«Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό βασίλειο υπήρχε μια κοπέλα. Το όνομά της Σταχτοπούτα, γιατί μάζευε τις στάχτες από το τζάκι του παλατιού και υπηρετούσε τη μητριά και τις κακές αδερφές της, αφού ο πατέρας της που τόσο την αγαπούσε και την προστάτευε είχε πλέον περάσει στο άλλο μονοπάτι της ζωής που λέγεται θάνατος.
Ένα βράδυ ο πρίγκιπας του διπλανού χωριού θα πραγματοποιούσε μία δεξίωση, στην οποία θα διάλεγε τη γυναίκα που θα παντρευτεί. Όλοι πήγαν, μα η Σταχτοπούτα δεν μπορούσε η…καημένη. Τότε όλα συνωμότησαν ώστε να παρευρεθεί κι εκείνη εκεί με τα δανεικά της γοβάκια και το εξ’ουρανού της φόρεμα.
Μα προσοχή! Έπρεπε να γυρίσει πριν τις 12, διότι έπειτα η άμαξα θα μετατρεπόταν σε κολοκύθα και το πανάκριβο ένδυμα σε κουρέλι. Πράγματι απόλαυσε τη βραδιά της χορεύοντας και φλερτάροντας με τον πρίγκιπα, ο οποίος τη λάτρεψε. Πήγε όμως 12 κι εκείνη τρέχοντας να προλάβει το επερχόμενο ρεζιλίκι έχασε το γοβάκι της. Την επόμενη μέρα ο πρίγκιπας δεν ήρθε να την ψάξει, για να της δώσει όρκους αιώνιας αγάπης. Κι η Σταχτοπούτα έμεινε, ψιλοκλαψουρίζοντας, παρέα με τα ποντικάκια δίπλα στην κολοκύθα χωρίς να έχει ζήσει όλα τα καλά που ίσως ήθελε»….
Ο κάθε άνθρωπος κρύβει εσωτερικά έναν «υποσυνείδητο ερωτικό χάρτη», με τη βοήθεια του οποίου το υποκείμενο αναγνωρίζει ανά περίοδο της ζωής του τον κατάλληλο γι ‘ αυτόν σύντροφο. Το άτομο βρίσκεται σε θέση –ασυνείδητα πάντα- να καταλάβει το αντικείμενο εκείνο, το οποίο έχει τις ίδιες ανάγκες μ΄ αυτό, την ίδια προδιάθεση για έρωτα, φόβο, θυμό. Η κατάσταση γνωστή. Αναπαράγουμε τις σχέσεις των γονιών μας, ή /και τις σχέσεις μας με τους γονείς μας ,διαδικασία που όσο κι αν φαίνεται ανόητη, παραμένει αήττητη, πιστή στο χρόνο και τη διάρκειά της. Ερωτευόμαστε τα μάτια που μας θυμίζουν εκείνα που μας πρωτοκοίταξαν, ακανόνιστες κινήσεις, εκφάνσεις, συμπεριφορές, των προτύπων που μας έλεγαν τα πρώτα μας παραμύθια. Ο προσωπικός αυτός τρόπος που επιλέγουμε να προβάλλουμε τα των έσω μας στο άλλο άτομο έγκειται σε έναν κόσμο φανταστικό, ο οποίος έχει πλαστεί κατά τη διάρκεια των παιδικών μας χρόνων, κρίνεται ακατανίκητος και εάν τον παρατηρήσουμε μας ωθεί στη διαμόρφωση μίας αλυσίδας ερωτικών αντικειμένων, τα οποία στη βάση τους θα έχουν –κι ας μη φαίνεται ολοκάθαρα- κοινά χαρακτηριστικά.
Ερωτευόμαστε με πάθος. Τη ζωή μας, τη δουλειά μας, ένα τόπο, ένα γέλιο, μία γεύση. Ερωτευόμαστε εμάς. Ερωτευόμαστε τον ίδιο τον έρωτα. Η δυσκολία όμως δεν έγκειται στα πρώτα, δε φοβόμαστε να ερωτευτούμε κάτι τις το απτό, το άνευ φόβου εγκατάλειψης. Ο τρόμος έγκειται στο να δοθούμε σε κάτι το αέρινο, όπως η ψυχή ενός άλλου ανθρώπου. Η παρελθούσα εγκατάλειψη και προδοσία, η δύναμη που είχε πάνω μας μία πραγματοποιήσιμη απόρριψη, είτε από γονιό προς εμάς, είτε από γονιό προς γονιό, είτε από σύντροφο προς εμάς, μας οδηγεί στη δημιουργία μίας τεχνητής γέφυρας, η οποία όταν θέλουμε ανοίγει για να υποδεχτούμε τον άλλον, όποτε όμως επιλέξουμε κλείνει, ως αυτόματη προστασία της ψυχής. Δεν είναι τυχαίο πως οι άνθρωποι οι πιο φοβισμένοι στον έρωτα είναι και εκείνοι οι πιο πληγωμένοι από αυτόν, είναι και εκείνοι οι πιο αμυντικοί και απροσπέλαστοι, που παρά ταύτα θα δηλώνουν ξανά και ξανά άρνηση αυτών των στοιχείων τους.
Έρωτας είναι κάτι παραπάνω από ένωση σωματική, κάτι παρακάτω από ένωση θεϊκή. Έρωτας σημαίνει συνάντηση δυο ψυχών που χουν ανάγκη να διορθώσουν τα λανθασμένα του παρελθόντος, μα καμιά φορά όσο κι αν προσπαθούν αποτυγχάνουν μπροστά στη δίνη του παιδιού μέσα τους που τους φωνάζει «μη» σε μία ακόμη ενδεχόμενη εγκατάλειψη, σε μία ακόμη ενδεχόμενη αναβίωση του τραύματος. Έρωτας είναι ούτε λίγο, ούτε πολύ, οι προβολές κομματιών του εαυτού μας που δε δυνάμεθα να αναγνωρίσουμε άμεσα, επομένως ως διαδικασία επιλέγουμε να τη βιώνουμε έμμεσα.
Κι εκεί έγκειται και η παγκοσμιότητα του θείου αυτού συναισθήματος, το οποίο ερμηνεύεται μεν, δε παύει να υπάρχει δε. Ο ερωτευμένος, ή δυνάμει ερωτευμένος καλείται να παλέψει με τα φαντάσματα της πρότερης ζωής του και με τα πολλά υποσχόμενα καλά..και κακά που θα φέρει το καινούριο! Το φαντασιωσικό κομμάτι που έχουμε πλάσει, το κομμάτι αυτό ενός άλλου σωτήρα, είναι εκείνο που προσάπτουμε στο ερωτικό αντικείμενο του πόθου κι από φόβο μην εκείνο αποκαλύψει το αληθινό του πρόσωπο και έπειτα μας εγκαταλείψει και μας πληγώσει, αρνούμαστε ακόμη και να το αναγνωρίσουμε, αν όχι μονάχα να το αγγίξουμε.
Δεν είναι τυχαία η άποψη της ψυχανάλυσης που υποστηρίζει πως η απώλεια και το πένθος του συντρόφου ταυτίζεται πολλάκις με τον αποχωρισμό βρέφους-μητέρας έπειτα από τη γέννα. Ξεριζωμός είναι ο έρωτας. Από το μέσα μας, αφού αν θέλουμε να τον βιώσουμε πρέπει να σταθούμε γυμνοί μπροστά στον άλλον και να του γνέψουμε να έρθει, να κάνουμε χώρο να κάτσει κι εκείνος δίπλα. Ο έρωτας, ο πόνος και ο φόβος είναι τα αρχαιότερα αισθήματα. Κι ο έρωτας δεν είναι αίσθημα καθ’αυτός. Η αναγέννησή που τον χαρακτηρίζει όμως είναι. Και νιώθουμε αδύναμοι, νιώθουμε μικροί να καταδεχτούμε να αναγεννηθούμε μέσα από τον άλλον, διότι ορθώς γνωρίζουμε πως η αναγέννηση πηγάζει από τους ίδιους. Μα η δύναμή του πανάρχαια και άπιαστη, μας ωθεί και μας ωθούμε κι εμείς με τη σειρά μας στο να μάθουμε το εγώ και μέσα από το εγώ του άλλου, διότι γνωρίζουμε πως όσες παγίδες κι αν αυτό κρύβει, παράλληλα μας χαρίζει την α-λήθεια.
Η ουσία μας είναι ο έρωτας. Κι εμείς πάμε κόντρα για λόγους εγωιστικούς. Για λόγους παρελθοντικούς. Για λόγους πολλές φορές ακατανόητους. Ο άνθρωπος είναι ολόκληρος ένα κράμα ισορροπίας. Απωθούμε όμως πως καμιά φορά, μόνο χάνοντάς την είναι ελεύθερος να νιώσει και κατ’ επέκταση να ζήσει.
Γι’αυτό η Σταχτοπούτα, από το να κάθεται να θυματοποιείται προσμένοντας, μπορεί απλά να πάει εκείνη να ψάξει το γοβάκι της πίσω στο παλάτι…
Κλωντ Μονέ, "Γυναίκα με ομπρέλα" |
Ένα βράδυ ο πρίγκιπας του διπλανού χωριού θα πραγματοποιούσε μία δεξίωση, στην οποία θα διάλεγε τη γυναίκα που θα παντρευτεί. Όλοι πήγαν, μα η Σταχτοπούτα δεν μπορούσε η…καημένη. Τότε όλα συνωμότησαν ώστε να παρευρεθεί κι εκείνη εκεί με τα δανεικά της γοβάκια και το εξ’ουρανού της φόρεμα.
Μα προσοχή! Έπρεπε να γυρίσει πριν τις 12, διότι έπειτα η άμαξα θα μετατρεπόταν σε κολοκύθα και το πανάκριβο ένδυμα σε κουρέλι. Πράγματι απόλαυσε τη βραδιά της χορεύοντας και φλερτάροντας με τον πρίγκιπα, ο οποίος τη λάτρεψε. Πήγε όμως 12 κι εκείνη τρέχοντας να προλάβει το επερχόμενο ρεζιλίκι έχασε το γοβάκι της. Την επόμενη μέρα ο πρίγκιπας δεν ήρθε να την ψάξει, για να της δώσει όρκους αιώνιας αγάπης. Κι η Σταχτοπούτα έμεινε, ψιλοκλαψουρίζοντας, παρέα με τα ποντικάκια δίπλα στην κολοκύθα χωρίς να έχει ζήσει όλα τα καλά που ίσως ήθελε»….
Ο κάθε άνθρωπος κρύβει εσωτερικά έναν «υποσυνείδητο ερωτικό χάρτη», με τη βοήθεια του οποίου το υποκείμενο αναγνωρίζει ανά περίοδο της ζωής του τον κατάλληλο γι ‘ αυτόν σύντροφο. Το άτομο βρίσκεται σε θέση –ασυνείδητα πάντα- να καταλάβει το αντικείμενο εκείνο, το οποίο έχει τις ίδιες ανάγκες μ΄ αυτό, την ίδια προδιάθεση για έρωτα, φόβο, θυμό. Η κατάσταση γνωστή. Αναπαράγουμε τις σχέσεις των γονιών μας, ή /και τις σχέσεις μας με τους γονείς μας ,διαδικασία που όσο κι αν φαίνεται ανόητη, παραμένει αήττητη, πιστή στο χρόνο και τη διάρκειά της. Ερωτευόμαστε τα μάτια που μας θυμίζουν εκείνα που μας πρωτοκοίταξαν, ακανόνιστες κινήσεις, εκφάνσεις, συμπεριφορές, των προτύπων που μας έλεγαν τα πρώτα μας παραμύθια. Ο προσωπικός αυτός τρόπος που επιλέγουμε να προβάλλουμε τα των έσω μας στο άλλο άτομο έγκειται σε έναν κόσμο φανταστικό, ο οποίος έχει πλαστεί κατά τη διάρκεια των παιδικών μας χρόνων, κρίνεται ακατανίκητος και εάν τον παρατηρήσουμε μας ωθεί στη διαμόρφωση μίας αλυσίδας ερωτικών αντικειμένων, τα οποία στη βάση τους θα έχουν –κι ας μη φαίνεται ολοκάθαρα- κοινά χαρακτηριστικά.
Ερωτευόμαστε με πάθος. Τη ζωή μας, τη δουλειά μας, ένα τόπο, ένα γέλιο, μία γεύση. Ερωτευόμαστε εμάς. Ερωτευόμαστε τον ίδιο τον έρωτα. Η δυσκολία όμως δεν έγκειται στα πρώτα, δε φοβόμαστε να ερωτευτούμε κάτι τις το απτό, το άνευ φόβου εγκατάλειψης. Ο τρόμος έγκειται στο να δοθούμε σε κάτι το αέρινο, όπως η ψυχή ενός άλλου ανθρώπου. Η παρελθούσα εγκατάλειψη και προδοσία, η δύναμη που είχε πάνω μας μία πραγματοποιήσιμη απόρριψη, είτε από γονιό προς εμάς, είτε από γονιό προς γονιό, είτε από σύντροφο προς εμάς, μας οδηγεί στη δημιουργία μίας τεχνητής γέφυρας, η οποία όταν θέλουμε ανοίγει για να υποδεχτούμε τον άλλον, όποτε όμως επιλέξουμε κλείνει, ως αυτόματη προστασία της ψυχής. Δεν είναι τυχαίο πως οι άνθρωποι οι πιο φοβισμένοι στον έρωτα είναι και εκείνοι οι πιο πληγωμένοι από αυτόν, είναι και εκείνοι οι πιο αμυντικοί και απροσπέλαστοι, που παρά ταύτα θα δηλώνουν ξανά και ξανά άρνηση αυτών των στοιχείων τους.
Έρωτας είναι κάτι παραπάνω από ένωση σωματική, κάτι παρακάτω από ένωση θεϊκή. Έρωτας σημαίνει συνάντηση δυο ψυχών που χουν ανάγκη να διορθώσουν τα λανθασμένα του παρελθόντος, μα καμιά φορά όσο κι αν προσπαθούν αποτυγχάνουν μπροστά στη δίνη του παιδιού μέσα τους που τους φωνάζει «μη» σε μία ακόμη ενδεχόμενη εγκατάλειψη, σε μία ακόμη ενδεχόμενη αναβίωση του τραύματος. Έρωτας είναι ούτε λίγο, ούτε πολύ, οι προβολές κομματιών του εαυτού μας που δε δυνάμεθα να αναγνωρίσουμε άμεσα, επομένως ως διαδικασία επιλέγουμε να τη βιώνουμε έμμεσα.
Κι εκεί έγκειται και η παγκοσμιότητα του θείου αυτού συναισθήματος, το οποίο ερμηνεύεται μεν, δε παύει να υπάρχει δε. Ο ερωτευμένος, ή δυνάμει ερωτευμένος καλείται να παλέψει με τα φαντάσματα της πρότερης ζωής του και με τα πολλά υποσχόμενα καλά..και κακά που θα φέρει το καινούριο! Το φαντασιωσικό κομμάτι που έχουμε πλάσει, το κομμάτι αυτό ενός άλλου σωτήρα, είναι εκείνο που προσάπτουμε στο ερωτικό αντικείμενο του πόθου κι από φόβο μην εκείνο αποκαλύψει το αληθινό του πρόσωπο και έπειτα μας εγκαταλείψει και μας πληγώσει, αρνούμαστε ακόμη και να το αναγνωρίσουμε, αν όχι μονάχα να το αγγίξουμε.
Δεν είναι τυχαία η άποψη της ψυχανάλυσης που υποστηρίζει πως η απώλεια και το πένθος του συντρόφου ταυτίζεται πολλάκις με τον αποχωρισμό βρέφους-μητέρας έπειτα από τη γέννα. Ξεριζωμός είναι ο έρωτας. Από το μέσα μας, αφού αν θέλουμε να τον βιώσουμε πρέπει να σταθούμε γυμνοί μπροστά στον άλλον και να του γνέψουμε να έρθει, να κάνουμε χώρο να κάτσει κι εκείνος δίπλα. Ο έρωτας, ο πόνος και ο φόβος είναι τα αρχαιότερα αισθήματα. Κι ο έρωτας δεν είναι αίσθημα καθ’αυτός. Η αναγέννησή που τον χαρακτηρίζει όμως είναι. Και νιώθουμε αδύναμοι, νιώθουμε μικροί να καταδεχτούμε να αναγεννηθούμε μέσα από τον άλλον, διότι ορθώς γνωρίζουμε πως η αναγέννηση πηγάζει από τους ίδιους. Μα η δύναμή του πανάρχαια και άπιαστη, μας ωθεί και μας ωθούμε κι εμείς με τη σειρά μας στο να μάθουμε το εγώ και μέσα από το εγώ του άλλου, διότι γνωρίζουμε πως όσες παγίδες κι αν αυτό κρύβει, παράλληλα μας χαρίζει την α-λήθεια.
Η ουσία μας είναι ο έρωτας. Κι εμείς πάμε κόντρα για λόγους εγωιστικούς. Για λόγους παρελθοντικούς. Για λόγους πολλές φορές ακατανόητους. Ο άνθρωπος είναι ολόκληρος ένα κράμα ισορροπίας. Απωθούμε όμως πως καμιά φορά, μόνο χάνοντάς την είναι ελεύθερος να νιώσει και κατ’ επέκταση να ζήσει.
Γι’αυτό η Σταχτοπούτα, από το να κάθεται να θυματοποιείται προσμένοντας, μπορεί απλά να πάει εκείνη να ψάξει το γοβάκι της πίσω στο παλάτι…