω­ρού­με το γε­γο­νός ό­τι κά­ποι­α εί­ναι φί­λη μου, α­δελ­φή μου ή μη­τέ­ρα μου ως η­θι­κά α­δι­ά­φο­ρο. Ό­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ε­πι­ση­μαί­νει ο John Cottingham ε­πι­κρί­νον­τας την α­με­ρό­λη­πτη θέ­ση, «ό­ταν ξε­νυ­χτά­ω ό­λο το βρά­δυ στο προ­σκε­φά­λι του άρ­ρω­στου παι­διού μου, η α­με­ρό­λη­πτη θέ­ση μου λέ­ει ό­τι δεν πράτ­τω η­θι­κά ή του­λά­χι­στον ό­τι, αν η πρά­ξη μου εί­ναι δυ­να­τόν να δι­και­ο­λο­γη­θεί η­θι­κά, θα πρέ­πει να εί­μαι σε θέ­ση να δεί­ξω ό­τι δεν θα ή­ταν δυ­να­τόν να κά­νω μια με­γα­λύ­τε­ρη προ­σφο­ρά προς την αν­θρω­πό­τη­τα με το να βο­η­θώ κά­ποι­ο άλ­λο παι­δί που εν­δε­χο­μέ­νως εί­χε με­γα­λύ­τε­ρη α­νάγ­κη φρον­τί­δας και προ­σο­χής»[36]. Σύμ­φω­να με την ά­πο­ψη αυ­τή η α­με­ρο­λη­ψί­α α­παι­τεί να α­γνο­ή­σω το γε­γο­νός ό­τι το παι­δί αυ­τό που φρον­τί­ζω εί­ναι παι­δί μου και γε­νι­κό­τε­ρα να θε­ω­ρού­με ό­τι σχε­σια­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του εί­δους «αυ­τός εί­ναι φί­λος μου», «αυ­τός εί­ναι πα­τέ­ρας μου» ως η­θι­κά ά­σχε­τα και η­θι­κά α­δι­ά­φο­ρα.
 
Ω­στό­σο, χρει­ά­ζε­ται να ε­πι­ση­μαν­θεί ό­τι η κρι­τι­κή που α­σκεί­ται στη φι­λί­α και τις στε­νές προ­σω­πι­κές σχέ­σεις τό­σο α­πό τους καν­τια­νούς ό­σο και α­πό τους ω­φε­λι­μι­στές αν­τι­βαί­νει την κοι­νή αν­τί­λη­ψή μας για τη φι­λί­α ως σχέ­ση που έ­χει για ε­μάς ι­δι­αί­τε­ρη η­θι­κή ση­μα­σί­α. Σύμ­φω­να με την αν­τί­λη­ψη των πε­ρισ­σό­τε­ρων αν­θρώ­πων, φαί­νε­ται να εί­ναι πο­λύ χει­ρό­τε­ρο το να βλά­ψει κα­νείς έ­να φί­λο του α­πό έ­ναν ε­χθρό του ή έ­ναν α­πλό γνω­στό του. Κά­ποι­ος που λέ­ει ψέ­μα­τα στους φί­λους του ή τους προ­δί­δει ή δεν μοι­ρά­ζε­ται τα α­γα­θά του μα­ζί τους υ­πό­κειν­ται συ­νή­θως σε σκλη­ρό­τε­ρη η­θι­κή κρι­τι­κή α­πό κά­ποι­ον που κά­νει τα ί­δια πράγ­μα­τα σε κά­ποι­ον που δεν γνω­ρί­ζει. Δεν εί­ναι α­πλώς η­θι­κά ε­πι­τρε­πτό να εν­δι­α­φε­ρό­μα­στε για την κα­λή κα­τά­στα­ση και την ευ­τυ­χί­α των φί­λων μας, αλ­λά, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, εί­μα­στε συ­χνά η­θι­κά υ­πο­χρε­ω­μέ­νοι να φρον­τί­ζου­με για την ευ­τυ­χί­α των φί­λων μας σε πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρο βαθ­μό α­πό το να προ­ά­γου­με την ευ­τυ­χί­α αν­θρώ­πων ξέ­νων προς ε­μάς.
 
Ού­τε ό­μως η δε­ον­το­λο­γι­κή θε­ω­ρί­α ού­τε η συ­νε­πι­ο­κρα­τι­κή δί­δουν στη φι­λί­α την η­θι­κή ση­μα­σί­α που η κοι­νή αν­τί­λη­ψη των αν­θρώ­πων στην πρά­ξη της α­πο­δί­δει. Η δε­ον­το­λο­γι­κή θε­ω­ρί­α τη θε­ω­ρεί ό­τι α­πο­τε­λεί η­θι­κό κίν­δυ­νο για την κοι­νω­νί­α, ε­νώ ο ω­φε­λι­μι­σμός θε­ω­ρεί ό­τι «τα κα­θή­κον­τα που έ­χου­με προς τους φί­λους μας δεν πρέ­πει να α­πο­τε­λούν πα­ρά μό­νο η­θι­κές με­τα­γε­νέ­στε­ρες σκέ­ψεις που έ­χουν μό­νο χρη­στι­κή ση­μα­σί­α»[37]. Α­πό τη μια με­ριά, η θε­ω­ρί­α του ω­φε­λι­μι­σμού εί­ναι σε θέ­ση να υ­πο­στη­ρί­ξει ό­τι η φι­λί­α έ­χει εγ­γε­νή α­ξί­α, χω­ρίς ό­μως να μπο­ρεί σε κα­μιά πε­ρί­πτω­ση να εγ­κα­τα­λεί­ψει τη δέ­σμευ­σή της προς την προ­ώ­θη­ση του γε­νι­κού α­γα­θού, δί­δον­τας έ­τσι μό­νο δευ­τε­ρο­γε­νή ση­μα­σί­α στις φι­λι­κές σχέ­σεις[38]. Α­πό την άλ­λη πλευ­ρά, ο Immanuel Kant, πα­ρό­λο που πα­ρα­δέ­χε­ται ό­τι «η α­λη­θι­νή φι­λί­α εί­ναι έ­να πά­ρα πο­λύ σπά­νιο πράγ­μα, ό­πως έ­νας μαύ­ρος κύ­κνος», ε­πι­ση­μαί­νον­τας τις δυ­σκο­λί­ες της τέ­λειας α­ρι­στο­τε­λι­κής φι­λί­ας, υ­πο­στη­ρί­ζει συγ­χρό­νως ό­τι «η α­ξί­α της ζω­ής, κα­θό­σον αυ­τή συ­νί­στα­ται α­πό την χα­ρά που νι­ώ­θου­με α­πο­λαμ­βά­νον­τας την συν­τρο­φιά των αν­θρώ­πων, εί­ναι υ­περ­βο­λι­κά υ­περ­τι­μη­μέ­νη» και ό­τι «η α­γνή και πλή­ρης φι­λί­α (ό­πως αυ­τή α­νά­με­σα στον Ο­ρέ­στη και τον Πυ­λά­δη, τον Θη­σέ­α και τον Πει­ρί­θουν) α­πο­τε­λεί την ευ­χά­ρι­στη ε­να­σχό­λη­ση των συγ­γρα­φέ­ων των ρο­μάν­τζων»[39]. Ό­πως ε­πι­ση­μαί­νει η Rae Langton, κα­τά τον Kant, η πρά­ξη που έ­χει η­θι­κή α­ξί­α εί­ναι αυ­τή «του αν­θρώ­που που έ­χει ψυ­χρή ι­δι­ο­συγ­κρα­σί­α και εί­ναι α­δι­ά­φο­ρος α­πέ­ναν­τι στις δυ­στυ­χί­ες των  άλ­λων», ο ο­ποί­ος ό­μως, πα­ρό­λα αυ­τά, βο­η­θά τους άλ­λους «ό­χι α­πό κλί­ση αλ­λά α­πό κα­θή­κον»[40].
 
Αν­τι­θέ­τως, η α­ρι­στο­τε­λι­κή έν­νοι­α της φι­λί­ας εί­ναι με­ρο­λη­πτι­κή κα­θό­σον δί­δει ι­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α σε ο­ρι­σμέ­νες μορ­φές φι­λί­ας υ­πο­στη­ρί­ζον­τας ό­τι ο­ρι­σμέ­να πρό­σω­πα, οι ε­νά­ρε­τοι, εί­ναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πιο ά­ξιοι εν­δι­α­φέ­ρον­τος α­π’ ό,τι άλ­λα πρό­σω­πα. Ο Α­ρι­στο­τέ­λης χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά το­νί­ζει στα Η­θι­κά Νι­κο­μά­χεια (1169b 10) ό­τι «εί­ναι κα­λύ­τε­ρο να ευ­ερ­γε­τεί κα­νείς τους φί­λους του α­πό το να ευ­ερ­γε­τεί τους ξέ­νους». Κα­τά πα­ρό­μοι­ο τρό­πο, στην αρ­χαι­ό­τη­τα, η αν­τί­λη­ψη που κυ­ρια­ρχεί α­να­φο­ρι­κά με τους φί­λους μας εί­ναι δυ­να­τόν να υ­πο­στη­ρί­ξει κα­νείς ό­τι εκ­φρά­ζε­ται ε­πι­γραμ­μα­τι­κά στο ρη­τό του ποι­η­τή Σι­μω­νί­δη, ό­πως α­να­φέ­ρε­ται α­πό τον Πλά­τω­να στην Πο­λι­τεί­α, Α, 336a2-3 και 334b3-9: «Τούς μέν φί­λους ώ­φε­λείν, τούς δ’ ε­χθρούς βλά­πτειν»[41]. Ο Σι­μω­νί­δης, εκ­φρά­ζει μια κυ­ρί­αρ­χη αν­τί­λη­ψη της η­θι­κό­τη­τας της αρ­χαι­ό­τη­τας ό­τι η α­γά­πη και η δι­και­ο­σύ­νη πρέ­πει να ε­φαρ­μό­ζον­ται α­πο­κλει­στι­κά στον κύ­κλο των φί­λων και των γνω­στών. Ε­πο­μέ­νως, η δι­και­ο­σύ­νη και η φι­λί­α πρέ­πει να φτά­νουν μέ­χρι ε­νός ση­μεί­ου και δεν εί­ναι δυ­να­τόν να ε­πε­κτεί­νον­ται προς ό­λους τους αν­θρώ­πους.
 
Ποι­ος ό­μως εί­ναι ο ρό­λος που δι­α­δρα­μα­τί­ζει η πο­λι­τι­κή φι­λί­α στην α­ρι­στο­τε­λι­κή πό­λη και ποι­α εί­ναι η σχέ­ση της με τη δι­και­ο­σύ­νη; Και, ε­πι­πλέ­ον, ποι­ο εί­δος πο­λι­τι­κής ο­μό­νοι­ας εί­ναι αυ­τό που ο Α­ρι­στο­τέ­λης ο­ρα­μα­τί­ζε­ται; Με ποι­ον τρό­πο η φι­λί­α δη­μι­ουρ­γεί ο­μό­νοι­α που συ­νει­σφέ­ρει στην ε­νό­τη­τα της πό­λης κα­τά τον ί­διο τρό­πο με την δι­και­ο­σύ­νη; Δυ­στυ­χώς, ο Α­ρι­στο­τέ­λης δεν α­σχο­λεί­ται στο έρ­γο του ε­κτε­νώς με την έν­νοι­α της ο­μό­νοι­ας πα­ρό­λο που, ό­πως φαί­νε­ται α­πό ποι­κί­λες μαρ­τυ­ρί­ες, η ε­να­σχό­λη­ση με την έν­νοι­α της ο­μό­νοι­ας ή­ταν έν­το­νη ή­δη α­πό την ε­πο­χή των Σο­φι­στών. Η αν­τί­λη­ψη για το κρά­τος ως θε­σμού που προ­στα­τεύ­ει τα δι­και­ώ­μα­τα των πο­λι­τών - η θε­ώ­ρη­ση δη­λα­δή της πο­λι­τι­κής κοι­νό­τη­τας ως συμ­μα­χί­ας και του νό­μου ως σύμ­βα­σης, η ο­ποί­α σύμ­βα­ση α­πο­τε­λεί εγ­γύ­η­ση για τα δι­και­ώ­μα­τα του ε­νός α­πέ­ναν­τι στον άλ­λο - κα­θι­στά τε­λι­κώς την πο­λι­τι­κή συ­νερ­γα­σί­α να στη­ρί­ζε­ται σε συ­ναί­νε­ση πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νου φά­σμα­τος.[42] Η έν­νοι­α της ο­μό­νοι­ας ει­σά­γε­ται στην πο­λι­τι­κή συ­ζή­τη­ση της ε­πο­χής ε­κεί­νης ώ­στε, σε αν­τί­θε­ση με την πα­ρα­πά­νω ά­πο­ψη, να το­νι­στεί η ση­μα­σί­α της συ­ναί­νε­σης ευ­ρέ­ους φά­σμα­τος και, συ­νε­πώς, να υ­πο­στη­ρι­χθεί η α­ναγ­και­ό­τη­τα της ο­μο­γνω­μί­ας με­τα­ξύ των πο­λι­τών. Ο ό­ρος «ο­μό­νοι­α» α­να­φέ­ρε­ται σε έ­να εί­δος πο­λι­τι­κής συ­ναί­νε­σης βα­σι­σμέ­νης στην ο­μο­φρο­σύ­νη ό­λων των πο­λι­τών ως προς τα πρό­τυ­πα του τρό­που ζω­ής. Ο­μό­νοι­α εί­ναι η αρ­μο­νί­α, η ε­νό­τη­τα φρο­νή­μα­τος, σκέ­ψης και δι­ά­θε­σης και κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ση­μαί­νει ταύ­τι­ση γνω­μών.
 
Στο με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τους οι πο­λι­τι­κοί στο­χα­στές της πε­ρι­ό­δου του 5ου κυ­ρί­ως αι­ώ­να[43], αλ­λά και του 4ου αι­ώ­να, θε­ω­ρού­σαν τις έν­νοι­ες της δι­και­ο­σύ­νης, της ο­μό­νοι­ας, της φι­λί­ας και της ι­σό­τη­τας αλ­λη­λέν­δε­τες, αν ό­χι ταυ­τό­ση­μες, και συ­νε­πώς α­πα­ραί­τη­τες για την τή­ρη­ση της πο­λι­τι­κής τά­ξης και αρ­μο­νί­ας[44]. Ο Ευ­ρι­πί­δης στις Φοί­νισ­σες θε­ω­ρεί την ι­σό­τη­τα δε­σμό που ε­νώ­νει φί­λο με φί­λο, πό­λη με πό­λη, σύμ­μα­χο με σύμ­μα­χο. Κα­τά τον Πρω­τα­γό­ρα, η δι­και­ο­σύ­νη «φέρ­νει την τά­ξη στις πό­λεις μας και δη­μι­ουρ­γεί έ­να δε­σμό φι­λί­ας και ε­νό­τη­τας» (Πλά­των, Πρω­τα­γό­ρας, 322c). Ε­πί­σης, σύμ­φω­να με τον Ξε­νο­φών­τα (Α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα, 4.4.16.), ο Σω­κρά­της, προ­σπα­θών­τας να α­πο­δεί­ξει ό­τι το δί­και­ο ταυ­τί­ζε­ται με το νό­μι­μο, υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι η ο­μό­νοι­α στο­χεύ­ει στην ε­ξα­σφά­λι­ση της υ­πα­κο­ής στους νό­μους, εί­ναι το με­γα­λύ­τε­ρο α­γα­θό που μπο­ρεί να έ­χει μί­α πό­λη και ό­τι, ό­ταν αυ­τή υ­πάρ­χει στην πό­λη, τό­τε οι νό­μοι τη­ρούν­ται και η πό­λη εί­ναι, συ­νε­πώς, κα­λή πό­λη. Ε­πί­σης, σύμ­φω­να με τον Πλά­τω­να στο 351 d της Πο­λι­τεί­ας, η ε­πι­δί­ω­ξη της δι­και­ο­σύ­νης ο­δη­γεί στην ο­μο­δο­ξί­α, την ο­μό­νοι­α και τη φι­λί­α. Γε­νι­κό­τε­ρα, ε­πο­μέ­νως, πα­ρα­τη­ρού­με α­πό­πει­ρα σύν­δε­σης της δι­και­ο­σύ­νης με τις έν­νοι­ες της φι­λί­ας και της ο­μό­νοι­ας. Το έρ­γο του Α­ρι­στο­τέ­λη δεν α­πο­τε­λεί ε­ξαί­ρε­ση. Ο Α­ρι­στο­τέ­λης α­να­φέ­ρε­ται στην ο­μό­νοι­α στην ε­κτε­νή συ­ζή­τη­σή του για τη φι­λί­α στα Η­θι­κά Νι­κο­μά­χεια και τα Η­θι­κά Ευ­δή­μια, αλ­λά και στο βι­βλί­ο ΙΙ των Πο­λι­τι­κών, ό­ταν α­σκεί κρι­τι­κή στην Πο­λι­τεί­α του Πλά­τω­νος.
 
Η α­ρι­στο­τε­λι­κή κρι­τι­κή στην πλα­τω­νι­κή Πο­λι­τεί­α στο βι­βλί­ο ΙΙ των Πο­λι­τι­κών εί­ναι δυ­να­τόν να δι­α­φω­τί­σει την έν­νοι­α της κρα­τι­κής ε­νό­τη­τας σε σχέ­ση με τη φι­λί­α. Ό­πως έ­χει ι­κα­νο­ποι­η­τι­κά κα­τά τη γνώ­μη μου υ­πο­στη­ρι­χθεί, τα σχό­λια του Α­ρι­στο­τέ­λη στην Πο­λι­τεί­α του Πλά­τω­να δεν πρέ­πει να θε­ω­ρούν­ται ως μί­α κυ­ρι­ο­λε­κτι­κή κρι­τι­κή στην πλα­τω­νι­κή θε­ω­ρί­α της Πο­λι­τεί­ας, αλ­λά ως εκ­φρά­σεις των πο­λι­τι­κών θέ­σε­ων του ί­διου του Α­ρι­στο­τέ­λη.[45] Στο βι­βλί­ο ΙΙ των Πο­λι­τι­κών ο Α­ρι­στο­τέ­λης κά­νει μια ση­μαν­τι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση κα­θώς δι­α­μαρ­τύ­ρε­ται ό­τι η ά­πο­ψη του Πλά­τω­να θα δη­μι­ουρ­γή­σει έ­να εί­δος νε­ρω­μέ­νης φι­λί­ας (έν δε τή πό­λει την φι­λί­αν ά­ναγ­και­ον ύ­δα­ρη γί­γε­σθαι δια την κοι­νω­νί­αν την τοια­ύτην, 1262b 15-16), α­φού κα­νείς α­πό τους πο­λί­τες δεν θα μπο­ρεί να νι­ώ­θει πραγ­μα­τι­κή α­γά­πη ο έ­νας για τον άλ­λον, πα­ρά μό­νο έ­να γε­νι­κό­τε­ρο συ­ναί­σθη­μα νε­ρω­μέ­νης α­γά­πης και στορ­γής. Ό­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά α­να­φέ­ρει,
 
Εί­ναι δηλ. δυ­να­τόν να μοι­ρά­ζον­ται οι πο­λί­τες με­τα­ξύ τους και τα παι­διά και τις γυ­ναί­κες και τα πε­ρι­ου­σια­κά στοι­χεί­α, ό­πως στην Πο­λι­τεί­α του Πλά­τω­νος; Δι­ό­τι ε­κεί ο Σω­κρά­της υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι πρέ­πει να εί­ναι κοι­νά τα παι­διά, οι γυ­ναί­κες και η πε­ρι­ου­σί­α. Εί­ναι λοι­πόν τα πράγ­μα­τα κα­λύ­τε­ρα ό­πως εί­ναι τώ­ρα, ή ό­πως προ­βλέ­πε­ται α­πό τη νο­μο­θε­σί­α της Πλα­τω­νι­κής Πο­λι­τεί­ας; (...) Εν­νο­ώ την ά­πο­ψη ό­τι, ό­σο τού­το εί­ναι δυ­να­τόν, ο­λό­κλη­ρη η πό­λη πρέ­πει να εί­ναι μί­α και ό­τι αυ­τό εί­ναι ό,τι κα­λύ­τε­ρο. Δι­ό­τι αυ­τό α­πο­τε­λεί προ­ϋ­πό­θε­ση για τον Σω­κρά­τη. Εί­ναι, εν τού­τοις, φα­νε­ρό ό­τι κα­θώς η πό­λη προ­χω­ρά­ει και ε­νο­ποι­εί­ται ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο δεν εί­ναι πλέ­ον πό­λη. Δι­ό­τι η πό­λη α­πό την ί­δια της τη φύ­ση εί­ναι έ­να πλή­θος αν­θρώ­πων, ό­ταν ό­μως γί­νει μί­α, τό­τε α­πό πό­λη θα γί­νει οι­κί­α και α­πό οι­κί­α ά­το­μο. Θα λέ­γα­με λοι­πόν ό­τι μί­α οι­κί­α έ­χει με­γα­λύ­τε­ρη ε­νό­τη­τα α­πό την πό­λη και έ­να ά­το­μο α­πό την οι­κί­α. Και αν α­κό­μη λοι­πόν κά­ποι­ος μπο­ρού­σε να ε­νο­ποι­ή­σει την πό­λη, αυ­τό δεν πρέ­πει να γί­νει, για­τί έ­τσι θα κα­τα­στρέ­ψει την πό­λη. Η πό­λη ό­μως δεν α­πο­τε­λεί­ται μό­νο α­πό πολ­λούς αν­θρώ­πους αλ­λά συγ­χρό­νως και α­πό αν­θρώ­πους που έ­χουν δι­α­φο­ρε­τι­κές δυ­να­τό­τη­τες και ι­κα­νό­τη­τες. (Πο­λι­τι­κά, 1262b29-34).
 
Ο Α­ρι­στο­τέ­λης α­να­φέ­ρε­ται στην ο­μό­νοι­α άλ­λη μια φο­ρά στα Η­θι­κά Νι­κο­μά­χεια σε έ­να ση­μαν­τι­κό χω­ρί­ο, το ο­ποί­ο ε­νι­σχύ­ει ε­πι­πλέ­ον την ερ­μη­νεί­α του Β' βι­βλί­ου των Πο­λι­τι­κών, ό­που ταυ­τί­ζει ου­σι­α­στι­κά την ο­μό­νοι­α με την πο­λι­τι­κή φι­λί­α:
 
Φι­λι­κή σχέ­ση φαί­νε­ται πως εί­ναι και η ο­μό­νοι­α. Γι’ αυ­τό και δεν εί­ναι ο­μο­γνω­μο­σύ­νη (ό­μο­δο­ξία)· για­τί αυ­τή θα μπο­ρού­σε να υ­πάρ­ξει και με­τα­ξύ αν­θρώ­πων που α­γνο­ούν ο έ­νας τον άλ­λον. Ού­τε μι­λού­με για ο­μό­νοι­α ό­ταν α­να­φε­ρό­μα­στε σε αν­θρώ­πους που έ­χουν τις ί­δι­ες α­πό­ψεις για κά­ποι­ο θέ­μα, ας πού­με για τα ου­ρά­νια σώ­μα­τα (η συμ­φω­νί­α α­πό­ψε­ων πά­νω σε έ­να τέ­τοι­ο θέ­μα δεν έ­χει κα­μιά σχέ­ση με τη φι­λί­α)· αν­τί­θε­τα λέ­με ό­τι υ­πάρ­χει ο­μό­νοι­α σε μια πό­λη, ό­ταν οι άν­θρω­ποι έ­χουν ε­κεί την ί­δια γνώ­μη για κά­τι που α­να­φέ­ρε­ται στο συμ­φέ­ρον τους, ό­ταν παίρ­νουν τις ί­δι­ες α­πο­φά­σεις και ε­κτε­λούν αυ­τά που α­πό κοι­νού α­πο­φά­σι­σαν. Αυ­τό θα πει ό­τι η ο­μό­νοι­α σχε­τί­ζε­ται με θέ­μα­τα της πο­λι­τι­κής πρά­ξης, και μά­λι­στα με θέ­μα­τα που έ­χουν κά­ποι­α με­γά­λη ση­μα­σί­α και που η πραγ­μα­το­ποί­η­σή τους μπο­ρεί να ι­κα­νο­ποι­ή­σει και τις δύ­ο πλευ­ρές ή ό­λο τον κό­σμο· πα­ρά­δειγ­μα οι πό­λεις: ο­μό­νοι­α σε μια πό­λη υ­πάρ­χει ό­ταν οι πο­λί­τες της α­πο­φα­σί­ζουν, ό­λοι μα­ζί, τα α­ξι­ώ­μα­τα να μοι­ρά­ζον­ται με δι­α­δι­κα­σί­ες ε­κλο­γής, ή να συ­νά­ψουν συμ­μα­χί­α με τους Λα­κε­δαι­μό­νιους, ή ο κυ­βερ­νή­της τους να εί­ναι ο Πιτ­τα­κός σε δι­ά­στη­μα χρό­νου κα­τά το ο­ποί­ο θα το ή­θε­λε και ο ί­διος. Ό­ταν ό­μως ο κα­θέ­νας α­πό τους δύ­ο θέ­λει (ό­πως στις Φοί­νισ­σες) την ε­ξου­σί­α για τον ε­αυ­τό του, τό­τε υ­πάρ­χει εμ­φύ­λια α­να­τα­ρα­χή: ο­μό­νοι­α δεν εί­ναι να έ­χουν και ο έ­νας και ο άλ­λος το ί­διο πράγ­μα στο νου τους, ό,τι και αν εί­ναι αυ­τό, αλ­λά και ο έ­νας και ο άλ­λος να έ­χουν στο νου τους το ί­διο πράγ­μα για το ί­διο πρό­σω­πο, ό­ταν λ.χ. και ο λα­ός και οι ευ­γε­νείς θέ­λουν την ε­ξου­σί­α να την έ­χουν οι «ά­ρι­στοι»· για­τί έ­τσι ό­λοι έ­χουν αυ­τό που θέ­λουν. Η ο­μό­νοι­α λοι­πόν φαί­νε­ται να εί­ναι πο­λι­τι­κή φι­λί­α, και αυ­τό α­κρι­βώς λέ­νε ό­λοι ό­τι σχε­τί­ζε­ται, πράγ­μα­τι, με το δη­μό­σιο συμ­φέ­ρον και με ό­λα αυ­τά που ρυθ­μί­ζουν και δι­α­μορ­φώ­νουν τη ζω­ή μας. (Ηθ. Νι­κ1­1­6­7­a­28-1167b2)
 
Σε αν­τί­θε­ση με τον Πλά­τω­να «που χρη­σι­μο­ποι­εί τη φι­λί­α ως έ­να μέ­σο για να δι­α­τη­ρή­σει την πό­λη και ό­χι την πό­λη ως έ­να μέ­σο για να δι­α­τη­ρη­θεί η φι­λί­α και που δί­δει ε­λά­χι­στη ση­μα­σί­α στο γε­γο­νός ό­τι η φι­λί­α α­πο­τε­λεί κυ­ρί­ως μί­α σχέ­ση α­νά­με­σα σε ο­λι­γά­ριθ­μα πρό­σω­πα»,[46] ο Α­ρι­στο­τέ­λης υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι ο α­ριθ­μός των φί­λων που εί­ναι δυ­να­τόν να έ­χει κα­νείς εί­ναι πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νος. Πε­πε­ρα­σμέ­να όν­τα ό­πως εί­μα­στε, εί­ναι δυ­να­τόν να έ­χου­με φι­λί­α μό­νο με έ­να πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νο α­ριθ­μό α­τό­μων. Κα­τά αυ­τή την έν­νοι­α, συ­νε­πά­γε­ται ό­τι μό­νο κα­τά έ­να δευ­τε­ρεύ­ον­τα τρό­πο θα εί­ναι πο­τέ δυ­να­τόν να α­πο­λαμ­βά­νου­με φι­λί­α με έ­να με­γά­λο α­ριθ­μό α­τό­μων, γι’ αυ­τό άλ­λω­στε ο Α­ρι­στο­τέ­λης α­πο­δί­δει ση­μα­σί­α ό­χι μό­νο στην οι­κο­γέ­νεια αλ­λά και σε άλ­λες μορ­φές κρα­τι­κής κοι­νω­νι­κής ορ­γά­νω­σης.
 
Ο ρό­λος της φι­λί­ας στην πό­λη εί­ναι, κα­τά τον Α­ρι­στο­τέ­λη, να δη­μι­ουρ­γή­σει ο­μό­νοι­α, δηλ. πο­λι­τι­κή ε­νό­τη­τα, και να δι­α­σφα­λί­σει την δι­και­ο­σύ­νη. Ό­πως α­να­φέ­ρει, η ο­μό­νοι­α δεν συ­νί­στα­ται σε συμ­φω­νί­α στις α­πό­ψεις, αυ­τό μπο­ρεί να συμ­βεί α­κό­μη και α­νά­με­σα σε αν­θρώ­πους που εί­ναι ά­γνω­στοι με­τα­ξύ τους. Ού­τε λέ­γε­ται ό­τι οι άν­θρω­ποι ο­μο­νο­ούν ό­ταν συμ­φω­νούν σχε­δόν για τα πάν­τα, αλ­λά μια πό­λη ο­μο­νο­εί ό­ταν οι άν­θρω­ποι συμ­φω­νούν για το τι εί­ναι ευ­ερ­γε­τι­κό να γί­νει, ορ­θο­λο­γι­κά ε­πι­λέ­γουν τα ί­δια πράγ­μα­τα και εκ­πλη­ρώ­νουν κοι­νά σχέ­δια. Η α­ρι­στο­τε­λι­κή έν­νοι­α της πο­λι­τι­κής φι­λί­ας δεν α­παι­τεί α­πό ε­μάς να αι­σθα­νό­μα­στε τα ί­δια δυ­να­τά αι­σθή­μα­τα στορ­γής και προ­τί­μη­σης για τους συμ­πο­λί­τες μας, ό­πως στην προ­σω­πι­κή φι­λί­α του χα­ρα­κτή­ρα. Πα­ρό­λα αυ­τά ό­μως, η α­ρι­στο­τε­λι­κή πο­λι­τι­κή φι­λί­α α­παι­τεί α­πό ε­μάς να εν­δι­α­φε­ρό­μα­στε για τους συμ­πο­λί­τες μας, χω­ρίς ό­μως να στο­χεύ­ει να δη­μι­ουρ­γή­σει στην πό­λη αυ­τό το εί­δος της πο­λι­τι­κής ε­νό­τη­τας και ο­μο­δο­ξί­ας που ο Πλά­των υ­πο­στή­ρι­ξε στην Πο­λι­τεί­α. Κα­τά τον Α­ρι­στο­τέ­λη, η κοι­νο­κτη­μο­σύ­νη και η ο­μο­γνω­μί­α στην πό­λη δεν θα προ­ω­θή­σει την αρ­μο­νι­κή σύ­ζευ­ξη πο­λί­τη και πό­λης, αλ­λά αν­τι­θέ­τως η ο­μο­γνω­μί­α υ­πο­νο­μεύ­ει τη συ­νο­χή της πο­λι­τι­κής κοι­νό­τη­τας και εμ­πο­δί­ζει την ορ­θή α­νά­πτυ­ξη της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης[47].
 
Ε­πο­μέ­νως, η α­ρι­στο­τε­λι­κή έν­νοι­α της φι­λί­ας δεν εί­ναι α­πα­ραί­τη­το να πε­ρι­λαμ­βά­νει μί­α υ­πέρ­με­τρη η­θι­κο­λο­γι­κή ά­πο­ψη για τη φι­λί­α, η ο­ποί­α θα λαμ­βά­νει το εν­δι­α­φέ­ρον για το α­γα­θό του φί­λου ως την κύ­ρια πα­ρά­με­τρο της φι­λί­ας και, ε­πο­μέ­νως, θα πα­ρα­με­λεί τη συμ­πά­θεια προς το πρό­σω­πό του, την ε­πι­θυ­μί­α της συν­τρο­φιάς του, την α­πό­λαυ­ση κοι­νών δρα­στη­ρι­ο­τή­των και πολ­λά άλ­λα. Η α­ρι­στο­τε­λι­κή έν­νοι­α της πο­λι­τι­κής φι­λί­ας ως μορ­φή «με­τρι­ο­πα­θούς φι­λί­ας για το ω­φέ­λι­μο» ή ως «φι­λί­α α­μοι­βαί­ου συμ­φέ­ρον­τος» δεν α­πο­τε­λεί η­θι­κό κίν­δυ­νο (με­ρο­λη­ψί­α), α­φού προ­ϋ­πο­θέ­τει την α­με­ρο­λη­ψί­α και την κυ­ρι­αρ­χί­α του νό­μου.
 
Η α­ρι­στο­τε­λι­κή έν­νοι­α της πο­λι­τι­κής φι­λί­ας δεν εί­ναι, ε­πο­μέ­νως, σε κα­μιά πε­ρί­πτω­ση κοι­νο­τι­στι­κή αλ­λά ού­τε φι­λε­λεύ­θε­ρη βέ­βαι­α, χω­ρίς ό­μως αυ­τό να ση­μαί­νει ό­τι δεν θα ή­ταν δυ­να­τόν να έ­χει θέ­ση σε μια φι­λε­λεύ­θε­ρη κοι­νω­νί­α υ­πό την προ­ϋ­πό­θε­ση ό­τι η έν­νοι­α του «εν­δι­α­φέ­ρον­τος προς τους άλ­λους», πα­ρα­μέ­νον­τας α­ρι­στο­τε­λι­κή και ό­χι πλα­τω­νι­κή, δεν θα υ­πο­νό­μευ­ε την έν­νοι­α του «σε­βα­σμού προς τους άλ­λους», δεν θα α­παι­τού­σε δηλ. α­πό τους πο­λί­τες να «ο­μο­δο­ξούν», να έ­χουν την ί­δια γνώ­μη για ό­λα τα πράγ­μα­τα και να συμ­φω­νούν στις πο­λι­τι­κές πρα­κτι­κές τους ή να α­ναγ­κά­ζον­ται στην προ­σω­πι­κή τους ζω­ή να α­κο­λου­θούν έ­να συγ­κε­κρι­μέ­νο τρό­πο ζω­ής που ό­λοι θα ε­πι­θυ­μού­σαν, χω­ρίς να υ­πάρ­χουν πε­ρι­θώ­ρια για δι­α­φο­ρο­ποί­η­ση, α­το­μι­κό­τη­τα και αυ­θορ­μη­τι­σμό. Εί­ναι δυ­να­τόν, ε­πο­μέ­νως, να ο­ρα­μα­τι­στού­με μια φι­λε­λεύ­θε­ρη κοι­νό­τη­τα ό­που η πο­λι­τι­κή φι­λί­α θα συ­νυ­πάρ­χει με την έν­νοι­α της δι­και­ο­σύ­νης χω­ρίς να α­πει­λεί­ται βέ­βαι­α σε κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση η τε­λευ­ταί­α, υ­πό την έν­νοι­α ό­τι σε μια σύγ­χρο­νη φι­λε­λεύ­θε­ρη κοι­νο­βου­λευ­τι­κή δη­μο­κρα­τί­α αυ­τό που ο­φεί­λει να έ­χει προ­τε­ραι­ό­τη­τα εί­ναι τα α­το­μι­κά δι­και­ώ­μα­τα και ο σε­βα­σμός προς τους πο­λί­τες που αυ­τά δι­α­σφα­λί­ζουν, έ­τσι ώ­στε αυ­τοί να προ­στα­τεύ­ον­ται α­πό τη δι­και­ο­σύ­νη α­κό­μη και αν δεν έ­χουν φί­λους[48]. Τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια έ­χουν, άλ­λω­στε, γί­νει πολ­λές προ­σπά­θει­ες ώ­στε να το­νι­στεί η ση­μα­σί­α της συν­τρο­φι­κό­τη­τας, του πο­λι­τι­κού συ­να­γω­νι­σμού και της δη­μο­κρα­τι­κής α­νο­χής για το σύγ­χρο­νο κρά­τος[49], κα­θώς και η ά­πο­ψη πως η φι­λί­α ε­νι­σχύ­ει την αυ­θεν­τι­κό­τη­τα και την ε­λευ­θε­ρί­α και πως η α­ξί­α της, ό­πως και αυ­τή της τέ­χνης, εί­ναι α­νε­ξάρ­τη­τη α­πό την η­θι­κή[50].
 
Η σύν­το­μη αυ­τή πα­ρου­σί­α­ση της α­ρι­στο­τε­λι­κής έν­νοι­ας της πο­λι­τι­κής φι­λί­ας μας υ­πο­δει­κνύ­ει ό­τι ο Α­ρι­στο­τέ­λης α­πο­δέ­χε­ται την κοι­νή ά­πο­ψη ό­τι η φι­λί­α σχε­τί­ζε­ται με τον αλ­τρου­ι­σμό και το ε­νερ­γό εν­δι­α­φέ­ρον μας για τους άλ­λους αν­θρώ­πους που α­παι­τεί εν­δι­α­φέ­ρον για τον φί­λο για χά­ρη του ί­διου του φί­λου. Ό­πως έ­χει υ­πο­στη­ρι­χθεί, η α­ρι­στο­τε­λι­κή φι­λί­α «ε­ναρ­μο­νί­ζει την ε­γω­κεν­τρι­κή αν­τί­λη­ψη για την ευ­δαι­μο­νί­α και τον αλ­τρου­ι­σμό που πολ­λοί με­τα­γε­νέ­στε­ροι φι­λό­σο­φοι υ­πο­στη­ρί­ζουν ό­τι εί­ναι κεν­τρι­κός στην η­θι­κή ζω­ή. Με το να πα­ρα­κι­νεί τους αν­θρώ­πους να νοι­ά­ζον­ται για τους άλ­λους, και συγ­χρό­νως για την προ­ώ­θη­ση του προ­σω­πι­κού τους συμ­φέ­ρον­τος, συ­νει­σφέ­ρει στη γνω­στι­κή αυ­το­συ­νει­δη­σί­α των ε­νά­ρε­των προ­σώ­πων».[51] Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, το να υ­πο­στη­ρί­ζει κα­νείς με σθέ­νος μια α­πο­λύ­τως α­με­ρό­λη­πτη θέ­ση που α­φαι­ρεί α­πό τη φι­λί­α κά­θε η­θι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο και αρ­νεί­ται το ξε­χω­ρι­στό εν­δι­α­φέ­ρον που εκ­δη­λώ­νου­με προς τους αν­θρώ­πους που εί­ναι ση­μαν­τι­κοί για ε­μάς, δεν πη­γαί­νει α­πλώς αν­τί­θε­τα προς την κοι­νή αν­τί­λη­ψη που οι άν­θρω­ποι μοι­ρά­ζον­ται στις κα­θη­με­ρι­νές δρα­στη­ρι­ό­τη­τες της ζω­ής τους, αλ­λά συγ­χρό­νως α­πο­γυ­μνώ­νει την η­θι­κή α­πό το ί­διο το αν­τι­κεί­με­νό της, που εί­ναι σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση οι άλ­λοι άν­θρω­ποι κα­θώς και α­πό το εν­δι­α­φέ­ρον που ο­φεί­λου­με να έ­χου­με προς ε­κεί­νους μέ­σα στην κοι­νω­νί­α που ό­λοι μοι­ρα­ζό­μα­στε.
      
Συμ­πέ­ρα­σμα
 
Εί­ναι ό­μως δυ­να­τόν έ­να τέ­τοι­ο συ­ναί­σθη­μα να α­να­πτυ­χθεί σε έ­να σύγ­χρο­νο κρά­τος που δι­α­κρί­νε­ται συ­νή­θως για το υ­περ­βο­λι­κό μέ­γε­θός του, την πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κό­τη­τα και την α­προ­σω­πί­α του; Ή μή­πως η α­ρι­στο­τε­λι­κή θε­ώ­ρη­ση της πο­λι­τι­κής φι­λί­ας εί­ναι άρ­ρη­κτα συν­δε­δε­μέ­νη με τη μο­να­δι­κό­τη­τα της αρ­χαί­ας ελ­λη­νι­κής πό­λης-κρά­τους; Η πο­λι­τι­κή αυ­τή φι­λί­α μπο­ρεί να ε­πι­τευ­χθεί μό­νο στην αρ­χαί­α ελ­λη­νι­κή πό­λη ή και σε άλ­λες πο­λι­τι­κές κοι­νό­τη­τες; Τα ε­ρω­τή­μα­τα αυ­τά σχε­τί­ζον­ται με τη σχέ­ση α­νά­με­σα στη φι­λί­α και την έν­νοι­α του α­γα­θού. Α­π’ ό,τι φαί­νε­ται δύ­ο εί­ναι οι πι­θα­νές θέ­σεις που ο Α­ρι­στο­τέ­λης θα μπο­ρού­σε να υ­πο­στη­ρί­ξει α­να­φο­ρι­κά με τον ρό­λο της φι­λί­ας. Πρώ­τον, θα μπο­ρού­σε να υ­πο­στη­ρί­ξει κα­νείς πως η φι­λί­α α­πο­τε­λεί έ­να α­ναγ­καί­ο μέ­ρος του τέ­λους του κρά­τους, α­φού η πό­λη υ­πάρ­χει χά­ριν της ευ­δαι­μο­νί­ας. Για να εί­ναι δυ­να­τόν οι άν­θρω­ποι να πραγ­μα­το­ποι­ή­σουν τις δυ­να­τό­τη­τές του, πρέ­πει να υ­πάρ­χει α­μοι­βαί­ο εν­δι­α­φέ­ρον. Η ά­πο­ψη αυ­τή θα μπο­ρού­σε να θε­ω­ρη­θεί ό­τι υ­πο­νο­εί πως η φι­λί­α θα μπο­ρού­σε να α­πο­τε­λεί η ί­δια το τέ­λος της πο­λι­τεί­ας. Δεύ­τε­ρον, κά­ποι­ος θα μπο­ρού­σε κά­ποι­ος ε­πί­σης να υ­πο­στη­ρί­ξει ό­τι η φι­λί­α εί­ναι μό­νο τυ­χαί­α α­πα­ραί­τη­τη. Α­πό τη στιγ­μή που η ο­ποι­α­δή­πο­τε κοι­νω­νί­α θα δι­α­λυ­ό­ταν πο­λύ γρή­γο­ρα αν οι άν­θρω­ποι δεν εί­χαν α­μοι­βαί­ο εν­δι­α­φέ­ρον, κά­ποι­ος βαθ­μός φι­λί­ας εί­ναι στην πρά­ξη α­πα­ραί­τη­τος για την ε­πι­βί­ω­ση της κοι­νω­νί­ας. Η ά­πο­ψη αυ­τή δεν ται­ριά­ζει με αυ­τήν που υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι η φι­λί­α α­πο­τε­λεί το τέ­λος της πο­λι­τεί­ας. Πα­ρό­λα αυ­τά, η πο­λι­τι­κή φι­λί­α α­πο­τε­λεί έ­να ση­μαν­τι­κό κοι­νω­νι­κό α­γα­θό, το ο­ποί­ο ο­ποι­ο­δή­πο­τε έλ­λο­γη πο­λι­τι­κή κοι­νό­τη­τα θα υι­ο­θε­τού­σε. Προς υ­πο­στή­ρι­ξη αυ­τής της δεύ­τε­ρης ά­πο­ψης, κά­ποι­ος θα μπο­ρού­σε να υ­πο­στη­ρί­ξει ό­τι α­πό τη στιγ­μή που ο νό­μος εί­ναι α­ναγ­καί­α γε­νι­κός, α­φή­νει πολ­λά κε­νά. Δεν εί­ναι δυ­να­τόν να νο­μο­θε­τή­σει α­να­λυ­τι­κά πά­νω σε κά­θε πτυ­χή της αν­θρώ­πι­νης ζω­ής. Συγ­κε­κρι­μέ­να, εί­ναι α­δύ­να­τον να νο­μο­θε­τή­σει τη φι­λί­α, κα­τά τον ί­διο τρό­πο που δεν μπο­ρεί να θε­σπί­σει την α­γά­πη. Δεν υ­πάρ­χει κά­ποι­ος εύ­λο­γος τρό­πος με τον ο­ποί­ο κά­ποι­ος νο­μο­θέ­της θα μπο­ρού­σε να α­ναγ­κά­σει τους αν­θρώ­πους να α­γα­πούν ο έ­νας τον άλ­λον, και ο Α­ρι­στο­τέ­λης σα­φώς α­να­γνω­ρί­ζει ό­τι κά­τι τέ­τοι­ο εί­ναι α­δύ­να­τον, ό­πως άλ­λω­στε δη­λώ­νει η κρι­τι­κή που α­σκεί στην πλα­τω­νι­κή πο­λι­τεί­α. Ε­πο­μέ­νως, ο μό­νος τρό­πος εί­ναι να στη­ρι­ζό­μα­στε σε ά­τυ­που εί­δους σχέ­σεις έ­τσι ώ­στε να εί­ναι δυ­να­τόν η πο­λι­τεί­α να λει­τουρ­γή­σει.
 
Η α­ρι­στο­τε­λι­κή πο­λι­τι­κή φι­λί­α ως μορ­φή «με­τρι­ο­πα­θούς φι­λί­ας α­μοι­βαί­ου συμ­φέ­ρον­τος» θα μπο­ρού­σε να λει­τουρ­γή­σει ως αν­τί­δο­το στις πλευ­ρές της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας που μας αλ­λο­τρι­ώ­νουν, πα­ρέ­χον­τάς μας κά­ποι­ο εί­δος προ­τύ­που για μια πο­λι­τι­κή κοι­νό­τη­τα ό­που υ­φί­στα­ται ε­ξί­σου κοι­νός δε­σμός α­νά­με­σα στους πο­λί­τες της (ά­σχε­τα με το πό­σο χα­λα­ρός εί­ναι αυ­τός) και α­να­γνώ­ρι­ση των δι­α­φο­ρε­τι­κών ταυ­το­τή­των τους. Υ­πό αυ­τήν την χα­λα­ρή α­ρι­στο­τε­λι­κή έν­νοι­α, η πο­λι­τι­κή φι­λί­α ως μί­α μορ­φή «φι­λί­ας α­μοι­βαί­ου συμ­φέ­ρον­τος» θα μπο­ρού­σε να λει­τουρ­γή­σει ως πρό­τυ­πο για τη σύγ­χρο­νη πο­λι­τι­κή κοι­νω­νί­α ι­κα­νο­ποι­ών­τας το δια­ρκώς αυ­ξα­νό­με­νο αί­τη­μα για κοι­νω­νι­κή ε­νό­τη­τα, συ­νο­χή, αλ­λη­λεγ­γύ­η και ε­πι­δί­ω­ξη κοι­νών σκο­πών, χω­ρίς να πα­ρου­σιά­ζει κίν­δυ­νο ού­τε στην ε­λευ­θε­ρί­α ού­τε στη δι­και­ο­σύ­νη. Υ­πό αυ­τήν την έν­νοι­α, η φι­λί­α εί­ναι ση­μαν­τι­κή τό­σο για την πο­λι­τι­κή πρά­ξη ό­σο και για την πο­λι­τι­κή θε­ω­ρί­α και η α­ρι­στο­τε­λι­κή έν­νοι­α της πο­λι­τι­κής φι­λί­ας θα μπο­ρού­σε να μας προ­σφέ­ρει τα θε­μέ­λια για μια με­στή νο­ή­μα­τος πο­λι­τι­κή μορ­φή φι­λί­ας που θα μπο­ρού­σε να δη­μι­ουρ­γή­σει κοι­νω­νι­κή ε­νό­τη­τα υ­πό το πρί­σμα του πλου­ρα­λι­σμού, αλ­λά και της κοι­νω­νι­κής ι­σό­τη­τας και της δη­μο­κρα­τι­κής δι­α­κυ­βέρ­νη­σης.
-------------------------- 
[1] Η ερμηνεία που προτείνω σχετικά με την αριστοτελική έννοια της αριστοτελικής πολιτικής φιλίας στο κεφάλαιο αυτό στηρίζεται, εν μέρει, σε προηγούμενη δημοσιευμένη μελέτη μου, βλ. E. Leontsini, ‘The Motive of Society: Aristotle on Civic Friendship, Justice, and Concord’, Res Publica, 19, 1 (2013), σσ. 21-35. Και για τα δύο κείμενά μου της ενότητας αυτής, ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στον Andrius Bielskis για τις γόνιμες συζητήσεις που είχαμε σχετικά με την νεοαριστοτελική θεωρία του Alasdair MacIntyre και την αριστοτελική ηθική και πολιτική φιλοσοφία εν γένει, αλλά κυρίως γιατί με βοήθησε να κατανοήσω την αρεταϊκή κριτική της καπιταλιστικής οικονομίας. 
[2]   Βλ. σχετικά τις ενδιαφέρουσες μελέτες αναφορικά με το θέμα αυτό, που περιλαμβάνονται στον πρόσφατο συλλογικό τόμο των A. Bielskis and K. Knight (eds), Virtue and Economy. Essays on Morality and Markets, Ashgate, London 2015.
[3]   Με τον όρο «εργατική τάξη» αναφέρομαι εδώ στο σύνολο των εργαζομένων μιας πολιτικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένης και της «μεσαίας τάξης», η οποία δεν συνιστά μια ανεξάρτητη «τάξη», υπό την έννοια ότι και εκείνη αποτελεί μέρος της «εργατικής τάξης», αφού η συντριπτική πλειοψηφία της μεσαίας τάξης είναι επίσης εργαζόμενοι. Για ανάπτυξη του επιχειρήματος αυτού βλ. A. Bielskis, ‘Anti-Capitalist Politics and Labour for the Twenty-first Century: History and Future Challenges’, στο A. Bielskis and K. Knight (eds), Virtue and Economy, αυτόθι, σσ. 244-245.
[4]  Βλ. A. MacIntyre, Dependent Rational Arguments. Why Human Beings Need the Virtues, Duckworth, London 1999 (μετάφραση στην ελληνική: Έλλογα εξαρτημένα όντα. Γιατί οι άνθρωποι χρειάζονται τις αρετές, μτφρ. Μ. Δασκαλάκη, εκδ. Κουκκίδα, Αθήνα 2013). Για το ύστερο έργο του A. MacIntyre, βλ. ενδεικτικά A. MacIntyre, ‘Politics, Philosophy and the Common Good’, στο K. Knight (ed), The MacIntyre Reader, Polity, Cambridge, 1998, σσ. 235-252· A. MacIntyre, Ethics and Politics. Selected Essays, vol. 2, Cambridge University Press, Cambridge 2006· A. MacIntyre, ‘How Aristotelianism Can Become Revolutionary: Ethics, Resistance, and Utopia’, στο P. Blackledge and K. Knight (eds), Virtue and Politics. Alasdair MacIntyre’s Revolutionary Aristotelianism, University of Notre Dame Press, Notre Dame 2011, σσ. 11-19 και A. MacIntyre, ‘The Irrelevance of Ethics’, στο A. Bielskis and K. Knight (eds), Virtue and Economy. Essays on Morality and Markets, Ashgate, London 2015, σσ. 7-21. Πβ. επίσης K. Knight, Aristotelian Philosophy. Ethics and Politics from Aristotle to MacIntyre, Polity, Cambridge 2007 και K. Knight, ‘Revolutionary Aristotelianism’, στο P. Blackledge and K. Knight (eds), Virtue and Politics, αυτόθι, σσ. 20-34.
[5]   Χρησιμοποιώ εδώ τον όρο «φιλελεύθερος ατομικισμός» για να αναφερθώ γενικότερα στη φιλελεύθερη θεωρία, όπως αυτή διατυπώθηκε από τις θεωρίες των John Stuart Mill, Immanuel Kant καθώς και άλλων σύγχρονων φιλελεύθερων φιλοσόφων (π.χ. John Rawls, Ronald Dworkin, Robert Nozick). Πολιτικές θεωρίες όπως αυτές του I. Kant και του J. S. Mill δίδουν έμφαση στην ελευθερία, την αυτονομία και την ελεύθερη επιλογή του ατόμου. Γενικότερα, οι θεωρίες αυτές έχουν κοινά γνωρίσματα που μας επιτρέπουν στο σύνολό τους να τις ονομάσουμε «φιλελεύθερες», όπως αυτό που ο Mill αποκαλούσε «ατομικότητα», ο Kant «αυτονομία», ενώ οι σύγχρονοι φιλελεύθεροι ατομικιστές χαρακτηρίζουν ως «ατομικά δικαιώματα». Γενικότερα για τη φιλελεύθερη παράδοση και την αντίθεσή της με την κοινοτιστική θεωρία βλ. ενδεικτικά E. Leontsini, The Appropriation of Aristotle in the Liberal-Communitarian Debate, with a foreword by Richard Stalley, Athens, National and Kapodistrian University of Athens, S. Saripolos Library, 2007, σσ. 20-28 και Μ. Δραγώνα-Μονάχου, «Ηθική φιλοσοφία και ανθρώπινα δικαιώματα», Ισοπολιτεία, 4, 2 (2000), σσ. 211-229.
[6]  Βλ. J. Annas, ‘Self-Concern and the Sources and Limits of Other-Concern’, στο The Morality of Happiness, Oxford, Oxford University Press, 1993, σσ. 249-290.
[7] A. MacIntyre, After Virtue, 2η έκδ., Duckworth, London, 1983, σ. 156.
[8] Βλ. T. Hobbes [1651], Λεβιάθαν, μτφρ. Γρ. Πασχαλίδης και Αιμ. Μεταξόπουλος, 2 τόμ., Αθήνα, εκδ. Γνώση, 1989, κεφ. XIII & XVII και του Ιδίου, De Cive [1647], EW, II, βιβλ. I, κεφ. I: «Of the State of Men without Civil Society», σσ. 1-13 (από την αγγλική μετάφραση Philosophical Rudiments concerning Government and Society, 1651).
[9] J. Locke [1690], Δεύτερη Πραγματεία περί κυβερνήσεως, μτφρ. Π. Κιτρομηλίδης, Αθήνα, εκδ. Γνώση, 1990, κεφ. 7-9.
[10] Βλ. D. Hume (1777), ‘Of the Populousness of Ancient Nations’, στα δοκίμιά του Essays, Moral, Political and Literary, , Eugene F. Miller (εκδ.), with an apparatus of variant readings from the 1889 Oxford University Press edition by T.H. Green and T.H. Grose, 2η έκδ., Indianapolis, Liberty Classics, 1987, σσ. 377-463. Βλ. επίσης στην ίδια έκδοση και τα δοκίμια ‘Of Civic Liberty’, σσ. 89-97, ‘Of the Rise and Progress of the Arts and Sciences’, σσ. 112-138, “Of Commerce’, σσ. 259-274.
[11]   Βλ. ενδεικτικά L. Hill & P. McCarthy (2000), ‘Hume, Smith and Ferguson: Friendship in Commercial Society’, in P. King & H. Devere (eds), The Challenge of Friendship in Modernity, London: Franc Cass, pp. 33-49 and L. Hill & P. McCarthy (2004), ‘On Friendship and necessitudo in Adam Smith’, History of the Human Sciences, 17, 4, pp. 1-16.
[12]   Βλ. J. Rawls, ‘Social Unity and Primary Goods’, στο A. K. Sen and B. Williams (eds.), Utilitarianism and Beyond, Cambridge, Cambridge University Press, 1982, σσ. 159-185.
[13]  Βλ. J. Rawls, ‘The Priority of Right and Ideas of the Good’, ό.π. Για μια κριτική της πρώιμης ρωλσιανής θεωρίας του αγαθού σε σχέση με τη σημασία της αγάπης βλ. S. Mendus, ‘The Importance of Love in Rawls’s Theory of Justice", British Journal of Political Science, 29, 1 (1999), σσ. 57-75.
[14]  Η μεταγραφή στην ελληνική των Πολιτικών που ακολουθείται στην παρούσα μελέτη είναι από την έκδοση: Αριστοτέλης, Πολιτικά, Βιβλία Α' και Γ’, μτφρ. Δ. Παπαδής, Θεσσαλονίκη, εκδ. Ζήτρος, 2006, ενώ αυτή των Ηθικών Νικομαχείων από: (α) Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Βιβλία Α’- Δ', εισ.-μτφρ.-σχόλ. Δ. Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη, εκδ. Ζήτρος, 2006 και (β) Αριστοτέλης, Ρητορική, Βιβλία Β'- Γ', εισ.-μτφρ.-σχόλ. Δ. Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη, εκδ. Ζήτρος, 2004, με κάποιες δικές μου παρεμβάσεις.
[15]  Ο ορισμός αυτός έχει διατυπωθεί στο E. Leontsini, The Appropriation of Aristotle in the Liberal- Communitarian Debate, ό.π., σ. 175.
[16] Εδώ βασίζομαι σε προηγούμενη δημοσιευμένη μελέτη μου: Ε. Λεοντσίνη, «Μορφές φιλίας κατά τον Αριστοτέλη», στο Α. Στέφος & Σπ. Τουλιάτος (επιμ.), Αριστοτέλης: κορυφαίος διδάσκαλος και στοχαστής, Σεμινάριο 36, Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων, εκδ. Ελληνοεκδοτική, Αθήνα 2009, σσ. 100­121.
[17]   Η ομοιότητα των αρχαίων παροιμιών με τις σύγχρονες νεοελληνικές είναι εντυπωσιακή, βλ. ενδεικτικά: Καί αί παροιμίαι δέ πάσαι όμογνωμοΰσιν, οίον το «μία ψυχή» καί «κοινα τα φίλων» καί «ίσότης φιλότης» καί «γόνυ κνήμης εγγιον» (ΗΝ 1168b7-8). «σύν τε δύ' έρχομένω», «τον ομοιόν ώς τον ομοιον», «κολοιόν ποτί κολοιόν» (ΗΝ 1155a15) 
[18]   Η μεταγραφές των αριστοτελικών κειμένων της Ρητορικής στη νέα ελληνική είναι από τη μετάφραση του Δ. Λυπουρλή (Αριστοτέλης, Ρητορική, Βιβλία Β'- Γ', εισ.- μτφρ.-σχ. Δ. Λυπουρλής, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2004).
[19]  Βλ. G. Vlastos, Πλατωνικές μελέτες, μτφρ. Ι. Αρζόγλου, επιμ. Π. Φαναράς, β' έκδ., εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2000, σ. 29. Όπως διευκρινίζει ο Γρηγόρης Βλαστός, οφείλουμε τον όρο «εστιακή σημασία» στον G.E.L. Owen (‘Logic and Metaphysics in Some Earlier Works of Aristotle’, στο I. During και G.E.L. Owen (εκδ.), Aristotle and Plato in the Mid-Fourth Century, Goteborg, Almquist and Wicksell, 1960, σσ. 163-190). Ο όρος «εστιακή σημασία» δηλώνει αυτό που Αριστοτέλης αποκαλεί προς εν λεγόμενον και με τη φράση αυτή χαρακτηρίζεται ο ορισμός της φιλίας στο 1236a16-b27 των Ηθικών Ευδημίων.
[20]  Η σημασία του χωρίου αυτού της Ρητορικής (1380b35-1381a10) έχει τονισθεί από τον John Cooper στο άρθρο του ‘Aristotle on the Forms of Friendship’ (ανατύπωση στο βιβλίο του Reason and Emotion, Princeton University Press, Princeton, New Jersey 1999, σσ. 312-335) και υιοθετείται από πολλούς άλλους, όπως λ.χ. η Julia Annas, η Martha Nussbaum και η Sarah Broadie (J. Annas, ‘Self­Concern and the Sources and Limits of Other-Concern’, στο The Morality of Happiness, Oxford University Press, Oxford 1993, σσ. 249-290· M. Nussbaum, The Fragility of Goodness, Princeton University Press, Princeton 1986· S. Broadie, ‘Philosophical Introduction and Commentary’, στο S. Broadie & C. Rowe (eds.), Aristotle: Nicomachean Ethics, Oxford University Press, Oxford 2002, σ. 58).
[21] Η αντίφαση αυτή έχει εξεταστεί εκτενώς στο πρόσφατο άρθρο του Talbot Brewer (‘Virtues We Can Share: Friendship and Aristotelian Ethical Theory’, Ethics, 115 (2005), σσ. 721-758).
[22] Βλ. Δ. Ν. Κούτρας, Η πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλους: Ηθική, τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 2004, σ. 85.
[23] Talbot Brewer, ‘Virtues We Can Share: Friendship and Aristotelian Ethical Theory’, αυτόθι.
[24] Βλ. R. Hursthouse, ‘Aristotle for Women Who Love Too Much’, Ethics, 117 (2007), σσ. 327-334.16
[25] Βλ. και ΗΝ I 3. 1165a 36 κ.έ.. Κυρίως, 1165b17-22. 
[26] Κατά την Elizabeth Telfer, η οποία εξετάζει γενικότερα το θέμα της φιλίας και όχι μόνο στο πλαίσιο της αριστοτελικής ανάλυσης, υπάρχουν τρεις τύποι δραστηριότητας που αποτελούν όλες αναγκαίες συνθήκες φιλίας (η συνθήκη «κοινής δραστηριότητας» για φιλία): (α) ανταποδοτικές υπηρεσίες, (β) αμοιβαία επαφή και (γ) κοινές επιδιώξεις. Όμως, κατά την Telfer, η «κοινή δραστηριότητα» στη φιλία αποτελεί απαραίτητη αλλά όχι επαρκή συνθήκη για τη φιλία (βλ. E. Telfer, ‘Friendship’, Proceedings of the Aristotelian Society (1971), σσ. 223-224).
[27] M. Nussbaum, The Fragility of Goodness, Princeton, Princeton University Press, 1986, σσ. 357-359.
[28] M. Nussbaum, The Fragility of Goodness, ό.π, σσ. 361-362. 
[29]  Για την κριτική που η σύγχρονη κοινοτιστική θεωρία έχει ασκήσει στον σύγχρονο φιλελευθερισμό βλ. ενδεικτικά M. Sandel, Liberalism and the Limits of Justice, Cambridge, Cambridge University Press, 1982· M. Walzer, Spheres of Justice, Oxford, Blackwell, 1983· A. MacIntyre, After Virtue, 2η έκδ., London, Duckworth, 1983· C. Taylor, Sources of the Self, Cambridge, Cambridge University Press, 1989. Βλ. επίσης και τις κλασικές μονογραφίες για τη φιλελεύθερη-κοινοτιστική διαμάχη, W. Kymlicka, Liberalism, Community, and Culture, Oxford, Clarendon Press, 1989 και S. Mulhall, and A. Swift, Liberals and Communitarians, 2nd ed., Oxford, Blackwell, 1996. Βλ. Επίσης την αγγλική μετάφραση και σχολιασμό του T. J. Saunders των βιβλίων Ι & ΙΙ των Πολιτικών, όπου προτάσσεται μια κοινοτιστική ανάγνωση και ερμηνεία, η οποία γίνεται εμφανής και στην αγγλική απόδοση του αριστοτελικού κειμένου (Aristotle, Politics Books I and II, transl. with a commentary by Trevor J. Saunders, Clarendon Press, Oxford 1995). Στο ίδιο πνεύμα βρίσκεται και η μετάφραση του C.D.C. Reeve (Aristotle, Politics, transl. C.D.C. Reeve, Indianapolis, Hackett Publishing Company, Cambridge 1998).
[30] A. MacIntyre, After Virtue, ό.π., σσ. 155-156.
[31]  S. Stem-Gillet, Aristotle’s Philosophy of Friendship, Albany, State University of New York Press, 1995, σ. 149.
[32] M. Baron, ‘Impartiality and Friendship’, Ethics, 101, 4 (1991), σ. 837.
[33]  Εδώ βασίζομαι σε προηγούμενη δημοσιευμένη μελέτη μου: Ε. Λεοντσίνη, «Αριστοτελική πολιτική φιλία και φιλελεύθερη κοινότητα», στο Κ. Βουδούρης & Δ. Γεωργοβασίλης (επιμ.), Η ελληνική φιλοσοφία και η σχέση της με τα προβλήματα της εποχής μας, Πρακτικά του 20ου Διεθνούς Συνεδρίου Φιλοσοφίας (Χανιά, 12-17 Ιουλίου 2008), Διεθνής Εταιρεία Ελληνικής Φιλοσοφίας, εκδ. Ιωνία, Αθήνα 2009, σσ. 93-113.
[34] Πλάτων, Πολιτεία, Α, 336a2-3 και 334b3-9: «Τούς μεν φίλους ώφελεΐν, τούς δ’ έχθρούς βλάπτειν».
[35]   Στην εισαγωγή της ανθολογίας των G. Graham & H. LaFollette (eds.), Person to Person, Philadelphia, Temple University Press, 1989, σ. 9.
[36] J. Cottingham, ‘Ethics and Impartiality’, Philosophical Studies 43 (1983), σ. 88.
[37]  D. Jeske, ‘Friendship, Virtue, and Impartiality’, Philosophy and Phenomenological Research, 57, 1 (1997), σ. 52.
[38]  Βλ. M. Stocker, ‘The Schizophrenia of Modern Ethical Theories’, The Journal of Philosophy, 73, 14 (1976), σσ. 453-466 και Του Ιδίου, ‘Values and Purposes; The Limits of Teleology and the Ends of Friendship’, The Journal of Philosophy, 78, 12 (1981), σσ. 747-765 και Του Ιδίου, ‘Friendship and Duty: Some Difficult Relations’, στο O. Flanagan & A. O. Rorty (επιμ.), Identity, Character and Morality, MIT Press, 1990, σσ. 219-233. Βλ. επίσης, D. Cocking & J. Oakley, ‘Indirect Consequentialism, Friendship, and the Problem of Alienation’, Ethics, 106 (1995), σσ. 86-111.
[39]  I. Kant, The Metaphysics of Morals, Μέρος II: “Doctrine of Virtue”, κεφ. II, §46, μτφρ. στην αγγλική M. Gregor, προλ. R. J. Sullivan, Cambridge, Cambridge University Press, 1996, σσ. 215-216.
[40]  R. Langton, ‘Maria von Herbert’s Challenge to Kant’, στο P. Singer (επιμ.), Ethics, Oxford, Oxford University Press, 1994, σ. 284. Πβ. επίσης την εκτενή μορφή του άρθρου της, R. Langton, ‘Duty and Desolation’, Philosophy, 67 (1992). Βλ. επίσης για το θέμα αυτό, C. M. Korsgaard, ‘Creating the Kingdom of Ends: Reciprocity and Responsibility in Personal Relations’, στο Creating the Kingdom of Ends, Cambridge, Cambridge University Press, 1996, σ. 188-221 και Π. Κόντος, Η καντιανή ηθική της υπόσχεσης, Αθήνα, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2005, σσ. 61-77.
[41] Βλ. και ό.π, υπ. 33.
[42]  G. B. Kerferd, Η σοφιστική κίνηση, μτφρ. Π. Φαναράς, Αθήνα, εκδ. Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, 1999, σ. 230.
[43] Δημόκριτος, Λυκόφρων, Γοργίας, Αντιφών, Πλάτων, Ζήνων ο Κιτιεύς.
[44] W. K. C. Guthrie, Οι σοφιστές, μτφρ. Δ. Τσεκουράκης, Αθήνα, εκδ. ΜΙΕΤ, 1989, σ. 189.28
[45]  Βλ. R. F. Stalley, ‘Aristotle’s Criticism of Plato’s Republic’, στο D. Keyt and F. Miller, (επιμ.), A Companion to Aristotle's Politics, Oxford, Blackwell, 1991, σσ. 182-199. Βλ. επίσης R. F. Stalley, ‘The Unity of the State: Plato, Aristotle and Proclus’, Polis, 14, 1-2 (1995), σσ. 129-149 και Του Ιδίου, ‘Aristotelian and Platonic Justice’, στο D.N. Koutras (επιμ.), Aristotle’s Political Equality and Justice, and the Problems of Contemporary Society, Athens: Society for Aristotelian Studies, ‘The Lyceum’, 2000, σσ. 417-433. Η άποψη αυτή έχει υποστηριχθεί εκτενώς και από τον R. Mayhew στη διδακτορική διατριβή του με τίτλο Aristotle’s Criticism of Plato’s Republic (Lanham, Rowman & Littlefield, 1997).
[46] R. F. Stalley, ‘Aristotle’s Criticism of Plato’s Republic’, ό.π., σ. 193.30
[47] Βλ. D. Dobbs, ‘Aristotle’s Anticommunism’, American Journal of Political Science, 29, 1 (1985), σσ. 29-46.
[48] Μια μορφή του επιχειρήματος αυτού έχει διατυπωθεί διεξοδικά από τον J. A. Scorza στο άρθρο του ‘Liberal Citizenship and Civic Friendship’, Political Theory, 32, 1 (2004), σσ. 85-108.
[49]  Βλ. ενδεικτικά G. FMstad, The Art of Getting Along. A Book about Leadership, Company Culture and Ethics, Oslo, Gyldendal Academic Publs, 2000· J. Raz, Value, Respect, and Attachment, Cambridge, Cambridge University Press, 2001· J. Coleman, Αρχαία ελληνικά, νεωτερικά και μετανεωτερικά στοιχεία του πολιτικού συν-αγωνισμού, μτφρ. Μ. Χατζόπουλος, Ετήσια Διάλεξη Κ. Θ. Δημαρά 2007, Αθήνα, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2008.
[50]  Βλ. τις πρόσφατες Gifford Lectures που παρέδωσε ο Αλέξανδρος Νεχαμάς στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου (2007-2008) υπό το γενικό θέμα: Because it was he, because it was I’: Friendship and its place in life.
[51]  S. Stern-Gillet, Aristotle’s Philosophy of Friendship, ό.π., σ. 4.